Tag Archives: Εθνικισμός-Φασισμός-Ρατσισμός

Με αφορμή το βιβλίο του Γ. Χαμηλάκη «Το έθνος και τα ερείπιά του»

Απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική του Α. Φασούλα που περιλαμβάνεται στο τρέχον, 7ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα

xamilakis_cover

Αρχαίος και Νέος Παρθενώνας: η τυραννία του παρελθόντος

«Μας πήρανε τα μάρμαρα! Ποιος θα ζητήσει τώρα τα οστά των προγόνων μας»; (Μ. Μερκούρη)

Τον Αύγουστο του 2013 ξέσπασε μια μηντιακή καταιγίδα σχετικά με την δήθεν ανακάλυψη του τάφου του Μεγαλέξανδρου στην Αμφίπολη. Το σύντομο αυτό επεισόδιο, ένα ακόμη στην μακρόχρονη σαπουνόπερα του κυνηγιού του χαμένου τάφου-θησαυρού, ξεφούσκωσε λίγες μέρες μετά, αφού προκάλεσε, βέβαια, σωρεία άρθρων. Η συζήτηση για τον «Μέγα Στρατηλάτη», την ελληνικότητα της Μακεδονίας και το ιστορικό συνεχές του ελληνικού έθνους, είχαν γι’ άλλη μια φορά την τιμητική τους κι όλο το ενδιαφέρον για την αρχαιολογική ανασκαφή ενός μνημειώδους τύμβου, έμελλε να ξοδευτεί, σαν ένα ακόμη κούτσουρο, στην φωτιά της εθνικής μας υπερηφάνειας.

Η είδηση για τον τάφο της Αμφίπολης, που επανήλθε και αυτόν τον Αύγουστο αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον, αποτελεί μια θαμπή αντανάκλαση ενός πολύ παλιότερου εγχειρήματος, της σχεδόν εμμονικής προσπάθειας του εθνικού μας αρχαιολόγου Μ. Ανδρόνικου ν’ αποκαλύψει το «μυστικό της Μεγάλης Τούμπας» στη Βεργίνα, ενός εγχειρήματος που κατέληξε το 1977 στην αποκάλυψη δύο τάφων, ένας εκ των οποίων ταυτοποιήθηκε από τον ίδιο τον ανασκαφέα ως ο τάφος του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας. Το «σύνδρομο της Βεργίνας» όπως αποκάλεσε τις «θησαυροθηρικές εξάρσεις» της ελληνικής αρχαιολογικής έρευνας ο αρχαιολόγος Αντώνης Ζώης, φαίνεται να συνδέεται ουσιωδώς με τις εθνικιστικές μας αγωνίες. Το κυνήγι τάφων των Μακεδόνων βασιλέων αποτελεί, στην πραγματικότητα, κυνήγι της ταυτότητας του γένους.

samaras_amfipoli_arx_1

κυνηγός νεκρών

Τα οστά του Φιλίππου βγήκαν από τη μακεδονική γη για να την θωρακίσουν «κατά των πολεμίων της» (ΕκΕ, σ. 153), δένοντας έτσι την μακεδονική αρχαιότητα με τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό και το εθνικό συνεχές γενικότερα. Το ελληνικό πνεύμα, η προγονική αυτή ουσία που διαποτίζει την ιστορία του έθνους από την προϊστορία ως σήμερα, αποκτά υλική υφή, γίνεται απτό κι ορατό· και μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης, γεωγραφικές περιοχές ενώνονται φαντασιακά στο μεγάλο σώμα του έθνους. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, οι χρόνοι αποκαθαίρονται και απορροφούνται από τον εθνικό μύθο. Ο Ανδρόνικος, όπως σημειώνει ο Χαμηλάκης, είχε απόλυτη συνείδηση του ρόλου του. Το έργο του εντάσσεται στην μεγάλη προσπάθεια του έθνους να ολοκληρωθεί. «Γι’ αυτόν, ο ελληνισμός, σύγχρονος και παρελθών, προϊστορικός, κλασικός και βυζαντινός, τα δημοτικά τραγούδια και τα αρχαία τέχνεργα, η ηπειρωτική Ελλάδα, η ελληνική Ανατολία και η Κύπρος ήταν ένα. Η συνέχεια του ελληνικού πνεύματος ήταν αδιαμφισβήτητη» (ΕκΕ, σ. 162- 163). Ο ελληνισμός του Ανδρόνικου μοιάζει, λοιπόν, με κολλάζ του Ελύτη, όπου κλασικά αγάλματα και ορθόδοξα χερουβείμ παντρεύονται με νησιώτικα ξωκλήσια και θαλάσσια όστρακα[1].

Όσο κι αν φανεί περίεργο, η εικόνα αυτή θυμίζει τρομαχτικά την μεταξική ρητορεία περί του παρελθόντος του τόπου. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος, ο κατεξοχήν τεταρταυγουστιανός αρχαιολόγος και υποστηριχτής της μεταξικής δικτατορίας, σε λόγο του το 1939, προσπαθεί να δείξει «πόσο αδιάσπαστος είναι η συνέχεια των γεγονότων, όσα εξειλίχθησαν από της απωτάτης εποχής επί του πατρίου ελληνικού εδάφους. Ηθέλησα να δείξω, ότι η προϊστορία και η ιστορία του εδάφους της πατρίδος μας αποτελούν μιαν συνεχή άλυσιν γεγονότων. [..] Διότι είναι πράγματι αφάνταστος η συνοχή και η συντηρητικότης της φυλής, της ψυχής και της γλώσσης, ήτις ανεπτύχθη επί του εδάφους τούτου επί του οποίου ζώμεν» (ΕκΕ, σ. 225).

Η σύνδεση των ιστορικών χρόνων συνοδεύεται από την επιθυμία σύνδεσης των γεωγραφικών τόπων, των μνημών και των υλικών καταλοίπων. Το εθνικό σώμα πρέπει να είναι ολόκληρο! Και είναι αυτή ακριβώς η «νοσταλγία για το όλον», κατά την έκφραση του Χαμηλάκη, που προστάζει και την επιστροφή των ελληνικών (κατά κανόνα κλασικών) αρχαιοτήτων από τα μουσεία όλου του κόσμου, πίσω, «στη χώρα που τα γέννησε». Το εθνικό φαντασιακό βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση ολοκλήρωσης. Η «Μητέρα-Πατρίδα» αποζητά τα τέκνα της: έλληνες ξενιτεμένους, αγάλματα και μάρμαρα, αλύτρωτες πατρίδες οφείλουν να επιστρέψουν στην θαλπωρή του κόρφου[2].

«Ο Τόμας Μπρους, κόμης του Έλγιν, αφαίρεσε περισσότερα από το ήμισυ των γλυπτών. Μερικά από αυτά τα πήρε από το έδαφος. Μερικά τα γκρέμισε από τον ίδιο το ναό! Από τότε, το πιο εμβληματικό μνημείο κλασικού πολιτισμού στον κόσμο παραμένει ακρωτηριασμένο. Από τότε, τα μάρμαρα της Ακρόπολης ζητούν την επιστροφή των μαρμάρων που λείπουν! Από τότε η χώρα μου προσπαθεί να επιτύχει την επανένωση του Παρθενώνα. Λίγα χρόνια μετά τη λεηλασία του Έλγιν, οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας και κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Αλλά τα κλεμμένα μάρμαρα εξακολουθούν να λείπουν από τον τόπο τους και από τις καρδιές μας». Με αυτά τα λόγια ο Α. Σαμαράς, απευθυνόμενος στου ευρωπαίους υπουργούς οικονομικών στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, υπενθύμισε γι’ άλλη μια φορά την εθνική αξίωση της επιστροφής των τμημάτων του Παρθενώνα από το Βρετανικό μουσείο. Η αλυτρωτική αυτή υπενθύμιση, όμως, αποκαλύπτει και μιαν άλλη πλευρά της εθνικιστικής ρητορείας που, όπως υπογραμμίστηκε και σε προηγούμενα τεύχη μας[3], θέλει τον αγώνα του Γένους, έναν μεγαλειώδη αγώνα επιβίωσης κόντρα στην σκληρή κι αγνώμονα Δύση απ’ την μια πλευρά και στους «εξ ανατολάς εχθρούς» από την άλλη. Στριμωγμένο ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες, το «ανάδελφον έθνος» επιμένει να υπάρχει και να μεγαλουργεί!

Η Μ. Μερκούρη, πρωτεργάτρια της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, έλεγε πως αυτά τα μάρμαρα είναι «η ουσία της ελληνικότητάς μας»[4]. Υπό μία έννοια η Μερκούρη είχε δίκιο. Το αίτημα της επιστροφής των μαρμάρων φαίνεται πράγματι να ενσαρκώνει απόλυτα όλα τα χαρακτηριστικά της «ελληνικότητας»: θυματικό εθνικισμό, αντιδυτικισμό και νοσταλγία για το όλον. Η μη επιστροφή των εξόριστων αδερφών μας στην πάτρια γη γίνεται σύμβολο των αδικιών που αυτός ο δύσμοιρος λαός, από την αρχή της ιστορίας του φαίνεται να υφίσταται, σύμβολο του ατελείωτου «ρωμαίικου καημού».

Αυτή η ουσιοκρατική αντίληψη περί ελληνικότητας, με τα παραπάνω πάντα χαρακτηριστικά, και η συνεπακόλουθη ένταξη των αρχαίων καταλοίπων σ’ αυτό το σχήμα, διατρέχει την ελληνική κοινωνία οριζόντια και κάθετα. Ο Χαμηλάκης, προσεγγίζοντας την λειτουργία του παρελθόντος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, αναδεικνύει τις βαθιές ρίζες του εθνικιστικού φαντασιακού, καθώς ο πυρήνας του εντοπίζεται ακόμη και στην σκέψη των εξορίστων. Ο συγγραφέας επαναφέρει έτσι με θάρρος το ζήτημα του αριστερού εθνικισμού, σκαλίζοντας με προσοχή τις μνήμες των κολασμένων του «Νέου Παρθενώνα».

Με αυτόν τον τίτλο μοστράριζε το επίσημο κράτος εν μέσω Εμφυλίου, τον τόπο που είχε επιλεχθεί για την «αναμόρφωση» και την «εθνική επανένταξη» των κομμουνιστών κι άλλων αριστερών ή γενικώς «αντιφρονούντων» πολιτών. Η υποδήλωση του κλασικού παρελθόντος είναι πασιφανής. Οι εξόριστοι κατασκευάζοντας μικρογραφίες αρχαίων μνημείων και ανεβάζοντας αρχαίες τραγωδίες, έπρεπε να εξαγνιστούν, «ν’ ανανήψουν», να αποτινάξουν το «βαρβαρικό» -ουδόλως ελληνικό, αλλά ξενόφερτο- αριστερό τους παρελθόν και ν’ επιστρέψουν και πάλι στην αγκάλη του Έθνους. Το παρελθόν είναι πανταχού παρόν στη Μακρόνησο.

Έχει ενδιαφέρον ν’ αντιπαραβάλουμε την ανάλυση του Χαμηλάκη με αυτήν που επιχειρεί ο Άκης Γαβριηλίδης στο βιβλίο του Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού[5]. Ο Γαβριηλίδης περιγράφει καταρχάς με εξαιρετικό τρόπο τις διάφορες όψεις του αριστερού εθνικισμού. Προχωρώντας όμως στην ερμηνεία του φαινόμενου, υποστηρίζει πως πρόκειται για μια ψυχολογική προσπάθεια απ’ την πλευρά των αριστερών να επιβιώσουν υπό την ασφυκτική πίεση του κράτους της Δεξιάς, για μια στρατηγική επιλογή συνειδητή ή ασυνείδητη[6]. Εν πάση περιπτώσει, ο εθνικισμός παρουσιάζεται ως ένα χαρακτηριστικό εξωτερικό της αρχικής, αυθεντικής αριστερής σκέψης.

Ο Χαμηλάκης επιχειρώντας με τη σειρά του να ερμηνεύσει το φαινόμενο, φαίνεται να επιλέγει μια πιο σωστή, κατά τη γνώμη μας, ανάγνωση. Χρησιμοποιώντας την έννοια των «υποκρυπτόμενων κειμένων» του Τζαίημς Σκοτ, εξηγεί καταρχήν την υιοθέτηση του εθνικιστικού λόγου ως «στρατηγική συγκεκαλυμμένης αντίστασης». Η εξήγηση αυτή λίγο διαφέρει απ’ την «στρατηγική στροφή» του Γαβριηλίδη. Όμως, ο Χαμηλάκης προχωρά επισημαίνοντας πως «πολλές φορές στον δημόσιο λόγο που παρήγαγαν τα θύματα και οι πολέμιοι της Μακρονήσου, η ουσιοκρατική αντίληψη περί ελληνισμού και ελληνικότητας (που συνεπάγεται την άρρηκτη εθνική συνέχεια και την πολιτισμική ανωτερότητα), αν δεν αναπαραγόταν, τότε τουλάχιστον γινόταν σιωπηρά ή ρητά αποδεκτή. Η ηθική αυθεντία της κλασικής αρχαιότητας δεν αμφισβητούνταν»[7].

Η μεταξική δικτατορία, η Δεξιά, η Χούντα αργότερα, κατηγορήθηκαν συχνά από την Αριστερά για ανθελληνισμό, για προδοσία του αυθεντικού ελληνικού πνεύματος και για προσβολή της μνήμης των προγόνων. Για ό,τι ακριβώς και η Δεξιά κατηγορούσε πάντα την Αριστερά. Η Αριστερά, απ’ την πλευρά της, προέβαλλε ανέκαθεν τον εαυτό της ως την πραγματική πατριωτική δύναμη, πιστή στο αληθινό πνεύμα του ελληνικού λαού που παλεύει αιώνια για την ελευθερία του ενάντια σ’ Ανατολή και Δύση. Λίγο παρεκκλίνουμε από την κυρίαρχη εθνική αφήγηση: «οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουν για την λευτεριά, που δεν τους την εχάρισε κανένας ποτέ, παρά πάντα, από τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας ως το 21 και ως σήμερα, την καταχτήσανε με το αίμα τους και με τον ηρωισμό τους»[8].

[ … ] [1] Ο κόσμος που παρουσιάζεται στα κολλάζ του ποιητή αντιστοιχεί βεβαίως στην ευρύτερη αντίληψή του για την ελληνικότητα η οποία διαπνέει όλη του τη δημιουργία, με το Άξιον Εστί, φυσικά, σε εξέχουσα θέση. Ο ελληνισμός κι εδώ αρθρώνεται ως ένα σύμπλεγμα στοιχείων διαφορετικών ιστορικών περιόδων του ίδιου αιώνιου Έθνους.

Σε αντίστοιχο εγχείρημα φαίνεται να επιδόθηκε πολύ πρόσφατα ο Τζιμ Φρέκλινγκτον, ο οποίος κατασκεύασε μια πραγματική άμαξα-κολλάζ για την βασίλισσα Ελισάβετ του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην άμαξα αυτή συγκολλήθηκαν υλικά θραύσματα της βρετανικής ιστορίας, όπως κομμάτι του πλοίου που κυβερνούσε ο ναύαρχος Νέλσων το 1805 κατά τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, μια παλιά πόρτα της πρωθυπουργικής κατοικίας στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, μια σφαίρα μουσκέτου που χρονολογείται από τη μάχη του Βατερλώ ή ακόμη κομμάτια προερχόμενα από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, τον Πύργο του Λονδίνου, τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ. Ο κατασκευαστής της άμαξας δήλωσε: «Ήθελα να δημιουργήσω κάτι αληθινά ιδιαίτερο για να σηματοδοτήσω τη βασιλεία της βασίλισσας».

[2] Ένα ακόμα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης των αρχαίων μνημείων με όρους συγγένειας, είναι το πολύ πρόσφατο χάπενινγκ της σοπράνο Σόνιας Θεοδωρίδου, που με μια δραματοποιημένη εκδήλωση διαμαρτυρίας, ζήτησε «να επιστρέψουν την Καρυάτιδα στην γη που την γέννησε». Συγκεκριμένα, όπως έγραφαν οι διαδικτυακές σελίδες αναπαράγοντας με θαυμασμό την είδηση: «η διεθνούς φήμης σοπράνο, Σόνια Θεοδωρίδου, συνοδευόμενη από έξι πανέμορφες Ελληνίδες ντυμένες στα λευκά, ως άλλες Καρυάτιδες, μπήκαν στο Βρετανικό μουσείο αναζητώντας την χαμένη «αδερφή τους». [3] Βλ. το κείμενο της ομάδας μας Η άνοδος της φασιστικής ακρο­δεξιάς και ο δημοκρατικός αντιφασισμός, Πρόταγμα τ.5, Δεκέμβριος 2012 και την βιβλικριτική του Ν.Ν. Μάλλιαρη, για τον Α. Γαβριηλίδη , Πρόταγμα τ.6, Δεκέμβριος 2013. [4] Λόγος που εκφώνησε η τότε υπουργός εξωτερικών στο Oxford Union, στις 12 Ιουνίου 1985. [5] Στο 6ο τεύχος του Προτάγματος δημοσιεύεται το πρώτο μέρος λεπτομερούς παρουσίασης και κριτικής στο συγκεκριμένο βιβλίο από τον Ν. Μάλλιαρη, ενώ σε αυτό το τεύχος δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος. [6] Βλ. τη παραπάνω βιβλιοπαρουσίαση, Πρόταγμα 6, σ. 239- 240 [7] Χαμηλάκης, ό.π, σ. 258 [8] Δημήτρης Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, στο Εκλεκτές σελίδες, τομ. 1, Αθήνα, εκδ. Στοχαστής, 1975 [1942], σ. 142. Παρατίθεται στο Χαμηλάκης, ό.π., σ. 259. Αξίζει να σημειωθεί πως το έργο αναδιανεμήθηκε πέρσι, δωρεάν από την Αυγή, ενώ στον Ριζοσπάστη συχνά εμφανίζονται αποσπάσματά του, χαρακτηριζόμενα ως «Ευαγγέλια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα».

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/xamilakis/

Ο Αντισημιτισμός στην Σοσιαλιστική Παράδοση

 Η έκταση των αντι-Εβραϊκών ή δυνητικά αντι-Εβραϊκών εκδηλώσεων εντός της Αριστεράς μπορεί να εκπλήσσει ή να φαίνεται αδιανόητη. Σε τελική ανάλυση, η Αριστερά πάντοτε έλεγε πως υπερασπιζόταν την απελευθέρωση του ανθρώπου. Δυστυχώς όμως, αντισημιτικές ιδέες έχουν εντοπιστεί μεταξύ σοσιαλιστών στοχαστών και αριστερών κύκλων εδώ και δύο αιώνες. Αυτός ο αντισημιτισμός έχει λάβει πληθώρα διαφορετικών εκφράσεων, αλλά κάποια συγκεκριμένα στοιχεία είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά: μία θεμελιώδης απέχθεια για τους Εβραίους ως Εβραίους˙ ισχυρισμοί περί αρνητικών γνωρισμάτων στο χαρακτήρα τους˙ και η απόδοση ευθυνών για οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση και κοινωνική αδικία στους «Εβραίους», ιδωμένους ως μονολιθική οντότητα.

Τον Ιούνιο του 2004 κάτι ασυνήθιστο συνέβη στην Νορβηγική πολιτική σκηνή. Μετά από ένα μακροσκελή δημόσιο διάλογο, το αριστερό κόμμα Rød Valgallianse διέγραψε τον Hans Olav Brendberg, θεολόγο και παλαίμαχο του κόμματος, με την αιτιολογία της διασποράς αντισημιτικών προκαταλήψεων. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αποκλείστηκε από Νορβηγικό κόμμα λόγω του αντισημιτισμού. Ο Brendberg είχε στραφεί με προσβλητικό τρόπο εναντίον των Εβραίων σε αναρίθμητα γραπτά στο ίντερνετ και την αριστερή ημερίσια εφημερίδα Klassekampen. Ισχυρίστηκε πως οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο του Χριστού και πως τρέφουν μίσος για τους μη Εβραίους. Σκιαγράφησε την «Εβραϊκή ισχύ» ως τον θεμέλιο λίθο της διεθνούς και ιδιαίτερα της Αμερικανικής πολιτικής. Οι Εβραίοι, σύμφωνα με τον Brendberg, ασκούν τεράστια επιρροή στην κυβέρνηση Bush  και, μέσω των οικονομικά πανίσχυρων λόμπυ τους, πιέσαν για τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. O Brenderberg άντλησε αρκετούς από τους ισχυρισμούς του απευθείας από πηγές που σχετίζονται με ακροδεξιές ομάδες, κάποιες από τις οποίες αρνούνται το Ολοκαύτωμα.[1]

Το περίεργο με αυτή την ιστορία είναι πως για αρκετό καιρό ένα αριστεριστικό, πρώην Μαοϊκό κόμμα, όπως το Rød Valgallianse επέτρεψε σε μέλος του να διαδώσει αντισημιτικές απόψεις, οι οποίες και δημοσιεύτηκαν στην Klassekampen. Αλλά οι σχέσεις μεταξύ αντισημιτικών ιδεών και φαινομενικά ριζοσπαστικών τάσεων δεν είναι τόσο σπάνιες. Πρόσφατα ο αντισημιτισμός βρέθηκε για ακόμη μια φορά σε άνοδο στην Ευρώπη και η άκρα Δεξιά δεν τον υποδέχτηκε μόνη της. Υπάρχουν και αριστεροί που έχουν υιοθετήσει αντι-εβραϊκές αντιλήψεις, εκφέροντάς τες στο όνομα της εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση, της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων και της μάχης ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Τον Φεβρουάριο του 2003 σε ένα άρθρο στο αντιφασιστικό περιοδικό Searchlight, ο Steve Silver προειδοποιεί την Αριστερά, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αύξηση του αντισημιτισμού, να μην ενδόσει σε εχθρικές συμπεριφορές προς τους Εβραίους. «Ο αντισημιτισμός», γράφει ο Silverman, «δεν προέρχεται πάντα από την φασιστική Δεξιά. Όπως το Αριστερό και εργατικό κίνημα αναγνωρίζει πως είναι απολύτως ικανό να δώσει καταφύγιο σε ρατσιστικές πρακτικές ενάντια στους μαύρους, έτσι πρέπει να αναγνωρίσει και πως η περίπτωση του αντισημιτισμού είναι παρόμοια».[2] Ως παράδειγμα του φλερτ μεταξύ αντισημιτισμού και Αριστεράς, ο Silver αναφέρει την Τροτσκυστική οργάνωση Socialist Voice, στη Βόρεια Αγγλία, η οποία το 2002 προωθούσε μια ιστοσελίδα που ισχυριζόταν πως περιείχε πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του Σιωνισμού. Αλλά αυτή την ιστοσελίδα στην πραγματικότητα την διαχειριζόταν ηγετικό στέλεχος του Institute for Historical Review, γνωστό για την άρνηση του Ολοκαυτώματος.[3]

Ευτυχώς, τέτοια φλερτ με την απροκάλυπτη άρνηση του Ολοκαυτώματος, αν και έχουν προηγούμενο στην Αριστερά, είναι σπάνια.[4] Οι αντισημίτες αριστεροί πιο συχνά βλέπουν τον Εβραϊκό εθνικισμό ως την ίδια την πηγή και κινητήριο δύναμη του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού˙ ισχυρίζονται πως οι Εβραίοι κρύβονται πίσω από διεθνείς εξελίξεις, μέσω οικονομικά πανίσχυρων οργανισμών και λόμπυ˙ και συγκρίνουν τις Ισραηλινές επιθέσεις εναντίον των Παλαιστινίων με την γενοκτονία που διέπραξε η Ναζιστική Γερμανία εναντίον του Ευρωπαϊκού Εβραϊσμού.

Το καλοκαίρι του 2002 η Ολλανδική αντιρατσιστική οργάνωση Defabelvandeillegalεξέτασε μια τέτοια περίπτωση. Μια διαδήλωση υπέρ των Παλαιστινίων είχε λάβει χώρα στο Άμστερνταμ τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Η διαδήλωση αυτή, σύμφωνα με την Defable, είχε αποτελέσει την μεγαλύτερη αντισημιτική διαδήλωση στην Ολλανδία από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο:

Υπήρχαν εκατοντάδες εκδηλώσεις αντισημιτισμού σε όλη την διαδήλωση. Χιλιάδες φωνάζαν ενθουσιαμένοι αντισημιτικά συνθήματα […]. Υπήρχαν αμέτρητες συγκρίσεις μεταξύ των Γερμανών Ναζί και του Ισραήλ. Μερικά παραδείγματα είναι εικόνες του Hitler να χτυπά τον Sharon φιλικά στον ώμο ή ο Sharon με χιτλερικό μουστάκι, «ο Hitler έχει γιο: τον SSharon», «Σταματήστε τον Αδόλφο Sharon», «Μποϋκοτάρετε τονISSrael, μποϋκοτάρετε τον SSharon» και «Το Ισραήλ είναι ναζιστικό κράτος». Όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί της σβάστικας και του αστεριού του Δαυίδ ήταν εκεί: μερικές φορές με τα σύμβολα «=» ή και «>» μεταξύ τους. Συνολικά μετρήσαμε πάνω από 75 σβάστικες. «Οι Εβραίοι είναι Ναζί» ήταν ένα ακόμα σλόγκαν που ακούστηκε. Επανειλημμένα το Ισραήλ κατηγορήθηκε για μια «νέα Shoah»: «Σταματήστε το Παλαιστινιακό Ολοκαύτωμα», «Jenin 2002 = Βαρσοβία 1943», «Άουσβιτς, Σρεμπρένιτσα, Γάζα» και «η Άννα Φρανκ τώρα ζει στην Γάζα».[5]

Καθώς τα αντι-Εβραϊκά συνθήματα και συμπεριφορές προσαρτώνται σε ένα «αντι-ιμπεριαλιστικό» πλαίσιο, πολλοί αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί κύκλοι αποδέχονται όλο και περισσότερο τις θεωρίες συνωμοσίας. Τον Μάρτιο του 2002, μόνο έξι μήνες μετά το επεισόδιο με τον Brendberg, η Νορβηγική εβδομαδιαία Κομμουνιστική εφημερίδα Friheten, δημοσίευσε επιστολή που υποστήριζε πως στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, τέσσερις χιλιάδες Εβραίοι, μέσω μηνυμάτων στα κινητά τους τηλέφωνα, προειδοποιήθηκαν εκ των προτέρων για τις επερχόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις και επομένως δεν πήγαν στην δουλειά τη μέρα εκείνη.[6]

Η έκταση των αντι-Εβραϊκών ή δυνητικά αντι-Εβραϊκών εκδηλώσεων εντός της Αριστεράς μπορεί να εκπλήσσει ή να φαίνεται αδιανόητη. Σε τελική ανάλυση, η Αριστερά πάντοτε έλεγε πως υπερασπιζόταν την απελευθέρωση του ανθρώπου. Δυστυχώς όμως, αντισημιτικές ιδέες έχουν εντοπιστεί μεταξύ σοσιαλιστών στοχαστών και αριστερών κύκλων εδώ και δύο αιώνες. Αυτός ο αντισημιτισμός έχει λάβει πληθώρα διαφορετικών εκφράσεων, αλλά κάποια συγκεκριμένα στοιχεία είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά: μία θεμελιώδης απέχθεια για τους Εβραίους ως Εβραίους˙ ισχυρισμοί περί αρνητικών γνωρισμάτων στο χαρακτήρα τους˙ και η απόδοση ευθυνών για οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση και κοινωνική αδικία στους «Εβραίους», ιδωμένους ως μονολιθική οντότητα.

Στο παρόν αρθρο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μια ιστορική επισκόπηση της από την Αριστερά προερχόμενης εχθρικότητας προς τους Εβραίους και να φωτίσω κάποιες από τις σημαντικές μορφές έκφρασης που αυτός ο «σοσιαλιστικός αντισημιτισμός» έχει εκλάβει. Εξαρχής πρέπει να κάνω κάποιες αποσαφηνίσεις. Εστιάζοντας στον σοσιαλιστικό αντισημιτισμό σε καμία περίπτωση δεν θέλω να υποστηρίξω πως οι αντικαπιταλιστικές ιδέες «αναπόφευκτα» οδηγούν στον αντισημιτισμό ή πως ο ιστορικός σοσιαλισμός καθαυτός μπορεί να συνδεθεί με την εχθρικότητα εναντίον των Εβραίων. Αντιθέτως, η πρόθεσή μου είναι προειδοποιήσω για τους κινδύνους που κρύβουν οι θεωρίες συνωμοσίας και η ξενοφοβία, ειδικά για την διάσωση των ελευθεριακών και ανθρωπιστικών διαστάσεων του αντικαπιταλισμού και της Αριστεράς. Μόνο με την επισήμανση και την κριτική των σφαλμάτων του παρελθόντος μπορούμε να ελπίζουμε στην δημιουργία μελλοντικών κινημάτων και μιας μελλοντικής κοινωνίας σύμφωνης με τις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες.

 

Ο Αντισημιτισμός στον Πρώιμο Γαλλικό Σοσιαλισμό

Ο σύγχρονος αντισημιτισμός, όπως εμφανίστηκε στον 19ο αιώνα, αρχικά ρίζωσε εντός αντιδραστικών, υπερεθνικιστικών και αντιδημοκρατικών πολιτικών κύκλων. Ήταν κυριώς σε τέτοια περιβάλλοντα που ο αντισημιτισμός ανυψώθηκε σε κοσμοαντίληψη και που το μίσος για τους Εβραίους βήκε την πιο αδιάλλακτη μορφή του. Αξιώσεις για «φυλετική» και εθνική καθαρότητα και αναγέννηση συχνά σχετίζονταν με την απέχθεια προς το πνεύμα του Διαφωτισμού. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, η άκρα Δεξιά στον 19ο και 20ο αιώνα είδε την κοινωνική εξέλιξη από την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και μετά ως το αποτέλεσμα μιας Εβραϊκής συνωμοσίας. Η άκρα Δεξιά υποστήριζε πως οι Εβραίοι, έχοντας δήθεν υπό τον έλεγχό  τους τα ΜΜΕ και τη διεθνή οικονομία, διέσπειραν τον φιλελευθερισμό, τον κοσμοπολιτισμό και τον σοσιαλισμό, με σκοπό να υπονομεύσουν την εθνική κοινότητα και την ηθική τάξη της παραδοσιακής κοινωνίας. Στον 20οαιώνα αυτές οι ξεκάθαρα αντιδραστικές ιδέες μεσουρανούσαν μαζί με τον Γερμανικό Ναζισμό—ένα κίνημα που συνταίριαξε την αντίσταση στην κοινωνική απελευθέρωση, την ισότητα και την δημοκρατία με τον φανατικό ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου το μίσος για τους Εβραίους έλαβε την πιο απάνθρωπη κατάληξη, το Ολοκαύτωμα και την γραφειοκρατικά οργανωμένη απόπειρα να εξοντωθούν οι Εβραίοι της Ευρώπης που κατόρθωσε να σκοτώσει περίπου έξι εκατομμύρια.

Οι αντισημιτικές προκαταλήψεις ταιριάζουν γάντι με την οπισθοδρομική, ξενοφοβική και εχθρική προς την ισότητα κοσμοαντίληψη που υιοθετήθηκε από τις Ευρωπαϊκές Δεξιές τάσεις από τον 19οαιώνα και μετά, αλλά πολλοί ήταν και οι σοσιαλιστές που τις ασπάστηκαν. Στον πρώιμο Γαλλικό σοσιαλισμό, όπως εξελίχθηκε από τους Σαρλ Φουριέ, Σαιν Σιμόν, Πιέρ-ζοζέφ Προυντόν, μπορούμε να εντοπίσουμε πληθώρα ρητών αντισημιτικών απόψεων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Einhart Lorenz, οι Γάλλοι στοχαστές «ταυτίζαν τους Εβραίους με το οικονομικό σύστημα και τους έβλεπαν ως την ενσάρκωση του καπιταλισμού και του τραπεζικού συστήματος της οικογένειας Ρότσιλντ”.[7]Ο Φουριέ έβλεπε τους Εβραίους ως την ενσάρκωση του καπιταλισμού και τους χαρακτήριζε παρασιτικούς, ανέντιμους, ύπουλους και αντιπαραγωγικούς. Ο Μπλανκί έκανε καταγγελίες κατά της Εβραϊκής τοκογλυφίας και στο αντιεκκλησιαστικό του υβρεολόγιο κατηγορούσε τους Εβραίους και για μια μεγαλύτερη διαφθορά: τον Καθολικισμό.[8]

Ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, ένας από τους πρώτους και πιο επιφανείς θεωρητικούς του αναρχισμού, είχε ακόμη πιο σκληρές αντισημιτικές απόψεις. Όχι μόνο σκιαγράφησε «τον Εβραίο» ως μια προσωποποίηση του καπιταλισμού, αλλά και οι καταγγελίες του διέπονταν ενίοτε από φανατισμό: «Ο Εβραίος είναι ο εχθρός της ανθρώπινης φυλής. Πρέπει η αυτή η φυλή να σταλλεί στην  Ασία ή να εξολοθρευτεί».[9] Σύμφωνα με τον αριστερό-ελευθεριακό θεωρητικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, αυτός ο επιθετικός αντισημιτισμός—μαζί με τις πατριαρχικές απόψεις του Proudhon και τον στενό επαρχιωτισμό του—έκαναν τις ιδέες του πολύ ελκυστικές μεταξύ αντιδραστικών κινημάτων:

Ο Προυντόν παρουσίαζε την αγροτική οικογένεια ως την βασική μονάδα της κοινωνικής ζωής και, όπως  πολλοί Γάλλοι αγρότες, για τους οποίους η εκμετάλλευση σπάνια σήμαινε κάτι παραπάνω από την υποχρέωση να πληρώνουν τόκους στους τοκογλύφους, θεωρούσε πως για τα οικονομικά πρόβλήματα υπέυθυνος ήταν ο καπιταλισμός και ειδικά οι Εβραίοι δανειστές. Στην πραγματικότητα, αρκετό καιρό μετά τον θάνατό του, ο φαρμακερός αντισημιτισμός του, σε συνδυασμό με τις πατριαρχικές του ιδέες, θα καθιστούσαν πολλές από τις απόψεις του αρεστές στους Ευρωπαίους αντιδραστικούς, συμπεριλαμβανομένων και απροκάλυπτων φασιστών.[10]

Η αντιπάθεια αυτών των στοχαστών προς τους Εβραίους συνεχίστηκε από τους διαδόχους και τους οπαδούς τους. Ιδιαιτέρως φημισμένος για αυτό είναι ο Γάλλος συγγραφέας Alphonse Toussenel, ένας από τους πρώτους θαυμαστές του Φουριέ. Στο βιβλίο του LesJuifs, Roisdel’époque: HistoriedelaFéodalitéFinancière(1845) σκιαγράφησε μια αποκαλυπτική εικόνα της Γαλλίας υπό την εξουσία της περιόδου της «Μοναρχίας του Ιουλίου» (1830-1848). Σύμφωνα με την άποψη του Toussenel, η Γαλλία εξελισσόταν σε θύμα του «οικονομικού φεουδαλισμού», με τη μορφή της Εβραϊκής τοκογλυφίας. Μέσω της οικονομικής τους δύναμης οι Εβραίοι κατάφεραν να θέσουν την γαλλική κοινωνία υπό τον έλεγχό τους: «Σήμερα [η φεουδαρχική κλίκα] δεν είναι ακόμα τελείως οργανωμένη. Αλλά θα είναι αύριο. Ήδη ο παραγωγός και ο καταναλωτής είναι παραδωμένοι στο έλεός της. Ο Εβραίος κυριαρχεί και κυβερνά την Γαλλία».[11] Το έργο του Toussenel έχει χαρακτηριστεί ως «μια από τις πιό σφοδρές επιθέσεις που έχουν δημοσιευτεί στην Γαλλία εναντίον των Εβραίων»[12] και είναι προγενέστερο ακόμη και του επαίσχυντου αντισημιτικού best-seller του Eduard Drumont που δημοσιεύτηκε το 1886, LaFranceJuive, ένα βιβλίο που ενέπνευσε αντισημίτες από την Αριστερά, καθώς και από συντηρητικούς κύκλους, για να μη μιλήσουμε για θεωρητικούς της ευγονικής και υπερεθνικιστικές ομάδες.

Η αντισημιτική παράδοση εντός του Γαλλικού σοσιαλισμού συνεχίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ούτε ακόμα και η πασίγνωστη υπόθεση Dreyfus το 1894 — όταν ένας Γάλλος αξιωματικός εβραϊκής καταγωγής συνελήφθη και καταδικάστηκε για προδοσία χωρίς ίχνος αποδείξεων — δεν σταμάτησε τον χείμαρρο των αντισημιτικών δηλώσεων. Ο Nancy L. Green, συζητώντας τις συμπεριφορές των Γάλλων σοσιαλιστών πριν και κατά την διάρκεια της δίκης του Alfred Dreyfus, σημειώνει πως το σοσιαλιστικό περιοδικό LaRevueSocialiste συχνά εξέδιδε άρθρα διαποτισμένα με φυλετικό, οικονομικό και θρησκευτικό αντισημιτισμό. Όπως σημειώνει ο Green, ακόμα και κατά τη διάρκεια των πιο υψηλών σε ένταση σταδίων της υπόθεσης Dreyfus — όταν η Γαλλία βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, και ενώ φιλο- και αντι-Dreyfus ομάδες πραγματοποίησαν διαδηλώσεις και συγκρούστηκαν στους δρόμους—πολύς κόσμος από την Αριστερά δίστασε να πάρει μια θέση και να στηρίξει τον Dreyfus. Μόνο μετά τις αρχές του 20ου αιώνα κατάφεραν οι Γάλλοι σοσιαλιστές να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στις απόψεις τους. Ο κύριος λόγος ήταν ένα κύμα Εβραίων της εργατικής τάξης που μετανάστευσαν από την Ανατολική Ευρώπη. Καθώς αυτοί οι άποροι Ανατολικοευρωπαίοι Εβραίοι έγιναν πιο ευδιάκριτοι στη Γαλλική κοινωνία, οι Γάλλοι σοσιαλιστές ανακάλυψαν πως υπήρχε όχι μόνο μια Εβραϊκή αστική τάξη, αλλά και ένα Εβραϊκό προλεταριάτο. Οι σοσιαλιστές ξεκίνησαν να υπερασπίζονται τους Εβραίους απέναντι στους εχθρούς της Δημοκρατίας, ενώ σταδιακά αναθεώρησαν την στάση τους απέναντι στον Αντισημιτισμό.[13]

 

Οι Λαϊκιστές και τα Πογκρόμ στη Ρωσία

Η Γαλλία δεν ήταν η μόνη χώρα όπου ο σοσιαλισμός στιγματίστηκε από αντισημιτικές ιδέες. Τα πρώτα κινήματα της εργατικής τάξης σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες φλέρταραν επίσης μαζί τους. Ένα παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις του Ρωσικού Λαϊκίστικου κινήματος στα πογκρόμ που σημάδεψαν την τσαρική αυτοκρατορία κατά τη δεκαετία του 1880.[14]

Από το 1881 μέχρι το καλοκαίρι του 1884 ένα κύμα βίαιων διωγμών κατά των Εβραίων μαινόταν σε ολόκληρη τη Ρωσία. Αυτά τα πογκρόμ, ενορχηστρωμένα από πράκτορες του τσάρου, αποσκοπούσαν στη διοχέτευση της κοινωνικής δυσφορίας ενάντια στους «ξένους» και προκάλεσαν τεράστιο πόνο και καταστροφή. Οι εβραϊκές συνοικίες σε συνολικά περισσότερες από 160 πόλεις εκτέθηκαν σε βίαιες ενέργειες σε έναν τεράστιο «καταιγισμό αποτεφρώσεων πρωτοφανών για τη σύγχρονη εποχή».[15]  Ο σαφής πολιτικός στόχος των δραστών ήταν να επιδεινώσουν τη θέση των Εβραίων στη ρωσική κοινωνία. Οι οικονομικές δραστηριότητες των Εβραίων, η εθνική τους απομόνωση και ο θρησκευτικός τους φανατισμός παρουσιάζονταν επισήμως ως τα πραγματικά αίτια της έντασης μεταξύ των εβραϊκών και των χριστιανικών πληθυσμών. Η κυβέρνηση δήλωσε πως «επίμονες προσπάθειες» για αφομοίωση των Εβραίων είχαν αποτύχει εξαιτίας του αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στην «εβραϊκή φυλή» και τον πλειοψηφούντα πληθυσμό. Το τσαρικό καθεστώς προκάλεσε τα πογκρόμ αποσκοπώντας στον εκτροχιασμό του θυμού των μαζών μακριά από τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές και την μετατόπισή του πάνω στον εβραϊκό πληθυσμό.

Περιέργως, το ρωσικό επαναστατικό κίνημα αυτής της περιόδου υιοθέτησε μια αντίστοιχη στρατηγική. Η Λαϊκίστικη ρητορική είχε ως στόχο την απόκτηση της εμπιστοσύνης των αγροτών και την ενίσχυση της μαχητικότητάς τους υποθάλπωντας τις λαϊκές προκαταλήψεις. Σύμφωνα με τον Avram Yarmolinsky, οι περισσότεροι επαναστατικοί κύκλοι, τουλάχιστον στην αρχή, εξέφρασαν «συμπάθεια για τους δράστες [των πογκρόμ], όχι για τα θύματα των λεηλασιών και των σφαγών». Η λαϊκίστικη αγανάκτιση στράφηκε κυρίως «εναντίον της αστυνομίας που κακομεταχειρίστηκε και και συνέλαβε τους εξεγερμένους». Προφανώς οι Λαϊκιστές είδαν τα πογκρόμ ως «προοίμιο ενός ευρύτερου κινήματος, ενός πραγματικού προάγγελου της επανάστασης. Διότι επρόκειτο για μια αυθεντική μαζική διαμαρτυρία, βίαιη, αχαλίνωτη, που παραβίασε τους περιορισμούς του νόμου»[16].

Όπως σημειώνει ο Yarmolinsky, η ρωσική ριζοσπαστική θεωρία στο τέλος του 19ου αιώνα είχε επίσης μολυνθεί από ανθεβραϊκές τάσεις. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα είναι η άποψη που εξέφρασε ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης του με τον Καρλ Μαρξ στη 1η Διεθνή, ο Μπακούνιν συνέγραψε διάφορες εγκυκλίους προς τα μέλη της οργάνωσης στην Ισπανία και την Ιταλία, όπου παρουσίαζε τον εαυτό του ως θύμα μιας τρομερής συνωμοσίας από Γερμανούς και Ρώσους Εβραίους, καθοδηγούμενων από τον Καρλ Μαρξ:

Ολόκληρος αυτός ο εβραϊκός κόσμος που συνιστά μια ξεχωριστή κλίκα, το είδος των ατόμων που πίνουν το αίμα μας, μια κολλεκτίβα παρασίτων, αχόρταγων, με εσωτερική οργάνωση τέτοια που διαπερνά όχι μόνο τα σύνορα των κρατών, αλλά και τις διάφορες πολιτικές τάσεις—ο κόσμος αυτός είναι τώρα, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του, στη διάθεση του Μαρξ από τη μια και των Ρότσιλντ από την άλλη. Γνωρίζω πως οι Ρότσιλντ, αντιδραστικοί καθώς είναι και πρέπει να είναι, εκτιμούν ιδιαίτερα τα προσόντα του κομμουνιστή Μαρξ και πως, από τη μεριά του, ο κομμουνιστής Μαρξ γοητεύεται από μια ενστικτώδη έλξη, σεβασμό και θαυμασμό για την οικονομική ιδιοφυία του Ρότσιλντ. Η εβραϊκή αλληλεγγύη, αυτή η πανίσχυρη αλληλεγγύη που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, τους ένωσε.[17]

ZurJudenfrage

Αν ο Μπακούνιν χρησιμοποίησε αντισημιτική ρητορική για να επιτεθεί στον Marx, ποιά ήταν η θέση του Μαρξ για το λεγόμενο «εβραϊκό ζήτημα»; Άφησε μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά. Το 1843, στην ηλικία των εικοσιπέντε, συνέγραψε ένα κείμενο με τίτλο “Zur Judenfrage” (Το Εβραϊκό Ζήτημα). Στο άρθρο αυτό δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή μέχρι την αρχή του προηγούμενου αιώνα και έκτοτε έχει υποβληθεί σε διάφορες ερμηνείες. Όπως σημειώνει ο Lorenz, «Κάποιοι είδαν την επίθεσή του ενάντια στον Ιουδαϊσμό και τους Εβραίους ως ένα σημάδι εβραϊκής αυτοαναίρεσης, ενώ άλλοι την κατάλαβαν ως μια κριτική της θρησκείας ή των κοινωνικο-οικονομικών δομών, δηλαδή του καπιταλισμού και των ιδεολογικών συνεπειών του».[18] Γενικά ο Μαρξ απεικόνιζε τους Εβραίους ως υποκινητές και ραχοκοκαλιά του καπιταλισμού. Η εβραϊκή συλλογική ταυτότητα βασιζόταν στην απληστία˙ συνεπώς, το ξεπέρασμα της οικονομίας του χρήματος απαιτούσε, σύμφωνα με τον Μαρξ, την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον Ιουδαϊσμό.

Ποιά είναι η πραγματική βάση του Ιουδαϊσμού; Η πρακτική αναγκαιότητα, ο εγωισμός. Ποιά είναι η πραγματική κουλτούρα του Εβραίου; Το εμπόριο. Ποιός είναι ο πραγματικός του Θεός; Το χρήμα… Αναγνωρίζουμε συνεπώς στον Εβραϊσμό ένα γενικά υπάρχον αντικοινωνικό στοιχείο το οποίο έχει φτάσει στην σημερινή του κορύφωση από την ιστορική εξέλιξη, στην οποία οι Εβραίοι ανυπόμονα συνεισέφεραν και τώρα χρειάζεται να διαλυθεί. Το έσχατο νόημα της απελευθέρωσης των Εβραίων είναι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον Εβραϊσμό.[19]

Πρέπει να τονιστεί ότι ο Μαρξ, μετά την δημοσίευση αυτού του φυλλαδίου, ποτέ δεν ασχολήθηκε ξανά με παρόμοιο τρόπο με το «εβραϊκό ζήτημα». Αργότερα, ωστόσο, πολλοί από τους οπαδούς του υιοθέτησαν την αρχική του ανάλυση. Οι υποστηρικτές του στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), για παράδειγμα, είχαν αποκλίνουσες και πολλές φορές αντιφατικές απόψεις πάνω στο «εβραϊκό ζήτημα». Αλλά παρά το ότι οι Εβραίοι ήταν σύμφωνα με το στερεότυπο συνδεδεμένοι με τον καπιταλισμό, ο αντισημιτισμός δεν έγινε θεμέλιος λίθος ούτε του Μαρξισμού ούτε του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Γενικά οι θεωρητικοί του κινήματος της εργατικής τάξης δεν θεωρούσαν ούτε την εβραϊκή θρησκεία ούτε την εβραϊκή εθνοτική και πολιτισμική κοινότητα ως τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά του Εβραϊσμού. Αντιθέτως, το τι ήταν—ή δεν ήταν—οι Εβραίοι προέκυπτε από τη θεσή τους στο οικονομικό σύστημα. Το «εβραϊκό ζήτημα» μπορούσε να βρει λύση μόνο μέσω της μάχης ενάντια στον καπιταλισμό. Όταν ο καπιταλισμός θα εξαλειφόταν, οι Εβραίοι ως χωριστή οντότητα θα εξαφανίζονταν.[20]

Μετά την άνοδο του πολιτικού αντισημιτισμού στη Γερμανία τη δεκαετία του 1880, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες απομακρύνθηκαν από τα αντισημιτικά προγράμματα και απόψεις. Ο αντισημιτισμός, ισχυρίζονταν οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, προκάλεσε έναν διχασμό εντός της εργατικής τάξης και απέσπασε την προσοχή της από τον ταξικό αγώνα και τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Ωστόσο, κάποιοι μέσα στο SPD ήθελαν να «κατανοήσουν» τον αντισημιτισμό και ισχυρίζονταν πως ο αντισημιτισμός θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στην παραγωγή αντικαπιταλιστικών αισθημάτων. Για παράδειγμα, στο συνέδριο του SPD το 1893, ο Wilhelm Liebknecht διακύρηξε πως οι Σοσιαλδημοκράτες θα καρπώνονταν τον αντικαπιταλισμό που είχαν σπείρει οι αντισημίτες. Το σκεπτικό ήταν πως οι ενεργοί αντισημίτες θα προκαλούσαν την γέννηση αντικαπιταλιστικών αισθημάτων στους χωρικούς και τους μικροαστούς ανοίγοντας—ακούσια—τον δρόμο στην Σοσιαλδημοκρατία. Αργά ή γρήγορα αυτές οι μεσαίες τάξεις θα αναγνώριζαν πως όχι μόνο οι Εβραίοι καπιταλιστές, αλλά η τάξη των καπιταλιστών γενικά αποτελούν τους εχθρούς τους και έπειτα θα συμμαχούσαν με το Σοσιαλιστικό κίνημα.[21] Η ιστορία όμως πήρε διαφορετικό δρόμο, δείχνοντας πως ο αντισημιτισμός μπορεί να υπηρετήσει μόνο βαθιά αντιδραστικούς σκοπούς. Αυτοί που έδρεψαν τους καρπούς του Γερμανικού αντισημιτισμού τελικά θα ήταν αυτοί που, τον επόμενο αιώνα, νίκησαν τους Σοσιαλδημοκράτες και επιχείρησαν—και σχεδόν κατάφεραν—να εξολοθρεύσουν τους Εβραίους.

Ο Αριστερός Αντισημιτισμός κατά την Περίοδο του Μεσοπολέμου

Με το ξημέρωμα του εικοστού αιώνα πολύς από τον κόσμο της Αριστεράς είχε ανακαλύψει πως εκτός από την εβραϊκή αστική και μεσαία τάξη υπήρχε και ένα εβραϊκό προλεταριάτο και κατά την περίοδο του μεσοπολέμου έδωσαν περισσότερη προσοχή σε αυτό το προλεταριάτο. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες. Για αρχή, από την δεκαετία του 1880 και μετά ένα μεγάλο κύμα φτωχών Εβραίων μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη μετακινήθηκε προς την δυτική, κάτι που έκανε του Εβραίους εργάτες όλο και πιο ορατούς στην κοινωνική ζωή. Έπειτα, οι Εβραίοι αποκτούσαν σταδιακά μεγαλύτερη σημασία εντός των Ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτων.

Κατά την ίδια περίοδο, τα φασιστικά και αντιδραστικά κινήματα αποκτούσαν όλο και περισσότερους οπαδούς μετά την λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου και, μετά την Ρωσική Επανάσταση το 1917 ο αντισημιτισμός, συνδέθηκε στενά με τον χυδαίο αντι-Μαρξισμό. Πριν από τον πόλεμο η άκρα Δεξιά μιλούσε σε μεγάλο βαθμό για μια «Εβραιο-Μασονική συνωμοσία»˙ από το σημείο αυτό και μετά η προπαγάνδα της θα κυριαρχούνταν από το στερεότυπο του «Εβραιομπολσεβίκου». Δεξιοί συγγραφείς διέδιδαν πως ο σοσιαλισμός ήταν εβραϊκή εφέυρεση που είχε κατασκευαστεί με σκοπό την εκπλήρωση του διαβολικού εβραϊκού σχεδίου για την απόκτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας.[22]Η ακροδεξιά προπαγάνδα, για τους λόγους αυτούς, περιέγραφε τους σοσιαλιστές ως Εβραίους πράκτορες και απολογητές και χρησιμοποίησε ένα απαίσιο αντιεβραϊκό λεξιλόγιο για να τους επιτεθεί. Για πολλούς σοσιαλιστές αυτό το γεγονός βοήθησε στην αποκάλυψη της αντιδραστικής φύσης του αντισημιτισμού και ενίσχυσε την απόρριψη των αντι-Εβραϊκών ιδεών εντός της Αριστεράς.

Αν και η Αριστερά γενικά απέρριπτε τον αντισημιτισμό, και παρά το ότι πολλοί Εβραίοι υποστήριξαν αριστερά κόμματα, τα κλισέ περί «εβραϊκού κεφαλαίου» και «εβραϊκού Τύπου» ορισμένες φορές εισχωρούσαν στη προπαγάνδα των σοσιαλιστικών κομμάτων. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι Σοσιαλδημοκράτες στην Αυστρία, για παράδειγμα, προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι Ναζί συνεργάστηκαν με την «Εβραϊκή ιντελιγκέτσια» και το Εβραϊκό κεφάλαιο». Ακόμη και μέλη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) επηρεάστηκαν από από το γενικό αντισημιτικό κλίμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όχι μόνο οι Εβραίοι εκπρόσωποι του KPD στο κοινοβούλιο σταδιακά απομακρύνθηκαν, αλλά οι Κομμουνιστές σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποίησαν το στερεότυπο του Εβραίου καπιταλιστή προς όφελός τους για οπορτινιστικούς λόγους. Προς το τέλος της περιόδου της Βαϊμάρης, στην εφημερίδα του KPD RoteFahne, οι Εβραίοι κατηγορούνταν ακόμη και για υποστηρίξη του Ναζισμού.[23]

Ο Ευρωπαϊκός αντισημιτισμός έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Γερμανοί Εθνικοσοσιαλιστές δολοφόνησαν έξι εκατομμύρια Εβραίους. Μετά το τέλος του πολέμου, οι φρικαλεότητες που είχαν λάβει χώρα κατά το Ολοκαύτωμα σόκαραν την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλαν στην απόλυτη περιφρόνηση και απόρριψη των ρητά αντισημιτικών ιδεών. Εντούτοις, τα αντισημιτικά στερεότυπα και τα καθοδηγούμενα από άγχος κλισέ επέζησαν σε κάποιους πολιτικούς κύκλους, συχνά μέσω κωδικοποιημένων όρων, όπως «Σιωνιστές», «τραπεζίτες», «εισοδηματίες» και «κοσμοπολίτες». Η ολοκληρωτική Σοβιετική Ένωση και τα καθεστώτα-μαριονέτες της στην Ανατολική Ευρώπη έγιναν περιοχές κλειδιά για αυτόν τον καμουφλαρισμένο αντισημιτισμό.

Τα Μαύρα Χρόνια στη Σοβιετική Ένωση

Η Ρώσικη Επανάσταση του 1917 κατήργησε τα τσαρικά διατάγματα δίωξης των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου πολλοί ήταν οι Εβραίοι που έτρεφαν συμπάθεια για τον Κομμουνισμό. Η συμπάθεια αυτή εντάθηκε απο το γεγονός ότι την επαύριο της επανάστασης, οι αντεπαναστατικοί «λευκοί φρουροί» — θεωρώντας την επανάσταση εβραιοκομμουνιστική συνωμοσία — εξαπέλυσαν μαζικά πογκρόμ στην Ανατολική Ευρώπη, κυρίως στην Ουκρανία. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1920 και του 1930, κυρίως μετά την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία, η κατάσταση των Εβραίων στη Σοβιετική Ένωση χειροτέρεψε δραστικά, συνοδευόμενη από ένα αυξανόμενο κύμα δυσφήμησης τους. Όπως αναφέρει ο Einhart Lorenz, η διακήρυξη απο τον Στάλιν του «Κομμουνισμού σε μια Χώρα» καθώς και οι ακόλουθες εκκαθαρίσεις εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν αντισημιτικές απολήξεις: «Οι εβραϊκές ρίζες πολλών εκ των συλληφθέντων και καταδικασθέντων ήταν καίριας σημασίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο καλλιεργήθηκε μια εικόνα των Εβραίων όχι μόνο ως εχθρών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και ως κατασκόπων των ξένων δυνάμεων».[24]

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντός του Σοβιετικού καθεστώτως και στην Ανατολική Ευρώπη, η εικόνα των Εβραίων ως «η Πέμπτη Φάλαγγα», η οποία συνωμοτεί για την ανατροπή του Σοβιετικού οικοδομήματος και της «εθνικής κοινότητας», εμπεδωνόταν με αυξανόμενους ρυθμούς. Ως αποτέλεσμα μιας μαζικής αντισημιτικής καμπάνιας—αρθρωμένης σε αντισιωνιστικά και «αντιιμπεριαλιστικά» συνθήματα—τα χρόνια 1948-53 πέρασαν στην ιστορία ως τα «μαύρα χρόνια» για τον Σοβιετικό Εβραϊσμό. Στο εσωτερικό, το Σοβιετικό κράτος εξαπέλυσε δυο ιδεολογικές καμπάνιες – μια «αντιεθνικιστική» και μια ενάντια στον «κοσμοπολιτισμό». Και οι δύο είχαν έντονο αντίκτυπο στην Ανατολική Ευρώπη και θανατηφόρες συνέπειες για τους Εβραίους κατοίκους. Η καμπάνια ενάντια στον εθνικισμό είχε ως στόχο της τον «μη-Ρωσικό» εθνικισμό, συμπεριλαμβανομένου του εβραϊκού εθνικισμού. Ο αγώνας ενάντια στον κοσμοπολιτισμό στρεφόταν ενάντια σε αυτό που περιγραφόταν ως έλλειψη εθνικής συνείδησης. Ο κοσμοπολιτισμός παρέπεμπε στην διακηρυγμένη προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για παγκόσμια ηγεμονία, και το να μην έχεις «ρίζες» παρέπεμπε — σε σύμπλευση με την αντισημιτική παράδοση — στους Εβραίους. Ο Σιωνισμός, κατόπιν, έγινε νοητός ως ο πυρήνας μιας παγκόσμιας συνομωσίας της οποίας ηγείται το «εβραϊκό κεφάλαιο» και ο διεθνής ιμπεριαλισμός.

Από το 1948 και έπειτα η κατάσταση των Εβραιορώσων χειροτέρεψε δραματικά και αυτό οφειλόταν στις ολοένα και πιο ανοικτές και βίαιες κρατικές διώξεις. Κατα τον χειμώνα του 1948-9 σημειώθηκαν μαζικές συλλήψεις ηγετικών μορφών της Yiddish (ανατολικοευρωπαϊκής εβραϊκής) παράδοσης στη Σοβιετική Ένωση και το 1952 οι Έβραιοι που κατηγορήθηκαν πως σχεδιάζουν την μετατροπή του Κόλπου της Κριμαίας σε «προμαχώνα του ιμπεριαλισμού» για λογαριασμό του κράτους του Ισραήλ εκτελέσθηκαν. Οι σταλινικές αντι-σημιτικές καμπάνιες κορυφώθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1952 και Φεβρουαρίου 1953 όταν εκατοντάδες γιατροί συνελήφθησαν και κινήθηκαν οι νομικές διαδικασίες για την δίωξη επιφανών αντιπροσώπων του εν λόγω επαγγέλματος στη Μόσχα. Πολλοί εκ των κατηγορουμένων ήταν εβραϊκής καταγωγής. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι γιατροί είχαν θανατώσει δυο σημαντικούς πολιτικούς και σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Στάλιν. Ταυτόχρονα, κυκλοφορούσαν φήμες ότι και απλοί  άνθρωποι είχαν πέσει θύματα της ανάρμοστων πράξεων τους. Το μεγάλο ποσοστό Εβραίων ανάμεσα στους κατηγορούμενους ευνόησε το κλίμα για τυχόν πογκρόμ στη Σοβιετική κοινωνία. Στις 5 Μαρτίου ο «κόκκινος τσάρος» της Σοβιετικής Ενωσης απεβίωσε, και τον Απρίλη αποκαλύφθηκε πως η «Συνομωσία των Γιατρών» ήταν προϊόν της «φαντασίας». Ωστόσο, ήδη αρκετοί εκ των κατηγορουμένων είχαν θανατωθεί κατά την διάρκεια απάνθρωπων ανακρίσεων.

Η Σοβιετική καμπάνια της δεκαετίας του 1950 εξαπλώθηκε και στην Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Πολωνία και Ανατολική Γερμανία. Η πλεόν πολύκροτη δίκη ήταν, μάλλον, αυτή του Τσέχου Κομμουνιστή ηγέτη Rudolf Slansky. Τον Νοέμβριο του 1951 ο Slansky κατηγορήθηκε πως σχεδίαζε μια «Τιτοϊκή-Σιωνιστική-κοσμοπολίτικη συνομωσία» και ένα χρόνο αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο. Η δίκη του ακολουθήθηκε απο σειρά άλλες μέχρι και το 1954, με απολογισμό 178 εκτελεσθέντες, 35.000 ποινές φυλάκισης και 22.000 εγκλεισμών σε στρατόπεδα εργασίας δίχως ποινικές κυρώσεις. Είναι αλήθεια πως όσοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν δεν ήταν όλοι Εβραίοι, ωστόσο οι δίκες ήταν ανοικτά αντι-Εβραϊκές σε χαρακτήρα. Οι κομμουνιστές ηγέτες με εβραϊκή καταγωγή κατηγορήθηκαν για «κρυπτοσιωνισμό» και προδωσία του σοσιαλιστικού ιδεώδους, ενώ τα κατηγορητήρια ανέφεραν με έμφαση την τυχόν εβραϊκή καταγωγή.[25]

O Αντισημιτισμός μετά τον Στάλιν.

Μετά τον θάνατο του Στάλιν ο εκτεταμένος αντισημιτισμός της εποχής του περιορίστηκε κατά τι, ωστόσο ο αντι-Σιωνισμός εξακολουθούσε να αποτελεί επίσημο δόγμα. Οι πίεσεις για την αφομοίωση του Εβραϊσμού εμμένανε, και οι όποιες διευθετήσεις στη βάση εθνικών ποσοστώσεων συντελούσαν στις διακρίσεις εναντίον των Εβραίων εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.

Την επαύριο του Πολέμου των Έξι Ημερών μεταξύ του Ισραήλ και των συμμάχων της Σοβιετικής ‘Ενωσης Αράβων, ένα νέο ξέσπασμα αντισημιτισμού έλαβε χώρα εντός της Σοβιετικής επικράτειας. Όπως αναφέρει ο Σουήδος ιστορικός Henrik Baeckner, η έκβαση του πολέμου αποτέλεσε την αιτία προκειμένου το Σοβιετικό καθεστώς να εξαπολύσει «μια από τις πλέον εμφορούμενες από μίσος και συνέπεια αντιεβραϊκές καμπάνιες του 20ου αιώνα» η οποία για 2 δεκαετίες υπηρέτησε το σκοπό της δαιμονοποίησης «του Εβραϊκού λαού, του Εβραϊσμού, του Σιωνισμού και του κράτους του Ισραήλ».[26] Αυτή η προπαγάνδα, κατευθυνόμενη τόσο προς το εθνικό όσο και προς το διεθνές κοινό, είχε αντίκτυπο στις Αραβικές χώρες καθώς και στο τρίτο κόσμο(sic) και στη Δύση.

Η μετά-1967 προπαγάνδα επαναλάμβανε πολλές από τις κατηγορίες που εξαπολύθηκαν κατά τη σταλινική περίοδο. Ο Σιωνισμός (ξανά ως κωδικός για τους Εβραίους) προβλήθηκε ως η αιχμή του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και της καπιταλιστικής συνομωσίας. Ένα νέο στοιχείο, ωστόσο, περιλήφθηκε: η απεικόνιση του Σιωνισμού ως ρατσιστικού και φασιστικού κινήματος, και η απεικόνιση του κράτους του Ισραήλ ως το νέο «Τρίτο Ράϊχ»:

 

Ο Σιωνισμός εμφανίσθηκε να εκπορεύεται απο την Ιουδαϊκή έννοια του «διαλεγμένου λαού», και περιγράφηκε ως ρατσιστικό δόγμα το οποίο ενθαρρύνει τον «διαλεγμένο λαό» να καταλάβει και να υποδουλώσει τον μή-Εβραϊκό κόσμο. Με άλλα λόγια, τα Σιωνιστικά σχέδια για Παγκόσμια Ηγεμονία δεν ήταν παρά η εφαρμογή στην πράξη του ίδιου του Ιουδαϊσμού. Προϊόν αυτής της ιδέας, ήταν η ιδεολογική βάση και η πολιτική πρακτική του Εβραϊκού κράτους ως ρατσιστική, φασιστική ή ναζιστική.[27]

 

Η αντισημιτική επίθεση αναβαθμίστηκε γρήγορα σε επίσημη πολιτική στις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού Μπλόκ. Τα χειρότερα εξελήχθησαν στην Πολωνία, όπου ο αντισημιτισμός ενεπλάκη σε ενα επιχείρημα που βρήκε έδαφος εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το καλοκαίρι του 1967 το κόμμα και ο αρχηγός του Κράτους, Wladyslaw Gomulka, εξαπέλυσε μια αισχρή καμπάνια υπό το σλόγκαν «εξαφάνιση της Σιωνιστικής πέμπτης φάλαγγας». Στις αρχές του 1968, όταν ξέσπασαν οι φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης το καθεστώς θεώρησε υπεύθυνο το διεθνή σιωνισμό. Στο όνομα της μάχης ενάντια στο Σιωνισμό, η κυβέρνηση εκκαθάρισε το Κομμουνιστικό Κόμμα, το υπουργείο άμυνας, το πανεπιστήμιο, τον Τύπο και, γενικώς, την δημόσια πολιτιστική ζωή των Εβραίων.[28] Επιπλέον, οι Πολωνικές αρχές κατέγραψαν κάθε ένα Πολωνό εβραϊκής καταγωγής, και το Μάρτιο του 1968 οι υπηρεσίες  ασφαλείας της αστυνομίας προώθησαν αντισημιτικές μπροσούρες προερχόμενες κατ’ ευθείαν απο το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του ίδιου του Χίτλερ.[29]

Στα 1970 και 1980 ο αντισημιτισμός, υποδυόμενος τον αντι-Σιωνισμό, παρέμεινε δημοφιλής εντός της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ έφτασε στο αποκορύφωμα του την επάυριο του πολέμου του Yom Κippur το 1973, και του πολέμου στο Λίβανο το 1982. Η αντιεβραϊκή ρητορεία δεν υποχώρησε τελικά πρίν την εποχή του Gorbachev, όπου και άλλαξε και η στάση του καθεστώτος απέναντι στο κράτος του Ισραήλ.

Οι αντι-Εβραϊκές πολιτικές του Σοβιετικού καθεστώτος είχαν επίσης αντίκτυπο στο ριζοσπαστικό χώρο της Δύσης. Το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, όπως επίσης και η «Νέα αριστερά» (New Left)—ειδικά μετά τον πόλεμο των έξι ημερών—και συχνά άκριτα, αποδέχονταν τις Σοβιετικές αποφάνσεις σχετικά με τους Εβραίους και σχετικά με την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Σειρά από Μαρξιστικές-Λενινιστικές, Τροτσκιστικές και Σταλινικές οργανώσεις ταύτισαν το Σιωνισμό με την κινητήρια δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού, και το Ισραήλ με το Ναζιστικό κράτος που επιτελεί γενοκτονία αντίστοιχη με αυτή του Ολοκαυτώματος.

Πιο πρόσφατα, αυτές οι ιδεολογικές προβληματικές αναζωογονήθηκαν στο εσωτερικό της Αριστεράς. Προτάσεις που παρουσιάζουν την παγκοσμιοποίηση ως αποτέλεσμα Σιωνιστικής συνωμοσίας, αποτυπώνουν το Ισραήλ ως «Ναζιστικό κράτος», παραλληλίζοντας το με το Τρίτο Ράϊχ, και αποφαίνονται πως η πραγματική δύναμη πίσω απο την Κυβέρνηση Bush είναι Εβραϊκή, δεν είναι ούτε τυχαίες ούτε και μεμονωμένες. Απεναντίας, προκύπτουν εντός μιας πολύχρονης, ιστορικής παράδοσης. Πιο συγκεκριμένα, συνεχίζουν και ανανεώνουν το οπλοστάσιο της αντιεβραϊκής προκατάληψης και των στερεοτύπων που κληροδότησε το παρελθόν, και το οποίο έχει προκαλέσει φρικαλέα αποτελέσματα.

Το Πλαίσιο του Σοσιαλιστικού Αντισημιτισμού

Τα αντισημιτικά στοιχεία της Αριστεράς  δεν αφομοιώθηκαν χωρίς να προκαλέσουν διχογνωμίες. Η ιστορία του Σοσιαλισμού είναι συνυφασμένη με μια λαμπρή παράδοση αντι-ρατσισμού, της οποίας οι συμμετέχοντες πάλεψαν άνευ όρων ενάντια στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις—τόσο εντός της ίδιας της Αριστεράς, όσο και εντός της κοινωνίας. Πάραυτα, οι αντιεβραϊκές ιδέες κέρδισαν έδαφος στα πλαίσια ορισμένων ριζοσπαστικών κύκλων. Απο τους πρώιμους Γάλλους σοσιαλιστές μέχρι και σήμερα, η αντιεβραϊκή τάση διασχίζει την ιστορία της Αριστεράς, όπου αντιεβραϊκά κλισέ συναρθρώθηκαν με φαινομενικά προοδευτικές ιδέες.

Σε τι συνίσταται η σύγκλιση αυτή, αριστερίστικων και δήθεν απελευθερωτικών προοδευτικών ιδεών με τα αντισημιτικά κλισέ; Αναγκαστικά, η απάντηση σε ένα μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το ιστορικό και γεωγραφικό συγκείμενο. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να τονίσουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών, το γεγονός ότι η εικόνα των Εβραίων ως αποδιοπομπαίων τράγων και ανατρεπτικών κοινωνικών δρώντων έχουν μακρά ιστορία και βαθιές πολιτισμικές ρίζες. Παρόλο που οι αντισημιτικές σημασίες έχουν χρησιμοποιηθεί σε νέους σχηματισμούς και υπό διάφορες ιδεολογικές εκφάνσεις, η ιδια η  ψυχαναγκαστικότητα που τις κινεί έχει διατηρηθεί.  Στον αντισημιτικό λόγο «ο εβραίος» μπορεί να είναι καπιταλιστής και κομμουνιστής, δημοκράτης και τύρρανος, ειρηνιστής και πολεμιστής, αυτός ή αυτή μπορεί να είναι «ορατός και αόρατος, αφομοιωμένος και μη-αφομοιωμένος, πάνω απο το έδαφος αλλά και κάτω από αυτό. Ο Εβραίος μπορεί να είναι παντού και οποιοσδήποτε».[30] Στα πλαίσια αυτά, κανένας πολιτικός χώρος, ούτε και η αριστέρα, δεν έχει ανοσία στις αντισημιτικές ιδέες.

Μια άλλη κεντρική εξήγηση σχετικά με την γοητεία που ασκούν οι αντισημιτικές ιδέες στον σοσιαλισμό  είναι το γεγονός ότι ιστορικά το μίσος ενάντια στους Εβραίους εμπεριείχε ενα αντικαπιταλιστικό στοιχείο. Κατά τον Μεσαίωνα οι επιθέσεις εναντίον «εβραικών ενεχυροδανειστηρίων» στηρίζονταν στην εικόνα του Εβραίου ως άπληστου και παρασιτικού χρηματοπιστωτή. Αυτό το στερεότυπο, το οποίο ταυτίζει τους Εβραίους με την οικονομική ευμάρεια, πέρασε στον αντισημιτισμό του 19ου αιώνα, ωστόσο υπό νέα μορφή. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός όχι μόνο ταυτίστηκε με τους «Εβραίους» αλλά συχνά νοήθηκε και ως «εβραϊκή επινόηση». Κυρίως όταν ο καπιταλισμός περνούσε κρίσεις, το στερεότυπο του Εβραίου γινόταν ο πολυπόθητος αποδιοπομπαίος τράγος.

Σε μεγάλο βαθμό αυτός ο «αντικαπιταλισμός» υπήρξε αντιδραστικός, με την έννοια ότι η κριτική που ασκούσε στον καπιταλισμό σχετίζονταν με μια εναντίωση στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Ο καπιταλισμός όφειλε να αντιπαλευτεί, όχι επειδή εγκυμονούσε την κοινωνική αδικία με την μορφή άνισων κοινωνικών σχέσεων και οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά επειδή αντιπροσώπευε το μοντέρνο και την βιομηχανοποίηση. Η οπτική αυτή δεν εστίαζε στην ιδιοκτησία ή στην ταξική κοινωνία ως τέτοιες. Αντίθετα, οι θιασώτες της έβαζαν το διαχωρισμό μεταξύ «παραγωγικού» εθνικού κεφαλαίου (το οποίο τύχαινε αποδοχής) και «σπέκουλας» εβραϊκου κεφαλαίου (το οποίο τύχαινε αποδοκιμασίας).[31]

Τέλος, ο κύριος λόγος της συγχώνευσης των στερεοτύπων για τους πλούσιους και άπληστους Εβραίους με τις σοσιαλιστικές ιδέες ήταν το γεγονός ότι πολλοί σοσιαλιστές εγκατέλειψαν την κοινωνική ανάλυση, την θέση της οποίας πήραν απλουστευτικά ερμηνευτικά σχήματα και θεωρίες συνωμοσίας. Αντί για μια ανάλυση των βαθύτερων δυναμικών και δομών της καπιταλιστικής και ιεραρχικής κοινωνίας, το τότε ηγεμονικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης κατανοήθηκε ως προϊόν μιάς συνωμοσίας κινούμενης από μια ορισμένη ομάδα ή μυστική ελίτ. Τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας, που παραδοσιακά έχουν εστιάσει στον Εβραίους, έχουν εκφραστεί κατα καιρούς σε πλείστες κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες. Σε ότι αφορά την αριστερά έχουν ενσωματωθεί στον αντικαπιταλισμό, στον αντι-ιμπεριαλισμό, στον αντι-Σιωνισμό και στην αντιπαγκοσμιοποίηση. Οι βασικές ιδέες, ωστόσο, παραμένουν οι ίδιες. Όταν οι μπανάλ θεωρίες που κατασκευάζουν αποδιοπομπαίους τράγους αντικαθστούν την συστημική κριτική, τότε οι ξενοφοβικές συμμπεριφορές εξορκίζουν τα ελευθεριακά και προοδευτικά ένστικτα. Η διάδοση δε των προκαταλήψεων συχνά ανοίγει τον δρόμο στην πολιτική αντιδραστικότητα.

Δυστυχώς, οι ανορθολογικές ιδέες σχετικά  με  τους Εβραίους δεν έχουν φτάσει στο τέλος τους. Απεναντίας, τα τελευταία χρόνια μαρτυρούμε την αναζωπύρωση του αντισημιτισμού, στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο, κάτι που αποτελεί πρόκληση για την αριστερά. Η ιστορία δείχνει ότι η αριστερά δεν είναι επουδενί απρόσβλητη από αντισημιτικές και ρατσιστικές σημασίες: και τώρα θα πρέπει να αντιπαλευτούν. Μόνο ενα ριζοσπαστικό Αριστερό κίνημα που είναι ξεκάθαρα αντιρατσιστικό και αντιεθνικιστικό, που θεμελιώνει την κοινωνική κριτική σε ορθολογικές αναλύσεις, θα μπορούσε να ελπίζει στην δημιουργία μιας ελεύθερης και ανθρώπινης κοινωνίας. Κάτι τέτοιο ενέχει τον άνευ όρων αγώνα ενάντια στα αντι-Εβραϊκα στερεότυπα και προκαταλήψεις—ανεξαρτήτως των μορφών έκφρασης και των ιδεολογικών κινήτρων που τα διέπουν.

Kjetil Simonsen


[1] Εντυπωσιακό παράδειγμα είναι οι θετικές αναφορές του Brendberg στον Αμερικανό ρατσιστή Kevin MacDonald. Σύμφωνα με τον Brendberg, ο MacDonald είναι «αυθεντία στα εβραϊκά ζητήματα», αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας Αμερικανός Ναζί διανοούμενος που συγκαλύπτει τις αντιανθρωπιστικές του τάσεις πίσω από «ακαδημαϊκή» ορολογία. Ο MacDonald είναι καθηγητής σε ένα αφανές πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και είναι γνωστός κυρίως για τη θέση πως οι Εβραίοι έχουν πραγματοποιήσει ένα γενετικό πρόγραμμα με στόχο να κυριαρχήσουν στις άλλες «φυλές». Στα βιβλία του, πέραν τούτου, κατηγορεί τον Μαρξισμό και την Οκτωβριανή επανάσταση ως αποτελέσματα μιας Εβραϊκής συνομωσίας˙ ισχυρίζεται ότι Εβραίοι και Ασιάτες απειλούν να κλέψουν την εξουσία από τους Ευρωπαίους στις Ηνωμένες Πολιτείες και θεωρεί την εισαγωγή «Αφρικανών» γενετικά επικίνδυνη. Στη δίκη εναντίον της Deborah Lipstadt, την οποία ξεκίνησε ο Βρετανός δήθεν ιστορικός και θαυμαστής του Χίτλερ, David Irving, ο MacDonald εμφανίστηκε ως μάρτυρας. Για τον Macdonald, βλέπε: Tor Bach, Sven Johansen, and Lise Apfelblum: “Israeli Writer Is Swedish anti-Semite,” Searchlight (May 2004), στο internet:www.searchlightmagazine.com/index.php?link=template&story=6 .

[2] Steve Silver, “Anti-imperialism of Fools,” Searchlight (Φεβρουάριος 2003), στο internet:www.searchlightmagazine.com/index.php?link=template&story=19 .

[3] Ibid.

[4] Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα: κατά τη διάρκεια της διαμάχης που μαινόταν στη Γαλλία το 1978 σχετικά με τον αρνητή του Ολοκαυτώματος Robert Faurisson, ο «αναρχο-Μαρξιστικός» κύκλος γύρω από το περιοδικό La vielle taupe ανέλαβε την αποστολή να δώσει τέλος στο «αντιφασιστικό consensus». Η εξόντωση των Εβραίων έγινε αντιληπτή ως εμπόδιο για την προσέγγιση μιας αληθινής γνώσης των πραγματικών καταπιέσεων που ξεδιπλώνονταν στον κόσμο˙ έτσι πολύς κόσμος ολόψυχα υποστήριξε τον Faurisson. Ακόμη και ο Noam Chomsky ασχολήθηκε με την υπεράσπιση του Faurisson, αν και με διαφορετικά κίνητρα. Βλέπε Håkon Harket, “Der modern antisemittismen”, στο Trond Berg Eriksen, Håkon Harket και Einhardt Lorenz, eds.,Jødehat: Antisemittismens historie fra antikken til i dag (Oslo: N.W. Damn & Søn, 2005), 591-92.

[5] Eric Krebbers και Jan Tas, “Biggest Manifestation of Anti-Semitism since 1945”, μεταφρασμένο από την Der Fabel van de illegal 52/53 (Καλοκαίρι 2002), online στοwww.gebladerte.nl/30038v01.htm. Μια τέτοια σύγκριση μεταξύ του Ισραήλ και του Τρίτου Ράιχ απαντήθηκε και στις φιλο-Παλαιστινιακές διαδηλώσεις στη Νορβηγία, όπως επιβεβαιώθηκε από τον συγγραφέα σε αρκετές περιπτώσεις.

[6] Για την Friheten και τις θεωρίες συνωμοσίας που έχουν να κάνουν με τις 9/11, βλέπε Tor Bach, “Friheten sprer antisemittisk løgn”, στο Magazinet Monitor (17 Μαρτίου 2002), www.magazinet-monitor.net/artikler/friheten170302.htm. Η υπόθεση Brendberg ξεκίνησε στις 23 Οκτωβρίου 2002, όταν το χρονικό του “Kven drap Jesus” δημοσιεύτηκε στην Klassekampen.

[7] Einhart Lorenz, “Arbeiderbevegelsen og antisemittismen” στο Eriksen, Harket και Lorenz,Jødehat, 475· μεταφρασμένο από τα Νορβηγικά από τον Atle Hesmyr. Οι Ρότσιλντ ήταν μια εύπορη Εβραϊκή οικογένεια που είχε στην κατοχή της μια τεράστια περιουσία. Στην αντισημιτική λογοτεχνία, τα πλούτη της οικογένειας αυτής αναφέρονται επανειλημμένα για να προωθήσουν μια αντίληψη του Εβραίου ως τέτοιου, ως πλούσιου και άπληστου μεγιστάνα.

[8] Βλέπε Nancy L. Green, “Socialist Anti-Semitism, Defence of a Bourgeois Jew and the Discovery of the Jewish Proletariat: Changing Attitudes of French Socialists before 1914”,International Review of Social History 30 (1985), 374.

[9] Ο Προυντόν παρατίθεται στο Henrik Baeckner, Återkomsten: Antisemitism i Sverige efter 1945(Stockholm: Bokförlaget Natur och kultur, 1999), 177˙ μεταφρασμένο από τα Σουηδικά από τον Atle Hesmyr.

[10] Murray Bookchin, The Third Revolution: Popular Movements in the Revo­lutionary Era (London and New York: Cassell, 1998), 39.

[11] Ο Toussenel παρατίθεται στο Jehuda Reinhardt and Paul Mendes Flohr, eds., The Jew in the Modern World: a Documentary History (New York: Oxford University Press, 1995), 335.

[12] Ibid., 336ff.

[13] Βλέπε Green, “Socialist Anti-Semitism”, 392-99.

[14] Ο όρος pogrom είναι ρωσικός και αρχικά σημαίνει «καταστροφή». Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες σήμερα είναι συνώνυμο με την «δίωξη κατά των Εβραίων».

[15] Håkon Harket, “Russland, Pogromene”, στο Eriksen, Harket και Lorenz, Jødehat, 269.

[16] Οι παραθέσεις αυτές είναι από το Avram Yarmolinsky, Road to Revolution: A Century of Russian Radicalism (New York: Collier Books, 1962), 295.

[17] Ο Μπακούνιν παρατίθεται στο Francis Wheen, Karl Marx (London: Fourth Estate, 2000), 340.

[18] Lorenz, “Arbeiderbevegelsen,” στο Eriksen, Harket & Lorenz, Jødehat, 476.

[19] Ο Μαρξ παρατίθεται στο Reinhardt & Flohr, Jew in Modern World, 325-26. Σε σχέση με την Εβραϊκή ιστορία ο όρος απελευθέρωση υποδηλώνει την απόκτηση αστικών και δικαστικων δικαιωμάτων από τους Εβραίους επί ίσοις όροις με την πλειοψηφία του πληθυσμού. Την εποχή του Μαρξ η απελευθέρωση απείχε ακόμη πολύ από την πραγμάτωσή της. Στην χώρα όπου γεννήθηκε, τη Γερμανία, στους Εβραίους δε δόθηκαν πλήρη αστικά δικαιώματα παρα μόνο το 1869 (στη Βόρεια Γερμανική Ομοσπονδία) και το 1871 (στην ενωμένη Γερμανία).

[20] Βλέπε Lorenz, “Arbeiderbevegelsen,” στο Eriksen, Harket & Lorenz, Jødehat, 477.

[21] Βλέπε Peter Pulzer, The Rise of Political Anti-Semitism in Germany and Austria, αναθεωρημένη έκδοση (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1988), 252-63, 333.

[22] Ο μύθος της παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας έχει μια μακρά διαδρομή στην ευρωπαϊκή ιστορία και έχει ιστορικά εκφραστεί με ποικίλους τρόπους. Το πιο σημαντικό έργο στην διασπορά αυτού του μύθου ήταν το εξαιρετικά παραπλανητικό Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών. Για μια επισκόπηση των πρωτοκόλλων και της ιδέας της παγκόσμιας Εβραϊκής συνωμοσίας, βλέπε Norman Cohn, Warrant for Genocide: The Myth of the Jewish World Conspiracy and the Protocols of the Elders of Zion(London: Serif, 1996).

[23] Βλέπε Lorenz, “Arbeiderbevegelsen”, στο Eriksen, Harket & Lorenz, Jødehat, 481-82.

[24] Ο.π., 485. Σε ότι αφορά «τα μαύρα χρόνια» στη Σοβιετική Ένωση, βλ. Einhart Lorenz και Izabela A. Dahl, ‘Øst-Europa’, στο ο.π., 563-66.

[25] Βλ. Bachner, Återkomsten, 189, και  Lorenz & Dahl, ‘Øst-Europa’, στο Eriksen, Harket και Lorenz, Jødehat, 566.

[26] Αναφ., στο Baeckner, Återkomsten, 190.

[27] Αναφ., ο.π., 190-91.

[28] Ο.π., 196.

[29] Βλ. Lorenz και Dahl, ‘Øst-Europa’, στο Eriksen, Harket, και Lorenz, Jødehat, 569. Το ναζιστικό «Παγκόσμιος Εβραϊσμός» αντικαταστάθηκε από το «Διεθνής Σιωνισμός».

[30] Stephen Eric Bronner, A Rumour about the Jews: Reflections in anti-Semitism and the Protocols of the Elders of Zion (New York: St. Martin’s Press, 2000), 144.

Στηρίζεις ναζιστές και φασίστες;

2-1

Στηρίζεις ναζιστές και φασίστες;

Δεν είσαι παραπλανημένος, είσαι συνεργός στα εγκλήματά τους

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτες δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία όπως με υποκρισία μετέδωσαν τα ΜΜΕ, ήταν το θεαματικό αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης των φασιστών. Η οποία συνεχίζεται. Θύματα της ρατσιστικής βίας των καθαρμάτων του Μιχαλολιάκου υπήρξαν για πολλά χρόνια κυρίως οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, αλλά και ομοφυλόφιλοι, αντιφασίστες, ρομά κ.α. Η εν ψυχρώ δολοφονία όμως ενός έλληνα, σόκαρε περισσότερο τους έλληνες οι οποίοι ένιωσαν στο εθνικό τους πετσί τον σουγιά του φασίστα.

Είναι υποκριτικό όμως να πέφτουμε από τα σύννεφα ή να αντιμετωπίζουμε απλώς ως παραπλανημένους τους ψηφοφόρους της ναζιστικής συμμορίας του Μιχαλολιάκου. Κανείς πια δεν μπορεί να πει δεν ήξερα. Μετά τη δολοφονία του Φύσσα μόνο ένας αμετανόητος οπαδός μπορεί να συνεχίζει να κρύβεται ξεδιάντροπα πίσω από φτηνές δικαιολογίες.

Ο αντιφασισμός από την άλλη δεν μπορεί να εξαντλείται σε επετειακές εκδηλώσεις. Ο αγώνας ενάντια στον φασισμό δεν είναι ένας αγώνας που αφορά τους πολιτικούς ή κλειστές ομάδες ειδικών αλλά είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας άρα και της προσωπικής στάσης του καθενός στην καθημερινότητα.

Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη χρυσή αυγή ως ναζιστικό κόμμα αλλά ολόκληρη την ελληνική εθνικιστική νοοτροπία από την οποία αλιεύει υποστηρικτές και από την οποία προέρχεται εξάλλου. Οι ιδέες των υποστηρικτών της χρυσής αυγής είναι κοινό κτήμα πολλών ελλήνων αφού είναι βαθιά ριζωμένες σε μεγάλο μέρος της ελληνική κοινωνίας. Οι ρατσιστικές, αντιμεταναστευτικές, ομοφοβικές , εβραιοφοβικές κορώνες μέσα και έξω από τη βουλή το αποδεικνύουν. Δεν έχει νόημα να χαϊδέψουμε τα αυτιά κανενός: το βασικό πρόβλημα είναι ο βαθύς εθνικισμός/ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας. Η δολοφονία του Φύσσα το αποδεικνύει. Ενώ οι ναζιστές δολοφονούσαν, χτύπαγαν, τρομοκρατούσαν μετανάστες, η κοινωνία έκανε πως δεν έβλεπε, αρκετοί μάλιστα έλεγαν ‘’καλά τους κάνουν’’. Με τον Φύσσα βγήκαν κάποιες παρωπίδες.

Ο αντιφασισμός, όμως, δεν μπορεί να εξισωθεί με την αντιμνημονιακή πολιτική όπως αφελώς κάποιοι θέλουν να μας πείσουν. Αυτή η θέση είναι αναίρεση στην ουσία του αντιφασισμού. Τον σχετικοποεί εξαρτώντας τον από τη συγκυρία ενώ αφορά ένα διαχρονικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο που η αντιμνημονιακή ρητορική αποτελεί στρατηγική επιλογή και της χρυσής αυγής. Επειδή ο αντιμνημονιακός λόγος από μόνος του όχι μόνο δεν αγγίζει το βάθος του προβλήματος αλλά στην ουσία το ενισχύει. Είναι λοιπόν πολιτικά καταστρεπτικό να αντιμετωπίζουν κάποιοι τον αντιφασισμό ως παρακλάδι της αντιμνημονιακής πολιτικής και με αριστερή φρασεολογία να εξυπηρετούν στην πραγματικότητα την εκτόνωση των μαζών. Έτσι το πρόβλημα κουκουλώνεται και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα επιστρέψει ..ίσως εφιαλτικό.

Άρα η εναντίωση στον φασισμό και σε κάθε ολοκληρωτισμό οφείλει να είναι πολύπλευρη αφού το θέμα έχει πολλές αιχμές και διαχέεται με διαφορετικό τρόπο μέσα στην κοινωνία.

Η εθνικιστική νοοτροπία είναι βασική συνιστώσα του προβλήματος και επιμένουμε σε αυτήν γιατί πολλοί νομίζουν όχι μόνο ότι μπορούν να την αγνοούν αλλά ότι είναι σοβαρή πολιτική πρόταση το αντίθετο, το χάϊδεμα δηλαδή του εθνικισμού. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να χαϊδέψουμε τα εθνικιστικά αυτιά ”προς άγραν” ψηφοφόρων ή ακολουθητών.

Επίσης ενώ ο μαχητικός αντιφασισμός είναι αναγκαίος απέναντι στους χρυσαυγίτες, το πρόβλημα δεν λύνεται κατά κανένα τρόπο μόνο σε αυτό το επίπεδο. Η αντιφασιστική δράση αφορά την κουλτούρα, τις πεποιθήσεις, τις προκαταλήψεις της κοινωνίας οι οποίες οδηγούν στον φασισμό. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα. Γι’ αυτό ο αγώνας είναι πολύπλευρος και καθημερινός. Καλές είναι οι επετειακές εκδηλώσεις ως μέρες μνήμης και αναστοχασμού όταν όμως οι δράσεις εξαντλούνται σε αυτές καταλήγουν υποκριτικές και ευκαιριακές. Στην ουσία όχι μόνο δεν προσφέρουν αλλά κάνουν κακό θολώνοντας απλά τα νερά.

Για εμάς η καλύτερη απάντηση στους φασίστες είναι η ανένδοτη στάση απέναντί τους και η κλιμάκωση των αγώνων. Πρέπει να αναλάβουμε συλλογικά δράση. Η δράση όμως απαιτεί οργάνωση. Γι’ αυτό επιμένουμε στην έννοια της αυτοδιαχείρισης/αυτοδιεύθυνσης και της αλληλεγγύης μεταξύ μας.

Ο φασισμός φυτρώνει στη δυστυχία, καλλιεργείται από την αμάθεια και ποτίζεται με το νερό της ιστορικής λήθης.

Όσο σου κλέβουν τη ζωή τόσο σε ταϊζουν με έθνος και φυλή.

Ουλαλούμ

Ο Παύλος Φύσσας (αλλά και κάθε μετανάστης που έχουν δολοφονήσει οι φασίστες) είναι ένας από εμάς ….

pavlos

Ο Παύλος (αλλά και κάθε μετανάστης που έχουν δολοφονήσει οι φασίστες) είναι ένας από εμάς

είναι παρών σε κάθε αντιφασιστική δράση

 δεν είναι περιφερόμενο “λείψανο” για το στήσιμο κομματικών πανηγυριών!

Αντισημιτισμός – Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις και το παράδειγμα της δίκης Πλεύρη στην Ελλάδα

antise

Francesca de Pers, Αχιλλέας Φωτάκης: Αντισημιτισμός – Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις και το παράδειγμα της δίκης Πλεύρη στην Ελλάδα (εκδ. Ισνάφι 2014)

Το βιβλίο αυτό ασχολείται με την ανάλυση του ιστορικού βάθους και της λειτουργίας του σύγχρονου αντισημιτισμού στις σημερινές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής. Οι δύο συγγραφείς προσπαθούν να δείξουν πως μια από τις βασικές διαφορές μεταξύ των αντιεβραϊκών εκδηλώσεων στο Μεσαίωνα και του σύγχρονου αντισημιτισμού αποτελεί το γεγονός ότι ο αντιεβραϊσμός έως το 19ο αιώνα, παρόλο που αποτελεί ακραία μορφή προκατάληψης και αποκλεισμού, δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη ως κοσμοθεωρία. Πλέον ο σύγχρονος αντισημιτισμός λειτουργεί με τη μορφή κοσμολογίας και βασίζεται στις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και αναπαραστάσεις του αντι-εβραϊσμού, καθώς και στις ασυνείδητες ρίζες του. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός δημιουργήθηκε το 19ο αιώνα σε άμεση συνάρτηση με την επιβολή της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και της αστικής κοινωνίας. Αποτέλεσε μια ιδεολογική αντίδραση στις υπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές ανατροπές της εποχής, όπως και στις απραγματοποίητες υποσχέσεις ελευθερίας και ισότητας της αστικής κοινωνίας, οι οποίες ερμηνεύτηκαν ως απειλή των παραδοσιακών αξίων. Και υπήρξε, βέβαια, ο καθοριστικός παράγοντας για την εξόντωση τελικά του ευρωπαϊκού εβραϊσμού.

Η αναβίωση του αντισημιτισμού δεν είναι αδιάφορη για την Ελλάδα. Ίσα-ίσα, η σημερινή επάνοδος του φασισμού στην κεντρική πολιτική σκηνή οφείλει να μας οδηγήσει αναστοχαστικά στα προηγούμενα χρόνια, αλλά ίσως και στο απώτερο παρελθόν, όπου περνιούνταν μηνύματα ατιμωρησίας και απάθειας απέναντι στον τότε περιθωριακό ναζισμό αλλά και τον αντισημιτισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, οι συγγραφείς εστιάζουν στο παράδειγμα της δίκης εναντίον του Κ. Πλεύρη για το βιβλίο του “Εβραίοι: όλη η αλήθεια”, στην οποία δίκη ο κατηγορούμενος αθωώθηκε τον Μάρτιο του 2009. Με μια χρονική απόσταση πλέον από τα γεγονότα της δίκης οι συγγραφείς δεν εξετάζουν μόνον την ανάδυση ενός ακραιφνούς αντισημιτικού λόγου, που ενίοτε χρησιμοποιεί και τον μανδύα του αντισιωνισμού, αλλά τα πως και τα γιατί των κοινωνικών συνθηκών που επέτρεψαν την ευρεία διάδοση και την πλήρη δικαίωση τέτοιων θέσεων. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Μαύρο, σχεδόν μπλε βαθύ

leconomista
Στο πολύκροτο φιλμ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» ο σκηνοθέτης Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ επιχείρησε να δείξει κάτι που οι περισσότεροι απωθούσαν ως σκέψη: ότι ο ναζισμός δεν προέκυψε στη Γερμανία από ιστορικό ατύχημα ούτε μόνο από το «τραύμα των Βερσαλλιών» και την οικονομική κρίση, αλλά ήταν απότοκος μιας μακράς πολιτισμικής παράδοσης που περιείχε σπέρματα της ιδεολογίας του ή λίπανε το έδαφος για να βλαστήσει και να θεριέψει αυτό το τερατώδες γέννημα.
Ενας έλληνας Ζίμπερμπεργκ, αν και είναι απίθανο να εμφανιστεί, θα έβρισκε μπόλικο υλικό για μια αντίστοιχη γενεαλογία του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Ακούμε ολοένα ότι το κόμμα αυτό είναι αντισυστημικό. Αν όμως «σύστημα» είναι οι κρατούσες πεποιθήσεις ή δοξασίες ενός λαού για τον εαυτό του και τον έξω κόσμο, αυτές που καλλιεργούνται από την κρατική εκπαίδευση, τη λόγια παράδοση και τη δημώδη κουλτούρα, τότε η ΧΑ είναι το αυθεντικότερο συστημικό κόμμα. Ολες τις πρώτες ύλες της ιδεολογίας, της ρητορικής και της πρακτικής της τις αντλεί από το κατεστημένο εθνικό αφήγημα, όπου υπάρχουν διάσπαρτες. Και δεν τις μεταποιεί καν. Απλώς τις συναθροίζει, τις συναρμόζει και, όπου είναι ανάγκη, τις προεκτείνει.
Για τη ΧΑ η έννοια του έθνους ανάγεται στην έννοια της φυλής. Αλλά ούτε δική της είναι αυτή η ιδέα ούτε χρειάστηκε να την αντιγράψει από το «Mein Kampf». Μας είναι πολύ οικεία από την εγχώρια διανοητική εργαλειοθήκη. Η ποίηση και η πεζογραφία μας, για παράδειγμα, βρίθουν λυρικών και δοξαστικών αναφορών στην «ελληνική φυλή», όπου ο όρος χρησιμοποιείται με τρόπο που υπαινίσσεται κάτι αρχέγονο, διαχρονικά αναλλοίωτο και εξ υπαρχής ομοιογενές. Στη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, δηλαδή, δεν μπορεί να συμμετείχαν και άλλες «φυλές» εκτός από την ελληνική. Υπάρχουν βέβαια κάτι Αρβανίτες, κάτι Βλάχοι κ.λπ., αλλά η εθνική ιστοριογραφία, λαογραφία και ανθρωπολογία μας έχουν αποδείξει και εξακολουθούν να αποδεικνύουν με ζηλευτή, αν και κάπως νευρική εφευρετικότητα, ότι και αυτοί όλοι είναι «φυλετικά» Ελληνες. Δεν έμενε για τη ΧΑ παρά να κάνει ένα μικρό, εύλογο βήμα παραπέρα: αυτό το θαυματούργημα που λέγεται ελληνική φυλή και διατηρήθηκε ανόθευτο τρεις χιλιάδες (ή και τριακόσιες χιλιάδες) χρόνια δεν μπορούμε να το αφήσουμε τώρα να μολυνθεί από τα ξένα, κατώτερα γονίδια που κουβαλούν οι μετανάστες. Θα τους πολεμήσουμε διά ροπάλου, μαχαιριού και περιστρόφου, ώσπου να ξεκουμπιστούν.
Η ελληνική «φυλή» είναι περικυκλωμένη γεωγραφικά από άλλες «φυλές» που την επιβουλεύονται. Στην περίπτωση όμως αυτών των μοχθηρών γειτόνων η λέξη «φυλή», όπως βλέπουμε από την εθνική γραμματεία μας, δεν παράγει τις ευγενείς αντηχήσεις που τη συνοδεύουν όταν χρησιμοποιείται για τον Ελληνισμό: παραπέμπει σε βαρβαρικά φύλα, που έχουν τόσο περίσσευμα σε απληστία, επιθετικότητα και αιμοβορία όσο έλλειμμα σε πολιτισμό. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε πολεμική επιφυλακή. Η στρατιωτικοποίηση του Εθνους, αρχίζοντας από την παιδεία, είναι μια ιδέα που έχει βρει πλήθος υποστηρικτών μεταξύ των θεωρητικών μας, όχι μόνο σε μακρινές και πολιτικά έκρυθμες εποχές αλλά ακόμη και τη δεκαετία του 1990. Και ούτε περιορίζεται στη θεωρία. Οι μαθητικές παρελάσεις σε στρατιωτικό στυλ, φαινόμενο μοναδικό για σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, έχουν θιασώτες ακόμη και στις γραμμές της αριστερής διανόησης. Ο μιλιταρισμός της ΧΑ δεν είναι τόσο εξωτικό φρούτο όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Εκτός από τους όμορους βαρβάρους το έθνος μας αντιμετωπίζει και έναν άλλο, ακόμη πιο επικίνδυνο εχθρό: τη Δύση, που είναι (όλως συμπτωματικά…) η μήτρα του κοινοβουλευτισμού. Εδώ, πρόκειται για σύγκρουση που κρατάει χίλια χρόνια και βάλε. Ιστορικοί, αρθρογράφοι, δοκιμιογράφοι, μυθιστοριογράφοι μας από το δεξιό ώς το αριστερό άκρο του ιδεολογικού φάσματος ανακαλύπτουν, εκθέτουν και σχολιάζουν κάθε τόσο σε τόνο δραματικής προειδοποίησης καινούργιες εκφάνσεις του μίσους των Δυτικών για τον Ελληνισμό και της άοκνης προσπάθειάς τους να τον εξοντώσουν, καινούργιες αποδείξεις της δυτικής υπαιτιότητας για όλα τα δεινά που μας έχουν βρει (ανάμεσά τους και το κράτος που λέγεται Ελλάδα). Θρησκευτικοί φιλόσοφοι, μυστικιστές και ιεράρχες έχουν χύσει τόνους μελάνι για να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει σημείο επαφής ανάμεσα στο θεολογικό υπόβαθρο του δυτικού και του ορθόδοξου (πνευματικά ανώτερου, φυσικά) πολιτισμού. Εξ αντιθέτου, όλη αυτή η φιλολογία, με εντυπωσιακή τη συμβολή της κομμουνιστικής πλευράς, συντηρεί τον μύθο του ξανθού γένους, την ιδέα μιας Ρωσίας πάγια φιλικής και υποστηρικτικής για τα συμφέροντά μας, από τους τσάρους ώς τον Πούτιν. Ο φιλοπουτινισμός της ΧΑ έχει βαθύτερες και πιο απλωμένες πολιτισμικές ρίζες από αυτόν των ακροδεξιών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης.
Ούτε ο αντισημιτισμός της φύτρωσε σε κανένα θερμοκήπιό της. Για εκατομμύρια Ελληνες οι Εβραίοι είναι, μαζί με τους Δυτικούς (με τους οποίους άλλωστε συνεργούν), ο προαιώνιος εχθρός του Ελληνισμού. Η σταθερή άρνηση ή αποσιώπηση αυτού του φαινομένου εγγυάται τη διαιώνισή του. Πριν από χρόνια, ένα μυθιστόρημα που τόλμησε να θεματοποιήσει την ιστορία της «συνωμοσίας του αίματος» ξεσήκωσε κατακραυγή και μηνύσεις. Ελάχιστα έχουν γραφτεί (και αυτά με απόσταση ασφαλείας από την Ελλάδα) για ό,τι ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη τη μεταφορά των Εβραίων της στο Αουσβιτς. Εξάλλου, αν έπρεπε να κρίνουμε μόνο από τη λογοτεχνία μας, η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη υπήρξε το πολύ περιθωριακή. Ολα αυτά είναι ελάχιστα δείγματα από τα πάμπολλα, δυστυχώς, συμπτώματα εβραιοφοβίας και λανθάνοντος αντισημιτισμού στην Ελλάδα.
Σε καμία χώρα του κόσμου η διδασκαλία της Ιστορίας στη δημόσια εκπαίδευση δεν ευθυγραμμίζεται με την ιστορική αλήθεια. Αλλά πουθενά αλλού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, η ιστορική αλήθεια δεν υποφέρει τόσο πολύ όσο στο ελληνικό σχολείο. Ο μέσος Ελληνας κουβαλάει από τα θρανία μια τόσο στρεβλή αντίληψη για την ιστορία της χώρας του ώστε η επαφή του με κάποιους κοινούς τόπους των ιστορικών, όπως έγινε με τη σειρά του Σκάι για το ’21 πριν από λίγα χρόνια, τον σοκάρει και τον εξαγριώνει. Αν προσθέσουμε την εθνική ξιπασιά που συντηρεί ανόητους μύθους, όπως αυτός για τις πέντε εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής γλώσσας, θα δούμε σε πόσο ευνοϊκό έδαφος ρίχνει τον δηλητηριώδη σπόρο του ο χρυσαυγίτικος εθνικισμός.
Μια απομυθοποίηση της ΧΑ θα έδειχνε ότι αυτό το «αντισυστημικό» κόμμα αρδεύεται από τη νερομάνα του συστήματος. Αλλά τότε θα απομυθοποιούνταν και το ίδιο το σύστημα. Θα το αντέχαμε;
Αναδημοσίευση από: http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5131067/mayro-sxedon-mple-bathy/