Τα ψυχοφάρμακα και ο κοινωνικός έλεγχος (Θ.Μεγαλοοικονόμου)

     Τα σύγχρονα ψυχοφάρμακα ανακαλύφθηκαν κατά τη δεκαετία του ’50.  Η ανακάλυψη τους θεωρήθηκε ως η επανάσταση που έδωσε απάντηση σε συνήθη καθημερινά συμπτώματα (άγχος, κατάθλιψη, αγοραφοβία κ.λ.π.).

Στις μέρες μας, η χρήση των ψυχοφαρμάκων, εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων.

Εγχειρίδια ψυχοφαρμακολογίας εντάσσουν τα ψυχοφάρμακα στην ιστορία των λεγόμενων «οργανικών θεραπειών» που απευθύνεται με φυσικά μέσα στην τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ατόμων που παρεκκλίνουν απ’ το κοινωνικό σύνολο.  Άλλοτε, είχε γίνει προσπάθεια να «δαμαστεί» η τρέλα.  Εικόνες έγκλειστων ανθρώπων σε κλουβιά, αλυσοδεμένοι και αντιμέτωποι με τους βασανιστές τους, ήταν αυτές που παρουσιάστηκαν ως συμμορφωτικές του δαίμονα ή του κακού, στο όνομα του «ορθού» λόγου και της κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς.  Οι τρόποι «αντιμετώπισης» της τρέλας δεν παρέμειναν οι ίδιοι.  Άλλαξαν, φτάνοντας έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα να κάνουν την εμφάνισή τους το ινσουλινικό κώμα του Sakel, το ηλεκτροσόκ των Cerleti και Bini το ’38 στην Ιταλία του Μουσολίνι, η ψυχοχειρουργική του Ε.Moniz στη Πορτογαλία του Σαλαζάρ.

Η ψυχιατρική γεννημένη και συγκροτημένη στις αρχές του 19ου αιώνα (κατά τη διάρκεια της ανόδου της βιομηχανικής επανάστασης), δημιουργεί ένα θεσμό που απευθύνεται στην αρρώστια (ψυχική) ως μιας ξεχωριστής οντότητας απ’ την ανθρώπινη ύπαρξη.  Η θεραπευτική της επιδίωξη δε, συνυπάρχει σε μια αντιφατική ενότητα με την κοινωνική της αποστολή, που είναι ο κοινωνικός έλεγχος.  Έλεγχος των «επικίνδυνων τάξεων», των φτωχών στρωμάτων στην κοινωνία.

Το σύγχρονο φάρμακο αποτελεί το βασικό όπλο της ψυχιατρικής ως μέσο ελέγχου και πειθαρχίας των λαϊκών μαζών στις ανάγκες της αναπαραγωγής του Κεφαλαίου, που της επιβάλλεται απ’ τις κυρίαρχες τάξεις και το Κράτος.

Η κατευθυνόμενη μαζική διάδοση της χρήσης του ψυχοφαρμάκου συνδέεται άρρηκτα και με την επιδίωξη του κέρδους απ’ τις πολυεθνικές εταιρείες.

Ο κοινωνικός έλεγχος δεν αφορά μόνο όσους παρεκκλίνουν ψυχικά.  Αφορά ολόκληρη την κοινωνία μέσω της διάδοσης κυρίως των ηρεμιστικών φαρμάκων.

Η ψυχιατρική θεραπεία ορισμένες φορές είναι χρήσιμη για την βελτίωση της κατάστασης του ασθενή, δίχως αυτό να σημαίνει όμως ότι η χρήση φαρμάκων δεν επιφέρει παρενέργειες.  Το γεγονός αυτό είναι σύνηθες.

Για λόγους συντομίας, θα επικεντρωθούμε σε δύο κατηγορίες ψυχοφαρμάκων.  Στα αγχολυτικά και τα νευροληπτικά, εξετάζοντας τα στη βάση του συνεχούς ευχάριστο-δυσάρεστο.  Τα πρώτα παρουσιάζουν μια σαφή εύφορη (παρ)ενέργεια, ενώ τα δεύτερα έχουν μια σαφώς αποδεδειγμένη δυσφορική (παρ)ενέργεια.

Στη πλειοψηφία τους τα φάρμακα αυτά λειτουργούν στη λογική του 1/3.  Δηλαδή, το 1/3 των ασθενών βελτιώνεται ανεξάρτητα απ’ τα φάρμακα, το 1/3 δεν ανταποκρίνεται και το 1/3 παρουσιάζει μια βελτίωση.

Είναι φάρμακα τα οποία προκαλούν εθισμό και όταν γίνεται απόπειρα να διακοπεί η αγωγή, το σύνδρομο στέρησης είναι αυτό που κάνει την εμφάνισή του.

Αντί να διερευνάται το πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω απ’ το σύμπτωμα, για παράδειγμα άγχος, επιλέγεται μια λύση ταμποναρίσματος, που απομακρύνει απ’ τις πηγές του προβλήματος και από την συνειδητοποίησή τους.  Σ’ αυτόν τον τύπο της ψυχιατρικής πρακτικής εντάσσεται το μακρύ χέρι του κοινωνικού ελέγχου.

Το αποτέλεσμα των μελετητών συγκρίνοντας δύο παρόμοιες ομάδες ασθενών, όπου στη μία υπήρξε φαρμακευτική αγωγή ενώ στην άλλη έγινε μια σύντομη συμβουλευτική/ψυχολογική παρέμβαση, ήταν το ίδιο.

Όσο αφορά τη λήψη νευροληπτικών φαρμάκων για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας, της μανιοκατάθλιψης κ.ά. σοβαρών ψυχικών διαταραχών, έχει αποδειχθεί η σοβαρή και μόνιμη αναπηρία που μπορούν να προκαλέσουν (τα νευροληπτικά φάρμακα) για παράδειγμα την όψιμη δυσκινησία, τη τύφλωση, την άνοια ακόμη και τον θάνατο.

Παραδοσιακά, οι ψυχίατροι απέδιδαν τη σχιζοφρένεια στην ίδια την αρρώστια.  Σύγχρονες έρευνες όμως απέδειξαν ότι αυτή οφείλεται, κυρίως αφενός στα φάρμακα και αφετέρου στον ιδρυματισμό.

Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η αλόγιστη χρήση νευροληπτικών φαρμάκων παραμορφώνει την φυσική εξέλιξη της αρρώστιας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ιατρογενή αρρώστια, ανίατη, η οποία τείνει σε επιδείνωση κάθε φορά που μειώνεται ή διακόπτεται η δόση του νευροληπτικού.

Στις καπιταλιστικές χώρες είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, το οποίο και επιδεινώνεται λόγω της ανταγωνιστικής φύσης των καπιταλιστικών σχέσεων και της μαζικής ανεργίας, σε αντίθεση στις χώρες του Τρίτου κόσμου όπου εκλείπει.

Η ψυχική αρρώστια φαίνεται σαν ένα λιγότερο δραματικό πρόβλημα παντού όπου γίνεται δεκτή σαν μέρος της ανθρώπινης κατάστασης και θα αντιμετωπίζεται μέσω της υποστήριξης της κοινότητας στα μέλη της που υποφέρουν.  Αναφορικά, υπάρχει διαφορά στην έκβαση της σχιζοφρένειας σε κοινότητες μεταναστών σε προηγμένες χώρες, οι οποίοι κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν διατηρώντας την πολιτισμική τους κληρονομιά και τις κοινωνικές τους σχέσεις, από μετανάστες, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν στους μηχανισμούς στήριξης την κουλτούρα του τόπου καταγωγής τους, ούτε να ταυτιστούν με την κουλτούρα του τόπου που τους φιλοξενεί.

Η δράση των νευροληπτικών (σύμφωνα με έρευνες) είναι άμεση.  Σε πείραμα που διεξήχθη από δύο ερευνητές, όπου τα πειραματόζωα ήταν οι ίδιοι, κάνοντας ενδοφλέβια ένεση 5 mg Αλοπεριδόλης, τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: μέσα σε 10 λεπτά αναπτύχθηκε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της σκέψης και της κίνησης, καθώς και μια βαθιά εσωτερική αδυναμία.  Για 36 ώρες κανείς τους δεν ήταν σε θέση να δουλέψει ή να διαβάσει.  Δεν ήταν σε θέση καν να τηλεφωνήσει ή να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, παρά μόνο όταν αυτό τους το ζητούσε κάποιος άλλος.  Δεν είχαν ούτε υπνηλία, ούτε καταστολή.  Μονάχα μια ανησυχία.

Οι ψυχικά πάσχοντες που υποχρεώνονται να παίρνουν νευροληπτικά, συχνά παραπονιούνται για τα συμπτώματα.  Τα συμπτώματα όμως αποδίδονται στην αρρώστια και όχι στα φάρμακα.  Ορισμένοι είναι αρνητικοί στην φαρμακευτική αγωγή.  Το ερώτημα όμως, δεν είναι γιατί μερικοί άνθρωποι με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, αρνούνται να πάρουν αυτά τα φάρμακα, αλλά γιατί, φάρμακα που προκαλούν τόση μεγάλη δυσφορία, γίνονται αποδεκτά από ένα μεγάλο μέρος των ασθενών.

Εδώ, φυσικά, λαμβάνουν χώρα οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ανταμοιβής και της τιμωρίας, σε σχέση με τους θεράποντες και την αυξημένη αποδοχή απ’ τους οικείους, αν λαμβάνοντας το φάρμακο, παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα και την συμπεριφορά τους.

Τα νέα νευροληπτικά που λανσάρονται απ’ τις φαρμακευτικές εταιρείες και θεωρείται ότι δεν έχουν τις παρενέργειες των παλιών, δεν έχουν δοκιμαστεί αρκετά για να δείξουν την ύπαρξη, ή μη, κινδύνων.  Η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι ανώτερη απ’ τα παλιά.  Η τιμή τους δε, είναι πολλαπλάσια.  Έως και 70 φορές πάνω απ’ τη τιμή των παλιών νευροληπτικών.

Η χρήση των ψυχοφαρμάκων πρέπει να είναι σωστή και όχι κατασταλτική.  Όχι για τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά σαν ένα βοηθητικό μέσο, που ανακουφίζει τόσο, όσο να δώσει την δυνατότητα στο υποκείμενο να αναπτύξει την αυτογνωσία του και να αποκτήσει συνείδηση της πηγής των προβλημάτων του.  Η χρήση του ψυχοφαρμάκου έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι και τόσο αναγκαία σε συνθήκες (που αντιμετωπίζεται ο πάσχων) ανθρώπινες, μη καταπιεστικές κ.ο.κ.

Η ρίζα του προβλήματος σχετίζεται με την κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου, με την σχέση του με τον άλλο, με την οργάνωση της κοινωνίας κ.ά. και μόνο η πάλη για την άρση της ανθρώπινης αλλοτρίωσης θα έδινε ουσιαστικά λύσεις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *