Μέσα και σκοποί

«…Καμιά επανάσταση δε μπορεί να γίνει μέσο απελευθέρωσης για τον άνθρωπο, αν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να την προωθήσουν δεν είναι ταυτόσημα στο πνεύμα και στην προοπτική με τους σκοπούς που θέλουν να επιτύχουν. Η επανάσταση… είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα τ’ άλλα η επανεκτίμηση και ο φορέας νέων αξιών. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της νέας ηθικής, που εμπνέει τους ανθρώπους μ’ ένα καινούργιο νόημα για τη ζωή και τις εκδηλώσεις της, ενώ στις κοινωνικές σχέσεις, είναι ο διανοητικός και πνευματικός αναπλάστης…». Έμμα Γκόλντμαν

 

1. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα » μια σύντομη  ιστοριογραφική προσέγγιση.

 Ιησουιτισμός

Οι Ιησουίτες θεωρούνται πολύ αυστηρό  θρησκευτικό τάγμα τα μέλη του οποίου ορκίζονται πενία, αγνότητα και υπακοή με έμβλημα την φράση “Ad Majorem Dei Gloriam», δηλαδή « Για τη Μεγαλύτερη Δόξα του  Θεού». Το τάγμα ιδρύθηκε από τον ισπανό ιππότη Ιγνάτιο Λογιόλα το 1539 και τον επόμενο χρόνο έλαβε την παπική έγκριση. Σχεδόν εξαρχής απέκτησε τεράστια επιρροή, καθώς τα μέλη του επενέβαιναν σημαντικά στην ευρωπαϊκή πολιτική. Οι Ιησουίτες είχαν εμπλακεί σε αρκετές  συνομωσίες.

Οι Ιησουίτες κήρυτταν με φανατισμό  πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και γι αυτό  το τάγμα πρωτοστάτησε στην  Ιερά Εξέταση σε μια μαύρη περίοδο στην ιστορία της Εκκλησίας –  η οποία συστάθηκε το 1480, δηλαδή 60 χρόνια πριν από το Τάγμα του Ιησού λάβει την παπική βούλα. Η Ιερά Εξέταση αρχικά ήταν πόνημα του Δομινικανού Τάγματος, αλλά αργότερα οι Ιησουίτες την υποστήριξαν με μεγάλο ζήλο.

 

Η οργάνωση προσπαθούσε να εξυγιάνει την Καθολική Εκκλησία από τις αιρέσεις και να τιμωρήσει τις παρεκκλίσεις από την πίστη προχωρώντας σε πραγματικό κυνήγι ανθρώπων. Οι αθωώσεις όσων έφταναν να περάσουν από Ιερά Εξέταση ήταν από σπάνιες ως μηδαμινές, καθώς υπό την πίεση φρικτών βασανιστηρίων, σωματικών και ψυχολογικών, οι «αιρετικοί» σχεδόν πάντα ομολογούσαν όποιο θρησκευτικό έγκλημα και αν τους είχαν προσάψει, μόνο και μόνο για να λυτρωθούν μια ώρα αρχύτερα ψυχή τε και σώματι στην πυρά.  Οι Ιησουίτες κήρυτταν πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και στην διάδοση με κάθε μέσο και με τη βία  του χριστιανισμού στις αποικίες του νέο ανακαλυφθέντα  κόσμου από τους ευρωπαίους  ενάντια στις θρησκευτικές  αντιλήψεις των  ιθαγενών λαών.  Ισχυρίζονταν ότι αφού ο σκοπός είναι να  διαδώσουμε σε όλον το κόσμο τον αληθινό θεό και το μήνυμα του, και αφού ο σκοπός είναι ιερός όλα τα πρόσφορα μέσα είναι και αυτά ιερά και άγια.

Μακιαβελισμός

Νικολο Μακιαβέλι  (1469 – 1527) o Μακιαβέλι χρησιμοποίησε πρώτος  το δόγμα “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και  είναι  από τους πρώτους που εντάσσει τον αμοραλισμό στην πολιτική σκέψη μέσα από την πραγματεία του ο «Ηγεμόνας» .

Για το αν η ζωή η ίδια, ιδίως η κοινωνική, είναι σκληρή και ανήθικη, δεν μπορεί, ασφαλώς, να κατηγορηθεί  μόνο ο Μακιαβέλι. Αντιθέτως, ο ίδιος επιμένει πως είναι αναγκαίο ο ηγέτης και να είναι και να παραμένει ενάρετος.  Ισχυρίστηκε όμως, ότι ο ηγεμόνας αν δεν έχει τη δυνατότητα να απομακρύνεται περιστασιακά από τις αρετές δεν θα παραμείνει για πολύ ηγέτης και τη θέση του θα καταλάβει ένας άλλος, ενδεχομένως καθόλου ενάρετος, για αυτό του συνιστά να μάθει να γίνεται άμα χρειασθεί και λέων και αλεπού.

Κι αυτό, επειδή στόχος του ηγεμόνα δεν είναι να σώσει την ψυχή του, αλλά το κράτος του και την ευημερία των υπηκόων του. Ο Μακιαβέλι θεωρεί πως το να συνδέεις πολιτική και ηθική, αποτελεί είτε ανικανότητα, είτε υποκρισία.  Καταγράφει για τον ηγέτη, μια δική του, ξεχωριστή από των πολλών ανθρώπων, ηθική , ενάντια στης επιταγές του Ουμανισμού της εποχής του. ο Μακιαβέλι  είχε αντίρρηση για την εκδοχή του μοραλιστή  ηγεμόνα, αφού ενστερνίστηκε με πάθος στον «Ηγεμόνα»,  του ότι  «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» .

Έκτοτε όλα τα πολιτικά ρεύματα που αποσκοπούν στην κυριαρχία ενστερνίστηκαν αυτό το δόγμα από τους Ιακωβίνους μέχρι τους μπολσεβίκους, τους φασίστες και τους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και πολλά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας πήγασαν από μια αντίληψη που ιεροποιούσε τον σκοπό και κατά αντανάκλαση και τα μέσα.

Νετσαγεφισμός

Αυτός όμως που εισήγαγε το δόγμα αυτό  στους επαναστατικούς προλεταριακούς κύκλους είναι ο Νετσάγιεφ . Την άνοιξη του 1869, ο Νετσάγιεφ γράφει την «Κατήχηση του Επαναστάτη» {1}, ένα πρόγραμμα για την «αμείλικτη καταστροφή» του κράτους και της κοινωνίας. Η θεμελιώδης αρχή της μπροσούρας είναι η ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της επαναστατικής σταδιοδρομίας του Νετσάγιεφ, ο οποίος πιστεύει πως ο επαναστάτης πρέπει να έχει «στα έσχατα βάθη της ύπαρξής του» την εξέγερση, να είναι «αμείλικτος εχθρός αυτού του κόσμου» και να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο του δοθεί για να τα καταφέρει, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της βίας.

Την ίδια χρονιά, ο Νετσάγιεφ επιστρέφει στη Ρωσία και τη Μόσχα αποφασισμένος να ξεκινήσει την επανάσταση τον επόμενο χρόνο και ιδρύει την οργάνωση «Λαϊκή Εκδίκηση» με τα χρήματα που έχει μαζέψει στη Γενεύη. Μιλάει παθιασμένα για τον σκοπό του και στρατολογεί μέλη για την οργάνωση, στα οποία επιβάλει την απόλυτη υποταγή στις αρχές της «Κατήχησης» και στον αρχηγό, δηλαδή τον ίδιο.

Οι μηδενιστικές του πρακτικές θα ξεφύγουν από τον έλεγχο, όταν ο Ιβάν Ιβάνοφ, φοιτητής και μέλος της «Λαϊκής Εκδίκησης», θα αντιδράσει στον αυταρχισμό του Νετσάγιεφ, με τον δεύτερο να τον κατηγορεί ως προδότη και να τον εκτελεί βάναυσα με τη βοήθεια των υπόλοιπων μελών στις 21 Νοεμβρίου του 1869. Συγκεκριμένα, ο Ιβάνοφ ξυλοκοπείται, στραγγαλίζεται, πυροβολείται και το πτώμα του πετιέται σε μια παγωμένη λίμνη της Μόσχας. Από το περιστατικό αυτό θα εμπνευστεί και το πολιτικό μυθιστόρημα του ο Ντοστογιέφσκι «Οι Δαιμονισμένοι», το οποίο εκδίδεται τρία χρόνια αργότερα και αναφέρεται στο Νετσάγιεφ μέσα από τον πρωταγωνιστή, Πιότρ Βερχοβένσκι.

Η σκέψη του Νετσάγιεφ  παραμείνει ζωντανή μέχρι και τις μέρες μας και ο «νετσαγεφισμός» θα εκφραστεί μέσα από πολλές ιστορικές συγκυρίες. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο   πως οι Λένιν και Στάλιν ουσιαστικά άσκησαν την εξουσία τους μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ακόμα  και  οι Μαύροι Πάνθηρες επανεξέδωσαν την «Κατήχηση του Επαναστάτη» το 1969, εκατό χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση της μπροσούρας, και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες που ξεκίνησαν τη δράση τους τον ίδιο χρόνο, επηρεάστηκαν έντονα από το έργο του Σεργκέι Νετσάγιεφ.

2. Οι αστοί υποστηρίζουν ότι η ηθική είναι μια αυτόνομη κατάσταση και ότι αφορά ως επί το πλείστον τις ιδιωτικές σχέσεις των ανθρώπων και όχι την πολιτική και οικονομική  ζωή,  συνεπείς προς τον μακιαβελισμό υποστηρίζουν την άποψη   του ότι είναι «νόμιμο είναι και ηθικό»  χωρίς φυσικά να μας λένε από πού εκπηγάζει αυτό το δίκαιο και οι νόμοι και ποιους ωφελεί. Ο σύγχρονος καπιταλισμός{2} έχει σαν αξιακή προμετωπίδα  και σκοπό την ελεύθερη αγορά, το επιχειρείν, τον ανταγωνισμό και το ατομικό κέρδος μπροστά σε αυτές της ελευθερίες η υπόλοιπες είναι μη πραγματικές είναι τυπικές και μερικές. Οι κοινωνική ζούγκλα, ο πόλεμος όλων εναντίων όλων{3} είναι το μέσο προς τον επιδιωκόμενο σκοπώ που είναι η κερδοφορία και η κυριαρχία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι φανατικά αμοραλιστής και αυτόν τον αμοραλισμό τον επιβάλει σε όλες τις έκφρασης της κοινωνικής ζωής, τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία είναι το καλλυντικό της ευπρέπειας του γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο σκάνδαλο από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Μόνο οι αναρχικοί και κύρια το ρεύμα που αναφέρετε στην κοινωνική αναρχία όχι μόνο αποστασιοποιήθηκε από αυτό το δόγμα αλλά άσκησε και έντονη κριτική σε όλες της πολιτικές που εκπορεύονταν από αυτό, τόσο  για την προπαγάνδα μέσα από την δράση (έμπρακτη προπαγάνδα) όσο και στην αντίληψη των μαρξιστών που έλεγαν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου το προσωρινό εργατικό κράτος  είναι το μέσω για να φτάσουμε στον  επιδιωκόμενο σκοπό, τον κομμουνισμό.

Ο αναρχισμός εκτός από ένα πολιτικό ρεύμα είναι και ένα ρεύμα ηθικής {4} μόνο που αντιλαμβάνεται αυτή την ηθική όχι σαν αυτόφωτη αλλά σαν ετερόφωτη (σαν την σελήνη που φωτίζεται από τον ήλιο), με αυτό θέλουμε να πούμε ότι η ηθική μας εκπηγάζει από τον αξιακό μας κόσμο και όχι το αντίθετο, φερ’ ειπείν η κατάργηση της εκμετάλλευσης από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν είναι μόνο ένα πολιτικό  αξιακό αίτημα αλλά εμπεριέχει και το στοιχείο της ηθικής.

Ο σύντροφος  Νίκο Μπέρτι γράφει σχετικά:  

«…Ο αναρχισμός, σαν μια επαναστατική κριτική του υπάρχοντος συστήματος, είναι το ριζοσπαστικό αποτέλεσμα της κοινωνικής πορείας για εξέλιξη. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια επαναστατική απάντηση στην αποσύνθεση των εννοιών που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη. Αυτή η απάντηση είναι σαφής όταν προτείνει μια ελευθεριακή κοινωνία σαν τη μοναδική λύση, που είναι ικανή να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ανθρώπινη κοινωνία. Σαν τελικό σημείο της λογικής της κοινωνικής εξέλιξης, ο αναρχισμός περιέχει τα στοιχεία της φιλελεύθερης παράδοσης του διαφωτισμού, ενώ σαν απάντηση στη λογική που θέλει να εξαφανίσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, έχει γνήσια σοσιαλιστική καταγωγή. Αυτό εξηγεί τη μοναδικότητα του αναρχικού κινήματος, και τους ιδιαιτέρους ουσιαστικούς δεσμούς του με τα πλατύτερα σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα…

Απ’ όλα αυτά, είναι δυνατό να στηρίξουμε μια υπόθεση για τη φύση του αναρχικού κινήματος, το οποίο μπορεί να οριστεί ως εξής: είναι ένα ηθικό κίνημα που δρα με μια πολιτιστική κατεύθυνση, μέσα στην κοινωνία. Αυτή η διχοτόμηση-αντίθεση, ανάμεσα στο ηθικά ακράδαντο ιδανικό του αναρχισμού που το κάνει εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλο πολιτικό κίνημα, και στις πιεστικές πολιτικές απαιτήσεις να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα, έχει σημαδέψει ολόκληρη την ιστορία του κινήματος…

Ο αναρχισμός, έχει αποδείξει ότι η ελευθερία δεν μπορεί να έρθει μέσα από τους δρόμους που προτείνουν ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός. Έτσι, μετά από 100 χρόνια ο αναρχισμός παραμένει η μονή εναλλακτική πρόταση για εκείνους που πραγματικά επιθυμούν την ελευθερία και την ισότητα, γενικευμένες στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό…

Ο αναρχισμός, επιπλήττει τον φιλελευθερισμό ως ένα μερικό δόγμα της ελευθερίας και τον σοσιαλισμό ως ένα μερικό δόγμα της ισότητας. Η μερικότητα συνίσταται στο ότι αυτά τα δύο δόγματα προτίθενται να πραγματώσουν τις αρχές τους μέσω της προσωρινής εξάρτησης των δύο αξιών, με την έννοια ότι πρώτα πραγματώνεται η μία και μετά η άλλη, ενώ ο αναρχισμός θεωρεί ότι μόνο στην ταυτόχρονη πραγμάτωση τους έγκειται η επιτυχία τους…»

3. Οι αναρχικοί συνεπείς με την άποψη που εξέφρασε το προλεταριάτο στην Πρώτη Διεθνή ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας»,  πάλεψαν οποιαδήποτε αντίληψη του απελευθερωτή της τάξης και κατέδειξαν μέσα από θέσεις ότι όποιος  επιδιώκει να ανυψωθεί πάνω από την τάξη και να το παίξει απελευθερωτής δεν θα κάνει τίποτε περισσότερο από το να δημιουργήσει νέα πιο δυσβάστακτα δεσμά με την έννοια ότι αυτός θα ορίσει τι είναι ελευθερία και τι δεν είναι, υπάρχει όμως  και ένας άλλος λόγος το ίδιο σημαντικός που ισχυρίζεται   ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται αλλά κατακτάται και κερδίζεται, η ελευθερία που χαρίζεται είναι μισή ελευθερία. Το ότι επιβεβαιώθηκαν  ιστορικά  με έναν τραγικό τρόπο  οι αναρχικοί μαζί με τους εργάτες της Πρώτης Διεθνούς αναδείχτηκε από την τροπή που πήρε ο σοσιαλισμός σε διεθνές επίπεδο.

Ο αναρχισμός θεωρεί ως μία από τις πρώτιστες αρχές του τη  θέση βάσει της όποιας μόνον ελευθεριακά μέσα {5} μπορούν να χρησιμοποιηθούν (και όχι απλώς «θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν»), για να οικοδομηθεί με επιτυχία μια ελευθεριακή  κομουνιστική κοινωνία. Αυτή είναι  και η σημασία της άποψης του Μπακούνιν (η οποία θεωρήθηκε σαν ένας παραλογισμός από μερικούς αντιπάλους του), όταν υποστήριζε  ότι «η ελευθερία μπορεί να δημιουργηθεί μόνον από την ελευθερία». Αντιτίθεται στο ιακωβίνικο δόγμα ότι «όποιος δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος θα αναγκαστεί να ζήσει» δεν πιστεύει σε ένα ιερό σκοπό και μια ιδέα όχι μόνο γιατί  αυτή  η πίστη εργαλειοποιεί τους ανθρώπους αλλά όπως έλεγε και ο σύντροφος Λαντάουερ « Ο σοσιαλισμός κάθε εποχή είναι και εφικτός και ανέφικτος.

Είναι εφικτός όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι άνθρωποι που να τον θέλουν και να τον πραγματοποιήσουν, και ανέφικτος όταν οι άνθρωποι είτε δεν τον θέλουν ή απλώς φαντάζονται ότι τον θέλουν, δεν είναι όμως ικα­νοί να τον πραγματοποιήσουν». Επομένως κανένας ιερός σκοπός δεν καθαγιάζει τα μέσα γιατί πέραν από την ηθικότητα αντιλαμβανόμαστε μακριά  από κάθε ντετερμινισμό ότι  κάθε ανθρώπινη ιδέα που αναφέρεται στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών είναι πρωτίστως μία επιθυ­μία που στηρίζεται μόνο στην πιθανότητα.  Δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι καταπιεζόμενοι  εκμεταλλευόμενοι της σημερινής εποχής, θα ακολουθήσουν τον έναν  ή τον άλλο δρόμο. Εκείνο, όμως, που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι, ότι χωρίς πλατιές μαζικές ελευθεριακές, αντιιεραρχικές, αντισυγκεντρωτικές  οργανώσεις, χωρίς λαϊκά αντιθεσμικά όργανα, χωρίς συνοχή θεωρίας και πράξης δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο αγώνας. Ή που θα είναι αγώνας απελευθερωτικός ή που δε θα είναι!

4.  Επανερχόμενοι στο ζήτημα των  μέσων και σκοπών ένας αναρχικός δεν μπορεί να βάλει  βόμβα στο μετρό ή σε μια πλατεία που θα έχει σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν εκατοντάδες ανυποψίαστοι άνθρωποι, ένας αναρχικός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει βασανιστήρια για να αποσπάσει πληροφορίες από τον εχθρό, μια αναρχική/αναρχικός δεν μπορεί να συμμετέχει στον πλειστηριασμό ενός σπιτιού από κατάσχεση όπως και δεν μπορεί να είναι εργοδότες κλπ .  Οπως λέει ο σύντροφος  Στιούαρτ Κρίστι*

« Ένας αναρχικός δεν μπορεί να εγκληματεί ενάντια στην κοινωνία. Αυτό μπορεί να το ισχυρισθεί κανείς με δογματική βεβαιότητα διότι ένας άνθρωπος ένοχος για βιασμό, αντικοινωνικό φόνο, εκμετάλ­λευση, πάθος να κυβερνά, ή για άσκηση εξωτερικού καταναγκασμού πάνω σε άλλους ανθρώπους, αυτομάτως δεν μπορεί πλέον να είναι αναρχικός, όπως δεν μπορεί να είναι χορτοφάγος αυτός που τρώει χοιρινές μπριζόλες, ροστ-μπιφ ή κοκκινιστό αρνί. Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ένα άτομο κατανοεί την τάδε ή την δείνα ιδεολογία, ή υποστηρίζει την τάδε ή την δείνα οργάνωση, αλλά κατά πόσο είναι αυτό που πρεσβεύει ότι είναι. Να προσθέσουμε ότι τα διαχωριστικά όρια μεταξύ εξουσιαστή και ελευθεριακού πουθενά δεν διακρίνονται καθαρότερα απ’ ό,τι στο έγκλημα.

Ένας αναρχικός συχνότατα στιγματίζεται σαν εγκληματίας από το κράτος, ή μπορεί να αναμειχθεί σε δραστηριότητες που αντιστρα­τεύονται τα συμφέροντα του κράτους. Η αναρχική φιλοσοφία είναι από την φύση της εχθρός του κράτους. Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό ένας αναρχικός να αναμειχθεί σε παράνομες δραστηριότητες, ποτέ όμως σε αντικοινωνικές» .

Σχετικά

Ι.  «… Δεν αρκεί όμως να επιθυμεί κανείς κάτι και να το θέλει πραγματικά, πρέπει να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα για την πραγμάτωσή του. Και τα μέσα αυτά δεν είναι αυθαίρετα:  απορρέουν υποχρεωτικά απ’ τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε κι απ’ τις συνθήκες στις οποίες αγωνιζόμαστε.

Γιατί αν αγνοήσουμε την επιλογή των κατάλληλων μέσων θα πραγματώσουμε άλλους σκοπούς, ίσως μάλιστα εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς στους οποίους αποβλέπουμε, και κάτι τέτοιο θα έχει ολοφάνερη και αναπόφευκτη συνέπεια των μέσων που επιλέξαμε. Όποιος ακολουθήσει λάθος δρόμο δεν θα πάει εκεί που θέλει αλλά εκεί που θα τον οδηγήσει ο δρόμος. Είναι λοιπόν, αναγκαίο να δηλώσουμε ποια είναι τα μέσα που, κατά τη γνώμη μας, οδηγούν στην πραγμάτωση των επιθυμούμενων σκοπών και τα οποία προτείνουμε να χρησιμοποιηθούν.

Το ιδανικό μας δεν ανήκει στην κατηγορία των ιδανικών που η πραγμάτωσή τους εξαρτάται από τα μεμονωμένα άτομα. Το ζήτημα είναι ν’ αλλάξουμε τον τρόπο ζωής  μας και όλης της κοινωνίας:  να συνδιαμορφώσουμε μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις που θα βασίζονται στην αγάπη και την αλληλεγγύη να επιτύχουμε την πλήρη υλική, ηθική και πνευματική ανάπτυξη όχι μόνο των μεμονωμένων ατόμων, όχι των μελών μιας συγκεκριμένης τάξης ή ενός πολιτικού κόμματος, αλλά όλης της ανθρωπότητας. Αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί με τη βία πρέπει να ξεπηδήσει απ’ τη φωτισμένη συνείδηση καθενός από μας και να επιτευχθεί με την ελεύθερη συναίνεση όλων.

Το πρώτο μας καθήκον, επομένως, πρέπει να είναι το να πείσουμε τους ανθρώπους. Είναι εντελώς γελοίο και διαμετρικά αντίθετο με το σκοπό μας να επιδιώξουμε να επιβάλλουμε με τη βία την ελευθερία, την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και την πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων. Πρέπει, λοιπόν, να βασιζόμαστε στην ελεύθερη θέληση των άλλων και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προκαλέσουμε την ανάπτυξη και την έκφραση αυτής της θέλησης.

Είναι, όμως, εξίσου γελοίο και αντίθετο με το σκοπό μας ότι όσοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις μας έχουν το δικαίωμα να μας εμποδίζουν όσον αφορά την έκφραση της θέλησής μας –εφόσον βέβαια, δεν τους αρνούμαστε το δικαίωμα στην ίδια την ελευθερία που απολαμβάνουμε εμείς. Ελευθερία, επομένως, για όλους. Ελευθερία να προπαγανδίζουν στην πράξη τις ιδέες τους, χωρίς κανέναν περιορισμό πέρα απ’ το πολύ φυσικό γεγονός ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ελευθερία για όλους.

Σ’ όλα αυτά, όμως, αντιτίθενται –και μάλιστα με κτηνώδη βία –  εκείνοι που επωφελούνται από τα υφιστάμενα προνόμια, εκείνοι που σήμερα κυριαρχούν κι επιβάλλουν το έλεγχό τους σ’ όλη την κοινωνία. Αντίσταση λοιπόν! Και ώσπου να έρθει η ημέρα που θα καταστεί εφικτή η πραγμάτωση αυτών του σκοπών θα παλεύουμε με τη συνεχή  προπαγάνδιση των ιδεών μας. Οργάνωση των λαϊκών δυνάμεων.  Αδιάκοπος αγώνας, βίαιος ή μη βίαιος ανάλογα με τις συνθήκες, ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στην τάξη των αφεντικών για να κατακτήσουμε όσο γίνεται περισσότερη ελευθερία και ευημερία για όλους…».  Ερρίκο Μαλατέστα,1923

 

ΙΙ.  «… Μια θεωρία της αναρχικής δράσης πρέπει να συμβαδίζει είτε μ’ ένα ορθολογικό, είτε ένα ηθικό αίτημα, χωρίς αυτά τα δύο να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Έτσι θα μπορέσουμε ν’ αποφύγουμε το πολύ πι­θανό «παράδοξο των συνεπειών», ή, για να το πούμε αλλιώς, τα αθέλητα αποτελέσματα ηθελημένων ενεργειών. Κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μέσα από την αναγκαία συμφωνία σκοπών και μέσων, με την έννοια ότι τα μεν πρέπει να εξαρτώνται από τους δε. Κατά συνέπεια, ο αγώνας για την ελευθερία και την ισότητα πρέπει να διεξάγεται με ελευθεριακά και εξισωτικά εργαλεία, γιατί διαφορετικά θα καταστούν μάταιοι, υλικά και ηθικά, οι ίδιοι οι σκοποί της δράσης, οδηγώντας σε αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό.

Αν λάβουμε υπόψη ότι η ιστο­ρία, μην έχοντας έμφυτους ηθικούς σκοπούς, υπακούει κυ­ρίως στη λογική της δύναμης, προκύπτει σαφώς η αναγκαιό­τητα μιας δυναμικής δράσης. Το πρόβλημα της χρήσης της δύναμης είναι, σε τελική ανάλυση, πρόβλημα της χρήσης της βίας. Η αναγκαιότητα της την καθιστά υποχρεωτική για την αναρχική δράση, ταυτοχρόνως όμως την εξαναγκάζει να μην υπερβαίνει τα όρια της «νόμιμης» άμυνας, αφού οφείλει να σέ­βεται τα μεθοδολογικά κριτήρια της συνάφειας μέσων και σκοπών. Ανοίγει έτσι μια σειρά αντιφατικών ζητημάτων, ευρι­σκομένων σε λανθάνουσα κατάσταση.

Πράγματι, αν η αναρ­χία σημαίνει αξιακά μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άν­θρωπο, πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το μέσο της βίας, χω­ρίς ν’ αρνούμαστε τη λογική της; Πού ξεκινά και πού τελειώ­νει η αναγκαιότητα της; Και ποιος έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί; H   δύναμη και στη συγκε­κριμένη περίπτωση η βία, δεν μπορεί να ξεπερνά τα όρια της αρνητικής της λειτουργίας, τα οποία προκύπτουν απ’ το ότι συνιστά ένα εργαλείο του αναρχισμού και σαφώς όχι ένα συν­τακτικό στοιχείο της αναρχίας.  Με αυτά τα δεδομένα, η επαναστατική βία πρέπει να γίνει κατανοητή μόνο ως μια σκληρή αναγκαιότητα, προκειμένου να αποφύγουμε, ακριβώς, το μέσο να γίνει σκοπός.

Η αναρχική δράση προβλέπει τη βία ως αναγκαιότητα για την απελευθέρωση από τη βία των κυβερνώντων και των αφεντικών, όχι όμως για την οικοδόμηση της αναρχίας. Για τον αναρχισμό η βία αποτελεί μέσο και δεν απορρίπτεται a priori αφού, αν η μη βία είναι μια συντακτική αξία της αναρχίας, αυτή, ωστόσο, δίνει προτεραιότητα σε μεγαλύτερες αξίες, όπως είναι η ελευθερία, η ισότητα και η ίδια η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η αναγκαιότητα της βίας, ωστόσο, δικαιολογείται ως extrema ratio, σχεδόν σαν απρόθυμη αποδοχή της αδυναμίας να πράξουμε διαφορετικά.  Αναμφίβολα, η βία γίνεται μια ηθική επιταγή όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου πρέπει να δράσουμε ενεργά προκειμένου να εμποδίσουμε την περαιτέρω διατήρηση της καταπίεσης…» Νίκο Μπέρτι,1998

Προσθήκες στο βασικό κείμενο

1.  Νετσάγιεφ και Μπακούνιν και την αυτοκριτική του Μπακούνιν δείτε εδώ:

Σεργκέι Νετσάγιεφ και Νετσαγιεφισμός | κουλτούρα κ’ επανάσταση

Επισης  Γένεση του Ολοκληρωτισμού

 

2 . Ο Καστοριάδης λέει σχετικά:

«…Αν ο καπιταλισμός μπόρεσε να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί στο παρελθόν, αυτό έγινε επειδή κληρονόμησε μια σειρά ανθρωπολογικών τύπων τους οποίους δεν δημιούργησε ο ίδιος: αδιάφθορους δικαστές, ακέραιους δημόσιους υπαλλήλους ικανούς να υπηρετούν το κοινό καλό, εκπαιδευτικούς αφοσιωμένους στο καθήκον τους, εργάτες για τους οποίους η δουλειά ήταν –παρά τις σκληρές συνθήκες- πηγή αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας κλπ. Αυτοί οι ανθρωπολογικοί τύποι δεν αναδύθηκαν από μόνοι τους, αλλά δημιουργήθηκαν σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους με αναφορές σε αξίες που ήσαν τότε καθιερωμένες: την εντιμότητα, την ανιδιοτελή προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο, τη μετάδοση της γνώσης, την εργασία που παράγει ωφέλιμο έργο  κλπ.

Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτές οι αξίες δεν έχουν πέραση, αφού το μόνο που μετράει πλέον είναι το ΧΡΗΜΑ. Οι ανθρωπολογικοί τύποι που ενσαρκώνουν την εντιμότητα, την ηθική ακεραιότητα, την ανιδιοτέλεια γίνονται σχεδόν αδιανόητοι στη σύγχρονη εποχή. Δεν υπάρχουν επομένως καθιερωμένες αξίες ικανές να λειτουργήσουν ως φραγμός στη διάδοση της διαφθοράς. Ακόμη και ο ανθρωπολογικός τύπος που αποτέλεσε ιστορικό δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού, ο τύπος του επιχειρηματία –που συνδύαζε την τεχνική επινοητικότητα, την ικανότητα να δημιουργεί αγορές- είναι και αυτός προς εξαφάνιση. Αντικαθίσταται από διευθυντικές γραφειοκρατίες και από κερδοσκόπους, που εγκαταλείπουν τις παραγωγικές δραστηριότητες για να στραφούν προς το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΕΡΔΟΣ. Το ίδιο το σύστημα καταστρέφει βαθμιαία όλους τους ανθρωπολογικούς τύπους που είναι αναγκαίοι για την ύπαρξη και λειτουργιά του…»

 

3. Δεν  υποστηρίζουμε  την επαναφορά παλιών ξεχασμένων αξιών, αλλά σαν ένδειξη της καταστάσεις, δείτε επίσης την μελέτη του  Κροπότκιν για τις πόλεις στην αναγέννηση στα βιβλία του «Αλληλοβοήθεια ένας παράγοντας της εξέλιξης» και  «Η κατάκτηση του ψωμιού» που επηρέασαν πολλούς διανοητές και επηρεάζουν μέχρι σήμερα, αντίθετα λέω οτι ο νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζεται, ότι έκτος από ιδεολογία ή οικονομική πολιτική είναι  πρώτα απ’ όλα και κυρίως, ένας τύπος κυβερνητικής ορθολογικότητας. Ο Φουκό, ορίζει την κυβερνητική ορθολογικότητα ως μια κανονιστική λογική που διέπει τη δραστηριότητα της διακυβέρνησης, με τη έννοια όχι μόνο της άμεσης αλλά και της έμμεσης καθοδήγησης των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να οδηγούνται και να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο.

Η «ορθολογικότητα» αυτή δεν εφαρμόζεται με την άσκηση   ενός άμεσου αλλά περισσότερο ενός έμμεσου (συγκαλυμμένου)  καταναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, η κριτική ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν θα ‘πρεπε να περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων)  ούτε σε ένα ορισμένα σύνολο θεωρητικών ιδεών (Φρίντμαν, Χάγεκ)  ούτε στους  πολιτικούς που στράφηκαν σε αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Ρέιγκαν, Θάτσερ κλπ). Η νεοφιλελεύθερη «ορθολογικότητα» έχει μιαν ευρύτερη εμβέλεια και μπορεί να προωθείται ακόμα και από κυβερνήσεις που αναφέρονται στην αριστερά. Αυτό που ορίζει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα είναι το ότι οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν με βάση το υπόδειγμα του ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τα άτομα να προσπαθούν να μεγιστοποιηθούν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, παραμερίζοντας κάθε ηθική αναστολή.

Στο ίδιο μότο διαπλάθεται και το «νεοφιλελεύθερο υποκείμενο»  με την παρόξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων (πόλεμος όλων εναντίων όλων), με τις τεχνικές αξιολόγησης, με την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, με την παρακίνηση να μετατραπούν τα υποκείμενα σε «ανθρώπινο κεφάλαιο», μέσω της καταναλωτικής ζήτησης. Το άτομο πλέον πρέπει να φροντίζει να συσσωρεύει, να επιδιώκει την επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνο (και επομένως ένοχο), για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο συγχέει την ελευθερία και την αυτονομία με τον ανταγωνισμό.

Επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει με κάθε τίμημα την απόδοση του ατόμου σε όλα τα πεδία, ο νεοφιλελευθερισμός καταλήγει να αναγορεύει σε κανόνα την έλλειψη κάθε περιορισμού. Αυτή η έλλειψη περιορισμού συγκαλύπτει όμως το γεγονός ότι  στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία και αυτό το όριο το καθορίζουν το κεφάλαιο και η επιχείρηση. Οι συντηρητικοί και οι θιασώτες του «εκσυγχρονισμού» βλέπουν στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα ον απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αλλά η έλλειψη κάθε περιορισμού, που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ελευθερία. Ο μηχανισμός της «απόδοσης – απόλαυσης», που καθιερώνει ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί σαν ψευδαίσθηση της ελευθερίας του ατόμου, γιατί παραμένει στην ουσία ένας τρόπος κοινωνικής χειραγώγησης και πειθάρχησης … Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

 

5. Για την  έμπρακτη προπαγάνδα. (Μικρή Ιστοριογραφία)

Κύριος θεωρητικός του εξεγερσιακού αναρχισμού και υπερασπιστής της έμπρακτης προπαγάνδας ήταν  ο Luigi Galleani (1861-1931) μετέπειτα ατομικιστής, ο Γκαλεάνι πίστευε ότι κάθε μεταρρυθμιστική κίνηση, των κοινωνικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων συμπεριλαμβανόμενων, είναι μάταια και πως η «προπαγάνδα δια του παραδείγματος» – οι βίαιες δράσεις, όπως οι εκτελέσεις – είναι απαραίτητη για την αφύπνιση των λαϊκών τάξεων και την κοινωνική επανάσταση. Αυτή η πιουριστική θέση περί καταλυτικής δράσης απορρίφθηκε από τους αναρχικούς των μαζών.

Από τη στιγμή που η επιχειρηματολογία αυτή θεωρεί πως οι αγώνες για άμεσες διεκδικήσεις είναι μάταιοι, η συμμετοχή στα σωματεία είναι πιθανή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αντιτίθεται κάθετα στην πραγματική τους δουλειά και πως οι επίσημες οργανώσεις, όπως αυτά, αποτελούν ανάχωμα στην ελευθερία, την πρωτοβουλία και την εξέγερση, δεν μένουν παρά ελάχιστα πεδία αναρχικής δραστηριότητας. Το ένα από αυτά είναι η θεωρητική προπαγάνδα υπέρ του αναρχισμού. Αλλά για πολλούς άλλους εμφανίστηκε ένα άλλο μονοπάτι: η εξεγερσιακή δράση, που είναι συχνά βίαιη και αναλαμβάνεται από αναρχικά άτομα και ομάδες και είναι γνωστή ως «προπαγάνδα δια του παραδείγματος», σε αντίθεση με την «προπαγάνδα δια του λόγου», δηλαδή τα κείμενα και τις ομιλίες. Αρχικά, η φράση «προπαγάνδα δια του παραδείγματος» αναφερόταν σε κάθε προσπάθεια πρακτικής προώθησης της δυνατότητας και επιθυμίας για επανάσταση. Όμως, από τη δεκαετία του 1880 κι έπειτα, η προπαγάνδα δια του παραδείγματος κατέληξε να ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με με δράσεις ατομικής τρομοκρατίας, εκτελέσεων ή με τις επαναστατικές απόπειρες, τις οποίες έκαναν αναρχικοί.

Υπάρχουν ορισμένες βασικές ιδέες πίσω από την προπαγάνδα δια του παραδείγματος: η ανάγκη για εκδίκηση συγκεκριμένων αντιπροσωπευτικών μελών της άρχουσας τάξης, η πίστη ότι αυτές οι δράσεις υπονομεύουν την εξουσία κι εκφράζουν την ατομικότητα και η ελπίδα ότι θα εμπνεύσουν την εξέγερση στην εργατική τάξη και τους αγρότες, προκειμένου αυτοί να αναλάβουν παρόμοιες δράσεις εξέγερσης και ανυπακοής, με κατάληξη μια γενικευμένη εξέγερση ή επανάσταση. Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει απαλλοτριώσεις χρημάτων από την άρχουσα τάση με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της επαναστατικής υπόθεσης· όμως δεν μπορούσε να περιλαμβάνει μεταρρυθμιστικούς αγώνες ή δράσεις που θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να γίνουν αντιληπτές ως συμβιβαστικές με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος παίζει εντελώς καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη του Γκαλεάνι. Απορρέει από τις αφόρητες συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας: «η τρομερή ευθύνη για την εξεγερσιακή δράση» πρέπει «να επιστρέψει πίσω στα μούτρα των εκμεταλλευτών που ρουφάνε μέχρι και την τελευταία σταγόνα από τον ιδρώτα και το αίμα των απλών ανθρώπων, πίσω στα μούτρα των μπάτσων που προστατεύουν τους απατεώνες» και «στους δικαστές που κλείνουν τρυφερά το μάτι στους καταπιεστές, τους εκμεταλλευτές και τους διεφθαρμένους και συνεργούν στην ατιμωρησία τους». Με λίγα λόγια, αυτό που είναι ανήθικο δεν είναι η ατομική εξέγερση αλλά η κοινωνία που την προκαλεί. Αυτές οι εξεγέρσεις είναι αναπόφευκτες – «Τι αξία έχει η αποκύρηξή τους;» – και δίκαιες – «η αστική τάξη και οι κακοτυχίες της δεν μας συγκινούν καθόλου». Η «ατομική εξεγερσιακή δράση» αποτελεί την πρώτη φάση τής επαναστατικής διαδικασίας και δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ αυτήν: «Το ιδανικό … είναι ενσωματωμένο στα μαρτύρια των προαγγέλων του και συντηρείται με το αίμα των πιστών του». Η ατομική εξέγερση και θυσία αποτελούν αναπόφευκτο και απαραίτητο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο αυθεντικό ιδανικό και το εξεγερσιακό κίνημα, που κορυφώνεται με την επανάσταση. Η «θυσία … ανυψώνεται σε ιερό πρότυπο», που εμπνέει νέες εξεγέρσεις μέχρι τελικά να «μην υπάρχουν φυλακές αρκετά μεγάλες για να εγκλωβίσουν την εξέγερση που απλώνεται».Ο χείμαρρος της επανάστασης, «η τελική απεγνωσμένη κατάκτηση», υπερνικά τα πάντα.

Ο εξεγερσιακός αναρχισμός και η προπαγάνδα δια του παραδείγματος στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν κατά την περίοδο της Πρώτης Διεθνούς και δεν αποτέλεσαν τμήμα της σκέψης του Μπακούνιν. Οι ιδέες αυτές ήρθαν στο προσκήνιο μετά τη διάλυση της αναρχικής Πρώτης Διεθνούς το 1877 και κυριάρχησαν για μία μικρή περίοδο κατά τη δεκαετία του 1880. Πρέπει να σημειωθεί ότι η στροφή προς τις βίαιες εξεγερσιακές δράσεις δεν περιοριζόταν στους αναρχικούς της εποχής. Ένα τμήμα του ναροτνικού κινήματος της Ρωσίας υιοθέτησε κατά τη δεκαετία του 1870 ως κεντρικές πτυχές της στρατηγικής του τις εκτελέσεις και τις ληστείες για το σκοπό της υπόθεσης, οδηγώντας στην εκτέλεση του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ το 1881 από τον Ιγκνάτι Γκρινεβίτσκι51. Η προσέγγιση αυτή διαδόθηκε και δραματοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη μέσα από βιβλία όπως το Υπόγεια Ρωσία του Στεπνιάκ, που εκδόθηκε το 1883. Το Στεπνιάκ ήταν ψευδώνυμο του Ρώσου αναρχικού Σεργκέι Κραβτσίνσκι (1852-1895), ο οποίος ενεπλάκη στη δολοφονία του αρχηγού της τσαρικής αστυνομίας, του Στρατηγού Νικολάι Μεζέντσεφ. Η τρομοκρατία αυτού του είδους παρέμεινε θεμελιώδες στοιχείο των επιγόνων των ναροτνικών, του S.R., αν και τα περισσότερα μέλη του S.R. δεν ήταν αναρχικοί.

Η στροφή προς την εξεγερσιακότητα ήταν μεγάλη και στην Ιταλία. Το 1877, ο νεαρός Μαλατέστα και μια ένοπλη ομάδα 25 περίπου αναρχικών επιχείρησαν να προκαλέσουν μια αγροτική εξέγερση, χωρίς επιτυχία· ο Στεπνιάκ είχε εμπλακεί στους σχεδιασμούς αυτής της προκαθορισμένης εξέγερσης. Μια ακόμα σημαντική στιγμή της ανόδου της προπαγάνδας δια του παραδείγματος ήταν η ίδρυση της Αντιεξουσιαστικής Διεθνούς – που είναι περισσότερο γνωστή ως Μαύρη Διεθνής – την 14ή Ιουλιού 1881 στο Λονδίνο, μετά από το Διεθνές Σοσιαλ-Επαναστατικό Συνέδριο που οργανώθηκε από εξέχουσες προσωπικότητες όπως οι Κροπότκιν, Μοστ και Μαλατέστα. Αντίθετα με την Πρώτη Διεθνή, που χαρατηριζόταν από πολιτική ποικιλομορφία κι εστίαζε στους άμεσους εργατικούς αγώνες, η Μαύρη Διεθνής ήταν «αναρχική, κομμουνιστική, αντιθρησκευτική, αντικοινοβουλευτική κι επαναστατική, όλα αυτά ταυτόχρονα». Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ελκυστική για τους εξεγερσιακούς αναρχικούς και το μανιφέστο της διακύρυττε ότι «μια έμπρακτη ενέργεια που διεξάγεται ενάντια στους κατεστημένους θεσμούς έλκει τις μάζες πολύ περισσότερο από χιλιάδες φυλλάδια και χειμάρρους λέξεων».

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1880 είχαν ξεσπάσει ευρύτατες αντιδράσεις στους κύκλους των αναρχικών απέναντι στην προπαγάνδα δια του παραδείγματος. Πολλοί απ’ αυτούς που την υποστήριξαν στο παρελθόν, όπως ο Κροπότκιν, ο Μπέργκμαν, η Γκόλντμαν, ο Μαλατέστα και ο Μοστ, άρχισαν να εντοπίσουν τα μειονεκτήματά της.

Σύμφωνα με τους περισσότερους αναρχικούς, η προπαγάνδα δια του παραδείγματος αποδείχθηκε αναποτελεσματική και εντελώς καταστροφική για τον αναρχισμό. Προκάλεσε τεράστια καταστολή, ακρωτηριάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες σχηματισμού ενός μαζικού αναρχικού κινήματος. Η εξεγερσιακότητα αποδεδειγμένα δεν αποδυνάμωσε ούτε τον καπιταλισμό ούτε το κράτος. Όπως σχολίαζε ο Μαλατέστα, «Γνωρίζουμε ότι αυτές οι επαναστατικές απόπειρες, για τις οποίες ο λαός δεν είναι αρκετά προετοιμασμένος, είναι στείρες, συχνά προξενούν μεγάλη οδύνη, επειδή προκαλούν ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, και βλάπτουν τον ίδιο το σκοπό που υπηρετούν». Αυτό που είναι ουσιαστικό και αναμφισβήτητα ωφέλιμο «δεν είναι να σκοτώσουμε το βασιλιά σαν άτομο, αλλά να σκοτώσουμε όλους τους βασιλιάδες – των παλατιών ή των κοινοβουλίων και των εργοστασίων – μέσα στην καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων. Να ξεριζώσουμε δηλαδή την πίστη στην αρχή της εξουσίας, πίστη που εξακολουθεί να έχει ένα μεγάλο μέρος του λαού».

Ο Κροπότκιν έβλεπε με συμπάθεια τον συνδικαλισμό τής Πρώτης Διεθνούς, αλλά κατά την περίοδο της Μαύρης Διεθνούς ήταν αρκετά εχθρικός προς τα σωματεία. Κατά τη δεκαετία του 1890 όμως, καλούσε για επιστροφή στον συνδικαλισμό του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς, το έκανε όμως «δέκα φορές πιο δυνατά»: «Γιγάντια σωματεία να αγκαλιάζουν εκατομμύρια προλετάριους». Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 η Μισέλ  έβλεπε το δρόμο για την επανάσταση να περνά μέσα από την επαναστατική γενική απεργία, αν και διατηρούσε κάποια συμπάθεια προς την προπαγάνδα δια του παραδείγματος.

Η ίδια η φύση της εξεγερσιακής δράσης γινόταν ολοένα και περισσότερο αντιληπτή ως ελιτίστικη· αντί να ενθαρρύνει την εργατική τάξη και τους εργάτες να δράσουν, στην καλύτερη περίπτωση ενίσχυε την παθητική εμπιστοσύνη του λαού σε ηγέτες και σωτήρες από τα πάνω, δημιουργώντας μια αυτοδιοριζόμενη πρωτοπορία των λαϊκών τάξεων. Το ίδιο πράγμα αντανακλούσε και η απόρριψη των άμεσων διεκδικήσεων, όπως οι αυξήσεις μισθών. Ο αναρχισμός μετατράπηκε σε δόγμα μιας επίλεκτης ελίτ που δεν ασχολείται με τις καθημερινά προβλήματα των λαϊκών τάξεων, απορρίπτει τα σωματεία και λειτουργεί στην ουσία καταστροφικά για τα λαϊκά κινήματα. Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος δεν έκανε πολλά για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών, εκτός από το να συνδέσει τον αναρχισμό με τη βία και τις βομβιστικές επιθέσεις στα μάτια της κοινής γνώμης και να απομονώσει τον αναρχισμό απ’ τις μάζες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1890, ο εξεγερσιακός αναρχισμός αποτελούσε εν πολλοίς μειοψηφικό ρεύμα.

Αυτές οι κριτικές βασίζονταν στην παράδοση των αναρχικών της Πρώτης Διεθνούς, που ενστερνίζονταν αυτό που εμείς ορίζουμε ως αναρχισμό των μαζών. Σύμφωνα με τον Μπακούνιν και τη Συμμαχία, το κεντρικό σημείο της στρατηγικής είναι η εμφύτευση του αναρχισμού μέσα στα λαϊκά κοινωνικά κινήματα προκειμένου αυτά να ριζοσπαστικοποιηθούν, η εξάπλωση των αναρχικών ιδεών και στόχων και η προώθηση μιας κουλτούρας αυτοδιαχείρισης και άμεσης δράσης, με την ελπίδα ότι τα κινήματα αυτά θα συνεισφέρουν στην κοινωνική επανάσταση.  “Μαύρη Φλόγα” (υπό έκδοση)

Σημείωση

* Ο Στιούαρτ Κρίστι είναι Σκωτσέζος αναρχικός δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννημένος το 1946, είναι ενεργός στο κίνημα από την ηλικία των δεκαέξι ετών. Ενώ είχε περάσει με ωτοστόπ στην Ισπανία το 1964, με πρόθεση την εκτέλεση του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο, ο Κρίστι και ο συνεργάτης του, Φερνάντο Καρμπάγιο Μπλάνκο, συνελήφθησαν. Στην κατοχή του Κρίστι βρέθηκαν εκρηκτικά και αντιμετώπισε τον κίνδυνο καταδίκης σε θάνατο δια στραγγαλισμού, όμως τρία χρόνια αργότερα αφέθηκε ελεύθερος μετά από μια διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωσή του, με τη στήριξη του Ζαν Πωλ Σαρτρ. Μετά την επιστροφή του στη Βρετανία, βοήθησε στην επανασύσταση του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού για τη στήριξη πολιτικών κρατουμένων στην Ισπανία και αλλού, αλλά και στην έκδοση του περιοδικού Black Flag. Το 1972 αθωώθηκε από τις κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί για συμμετοχή στη σειρά επιθέσεων σαμποτάζ της Οργισμένης Ταξιαρχίας, μετά από μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια δίκες στην ιστορία της Βρετανίας. Συνέχισε τη δραστηριότητά του ιδρύοντας τις εκδόσεις Cienfuegos Press, αργότερα Christie Books, και παραμένει ένας ενεργός αγωνιστής με συνεισφορά στο ευρύτερο αναρχικό κίνημα.

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/mesa-kai-skopoi

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *