Tag Archives: ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ (ΧΑΛΚΙΔΑ)

Χαλκίδα: Δημοτική αγορά δημόσια, κοινωνική, για όλους

gatonia agora

 

Ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός χυλός μας εξοικείωσε, τα τελευταία χρόνια, με τον χαρακτηρισμό «ποντικώνας». Η φωτογραφία, τραβηγμένη την Κυριακή, 1η Δεκεμβρίου 2013, αποδεικνύει περίτρανα το αντίθετο!

Μία πρόταση διαλόγου για τη Χαλκίδα

Του Γιώργου Παπαχριστοδούλου

Τι θα μπορούσε να γίνει με τη Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας; Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία, όπως πληροφορηθήκαμε, ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, η απόφαση χαρακτηρισμού του ιστορικού κτίσματος ως διατηρητέου μνημείου, δημιουργεί νέα δεδομένα (με δεδομένη την πολύχρονη εγκατάλειψη του κτιρίου κι ενόψει των επικείμενων δημοτικών εκλογών).

Αναγκάζει δε τους πολίτες να τοποθετηθούν.
Πριν υποκύψουμε στην ασεβή ακράτεια ενίων δημοτικών συμβούλων οι οποίοι ήδη μαρσάρουν μπουλντόζες για να κατεδαφίσουν το κτίριο (συμμερίζονται μήπως την άποψη ότι «αρχιτεκτονική είναι εκείνο που δίδει ωραία ερείπια»!) ή υιοθετήσουμε τον εμφανή ρατσισμό εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας περί «χρηστών ναρκωτικών τα οποία στεναχωρήθηκαν με την απόφαση», ας στοχαστούμε μερικά πράγματα:
ι ήταν και είναι η Αγορά;
-Γιατί λαϊκή;
-Γιατί δημοτική;
Κατά τη γνώμή μου, η αγορά έχει διττή έννοια: αφενός αναφέρεται στις εμπορικές δραστηριότητες αφετέρου στις δημόσιες – κοινωνικές δραστηριότητες, στον χώρο δηλαδή όπου ο πολίτης σχηματίζει γνώμη και του δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει άμεσα στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Τη δημοτική αγορά της Χαλκίδας, όπως και τις υπόλοιπες στον ελλαδικό χώρο, τις έχουμε ταυτίσει κυρίως με την πρώτη έννοια, κάτι φυσιολογικό, από τη στιγμή που οι αγορές συνιστούν πεδία καθημερινών εμπορικών συν-αλλαγών.
Η αγορά, ωστόσο, είναι κάτι πέρα από το ένα απλό, ψυχρό σύνολο με μανάβικα, χασάπικα, ψαράδικα, καφενείο, παντοπωλείο, τα οποία λειτούργησαν στον χώρο της λαϊκής της Χαλκίδας: η αγορά συγκροτεί, με μία διευρυμένη έννοια, έναν τόπο επικοινωνίας, και επαφής, ανταλλαγής απόψεων, πεδίο κοινωνικής συν-ύπαρξης.
Δεδομένης της κοινωνικής της λειτουργίας για την ύπαρξη και διαιώνιση του νοήματος της πόλης, η δημοτική αγορά της Χαλκίδας αποτέλεσε αυτό που οι αρχιτέκτονες ονομάζουν τοπόσημο. Σημάδι δηλαδή αναγνώρισης της πόλης και της ψυχής της– όπως συμβαίνει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με τον πορθμό του Ευρίπου, το Κόκκινο Σπίτι, το ναό της Αγίας Παρασκευής, τον σταθμό των τρένων, το τζαμί, το καφέ «Βυζαντινό» (παλιότερα, καφενείο του «Μανώλη του τρελού»).
More than a market (κάτι παραπάνω από μία εμπορική αγορά): η Αγορά και η πλατεία της υπήρξαν διαχρονικοί τόποι συνδεδεμένοι με την τοπική ιστορία: εκεί πραγματοποιούνταν οι προεκλογικές ομιλίες των πολιτικών, εκεί αναφέρουν μαρτυρίες ότι πρωτολειτούργησαν το Εργατικό Κέντρο, το πρώτο Μουσείο της πόλης, η Φιλαρμονική του Δήμου, η Τουριστική Αστυνομία. Ακόμη κι όταν οι πολλοί γοητεύτηκαν από την επέλαση του γκλάμουρ και υπέκυψαν στην κυριαρχία των πολυκαταστημάτων (τα οποία άλωσαν την τοπική αγορά), η Δημοτική Αγορά και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω της αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της συλλογικής μνήμης των λαϊκών τάξεων, σημείο πρόσβασης για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα τόσο της πόλης όσο και της ευβοϊκής ενδοχώρας (μέχρι την μεταφορά του σταθμού των υπεραστικών ΚΤΕΛ από την Φαβιέρου εκεί ψώνιζαν οι κάτοικοι των χωριών). Έτσι τη γνώρισε και ο υπογράφων: είτε κατεβαίνοντας από Προκόπι, είτε φεύγοντας για Νεροτριβιά, είτε ανεβαίνοντας για ψώνια από το Κάστρο.
Συνύπαρξη ρυθμών
Όσο για την αρχιτεκτονική της: όπως μας πληροφορεί το τοπικό τμήμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου στην διαφωτιστική γνωμοδότησή του προς τον Δήμο Χαλκιδέων (2010) συνυπάρχουν δύο ρυθμοί: ο απλός νεοκλασικός (κτίσματα επί των οδών Βενιζέλου-Αρεθούσης και Κριεζώτου, Α΄ φάση οικοδόμησης, 1887) και το μοντέρνο κίνημα του Μεσοπολέμου – BAUHAUS (κτίσματα επί της οδού Νεοφύτου, Β’ Φάση οικοδόμησης, 1931). Η σημερινή κατάσταση ερειπίου, για την οποία την απόλυτη ευθύνη φέρουν οι κατά καιρούς εξουσιομανείς διαχειριστές της δημοτικής εξουσίας που συγκάλυψαν άστοχες παρεμβάσεις στο σώμα του κτιρίου, δεν μας επιτρέπει βέβαια να φανταστούμε ότι η Αγορά, εάν αποκατασταθεί, πράγμα εφικτό όπως αναφέρει η προαναφερθείσα γνωμοδότηση του ΤΕΕ, θα αποτελέσει ένα μοναδικό μνημείο αφήγησης της αρχιτεκτονικής ιστορίας της πόλης.
Τουναντίον, διαβάζουμε δημοσιογραφικές υστερίες του περί «ποντικώνα» ή αναφορές περί «ντροπής της Χαλκίδας που πρέπει να τελειώσει άμεσα», όπως δήλωσε ο ιθύνων νους της προσφυγής(2006), τότε δήμαρχος, νυν βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Δημ. Αναγνωστάκης. Με την ευκαιρία επειδή ο κ. Αναγνωστάκης μιλά για «ποικιλώνυμα πολιτικά, οικονομικά και επαγγελματικά συμφέροντα, που αντιστρατεύτηκαν την κοινή προσπάθεια πολιτών και φορέων της τοπικής μας κοινωνίας» να μην προχωρήσει ο χαρακτηρισμός ΟΦΕΙΛΕΙ ΑΜΕΣΑ να τα κατονομάσει. Ο δημόσιος βίος δεν μπορεί να πορεύεται με υπονοούμενα και γενικότητες. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα ώστε να αποφασίσουμε για τα κοινά (έστω κι αν στην πραγματικότητα αντιμετωπιζόμαστε ως υπήκοοι-ψηφοφόροι του κομματο-πελατειακού συστήματος το οποίο συνήθως στηρίζει την περίφημη «οικονομία της αγοράς»).
Η Αγορά είναι λοιπόν αγορά επειδή στεγάζει δραστηριότητες που υπερβαίνουν την στενά εμπορική διάσταση και συγκροτούν έναν δημόσιο χώρο, λαϊκή επειδή εκεί συνυπάρχουν καθημερινοί άνθρωποι, δημοτική επειδή ανήκει στο δήμο, δηλαδή στους πολίτες, σε όλους, όχι τους ιδιώτες ή τους εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους.
Τι πόλη, τι αγορά θέλουμε
Ως πολίτες οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη μνήμη της πόλης, μνήμη που συνδέεται και με το δικαίωμα στην πόλη, την ανεμπόδιστη πρόσβαση όλων στο δημόσιο χώρο δηλαδή ανεξαρτήτως της οικονομικής ή άλλης δύναμης, οφείλουμε να πάρουμε θέση για ένα θέμα το οποίο δεν είναι τεχνικό, θέμα «ειδικών» ή επιστημόνων, αλλά βαθιά πολιτικό.
Τι πόλη θέλουμε λοιπόν; Τι λαϊκή αγορά θέλουμε; Τι ζωή θέλουμε; Το κυρίαρχο σύστημα τοπικής εξουσίας έχει τη δική του πρόταση: μία δημοτική αγορά που είτε θα κατεδαφιστεί για να γίνει πάρκο είτε θα ανοικοδομηθεί για να αποτελέσει πεδίο αμιγώς κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων.
Μία άλλη πρόταση, η οποία αυτονόητα πρέπει να εμπλουτιστεί, θα ήθελε μία Λαϊκή Αγορά:
  • δημόσιο, ελεύθερο, κοινωνικό χώρο, μακριά από την κρατική κηδεμονία και την ιδιωτική υστεροβουλία, ο οποίος θα μπορούσε να στεγάζει καταστήματα- σημεία διανομής προϊόντων της ευβοϊκής γης τα οποία έχουν παραχθεί με σεβασμό στη φύση και χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου προς άνθρωπο, προϊόντα από συνεταιρισμούς, σημεία διανομής προϊόντων οικοτεχνίας και παραδοσιακής τέχνης.
  • Με προτεραιότητα στον αυτόνομο παραγωγό , όχι τις πολυεθνικές. Επιπλέον θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τόπος για χαριστικά παζάρια κοινωνικής αλληλεγγύης, να στεγάσει το κοινωνικό παντοπωλείο και άλλες δομές του δήμου, ως κέντρο τεχνών, με χώρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις, ως σημείο εκμάθησης της αρχιτεκτονικής ιστορία της πόλης, ως τόπος που θα στεγάσει αναζητήσεις της νεολαίας, θα καλύψει ανάγκες της τρίτης ηλικίας, θα εντάξει δημιουργικά τους μετανάστες στην τοπική κοινωνία. Με δωρεάν ασύρματο ίντερνετ, βιβλιοθήκη, κλπ.
  • Ε, ας φτιαχτεί και ένα μικρό, συνεργατικό κυλικείο-καφέ που θα προσφέρει τα βασικά και το τυχόν πλεόνασμά του θα διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς.
Κριτήριο δηλαδή θα πρέπει να είναι η κάλυψη των κοινωνικών-οικολογικών αναγκών σε συνδυασμό με τη διατήρηση τη αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Χαλκίδας, όχι το κέρδος. Τα χρήματα από τις δραστηριότητες (ενοίκια, κλπ.) θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν και την αποκατάσταση του κτιρίου. Τη γενική εποπτεία σε θέματα διαχείρισης και διαφάνειας του όλου εγχειρήματος να έχει ένα σώμα πολιτών, κληρωτών και άμεσα ανακλητών, οι οποίοι κάθε χρόνο θα ελέγχουν τα πεπραγμένα και θα καταθέτουν δημόσια τον απολογισμό.
Όλα αυτά ασφαλώς έχουν ως προϋπόθεση οι πολίτες να το θελήσουν συμμετέχοντας μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων και παράλληλα το κτιριακό σύνολο της Αγοράς θα αντιμετωπιστεί ως ενιαίο σύνολο με την ομώνυμη, γειτονική πλατεία η οποία κακόπαθε από τη δικτατορία του αυτοκινήτου και την ανοησία των δημοτικών αρχών που έφτιαξαν μία από τις ασχημότερες «πλατείες» – γκαράζ στο κέντρο νεοελληνικής πόλης.
Άμεσα να διενεργηθεί αυτοψία από ανεξάρτητη επιτροπή για την στατικότητα του κτιρίου, να καθαριστεί ο χώρος, να διενεργηθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών για το σύνολο αγορά-πλατεία και παράλληλα να κατατεθούν δημόσιες προτάσεις από φορείς και πολίτες με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Αναδημοσίευση από: http://xarmada.blogspot.gr/2013/12/blog-post.html

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ: ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ή ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ;

agora111

Το διαιωνιζόμενο αίσχος της Δημοτικής Αγοράς στη Χαλκίδα  είναι μία ακόμη απόδειξη (ίσως η πιο κατάπτυστη) της συνεχούς διαπλοκής και υποκρισίας όσων κυβέρνησαν και συνεχίζουν να κυβερνούν την πόλη. Απόδειξη, επίσης, ανικανότητας αλλά και έλλειψης προοπτικής αφού μάλλον η μόνη τους επιδίωξη είναι η εξυπηρέτηση ή η εξουσιαστική διαχείριση συγκρουόμενων οικονομικών συμφερόντων, στην τετραετία που αναλογεί στον καθένα. Το ότι όμως τόσα χρόνια δεν καθάριζαν το χώρο της εγκαταλελειμμένης δημοτικής αγοράς προκαλώντας εσκεμμένα (όπως οι ίδιοι δηλώνουν χωρίς να ντρέπονται) δυσοσμία και βρωμιά στο κέντρο της πόλης για να εκβιάσουν  την οργή των πολιτών (όπως οι ίδιοι παραδέχονται), πώς να το χαρακτηρίσουμε; Είναι γελοίοι και επικίνδυνοι. Πώς είναι δυνατόν όμως τέτοιου είδους εξουσιαστικοί τσαμπουκάδες να επιβάλλονται σε μια ολόκληρη πόλη και κανένας να μην μιλάει;

Το ζήτημα ξαναφούντωσε την προηγούμενη εβδομάδα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να επιτρέψει την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς, λύνοντας τα χέρια στα αρπακτικά που εποφθαλμιούν το χώρο τόσα χρόνια. Καμία μέριμνα για τον κοινωνικό χαρακτήρα, την ιστορική μνήμη, καμία αναφορά στο  τμήμα της Δημοτικής Αγοράς το οποίο αποτελεί ένα από τα πρώτα οικοδομήματα σε ρυθμό BAUHAUS στην Ελλάδα.  Τι τους νοιάζει; Ένα τους νοιάζει: η ανάπτυξη, οι μπίζνες δηλαδή.

Αναδημοσιεύουμε το κείμενο που είχε μοιράσει το Μαύρο Πιπέρι το 2006, την τελευταία φορά που κορυφώθηκε η συζήτηση γύρω από το θέμα και το οποίο παραμένει ακόμη επίκαιρο.

agor

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ή ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ;

“Μπρος στην αναγκαιότητα γρήγορης κατασκευής ολόκληρων πόλεων, χτίζουμε νεκροταφεία από μπετόν – αρμέ, όπου μεγάλες μάζες του πληθυσμού είναι αναγκασμένες να πλήττουν μέχρι θανάτου…Για τους αστούς που κατεδαφίζουν και ανοικοδομούν την πόλη τους καθημερινά το μόνο που αξίζει την αιωνιότητα είναι η αυξανόμενη ροή βραχύβιων προϊόντων”  I.S

Ζούμε σε μια πόλη όπου τίποτα σχεδόν από την μακραίωνη ιστορία της δεν έμεινε όρθιο. Όλα σχεδόν τα ιστορικά κτίρια και κτίσματά της, κατεδαφίστηκαν στο βωμό του κέρδους και της δήθεν ορθολογικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα τη σύγχρονη τσιμεντούπολη στην οποία ζούμε. Όσα λίγα απέμειναν εγκαταλείπονται στο έλεος της αυτοκαταστροφής. Το κοινό χαρακτηριστικό στο διάβα της ιστορίας, είναι η ενεργητική συνενοχή και συμμετοχή όλων των δημοτικών αρχών που εξουσίασαν τις τύχες και τη μορφή της πόλης. Αποκορύφωμα η σημερινή δημοτική εξουσία η οποία με ύποπτο τρόπο εμμένει στη λύση της κατεδάφισης της δημοτικής αγοράς. Γιατί άραγε; Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε, πρέπει να το θεωρούμε πια δεδομένο και γι’ αυτούς και για τους όποιους επόμενους επίδοξους δημοτικούς άρχοντες: σίγουρα κατευθύνονται με μοναδικό κριτήριο τη λογική της “οικονομικής ανάπτυξης” εξυπηρετώντας οικονομικά συμφέροντα που θα επενδύσουν πάνω στη λεηλασία του αστικού τοπίου. Μας κυβερνάνε ανδρείκελα και σίγουρα η ευθύνη είναι και δική μας αφού τους ψηφίζουμε και τους ανεχόμαστε συνήθως ασυζητητί.
Στην κοινωνία που ζούμε, σχεδόν σε κάθε τομέα, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, που ελέγχουν και καθορίζουν τις επιλογές, είναι μια μικρή ομάδα ανθρώπων (πραγματική ολιγαρχία), ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων το μόνο που έχει να κάνει είναι να δέχεται αυτές τις αποφάσεις παθητικά, να υπόκειται σε έλεγχο, να περιορίζει τη δράση της στα στενά όρια των επιλογών που έχουν ληφθεί από τα πάνω. Στηρίζονται πάνω στη γενικευμένη απάθεια και δρουν ανενόχλητοι στην ουσία. Ως πότε όμως;
Απόδειξη η καθημερινή μας ζωή στην πόλη, σε κάθε επίπεδο του δημόσιου λεγόμενου βίου. Άμεσο παράδειγμα το ζήτημα της κατεδάφισης ή της αποκατάστασης της δημοτικής αγοράς.

Το θέμα, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στο βάθος τους ( δηλαδή από την προοπτική μιας πραγματικά δημοκρατικής, ανθρώπινης, οικολογικά ευαίσθητης και αυτόνομης πόλης), είναι πολύπλοκο. Το δίλημμα που τίθεται είναι αληθινό στην προφάνειά του και ψευδές στο βάθος. Κουβαλάει δηλαδή όλη την αντιφατικότητα του καπιταλιστικού πολιτισμού. Είναι αληθινό γιατί όντως μπροστά στη ριζικότητα του ερωτήματος τασσόμαστε υπέρ της αποκατάστασης του κτιρίου, της διατήρησης του ιστορικού του χαρακτήρα. Το διατηρητέο πατάει πάνω στο νήμα που μας συνδέει με την ιστορία της πόλης. Αποτελεί κομμάτι της τοπικής συλλογικής μνήμης. Ο καπιταλισμός ποτέ δε σεβάστηκε αυτή τη μνήμη, καταστρέφει όλα τα ιστορικά και φυσικά ριζώματα των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, τρανό παράδειγμα οι σύγχρονες απάνθρωπες μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου και η τρομερή οικολογική κρίση του πλανήτη. Παντού οι δημόσιοι χώροι κοινωνικής συνεύρεσης συρρικνώνονται, μεταβάλλονται σε απρόσωπα εμπορικά κέντρα ή σε οδούς που οδηγούν σε αυτά. Μέσα στην οχλοβοή των καταναλωτικών συναλλαγών υποθάλπεται η σιωπή της ίδιας της κοινωνίας. Οπότε η διεκδίκηση, η απαίτηση να αποκατασταθεί ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της δημοτικής αγοράς είναι μορφή αντίστασης απέναντι στη λεηλασία της ιστορικής μνήμης και του οικιστικού περιβάλλοντος της πόλης. Ο καπιταλισμός προσκρούει πάνω στα διατηρητέα κτίρια, στα αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα, γιατί δεν ξέρει τι να τα κάνει, αντιφάσκουν με την ισοπεδωτική λογική του. Έρχονται από άλλες εποχές, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν υποτάσσονταν και δεν κατευθύνονταν από την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού παράγοντα. Αποτελούν ρωγμές στην ομοιομορφία του αστικού τοπίου. Η διεκδίκηση λοιπόν αυτή, δεν είναι νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν, συντηρητική εξύμνηση μιας χαμένης παράδοσης, φόβος απέναντι στην οικοδόμηση του καινούργιου. Είναι η διεκδίκηση ενός ιστορικού χώρου κοινωνικής συνεύρεσης και πρέπει να αναζητήσουμε τους τρόπους πολλαπλασιασμού τέτοιων χώρων μέσα στον ιστό της πόλης.
Από την άλλη, το ζήτημα στο βάθος του είναι ψευδές αν δε βγούμε από την καπιταλιστική λογική που μας μετατρέπει σε απαθή τηλεχαυνωμένα καταναλωτικά όντα και δεν αναζητήσουμε την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας η οποία θα αρνείται το αποκομμένο από τη φύση, αποπνικτικό αστικό περιβάλλον. Το δίλημμα είναι ψευδές, αφού είτε με τη μια είτε την άλλη μορφή, ο συγκεκριμένος χώρος θα δομηθεί για να εξυπηρετήσει την αέναη δίχως νόημα κίνηση του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων, του χρήματος και θα παραδοθεί στους ξέφρενους ρυθμούς της κατανάλωσης. Το ζήτημα είναι ψευδές, γιατί το διατηρητέο μέσα στο σύγχρονο απάνθρωπο πολεοδομικό τοπίο, μετατρέπεται συνήθως σε φανταχτερή μούμια απογυμνωμένη από την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Δε θα δώσουμε εμείς λύση στην επενδυτική δυσπραγία, στο ότι μερικοί χώροι μένουν ανεκμετάλλευτοι με όρους τσεπώματος, γιατί αυτό το ανεκμετάλλευτο της υπόθεσης αφορά αυτούς που έχουν υλικό συμφέρον από τις οιεσδήποτε αλλαγές στη χρήση των πραγμάτων και των χώρων.
Τασσόμαστε λοιπόν μαχητικά υπέρ της αποκατάστασης και της διατήρησης του ιστορικού χαρακτήρα της δημοτικής αγοράς, γιατί θεωρούμε αυτή τη μάχη αντίσταση ενάντια στην κατεδαφιστική καπιταλιστική λαίλαπα.
Επιθυμούμε όμως να πάμε τα πράγματα πάρα πέρα και να ξαναθέσουμε το δημοκρατικό αίτημα στη ριζικότητά του. Θέλουμε να αποκαταστήσουμε το νόημα της δημοκρατίας με τη βαθιά, την πραγματική σημασία της λέξης.
Με αφορμή λοιπόν το ζήτημα που έχει ανακύψει στην αγορά, πέρα από το άμεσο αίτημα για τη διάσωση και αποκατάσταση ενός χαρακτηρισμένου διατηρητέου κτιρίου, είναι ευκαιρία να διερωτηθούμε γύρω από το θέμα μιας πραγματικά δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης της πόλης. Ποιος πρέπει να αποφασίζει τελικά για τη μορφή της πόλης μέσα στην οποία θα ζει; Τι σημαίνει δημοτική αγορά; Αν η λέξη “δημοτική” δεν είναι μια ψεύτικη λέξη, μια απάτη γύρω από την οποία μια ολιγαρχία αποφασίζει για τη ζωή μας, τότε το μόνο νόημα που μένει είναι ότι οι δημότες, οι πολίτες με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, είναι αυτοί που πρέπει να αποφασίζουν, για οτιδήποτε τους αφορά και δικαιωματικά τους ανήκει. Είναι εφικτό, αρκεί να βγούμε από την απάθεια και να γίνουμε τα πραγματικά ενεργά υποκείμενα της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνία είναι δική μας αυτοδημιουργία, άρα ο λόγος και η πράξη πρέπει να ανήκει σε εμάς και όχι σε μια ολιγαρχική εξουσία που θα αποφασίζει δήθεν για το καλό μας.

Τα πράγματα στην κοινωνία δεν είναι εύκολα, αξίζει όμως τον κόπο να παλέψουμε. Λίγη μαγιά θα φουσκώσει το ψωμί.

pipe

Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού

Απρίλιος 2006 Χαλκίδα