Category Archives: Αναρχισμός

Eduardo Colombo: Δημοκρατία και Αναρχία-Αυτονομία και αντιπροσώπευση

Τη Δευτέρα 23 Απριλίου 2012 ο Eduardo Colombo ήταν ο κύριος ομιλιτής στην εκδήλωση – συζήτηση που έγινε στο Πολυτεχνείο (αίθουσα Γκίνη) με θέμα «Δημοκρατία και Αναρχία-Αυτονομία και αντιπροσώπευση».

Παρακάτω ακολουθεί το βίντεο της εκδήλωσης:

Ο Eduardo Colombo γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1929. Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός σε νοσοκομεία αλλά και ως ψυχαναλυτής.Έχει διατελέσει καθηγητής κλινικής και κοινωνικής ψυχολογίας καθώς και ψυχιατρικής στα πανεπιστήμια της Λα Πλάτα και του Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή.Αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Κοινωνικής Ψυχιατρικής της Αργεντινής, με πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων. Η πολιτική του διαδρομή ξεκινάει το 1945 ως φοιτητής, σε ένα ασταθές καθεστώς που για δεκαετίες ακροβατεί ανάμεσα στα πραξικοπήματα και την περονική «δημοκρατία».Πρώτα συμμετέχει στο φοιτητικό κίνημα, στη συνέχεια στο εργατικό, σε μια περίοδο όπου οι ναυτεργάτες δίνουν ηρωικούς αγώνες, ενώ απ’το 1947 και ύστερα εντάσσεται στη F.O.R.A [Εργατική Ομοσπονδία της Περιοχής της Αργεντινής], την ιστορική αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία της Αργεντινής που παρά τις διαρκείς κρατικές απόπειρες απαγόρευσής της ανθίσταται επίπονα και επίμονα. Το 1949 φυλακίζεται για πρώτη φορά από το περονικό καθεστώς σε μια προσπάθεια καταστολής κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Ο Κολόμπο θα συμμετάσχει σε κάθε εκδοτική και εν γένει θεωρητική προσπάθεια του αναρχικού κινήματος και τα σύντομα διαστήματα όπου αυτή δεν ήταν παράνομη θα είναι «υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο».Ο Κολόμπο θα φυλακιστεί και άλλες φορές για την ενεργή υποστήριξη και συμμετοχή του στις απεργίες, αλλά και για την πολιτική του στράτευση.

Θα χάσει τη θέση του τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο νοσοκομείο και θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου και ζει από το 1970 και ύστερα.Θα συνδεθεί αμέσως με το αναρχικό και αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα της Γαλλίας ενώ θα συνδεθεί με μακροχρόνια φιλία και με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα και στα κείμενά του.Υπήρξε ενεργό μέλος της C.N.T της Γαλλίας ενώ συμμετέχει μέχρι σήμερα στο εκδοτικό της τμήμα στο Παρίσι. Από το 1974 μέχρι το 1978 υπήρξε μέλος της σύνταξης του περιοδικού La Lanterne noire, από το 1983 ως το 1986 του περιοδικού Volontà, και από το 1997 ως σήμερα του περιοδικού Réfractions. Συγγραφέας πλήθους βιβλίων και άρθρων, επιστημονικών και πολιτικών, που εστιάζουν στην αναρχική θεωρία και στο αναρχικό κίνημα. Συνεχίζει να εργάζεται ως ψυχαναλυτής στο Παρίσι. Στα ελληνικά κείμενα του έχουν κυκλοφορήσει από το περιοδικό Αυτονοmedia και τις εκδόσεις  Ελευθεριακή Κουλτούρα. Από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες κυκλοφορεί το βιβλίο Αλλάζοντας Παράδειγμα – Αναρχισμός, κοινωνική υποxρέωση και καθήκον υπακοής, ενώ ετοιμάζεται και το Η Βούληση του λαού: Δημοκρατία και Αναρχία.

“Ο αναρχισμός δεν προτείνει την κοινωνία της διαφάνειας, την εξαφάνιση κάθε συγκρουσιακότητας, το τέλος κάθε διαίρεσης, την παγκόσμια αρμονία. Αυτό θα ήταν το τέλος της ιστορίας, μια εσχατολογία. Ούτε προτείνει την κατάργηση κάθε νόρμας ή κανόνα, κάθε υποχρέωσης, κάθε δεσμού. Η ελεύθερη συμφωνία απαιτεί απόλυτο σεβασμό αυτών που συμφωνούνται. Ο αναρχισμός δεν είναι ανομία…

Η αναρχία είναι κατά γράμμα μια αρχή οργάνωσης που αντιτίθεται σε μια αρχή διαταγής ή κυριαρχίας. Ο αναρχισμός προτείνει τη θέσμιση μιας κοινωνίας χωρίς πολιτικό καταναγκασμό, μιας εξισωτικής κοινωνίας, προτείνει την κατάργηση της διαφοράς βαθμίδων και περιουσιών. Στη σύντομη διαδρομή της ύπαρξής του, και ανάμεσα στις βίαιες καταστολές που υπέστη, το αναρχικό κίνημα φαντάστηκε μορφές – σίγουρα ατελείς, κάποιες ακόμα κι απαρχαιωμένες – που θα επέτρεπαν την ανάδυση κοινωνικών υποχρεώσεων μεταξύ ίσων, υποχρεώσεων που δεν θα προϋπέθεταν την υπακοή: τον φεντεραλισμό, τον κομουναλισμό, τις κολεκτίβες, κ.ο.κ. Προσπάθησε να διαφοροποιήσει καταλλήλως την πληρεξουσιότητα ελεγχόμενων εντολοδόχων από την πληρεξουσιότητα της καθολικής αντιπροσώπευσης της ομάδας ή του προσώπου. Επίσης διαχώρισε, έστω και πιο δύσκολα, αφού τα όρια εδώ είναι αβέβαια, τη χρήση της απόφασης μέσω της πλειοψηφίας από την αναπαλλοτρίωτη γνώμη του ατόμου…

Για να φτάσουμε σε ένα ορθό καθεστώς, όπου θα αναγνωρίζεται η ελευθερία και ισότητα καθενός και καθεμιάς, είναι αναγκαία η κατάργηση της κυριαρχίας, δηλαδή η οικοδόμηση ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος στο οποίο η συμβολικο-θεσμίζουσα ικανότητα θα ανήκει στη συλλογικότητα κι όχι σε ένα τμήμα της χωριστό απ’ τα υπόλοιπα”  (Απόσπασμα από το βιβλίο του E. Colombo  Αλλάζοντας Παράδειγμα – Αναρχισμός, κοινωνική υποxρέωση και καθήκον υπακοής).

David Graeber – Κράτος και δημοκρατία: ο ανέφικτος γάμος

Τα τελευταία διακόσια χρόνια οι δημοκράτες προσπαθούσαν να μπολιάσουν με ιδανικά λαϊκής αυτοκυβέρνησης τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους. Τελικά, το σχέδιο αυτό απλώς δεν λειτουργεί. Τα κράτη δεν μπορούν, από τη φύση τους, να εκδημοκρατιστούν πραγματικά. Εξάλλου  αποτελούν κατά βάση τρόπους οργάνωσης της βίας. Οι αμερικάνοι φεντεραλιστές ήταν αρκετά ρεαλιστές όταν υποστήριζαν ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με μια κοινωνία που βασίζεται σε ανισότητες πλούτου. Για να προστατευτεί ο πλούτος, χρειάζεται ένας μηχανισμός καταπίεσης που θα συγκρατεί τον ίδιο αυτόν τον “όχλο”, στον οποίο δίνει δύναμη η δημοκρατία. Η Αθήνα υπήρξε μοναδική περίπτωση από αυτή την άποψη καθώς ήταν ουσιαστικά μεταβατική: υπήρχαν σίγουρα ανισότητες πλούτου, και μπορούμε να θεωρήσουμε εύλογα ότι υπήρχε ακόμα και μια άρχουσα τάξη, δεν υπήρχε όμως κατ’ουσίαν ένας επίσημος μηχανισμός καταπίεσης. Εξάλλου οι μελετητές διαφωνούν για το αν μπορεί να θεωρηθεί καν κράτος.

Ακριβώς όταν εξετάζει κανείς το πρόβλημα του μονοπώλιου της καταναγκαστικής δύναμης, όλα τα δημοκρατικά προσχήματα διαλύονται μέσα σε ένα κυκεώνα αντιφάσεων. Για παράδειγμα, ενώ οι σύγχρονες ελίτ έχουν, σε μεγάλο βαθμό, ξεπεράσει το πρώιμο λόγο περί του “όχλου” ως δολοφονικού “τέρατος”, το ίδιο αυτό σχήμα επανέρχεται, σχεδόν στην ίδια μορφή που είχε το 16ο αιώνα, κάθε φορά που κάποιος προτείνει τον εκδημοκρατισμό κάποιας πτυχής του καταναγκαστικού μηχανισμού. Στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, οι θιασώτες του “κινήματος υπέρ των πλήρως ενημερωμένων ενόρκων”, οι οποίοι τονίζουν ότι το σύνταγμα επιτρέπει στην πραγματικότητα στους ενόρκους να αποφασίζουν για ζητήματα δικαίου, και όχι απλώς για τα αποδεικτικά στοιχεία, συνήθως κατηγορούνται από τα ΜΜΕ ότι επιθυμούν να επιστρέψουν στην εποχή των λιντσαρισμάτων και της “οχλοκρατίας”. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι οι ΗΠΑ, μια χώρα που εξακολουθεί να υπερηφανεύεται για το δημοκρατικό της πνεύμα, είναι πρωτοπόρα παγκοσμίως στη μυθοποίηση, ακόμα και στην αποθέωση της αστυνομίας της.

Ο Φράνσις Ντουπουί-Ντερί (2002) έπλασε τον όρο “πολιτική αγοραφοβία” για να αναφερθεί στην καχυποψία για τη λαϊκή διαβούλευση και λήψη αποφάσεων που διατρέχει τη δυτική παράδοση, όπως φαίνεται τόσο στα έργα του Κονστάντ, του Σεγιές ή του Μάντισον, όσο και σε αυτά του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Θα προσέθετα ότι ακόμα και τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα του φιλελεύθερου κράτους, τα πιο αυθεντικά δημοκρατικά του στοιχεία -π.χ. η εγγύηση της ελευθερίας του λόγου και της συνάθροισης- οφείλονται σ’ αυτήν ακριβώς την αγοραφοβία. Μόνο όταν γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι ο δημόσιος λόγος και η συνάθροιση δεν είναι πια καθαυτά μέσα λήψης πολιτικών αποφάσεων, αλλά, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια προσπάθεια άσκησης κριτικής ή επιρροής και υποβολής προτάσεων προς αυτούς που τις λαμβάνουν, μόνο τότε μπορούν να θεωρηθούν ιερά και απαραβίαστα. Το κρίσιμο είναι ότι αυτή την αγοραφοβία δεν τη μοιράζονται μόνο οι πολιτικοί και οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αλλά σε μεγάλο βαθμό και ο ίδιος ο λαός. Οι λόγοι δεν χρειάζεται να αναζητηθούν μακριά. Μολονότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν μοιάζουν σε τίποτα με την αθηναϊκή αγορά, σίγουρα δεν στερούνται αναλογιών με τις ρωμαϊκές αρένες. Το φαινόμενο του παραμορφωτικού καθρέπτη, με το οποίο οι κυρίαρχες ελίτ ενθαρρύνουν μορφές λαϊκής συμμετοχής οι οποίες υπενθυμίζουν διαρκώς στον λαό πόσο ακατάλληλος είναι να κυβερνήσει, μοιάζει, σε πολλά σύγχρονα κράτη, να έχει φτάσει σε μια κατάσταση πρωτοφανούς τελειοποίησης. Σκεφτείτε εδώ, λόγου χάρη, την άποψη που σχηματίζει κανείς για την ανθρώπινη φύση αν γενικεύσουμε την εμπειρία του να πηγαίνει κανείς στη δουλειά του με το αυτοκίνητο, αντί με τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Κι όμως η ερωτική σχέση του Αμερικάνου -ή του Γερμανού- με το αυτοκίνητο του ήταν αποτέλεσμα συνειδητών αποφάσεων πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ από τη δεκαετία του 1930. Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς μαι παρόμοια ιστορία της τηλεόρασης ή του καταναλωτισμού ή, όπως σημείωσε εδώ και πολύ καιρό ο Πολάνυι, “της αγοράς”.

Οι νομομαθείς εν τω μεταξύ, γνωρίζουν από καιρό ότι η καταπιεστική φύση του κράτους εξασφαλίζει ότι τα δημοκρατικά συντάγματα θεμελιώνονταν πάνω σε μια ουσιώδη αντίφαση. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1978) το συνόψισε όμορφα επισημαίνοντας πως κάθε έννομη τάξη που διεκδικεί το μονοπώλιο στη χρήση βίας πρέπει να θεμελιώνεται σε μια δύναμη διαφορετική απ’την ίδια, πράγμα που αναπόφευκτα σημαίνει σε πράξεις που θεωρούνταν παράνομες σύμφωνα με το προϋπάρχον σύστημα δικαίου. Η νομιμότητα ενός συστήματος δικαίου, λοιπόν, στηρίζεται σε πράξεις εγκληματικής βίας. Στο κάτω, κάτω και οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι επαναστάτες ήταν, σύμφωνα με το νόμο με τον οποίον μεγάλωσαν, ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Βέβαια, οι σεπτοί βασιλιάδες από την Αφρική ως το Νεπάλ έχουν κατορθώσει να λύσουν αυτόν το γρίφο τοποθετώντας τους εαυτούς τους, σαν το Θεό, εκτός συστήματος. Όπως μας υπενθυμίζουν όμως θεωρητικοί από τον Αγκαμπέν ως τον Νέγκρι, δεν υπάρχει προφανής τρόπος “ο λαός” να ασκήσει κυριαρχία με τον ίδιο τρόπο. Τόσο η δεξιά λύση(οι συνταγματικές τάξεις ιδρύονται και μπορούν να καταργηθούν από εμπνευσμένους ηγέτες -είτε πρόκειται για Ιδρυτές είτε πρόκειται για τον Φύρερ- που ενσαρκώνουν τη λαϊκή βούληση), όσο και η αριστερή(οι συνταγματικές τάξεις νομιμοποιούνται συνήθως μέσα από βίαιες λαϊκές επαναστάσεις), οδηγούν σε ατελείωτες πρακτικές αντιφάσεις. Ουσιαστικά, όπως έχει υπαινιχθεί ο κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν(1999), το μεγαλύτερο μέρος των σφαγών του 20ου αιώνα οφείλεται σε κάποια εκδοχή αυτής της αντίφασης. Η απαίτηση, αφενός, για τη δημιουργία ενός ενιαίου μηχανισμού καταπίεσης σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και, αφετέρου, για τη διατήρηση της πρόφασης ότι η νομιμότητα αυτού του μηχανισμού προέρχεται κατευθείαν από “τον λαό”, οδήγησε σε μια μόνιμη ανάγκη να οριστεί ποιος ακριβώς υποτίθεται ότι είναι αυτός ο “λαός”.

Στα διάφορα γερμανικά δικαστήρια των τελευταίων ογδόντα χρόνων -από τη Βαϊμάρη μέχρι και τους Ναζί και από την κομμουνιστική λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας έως την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής- οι δικαστές χρησιμοποιούσαν την ίδια εναρκτήρια διατύπωση: “In Namen des volkes” – “Εις το όνομα του λαού”. Τα αμερικάνικα δικαστήρια, από την πλευρά τους, προτιμούν τη λύση: “Η υπόθεση του Λαού εναντίον του X”(Mann 1999:19).

Πρέπει, με άλλα λόγια, να επικαλούνται τον “λαό” ως την αυθεντία που βρίσκεται πίσω από την κατανομή της βίας, παρά το γεγονός ότι κάθε υπόνοια ότι οι διαδικασίες έχουν εκδημοκρατιστεί κατά οποιονδήποτε τρόπο θα αντιμετωπιστεί μάλλον με τρόμο από όλους τους ενδιαφερόμενους. Ο Μαν θεωρεί ότι οι πραγματικές απόπειρες επίλυσης αυτής της αντίφασης -η χρήση δηλαδή του μηχανισμού της βίας προκειμένου να προσδιοριστεί και να συγκροτηθεί  ένας ”λαός” ο οποίος, σύμφωνα με τους διοικητές αυτού του μηχανισμού, θεωρείται άξιος να εγγυάται την εξουσία τους- υπήρξαν υπεύθυνες για τουλάχιστον 60 εκατομμύρια δολοφονίες μόνο τον 20ο αιώνα.

Σ’αυτό το πλαίσιο, προτείνω ότι η αναρχική λύση -ότι δηλαδή το παράδοξο αυτό είναι αδύνατο να λυθεί στην πραγματικότητα- δεν είναι και τόσο παράλογη. Το δημοκρατικό κράτος υπήρξε ανέκαθεν μια αντίφαση. Η παγκοσμιοποίηση πολύ απλά εξέθεσε τα σαθρά υποστυλώματα του, δημιουργώντας την ανάγκη για δομές λήψης αποφάσεων σε πλανητική κλίμακα, όπου οποιαδήποτε αξίωση διατήρησης της λαϊκής κυριαρχίας, για να μη μιλήσουμε για τη συμμετοχή σ’αυτή, θα ήταν προφανώς γελοία. Η νεοφιλελεύθερη λύση βέβαια είναι να ανακηρύξουμε την αγορά ως τη μόνη μορφή δημόσιας διαβούλευσης που χρειάζεται κανείς και να περιορίσουμε το κράτος σχεδόν αποκλειστικά στην καταναγκαστική του λειτουργία. Σ’αυτά τα συμφραζόμενα, η απάντηση των Ζαπατίστας -να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι η επανάσταση είναι θέμα ελέγχου του καταπιεστικού μηχανισμού του κράτους και αντ’ αυτού να επαναθεμελιώσουμε  τη δημοκρατία στην αυτοοργάνωση των αυτόνομων κοινοτήτων- είναι απολύτως εύλογη. Αυτός είναι ο λόγος που μια κατά τ’ άλλα  άσημη εξέγερση στο νότιο Μεξικό προκάλεσε τέτοια αίσθηση στους ριζοσπαστικούς κύκλους. Η δημοκρατία λοιπόν επιστρέφει, για την ώρα στα διάκενα. Το αν θα προχωρήσει για να εγκολπωθεί τον κόσμο όλο ίσως να εξαρτάται λιγότερο από τις θεωρίες που φτιάχνουμε γι’ αυτήν, αλλά από το αν πιστεύουμε ειλικρινά ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να διαχειρίζονται, μέσα από διαβούλευση, τις υποθέσεις τους όσο καλά το κάνουν και οι ελίτ, οι αποφάσεις των οποίων υποστηρίζονται από τη δύναμη των όπλων- ή να έχουν έστω το δικαίωμα να το προσπαθήσουν ακόμα και αν δεν το κάνουν. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, όταν οι επαγγελματίες διανοούμενοι αντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα, σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο, έπαιρναν το μέρος των ελίτ. Έχω την εντύπωση ότι αν το δούμε προσεχτικά, η συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζει να δελεάζεται από τους διάφορους παραμορφωτικούς καθρέπτες και δεν έχει πραγματική πίστη στις δυνατότητες της λαϊκής δημοκρατίας. Ίσως και αυτό να αλλάξει όμως.

Χάρισε το…David Graeber

Έχετε παρατηρήσει πως δεν υπάρχουν πια, καθόλου νέοι Γάλλοι διανοούμενοι; Υπήρξε μια πραγματική πλημμύρα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80: Ντεριντά, Φουκώ, Μποντριγιάρ, Κρίστεβα, Λυοτάρ, Ντε Σερτώ αλλά δεν υπήρξε σχεδόν κανένας από τότε. Οι «τρέντυ» ακαδημαϊκοί και οι χίπστερς διανοούμενοι έχουν αναγκαστεί να ανακυκλώνουν ατέλειωτα θεωρίες 20 ή 30 ετών, ή στρέφονται σε χώρες όπως η Ιταλία ή ακόμα και η Σλοβενία για εκθαμβωτική μετα-θεωρία.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Ένας σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση στην ίδια τη Γαλλία, όπου υπήρξε μια συντονισμένη προσπάθεια εκ μέρους της ελίτ των μέσων μαζικής ενημέρωσης να αντικαταστήσει τους πραγματικούς διανοούμενους με αμερικανικού τύπου κουφιοκέφαλους «ειδικούς». Παρόλα αυτά, η προσπάθεια δεν ήταν απόλυτα επιτυχής. Σημαντικότερος ήταν ότι η γαλλική πνευματική ζωή έχει γίνει πολύ πιο πολιτικά δεσμευμένη. Στον τύπο των ΗΠΑ, υπήρξε διακοπή ενημέρωσης σχετικά με τις πολιτιστικές ειδήσεις από τη Γαλλία μετά τη μεγάλη απεργία του 1995, όταν η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που απέρριψε οριστικά το “Αμερικανικό μοντέλο” για την οικονομία, και αρνήθηκε να ξεκινήσει τη διάλυση του κράτους πρόνοιας της. Στο Αμερικανικό τύπο, η Γαλλία έγινε αμέσως η ανόητη χώρα, που μάταια προσπαθεί να αποφύγει την παλίρροια της ιστορίας.

Φυσικά, αυτό από μόνο του θα στεναχωρήσει ελάχιστα το είδος των Αμερικανών που διαβάζουν Ντελέζ και Γκουαταρί. Αυτό που οι Αμερικανοί ακαδημαϊκοί περιμένουν από τη Γαλλία είναι ένα πνευματικό υψηλό, την ικανότητα να αισθάνεται κάποιος ότι συμμετέχει σε άγριες, ριζοσπαστικές ιδέες – που αποδεικνύουν την εγγενή βία στις Δυτικές εννοιολογήσεις της αλήθειας ή της ανθρωπότητας, τέτοιου είδους θέματα -,αλλά με ένα τρόπο που δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε πρόγραμμα πολιτικής δράσης’ ή, συνήθως, καμία ευθύνη για να δράσουν με κανένα τρόπο. Είναι εύκολο να δει πώς μια κατηγορία ανθρώπων που θεωρούνται σχεδόν εντελώς άσχετοι τόσο από τις πολιτικές ελίτ όσο και από το 99% του γενικού πληθυσμού μπορεί να αισθάνονται με αυτόν τον τρόπο. Με άλλα λόγια, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης των ΗΠΑ αναπαριστούν τη Γαλλία ως ανόητη, οι ακαδημαϊκοί των ΗΠΑ αναζητούν εκείνους τους Γάλλους στοχαστές που φαίνεται να ταιριάζουν με τα παραπάνω προαπαιτούμενα.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Χρέος: τα πρώτα 5000 χρόνια

Ο ανθρωπολόγος David Graeber λέει ότι μονάχα διαμέσου μιας γενικής ιστορικής κατανόησης του χρέους και της σχέσης του με τη βία, μπορούμε να εκτιμήσουμε την εποχή μας που τώρα γεννιέται. Εδώ προσπαθεί να καλύψει το ιστορικό μας κενό.

Αυτό που ακολουθεί, είναι ένα απόσπασμα ενός κατά πολύ μεγαλύτερου σχεδίου έρευνας, σχετικά με το χρέος και το πιστωτικό χρήμα στην ανθρώπινη ιστορία. Το πρώτο και συναρπαστικό συμπέρασμα αυτού του σχεδίου έρευνας είναι ότι κατά τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας, τείνουμε συστηματικά να αγνοούμε το ρόλο της βίας, τον απόλυτα κεντρικό ρόλο του πολέμου και της δουλείας, στη δημιουργία και σχηματοποίηση των βασικών θεσμών, αυτού που σήμερα αποκαλούμε «οικονομία». Επιπλέον, σημασία έχουν και οι προελεύσεις. Η βία μπορεί να είναι αόρατη, αλλά παραμένει τυπωμένη στη φιλοσοφία της κοινής οικονομικής λογικής μας, στην προφανέστατα αυταπόδεικτη φύση των θεσμών, που απλά ποτέ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν έξω από το μονοπώλιο της βίας – αλλά και της συστηματικής απειλής της βίας – που διατηρείται από το σύγχρονο κράτος.

Ας ξεκινήσω με το θεσμό της δουλείας, της οποίας ο ρόλος κατά τη γνώμη μου, είναι κομβικός. Τις περισσότερες στιγμές και στους περισσότερους τόπους η δουλεία θεωρείται συνέπεια του πολέμου. Μερικές φορές οι περισσότεροι δούλοι στην πραγματικότητα είναι αιχμάλωτοι πολέμου, άλλες φορές όχι. Παρ’ όλα αυτά σχεδόν όμοια και απαράλλαχτα και στις δύο περιπτώσεις, ο πόλεμος θεωρείται η βάση και η δικαιολόγηση της ύπαρξης αυτού του θεσμού. Αν παραδοθείς στον πόλεμο, αυτό που παραδίδεις είναι η ζωή σου. Ο κατακτητής σου έχει το δικαίωμα να σε σκοτώσει και συχνά το κάνει. Αν επιλέξει να μην το κάνει, τότε κυριολεκτικά του οφείλεις τη ζωή σου. Ένα χρέος που γίνεται αντιληπτό ως απόλυτο, διαρκές, μη εξαγοράσιμο. Μπορεί να σου αφαιρέσει δικαιωματικά ό,τι επιθυμεί. Όλα τα χρέη ή υποχρεώσεις που μπορεί να οφείλεις σε άλλα άτομα (φίλους, οικογένεια, πρώην πολιτικές συμμαχίες), ή άλλα άτομα να οφείλουν σε σένα, θεωρείται ότι σου αφαιρούνται απόλυτα. Το χρέος σου στον ιδιοκτήτη σου είναι πλέον ό,τι υπάρχει.

Αυτού του είδους η λογική έχει τουλάχιστον δύο πολύ ενδιαφέρουσες συνέπειες, αν και μπορεί να ειπωθεί ότι τείνουν προς σχετικά αντίθετες κατευθύνσεις. Πρώτα απ’ όλα ακόμα μια – που πιθανώς την ορίζει – ιδιότητα της δουλείας, είναι ότι οι δούλοι μπορούν να πουληθούν και να αγοραστούν. Σ’ αυτή την περίπτωση το απόλυτο χρέος παύει πλέον (υπό μια άλλη έννοια, αυτή της αγοράς) να είναι απόλυτο. Στην πραγματικότητα μπορεί να ποσοτικοποιηθεί επακριβώς. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστέψουμε ότι ήταν ακριβώς αυτή η λειτουργία, που κατέστησε ικανό το να δημιουργηθεί κάτι όμοιο με τη σημερινή μορφή του χρήματος, τη στιγμή που αυτό το οποίο οι ανθρωπολόγοι συνήθως αποκαλούσαν «πρωτόγονο χρήμα», αυτό που κανείς βρίσκει σε κοινωνίες δίχως κράτος (τα φτερά που χρησιμοποιούνταν ως χρήμα στα νησιά του Σολομώντα ή τα περιδέραια από κοχύλια οι ινδιάνοι Iroquois αντίστοιχα), περισσότερο χρησιμοποιούνταν για διακανονισμούς γάμων, επίλυση βεντετών και για την ανάμιξη σε άλλου είδους σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, παρά για την αγοραπωλησία αγαθών. Για παράδειγμα, αν η δουλεία είναι χρέος, τότε το χρέος μπορεί να οδηγήσει στη δουλεία. Ένας βαβυλώνιος χωρικός μπορεί να είχε πληρώσει ένα γενναίο ποσό σε ασήμι στα πεθερικά του, για να επισημοποιήσει το γάμο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν του άνηκε η σύζυγός του. Σίγουρα δεν μπορούσε να αγοράσει ή να πουλήσει τη μητέρα των παιδιών του. Όμως όλα αυτά μπορούσαν να αλλάξουν αν αυτός έπαιρνε ένα δάνειο. Αν αποδεικνυόταν επισφαλής, οι πιστωτές του μπορούσαν αρχικά να του κατασχέσουν τα πρόβατα και τα έπιπλά του, έπειτα το σπίτι του, χωράφια, τους οπωρώνες και τελικά να του πάρουν τη σύζυγο, το παιδιά, ακόμα και τον  ίδιο σαν χρεωστικούς «δουλοπάροικους», μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα (το οποίο καθώς οι πόροι του εξαφανιζόταν γινόταν ολοένα και δυσκολότερο). Το χρέος ήταν αυτό που κατέστησε δυνατό να φανταστούμε το χρήμα, ως οτιδήποτε σχετικό με τη σημερινή του έννοια και γι’ αυτό επίσης να γεννήσει αυτό που αποκαλούμε «αγορά»: μια αρένα όπου οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί και να αγοραστεί, γιατί όλα τα αντικείμενα (όπως και οι δούλοι) απαξιώνονται από τις προηγούμενες κοινωνικές τους σχέσεις και υπάρχουν μόνο σε σχέση με το χρήμα.

Όμως την ίδια στιγμή η λογική του χρέους ως κατάκτηση μπορεί, όπως προανέφερα, να τείνει προς άλλη κατεύθυνση. Οι βασιλιάδες μέσα στην ιστορία, τείνουν να είναι βαθέως διχασμένοι σχετικά με το ζήτημα να αφήσουν τη λογική του χρέους να καταστεί εκτός ελέγχου. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι εχθρικοί απέναντι στις αγορές. Αντιθέτως τις ενθαρρύνουν κανονικά, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να πάρουν με τη μορφή κατάσχεσης, ό,τι χρειάζονται (μετάξι, ρόδες για άρματα, γλώσσες από φλαμίνγκο (εκλεκτό έδεσμα κατά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα), λάπις λάζουλι (αλλιώς κυανός λίθος, ένας πολύτιμος λίθος)) απ’ ευθείας από τον υποτελή σ’ αυτές πληθυσμό. Είναι πολύ πιο εύκολο να ενθαρρυνθούν οι αγορές και έπειτα τα αναγκαία αγαθά να αγοραστούν. Οι πρώιμες αγορές συχνά ακολουθούσαν τους στρατούς, ή τις βασιλικές ακολουθίες, ή σχηματίζονταν κοντά σε παλάτια, ή στις παρυφές στρατιωτικών θέσεων. Αυτό στην πραγματικότητα βοηθά στην ερμηνεία της αρκετά συγκεχυμένης συμπεριφοράς των βασιλικών αυλών: αφού οι βασιλιάδες έλεγχαν συνήθως τα ορυχεία χρυσού και ασημιού, ποιο το νόημα να τυπώνεις τα μούτρα σου πάνω σε κομμάτια του προϊόντος που εξορύσσεις (δλδ. να τυπώνεις νομίσματα), να τα ξεφορτώνεσαι στους πολίτες και έπειτα να ζητάς να σου τα δώσουν πίσω υπό τη μορφή φόρων; Έχει νόημα μόνο αν η επιβολή φόρων είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος να επιβάλεις σε όλους να αποκτήσουν και να διατηρούν χρήματα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη των αγορών, καθώς η ύπαρξη των αγορών εξυπηρετούσε γενικότερα. Όμως για τους σκοπούς της ανάλυσής μας το κρίσιμο ερώτημα είναι: πως δικαιολογούνταν αυτοί οι φόροι; Γιατί οι υποτελείς τους χρωστούσαν και ποιο χρέος ξεπλήρωναν όταν τους απέδιδαν; Εδώ επιστρέφουμε ξανά στο δίκαιο της κατάκτησης (στην πραγματικότητα στον αρχαίο κόσμο οι ελεύθεροι πολίτες – είτε στη Μεσοποταμία, είτε στην Ελλάδα ή στη Ρώμη, συνήθως δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν άμεσους φόρους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, απλά όπως καταλαβαίνει κανείς, απλουστεύω τα πράγματα εδώ). Αν οι βασιλιάδες είχαν εξουσία πάνω στη ζωή και στο θάνατο των υποτελών τους, αποκτημένη από το δίκαιο της κατάκτησης, τότε και το χρέος των υποτελών τους ήταν απόλυτα αέναο. Επίσης τουλάχιστον υπό αυτήν την έννοια, οι σχέσεις μεταξύ των υποτελών ατόμων, τα χρέη που όφειλε το ένα στο άλλο, ήταν ασήμαντα. Το μόνο που υπήρχε ήταν η σχέση τους με το βασιλιά. Αυτό με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι βασιλιάδες και ομοίως οι αυτοκράτορες, προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τις εξουσίες που είχαν οι αφέντες πάνω στους δούλους και οι πιστωτές πάνω στους οφειλέτες. Το ελάχιστο στο οποίο πάντα θα επέμεναν, αν είχαν τη δύναμη, ήταν αυτά τα φυλακισμένα άτομα που ήδη τους είχε χαριστεί η ζωή, να μην είναι δυνατόν να σκοτωθούν από τους αφέντες τους. Στην πραγματικότητα μόνο οι ηγεμόνες μπορούσαν να έχουν αυθαίρετη εξουσία πάνω στη ζωή και το θάνατο. Το απόλυτο χρέος κάποιου ατόμου ήταν απέναντι στο κράτος. Ήταν το μοναδικό το οποίο ήταν πραγματικά απεριόριστο, που είχε τη δυνατότητα για απόλυτες εγκόσμιες απαιτήσεις.

Ο λόγος που διατυπώνω αυτό, είναι επειδή αυτή η λογική ενυπάρχει σε μας ακόμη. Όταν κάνουμε λόγο για κάποια «κοινωνία» (γαλλική κοινωνία, τζαμαϊκανή κοινωνία), μιλάμε στην πραγματικότητα για ανθρώπους που οργανώνονται υπό την έννοια ενός κράτους – έθνους. Αυτό τέλος πάντων είναι το εννοούμενο μοντέλο. Οι «κοινωνίες» είναι στην πραγματικότητα κράτη, η λογική των κρατών είναι αυτή της κατάκτησης, η λογική της κατάκτησης είναι εν τέλει ταυτόσημη με αυτή της δουλείας. Είναι γεγονός ότι αυτό στα χέρια των υπέρμαχων του κράτους αποκτά ένα νόημα ενός πιο καλοκάγαθου «κοινωνικού χρέους». Ορίστε λοιπόν μια μικρή ιστορία, ένα είδος μύθου. Γεννιόμαστε όλοι με ένα αέναο χρέος στην κοινωνία που μας μεγάλωσε, μας έθρεψε, μας τάισε και μας έντυσε, ένα χρέος σε εκείνους που έχουν πεθάνει προ πολλού και ανακάλυψαν τη γλώσσα και τις παραδόσεις μας, σε όλους εκείνους που έχουν καταστήσει δυνατή την ύπαρξή μας. Στους αρχαίους καιρούς, νομίζαμε ότι το οφείλαμε αυτό στους θεούς (το χρέος αυτό ξεπληρωνόταν με θυσίες, ή η θυσία ήταν απλώς η αποπληρωμή του τόκου, στο τέλος ξεπληρωνόταν με το θάνατο). Αργότερα το χρέος υιοθετήθηκε από το κράτος, ένας θεϊκός θεσμός, με φόρους σε αντικατάσταση των θυσιών και στρατιωτική θητεία σε αντικατάσταση του χρέους της ζωής. Το χρήμα είναι απλά η απτή μορφή αυτού του κοινωνικού χρέους, έτσι όπως γίνεται η διαχείρισή του. Οι κεϋνσιανοί αρέσκονται σ’ αυτού του είδους τη λογική. Το ίδιο ισχύει και για κάποιες τάσεις σοσιαλιστών, σοσιαλδημοκρατών, ακόμα και κρυπτοφασιστών, όπως είναι ο Auguste Comte (ο πρώτος απ’ όσο ξέρω που πραγματικά επινόησε τη φράση «κοινωνικό χρέος»). Όμως αυτή η φιλοσοφία διατρέχει επίσης μεγάλο μέρος της κοινής μας λογικής: πάρτε για παράδειγμα τη φράση: «να πληρώσει το χρέος του στην κοινωνία», ή «ένιωσα ότι χρωστούσα κάτι στη χώρα μου», ή «ήθελα να δώσω κάτι πίσω». Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, αμοιβαίες δεσμεύσεις – ένα είδος σχέσεων, με το οποίο θα μπορούσαν να συμβιώσουν αληθινά ελεύθεροι άνθρωποι – τείνουν να γίνουν υποσύνολο σε μια αίσθηση «κοινωνίας», όπου όλα τα άτομα είναι ίσα, μονάχα ως απόλυτοι οφειλέτες της (τώρα αφανούς) φιγούρας του βασιλιά, που πλέον αντικαθιστά τη μητέρα σου και κατ’ επέκταση την ανθρωπότητα.

Αυτό που προτείνω λοιπόν είναι ότι καθώς οι διεκδικήσεις της απρόσωπης αγοράς και αυτές της «κοινωνίας» συχνά αντιπαρατίθενται – και σίγουρα έχουν μια τάση να παλαντζάρουν με όλους τους τρόπους – έχουν εν τέλει ιδρυθεί με μια πολύ όμοια λογική με αυτή της βίας. Ούτε είναι αυτό ένα απλό θέμα ιστορικών προελεύσεων, το οποίο μπορεί να αποδιωχτεί ως ασήμαντο: ούτε οι αγορές, ούτε τα κράτη μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη διαρκή απειλή δύναμης.

Κάποιο άτομο μπορεί να ρωτήσει, τότε ποια είναι η εναλλακτική;

Προς μια ιστορία εικονικού χρήματος

Εδώ μπορώ να επιστρέψω στην αρχική μου τοποθέτηση: ότι το χρήμα δεν πρωτοεμφανίστηκε σ’ αυτή την κρύα μεταλλική και απρόσωπη μορφή. Πρωτοεμφανίζεται με τη μορφή της μονάδας μέτρησης, της αφαίρεσης, αλλά επίσης ως σχέση (χρέους και υποχρέωσης) μεταξύ των ανθρώπων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ιστορικά εκείνο που πάντα ήταν το πιο άμεσα συνδεδεμένο με τη βία, είναι το χρήμα-εμπόρευμα. Όπως το έθεσε και ένας ιστορικός, «ο χρυσός και τα πολύτιμα μεταλλεύματα είναι παρελκόμενο του πολέμου και όχι του ειρηνικού εμπορίου1

Ο λόγος είναι απλός. Το χρήμα-εμπόρευμα συγκεκριμένα σε μορφή χρυσού και ασημιού, διακρίνεται από το πιστωτικό χρήμα περισσότερο απ΄ όλα, λόγω μιας θεαματικής ιδιότητας: μπορεί να κλαπεί. Καθώς μια ράβδος χρυσού ή ασημιού είναι ένα αντικείμενο χωρίς γενεαλογία, διαμέσου μεγάλου μέρους της ιστορίας, τα πολύτιμα μέταλλα έχουν παίξει τον ίδιο ρόλο με τη σημερινή περίπτωση μιας βαλίτσας γεμάτη δολάρια ενός εμπόρου ναρκωτικών, δηλαδή ως αντικείμενα χωρίς ιστορία τα οποία θα γίνουν οπουδήποτε αποδεκτά για συναλλαγές, με οτιδήποτε έχει χρηματική αξία, χωρίς εξηγήσεις. Ως συνέπεια, κάποιος μπορεί να θεωρήσει τα τελευταία 5000 χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, ως την ιστορία ενός είδους εναλλαγής. Πιστωτικά συστήματα φαίνεται να αναδύονται και να επικρατούν, σε περιόδους σχετικής κοινωνικής ειρήνης, δια μέσου δικτύων (εμπορικής) πίστης, είτε που έχουν δημιουργηθεί από κράτη, είτε στις περισσότερες περιόδους, από διεθνείς οργανισμούς, ενώ από την άλλη, τα πολύτιμα μέταλλα αντικαθιστούν αυτά τα συστήματα σε περιόδους, που χαρακτηρίζονται από ευρύ πλιάτσικο. Ληστρικά δανειστικά συστήματα ασφαλώς υπάρχουν σε κάθε περίοδο, αλλά φαίνεται ότι είχαν δεχθεί τα πιο καταστροφικά πλήγματα σε περιόδους, όπου το χρήμα ήταν ιδιαιτέρως εύκολα μετατρέψιμο σε ρευστό.

Έτσι λοιπόν ως αρχικό σημείο για κάθε εγχείρημα διάκρισης των μεγάλων ρυθμών, που ορίζουν την τρέχουσα ιστορική στιγμή, ας προτείνω την ακόλουθη ανάλυση της ευρασιατικής ιστορίας, με κριτήριο την εναλλαγή μεταξύ περιόδων εικονικού και μεταλλικού χρήματος.

Ι. Εποχή των πρώτων αγροτικών αυτοκρατοριών (3500-800 π.χ.)

Επικρατούσα χρηματική μορφή: εικονικό πιστωτικό χρήμα.

Οι εγκυρότερες πληροφορίες μας σχετικά με την προέλευση του χρήματος γυρνούν πίσω στην αρχαία Μεσοποταμία, αν και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος να πιστέψει κανείς ότι τα πράγματα ήταν ριζικά διαφορετικά στην Φαραωνική Αίγυπτο, στην Κίνα της εποχής του ορείχαλκου, ή στην κοιλάδα του Ινδού. Η οικονομία της Μεσοποταμίας κυριαρχούταν από μεγάλα δημόσια ιδρύματα (ναούς και παλάτια), των οποίων οι γραφειοκρατικοί διαχειριστές είχαν ικανώς δημιουργήσει λογιστικό χρήμα, εγκαθιδρύοντας μια σταθερή ισοτιμία μεταξύ του ασημιού και του βασικού αγαθού, του κριθαριού. Τα χρέη υπολογίζονταν σε ασήμι, αλλά το ασήμι σπανίως χρησιμοποιούνταν στις συναλλαγές. Αντ’ αυτού οι πληρωμές γίνονταν σε κριθάρι, ή σε οτιδήποτε άλλο που τύγχανε να είναι αποδεκτό και να εξυπηρετεί. Τα μεγάλα χρέη γραφόταν σε σφηνοειδείς πλάκες, ως διασφάλιση για τα δυο μέρη της συναλλαγής.

Ασφαλώς αγορές υπήρχαν. Οι τιμές συγκεκριμένων αγαθών που δεν παραγόταν υπό τον έλεγχο του ναού, ή του παλατιού και που συνεπώς δεν υπόκειντο σε  διαχειριζόμενους πίνακες τιμών, είχαν την τάση να κυμαίνονται, σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες της προσφοράς και ζήτησης. Όμως οι περισσότερες πραγματικές καθημερινές αγοραπωλησίες, συγκεκριμένα εκείνες που δεν γίνονταν μεταξύ απολύτως ξένων, φαίνεται να έχουν γίνει με πίστωση. Οι «γυναίκες της μπύρας» και οι τοπικοί ξενοδόχοι λόγου χάρη, πουλούσαν μπύρα και συχνά νοίκιαζαν δωμάτια. Οι πελάτες δεν τους πλήρωναν αμέσως, αλλά «τα έγραφαν» (π.χ. στο τεφτέρι). Συνήθως τα πλήρωναν μαζεμένα τον καιρό της συγκομιδής. Οι πωλητές των αγορών προφανώς ενεργούσαν, όπως κάνουν σήμερα σε μικρές αγορές στην Αφρική ή την κεντρική Αμερική, όπου δημιουργούν λίστες από έμπιστους πελάτες, στους οποίους μπορούν να επεκτείνουν την πίστωση.

Το συνήθειο του χρήματος με τόκο επίσης προέρχεται από τη Σουμερία. Παρέμενε λόγου χάρη άγνωστο στην Αίγυπτο. Τα επιτόκια σταθερά στο 20%, παρέμειναν έτσι για 2000 χρόνια (αυτό δεν ήταν σημάδι κυβερνητικού ελέγχου στην αγορά: σ’ εκείνη τη φάση τέτοιοι θεσμοί κατέστησαν δυνατή την ύπαρξη αγορών). Αυτό όμως οδήγησε σε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ειδικά σε χρονιές με κακές σοδειές, οι χωρικοί άρχιζαν να γίνονται απελπιστικά χρεωμένοι στους πλούσιους, να παραδίδουν τα χωράφια τους και εν τέλει τα μέλη της οικογένειάς τους σε χρεωστικά δεσμά. Σταδιακά αυτή η κατάσταση φαίνεται να έχει επιφέρει κοινωνική κρίση – όχι τόσο οδηγώντας σε λαϊκές εξεγέρσεις – όσο αναγκάζοντας τους μέσους πολίτες να εγκαταλείπουν εξολοκλήρου τις πόλεις και τις κατοικημένες περιοχές και να γίνονται ημινομάδες ληστές και επιδρομείς. Σύντομα έγινε παράδοση για κάθε νέο ηγεμόνα να κάνει μια νέα αρχή, ακυρώνοντας όλα τα χρέη και δηλώνοντας γενική αμνηστία ή ελευθερία, έτσι ώστε οι υπόχρεοι εργάτες να μπορέσουν να γυρίσουν στις οικογένειές τους (είναι σημαντικό ότι η πρώτη γνωστή στην ανθρωπότητα λέξη που αναφέρεται στην έννοια της ελευθερίας, η σουμέρια λέξη «αμαργκα», κυριολεκτικά σημαίνει «επιστροφή στη μητέρα»). Οι βιβλικοί προφήτες θεσμοθέτησαν μια παρόμοια συνήθεια το Ιωβηλαίο, όπου ομοίως έπειτα από επτά χρόνια όλα τα χρέη ακυρώνονταν. Αυτό είναι και ο άμεσος πρόγονος της έννοιας της «λύτρωσης» της καινής διαθήκης. Όπως τόνισε και ο οικονομολόγος Michael Hudson, φαντάζει μια από τις δυστυχίες της παγκόσμιας ιστορίας, το γεγονός ότι ο θεσμός του δανεισμού χρημάτων με τόκο διαδόθηκε από τη Μεσοποταμία, χωρίς ως επί το πλείστο να συνοδεύεται από τα πρώιμά του ισοζύγια και ελέγχους

II. Αξονική περίοδος (800 π.χ. – 600 μ.Χ.)

Επικρατούσα χρηματική μορφή: μεταλλικά νομίσματα και πολύτιμα μέταλλα.

Αυτή ήταν η εποχή που είδε τη γέννηση του συστήματος των μεταλλικών νομισμάτων καθώς και όλων των μεγάλων θρησκειών2 στην Κίνα, στην Ινδία και στη Μέση ανατολή. Από την εποχή των Εμπόλεμων Κρατών στην Κίνα, μέχρι τη διάσπαση της Ινδίας και τη σφαγή και μαζική υποδούλωση, που συνόδευσε την επέκταση (και έπειτα διάλυση) της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν μια περίοδος θεαματικής δημιουργικότητας στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αλλά επίσης και ισότιμα θεαματικής βίας.

Το σύστημα των μεταλλικών νομισμάτων, που επέτρεψε την κυριολεκτική χρήση του χρυσού και του ασημιού ως μέσο συναλλαγών, επίσης κατέστησε δυνατή τη δημιουργία των αγορών με τη σημερινή περισσότερο γνωστή και απρόσωπη έννοια του όρου. Τα πολύτιμα μέταλλα ήταν πολύ πιο κατάλληλα σε μια εποχή γενικευμένου πολέμου, για τον προφανή λόγο ότι μπορούσαν να κλαπούν. Το σύστημα των μεταλλικών νομισμάτων ασφαλώς δεν ανακαλύφθηκε για να διευκολύνει το εμπόριο (οι Φοίνικες οι ικανότεροι έμποροι του αρχαίου κόσμου, ήταν από τους τελευταίους που το υιοθέτησαν). Φαίνεται ότι πρωτοανακαλύφθηκε για την πληρωμή των στρατιωτών, πιθανώς πρώτα από όλους, από τους πρώτους ηγεμόνες της Λυδίας στη Μικρά Ασία, για να πληρώνουν τους Έλληνες μισθοφόρους. Η Καρχηδόνα, άλλο ένα μεγάλο εμπορικό έθνος, άρχισε να κόβει νομίσματα πολύ αργά και ευρέως για να πληρώνει τους ξένους στρατιώτες.

Διαμέσου της αρχαιότητας κάποιος μπορεί να συνεχίσει να συζητά γι’ αυτό που ο Geoffrey Ingham έχει ονομάσει «σύμπλεγμα του στρατιωτικού συστήματος νομισμάτων». Θα ήταν καλύτερα να το αποκαλούσε «σύμπλεγμα της δουλείας και του στρατιωτικού συστήματος νομισμάτων», καθώς η εξάπλωση των νέων στρατιωτικών τεχνολογιών (Έλληνες οπλίτες, ρωμαϊκές λεγεώνες) πάντα ήταν στενά συνδεδεμένη με την αιχμαλώτιση και το εμπόριο δούλων. Η άλλη μεγάλη πηγή δούλων ήταν το χρέος: τώρα που τα κράτη δεν έσβηναν πια τα χρέη περιοδικά (όπως γινόταν στο παρελθόν), τα άτομα που δεν είχαν την τύχη να είναι πολίτες των μεγάλων στρατιωτικά πόλεων-κρατών (των οποίων οι πολίτες γενικώς προστατευόταν από ληστρικούς δανειστές), ήταν απλά θύματα κυνηγιού. Τα πιστωτικά συστήματα της Εγγύς Ανατολής δεν κατάρρευσαν λόγω οικονομικού ανταγωνισμού. Καταστράφηκαν από τις στρατιές του Αλέξανδρου – στρατιές που χρειάζονταν μισό τόνο ασημιού τη μέρα για μισθούς. Τα ορυχεία όπου ο ορυκτός πλούτος εξορυσσόταν, γενικότερα λειτουργούσαν με δούλους. Οι στρατιωτικές εκστρατείες με τη σειρά τους διασφάλιζαν μια ατέρμονη ροή νέων δούλων. Τα αυτοκρατορικά φορολογικά συστήματα, όπως προαναφέρθηκε, σχεδιάστηκαν για να υποχρεώσουν ευρέως τους υποτελείς της αυτοκρατορίας να δημιουργήσουν αγορές, έτσι ώστε οι στρατιώτες (και ασφαλώς και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι) να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αυτόν τον ορυκτό πλούτο, αγοράζοντας ό,τι επιθυμούσαν. Το είδος των απρόσωπων αγορών που κάποτε έτειναν να ξεφυτρώνουν ανάμεσα στις κοινωνίες, ή στις παρυφές των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τώρα είχαν αρχίσει να διαπερνούν την κοινωνία ως σύνολο.

Όσο αμαρτωλή και να είναι η προέλευσή τους, η δημιουργία νέων μέσων συναλλαγής (το σύστημα των μεταλλικών νομισμάτων φαίνεται να έχει εμφανιστεί σχεδόν ταυτόχρονα στην Ελλάδα, στην Ινδία και στην Κίνα), φαίνεται να έχει βαθιές πνευματικές επιπτώσεις. Κάποιοι έχουν υπερβάλει τόσο, ώστε να λένε ότι η ύπαρξη της ελληνικής φιλοσοφίας κατέστη δυνατή, εξαιτίας εννοιολογικών καινοτομιών, που έγιναν γνωστές από το σύστημα των μεταλλικών νομισμάτων. Η πιο εντυπωσιακή άποψη όμως είναι η εμφάνιση αυτού που έπειτα θα γινόταν οι σύγχρονες θρησκείες: προφητικός ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, βουδισμός, τζαϊνισμός, κομφουκιανισμός, ταοϊσμός και κάποια στιγμή ισλαμισμός, σχεδόν στις ακριβείς στιγμές και τοποθεσίες, όπου κάποιος επίσης βλέπει την πρώιμη διάδοση του συστήματος των μεταλλικών νομισμάτων. Αν και οι ακριβείς σύνδεσμοι ακόμα μένει να εξερευνηθούν πλήρως, με κάποιο τρόπο αυτές οι θρησκείες φαίνεται να έχουν εμφανιστεί με άμεση απόκριση στη λογική των αγορών. Για να θέσουμε το ζήτημα κάπως ωμά:  αν κάποιος υποβιβάζει έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο απλώς στην εγωιστική απόκτηση υλικών αγαθών, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι σύντομα κάποιος άλλος θα έρθει να αντιπαραθέσει ένα άλλο πεδίο, μέσω του οποίου θα κηρύσσει – από μια ύψιστη αξιακή άποψη – ότι τα υλικά αγαθά είναι ασήμαντα κι ο εγωισμός – ή ακόμα και ο ίδιος ο εαυτός – απατηλός.

III. Μεσαίωνας (600 μ.Χ. – 1500 μ.Χ.)3

Η επιστροφή στο εικονικό πιστωτικό χρήμα.

Αν η «Αξονική περίοδος» ήταν μάρτυρας στην εμφάνιση συμπληρωματικών ιδανικών σε εκείνα των αγορών αγαθών και των παγκόσμιων θρησκειών, ο Μεσαίωνας ήταν η περίοδος όπου αυτοί οι δύο θεσμοί άρχισαν να ενοποιούνται. Οι θρησκείες άρχισαν να επικρατούν των συστημάτων αγορών. Καθετί από το διεθνές εμπόριο μέχρι την οργάνωση τοπικών εμποροπανηγυριών, περατωνόταν ολοένα και περισσότερο διαμέσου κοινωνικών δικτύων, που ορίζονταν και ρυθμίζονταν από τις θρησκευτικές αρχές. Αυτό με τη σειρά του κατέστησε δυνατή την επιστροφή σε όλη την Ευρασία, διαφόρων μορφών εικονικού πιστωτικού χρήματος.

Στην Ευρώπη όπου όλο αυτό έλαβε χώρα υπό την αιγίδα του χριστιανισμού, η κυκλοφορία και χρήση νομισμάτων ήταν σποραδική και άνισα διαθέσιμη. Οι τιμές μετά το 800 μ.Χ. υπολογιζόταν ευρέως σε όρους μιας παλιάς καρολίγγειας (αλλιώς καρλομαγνικής) ισοτιμίας, που πλέον δεν υπήρχε (στην πραγματικότητα γινόταν αναφορές σε αυτή ως «φανταστικό χρήμα»), όμως παρ’ όλα αυτά οι καθημερινές αγοραπωλησίες διεκπεραιώνονταν ως επί το πλείστο με άλλους τρόπους. Ένα σύνηθες μέσο για παράδειγμα ήταν η χρήση των tally-sticks (θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «χρεωστικά ξυλάκια»). Επρόκειτο για κάποια κομμάτια ξύλου που πάνω είχαν χαραγμένο το χρέος και τα έσπαζαν στα δύο. Το ένα κομμάτι το κρατούσε ο οφειλέτης και το άλλο ο πιστωτής. Συνηθισμένη ήταν η χρήση αυτών σε μεγάλο μέρος της Αγγλίας μέχρι και τον 16ο αιώνα. Τις μεγαλύτερες συναλλαγές τις διαχειριζόταν με συναλλακτικούς λογαριασμούς, με τα μεγάλα εμπορικά πανηγύρια να εξυπηρετούν ως τα κέντρα συναλλαγών τους. Εν τω μεταξύ η εκκλησία πρόσφερε ένα νόμιμο πλαίσιο, επιβάλλοντας αυστηρούς ελέγχους στη χρηματική πίστωση και απαγορεύσεις στις χρεωστικές δεσμεύσεις.

Το πραγματικό νευρικό κέντρο του μεσαιωνικού οικονομικού κόσμου ήταν ο ινδικός ωκεανός, οποίος μαζί με τους δρόμους των καραβανιών της κεντρικής Ασίας, συνέδεε τους μεγάλους πολιτισμούς της Ινδίας, της Κίνας και της Μέσης Ανατολής. Εδώ το εμπόριο συντελούνταν μέσα στο πλαίσιο του Ισλάμ, το οποίο όχι μόνο παρείχε μια νόμιμη δομή αρκετά αγώγιμη στις εμπορικές δραστηριότητες (ενώ απαγόρευε εξολοκλήρου τον έντοκο δανεισμό χρημάτων), αλλά επίσης επέτρεπε τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ εμπόρων σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του κόσμου, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία μιας ποικιλίας εξελιγμένων εργαλείων πίστωσης. Στην πραγματικότητα η δυτική Ευρώπη ήταν όπως σε πολλά πράγματα άλλωστε, σχετικά καθυστερημένη από αυτή την άποψη: οι περισσότερες από τις οικονομικές καινοτομίες που έφτασαν στην Ιταλία και στη Γαλλία τον 11ο και 12οαιώνα, ήδη χρησιμοποιούνταν ευρέως στην Αίγυπτο ή στο Ιράκ από τον 8ο ή 9οαιώνα. Η λέξη «τσεκ» (επιταγή) για παράδειγμα, προέρχεται από την αραβική λέξη «sakk» και δεν είχε εμφανιστεί στα αγγλικά παρά μόνο γύρω στο 1220 μ.Χ.

Η περίπτωση της Κίνας είναι ακόμα πιο περίπλοκη: ο Μεσαίωνας εκεί ξεκίνησε με την ταχεία διάδοση του βουδισμού, ο οποίος ενώ δεν ήταν σε θέση να ενεργοποιήσει νόμους ή να ρυθμίσει το εμπόριο, κινήθηκε γρήγορα ενάντια στους τοπικούς τοκογλύφους, με την ανακάλυψη του ενεχυροδανειστηρίου – με τα πρώτα εξ αυτών να βρίσκονται σε βουδιστικούς ναούς, προσφέροντας στους φτωχούς αγρότες μια εναλλακτική λύση από εκείνη του τοπικού τοκογλύφου. Παρ’ όλα αυτά, πολύ πιο πριν το κράτος είχε επαναδιεκδικήσει το ρόλο του, όπως συνηθίζει άλλωστε να κάνει το κράτος στην Κίνα. Όμως καθώς το έκανε αυτό, όχι μόνο ρύθμισε τα επιτόκια και επιχείρησε να καταργήσει το θεσμό της υποχρεωτικής εργασίας προς αποπληρωμή χρεών, αλλά επίσης απομακρύνθηκε εντελώς από το σύστημα των μεταλλικών νομισμάτων, ανακαλύπτοντας τα χαρτονομίσματα. Όλο αυτό συνοδεύτηκε πάλι από την ανάπτυξη μιας ποικιλίας σύνθετων οικονομικών εργαλείων.

Όλο αυτό δεν σημειώνεται για να ειπωθεί ότι αυτή η περίοδος δεν είχε σφαγές και πλιάτσικα (ιδίως κατά τις μεγάλες νομαδικές εισβολές), ή ότι το σύστημα των μεταλλικών κερμάτων δεν ήταν σε αρκετούς τόπους και στιγμές ένα σημαντικό μέσο συναλλαγών. Παρ’ όλα αυτά αυτό που πραγματικά χαρακτηρίζει αυτήν την περίοδο, φαίνεται να είναι μια κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα είδε το χρήμα να είναι αρκετά αποσυνδεδεμένο από καταναγκαστικούς οργανισμούς. Κάποιος θα μπορούσε να μας πει ότι οι ανταλλακτές χρημάτων καλούνταν πίσω στους ναούς, όπου και ήταν δυνατόν να εποπτευτούν. Το αποτέλεσμα ήταν η άνθιση θεσμών, που προϋπέθεταν ένα μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικής εμπιστοσύνης.

IV. Εποχή των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών (1500-1971)

Η επιστροφή των πολύτιμων μετάλλων

Με τον ερχομό των μεγάλων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών – της ιβηρικής και έπειτα της βορειοατλαντικής – ο κόσμος έγινε μάρτυρας μιας επιστροφής στη μαζική δουλεία, στο πλιάτσικο, στους πολέμους καταστροφών και την επακόλουθη ταχεία επιστροφή των χρυσών και ασημένιων νομισμάτων ως πρωταρχική μορφή κυκλοφορούντος νομίσματος. Η ιστορική έρευνα πιθανώς να καταλήξει δείχνοντας ότι η προέλευση αυτών των αλλαγών ήταν πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι συνηθισμένα θα υποθέταμε. Μερικές από αυτές είχαν αρχίσει να συμβαίνουν ακόμα και πριν από την κατάκτηση του Νέου Κόσμου. Ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιστροφής στα μεταλλικά νομίσματα για παράδειγμα, ήταν η εμφάνιση λαϊκών κινημάτων στην Κίνα κατά την πρώιμη δυναστεία των Μινγκ, τον 15οκαι 16ο αιώνα, που τελικά ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει όχι μόνο τα χαρτονομίσματα, αλλά και κάθε προσπάθεια να επιβάλλει το δικό της νόμισμα. Αυτό οδήγησε στην επιστροφή της τεράστιας κινέζικης αγοράς στη χρήση ασημιού μη κομμένου σε νομίσματα. Καθώς οι φόροι επίσης σταδιακά μετατρεπόταν σε ασήμι, σύντομα η μέση επίσημη κινέζικη πολιτική έγινε η προσπάθεια να έρθει όσο το δυνατόν περισσότερο ασήμι στη χώρα, έτσι ώστε να κρατηθεί το επίπεδο των φόρων χαμηλό και να αποφευχθούν μελλοντικές εξεγέρσεις και κοινωνικές αναταραχές. Η ξαφνική τεράστια ζήτηση ασημιού είχε επιπτώσεις σε όλη την υφήλιο. Τα περισσότερα από τα πολύτιμα μεταλλεύματα που λαφυραγώγησαν οι ισπανοί κατακτητές και αργότερα εξόρυξαν από τα ορυχεία του Μεξικού και του Ποτόσι (με σχεδόν ανυπολόγιστο κόστος ανθρώπινων ζωών), κατέληξαν στην Κίνα. Αυτές οι παγκόσμιας κλίμακας επαφές που τελικά αναπτύχθηκαν στον Ατλαντικό, Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό, έχουν καταγραφεί με μεγάλη λεπτομέρεια. Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι η αποσύνδεση του χρήματος από τους θρησκευτικούς οργανισμούς και η επανασύνδεσή του με καταναγκαστικούς (συγκεκριμένα με το κράτος), συνοδεύτηκε από μια ιδεολογική επιστροφή στον «μεταλλισμό»4.

Η πίστωση υπό αυτή την έννοια ήταν εξολοκλήρου ένα θέμα των κρατών που διέπονταν ευρέως από ελλειμματική χρηματοδότηση, μια είδους πίστωση που με τη σειρά της ανακαλύφθηκε για να χρηματοδοτήσει ολοένα και πιο πολυδάπανους πολέμους. Σε διεθνές επίπεδο η βρετανική αυτοκρατορία ήταν πιστή στη διατήρηση του κανόνα του χρυσού το 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ στις Η.Π.Α. λάμβαναν χώρα μεγάλες πολιτικές μάχες σχετικά με το αν ο κανόνας του χρυσού ή του ασημιού θα έπρεπε να επικρατήσει.

Αυτή επίσης ήταν φανερά η περίοδος την ανόδου του καπιταλισμού, της βιομηχανικής επανάστασης, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ούτω καθ’ εξής. Αυτό που προσπαθώ να κάνω τώρα δεν είναι να αρνηθώ τη σημασία τους, αλλά να προσφέρω ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να δει τέτοια οικεία συμβάντα, μέσα από ένα λιγότερο οικείο πρίσμα. Λόγου χάρη, γίνεται ευκολότερος ο εντοπισμός των δεσμών μεταξύ πολέμου, καπιταλισμού και δουλείας. Ο θεσμός της μισθωτής εργασίας για παράδειγμα, έχει προέλθει ιστορικά από αυτόν της δουλείας (τα πιο πρώιμα συμβόλαια μισθών που γνωρίζουμε, από την Ελλάδα μέχρι τις μαλαισιανές πόλεις κράτη, ήταν στην πραγματικότητα ενοικιάσεις δούλων) και επίσης πάντα είχε την τάση ιστορικά να είναι στενά συνδεδεμένος με διάφορες μορφές υποχρεωτικής εργασίας για την αποπληρωμή χρέους – όπως άλλωστε παραμένει και σήμερα. Το γεγονός ότι έχουμε συμπεριλάβει τέτοιες έννοιες σε μια γλώσσα ελευθερίας, δεν σημαίνει ότι αυτό που σήμερα θεωρούμε οικονομική ελευθερία, δεν βασίζεται εν τέλει σε μια λογική που κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, έχει θεωρηθεί η απόλυτη ουσία της δουλείας.

V. Σημερινή εποχή (1971 και έπειτα)

Η αυτοκρατορία του χρέους

Η σημερινή εποχή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ξεκινήσει στις 15 Αυγούστου του 1971, όταν ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Richard Nixon επίσημα ανέστειλε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και δημιούργησε με αποτελεσματικό τρόπο τα σημερινά καθεστώτα των κυμαινόμενων ισοτιμιών. Έχουμε επιστρέψει αν μη τι άλλο, σε μια εποχή εικονικού χρήματος, στην οποία οι καταναλωτικές αγορές στις πλούσιες χώρες σπανίως περιλαμβάνουν ακόμα και χαρτονομίσματα και οι εθνικές οικονομίες έχουν ως κανόνα το καταναλωτικό χρέος. Είναι αυτή η έννοια κατά την οποία μπορούμε να μιλήσουμε για «οικονομικοποίηση» του κεφαλαίου, όπου η κερδοσκοπία στις ισοτιμίες και στα οικονομικά εργαλεία εδραιώνεται, αποκομμένη από κάθε άμεση σχέση με την παραγωγή ή ακόμα και με το εμπόριο. Αυτός είναι ασφαλώς ο τομέας που έχει εισέλθει σήμερα σε κρίση.

Τι μπορούμε να πούμε στα σίγουρα για αυτήν τη νέα εποχή; Μέχρι τώρα πολύ πολύ λίγα. Τριάντα ή σαράντα χρόνια είναι τίποτα σχετικά με τα χρόνια που εξετάσαμε. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η εποχή έχει μόλις ξεκινήσει. Παρ’ όλα αυτά η συνεχιζόμενη ανάλυση όσο ωμή και να είναι αυτή, μας επιτρέπει να κάνουμε, κατόπιν ενημέρωσης, κάποιες προτάσεις.

Ιστορικά όπως έχουμε δει, οι εποχές του εικονικού πιστωτικού χρήματος έχουν συμπεριλάβει τη δημιουργία κάποιων ειδών επιβαλλόμενων θεσμών – η ιερή βασιλεία της Μεσοποταμίας, οι μωσαϊκές επέτειοι (Ιωβηλαία), η Σαρία και οι εκκλησιαστικοί νόμοι – οι οποίοι θέτουν ενός είδους ελέγχους στις πιθανές καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες του χρέους. Σχεδόν ομοίως συμπεριλαμβάνουν θεσμούς (συνήθως όχι αυστηρά ισομεγέθεις του κράτος, αλλά μεγαλύτερους) για την προστασία των οφειλετών. Μέχρι στιγμής η κίνηση αυτή τη φορά ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση: αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’80 ξεκινήσαμε να βλέπουμε τη δημιουργία του πρώτου αποτελεσματικού πλανητικού διαχειριστικού συστήματος, που λειτουργεί διαμέσου του ΔΝΤ, της παγκόσμιας τράπεζας, εταιριών και άλλων οικονομικών οργανισμών, κατά βάση για να προστατέψουν τα συμφέροντα των οφειλετών. Όμως αυτός ο μηχανισμός σύντομα έπεσε σε κρίση, πρωτίστως από την υπερβολικά ταχεία ανάπτυξη παγκόσμιων κοινωνικών κινημάτων (το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης), το οποίο αποτελεσματικά κατέστρεψε την ηθική εξουσία οργανισμών όπως το ΔΝΤ, άφησε αρκετούς από αυτούς στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και τώρα στο έλεος της παρούσας τραπεζικής κρίσης και της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης. Καθώς η νέα εποχή του εικονικού χρήματος έχει μόλις ξεκινήσει και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες είναι εξολοκλήρου θολές, μπορούμε ήδη να πούμε ένα ή δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι μια κίνηση προς το εικονικό χρήμα δεν είναι αναγκαστικά από μόνη της μια ύπουλη συνέπεια του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Για ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας συστήματα εικονικού χρήματος σχεδιάστηκαν και ρυθμίστηκαν, για να εξασφαλίσουν ότι τίποτε σαν τον καπιταλισμό δεν θα μπορούσε να προκύψει – τουλάχιστον όχι με την παρούσα του μορφή, όπου το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται σε μια συνθήκη, που σε πολλές άλλες περιόδους της ιστορίας θα θεωρούνταν ισοδύναμη της δουλείας. Το δεύτερο σημείο είναι η υπογράμμιση του απόλυτα κρίσιμου ρόλου της βίας, κατά τον προσδιορισμό των όρων με τους οποίους φανταζόμαστε την «κοινωνία» και τις «αγορές» – και κατ’ επέκταση αρκετών από τις πιο βασικών μας απόψεων για την ελευθερίας. Ένας κόσμος λιγότερο διαποτισμένος από βία, αμέσως θα άρχιζε να αναπτύσσει άλλους θεσμούς. Εν τέλει αν σκεφτούμε το χρέος έξω από τις δίδυμες ιδεολογικές χειροπέδες του κράτους και της αγοράς, τότε ανοίγουν συναρπαστικές δυνατότητες. Λόγου χάρη μπορούμε να ρωτήσουμε: σε μια κοινωνία, όπου αυτή η θεμελίωση της βίας θα είχε εν τέλει αποταχθεί, τι ακριβώς θα όφειλαν οι ελεύθεροι άνθρωποι ο ένας στον άλλο; Τι είδους υποσχέσεις και δεσμεύσεις θα έκαναν μεταξύ τους;

Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα το κάθε άτομο θα είναι σε θέση να υποβάλλει τέτοιες ερωτήσεις. Σε τέτοιες εποχές, ποτέ δεν ξέρεις.

Σημειώσεις

1. Geoffrey W. Gardiner, ‘The Primacy of Trade Debts in the Development of Money\\\’, in Randall Wray (ed.), Credit and State Theories of Money: The Contributions of A. Mitchell Innes, Cheltenham: Elgar, 2004, p.134.

2. Η φράση «Αξονική εποχή» πρωτοδιατυπώθηκε από τον Karl Jaspers, για να περιγράψει τη σχετικά σύντομη περίοδο μεταξύ των 800 π.χ. και 200 π.χ. όπου όπως πίστευε, όλες οι κύριες φιλοσοφικές παραδόσεις τις οποίες γνωρίζουμε σήμερα προέκυψαν ταυτόχρονα στην Κίνα, Ινδία και ανατολική Μεσόγειο. Εδώ το χρησιμοποιώ σύμφωνα με την – κατά τοMumford – πιο ευρεία χρήση του όρου, ως η περίοδος που ήταν μάρτυρας στη γέννηση όλων των υπαρχόντων παγκόσμιων θρησκειών, επεκτείνοντάς την από την εποχή του Ζωροάστρη μέχρι αυτή του Μωάμεθ.

3. Εδώ παραπέμπω το μεγαλύτερο μέρος από αυτό που γενικώς αναφέρεται ως Μεσαίωνας στην Ευρώπη, σε μια πρόωρη περίοδο που χαρακτηρίζεται από τον ληστρικό μιλιταρισμό και την ακόλουθη σημασία του ορυκτού πλούτου: οι επιδρομές των Βίκινγκς και η περίφημη αποκομιδή του danegeld (ετήσιος φόρος που πλήρωναν οι Αγγλοσάξονες στους Δανούς προκειμένου εκείνοι να μην κάνουν επιδρομές, το οποίο έπειτα συνέχισε ως έγγειος φόρος) από την Αγγλία στα 800 μ.Χ., μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις τελευταίες εκδηλώσεις μιας εποχής, όπου ο ληστρικός μιλιταρισμός πήγαινε χέρι χέρι με σωρούς από πλούτη σε χρυσό και ασήμι.

4. Ο μύθος του αντιπραγματισμού και θεωρίες χρήματος-εμπορεύματος ασφαλώς είχαν αναπτυχθεί σ’ εκείνη την περίοδο.

Εκδήλωση-Συζήτηση με τον Eduardo Colombo

Ο Eduardo Colombo γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1929. Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός σε νοσοκομεία αλλά και ως ψυχαναλυτής.

Έχει διατελέσει καθηγητής κλινικής και κοινωνικής ψυχολογίας καθώς και ψυχιατρικής στα πανεπιστήμια της Λα Πλάτα και του Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή.

Αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Κοινωνικής Ψυχιατρικής της Αργεντινής, με πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων.

Η πολιτική του διαδρομή ξεκινάει το 1945 ως φοιτητής, σε ένα ασταθές καθεστώς που για δεκαετίες ακροβατεί ανάμεσα στα πραξικοπήματα και την περονική «δημοκρατία».

Πρώτα συμμετέχει στο φοιτητικό κίνημα, στη συνέχεια στο εργατικό, σε μια περίοδο όπου οι ναυτεργάτες δίνουν ηρωικούς αγώνες, ενώ απ’το 1947 και ύστερα εντάσσεται στη F.O.R.A [Εργατική Ομοσπονδία της Περιοχής της Αργεντινής], την ιστορική αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία της Αργεντινής που παρά τις διαρκείς κρατικές απόπειρες απαγόρευσής της ανθίσταται επίπονα και επίμονα. Το 1949 φυλακίζεται για πρώτη φορά από το περονικό καθεστώς σε μια προσπάθεια καταστολής κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Ο Κολόμπο θα συμμετάσχει σε κάθε εκδοτική και εν γένει θεωρητική προσπάθεια του αναρχικού κινήματος και τα σύντομα διαστήματα όπου αυτή δεν ήταν παράνομη θα είναι «υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο».

Ο Κολόμπο θα φυλακιστεί και άλλες φορές για την ενεργή υποστήριξη και συμμετοχή του στις απεργίες, αλλά και για την πολιτική του στράτευση.

Θα χάσει τη θέση του τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο νοσοκομείο και θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου και ζει από το 1970 και ύστερα.

Θα συνδεθεί αμέσως με το αναρχικό και αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα της Γαλλίας ενώ θα συνδεθεί με μακροχρόνια φιλία και με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα και στα κείμενά του.

Υπήρξε ενεργό μέλος της C.N.T της Γαλλίας ενώ συμμετέχει μέχρι σήμερα στο εκδοτικό της τμήμα στο Παρίσι. Από το 1974 μέχρι το 1978 υπήρξε μέλος της σύνταξης του περιοδικού La Lanterne noire, από το 1983 ως το 1986 του περιοδικού Volontà, και από το 1997 ως σήμερα του περιοδικού Réfractions.

Συγγραφέας πλήθους βιβλίων και άρθρων, επιστημονικών και πολιτικών, που εστιάζουν στην αναρχική θεωρία και στο αναρχικό κίνημα. Συνεχίζει να εργάζεται ως ψυχαναλυτής στο Παρίσι.

Στα ελληνικά κείμενα του έχουν κυκλοφορήσει από το περιοδικό Αυτονοmedia και τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.

Από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες κυκλοφορεί το βιβλίο Αλλάζοντας Παράδειγμα, Αναρχισμός, κοινωνική υποxρέωση και καθήκον υπακοής, ενώ ετοιμάζεται και το Η Βούληση του λαού: Δημοκρατία και Αναρχία.

 

Εκδήλωση-Συζήτηση Eduardo Colombo