Το αίμα της φράουλας

Με  αφορμή  τη νέα  δολοφονική  επίθεση στη  Μανωλάδα και τους τραυματισμούς  32 μεταναστών εκ των οποίων οι  6 σοβαρά, αναδημοσιεύουμε (http://oapatris.wordpress.com/2011/04/17/to_aima_tis_fraoulas/ ) ένα  παλαιότερο άρθρο   στο  οποίο  παρουσιάζεται  η  κατάσταση  στην  περιοχή…

 

Πριν τρία χρόνια (18-21 Απριλίου 2008) έγινε μια απεργία 1.500 δούλων εργατών γης στην περιοχή της Νέας Μανωλάδας Ηλείας, την οποία ακολούθησαν πογκρόμ και λιντσαρίσματα σε βάρος τους από την πλευρά των δουλοκτητών και των τραμπούκων τους. Μέρες που είναι των Παθών, κι αφού κάποιοι από εμάς δεν ακολουθούν το «χριστιανικό» (βλ. αστικό) εορτολόγιο, ας θυμηθούμε κάποια από τα πάθη της εργατικής τάξης που έλαβαν χώρα τότε και συνεχίζουν να συμβαίνουν μέχρι σήμερα:

«Στην περιοχή της Μανωλάδας γίνεται εκτεταμένη καλλιέργεια φράουλας, με αποδέκτες του προϊόντος την εγχώρια και ξένη αγορά», όπως αναφέρει η Εγκυκλοπαίδεια (βλ. λήμμα «Νέα Μανωλάδα Ηλείας», στη Βικιπαίδεια). Στην περιοχή αυτή παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό της εγχώριας παραγωγής της φράουλας (περίπου το 90%). Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, η Νέα Μανωλάδα είχε 1.522 έλληνες κατοίκους,  στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε σήμερα περίπου 2.500 μετανάστες που αποτελούν το κύριο εργατικό δυναμικό της περιοχής, δεδομένου ότι απασχολούνται ως εργάτες στις διάφορες αγροτικές επιχειρήσεις, κυρίως στα φραουλοχώραφα. Αυτοί, όμως, δεν αναφέρονται στα επίσημα αρχεία και θα έμεναν στην αφάνεια, αν δεν συνέβαιναν τα τελευταία χρόνια ορισμένα αιματηρά γεγονότα που αποκάλυψαν το άγριο καθεστώς της υπερεκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας που ασκείται σε βάρος τους από τους έλληνες νεοτσιφλικάδες της περιοχής. Έτσι, αν  θέλουμε να κατανοήσουμε όσα γεγονότα συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν στην περιοχή αυτή, θα πρέπει να μελετήσουμε τις παραγωγικές σχέσεις της προαναφερόμενης «εκτεταμένης καλλιέργειας», δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ των ιδιοκτητών των φραουλοχώραφων και των μισθωτών καλλιεργητών τους, δουλοκτητικές σχέσεις που στάζουν στην κυριολεξία αίμα. Αυτό το αίμα ρέει και ποτίζει τις φράουλες της Νέας Μανωλάδας εδώ και πολλά χρόνια, αν και το γεγονός αυτό με το πλήθος των εγκληματικών επεισοδίων που το συνοδεύουν και αποκαλύπτουν τη βαρβαρότητα των παραπάνω σχέσεων άρχισαν να δημοσιεύονται μόλις εδώ και τέσσερα χρόνια, δηλαδή από το Μάη του 2007,  με διάφορα ρεπορτάζ αριστερών δημοσιογράφων.
Τα γνωστά κατεστημένα Μ.Μ.Ε, άρχισαν να ενδιαφέρονται μόλις το 2008, όταν οι μισθωτοί δούλοι των φραουλοχώραφων, έχοντας οδηγηθεί στα όρια της λιμοκτονίας από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων τους, διέπραξαν το… «έγκλημα» να απεργήσουν διεκδικώντας την πληρωμή τους. Μαζί με όσα τους οφείλονταν, είχαν και το… θράσος να ζητήσουν ένα καλύτερο μεροκάματο (κατώτερο του νομίμου) καθώς και «καλύτερες συνθήκες εργασίας». Πιο συγκεκριμένα, στις 18 Απριλίου του 2008, περισσότεροι από 1.500 εργάτες γης, κυρίως από το Μπαγκλαντές, αλλά και από την Ινδία και από τις βαλκανικές χώρες, αρνήθηκαν να εργαστούν και συγκεντρώθηκαν από νωρίς το πρωί στην κεντρική πλατεία της Νέας Μανωλάδας, διεκδικώντας να πληρωθούν άμεσα τα δεδουλευμένα (που σε ορισμένους έφταναν μέχρι και 7 μήνες), καλύτερο μεροκάματο και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Και τότε, σαν απάντηση στα εργατικά αιτήματα, άρχισε η αιματηρή βία. Εμφανίστηκαν ξαφνικά 60-70 άτομα, στην πλειονότητά τους παραγωγοί φράουλας, μαζί με ομάδες τραμπούκων συνεργατών τους, τους επιτέθηκαν και άρχισαν να τους χτυπούν.
«Εικόνες απίστευτης βαρβαρότητας και ντροπής, που αναμένεται να εκθέσουν σύντομα τη χώρα μας διεθνώς, εκτυλίχθηκαν χθες και προχθές με την προκλητική ανοχή και τη στάση της Αστυνομίας, στο “κράτος” της Νέας Μανωλάδας Ηλείας. Θύτες, οι πανίσχυροι οικονομικά “φραουλάδες” της περιοχής και θύματα δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές του ΚΚΕ και οι “άθλιοι” εξεγερμένοι αλλοδαποί εργάτες.» (Ελευθεροτυπία, 21.4.2008). Στο ίδιο ρεπορτάζ, ο ιατροδικαστής του Πύργου Κοσμάς Αλεξίου δήλωσε: «Ζήσαμε σκηνές φρίκης. Σωθήκαμε χάρη στην παρέμβαση των αλλοδαπών εργατών γης. Μας χτυπούσαν δεκάδες άτομα, παραγωγοί φράουλας, και η Αστυνομία απλά κοιτούσε. Ζούμε από θαύμα…».
Στη συνέχεια ακολούθησε πογκρόμ κατά των ξένων εργατών: «…αμέσως μετά τα επεισόδια, οι “φραουλάδες” εξαπέλυσαν ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη Νέα Μανωλάδα, ξυλοκοπώντας αδιακρίτως όποιον αλλοδαπό έβρισκαν μπροστά τους. Κάποιοι -όπως καταγγέλλεται- έριξαν μέχρι και μασούρια με δυναμίτη (!) στην κεντρική πλατεία του χωριού, ενώ λίγο αργότερα, οπλισμένοι με καραμπίνες “αγανακτισμένοι” παραγωγοί φράουλας άρχισαν να εισβάλλουν στους καταυλισμούς, να πυροβολούν στον αέρα και να δέρνουν τους αλλοδαπούς ζητώντας τους να επιστρέψουν στην εργασία τους και να σπάσουν την απεργία.» (…) « “Ήρθαν κάποιοι έξω από την καλύβα μας στις 4 το πρωί, πυροβόλησαν στον αέρα και άρχισαν να χτυπούν με σίδερα την καλύβα, βρίζοντας και απειλώντας για να γυρίσουμε στα χωράφια. Κάποιοι έφαγαν πολύ ξύλο. Άλλοι αναγκάστηκαν να τρέξουν και να κρυφτούν σαν τα αγρίμια στους διπλανούς λόγγους”, κατήγγειλε στην «Ε» ένας εκ των εργατών από το Μπανγκλαντές. Κι όλα αυτά κάτω από τα προκλητικά αδιάφορα μάτια των αστυνομικών, οι οποίοι όχι μόνο ήταν απλοί παρατηρητές στα γεγονότα, αλλά –σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αλλοδαπών και την καταγγελία του βουλευτή του ΚΚΕ στην Αχαΐα, Νίκου Καραθανασόπουλου- “οι αστυνομικοί συμμετείχαν μαζί με τους επιχειρηματίες της περιοχής στον εκφοβισμό και στην προσπάθεια σπασίματος της απεργίας, ακόμη και με τη βίαιη προσαγωγή των αλλοδαπών εργατών μεταβαίνοντας στα θερμοκήπια, προτρέποντας τους εργάτες να δουλέψουν με τη βία”» (Ελευθεροτυπία, ό.π.)
Για τι είδους «καλύβα» μιλάει παραπάνω ο εργάτης από το Μπαγκλαντές;
«Οι συνθήκες εργασίας στα θερμοκήπια της φράουλας μοιάζουν με θάλαμο αερίων. Ιδιαίτερα όταν η εξωτερική θερμοκρασία σκαρφαλώνει και ξεπερνά τους 30 βαθμούς Κελσίου στο εσωτερικό του θερμοκηπίου εκτινάσσεται πάνω από 45 βαθμούς με την ατμόσφαιρα πλέον να είναι αποπνικτική. Οι χώροι στους οποίους διαμένουν οι μετανάστες εργάτες δεν κάνουν ούτε για να σταβλίζονται ζώα, πολλώ δε μάλλον να κατοικούν άνθρωποι. Η εικόνα είναι απελπιστική. Στις κατασκευές – θερμοκήπια που καλλιεργούν τις φράουλες στις ίδιες ακριβώς κατασκευές – παράγκες – θερμοκήπια οι μεγαλοπαραγωγοί στοιβάζουν τους μετανάστες – έξω από το χωριό στα βάθη των αγρών – οι οποίες και αποτελούν τα σπίτια τους. Κάθονται και κοιμούνται σε ξύλινες παλέτες με χαρτόνι για σεντόνι και μοναδικό σκέπαστρο μια κουρελού. Πόσιμο νερό, τουαλέτα, ρεύμα είναι ανύπαρκτες έννοιες. Η ατομική τους υγιεινή και το μπάνιο γίνεται από μια σωλήνα γεώτρησης, καταμεσής στο ύπαιθρο, με τα νερά να λιμνάζουν ακριβώς δίπλα όπου μένουν και να λειτουργούν ως φως, πάνω στο οποίο συνωστίζονται όλων των ειδών τα έντομα. Από το ίδιο νερό, διανθισμένο με κάθε είδους «σαρίδια», πίνουν και μαγειρεύουν. Οι περισσότερο τυχεροί, ελάχιστοι στον αριθμό, διαβιούν κατά εικοσάδες σε εγκαταλειμμένα παλαιά σπίτια και αποθήκες που “άνοιξαν”, για να φιλοξενήσουν ανθρώπους οι οποίοι πληρώνουν με το κεφάλι την παραμονή τους. Έτσι, εκεί που κατοικούσαν ποντίκια, σαύρες και αράχνες δημιουργήθηκε χώρος και για ανθρώπους.» (Ριζοσπάστης, 19.4.2008)
Για τα παραπάνω γεγονότα και γι’ αυτές τις κατοικίες των εργατών βρήκε να πει δυο λόγια και η «δημοκρατική» μας εφημερίδα «Τα Νέα» (20.6.2009), σ’ ένα μικρό κείμενο υπό τον τίτλο: Σε παραπήγματα από νάιλον με μεροκάματα κάτω των 10 ευρώ: «Η υπόθεση που σοκάρει με την αγριότητά της ξαναφέρνει στην επικαιρότητα την περιοχή της Νέας Μανωλάδας, όπου αυτή την περίοδο βρίσκονται και εργάζονται στα χωράφια περίπου 1.000 οικονομικοί μετανάστες. Οι μετανάστες ζουν σε παραπήγματα από νάιλον, κάτω από άθλιες συνθήκες και αμείβονται με μεροκάματα χαμηλότερα των δέκα ευρώ για δέκα και δώδεκα ώρες δουλειάς. Πρόπερσι, αλλά και πέρσι, είχαν γίνει σοβαρά επεισόδια στην περιοχή, όταν οι μετανάστες είχαν διεκδικήσει καλύτερη αμοιβή και συνθήκες δουλειάς, ιδιαίτερα στα φραουλοχώραφα της περιοχής».
Τι συνέβη και τους θυμήθηκαν αναδρομικά Τα Νέα (20.6.2009); Απλώς, ένα …λιντσάρισμα που θορύβησε την κοινή γνώμη και που συνέβη και πάλι στη Νέα Μανωλάδα. Ας δούμε το γεγονός πιο συγκεκριμένα:
Μετά τα παραπάνω γεγονότα με το πογκρόμ του 2008, τα πράγματα στις παραγωγικές σχέσεις δουλοκτητών και δούλων της Νέας Μανωλάδας «εκσυγχρονίστηκαν» από… εγκληματική άποψη. Οι δουλοκτήτες οργανώθηκαν σε συνεργασία με ερασιτεχνικές και επαγγελματικές εγκληματικές οργανώσεις, χρησιμοποιώντας συγχρόνως  κάποιους μεσαιωνικούς θεσμούς της «σοσιαλιστικής» μας  κυβέρνησης, όπως είναι ο θεσμός της «ενοικίασης εργαζομένων» ―θυμηθείτε την υπόθεση Κούνεβα και το «ανεξιχνίαστο έγκλημα» σε βάρος της. Ας αναφέρουμε δύο μόνο επεισόδια αυτού του αιμοσταγούς σίριαλ, που θα μας οδηγήσουν στα τελευταία εγκληματικά γεγονότα ή μάλλον σε κάποια αποκάλυψη τους που έγινε πριν λίγες ημέρες.
Όσον αφορά το πρώτο επεισόδιο, Τα Νέα στις 20.6.2009, δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ για λιντσάρισμα, στο οποίο διαβάζει κανείς και το παραπάνω συνοπτικό κείμενο για τα «παραπήγματα από νάιλον»:
«Σκηνές φαρ ουέστ με θύματα απάνθρωπης βίας δύο μετανάστες από το Μπανγκλαντές εκτυλίχθηκαν προχθές στη Νέα Μανωλάδα Ηλείας. Πρωταγωνιστές είναι δύο νεαροί αγρότες, οι οποίοι χτύπησαν, έδεσαν και έσυραν τους μετανάστες πίσω από το μηχανάκι τους στους δρόμους της Μανωλάδας, ισχυριζόμενοι ότι εκείνοι είχαν αποπειραθεί να κλέψουν τρία αρνιά από τη στάνη τους. Η Αστυνομία κινητοποιήθηκε έπειτα από τηλεφωνήματα κατοίκων της περιοχής και συνέλαβε τους αγρότες, αλλά και τους μετανάστες.
»Τους γρονθοκόπησαν, στη συνέχεια τους έδεσαν στο δίκυκλο και τους έσυραν σαν ζώα στο κέντρο του χωριού για παραδειγματισμό, επειδή το τελευταίο δεκαήμερο φέρεται να είχαν αφαιρέσει αιγοπρόβατα από το αγρόκτημά τους. Οι κλοπές ωστόσο ουδέποτε είχαν δηλωθεί στις αστυνομικές αρχές…»
Κι ας έρθουμε στο δεύτερο αποκαλυπτικό επεισόδιο της συνεργασίας δουλοκτητών και εγκληματικών οργανώσεων. Προχτές (15.4.2011) δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό portal «THEBEST» της Πάτρας και το ακόλουθο ρεπορτάζ υπό τον τίτλο, Ηλεία: Εξαρθρώθηκε κύκλωμα δουλεμπόρων στα φραουλοχώραφα. Παραθέτω αποσπάσματα:
«Ένα ακόμη κύκλωμα μπράβων μαύρης εργασίας που λειτουργούσε στα φραουλοχώραφα της ντροπής στο δημοτικό διαμέρισμα Κουρτεσίου, στην Ανδραβίδα-Κυλλήνης του νομού Ηλείας, εξαρθρώθηκε από το τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Ασφάλειας Αττικής.» [Καλά, η τοπική αστυνομία πού… βρισκόταν;] «Τους έβαζαν σε παραπήγματα, ξυλοφόρτωναν όσους αντιδρούσαν, τους υποχρέωναν να ψωνίζουν τα υπερτιμολογημένα προϊόντα από αυτοσχέδιο μπακάλικο του δουλέμπορου, ο οποίος γυρνούσε με μια καραμπίνα στα φραουλο-χώραφα και πυροβολούσε στον αέρα όταν έβλεπε τους “δούλους” να χαλαρώνουν την εργασία τους.
»Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι ένας Έλληνας κρατά Ρουμάνους στην συγκεκριμένη περιοχή και τους εξαναγκάζει να εργάζονται στη συγκομιδή φράουλας και να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες σε πρόχειρα νάυλον παραπήγματα που είχε φτιάξει εκείνος. Οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι οι καταγγελίες ήταν πέρα για πέρα αληθινές, επενέβησαν συνέλαβαν τους δράστες και απελευθέρωσαν 10 υπηκόους Ρουμανίας που εργάζονταν σε θερμοκήπια με φράουλες κάτω από την επίβλεψη των δραστών, ενώ ζούσαν σε παραπήγματα από χαρτόνι και πλαστικό.»
Μεταξύ των άλλων, αποκαλύπτεται και η συμφωνία του δουλέμπορου με το δουλοκτήτη για την ενοικίαση των δούλων εργατών γης:
«Την επόμενη μέρα άρχισαν να εργάζονται στη συγκομιδή φράουλας στην ευρύτερη περιοχή, ανάλογα με τις συμφωνίες που έκανε ο 32χρονος Έλληνας, ο οποίος έπαιρνε τα χρήματα από τους ιδιοκτήτες των θερμοκηπίων χωρίς να τους τα αποδίδει και ταυτόχρονα τους υποχρέωνε να εφοδιάζονται, ποτά, τρόφιμα και απαραίτητα προϊόντα από αυτοσχέδιο μπακάλικο που διατηρούσε σε παρακείμενο παράπηγμα, χρεώνοντας τους μεγάλα ποσά για κάθε είδος, ενώ δεν τους επέτρεπε να απομακρυνθούν από τον χώρο.
»Καθημερινά εργάζονταν από τις 07:00 έως τις 16:00 και τους μετέφεραν στην εργασία με μικρό λεωφορείο ενώ κατά της διάρκεια της εργασίας τους επιτηρούσαν οι συλληφθέντες. Όταν κάποια από τα θύματα διαμαρτύρονταν ο Έλληνας και ο Ρουμάνος [προφανώς τραμπούκος βοηθός] τους ξυλοφόρτωναν άγρια και τους υποχρέωναν να εργάζονται. Ο 32χρονος Έλληνας γυρνούσε με ένα κυνηγετικό όπλο και πυροβολούσε στον αέρα κατά διαστήματα, όταν οι «δούλοι», χαλάρωναν την εργασία, προκειμένου να τους εκφοβίσει να συνεχίζουν.»
Μα τι κάνει, θα αναρωτηθεί κανείς, η κυβέρνηση; Τι λέει γι’ αυτά που συμβαίνουν στη Μανωλάδα και γενικά στα φραουλοχώραφα της Ηλείας; Νομίζω πως ο αρμοδιότερος να εκφράσει την άποψη της “σοσιαλιστικής” μας κυβέρνησης είναι ο ίδιος ο αρχηγός της, ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τι είπε στις 31.3.2011 για τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας σε ομιλία του σε ημερίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με θέμα «Η Ελληνική Γεωργία Καινοτομεί»:
«Φίλες και φίλοι, εντυπωσιάστηκα και εγώ σήμερα και ένιωσα χαρά, θα έλεγα ακόμα και συγκίνηση, γιατί όπως είπε και ο Υπουργός, ο Κώστας Σκανδαλίδης, εδώ υπάρχει πραγματικά ένα δυναμικό ανθρώπων, που όχι μόνο πασχίζουν, όχι μόνο αγαπάνε τη δουλειά τους, αλλά και αναδεικνύουν το τι μπορούμε να κάνουμε.» 
Στη χαζοχαρούμενη αυτή ομιλία του ανέφερε και τις ελάχιστες (4-5) αγροτικές επιχειρήσεις-υποδείγματα που τον «εντυπωσιάζουν» και τον κάνουν να νιώσει «χαρά…, ακόμα και συγκίνηση». Ανάμεσά τους, λοιπόν, έκανε ειδική επαινετική αναφορά στους δουλοκτήτες φραουλοπαραγωγούς της Ηλείας: «Επίσης», ανέφερε,«οι φράουλες στην Ηλεία, ο “κόκκινος χρυσός” της Μανωλάδας και της Βάρδας, κρύβει ανθρώπους πρωτοπόρους και αναπτύχθηκε εκτατικά. Υπήρξαν ειδικές καλλιεργητικές πρακτικές, αλλά οργανώθηκαν συλλογικά και οι παραγωγοί. Επενδύθηκαν μεν χρήματα, αλλά οργανώθηκαν και οι παραγωγοί σε ομάδα.»[βλ. http://www.pasok.gr/portal/resource/contentObject/id/ff726d99-2fe8-40d8-9eca-98af4c39cd54]

Υ.Γ: Καλή (επ)ανάσταση, σύντροφοι! Ας ελπίσουμε πως θα απαλλαγούμε σύντομα απ’ αυτούς τους φονιάδες επιχειρηματίες, απ’ τους τραμπούκους τους και απ’ τους πολιτικούς τους εκπροσώπους.

Μουσική Κολλεκτίβα «Δισκοκοπτείον DiskollectiV»

Μουσική Κολλεκτίβα «Δισκοκοπτείον DiskollectiV»

Όσο σημαντικό είναι να επιτίθεσαι και να αντιστέκεσαι στην κυριαρχία, άλλο τόσο είναι να δημιουργείς, να απαλλοτριώνεις και να οικειοποιείσαι τα μέσα. Να χτίζεις δομές, να αυτοοργανώνεις την καθημερινότητα σου, να επικοινωνείς, να δικτυώνεσαι και να συντονίζεσαι με όλα τα μέτωπα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βρίσκουμε και εμείς τους εαυτούς μας συμμετέχοντας στην αυτοοργανωμένη – αντιεμπορευματική (D.I.Y) μουσική σκηνή.

D.I.Y είναι ο τρόπος να πραγματώνεις τις επιθυμίες σου με τα δικά σου μέσα. Να  προωθείς  τις ιδέες σου και την κουλτούρα σου σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, πέρα από την λογική του κέρδους και πέρα από κάθε τι που μετατρέπει την έκφραση και την τέχνη σε εμπόρευμα, χωρίς να βάζεις φραγμούς στην δημιουργικότητά σου. Με όχημα την συντροφικότητα και την συνεργατικότητα, συλλογικά και αυτοοργανωμένα, προσπαθούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας, από την δημιουργία μέχρι και την προώθηση – διανομή, στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις. Προωθούμε τις οριζόντιες δομές και οι αποφάσεις μας είναι αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης. Κρατάμε εχθρική και επιθετική στάση ενάντια σε φασιστικές – ρατσιστικές – εθνικιστικές – σεξιστικές ιδέες και αντιλήψεις.

Έτσι επιλέγουμε να στεκόμαστε έξω και ενάντια στη βιομηχανία της μουσικής και του θεάματος. Μακριά από τις δισκογραφικές εταιρείες («ανεξάρτητες» και μη), τους εκδοτικούς οίκους, τα μουσικά κανάλια και τους εμπορικούς ραδιοσταθμούς. Έξω και ενάντια στα μαγαζιά – συναυλιάδικα, με τα αφεντικά και τους πορτιέρηδες, στους σπόνσορες και στον διαχωρισμό κοινού και καλλιτεχνάδων. Είμαστε αντίθετοι με τις εταιρείες διανομής, τα εναλλακτικά δισκάδικα αλλά και τα distro με εμπορευματική λογική. Δεν χρειαζόμαστε ειδικούς και αυθεντίες να μας καθοδηγούν στο πως πρέπει να το κάνουμε για να ¨πουλάει¨ περισσότερο. Είμαστε εχθρικοί ως προς την κυρίαρχη κουλτούρα που προωθεί το κέρδος και την υπεραξία, όσο και στα άτομα που μέσα από τον τρόπο που επιλέγουν να εκφράζονται την αναπαράγουν. Μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος, δεν θέλουμε να γίνουμε ένας ακόμη αυτοοργανωμένος πυλώνας που πάνω του θα πατήσουν άτομα που εκμεταλλευόμενα τις κινηματικές δομές θα βρεθούν κάποια στιγμή μέσα σε μαγαζιά να «εναντιώνονται» στο σύστημα. Επιλέγουμε την αδιαμεσολάβητη επικοινωνία, από χέρι σε χέρι, από στόμα σε στόμα, με αφίσες σε τοίχους και με άλλα κινηματικά μέσα κρατώντας εχθρική στάση στα αστικά Μέσα ΜαζικήςΕνημέρωσης.

Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν την αναγκαιότητα σε κάποια μουσικά εγχειρήματα (μπάντες) και άτομα από διάφορες πόλεις να συναντηθούν μέσα στο χρόνο με σκοπό την προώθηση της D.I.Y κουλτούρας. Σκοπός, ηαπόκτηση ενός κινηματικού μηχανήματος εγγραφής (κοπής & τύπωσης)cd, έτσι ώστε να κάνουμε ένα βήμα ακόμα για την ενδυνάμωση της αυτοοργανωμένης αντιεμπορευματικής έκφρασης κάνοντας την ακόμα πιο ανταγωνιστική ως προς το υπάρχον. Και κάπως έτσι προέκυψε η ΜουσικήΚολεκτίβα «ΔΙΣΚΟΚΟΠΤΕΙΟΝ DiskollectiV».

Στόχος μας είναι να δημιουργηθούν οι υποδομές που θα δώσουν την δυνατότητα σε μπάντες και άτομα που στηρίζουν την αυτοοργανωμένη αντιεμπορευματική (D.I.Y) μουσική σκηνή, να μπορούν να εκδίδουν τις κυκλοφορίες τους και να είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτά που παράγονται από την μουσική βιομηχανία και χωρίς να χρειάζεται η έκδοση τους να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιο εργοστάσιο κοπής δίσκων (όπως γίνεται μέχρι σήμερα).

Επίσης επιθυμούμε και σκοπεύουμε το εγχείρημα να ανοιχθεί και σε άλλες κινηματικές υποδομές (τυπογραφικές κολεκτίβες, studiακές ομάδες – κολεκτίβες και αυτοοργανωμένα ραδιόφωνα) για την δημιουργία ενός δικτύου έτσι ώστε να υπάρχουν σχέσεις για όλες τις διαδικασίες, από την ηχογράφηση και το τύπωμα του booklet μέχρι το τύπωμα – κάψιμο του cd και την προώθηση του, έτσι ώστε κάθε κυκλοφορία να έχει την δυνατότητα να προκύπτει μέσα από κινηματικές – αντιεμπορευματικές υποδομές.

Σκοπός μας και βασική προϋπόθεση είναι κάθε κυκλοφορία που θα προκύπτει μέσα από την συγκεκριμένη υποδομή, να απεμπλακεί τελείως από την ιδέα του αντιτίμου κατά την διανομή του, χτίζοντας έτσι μια κουλτούρα η οποία θα αντιτίθεται στην λογική του ¨ό,τι παράγεται πρέπει να πουλιέται και να αγοράζεται¨. Για αυτό η κάθε κυκλοφορία θα είναι είτε ¨χωρίς αντίτιμο¨ είτε με ¨ελεύθερη συνεισφορά¨ για την κάλυψη μέρους των εξόδων.

Οι μπάντες που επιθυμούν να εκδώσουν τις κυκλοφορίες μέσα από αυτήν την υποδομή, πρέπει να συμφωνούν με τις αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω, που δημιούργησαν και σε εμάς την αναγκαιότητα για την πραγμάτωση της παρούσας κολεκτίβας. Όσοι θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το μηχάνημα κοπής & τύπωσης cd καλούνται να καλύψουν τα λειτουργικά έξοδα (αναλώσιμα υλικά, μελάνια – cd) συν ένα επιπλέον ποσό που θα ορίσει η διαχειριστική συνέλευση και θα χρησιμοποιείται για την συντήρηση και επισκευή του μηχανήματος. Η οποιαδήποτε επιπλέον οικονομική ενίσχυση ευπρόσδεκτη.

Αυτές ωστόσο είναι κάποιες βασικές αρχές που σίγουρα δεν περιλαμβάνουν τα πάντα και σίγουρα θα έρθουμε αντιμέτωποι με ζητήματα που δεν έχουμε σκεφτεί αλλά αυτά θα λύνονται από την συνέλευση της «κολεκτίβας DiskollektiV»  και ανάλογα θα επανεκδίδεται το κείμενο των αρχών και των κατευθύνσεων.

Αναδημοσίευση από: http://diskollectiv2012.espivblogs.net/

Ας μελαγχολήσουμε λιγάκι παραπάνω (απάντηση στον Κ. Δουζίνα)

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/douz/

left

Με αφορμή το άρθρο: Αριστερή μελαγχολία και ιστορική αναγκαιότητα (του Κώστα Δουζίνα)

Για να κοιτάμε την πραγματικότητα κατάματα, και όχι με βάση τη δική μας μικρο-κοινωνία…

Εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, οι συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα καθώς και η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχουν γίνει αντικείμενο πολύπλευρης συζήτησης στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης. Η γνώμη που ως επί το πλείστον επικρατεί είναι λίγο πολύ γνωστή: ο Ελληνικός λαός με τον τρόπο ζωής του, δημιούργησε μια κρίση την οποία καλούνται να πληρώσουν οι σκληρά εργαζόμενοι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Οι εκλογές του 2012 ώθησαν τις δεξιές εφημερίδες να υιοθετήσουν ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στον Ελληνικό λαό, μια στάση καθαρά ρατσιστική. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά όχι μόνο η έλλειψη αλληλεγγύης – καθώς η προπαγάνδα αυτή έχει καταφέρει να ξυπνήσει τα πιο στυγνά προτεσταντικά συντηρητικά κατάλοιπα του μέσου Ευρωπαίου – αλλά και ο στιγματισμός χιλιάδων Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό. Η στάση της Ελληνικής Νεοφιλελεύθερης δεξιάς είναι λίγο πολύ γνωστή: πίστη στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), εφαρμογή των μέτρων λιτότητας με κάθε μέσο (όπως διατάζουν οι Βρυξέλλες), κοινώς εδραίωση και ηθικοποίηση της πιο ακραίας εθελοδουλίας. Όσο για τον εθνικιστικό όχλο, λίγο πολύ γνωρίζουμε τις θέσεις του: «για όλα φταίνε οι Εβραίοι», ή τέλος πάντων, (για να αποφύγω τις γενικεύσεις), «στόχος είναι να πληγεί η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων»… Όλα αυτά είναι αναμενόμενα φυσικά. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο δεν περιμένουμε από τους χώρους αυτούς, όπως εξίσου και από την ιδεολογικά γερασμένη αριστερά η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν την επανάσταση. Κυρίως μετά την κατάρρευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την εν τοις πράγμασι αντικατάστασή του από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., περνά εύκολα στην αντίληψη του αριστερού κοινού ότι η ανατροπή βρίσκεται προ των πυλών. Γράφει λοιπόν ο Κ. Δουζίνας: «Οι επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν τη βάση για μια μεγάλη ανατροπή που θα ανασχέσει την καταστροφή του  κοινωνικού δεσμού, αποτελώντας αφετηρία για μια νέα Ελλάδα. Ο ελληνικός  λαός υιοθέτησε τον ΣΥΡΙΖΑ ως το υποκείμενο της ριζικής αλλαγής φέρνοντας το σύστημα εξουσίας των τελευταίων σαράντα χρονών στο χείλος  του γκρεμού.».

Στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε και ενίσχυσε την παρουσία του στη βουλή καθώς μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος (που δεν σημαίνει ότι αντιπροσωπεύει αναγκαστικά το ιδεολογικό προφίλ του Ελληνικού λαού) βρήκε αφορμή να εκφράσει την διαμαρτυρία του στις πολιτικές λιτότητας ή να τιμωρήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κανένας «ερωτευμένος επαναστάτης» δεν θέλησε ούτε να καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα ανατρέποντας την μπουρζουαζία, ούτε φυσικά και να εναντιωθεί στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η επιλογή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι επίσης και εθνικιστική επιλογή: ο Ελληνικός λαός αισθάνεται ταπεινωμένος, το εθνικό του φρόνημα είναι πεσμένο λόγω των άδικων κατηγοριών που εκτοξεύονται εναντίον του σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Είναι συνεπώς λογικό να επιλέξει εκείνο το κόμμα που με το δικό του τρόπο θα αντικαταστήσει τη φήμη του αντί να οδηγήσει τα πράγματα σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα.

Πολλοί αριστεροί διανοούμενοι τείνουν να πιστεύουν ότι η υπόλοιπη κοινωνία σκέφτεται όπως ακριβώς και αυτοί, ότι σύντομα θα έρθει η μέρα που οι λαοί του κόσμου θα κατέβουν στους δρόμους, κάνοντας τον καπιταλισμό να φαντάζει ένα μακρινό ιστορικό φάντασμα. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει και ο Α.Τσίπρας πριν από μερικούς μήνες σε συνέντευξή του στο Μουσείο Μπενάκη «εμείς είμαστε αυτοί που κάναμε τους Ευρωπαίους να φωνάζουν “είμαστε όλοι Έλληνες“». Η πραγματικότητα φυσικά απέχει παρασάγγας από τις εντυπώσεις που επιχειρείται να δημιουργηθούν με τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις:

  1. Καμία επιτυχία της Ελληνικής αριστεράς δεν υπήρξε και ούτε φαίνεται ότι θα υπάρξει ποτέ, με μια μικρή εξαίρεση: τα μέλη και οι γραφειοκρατίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφεραν να καπελώσουν το κίνημα των πλατειών. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν υιοθετήθηκε από το πλήθος το 2011 επειδή οι ιδέες του βρήκαν απήχηση στα μαχητικά κομμάτια της Ελληνικής κοινωνίας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε με Μακιαβελικές λογικές να μονοπωλήσει στις πλατείες (αρχικά υπήρξε ένας ανταγωνισμός ως προς αυτό με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., την οποία τελικά κατατρόπωσε). Αναμφισβήτητα «οι «πλατείες» ήταν βασικός λόγος της εκλογικής επιτυχίας της Αριστεράς», αλλά ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν η άνοδος των αριστερών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, ούτε φυσικά έσκασαν σαν θαύμα μετά από «12 γενικές απεργίες, και πολλές διαδηλώσεις.».
  2. Οι πλατείες είναι ένα μεγάλο θέμα για το οποίο η αριστερά καυχιέται συνεχώς,  αγνοώντας ότι ο αρχικός τους χαρακτήρας ήταν διαφορετικός, ότι οι  αρχικές γνώμες των συνελευσιαζόμενων έκλιναν πιο πολύ προς το πρόταγμα  τηςάμεσης δημοκρατίας (πριν καπελωθούν από τα διάφορα κομματικά στελέχη όπου και άρχισε να μονοπωλεί ο «αντι-μνημονιακός λόγος») όπως εκφράστηκε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τους αναρχικούς της Βαρκελώνης το 1936 (άσχετα αν κάποια κομμάτια του ντόπιου αναρχικού κινήματος προσπάθησαν με κάθε μέσο να «μποϊκοτάρουν» τις συνελεύσεις επειδή νόμιζαν ότι οι απόψεις που ακούγονταν εκεί δεν συμβάδιζαν με τις δικές τους, επιδιδόμενοι έτσι σε έναν άνευ προηγουμένου σεχταριστικό ναρκισσισμό).
  3. Οι πλατείες εμφανίστηκαν έπειτα από το ξέσπασμα του Ισπανικού Μάη (σχεδόν ένα μήνα αργότερα), όπου οι Ισπανοί «αγανακτισμένοι» (indignados) αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση, βγαίνοντας στους δρόμους, διώχνοντας τις κομματικές γραφειοκρατίες από κοντά τους, και προσκαλώντας κάθε πολίτη να λάβει μέρος δημόσια και ανοιχτά σε πολιτικές συζητήσεις. Και όλα αυτά, τρεις μήνες μετά τα γεγονότα στην Πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, μετά την εξέγερση των Τυνήσιων και, τέλος, τρία χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του 2008, ο οποίος αποτελεί σημείο έμπνευσης για πολλούς αναρχικούς/ελευθεριακούς και αριστερούς σε όλη την νότια Ευρώπη.
  4. Αν θα πρέπει να μιλήσουμε για επιτυχίες, τότε αυτές οι επιτυχίες οφείλονται αρχικά στη μαχητικότητα μέρους των αναρχικών από το 2008, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, δείχνοντας έτσι τον δρόμο της σύγκρουσης με το καθεστώς. Θα πρέπει όμως να μιλήσουμε και για τον ακροδεξιό συρφετό που με τον άκρατό του λαϊκισμό έσπρωξε μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας προς την Χρυσή Αυγή και τους Ανεξάρτητους Έλληνες (που πιστεύουν πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα), με τους οποίους (τελευταίους)… επιδιώκει μάλιστα και συνεργασία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.!
  5. Οι φωνές που έλεγαν «είμαστε όλοι Έλληνες» προέρχονται εξίσου είτε από αριστερίστικους κύκλους (στην πλειοψηφία τους από Έλληνες μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό) – είτε από υποστηρικτές της λαϊκής δεξιάς που θυμήθηκαν τις γαλανόλευκες όταν ανακάλυψαν ότι τελειώνουν οι κρατικές επιδοτήσεις και άρχισαν να κατηγορούν για όλα τους Γερμανούς! Οι συγκεκριμένοι Ευρωπαίοι αριστεροί αποτελούν μια πολύ μικρή μειοψηφία, τους οποίους η κοινωνία στην οποία ζουν χαρακτηρίζει ως «τεμπέληδες», ανθρώπους που θέλουν «τα πάντα για τίποτα», κοινώς τα αποβράσματα της κοινωνίας (εκτός και αν ντύσουν το λόγο τους με πιο έντονο κοινοβουλευτικό κουστούμι – πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη φιλελληνική τους στάση. Διαφορετικά, κανείς πέρα από ένα 10% συνήθως πανεπιστημιακών ή ανθρώπων που έχουν δεσμούς με την Ελλάδα, δεν υπάρχει περίπτωση να τους αντιμετωπίσει θετικά). Κοινώς οι αριστεροί έχουν μετατραπεί σε μια κλειστή κάστα ανθρώπων που διεκδικούν ένα συγκεκριμένο status (όπως θα έλεγε και ο Max Weber) και παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα στο δικό τους κοινωνικο-κεντρισμό, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους πως οποιοσδήποτε διαφωνεί μαζί τους είναι μια ασήμαντη μειοψηφία. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι διαδηλώσεις που έγιναν στη Βρετανία αναιρούν τα παραπάνω, καλό θα ήταν κι εδώ να γνωρίζουμε πως μεγάλο κομμάτι διαδηλωτών δεν επιθυμούσε (και δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την) ανατροπή του καπιταλισμού. Απλά, δυσανασχετούσε με τις αποφάσεις της Βρετανικής κυβέρνησης να «χρηματοδοτήσει τους τεμπέληδες του Νότου» μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες για την κρατική πρόνοια, επιθυμώντας ταυτόχρονα να περιορίσει το δικαίωμα των μεταναστών από άλλες χώρες της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) να χρησιμοποιούν την κρατική πρόνοια.
  6. Τέλος, όταν ο Κ.Δουζίνας λέει πως «η έκκληση του Κεν Λόουτς και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων, στην Guardian, για τη δημιουργία ενός νέου αριστερού κόμματος στη Βρετανία, χρησιμοποιεί τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως μοντέλο για την ευρωπαϊκή Αριστερά» ξεχνά ότι η Guardian δεν είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα σε πωλήσεις στη Βρετανία, για να μπορούμε να πούμε ότι η επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εξαπλώνεται διεθνώς. Αντιθέτως το Βρετανικό κοινό επιθυμεί να διαβάζει Telegraph, The Sun και Daily Mail, εφημερίδες που φλερτάρουν ασύστολα με την ακροδεξιά.

«Γιατί λοιπόν περιορίστηκαν οι αντιστάσεις;» αναρωτιέται ο Κ. Δουζίνας. Ανεξάρτητα με το τί έλεγε ο Ζακ Λακάν, οι αντιστάσεις περιορίστηκαν για τον εξής λόγο: η εκλογική επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απομακρύνει τους πολίτες από τους δρόμους και τις πλατείες. Έτσι κανείς τώρα δεν επιδιώκει ούτε απεργίες, ούτε συνελεύσεις. Η πλειοψηφία του κινηματικού χώρου αυτό που περιμένει είναι οι επόμενες εκλογές. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως και το αντίστοιχο κίνημα των 5 αστέρων του Γκρίλο στην Ιταλία, πέτυχαν αυτό που χρόνια επεδίωκαν οι δεξιοί και οι Ευρωπαϊκές αντιδραστικές φωνές: να εγκλωβίσουν τους πολίτες στην ιδιωτική τους σφαίρα, να προσπαθούν να βρουν διεξόδους μόνο μέσα από τους θεσμισμένους τρόπους διακυβέρνησης, ξεχνώντας τί πάει να πει αυτο-διαχείρηση, αυτο-οργάνωση και αυτονομία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., κοινώς, υπήρξε η κινηματική ταφόπλακα, την οποία πρέπει να σπάσουμε. Δεν έχει άραγε αναρωτηθεί κανείς γιατί σχεδόν ένα χρόνο μετά την αυτο-δολοφονία του Δ. Χριστούλα στο Σύνταγμα, δεν βλέπουμε πια σχεδόν καμία διαδήλωση, καμία κινητοποίηση, παρά μόνο από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο που προσπαθεί με νύχια και με δόντια ν’ αμυνθεί απέναντι στην κρατική καταστολή;

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στον περιορισμό των αντιστάσεων (αντιστάσεων με την έννοια της ανατροπής ενός διεφθαρμένου καθεστώτος και εγκαθίδρυσης μιας πραγματικής δημοκρατίας) ή στην ώθησή τους προς λάθος κατεύθυνση είναι η ίδια η εξαθλίωση: Η Hannah Arendt στο βιβλίο της “On Revolution” τοποθετεί την ένδεια κάτω από τη δικτατορία των βιολογικών αναγκών των ανθρώπων, διατυπώνοντας ότι η οικονομική εξαθλίωση σπάνια οδηγεί στην εξερεύνηση της δημιουργικής σκέψης, στη διαύγαση ή στην συλλογική δράση, όταν έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κοινωνικός ιστός να έχει καταρρεύσει. Αντιθέτως, προκαλεί ανεξέλεγκτες παρορμήσεις και κοινωνικές εκρήξεις που ελάχιστες φορές επιφέρουν κοινωνικό μετασχηματισμό. Τις περισσότερες φορές λειτουργούν αυτο-καταστροφικά, καθώς τα δημοκρατικά προτάγματα ευνουχίζονται κάτω από τον ανορθολογικό αυθορμητισμό των πρωτογενών ανθρώπινων αντιδράσεων που συχνά πυροδοτούν ολοκληρωτικά κινήματα (όπως κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου), κινήματα που τα τροφοδοτεί η τυφλή οργή του όχλου, η οποία οργή κατευθύνεται συνήθως προς κάποιον εύκολο στόχο: μετανάστες, Εβραίοι, διανοούμενοι (ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε και σε αυτό τις τάσεις μιας κοινωνίας να κλείνεται στον εαυτό της σε περιόδους κρίσεων, πράγμα που επιβεβαιώνει τόσο η άνοδος της ΧΑ, όσο και των αντίστοιχων UKIP και Front Nationale σε Βρετανία και Γαλλία την ίδια στιγμή). Κάτω από συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και κοινωνικής οργής γεννήθηκε η τρομοκρατία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οδηγώντας τον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά και τους υπόλοιπους επαναστάτες να ξεκινήσουν εκτελέσεις. Αυτού του είδους την τρομοκρατία μιμήθηκε και το καθεστώς των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917, οδηγώντας στη δημιουργία των εκτελεστικών αποσπασμάτων της Τσεκά, οι οποίοι κατά το πρότυπο των Γάλλων επαναστατών, είχαν την δυνατότητα να δολοφονούν οποιονδήποτε θεωρούνταν «επικίνδυνος για τα σχέδια της σοσιαλιστικής κυβέρνησης». Πάνω στο φόβο ενός επικείμενου κοινωνικού χάους και στην πιθανή αναρρίχηση φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην εξουσία, βάσισαν τη δημαγωγία τους οι Χίτλερ και Μουσολίνι κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιβάλλοντας τη δική τους τάξη πραγμάτων και σπρώχνοντας μια ολόκληρη ήπειρο σε έναν αδυσώπητο πόλεμο.

Όλα αυτά φαίνεται να τα αγνοούν οι αριστεροί σήμερα, οι οποίοι μάλιστα επικαλούνται άκρως ντετερμινιστικά επιχειρήματα όπως: «αντίσταση στην εξουσία υπάρχει παντού και πάντα. Γίνεται όμως φανερή όταν η συλλογικότητα λέει  «αρκετά», «ως εδώ και μη παρέκει». Αυτό συνέβη το 2011».  Αυτό το «ως εδώ και μη παρέκει» δεν αποτελεί πάντα μια επαναστατική δύναμη, αλλά, απεναντίας, μπορεί να μετατραπεί και σε φορέα αμείλικτης βίας για χάρη της ίδιας της βίας. Στη φάση που βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία, όπου όλες οι γνήσιες επαναστατικές φωνές καθημερινά ευνουχίζονται από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις κομματικές γραφειοκρατίες, ένα «ως εδώ και μη παρέκει» κάλλιστα θα μπορούσε να επαναφέρει έναν Παπαδόπουλο στην εξουσία (άλλωστε, δεν είναι και λίγοι αυτοί που λένε «καλύτερα ήταν τα πράγματα στην Χούντα», ή «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται») ή να οδηγήσει την ήδη υπάρχουσα κυβέρνηση να επιβάλεικατάσταση εξαίρεσης (πράγμα που θα ικανοποιούσε τους Ευρω-ηγέτες αλλά και τους Ευρωπαίους πολίτες που δυσανασχετούν όταν βλέπουν τους Έλληνες στους δρόμους αντί στα γραφεία και τα εργοστάσιά τους). Οι αντιστάσεις δεν αποδομούν πάντοτε το οπλοστάσιο, τους θεσμούς και τα ιδεολογήματα της εξουσίας. Πολλές φορές το χρησιμοποιούν για να οικοδομήσουν καθεστώτα που επιβάλλουν γκούλαγκ ή Μαρκονήσους, πράγμα που φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα ξεχνάμε (ή αγνοούμε) όλο και περισσότερο, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο ιστορικό υλικό που έχουμε μπροστά μας, όταν αυτό μας «φωνάζει» να το μελετήσουμε πριν να είναι αργά. Διότι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων που έλεγε ο Χομπς, δεν εκφράζει καμία έμφυτη τάση μας, αλλά οι ίδιες οι ιστορικές εν γένει πραγματικότητες μας διδάσκουν ότι η κατάσταση του πολέμου (the state of war) είναι ανθρώπινο δημιούργημα, όπως ακριβώς και η δημοκρατία, η συμμετοχή, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.

Αναμφισβήτητα «πρέπει λοιπόν η Αριστερά να διδαχθεί από τις αντιστάσεις που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό», αρκεί να σταματήσει να εγκλωβίζει εντός της θεσμισμένης εξουσίας τη δυναμική, την ενέργεια και την κοινωνική μνήμη των πλατειών που «αποτελούν σοβαρή παρακαταθήκη για το μέλλον. Μπορεί όμως η συντακτική δύναμη που πρωτοεμφανίστηκε εκεί  να γίνει μόνιμη;» Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αναμφισβήτητα θετική. Υπάρχει όμως μια βασική προϋπόθεση: Να απαρνηθεί τις γραφειοκρατίες, όποιες και αν είναι αυτές. Συνδικαλιστικές, κομματικές, ή θρησκευτικές. Δηλαδή, «για να πετύχει η Αριστερά, πρέπει να αφήσει τη μελαγχολία των προκάτ συνταγών και λύσεων, την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και επετηρίδας. Είμαστε το μέλλον αλλά δεν έχουμε καμιά εγγύηση γι’ αυτό». Εν ολίγοις, την απάντηση μας την δίνει ευθέως εδώ ο Δουζίνας, αυτο-αναιρώντας όλα όσα είχε γράψει προηγουμένως: η αριστερά θα πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό της, να ξαναβρεί την κινηματική της δράση, τους δρόμους και τις πλατείες, κι εκεί να παραμείνει όχι, όμως, ως ένας φορέας ψευτο-ιδεολογιών που δεν αναπτύσσονται, που είτε φλερτάρουν με την Κεϋνσιανική σοσιαλδημοκρατία είτε τα Σταλινικά εκτρώματα. Να γίνει ένα με το πλήθος που θα ζητά πραγματική δημοκρατία ενώ τα στελέχη της, όπως και κάθε κινηματικός ακτιβιστής, να αρχίσουν σιγά σιγά να δομούν την διαφορετική κοινωνία, αρνούμενοι το βόλεμα και την καρέκλα. Η Ευρώπη και η  ευρωπαϊκή Αριστερά δεν παίζονται στην Ελλάδα (όπως ο Δουζίνας θέλει να πιστεύει). Η Ελλάδα είναι μόνη της και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα παραμείνει. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού βορά δύσκολα θα αποβάλουν την προτεσταντική ηθική της εργασίας που ο Max Weber μας έδωσε να καταλάβουμε πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στο Δυτικό φαντασιακό (καθώς κάτι τέτοιο δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στη Βρετανία αναφορικά με το ερώτημα: θα πρέπει η κυβέρνηση να περικόψει επιδόματα ανεργίας από αυτούς που αρνούνται να εργαστούν δωρεάν; όπου η απάντηση κατά 55% είναι θετική). Η ετερονομία των Δυτικών κοινωνιών έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η αμφισβήτηση των θεσμών και των κοινωνικών νορμών να θεωρείται «τεμπελιά» και «τρομοκρατία» (αγαπημένες λέξεις των ευρωσυντηρητικών, λέξεις κωδικοποιημένες που χρησιμοποιούνται, πάνω απ’ όλα, για την συνειδησιακή καταστολή). Απεναντίας, οι χώρες του Νότου φαίνεται ότι έχουν τη διάθεση να ακολουθήσουν το Ελληνικό παράδειγμα, αρκεί αυτό να απεγκλωβιστεί από τα κοινοβούλια και τις γραφειοκρατίες. Να ξαναβρεί το κίνημα τον δρόμο του διότι όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θα επελαύνει η φτώχεια, δυσχεραίνοντας όλο και περισσότερο το έργο της κοινωνικής μεταστροφής. Ας ξεσυνηθίσουμε τον θάνατο και ας κάνουμε τώρα τη συνέχεια του καλοκαιριού του 2011… για να μην καταντήσουμε να μελαγχολούμε για πολύ ακόμα…

Ανάπτυξη: Το μεγάλο παραμύθι

Η ανάπτυξη που προσπαθεί να επιβάλλει ο Μπόμπολας και τα κυβερνητικά του τσιράκια στη Β.Α. Χαλκιδική σημαίνει καταστροφή του περιβάλλοντος και των ανθρώπινων κοινοτήτων. Να τους σταματήσουμε!!!

Ούτε στη Χαλκιδική Ούτε στην Εύβοια μεταλλεία!

Αλληλεγγύη στον αγώνα των κατοίκων της Β.Α. Χαλκιδικής ενάντια στα καταστρεπτικά σχέδια των χρυσοθήρων και των κυβερνητικών τους υπαλλήλων !

BULLYING* : Ο «θύτης», το «θύμα» και η στοχοποίηση του «διαφορετικού» στο Δημοτικό

 

της Κασσιανής Ντέρου

 
«Στεκόμουν σ’ ένα λόφο και είδα το παλιό να ζυγώνει, αλλά ερχόταν σαν καινούριο. Βάδιζε κουτσαίνοντας πάνω σε καινούρια δεκανίκια που κανείς δεν είχε ξαναδεί ποτέ και μύριζε νέες μυρωδιές παρακμής που κανείς δεν είχε μυρίσει ποτέ».
Μπ. Μπρεχτ
Απρόκλητη επίθεση δέχονται μαθητές του Δημοτικού από τη βία του «πολιτικά ορθού» αγώνα ενάντια στο «Βullying». Η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική οπλίζει το δάσκαλο με όρους-ταμπέλες (θύτης-θύμα) και νομιμοποιεί την επιβολή τιμωρίας, χωρίς παράλληλα να έχει στηρίξει τον εκπαιδευτικό με απαραίτητες αναγκαίες γνώσεις ψυχολογίας και διαχείρισης κρίσεων στο πλαίσιο της ομάδας.
Αρχίζει έτσι σιγά-σιγά να ασκείται καταχρηστικά η εξουσία των εκπαιδευτικών, οι οποίοι εκφοβίζουν και τιμωρούν όποιον υποπέσει στην αντίληψή τους (τους συνήθεις υπόπτους δηλαδή) με συμπεριφορά που να προσομοιάζει στις περιγραφές, ενώ για τα περαιτέρω (ανεύρεση αιτιών, αποκατάσταση των ρόλων και της ισορροπίας της Ομάδας) θυμούνται ότι «δεν πληρώνονται αρκετά», γεγονός που είναι αλήθεια.
Το βασικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι υπό την «ομπρέλα» Βullying καταγράφεται στις έρευνες και τις μετρήσεις τόσο η σωματική βία (ξυλοδαρμοί) όσο και η ψυχολογική (ειρωνεία, απειλές, υβριστική συμπεριφορά, επικρίσεις, κακεντρεχή σχόλια, σαρκαστική διάθεση, αρνητικοί χαρακτηρισμοί και κατηγοριοποιήσεις, παρατσούκλια, απαξιωτική στάση, εκβιασμοί, μορφασμοί). Μπαίνουν με άλλα λόγια στο ίδιο σακί πράξεις που ούτε την ίδια βαρύτητα έχουν, ούτε τα ίδια αίτια, ούτε τις ίδιες συνέπειες. Ο δε ένοχος τιμωρείται πολλές φορές χωρίς να έχει καν απολογηθεί ή να ερωτηθεί για τα αίτια της πράξης του, γιατί πολύ απλά γύρω από το «Bullying» καλλιεργείται συστηματικά και πλέον πρυτανεύει η έννοια της μηδενικής ανοχής απέναντι στους «θύτες». Εσκεμμένα, γιατί έτσι η εκπαιδευτική πολιτική αναπαράγει ένα σύστημα που δίνει μεγάλη και πολλαπλή ικανοποίηση:
Ευχαριστημένοι οι γονείς, αφού θεωρούν ότι με την κατάδειξη των «παραβατικών» συμπεριφορών, τα παιδιά τους παρακολουθούν το σχολείο σε καθεστώς τάξης και ασφάλειας.
Ευχαριστημένοι οι εκπαιδευτικοί, αφού από τη μία αποδεδειγμένα πράττουν το χρέος τους, προστατεύοντας τον «αδύναμο» και επιβάλλοντας όρους «δικαιοσύνης», από την άλλη γλιτώνουν από τα «ενοχλητικά» ανήσυχα κριτικά παιδιά και μπορούν πλέον να μεταδώσουν ήσυχα το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος. Ένα πρόγραμμα που μπορεί να είναι αποβλακωτικό, βαρετό και στείρο, είναι όμως αυτό το οποίο εντέλλονται να υλοποιήσουν και βάσει του οποίου θα αξιολογηθούν. Άρα έτσι κανείς δε θα τους κατηγορήσει ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Ευχαριστημένοι πάνω απ’ όλα τα κέντρα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, γιατί με ένα σμπάρο έχουν όλα τα τρυγόνια του ουρανού στο σακί. Η κοινή γνώμη μέσα από την τρομοκρατική παρουσίαση μεμονωμένων περιστατικών ακραίας βίας ανάμεσα σε μαθητές, καταπίνει αμάσητη την ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς που δεν έχει οριστεί ούτε και αναλυθεί . Εκπαιδεύεται έτσι στο να αποδέχεται άκριτα ως ποινικά κολάσιμο οτιδήποτε παρουσιάζεται ως τέτοιο.
Οι τρομοκρατημένοι γονείς, με την κατασκευασμένη και περιχαρακωμένη -αλλά χωρίς ακριβές περιεχόμενο- έννοια τουbullying στο νου τους, ανακουφίζονται όταν τους σερβίρεται η λύση της τιμωρίας των ενόχων. Δεν τους ενδιαφέρει αν θίγονται οι μέχρι σήμερα ισχύουσες δικαιικές αρχές, όπως αυτή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορούμενου ή η «Nullum crimen nulla poena sine lege», που στο Ελληνικό δίκαιο περιέχεται ως έννοια στο άρθ. 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, όπου ορίζεται: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της»
Οι έννοιες αυτές αρχίζουν να σβήνουν από τις συνειδήσεις μας και κυρίως δεν καταγράφονται ως κοινωνικά κεκτημένα στην αντίληψη της νέας γενιάς. Ο μικρός μαθητής καλείται να επιβιώσει σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δείχνοντας με το δάκτυλο το συμμαθητή που τον «ενοχλεί», ενώ οι ιδέες της αλληλεγγύης, του διαλόγου, της αυτοδιαχείρισης, της ομάδας φθίνουν με γεωμετρική πρόοδο.
Με δεδομένες τις κοινωνικές αναταραχές που αναμένονται μέσα στη σύγχρονη τάξη πραγμάτων, φαίνεται μονόδρομος για τη συντήρηση του πολιτικού συστήματος η φυσικοποίηση της αστυνομοκρατίας και του χαφιεδισμού με στόχο τη διάσπαση με κάθε μέσο του κοινωνικού συνόλου.
Ο εκφασισμός της κοινωνίας τρέχει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, ενώ γονείς και δάσκαλοι μένουν ατάραχοι και ευχαριστημένοι, έτοιμοι και οι ίδιοι να ρίξουν στην πυρά της τιμωρίας και του περιθωρίου τον «παραβάτη» που παίρνει το ρόλο του σύγχρονου αποδιοπομπαίου τράγου.
Ακόμα και αν μιλάμε για ένα παιδάκι του Δημοτικού, αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί πια κανένα.
* Ο όρος bullying αποδίδει τον  «εκφοβισμό και τη χρήση βίας μεταξύ μαθητών».

Η Ελεύθερη διακίνηση των ιδεών ΔΕΝ περιορίζεται

Δευτέρα 15 Απρίλη καλείται συγκέντρωση-παρέμβαση στην κεντρική πλατεία της πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου στις 9.00.

Από το μεσημέρι 11 Απρίλη, η πρυτανική αρχή του Πολυτεχνείου, αντικαθιστώντας επάξια την αστυνομία και τους δικαστές και κατ’ εντολή του υπουργού δημόσιας τάξης Δένδια, διέκοψε την παροχή internet για τα δύο αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αντιπληροφόρησης και έκφρασης. Πρόκειται για μια καταστολή και λογοκρισία που μόνο απολυταρχικά καθεστώτα έχουν μέχρι σήμερα καταφύγει (Συρία, Ιράν και Βόρεια Κορέα).

Όλοι όσοι διαχειριζόμαστε, δημοσιεύουμε ή χρησιμοποιούμε τα παραπάνω μέσα αλλά και όσοι αισθανόμαστε αλληλέγγυοι στο δικαίωμα στην αδιαμεσολάβητη έκφραση ήρθε η ώρα να οργανωθούμε και να δράσουμε προκειμένου να υπερασπιστούμε τα αυτονόητα.

Η συνέλευση αλληλεγγύης του Σαββάτου, καλεί την εβδομάδα 15 έως 21 Απρίλη σε πανελλαδικές και διεθνείς δράσεις αλληλεγγύης για τα δύο εγχειρήματα αντιπληροφόρησης. Διεκδικούμε το δικαίωμα να εκπέμπουμε ελεύθερα μέσα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στην πόλη της Αθήνας, για την Δευτέρα 15 Απρίλη καλείται συγκέντρωση-παρέμβαση στην κεντρική πλατεία της πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου στις 9.00.

Διαδώστε το μήνυμα, μεταφράστε, πράξτε.
indymedia.squat.gr

 

Για τα γεγονότα της Δευτέρας 8 Απρίλη στη Μεγάλη Παναγία…

 
Εκεί που η λέξη «εργαζόμενος» βρομίζει…. η λέξη «μισθοφόρος» ξεκαθαρίζει τα πράγματα!
        Τη Δευτέρα 8 Απρίλιου 2013, οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής έζησαν για ακόμη μια φορά το σκληρό πρόσωπο της κρατικής αυθαιρεσία και τη διαπλεκόμενη σχέση της κυβέρνησης και των μηχανισμών της με την εταιρία- δολοφόνο του τόπου μας! Σύμφωνα με πληροφορίες, δημοσιογράφοι, ύστερα από πρόσκληση της Eldorado και με όλα τα έξοδα πληρωμένα (ξενοδοχεία, φαγητό, μετακινήσεις….), θα ανέβαιναν στις Σκουριές.
        Από νωρίς το πρωί λοιπόν, κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας και της Ιερισσού βρέθηκαν στο σημείο Χοντρό Δέντρο, από όπου και θα περνούσαν οι δημοσιογράφοι για να τους επιδοθεί ψήφισμα, με το οποίο θα εξέφραζαν τη διαμαρτυρία τους για  το γεγονός, ότι εδώ και πολύ καιρό έχουν καταστήσει, με τη σιωπή τους, αόρατους  χιλιάδες πολίτες, που αγωνίζονται για το μέλλον του τόπου τους. Όμως οι δημοσιογράφοι μαζί με τους υπεύθυνους της εταιρίας δεν έφτασαν ποτέ στις Σκουριές. Η πολύπλευρη ενημέρωση πληγώθηκε για άλλη μια φορά!
        Τα παραπάνω γεγονότα φανερώνουν το εμπαιγμό που υφίστανται από τα ΜΜΕ οι κάτοικοι της γης του Αριστοτέλη. Αυτά που θα γραφούν παρακάτω είναι ικανά να καταδείξουν το επίπεδο του κοινωνικού κανιβαλισμού στο οποίο μπορεί να φτάσει μια κερδοσκοπική εταιρία και τα τσιράκια της .
        Όσο οι κάτοικοι συνέχιζαν τη διαμαρτυρία τους στο Χοντρό δέντρο, χωρίς να εμποδίζουν τη διέλευση των οχημάτων, πέρασαν δύο λεωφορείο της εταιρίας γεμάτα με εργαζόμενους που ασχημονούσαν πίσω από τα τζάμια , συνοδευόμενα από περιπολικά και πολλά συμβατικά οχήματα της ασφάλειας. Οι εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στον κόμβο της Μεγάλης Παναγίας και απειλούσαν να ανέβουν και να δείρουν τους διαμαρτυρόμενους κατοίκους. Τα ΜΑΤ τους φύλαγαν ενώ οι κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας, που περίμεναν ώρες, λαμβάνοντας υπόψη τους, τις διαβεβαιώσεις της αστυνομίας ότι οι εργαζόμενοι θα διαλυθούν, αποφάσισαν να γυρίσουν στο χωριό τους. Όταν έφτασαν στον κόμβο, οι εργαζόμενοι άρχισαν να τους απειλούν, κραδαίνοντας ρόπαλα, ότι θα τους σκοτώσουν και να τους πετάνε πέτρες. Οίκτο και θυμό για την κατάντια της τοπικής τους αυτοδιοίκησης αισθάνθηκαν οι αντιδρώντες στην ψευδοεπένδυση κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας, όταν αντιλήφθηκαν, ότι μέσα στο πλήθος των μαινόμενων παρευρίσκοντας κρατώντας ρόπαλο και η πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου της Μεγάλης Παναγίας. Τα ΜΑΤ παρατάχθηκαν με τις ασπίδες προς τους κατοίκους της Μεγάλης Παναγίας που απλά θέλανε να μπουν στο χωριό τους,  δίνοντας ελευθέρια χώρου και κινήσεων στους εξαγριωμένους εργαζόμενους και όταν απαίτησαν να περάσουν, η αστυνομία τους απάντησε με βόμβες κρότου λάμψης για να τους απομακρύνει, τη στιγμή που φύλαγε ώρες δεκάδες αγριεμένους εργαζόμενους, οπλισμένους  με ρόπαλα του ίδιου διαμετρήματος (μεγέθους , πάχους, κοπής!) και απλά τους …παρακαλούσε… να διαλυθούν ησύχως!
        Τα αίσχη που έκαναν οι περίφημοι εργαζόμενοι της Eldorado (περίπου 250 στον αριθμό και φερμένοι εκτός από την Μεγάλη Παναγία και από Παλαιοχώρι, Νεοχώρι, Στρατώνι και αλλού) όταν μπήκαν στο χωριό και «στρατοπέδευσαν» ωσάν άτακτος στρατός στο Χοροστάσι δεν έχουν προηγούμενο! Έβριζαν και προπηλάκιζαν κατοίκους του χωριού, γέροντες γυναίκες και παιδιά, ένα εκ των οποίων διακομίστηκε στο Κέντρο Υγείας  με κρίση πανικού, απειλούσαν μαγαζάτορες ότι θα τους κλείσουν τα μαγαζιά τους και έφτασαν στο σημείο να χτυπήσουν με μπουνιές γυναίκες! Όταν δύο αυτοκίνητα κατοίκων που αντιδρούν στην εξόρυξη χρυσού έφτασαν στο Χοροστάσι, διαλύθηκαν από τα ρόπαλα των «περήφανων εργαζομένων» και οι οδηγοί τους προπηλακίστηκαν βίαια! Η στάση της αστυνομίας ήταν σκανδαλώδης! Δεν επενέβη ούτε στιγμή να προφυλάξει τους αθώους πολίτες που προπηλακίζονταν από τους τσέτες της εταιρίας , αντίθετα, περιέφραξε το δρόμο στους αντιδρώντες κατοίκους που θέλανε να πάνε στα σπίτια τους!
        Ένα κρατάμε από όλα τα παραπάνω: η εταιρία μαζί με την κυβέρνηση που τη στηρίζει είναι σε πανικό! Σε αντιδημοκρατικές εκτροπές και ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα εκφοβισμού του αγωνιζόμενου κόσμου της Χαλκιδικής ( προσαγωγές, συλλήψεις, βίαιες λήψεις DNA, χημικά και ξύλο) το μόνο που έμεινε στην εταιρία- τρομοκράτη του τόπου μας είναι να βγάλει τον άτακτο στρατό της, ως τάγματα εφόδου άλλης εποχής, που ξυπνάνε μαύρες μνήμες βγαλμένες από τα τεφτέρια της ιστορίας!
 Εδώ όμως δεν είμαστε αποικία! Και ούτε θα αφεθούμε να γίνουμε ! Όσοι αγωνίζονται δεν αφήνουν να υπερισχύσει ο νόμος του δυνατότερου, αλλά ο νόμος του δικαίου!
Ζούμε σε μια χώρα που ούτε τη γη της , ούτε τον πλούτο της, ούτε τους λίγους νόμους που φτιάχτηκαν για να υπερασπίσουν τον αδύνατο, θα χαρίσουμε βορά σε εταιρίες αρπαχτικά και σε επίορκες κυβερνήσεις!
Έχουν ήδη κατατεθεί μηνύσεις και για τα σπασμένα αυτοκίνητα και για τους προπηλακισμούς των συμπολιτών μας και αφήνουμε στη δικαιοσύνη να βγάλει τα συμπεράσματά της!
Πάνω από όλα, όμως, πρέπει να καταλάβει ο σκεπτόμενος λαός όλης της Ελλάδας ότι οι βρόμικες εταιρίες έχουν πολλά βρόμικα όπλα στα χέρια τους. Εμείς έχουμε μόνο ένα : ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ! Και την πίστη, ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ! 

Burnout: Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης*

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Κοινωνία και Ψυχική Υγεία… (www.socialexclusion.gr)

                                   Κώστας Μπαϊρακτάρης**

Επέλεξα να συζητήσω μαζί σας αυτό το θέμα τόσο για το επιστημονικό-θεωρητικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον που έχει όσο και για τις επιπτώσεις που επιφέρει η αποδοχή, η αφομοίωση και προπάντων η εσωτερίκευση της θεωρίας του Burnout στους επαγγελματίες εκείνους που ασχολούνται στην πράξη με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες. Τυγχάνει δε πολλοί από εμάς να είμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της κατασκευής αυτής της θεωρίας αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε. Δηλαδή, των συνθηκών εκείνων που το σύστημα, για να διαχειριστεί τα ελλείμματα των πολιτικών του, χρειάζεται επιστήμονες που να κατασκευάζουν θεωρίες και να εφαρμόζουν πρακτικές ικανές να διασφαλίσουν τη διαχείριση των αντιθέσεων που αυτό από τη φύση του δημιουργεί και αναπαράγει. Θεωρίες και πρακτικές οι οποίες λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε προσεγγίσεις που αμφισβητούν το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα μέσα από το οποίο προκύπτουν οι δομές, οι υπηρεσίες και τα διάφορα διαχειριστικά συστήματα περίθαλψης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αυτοί οι χώροι αποτελούν και τα κυριότερα  πλαίσια εντοπισμού και διάγνωσης του «φαινομένου» της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερα επιστημονικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα. Απογυμνώνονται από τα πρωτοποριακά τους στοιχεία και μετατρέπονται σε τεχνικές και εργαλεία στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναφέρομαι στη χρονική περίοδο από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, κατά την οποία τα ριζοσπαστικά κινήματα αρχίζουν να μεταφέρονται σιγά σιγά αλλά συστηματικά -με τη βοήθεια και της νεοσυντηρητικής Ανθρωπιστικής/Υπαρξιακής Ψυχολογίας ή της λεγόμενης Κριτικής Ψυχολογίας- στα άνετα βιωματικά δωμάτια με τα μαξιλάρια και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ξεκομμένα από την κοινωνική παρέμβαση και αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση, η πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση, ο διάλογος και η πολιτική δράση αντικαθίστανται με τις «Ομάδες Αντιπαράθεσης», τους «Μαραθώνιους», τα «Ψυχοδράματα», το… «Πάτημα της Γάτας», αλλά και με μια πλήρως αυτονομημένη από τις κοινωνικές ανάγκες και παρεμβάσεις ακαδημαϊκή «κριτική» προσέγγιση. Το πολιτικά, κριτικά, σκεπτόμενο υποκείμενο μετατρέπεται σε άτομο-αντικείμενο που χρήζει εσωτερικής ψυχολογικής αλλαγής και ατομικής ανάπτυξης. Ωθείται έτσι από τους Ψυχο-Εκπαιδευτές αλλά και τους «Κριτικούς Ψυχολόγους» να βγάλει έξω από το σύστημα σκέψης και πράξης του τη συνάρτηση της αλλαγής του με την αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, προτάσσοντας τη δική του «ανάπτυξη» (ατομικισμός) ή ανακυκλώνοντας την ανέξοδη κριτική του ορθολογισμού με in vitro «δομήσεις» και «αποδομήσεις» θεωριών και θεσμών σε συνθήκες κοινωνικής απραξίας. Η φυσική διαλεκτική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος αντικαθίσταται έτσι από τη σχέση ατόμου-ατόμου με διαχειριστή της σχέσης τον ειδικό ή τον θεραπευτή. Λίγο αργότερα, ακόμα και ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη εκλαμβάνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον ίδιο τον διαχειριστή τους. Επινοείται μεταξύ άλλων η θεωρία του Burnout (Freudenberger, 1974)[1] και προσφέρεται το επιστημονικό-ψυχολογικό άλλοθι για μια βελούδινη, επιστημονικά και ιδεολογικά τεκμηριωμένη, απόσπαση από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχεία διάδοσή της στις λεγόμενες εναλλακτικές δομές στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η στιγμή της αφομοίωσής τους από το κυρίαρχο σύστημα παραβλέπεται. Αδυνατούν να επινοήσουν το καινούργιο και παραδίδονται στα ανταλλάγματα της προσαρμογής τους. Η νέα προσαρμογή και η έλλειψη οραμάτων οδηγούν στη μετατροπή πολιτικών επιλογών σε ψυχολογικά προβλήματα και οι πρωταγωνιστές των αλλαγών μεταμορφώνονται σε θύματα της λεγόμενης επαγγελματικής εξουθένωσης. Αναφέρομαι στην κατασκευή μιας κατά βάση ενιαίας θεωρίας, της θεωρίας του Burnout που αποκoρυφώνεται με το ευρέως διαδεδομένο Maslach Burnout Inventory (Μaslach, 1981).[2]

Η  θεωρία αυτή είναι σχετικά νέα και εντοπίζεται χρονικά πριν από μια τριακονταπενταετία περίπου. Συναντάμε  διάφορες αποχρώσεις της και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατροπές όπως, για παράδειγμα, ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης ατόμου-εργασιακού πλαισίου. Διαφοροποιήσεις που δεν ακυρώνουν, όμως, τον βασικό της πυρήνα, αλλά αποτελούν απλές ανακατασκευές ή παράγωγα της βιομηχανίας επιστημονικών εργασιών και δημοσιεύσεων. Δεν θα αναφερθώ στις τεχνικές λεπτομέρειες και την επιστημονική νομιμοποίησή της αλλά σε βασικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μου, μέσα από την απουσία τους, αποκαλύπτουν τόσο την απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης όσο και τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών της να διαχειριστούν αυτούς που ασχολούνται με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις το Burnout ή επαγγελματική εξουθένωση ή κάψιμο ή πιο ρεαλιστικά η… Bαρεμάρα, ξεκινάει κύρια από τη στιγμή της επαγγελματικής ένταξης. Μια μεγάλη αυθαιρεσία, για μια κατασκευή που ορίζει ως αποκλειστικό της αντικείμενο όσους εκπαιδεύονται και καλούνται να προσφέρουν τις έμμισθες αλλά ακόμη και εθελοντικές, υπηρεσίες τους σε ανθρώπους· ακόμα πιο σημαντικό, όσους καλούνται να παράσχουν τη βοήθειά τους σε αυτούς που έχουν ανάγκη, που πάσχουν, που νοσούν.

Η άποψή μου είναι ότι για να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτή ως απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε πολύ πριν την ένταξη στους χώρους εργασίας. Θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μέρος μίας διεργασίας που προϋπάρχει αυτής. Προϋπάρχει μέσα στα πλαίσια μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας την οποία υφιστάμεθα όλοι, είτε στα πλαίσια της διαπαιδαγώγησής μας, είτε στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής μας, είτε στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Διαδικασία που στοχεύει σε συμπεριφορές υποταγής και συμμόρφωσης σε κυρίαρχους κανόνες, πρακτικές, πολιτικές, συστήματα και ιδεολογίες. Άρα, το συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι φροντίζει να μας εξοπλίσει πολύ πριν την επαγγελματική μας ένταξη με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να το αποδεχτούμε και να το αφομοιώσουμε ως δεδομένο, μοναδικό και αμετάβλητο. Να αποδεχθούμε το επιστημονικό παράδειγμα που το υπηρετεί. Να αποδεχθούμε και να εσωτερικεύσουμε ως αδιαμφισβήτητες τις επιμέρους θεωρίες και πρακτικές που προκύπτουν από αυτό. Συνεπώς, να αναπαράγουμε και να συντηρήσουμε ως αμετάβλητο το εργασιακό-κοινωνικό πλαίσιο (δομές, θεσμούς, συστήματα, πολιτικές). Δηλαδή, ένα επιστημονικό παράδειγμα κλειστό στην ανατροπή ή την αλλαγή του, γιατί το αντίθετο θα οδηγούσε στην ανατροπή/αλλαγή όλου του συστήματος διαχείρισης τόσο των υποκειμένων με τα οποία ασχολείται ο επαγγελματίας, όσο βέβαια (αυτό είναι και το ιδιαίτερο στη θεωρία αυτή) και της λογικής διαχείρισης, προσαρμογής και αφομοίωσης του ίδιου του επαγγελματία. Η ελευθερία του ανθρώπου σε επίπεδο δημιουργίας, παραγωγής νέας γνώσης, εφαρμογής νέων πρακτικών και αναζήτησης ανθρωπίνων αξιών αποτρέπεται από τους όρους του ίδιου του παραδείγματος, τις εφαρμογές του και την ιδεολογία που υπηρετεί.

Ο εργαζόμενος εισέρχεται συνήθως στο δημόσιο επαγγελματικό βίο εκπαιδευμένος στη λογική ότι δεν θα είναι δημιουργικός, δεν θα επινοεί, δεν θα συνδιαμορφώνει το πλαίσιο, τις σχέσεις, την οργάνωση, γιατί όλα αυτά είναι ήδη παγιωμένα και θεσμοθετημένα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης και ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, που υπακούει σε συγκεκριμένες και προκαθορισμένες πολιτικές αλλά και επιστημονικές θεωρήσεις. Γνωρίζει ότι για να υπάρξει και να γίνει αποδεκτός σαν επαγγελματική οντότητα, δηλαδή για να επιβιώσει επαγγελματικά, θα πρέπει να συμμορφωθεί στους κανόνες και να κινείται με τους όρους ενός προϋπάρχοντος πλαισίου. Να αποδεχτεί και να ενσωματωθεί σε μια συγκεκριμένη εσωτερική κατανομή εργασίας και σχέσεων εξουσίας (καθηκοντολόγιο). Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη πλήρους απανθρωποποίησης αλλά και αποποίησης από το ίδιο το άτομο της βασικής του ανθρώπινης ιδιότητας, δηλαδή της ελευθερίας για ατομική και συλλογική δημιουργία. Αυτή είναι και η έσχατη μορφή της αποξένωσής του από την ίδια του τη φύση.

Η αλλοτρίωση επέρχεται έτσι ως μια κατάσταση που καθιστά το υποκείμενο επικυρωμένο πλέον αντικείμενο μιας ψυχολογικής θεωρίας, η οποία για να νομιμοποιηθεί αλλά και για να ανταποκριθεί στην ιδεολογική της αποστολή θα πρέπει να πιστοποιήσει, μιμούμενη έναν άκριτο θετικισμό, την ουδετερότητα και αντικειμενικότητά της με την κατασκευή ειδικών μεθοδολογικών εργαλείων και την πραγματοποίηση πληθώρας ερευνών.

Δεν είναι λοιπόν ο επαγγελματικός χώρος ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες καθαυτές η αφετηρία της αλλοτρίωσής μας, είναι ο τρόπος που συναντάμε και εμπλεκόμαστε στη συγκεκριμένη δομή, με τους προ- και ετεροκαθορισμένους στόχους που αυτή εξυπηρετεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται.

Ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο δημόσιο τομέα είναι γνωστό το αξίωμα ότι «το άτομο αλλάζει και όχι το σύστημα», όπως επίσης και η κυρίαρχη αντίληψη ότι  «αλλάζει το άτομο και όχι η δομή». Σε κάθε περίπτωση, το επιδεχόμενο μεταβολή είναι το άτομο, δηλαδή αυτό που πρέπει να προσαρμοστεί στη λογική και τη λειτουργία μιας δομής. Το άτομο που στην περίπτωσή μας είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος, ο οποίος αναγνωρίζεται επιπλέον ως το πάσχον υποκείμενο που χρήζει βοήθειας, θεραπείας ή υποστήριξης. Με λίγα λόγια, στις πολιτικές που διέπουν τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών ενυπάρχουν και οι όροι διαχείρισης, όχι μόνον των πολιτών που προσφεύγουν σε αυτές, αλλά και των εργαζομένων που τις στελεχώνουν. Η αποδοχή αυτών των όρων είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ίδιας της ανελευθερίας τους, δηλαδή του υπαρξιακού τους περιορισμού και της αλλοτρίωσής τους. Η συνθήκη αυτή καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις όχι μόνον της αφομοίωσης στο υπάρχον αλλά και της αναπαραγωγής του. Αλλαγές που επιτρέπονται ή γίνονται ανεκτές είναι αλλαγές που δεν ακυρώνουν ή δεν ανατρέπουν το ιδεολογικά-επιστημονικά αρτηριοσκληρωτικά δομημένο σχήμα. Οι κυρίαρχες πολιτικές Παιδείας και Υγείας π.χ. επιβάλλουν την αφομοίωση των εμπλεκομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες του συστήματος και όχι πηγή  δημιουργίας, αλλαγών, ανατροπών και αναζήτησης θεωριών και πρακτικών που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες -πραγματικές και όχι κατασκευασμένες- ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα ως διαχειριστή των ανθρώπινων αναγκών αλλά και οι «λειτουργοί» εκείνοι που αφομοιώνονται σε αυτό και αποδέχονται την υπαρξιακή τους ακύρωση. Δεν αρκεί, ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ως τέτοιος για την εξήγηση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε μέρος ενός μηχανισμού. Είναι αυτός σε άμεση συνάρτηση με το επιστημονικό παράδειγμα, τις θεωρίες και τις πρακτικές  του.

Στον ιδιωτικό τομέα, που λειτουργεί με καθαρά κερδοσκοπικούς κανόνες, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, η αλλοτρίωση είναι ακόμη πιο ορατή, καθώς επιπροσθέτως η υγεία, η κοινωνική φροντίδα και η εκπαίδευση μετατρέπονται από κοινωνικά αγαθά σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας συμβαδίζουν με τη συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας και καθολικής φροντίδας υγείας, καθώς και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε εξωνοσοκομειακές και νοσοκομειακές υπηρεσίες, η αναπτυσσόμενη αγορά στον τομέα της ψυχικής υγείας (ψυχοπάζαρο) και η παραπαιδεία στον τομέα της εκπαίδευσης είναι οι χώροι όπου πλέον ο άνθρωπος και οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας και πολλές φορές αισχροκέρδειας. Η απασχόληση στην ελεύθερη αγορά, με κατασκευασμένες πολλές φορές ανάγκες, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ, μια δραστηριότητα ικανοποίησης  αναγκών των συνανθρώπων μας αλλά το μέσο για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους. Δηλαδή, η αποξένωση εδώ δεν προκύπτει από τη λεγόμενη επιβάρυνση από τον ανθρώπινο πόνο ή ανάγκη, αλλά από τη στυγνή μετατροπή τους σε χρηματική αξία. Η πιο χυδαία μορφή της αλλοτρίωσης. Και όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα αναφέρεται στην καταπολέμηση του Burnout, όπως συμβαίνει ήδη με διάφορα κερδοσκοπικά κέντρα, τότε ακόμα και η χυδαιότητα του συστήματος γίνεται εμπορεύσιμη. Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλες  επιχειρήσεις και διεθνή μονοπώλια χρησιμοποιούν πολλές φορές τη θεωρία του Burnout και τα εργαλεία της για τη χειραγώγηση, την προσαρμογή και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Επιδιώκουν δηλαδή την ψυχολογικοποίηση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Burnoutπληρεί εκείνα τα επιστημολογικά κριτήρια που, στα πλαίσια του κυρίαρχου ορθολογιστικού συστήματος σκέψης, της επιτρέπουν να σταθεί στο επιστημονικό-ψυχολογικό τοπίο και να ενεργεί σε αυτό ως αποδεκτό επιστημονικό θεωρητικό μοντέλο. Δηλαδή συντίθεται από μία αιτιολογική, μια διαγνωστική και μία θεραπευτική-αποκαταστασιακή διάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της, όμως, είναι ότι αναφέρεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες, δομές ή οργανισμούς που προσφέρουν υπηρεσίες στον άνθρωπο. Η ψυχολογικοποίηση, δηλαδή η ενοχοποίηση του ατόμου ή του απομονωμένου -από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα- πλαισίου εργασίας, η «ουδέτερη» και «αντικειμενοποιημένη» τους αποτύπωση, ολοκληρώνονται μέσα από τη μετατροπή του ίδιου του εργαζόμενου σε πάσχον υποκείμενο. Από αυτό το σύστημα σκέψης και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις προκύπτουν και οι τεχνικές αντιμετώπισης. Από τις αλλαγές στο άτομο ή την ομάδα μέχρι τη «βελτίωση» του εργασιακού περιβάλλοντος ή την εξαγορά της επιβάρυνσης από τον συνάνθρωπο με υλικά και ψυχικά κίνητρα και επιδόματα. Κατασκευάζονται διαγνωστικά-θεραπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται εκτενώς σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. [3]

Πέραν αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να επιμείνουμε στον κοινό τόπο μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών μοντέλων. Σε αυτόν ακριβώς παρατηρούμε ότι: α) η επαγγελματική εξουθένωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής  δραστηριότητας, β) αναφέρεται σε επαγγελματίες που εργάζονται κύρια στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, γ) εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, στον τομέα της υγείας αλλά και της ψυχικής υγείας, δ) χαρακτηρίζεται από την ιατροκεντρική λογική και με βάση αυτή παρατηρούνται, εντοπίζονται, καταγράφονται, διαγιγνώσκονται και κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης (σωματικά, ψυχολογικά, συμπεριφορικά), καθώς και οι θεραπευτικές πρακτικές για την αντιμετώπισή τους, ε) δεν συμπεριλαμβάνει, στους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου που κατασκευάζει, το επιστημονικό υπόδειγμα που προσδιορίζει τις πρακτικές, τις δομές και τη λειτουργία τους, τις σχέσεις των επαγγελματιών μεταξύ τους ή με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν· πρόκειται ακριβώς για εκείνο το υπόδειγμα που θεωρείται σταθερό και αμετάβλητο αναδεικνύοντας την «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητά» του σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα όλης της θεωρίας, στ) το άτομο αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται αυτό, αποσπώνται και αυτονομούνται αυθαίρετα από το εκάστοτε ιστορικό-πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και ζ) ο ανθρώπινος πόνος, η φροντίδα του πάσχοντα ή η κάλυψη αναγκών των συνανθρώπων μας θεωρούνται ως οι κύριοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Δηλαδή, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη αποκτούν αιτιολογικά χαρακτηριστικά ως προς την πρόκληση καθαυτού του φαινόμενου της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Η φροντίδα και η προσφορά στον άνθρωπο εκλαμβάνονται a priori ως μία παθογόνος συνθήκη, η οποία προκαλεί συγκεκριμένα «συμπτώματα» και διαμορφώνει την «κλινική εικόνα» στη διαταραχή του Burnout!!! Η ανάδειξη της απασχόλησης με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη σε παθογενετικό παράγοντα και η νοσογραφική της αποτύπωση μόνον την υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη φύση του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει. Αυτό αποκαλύπτει και τη μετατροπή της αλλοτρίωσης σε ψυχολογική διαταραχή.

Τα θεωρητικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή του υποκειμένου σε  αντικείμενο, ανεξάρτητα αν χαρακτηρίζονται ως βιολογικά, ψυχολογικά, βιοψυχοκοινωνικά ή «εναλλακτικά-κριτικά» (όπως π.χ. η λεγόμενη Ανάλυση Λόγου, το θεσμοθετημένο «επιστημονικό κουτσομπολιό») ενισχύουν νομοτελειακά τη διεργασία αλλοτρίωσης, δηλαδή την αποξένωσή μας από τον άλλον και ταυτόχρονα από τον εαυτό μας.

Η ειδοποιός διαφορά της θεωρίας του Burnout από τις άλλες ψυχολογικές θεωρίες είναι ότι σε αυτή αντικειμενοποιείται και μετατρέπεται ο ίδιος ο ειδικός/επαγγελματίας σε εν δυνάμει πάσχον υποκείμενο εξ αιτίας της απασχόλησής του με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστική στιγμή ενός αυτό-εγκλωβισμού!!! Έτσι, ως πάσχουσα πλέον οντότητα θα πρέπει να τύχει εκείνης της φροντίδας ή της διαχείρισης που μέχρι πρότινος επιφύλασσε για τους άλλους. Επικυρώνονται, λοιπόν, η οικουμενικότητα της θεωρητικής κατασκευής και η  καθολικότητα των εργαλείων και τεχνικών αντιμετώπισης μιας κατασκευασμένης κλινικής εικόνας. Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης ολοκληρώνεται χωρίς να θυσιάζεται το επιστημονικό παράδειγμα και χωρίς να θίγεται το θεσμικό και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός τρόπος σκέψης συμβάλλει ώστε και εμείς, είτε ως  μαθητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως εκπαιδευτές, είτε ως επαγγελματίες σε διάφορες υπηρεσίες να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιούμε τον τρόπο με τον οποίο υφιστάμεθα τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Εσωτερικεύουμε –ό,τι χειρότερο- όλη αυτή τη λογική της αλλοτρίωσης και γινόμαστε όχι μόνον αποδέκτες αλλά και φορείς της. Ιδιαίτερα αισθητή είναι αυτή η συνθήκη στο χώρο των σημερινών πανεπιστημίων ο οποίος, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, αναπαράγει την επιστημονική κληρονομιά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να την αφοπλίζει ακόμα και από τα νεωτερικά στοιχεία που κάποτε τη χαρακτήριζαν. Εξαιτίας δε της κατασκευής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων έξω από το πεδίο της αναζήτησης της γνώσης και της κοινωνικής χρησιμότητας ο μεν πανεπιστημιακός βολεύεται σε μια δουλειά και σε μια απαξιωμένη πλέον κοινωνικά θέση, οι δε φοιτητές συναινούν στην καταστροφή της πιο δημιουργικής περιόδου της ζωής τους με αντάλλαγμα ένα πτυχίο. Συμμορφώνονται και υποτάσσονται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση επαγγελματικής αποκατάστασης και μάλιστα σε μια κατεύθυνση σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και όχι με την κοινωνία και τον άνθρωπο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ως προς την αναγνώριση και κατάταξη του Burnout στις επαγγελματικές ασθένειες και την κατάταξη επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτές στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ακραίο δε παράδειγμα  αλλοτρίωσης είναι αυτό που συναντάμε στο χώρο της ψυχικής υγείας. Όπου για παράδειγμα, στα πλαίσια αναπαραγωγής του μύθου για την επικινδυνότητα του πάσχοντος υποκειμένου, υποχρεούται ή εξαναγκάζεται ο νοσηλευτής να καθηλώσει τον συνάνθρωπό του. Θεωρείται -και από τους συνδικαλιστές πολλές φορές- ότι ασκεί ένα «βαρύ και ανθυγιεινό» επάγγελμα και όχι μια αυθαίρετη και στυγνή πράξη βίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό μοντέλο το οποίο και μεταφράζει με τον «επιστημονικό» του λόγο την άσκηση βίας σε απολιτική, αποϊδεολογικοποιημένη  και ουδέτερη «θεραπευτική πράξη». Αντί λοιπόν  να διεκδικούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υποστήριξη των συνανθρώπων μας με σεβασμό στην προσωπικότητά τους, στα δικαιώματά τους και στην αξιοπρέπειά τους, αναπαράγονται συνθήκες βίας, ενοχοποιούνται άνθρωποι που βιώνουν δυσκολίες στη ζωή τους και γίνονται κυριολεκτικά αντιληπτοί ως αιτία πρόκλησης επιβαρυντικών συνθηκών για τους εργαζόμενους. Με την ολοκληρωτική παράδοση του εμπλεκομένου σε αυτή τη διεργασία αποξένωσης και την απουσία κάθε αντίστασης προκύπτει και το ιδεολογικό παράδοξο που συναντούμε ως πρακτική στους ψυχιατρικούς χώρους, το γνωστό  «Το πρωί καθηλώνουμε, το βράδυ διαδηλώνουμε».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, αποκτά η ερευνητική έξαρση και οι συζητήσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα για τις Μ.Ε.Θ. (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) ή τις Μ.Α.Θ. (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας). Με πλήρη «επιστημονική» κάλυψη και με την ενεργοποίηση  της θεωρίας του Burnout μεταλλάσσονται, ως εκ θαύματος, οι εξοντωτικές συνθήκες  εργασίας ή η διαρκής έλλειψη προσωπικού και οι απαράδεκτες πολιτικές υγείας -τόσο γενικά στον τομέα υγείας όσο και στον ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα των εντατικών- σε ψυχολογικό πρόβλημα των εργαζομένων (ιατρών και νοσηλευτών). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικής χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας, δηλαδή της ενοχοποίησης των εργαζομένων, της ατομίκευσης του προβλήματος και της αυθαίρετης απόσπασής του από το συνολικό του πλαίσιο (σύστημα υγείας, πολιτικές υγείας). Και όταν το πρόβλημα γίνει αποδεκτό ως ψυχολογικό, τότε η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, άρα και η αποξένωση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην Ψυχολογία-Ψυχοθεραπεία (ομάδες, βιωματικά, ψυχολογική υποστήριξη) ή στην εξαργύρωση της επιβάρυνσης με  άλλα ανταλλάγματα. Μία προσβολή και απαξίωση τόσο των εργαζομένων όσο και της αξίας της ζωής των ίδιων των περιθαλπόμενων. Κατασκευάζονται έτσι συνθήκες που δεν σέβονται ούτε τους λειτουργούς υγείας, ούτε τους νοσηλευόμενους. Κατ’ επέκταση, γίνονται αποδεκτές εκείνες οι πολιτικές υγείας που απαξιώνουν συστηματικά τη δημόσια υγεία και δημιουργούν τις συνθήκες για την προώθηση της εμπορευματοποίησής της· της μετατροπής ενός αγαθού από  ανθρώπινο δικαίωμα σε εμπόρευμα με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η καθολικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξάνεται γεωμετρικά ο ιδιωτικός τομέας. [4]

Άπειρα είναι επίσης τα παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές-επιμορφωτικές πολιτικές διαφορών οργανισμών που ασχολούνται με τον ψυχοκοινωνικό τομέα (εξαρτήσεις, ψυχική υγεία, κ.λπ.). Εδώ μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του νέου αλλά και του παλαιού προσωπικού (κατά προτίμηση ομαδική/βιωματική) καταλαμβάνει η πρόληψη ή η αντιμετώπιση του «καταγεγραμμένου» Burnout. To ιδεολογικά ζητούμενο σε αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι η ενεργοποίηση του ατόμου, η δημιουργική του εμπλοκή και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά η συναίνεσή του ότι αποτελεί ένα εν δυνάμει «πρόβλημα» σε ένα εξ ορισμού επιβαρυντικό περιβάλλον. Η διαπίστωση του κινδύνου ανοίγει εντέχνως τον δρόμο της ψυχολογικοποίησης και της θεραπευτικής αιχμαλωσίας. Ο διαθέσιμος θεραπευτικο-τεχνολογικός εξοπλισμός είναι πλούσιος. Έτσι μετατρέπεται σε πρόταγμα η «ανάπτυξη» και «ωρίμανση» του υποκειμένου μέχρι του σημείου της πλήρους αφομοίωσης των θεωριών και πρακτικών του πλαισίου, δηλαδή της συμμόρφωσής του σε ένα παγιωμένο πλαίσιο. Ενώ δηλαδή πιστοποιείται η παθογένεια του περιβάλλοντος, ενοχοποιείται ταυτόχρονα ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη. Η αναγνώριση αυτής της επιβάρυνσης ανταμείβεται και προβάλλει το συνδικαλιστικό αίτημα των επιδομάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις επιπλέον μέρες άδειας ετησίως για την «επαγγελματική εξουθένωση» στους εργαζόμενους σε δομές του ΟΚΑΝΑ). Επί πλέον πραγματοποιούνται σεμινάρια, αναλύονται οι θεωρίες, περιγράφονται τα συμπτώματα, προτείνονται πρακτικές αντιμετώπισης και όλοι υποδύονται τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα του τέρατος της «Βαρεμάρας». Συνήθως βέβαια εγκαταλείπουν τα σεμινάρια περισσότερο κουρασμένοι από πριν και έτσι επιβεβαιώνονται εκ νέου οι προφητείες της συγκεκριμένης θεωρίας!!!

Δεν είναι τυχαίο που δεν συναντούμε πρακτικές που να προκύπτουν και να προτείνονται από αυτές τις θεωρίες και οι οποίες να οδηγούν τους εργαζόμενους στην ανατροπή ή στην κατάργηση του συστήματος, της δομής ή της υπηρεσίας που εργάζονται. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, κατάργηση θα σήμαινε και αμφισβήτηση των ίδιων των θεωρητικών-επιστημονικών μοντέλων στα οποία στηρίζονται. Επειδή όμως, όπως προανέφερα, αυτό δεν εμπεριέχεται στη λογική αυτής της θεωρίας περιορίζεται κανείς σε διακοσμητικού τύπου αλλαγές. Αλλαγές ή καταργήσεις δομών συναντούμε τις περισσότερες φορές με δημοσιονομικά κριτήρια στα πλαίσια της υποβάθμισης π.χ. των υπηρεσιών Υγείας ή Παιδείας και της ιδιωτικοποίησής τους. Αναφερόμαστε δηλαδή  στη συντήρηση τόσο των ίδιων των  δομών-θεσμών όσο και στη συντήρηση των διαχειριστών τους. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της θεωρίας της «επαγγελματικής εξουθένωσης»: η συντήρηση των διαχειριστών της συντήρησης και κατ’ επέκταση η συντήρηση του ίδιου του συστήματος.

Η θυματοποίησή του ατόμου από τον πόνο ή την ανάγκη του συνανθρώπου του είναι το μέσο ολοκλήρωσης της αλλοτρίωσής του από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην κλασική κατά τον Μαρξ αποξένωση του ανθρώπου από το δημιούργημά του, δηλαδή από το προϊόν που παράγει, έρχεται να προστεθεί η αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό βιώνοντας τον συνάνθρωπό του, δηλαδή και τον ίδιο, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Γι’ αυτό και η ίδια η θεωρία του Burnout είναι προϊόν της ίδιας της αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζει.


* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με θέμα: «Σύγχρονες Εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογίας και Ψυχολογία της Υγείας», Θεσσαλονίκη, 9-11.11. 2008.

** Αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., e-mail: trella@psy.auth.gr.

[1] FreudenbergerHJ. (1974). Staff burn-outJournal of Social Issues, 30, 159-165.

[2] Maslach, C. & Jackson S. E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of Organizational Behavior. 2, 99-113.

[3] Σε αυτή ακριβώς τη λογική παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίας πολυάριθμες έρευνες και δημοσιεύσεις αναφορικά με το Burnout. Διαπιστώνει κανείς μια συναίνεση ως προς την συμπτωματοκεντρική προσέγγιση  του ατόμου ή του πλαισίου, αποσπασμένα από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Τέσσερις είναι οι κυριότερες προσεγγίσεις: 1) Το μοντέλο τηςMaslach (Maslach & Jackson, 1981, ό.π.), γνωστό και ως «μοντέλο των τριών διαστάσεων», δηλαδή της συναισθηματικής εξάντλησης, της αποπροσωποίησης και της αδυναμίας προσφοράς, 2) Η προσέγγιση των Edelwich & Brodsky [Edelwich J., Brodsky A. (1980). BurnOut – Stages of Disillusionment in the Helping. New York: Human Sciences Press], οι οποίοι καταγράφουν την εξουθένωση ως διαδικασία που αποτελείται από τις φάσεις του ενθουσιασμού, της αδράνειας, της ματαίωσης και της απάθειας, 3) Το μοντέλο του Cherniss[Cherniss, C. (1980). Staff Burnout – Job Stress in the Human Services. Beverly Hills, California: Sage Publications, Inc], που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση όπου παρατηρείται στο άτομο το εργασιακό άγχος, η εξάντληση και η απάθεια, και 4) Η προσέγγιση των Pines & Aronson, [Pines, A. & Aronson, E. (1981). Career burnout. New York:MacMillan], οι οποίοι διευρύνουν τους τομείς επαγγελματικής εξουθένωσης εκτός από τον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς. Εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και  στο ψυχικό επίπεδο.

[4] «Η υγεία είναι ένα υπαρξιακό αγαθό. Είναι μία αξία χρήσης, η οποία στις κοινωνίες μας είναι συλλογική και δημόσια – όμοια με τον αέρα, το πόσιμο νερό, την εκπαίδευση ή την ασφαλή μετακίνηση και τη δικαστική ασφάλεια. Η φροντίδα υγείας είναι μία κοινωνική ανάγκη. Και η κοινωνική οργάνωση της φροντίδας υγείας πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς αυτή την ανάγκη – και όχι προς άλλους στόχους και συμφέροντα τα οποία καθορίζονται από την αγορά και τα κέρδη.» [Deppe, H. U. (2007). Παρούσα κατάσταση και προοπτικές των καθολικών συστημάτων υγείας. Κοινωνία & ψυχική Υγεία, 6ο τεύχος, σ. 17].