Η χρεοκοπία του σοσιαλισμού

Ciudad Bolivar (Βενεζουέλα) – Ουρά σε αναμονή μπροστά σε ένα δημόσιο σουπερμάρκετ.

 

του Stefano Boni

 

Η εμπειρία του “μπολιβαριανού σοσιαλισμού”, στην αρχή με τον Τσάβες και κατόπιν με τον Μαδούρο, χαιρετίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό από την αριστερά. Η χρεοκοπία του σημαδεύει ακόμη μια ήττα της μαρξιστικής υπόθεσης.

Το ενδιαφέρον γι’ αυτό που συνέβαινε στη Βενεζουέλα μου προκλήθηκε το 2005 όταν η κυβέρνηση Τσάβες, υιοθετώντας μια σοσιαλιστική οπτική, προσέλκυσε τη συμπάθεια μεγάλου μέρους της ριζοσπαστικής αριστεράς. Θυμάμαι άρθρα στις φιλομαρξιστικές εφημερίδες τα οποία εξυμνούσαν τις λαϊκές μεταρρυθμίσεις και μια συνάντηση σε ένα τομέα της Κομμουνιστικής Αναγέννησης όπου γινόταν λόγος για «επανάσταση» και προβλεπόταν η λαϊκή χειραφέτηση. Ήμουν περίεργος να δω το μαρξισμό που γίνεται πραγματικότητα. Πήγα στη Βενεζουέλα αρκετές φορές ανάμεσα στο 2006 και το 2014 για να καταλάβω αυτό που συνέβαινε πέρα από τη ρητορική που παρατασσόταν ιδεολογικά υπέρ ή κατά.

Μια δεκαετία μετά το πρώτο μου ταξίδι, στη Βενεζουέλα μπαίνουν στην ουρά για την προμήθεια του φαγητού. Οι θεραπευτικές φροντίδες υποφέρουν από μια μακρά έλλειψή βασικών φαρμάκων, ανάμεσα στα οποία είναι τα αντιβιοτικά. Το ηλεκτρικό είναι διαθέσιμο μόνο για λίγες ώρες τη μέρα. Ο δείκτης της εγκληματικότητας συνεχίζει να ανεβαίνει και σήμερα είναι ανάμεσα στα πιο υψηλά επίπεδα στον κόσμο. Ο πληθυσμός είναι τραυματισμένος. Η εκλογική υποστήριξη που δόθηκε στον Τσάβες και τις μεταρρυθμίσεις του το 1998 διακόπηκε δραματικά τον Δεκέμβριο του 2014 όταν στις βουλευτικές εκλογές ανέβηκε το μέτωπο των αντιπολιτεύσεων (ανάμεσα στις οποίες πολλές της αριστεράς).

Τώρα η χώρα βρίσκεται σε ένα θεσμικό αδιέξοδο που οφείλεται στην συμπαρουσία ενός τσαβικού προέδρου, του Μαδούρο ο οποίος διαδέχθηκε τον Τσάβες μετά το θάνατό του το 2013, και ένα κοινοβούλιο στα χέρια της αντιπολίτευσης μέσα σε ένα περιβάλλον ισχυρότατης και πια παγιωμένης, κομματικής πόλωσης. Σε μια χώρα στην οποία πάρα πολλοί έχουν στην κατοχή τους όπλα, είναι πιθανό η σύγκρουση ανάμεσα στον τσαβισμό και την αντιπολίτευση να μετατραπεί όλο και περισσότερο σε ένοπλη σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ρητορική του ανοικτού, πλουραλιστικού, δημοκρατικού, νοτιοαμερικανικού δρόμου για το σοσιαλισμό, διήρκεσε όσο το επέτρεπαν τα έσοδα από τα πετρέλαια. Το όνειρο εξαφανίστηκε μέσα σε λίγους μήνες όταν η τιμή του πετρελαίου, που αφορά το 95% των εξαγωγών της Βενεζουέλας και υποστηρίζει μεγάλο μέρος της εσωτερικής κατανάλωσης, κατέρρευσε από περισσότερο από τα 100 $ το βαρέλι που είχε τον Ιούνιο του 2014 στα 30/60 $ των τελευταίων δύο ετών. Η πομπώδης επαναστατική ρητορική γίνεται φτηνή προπαγάνδα απέναντι στη νιοστή καταστροφή του μαρξιστικού Κράτους.

Η κατάρρευση του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στη Βενεζουέλα έχει τις ιδιαιτερότητές της αλλά συγχρόνως μοιάζει με τις χρεοκοπίες των αριστερών καθεστώτων τον 20ο αιώνα. Αξίζει να σκεφτούμε τους λόγους της νιοστής χρεοκοπημένης “επανάστασης”. Η βενεζουελάνικη δυναμική άρχισε σιγά σιγά να καταρρέει κυρίως όταν, ανάμεσα στο 2005 και το 2007, η κυβέρνηση αποφάσισε να δυναμώσει τον κάθετο συγκεντρωτισμό, περιορίζοντας τη διαφοροποιημένη συμμαχία που υποστήριζε τον Τσάβες σε ένα μοναδικό κόμμα (το PSUV, Partido Socialista Unido de Venezuela) βαμμένο κόκκινο και ευθυγραμμισμένο πάνω σε μια σοσιαλιστική χορογραφία και ρητορική.

Μα ποια συμμετοχική δημοκρατία;
Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές που προώθησε ο Τσάβες ήταν εκείνες που προσπαθούσαν να προωθήσουν τη συμμετοχική δημοκρατία. Τα consejos comunales (CC) είναι συνελεύσεις γειτονιάς που περιλαμβάνουν, σε αστικό περιβάλλον, ανάμεσα στις 200 και 400 οικογένειες οι οποίες συγκροτούνται ως πολιτικό υποκείμενο. Προβλέπονται μορφές συντονισμού των CC, τα οποία ονομάζονται κοινότητες και τα οποία μέχρι τώρα δεν έχουν λειτουργήσει. Η συγκρότηση των CC εμπιστευόταν στις κοινότητες, το ανώτερο όργανο αποφάσεων ήταν η συνέλευση των πολιτών, η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν ανοικτή σε όλους τους κατοίκους άνω των 15 ετών. Αυτά τα όργανα όμως εντάχθηκαν μέσα σε μια νομοθεσία και γραφειοκρατικοποίηση της συμμετοχικής δημοκρατίας που προέβλεπε τον αυστηρό έλεγχο και την έγκριση των κρατικών θεσμών: οι αποφάσεις έπρεπε να καταγράφονται, οι πράξεις των συνελεύσεων να κωδικοποιούνται, όφειλαν να συγκροτήσουν ένα οικονομικό όργανο για να λαμβάνουν οικονομικές βοήθειες. Ιδρύθηκαν το 2005 και ήδη το 2009 τα CC είχαν γίνει, κατά πιο προφανή τρόπο, δίαυλοι για τον πολιτικό προσηλυτισμό του PSUV. Η λαϊκή συμμετοχή προοδευτικά μειώθηκε ενώ η διαφθορά και η προσωπική ιδιοποίηση των κοινοτικών χρημάτων αυξήθηκε. Στον δικό μου τομέα έρευνας σχεδόν τα μισά από τα CC είχαν μπλοκαριστεί το 2014 για δικαστικούς ή οικονομικούς λόγους.
Το μάθημα είναι ότι η συμμετοχική δημοκρατία για να είναι συνεπής με τις προϋποθέσεις της πρέπει να αναπτυχθεί έξω από τους πολιτικούς θεσμούς. Ο κρατικός έλεγχος πάνω στην άμεση δημοκρατία σημαίνει αναστολή της δημιουργικότητας και του πειραματισμου, τα οποία θυσιάζονται στην ομογενοποιημένη γραφειοκρατική κωδικοποίηση, σημαίνει να μεταφέρεις τις κομματικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της κοινοτικής οργάνωσης, σημαίνει να διαθέτεις πολιτικά υποκείμενα τα οποία γεννήθηκαν ως αυτόνομα για να αποτελέσουν μια πελατειακή εναλλακτική μέσα στο κομματικό σύστημα. Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνητών που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο αναγνωρίζει ότι τα κοινωνικά κινήματα υπό τον Τσάβεζ δεν ενδυναμώθηκαν στην ανεξαρτησία τους, αλλά μάλλον έγιναν διαπλεκόμενα, επιχορηγούμενα, και συγκεντρωτικά.

Ή αυτοδιαχείριση ή κρατική πρόνοια
Η αύξηση των κοινοτικών εντάσεων (κλοπές, αντίπαλες φατρίες, ανταγωνισμός ανάμεσα σε αρχηγούς γειτονιών) οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην απόφαση να διατεθούν μεγάλες δημόσιες χρηματοδοτήσεις στα CC μετατρέποντας τη συνελευσιακή δημοκρατία σε ένα ομοίωμα συμμετοχής με σκοπό την παροχή κρατικών επιχορηγήσεων. Ακόμη και τα εκατοντάδες απαλλοτριωμένα εργοστάσια, οι αμέτρητοι συνεταιρισμοί-φάντασμα, τα πολλά διαφορετικά κοινωνικά κινήματα ταΐστηκαν και αναστατώθηκαν, προωθήθηκαν και ελέγχθηκαν μέσω δημόσιων χρημάτων. Για όλους αυτούς τους πολιτικούς πρωταγωνιστές που αναδύθηκαν από τη βάση, η βασική ανησυχία δεν ήταν να «πράξουν» αλλά να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στην κυβέρνηση για να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι από τα τεράστια πετρελαϊκά κέρδη (συνήθως προς όφελος κυρίως των ηγετών της οργάνωσης). Η λαϊκή ευαισθησία του τσαβισμού μεταφράστηκε σε πολιτικές κοινωνικών παροχών: τροφή που διανεμόταν σε ασήμαντες τιμές, βοηθήματα στις διάφορες μειονεκτούσες κατηγορίες (ή σε όποιον κατάφερνε να περνιέται για τέτοιος), διάθεση αγαθών σε πιστούς ψηφοφόρους, πλούσια παροχή βροχηδόν χρημάτων στις εκλογές. Οι λαϊκές τάξεις βέβαια ευνοήθηκαν με όρους ικανότητας κατανάλωσης και προσφοράς επιδοτούμενων υπηρεσιών όμως αυτό αντί να ενθαρρύνει την αυτοδιαχείριση και την αυτό-παραγωγή τις ανέστειλε. Η επιχειρηματικότητα εκμηδενίστηκε από την εισαγωγή αγαθών τα οποία πληρώνονταν από τα πετρελαϊκά έσοδα και διανέμονταν μέσω πελατειακών αλυσίδων. Ποιος θα προσπαθήσει, σε μικρές βιοτεχνικές μονάδες, να εκθρέψει  κοτόπουλα για την αγορά αν το κράτος αγοράζει τα βιομηχανοποιημένα από τη Βραζιλία και τα διανέμει σε μια επιδοτούμενη τιμή λίγων δεκάδων εκατοστών του ευρώ; Αντί για τον δύσκολο δρόμο της χρήσης των πετρελαϊκών εσόδων για τη συγκρότηση μιας τοπικής ή εθνικής αυτονομίας (ενδυναμώνοντας την παραγωγή ενέργειας, την παραγωγή φαρμάκων, την ικανότητα εξαγωγής πετρελαίου χωρίς ανάθεση των έργων στις πολυεθνικές), το PSUV προτίμησε το δρόμο της εύκολης κατάκτησης της συναίνεσης ανταλλάσσοντας τους υδρογονάνθρακες με καταναλωτικά αγαθά προς διανομή στους ψηφοφόρους των φτωχών γειτονιών.
Το μάθημα είναι ότι ένα αριστερό κόμμα μπορεί να αγοράσει τη συναίνεση, να νικήσει τις εκλογές, να παραχωρήσει οφέλη στις λαϊκές τάξεις όμως αυτό ναρκοθετεί την πολιτική και παραγωγική τους αυτονομία. Το να είσαι από τη μεριά του «λαού» δεν σημαίνει συγκεντροποίηση πηγών ώστε να της διανείμεις στρατηγικά προς ικανοποίηση των ηδονιστικών του ορέξεων και μετά, κατά τη διάρκεια εκλογών, να ζητάς την ψήφο από τους επωφελούμενους. Η αυτοδιαχείριση είναι μια εναλλακτική πρακτική στη μαρξιστική πρόνοια γιατί βασίζεται στην υπευθυνότητα και τη συλλογική και ατομική ανεξαρτησία, μάλλον σε ένα ενεργό πράττειν παρά στην προώθηση της παθητικότητας. Για αυτόνομα πολιτικά υποκείμενα, τα δημόσια χρήματα είναι δηλητηριώδη δώρα που δημιουργούν εξάρτηση.

Η αυταπάτη του καλού αρχηγού
Καθώς σιγά σιγά ο βαθμός της διαφθοράς και του συντηρητισμού των τσαβιστών πολιτικών έγινε φανερός, οι πιο ριζοσπαστικοί τομείς της βάσης , αντί να ασκήσουν κριτική στην κρατική αρχιτεκτονική απευθύνθηκαν στον πρόεδρο. Οι αγωνιστές των γειτονιών αναγνώριζαν ότι η επανάσταση έπαιρνε άσχημη τροπή αλλά σε ένα περιβάλλον στο όποιο οι μοχλοί της εξουσίας βρίσκοντας υπό την κατοχή, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, των ηγετικών κορυφών του κόμματος-κυβέρνησης, εμπιστεύονταν τις ελπίδες μιας επαναστατικής στροφής σε μια προνοιακή παρέμβαση του Τσάβες. Δεν συνέβη και δεν θα συνέβαινε ακόμη κι αν ο Τσάβες δεν πέθαινε. Η ιδέα του καλού αρχηγού, που είναι κοντά στο λαό, εγγυητής της επανάστασης, εκπρόσωπος των αναγκών των φτωχών είναι μια επαναλαμβανόμενη απάτη της μαρξιστικής παράδοσης. Δημιούργησε μόνο την άκριτη εξύψωση αρχηγών όλο και περισσότερο μουμιοποιημένων και την έλλειψη αναγνώρισης των ικανοτήτων αυτοπροσδιορισμού των πολύμορφων υποκειμενικοτήτων που συνθέτουν το κοινωνικό σώμα. Η κορυφή της κυβερνητικής αλυσίδας, η οποία απαράλλαχτα στον μαρξισμό παίρνει τη μορφή του φωτισμένου, αγιοποιημένου, θεοποιημένου αρχηγού είναι  μια από τις αμετάβλητες αιτίες των χρεοκοπιών των επαναστατικών τάσεων παρά της ενδυνάμωσής τους.

Να ξεπεράσουμε τη συγκεντροποίηση της εξουσίας
Θα άξιζε τον κόπο να συζητήσουμε με έναν που υποστηρίζει ακόμη κομμουνιστικές προοπτικές πάνω στις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες των κόκκινων επαναστάσεων. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε –δικαίως- ότι και το αναρχικό ιδανικό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στο περιβάλλον μιας σύγχρονης και πολύπλοκης κοινωνίας. Κι όμως ο αναρχισμός και ο μαρξισμός που έγιναν ιστορία έχουν διαφορετικές πορείες και μοίρες.
Στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία επιβεβαιώθηκε μια ελευθεριακή πρακτική (σκέφτομαι την κομμούνα του Παρισιού το 1871 και την Ισπανία του 1936) δεν μεταμορφώθηκαν ούτε σε δικτατορία, ούτε εξερράγησαν εσωτερικά, αλλά μάλλον καταστάληκαν από τη στρατιωτική βία, όπως πολλές από τις αμέτρητες εκφράσεις της κοινωνίας με διάχυτη εξουσία που χαρακτήρισαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Η ιστορία θέτει στους αναρχικούς το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα υπερασπιστούν τις ελευθεριακές πράξεις από τη στρατιωτική καταστολή. Απεναντίας η σύγχρονη Βενεζουέλα είναι το νιοστό παράδειγμα των αντιφάσεων και των εσωτερικών ασυνεπειών του μαρξισμού που γίνεται Κράτος που θα άξιζε τον κόπο να αποφύγουμε στο μέλλον.
Αν οι μαρξιστές πιστεύουν στην ισότητα και την αυτοδιαχείριση από τα κάτω, η ιστορία διδάσκει ότι αυτό το πρόταγμα είναι ασύμβατο με συγκεντρωτικές μορφές εξουσίας, με την άσκηση της μονοπωλιακής θεσμικής κυριαρχίας, με λίγα λόγια με το Κράτος. Μερικές τάσεις του σύγχρονου μαρξισμού αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν την ασυμβατότητα των διακηρυγμένων στόχων του κομμουνισμού με τα κλασικά εργαλεία της αριστεράς: την επαναστατική πρωτοπορία, την κατάληψη της εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το ξεπέρασμα της μαρξιστικής θέλησης να υποστηρίζει τη συγκεντροποίηση σε προέδρους, Κράτη, κόμματα θα επέτρεπε επίσης την αναγνώριση ωφέλιμων οργανωτικών συγγενειών ανάμεσα σε κομμουνιστές και αναρχικούς, σε μια στιγμή στην οποία δείχνει επείγουσα η αναζήτηση συμμαχιών που θα συγκροτούνται πραγματικά ενάντια σε ένα μέτωπο κρατικής-επιχειρηματικής-χρηματιστικής εξουσίας το οποίο γίνεται όλο και περισσότερο αλαζονικό, καταπιεστικό, βίαιο.

Stefano Boni

(Οκτώβριος 2016)

Η μετάφραση έγινε από τη μεταφραστική ομάδα “Ο Άγις Στίνας σας στέλνει χαιρετίσματα!“.

Πηγή: http: A rivista anarchica

Ο Stefano Boni είναι ιταλός ανθρωπολόγος γεννημένος στη Ρώμη το 1970, με σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει διεξάγει επιτόπιες έρευνες στην Γκάνα, τη Βενεζουέλα και την Ιταλία. Σήμερα διδάσκει πολιτισμική ανθρωπολογία και πολιτική ανθρωπολογία στα πανεπιστήμια της Modena και Reggio Emiglia. Μερικά βιβλία του έχουν τους τίτλους: Πολιτισμοί και εξουσίες (εκδόσεις Eleuthera), Ζωή χωρίς αφεντικά – ανθρωπολογία της καθημερινής εξέγερσης (εκδόσεις Eleuthera), HOMO COMFORT – Η τεχνολογική υπέρβαση του μόχθου και οι συνέπειές της (εκδόσεις Eleuthera), Οι δομές της ανισότητας ( εκδόσεις Angeli).

Όταν η αριστερά είναι το πρόβλημα

Του Ραούλ Ζιμπέκι

Πολύ εύστοχο άρθρο του Ραούλ Ζιμπέκι για την κατάσταση στη Βενεζουέλα. Το γεγονός ότι η αφηνιασμένη πολιτική δεξιά στη Βενεζουέλα προσπαθεί με κάθε μέσο να προκαλέσει ένα λουτρό αίματος δεν ακυρώνει την πραγματικότητα μιας βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ελίτ. Από τη μία είναι η παραδοσιακή πραξικοπηματική ελίτ που απομακρύνθηκε από την εξουσία του Κράτους και κάνει τα πάντα ώστε να παραχωρήσει τη χώρα στα χέρια του Τραμπ και από την άλλη η νέα “μπολιβαριανή” αστική τάξη. Το σημαντικό στην περίπτωσή του Ραούλ Ζιμπέκι είναι ότι η μεγάλη του εμπειρία πια με τα κινήματα και τις επαναστάσεις των “από τα κάτω”, του δίνει τη δυνατότητα να έχει μια καθαρή ματιά που δεν χαρίζεται σε καμία εξουσία. Κοιτώντας λοιπόν από τη μεριά της βάσης, των εκμεταλλευόμενων λαών, καταγγέλλει απερίφραστα το ψέμα που λέγεται αριστερά. “Η αριστερά αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι τη λύση”.  Δεν σταματάει όμως εκεί, αναζητάει ξανά το νόημα του αγώνα των “από τα κάτω” και υποστηρίζει ότι θα πρέπει να είναι ένας αγώνας που δεν θα αποσκοπεί στην κατάληψη του Κράτους και θα είναι απαλλαγμένος από την εμμονή με την εξουσία. Τροφή για σκέψη.

 

Αυτό που συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμία σχέση με μια “επανάσταση”, ή με τον “σοσιαλισμό”, ή την “υπεράσπιση της δημοκρατίας”, ούτε καν με την χιλιοειπωμένη “μείωση της φτώχειας”, για να παραθέσουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται δεξιά και αριστερά. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το “πετρέλαιο” και θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια. Όμως τα γεγονότα αποκαλύπτουν άλλες ιδιαιτερότητες.

Βρισκόμαστε απέναντι σε έναν αμείλικτο αγώνα, ανάμεσα σε μια συντηρητική αστική τάξη η οποία απομακρύνθηκε από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, αν και διατηρεί  δεσμούς με το σημερινό Κράτος, και μια αναδυόμενη αστική τάξη η οποία χρησιμοποιεί το Κράτος ως μοχλό «πρωταρχικής συσσώρευσης».

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στις μικρές μας ιστορίες. Αυτό ήταν οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας: ο αγώνας ανάμεσα στους παρηκμασμένους “godos” (τους  μοναρχικούς με ισπανική καταγωγή) και την αναδυόμενη «κρεολή*» ολιγαρχία, η οποία χρησιμοποίησε τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού για να νομιμοποιήσει τον σφετερισμό της γης των αυτόχθονων λαών. Η δεύτερη υποστηρίχτηκε από τις αγγλικές και γαλλικές αποικιοκρατικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με την παρακμάζουσα Ισπανία για τον έλεγχο των ανεξάρτητων αποικιών, με την ίδια λογική που οι σημερινοί προοδευτισμοί βασίζονται στη Κίνα, συμπεριλαμβανομένων και των συντηρητικών όπως είναι ο Macri, απέναντι στην ασταμάτητη παρακμή των ΗΠΑ.

Η αδύναμη τοπική κρεολή αστική τάξη στηρίχτηκε στις  κινητοποιήσεις των λαών (ινδιάνων, μαύρων και λαϊκών στρωμάτων) για να νικήσει την ισχυρή εξουσία των πενινσουλάρες (της υψηλής αστικής τάξης  με ισπανική καταγωγή). Παραχώρησε τη χειραφέτηση των σκλάβων με τους ίδιους σκοπούς που έχει σήμερα η νέα αστική τάξη όταν εφαρμόζει τις κοινωνικές πολιτικές που μειώνουν τη φτώχεια: και στις δύο περιπτώσεις εκείνοι που βρίσκονται από τα κάτω παραμένουν από τα κάτω ως εργατική δύναμη χαμηλού κόστους, χωρίς να έχουν μεταθέσει στο παραμικρό την κοινωνική τους θέση.

Οι νέες ελίτ στη Βενεζουέλα, αυτό που λαϊκά ονομάζεται «μπολιμπουρζουαζία» ( “boliburguesía”: όπου το  boli σημαίνει μπολιβαριανή, σ.τ.μ ), αποτελούν μια μείξη ανώτερων στελεχών των δημόσιων επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, υψηλόβαθμων στρατιωτικών και μερικών επιχειρηματιών που πλούτισαν στη σκιά των θεσμών. Διαχειριστές ενσωματωμένοι στον κρατικό μηχανισμό. Γι’ αυτό αντιστέκονται και δεν θέλουν να χάσουν την εξουσία, γιατί όλο το δίκτυό τους θα καταρρεύσει.

Μερικοί έχουν ήδη καταφέρει να μετατρέψουν τα εισοδήματα που οικειοποιήθηκαν σε ιδιωτική ιδιοκτησία. Όμως ένα μεγάλο μέρος βρίσκεται ακόμη μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτό το λόγο ο βραζιλιάνος κοινωνιολόγος Ruy Braga χαρακτηρίζει τους  συνδικαλιστές που διαχειρίζονται τα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας του, τη νέα αναδυόμενη τάξη, ως μέρος μιας «εύθραυστης ηγεμονίας».

Ο Roland Denis λέει ότι στη χώρα του κυβερνούν οι μαφίες: «Ο Μαδούρο μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις, όμως μέσα στην κυβέρνηση έχει επιβληθεί ένα πολύ ισχυρό λόμπι από μαφίες» (La Razon). Ο φιλόσοφος και πρώην αναπληρωτής υπουργός Σχεδιασμού και Ανάπτυξης (2002-2003), επιβεβαιώνει ότι πολλοί από αυτούς τους μαφιόζους είναι τραπεζίτες κι άλλοι προέρχονται από παλιές ομάδες που «απομυζούν τα πετρελαϊκά έσοδα» οι οποίες είναι εγκατεστημένες εκεί πριν από πολλά χρόνια.

Χτυπάει σκληρά τους «διανοούμενους» που καλύπτουν τις βρώμικες πρακτικές της εξουσίας: «Με μια αριστερή γλώσσα δικαιολογούν μια πολιτική η οποία ευνόησε μόνο τους τραπεζίτες, τους μεγάλους εισαγωγείς, τις μονοπωλιακές και υπερεθνικές αλυσίδες. Συγχρόνως, πρόκειται για μια πολιτική η οποία, επιβάλλοντας τιμές και εταιρίες κατέστρεψε τη μικρή παραγωγή καφέ και ζάχαρης ευνοώντας του εισαγωγείς. Εν τω μεταξύ, τα πακέτα καφέ με την ένδειξη Βενεζουέλα που προορίζονται για τις σακούλες των  Επιτροπών Τροφοδοσίας και Παραγωγής (CLAP) εξυπηρετούν μόνο στο να μπερδεύουν τους αδαείς».

Η άλλη οπτική γωνία, η τσαβική-μαδουρική που ενοχοποιεί για όλα τους άλλους, είναι εκείνη που εκφράζει η Marta Harnecker: «Ο ιστορικός χρόνος είναι υπέρ μας. Αυτό που μας βοηθάει σε αυτό τον αγώνα ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις είναι ότι το είδος της κοινωνίας που προτείνουμε και αρχίζουμε να δημιουργούμε, απαντάει αντικειμενικά στο συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, σε αντίθεση με τις συντηρητικές δυνάμεις οι οποίες ευνοούν προνομιακά μόνο τις ελίτ» “(Rebelion, 4 Απριλίου 2017).

Η αριστερά
Στο φως αυτού που συνέβη στην περιοχή κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε έναν επαναπροσδιορισμό της έννοιας της αριστεράς: είναι η πολιτική δύναμη που αγωνίζεται για την εξουσία, βασιζόμενη στα λαϊκά στρώματα, για να ενσωματώσει στους θεσμούς τα δικά της στελέχη τα οποία, στο πέρασμα των χρόνων και χάρη στον έλεγχο των μηχανισμών όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, γίνονται μια νέα ελίτ η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τις προηγούμενες, να διαπραγματεύεται μαζί τους ή να αναμειχθεί μαζί τους. Ή ένας συνδυασμός των τριών.

Η αριστερά αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι τη λύση. Γιατί, για να είμαστε ακριβείς, αν και τώρα αρχίζουν οι οριοθετήσεις, οι προοδευτισμοί αποτελούν συστατικά της ίδιας πλοκής. Ας ρίξουμε μια ματιά στο PT του Λούλα. Αρνούνται τη διαφθορά η οποία είναι οφθαλμοφανής εδώ και δέκα χρόνια, όταν ο Frei Betto έγραψε το βιβλίο La Mosca Azul (η κρεατόμυγα) μετά την παραίτησή του από την κυβέρνηση Λούλα, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο του mensalão [mensalão: μηνιάτικο, πράξη γενικευμένης  και διαρκούς διαφθοράς, σ.τ.μ.].

«Το τσίμπημα της κρεατόμυγας εμποτίζει τους ανθρώπους  με συμπυκνωμένες δόσεις φιλοδοξίας για εξουσία. Οι άνθρωποι, λοιπόν,  είναι πιο δεκτικοί στο δηλητήριο της κρετόμυγας όταν ζουν καταστάσεις στις οποίες διαθέτουν, εκ των πραγμάτων, πιο συγκεκριμένες δυνατότητες να ασκήσουν μια μεγαλύτερη εξουσία. Δηλαδή, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν τις ορμές που διεγείρονται σε υποκειμενικό επίπεδο».

Τι είδους άνθρωποι (αγωνιστές, ακτιβιστές, διευθύνοντες) θα αναδυθούν σε ένα πολιτικό πρόταγμα το οποίο δεν θα σκοπεύει να πάρει την εξουσία; Αυτή την ερώτηση την έθεσαν στον εαυτό τους, με περίπου τις ίδιες λέξεις, οι ζαπατίστας μερικά χρόνια πριν. Πώς θα ονομάσουμε  μια δύναμη η οποία θα σκοπεύει, “μόνο”, να μετασχηματίσει την κοινωνία ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή;

Δεν το γνωρίζουμε γιατί το φαντασιακό που έχει δημιουργηθεί κατά την περίοδο δύο αιώνων στοχεύει στην κρατική εξουσία. Σαν αυτό που θα έπρεπε να μετασχηματιστεί να ήταν κάτι το εξωτερικό το οποίο δεν αφορά, πρώτα απ’ όλα, τα ίδια τα πρόσωπα που αυτοχαρακτηρίζονται αγωνιστές. Αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα είναι ότι η πραγματικά υπαρκτή αριστερά μεταμορφώθηκε σε ένα εμπόδιο για την πλειοψηφία των ανθρώπων να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Είναι ψευδής η πόλωση δεξιά-αριστερά, δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα από αυτό που συμβαίνει παγκοσμίως στον κόσμο. Όμως το χειρότερο πράγμα είναι ότι η αριστερά έγινε συμμετρική με τη δεξιά σε ένα βασικό σημείο: την εμμονή με την εξουσία.

15 Απριλίου 2017

Raúl Zibechi

(Από το περιοδικό Brecha De Uruguay)

*(Σ.τ.μ) Κρεολοί  ονομάζονταν  οι Ισπανοί  που είχαν γεννηθεί στη Λατινική Αμερική ή εκείνοι που είχαν γεννηθεί από πατέρα Ισπανό και ιθαγενή μητέρα για να διακριθούν και να τονιστούν τα αλλαγμένα τους ήθη από τους πενινσουλάρες, την υψηλή αριστοκρατική τάξη που είχε γεννηθεί στην Ισπανία. Παρ’ όλη την οικονομική τους δύναμη, οι κρεολοί δεν είχαν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, η οποία είχε δοθεί από τη μητρόπολη αποκλειστικά στους πενινσουλάρες οι οποίοι ασκούσαν όλες τις διοικητικές, στρατιωτικές και εκκλησιαστικές εξουσίες. Κατόπιν καθιερώθηκε ο όρος “κρεολός” να αναφέρεται σε κάθε ευρωπαίο που γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική.

Η μετάφραση έγινε από τα ιταλικά και την επιμελήθηκε η μεταφραστική ομάδα “Ο Άγις Στίνας σας στέλνει χαιρετίσματα!“.

Πηγές: https://desinformemonos.org/cuando-la-izquierda-problema/

 http://www.umanitanova.org/2017/05/07/quando-la-sinistra-e-il-problema-non-la-soluzione/

http://comune-info.net/2017/04/la-sinistra-problema/

Ο Ραούλ Ζιμπέκι (Raúl Zibechi) γεννήθηκε το 1952 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβιστής που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Γράφει στο εβδομαδιαίο περιοδικό  Brecha  που εκδίδεται στην Ουρουγουάη και του οποίου είναι συντάκτης. Γράφει επίσης στην εφημερίδα la Jornada του Μεξικού ενώ τα κείμενά του δημοσιεύονται σε τακτική βάση σε  σε πολλές χώρες του κόσμου. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του Αυτονομίες και χειραφετήσεις – Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, από τις εκδόσεις “Αλάνα”,  ενώ από τις “εκδόσεις των συναδέλφων” στο βιβλίο Κοινά αγαθά και κοινωνικά κινήματα, περιέχεται το κείμενο του Ζιμπεκί  Γράμμα στον Υποδιοικητή των Εξεγερμένων Μάρκος.