ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ΠΟΙΗΣΗ)

_2_1_1

 

ΘΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.

Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα

χαράζοντας γραμμές

εδώ θα επιμένεις δίχως βία

χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση

ποτέ στην περιφρόνηση

κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις

κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι

για το ξυλουργείο

να δέχονται περήφανοι

την εκτόρνευσή τους

και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα

σαν πιόνια.

Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές

των πετρωμάτων

σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα

όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.

Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας

θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις

υπολογίζοντας την κλίση που θα ’χουν τα επίπεδα

θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου

θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κ’ οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλλους
κι αυτό ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! Ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
       την ταυτότητά μου.

              1952

ΦΡΟΝΤΙΣΕ 

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν 
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων. 
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας 
όπως κάθε δάχτυλο είναι μιά προέκταση στο δεξί σου χέρι. 
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού 
να συνεφέρουν με χαστούκια 
όσους λιποθύμησαν 
          μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους 

ΠΡΟΑΓΩΓΗ 

Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους
κ’ έγινε αλάτι
τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό
κ’ έγιναν αστέρια
τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας
κ’ έγινε φιλί.
Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση
όπως φτάνει στον πεσόντα
η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

‘Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο
μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

ΓΥΜΝΑΣΜΑ

Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.

Κοίτα που κ’ η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς

ουρανό και φύκια

πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ

Όπου νά ’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της

βροχής. Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια. Τί ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη

μαρκίζα γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της. Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα

συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνιά της

χαραυγής. Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης. Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος. Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυό μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυό μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου μονάχα δυό.

1947

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,

όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που

  κουβαλάς στον ώμο.

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα

μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων

μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.

Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια

κι όσο μπορείς μη σκύβεις

για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.

Βάδιζε πάντα σταθερά

σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η

  καρδιά του.

Να εκμεταλλεύεσαι

κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων

για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου

πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις

σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού

εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.

Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός

όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς

  στον ώμο.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ

Για να χτίσουν μιά καλύβα

Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια

ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν

τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.

Εμείς το μόνο πούχαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο

συρματόπλεγμα.

Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου

μ’ αυτά τα υλικά

χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο

να τον μεταμορφώσουμε

Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται

Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.

Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά

για τις λιποψυχίες μας

είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας

να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια

τη στάχτη και το αίμα.

Ποιητική

1

Αξίζει δεν αξίζει

στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα

προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου

που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες

επικυρώνοντας με φως

τις εκτελέσεις

2

Η κάθε μου λέξη

αν την αγγίξεις με τη γλώσσα

θυμίζει πικραμύγδαλο.

Απ’ την κάθε μου λέξη

λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί

και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

3

Η μόνη ξιφολόγχη μου

είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.

Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ

στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα

ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου

και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με  έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951

ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ

                                                                        στον Γιάννη Ρίτσο

Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε

καμιά αμφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και

κάθε βράδι άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την

ακρίβεια στη νισίδα ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανά-

βουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.

  Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αρι-

στερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα

μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’εκείνη την άβολη

στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.

Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και

ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε,

ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθι-

ζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.

   Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς

ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλει, ταυτόχρονα,

απ’τον κάθετο δρόμο και απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο…

                                                                      Παρίσι, 1971

Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ ΛΑΜΠΑ

Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.

σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας

έτσι που νότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού

είταν αναπόφευκτο

να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της

και ν’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό

σαν εκπυρσοκρότηση.

Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας

κι άλλα στην καθοδήγηση

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα

πως εγώ είμουνα μονάχα παραλήπτης

των όσων μου ’στελναν

γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι

και των δυο ημισφαιρίων.

Αν μου πρέπει τιμή

είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη

μέσα στην κάμαρά μου

κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων

κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές

πάνω από τη φλόγα.

(“Ευθύτης Οδών” )

 

Έλα λοιπόν, εσύ ο πιο γεροδεμένος

φορτώσου τον βαρύγδουπο τον μεγάλο Στάλιν
και ρίχ’ τον στη φωτιά.
Έλα, κουνήσου, δεν το βλέπεις
πως κουβαλάω κιόλας τον Ιλίτς;
Όσο οι φλόγες θα φουντώνουν
και θα σκορπίζονται οι στάχτες
Εμείς θα διαρρυθμίσουμε τούτον
τον νεκρότοπο σε βιβλιοθήκη.
Ποιος ξέρει;
Μια και το ’χουν συνηθίσει
ίσως να ’ρχονται και πάλι οι αντιπροσωπείες
μόνο που αντί να προσκυνάνε το δέρμα τους
που στέγνωσε
σαν άγραφη διφθέρα
θα σκύβουνε στα έργα τους
θα τα διαβάζουν και θα κρίνουν

Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)»  εκδόσεις ύψιλον, β΄ έκδοση: εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1981

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *