ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Του Andrea Tognina

 

Οι αναρχικοί είναι λίγοι. Συνήθως αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Καλλιεργούν μια ουτοπία η οποία στα μάτια των πολλών φαίνεται απραγματοποίητη. Η ιστορία τους έχει σημαδευτεί από πολλές ήττες. Σήμερα όμως πολλά κοινωνικά κινήματα  βασίζονται σε ελευθεριακές ιδέες και πράξεις.

«Τώρα πια ο αναρχισμός (…) καταλαμβάνει τη θέση που ανήκε στον μαρξισμό την εποχή των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60: ακόμη και κάποιος που δεν θεωρείται αναρχικός προσφεύγει σε αναρχικές ιδέες και αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτές», έγραψε πρόσφατα ο νεοϋορκέζος ανθρωπολόγος David Graeber,  ένας από τους διανοούμενους στους οποίους αναφέρεται το κίνημα Occupy Wall Street.
Η φράση μπορεί να φανεί καρπός της αισιόδοξης βούλησης ενός στρατευμένου αναρχικού, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι στο πρόσφατο χρονικό των κοινωνικών κινημάτων όλο και πιο συχνά εμφανίζονται στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης : η αρχή της αυτοδιαχείρισης, οι συναινετικές αποφάσεις, η απόρριψη των ιεραρχιών.
Ο αναρχισμός, με καθυστέρηση αρκετών χρόνων, φαίνεται να επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του 1989. «Τα τελευταία 15 χρόνια ο αναρχισμός βρίσκεται σε ανάκαμψη», παρατηρεί ο Gabriel Kuhn, αναρχικός φιλόσοφος αυστριακής καταγωγής. Η πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων έδωσε κατά κάποιο τρόπο δίκιο στους αναρχικούς.
Η παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη έχασε τη λάμψη της.
«Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί συμμερίζονταν τις κριτικές στον αυταρχικό σοσιαλισμό, αλλά κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τον αναρχισμό. Τον θεωρούσαν ουτοπικό, ρομαντικό και χαοτικό. Χρησιμοποίησαν όμως πολλά στοιχεία από τον αναρχισμό: τη δημοκρατία της βάσης, την οριζόντια οργάνωση, τη δυσπιστία απέναντι στις ιεραρχίες και τους πολιτικούς, και επίσης την αρχή της άμεσης δράσης », λέει ο Kuhn.
Συνάντησα τον  Gabriel Kuhn στο Saint-Imier, που βρίσκεται στο τμήμα της ελβετικής οροσειράς του Γιούρα (Jura) [1]  που ανήκει στο καντόνι της Βέρνης, στην πρόσφατη διεθνή αναρχική συνάντηση που οργανώθηκε με την ευκαιρία των 140 χρόνων από το συνέδριο που γέννησε την αντιαυταρχική Διεθνή.
Εδώ ξεκίνησε η πρώτη περίοδος της ιστορίας του αναρχικού κινήματος, η οποία σηματοδοτήθηκε από μια σημαντική παρουσία αναρχικών στο εργατικό κίνημα μερικών χωρών και από τις επαναστατικές εμπειρίες της κομούνας του Παρισιού, των σοβιέτ  στην Ουκρανία και της ισπανικής επανάστασης. Μια περίοδος η οποία μπορούμε να θεωρήσουμε  ότι ολοκληρώθηκε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Από τον ταξικό αγώνα στην κοινωνική εξέγερση

Η αναρχική σκέψη θα επανεμφανιστεί στα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 στα οποία ήταν ισχυρή η ελευθεριακή  τάση. « Στο πλαίσιο της νέας αριστεράς του ‘68 ο αναρχισμός αλλάζει χαρακτήρα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν σημαντικότερο ρόλο. Η εξέγερση ενάντια στην αστική οργάνωση της κοινωνίας (ordine borghese) υποσκελίζει την παράδοση του ταξικού αγώνα», σημειώνει ο Gabriel Kuhn. Ο αναρχισμός επηρεάζει τη νέα αριστερά κι επηρεάζεται κι εκείνος με τη σειρά του. Το κίνημα ανοίγεται σε νέες προοπτικές. « Η παραδοσιακή κεντρικότητα των οικονομικών ζητημάτων αντιμετωπίζεται με περισσότερο κριτική ματιά, η προσοχή μετατοπίζεται και προς άλλες μορφές κυριαρχίας: την πατριαρχία, το ρατσισμό, τις έμφυλες διακρίσεις, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος».
Μετά το ‘68 ο αναρχισμός γίνεται πιο ποικιλόχρωμος και ανακαλύπτει εκ νέου όψεις της κλασικής ελευθεριακής σκέψης που είχαν ως τότε μάλλον υποβαθμιστεί: παραδείγματος χάρη τις σκέψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα του Erich Mühsam [2], τον πρόδρομο οικολογισμό του Elisée Reclus [3] ή στην Ελβετία, τις πρωτοβουλίες της Margarethe Hardegger [4]  υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων . «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι γενεών: το ‘68 είναι μια σημαντική στιγμή, μετά ίσως η δεκαετία του ‘80 με το κίνημα punk, και η δεκαετία του ‘90 με τη ζαπατιστική εξέγερση στο Μεξικό, την εμφάνιση των κινημάτων για μια ‘’άλλη παγκοσμιοποίηση’’ και τον ερχομό του internet», παρατηρεί η  Marianne Enckell, αρχειοθέτρια στο Διεθνές Κέντρο Μελετών για τον Αναρχισμό (CIRA) στη Λοζάνη.
Το όραμα του 19ου αιώνα για μια  μεγάλη επαναστατική αναγέννηση δεν εξαφανίζεται, συνήθως όμως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τις προσπάθειες να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομοι χώροι στην καθημερινότητα. « Όλο και λιγότερο το όραμα της στιγμής της αλλαγής και όλο και περισσότερο η προσπάθεια να φανταστούμε την εφαρμογή των αναρχικών ιδεών στην καθημερινή ζωή», συνοψίζει ο  Edy Zarro, ένας από τους εμπνευστές του αναρχικού εκδοτικού οίκου La Baronata, κι εκείνος στο Saint-Imier μαζί με άλλους συντρόφους από το Ticino. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον η λέξη κλειδί  είναι η αυτοδιεύθυνση.

logo-autogestione-1024x890


Η καθημερινή αναρχία

Τις τελευταίες δεκαετίες το ελευθεριακό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για σκέψη και πειραματισμό στις διάφορες αυτοδιαχειριζόμενες πραγματικότητες που αναδύθηκαν στην Ιταλία την Ισπανία κι αλλού. Και χάρη στην οριζόντια και ευέλικτη δομή του, μπόρεσε γρήγορα να αφουγκραστεί και να απορροφήσει τους παλμούς που προέρχονταν από άλλα κοινωνικά κινήματα. « Παραδείγματος χάρη το  Molino ( ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο στο  Ticino από το  1996) είναι πολύ επηρεασμένο από το ζαπατιστικό κίνημα στο Μεξικό. Σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν στην  Chiapas μετεφέροντάς μας ερεθίσματα  τα οποία μπορέσαμε να επεκτείνουμε σε θεωρίες και πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες», διηγείται ο  Paolo Casellini, ένας από τους ακτιβιστές του κοινωνικού κέντρου.
«Αυτό που έχει νόημα για εμάς τους αναρχικούς και ελευθεριακούς είναι η υιοθέτηση μεθόδων οριζόντιας, αυτοδιαχειριζόμενης, χωρίς ανάθεση, συναίνεσης. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά, μέχρι το Μεξικό, αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στην κοιλάδα Σούζα (Val di Susa), με το κίνημα No Tav (κίνημα που αντιστέκεται ενάντια στη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας στη Γαλλία και την Ιταλία)», παρατηρεί από την πλευρά του ο Michele Bricòla, ένας από τους συντάκτες του αναρχικού περιοδικού Voce libertaria στο Ticino.
Αναμφίβολα μέσα στο αναρχικό κίνημα το άνοιγμα προς συγγενή κινήματα και η τάση να αποδεσμεύεσαι από την εξουσία αντί να την πολεμάς μετωπικά δεν έχουν την ομόφωνη αποδοχή. Όμως μεγάλο μέρος του αναρχισμού φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του – αν ποτέ ήταν δικές του –  τις έννοιες της ηγεμονίας που είχαν επεξεργαστεί οι πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα, προτιμώντας δικτυακές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κινήματα. « Κάποτε διακηρύσσαμε τις ιδέες μας τώρα είμαστε εδώ για να μάθουμε», δηλώνει ο Peter Schrembs, εδώ και σαράντα χρόνια ενεργός στο αναρχικό κίνημα στο Ticino.

Ριζοσπαστικός πραγματισμός

«Σε κάθε περίπτωση, οι αναρχικοί αποτελούν μια τέτοια μειοψηφία που αν αρνηθούν να συνεργαστούν με άλλους δεν θα μπορέσουν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κι επίσης δεν είναι οι αναρχικοί που θα κάνουν την επανάσταση, αλλά ο κόσμος. Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τον κόσμο, δεν είμαστε μια επαναστατική πρωτοπορία», λέει ο Michel Némitz από το αυτοδιαχειριζόμενο πολιτισμικό κέντρο Espace Noir στο St-Imier, ένας από τους οργανωτές της διεθνούς συνάντησης.
Ο αναρχισμός σήμερα μάλλον ευνοεί την πράξη, τη συγκεκριμένη δράση που εμπνέεται από ελευθεριακές μεθοδολογίες. Μια προσέγγιση η οποία έχει ιστορικές ρίζες στο κίνημα. Όπως γράφει ο David Graeber, «ο αναρχισμός επιδίωξε να είναι ένας ηθικός λόγος  πάνω στην επαναστατική πρακτική». Ένας ηθικός λόγος θεμελιωμένος στην προϋπόθεση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να κατακτηθεί με αυταρχικά μέσα και ότι η κοινωνική αλλαγή ξεκινάει από την αλλαγή των καθημερινών σχέσεων. Βέβαια, στο αναρχικό κίνημα δεν λείπει η αφέλεια, οι δογματισμοί και μερικές φορές η ασάφεια. Όμως παραμένει ο πιο ριζοσπαστικός ερμηνευτής των θεμελιωδών αρχών της γαλλικής επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της» έγραψε ο Μ. Μπακούνιν. Μάλλο σήμερα οι αναρχικοί οικολόγοι θα επέκτειναν αυτή την έννοια της ελευθερίας και στα ζώα, τα δέντρα και τα βουνά.

29 Αυγούστου 2012

(Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος)

[1]. Ή ‘’Ζυρά’’ σύμφωνα με τη γαλλόφωνη προφορά.

[2]. Erich Mühsam (1878-1934): Γερμανός επαναστάτης καλλιτέχνης (ποιητής) και αναρχικός. Πρωτοστάτησε στην ‘’επανάσταση των συμβουλίων’’ και τη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία στο Μόναχο το 1918. Το 1933 συλλαμβάνεται από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου (SA) για τις διεθνιστικές / ελευθεριακές του απόψεις και βέβαια για την εβραϊκή του καταγωγή και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg όπου δολοφονείται το 1934  μετά από σκληρά βασανιστήρια.

[3]. Elisée Reclus (1830-1905): Φημισμένος γεωγράφος στην εποχή του, θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνικής γεωγραφίας, κομουνάρος στην κομούνα του Παρισιού και αναρχικός. Οι μελέτες του διεύρυναν τους ορίζοντες της επιστήμης της γεωγραφίας θέτοντας στο επίκεντρο της γεωγραφικής σκέψης τη συνάρθρωση των φυσικών με τα κοινωνικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Το βιβλίο του L’Homme et la Terre  ( Ο Άνθρωπος και η Γη ) ανοίγει με τη φράση: ‘’Ο άνθρωπος είναι η φύση που αυτοσυνειδητοποιείται’’. Ένας πρόδρομος της ‘’κοινωνικής οικολογίας’’.

[4]. Margarethe Faas-Hardegger(1882-1963): Ελβετή ελευθεριακή συνδικαλίστρια (επηρεασμένη από τον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες του Gustav Landauer), φεμινίστρια, ειρηνίστρια και συγγραφέας. Στον συνδικαλιστικό της αγώνα μάχεται και για τα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών αλλά και για την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον ελεύθερο έρωτα, την κατάργηση του στρατού. Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή γιατί βοήθησε δύο γυναίκες να διακόψουν την κύησή τους. Αφιερώθηκε επίσης στην προσπάθεια ίδρυσης αναρχο – κομουνιστικών αγροτικών κοινοτήτων.

Το κείμενο είναι μετάφραση από το αναρχικό περιοδικό VOCE libertaria (No 22, Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2012) που εκδίδεται στο ιταλόφωνο Ticino της Ελβετίας και το οποίο συμμετείχε μαζί με τις εκδόσεις La Baronata από την ίδια πόλη στη Διεθνή αναρχική συνάντηση στο Saint-Imier τον Αύγουστο του 2012. Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

 

Διεθνής Συνάντηση Του Αναρχισμού – Saint-Imier Αύγουστος 2012


Από τις 8 έως τις 12  Αυγούστου του  2012 στο Saint-Imier (ένα μικρό ελβετικό χωριό 4800 κατοίκων που βρίσκεται στην περιοχή των οροσειρών του Γιούρα (Jura) [1] και ανήκει στο καντόνι  της Βέρνης), πραγματοποιήθηκε η Διεθνής Συνάντηση του Αναρχισμού. Ο τόπος δεν επιλέχτηκε τυχαία, 140 χρόνια πριν, το 1872 στο Saint-Imier, οργανώθηκε η πρώτη Aντιαυταρχική Διεθνής, ως απάντηση στη συγκεντρωτική και απολυταρχική Διεθνή του Μαρξ. Η Οργανωτική Επιτροπή της Διεθνούς  Συνάντησης Του Αναρχισμού στο St. Imier 2012 στο κάλεσμά της ανέφερε:

Η  ομοσπονδία του Γιούρα (Jura)
Η Διεθνής Ένωση των Εργαζομένων (AIT ή IWA στην αγγλική) ιδρύθηκε το 1864. Αμέσως συγκροτήθηκαν τμήματά της στις πόλεις Chaux-De-Fonds, Locle, St-Imier και άλλες περιοχές των ελβετικών οροσειρών του  Γιούρα. Πολλοί από τους εργάτες και τις εργάτριες που προσχώρησαν ήταν ακόμη κατ’ οίκον εργαζόμενοι/ες (ωρολογοποιοί). Τους άρεσε το διάβασμα και εμφορούνταν από ένα πνεύμα ανεξαρτησίας. Η συνάντησή τους με τον Μπακούνιν, ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή το 1869 , δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Η σύγκλιση των απόψεων που -αυτοί/αυτές- ανακάλυψαν κατέστησε την Ομοσπονδία του Γιούρα τον, αντιτιθέμενο στην μαρξιστική τάση, ελευθεριακό πόλο της AIT. Η αντίθεσή τους, εξαγρίωσε τον Μαρξ ο οποίος έκανε ότι μπορούσε για να εξαφανίσει αυτό το ρεύμα. Το 1872 νόμιζε ότι πέτυχε το στόχο του. Στο συνέδριο που έγινε στην Χάγη, κατάφερε να συγκεντρώσει το μέγιστο των αντιπροσώπων που απαιτούνταν, από τους οποίους μερικοί/ες παρουσιάστηκαν ως εκπρόσωποι τμημάτων τα οποία κατόπιν αποδείχτηκαν ανύπαρκτα. Χάρη σε αυτή την πλαστή πλειοψηφία πετυχαίνει την ψήφιση του αποκλεισμού του Μπακούνιν, του Τζέιμς  Γκιγιώμ και για μια χούφτα ψήφους παραλίγο και του  Adhemar Schiwitzgubel (και οι τρεις ήταν  αντιπρόσωποι της ομοσπονδίας του Γιούρα). Σοκαρισμένα, τα τμήματα της αντιαυταρχικής τάσης της AIT, ανάμεσά τους εκείνα της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και των Ηνωμένων Πολιτειών, οργανώνουν ένα συνέδριο στο  Saint-Imier όπου οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι ξεκάθαρα ελευθεριακές. Η αντιαυταρχική AIT επιβίωσε απέναντι στη μαρξιστική τάση μέχρι το τέλος του αιώνα. Εκατόν σαράντα χρόνια μετά από το συνέδριο στο  Saint-Imier η εκμετάλλευση και η αλλοτρίωση των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών  είναι το ίδιο βάναυσες. Η μαρξιστική αυταπάτη διαλύθηκε μαζί με τις κομουνιστικές δικτατορίες. Ο καπιταλισμός ζει από κρίση σε κρίση: κοινωνική κρίση, πολιτική κρίση, στις οποίες τώρα πια προστίθεται και η οικολογική κρίση’’.

p23-3p23-1Στη συνάντηση το 2012 συμμετείχαν πάνω από 3000 άτομα και μέσα σε πέντε μέρες έγιναν ενενήντα περίπου ομιλίες/συναντήσεις/συζητήσεις, 26 αυναυλίες και μουσικές παραστάσεις, 24 προβολές ( συν τριάντα επιπλέον που προβάλλονταν κυκλικά) και μια μεγάλη έκθεση βιβλίου στο χώρο ενός παγοδρομίου. Εν κατακλείδι ένα πλήθος σχέσεων, εμπειριών, προταγμάτων, συζητήσεων κάθε είδους: από τον συνδικαλισμό, στον αναρχοφεμινισμό, από τα ελευθεριακά σχολεία, στην αυτοδιαχείριση, από τη δράση των συντρόφων σε όλη την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία, την Αμερική, στις συναντήσεις της IFA (Διεθνής των Αναρχικών Ομοσπονδιών) και της Organisation socialiste libertaire (Ελευθεριακή Σοσιαλιστική Οργάνωση).

Από το αναρχικό περιοδικό Voce libertaria που εκδίδεται στο ιταλόφωνο Ticino της Ελβετίας και το οποίο συμμετείχε μαζί με τις εκδόσεις La Baronata από την ίδια πόλη στη Διεθνή αναρχική συνάντηση στο Saint-Imier τον Αύγουστο του 2012 , δημοσιεύουμε  το κείμενο του Andrea Tognina, σχετικά με  τις προβληματικές που αναδύθηκαν στη συνάντηση  αλλά και τη γενικότερη κατάσταση του αναρχισμού σήμερα. Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Του Andrea Tognina

Οι αναρχικοί είναι λίγοι. Συνήθως αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Καλλιεργούν μια ουτοπία η οποία στα μάτια των πολλών φαίνεται απραγματοποίητη. Η ιστορία τους έχει σημαδευτεί από πολλές ήττες. Σήμερα όμως πολλά κοινωνικά κινήματα  βασίζονται σε ελευθεριακές ιδέες και πράξεις.

«Τώρα πια ο αναρχισμός (…) καταλαμβάνει τη θέση που ανήκε στον μαρξισμό την εποχή των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60: ακόμη και κάποιος που δεν θεωρείται αναρχικός προσφεύγει σε αναρχικές ιδέες και αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτές», έγραψε πρόσφατα ο νεοϋορκέζος ανθρωπολόγος David Graeber,  ένας από τους διανοούμενους στους οποίους αναφέρεται το κίνημα Occupy Wall Street.
Η φράση μπορεί να φανεί καρπός της αισιόδοξης βούλησης ενός στρατευμένου αναρχικού, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης όλο και πιο συχνά εμφανίζονται στο πρόσφατο χρονικό των κοινωνικών κινημάτων : η αρχή της αυτοδιαχείρισης, οι συναινετικές αποφάσεις, η απόρριψη των ιεραρχιών.
Ο αναρχισμός, με καθυστέρηση αρκετών χρόνων, φαίνεται να επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του 1989. «Τα τελευταία 15 χρόνια ο αναρχισμός βρίσκεται σε ανάκαμψη», παρατηρεί ο Gabriel Kuhn, αναρχικός φιλόσοφος αυστριακής καταγωγής. Η πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων έδωσε κατά κάποιο τρόπο δίκιο στους αναρχικούς.
Η παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη έχασε τη λάμψη της.
«Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί συμμερίζονταν τις κριτικές στον αυταρχικό σοσιαλισμό, αλλά κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τον αναρχισμό. Τον θεωρούσαν ουτοπικό, ρομαντικό και χαοτικό. Χρησιμοποίησαν όμως πολλά στοιχεία από τον αναρχισμό: τη δημοκρατία της βάσης, την οριζόντια οργάνωση, τη δυσπιστία απέναντι στις ιεραρχίες και τους πολιτικούς, και επίσης την αρχή της άμεσης δράσης », λέει ο Kuhn.
Συνάντησα τον  Gabriel Kuhn στο Saint-Imier, που βρίσκεται στο τμήμα της ελβετικής οροσειράς του Γιούρα (Jura)  που ανήκει στο καντόνι της Βέρνης, στην πρόσφατη διεθνή αναρχική συνάντηση που οργανώθηκε με την ευκαιρία των 140 χρόνων από το συνέδριο που γέννησε την αντιαυταρχική Διεθνή.
Εδώ ξεκίνησε η πρώτη περίοδος της ιστορίας του αναρχικού κινήματος, η οποία σηματοδοτήθηκε από μια σημαντική παρουσία αναρχικών στο εργατικό κίνημα μερικών χωρών και από τις επαναστατικές εμπειρίες της κομούνας του Παρισιού, των σοβιέτ (συμβουλίων) στην Ουκρανία και της ισπανικής επανάστασης. Μια περίοδος η οποία μπορούμε να θεωρήσουμε  ότι ολοκληρώθηκε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Από τον ταξικό αγώνα στην κοινωνική εξέγερση

Η αναρχική σκέψη θα επανεμφανιστεί στα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 στα οποία ήταν ισχυρή η ελευθεριακή  τάση. « Στο πλαίσιο της νέας αριστεράς του ‘68 ο αναρχισμός αλλάζει χαρακτήρα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν σημαντικότερο ρόλο. Η εξέγερση ενάντια στην αστική οργάνωση της κοινωνίας (ordine borghese) υποσκελίζει την παράδοση του ταξικού αγώνα», σημειώνει ο Gabriel Kuhn. Ο αναρχισμός επηρεάζει τη νέα αριστερά κι επηρεάζεται κι εκείνος με τη σειρά του. Το κίνημα ανοίγεται σε νέες προοπτικές. « Η παραδοσιακή κεντρικότητα των οικονομικών ζητημάτων αντιμετωπίζεται με περισσότερο κριτική ματιά, η προσοχή μετατοπίζεται και προς άλλες μορφές κυριαρχίας: την πατριαρχία, το ρατσισμό, τις έμφυλες διακρίσεις, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος».
Μετά το ‘68 ο αναρχισμός γίνεται πιο ποικιλόχρωμος και ανακαλύπτει εκ νέου όψεις της κλασικής ελευθεριακής σκέψης που είχαν ως τότε μάλλον υποβαθμιστεί: παραδείγματος χάρη τις σκέψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα του Erich Mühsam [2], τον πρόδρομο οικολογισμό του Elisée Reclus [3] ή στην Ελβετία, τις πρωτοβουλίες της Margarethe Hardegger [4]  υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων . «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι γενεών : το ‘68 είναι μια σημαντική στιγμή, μετά ίσως η δεκαετία του ‘80 με το κίνημα punk, και η δεκαετία του ‘90 με τη ζαπατιστική εξέγερση στο Μεξικό, την εμφάνιση των κινημάτων για μια ‘’άλλη παγκοσμιοποίηση’’ και τον ερχομό του internet», παρατηρεί η  Marianne Enckell, αρχειοθέτρια στο Διεθνές Κέντρο Μελετών για τον Αναρχισμό (CIRA) στη Λοζάνη.
Το όραμα του 19ου αιώνα για μια  μεγάλη επαναστατική αναγέννηση δεν εξαφανίζεται, συνήθως όμως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τις προσπάθειες να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομοι χώροι στην καθημερινότητα. « Όλο και λιγότερο το όραμα της στιγμής της αλλαγής και όλο και περισσότερο η προσπάθεια να φανταστούμε την εφαρμογή των αναρχικών ιδεών στην καθημερινή ζωή», συνοψίζει ο  Edy Zarro, ένας από τους εμπνευστές του αναρχικού εκδοτικού οίκου La Baronata, κι εκείνος στο Saint-Imier μαζί με άλλους συντρόφους από το Ticino. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον η λέξη κλειδί  είναι η αυτοδιεύθυνση.

Η καθημερινή αναρχία

Τις τελευταίες δεκαετίες το ελευθεριακό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για σκέψη και πειραματισμό στις διάφορες αυτοδιαχειριζόμενες πραγματικότητες που αναδύθηκαν στην Ιταλία την Ισπανία κι αλλού. Και χάρη στην οριζόντια και ευέλικτη δομή του, μπόρεσε γρήγορα να αφουγκραστεί και να απορροφήσει τους παλμούς που προέρχονταν από άλλα κοινωνικά κινήματα. « Παραδείγματος χάρη το  Molino ( ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο στο  Ticino από το  1996) είναι πολύ επηρεασμένο από το ζαπατιστικό κίνημα στο Μεξικό. Σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν στην  Chiapas μετεφέροντάς μας ερεθίσματα  τα οποία μπορέσαμε να επεκτείνουμε σε θεωρίες και πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες», διηγείται ο  Paolo Casellini, ένας από τους ακτιβιστές του κοινωνικού κέντρου.
«Αυτό που έχει νόημα για εμάς τους αναρχικούς και ελευθεριακούς είναι η υιοθέτηση μεθόδων οριζόντιας, αυτοδιαχειριζόμενης, χωρίς ανάθεση, συναίνεσης. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά, μέχρι το Μεξικό, αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στη Val di Susa, με το κίνημα No Tav (κίνημα που αντιστέκεται ενάντια στη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας στη Γαλλία και την Ιταλία)», παρατηρεί από την πλευρά του ο Michele Bricòla, ένας από τους συντάκτες του αναρχικού περιοδικού Voce libertaria στο Ticino.
Αναμφίβολα μέσα στο αναρχικό κίνημα το άνοιγμα προς συγγενή κινήματα και η τάση να αποδεσμεύεσαι από την εξουσία αντί να την πολεμάς μετωπικά δεν έχουν την ομόφωνη αποδοχή. Όμως μεγάλο μέρος του αναρχισμού φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του – αν ποτέ ήταν δικές του –  τις έννοιες της ηγεμονίας που είχαν επεξεργαστεί οι πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα, προτιμώντας δικτυακές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κινήματα. « Κάποτε διακηρύσσαμε τις ιδέες μας τώρα είμαστε εδώ για να μάθουμε», δηλώνει ο Peter Schrembs, εδώ και σαράντα χρόνια ενεργός στο αναρχικό κίνημα στο Ticino.

Ριζοσπαστικός πραγματισμός

«Σε κάθε περίπτωση, οι αναρχικοί αποτελούν μια τέτοια μειοψηφία που αν αρνηθούν να συνεργαστούν με άλλους δεν θα μπορέσουν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κι επίσης δεν είναι οι αναρχικοί που θα κάνουν την επανάσταση, αλλά ο κόσμος. Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τον κόσμο, δεν είμαστε μια επαναστατική πρωτοπορία», λέει ο Michel
Némitz από το αυτοδιαχειριζόμενο πολιτισμικό κέντρο Espace Noir
στο St-Imier, ένας από τους οργανωτές της διεθνούς συνάντησης.
Ο αναρχισμός σήμερα μάλλον ευνοεί την πράξη, τη συγκεκριμένη δράση που εμπνέεται από ελευθεριακές μεθοδολογίες. Μια προσέγγιση η οποία έχει ιστορικές ρίζες στο κίνημα. Όπως γράφει ο David Graeber, «ο αναρχισμός επιδίωξε να είναι ένας ηθικός λόγος  πάνω στην επαναστατική πρακτική». Ένας ηθικός λόγος θεμελιωμένος στην προϋπόθεση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να κατακτηθεί με αυταρχικά μέσα και ότι η κοινωνική αλλαγή ξεκινάει από την αλλαγή των καθημερινών σχέσεων. Βέβαια, στο αναρχικό κίνημα δεν λείπει η αφέλεια, οι δογματισμοί και μερικές φορές η ασάφεια. Όμως παραμένει ο πιο ριζοσπαστικός ερμηνευτής των θεμελιωδών αρχών της γαλλικής επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της» έγραψε ο Μ. Μπακούνιν. Μάλλο σήμερα οι αναρχικοί οικολόγοι θα επέκτειναν αυτή την έννοια της ελευθερίας και στα ζώα, τα δέντρα και τα βουνά.

29 Αυγούστου 2012

[1]. Ή ‘’Ζυρά’’ σύμφωνα με τη γαλλόφωνη προφορά.

[2]. Erich Mühsam (1878-1934): Γερμανός επαναστάτης καλλιτέχνης (ποιητής) και αναρχικός. Πρωτοστάτησε στην ‘’επανάσταση των συμβουλίων’’ και τη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία στο Μόναχο το 1918. Το 1933 συλλαμβάνεται από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου (SA) για τις διεθνιστικές / ελευθεριακές του απόψεις και βέβαια για την εβραϊκή του καταγωγή και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg όπου δολοφονείται το 1934  μετά από σκληρά βασανιστήρια.

[3]. Elisée Reclus (1830-1905): Φημισμένος γεωγράφος στην εποχή του, θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνικής γεωγραφίας, κομουνάρος στην κομούνα του Παρισιού και αναρχικός. Οι μελέτες του διεύρυναν τους ορίζοντες της επιστήμης της γεωγραφίας θέτοντας στο επίκεντρο της γεωγραφικής σκέψης τη συνάρθρωση των φυσικών με τα κοινωνικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Το βιβλίο του L’Homme et la Terre  ( Ο Άνθρωπος και η Γη ) ανοίγει με τη φράση: ‘’Ο άνθρωπος είναι η φύση που αυτοσυνειδητοποιείται’’. Ένας πρόδρομος της ‘’κοινωνικής οικολογίας’’.

[4]. Margarethe Faas-Hardegger(1882-1963): Ελβετή ελευθεριακή συνδικαλίστρια (επηρεασμένη από τον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες του Gustav Landauer), φεμινίστρια, ειρηνίστρια και συγγραφέας. Στον συνδικαλιστικό της αγώνα μάχεται και για τα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών αλλά και για την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον ελεύθερο έρωτα, την κατάργηση του στρατού. Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή γιατί βοήθησε δύο γυναίκες να διακόψουν την κύησή τους. Αφιερώθηκε επίσης στην προσπάθεια ίδρυσης αναρχο – κομουνιστικών αγροτικών κοινοτήτων.

 (Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος)


Όχι στην κυριαρχία της βιοτεχνολογίας – Δεν είμαστε πειραματόζωα

Κείμενο που μοιράστηκε στη Χαλκίδα στις 8 Απριλίου 2006 με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ενάντια στα «μεταλλαγμένα», από τη συλλογικότητα «Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού».

 

 

Δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εγκληματικότητα της χιτλερικής ή της σταλινικής επιστήμης και σε εκείνη των ερευνητικών εργαστηρίων της Novartis, της Nestle, της Aventis ή της Monsanto ( ή της Bayer ή της Rhone – Poulenc…) τα οποία διαχειρίζονται άνθρωποι σαν εκείνους τους καλούς οικογενειάρχες, που η Χ. Άρεντ ονομάζει «Φιλισταίους». Serge Latouche

Εδώ και δεκαετίες με πλάγιο και ψευδοεπιστημονικό τρόπο μεγάλες εταιρίες του αγροχημικού και του φαρμακευτικού τομέα διενεργούν ένα παγκόσμιο ανοιχτό πείραμα διοχετεύοντας στην αγορά γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και προϊόντα, παρακάμπτοντας τις νομοθεσίες και την αρνητική στάση της κοινής γνώμης και έχοντας γνώση ότι οι κίνδυνοι για το περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων είναι μεγάλοι. Οι έρευνες που γίνονται γύρω από την ασφάλεια τέτοιων προϊόντων είναι λίγες, αφού δε χρηματοδοτούνται ή σαμποτάρονται, όμως τα αποτελέσματά τους είναι ανησυχητικά, προειδοποιώντας κυρίως για τον κίνδυνο αύξησης των ασθενειών και προσβολής της άμυνας του ανοσοποιητικού συστήματος. Δεν κινδυνολογούμε, εικάζονται πολύ περισσότερα, πολλά από τα πειράματα που το αποδεικνύουν έχουν ξεκινήσει με πρωτοβουλία κυβερνητικών οργανισμών ή των ίδιων των εταιριών. Όταν τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν προσπάθησαν να τα κρύψουν.

Παράδειγμα η έρευνα που έγινε για λογαριασμό της αγγλικής κυβέρνησης από τον μικροβιολόγο Arpad Pusztai ( έναν υπέρμαχο των γενετικών επεμβάσεων στα τρόφιμα), γύρω από τις ενδεχόμενες επιδράσεις στην υγεία που μπορεί να έχει η διατροφή με μεταλλαγμένες πατάτες. Όταν οι έρευνές του απέδειξαν ότι σε ποντίκια που είχαν τραφεί με αυτές τις πατάτες μειώνονταν οι αντιστάσεις του ανοσοποιητικού τους συστήματος ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν σημαντικές αλλοιώσεις σε ζωτικά όργανα όπως το συκώτι, η εργασία του Arpad Pusztai διακόπηκε και τα αποτελέσματά της δε δημοσιοποιήθηκαν επίσημα, μέχρι που η είδηση διέρρευσε στον τύπο.

Οι κυρίαρχοι δε θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά

Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντεινόμενη και μεθοδευμένη προσπάθεια επιβολής – ασυζητητί – των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η δράση των εταιριών είναι μελετημένη και αφορά σε έναν ευρύ τομέα παρέμβασης. Κυρίαρχος πια είναι ο ρόλος που δίνουν στην προπαγάνδα, στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με σκοπό να καμφθεί η αντίσταση στα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, ώστε να γίνουν εν τέλει αποδεκτά και επιθυμητά. Η προπαγάνδα σε όλα τα μέσα και με όλα τα μέσα παγκοσμίως (εκλαϊκευτικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά που προσπαθούν να πείσουν τον καταναλωτή, συνεχείς «επιστημονικές» καταχωρήσεις στον ειδικό επιστημονικό τύπο, επιστημονικά συνέδρια χρηματοδοτούμενα και κατευθυνόμενα από αυτούς τους ίδιους, δημιουργία οργανισμών για την προώθηση της βιοτεχνολογίας, διοχέτευση ειδήσεων «θαυματουργών» ανακαλύψεων, διαφήμιση καινοφανών προϊόντων).

Προσπαθούν να προλάβουν τη γενίκευση της συζήτησης, πείθοντας εκ των προτέρων και φιμώνοντας τον αντίλογο. Το μεγάλο ψέμα των φαρμακευτικών εταιριών είναι ότι στοχεύουν στην υγεία ενώ ο βασικός τους στόχος είναι οι επενδύσεις και το κέρδος. Γι’ αυτό οι τακτικές που ακολουθούν, εφαρμόζουν τις πετυχημένες μεθόδους των διαφημιστών και του μάρκετινγκ στην προβολή και την προπαγάνδιση καταναλωτικών προϊόντων. Εξέχον παράδειγμα η συνεργασία ανάμεσα στην EuropaBio, τον οργανισμό που αντιπροσωπεύει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις βιοτεχνολογικές βιομηχανίες και την εταιρία Burston Marsteller, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες συμβούλων δημοσίων σχέσεων. Η συνεργασία αυτή αποσκοπούσε στο σχεδιασμό μιας πολύμορφης και πολυδάπανης στρατηγικής επηρεασμού της κοινής γνώμης, με βασικό στόχο να εξωραϊστούν στη φαντασία των ευρωπαίων καταναλωτών τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα και να δημιουργηθεί θετική στάση για την κατανάλωσή τους.

Ιδού ένα απόσπασμα, όπως αποκαλύφθηκε στον τύπο, της πολιτικής που χάραξαν: «…Πρέπει να αποφεύγονται ανοικτά ντιμπέιτ στα ΜΜΕ σχετικά με τους κινδύνους των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών γιατί είναι μάχες που εύκολα θα χαθούν…Χρησιμοποιήστε πολιτικά πρόσωπα και έγκυρους δημοσιογράφους για να μεταφέρουν το μήνυμα και αποφεύγετε επίσης κατ’ ιδίαν εμφανίσεις. Αυτό κάνει πιο έγκυρο το μήνυμα και δε συνδέει την αξιοπιστία της πληροφορίας με τον χώρο των βιομηχανιών βιοτεχνολογίας και την επιδίωξη κέρδους…Μέσω των ΜΜΕ πρέπει να παρέχουν υλικό με θετικά, ανθρώπινα μηνύματα που γεννούν ελπίδα, ικανοποίηση, φροντίδα…».

Ενώ δεν υπάρχει μια ανάγκη (η μεταλλαγμένη τροφή), δημιουργείται, καλλιεργείται στο φαντασιακό, με στόχο την κοινωνική ανοχή και εν τέλει τη συναίνεση. Η ανάγκη συναίνεσης τους είναι απαραίτητη γιατί οι αλλαγές που οραματίζονται είναι τερατώδεις. Από πολλές απόψεις βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κατώφλι. Ήδη μιλάνε για τον αιώνα του γονιδίου, τη χρυσή εποχή όπου ο άνθρωπος θα εξελίξει τη φύση του («μετα-άνθρωπο» το ονομάζουν) ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Όμως, αυτά τα νέα δεδομένα είναι που αρνούμαστε και τη νέα ανθρώπινη «φύση» που προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι απλά επιστημονικό, είναι ριζικά πολιτικό. Δηλαδή κατά πόσο η συγκεκριμένη τεχνολογία αποτελεί απόφαση της κοινωνίας; Ποιος αποφασίζει τελικά για τη ζωή μας; Ποιος αποφάσισε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα φυσικά τρόφιμα και να τρώμε «μεταλλαγμένα»;

  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή είναι διαποτισμένη από το καπιταλιστικό φαντασιακό, είναι η αιχμή της εμπορευματικής κοινωνίας. Η ίδια η ζωή ακόμη και στα στοιχειώδη της μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Το γονίδιο γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας κατοχυρωμένο από πατέντες. Στο βωμό του κέρδους όλα διακυβεύονται.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, γιατί θεωρούμε ότι η μόνη λύση από την πλευρά του οικολογικού προβλήματος είναι η αρμονική συμβίωση μέσα στη φύση και όχι η υποκατάστασή της, δεν το επιδιώκουμε, είναι ο καταστρεπτικός δρόμος που χαράσσει η καπιταλιστική ύβρις. Δεν είμαστε κατά της επιστήμης, η επιστήμη όμως σε μια οικολογική κοινωνία θα έχει διαφορετικές βλέψεις. Πραγματικά αυτόνομη κοινωνία δεν είναι η ασύδοτη κοινωνία αλλά εκείνη που θέτει η ίδια τα όριά της. Που δεν ετεροκαθορίζεται, αλλά που αυτοπεριορίζεται συνειδητά και αυτόβουλα.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή εναντιωνόμαστε στην κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης και στο φαντασιακό που την προάγει. Στο φαντασιακό της απεριόριστης ανάπτυξης, της θρησκευτικής προσκόλλησης στην έννοια της προόδου, της ορθολογικής κυριαρχίας επί παντός επιστητού, της μεσσιανικής αποστολής της τεχνοεπιστήμης. Η βιοτεχνολογία είναι η έσχατη λύση μιας κοινωνίας η οποία έχει αποχωριστεί από τη φύση, αλλά και της καπιταλιστικής κοινωνίας ιδιαίτερα η οποία προάγει μια συγκεκριμένη τεχνολογία.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, ως ιδεολογία και όραμα. Είναι η θρησκεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Υπόσχεται έναν παράδεισο που θα έρθει στο άμεσο μέλλον τελειοποιώντας το ανθρώπινο γένος και διορθώνοντας τη φύση. Πάνω σε αυτό το παραμύθι χτίζει την επιβολή της εδώ και τώρα.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή αρνούμαστε την ετερόνομη, καταστρεπτική καπιταλιστική θέσμιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και επειδή θεωρούμε ότι η οικοδόμηση μιας οικολογικής και αυτόνομης κοινωνίας είναι εφικτή.

Αν δεν αντιδράσουμε, δεν αντισταθούμε και δεν αφοσιωθούμε στη δημιουργία νέων σχέσεων και νέων σημασιών, η κοινωνία που θα ζήσουμε εμείς και σίγουρα οι επόμενες γενιές, θα μοιάζει περισσότερο με ταινία αρνητικής επιστημονικής φαντασίας. Ας βγούμε από την απάθεια κι ας σπείρουμε τους σπόρους της αντίστασης ενάντια στο ζοφερό βιοτεχνολογικό μέλλον που σχεδιάζουν στις πλάτες μας.

Χαλκίδα, Απρίλιος 2006

Μαύρο Πιπέρι

Η Ιταλία επαναπροωθεί στην Ελλάδα ασυνόδευτα παιδιά / πρόσφυγες – Στην Ελλάδα υπόκεινται σε βάναυση κακομεταχείριση και απώλεια κάθε στοιχειώδους δικαιώματος

pattugliatori
Η οργάνωση Human rights watch μετά από συνέντευξη που πήρε από 29 πρόσφυγες (παιδιά και ενήλικες)  που εκδιώχθηκαν από τα ιταλικά λιμάνια, εξέδωσε μια έκθεση στην οποία καταγγέλλει τη συμπεριφορά των ιταλικών αρχών οι οποίες επαναπροωθούν στην Ελλάδα  πρόσφυγες που προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές, επιβιβάζοντάς τους, μαζικά και με συνοπτικές διαδικασίες, σε πλοία Στους ενήλικες δεν δίνεται η δυνατότητα να καταθέσουν αίτηση ασύλου ενώ στα παιδιά δεν παραχωρείται η φιλοξενία που προβλέπουν οι ιταλικοί νόμοι.  Κρατούμενοι υπ’ ευθύνη των πλοιάρχων εμπορικών πλοίων, ενήλικοι και ανήλικοι, αδιακρίτως, τίθενται υπό περιορισμό στα πλοία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στην Ελλάδα, παραμένοντας έγκλειστοι σε χώρους όπως αυτοσχέδια κελιά κράτησης ή μηχανοστάσια, ενίοτε δε χωρίς να τους παρέχεται επαρκής τροφή.
Οι πρόσφυγες, επιστρέφοντας στην Ελλάδα , υπόκεινται σε κακοποιήσεις από τις αστυνομικές δυνάμεις, επιβιώνουν σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης ή μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον στο οποίο τα κρούσματα ξενόφοβης βίας είναι συνεχή. Το τελευταίο έτος αυξήθηκαν οι βίαιες επιθέσεις εναντίον ξένων από τους νεοναζιστές της ”Χρυσής Αυγής”, οι οποίες καλύπτονται και υποστηρίζονται από την αστυνομία. Οι αντι-φασιστικές περιπολίες στις γειτονιές αποτελούν ένα σημαντικό εμπόδιο στη ναζιστική βία, όμως η γενικότερη στάση του κόσμου παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Ο Ali M., ένα αγόρι από το Αφγανιστάν, που ήταν 15 ετών όταν επαναπροωθήθηκε από την Ιταλία στην Ηγουμενίτσα τον Μάρτιο του 2012, δήλωσε ότι η ελληνική αστυνομία τον μετέφερε σε ένα κέντρο κράτησης έξω από το λιμάνι, όπου παρέμεινε υπό κράτηση για περισσότερο από δύο εβδομάδες μαζί με ενήλικες με τους οποίους δεν είχε καμία συγγένεια, σε ελεεινές συνθήκες και χωρίς επαρκή τροφή.
Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων θεωρούν την Ελλάδα και την Ιταλία σταθμούς ενός ταξιδιού με προορισμό τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, όμως η ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλοντας την αίτηση ασύλου στην πρώτη χώρα της Ε.Ε που θα φθάσουν καθιστά πολύ δύσκολή και επικίνδυνη αυτή τη διαδρομή.

Το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο απαγορεύουν την απομάκρυνση ασυνόδευτων ανηλίκων χωρίς αξιολόγηση του απώτερου συμφέροντός τους. Ωστόσο, η Human Rights Watch συνάντησε 13 ανήλικους ηλικίας 13 έως 17 ετών που είχαν επαναπροωθηθεί με συνοπτικές διαδικασίες στην Ελλάδα. Σε κανέναν εξ αυτών δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σε επίτροπο ή κοινωνικές υπηρεσίες, όπως απαιτείται από το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία μπαίνει στο στόχαστρο  ανθρωπιστικών και  διεθνών οργανώσεων για την κακομεταχείριση προσφύγων και αιτούντων άσυλο.
Αρκεί να θυμηθούμε την καταδίκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («Δικαστήριο του Στρασβούργου»)  για βασανισμούς και απάνθρωπη συμπεριφορά στις επαναπροωθήσεις προσφύγων στη Λιβύη.

Επίσης, αδιάσειστα στοιχεία που καταδεικνύουν χρόνια προβλήματα στο σύστημα ασύλου και τις συνθήκες κράτησης στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε ευρωπαϊκές δικαστικές αποφάσεις-ορόσημα που απαγορεύουν τις επαναπροωθήσεις  προς αυτήν τη χώρα βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, ο οποίος γενικά προβλέπει τη διεκπεραίωση του αιτήματος ασύλου από την πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, πολλές χώρες της ΕΕ έχουν αναστείλει την επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα.

Η Ιταλία δεν έχει αναστείλει τις επαναπροωθήσεις βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ στην Ελλάδα, αλλά ισχυρίζεται ότι αξιολογεί τον κίνδυνο παραβιάσεων δικαιωμάτων όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επαναπροώθησης. Ωστόσο, οι επαναπροωθήσεις με συνοπτικές διαδικασίες από τα λιμάνια της έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική αυτή, δήλωσε η Human Rights Watch.

Πηγές: Senzafrontiere ( http://senzafrontiere.noblogs.org/post/2013/01/24/litalia-respinge-in-grecia-i-profughi-bambini/ ), Human rights watch (http://www.hrw.org/de/node/112910 ).

Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτο-φασισμού

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου.

 

Του Ουμπέρτο Έκο

1. Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες — στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.

Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.

Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.

Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.

Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ — αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.

2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.

3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.

4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.

5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.

6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ’ αυτή τη νέα πλειοψηφία.

7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.

8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.

9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.

10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι’ αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ’ αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.

11. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.

12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [σ.τ.Μ.: το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.

13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη — ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.

Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» — οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.

14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.

Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα — ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.

Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.

Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» — τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ’ αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:

«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».

Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία.

Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books το 1995

http://www.themodernword.com/eco/eco_blackshirt.html

Τι είναι ο φασισμός;

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Εμίλιο Τζεντίλε «Φασισμός. Ιστορία και Ερμηνεία», μετάφραση: Ευάγγελος Κατσιφός, εκδ. Ασίνη: Αθήνα 2007
Ο φασισμός ως κομματική οργάνωση, ιδεολογία και κρατική πολιτική
Του Εμίλιο Τζεντίλε
Ένα μαζικό κίνημα διαταξικής συνεργασίας, στα διοικητικά στελέχη του οποίου όμως, καθώς και στη μεγάλη μάζα των οπαδών του, υπερισχύουν νέοι που ανήκουν κυρίως στις μεσαίες τάξεις, στην πλειονότητά τους αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά πολιτική δράση, οργανωμένοι στην πρωτοεμφανιζόμενη και άγνωστη ως τότε (σ.σ.: στο Μεσοπόλεμο) μορφή του «κόμματος-πολιτοφυλακή». Ένα κίνημα που δεν βασίζει την ταυτότητά του στην κοινωνική ιεραρχία και την ταξική προέλευση, αλλά στην αρχή της συντροφικότητας. Που θεωρεί ότι είναι επιφορτισμένο με μια αποστολή εθνικής αναγέννησης, ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση πολέμου εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, και που επιδιώκει να κατακτήσει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία, την κοινοβουλευτική τακτική και το συμβιβασμό με τις κυρίαρχες δυνάμεις, με σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο καθεστώς καταστρέφοντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

2. Μια κουλτούρα που είναι θεμελιωμένη στη σκέψη που βασίζεται σε μύθους, και στην αντίληψη της ζωής που συνδυάζει τραγικότητα και ακτιβισμό (μιας ζωής όμως που γίνεται αντιληπτή ως εκδήλωση της επιθυμίας για εξουσία), στο μύθο της νεότητας ως πρωταγωνιστή της ιστορίας και στη στρατιωτικοποίηση της πολιτικής ως μοντέλο ζωής και συλλογικής οργάνωσης.

3. Μια ιδεολογία με χαρακτήρα αντι-ιδεολογικό και πραγματιστικό, που προβάλλει ως αντι-υλιστική, αντι-ατομιστική, αντι-φιλελεύθερη, αντι-δημοκρατική, αντι-μαρξιστική, με λαϊκίστικες και αντικαπιταλιστικές τάσεις. Μια ιδεολογία εκφρασμένη περισσότερο αισθητικά παρά θεωρητικά, μέσω ενός νέου πολιτικού ύφους και μέσω μύθων, τελετουργιών και συμβόλων μιας λαϊκής θρησκείας που ιδρύθηκε σε συνδυασμό με τη διαδικασία διαπαιδαγώγησης, κοινωνικοποίησης και φιντεϊστικής ολοκλήρωσης των μαζών μέσω της δημιουργίας ενός «Νέου Ανθρώπου».

4. Μια ολοκληρωτική αντίληψη της υπεροχής της πολιτικής ως καθολικής εμπειρίας και συνεχούς επανάστασης, για την πραγματοποίηση, μέσω του ολοκληρωτικού Κράτους, της συγχώνευσης του ατόμου και των μαζών στην μυστική κοινότητα του έθνους (εθνική και ηθική κοινότητα) υιοθετώντας μέτρα διάκρισης και δίωξης εναντίον εκείνων που θεωρείται ότι δεν ανήκουν σε αυτή την κοινότητα γιατί είναι εχθροί του καθεστώτος ή γιατί ανήκουν σε φυλές που θεωρούνται κατώτερες ή σε κάθε περίπτωση επικίνδυνες για την ακεραιότητα του έθνους.

5. Μια ηθική του αστού της πόλης βασισμένη στην απόλυτη υποταγή των πολιτών στο Κράτος, στην πλήρη αφοσίωση του ατόμου στην εθνική κοινότητα, στην πειθαρχία, στον ανδρισμό, στη συντροφικότητα και στο πολεμικό πνεύμα.

6. Ένας αστυνομικός μηχανισμός που προλαμβάνει, ελέγχει και καταστέλλει κάθε μορφή διαφωνίας ή αμφισβήτησης με τη συνδρομή της οργανωμένης τρομοκρατίας.

7. Ένα μοναδικό κόμμα που έχει ως στόχο να εξασφαλίζει, μέσω μιας δικής του πολιτοφυλακής, την ένοπλη άμυνα του καθεστώτος (το οποίο γίνεται κατανοητό ως το σύνολο των νέων δημόσιων ιδρυμάτων που δημιουργήθηκαν από το επαναστατικό κίνημα)• να επιτηρεί την επιλογή των νέων διευθυντικών στελεχών και το σχηματισμό της «διοικητικής αριστοκρατίας»• να οργανώνει τις μάζες στο ολοκληρωτικό Κράτος, εμπλέκοντάς τες σε μια εκπαιδευτική διαδικασία συνεχούς συναισθηματικής και φιντεϊστικής κινητοποίησης• να ενεργεί στο εσωτερικό του καθεστώτος ως όργανο της «συνεχούς επανάστασης» για την πραγματοποίηση του μύθου του ολοκληρωτικού Κράτους στο επίπεδο των θεσμών, της κοινωνίας, της νοοτροπίας και των εθίμων.

8. Ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στη συμβίωση κόμματος και Κράτους, που είναι οργανωμένο σύμφωνα με μια ιεραρχία λειτουργιών, η οποία καθορίζεται από ψηλά υπό την επίβλεψη του «αρχηγού». Ένα αρχηγός που περιβάλλεται από μια «χαρισματική αγιοσύνη», ο οποίος διατάζει, διευθύνει και συντονίζει τις δραστηριότητες του κόμματος, του καθεστώτος και του Κράτους, και ενεργεί ως ύψιστος και αδιαμφισβήτητος κριτής στις συγκρούσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών του καθεστώτος.

9. Μια κορπορατιστική οργάνωση της οικονομίας, που καταργεί τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, διευρύνει τη σφαίρα παρέμβασης του Κράτους και επιδιώκει να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τις τεχνοκρατικές και συναδελφικές αρχές, τη συνεργασία των παραγωγικών τάξεων κάτω από τον έλεγχο του καθεστώτος, με στόχο πάντα την απόκτηση περισσότερης εξουσίας, διατηρώντας όμως την ατομική ιδιοκτησία και το διαχωρισμό των τάξεων.

10. Μια εξωτερική πολιτική με ιμπεριαλιστικούς στόχους που αποβλέπει στην απόκτηση εξουσίας και σε εθνικά μεγαλεία με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού.

 

Η πατριαρχία οπλίζει τους βιαστές

Αναδημοσιεύουμε προκήρυξη που μοίρασε στη Χαλκίδα η ”Συνέλευση ελευθεριακών Χαλκίδας” τον Σεπτέμβριο του 2010.  Το ζήτημα του σεξισμού και της βίας κατά των γυναικών παραμένει το ίδιο οξύ. Μάλιστα εντείνεται σήμερα με την αύξηση των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών συμπεριφορών. Στην Ελλάδα διαπράττονται 4.500 βιασμοί το χρόνο από τους οποίους  τελικά καταδικάζονται οι 20. Τα θύματα συνήθως διαπομπεύονται, περιθωριοποιούνται, ξεγυμνώνονται ξανά και ξανά (πράγμα το οποίο μας επιτρέπει να μιλάμε για δεύτερο και τρίτο βιασμό) είτε από το κοινωνικό περιβάλλον  είτε κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας είτε από τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης στα οποία κυριαρχεί η ηδονοθηρική  ανδρική ματιά. ”Τα ήθελε”,  ”καλά της έκανε”, φωνάζει υστερικά ένα μέρος της κοινωνίας που ζει μέσα στο βούρκο των πατριαρχικών συμπεριφορών. Πολλοί όμως επίσης σιωπούν, κάνουν πως δεν βλέπουν, δεν αντιδρούν, αφήνουν τα πράγματα να κυλούν από ρεπορτάζ σε ρεπορτάζ στα δελτία ειδήσεων. Η σιωπή όμως είναι συνενοχή, είναι το πρόσφορο υπέδαφος μέσα από το οποίο η βία ριζώνει στις καθημερινές συμπεριφορές.  Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι η πατριαρχία, η ανδροκρατία, η αρρενωπή συμπεριφορά, ο αυταρχισμός και ο ρατσισμός είναι τα θεμέλια της ναζιστικής και φασιστικής ιδεολογίας που διατυμπανίζουν σήμερα διάφοροι αχρείοι. Η κουλτούρα του βιασμού είναι κατεξοχήν η κουλτούρα των φασιστών.  

 

Η πατριαρχία οπλίζει τους βιαστές 

Το καλοκαίρι καταγράφηκε στην Εύβοια μια σειρά περιστατικών σεξιστικής βίας. Τον Ιούνιο ήρθαν στο φως δύο βιασμοί  ύστερα από καταγγελίες των θυμάτων. Η μία γυναίκα 26 ετών, βιάστηκε στην Αγία Ελεούσα Χαλκίδας από τον πρώην ερωτικό της σύντροφο και η δεύτερη 30 ετών στην Αμάρυνθο, επίσης από τον πρώην ερωτικό της σύντροφο. Και στις δύο περιπτώσεις  προηγήθηκαν άγριοι ξυλοδαρμοί. Οι βιασμοί πέρασαν στα ψιλά των εφημερίδων, κάτι που είμαστε σίγουρες-σίγουροι ότι δε θα συνέβαινε αν οι βιαστές δεν ήταν έλληνες, αλλά μετανάστες. Στα Ψαχνά ένας άλλος “πρώην” έσφαξε τον “νυν” γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και πριν λίγες μέρες στο Μαντούδι μια 20χρονη γυναίκα βρέθηκε κακοποιημένη σε φρικτή κατάσταση και “τι έκπληξη” κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πως…

Τα παραπάνω δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο περίπου 4500 γυναίκες πέφτουν θύματα βιασμού. Οι περισσότερες περιπτώσεις βιασμού και κακοποίησης μένουν στο σκοτάδι, καθώς μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός γυναικών προχωρά σε καταγγελίες. Μία γυναίκα χρειάζεται θάρρος και τεράστιο ψυχικό σθένος για να καταγγείλει το βιασμό της, αφού αυτό συνεπάγεται ότι θα αμφισβητηθούν όσα υποστηρίζει, θα στιγματιστεί και θα απομονωθεί. Δηλαδή ένας δεύτερος βιασμός, ο οποίος, αν μια υπόθεση βιασμού (αφού το θύμα έχει υπερβεί τις έντονες προσπάθειες των αστυνομικών να αποτρέψουν την καταγγελία) φτάσει στο δικαστήριο, λαμβάνει χώρα ακριβώς εκεί. Το θύμα καλείται μέσα από μία επώδυνη και εξευτελιστική αλληλουχία ερωτήσεων να αποδείξει ότι βιάστηκε και μάλιστα χωρίς τη θέλησή της. Διότι η κατ’ όνομα τυφλή και κουφή ελληνική δικαιοσύνη ακούει και βλέπει πεντακάθαρα την πατριαρχική κοινωνία που στις συντριπτικά περισσότερες υποθέσεις ταλαντεύεται μεταξύ του “τα ήθελε” και “λέει ψέματα”. Άρα η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, αλλά αντρική, ταξική, ελληνική. Τρανή απόδειξη, από τη μία μεριά,  η δίκη πριν λίγους μήνες  των κατηγορούμενων για το βιασμό της 16χρονης μετανάστριας μαθήτριας στην Αμάρυνθο και από την άλλη, η καταδίκη σε φυλάκιση δύο ανήλικων κοριτσιών στην Κερκίνη Σερρών που αντιστάθηκαν βίαια στον επίδοξο βιαστή τους. 

Έτσι, η σιωπή επικρατεί και η πατριαρχική κοινωνία συνεχίζει το δρόμο της. Με τη διαφήμιση και την πορνογραφία να αποτελούν τα κατ’ εξοχήν πεδία όπου η γυναικεία  προσωπικότητα εγκλωβίζεται και διαμελίζεται και το γυναικείο σώμα απομονώνεται και λεηλατείται, καθιστώντας τη γυναίκα – θήραμα . Γυναίκα – θήραμα μέρα και νύχτα, σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, για τους άντρες κυνηγούς και αφέντες που εξασκούνται στις κοπέλες «τους» (όπως οι δύο βιαστές στην Εύβοια), τις γυναίκες «τους», σε γυναίκες θύματα του trafficking φυλακισμένες στα χιλιάδες μπαρ-μπουρδέλα στην Ελλάδα.

 Περιστατικά σεξιστικής βίας (σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής) συμβαίνουν καθημερινά μπροστά στα μάτια μας στους δρόμους, τα σπίτια, τα σχολεία, τους χώρους εργασίας. Τα αηδιαστικά βλέμματα και τα «αθώα πειράγματα», η σεξουαλική παρενόχληση, η ενδοοικογενειακή – αντρική βία, οι βιασμοί σε χωράφια, μπουρδέλα, σοκάκια και «συζυγικά κρεβάτια» συνθέτουν το πιο ευδιάκριτο κομμάτι του βούρκου της πατριαρχικής κοινωνίας, της βίας και των βιαστών που παράγει. 

Κι όμως η συντριπτική πλειοψηφία υποκρίνεται πως δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν γνωρίζει τίποτα και σίγουρα δεν έχει κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Παρόλο που οι περισσότεροι βιασμοί συμβαίνουν εντός του οικογενειακού, φιλικού και εργασιακού περιβάλλοντος… η αγία ελληνική οικογένεια παραμένει αγία. Τα μπαρ – μπουρδέλα – φυλακές γυναικών βρίσκονται στις γειτονιές μας και οι πελάτες – βιαστές δεν είναι εξωγήινοι, αλλά άντρες καθημερινοί. Κανένας δεν γνωρίζει περιστατικά σεξιστικής βίας, αλλά όλοι ξέρουν ότι “προκαλούσε και τα ήθελε”, “άντρας είναι έχει ορμές, δεν είναι αδερφή”, “έλα μωρέ το πουτανάκι λέει ψέματα”. Αυτό δεν είναι σκέτη υποκρισία, είναι συνενοχή.

Τασσόμαστε και αγωνιζόμαστε ενάντια στην πατριαρχία, τις σεξιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές σε κάθε τους μορφή. Ενάντια στη σεξιστική βία και δίπλα στα θύματά της. Δίπλα σε όσες και όσους καταπιέζονται και πέφτουν θύματα διακρίσεων και βίας λόγω του φύλου ή των σεξουαλικών προτιμήσεων.

 Όλες και όλοι μαζί να σπάσει η σιωπή

.Συνέλευση Ελευθεριακών Χαλκίδας

Σεπτέμβριος 2010

Δεν μπορείς να ανατινάξεις μια κοινωνική σχέση – Ο αναρχικός λόγος για την κρατική τρομοκρατία

Αναδημοσίευση από: http://www.ainfos.ca/A-Infos/ainfos45281.html

”Δεν μπορείς να ανατινάξεις μια κοινωνική σχέση. Η ολική κατάρρευση αυτής της κοινωνίας δεν θα παρείχε καμιά εγγύηση γιʼ αυτό που θα την αντικαθιστούσε. Αν η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν αποκτήσει τις ιδέες και την οργάνωση που χρειάζονται για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής κοινωνίας, θα δούμε τον παλιό κόσμο να ανασυντάσσεται, διότι είναι αυτό που οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει, αυτό που πιστεύουν, αυτό που υπήρχε απρόσβλητο μέσα στην ίδια την προσωπικότητα τους”.

Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ 
Ασφαλώς, η  τρομοκρατία δεν ανήκει αποκλειστικά σε μικρές ομάδες, στην Ιταλία ή τη Γερμανία. Ο ωμότερος και ο πιο αδίστακτος πράκτορας του τρόμου, τώρα, όπως και σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, είναι η άρχουσα τάξη. Διαβάστε την ιστορία, θυμηθείτε ότι σʼ ολόκληρο τον κόσμο, οι φιλάνθρωποι κυβερνήτες μας διαθέτουν τον πυρηνικό εξοπλισμό για να σκοτώσουν τους πάντες πάνω στη γη 24 φορές (Ρουθ Λήγκαρ Σίβορντ στο Δελτίο των Ατομικών Επιστημόνων – Απρίλιος 1975). Ή σκεφτείτε τις επιπτώσεις της βόμβας νετρονίου που καταστρέφει κάθε ζωή, αφήνοντας τις ιδιοκτησίες ανέπαφες.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κρατική τρομοκρατία είναι ισχυρότερη, πιο διαδεδομένη και πολύ πιο καταστροφική από την τρομοκρατία μιας «πρωτοπορίας». Αυτό που καθορίζει τη χρήση της τρομοκρατίας από το κράτος είναι ζήτημα του βαθμού στον οποίο αυτό αισθάνεται να αμφισβητείται και όχι τα συντάγματα και οι δημοκρατικές αρχές. Όταν απειλούνται από ένα σοβαρό και οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, οι Δυτικές δημοκρατίες επιδείχνουν ολόκληρη τη γκάμα των φρικιαστικών μεθόδων τους. Η μαζική χρήση των βασανιστηρίων από τους Γάλλους στην Αλγερία, η χρήση τους από τους Βρετανούς στο Άντεν και στη Βόρειο Ιρλανδία, οι δολοφονίες και οι συνωμοσίες από την αστυνομία και το στρατό στην Ιταλία είναι μερικά παραδείγματα της ετοιμότητάς τους να εφαρμόσουν ανελέητες μεθόδους σε διάφορες καταστάσεις. Αυτή η ετοιμότητα για ωμότητα απορρέει από την ίδια τη φύση του Κράτους, όπως αυτή εκφράστηκε από τον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν το 1851:
«Με κυβερνούν σημαίνει με επιτηρούν, με εποπτεύουν, με χαφιεδίζουν, με κατευθύνουν, με νομοθετούν, με ρυθμίζουν, με περιχαρακώνουν, με διαπαιδαγωγούν, μου κάνουν κήρυγμα, με ελέγχουν, με κοστολογούν, με αποτιμούν, με ελέγχουν, με διοικούν όντα που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα, ούτε τη γνώση, ούτε την αρετή γιʼ αυτό. Με κυβερνούν σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, με σημειώνουν, με καταγράφουν, με απογράφουν, με καταπονούν, με σταμπάρουν, με αποτιμούν, με μετρούν, με υπολογίζουν, με πατεντάρουν, με εγκρίνουν, με εξουσιοδοτούν, με επιδοκιμάζουν, με νουθετούν, με παρεμποδίζουν, με αναμορφώνουν, με επιπλήττουν, με συλλαμβάνουν. Σημαίνει, με το πρόσχημα του γενικού συμφέροντος με φορολογούν, με εξαγοράζουν, με κρατούν όμηρο, με εκμεταλλεύονται, με μονοπωλούν, με εκβιάζουν, με συνθλίβουν, με εξαπατούν, με κλέβουν κι ύστερα με την παραμικρή αντίσταση, με το παραμικρό παράπονο, με καταδιώκουν, με προπηλακίζουν, με ταλανίζουν, με κυνηγούν, με παρακολουθούν, με τρομοκρατούν, με προπηλακίζουν, με αφοπλίζουν, με στραγγαλίζουν, με φυλακίζουν, με πολυβολούν, με δικάζουν, με καταδικάζουν, με απελαύνουν, με ξυλοκοπούν, με πουλούν, με προδίδουν και τελικά με εξεφτελίζουν, με γελοιοποιούν, με προσβάλλουν, με ατιμάζουν. Αυτή είναι η κυβέρνηση, αυτή είναι η δικαιοσύνη της, αυτή είναι η ηθική της».
 Στη Νότιο Αμερική, τα μυστικά αστυνομικά αποσπάσματα θανάτου που υποστηρίζονται από το κράτος και η συστηματική χρήση βασανιστηρίων είναι μόνιμα φαινόμενα. Κατά τη διάρκεια της «λευκής τρομοκρατίας» στη Γουατεμάλα, πέθαιναν κυριολεκτικά χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο (υπολογίζονται, σε 2 με 6 χιλιάδες οι νεκροί του ʽ67-ʽ68). Οι στρατιωτικές δικτατορίες που κυβέρνησαν τη Βραζιλία από το πραξικόπημα του 1964 και μετά, είναι διαβόητες γιο τα αποσπάσματα θανάτου τους που αποτελούνται από αστυνομικούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέφεραν μέλη αυτών των αποσπασμάτων στην Ουρουγουάη για να εκπαιδεύσουν την αστυνομία πως να βασανίζει τους αντάρτες των πόλεων. Οι ΗΠΑ είναι βαθιά αναμεμειγμένες στην ανάπτυξη των βασανιστηρίων σʼ αυτή την περιοχή. Η οργάνωση «Τρία Α» στην Αργεντινή, που τα μέλη της είναι αστυνομικοί, σκότωσε 1000 άτομα το 1975.Η πλήρης κινητοποίηση των δυνάμεων του Χιλιανού καθεστώτος για να επιδοθούν στην τρομοκρατία και τις δολοφονίες είναι ίσως η χειρότερη περίπτωση μεταπολεμικά σʼ ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, η κρατική τρομοκρατία δεν ασκείται μονάχα από τα Δυτικά καπιταλιστικά κράτηΑποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής των κρατικοκαπιταλιστικών χωρών, όπως η Σοβ. Ένωση.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ  ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ ΤΩΝ  ΠΟΛΕΩΝ
 Σʼ όλο τον κόσμο η λέξη «τρομοκρατία» χρησιμοποιείται αδιάκριτα από τους πολιτικούς και την αστυνομία με σκοπό να προκαλέσει εχθρότητα απέναντι σε οποιοδήποτε φαινόμενο αντίστασης ή διάθεσης για ένοπλη άμυνα ενάντια στα δικά τους τρομοκρατικά σχέδια.   Η τρομοκρατία χαρακτηρίζεται οπό τη συστηματική χρήση βίας εναντίον ανθρώπων για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις, οι απαγωγές, οι αεροπειρατείες και η κράτηση ομήρων από το κοινό, όπως και οι ένοπλες επιθέσεις και οι βομβιστικές ενέργειες που στοχεύουν συνειδητά στο να σκοτώσουν, να σακατέψουν ή να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, είναι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κυρίως στη μη κρατική τρομοκρατία. Μέσα σʼ αυτήν την κατηγορία, μπορεί να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε επιθέσεις εναντίον του κοινού και σε εκείνες που στρέφονται ενάντια σε ανθρώπους της εξουσίας, διάκριση που δεν συνεπάγεται την αποδοχή καμιάς από τις δύο. Ασφαλώς, οι επιθέσεις εναντίον αθώων είναι χειρότερες από εκείνες εναντίον ανθρώπων που είναι ένοχοι για κάποιο έγκλημα. Γενικά, είναι σημαντικό να διαφοροποιήσουμε στην τρομοκρατία απʼ ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «εκφοβισμός». Το κράτος είναι μόνιμα αφοσιωμένο στην προσπάθεια να εμποδίσει την έκφραση των πολιτικών αντιλήψεων με την απειλή της συκοφαντίας, των διώξεων ή της ταλαιπωρίας. Μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του κράτους υπάγεται στον όρο «εκφοβισμός». Μερικά στοιχεία της Αυστραλιανής αριστεράς έχουν επιχειρήσει διάφορες μορφές εκφοβισμού εναντίον άλλων αριστερών. Πρέπει επίσης να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην τρομοκρατία και στην καταστροφή της ιδιοκτησίας. Αν και είναι ξεκάθαρο ότι η εκφοβιστική δραστηριότητα και οι καταστροφές ιδιοκτησιών δεν είναι συνήθως τόσο σοβαρές όσο η τρομοκρατία, οι αριστεροί θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την ευκολία με την οποία η διάθεση για τέτοιες ενέργειες μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες συνέπειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με το ότι οι επαναστάτες πρέπει να τηρούν μια ευλαβική στάση απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία, αλλά ότι θα έπρεπε απλώς να καταλάβουν ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα, ας πούμε, στην καταστροφή μιας πυρηνικής εγκατάστασης οπό μια μαζική κατάληψη, και στην ανατίναξη αυτής της εγκατάστασης από λίγα άτομα. Όπως ακριβώς οι κυβερνήτες προτιμούν τη λέξη «τρομοκράτης», οι τρομοκράτες προτιμούν το χαρακτηρισμό «αντάρτης των πόλεων», που τους προσδίδει έναν πλασματικό ρομαντικό αέρα. Παρʼ όλα αυτά, πιστεύουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους τρομοκράτες και σε εκείνους τους επαναστάτες που υιοθετούν την ιδεολογία και την πρακτική του «αντάρτικου», πράγμα που σημαίνει ότι γιʼ αυτούς η ένοπλη πάλη είναι η επαναστατική στρατηγική. Ειδικά στον πόλεμο στην ύπαιθρο αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να χρησιμοποιήσουν μη τρομοκρατική ένοπλη δράση. Αυτό συνεπάγεται συνήθως ένοπλες συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό. Ωστόσο, εξαιτίας των συνθηκών του ανταρτοπόλεμου στις πόλεις, αυτή η μέθοδος, οδηγεί αυτόματα στην τρομοκρατία όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Στη Νότιο Αμερική, η αυξημένη χρήση του αντάρτικου των πόλεων, ήταν κυρίως αποτέλεσμα της αποτυχίας της στρατηγικής της υπαίθρου που είχε γίνει ολοφάνερη τα τέλη της δεκαετίας του ʽ60. Η στρατηγική της υπαίθρου ήταν βασισμένη σε ισχνά θεωρητικά συμπεράσματα που είχαν αντληθεί από μια εξιδανικευμένη θεώρηση αυτού που συνέβηκε στην Κουβανική επανάσταση. Ωστόσο, η στρατηγική του αντάρτικου των πόλεων δεν ήταν, ουσιαστικά, διαφορετική από εκείνη των εκστρατειών στην ύπαιθρο. Και οι δύο βασίζονταν στην αντίληψη της πρωτοποριακής ένοπλης ομάδας της οποίας οι ειδικά στρατιωτικές συγκρούσεις της με τις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος θα προμήθευαν το μικρό κινητήρα (τη γνωστή «εστία») για να ξεκινήσει ο μεγάλος κινητήρας της πολιτικής επανάστασης. Σύμφωνα με αυτήν την στρατηγική, η επιτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση είναι η προπαγάνδα. Το Ουρουγουανό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης (οι γνωστοί Τουπαμάρος), οι πιο επιτυχημένοι αντάρτες των πόλεων, εκφράζουν αυτήν την στρατηγική ως εξής: «Η ιδέα ότι η επαναστατική δράση καθεαυτή, η ίδια ακριβώς η πράξη του να πάρεις τα όπλα, να προετοιμαστείς και να πάρεις μέρος στις ενέργειες που στρέφονται ενάντια στη βάση της αστικής νομοθεσίας δημιουργεί επαναστατική συνείδηση, οργάνωση και συνθήκες». Τι μονομανία! Τι απλουστευτική λογική! Η ολοκληρωτική ήττα των ανταρτών των πόλεων στην Βενεζουέλα το 1962-63, οι οποίοι είχαν υποστήριξη από την ύπαιθρο, και από το Κομμουνιστικό Κόμμα ακόμα, θα έπρεπε να τους έχει προειδοποιήσει ότι η στρατηγική αυτή ήταν λαθεμένη. Η σκέψη του να ταυτιστεί η ουσία της επανάστασης ως παρανομία ή ως ένοπλη αντιπαράθεση με τα όργανα καταστολής του κράτους είναι ελλειπτική. Αυτό συσκοτίζει τελείως την ουσία της αντίθεσης μας απέναντι σʼ αυτήν την κοινωνία, αντίθεση που δεν είναι απλά μια απέχθεια για την κρατική βία – φυλακές, θηριωδία, βασανιστήρια, δολοφονίες κλπ. – αλλά γιο τις ιεραρχικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, για την ύπαρξη του ανταγωνισμού αντί της συνεργασίας. Η «Ίδια η πράξη του να πάρεις τα όπλα» μπορεί να περιφρονεί το νόμο αλλά δε λέει τίποτα για αυτό για το οποίο γίνεται ο αγώνας. Η ουσία της επανάστασης δεν είναι η ένοπλη σύγκρουση με το κράτος αλλά η φύση του κινήματος που τη στηρίζει, και αυτό θα εξαρτηθεί από το είδος των σχέσεων και των ιδεών ανάμεσα στα μέλη των ομάδων, τα κοινοτικά συμβούλια, τα εργατικά συμβούλια κλπ. που εμφανίζονται στην κοινωνική σύγκρουση. Έργο των επαναστατών δεν είναι να πάρουν το όπλο αλλά να ασχοληθούν με τη μακρόχρονη, σκληρή δουλειά της δημοσιοποίησης της κατανόησης αυτής της κοινωνίας.Πρέπει να οικοδομήσουμε ένα κίνημα που να συνδέει το πλήθος των προβλημάτων και ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με την ανάγκη για επαναστατική αλλαγή, που να επιτίθεται σʼ όλες τις ψευτολύσεις – και ατομικές και κοινωνικές – που προσφέρονται μέσα σʼ αυτήν την κοινωνία, που να προσπαθεί να απομυθοποιήσει τις λύσεις που προσφέρει η εξουσιαστική αριστερά και αντίθετα να δώσει πλήρη έμφαση στην ανάγκη για αυτενέργεια και αυτο-οργάνωση από μέρους αυτών των ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να ασχοληθούν μʼ αυτά τα προβλήματα.Χρειάζεται να παρουσιάσουμε απόψεις για έναν σοσιαλισμό βασισμένο στην ισότητα και την ελευθερία.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ
Τόσο στον Εταιριακό καπιταλιστικό κόσμο όσο και στον Τρίτο Κόσμο, τα αντάρτικα κινήματα είχαν μια πολύ φτωχή παρουσία στον τομέα των ιδεών.  Το ότι το κράτος είναι καταπιεστικό και το ότι μπορεί να καταπολεμηθεί είναι μονάχα ένα πολύ μικρό μέρος των επαναστατικών ιδεών αλλά συνιστά σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο αυτού που προσπαθούν οι αντάρτες να περάσουν στο λαό. Βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν χρειάζεται να σκεφτούμε και πολύ για να κάνουμε μια επανάσταση. Το μόνο που απαιτείται είναι να πείσουμε το λαό ότι μπορεί να νικήσει το κράτος. Τίποτε άλλο δεν βρίσκεται μακρύτερα από την αλήθεια. Εάν οι άνθρωποι δεν θέλουν να δουν να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά το παλιό μοντέλο της επανάστασης που φέρνει στην εξουσία μια νέο ομάδα καταπιεστών, τότε θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ευθύνη για μια νέα κοινωνία ανήκει σʼ αυτούς, θα πρέπει να σκεφτούν πως να δομήσουν τη νέα κοινωνία έτσι ώστε να παραμείνει δημοκρατική. Εφόσον αυτό εξαρτάται από τους ίδιους, θα πρέπει να συλλογιστούν και τις απόψεις τους και αυτό περιλαμβάνει και τη στάση τους στην προσωπική τους ζωή.Συχνά υποστηρίζεται ότι τέτοιες απαιτήσεις είναι γελοίες στο πλαίσια των άμεσων βασικών αναγκών στον Τρίτο Κόσμο. Στην πραγματικότητα, η αυτο-οργάνωση . πάνω σε συνεργατικές βάσεις γίνεται ένα χαρακτηριστικό των αγώνων του Τρίτου Κόσμου. Τα οικονομίστικα επιχειρήματα για τους αγώνες του Τρίτου Κόσμου φαίνεται ότι συνδέονται με την ιδέα ότι η λύση βρίσκεται στα Δυτικού στυλ άλματα προς την εκβιομηχάνιση, όταν, στην πραγματικότητα, το κλειδί είναι η αποκέντρωση και τούτο, οπωσδήποτε, καθιστά ευκολότερο το είδος της προσωπικής αλλαγής που σκεφτόμαστε. Το μόνο που έχουν προσφέρει μερικές ομάδες στον τομέα των ιδεών είναι μερικές προκηρύξεις που σκόρπισαν στον τόπο κάποιας ενέργειας.Τα ανακοινωθέντα της Γερμανικής RAF (Μπάαντερ-Μάϊνχοφ) ποτέ δεν ξεπέρασαν το επίπεδο των πολιτικών συνθημάτων όπως «Απαλλοτριώστε τον Σπρίνγκερ», «Πολεμείστε την ταξική δικαιοσύνη», «Πολεμείστε όλους τους εκμεταλλευτές και τους εχθρούς του λαού», «Νίκη στους Βιετ-Κόνγκ» κ.λπ. Η μπροσούρα τους «Η έννοια του Αντάρτη των Πόλεων» είναι μια μετάθεση της παραπάνω στρατηγικής στο Δυτικό καπιταλισμό. Το ίδιο ισχύει και για τους Αμερικανούς Γουέδερμεν (αργότερα Γουέδερ Αντεργκράουντ), τη Βρετανική Οργισμένη Ταξιαρχία, τον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό, το Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό (SLA) κ.λπ. Συνήθως αυτές οι ομάδες επιδείχνουν έναν συκοφαντικό(1) τριτοκοσμισμό που θεωρεί ότι οι ενέργειες μέσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη βοηθάνε την «πραγματική επανάσταση» στον Τρίτο Κόσμο.
Η Οργάνωση Γουέδερ Αντεργκράουντ (WUO) ανήγαγε την αντίληψη αυτή σε ιδεολογία και στρατηγική της. Αρνήθηκε το καθήκον της διάδοσης των επαναστατικών ιδεών στην πλειοψηφία των ανθρώπων της ίδιας τους της χώρας. Αντίθετα οι ΗΠΑ έπρεπε να ακινητοποιηθούν ενώ οι νικηφόροι επαναστάτες του Τρίτου Κόσμου θα έφερναν την επανάσταση απέξω. Η WUO έμελλε να γίνει αργότερα ορθόδοξη μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση.Ο Μπάουμαν, συγγραφέας του βιβλίου «Πώς άρχισαν όλα» (Σ.τ.Μ. έχει με-ταφραστεί στα ελληνικά και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «ΕΛΕΥ-ΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ»), ήταν μέλος του Κινήματος 2 Ιούνη. Στο βιβλίο του διαφαίνεται ο ίδιος τρόπος σκέψης αν και, αντίθετα με τη μαρξιστική-λενινιστική RAF, το Κίνημα της 2 Ιούνη αυτοαποκαλείται «αναρχικό»: «Η ανάλυση του ιμπεριαλισμού μας λέει ότι η πάλη δεν ξεκινά πλέον πρωταρχικά από τη μητρόπολη, δεν είναι πια ζήτημα της εργατικής τάξης, αλλά ότι εκείνο που χρειάζεται είναι μια πρωτοπορία στη μητρόπολη που να διακηρύττει την αλληλεγγύη της με τα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου.Μια και ζει στο κεφάλι του θηρίου, μπορεί να προκαλέσει τη μεγαλύτερη ζημιά εκεί. Κι αυτό ισχύει ακόμα κι αν οι μάζες στην Ευρωπαϊκή μητρόπολη δεν συνταχθούν με το μέρος της επανάστασης – η εργατική τάξη στην Ευρώπη είναι κιόλας προνομιούχα και συμμετέχει στην εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου. Η μοναδική δυνατότητα για αυτούς που αποτελούν εδώ την πρωτοπορία, που συμμετέχουν στην πάλη εδώ, είναι να καταστρέψουν το εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού, να καταστρέψουν το μηχανισμό, (σελ. 36). Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί μια «στρατηγική» λιγότερο αναρχική, λιγότερο ελευθεριακή. Ο μεταχειρισμένος Λενινισμός για την εργατική αριστοκρατία, ο «βανγκαρντισμός», το έντονα ελιτίστικο χιλιαστικό όραμα της ολοκληρωτικής καταστροφής κλπ., όλα αυτά αποκλείουν απόλυτα οτιδήποτε εκτός από ένα δικτατορικό αποτέλεσμα. Ο Μπάουμαν περιγράφει πως, μετά το Βιετνάμ, η γραμμή τους ήταν «οι άνθρωποι πρέπει να ασχοληθούν με την Παλαιστίνη» (σελ. 50) -και φυσικά, διάφοροι Γερμανοί και Γιαπωνέζοι τρομοκράτες εμφανίστηκαν σε Παλαιστινιακές ενέργειες.Όμως αυτό φανερώνει απλώς, όλο και πιο καθαρά, την ολοκληρωτική τους παραίτηση από την πραγματική πάλη στην πατρίδα τους. Και δεν επιδεικνύει καμία αξιόλογη αντίληψη για τον διεθνισμό, μια και ενεργούσαν εντελώς πάνω από τα κεφάλια και πέρα από τον έλεγχο αυτών που υποτίθεται πως αντιπροσώπευαν. Ευχαριστιόντουσαν να δουλεύουν με ομάδες που δρούσαν απλά και μόνο ως «τρομοκρατικές ομάδες πίεσης», προσπαθώντας να αποσπάσουν παραχωρήσεις από διάφορες άρχουσες τάξεις. Λογουχάρη, η δημιουργία του «Μαύρου Σεπτέμβρη» ήταν αποτέλεσμα της ήττας των Παλαιστινίων από τις Ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις το 1970 και της αποτυχίας των διαφόρων οργανώσεων να κινητοποιήσουν με επιτυχία το λαό -αντίθετα, στράφηκαν στη διεθνή δημοσιότητα. Τώρα που η ΡLΟ οργανώθηκε με επιτυχία ως κράτος ανάμεσα στους Παλαιστίνιους, η τρομοκρατία χρησιμοποιείται ως όργανο κρατικής πολιτικής. Είναι η λεωφόρος μέσω της οποίας η PLΟ μπορεί να απειλεί ότι θα προκαλέσει έκρηξη στην κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Συνολικά, οι αγώνες που περιστρέφονται γύρω από ομάδες που καταπιέζονται ως κουλτούρες ή ως εθνικότητα, είναι εκείνοι στους οποίους η κατατρομοκράτηση του κοινού και η τρομοκρατία ως αποκλειστική στρατηγική, συναντούνται πιο συχνά. Όντας καταφύγιο για τις συντηρητικές, εξουσιαστικές ή αβανγκαρντίστικες ιδέες, ο εθνικισμός τις καλύπτει με την μάσκα του «προοδευτισμού».Ο τερρορισμός δεν έρχεται σε σύγκρουση μʼ αυτές τις ιδέες. Αν ο στόχος είναι η άνοδος στην εξουσία μιας νέας ομάδας της οποίας τα μόνα απαιτούμενα προσόντα είναι να έχει την ίδια κουλτούρα και εθνικότητα με το λαό, τότε κάθε μέθοδος που τον προωθεί είναι επιτρεπτή. Όσο περισσότερο επιθυμεί κανείς να αλλάξει τις υπάρχουσες σχέσεις διαμέσου ενός συνειδητού και αυτενεργού συνόλου ανθρώπων, που δημιουργεί κι ελέγχει ένα κίνημα, τόσο πιο αντιπαραγωγικός και αντιφατικός γίνεται ο τερρορισμός εξαιτίας του έμφυτου ελιτισμού και χειραγώγησής του. Οι εθνικιστικές ιδέες, όπως ξέρει καλά η άρχουσα τάξη, επιτρέπουν την παρουσίαση μιας απανθρωποποιημένης αντίληψης του εχθρού, που ανήκει σε κάποια άλλη εθνικότητα (ή θρησκεία), που δικαιολογεί ης ανήθικες πράξεις εναντίον τους και αποκλείει την ιδέα της πραγματικής ενότητας.Στη Ν. Αμερική οι ομάδες βασίζονται τυπικά σε αποκηρύξεις των τυράννων και του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το ρόλο του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, όταν όμως ο εχθρός προσδιορίζεται μονάχα με αυτούς τους όρους και ο στόχος είναι η εθνική απελευθέρωση, οι πραγματικές απελευθερωτικές ιδέες αποκλείονται. Όπως έχουμε κιόλας εξηγήσει, το πιστεύω του αντάρτη είναι ότι η πετυχημένη στρατιωτική επιχείρηση είναι η προπαγάνδα. Γέννημα της αντίδρασης στα αποβλακωτικά κομμουνιστικά κόμματα της Ν. Αμερικής που αντιτίθονταν σε κάθε ενέργεια που θα ξέφευγε Ίσως από τον έλεγχο τους, το αντάρτικο είναι μια φιλοσοφία της δράσης, μία ανορθολογική πίστη στη δράση και στην αγνότητα της βίας που προτείνει μερικές ιδέες και παράγει προγραμματικές δηλώσεις, αφιερωμένες κυρίως στην ανάγκη γιο περισσότερη δράση της ίδιας μορφής. Το χειρότερο είναι ότι το αντάρτικο αναπαράγει την παλιά παγίδα ενός λαού παθητικού, για λογαριασμό του οποίου πολεμάει, η αντάρτικη ομάδα. Ενώ οι συμπαθούσες μάζες παρακολουθούν αυτό το δράμα να εκτυλίσσεται, ο καιρός κυλάει και μαζί του χάνεται η μοναδική τους ευκαιρία νʼ αναπτύξουν τη δική τους απόκριση στην κοινωνική κρίση.Όταν το δράμα γίνει τραγωδία και οι αντάρτες κείτονται νεκροί πάνω στη σκηνή, το κοινό των μαζών βρίσκεται περικυκλωμένο από συρματοπλέγματα, και, ενώ ίσως τώρα νιώθει την παρόρμηση να καταλάβει το ίδιο στη σκηνή, ανακαλύπτει ότι μια σειρά τανκς το εμποδίζουν και διαλύεται αδύναμα για να παραμείνει παθητικό και πάλι. Εκείνοι που συνεχίζουν νʼ αντιδρούν και καλούν το κοινό να ορμήσει στη σκηνή σύρονται έξω, αγωνιζόμενοι, και οδηγούνται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το αντάρτικο ανήκει στην παράδοση της αβανγκαρντίστικης επαναστατικής στρατηγικής. Ενώ γενικά, οδηγεί απλώς στην καταστολή, σε περίπτωση που η στρατηγική αυτή ήταν επιτυχής, το μόνο που θα μπορούσε να δημιουργήσει είναι ένα εξουσιαστικό αριστερό καθεστώς. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο λαός δεν έσπευσε να οικοδομήσει από μόνος του ένα δημοκρατικό κίνημα.Η Κινέζικη και η Κουβανέζικη επιτυχία (και οι αγώνες στην Ινδοκίνα και την Αφρική), στην εποχή τους ήταν τα μεγάλα πρότυπα που εμπνέανε μια ποικιλία από αντάρτες της πόλης και της υπαίθρου και τρομοκράτες. Προσβλέποντας όμως σʼ αυτά τα παραδείγματα οι μιμητές τους έκαναν μια σε μικρό μόνο βαθμό ρεαλιστική προσαρμογή στις γενικές συνθήκες των χωρών τους. Ιδιαίτερα, δεν αναλύσανε καθόλου την σχέση ανάμεσα στις μορφές κυβέρνησης που εγκαθιδρύθηκαν απʼ αυτούς τους αγώνες, και στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. Φυσικά, για την πλειονότητα αυτών των ομάδων οι εξουσιαστικές κυβερνήσεις που εγκαθιδρύθηκαν στην Κίνα και την Κούβα ήταν αξιοθαύμαστες.Αλλά για τους ελευθεριακούς και τους αναρχικούς δεν ισχύει αυτό. Εκείνες οι ένοπλες ομάδες στην Ισπανία και αλλού που αυτοαποκαλούνται αναρχικές ή ελευθεριακές άντλησαν μεγάλο μέρος από τις ιδιαίτερες δικαιολογίες τους από την Ισπανική επανάσταση και τον πόλεμο καθώς επίσης από τον ανταρτοπόλεμο στις πόλεις που συνεχίστηκε εκεί ακόμη και μετά το τέλος του Βʼ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία είναι υποδειγματικός σʼ ότι αφορά το δικό μας επιχείρημα, γιατί το σύνθημα «πρώτα να κερδίσουμε τον πόλεμο», χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην πολιτική, για να ανακόψει την επανάσταση και ύστερο να την παλινδρομήσει, κάτω από κυριαρχούμενες από τον Σταλινισμό αλλά πρόθυμες δημοκρατικές κυβερνήσεις.Στην πραγματικότητα ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητα του λαού που αντιμετώπισε αρχικά με επιτυχία το Φρανκικό πραξικόπημα του 1936 βασιζόταν στο γεγονός ότι, ταυτόχρονα ο λαός καταλάμβανε τα εργοστάσια και τα χωράφια, θέτοντας τα κάτω από συλλογικό έλεγχο και συντονίζοντας διαμέσου της συνεργασίας. Η πολεμική ήττα ακολούθησε αναγκαστικά, την ήττα της επανάστασης. Επιπλέον, ο λαϊκός στρατός διοργανώθηκε σε ένα συνηθισμένο στρατιωτικό σώμα και ο αρχικός εξισωτισμός συνθλίφτηκε κάτω από την τυπική μιλιταριστική πειθαρχία και ιεραρχία. Οι μεταπολεμικοί ελευθεριακοί αντάρτες είχαν την συνείδηση αυτού, άλλο δεν έκαναν μια επαρκή ανάλυση της εμπειρίας τους. Δεν αντιλήφθηκαν την απόλυτη προτεραιότητα της πολιτικής απέναντι στον ένοπλο αγώνα. Δεν αντιλήφτηκαν την αβανγκαρντίστικη φύση των ένοπλων ομάδων που παίρνουν την πρωτοβουλία. Δεν αντιλήφτηκαν ότι οποιαδήποτε ένοπλη δραστηριότητα είναι ανάγκη να οργανώνεται από ένα ήδη υπάρχον δημοκρατικό κίνημα και να παραμένει κάτω από τον έλεγχο του.Ένα ελευθεριακό κίνημα στην Ισπανία, το Ιβηρικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (MIL) ιδρύθηκε με βάση τη θεωρία του αντάρτικου αν και ήταν αναμεμειγμένο και στην πολιτική δραστηριότητα. Πραγματοποίησε κάμποσες ληστείες τραπεζών και κατά τη διάρκεια συλλήψεων σκοτώθηκε ένας αστυνομικός. Σαν αποτέλεσμα, ένα μέλος του MIL πέθανε στη γκαρρόττα το 1974. Ο λόγος που αναφέρεται εδώ το MIL είναι ότι η οργάνωση διαλύθηκε μετά από μια γενική ήττα από την αστυνομία αλλά κι εξαιτίας του ότι αντιλήφτηκαν ότι η στρατηγική τους ήταν λαθεμένη. «Είναι τώρα άχρηστο να μιλάμε γιο πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις και τέτοιες οργανώσεις δεν είναι παρά πολιτικά τεχνάσματα» (Συνέδριο της Διάλυσης). Αποφάσισαν, αντίθετα, να δουλέψουν για νʼ αναπτύξουν τις αναρχοκομμουνιστικές προοπτικές του κοινωνικού κινήματος.Σίγουρα ένα μάθημα για όλους. Μια δημοκρατία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο εάν οικοδομηθεί κι ένα κίνημα πλειοψηφίας. Η αντάρτικη στρατηγική εξαρτάται από την κατάρρευση της θέλησης της άρχουσας τάξης έτσι ώστε να προκληθεί η κοινωνική κρίση, από την οποία θα προκύψει η επανάσταση, είτε η πλειοψηφία την υποστηρίζει, είτε όχι. Όποια θεωρία της στρατηγικής του αντάρτικου κι αν διαβάσει κανείς, είναι φανερό ότι πρόκειται για μια φιλοσοφία της ανυπομονησίας. Ενώ η συντριβή της θέλησης της άρχουσας τάξης είναι βέβαια ένα ζωτικό στοιχείο για κάθε επαναστάτη, αν δεν υπάρχει ένα μαζικό κίνημα με δημοκρατικές δομές για να διευθύνει τη χώρα, τότε θα πάρει την εξουσία κάποια ελίτ.Πάντα όμως ελλοχεύει στο περιθώριο και κάποτε εκφράζεται τολμηρά η ιδέα ότι ο ανταρτοπόλεμος ή ο τερρορισμός σκοπεύουν να προκαλέσουν μια φασιστική αντίδραση που θα ριζοσπαστικοποιούσε το λαό. Είναι πολύ φανερό ότι οι «Provisionals» (ΗΠΑ) ακολούθησαν αυτήν την στρατηγική. Αλλά και ομάδες σαν την RAF και την «2 Ιούνη» ανακάτεψαν αυτή την ιδέα με τον τριτοκοσμισμό τους, ιδιαίτερα καθώς ο Τρίτος Κόσμος καταστάλαζε στις δικτατορίες και στον κρατικό καπιταλισμό, και καθώς η κατάρρευση της Δύσης φαινόταν μια φθίνουσα προοπτική. Για τον κρατικό μηχανισμό, ο Μπόμι Μπάουμαν λέει, «ξέραμε ότι αν τον θίγαμε σε οποιοδήποτε σημείο, θα έδειχνε το φασιστικό του πρόσωπο ξανά». Όσο τρομερές κι αν είναι πολλές όψεις του Δυτικογερμανικού κράτους, δεν είναι φασιστικό.Μια πιο ξεκάθαρη κατανόηση της κατάστασης θα αποκάλυπτε ότι είναι άλλο ένα παράδειγμα του γεγονότος ότι οι δικτατορικές μέθοδοι ήταν ανέκαθεν και θα συνεχίσουν να είναι τμήμα του οπλοστασίου του κοινωνικού ελέγχου σε μια καπιταλιστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τέτοιες μέθοδοι θα χρησιμοποιηθούν χωρίς πολύ δισταγμό σε μια κοινωνική κρίση. Ακόμη πιο σημαντικό είναι η αποκάλυψη ότι αυτοί οι αντάρτες είναι εντελώς ανίκανοι να κατανοήσουν, με μια κοινωνικο-ψυχολογική έννοια, ότι η καταπίεση δια-τηρείται διαμέσου της συναίνεσης και ότι η βία είναι δευτερογενές φαινόμενο. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ομάδες δεν έχουν συνειδητοποιήσει στο ελάχιστο πόσο έχουν μεταβάλλει την αριστερή σκέψη σε μια ολόκληρη σειρά ζητημάτων διάφορα σημαντικά γεγονότα (ή έχουν επιβεβαιώσει στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης που είχαν καταπνιγεί κάτω από την κυριαρχία του μαρξισμού).Λογουχάρη, μια ερμηνεία της Γαλλίας του 1968 ή της Ουγγαρίας του 1956 φαίνεται να τους έχει διαφύγει εντελώς. Το Μάρτη του 1972 οι Τουπαμάρος δήλωναν ότι ήθελαν «να δημιουργήσουν μια αναμφισβήτητη κατάσταση επαναστατικού πολέμου στην Ουρουγουάη, πολώνοντας την πολιτική ανάμεσα στους αντάρτες και το καθεστώς». Υπάρχει ακόμη και κάποια νύξη ότι συζήτησαν την πιθανότητα να πραγματοποιήσουν ενέργειες που στόχευαν στο να προκαλέσουν εισβολή της Βραζιλίας, πιστεύοντας ότι αυτό θα έκανε ολόκληρο τον πληθυσμό να περάσει στη δράση. Η RAF το διατύπωσε μʼ αυτόν τον τρόπο:«Δεν υπολογίζουμε σε μια αυθόρμητη αντιφασιστική κινητοποίηση σαν αποτέλεσμα της τρομοκρατίας και του ίδιου του φασισμού… Και γνωρίζουμε ότι το έργο μας δημιουργεί ακόμη περισσότερες προφάσεις για καταστολή, γιατί είμαστε κομμουνιστές – και το αν οι κομμουνιστές θα οργανωθούν και θα παλέψουν, το αν η τρομοκρατία και η καταστολή θα γεννήσουν μόνο φόβο και παραίτηση, ή αν θα γεννήσουν αντίσταση, ταξικό μίσος και αλληλεγγύη… εξαρτάται από την απάντηση στην καταστολή. Το αν οι κομμουνιστές είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να ανέχονται μια τέτοια μεταχείριση… εξαρτάται από αυτή την απάντηση».Αυτό που αποκαλύπτεται ξεκάθαρο σʼ αυτό το απόσπασμα είναι η απόλυτη αλαζονεία αυτών των ομάδων – «Ασφαλώς προσδοκούμε μια ριζοσπαστική απάντηση στην κρατική καταστολή που εξαπολύσαμε στα κεφάλια σας, αλλά αν αυτό δεν συμβεί, ε, λοιπόν αυτό θα αποδείξει ότι είστε όλοι ηλίθιοι». Αγνοούν τις πραγματικές συνθήκες, όπως όλοι οι αντάρτες, και απαιτούν απ» όλους τους άλλους νʼ αποκτήσουν θαυματουργικά τη δική τους «ανώτερη συνείδηση» τη στιγμή που, όπως δείξαμε ήδη, οι απόψεις τους είναι επιφανειακές και χωρίς αξία, τίποτʼ άλλο από ένα σύνθημα για σφαγή.

Ο λόγος για την ύπαρξη αυτής της κακοφτιαγμένης στρατηγικής πηγάζει από τους περιορισμούς του αντάρτικου των πόλεων. Μια και εξαρτώνται από την ένοπλη δράση για την ύπαρξή τους, όλοι οι αντάρτες μπορούν να αναπτύξουν τον αγώνα τους μόνο κλιμακώνοντας τις ενέργειές τους. Αν δεν το κάνουν θα λησμονηθούν. Ο δυναμισμός είναι το παν. Οι αντάρτες της υπαίθρου όμως, μπορούν να το πετύχουν αυτό εδραιώνοντας και επεκτείνοντας την επικράτεια όπου δρουν – τις απελευθερωμένες ζώνες. Αλλά οι αντάρτες της πόλης δεν μπορούν να ελέγχουν καμιά επικράτεια γιατί το να προσπαθήσεις να κυριεύσεις μια γειτονιά ή ένα κτίριο σημαίνει να έρθεις αντιμέτωπος με ολόκληρη την ένοπλη δύναμη της πόλης. Σε κάθε συμπλοκή, το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων δεν μπορεί να εξακριβωθεί, μια και μπορούν να φτάσουν μέσα σε λίγο λεπτά.

Το αντάρτικο των πόλεων πρέπει να γίνει τρομοκρατία για να αναπτυχθεί. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος κλιμάκωσης του αγώνα. Επιπλέον το αντάρτικο δεν μπορεί να επεκτείνεται απεριόριστα χωρίς να εξασθενίζει. Αυτό σημαίνει προσφυγή στην πόλωση και στην στρατιωτικοποίηση της κοινωνικής στρατηγικής. Αυτή είναι το απόγειο της χειραγώγησης — μια εσκεμμένη απόπειρα να κάνουν το λαό να υποφέρει για τους σκοπούς των ανταρτών που υποθέτουν ότι αυτοί ξέρουν καλύτερα και ότι ο λαός θα ζήσει καλύτερα μακροπρόθεσμα. Φυσικά αυτή η στρατηγική δε γεννάει συνήθως παρά την καταστολή. Οι Τουπαμάρος ήρθαν στην επικαιρότητα το 1968. Το 1967 η δημοκρατική κυβέρνηση είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει την πρώτη μεγάλη μεταπολεμική οικονομική κρίση της Ουρουγουάης πλήττοντας την εργατική τάξη και ψηφίζοντας κατασταλτικούς νόμους. «Έτσι οι Τουπαμάρος εμφανίστηκαν στις σωστές κοινωνικές συνθήκες.

Εξάλλου, προετοιμάζονταν καθʼ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ʽ60. Ήταν πάντα αποτελεσματικοί και καλά οργανωμένοι. Είχαν δεσμούς με τα συνδικάτα και άλλα νόμιμα κινήματα που δεν διατηρούνταν απλώς αλλά και αναπτύσσονταν. Είχαν πάθος, φαντασία και ανθρωπιά. Αλλά το 1971, τη χρονιά των εκλογών, η φτώχεια της στρατηγικής τους γινόταν εμφανής κι επιπλέον στέρεψε κι η αποφασιστικότητα τους. Πώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν ένα ακόμη βήμα χωρίς να χάσουν την υποστήριξη που είχαν; Εξαρτούνταν από μια εφήμερη υποστήριξη του λαού που είχε εντυπωσιαστεί από το – φαινομενικά – αήττητό τους και από την συγκρατημένη χρήση της βίας. Ήταν όμως αναπόφευκτο να αποδειχθούν τρωτοί, να χυθεί πολύ αίμα.

Στη συνέχεια, θα αποκαλυπτόταν ότι ούτε μαζική βάση είχαν. Μετά τις εκλογές ο στρατός ξαμολύθηκε και, σύντομα, μέχρι και 40 Τουπαμάρος δικάζονταν κάθε μέρα. Ηττήθηκαν προτού καταλάβει την εξουσία η στρατιωτική χούντα το 1973. Επειδή ακριβώς ήταν τόσο καλοί μέσα στα όρια της στρατηγικής του αντάρτη των πόλεων, αποδεικνύουν τη βασικά ατελή φύση της θεωρίας αυτής. Ήταν ολοφάνερο ότι η άρχουσα τάξη της Ουρουγουάης επρόκειτο να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση προσφεύγοντας στη δικτατορία. Αν όμως η ενέργεια που δαπανήθηκε από τους Τουπαμάρος είχε πάει στην εξάπλωση ιδεών που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να οργανωθούν, η αντίσταση θα ήταν μεγαλύτερη και πιο βαθιά και, επομένως, θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.

ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΩΝ ΟΚΤΑΣΤΗΛΩΝ

Άλλο ένα συστατικό της ανοησίας του αντάρτικου είναι το ότι στηρίζεται στα μέσα ενημέρωσης για την διοχέτευση της προπαγάνδας του(2). Σύμφωνα με τον Μπάουμαν: «Η RAF έλεγε ότι η επανάσταση δεν θα οικοδομούνταν διαμέσου της πολιτικής δουλειάς, αλλά διαμέσου των οκτάστηλων, διαμέσου παρουσιάσεων στον Τύπο, που θα ανακοινώνει ξανά και ξανά: «Να οι αντάρτες που πολεμούν στη Γερμανία». Αυτή η υπερεκτίμηση του τύπου, εκεί είναι που την πατάει τελείως η RAF. Όχι μόνο πρέπει να μιμηθούν τον μηχανισμό εντελώς, και να πέσουν στην παγίδα του να μπλέξουν πολιτικά με την αστυνομία, αλλά και η μοναδική τους δικαιολόγηση βγαίνει μέσα από τα μέσα ενημέρωσης. Εδραιώνονται μόνο μʼ αυτά τα μέσα. Σʼ αυτό το σημείο τα πράγματα απλώς κυλάνε, δεν βασίζονται πια σε τίποτε, ούτε καν στους ανθρώπους με τους οποίους έχουν ακόμη κάποια επαφή». (σ. 100)

Αυτό είναι ιδιαίτερα παράλογο δοσμένου του ρόλου των πιο δημοφιλών ειδησεογραφικών πηγών σʼ ότι αφορά την τόνωση και στη διατήρηση των πιο άλογων στοιχείων στην αντίδραση του κοινού απέναντι σε πράξεις πολιτικής βίας. Σκόπιμα (οι πηγές αυτές) προσπαθούν να συσκοτίσουν τα πολιτικά ζητήματα διαμέσου της παράλειψης και της μίζας. Πάρτε σαν παράδειγμα τη Μέση Ανατολή.

Πόσοι θυμούνται τους 106 επιβάτες και μέλη του πληρώματος ενός πολιτικού αεροπλάνου που καταρρίφθηκε από ένα Ισραηλινό αεριωθούμενο πάνω από το Σινά; Πόσοι γνωρίζουν ότι Ισραηλινές βόμβες σκότωσαν 46 παιδιά σʼ ένα χωριό στο Δέλτα του Νείλου; Πόσοι γνωρίζουν ότι το Ισραήλ σκότωσε 1500 άτομα κι έκαψε με βόμβες ναπάλμ άλλα 3000 σε Παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων και χωριά, από το 1969 ως το 1972;

Το Νοέμβρη του 1977 επιθέσεις Παλαιστινίων ανταρτών με ρουκέτες μέσα στο Ισραήλ σκότωσαν 3 ανθρώπους. Σαν απάντηση, τα Ισραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν 9 χωριά και 3 στρατόπεδα προσφύγων τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, φιλοξενούσαν αντάρτες. Πιστεύεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 100 πολίτες. Ένας δημοσιογράφος της «Γκάρντιαν» (20-11-77) επισκέφτηκε ένα χωριό κι ένα στρατόπεδο και βρήκε ότι δεν ήταν προκεχωρημένα φυλάκια ανταρτών. Οι Ισραηλινοί χρησιμοποίησαν επίσης βόμβες βραδείας δράσης με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια των προσπαθειών ανεύρεσης επιζώντων. Ωστόσο, οι τρομοκρατικές ενέργειες των Παλαιστινίων είναι αυτές που αποκηρύσσουν οι άνθρωποι επειδή ήταν και οι ενέργειες που δημοσιεύτηκαν εκτεταμένα.

Πολύ σύντομα, η δολοφονία πολιτών από τους Ισραηλινούς κατά την εισβολή τους στο Λίβανο θα λησμονηθεί. Αλλά μπορείτε να στοιχηματίσετε ότι οι δολοφονίες πολιτών από τις τρομοκρατικές ομάδες του ΡΙ-0 δε θα ξεχαστούν. Στην πραγματικότητα η υποκρισία και ο κυνισμός του Ισραηλινού σχεδίου βασίζεται σʼ αυτήν την αμνησία.

Τα μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να συσκοτίσουν παραπέρα την πολιτική, μεταχειριζόμενοι τα γεγονότα ως θεάματα. Αυτό ταιριάζει με την απολιτική φύση της αντάρτικης στρατηγικής όπου ο αγώνας τους υποτίθεται ότι πρέπει να πάρει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στα μέσα ενημέρωσης για να προκαλέσει την αντίδραση της άρχουσας τάξης.

Το πραγματικό αποτέλεσμα στο λαό, πάντως, είναι η επιβεβαίωση της άποψης ότι η πολιτική είναι μία σφαίρα απομακρυσμένη την οποία πρέπει να ατενίζει παθητικά — συνήθως ως ανιαρή ρουτίνα αλλά μερικές φορές και ως θέαμα. Ακόμη και αν οι άνθρωποι «υποστηρίζουν» τους αντάρτες, αυτό δεν έχει σχεδόν κανένα πραγματικό νόημα απʼ την άποψη της δικής τους συμμετοχής στην πολιτική. Αντίθετα, το σύνηθες αποτέλεσμα αυτής της δράσης είναι να προσφέρει στους κυβερνώντες μια οργανωμένη βάση φαύλων κύκλων έτσι ώστε αυτοί να τις εκμεταλλεύονται προς όφελος τους.

Η υποκρισία των μέσων ενημέρωσης αποδείχνεται από την τάση τους να υπερτονίζουν τη σημασία της πολιτικής βίας σε σύγκριση με την αποτυχία τους να προκαλέσουν κάποιο σάλο σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα και τις βιομηχανικές ασθένειες. Τα τροχαία δυστυχήματα αναλύονται, ακόμη και δραματοποιούνται αλλά με κάποια πρωτόγονη μοιρολατρία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα σοβαρό κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν απʼ αυτές τις αιτίες, πολλοί περισσότεροι σακατεύονται. Ποιος νοιάζεται;

Η ύπαρξη της χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης δεν θα έπρεπε, πάντως, ναʼ συσκοτίζει την πραγματική της βάση.

Οι αριστεροί έχουν την τάση να απορρίπτουν το εγκλήματα των ανθρώπων ως «αντιδραστικό». Αλλά η δολοφονία μαθητών, η τοποθέτηση βομβών στους σταθμούς του υπογείου ή ο πολυβολισμός ανθρώπων σʼ ένα αεροδρόμιο δεν μπορεί ποτέ να απορριφτεί ανεξάρτητα από το πλαίσιο του. Η αντίδραση των ανθρώπων είναι γενικά αυθεντικό έγκλημα. Αυτό καναλιζάρεται σε μια υστερία για το νόμο και την τάξη, η οποία επιτρέπει στο νόμο να ψηφιστεί και στην αριστερά να συντριβεί. Αλλά είναι τυπικό χαρακτηριστικό του ελιτισμού πολλών παθητικών αριστερών, στερούμενων αρχών, οι οποίοι συκοφαντικά αφοσιώνονται σε οποιαδήποτε ενεργή υπόθεση κάπου αλλού, που εκτελείται από κάποιον άλλο, για να εκφράσουν την περιφρόνηση τους στις αντιδράσεις των ανθρώπων στα πραγματικά εγκλήματα.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ

Αναμφισβήτητα υπάρχουν πολλές αποδείξεις για την ύπαρξη μιας τάσης εξύμνησης του θανάτου και της βίας από τους τρομοκράτες και τους αντάρτες. Ο Τζεμπρίλ(3), ένας από τους ηγέτες του Παλαιστινιακού αντάρτικου μετώπου, στέλνει τους στρατιώτες του στο Ισραήλ με τη διαταγή να μην επιστρέψουν (δηλ., να πεθάνουν) και λέγεται ότι έχει πει «Αγαπάμε τον θάνατο όσο και τη ζωή και καμιά δύναμη πάνω στη γη δεν μπορεί να μας εμποδίσει να αποκαταστήσουμε την Παλαιστίνη…», βάζοντας τον εαυτό του στην ίδια κατηγορία με τους Ισπανούς Φαλαγγίτες (Φασίστες) που φώναζαν «ζήτω ο θάνατος!» Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η τάση αγάπης του θανάτου είναι εμφανής σε διάφορους τρομοκράτες. Ο ηγέτης των Γουέδερμεν, Ντορν παραδόθηκε σʼ ένα δημόσιο και οπωσδήποτε χαιρέκακο παραλήρημα υποστήριξης των φόνων της συμμορίας του Τσαρλς Μάνσον. Υπάρχει εδώ ένα στοιχείο του «φασισμού της αντι-κουλτούρας» που έβλεπε τις ΗΠΑ διαιρεμένες ανάμεσα στην «Αμερική των μπάτσων ενάντια στο έθνος του γούντστοκ». Ένα τμήμα της αντι-κουλτούρας δημιούργησε μια λατρεία του Μάνσον.

Ο Μπάουμαν αναφέρει ότι, εκείνη την εποχή, δεν θεωρούσαν τον Μάνσον και «τόσο κακό». Στην πραγματικότητα, τον θεωρούσαν «αρκετά αστείο».

Ωστόσο, αυτό που θα έπρεπε να αποφύγουμε, είναι μια τάση να εξηγήσουμε τον τερρορισμό στη βάση της δήθεν παράνοιας των δραστών, διότι οι ενέργειες εμφανίζονται σε ιδιαίτερες συνθήκες καταπίεσης και προκλήσεων – εμφανές παράδειγμα η επιδεινωμένη καταπίεση ολόκληρων εθνοτήτων.

Στη Δυτική Γερμανία υπήρχαν ιδιαίτερα γεγονότα όπως η εξαιρετικά ωμή συμπεριφορά της αστυνομίας που προκάλεσε το θάνατο ενός διαδηλωτή, η απόπειρα δολοφονίας ενός ηγέτη των φοιτητών (Σ.τ.Μ. – του Ρούντυ Ντούτσκε), ο κιτρινισμός του μεγάλου συγκροτήματος Σπρίνγκερ (πολύ χειρότερο από του Πάκερ ή του Μέρντοχ), η θεσμοποίηση οπό τον σοσιαλδημοκράτη Μπραντ του «μπερούφσφερμπότ» το 1972 (απαγόρευση εργασίας σʼ όλους τους αριστερούς, προοδευτικούς κλπ. που δεν είναι «πιστοί στο σύνταγμα», νόμος που τελικά σε μερικά κρατίδια εφαρμόστηκε κι ενάντια στους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες), η γενική προσπάθεια να συντριβούν όλα τα εξωκοινοβουλευτικά ή μη συνδικαλιστικά κινήματα, που στα πλαίσια της οποίας η απαγόρευση εργασίας είναι μονάχα το πιο γνωστό μέρος. Όλα αυτά τα πράγματα πρόσφεραν το υπόβαθρο της πολιτικής βίας.

Συνεχώς ζωντάνευε ολόκληρη η ναζιστική εμπειρία εξαιτίας του γεγονότος ότι πρώην Ναζί, εγκληματίες πολέμου και Ναζί που ήταν ακόμη ενεργοί στη δεξιά παράταξη, κατείχαν όλοι θέσεις στη δικαιοσύνη, την γραφειοκρατία, τις επιχειρήσεις κλπ. (μια πολιτική σκοπιμότητας των συμμάχων που ήθελαν να γεμίσουν το πολιτικό κενό του μεταπολεμικού κόσμου με σίγουρους νομιμόφρονες). Μια που το ίδιο συνέβη και στην Ιταλία, Ίσως να μην είναι τυχαίο το ότι αυτές οι δυο χώρες είναι οι πιο σημαντικές περιοχές για την τρομοκρατία στην Ευρώπη.

Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούν δικαιολογία του τερρορισμού, αλλά θεωρήσεις τέτοιου είδους είναι μέρη μιας συνολικής ερμηνείας. Η συγκέντρωση της προσοχής στην υποτιθέμενη παράνοια των ανταρτών ή των τρομοκρατών είναι μια απόπειρα δικαιολόγησης της δολοφονικής στάσης απέναντι τους και καθιέρωσης της γενικής καταστολής.

Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους εμπλέκονται στην τρομοκρατία απλά και μόνο εξαιτίας των περιστάσεων και των σχέσεών τους, όπως δείχνει το βιβλίο του Μπάουμαν. Αναμειγνύονται σʼ ένα περιβάλλον αυτοεξύμνησης και απομόνωσης από τον κόσμο. Ακόμη και οι σχέσεις τους με τους υποστηρικτές τους είναι μάλλον μονόπλευρες παρά διευρυμένες. Αυτή η εξωπραγματική κατάσταση δημιουργεί τέτοια χαρακτηριστικά τρέλας ώστε μια σειρά κλιμακούμενων ενεργειών να θεωρείται δικαιολογημένη και λογική. Όμως, κάθε απόπειρα των μέσων ενημέρωσης, της αστυνομίας και των πολιτικών να δημιουργήσουν μια καρικατούρα δαιμονικών και αιμοδιψών τεράτων θα γίνεται με σκοπό να δικαιολογηθεί η δική τους βαρβαρότητα και διαφθορά. (Βλέπε και το βιβλίο του Χάινριχ Μπελλ «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»),

Ο Έριχ Φρομμ έχει γράψει: «Είμαστε μάρτυρες του φαινομένου οι γιοι και οι κόρες των εύπορων οικογενειών στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, να θεωρούν τη ζωή τους μέσα στο πλούσιο οικογενειακό περιβάλλον βαρετή και δίχως νόημα. Αλλά περισσότερο απʼ αυτό, βρίσκουν την αναισθησία του κόσμου απέναντι στους φτωχούς και τη ροπή προς τον πυρηνικό πόλεμο για χάρη του ατομικού εγωτισμού, ανυπόφορη. Γιʼ αυτό απομακρύνονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον, αναζητώντας ένα νέο τρόπο ζωής — και παραμένουν ανικανοποίητοι γιατί καμιά εποικοδομητική προσπάθεια δεν φαίνεται να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας. Πολλοί ανάμεσα τους ήταν αρχικά οι πιο ιδεαλιστές κι οι πιο ευαίσθητοι της νέας γενιάς» αλλά σʼ αυτό το σημείο, χωρίς παράδοση, ωριμότητα, πείρα και πολιτική σωφροσύνη, γίνονται απελπισμένοι, υπερεκτιμούν ναρκισσιστικά τις ικανότητες και τις δυνατότητές τους, και προσπαθούν να πετύχουν το αδύνατο με τη χρήση της βίας. Σχηματίζουν λεγόμενες επαναστατικές ομάδες και περιμένουν να σώσουν τον κόσμο με πράξεις τρόμου και καταστροφής, μη βλέποντας ότι δεν κάνουν άλλο απʼ το να συνεισφέρουν στη γενική τάση προς τη βία και την απανθρωπιά. Έχουν χάσει την ικανότητα να αγαπούν και την έχουν αντικαταστήσει με την επιθυμία να θυσιάσουν τη ζωή τους. (Η αυτοθυσία είναι συχνά η λύση για άτομα που επιθυμούν διακαώς να αγαπήσουν, αλλά που όμως έχουν χάσει την ικανότητα να αγαπούν και βλέπουν στη θυσία της ζωής τους μια εμπειρία αγάπης ύψιστου βαθμού). Αλλά αυτοί οι αυτοθυσιαζόμενοι είναι πολύ διαφορετικοί από τους μάρτυρες της αγάπης που θέλουν να ζήσουν γιατί αγαπούν τη ζωή και που δέχονται το θάνατο μόνο όταν αναγκάζονται να πεθάνουν για να μην προδώσουν τον εαυτό τους. Οι αυτοθυσιαζόμενοι νέοι του καιρού μας είναι οι κατηγορούμενοι, αλλά είναι και οι κατήγοροι, με το να δείχνουν ότι στο κοινωνικό μας σύστημα μερικοί από τους καλύτερους νέους γίνονται τόσο απομονωμένοι και απελπισμένοι που τίποτε εκτός από την καταστροφή και το φανατισμό δεν απομένει σαν διέξοδος της απόγνωσής τους.»

Ο Μπάουμαν δείχνει ότι έμαθε αυτό το μάθημα διαμέσου της σκληρής εμπειρίας (αν και ακόμη του διαφεύγει ότι υπάρχει μια παράδοση ανθρώπινων αξιών που επιβίωσε ακόμη και της «μηχανής» και ότι αυτή η παράδοση αποδεικνύει την ύπαρξή της, για παράδειγμα, σε πολλά επεισόδια μαζικής επαναστατικής δραστηριότητας, όπως η Ισπανική επανάσταση του 1936, η Ουγγρική επανάσταση (1936) και η Γαλλική επανάσταση του 1968).

«Το να παίρνεις την απόφαση να γίνεις τρομοκράτης είναι κάτι ήδη ψυχολογικά προγραμματισμένο. Σήμερα, μπορώ να το καταλάβω αυτό, για τον εαυτό μου – δεν ήταν παρά ο φόβος της αγάπης, που οδηγεί κάποιον στην απόλυτη βία. Αν είχα ελέγξει την διάσταση της αγάπης για μένα εκ των προτέρων, δεν θα το είχα κάνει αυτό…

Μέχρι τώρα, είχε υποτεθεί ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην επαναστατική «πράξη» και στην αγάπη. Δεν το καταλαβαίνω αυτό, α-κόμη και σήμερα δεν το καταλαβαίνω. Διαφορετικά, ίσως και να ʽχα συνεχίσει. Αλλά το είδα κάπως έτσι: παίρνεις την απόφασή σου και σταματάς, πετάς μακριά το όπλο σου και λες: Εντάξει — τέρμα. Για μένα, ήταν πάντα ένα ζήτημα δημιουργίας ανθρώπινων αξιών που δεν υπήρχαν στον καπιταλισμό, σʼ όλη την Ευρώπη. σʼ όλη την Δυτική κουλτούρα —είχαν σαρωθεί από τη μηχανή. Να ποιο είναι το ζήτημα: να τις ανακαλύψουμε εκ νέου, να τις ξετυλίξου-με εκ νέου, και να τις δημιουργήσουμε εκ νέου. Ακόμη, μʼ αυτόν τον τρόπο, κρατάς τη δάδα ξανά, γίνεσαι ο γεννήτορας μιας νέας κοινωνίας — αν αυτό είναι δυνατόν. Και καλύτερα να κάνεις αυτό παρά να ρίχνεις βόμβες, δημιουργώντας τελικά τις ίδιες άκαμπτες φιγούρες μίσους. Ο Στάλιν ήταν, στην πραγματικότητα ένας τύπος σαν και μας: έτσι τα κατάφερε, ένας από τους λίγους που τα κατάφεραν. Αλλά μετά παράγινε. (Ο Μπάουμαν αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Στάλιν ήταν ληστής τραπεζών κλπ. για τους μπολσεβίκους πριν από την επανάσταση).

Μπορείτε να δείτε πόσο άσχημα ήταν όλα αυτά στην περίπτωση του Σμούκερ — τον σκότωσαν (Ο Ούλριχ Σμούκερ ήταν πρώην μέλος του Κινήματος 2 Ιούνη που δολοφονήθηκε το 1974 επειδή κατέδωσε την ομάδα). Ήταν απλά ένας ακίνδυνος φοιτητάκος. Τον εξώθησαν σε μια από εκείνες τις καταστάσεις, χωρίς νʼ αναρωτηθούν αν ήταν πραγματικά σε θέση να την χειριστεί. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε να «χει πει και πολλά, κι όμως τον καθάρισαν. Αυτό είναι πραγματική καταστροφή απλώς δεν μπορείς να το δεις με άλλον τρόπο. Ο φόνος του Σμούκερ θυμίζει πολύ τον Τσαρλς Μάνσον. Είναι στʼ αλήθεια μια δολοφονία, πρέπει να το καταλάβετε αυτό». (σελ. 105, 106).

Η ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΕΜΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ίδια η ουσία της ελευθεριακής επαναστατικής στρατηγικής είναι η ιδέα ότι υπάρχει ένας αδιάσπαστος δεσμός ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιούνται και στους σκοπούς που προτείνονται. Ενώ ίσως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους βρώμικους εξουσιαστικούς σκοπούς των εθνικιστών και των μαρξιστών-λενινιστών και στα βρώμικα τρομοκρατικά μέσα, είναι αναντίρρητα ξεκάθαρο ότι οι ελευθεριακοί σκοποί πρέπει να αποκλείουν τα τρομοκρατικά μέσα. Βέβαια, η πλειοψηφία των μαρξιστο-λενινιστικών ομάδων αντιτίθενται στον τερρορισμό, αν και, όπως λέει ο Λένιν στο βιβλίο του «Αριστερισμός – Η παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού», «φυσικά απορρίπτουμε την ατομική τρομοκρατία μόνο για λόγους σκοπιμότητας». Οι Λενινιστές είναι οι κατεξοχήν υποστηρικτές της πρωτοπορίας. Είναι, ακόμη, υποστηρικτές της τρομοκρατίας του κράτους – στο μέτρο που αυτοί το ελέγχουν.

Οι ελευθεριακοί εξετάζουν την ιστορία και τις άρχουσες τάξεις του κόσμου και συμπεραίνουν ότι ένα ελευθεριακό κίνημα θα αντιμετωπίσει την κρατική βία και σε απάντηση, η ένοπλη πάλη θα είναι απαραίτητη. Είναι αρκετά φανερό ότι η πολιτική δραστηριότητα δεν θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, ούτε καν να αρχίσει χωρίς να πάρουν αμέσως τα όπλα. Ακόμη, κάτω οπό ορισμένες συνθήκες, όπως σε αγροτικές κοινωνίες, θα ήταν απαραίτητο να δημιουργηθούν ένοπλες βάσεις στην ύπαιθρο. Αλλά ο στόχος τους δεν θα ήταν να διενεργήσουν «παραδειγματικές» συγκρούσεις με το στρατό, αλλά να προστατεύσουν την πολιτική υποδομή ώστε να είναι σε θέση να συνεχίσει την διάδοση των ιδεών. Αυτό ίσως να συνεπάγεται κάποιες αντάρτικες τακτικές αλλά δεν μπορεί να σημαίνει τη στρατηγική του αντάρτικου. Ούτε μπορεί να σημαίνει τη δημιουργία μιας ξεχωριστείς, ιεραρχικής, στρατιωτικής οργάνωσης, που είναι όχι μόνο αντι-ελευθεριακή αλλά και ευάλωτη και αναποτελεσματική. Οι Τουπαμάρος, όντας μαρξιστές-λενινιστές, ήταν ιεραρχικά οργανωμένοι. Ένας από τους παράγοντες της ήττας τους, ήταν η προδοσία του Αμόδιο Πέρες, ενός «ηγετικού συνδέσμου» της οργάνωσης, δηλ. ενός δευτέρας βαθμίδας θεσμοποιημένου ηγέτη που ήξερε τόσο ώστε μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει την αστυνομία σε μεγάλους τομείς.

Στο βιβλίο του, ο Μπάουμαν κάνει αρκετά σαφές ότι η σύλληψη μελών ομάδων ήταν συχνά αποτέλεσμα προδοσίας από μέρους συμπαθούντων. Αυτό δεν ήταν καν αποτέλεσμα ιεραρχικής δόμησης, μια και τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε στην ομάδα που ανήκε. Αν και η αστυνομία χρησιμοποίησε πραγματικά βασανιστήρια σε μερικούς συμπαθούντες, ούτε αυτός ήταν ο κύριος λόγος. Προέρχεται μάλλον από τη ζωή στην παρανομία.

«Τρεις παράνομοι μένουν σʼ ένα διαμέρισμα και δυο-τρεις νόμιμοι τους φροντίζουν, (σελ. 56). Έχεις επαφή με τους άλλους ανθρώπους μόνο ως αντικείμενα, όταν συναντάς κάποιον το μόνο που μπορείς να πεις είναι, άκου φίλε, πρέπει να μου φέρεις εκείνο ή το άλλο, να μου νοικιάσεις ένα μέρος γιο να μείνω εκεί ή αλλού και σε τρεις μέρες θα συναντηθούμε σʼ αυτή τη γωνία. Αν έχει κάποιες διαφωνίες λες πως αυτό δεν σʼ ενδιαφέρει καθόλου. Ή συμμετέχεις ή αραιώνεις ήσυχα κι ωραία. Στο τέλος όλα αυτά σε κυριεύουν – γίνεσαι όμοιος με το μηχανισμό που πολεμάς.» (σελ. 99).

Ακόμη: «Επειδή είσαι παράνομος, δεν μπορείς να διατηρήσεις επαφή με τους ανθρώπους της βάσης. Δεν μπορείς πια να πάρεις μέρος άμεσα σε καμιά παραπέρα εξέλιξη του όλου σκηνικού. Δεν συμμετέχεις στη ζωντανή διαδικασία που συνεχίζεται. Ξαφνικά είσαι μια περιθωριακή φιγούρα γιατί δεν μπορείς να εμφανιστείς πουθενά.» (σελ. 98).

Είναι φανερό ότι αυτές οι όψεις μιας τέτοιας ζωής είναι αντιπαραγωγικές για τους ελευθεριακούς. Τότε θα φαινόταν εξ ολοκλήρου ότι τέτοιες οργανώσεις δεν θα μπορούσαν να έχουν παρά μόνο μια λειτουργία επιβίωσης για ορισμένους ανθρώπους που απειλούνται με φόνο ή με βασανιστήρια από το κράτος. Από μια άποψη οι Τουπαμάρος μπόρεσαν να σταματήσουν τα συστηματικά βασανιστήρια απειλώντας τους βασανιστές, αλλά όταν το κράτος προχώρησε στην επίθεση, τα βασανιστήρια ξανάρχισαν. Η ένοπλη δραστηριότητα ίσως να είναι δικαιολογημένη όταν εμποδίζει τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, αλλά τα αντιπολιτικά χαρακτηριστικά της θα έπρεπε να ζυγιστούν προσεκτικά.

Η ένοπλη πάλη σημαίνει το θάνατο ανθρώπων και δεν μπορούμε να αποφύγουμε το γεγονός ότι η βία απειλεί τον ανθρωπισμό. Αλλά οι ελευθεριακοί θα διατηρούσαν τον ανθρωπισμό τους μονάχα διασφαλίζοντας ότι ο ένοπλος αγώνας θα ήταν απλά και μόνο προέκταση ενός πολιτικού κινήματος που η κύρια δραστηριότητά του θα ήταν να διαδώσει, ιδέες και να οικοδομήσει μιαν εναλλακτική οργάνωση. Οι δυνάμεις καταστολής (αστυνομία, στρατός) και οι ίδιοι οι κυβερνώντες δεν θα αποκλείονταν από τέτοιες προσπάθειες. Αντίθετα θα έπρεπε να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να διχαστούν πολιτικά ώστε να ελαχιστοποιηθεί η αναγκαιότητα της προσφυγής στη βία. Σʼ αυτή την κατάσταση όλοι θα είχαν δυνατότητα επιλογής. Οι ελευθεριακοί καλλιεργούν στους ανθρώπους την ελπίδα ότι μπορούν να αλλάξουν. Αναπτύσσουμε στους ανθρώπους την πεποίθηση μας ότι μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία θα είναι περισσότερο ικανοποιητική για όλους τους ανθρώπους. Αυτό περιλαμβάνει και τους κυβερνήτες μας, αν και αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς που έχουν δημιουργηθεί από τους χαρακτήρες που ανέπτυξαν οι άνθρωποι στη ζωή τους, ειδικά εκείνοι που είναι προσαρμοσμένοι στην άσκηση της εξουσίας.

Οι μικρές ομάδες που λειτουργούν έξω οπό τον έλεγχο του μαζικού κινήματος και συχνά εξαιτίας της απουσίας οποιαδήποτε μαζικής αντίστασης, που παίρνουν από μόνοι τους αποφάσεις περί απονομής της «ταξικής δικαιοσύνης» στο όνομα ομάδων που δεν αντιπροσωπεύονται αλλά των οποίων τα συμφέροντα επηρεάζονται από τη δράση που στηρίζεται σʼ αυτές τις αποφάσεις, δεν είναι παρά επικίνδυνες. Ο ΣΑΣ σκότωσε έναν επιθεωρητή σχολείου αφού μια κοινοτική συσπείρωση απέτυχε να εμποδίσει την εφαρμογή δρακόντειων πειθαρχικών μέτρων στα σχολεία. Αυτή η αποτυχία αντανακλούσε το πολιτικό επίπεδο της κοινότητας και ήταν ακριβώς το αντίθετο μιας πρόσκλησης στον ΣΑΣ να σκοτώσει ένα απλό πιόνι του Υπουργείου Παιδείας.

«Ο ΣΑΣ δεν αναγνωρίζει καμιά εξουσία παρά μόνο τη δική του θέληση που ταυτίζεται με τη θέληση του λαού με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που πολλοί ψυχοπαθείς δολοφόνοι ισχυρίζονται ότι κατευθύνονται από το θεό. Σκότωσε ένα ανυπεράσπιστο άτομο του οποίου η ενοχή όχι μόνο δεν αποδείχτηκε αλλά βρίσκεται κυρίως στη φαντασία των εκτελεστών του».

Αυτά τα σχόλια του περιοδικού «Ράμπαρτς», ισχύουν και για πολλά παρόμοια συμβάντα.

Αν σʼ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί τουλάχιστον να εκληφθεί η ενοχή ως δικαιολόγηση, τι μπορεί να ειπωθεί για εκείνες τις ενέργειες ενάντια στο κοινό εν γένει (αδιάκριτες βομβιστικές ενέργειες, σύλληψη ομήρων, αεροπειρατείες κλπ.); Συνήθως οι τρομοκράτες θα προσπαθήσουν να δικαιολογηθούν στη βάση του είδους της στρατηγικής που περιγράφτηκε παραπάνω. Τα προσδοκώμενα τελικά αποτελέσματα αυτών των στρατηγικών υποτίθεται ότι δικαιολογούν τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Αρκετά έχουν ίσως ειπωθεί για αυτές τις στρατηγικές. Αλλά θα έπρεπε να τονίσουμε και πάλι ότι τα βρώμικα μέσα, απέχοντας πολύ από το να δικαιολογούνται από τους απώτερους στόχους, παρέχουν απλώς την εγγύηση ότι οι στόχοι που θα επιτευχθούν θα είναι φρικτοί.

Δεν μπορείς να ανατινάξεις μια κοινωνική σχέση. Η ολική κατάρρευση αυτής της κοινωνίας δεν θα παρείχε καμιά εγγύηση γιʼ αυτό που θα την αντικαθιστούσε. Αν η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν αποκτήσει τις ιδέες και την οργάνωση που χρειάζονται για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής κοινωνίας, θα δούμε τον παλιό κόσμο να ανασυντάσσεται, διότι είναι αυτό που οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει, αυτό που πιστεύουν, αυτό που υπήρχε απρόσβλητο μέσα στην ίδια την προσωπικότητα τους.

Πρέπει να αντιταχθούμε στους υποστηρικτές του τερρορισμού και του αντάρτικου γιατί οι ενέργειες είναι αβανγκαρντίστικες και εξουσιαστικές, γιατί οι ιδέες τους στο μέτρο που είναι ουσιώδεις, είναι λανθασμένες ή άσχετες με τα αποτελέσματα των ενεργειών τους (ειδικά όταν αυτοαποκαλούνται ελευθεριακοί ή αναρχικοί) γιατί οι φόνοι τους δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, και τελικά, .γιατί οι ενέργειές τους δημιουργούν είτε καταστολή χωρίς κανένα αντίκρισμα είτε ένα εξουσιαστικό καθεστώς.

Σʼ αυτούς που στοχεύουν στην πολιτική βία λέμε, πρώτα κοιτάξτε στους εαυτούς σας. Μήπως η καταστροφικότητα είναι μια έκφραση του φόβου της αγάπης; Υπάρχουν πολιτικές παραδόσεις και πολιτικές δυνατότητες που δεν έχετε εξετάσει ακόμη. Στην κοινωνία που γεννάει τις συνθήκες της μιζέριας, της παθητικότητας, του εγωισμού, της ρηχότητας και της καταστροφικότητας μέσα στις οποίες μπορεί να αναπτυχθεί η απάντηση της πολιτικής βίας λέμε, σας προειδοποιούμε. Αυτές οι συνθήκες πρέπει να ανατραπούν. Όπως είπε ένας Γάλλος Σοσιαλιστής το 1848: «Εάν δεν επιθυμείτε τη συνεργασία των ανθρώπων σας λέω ότι καταδικάζετε τον πολιτισμό να πεθάνει μέσα σε φοβερή αγωνία».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Οι σελίδες 2, 3, 4, 5 αυτής της μπροσούρας παραλείφθηκαν από τη μετάφραση γιατί αναφέρονταν σε γεγονότα στην Αυστραλία που δεν πρόσφεραν τίποτε στην ανάλυση του φαινομένου της τρομοκρατίας.

1. Sycophantic: Με την αρχαία ελληνική έννοια του «φαίνοντος τα σύκα» αυτού που κατήγγειλε όσους παράνομα εμπορεύονταν σύκα που αποτελούσαν μονοπώλιο της Αθηναϊκής Πολιτείας. Εδώ, με την έννοια του «εχθρού της αδικίας», του σύγχρονου Ζορρό που, στερημένος οπό τη μπέρτα, το ξίφος και τη μάσκα του, αντικατέστησε το μαύρο του άλογο με μηχανή 900 ίππων και ανατινάζει κλούβες των ΜΑΤ για να εκδικηθεί… την αδικία και να βοηθήσει τους κατατρεγμένους. Αχ! Ακόμη και το «Ζ» χάθηκε πια!… (Σ.τ.Μ.).

2. Οι συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα είναι αναπόφευκτες: χωρίς την «συμπαράσταση» του Τύπου η «17 Νοέμβρη», ο Ε.Λ.Α, και άλλες οργανώσεις θα είχαν μείνει στην αφάνεια. Ας μην ξεχνάμε και τη θεαματική άνοδο της κυκλοφορίας της «Ελευθεροτυπίας» κάθε φορά που δημοσιεύει κατʼ αποκλειστικότητα προκηρύξεις αυτών των οργανώσεων. (Σ.τ.Μ.).

3. Αχμέτ Τζεμπρίλ, ηγέτης μιας αντάρτικης ομάδας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Σ.τ.Σ.).

4.K.F.B. Packer και Rupert Murdoch. Αυστραλοί μεγιστάνες του Τύπου και της τηλεόρασης. Ο Μέρντοχ κατέχει εφημερίδες και στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.).

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο  περιοδικό ”Άναρχος” (τεύχος 4, Μάης 1986).  Παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει παραμένει επίκαιρο.  Αποτελεί τη μετάφραση μιας μπροσούρας που γράφτηκε στην Αυστραλία από τις ομάδες Libertarian Socialist Organisation από το Brisbane, Libertarian Workers for a Self-Managed Society από τη Μελβούρνη, Monash Anarchist Society επίσης από τη Μελβούρνη και Adelaide Libertarian Socialists από την Αδελαΐδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ως συνεισφορά στην όλη συζήτηση που προκάλεσε η έκρηξη βόμβας στο ξενοδοχείο Hilton του Σίδνεϊ τον Μάρτη του 1978. Η βομβιστική αυτή ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και τον πολύχρονο δικαστικό διασυρμό τριών κοινωνικών αγωνιστών. Διατηρείται η ορθογραφία των μεταφραστών.

 

Περί αναρχισμού και βίας – Αντιβίαιοι Ναι, Μη βίαιοι Όχι

logo autogestione

τoυ Αντρέα Πάπι*

Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ που προέρχεται από το ρήμα βιάζω, το οποίο σημαίνει μια ενέργεια ικανή ν’ αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες ύπαρξης άλλων έμ­βιων όντων, τάξεων, πραγμάτων κ.ο.κ. Αντιστοίχως στην πολιτική η λέξη βία συνδέεται στενά με την καταπίεση, την επιβολή, τον εξαναγκασμό, την κατάχρηση. Μ’ αυτή την έννοια συνδέεται επίσης στενά με τη δράση των κατόχων της εξου­σίας, οι οποίοι πάντοτε ανατρέχουν στη βία, είτε αυτή είναι νόμιμη, είτε παράνομη από δικαιικής πλευράς, προκειμένου να ασκήσουν την κυριαρχία την οποία κατέχουν. Στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας η χρήση της βίας συνδέεται πράγ­ματι με την ανάγκη επιβολής της θέλησης των κυρίαρχων, κάτι που συνιστά έναν από τους ουσιαστικότερους λόγους για τους οποίους οι αναρχικοί, που είναι τέτοιοι αφού οραματί­ζονται μια κοινωνική και συλλογική συμβίωση θεμελιωμένη στην αμοιβαία ελευθερία και συνεπώς με τη βία εξορισμένη από τη διαχείριση των σχέσεων και των αποφάσεων, σκέ­φτονται και δρουν ώστε να συγκροτήσουν κοινωνίες στις ο­ποίες δεν θα υφίστανται πλέον συγκεντρωτικές και ιεραρχικές μορφές της πολιτικής εξουσίας.

Με μια πρώτη ματιά, το βλέμμα για το πού βαδίζει o κόσμος προσκρούει σε μια αναπόφευκτη διαπίστωση: το καθημερινό γίγνεσθαι στο οποίο, ηθελημένα ή αθέλητα, συμμετέ­χουμε και, πολύ πιο συχνά απ’ ότι μας αρέσει, πρωταγωνι­στούμε, αναμφίβολα καθορίζεται από τη βία, ακριβέστερα εμποτίζεται από τη βία. Αυτό συμβαίνει στις υποχρεωτικές σχέσεις μας με τη γραφειοκρατία, στην επαφή με τους μηχα­νισμούς, την κουλτούρα της εξουσίας που σταθερά καθορίζει την ποιότητα και την ποσότητα των επιβολών των οποίων είναι κάτοχος και φορέας, στην οργανωμένη και ένοπλη ισχύ όλων των μιλιταρισμών που δικαιολογούν τις απαιτήσεις τους με το άλλοθι ότι μας προσφέρουν σιγουριά και εξασφαλίζουν τη διατήρηση των δημοκρατικών ελευθεριών, στη συστηματική και δολοφονική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων εκβιαζόμενων από την πείνα και την αθλιότητα στις οποίες υποβάλλονται, στην αντιδραστική θέληση αντα­πόδοσης και στην όσια ανάγκη που προκαλεί τις εξεγέρσεις, αλλά σπανίως καταφέρνει να μετατραπεί στη χαρά της εξέγερσης. Τα δελτία ειδήσεων, με εικόνες και λέξεις, μας δείχνουν καθημερινά κοιμητήρια που χωρίς σταμάτημα σκορπίζονται στον πλανήτη όπου φιλοξενούμαστε εμείς οι άνθρω­ποι.

Ένα πρόβλημα όχι μόνο ηθικό

Αν θεωρηθούν δεδομένες οι σκέψεις που μόλις παρατέθηκαν και παραμένοντας στο πλαίσιο της πολιτικής, ο’ αυτό το άρθρο μ’ ενδιαφέρει να εξετάσω κάποιες βαθύτερες σκέψεις για το νόημα της χρήσης των βίαιων μεθόδων στις οποίες μπορεί να προσφύγουν οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι, οι υποταγμένοι γενικά, για ν’ αντιτεθούν στις κυρίαρχες δυνάμεις, είτε κατά την όσια πράξη της εξέγερσης εναντίον της καταπίεσης που υφίστανται, είτε κυρίως όταν συνειδητοποιούν την ανάγκη πραγμάτωσης εναλλακτικών αρχών και ιδανικών.

Παρότι γνωρίζω ότι στο ζήτημα της βίας η σχέση της με την ηθική είναι ουσιαστική, εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ηθικό, ή μάλλον δεν είναι μόνο και κυρίως ηθικό. Πράγματι χρειάζεται να θυμόμαστε ότι, όντας η ηθική σε όλα τα επίπεδα ένα ναρκοπέδιο, είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά κυρίως ακατάλληλο, να την επιλέγουμε σαν μοναδική βάση για την αποτίμηση της αξίας των επιλογών μας. Η ηθική ασχολείται και αναζητεί την ορθότητα των ανθρώπινων συμπερι­φορών σε σχέση με τις έννοιες του καλού και του κακού, οι οποίες εφόσον με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον καθορισμό τους προκύπτουν αναπόφευκτα οπτικές όχι μόνο διαφορετι­κές, αλλά και πολύ εύκολα αντιτιθέμενες. Μπορούμε ευλόγως να ισχυριστούμε ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές ηθικές, που ενίοτε παρουσιάζονται σαν μοναδικές, έτσι ώστε η επιλογή μιας απ’ αυτές, προφανώς με αιτιολογημένους λόγους, να σημαίνει σχεδόν μοιραία τον αποκλεισμό ή την καταδίκη όλων των άλλων. Υπάρχουν έτσι, παραδείγ­ματος χάριν, πολλές θρησκευτικές ηθικές, με την κάθε μια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκεία της αναφοράς της, υπάρχει μια ηθική της ελευθερίας, μια ηθική της προσταγής, μια ηθική της εξουσίας, μια ηθική της βίας, μια ηθική της μη βίας, κ.ο.κ. Η κάθε μια έχει έγκυρες και δικαιολογημένες αι­τιολογίες, που είναι αναμφισβήτητες για όποιον τις ενστερνί­ζεται. Ποτέ κανείς δεν ενστερνίστηκε μια ηθική επιλογή καθεαυτή, αφού πίσω από κάθε μια τους υπάρχουν πάντοτε μία ή περισσότερες επιλογές υπαρξιακής ή φιλοσοφικής έννοιας.

Το κύριο πρόβλημα το οποίο πρέπει να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, είναι αν έχει νόημα αυτό που κάνουμε. Να διερωτηθούμε δηλαδή κατά πόσο η συνειδητή και προγραμματισμένη χρήση βίαιων μορφών εξέγερσης εναντίον των καταπιεστικών δομών που θα επιθυμούσαμε να συντρίψουμε, είναι λειτουργική, κατά πόσο δηλαδή είμαστε όντως σε θέση να έχουμε αντίστοιχα και συμφυή αποτελέσματα, ακόμη και από ηθική άποψη, μ’ εκείνες τις ιδανικές προϋποθέσεις που θα έπρεπε να κινητοποιούν τις πράξεις μας και να μας ωθούν να τις επιλέξουμε.

Για να γίνω πιο κατανοητός, θεωρώ ότι πρώτα απ’ όλα εί­μαι υποχρεωμένος να ξεκαθαρίσω τους λόγους που μπορούν να μας οδηγήσουν στην τελική μας επιλογή. Οφείλουμε δηλα­δή να έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι πριν επιλέξουμε το πώς θα δράσουμε, είναι απαραίτητο να έχουμε φτάσει σε μια κάποια βεβαιότητα σε σχέση μ’ αυτό, από τη στιγμή που οποιαδήποτε ενέργεια σαφώς βίαιη, είναι καθεαυτή φορέας μιας ικανής δόσης δύναμης εναντίον αυτού που θα τη δεχθεί, εφόσον τείνει να τον εκμηδενίσει και στην καλύτερη περίπτωση να τον υποτάξει. Πράγματι, η χρήση βίας εμπεριέχει κατά βάθος τη θέληση να εκμηδενιστεί ο αντίπαλος, να εξουδετερωθεί, να τιμωρηθεί, να υποταχθεί, να εξουδετερωθεί. Και υ­πάρχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ αυτή που δίνει τη δυνατότητα εκμηδένισης του; Ως εκ τούτου μια τέτοια επιλογή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει με επιπολαιότητα, ελαφρότητα ή βιασύνη, αλλά πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής σκέψης και μελέτης.

Μια αναρχική άποψη

Η δική μου είναι μια, όχι η, αλλά μια, αναρχική άποψη. Συνεπώς έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της αναρχικής οπτικής που, όντας μερική, σχετική και όχι απόλυτη, όπως όλες οι οπτικές που δεν περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, αντιπροσωπεύει μια θεώρηση ικανή να συμπεριλάβει οικουμενικές αξίες, τις οποίες προτείνει με τη συνείδηση ότι εμπεριέχουν μια εγκυρότητα ικανή να επεκταθεί στους πάντες και σε όλες τις περιπτώσεις. Και η αναρχική άποψη ως αρχή προϋποθέτει πριν από οτιδήποτε άλλο, την άνευ όρων άρνηση κάθε μορφής καταπιεστικής εξουσίας και κυριαρχίας, καθώς δέχεται την ύπαρξη μιας ισότητας κοινωνικά διάχυτης, επιδιώκει τη διαρκή άσκηση της ελευθερίας και αρνείται οποιαδήποτε άσκηση βίας για την υλοποίηση των αποφάσεων και της συλλογικής θέλησης, αποφάσεων που παίρνονται μέσω οριζόντιων, μη ιεραρχικών και μη άκαμπτων δομών.

Ποιο είναι κατά βάθος το πρόβλημα σε σχέση με την πιθανότητα πραγμάτωσης μιας μελλοντικής αναρχικής κοινωνίας; Όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, αυτό έχει να κάνει με το ξεπέρασμα και την κατεδάφιση των ιστορικά, δομικά και κυρίως πολιτιστικά παγιωμένων εμποδίων, τα οποία εδραιώνουν την τάξη της εξουσίας και της ιεραρχίας. Η θεσμοθέτηση της σημερινής εξουσίας, πράγματι, που νομιμοποιεί την αναγκαιότητα ύπαρξης της ιεραρχικής προσταγής και την άσκηση της μέσω της χρήσης της συντεταγμένης ισχύος, έχει ουσιαστικά δύο μορφές δικαιολόγησης:

1) Η πιο παλιά και αταβιστική είναι θρησκευτικού τύπου, σύμφωνα με την οποία ο ένας ή περισσότεροι θεοί, από τη στιγμή που δεν εμπιστεύονται την ανθρώπινη ατέλεια την οποία έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι από το ύψος της υπεράνθρωπης εξουσίας τους, υποχρεώνουν την ανθρωπότητα να υπακούει σε ορισμένους επιλεγμένους απ’ αυτούς ανθρώπους, προκειμένου να πραγ­ματοποιηθεί το θεϊκό θέλημα, αποκαλυφθέν και γενικά θεσπισθέν μέσω των ιερών κειμένων»

2) Η άλλη, λαϊκού χαρακτήρα, είναι το χομπσιανό homo nominis lupus , σύμφωνα με το οποίο, απ’ τη στιγμή που από τις απαρχές της φυσικής κατάστασης κάθε άνθρωπος είναι εχθρός των άλλων ανθρώπων, για να μπορέσει να ζήσει με ασφάλεια και αρμονία, στην κοινωνία την οποία συγκροτεί έχει ανάγκη να βρει κάποιον να προστάζει, κάποιον που να είναι σε θέση να επιβάλλει με την ισχύ εκείνη την τάξη η οποία είναι απαραίτητη για μια κοινή ζωή και για την οποία υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως διαφορετικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

Το καθήκον των αναρχικών λοιπόν είναι να κάνουν προτάσεις και να δράσουν προκειμένου να δείξουν και να πείσουν ότι οι δικαιολογίες για τη θεϊκή βούληση και την ανάγκη προσταγής από τα πάνω έχουν καθοριστεί ιστορικά και δεν είναι τίποτα άλλο από απλές ανθρώπινες πεποιθήσεις, επιβαλλόμενες και νομιμοποιημένες με το πέρασμα του χρόνου από τη θέληση των ανά καιρούς ισχυρών. Όχι μόνο δεν ισχύουν, αλλά μπορούν ν’ αντικατασταθούν πλήρως από μια θεώρηση που βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, στη συλλογική διεύθυνση των πραγμάτων χωρίς έλεγχο από τα πάνω, στη δυνα­τότητα οργάνωσης χωρίς ιεραρχία και προσταγή, σε μορφές οριζόντιας διαχείρισης. Μπορούμε κάλλιστα να μη μας κυβερνούν, αλλά να αυτοκυβερνιόμαστε, αντικαθιστώντας τη δύναμη επιβολής με την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, οι οποίες δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη να επιβάλλονται με τη δύναμη και τη δικαιική νομιμότητα των ένοπλων σωμάτων των προορισμένων για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, δηλαδή από τους εκτελεστές της θέλησης των αυταρχικών θεσμών.

Απουσία της βίας 

Αναρχικά λοιπόν, οι αποφάσεις για τα διάφορα ζητήματα θα πρέπει να παίρνονται και να υλοποιούνται με τη συμμετοχή των πάντων, αφού δεν μπορούν και δεν πρέπει να επιβάλλονται, αλλά να είναι αποτέλεσμα επιθυμίας και συναίνεσης όλων των ατόμων που συμμετέχουν και συναποτελούν τη δεδομένη κοινωνία. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές που μας διακρίνει.  αυτό δεν αρκεί και είναι υπερβολικά απατηλό να περιοριστούμε να καταργήσουμε τους μπάτσους και αυτούς που τους διατάζουν. Αντιθέτως, πρέπει προπάν­των να καταφέρουμε να εξαφανίσουμε την αναγκαιότητα, εσωτερικευμένη και εκ των πραγμάτων, της δουλειάς και της παρουσίας τους. Αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα αντικαθιστώντας την αυταρχική βία μιας κεντρικής κυβέρνησης, που επιβάλλεται προστατευόμενη από τους μπάτσους, με μορφές ελευθεριακής αυτοκυβέρνησης από τις οποίες απουσιάζει η βία και δεν έχουν καμία ανάγκη τους μπάτσους.  Ο Μαλατέστα είχε κατανοήσει κάτι τέτοιο και είχε προτάξει περισσότερα από ένα επιχειρήματα προκειμένου να το καταλά­βουν οι σύντροφοι και όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις αναρχικές προτάσεις. «Η εξάλειψη του σωματικού καταναγκασμού δεν αρκεί για ν’ αναδειχθεί η αξιοπρέπεια ενός ελεύθερου ατόμου, αλλά αυτό πρέπει να έχει μάθει ν’ αγαπά τους ομοίους του, να σέβεται τα δικαιώματα που θέλει να σέβονται οι άλλοι για λογαριασμό του, ν’ αρνείται τόσο να τον διατάζουν όσο και να διατάζει… Ο χωροφύλακας δεν είναι ακριβώς βίαιος, αλλά το τυφλό όργανο στην υπηρεσία του βίαιου» .(1)

Έχει συνεπώς νόημα, προκειμένου να υλοποιηθούν οι αναρχικές πολιτικές προτάσεις, η χρήση βίαιων μέσων και οργάνων προκειμένου ν’ αντιπαλευτεί η καταπίεση και η επιβολή των κρατών και των εκμεταλλευτών; Αξίζει τον κόπο και είναι σύμφωνο και συναφές με τις αρχές μας, να εκθέτουμε σε κίνδυνο τόσο τη δική μας, όσο και τη ζωή των άλλων, στον αγώνα για την ελευθερία; Από μια πρώτη ματιά θ’ απαντούσαμε, σε κάθε περίπτωση, όχι. «Οι αναρχικοί είναι εναντίον της βίας. Αυτό είναι γνωστό. Η κεντρική ιδέα του αναρχισμού είναι η εξάλειψη της βίας από την κοινωνική ζωή είναι η οργάνωση των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων βάσει της ελεύθερης θέλησης των ατόμων, χωρίς την παρέμβαση του χωροφύλακα».(2)

Στην πραγματικότητα η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε άμεση, ούτε δεδομένη, όπως συμβαίνει πάντοτε με ερωτήματα εξαιρετικά σύνθετα, εφόσον για τους αναρχικούς είναι θεμελιώδης η μελέτη του προβλήματος της αντίστασης. Δεδομένου ότι είναι ανήθικο να υποφέρεις και να μην εξεγεί­ρεσαι και, πέρα από ανήθικο, είναι και βλαπτικό, αφού δεν κάνεις τίποτ’ άλλο από το να επικυρώνεις την καταπίεση χωρίς να προσφέρεις κάποια πιθανότητα απελευθέρωσης.

Για τους αναρχικούς είναι θεμελιώδες και αναγκαίο να εξεγείρονται και να εναντιώνονται στη βία των συντεταγμένων εξουσιών, έτσι ώστε αυτή να σταματήσει να αποτελεί εργαλείο των πολιτικών ρυθμίσεων. «Η βία δικαιολογείται μόνο όταν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση του εαυτού μας και των άλλων απέναντι στη βία. Όταν παύει να υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, αρχίζει το έγκλημα… Ο σκλάβος βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και συνεπώς η βία του εναντίον του αφέντη, εναντίον του καταπιεστή, είναι πάντοτε δικαιολογημένη ηθικά και το μόνο κριτήριο που μπαίνει είναι η χρησιμότητα και η οικονομία δυνάμεων σε σχέση με τον ανθρώπινο κόπο και πόνο».(3)

Ιδού που επανέρχεται πλήρως ο ηθικός προβληματισμός. Αλλά μπορεί να συζητηθεί μόνο όταν οριστούν γενικά και οικουμενικά η ιδέα και ο σκοπός απ’ όπου εμπνέεται. Η αρχή από την οποία εμπνέεται δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την ηθική, έχει όμως να κάνει ο έσχατος σκοπός ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί, δηλαδή η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές της κοινωνικής ελευθερίας, που καθίσταται έτσι η βάση οποιασδήποτε μελλοντικής ηθικής. Ο Μαλατέστα ορίζει την έννοια και τα όρια της χρήσης της βίας, σύμφωνα με τον σκοπό του θριάμβου του αναρχισμού. Όντας αυτός αντίθετος με τη βία, αλλά και μη θέλοντας να την υφίσταται, θεωρεί δίκαιη και δικαιολογημένη την εξέγερση, ακόμη και τη βίαιη, προκειμένου να απελευθερωθούμε από τον καταπιεστή. Όμως, αφού ο θεμελιώδης σκοπός, δεν είναι η απελευθέρωση απ’ αυτόν ή τον άλλο καταπιεστή συγκεκριμένα, αλλά γενικά από την καταπίεση που θεμελιώνεται με τη βία, εφόσον επιτευχθεί ο πρωταρχικός σκοπός και απελευθερωθούμε, η χρήση της βίας πρέπει ν’ αποκλείεται εξ ολοκλήρου. Χρησιμοποιείται μόνο αν δεν υπάρχει άλλο δυνατό μέσο απελευθέρωσης και συνιστά συνεπώς αποκλειστικό εργαλείο άμυνας απέναντι στη βία της κυριαρχίας, κι όχι εργαλείο διαχείρισης και κοινωνικής συγκρότησης. Για τους αναρχικούς η βία είναι αντικοινωνική.

Η αναγκαιότητα της άμυνας

Ο Μαλατέστα εκφράζει και διατυπώνει μια οικουμενική αρχή, ικανή να δώσει νόημα στην επιλογή της δράσης: η βία είναι μια θλιβερή αναγκαιότητα και δικαιολογείται μόνο από την αναγκαιότητα της άμυνας και της μη υποταγής. Καθώς ασπάζομαι πλήρως αυτή την άποψη και, παρότι αναγνωρίζω πως είναι δύσκολο να περιορίσουμε σε μια πρόταση μια τόσο σύνθετη προβληματική, λέω ότι οι αναρχικοί είναι αντιβίαιοι, χωρίς να είναι μη βίαιοι.

Όπως όλες οι διατυπώσεις αρχών, που εκ φύσεως ανάγον­ται σε πολύ ευρύτερα επίπεδα στοχασμού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και τη συγκεκριμένη, χρειάζεται να αναγνωριστεί πλήρως το πνεύμα και το νόημα της, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί, αν όχι να μυθοποιηθεί. Λόγω μιας τέτοιας ανάγκης θα ήθελα να πω κάποια πράγματα για την προσέγγιση του Μαλατέστα, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ο δικός μας Ερίκο ήταν ένας πεισμένος εξεγερτικός και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και στις τελευταίες σκέψεις του άρχισε να ασκεί κάποια κριτική, που όμως δεν άγγιζε στο ελάχιστο τη βασική του πεποίθηση. Αυτό ισχύει τόσο για την άμεση δράση στην οποία ενεπλάκη, όσο και για τις θεωρητικές του απόψεις. Από τη Συμμορία τον Ματέζε μέχρι την Κόκκινη Βδομάδα, για να παραθέσουμε τα πιο γνωστά ιστορικά γε­γονότα, με την καρδιά, τη σκέψη και με μεγάλη γενναιοψυχία, πληρώνοντας πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης και της προώθησης της λαϊκής εξέγερσης, η οποία επιθυμούσε να εξελιχθεί σε κοινωνική επανάσταση. Όμως αφιέρωσε σελίδες και σελίδες σ’ έναν προσεκτικό θεωρητικό στοχασμό προκειμένου να ξεκαθαρίσει ποια θα πρέπει να είναι η αναρχική συνδρομή στον εξεγερτικό αγώνα, ασχολούμενος κυρίως με ποια θα πρέπει να είναι αυτή στην περίπτωση νίκης. Αν υπάρχει ένα όριο στη σκέψη του, έγκειται στο ότι σ’ όλη του τη ζωή δεν κατάφερε ποτέ να βρει άλλον πιθανό δρόμο για την επανάσταση πέρα από την εξέγερση, για την οποία όμως κάθε σκέψη του ακο­λουθεί ενσυνείδητα ένα ακριβές σχήμα: για να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε την αναρχία κατά αρχήν πρέπει να εξεγερθούμε, είναι το περίφημο αναγκαίο κακό το οποίο δεν μπο­ρούμε να παραβλέψουμε, προκειμένου να γκρεμίσουμε το σύστημα της καταπιεστικής εξουσίας αλλά είχε άκρως ξεκαθαρισμένες ιδέες για το τι θα είναι η εξέγερση.

Η εξέγερση είναι ο λαός που ξεσηκώνεται, το σύνολο των εκμεταλλευόμενων, των απόβλητων, των περιθωριοποιημένων και όλων των καταπιεσμένων, οι οποίοι, μη διατεθειμένοι πλέον να υποφέρουν, αποφασίζουν με την καρδιά τους να σπάσουν τις αλυσίδες και ν’ ανατρέψουν τους καταπιεστές τους. Είναι ένας πραγματικός λαϊκός αγώνας, κι αν χρειαστεί, ένας λαϊκός πόλεμος. Τίποτα το πρωτοποριακό, το ελιτίστικο, καμία σχέση με τη συνειδητή μειοψηφία που δρα αυθαιρέτως στο όνομα του λαού. Τάχθηκε πάντοτε εναντίον των βομβιστών, αυτών που κάνουν επιθέσεις, των μιμητών του Ραβασόλ, αυτών που, με γενναιοψυχία, επιτίθενται με το ίδιο τους το χέρι στον εχθρό, διεξάγοντας έναν πόλεμο που, όπως όλοι οι πόλεμοι, γίνεται για να κερδηθεί και επιδιώκει την εκμηδένιση του αντιπάλου. Η αναγκαία βία είναι μόνο αυτή της άμυνας, συμπεριλαμβάνοντας στην άμυνα και την επιθυμία απελευθέρωσης από την καταπίεση, ενώ δεν μπορεί να είναι τέτοια αυτή που, στο όνομα της απελευθερωτικής θέλησης, υιοθετεί τη λογική της πολεμικής επίθεσης στον ε­χθρό για να τον καταστρέψει. Είναι προφανές για αυτόν, αλλά και για κάθε πεπεισμένο αναρχικό, ότι η βία πρέπει να σταματήσει μόλις η εξέγερση καταστήσει ανενεργούς τους καταπιεστές και τους τυράννους, ακριβώς για να μην επιτρέψει την εμφάνιση απαίσιων μορφών βίας, οι οποίες λόγω του υπάρχοντος μίσους και της καταπιεσμένης μνησικακίας, θα μπορούσαν να εκδηλωθούν μέσα στο ντελίριο της νίκης.

Η σύγκρουση των εξουσιών

Δεν είναι δύσκολο να έρθουμε στο σήμερα, όπου αυξάνει μια κατακερματισμένη χρήση της βίας εκ μέρους ανατρεπτι­κών τάσεων ποικίλης έμπνευσης. Από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τους άλλους εγχώριους μαχόμενους σχηματισμούς στον ισλαμικό φονταμενταλισμό που δρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Με διαφορετική ιδεολογική βάση, δρουν όλες σπέρνοντας τον τρόμο, είτε μεταξύ των γραμμών του εχθρού που θέλουν να χτυπήσουν, είτε μεταξύ των ανθρώπων των περιοχών που χτυπιούνται. Σύμφωνα με τα αναρχικά κριτήρια τα οποία παρουσιάσαμε εδώ, οι βίαιες ενέργειες των ανατρεπτικών επιθέ­σεων που βλέπουμε καθημερινά, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με μια εξεγερτική θέληση. Σε ότι αφορά τη Δύση, μου φαίνεται, αντιθέτως, έκφραση μαχόμενων, που προσπα­θούν να διεξάγουν έναν ανελέητο πόλεμο, ο οποίος ουσιαστικά εκλαμβάνεται από τις μάζες που θα ήθελαν να εμπλέξουν σαν ασαφής και ξένος. Είναι ένας προσωπικός πόλεμος ο οποίος, άσχετα με τις προθέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις διακηρυγμένες σε κάποιες άλλες όχι, έχει τη γεύση της σύγκρουσης μεταξύ αντιτεθέμενων εξουσιών και διεξάγεται στο όνομα του περίφημου λαού του 19ου αιώνα, ο οποίος όμως, αντί να εξεγείρεται στο πλευρό τους, κοιτάζει τρομαγμένος και ζητά την προστασία των ισχυρών ανθρώπων των θεσμών προκειμένου να προστατευθεί. Σε ότι αφορά την Ανατολή και τη Μέση Ανατολή, επειδή η πολιτιστική και κοινωνική κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, θα πρέπει ν’ αναλυθεί ξεχωριστά και με σοβαρότητα, κι εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.

Προσωπικά προτιμώ να μη θεωρώ την εξέγερση σαν τη μοναδική επαναστατική δραστηριότητα. Τη βρίσκω περιοριστική και περισταλτική. Μάλιστα, όσο περισσότερο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν είναι αυτός ο κύριος δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, με την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις και ενέργειες για να υπάρξει η λαϊκή αφύπνιση. Κατά τη γνώμη μου η αναρχία δια­κρίνεται κυρίως λόγω της μορφής της κοινωνίας και της αυτοδιευθυντικής μεθόδου που προτείνει, και όχι λόγω της εναντίωσής της στο υπάρχον. Στην πραγματικότητα η εναντίωσή της είναι άμεση συνέπεια της σαφώς εναλλακτικής της τοποθέτησης απέναντι στην κυριαρχία. Όχι αντιστρόφως, ότι δηλαδή τοποθετούμαστε εναλλακτικά απέναντι στην κυριαρχία λόγω κυρίως της εναντίωσής μας στο υπάρχον. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι αντίθετος στις λαϊκές εξεγέρσεις. Αυτές θα υπάρχουν όσο θα υπάρχουν αδικίες, καταπίεση και εκμετάλλευση. Κι όταν ο λαός αφυπνιστεί κι έχει την ευκαιρία, όπως κάθε άλλος αναρχικός, θα συμμετέχω πεισμένος και θα κάνω αυτό που μου αναλογεί, γιατί η εξέγερση εναντίον των αυ­ταρχικών ενεργειών της εξουσίας είναι καθεαυτή δίκαιη. Αλλά η γνώση μου λέει ότι δεν είναι αυτός, καθεαυτός, ο δρόμος για την πραγμάτωση μιας κοινωνίας απελευθερωμένης και ελεύθερης. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα νικηφόρων εξεγέρσεων, που στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν τρομερές ολοκληρωτικές εξουσίες. Απ’ ότι ξέρω, ή πιστεύω ότι ξέρω, ο εξεγερτικός δρόμος, καθεαυτός, είναι εντελώς ανεπαρκής σαν πραγματικό μέσο απελευθέρωσης και οικοδόμησης της άλλης κοινωνίας την οποία ονειρεύεται ο αναρχικός.

Διεύθυνση χωρίς εξουσία

Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της διεύθυνσης των υποθέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει. Είμαστε αναρχικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλακτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινωνική και υπαρξιακή ελευθερία. Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δική μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμιστών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει. Αλλά η εξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβόλως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής. Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα εξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί εραστές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτοκυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πάνω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε όμως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη δι­δαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και ακεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργι­κοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πει­ραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν ενώ διαδίδεται δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δικαίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από οποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια.

Σημειώσεις:

1. Errico Malatesta, Επιλεγμένα γραπτά, με την επιμέλεια των  C. Zaccaria και G. Berneri, “Umanità Nova” 20 Ιουλίου 1920, Εκδόσεις RL, Napoli, 1947.
2. Errico Malatesta, Σελίδες καθημερινού αγώνα, 1ος Τόμος, “Umanità Nova” 25 Αυγούστου 1921, σελ. 195,  Carrara, 1975.
3. Id., σελ.. 196.

Τη συλλογή κειμένων σχετικά με τον Αναρχισμό και τη Βία, ετοίμασε ο Παναγιώτης Καλαμαράς στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στην πόλη της Αθήνας το καλοκαίρι του 2004.

* Το άρθρο τον Αντρέα Πάπι δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο αναρχικό περιοδικο  A rivista anarchica  τεύχος 299, Φλεβάρης 2004.