Πρίμο Λέβι: Όπου να’ ναι θα ακούσουμε πάλι το εγέρθητι

Σαν σήμερα, στις 11 Απριλίου του 1987, ο Πρίμο Λέβιαυτοκτόνησε, πέφτοντας από τις σκάλες του σπιτιού του στο Τορίνο. Ο εβραϊκής καταγωγής Ιταλός χημικός –που στη συνέχεια έγινε συγγραφέας και ποιητής- επέζησε από τον εφιάλτη του Άουσβιτς, τον οποίο κατέγραψε σε σειρά βιβλίων του, με γνωστότερο το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», γραμμένο το 1946-1947, ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δεν ξέχασε ποτέ το παράγγελμα «εγέρθητι» (Wstawać), που άκουγαν οι έγκλειστοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κάθε πρωί. Ήθελε να μην ξεχάσουμε ποτέ τη μεγαλύτερη κτηνωδία στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης, στο φόβο μήπως επαναληφθεί. Της Κατρίν Αλαμάνου

Το παράγγελμα Wstawać ήταν το παράγγελμα «ἐγέρθητι» στα πολωνικά, που άκουγαν κάθε πρωί οι έγκλειστοι στο Άουσβιτς.[1]

Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες
όνειρα βίαια και πυκνά,
ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα
αν θα γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.
Ώσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά
το παράγγελμα που συνόδευε την αυγή
«Wstawać»
και ράγιζε την καρδιά μας
Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,
τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,
και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,
σήμανε ἡ ώρα. Όπου να’ ναι θα ακούσουμε πάλι
το ξενικό παράγγελμα: «Wstawać»

Πρίμο Λέβι, «Η ανακωχή», 11 Ιανουαρίου 1946


O Πρίμο Λέβι, το 1940

Γεννημένος το 1919, το 1938, σπούδαζε στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου του Τορίνο, όταν το Νοέμβριο του ίδιου έτους, στην Ιταλία τέθηκαν σε ισχύ ρατσιστικοί νόμοι που επέβαλαν διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων, μεταξύ αυτών και η απαγόρευση της εγγραφής τους στο Πανεπιστήμιο. Όσοι ήδη σπούδαζαν θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Ο Λέβι αποφοίτησε με άριστα το 1941. Πάνω στο πτυχίο του αναγραφόταν ότι είναι Εβραίος.


Η διπλωματική εργασία του Πρίμο Λέβι

Το 1942 ήρθε σε επαφή με μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων και εντάχθηκε στο παράνομο Κόμμα της Δράσης (Partito d’Azione). Τον Οκτώβριο του 1943 εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Δικαιοσύνη και Ελευθερία» (Giustizia e Libertà). Το Δεκέμβριο του 1943, ο ίδιος και οι σύντροφοί του συνελήφθησαν από τη φασιστική αστυνομία και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο στο Φόσσολι. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1944, 650 Εβραίοι, μεταξύ αυτών και ο Λέβι, στοιβάχτηκαν σε ένα τρένο και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.


15 Αυγούστου 1942

Εκεί καταγράφηκε ως το νούμερο 174.517 και αμέσως οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Buna-Monowitz, γνωστό ως Άουσβιτς III, όπου παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωσή του από τον Κόκκινο Στρατό στις 27 Ιανουαρίου του 1945.


Φεβρουάριος 1948

Παρέμεινε ζωντανός χάρη σε μια σειρά από συγκυρίες. Όπως καταγράφει ο ίδιος μερικές από τις αιτίες της επιβίωσης του ήταν οι ακόλουθες: Ήταν μικρόσωμος και αδύνατος από φυσικού του, άρα άντεξε την ασιτία. Γνώριζε σχετικά γερμανικά, είχε σπουδές χημείας κι έτσι βρέθηκε στο κομάντο χημείας. Στάθηκε τυχερός όσες φορές πέρασε από «επιλογή» για τους θαλάμους αερίων. Κατάφερε να μην αρρωστήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού του μέχρι την φυγή των Γερμανών, οπότε και αρρώστησε από οστρακιά. Βρέθηκε στο αναρρωτήριο του στρατοπέδου και έτσι γλίτωσε τον βέβαιο θάνατο που επεφύλαξαν οι Γερμανοί σε όσους κρατούμενους πήραν μαζί τους κατά την φυγή τους. Μετά την απελευθέρωσή του, έπειτα από μια πολύμηνη περιπλάνηση στην ανατολική Ευρώπη, επέστρεψε στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 1945. Στα επόμενα χρόνια θα κάνει οικογένεια, θα εργαστεί, θα γράψει βιβλία που θα γνωρίσουν την παγκόσμια αναγνώριση.[2]

Στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Πρίμο Λέβι  καταθέτει εν θερμώ τη μαρτυρία του από τον εγκλεισμό του στο Αουσβιτς (το βιβλίο γράφτηκε αμέσως μετά την επιστροφή του, το 1946). Στο «Η Ανακωχή» αφηγείται την επιστροφή από το στρατόπεδο του θανάτου στον κόσμο των ζωντανών. Το «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν» είναι το κατ’ εξοχήν βιβλίο του στοχασμού γύρω από τα στρατόπεδα εξοντώσεως, γραμμένο 40 χρόνια μετά το πρώτο και έναν μόλις χρόνο πριν από την αυτοκτονία του (1987), το 1986. Λαμβάνει εκ των υστέρων χροιά πνευματικής διαθήκης ενός από τους διαυγέστερους ευρωπαίους στοχαστές που προσέγγισαν το φαινόμενο των ναζιστικών στρατοπέδων εξοντώσεως.

Στο τρίτο βιβλίο, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο διαστρέφονται οι πολίτες σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα, πολίτες που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν «φυσιολογικοί». Βεβαίως, ξεχωρίζει τους ανώτερους αξιωματούχους, καθώς προϋπήρχε πολιτική ένταξή τους και ιδεολογική ταύτιση με τις απόψεις του Χίτλερ. Το αποτέλεσμα είναι πως οι ενεχόμενοι από την πλευρά των θυτών προσπαθούν να ανακατασκευάσουν την αλήθεια, οικοδομώντας διαφορετικά τη μνήμη αυτή ή ορισμένοι φτάνοντας ως την πλήρη άρνηση της ύπαρξης των στρατοπέδων εξοντώσεως (κεφ. «Η μνήμη της προσβολής»).[3]


Ένα χρόνο πριν φύγει. 1986

Αποσπάσματα από το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»

 «Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι «κάθε ξένος είναι εχθρός […] Όταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της: όσο υπάρχει αυτή η αντίληψη τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου».

«Το φορτηγό σταμάτησε και είδαμε μια μεγάλη πύλη και πάνω της μια επιγραφή ζωηρά φωτισμένη (η ανάμνηση της με βασανίζει ακόμα στα όνειρα μου): ARBEIT MACHT FREI, η εργασία απελευθερώνει».

«Εάν μέσα απ’ τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταν αυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε εμάς εδώ».

«Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στο κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία».

«Ο καθένας αποχαιρέτησε την ζωή με τον δικό του τρόπο. Μερικοί προσευχήθηκαν, άλλοι μέθυσαν και άλλοι βυθίστηκαν για τελευταία φορά σ’ ένα ακατανόμαστο πάθος. Αλλά οι μητέρες ξενύχτησαν για να ετοιμάσουν φαγητό για το ταξίδι, για να πλύνουν τα παιδιά και να φροντίσουν τις αποσκευές και την άλλη μέρα το πρωί άπλωσαν στα συρματοπλέγματα τα ρούχα των παιδιών να στεγνώσουν, δεν ξέχασαν τις φασκιές, τα παιγνίδια, τα μαξιλάρια και τα χιλιάδες μικροπράγματα που χρειάζονται πάντα τα παιδιά. Κι εσείς δεν θα κάνατε το ίδιο; Ακόμα κι αν ξέρατε ότι αύριο θα σας σκοτώσουν μαζί με το παιδί σας, σήμερα δεν θα του δίνατε να φάει;».

«Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια, είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι, σκλάβοι πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στην βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν τον ανώνυμο θάνατο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από δω, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στην σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς».

«Ο Κουν είναι παράλογος. Δεν βλέπει στη διπλανή κουκέτατον Μπέπο, τον Έλληνα που είναι εικοσιδύο χρόνων και μεθαύριο θα πάει στον θάλαμο των αερίων και το ξέρει και μένει ξαπλωμένος με το βλέμμα καρφωμένο στην λάμπα χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να σκέφτεται τίποτα; Δεν ξέρει ο Κουν ότι την επόμενη φορά θα είναι η σειρά του; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που συνέβη σήμερα είναι μια Ύβρις που καμιά προσευχή δεν μπορεί να την εξευμενίσει, καμιά συγχώρεση, καμιά εξιλέωση των ενόχων, τίποτα απ’ όσα είναι στη δύναμη του ανθρώπου δεν μπορούν να την επανορθώσουν. Εάν ήμουν Θεός, θα έφτυνα στη γη την προσευχή του Κουν».

«Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι κάτω από το βλέμμα σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα».


[1] Δεσποινιάδης, Κώστας, «Ακούστηκε, κιόλας, το τρομερό παράγγελμα Wstawać»,e-dromos.gr, 5 Ιουνίου 2012.
[2] Τριαρίδης, Θανάσης, «Το Άουσβιτς δεν τελείωσε: Δέκα σημειώσεις για το Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος του Πρίμο Λέβι», triaridis.gr.
[3] Βαρών-Βασάρ, Οντέρ, «Το σύνδρομο του Αουσβιτς: Η πνευματική διαθήκη του αυτόχειρα Πρίμο Λέβι», tovima.gr, 11 Φεβρουαρίου 2001.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *