Yavor Tarinski
Η πρωταρχική απειλή για τη φύση και τον άνθρωπο σήμερα προέρχεται από τη συγκέντρωση και τη μονοπώληση της εξουσίας και του ελέγχου – Vandana Shiva[1]
Στην εποχή μας, οι «από πάνω» συνεχώς μας λένε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά μόνο να συμμορφωθούμε με το καθεστώς. Οι κυρίαρχοι θεσμοί εξουσίας κάνουν ό,τι μπορούν για να μας πείσουν ότι η λύση στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα θα βρεθεί στις ίδιες πολιτικές που τα δημιούργησαν. Το αφήγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική» (TINA) συνεχίζει να κυριαρχεί στον κυρίαρχο λόγο, και η ευρεία καταναλωτική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την μακρά κρίση αντιπροσώπευσης, δηλητηριάζουν το ανθρώπινο φαντασιακό με κυνισμό, γενικευμένο κομφορμισμό και απάθεια.
Όμως «μικρόβια» διαφορετικών τρόπων σκέψης και ζωής προσπαθούν να έρθουν σε ρήξη με την παθητικότητα της σημερινής λογικής. Νέες σημασίες που προχωράνε πέρα από τον συμβατικό γραφειοκρατικό καπιταλιστικό λόγο, προσφέρουν νέα σύνολα λόγων και αξιών, που μπορούν να οδηγήσουν την κοινωνική ζωή μακριά από την καταστροφικότητα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και της κυνικής απάθειας.
Με τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την τωρινή τάξη πραγμάτων να αυξάνεται, μπορούμε να διακρίνουμε δύο έννοιες που προσφέρουν ριζική ρήξη με την παρούσα κανονικότητα.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την πολιτική συμμετοχή και την άμεση δημοκρατία. Στις μέρες μας, γίνεται σχεδόν αδιανόητο να σκεφτείς ένα λαϊκό κίνημα έξω από το πλαίσιο της δημοκρατίας: πρώτον, τα αιτήματα σχεδόν πάντα περιστρέφονται γύρω από την συμμετοχή των πολιτών σε μία ή άλλη μορφή. Δεύτερον, ο τρόπος οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων εδώ και πολύ καιρό έχει υπερβεί τον συγκεντρωτισμό των παραδοσιακών πολιτικών οργανώσεων, επιμένοντας αντιθέτως στην αυτό-οργανωση και τη συνεργασία.
Από την άλλη, η οικολογία αναδύεται ως μέγιστο ενδιαφέρον και ως απάντηση στο σύγχρονο πολιτικο-οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην ανάπτυξη, και είναι υπεύθυνο για την αισθητή περιβαλλοντική κρίση και τη ραγδαία κλιματική αλλαγή. Εκφράζεται με τη μορφή λαϊκών αγώνων κατά των καπιταλιστικών εξορυκτικών έργων, που είναι επικίνδυνα για το περιβάλλον, την υγεία αλλά και την τοπική αυτονομία. Επίσης, παίρνει τη μορφή αντίστασης στην καταναλωτική κουλτούρα, ενισχύοντας νέες θεωρίες όπως η απο-ανάπτυξη.
Στο ευρύ φάσμα στοχαστών που στις μέρες μας αναπτύσσουν τέτοιες νέες ιδέες, μπορούμε να διακρίνουμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Μάρει Μπούκτσιν ως δυό από τους πιο επιδραστικούς. Και οι δύο προήλθαν από την Αριστερά και μέσω της σκέψης τους, αλλά και των πρακτικών τους. Κατάφεραν να προσπεράσουν τα ιδεολογικά δόγματα και να αναπτύξουν τα δικά τους πολιτικά έργα, ενσωματώνοντας και εξελίσσοντας την άμεση δημοκρατία και την οικολογία. Δεν μας εκπλήσσει που συνεργάστηκαν στο περιοδικό Κοινωνία και Φύση και αργότερα στο περιοδικό Δημοκρατία και Φύση, μέχρι το 1996, όπου σημειώθηκε μια πικρή σύγκρουση μεταξύ τους.
Πλέον η κληρονομιά τους συνεχίζεται μέσα σε κοινωνικά κινήματα και αγώνες που βάζουν αυτές τις δύο σημασίες στην καρδιά των πολιτικών δραστηριοτήτων τους. Η σκέψη του Καστοριάδη έχει αναζωογονηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, και κυρίως μέσα από το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα των πλατειών» (γνωστό ως The Indignados) που δεν καθοδηγήθηκε από τις «καθαρές» ιδεολογίες αλλά από το πάθος για πολιτική δράση και κριτική σκέψη, ενώ το έργο του Μπούκτσιν υλοποιείται εν μέρει από το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής (στη Ροζάβα), επηρεάζοντας το σε τέτοιο βαθμό που έχασε τελείως τον μαρξιστικό-λενινιστικό προσανατολισμό του.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι η ανάπτυξη μιας βαθιάς συγκριτικής μελέτης για τα έργα των δυο τους, αλλά μια προσπάθεια να υπογραμμιστούν δύο στοιχεία της σκέψης τους που είναι ιδιαιτέρως ενεργά στο σημερινό πλαίσιο και μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αλλαγή.
Άμεση δημοκρατία
Τόσο ο Καστοριάδης όσο και ο Μπούκτσιν είδαν μεγάλη απελευθερωτική δυναμική στην άμεση δημοκρατία και την τοποθέτησαν στην καρδιά των πολιτικών προταγμάτων τους. Αφιέρωσαν μεγάλο μέρος των γραπτών τους σε αυτό το θέμα, αναπτύσσοντας το πέραν του πλαισίου που θέτουν οι παραδοσιακές ιδεολογίες. Σε πλήρη αντίθεση από τη μια με τις αυταρχικές απόψεις, την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κοινωνία και την υποταγή της έτσι σε ιεραρχικούς μηχανισμούς, και από την άλλη με απόψεις που απορρίπτουν κάθε μορφή νόμων και θεσμών, οι δύο στοχαστές πρότειναν τη θέσμιση δομών και θεσμών που θα επιτρέπουν την άμεση δημόσια δράση και αλληλεπίδραση, ενώ θα διατηρούν την κοινωνική συνοχή μέσω της οριζόντιας διάχυσης της εξουσίας.
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η πλειοψηφία των ανθρώπινων κοινωνιών έχουν εγκαθιδρυθεί στη βάση της ετερονομίας, που την περιγράφει ως μία κατάσταση όπου οι κανόνες της κοινωνίας τίθενται από κάποια εξω-κοινωνική πηγή (όπως το κόμμα, ο θεός, η ιστορική αναγκαιότητα κ.λπ.). Οι θεσμοί των ετερόνομων κοινωνιών γίνονται αντιληπτοί ως αυτονόητοι και συνεπώς αδιαμφισβήτητοι, π.χ. ασύμβατοι με τη λαϊκή αλληλεπίδραση. Γι’ αυτόν η οργανωτική δομή του σύγχρονου δυτικού κόσμου, παρόλο που συχνά χαρακτηρίζεται ως «δημοκρατία», είναι στην πραγματικότητα μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, με κάποιες ελευθερίες για τους ανθρώπους, αλλά με τη γενική διαχείριση της κοινωνικής ζωής στα χέρια ολιγάριθμων ελίτ (Καστοριάδης. 1989).
Για τον Καστοριάδη, η δημοκρατία είναι βασικό στοιχείο για την κοινωνική και ατομική αυτονομία (να θέτουν οι άνθρωποι τους δικούς τους κανόνες και θεσμούς), που είναι το αντίθετο της ετερονομίας. Αυτό που αποκαλούσε πρόταγμα της αυτονομίας συνεπαγόταν αμεσοδημοκρατική αυτοθέσμιση από την κοινωνία, η οποία αποτελείται από συνειδητοποιημένους πολίτες, που σχεδιάζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και όχι κάποια εξωκοινωνική δύναμη, είτε φυσική είτε μεταφυσική (Καστοριάδης, 1992). Για παράδειγμα, στα χέρια της κοινωνίας βρίσκεται η μεγαλύτερη εξουσία που είναι να φτιάχνει τους νόμους και τους θεσμούς κάτω από τους οποίους θα ζει.
Ο Καστοριάδης εξάγει το δικό του νόημα της δημοκρατίας από την κλασική σημασία του όρου, που πηγάζει από την αρχαία Αθήνα (δήμος / λαός και κράτος / εξουσία). Έτσι βασισμένος σε αυτό βρίσκει τα σημερινά φιλελεύθερα καθεστώτα ως μη-δημοκρατικά, εφόσον βασίζονται στην εκλογή αντιπροσώπων και όχι στην άμεση συμμετοχή του πολίτη. Σύμφωνα με αυτόν, η δημοκρατία μπορεί μόνο να είναι άμεση, και με αυτόν τον τρόπο ασύμβατη με τη γραφειοκρατία, την ειδημοσύνη, την οικονομική ανισότητα και άλλα στοιχεία του σύγχρονου πολιτικού συστήματος (1989).
Σε πιο λεπτομερές επίπεδο, συνιστά την καθιέρωση εδαφικών μονάδων πληθυσμού έως 100.000 ατόμων, που θα μπορούν να αυτοκυβερνώνται μέσω γενικών συνελεύσεων. Για τον συντονισμό μεταξύ αυτών των μονάδων προτείνει την καθιέρωση συμβουλίων και επιτροπών όπου τα τοπικά σώματα λήψης αποφάσεων θα στέλνουν ανακλητούς βραχυπρόθεσμους εκπροσώπους (Καστοριάδης, 2013). Έτσι η εξουσία παραμένει στα χέρια των δήμων ενώ επιτρέπεται ο μη-κρατικός συντονισμός σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Για τον Μπούκτσιν επίσης, ο χαρακτηρισμός του σημερινού συστήματος ως δημοκρατία ήταν ένα λάθος, ένα οξύμωρο. Μας θυμίζει ότι δύο αιώνες πριν, ο όρος δημοκρατία απεικονιζόταν από τους κυβερνώντες ως «νόμος του όχλου», μια προαναγγελία χάους, ενώ στις μέρες μας χρησιμοποιείται ως μάσκα σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα, το οποίο στην ουσία του είναι μια ρεπουμπλικανική ολιγαρχία αφού μια μικρή κλίκα εκλεκτών αποφασίζει για τους πολλούς – ανίσχυρους (Μπούκτσιν, 1996).
Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, βασίζει τη δική του κατανόηση της δημοκρατίας στην εμπειρία της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δίνει τόση σημασία στο ρόλο της πόλης (Μπούκτσιν, 1964). Περιγράφει πώς με την ανάπτυξη αυτού που ονομάζει τεχνική της εξουσίας, οι ενεργοί πολίτες, βαθιά και ηθικά δεμένοι με τις πόλεις τους, αντικαταστάθηκαν με παθητικούς καταναλωτές υποταγμένους στους κοινοβουλευτικούς κανόνες, των οποίων ο ελεύθερος χρόνος ξοδεύεται σε ψώνια σε καταστήματα λιανικής και τεράστια εμπορικά κέντρα.
Μετά από πολλά χρόνια συμμετοχής σε διαφορετικά πολιτικά κινήματα, ο Μπούκτσιν ανέπτυξε το δικό του πολιτικό πρόταγμα, που το ονόμασε Κομμουναλισμό. Βασισμένος στην άμεση δημοκρατία, περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από το ερώτημα της εξουσίας, απορρίπτοντας ουτοπικές και lifestyle πρακτικές. Ο Κομμουναλισμός αντιθέτως εστιάζει σε ένα κέντρο εξουσίας, που θα μπορούσε δυνητικά να υποταχθεί στη λαϊκή βούληση – το δημοτικό συμβούλιο – μέσω του οποίου δημιουργούνται και συντονίζονται τοπικές συνελεύσεις. Ανέδειξε τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα, πλησίον του κρατικού μηχανισμού, που έχουν αυτοί οι θεσμοί και την δυνατότητα να γίνουν οι αποκλειστικές πηγές εξουσίας στα χωριά και τις πόλεις. Οι εκδημοκρατισμένοι δήμοι, προτείνει ο Μπούκτσιν, θα συνομοσπονδιστούν μεταξύ τους στέλνοντας ανακλητούς εκπροσώπους σε λαϊκές συνελεύσεις και συνομοσπονδιακά συμβούλια, κι έτσι θα αντιταχθούν στην κεντρική κρατική εξουσία. Αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο ο Μπούκτσιν το ονόμασε ελευθεριακό συνομοσπονδισμό (Μπούκτσιν, 1969), το οποίο έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν και τον κουρδικό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Ένα διακριτό στοιχείο του οράματος του Μπούκτσιν για την άμεση δημοκρατία στον κομμουναλισμό του ήταν το στοιχείο της ψήφου κατά πλειοψηφία, που θεωρείται ως ο μόνος δίκαιος τρόπος για να πάρει αποφάσεις ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (2002). Σύμφωνα με αυτόν, η ομοφωνία, στην οποία κάθε άτομο μπορεί να ασκήσει βέτο σε κάθε απόφαση, εγκυμονεί έναν κίνδυνο για την κοινωνία. Πάντως, όλα τα μέλη της κοινωνίας κατέχουν γνώση και μνήμη, και έτσι η κοινωνική συλλογικότητα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να στερήσει τα δικαιώματα των «μειοψηφιών». Οι απόψεις μιας μειοψηφίας είναι πηγή νέων σκέψεων και εκκολαπτόμενων αληθειών, που είναι σπουδαίες πηγές δημιουργικότητας και προόδου για την κοινωνία ως σύνολο.
Οικολογία
Η Οικολογία έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σκέψη των δύο φιλοσόφων. Και οι δυό τους πάντως είδαν το θέμα σε αντίθεση με τους περισσότερους οικολόγους της εποχής τους (και της εποχής μας επίσης). Παρά την ευρεία αντιμετώπιση της φύσης ως εμπόρευμα, ως κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία, ο Καστοριάδης και ο Μπούκτσιν την είδαν σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική ζωή, τις σχέσεις και τις αξίες, και συνεπώς την ενσωμάτωσαν στα πολιτικά τους προτάγματα.
Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η οικολογία είναι κατ’ ουσίαν ένα πολιτικό θέμα. Έχει να κάνει με πολιτικές επιλογές για τη θέσμιση συγκεκριμένων ορίων και στόχων στη σχέση μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης (Καστοριάδης, 1993). Δεν έχει να κάνει με την επιστήμη, αφού αυτή αφορά στην εξερεύνηση δυνατοτήτων και την εύρεση απαντήσεων σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, δεν αφορά στον αυτοπεριορισμό. Πάντως ο Καστοριάδης παροτρύνει να επιστρατεύονται επιστημονικοί πόροι για την εξερεύνηση της φύσης και της επίδρασης μας σε αυτήν, αλλά παραμένει σταθερός στο ότι η επιλογή που θα γίνει στο τέλος θα είναι κατ’ ουσίαν πολιτική επιλογή.
Συνεπώς οι λύσεις που πρέπει να δίνονται σε κάθε οικολογική κρίση πρέπει να είναι πολιτικές. Ο Καστοριάδης παραμένει κριτικός απέναντι στα πράσινα κόμματα και το κοινοβουλευτικό σύστημα εν γένει, εφόσον μέσω των εκλογικών διαδικασιών πασχίζει για την «απεμπλοκή» των ανθρώπων από την πολιτική, δίνοντας την στα χέρια των επαγγελματικών «αντιπροσώπων». Ως αποτέλεσμα αυτού, οι άνθρωποι αφήνονται να αντιμετωπίζουν τη φύση με απολίτικο τρόπο, μόνο σαν εμπόρευμα, αφού κανένα από τα σύγχρονα οικολογικά κινήματα που ασχολούνται αποκλειστικά με ερωτήματα για το περιβάλλον, δεν ανησυχεί για τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα.
Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή της σκέψης, δεν εκπλήσσει που ο Καστοριάδης παραμένει κριτικός όταν ανακύπτουν περιστάσεις όπου μεγάλα πράσινα κινήματα και κόμματα εμφανίζονται με προτάσεις πολιτικής φύσης για την επίλυση της περιβαλλοντικής κρίσης (Καστοριάδης, 1981). Αυτό γιατί, τις περισσότερες φορές, παρόλο που οι πολιτικές τους προτάσεις περιστρέφονται γύρω από τη λαϊκή συμμετοχή – για παράδειγμα τα πράσινα κόμματα που έχουν εμφανιστεί με προτάσεις για εναλλαγή των βουλευτών, περισσότερα δημοψηφίσματα κ.λπ. – είναι πάντα ενσωματωμένα στο σύγχρονο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Όντας υπερασπιστής της άμεσης δημοκρατίας, ο Καστοριάδης πιστεύει πως τα συστατικά της στοιχεία, ενσωματωμένα στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, θα χάσουν το νόημα τους.
Παρομοίως, ο Μπούκτσιν επίσης συνδέει την οικολογική σφαίρα με την κοινωνική και με την πολιτική γενικότερα. Γι’ αυτόν σχεδόν όλα τα ισχύοντα οικολογικά προβλήματα προέρχονται από προβλήματα βαθιά ριζωμένα στην κοινωνική τάξη πραγμάτων – και γι’ αυτό μιλάει για κοινωνική οικολογία (Μπούκτσιν, 1993). Η οικολογική κρίση δεν μπορεί ποτέ να κατανοηθεί και πολύ περισσότερο να επιλυθεί αν δεν συνδεθεί με την κοινωνία, εφόσον πηγή για σοβαρές οικολογικές διαταραχές υπήρξαν οι συγκρούσεις με βάση την οικονομία, τον πολιτισμό, το φύλο.
Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, διαφωνούσε ριζικά με τους οικολόγους που αποσύνδεαν την οικολογία από την πολιτική και την κοινωνία, ταυτίζοντας την αντιθέτως με την προστασία της άγριας ζωής, ή τη μαλθουσιανή βαθιά οικολογία κ.λπ. (Μπούκτσιν, 1988). Επέμεινε στην επίπτωση που έχει στη φύση η δική μας καπιταλιστική ιεραρχική κοινωνία (με τα μεγάλης κλίμακας εξορυκτικά έργα με μόνο κίνητρο το κέρδος), κι έτσι έκανε ξεκάθαρο ότι αν δεν λύσουμε τα κοινωνικά μας προβλήματα δεν μπορούμε να σώσουμε τον πλανήτη.
Για τον Μπούκτσιν, η ιεραρχική νοοτροπία και η οικονομική ανισότητα που έχουν διαπεράσει την κοινωνία σήμερα, είναι οι κύριες πηγές της ιδέας ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Συνεπώς ο οικονομικός αγώνας δεν μπορεί να ελπίζει σε καμία επιτυχία αν δεν ενσωματωθεί σε ένα ολιστικό πολιτικό πρόταγμα, που θα αντιμετωπίσει την κύρια πηγή της παρούσας περιβαλλοντικής και κοινωνικής κρίσης, δηλαδή την ιεραρχία και ανισότητα (Μπούκτσιν, 1930).
Συμπέρασμα
Παρά τις διαφορές και τις διαφωνίες τους, ο Καστοριάδης και ο Μπουκτσιν μοιράστηκαν πολλά κοινά – κυρίως τον τρόπο που είδαν την άμεση δημοκρατία και την οικολογία. Η συνεισφορά σε αυτά τα πεδία παρέχει γόνιμο έδαφος για περαιτέρω θεωρητική και πρακτική ανάλυση. Δεν είναι τυχαίο που σε μια περίοδο στην οποία τα ερωτήματα για τη δημοκρατία και την οικολογία τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής, ακούμε όλο και συχνότερα για αυτούς τους δύο.
Οι έννοιες αυτές αποδεικνύονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε μια εποχή διαρκούς απώλειας δικαιωμάτων, σφοδρής υποκατάστασης του πολίτη από τον καταναλωτή, αυξανόμενων οικονομικών ανισοτήτων και καταστροφής του φυσικού κόσμου. Φαίνονται σαν δύο από τις καλύτερες σημασίες που η βάση κατάφερε να δημιουργήσει και να διατυπώσει σαν ένα δυνατό υποκατάστατο της ιεραρχίας και της εμπορευματοποίησης που κυριαρχούν σήμερα και καταστρέφουν τον κόσμο μας.
Μετάφραση Γεωργία Κανελλοπούλου
Bibliography:
Bookchin-Öcalan correspondence
Bookchin, Murray. Ecology and Revolutionary Thought (1964)
Bookchin, Murray. The Communalist Project (2002)
Bookchin, Murray. The Crisis in the Ecology Movement (1988)
Bookchin, Murray. What is Communalism? (1996)
Bookchin, Murray. What is Social Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Democracy and Relativism (2013)
Castoriadis, Cornelius. From Ecology to Autonomy (1981)
Castoriadis, Cornelius. The Project of Autonomy is not Utopia (1992)
Castoriadis, Cornelius. The Problem of Democracy Today (1989)
Castoriadis, Cornelius. The Revolutionary Force of Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Worker Councils and the Economy of the Self-managed Society (1972)
Notes:
[1] Stephen Spencer, Race and Ethnicity: Culture, Identity, and Representation (2014). Routledge p.204
[2] http://www.democracynature.org/vol3/biehl_bookchin.htm
Το πρωτότυπο κείμενο: http://www.babylonia.gr/2016/06/10/reflections-on-castoriadis-and-bookchin/#sthash.OamWpsJM.dpuf