Η απεικόνιση των κουρδισσών μαχητριών στα μέσα ενημέρωσης

kurdish

της Dilar Dirik

Στον απόηχο της δολοφονίας των κουρδισσών Sakine Cansiz, Fidan Dogan και Leyla Saylemez στις 9 Ιανουαρίου του 2013 στο Παρίσι, τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης επικεντρώθηκαν ξαφνικά σε ένα για πολύ καιρό ξεχασμένο, αλλά συναρπαστικό θέμα: τον αξιοσημείωτο ρόλο των γυναικών στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα.

Τα τελευταία δύο χρόνια οι κούρδοι κατέλαβαν τον έλεγχο του Δυτικού Κουρδιστάν (συριακό Κουρδιστάν ή Ροτζάβα) και σταδιακά εγκαθίδρυσαν δομές δυαδικής εξουσίας στη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου. Από την αρχή οι γυναίκες συμμετείχαν ως ενεργά μέλη της Επανάστασης στη Ροτζάβα μέσω του κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού τους, αλλά αυτό που εξέπληξε περισσότερο τα κυρίαρχα δυτικά μέσα ενημέρωσης ήταν ότι οι γυναίκες συμμετείχαν στις  μάχες ή στο πεδίο των μαχών ισότιμα. Αυτές οι γυναίκες, οι οποίες πολεμούν ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ, καθώς και σε ομάδες τζιχαντιστών, τονίζουν κατ’ επανάληψη ότι ο αγώνας τους είναι ένας πολυμέτωπος αγώνας για την ελευθερία τους, σαν κούρδισσες και σαν γυναίκες. Αν και η ύπαρξη γυναικών μαχητριών αποτελεί φυσικό στοιχείο της πολιτικής δράσης σε ολόκληρο το Κουρδιστάν εδώ και δεκαετίες, ο κόσμος μόλις τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τον ισχυρό ρόλο των γυναικών στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα. Ειδικά το τελευταίο διάστημα το γυναικείο κίνημα έχει εξάψει τη φαντασία των κυρίαρχων μέσων με διάφορους τρόπους, που κυμαίνονται μεταξύ δέους,  συγκαταβατικού οριενταλισμού μέχρι καθαρού σεξισμού.

Τα περισσότερα άρθρα σχετικά με τις κούρδισσες μαχήτριες είναι τουλάχιστον απλοϊκά, μισογυνιστικά, οριενταλιστικά και πατερναλιστικά. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το φαινόμενο σε όλη του την πολυπλοκότητα, αυτά τα άρθρα συχνά καταφεύγουν σε σκανδαλιστικές ανακοινώσεις για να εκμεταλλευτούν την κατάπληξη του κοινού σχετικά με το γεγονός ότι «οι φτωχές γυναίκες στη Μέση Ανατολή» μπορούν με κάποιο τρόπο να είναι μαχήτριες. Ως εκ τούτου, αντί να αναγνωρίσουν την πολιτιστική επανάσταση που συνιστούν οι ενέργειες αυτών των γυναικών σε μια κατά τα άλλα συντηρητική, πατριαρχική κοινωνία, πολλοί δημοσιογράφοι την πατάνε με τις ίδιες πολυχρησιμοποιημένες κατηγοριοποιήσεις: τη στιγμή που τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα στην Τουρκία και το Ιράν, απεικονίζουν τις γυναίκες αντάρτισσες ως «σατανικές τρομοκράτισσες πόρνες», ως ερωτικά παιχνίδια των αντρών μαχητών, οι οποίες μισούν την οικογένεια και έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται συχνά σε αυτές τις γυναίκες ως «καταπιεσμένα θύματα που αναζητούν διέξοδο από την οπισθοδρομική κουλτούρα τους», οι οποίες διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν μια ζωή γεμάτη από εγκλήματα τιμής και παιδικούς γάμους. Εκτός του ότι αγνοούν πλήρως τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον των Κούρδων, γεγονός που προκάλεσε αυτή την αντίσταση, οι ανακοινώσεις αυτές όχι μόνο δεν βασίζονται σε γεγονότα, αλλά διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα σκόπιμα. Πράγματι, οι κούρδισσες αντιμετωπίζουν μια πολύ πατριαρχική κοινωνία με πολύ μεγάλη βία κατά των γυναικών, αλλά τα κίνητρα αυτών των γυναικών που αγωνίζονται είναι πολύ διαφορετικά, πολύπλοκα και – λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές δομές του Κουρδιστάν και της Μέσης Ανατολής – επαναστατικά με πολλούς τρόπους. Ανεξάρτητα αν συμφωνούν ή όχι  με τους σκοπούς τους, είναι άδικο και προβληματικά απλοϊκό να ονομάζουν την επιλογή αυτών των γυναικών να γίνουν αντάρτισσες ως «διέξοδο». Αυτές οι γυναίκες μάχονται ενεργά ενάντια στην πατριαρχία – πώς μπορεί αυτό να θεωρηθεί «διέξοδος»;! Διερευνώντας τους λόγους αυτής της διαστρεβλωμένης απεικόνισης αποκαλύπτεται ότι η αναγνώριση τους ως δρώντα υποκείμενα θα έθετε το σύστημα σαφώς σε κίνδυνο…

Το γεγονός ότι οι Κούρδισσες παίρνουν τα όπλα, τα παραδοσιακά σύμβολα της ανδρικής εξουσίας, είναι από πολλές απόψεις μια ριζική παρέκκλιση από την παράδοση. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κριτική των κυρίαρχων μέσων για τη συμμετοχή των Κουρδισσών στη μάχη δεν γίνεται σε πασιφιστική βάση, αλλά στη βάση ουσιοκρατικών, δυαδικών αντιλήψεων για το τι συνιστά να είσαι «γυναίκα». Το να μάχεσαι θεωρείται «μη-γυναικείο», διαπερνά κοινωνικά όρια, κλονίζει τα θεμέλια του κατεστημένου. Οι γυναίκες μαχήτριες κατηγορούνται για παραβίαση της «ιερότητας της οικογένειας», επειδή τολμούν να βγουν από την αιώνια φυλακή που έχει καθοριστεί για αυτές, επειδή ανατρέπουν το σύστημα, την πατριαρχική, γυναικοκτονική τάξη, επιλέγοντας την ενεργή συμμετοχή από το να παραμένουν θύματα. Ο πόλεμος θεωρείται ανδρική υπόθεση, που ξεκινά, καθοδηγείται, και τελειώνει από τους άνδρες. Οπότε είναι η λέξη «γυναίκες» στην έκφραση «γυναίκες που μάχονται» που προκαλεί αυτή τη γενική δυσφορία. Παρόλο που είναι οι ίδιοι οι παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι που συχνά φυσικοποιούνκαι εξιδανικεύουν τις γυναίκες ως αγίες, η τιμωρία είναι άγρια, όταν οι γυναίκες παραβιάζουν αυτούς τους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές γυναίκες αγωνίστριες σε όλον τον κόσμο υπόκεινται σε σεξουαλική βία ως μαχήτριες στον πόλεμο και ως πολιτικές κρατούμενες. Όπως έχουν επισημάνει πολλές φεμινίστριες, ο βιασμός και η σεξουαλική βία σπάνια έχει σχέση με τη σεξουαλική επιθυμία, αλλά είναι εργαλεία εξουσίας για να κυριαρχήσει και να επιβληθεί η θέληση κάποιου πάνω σε κάποιον άλλο άνθρωπο. Στο πλαίσιο των γυναικών μαχητριών ο στόχος της σεξουαλικής βίας, σωματικής ή λεκτικής, είναι να τις τιμωρήσει, επειδή εισέρχονται σε μια σφαίρα που διασφαλίζει τα προνόμια των ανδρών.

Μια σύντομη ματιά στην απεικόνιση των κουρδισσών μαχητριών από τα τουρκικά και ιρανικά μέσα ενημέρωσης αποκαλύπτει τίτλους όπως «έμεινε έγκυος», «απελπισμένες βουνίσιες γυναίκες», «η πραγματικότητα των βιασμών στα βουνά», «δες ποιανού είναι ερωμένη», «δεν ήταν παρθένα», κ.λπ. Το γεγονός αυτό εκθέτει τη σεξιστική νοοτροπία που κρύβεται πίσω από αυτούς τους ισχυρισμούς, οι οποίοι αξιοποιούν τις συνήθεις συντηρητικές κοινωνικές αξίες, όπως η υπεράσπιση της «τιμής» μιας οικογένειας, και συνδυάζουν το μισογυνισμό με τα ρατσιστικά στερεότυπα της κουρδικής κουλτούρας για να την παρουσιάσουν ως οπισθοδρομική. Αντί να εξοργίζονται με τους βιασμούς και τη σεξουαλική βία από το στρατό και τους φρουρούς των φυλακών (ειδικά στα παιδιά που είναι στη φυλακή), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασχολούνται με την παρθενία αυτών των γυναικών. Αυτή η μέθοδος σεξιστικής προπαγάνδας έχει στόχο κατά κύριο λόγο να απονομιμοποιήσει το κίνημα των γυναικών και να συγκαλύψει τη ριζοσπαστική πραγματικότητα, η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει, να ταράξει και να τραυματίσει τα υπερ-αρρενοποιημένα ετεροπατριαρχικά συστήματα, εναντίον των οποίων αγωνίζονται αυτές οι γυναίκες. Έχει ως στόχο να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κουρδισσών συμμετέχουν στον αγώνα από πεποίθηση, από επιθυμία να καταπολεμήσουν την καταπίεση, ότι η ενεργή συμμετοχή τους είναι συνειδητή, με σκοπό να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Γίνεται φανερό ότι η συζήτηση γύρω από την «εργαλειοποίηση του θύματος» είναι μια προσπάθεια να απορρίψει τη συνειδητότητα ​​αυτών των αγωνιζόμενων γυναικών. Ένας ψευτο-επιστήμονας ακαδημαϊκός ισχυρίζεται επιπλέον: «Καθότι οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές από τους άνδρες, είναι πιο εύκολο να τις ελέγξεις». Αν το κουρδικό κίνημα είχε σκοπό τη στρατολόγηση γυναικών αποκλειστικά ως φυσικού εργαλείου πολέμου ή ως αντικείμενα του σεξ, γιατί να βασιζόταν κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην εκλεπτυσμένη φεμινιστική ιδεολογία και σε εκπαιδευτικά σεμινάρια για να τις κινητοποιήσει; Δεν θα ήταν καλύτερα σε αυτή την περίπτωση, για το PKK και τα παραρτήματά του για παράδειγμα, να μην υπήρχε μια ιδεολογική ηγεσία που να λέει «ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα. Το αρσενικό έχει γίνει καθεστώς και το μετατρέπει σε κυρίαρχη κουλτούρα. Η ταξική και η έμφυλη καταπίεση αναπτύσσονται από κοινού. Η αρρενωπότητα έχει δημιουργήσει το κυρίαρχο φύλο, την κυρίαρχη τάξη και το κυρίαρχο κράτος. Όταν ο άνθρωπος αναλύεται σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι η αρρενωπότητα πρέπει να εκλείψει. Πράγματι, το να σκοτώσεις τον κυρίαρχο άνθρωπο είναι η θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού. Αυτό σημαίνει η δύναμη του να σκοτώνεις: να σκοτώνεις τη μονόπλευρη κυριαρχία, την ανισότητα και τη μισαλλοδοξία. Επιπλέον σημαίνει να σκοτώνεις το φασισμό, τη δικτατορία και το δεσποτισμό»; Ο ισχυρισμός ότι η κινητοποίηση των γυναικών είναι ένας ύπουλος τρόπος στρατολόγησης αποφεύγει να θέσειτην εμπλοκή της φεμινιστικής φιλοσοφίας του κινήματος, η οποία διακηρύσσει ρητά τη χειραφέτηση των γυναικών ως θεμελιώδη αρχή.

Ένας άλλος τρόπος άρνησης της σημασίας των κουρδισσών μαχητριών είναι ο ισχυρισμός ότι καταφεύγουν στα βουνά προκειμένου να «ξεφύγουν» από την καταπιεστική κουλτούρα τους. Τόσο τα δυτικά όσο και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης έχουν επανειλημμένα αναπαράξει αυτόν τον ισχυρισμό, πιθανότατα χωρίς να έχουν μιλήσει ποτέ έστω και με μία κούρδισσα μαχήτρια. Ακόμη και αν δεχτούμε την υπόθεση, για χάρη της συζήτησης, ότι τα βουνά αποτελούν «διέξοδο» για τις γυναίκες, γιατί δεν ρωτάμε ποιοι κοινωνικο-οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, που διαιωνίζονται από αυτά τα κράτη, έχουν συμβάλει στην απόφαση μιας γυναίκας να διαλέξει μια ζωή που θα μάχεται για την ελευθερία από τη ζωή ενός απλού ανθρώπου; Γιατί οι γυναίκες βρίσκουν την ελευθερία, που διαφορετικά δεν θα είχαν στη ζωή τους, στον αγώνα; Το να παραπλανάσαι από την παλιά κρατική προπαγάνδα, η οποία αναφέρεται συχνά στις γυναίκες μαχήτριες ως θύματα σε σύγχυση ή εύκολες στρατολογίες, είναι πολύ τεμπέλικο και προβληματικό και απλοποιεί ένα πολύ σύνθετο φαινόμενο. Οι κούρδισσες που παίρνουν τα όπλα έχουν υψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από εκπαιδευτικά σεμινάρια. Δηλώνοντας ότι η κινητοποίηση των αναλφάβητων γυναικών της υπαίθρου, χωρίς ιδιαίτερο εκπαιδευτικό υπόβαθρο, είναι ενδεικτικό της επιπολαιότητας του γυναικείου κινήματος και της έλλειψης «συνθετότητας», ακόμα και αυτοαποκαλούμενες φεμινίστριες συγγραφείς πατρονάρουν με προβληματικό τρόπο γυναίκες από αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Δεν είναι μόνο ότιαυτές οι «εξηγήσεις» είναι εγγενώς σοβινιστικές ή σεξιστικές, αλλά και ότιαυτού του είδους τα επιχειρήματα δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς το κουρδικό κίνημα δημιούργησε ένα λαϊκό φεμινιστικό κίνημα βάσης, το οποίο αμφισβήτησε την παράδοση και μετασχημάτισε την κοινωνία σε εντυπωσιακό εύρος, ενδυναμώνοντας τις γυναίκες στην ευρύτερη κοινωνία σε αξιοσημείωτο βαθμό.

Περιέργως, παρόλο που το γυναικείο κίνημα δείχνει να εμφανίζεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη, τα κίνητρα και οι ιδεολογίες πίσω από το κίνημα αποσιωπούνται επίτηδες. Για παράδειγμα, ενώ ορισμένα άρθρα άρχισαν να θαυμάζουν τη δύναμη και το θάρρος των γυναικών που μάχονται εναντίον του καθεστώτος και των δυνάμεων της Αλ-Κάιντα στο δυτικό Κουρδιστάν, οι ίδιοι οι συγγραφείς συχνά δεν αναφέρουν ότι οι γυναίκες αυτές λένε ρητά ότι η ιδεολογία του Αμπντουλάχ Οτσαλάν είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό το κίνημα.

Παράγοντες που επιβάλλονται, όπως η απελπισία, ο παραλογισμός ή η σύγχυση σχετικά με τις δράσεις των κουρδισσών μαχητριών και η εξάπλωση της προπαγάνδας για τη σεξουαλική εκμετάλλευση αποτελούν έμφυλα εργαλεία πολέμου που χρησιμεύουν για να απονομιμοποιήσουν τον ενδυναμωτικό τους αγώνα. Γιατί, πριν καν μιλήσουν με αυτές τις γυναίκες, φαίνεται να έχουν όλοι έτοιμες εξηγήσεις για τη συμμετοχή των κουρδισσών; Από πού προέρχεται αυτός ο έντονος φόβος για τις αποφάσεις αυτών των γυναικών; Αν θέλουμε να κατανοήσουμε την παράξενη και διαστρεβλωμένη απεικόνιση των κουρδισσών μαχητριών στα μέσα ενημέρωσης, πρέπει να αναρωτηθούμε: «Ενάντια σε ποιον αγωνίζονται αυτές οι γυναίκες;» Η απάντηση θα μας προσφέρει σημαντικές πληροφορίες. Οι κούρδισσες μαχήτριες (αυτή τη στιγμή) αγωνίζονται ενάντια στο  τουρκικό κράτος, τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ με την υπερ-αρρενωπή στρατιωτική δομή, και ενάντια σε έναν πρωθυπουργό που ζητά από τις γυναίκες να κάνουν τουλάχιστον τρία παιδιά, ενάντια στο ιρανικό καθεστώς, το οποίο αρνείται την ιδιότητα του ανθρώπου στις γυναίκες, στο όνομα του Ισλάμ υποτίθεται, και ενάντια στους τζιχαντιστές της Αλ-Κάιντα που διακηρύσσουν ότι είναι «επιτρέψιμο (halal)» να βιάζουν κούρδισσες ενώ τους υπόσχονται 72 παρθένες στον παράδεισο για τις βάρβαρες πράξεις τους. Επιπλέον όμως αυτές οι γυναίκες μάχονται ενάντια στη βάναυση πατριαρχία μέσα στην ίδια κουρδική κοινωνία. Ενάντια στον παιδικό γάμο, στους εξαναγκαστικούς γάμους, στα εγκλήματα «τιμής», στην ενδοοικογενειακή βία, στην κουλτούρα του βιασμού. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι οπλισμένες κούρδισσες θεωρούνται τεράστια απειλή! Η προσπάθεια να υπονομευτεί η συμμετοχή αυτών των γυναικών μέσω λεκτικών και σωματικών σεξουαλικών επιθέσεων είναι μια τεχνική επιβίωσης των πατριαρχικών δομών, εναντίον των οποίων αυτές οι γυναίκες παίρνουν τα όπλα. Η αποδοχή των γυναικών ως εχθρό τους στη μάχη κάνει αυτά τα εύθραυστα, γεμάτα τεστοστερόνη τάγματα να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους …

Μετάφραση: Λίνα Φιλοπούλου

Πηγή: Kurdish Question

Αναδημοσίευση από:  http://www.fylosykis.gr/2014/10/%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B4%CE%B9%CF%83%CF%83%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%8E/

Άθεοι εν μέσω φονταμενταλιστών – Συζητήσεις με τον Cyrille Gallion σε Αθήνα (Αυτόνομο Στέκι) και Πάτρα (Επί τα Πρόσω)

cyrille

 

Ο Σιρίλ Γκαγιόν είναι ιστορικός, αρθρογράφος στην ιστορική ελευθεριακή εφημερίδα Le Monde Libertaire, συγγραφέας του βιβλίου “Η Μονοθεϊστική Πανούκλα”. Το βιβλίο συνάντησε αντιδράσεις αλλά και αποδοχή όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία, ξαναθέτοντας στο επίκεντρο προβληματισμούς γύρω από το θρησκευτικό ζήτημα και την πολιτική των ιερατείων, που στην Γαλλία είχαν ξεχαστεί εδώ και καιρό.
Ενεργός στο ελευθεριακό/αναρχικό κίνημα στη Γαλλία για πάνω από 20 χρόνια, υπήρξε μέλλος της Fédération Anarchiste μέχρι το 1997 και του αναρχοσυνδικαλιστικού σωματείου της CNT Γαλλίας μέχρι το 2010.
Παρά τις διαφωνίες του με τις οργανώσεις αυτές και λόγω της ανόδου του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν, αποφάσισε πρόσφατα να συμμετάσχει ξανά τόσο στην Ομοσπονδία όσο και στη CNT- Solidarité Ouvrière, όπως και πολλοί άλλοι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί πιο συλλογικά η ακροδεξιά απειλή.
Έχει εργαστεί ως καθαριστής και κηπουρός, ενώ τα τελευταία χρόνια εργάζεται στις υπηρεσίες κατ’οίκον φροντίδας των ηλικιωμένων, αγωνιζόμενος ταυτόχρονα ενάντια στην ολοένα και αυξανόμενη κακομεταχείρισή τους.
Είναι μαραθωνοδρόμος αλλά και ντράμερ σε stoner/metal συγκρότημα.

Την Τετάρτη 29/10ου θα βρίσκεται στο Αυτόνομο Στέκι στην Αθήνα και την 1/11ου στην Πάτρα στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο “Επί τα Πρόσω”, όπου με αφορμή το βιβλίο του, θα μιλήσει σε εκδηλώσεις με τίτλο: “Άθεοι εν μέσω φονταμενταλιστών”.
Διοργάνωση: Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.

Καμπάνια: Ενισχύστε οικονομικά τους Κούρδους αντάρτες και αντάρτισσες στη Συρία

Στηρίζουμε την καμπάνια  Arms For Rojava.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: ΝΕΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ (τσεκαρισμένος) ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ

Kαμπάνια οικονομικής ενίσχυσης των Κούρδων ανταρτών/ισσών

(από transition-europe.org)

kampania_kobane_1

 

kampania_kobane_2

Aλληλεγγύη στον αγώνα των Κούρδων στη Συρία

(αναδημοσίευση από eleftheriakoi.blogspot.gr)

Τους τελευταίους μήνες στη βόρεια Συρία, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, δυο κόσμοι συγκρούονται μετωπικά. Με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο πρόεδρος Άσαντ απέσυρε από τη βόρεια Συρία τα περίσσοτερα στρατεύματα με σκοπό να αντιμετωπίσει την εξέγερση που είχε ξεσπάσει νοτιότερα στη χώρα. Σε αυτή τη στιγμή, οι Κούρδοι της Συρίας ξεσηκώθηκαν σχηματίζοντας στις περιοχές που ελέγχουν τρία καντόνια (περιφέρειες) και συγκροτώντας ένοπλα σώματα αυτοάμυνας με τη συμμετοχή αντρών και γυναικών.

Η μορφή αυτής της οργάνωσης στις κουρδικές περιοχές δεν προέκυψε ξαφνικά. Ένα τμήμα των Κούρδων της Τουρκίας και της Συρίας έχει πλέον αναθεωρήσει το αίτημα για έθνος-κράτος και έχει περάσει έμπρακτα στην προσπάθεια διαμόρφωσης περιφερειακών κουρδικών ομοσπονδιών (πρωτίστως σε Τουρκία και Συρία), οι οποίες στη συνέχεια θα συνενωθούν μεταξύ τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση, έχει αναβαθμιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος των τοπικών συμβουλίων και συνελεύσεων αλλά και η ίση συμμετοχή των γυναικών.

Το κουρδικό κίνημα έχει αποκτήσει έντονα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν βρίσκονται πλέον σε αντιπαράθεση με τους άλλους λαούς των κρατών της περιοχής αλλά μόνο με τα ίδια τα κυρίαρχα κράτη και τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ τους.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, οι κουρδικές περιοχές, με κύριο σημείο την πόλη Κομπάνι, δέχονται αφόρητες πιέσεις από τους ισλαμιστές τζιχαντιστές της ISIS. Τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα με τη σφαγή εκατοντάδων Γεντίζι από τους τζιχαντικές αποτελούν ένα από τα πιο αποτρόπαια γεγονότα που προηγήθηκαν τις επίθεσής τους στην κουρδική πόλη. Οι κουρδικές ομάδες αυτοάμυνας είναι εκείνες που έχουν αναχαιτήσει, όσο κανείς άλλος, την επέλαση των ισλαμιστών τζιχαντιστών προς τα δυτικά.

Έτσι, λοιπόν, εκεί, στα ανατολικά της Μεσογείου, συγκρούονται ανοιχτά και αιματηρά δύο κόσμοι: από τη μία πλευρά ο σκοταδισμός και η κανιβαλιστική βία των ισλαμιστών τζιχαντιστών, που επιχειρούν να διαμορφώσουν μια μαύρη τρύπα στη γεωγραφία του πλανήτη, και από την άλλη πλευρά προοδευτικές δυνάμεις και κοινωνίες, όπως εκείνες των Κούρδων της βόρειας συριακής και της νοτιοανατολικής τουρκικής επικράτειας, που αγωνίζονται για τον αυτοκαθορισμό του λαού τους και για την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και των δύο φύλων.

Σε αυτή τη βίαιη διελκυστίνδα, το ρόλο του ξενοδόχου πάντοτε διεκδικούν τα κράτη, τόσο τα επιτόπια πόσο δε μάλλον οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο χαμαιλεοντικός ρόλος των κρατών και των μεγάλων δυνάμεων φαίνεται ξεκάθαρα για άλλη μια φορά σε αυτήν την περίπτωση. Η Τουρκία φαίνεται πως ενισχύει με προσεκτικό υπόγειο τρόπο τους τζιχαντιστές, προκειμένου να πολεμήσει το κουρδικό αντάρτικο και την όποια προοπτική αυτονομίας των περιοχών της που βρίσκονται στο έδαφός της.

Από την άλλλη πλευρά, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση (με κυρίαρχες χώρες τη Γερμανία και τη Γαλλία) επιχειρούν με τη συνδρομή βομβαρδισμών από αέρος, εκπαίδευσης Κούρδων ανταρτών ή διάθεσης όπλων και πυρομαχικών, να πλήξουν τις θέσεις των τζιχαντιστών και να ενισχύσουν στρατιωτικά τους εμπόλεμους Κούρδους.
Δεν θα ήταν καθόλου σοβαρό να επικρίνει κάποιος τους Κούρδους των περιοχών αυτών για το γεγονός ότι μπορεί να δέχονται ξένη βοήθεια, όταν έξω από την πόλη βρίσκονται οι άλλοι με τα μαχαίρια και χαντζάρες επιχειρώντας να την καταλάβουν καταστρέφοντας οτιδήποτε και σφάζοντας οποιονδήποτε.

Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει πως ο χαμαιλεοντικός χαρακτήρας των κρατών αυτών μπορεί σήμερα να παραβλεφθεί. Η περίπτωση της Ουκρανίας, όπου οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξαν ανοιχτά τη συγκρότηση κυβέρνησης από κρυπτό- και φανερούς ναζί, είναι χαρακτηριστική. Εκεί, οι «δημοκρατικές/προοδευτικές» δυνάμεις της Δύσης υποστήριξαν καθάρματα που χαιρετούν ναζιστικά, επιτρέποντας στον νεο-τσάρο Πούτιν να κάνει και μαθήματα «δημοκρατίας» και «διεθνούς νομιμότητας».

Αυτό που συμβαίνει σήμερα στον πλανήτη είναι κάτι ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο. Καμία από τις
λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις δεν μπορεί να ελέγξει τους λαούς και τις εξελίξεις, ενώ ο χαμαιλεοντισμός τους περιπλέκει ακόμα πιο πολύ τα πράγματα, με τραγικές συνέπειες για τους λαούς και τις κοινωνίες.

Την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις του σκοταδισμού, μέσα από τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, εξαπλώνονται και ζητούν να χυθεί το αίμα των λαών, σε περιοχές του πλανήτη που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα εμφανές για να το διαβλέψει ο καθένας, εμφανίζονται έντονα προοδευτικά αλλά και ριζοσπαστικά ρεύματα, που επαναφέρουν δυναμικά το ζήτημα της κοινωνικής ελευθερίας και πάλι στην αντζέντα της ανθρώπινης ιστορίας.

Σε αυτά τα κινήματα, οι αναρχικοί συμμετέχουν με όλες τους τις δυνάμεις και προωθούν την οριζόντια οργάνωσή τους και τον αυτοκαθορισμό των κοινωνιών. Ορισμένοι μάλιστα από τους Τούρκους συντρόφους βρέθηκαν στην Κομπάνι προκειμένου να σταθούν αλληλέγγυοι στον αγώνα των Κούρδων μαχητών και των κατοίκων της περιοχής.

Είμαστε αλληλέγγυοι στον αγώνα των Κούρδων εξεγερμένων εκατέρωθεν των τουρκοσυριακών συνόρων.

Προτάσσουμε τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εξεγερμένων και αντιστεκόμενων ως βάση μιας νέας ανθρωπότητας που θα εξοβελίσει από την ιστορία το σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα των κρατών, των αφεντικών, των φασιστών και των φονταμενταλιστών.

Προτάσσουμε τον αυτοκαθορισμό των λαών και την αυτοδιεύθυνση των κοινωνιών, μακριά από κάθε λογική ανεύρεσης του «καλύτερου» νταβατζή «για το καλό της πατρίδας».

Ενώνουμε τη φωνή και τη δράση μας με τη φωνή και τη δράση του αγωνιζόμενου κουρδικού λαού.

«Οποιοσδήποτε αποκαλείται επαναστάτης πρέπει να νοιώσει κάθε σφαίρα που πέφτει στην Κόμπανι σαν μια σφαίρα που πέφτει στον ίδιο, ως εκ τούτο αυτό είναι το κάλεσμά μας στον καθέναν, και πρωτίστως στους επαναστάτες, να υπερασπιστούν την αντίσταση της Κόμπανι»
(απόσπασμα από συνέντευξη μέλους της «Αναρχικής Επαναστατικής Δράσης» στην Τουρκία)

ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών

ΝΕΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ:

Μπορεί να γίνει μονάχα μεταφορά από το λογαριασμό (και μέσω ibanking) στο λογαριασμό σε Γερμανία, που παρεπιπτωντος έχει αλλάξει μετά από μπλοκάρισμα. Ο καινούργιος είναι

Receiver: MD
IBAN: DE98 5005 0201 1243 1674 49
BIC: HELADEF1822

το καλύτερο θα ήταν να μαζευτεί μεγαλύτερο ποσό από φίλους, συντρόφους κτλ και να γίνει μεταφορά μέσο western union. Είναι πολύ απλό, σχετικά ακριβό… τα 50ε κοστίζουν 7ε μεταφορικά. τα στοιχεία είναι

Michael Prütz
Greaferstr.14
10967 Berlin

μετά την αποστολή πρέπει να σταλεί μήνυμα στα αγγλικά (you got money from Greece) πως μπήκαν λεφτά από Ελλάδα στο 0049 172 9169800

Αναδημοσίευση από:  http://eagainst.com/articles/kampania-kobane/

ΚΡΑΤΟΣ, ΕΞΟΥΣΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ: ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ (ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΙΣΜΕΝΟΥ)

cornelius-2-570x427
 Προσφάτως, ο Θεοφάνης Τάσης σε άρθρο του στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ στο πλαίσιο αφιερώματος στον Καστοριάδη γράφει : ‘Όμως ο Καστοριάδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναρχικός για έναν επιπλέον λόγο: Στην περιγραφή της αυτόνομης κοινωνίας όπως αυτή αναπτύσσεται στο ‘Πάνω στο περιεχόμενο του Σοσιαλισμού’ συναντούμε την ύπαρξη Κράτους και κεντρικής κυβέρνησης’ 1 .
Δεν διαφωνούμε πως ο Καστοριάδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναρχικός και έχει εκφράσει και ο ίδιος ρητά τις διαφοροποιήσεις του στην συνέντευξη που παραχώρησε στην συντακτική ομάδα της Αναρχικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης ‘Εκτός Νόμου’ το 1991. Ωστόσο το να λέμε ότι ο Καστοριάδης υποστήριζε την ύπαρξη κράτους προκαλεί μία σοβαρή έκπληξη. Χωρίς να αναρωτηθούμε αν υπάρχει έλλειψη γνώσης ή σκοπιμότητα πίσω από αυτή την απόφανση πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού είναι συλλογή κειμένων του Καστοριάδη από το 1952 έως το 1978, δηλαδή κειμένων προ και μετά της ρήξη με τον μαρξισμό. Γνωρίζουμε ότι ο μαρξισμός παραδέχεται του Κράτος και το προϋποθέτει, ωστόσο η ρήξη του Καστοριάδη με την μαρξική φιλοσοφία είναι και ρήξη με την έννοια του Κράτους και μάλιστα ριζική. Η άποψη λοιπόν που ζητά να επανοικειοποιηθεί ολόκληρο τον Καστοριάδη προς χάριν της κρατιστικής σκέψης είναι μία πρόκληση και πρόσκληση για σκέψη.
Χρησιμοποιούμε την λέξη ‘κράτος’ με την ευρεία της έννοια, όμως η έννοια αυτή δεν είναι πραγματικά τόσο ευρεία για να ενσωματώσει κάθε μορφή εξουσίας και κάθε μορφή πολιτικής θέσμισης που εμφανίστηκε στην Ιστορία. Για να αποφύγουμε το λάθος της ταύτισης του Κράτους με την Εξουσία, λάθος που είναι εντυπωμένο βαθιά στην νεώτερη πολιτική θεωρία και είναι δύσκολο να εντοπιστεί, όπως θα δούμε στα παρακάτω κεφάλαια, πρέπει καταρχάς να θέσουμε έναν γενικό ορισμό της έννοιας αυτής. Γενικό και όχι συγκεκριμένο γιατί κράτος υπάρχει από την εποχή της θεσμισμένης ιεραρχίας, από την εποχή των ιερατείων των Χαλδαίων (είναι ερώτημα κατά πόσο οι λίγο παλαιότεροι Σουμέριοι είχαν τέτοιο παντοδύναμο ιερατείο) σε πολυποίκιλλες μορφές και κάθε κράτος είναι συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικά. Παράλληλα όμως, υπήρξαν πολύ παλαιότερες αλλά και σύγχρονες των κρατών κοινωνίες δίχως κράτος. Κάποια γενικά χαρακτηριστικά μπορούν να βοηθήσουν στην διάκριση του κράτους και την εξουσίας.
Αναφέρει ο Καστοριάδης: ‘Κράτος υπάρχει εκεί που υπάρχει κρατικός μηχανισμός χωριστός από την κοινωνία και στην πράξη ανεξέλεγκτος, όπως τον βλέπουμε σήμερα ακόμα και στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες, δηλαδή τις χώρες όπου ισχύει ένα καθεστώς φιλελευθερης ολιγαρχίας.’2
Ο κρατικός μηχανισμός αναπτύσσεται ως μονοπωλιακός μηχανισμός αναπαραγωγής, διατήρησης, διανομής, της εξουσιαστικής κοινωνικής ομάδας και ενσωματώνει τις πολιτικές λειτουργίες της νομοθέτησης, της απόφασης, της εκτέλεσης και της δικαιοσύνης, διαχωρίζοντάς τες από το κοινωνικό σώμα και διατηρώντας το μονοπώλιο τόσο του νόμιμου λόγου όσο και της νόμιμης βίας. Ως τέτοιος ενσωματώνει τον κοινωνικό χρόνο και τον διαμορφώνει άνωθεν ως επίσημη κοινωνική χρονικότητα. Στην πραγματικότητα ενσωματώνει και μεγάλες περιοχές της οικονομικής σφαίρας, ακόμη και στις πλέον νεοφιλελευθερες πολιτικές, στο βαθμό που αποτελεί την θεσμική τους επικύρωση και στο βαθμό που αναπτύσσεται και ως οικονομική δραστηριότητα, τόσο εσωτερικής διαπλοκής όσο και εξωτερικής επιχειρηματικότητας.
Η νεωτερική πολιτική φιλοσοφία, επιχειρώντας την λεγόμενη ‘διάκριση των εξουσιών’ και την θέση συνταγματικών περιορισμών στον ‘ανεξέλεγκτο’ αυτό μηχανισμό, απλώς έθεσε σχηματικές διακρίσεις δικαιοδοσίας πίσω από τις οποίες η σύγκλιση και η διαπλοκή των κέντρων εξουσίας συνεχίζεται αδιάκοπα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματικό διαχωρισμό της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας (πόσω μάλλον της λεγόμενης 4ης, δημοσιογραφικής εξουσίας, η οποία ως τόσο ήδη θρυμματίζεται) καθώς οι κυβερνήσεις και οι κεφαλαιούχοι χρηματοδότες τους επικαλύπτουν τις επιμέρους εξουσίες, τόσο ως κράτος, όσο και ως εταίροι του κράτους, αλλά και ως παρακράτος. Η μονοπώληση της εξουσίας από το κράτος είναι ο πραγματικά προβληματικός διαχωρισμός που έχει επιβληθεί και στην βάση αυτού του διαχωρισμού της εξουσίας από την κοινωνία έχει στηθεί η ίδια η υπόσταση του κράτους. Δεν είναι όμως η μόνη ιστορική εναλλακτική. Για να μην ταξιδέψουμε σε άγνωστους πολιτισμούς, αλλά στον πλέον γνωστό μας άγνωστο, θα παραθέσουμε το παράδειγμα που ο Καστοριάδης αναφέρει, μιας αντίθετης αντίληψης.
‘Η ιδέα του «Κράτους» ως ενός θεσμού διακριτού και διαχωρισμένου από το σώμα των πολιτών δεν θα ήταν κατανοητή από έναν (αρχαίο) Έλληνα. Βεβαίως, η πολιτική κοινότητα υπάρχει σε ένα επίπεδο το οποίο δεν ταυτίζεται με τη συμπαγή, ‘εμπειρική’, πραγματικότητα των τόσο πολλών χιλιάδων ανθρώπων που συνέρχονται σε δεδομένο τόπο και δεδομένο χρόνο. […] Ωστόσο η διάκριση δεν γίνεται μεταξύ «Κράτους» και «πληθυσμού» αλλά μεταξύ του διαρκούς, συσσωματωμένου σώματος των αειθαλών και απρόσωπων Αθηναίων και απυτών που ζουν και αναπνέουν [στην πόλη].’3
Εδώ η διάσταση μεταξύ της φαντασιακής πολιτικής κοινότητας και της υπαρκτής δεν είναι μία διάκριση που επισυμβαίνει στο θεσμικό-κοινωνικό επίπεδο ως διάκριση δικαιοδοσίας και στεγανοποίηση της εξουσίας, αλλά στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασιακού ως διάσταση μεταξύ του θεσμού και της πραγματικότητας. Αντιθέτως, η ύπαρξη των κρατικών θεσμών στηρίζεται σε μία ιεροποίηση της διάκρισης και μία ταυτόσημη σμίκρυνση των ορίων φαντασιακής πολιτικής κοινότητας στα όρια μίας ολιγαρχικής ελίτ ή ακόμη και μίας δυναστικής οικογένειας που ορίζει το θεσμικό επίπεδο. Ακόμη και στην αρχαία Αθήνα η φαντασιακή πολιτική κοινότητα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και περιελάμβανε μονάχα τους γηγενείς άνδρες, πράγμα για μας απαράδεκτο φυσικά, ωστόσο έστω και έτσι παραμένει πολύ πιο διευρυμένη από οποιαδήποτε κρατική θέσμιση, αφού καθένας μετείχε στην εξουσία. Στο σύγχρονο πρόταγμα της ελευθερίας τα όρια της φαντασιακής πολιτικής κοινότητας, δεν μπορούν παρά να περιλαμβάνουν ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Το νεωτερικό εθνοκράτος, θεμελιωμένο όχι στην Θεία αυθεντία, αλλά στην αυθεντία μίας υποτιθέμενης γενικής βούλησης, και συγκροτημένο με όρους εθνικής ομοιογένειας και καθετοποιημένης γραφειοκρατικής εξουσίας, υποτίθεται, σύμφωνα με τον κυρίαρχο ιδρυτικό μύθο, ότι αντιπροσωπεύει το έθνος, την κοινωνία νοούμενη ως ‘έθνος’, ενάντια στα ιδιωτικά και ξένα συμφέροντα που το επιβουλεύονται. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε δύο ιδιαίτερους εθνοκρατικούς θεσμούς που αποτελούν ενσωματώσεις κοινωνικών λειτουργιών στις τεχνικές της εξουσίας και είναι η κρατική υποχρεωτική παιδεία και η στρατιωτική θητεία, παρότι και τα δύο παραχωρούνται ξανά στο ιδιωτικό κεφάλαιο σήμερα. Όμως κατά τη διάρκεια της συγκρότησης των εθνοκρατών τον 19ο αιώνα, αυτοί οι δύο θεσμοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εθνική και γλωσσική ομογενοποίηση των πληθυσμών, καθώς έστησαν έναν μηχανισμό εκπαίδευσης και επιβολής καθολικό και υποχρεωτικό από τη νεαρή ηλικία, αναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό πλευρές του εκκοινωνισμού που τυπικά ανήκαν στην οικογένεια. Το εθνοκράτος, ως ‘εκπρόσωπος’ της ‘ενιαίας’ βούλησης του λαού μπορεί να υποκαταστήσει την οικογένεια, ως διευρυμένο γένος καθώς στηρίζεται σε μία πιο εκλεπτυσμένη θεωρία πολιτικού πατερναλισμού.
Η κλασική φιλελεύθερη πολιτική θεωρία του Διαφωτισμού, όπως είδαμε, επικαλείται ένα υποθετικό ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων και φυσικά τους δεσμεύει να λειτουργούν προς όφελος της γενικής κοινωνικής ευημερίας. Φυσικά, σαν ιδρυτικός μύθος, ο μύθος είναι εντελώς επίπλαστος. Παραπάνω προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε την φιλοσοφική και ηθική έκπτωση του νεωτερικού εθνοκράτους παρουσιάσαμε πιο λεπτομερώς αυτή την μεταφυσική μυθολογία. Ωστόσο, το ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ αποτελεί μία ισχυρότατη σημασία δικαίωσης της σημερινής κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας και ενσαρκώνεται θεσμικά στην μορφή του Συντάγματος4, ως του θεμελιώδους νόμου που εξασφαλίζει τους όρους και τα όρια της κρατικής κυβερνητικής εξουσίας, παρότι όλοι ξέρουμε ότι στην κοινωνική πραγματικότητα αυτά αποτελούν κενό γράμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η υπαρκτή εξουσία ξεπερνά αναιδώς και αφειδώς τα συνταγματικά της όρια όταν αυτό καταστεί αναγκαίο για την διατήρησή της χωρίς μεγάλο κόστος. Υπάρχει ένα λογικό και νοηματικό κενό πίσω από την ίδια την ιδέα μιας εθελούσιας παραχώρησης της κοινωνικής εξουσίας στο κράτος, μίας παραχώρησης που συνέβη άπαξ (δηλαδή δεν συνέβη ποτέ) αλλά νομιμοποιεί πλήρως τους κεντρικούς θεσμούς της κρατικής πλέον εξουσίας και ιδίως την ταύτιση της έννοιας της εξουσίας με το κράτος.
Το νεωτερικό εθνοκράτος, ωστόσο, αποτελεί μία κοινωνικοϊστορική μορφή όπου συνδυάζεται το ιστορικό ρεύμα του πολιτικού φιλελευθερισμού με το όμορο ιστορικό ρεύμα του οικονομικού καπιταλισμού. Σαν δίδυμα ρεύματα που ανήκουν στο ίδιο ευρύτερο ευρωδυτικό κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο, ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο οικονομικός καπιταλισμός έχουν βαθιές ρίζες στον ύστερο Μεσαίωνα αλλά ξεσπούν και επιβάλλονται με τις επαναστάσεις του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, την Βιομηχανική, την Αμερικάνικη, τη Γαλλική, ως κυρίαρχες θεσμίσεις. Γκρεμίζουν τις παλιές κοινωνικές φαντασιακές σημασίες της φεουδαρχικής θεολογίας (στην περιφέρεια αυτής της δημιουργίας, στα Βαλκάνια π.χ., τέτοιες σημασίες επιβιώνουν ακόμη στο κοινωνικό φαντασιακό και στην πραγματική, αν όχι θεσμική, λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων) και επιβάλλουν τον εμπορικό εξισωτισμό, την απεριόριστη ανάπτυξη, την ορθολογική κυριαρχία και την αυτονόμηση της οικονομίας και της τεχνικής ως κυρίαρχα φαντασιακά πρότυπα. Η παλαιά ταύτιση Κράτους- Εξουσίας αποκτά νέα φυσιοκρατικά και επιστημονικοφανή εργαλεία δικαίωσης με την μεταφυσική του Έθνους που επιβάλλεται ακόμη και σε πολυεθνικές κοινωνίες (π.χ. το Αμερικάνικο Έθνος, αυτή η πολύχρωμη και πολύβοη κατασκευή). Το νεωτερικό εθνοκράτος, είτε στην ‘δυτική’ είτε στην ‘σοσιαλιστική’ του εκδοχή, δεν μπορεί λοιπόν να διαχωριστεί από τους οικονομικούς μηχανισμούς του διεθνούς καπιταλισμού, παρότι θεωρητικά υποτίθεται ότι είναι απόλυτα διακριτό από την ‘αγορά’.
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη σημερινή εποχή ο κλονισμός των θεμελίων εγκυρότητας του Κράτους υπήρξε συνέπεια της πιστωτικής κρίσης του χρηματιστηριακού καπιταλισμού. Η διαπιστωμένη αυτονόμηση της οικονομικής σφαίρας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η οποία συνδυάζεται με την απόλυτη επιβολή των κυρίαρχων καπιταλιστικών φαντασιακών σημασιών της απεριόριστης ανάπτυξης και της διαρκούς συσσώρευσης κέρδους στην σφαίρα του πολιτικού και την βαθιά τους διείσδυση στο μάγμα του κοινωνικού φαντασιακού τόσο στο βάθος της συλλογικής ιδιοεικόνας της κοινωνίας όσο και στην επιφάνεια του πολιτικού και θεωρητικού λόγου, συνεπάγεται μία μεταφορά της εξουσιαστικής αυθεντίας στις οικονομικές δομές και την συνεπακόλουθη πρόσδεση των κρατικών θεσμών στο άρμα των κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών. Η ‘ορθολογικότητα’ του καπιταλιστικού συστήματος ουσιαστικά είναι μία κακότεχνη εργαλειακή ορθολογικότητα οιωνεί αυτονομήσιμων δικτύων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και ένας διαπιστωμένος παραλογισμός5, ωστόσο επικυριαρχεί και ισχυροποιεί την εξίσου παράλογη ‘ορθολογικότητα’ του Κράτους.
Η εμφάνιση της δημοκρατίας, ως άμεσης δημοκρατίας, αποτελεί την εμφάνιση της πολιτικής, ως πραγματικής πολιτικής, πολιτικής με στόχο την ελευθερία. Η πολιτική, για τον Καστοριάδη, αποτελεί την ρητή αμφισβήτηση της κοινωνικής θέσμισης και την συνειδητή αυτοκριτική δραστηριότητα του συνόλου της κοινωνίας πάνω στο ζήτημα των νόμων και των θεσμών. Η πολιτική, με άλλα λόγια, δεν αποτελεί απλώς τη σφαίρα της ρητής εξουσίας, όπως το κρατικό, αλλά την έμπρακτη αμφισβήτηση των σημασιών στο επίπεδο της κοινωνίας.
Στο κοινωνικό επίπεδο αυτή η αμφισβήτηση πραγματώνεται με την δημιουργία ενός πραγματικά δημόσιου χώρου, χώρου λήψεως των πολιτικών αποφάσεων και τη γεφύρωση της αντίθεσης δημοσίου – ιδιωτικού με την έμπρακτη συμμετοχή των πολιτών στην λήψη των αποφάσεων και στην υλοποίησή τους. Η κοινωνική πραγματικότητα διαρθρώνεται έτσι σε έναν πόλο πλήρως ιδιωτικό, τον οίκο, σε έναν πόλο ιδιωτικό- δημόσιο, την αγορά και σε έναν χώρο πλήρως δημόσιο, την Εκκλησία του δήμου ή την συνέλευση. Ο δημόσιος χρόνος επίσης αποδίδεται, τουλάχιστον όσο αφορά το πολιτικό σώμα όμως το πολιτικό σώμα στο δικό μας πρόταγμα αγκαλιάζει εν δυνάμει όλη την ανθρωπότητα, αποδίδεται λοιπόν ο δημόσιος χρόνος στην πολιτική απόφαση και στην ατομική δημιουργία εντός του δημόσιου χώρου (η τραγωδία) όπως και στις συλλογικές διαδικασίες νομοθεσίας και απόδοσης δικαιοσύνης. Υπό αυτή την έννοια ο ιδιωτικός χρόνος είναι ο χρόνος της εργασίας, αντιστρόφως προς αυτό που συμβαίνει σήμερα ότι ο ιδιωτικός χρόνος έχει ταυτιστεί απόλυτα με τον ελεύθερο χρόνο. Ο ελεύθερος χρόνος, ο χρόνος της ελευθερίας, δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει και μία διακριτή ιδιωτική διάσταση, όμως δεν μπορεί και να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα δίχως να πάψει να είναι ελεύθερος, καθώς η ελευθερία θεσμίζεται κοινωνικά και σαν νόημα δημόσιο τόσο ως χώρος όσο και ως χρόνος, όπως φανερώνουν οι πολύωρες, αλλά δημιουργικές και σοβαρότατες συνελεύσεις της άμεσης δημοκρατίας.
Παρόλο που η ριζική υποεξουσία, η εξουσία της γλώσσας και της παιδείας δεν μπορεί να καταργηθεί, ούτε φυσικά οι θεσμοί, ωστόσο η εν δυνάμει πλήρης και άμεση συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη και κυρίως, στην εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων, καταργεί το κράτος ως διαχωρισμένη εξουσία και την αυθεντία, ως ιερή εξουσία. Καταργεί επίσης κάθε έννοια αντιπροσώπευσης αναγνωρίζοντας κάθε άτομο ως αυτόνομο και την αυτονομία αυτή ως προϋπόθεση αλλά και βλέψη της αυτονομίας όλων, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να αποφασίσει εκ μέρους του. Ξανά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η αυτονομία που πραγματώνεται από το άτομο κοινωνικά, ορίζει και έναν διαφορετικό κοινωνικό ιδιόχρονο, έναν συλλογικό χρόνο ο οποίος δεν μπορεί να διατεθεί ή να εκπροσωπηθεί δίχως να πληγεί η ελευθερία του ατόμου. Ο νόμος ισχύει για όλους όμως το περιεχόμενό του είναι προς συζήτηση και έτσι ο ίδιος ο νόμος, ως ουσία της θεσμίζουσας δραστηριότητας της πόλεως, τίθεται ρητά και συνειδητά υπό την επίδραση του Χρόνου. Η κοινωνία ανοίγοντας το ερώτημα του Νόμου ουσιαστικά αναγνωρίζει τη θνητότητα των θεσμών της. Αναγνωρίζει πως ο νόμος μπορεί να αλλοιωθεί, είτε συνειδητά είτε από το πέρασμα του Χρόνου και επιλέγουν οι ελεύθεροι πολίτες μια ενεργητική στάση απέναντι σε αυτή την αναπόδραστη αλλοίωση.
Μία πραγματικά πολιτική στάση οφείλει να αρνηθεί και να αναιρέσει την ταύτιση εξουσίας και κράτους, ώστε να καταστεί δυνατή η άρνηση του κρατικού και ιεραρχικού φαντασιακού και ταυτόχρονα η δημιουργία νέων ελευθεριακών μορφών απόδοσης και άσκησης της εξουσίας, δηλαδή αντιιεραρχικών και αμεσοδημοκρατικών θεσμών, όπου ο φορέας εξουσίας να είναι το αυτόνομο άτομο και όπου η πολιτική ελευθερία μπορεί να νοηθεί ταυτόχρονα ως πράξη και υπευθυνότητα. Το πολιτικό πράττειν απόκτά ουσία όταν πέρα από μορφές αντίστασης δημιουργεί θεσμούς ελευθερίας. Αιχμές αυτού του πράττειν μπορεί να είναι η άρση της αντίθεσης αρχής δημόσιου – ιδιωτικού, με την θεώρηση του δημόσιου ως κοινωνικού, με την άρση της ταύτισης κρατικού- δημόσιου και κράτους – εξουσίας, με την διαμόρφωση μίας πραγματικά κοινωνικής εξουσίας και την κατάργηση του κράτους. Η απόδοση του πραγματικού δημόσιου χώρου και χρόνου και των εξουσιών που αυτός συνολίζει, πίσω στην κοινωνία και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά, καταργεί και την περίφημη επίπλαστη αντίφαση πολιτικού – κοινωνικού.
Συνεπώς, δεν είναι μόνο το πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας στην σκέψη του ύστερου Καστοριάδη (μετά το 65) αντίθετο προς την έννοια του κράτους ή μίας κεντρικής κυβέρνησης, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, η άμεση δημοκρατία, τόσο ως νόημα όσο και ως εμπειρία. Τα υπόλοιπα είναι ακροβασίες.
 1 Βλ. Το άρθρο όπως αναδημοσιεύεται στην συλλογή ‘5 οικουμενικοί έλληνες στοχαστές’ σελ.72, εκδ. Των Συναδέλφων, Αθήνα 2014
 2 Κ.Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, σελ. 65
 3 Κ.Καστοριάδης, Philosophy, Politics, Autonomy, σελ. 110
 4 Οφείλουμε να αναφέρουμε την εξαίρεση της Αγγλίας, που είναι και η μήτρα των σημασιών του εθνικού κράτους και του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπως βεβαίως και του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του βιομηχανικού καπιταλισμού, πάντοτε ένα ιστορικό βήμα πιο πέρα από την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου έγινε η πρώτη νεωτερική καρατόμηση βασιλιά ήδη από τον 17ο αιώνα, αλλά δεν υπάρχει Σύνταγμα.
5Βλ. σχετικά Κ.Καστοριάδης, Η ‘ορθολογικότητα’ του καπιταλισμού, εκδ. Ύψιλον, 1998

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΣΜΕΝΟΣ

(αναδημοσίευση από το kaboomzine.com: https://www.kaboomzine.com/el/i-theoria-pairnei-thesi/state-power-autonomy.html)

David Graeber – Γιατί ο κόσμος αγνοεί τους Κούρδους επαναστάτες στη Συρία;

ku

Μετάφραση Μ.Θεοδοσιάδης
Μέσω Guardian

Το 1937, ο πατέρας μου προσφέρθηκε εθελοντικά να πολεμήσει στις Διεθνείς Ταξιαρχίες για την υπεράσπιση της Ισπανικής Δημοκρατίας. Ένα επίδοξο φασιστικό πραξικόπημα είχε διακοπεί προσωρινά από μια εξέγερση εργατών, καθοδηγούμενη από αναρχικούς και σοσιαλιστές, και σε μεγάλο τμήμα της Ισπανίας μια πραγματική κοινωνική επανάσταση ακολούθησε, έχοντας ως αποτέλεσμα ολόκληρες πόλεις να περάσουν κάτω από αμεσοδημοκρατική διαχείριση, βιομηχανίες υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, και τη ριζοσπαστική ενδυνάμωση των γυναικών.

Οι Ισπανοί επαναστάτες ήλπιζαν να δημιουργήσουν ένα όραμα για μια ελεύθερη κοινωνία, που όλος ο κόσμος θα μπορούσε να ακολουθήσει. Αντ ‘αυτού, παγκόσμιες δυνάμεις προτίμησαν μια πολιτική «μη παρέμβασης» και διατήρησαν έναν αυστηρό αποκλεισμό στη δημοκρατία, ακόμα αφότου ο Χίτλερ και τον Μουσολίνι (που δήθεν είχαν υπέγραψει συμφωνία) άρχισαν να στέλνουν στρατεύματα με στόχο να ενισχύσουν τη φασιστική πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν ένας χρόνιος εμφύλιος πόλεμος, που έληξε με την καταστολή της επανάστασης και μερικές από τις πιο αιματηρές σφαγές ενός αιματηρού αιώνα.

Ποτέ στη ζωή μου δεν σκέφτηκα ότι το ίδιο πράγμα θα μπορούσε ξανά να συμβεί. Προφανώς, δεν υπάρχει ιστορικό γεγονός που συμβαίνει ποτέ πραγματικά δύο φορές. Υπάρχουν χιλιάδες διαφορές μεταξύ του τι συνέβη στην Ισπανία το 1936 και του τι συμβαίνει στη Ροζάβα, τις τρεις ευρέως Κουρδικές επαρχίες της βόρειας Συρίας, σήμερα. Αλλά μερικές από τις ομοιότητες είναι τόσο εντυπωσιακές και τόσο θλιβερές, που θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μου – όντας κάποιος που μεγάλωσε σε μια οικογένεια της οποίας οι πολιτικές πεποιθήσεις ποικιλοτρόπως καθορίστηκαν από την ισπανική επανάσταση – να πω ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε το ίδιο τέλος και πάλι.

Η αυτόνομη περιοχή της Ροζάβα, όπως υπάρχει σήμερα, είναι ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία εν τούτοις ένα πολύ φωτεινό που αναδύεται από την τραγωδία της συριακήςεπανάστασης. Έχοντας εκδιώξει πράκτορες του καθεστώτος Άσαντ το 2011, και παράτην εχθρότητα από σχεδόν όλους τους γείτονές της, η Ροζάβα έχει όχι μόνο διατηρήσειτην ανεξαρτησία της, αλλά αποτελεί ένα αξιόλογο δημοκρατικό πείραμα. Λαϊκές συνελεύσεις έχουν δημιουργηθεί, ως το απόλυτο όργανο λήψης αποφάσεων,συμβούλια έχουν επιλεγεί με προσεκτική εθνοτική ισορροπία (σε κάθε δήμο, για παράδειγμα, τα τρία κορυφαία στελέχη πρέπει να περιλαμβάνουν έναν Κούρδο, ένανΆραβα και έναν Ασσύριο ή Αρμένιο Χριστιανό, και τουλάχιστον το ένα από τα τρία άτομαπρέπει να είναι μια γυναίκα), υπάρχουν συμβούλια γυναικών και νεολαίας, και, σε μιααξιοσημείωτη αντήχηση της ένοπλης Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες) της Ισπανίας, ένας φεμινιστικός στρατός, η πολιτοφυλακή του YJA Star” Ένωση τωνΕλεύθερων Γυναικών (το αστέρι εδώ αναφέρεται στην αρχαία θεά της Μεσοποταμίας,την Ιστάρ), έχει αναλάβει ένα μεγάλο ποσοστό πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον τωνδυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους.

Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει και να εξακολουθεί να αγνοείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη διεθνή κοινότητα, ακόμη, και σε μεγάλο βαθμό, από τη ΔιεθνήΑριστερά; Κυρίως, φαίνεται ότι, επειδή το επαναστατικό κόμμα της Ροζάβα, το PYD,εργάζεται συμμαχικά με το Τουρκικό Κόμμα των Κούρδων Εργατών (PKK), έναμαρξιστικό αντάρτικο κίνημα που έχει από τη δεκαετία του 1970 εμπλακεί σεμακροχρόνιο πόλεμο εναντίον του τουρκικού κράτους. Το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η ΕΕεπισήμως το κατέταξαν στις «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Εν τω μεταξύ, οι αριστεροίσε μεγάλο βαθμό το διαγράφουν θεωρώντας το σταλινικό.

Αλλά, στην πραγματικότητα, το ίδιο το PKK δεν έχει πλέον καμία σχέση με το παλιό,πάνωκάτω λενινιστικό κόμμα, που ήταν κάποτε. Η δική του εσωτερική εξέλιξη καθώς και η θεωρητική μεταστροφή του δικού του ιδρυτή, Aμπουλάχ Οτσαλάν, που έλαβε χώρα ενώ ο ίδιος βρίσκεται φυλακισμένος σε ένα τουρκικό νησί από το 1999, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει εντελώς τους στόχους και την τακτική του.

Το PKK έχει δηλώσει ότι δεν επιδιώκει πια να δημιουργήσει ένα κουρδικό κράτος. Αντ ‘αυτού, εμπνευσμένο εν μέρει από το όραμα της κοινωνικής οικολογίας του αναρχικούΜάρεϊ Μπούκτσιν, έχει υιοθετήσει το όραμα του «ελευθεριακού κοινοτισμού»,καλώντας τους Κούρδους να δημιουργήσουν ελεύθερες αυτοδιοικούμενες κοινότητεςμε βάση τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, οι οποίες [κοινότητες] θα έρθουν κοντά η μία με την άλλη ξεπερνώντας τα εθνικά σύνορα, για τα οποία υπάρχει η πίστη ότι με την πάροδο του χρόνου θα χάσουν όλο και περισσότερο το νόημά τους. Έτσι λοιπόν,πρότεινε τον κουρδικό αγώνα ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για ένα παγκόσμιο κίνημα προς την πραγματική δημοκρατία, τη συνεργατική οικονομία, και τησταδιακή διάλυση του γραφειοκρατικού κράτους-έθνους.

Από το 2005 το ΡΚΚ, εμπνευσμένο από τη στρατηγική των ανταρτών Ζαπατίστας στην Τσιάπας, κήρυξε μονομερή κατάπαυση του πυρός με το τουρκικό κράτος και άρχισε ναεπικεντρώνει τις προσπάθειές του στην ανάπτυξη δημοκρατικών δομών στις περιοχέςπου ήδη ελέγχει. Ορισμένοι αμφισβητούν πόσο σοβαρά όλα αυτά είναι πραγματικά.Σαφώς, αυταρχικά στοιχεία παραμένουν. Αλλά το τι συνέβη στη Ροζάβα, όπου η Συριακή επανάσταση έδωσε στους Κούρδους ριζοσπάστες την ευκαιρία για διεξαγωγή τέτοιων πειραμάτων σε ένα μεγάλο και συναφή έδαφος, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από προσπάθεια επίδειξης. Συμβούλια, συνελεύσεις και λαϊκές πολιτοφυλακές έχουν σχηματιστεί, το καθεστώς ιδιοκτησίας έχει μετατραπεί σεεργατική διαχείριση συνεταιρισμών και όλα αυτά παρά τις συνεχείς επιθέσεις τωνακροδεξιών δυνάμεων της ISIS. Τα αποτελέσματα ανταποκρίνονται στον ορισμό μιας κοινωνικής επανάστασης. Στη Μέση Ανατολή, τουλάχιστον, αυτές οι προσπάθειεςέχουν παρατηρηθεί: ιδιαίτερα αφότου οι δυνάμεις του PKK και της Ροζάβαπαρενέβησαν πολεμώντας νικηφόρα στο δρόμο τους μέσω του εδάφους της ISIS στο Ιράκ για να σώσουν χιλιάδες Γεζίντι πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στο όροςΣινχάρ αφότου οι τοπικοί πεσμεργκά εγκατέλειψαν το πεδίο. Αυτές οι ενέργειεςευρέως γιορτάζονταν στην περιοχή, αλλά και αξιοσημείωτα έχουν περάσει σχεδόν απαρατήρητες από τον Ευρωπαϊκό ή το Βορειοαμερικανικό Τύπο.

Τώρα η ISIS έχει επιστρέψει, με σειρές από Αμερικανικής κατασκευής άρματα μάχηςκαι βαρύ πυροβολικό που λαμβάνει από τις ιρακινές δυνάμεις, για να πάρει εκδίκησηενάντια σε πολλές από αυτές τις ίδιες επαναστατικές πολιτοφυλακές στο Κομπάνι,δηλώνοντας την πρόθεσή της να σφαγιάσει και να υποδουλώσει ναι, κυριολεκτικά να υποδουλώσει το σύνολο του άμαχου πληθυσμού. Εν τω μεταξύ, ο τουρκικός στρατόςβρίσκεται στα σύνορα εμποδίζοντας ενισχύσεις ή πυρομαχικά να φτάσουν στουςυπερασπιστές, και τα αεροπλάνα των ΗΠΑ βουίζουν από ψηλά, πραγματοποιώνταςπεριστασιακά, συμβολικά, πολύ μικρά χτυπήματα προφανώς, μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να πουν ότι σαν μια ομάδα που ισχυρίζεται πως είναι σε πόλεμο μεαυτούς που προσπαθούν να συντρίψουν τους υπερασπιστές ενός μεγάλουδημοκρατικού πειράματος στον κόσμου, δεν έμειναν απολύτως απαθείς.

Αν σήμερα υφίσταται κάτι παράλληλο με τους επιφανειακά κατανυκτικούςδολοφονικούς Φαλαγγίτες του Φράνκο, τί άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από τηνISIS; Αν υπάρχει ένας παραλληλισμός με την Mujeres Libres της Ισπανίας, ποιός άλλος θα μπορούσε να είναι, πέρα από τις θαρραλέες γυναίκες που υπερασπίζονται ταοδοφράγματα στο Κομπάνι; Πρόκειται ο κόσμος και αυτή τη φορά πιο σκανδαλωδώςαπό όλα, η διεθνής αριστερά πραγματικά να καταστεί συνένοχος αφήνοντας τηνιστορία επαναληφθεί;

Αναδημοσίευση απόhttp://eagainst.com/articles/why-is-the-world-ignoring-the-revolutionary-kurds-in-syria/