Λουίτζι Φάμπρι, Αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό

Ο Ιταλός αναρχικός Λουίτζι Φάμπρι ( Φαμπριάνο, Ιταλία 1877 – Μοντεβιδέο,Ουρουγουάη 1935) είναι μια από τις  σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ιταλικού αναρχοκομουνισμού αλλά και του παγκόσμιου αναρχισμού γενικότερα.  Η συμβολή του στην οργάνωση και τη θεωρητική επεξεργασία του αναρχικού κινήματος είναι τεράστιας σημασίας και θα λέγαμε ότι δεν έχει τύχει ακόμη της προσοχής που του αναλογεί. Αναλύοντας το μύθο της βίας και τις αστικές του ρίζες ακόμη και ανάμεσα στους αναρχικούς, αποδεικνύει ότι είναι επιζήμιος για την κοινωνική επανάσταση.  Εντοπίζει (από το 1906) ιδιαίτερα στις πρακτικές και τις θεωρίες των αναρχοατομικιστών ρίζες του αστικού ήθους που αντιφάσκουν με τον αναρχισμό.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πρέπει αρχικά να αποσαφηνίσουμε την ορολογία μας. Δεν υπάρχει θεωρία του «βίαιου αναρχισμού». Ο αναρχισμός αποτελεί μια σύνθεση κοινωνικών πεποιθήσεων που έχουν ως κοινή τους βάση την εξάλειψη της καταπιεστικής εξουσίασης ανθρώπου από άνθρωπο’  η πλειοψηφία των οπαδών του απορρίπτει κάθε μορφή βίας και θεωρεί τη βία θεμιτή μόνο ως μορφή αυτοάμυνας. Καθώς όμως δεν υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα  στην άμυνα και την επίθεση, και καθώς η σημασία της άμυνας μπορεί να γίνει αντιληπτή με πολύ διαφορετικούς τρόπους, διαπράττονται κατά καιρούς από αναρχικούς βίαιες πράξεις υπό μορφή ατομικής εξέγερσης, οι οποίες στρέφονται ενάντια στη ζωή των αρχηγών κρατών και των αντιπροσώπων της άρχουσας τάξης – θα προσδώσουμε στις εκδηλώσεις αυτές ατομικής βίας τον όρο «βίαιος αναρχισμός» χάριν ευκολίας και μονό, και όχι γιατί ο όρος αυτός αντανακλά την πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κινήματα διάγουν περιόδους κατά τις οποίες διαπράττουν έπ’ ονόματι τους βίαιες πράξεις εξέγερσης — συνήθως όταν τα κινήματα αυτά βρίσκονται σε άκρα αντίθεση με τους κυρίαρχους πολιτικούς ή κοινωνικούς θεσμούς. Σήμερα, το κίνημα που βρίσκεται ή που δείχνει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και σ’ απόλυτη αντίθεση με τους κυρίαρχους θεσμούς, είναι ο αναρχισμός’ είναι λοιπόν λογικό το ότι οι εκδηλώσεις βίας ενάντια στους κυρίαρχους θεσμούς, υιοθετούν το όνομα και ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αναρχισμού. Μετά απ’ όσα ειπώθηκαν, θέλω να στρέψω για λίγο την προσοχή σε κάτι που φαίνεται ότι έχει περάσει απαρατήρητο: την επίδραση της λογοτεχνίας στην εκδήλωση πράξεων βίαιης εξέγερσης, και την επίδραση που δέχεται από τέτοιες πράξεις. Φυσικά δεν θα αναφερθώ στην κλασική φιλολογία, αν και θα βρείτε σίγουρα αιτιολογήσεις πολιτικών εγκλημάτων στον Κικέρωνα, την Βίβλο, τον Σαίξπηρ, τον Αλφιέρι, και σ’ όλα τα ιστορικά έργα που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι ανάμεσα στους νέους. Στις ιστορίες της Βίβλου για την Ιουδίθ, για τον Βρούτο στην αρχαία ιστορία, ακόμη και για τον Ορσίνι και τον Αγησίλαο Μιλάνο στην σύγχρονη ιστορία, βρίσκει κανείς μια ολόκληρη σειρά από πολιτικά εγκλήματα για τα οποία οι ιστορικοί κι οι ποιητές έχουν εκφράσει κατά καιρούς αδικαιολόγητες απολογίες, Δεν θέλω όμως ν’ αναφερθώ σ’ αυτά τα εγκλήματα γιατί έτσι θα ξεφύγω πολύ από το θέμα, και γιατί δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σε αυτά τον ρόλο που έπαιξαν οι διαφορετικές περιστάσεις, οι οποίες και τους προσέδωσαν διαφορετικά χαρακτηριστικά, θέλω μόνο ν’ αναφερθώ στην λογοτεχνία που έχει άμεση και φανερή σχέση με το είδος της πολιτικής πράξης που σήμερα χαρακτηρίζεται σαν «αναρχική».Μετά το 1880, έχουν επανειλημμένως διαπραχθεί πράξεις «βίαιου αναρχισμού», στην πλειοψηφία τους κατά το διάστημα 1891—1894, κυρίως στη Γαλλία, την Ισπανία, και την Ιταλία. Δεν ξέρω αν το παρατήρησε κανείς αλλά ακριβώς αυτή την περίοδο άνθισε στις χώρες αυτές, κυρίως στην Γαλλία, μια αισθησιοκρατική λογοτεχνία που δεν δίστασε να εξυμνήσει έως τον έβδομο ουρανό κάθε βίαιη «αναρχική” πράξη, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που ελάχιστα μπορούν να κατανοηθούν και. να δικαιολογηθούν” η γλώσσα της ήταν πράγματι μια παρότρυνση στην προπαγάνδα με την πράξη.

Οι συγγραφείς που επιδόθηκαν σ’ αυτό το είδος βίαιου λογοτεχνικού σπορ, βρίσκονταν σχεδόν όλοι εντελώς έξω από το αναρχικό κίνημα” ήσαν κυριολεκτικά σπάνιοι οι συγγραφείς στους οποίους η λογοτεχνική και καλλιτεχνική συνηγορία συνέπιπτε με μια αληθινή και γνήσια θεωρητική πίστη, με μια συνειδητή αποδοχή των αναρχικών αρχών. Στην ιδιωτική και δημόσια ζωή τους όλοι σχεδόν ενεργούσαν σε πλήρη αντίθεση με τα τρομερά πράγματα και τις φρικτές ιδέες που προπαγάνδιζαν στα άρθρα, τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα ή τα ποιήματα. Συμβαίνει πολύ συχνά να βρίσκει κανείς πολύ βίαιες «αναρχικές» διακηρύξεις στα έργα συγγραφέων που είναι ευρέως γνωστό ότι ανήκουν σε κόμματα/οργανώσεις διαμετρικά αντίθετες στον αναρχισμό- Ακόμη κι απ·’ αυτούς που φάνηκαν προς στιγμήν να ασπάζονται σοβαρά τις αναρχικές ιδέες. Μόνο ένας ή δύο διατήρησαν και μετά τον αρχικό διανοητικό τους προσανατολισμό. (Οι μόνοι που μπορώ να θυμηθώ είναι οι Μιρμπώ και Έκχουντ). Οι άλλοι, μετά από δύο ή τρία μόλις χρόνια, καταλήγουν να υποστηρίζουν ιδέες εντελώς αντίθετες μ’ αυτές που αρχικά υποστήριζαν με τόση σφοδρότητα.Ο Ραβασόλ, που ακόμη και ανάμεσα στους αναρχικούς αντιπροσωπεύει τον βίαιο εξεγερμένο που απολαμβάνει την λιγότερη συμπάθεια, βρήκε πολλούς απολογητές ανάμεσα στους λογοτέχνες, από τον Μιρμπώ έως τον Πωλ Αντάμ, ο οποίος στα επόμενα χρόνια έγινε ένας μιλιταριστής μυστικιστής και ο οποίος εκφράστηκε για τον τρομερό δυναμιτιστή με τον πιο παράδοξο τρόπο που θα μπορούσε κανείς να εκφραστεί: «Εν τέλει», για να παραφράσω Τον Πωλ Αντάμ, «σ’ αυτούς τους αμφιλεγόμενους και ευτε­λείς καιρούς, ένας άγιος γεννήθηκε ανάμεσα μας.» Δεν ήταν, όμως, άγιος σαν τον «άγιο του Φογκατσάρο», για τον οποίο σήμερα ο Αντάμ θα έγραφε ίσως μια απο­λογία. Το πιο περίεργο είναι ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες εί­χαν μια τάση να επιδοκιμάζουν περισσότερο τις πράξεις εξέγερσης που οι αναρχικοί αγωνιστές επιδοκίμαζαν λιγό­τερο λόγω του κατάφωρα αντικοινωνικού χαρακτήρα των πράξεων αυτών. Ποιος δεν θυμάται την απάνθρωπη φράση, μολονότι ήταν ίσως αισθητικά ευχάριστη, του Λωρέν Τεγιάντ (που αργότερα έγινε εθνικιστής και μιλιταριστής), σ’ ένα επί­σημο γεύμα που δόθηκε από το LaPlume, το αξιόλογο παριζιάνικο περιοδικό των διανοουμένων, την εποχή μιας σειράς εκρήξεων από δυναμίτη στα 1893; Στο γεύμα αυτό, για συγγραφείς και ποιητές, ο Τεγιάντ, αναφερόμενος στις βομβιστικές επιθέσεις, εκστόμισε τη γνωστή φράση; «Τι σημασία έχουν τα θύματα αν η χειρονομία είναι όμορφη;” δεν χρειάζεται να πω ότι οι αναρχικοί αγωνιστές αποδο­κιμάζουν αυτήν την αισθητική θεωρία της βίας στο όνομα της φιλοσοφίας και του κινήματος τους’ όμως η φράση ει­πώθηκε και είχε απήχηση.Ο Μωρίς Μπάρες, που έγραψε ένα αξιοσημείωτα «ατο­μικιστικό» μυθιστόρημα, με τίτλο «Ο Εχθρός του Νόμου», το οποίο διέδιδαν οι αναρχικοί για προπαγανδιστικούς λόγους, έγραψε αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του Εμίλ Ανρύ (την πράξη του οποίου έκρινε με αυστηρότητα ο Ελιζέ Ρεκλί) ένα άρθρο που ξεχείλιζε από θαυμασμό και ενθουσιασμό. Δεν τολμώ να παραθέσω ούτε ένα μικρό έστω απόσπασμα απ’ αυτό γιατί στην Ιταλία ορισμένα πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν ούτε υπό την προστα­σία της λογοτεχνικής τεκμηρίωσης” οποιοσδήποτε όμως θέλει να ικανοποιήσει την περιέργεια του μπορεί να δια­βάσει την Επιθεώρηση του Παρισιού, της 28ης Μαΐου του 1894, και να διαφωτιστεί πλήρως για το θέμα.

Όσο για τον Βαγιάν, ο οποίος ήταν ένας αναρχικός που έριξε μια βόμβα στο γαλλικό κοινοβούλιο, δεν μπο­ρούμε να ξεχάσουμε τι έγραψε την επομένη της εκτέλεσης του ο Φρανσίς Κοππί, ο ονομαστός εθνικιστής ποιητής, ένας σύμμαχος και υποψήφιος των κληρικών: «Αφού διά­βασα τις λεπτομέρειες του αποκεφαλισμού του Βαγιαν, παρέμεινα σκεπτικός… Σε πείσμα του εαυτού μου, ένα άλλο θέαμα ξεπήδησε απότομα στο νου μου. Είδα μια ομάδα ανδρών και γυναικών να στριμώχνονται ο ένας δί­πλα στον άλλον, στη μέση ενός τσίρκου, υπό το βλέμμα του πλήθους, ενώ από κάθε πλευρά του τεράστιου αμφι­θέατρου ακουγόταν η τρομερή κραυγή “Στα λιοντάρια!” και κοντά στην ομάδα οι φύλακες των λιονταριών άνοιξαν τα κλουβιά των θηρίων. Ω! Συγχωρείστε με που σας ανα­καλώ στη μνήμη μου όταν αντικρίζω τους μελαγχολικούς ανθρώπους της εποχής μας… όμως στα μάτια του αναρχι­κού που βαδίζει προς την λαιμητόμο αστράφτει, ω! τι πό­νος!, η ίδια λάμψη της ατρόμητης τρέλας που φώτιζε τα δικά σας μάτια!»

Κάτι παρόμοιο θα πει αργότερα για τους δολοφόνους ο ονομαστός ψυχολόγος και λογοτέχνης Ενρίκ Λεϊρέ στο βιβλίο Στα Περίχωρα. Λίγο αργότερα, ο Λεϊρέ συγκέ­ντρωσε σ’ έναν τόμο και παρουσίασε στο κοινό τις προτά­σεις του «καλού δικαστή» Μανώ. θα μπορούσα να επε­κταθώ περισσότερο και ν’ αναφερθώ στις ένθερμες απολο­γίες και συνηγορίες υπέρ της αναρχικής βίας από συγγρα­φείς όπως οι Εντουάρ Κοντ, Σεβερίν, Ντεκαβέ,    Μπαρου-κάν κ.λπ.

Στα τέλη του 1897, εκδόθηκε στο Παρίσι το δραματικό έργο του Οκτάβ Μιρμπώ Κακοί Ποιμένες, το οποίο κατα­κλυζόταν από την πιο βίαιη και επαναστατική ρητορική. Έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τους διανοούμε­νους αυτής της πόλης. Σαν και τότε, την παραμονή της πτώσης της Βαστίλης, που οι αυλοκόλακες ποιητές και η ίδια η βασίλισσα, οι λογοτέχνες και όλα τα ευφυή πνεύ­ματα της αριστοκρατίας και της τάξης των ευγενών, ενθου­σιάζονταν από τις πνευματώδεις παραδοξολογίες των Εγκυκλοπαιδιστών, και οι κομψές κυρίες απάγγελναν με την θέληση τους την καυστική σάτιρα του Μπωμαρσαί και γοητεύονταν από τις αναρχικές φαντασιώσεις του Ραμπελαί, έτσι και οι αστοί διανοούμενοι της εποχής μας αρέ­σκονται να καταπιάνονται με την ποίηση και να μεγαλοποιούν τις εκρήξεις θυμού που αναβλύζουν κατά καιρούς από τα άδυτα της ανθρώπινης δυστυχίας.Ο ίδιος ο Εμίλ Ζολά, μόλις πήρε μέρος στη σύγκρουση με μια προειδοποιητική βολή, το Ζερμινάλ του, ένα ζο­φερό μυθιστόρημα καταστροφής, εξύμνησε τους αναρχι­κούς του Παρισιού και προσέδωσε, επίσης, ποιότητα στη μορφή του Σαλβά, ενός δυναμιτιστή, του οποίου τον χα­ρακτήρα ήταν εύκολο να αναγνωρίσουμε τον Βαγιάν — απεικονισμένο πολύ πιο βίαιο απ’ όσο πραγματική ήταν. Διαβάστε το Mellee  sociale του Κλεμανσώ, τις Κόκκινες Σελίδες του Σεβερίν, το SousLesabre του Ζαν Αζαλμπόρ, το Soleildesmorts του Μωκλαί, τα ChansondesGueux καιBlasphemes του Ζαν Ρισπέν, και το ΙdyllesDiaboliques του Αντόλφο Ρέτε’ ξεφυλλίστε τα λογοτεχνικά περιοδικό της αριστοκρατίας και θα βρείτε, στην πρόζα ή την ποίηση, σε καλλιτεχνικές κριτικές καθώς και σε κριτικές βιβλίου ή θεάτρου, λογοτεχνικές εκ­φράσεις που διακρίνονται από μια βιαιότητα του είδους που δεν θα βρείτε ποτέ στα αληθινά αναρχικά περιοδικά, και που δεν θα ακούσετε ποτέ από τα χείλη αληθινών αναρχικών.Είναι ευνόητο ότι οι λογοτέχνες έφτασαν να εκφράσουν προτάσεις που αντιφάσκουν ευθέως με τις πραγματικές τους πεποιθήσεις. Ο καλλιτέχνης αναζητά σε μια συμπεριφορά την ομορφιά κι όχι την ωφέλεια λόγω της προσέγγι­σης αυτής, ο ποιητής και o συγγραφέας ενθουσιάζονται από αυτό που ένας αναρχικός μπορεί να κατανοήσει αλλά όχι και να επιδοκιμάσει.

Η πράξη εξέγερσης, της οποίας δεν έχουν υπολογιστεί πλήρως οι συνέπειες, είναι ηθικά καταδικαστέα σαν κάθε άλλη απάνθρωπη πράξη, ακόμη κι αν διαπραχθεί με τις καλύτερες προθέσεις. η πράξη ενός χειρουργού που αποκόβει ένα πόδι ενώ απαιτείται μόνο ο ακρωτηριασμός ενός δάχτυλου, είναι εξίσου κατακριτέα. Όμως αυτού του είδους οι ανθρώπινες και κοινωνικές θεωρήσεις, αυτές οι διακρίσεις, περιφρονούνται από τα άτομα που δεν επιθυμούν την εξέγερση για τους σκοπούς που έχει, αλλά για αυτήν την ίδια και για την αισθητική · της ομορφιά. Τα άτομα αυτά είναι πάνω απ’ όλα καλλιτέ­χνες και συγγραφείς, μαθητές της σχολής του Νίτσε (που πoτέ δεν ήταν αναρχικός), ο οποίος εξέταζε όλες τις πρά­ξεις, οσοδήποτε τραγικές ή μεγαλειώδεις κι αν ήσαν, μόνο από αισθητική σκοπιά και δεν λάμβανε υπ’ όψιν του έν­νοιες όπως: καλό και κακό, ωφέλιμο και βλαβερό.Στην αναρχική σκέψη δεν διέκριναν τίποτε περισσότερο από την χειραφέτηση του ατόμου, παρέβλεψαν το κοινω­νικό πρόβλημα, δηλαδή, την ανθρωπιστική πλευρά του αναρχισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατέληξαν να αντιλαμ­βάνονται μια αδιάλλακτη «αναρχία», στην οποία μπορεί κανείς να λατρεύει τον Εμίλ Ανρϋ αλλά και έναν Πασσατόρε. έναν Νέρωνα ή έναν EzzliondaRomano. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι πράξεις τέτοιων ατόμων έχουν σημασία μόνο επειδή η πρόζα και η ποίηση, το δράμα ή το μυθιστόρημα, η πέννα ή το πινέλο, βρίσκουν σ’ αυτές μια πηγή ομορφιάς και ύφους. Είναι αρκετά γνωστό πόσο η αγάπη για μια όμορφη φράση, μια πρωτότυπη έκφραση ή έναν στίχο που δονεί, μπορεί να νοθεύσει και να δια­στρεβλώσει τις έμφυτες και πραγματικές σκέψεις ενός συγ­γραφέα. Ο Λεoπάρντι, που κραύγασε ποιητικά «Στα όπλα ! Ξεσηκωθείτε», ήταν στην πράξη ελάχιστα διατεθειμένος και ικανός να ξεσηκωθεί πραγματικά. Σαν τον Πωλ Αντάμ, θα αποκαλούσε τρελό οποιονδήποτε θα τον ρω­τούσε στα σοβαρά αν επιδοκίμαζε την εν ψυχρώ δολοφο­νία ενός ερημίτη από τον Ραβασόλ (τον οποίο, πάντως, χα­ρακτήρισε «άγιο»).

Στην αξιολόγηση μιας πράξης, το αισθητικό στοιχείο είναι εντελώς διαφορετικό από το κοινωνικό και το πολι­τικό. Έτσι, λοιπόν, σε μια θεωρία (σαν τον αναρχισμο) που βασίζεται στην επιστημονική συλλογιστική και που είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικό-πολιτική, προσάπτουν ειρω­νικά αυτήν την παράδοξη αισθητική που αρμόζει καθαρά και μόνο στην ποίηση και την τέχνη. Σ’ όλες τις ρηξικέλευ­θες και επαναστατικές θεωρίες, η τέχνη και η ποίηση απο­τελούν σίγουρα παράγοντες δευτερεύουσας καθαρά σημα­σίας, και ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να επιβάλλονται ή να αποκτούν το δικαίωμα να καθοδηγούν την ατομική ή συλ­λογική δράση χάριν και μόνο των αισθητικών αποτελε­σμάτων.

Ανεξάρτητα από την εγγενή αξία μιας ιδέας, η τέχνη την καρπώνεται και την στολίζει ιδιότροπα, ακόμη και με κίνδυνο να την τροποποιήσει εντελώς κατά την αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης. Αυτή είναι η μοίρα όλων των νέων και τολμηρών ιδεών — που από την φύση τους είναι πρόσφορες στην φαντασία του καλλιτέχνη. Η ιστορία της λογοτεχνίας αποδεικνύει ότι η τέχνη είναι εκ φύσεως επα­ναστατική και ρηξικέλευθη. Όλοι οι ποιητές, οι μυθιστο­ριογράφοι, οι δραματουργοί, είναι πρωταρχικά επανα­στάτες, ακόμη κι αν αλλάζουν αργότερα την μποέμικη  πε­ριβολή τους με το ένδυμα του ακαδημαϊκού ή της εταίρας.

Επιστρέφοντας, όμως, στο θέμα, θα επαναλάβω ότι ελάχιστη σχέση υπάρχει, ή δεν υπάρχει καθόλου — έκτος από ορισμένες εκφράσεις και καλλιτεχνικά μορφώματα -ανάμεσα στο κοινωνικό αναρχικό κίνημα, με τις  κοινωνιολογικές και πολιτικές του βάσεις, και την άνθιση της «α­ναρχικής» λογοτεχνίας, την απόδειξη θα την βρείτε σ’ αυ­τούς τους αναρχικούς αγωνιστές που είναι συχνά επιστή­μονες και φιλόσοφοι, και σπανίως μόνο συγγραφείς και ποιητές [Σ.τ.Α.Μ: ασφαλώς, σήμερα, αυτό δεν συμβαί­νει]. Όπως είδαμε, οι απολογητές της αναρχικής βίας γί­νονται συχνά αντιδραστικοί πολιτικά. Και παρά το γεγο­νός ότι αυτοχαρακτηρίζονται για λίγο αναρχικοί, αργά ή γρήγορα ανασυντάσσονται στις γραμμές ενός άλλου κινή­ματος και γίνονται εθνικιστές σαν τον Πωλ Ανταμ, μιλιτα­ριστές σαν τον Τεγιαντ, ή σοσιαλιστές σαν τον Μωκλαί.

Αν αληθεύει ότι η τέχνη αποτελεί μια ελκυστικής μορ­φής αναπαράσταση της ζωής, η σημερινή λογοτεχνία, που τόσο διαποτίστηκε από το αναρχικό πνεύμα, είναι απόρ­ροια της κοινωνικής κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, και της επαναστατικής περιόδου στην οποία ζούμε.

Από την άλλη, όμως, ορισμένα είδη βίαιης «αναρχικής» λογοτεχνίας ασκούν στο κίνημα μια επίδραση που δεν πρέπει να παραλείψουμε να εξετάσουμε. Η παράδοξη αι­σθητική αυτής της λογοτεχνίας έχει τεράστιες επιπτώσεις στον αναρχικό χώρο επειδή έχει συμβάλει πολύ στην από­κρυψη των σοσιαλιστικών και ανθρωπιστικών πλευρών του αναρχισμού, και διότι έχει επίσης επηρεάσει αρκετά,την ανάπτυξη της τρομοκρατικής τάσης.

Ας γίνει, όμως, κατανοητό το εξής: Ασχολούμαι με κάτι ιδιαίτερο, και δεν ισχυρίζομαι ότι θα πρέπει να βάλουμε φραγμούς στην τέχνη και την λογοτεχνία, ακόμη κι αν σκο­πός μας είναι η υπεράσπιση της κοινωνίας ή η διευκόλυνση της πορείας του επαναστατικού κινήματος.

Επιτρέψτε μου να θυμίσω ένα συμβάν. Όταν ο Εμιλ Ανρύ έριξε μια βόμβα σ’ ένα καφενείο, το 1894, όλοι σχε­δόν οι αναρχικοί που τότε γνώριζα κατάλαβαν ότι αυτή η απάνθρωπη πράξη ήταν παράλογη και επιζήμια, και δεν έκρυψαν την απέχθεια και την αποδοκιμασία τους γι’ αυτην. Στην διάρκεια, όμως, της δίκης του ο Ανρύ έκανε την ονομαστή του απολογία1, η οποία αποτελεί αληθινό λογο­τεχνικό διαμάντι — και την οποία παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Λομπρόζο [Σ.τ.Α.Μ.; Τσέζαρε Λομπρόζο, αντιδραστι­κός εγκληματολόγος], μετά τον αποκεφαλισμό του, ήσαν τόσοι πολλοί οι αναρχικοί συγγραφείς που εγκωμίασαν τον εκτελεσμένο, τη λογική του και την οξύνοιά του, ώστε η άποψη των αναρχικών μεταβλήθηκε (γενικά, εν πάση περι­πτώσει), και η πράξη του Ανρύ βρήκε απολογητές και μι­μητές. Όπως μπορούμε να δούμε, η λογοτεχνική αισθη­τική αγνοεί, τελικά, την κοινωνική πλευρά ή, ακριβέστερα, την αντικοινωνική πλευρά της πράξης, και η αληθινή αναρχική θεωρία δεν χρειάζεται καθόλου να είναι ευγνώ­μων για την ασήμαντη υπηρεσία που προσφέρει η λογοτε­χνία.Αυτή η λογοτεχνία αποτελεί την καλύτερη προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατίας, μια προπαγάνδα την οποία μα­ταίως κανείς θα ψάξει για να βρει σ’ οποιεσδήποτε από τις εκδόσεις, τα βιβλία, τα φυλλάδια, και τα περιοδικά που συνιστούν την αληθινή έκφραση του αναρχικού κινή­ματος. Ποιος δεν θυμάται, για να παραθέσω κάτι ακόμη, το έξοχο άρθρο του Ραστινιάκ για τον Αντζιολίλο (που δη­μοσιεύτηκε στη συντηρητική Tribuna της Ρώμης),Παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας παρέθεσε πολλές αλήθειες, πρόσθεσε όμως και πολλές παρανοήσεις, και ο Ερρίκο Μαλατέστα, ο οποίος θεωρείται απ’ όλους σαν ένας από ιούς πιο ήρεμους και λογικούς, ενεπλάκη στην διαμάχη για να καταπολεμήσει αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις. Λόγω της επιρροής που άσκησε το είδος αυτό της βίαιης λογοτεχνίας, και όχι για κανέναν άλλο λόγο, δεν έλειψε το άτομο εκείνο που χρησιμοποίησε ένα από τα «βιαιότερα» υβρεολόγια που έγραψε ο ποιητής Ραπισάρντι, και που είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα τεύχη του περιο­δικού Σκέψη και Δυναμίτης, που προπαγάνδιζε την τρομοκρατία” και το άτομο αυτό ήταν ένας μορφωμένος και εύπορος νεαρός σικελός που εξαιτίας αυτού του γεγονότος τιμωρήθηκε με 12ετή φυλάκιση. Χα­ραμισμένα χρόνια.

Όπως κι ο Ραπισάρντι, ο Ραστινιακ μπόρεσε ασφαλώς να διαμαρτυρηθεί — και δικαιολογημένα — για τις κατηγο­ρίες για συνεργία, αν και αυτή θεωρήθηκε έμμεση. Αυτό όμως δεν αναιρεί τον ισχυρισμό μου ότι η επιρροή της λο­γοτεχνίας και της τέχνης μπορεί να είναι καθοριστική — και δεν είμαι ο πρώτος που το λέει αυτό — όχι μόνο για ορισμένες ήδη τετελεσμένες πράξεις αλλά, επίσης, και για τον νοητικό προσανατολισμό των «αναρχικών» τρομοκρα­τών, οι οποίοι δεν αναγνώρισαν ποτέ τα γενικά συμπερά­σματα του Ρεκλυ ή του Κροπότκιν, ή την πρωτόλεια αλλά ανθρωπιστική λογική του Μαλατέστα.

ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ 

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε ότι η αστική λο­γοτεχνία, η οποία βρίσκει στον αναρχισμό την αιτία για μια νέα και βίαιη αισθητική στάση, συμβάλλει αναμφίβολα στην δημιουργία μιας ατομικιστικής και αντικοινωνικής νοοτροπίας ανάμεσα στους αναρχικούς. Οι λογοτέχνες κι οι καλλιτέχνες, δίχως να πολυσκοτίζονται για το αν μπορεί αυτό να εφαρμοστεί στην καθημε­ρινή ζωή, βρήκαν ένα είδος ομορφιάς στις πράξεις των ατόμων που, με την δύναμη της ευφυΐας τους και την υπέρ­τατη περιφρόνηση της ζωής τους και της ζωής των άλλων, θέτουν τον εαυτό τους, με την βίαιη εξέγερση τους, έξω από την κοινή πορεία της ανθρωπότητας. Για αυτούς του καλλιτέχνες και συγγραφείς, η ομορφιά της χειρονομίας αντικαθιστά το κοινωνικό όφελος, για το οποίο καθόλου δεν ενδιαφέρονται. Έτσι, έχουν εξιδανικεύσει την μορφή του αναρχικού δυναμιτιστή, γιατί ακόμη και στις τραγικό­τερες εκδηλώσεις της εμφανίζει αναμφίβολα αυθεντικά και γοητευτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η λογοτεχνική και καλ­λιτεχνική εξιδανίκευση έχει ασκήσει την επιρροή της σε πολλούς αναρχικούς, οι οποίοι, λόγω άγνοιας ή μη εξοι­κείωσης με τον λόγο και την λογική, ή λόγω ψυχοσύνθε­σης, την έχουν εκλάβει ως διάδοση των ιδεών μολονότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καλλιτεχνική έκφραση. Ορισμένοι αναρχικοί κύκλοι, οι περισσότερο παρορμητικοί και λιγότερο γνωστικοί, δεν έχουν αντιληφθεί ότι αυ­τοί οι συγγραφείς, που δείχνουν να συναγωνίζονται στην έκδοση των πιο εξωφρενικών παράδοξων, δεν συμμερίζο­νται τις αρχές και την θεωρία του αναρχισμού. Εξυμνούν τον Ραβασόλ και τον Εμίλ Ανρϋ με τον ίδιο τρόπο που σε άλλες εποχές θα εξυμνούσαν τους ληστές της υπαίθρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ληστής που επιτίθεται και σκοτώνει έναν ταξιδιώτη παρέχει στον λογοτέχνη ένα πιο αποδοτικό θέμα απ’ όσο ο μικροκλέφτης ή ο πορτοφολάς’ ο πρώτος μπορεί ν’ αποτελέσει θέμα για ένα δράμα ή ένα μυθιστόρημα, ενώ ο δεύτερος προσφέρεται μόνο για κωμω­δία ή φάρσα. Κανένα λογικό άτομο δεν μπορεί όμως ν’ αρ­νηθεί ότι ο ληστής που ενεδρεύει στους δρόμους είναι χί­λιες φορές χειρότερος από τον μικροκλέφτη .Αυτοί οι λόγιοι φιγουρατζήδες, χωρίς ίσως να το επι­διώκουν, προσβάλλουν τους ξεπεσμένους αναρχικούς ακόμη και με τις ευλογίες που τους απευθύνουν, γιατί οι ευλογίες τους αντλούν την δύναμη και το κίνητρο τους ακριβώς απ’ αυτό που, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, συνιστά κάτι το οδυνηρό κι αξιοθρήνητο μολονότι αποτε­λεί ίσως ιστορική αναγκαιότητα. Η αστική νοοτροπία βλέ­πει σ’ αυτούς [Σ.τ.Α.Μ.: τους αναρχικούς τρομοκράτες] μια στάση η οποία μετέπειτα διαχέεται στον αναρχικό χώρο και τείνει να διαμορφώσει στο εσωτερικό του μια πα­ρόμοια [Στ.Α.Μ.: αστική] νοοτροπία. Παρομοίως, η αστική τάξη συγχωρεί ευκολότερα τον φονιά που αφαιρεί την ζωή ενός ανθρώπου παρά τον κλέ­φτη που, σε τελευταία ανάλυση, δεν αφαιρεί τίποτα από την ζωτική κληρονομιά της κοινωνίας αλλά αλλάζει απλώς τη θέση των αντικειμένων και μεταβιβάζει το δικαίωμα κα­τοχής τους. Ομοίως, από άλλη όμως σκοπιά και χωρίς να θέλουμε να κάνουμε άδικες συγκρίσεις, υπάρχουν ορισμέ­νοι αναρχικοί που εκτιμούν πολύ περισσότερο όσους σκο­τώνουν σε μια στιγμή βίαιης εξέγερσης απ’ όσο εκτιμούν τον αφανή αγωνιστή που μεσ’ από μια ζωή συνεχούς αγώνα επιφέρει πολύ πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στην συ­νείδηση και, τα γεγονότα .θα επαναλάβω αυτό που έχω πει κι άλλες φορές: οι αναρχικοί δεν είναι Τολστοϊκοί — αναγνωρίζουν ότι η βία (η οποία παραμένει πάντα άσχημο πράγμα, είτε είναι ατο­μική είτε συλλογική) είναι συχνά αναγκαία κι ότι κανείς δεν θα ‘πρεπε να καταδικάζει εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους σ’ αυτήν την αναγκαιότητα. Το θέμα όμως που πραγματευόμαστε δεν είναι αυτό, αλλά η τάση — η οποία προέρχεται από τις αστικές επιρροές — ν’ αγνοούμε τους σκοπούς και ν’ ασχολούμαστε αποκλειστικά με πράξεις .Σύμφωνα με τη δική μου λογική, οι αναρχικοί που δί­νουν πρωταρχική σημασία στις επαναστατικές ενέργειες είναι ίσως επαναστάτες και αναρχικοί, είναι όμως πολύ περισσότερο επαναστάτες παρά αναρχικοί. Έχω γνωρίσει πολλούς αναρχικούς που ενδιαφέρονται ελάχιστα ή καθό­λου για την αναρχική θεωρία κι ούτε καν προσπαθούν να μάθουν, είναι όμως φλογεροί επαναστάτες των οποίων η κριτική κι η προπαγάνδα δεν έχουν άλλο σκοπό εκτός από Τον επαναστατικό, αυτόν της εξέγερσης για χάρη της εξέ­γερσης. Κι όσο πιο ενθουσιώδεις και πιο αδιάλλακτοι εί­ναι, τόσο πιο γρήγορα εγκαταλείπουν το κίνημα μας και , προσχωρούν στα νομιμόφρονα και εξουσιαστικά κόμματα — η πίστη τους σε μια ταχύτατα επερχόμενη επανάσταση εξανεμίζεται μέσ’ από την επαφή τους με την πραγματικό­τητα, κι η ενεργητικότητα τους σπαταλιέται σε βιαιότατες συγκρούσεις στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στα άτομα αυτά εί­ναι αναμφισβήτητη. Η μέγιστη σημασία που αποδίδεται σε μια πράξη βίας ή σε μια επαναστατική ενέργεια, είναι η δίδυμη αδελφή της μέγιστης σημασίας που αποδίδεται από την αστική πολιτική θεωρία σε λίγους «μεγάλους άν­δρες», συγκριτικά μ’ αυτή που αποδίδεται στο σύνολο της κοινωνίας. Κι αυτή η ολέθρια επίδραση απονεκρώνει σε πολλούς αναρχικούς την αίσθηση της σχετικότητας με την οποία αποδίδουμε στο καθετί την πραγματική του σημασία, ώστε καμιά επαναστατική μέθοδος να μην απορρίπτε­ται εκ των προτέρων, αλλά κάθε μια να εξετάζεται σε σχέση με τον επιθυμητό σκοπό δίχως να συσκοτίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, οι λειτουργίες και τ’ αποτελέ­σματα τη ς ­Έχουμε λοιπόν προσδιορίσει δυο μορφές αστικής επί­δρασης στον αναρχισμό: η μια είναι αυτή που εκδηλώνεται με την μεγάλη σημασία που αποδίδεται μάλλον στις επανα­στατικές ενέργειες παρά στους στόχους που θα ‘πρεπε να έχουν αυτές οι ενέργειες” η άλλη είναι αυτή της παρηκμασμένης αστικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, η οποία εξιδανικεύει τις πιο αντικοινωνικές μορφές της ατο­μικής εξέγερσης. Μόλις και μετά βίας μπορούν να διαχω­ριστούν οι δυο αυτές μορφές αστικής επίδρασης, και γι’ αυτό δεν κατάφερα να τις εξετάσω χωριστά.

Η αστική τάξη έχει ασκήσει πολύ μεγάλη επίδραση στον αναρχισμό όταν ανέλαβε η ίδια την αποστολή να κάνει αναρχική προπαγάνδα. Φαντάζει μεν παράδοξο, αληθεύει όμως ότι μεγάλο μέρος της αναρχικής προπαγάνδας έγινε από την αστική τάξη. Δυστυχώς έτσι είναι, αν και οτιδή­ποτε κι αν έκανε κατέστη εντελώς άχρηστο για την διάδοση των αληθινά ελευθεριακών ιδεών, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι επιθύμησε με ζήλο να χρεώσει σ’ ολόκληρο το αναρχικό κίνημα τις συνέπειες αυτής της κίβδηλης προ­παγάνδας. σε καιρούς όπου οι αναρχικοί διώκονται αμείλικτα, τυ­χαίνει όλοι οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι της σημερι­νής κοινωνίας, κι ανάμεσα τους πολλοί εγκληματίες, να καταλήγουν να πιστεύουν σοβαρά ότι η αναρχία είναι όπως περιγράφεται στις αστικές Εφημερίδες, δηλαδή, κάτι που ταιριάζει πολύ με τις αντικοινωνικές τους συνήθειες. Αν και για διαφορετικούς λόγους, είναι γεγονός ότι τα άτομα αυτά βρίσκονται σαν τους αναρχικούς, σε μια κα­τάσταση διαρκούς εξέγερσης ενάντια στη θεσμισμένη εξουσία’ το γεγονός αυτό δημιουργεί αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη και την ενισχύει. Στην φυλακή και στην αναγκα­στική εξορία ήρθαμε πολλές φορές σ’ επαφή με κοινούς εγκληματίες που ονόμαζαν τον εαυτό τους αναρχικό δίχως φυσικά να ‘χουν ποτέ διαβάσει έστω κι ένα αναρχικό πε­ριοδικό ή φυλλάδιο, δίχως να ‘χουν ακούσει ποτέ κάτι για την αναρχία που να μην προερχόταν από τον αστικό τύπο. Κι έτσι πιστεύουν ότι. η αναρχία είναι ακριβώς αυτό που περιγράφεται στα πιο κατακριτέα αντιδραστικά πε­ριοδικά, κι ως τέτοια την επιδοκιμάζουν ή την αποδοκι­μάζουν. Αναλογιστείτε για λίγο το είδος της αναρχίας που θα ‘θελαν να υπάρξει αυτοί που ως τέτοια την επιδοκιμά­ζουν! θυμάμαι τότε που γνώρισα στην φυλακή κάποιον που είχε καταδικαστεί για κοινά εγκλήματα, έναν επιτή­δειο πλαστογράφο και συν τοις άλλοις και ποιητή, ο οποίος πίστευε σοβαρά ότι ήταν αναρχικός και το ίδιο είπε και στους δικαστές του. Ένας απ’ αυτούς τον ρώτησε με ποιο τρόπο μπορεί και δικαιολογεί τα εγκλήματα του υπό το φως των ιδεών που ισχυρίζεται ότι πρεσβεύει. Η απά­ντηση του: «Αυτό που εσύ ονομάζεις έγκλημα συνιστά την αρχή της αναρχίας. Όταν όλοι οι άνθρωποι επιδοθούν σε πράξεις αχαλίνωτης εγκληματικότητας (αυτά ακριβώς τα λόγια χρησιμοποίησε), τότε θα ‘ρθει ή θα υπάρξει αναρ­χία.» Όπως βλέπουμε, ασπαζόταν μεν την αναρχία αλλά με το νόημα που της αποδίδεται στα λεξικά των αστών, αυτό της αταξίας, της σύγχυσης και του χάους.

Αυτή η αστική προπαγάνδα έχει επίσης συνέπειες ακόμη και για αυτούς που δεν θέλουν να ‘χουν καμιά σχέση με τους αναρχικούς. Στη Νάπολη συνάντησα μερι­κούς καμορίστας [Σ.τ-Α.Μ.: μέλη της Ναπολιτάνικης μα­φίας] που πίστευαν ότι οι αναρχικοί αποτελούσαν μια οργάνωση κακοποιών και ότι, όντας τέτοιοι, ήσαν άξιοι να βρίσκονται με το μέρος της «εντιμότατης εταιρίας της κα­μόρα». Στο Τρέμιτι, αυτήν την πόλη εξορίας, έμαθα για ένα λιτό συμπόσιο που οργάνωσαν μερικοί αναρχικοί και σοσιαλιστές, και στο οποίο προσκλήθηκαν και δυο ή τρεις καμοριστας — οι μονοί μη πολιτικοί εξόριστοι στο νησί — μια και η απλή ανθρώπινη ευγένεια 6εν έχει καμιά σχέση με την πολιτική’ κι όταν ήρθε η ώρα των προπόσεων, προς μεγάλη μας έκπληξη, ένας από τους καμορίστας έκανε πρόποση για την ένωση «των τριών κομμάτων: της καμό­ρα. των αναρχικών και των σοσιαλιστών» – ενάντια στην κυβέρνηση!

Η πρόποση έγινε δεκτή με δυνατά γέλια αφού είναι πα­σίγνωστο ότι η καμόρα συνεργάζεται ανενδοίαστα με την κυβέρνηση ενάντια στους αναρχικούς και τους σοσιαλι­στές. Αυτό όμως μας δείχνει με ποιο τρόπο η νοοτροπία των κοινών εγκληματιών κατέληξε να δέχεται σαν πραγμα­τική αναρχία ό,τι προπαγανδίζουν οι εφημερίδες που χρη­ματοδοτούνται από την αστυνομία. Αυτή η δόλια προπα­γάνδα εξηγεί γιατί στην περίοδο )1889-1894 αντικρίσαμε τόσο πολλές περιπτώσεις στις οποίες κλέφτες και κοινοί πλαστογράφοι ονόμαζαν τον εαυτό τους αναρχικό, προσ­δίδοντας στις πράξεις τους μια ψευτοπολιτική επίφαση. Διάβασαν ότι η αναρχία αποτελούσε το ιδανικό των κλε­φτών και των φονιάδων κι έλεγαν στον εαυτό τους: «Είμαι κλέφτης, συνεπώς είμαι αναρχικός.”

Αυτό εξηγεί επίσης το γεγονός που τόσο εντυπωσίασε τον Λομπρόζο, ότι πολλοί κοινοί εγκληματίες ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό από την στιγμή που θα φυλακι­στούν — όχι πριν, σημειώστε το καλά αυτό. Όταν νοιώ­θουν πάνω τους την σιδερένια φτέρνα της εξουσίας σκέ­φτονται τους αναρχικούς, οι οποίοι φαντάζουν στο νου τους σαν οι φρικτότεροι εγκληματίες λόγω του μίσους τους για την εξουσία, κι όταν μπαίνουν στο κελί τους αρπάζουν το πρώτο καρφί που βρίσκουν μπροστά τους και σκαλί­ζουν στον τοίχο, «την εφημερίδα των εγκληματιών»:«Ζήτω η αναρχία!».Αυτό όμως το φαινόμενο δεν διαρκεί πολύ. Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι το να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό τους βάζει σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι το να ληστεύουν και να σκοτώνουν, ότι η αναρχική επίφαση ωθεί τους δικαστές να τιμωρούν αυστηρότερα δίχως να μειώνουν την αντιπάθεια που προκαλούν οι πράξεις τους. Επί πλέον, ανακαλύπτουν ότι στην πλειοψηφία τους οι αναρχικοί αντιμετωπίζουν με παγερή αδιαφορία και μ’ εξαιρετική δυσπιστία — όταν δεν τους δέρνουν — τις αυ­τοσχέδιες συζητήσεις τους για την «ιδέα», έτσι, λοιπόν, παύουν να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό. Υπολείμματα αυτής της αστικής προπαγάνδας διατη­ρούνται πάντως και στους πραγματικούς αναρχικούς. Ορι­σμένοι πήραν τα σοφίσματα κάποιων συμπαθητικών εγκληματιών στα σοβαρά και κατέληξαν να θεωρητικοποιούν την νομιμότητα της κλοπής ή της πλαστογράφησης χρημάτων. Άλλοι επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια καλυτέ­ρευσης των συνθηκών μιλώντας για «ληστείες για προπα­γανδιστικούς σκοπούς», δημιουργώντας έτσι τα φαινόμενα τύπου Πίνι και Ραβασόλ. Αυτοί οι δυο ήσαν ειλικρινείς, αυτό όμως δεν τους έκανε λιγότερο θύματα της σοφιστείας αυτής που αποτελεί προϊόν της φαύλης προπαγάνδας των Περιοδικών και της αστικής συκοφαντίας, Η εξαίρεση δεν αποτελεί ποτέ τον κανόνα, γιατί εκείνοι, οι αναρχικοί που υπό καλή πίστη αποδέχθηκαν την ιδέα της ληστείας, στην πράξη δεν ήσαν ποτέ ικανοί να κλέψουν έστω και μια βε­λόνα, ενώ εκείνοι που επιδόθηκαν πράγματι σε ληστείες πρόσεξαν καλά ώστε να μην τις κάνουν «για προπαγάν­δα”, και σύντομα έπαψαν να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό — και συνέχισαν να ‘ναι. συνηθισμένοι κλέφτες. Η τάση αυτή έχει εκλείψει ανάμεσα στους αναρχικούς.

Πάνω απ’ όλα, όμως, δείχνει, αυτό που ήταν πιθανό λόγω μιας επίδρασης εντελώς αστικής στην καταγωγή της — μιας επίδρασης που προκλήθηκε από μια εκστρατεία ψεύδους και διωγμών ενάντια στους αναρχικούς- «Οι αναρχικοί», λένε, «θέλουν ν’ αρπάξουν την ιδιοκτησία απ’ όσους την κατέχουν, και γι’ αυτόν τον λόγο οι αναρχικοί είναι κλέ­φτες.»Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, ότι μερικοί που ονομάζονται ή πιστεύουν ότι είναι αναρχικοί — και πρώτοι απ’ όλους εκείνοι που ό,τι άκουσαν για τον αναρχισμό προήρχετο αποκλειστικά από ανθρώπους που τον συκοφαντούσαν — επαναλαμβάνω, δεν εκπλήσσει ότι ορισμένοι, ιδιαίτερα τα αμόρφωτα ή παρορμητικά άτομα, ή εκείνα με μειωμένη ικανότητα λογικής σκέψης, πίστεψαν και δέχθηκαν όλες τις ανοησίες που διαδίδονταν για τον αναρχισμό. Ποιος όμως, μπορεί ν’ αρνηθεί ότι, αν και ξεγελούσαν τον εαυτό τους, η ευθύνη γι’ αυτό δεν οφείλεται στην κακοπιστία των αστών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα στις αναρχικές θεωρίες και προγράμματα που να δικαιολογεί τέτοιου εί­δους εκτροπές και παρεκκλίσεις; Τελικά, πρέπει να πούμε ότι εμφανίζεται σαν υπερβολή, ακόμη και σ’ εκείνους που δεν έχουν ζήσει στους αναρχικούς κύκλους, ότι πολλοί έγι­ναν αναρχικοί χάρη στην παραπλανητική προπαγάνδα των αστών συγγραφέων και δημοσιογράφων.

Ο νους των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, που διψούν για το μυστηριώδες και το ασυνήθιστο, τους επιτρέπει να παρασύρονται εύκολα από το καινούργιο και να κατευθύ­νονται προς αυτό το οποίο, όταν εξετασθεί ήρεμα στην γα­λήνη που ακολουθεί τον αρχικό ενθουσιασμό, αποκηρύσ­σεται απόλυτα και οριστικά. Αυτή η ζέση για καινούργια πράγματα, αυτό το τολμηρό πνεύμα, αυτός ο ζήλος για το ασυνήθιστο, έφερε στις τάξεις των αναρχικών τύπους που εντυπωσιάζονται υπερβολικά εύκολα, και την ίδια στιγμή, τους πιο ανεγκέφαλους και ελαφρόμυαλους, άτομα που δεν απωθούνται από το παράλογο αλλά, αντίθετα, έλκο­νται. Γοητεύονται από σχέδια και ιδέες ακριβώς επειδή είναι παράλογα, κι έτσι ο αναρχισμός τείνει να γίνεται γνωστός ακριβώς για τον άλογο χαρακτήρα και την γε­λοιότητα που έχουν προσδώσει στις αναρχικές αρχές η άγνοια κι η αστική συκοφαντία. Τα άτομα αυτά συμβάλλουν τα μέγιστα στην δυσφήμιση του αναρχικού ιδεώδους, γιατί από το ιδεώδες αυτό συνά­γουν μια απειρία λανθασμένων και γελοίων συμπερασμά­των, χονδροειδών λαθών, παρεκκλίσεων και παραποιή­σεων, πιστεύοντας, αντίθετα, ότι υπερασπίζονται τον «κα­θαρό» αναρχισμό. Τα άτομα αυτά σπανίως εισέρχονται στον κόσμο του αναρχισμού όταν διαπιστώνουν ότι ο αναρχισμός, έτσι όπως τον συνέλαβαν οι αναρχικοί φιλό­σοφοι, οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι,, διαφέρει πολύ απ’ αυτόν στον οποίο πιστεύουν και τον οποίο έμαθαν ν’ αγαπούν μεσ’ από την ανάγνωση των δόλιων κειμένων των αστών συγγραφέων. Ανακαλύπτουν ότι το κίνημα ακολου­θεί μια πορεία πολύ πιο διαφορετική απ’ ό,τι φαντάζο­νταν” κοντολογίς, παρατηρούν ότι έχουν μπροστά τους μια ιδέα, ένα πρόγραμμα, που είναι εντελώς οργανικό, συνε­κτικό- θετικό και εφικτό — κι αυτό γιατί η σύλληψη του κατέστη δυνατή επειδή ελήφθη υπ’ όψιν η σχετικότητα των πραγμάτων, δίχως την οποία η ζωή γίνεται αδύνατη. Ο σο­βαρός, θετικός και λογικός χαρακτήρας του αναρχισμού τους εκνευρίζει, κι έτσι βρίσκουν γρήγορα παρηγοριά προσχωρώντας στην άμορφη μάζα, η οποία δεν ξέρει, τι θέλει ή τι σκέπτεται αλλά είναι αμείλικτη στο να κατα­στρέφει και να δυσφημεί οτιδήποτε σοβαρό και καλό κά­νουν οι άλλοι, και στο να χρησιμοποιεί την προσβλητική κι εξουσιαστική γλώσσα που προσιδιάζει στην ψυχοσύν­θεση της και στην αστική καταγωγή της διανοητικής της κατάστασης. Ακόμη κι όταν οι ιδέες τους κι η κριτική τους είναι αρχικά δικαιολογημένες, τις διογκώνουν και τις παραμορ­φώνουν με τέτοιο τρόπο που ακόμη κι ένας δεδηλωμένος εχθρός δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Είναι σαν κι εκεί­νους που όταν βλέπουν ότι οι φουρνάρηδες ψήνουν άσχημα το ψωμί, ισχυρίζονται ότι είναι απαραίτητο να κα­ταστρέψουμε τους φούρνους, ή σαν εκείνους που πείθο­νται ότι ένα τμήμα άγονου εδάφους χρειάζεται νερό και τότε αναλαμβάνουν να το πλημμυρίσουν μ’ ένα ποτάμι. Κανένας απ’ αυτούς δεν θα συντασσόταν στις τάξεις μας ελλείψει της γοητείας που τους άσκησε η κίβδηλη αστική «αναρχική» προπαγάνδα. Ολόκληρη η αστική εκ­στρατεία ύβρεων, συκοφαντιών, και καθαρών επινοήσεων λειτουργεί ως καθρέφτης για όλους αυτούς τους περιθω­ριοποιημένους τύπους — περιθωριοποιημένους διανοητι­κά, υλικά, ψυχολογικά και σωματικά — που συντάσσονται πάντοτε με το γελοίο, το ασυνήθιστο, το αποτρόπαιο και το παράλογο. Για να πειστεί κανείς γι’ αυτό, αρκεί να ‘χει την υπο­μονή να φυλλομετρήσει μερικά τεύχη από τα δυο ή τρία πιο αξιοσέβαστα και έγκυρα περιοδικά που κυκλοφορού­σαν πριν από 15 ή 20 χρόνια. Αρκεί, ομοίως, να φυλλομε­τρήσει όλη την περιστασιακή φιλολογία της περιόδου αυ­τής, η οποία αναφέρεται στους αναρχικούς και τον αναρχισμό και δεν έχει αναρχική προέλευση, αλλά εκπορεύεται αντίθετα από τους αστικούς, αστυνομικούς, ακόμη και από τους δήθεν επιστημονικούς κύκλους. Περιοδικά και εφημερίδες, συντηρητικά και δημοκρατικά, επινόησαν και διέσπειραν χιλιάδες κακοήθη -ψεύδη για μας. Ποιος δεν θυμάται τα Μυστήρια της Αναρχίας, που γράφτηκαν από έναν ανενδοίαστο καλαμαρά; Λεν έμεινε κανένα εξωφρενικό παραμύθι που να μην αποδόθηκε στους αναρχικούς, είτε σε μυθιστορήματα, βιβλία, περιοδι­κά, είτε σε σοβαρές εφημερίδες. Η επιθυμία ικανοποίησης της όρεξης του κοινού για νέα και παράξενα πράγματα, κάνει τους συγγραφείς, τούς δημοσιογράφους και τους ψευτοεπιστήμονες να επινοούν μια στρατιά από δαίμονες και ν’ αποδίδουν συχνά στους αναρχικούς, έχοντας πλήρη επίγνωση της ζημιάς που προκαλεί αυτό, περισσότερη δύ­ναμη απ’ όση πράγματι έχουν — απίστευτα διογκωμένοι αριθμοί, μέσα και μέθοδοι, τα οποία ποτέ δεν διέθεταν οι αναρχικοί. Αν αυτό θέλγει — από μια ορισμένη σκοπιά — τον πιο ασυνείδητο τύπο συμπαθούντος, παρέχει επίσης μια επίφαση αλήθειας ο’ όλες τις γελοίες ιδέες και σ’ όλες τις χυδαίες προθέσεις που αποδίδονται στους αναρχικούς. Τελικά, τα Μυστήρια της Αναρχίας εμφανίζονται στο νου πολλών ανθρώπων σαν αληθινή ιστορία. Λόγω του φαντασιώδους τρόπου με τον οποίο παρουσιάζουν το αναρχικό κίνημα οι αστοί συγγραφείς και δη­μοσιογράφοι, τυχαίνει συχνά, όταν έχει συμβεί κάτι που ήταν ενδιαφέρον και άξιο λόγου, ή, τουλάχιστον, προκά­λεσε κάποιον θαυμασμό, να ακολουθείται συχνά από μια πληθώρα νοσηρών μυθευμάτων και πολλοί θεοπάλαβοι, πολλοί ηττημένοι του κοινωνικού αγώνα, θέλγονται από τον αναρχισμό με τρόπο παρόμοιο μ’ αυτόν που σ’ ορι­σμένα μέρη και για ορισμένα πρωτόγονα μυαλά καθίστα­ται ελκυστική — λόγω των κατά καιρούς ανύπαρκτων ενεργειών τους — η μορφή ενός Τιμπούρτζι ή ενός Μουσσολίνο, γνωστών ληστών. Τα θύματα που κατατρύχονται περισσότερο από την κοινωνική αδικία μπορούν εύκολα να παρασυρθούν και ν’ αποδεχθούν – μεσ’ από ενέργειες αντίδρασης και εκδίκησης – τον επιθετικό και αιμοσταγή χαρακτήρα που αποδίδουν οι αστοί συγγραφείς στους αναρχικούς.

Πόσες φορές εκείνοι που «προσηλυτίστηκαν» από τον αστικό τύπο δεν ήρθαν και με ρώτησαν τί έπρεπε να κά­νουν για να γίνουν δεκτοί στην «αίρεση», κι αν θα συναντούσαν κάποια δυσκολία εμφανιζόμενοι στον «κύκλο των αναρχικών»! Κι όταν τους ρωτώ τι πιστεύουν ότι είναι οι αναρχικοί, απαντούν: «Αυτοί που επιθυμούν να σκοτώ­σουν τους πλούσιους κι εκείνους που κυβερνούν, για να αναδιανείμουν τον πλούτο και την διακυβέρνηση, ώστε ο καθένας να ‘χει από λίγο.» Α! Ασφαλώς δεν έχουν διαβά­σει τα φυλλάδια του Μαλατέστα, ούτε τα βιβλία του Κροπότκιν, ούτε τα γραπτά του Μαλάτο, διάβασαν απλώς τις ηλιθιότητες της Tribuna  και της OsservatoreRomano  [Σ.τ-Α.Μ.: επίσημης εφημερίδας του Βατικανού].

Αυτή η ευεπηρέαστη ψυχολογική κατάσταση των από­βλητων περιγράφτηκε καλά από τον Ανρύ Λεϊρέ σε μια με­λέτη για τα περίχωρα του Παρισιού. Στην διάρκεια μιας περιόδου αναρχικής τρομοκρατίας, σύμφωνα με τον Λεϊρέ, οι άνθρωποι της περιοχής αυτής αφέθηκαν να παρασυρ­θούν από τις υπερβολικά ολέθριες συνθήκες στις οποίες ζούσαν και από το θέαμα των τραπεζικών σκανδάλων, με αποτέλεσμα να συμπαθήσουν τους πιο βίαιους αναρχι­κούς. «Για το τι είναι ο αναρχισμός, για το τί είναι άξιο λόγου, το κοινό δεν γνωρίζει τίποτα ή ακόμη λιγότερο. Ό­λους τους αναρχικούς τους εξετάζουν από μια μοναδική, ιδιαίτερη σκοπιά, συγκρίνοντας μας όλους με τον Βαγιάν, ο οποίος προκαλεί αναμφίβολα μια κάποια συμπάθεια επειδή πέθανε στη λαιμητόμο’ αυτό οδηγεί το κοινό ν’ αποδεχτεί τις θεωρίες περί συνωμοσίας… Οι άνθρωποι απολαμβάνουν το μυστηριώδες και θέλγονται ακόμη πε­ρισσότερο από ένα άτομο όταν αυτό δείχνει να περιβάλλε­ται με μια απόκρυφη δύναμη’ στην περίπτωση αυτή απο­δίδουν στους αναρχικούς μια εξαιρετικά μυστική οργάνω­ση…» (Ανρύ Λειρέ)

Και το μυστηριώδες αυτό πράγμα που εξαπάτησε τους πιο εξαθλιωμένους ανθρώπους περιγράφτηκε στον λαϊκό τύπο σαν «αναρχισμός», έναν λαϊκό τύπο που έβριθε — τότε όπως και πάντα — από φανταστικές ιστορίες για τρο­μερές αναρχικές συγκεντρώσεις, για φρικτές συνωμοσίες, για συνθηματικά, για προκαθορισμένες συναντήσεις, για ψεύτικα και παραποιημένα ονόματα, κι όλα αυτά σχεδια­σμένα έτσι. ώστε να στρέψουν την προσοχή του κοινού στον αναρχισμό. Ίσως – ποιος ξέρει; – από μια ορισμένη σκοπιά, αυτό μπορεί να ‘χε και την καλή του πλευρά, επειδή προκάλεσε το ενδιαφέρον και οδήγησε σε συζητή­σεις για τον αναρχισμό. Αυτό όμως το μικρό πιθανό όφε­λος – ένα όφελος που, παρεμπιπτόντως, θα μπορούσε ν’ αποκτηθεί λέγοντας απλώς την αλήθεια κι εκθέτοντας τα γεγονότα, τα οποία είναι από μόνα τους ενδιαφέροντα — παραμένει εξουδετερωμένο λόγω της όλης σύγχυσης και παραποίησης των ιδεών εκείνων που γεννήθηκαν στο αναρχικό κίνημα.

Αληθεύει ότι εκείνοι που μας προσεγγίζουν ελκυόμενοι από τον θόρυβο αυτής της παραπλανητικής αστικής προ­παγάνδας βελτιώνουν σίγουρα τις ιδέες τους και αποβάλ­λουν πολύ άχυρο που προηγουμένως το πέρναγαν για σιτάρι’  δυστυχώς, όμως, αληθεύει εξίσου ότι λόγω της ιδιο­συγκρασίας που τους προδιαθέτει ν’ ανταποκρίνονται στην αστική προπαγάνδα, παραμένουν μέσα τους υπολείμματα της αστικής επιρροής. Ανάμεσα σ’ εκείνους που παίρνουν λανθασμένη διανοητική κατεύθυνση υπάρχουν μερικοί που γνωρίζουν τον τρόπο ή είναι αρκετά δυνατοί για να επα­νακάμψουν.

Κι έτσι έχουμε εκείνους που συντάσσονται στις γραμμές μας από εκδικητικό πνεύμα λόγω του μίσους που έσπειρε στην καρδιά τους η αθλιότητα κι η απελπισία, που έρχο­νται σε μας ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι η αναρχία είναι «το πνεύμα της βίαιης ανταπόδοσης και της εκδίκησης » που περιγράφεται από την αστική προπαγάνδα’ και αρνήθηκαν να δεχτούν την αληθινή έννοια του αναρχισμού, δηλαδή, την άρνηση της βίας και το μεγαλείο της αγάπης ως θεμέ­λιου της αλληλεγγύης. Για τα άτομα αυτά ο αναρχισμός εξακολουθεί να σημαίνει βία , βόμβα, στιλέτο, μεσ’ από μια “περίεργη σύγχυση αιτίου και αποτελέσματος, μέσων και σκοπών’ και αληθεύει τόσο πολύ αυτό ώστε όταν ο Πάρσονς δήλωσε ότι αναρχισμός δεν σημαίνει βία, κι όταν ο Μαλατέστα δήλωσε ότι αναρχισμός δεν σημαίνει βόμβα, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι αυτού του είδους τους πέρασαν για αποστάτες. Υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν διακαώς να διορθώσουν αυτά τα λάθη, αυτές τις χυδαίες αστικές παραποιήσεις, που θυμούνται ότι ο αναρχισμός δεν είναι η εξιδανίκευση της εκδίκησης, ότι η επανάσταση που θέ­λουν οι αναρχικοί είναι επανάσταση της αγάπης κι όχι του’ μίσους, ότι η βία  θα πρέπει ι να θεωρείται σαν ένας θανατηφόρος ιός που χρησιμεύει μόνο σαν ένας αντί-ιός που επιβάλλεται από τις ανάγκες του αγώνα κι όχι από την επιθυμία να προκληθεί  βλάβη. Όσοι υποστηρίζουν αυτές τις ιδέες, ακόμη κι αν είναι οι πιο ανιδιοτελείς, αποκαλούνται αχρείοι και δειλοί από εκείνους που το μυαλό τους έχει διαφθαρεί από την αστική θεωρία ότι η βία θα πρέπει να εφαρμόζεται σαν ένας άτεγκτος νόμος.

Η αναρχία είναι το ιδεώδες της κατάργησης της βίας και της καταπιεστικής εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άν­θρωπο σε κάθε πεδίο, οικονομικό, θρησκευτικό ή πολιτικό. Για να ‘σαι αναρχικός αρκεί ν’ ασπάζεσαι αυτήν την ιδέα και κατά συνέπεια να προσπαθείς όσο μπορείς να διαδώσεις την ιδέα ότι μόνο η άμεση και επαναστατική δράση των ανθρώπων μπορεί να οδηγήσει σε μια πλήρη κοινωνική και οικονομική χειραφέτηση.

Όλοι όσοι τρέφουν τέτοια αισθήματα, όσοι υποστηρίζουν τέτοιες ιδέες και αγωνίζονται και τις διαδίδουν  είναι αναμφισβήτητα αναρχικοί ακόμη κι αν το ηθικό τους αίσθημα βρίσκει ειδεχθή τούτη ή την άλλη πράξη εξέγερσης ή εκδίκησης που διαπράττει κάποιος που ονομάζει τον εαυτό του αναρχικό, ακόμη κι όταν είναι πεπεισμένοι ότι όλες οι πράξεις ατομικής εξέγερσης είναι επιζήμιες  για το σκοπό. Τα  άτομα αυτά μπορεί να έχουν  λανθασμένες απόψεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι συνεπείς, πεπεισμένοι και συνειδητοί αναρχικοί.

Για παράδειγμα, υπάρχουν χορτοφάγοι αναρχικοί που συμπεριλαμβάνουν στις πεποιθήσεις τους την χορτοφαγία’ θα ήταν όμως πολύ περίεργο αν οι άνθρωποι αυτοί υπο­στήριζαν ότι όσοι δεν είναι χορτοφάγοι δεν είναι, και αλη­θινοί αναρχικοί. Εξίσου περίεργο είναι ότι υπάρχουν άτομα που υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναρχικοί όσοι δεν επιδοκιμάζουν ή δεν συμπαθούν τις βίαιες ατομικές πρά­ξεις. Η προπαγάνδα με την πράξη μπορεί να είναι ωφέλιμη ή επιζήμια, δεν αποτελεί όμως αναπόσπαστο τμήμα της αναρχικής θεωρίας’ είναι απλώς μια μορφή αγώνα που μπορεί να συζητηθεί, να γίνει αποδεκτή εν μέρει ή στο σύ­νολο της, ή ν’ απορριφθεί εντελώς” όμως δεν συνιστά άρ­θρο πίστης (για να χρησιμοποιήσω μια Καθολική φράση), χωρίς το οποίο δεν υπάρχει καμιά σωτηρία, χωρίς το οποίο δεν μπορεί κανείς να είναι αναρχικός. Όσοι πι­στεύουν το αντίθετο και, όπως ο πάπας, αφορίζουν όσους δεν αισθάνονται υπέρμετρη συμπάθεια για τον Ραβασόλ ή τον Εμίλ Ανρϋ, είναι θύματα της χυδαίας προπαγάνδας της αστικής τάξης και βασισμένοι στα λόγια της πιστεύουν πραγματικά ότι αναρχισμός σημαίνει βία. Δυστυχώς εξα­κολουθούν να υπάρχουν στις γραμμές μας πολλές απ’ αυ­τές τις μυωπικές διάνοιες… Όμως η αστική επίδραση δεν σταματά στο ζήτημα της βίας, το οποίο δίχασε τόσο τις δραστηριότητες μας και το οποίο ανέπτυξα επί μακρόν γιατί είναι τόσο σημαντικό και στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.

Ίσως κάποιος να θυμηθεί την πολεμική μου με τον φίλο μας Τζαβατέρο αναφορικά με την οικογένεια και την αγάπη σε μια μελλοντική κοινωνία. Σημείωνα τότε ότι ανάμεσα σε πολλούς αναρχικούς υπάρχει μια αξιοθρήνητη τάση ν’ αποδέχονται σαν δική τους θεωρία οτιδήποτε, ή, τουλάχιστον, μεγάλο μέρος απ’  ότι επινόησε η αστική τάξη για να πολεμήσει τον αναρχισμό. Έχουμε ήδη δει με ποιο τρόπο συνέβη αυτό αναφορικά με το ζήτημα της βίας. Το ίδιο συνέβη και. με το ζήτημα των σεξουαλικών σχέ­σεων.

Στην προσπάθεια τους να μας δυσφημίσουν και χρησι­μοποιώντας σαν πρόφαση την κριτική μας στην σημερινή εξουσιαστική φύση της οικογένειας και την κυριάρχηση της γυναίκας από τον άντρα, οι αστοί συγγραφείς συμπέραναν ότι επιθυμούμε την κατάργηση της οικογένειας και, κατά συνέπεια, ότι θέλουμε τις γυναίκες κτήμα όλων, ότι θέ­λουμε την πολυγαμία, παιδιά που να μην γνωρίζουν τον πατέρα τους, αιμομικτικές σχέσεις, σεξουαλική βία, και ό,τι πιο βάρβαρο και ταυτοχρόνως πιο γελοίο μπορεί κα­νείς να φανταστεί. Στην πραγματικότητα, η αναρχική θεωρία εξ αρχής δεν έκανε τίποτα άλλο από το να υποστηρίζει την κάθαρση των συναισθημάτων από κάθε είδους κατα­ναγκασμούς κι επικυρώοεις, είτε αυτές είναι νομοθετικές ή γραφειακές, είτε πολιτικές θρησκευτικές ,και μαζί μαυτό, την χειραφέτηση της γυναίκας, την ελευθερία της και την ισότητα της απέναντι στον άντρα, και την ελευθερία ν’ αγαπά κανείς χωρίς τον καταναγκασμό της οικονομικής αναγκαιότητας ή όποιας άλλης εξουσίας εξωτερικής ως προς την ίδια την αγάπη — με μια λέξη, την επανασύσταση της οικογένειας, η οποία αναστηλώνεται στις φυσικές της βάσεις: την αμοιβαία αγάπη και την ελευθερία επιλογής.

Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η υγιής αντίληψη για την αγάπη και την οικογένεια έχει απορριφθεί από τους αναρ­χικούς. Δεν θέλω ν’ αποδεχθώ την βάρβαρη, εξευτελι­στική αστική αντίληψη — ακριβώς το αντίθετο. Όμως αυτή η αστική συκοφαντία εξακολουθεί ν’ ασκεί μια ορι­σμένη επίδραση. Μολονότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των αναρχικών αποδέχεται την αληθινή έννοια της ελεύθερης αγάπης που βασίζεται στην ελεύθερη ένωση, δεν παύουν πότε- πότε να υπάρχουν ανάμεσα μας κι εκείνοι που, γνω­ρίζοντας τις αστικές κριτικές, έχουν μπερδέψει την ελευθερία ν’ αγαπάς με την πολυγαμία.

Μολονότι μεταμφιεσμένη, η άμορφη αυτή θεωρία περί αγάπης έχει αστική καταγωγή. Είναι συνέπεια της μανίας πολλών επαναστατών να αποδέχονται ως βέλτιστο ό, τι οι συντηρητικοί αντιμάχονται με τρόμο, μολονότι οι συντηρη­τικοί αποδίδουν αυτά ία πράγματα σε μας για καταστρεπτικούς σκοπούς.

Το ίδιο πράγμα συνέβη αναφορικά με την οργάνωση. Οι αναρχικοί υποστήριζαν πάντοτε ότι η ζωή δεν είναι δυνατή χωρίς συνεργασία και αλληλεγγύη, κι ότι ο αγώνας και η Επανάσταση  δεν Είναι εφικτά δίχως μια προϋπάρχουσα  επαναστατική οργάνωση.

Όμως είναι πιο βολικό για τους αστούς συγγραφείς να μας παρουσιάζουν σαν υποστηρικτές της αναρχίας με την έννοια της σύγχυσης και του χάους και αρχίζουν να λένε ότι είμαστε πράκτορες του χάους και ενάντια σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης.

Και μ’ αυτόν  τον τρόπο ξεθάβουν τον Νίτσε και τον Στίρνερ. Πολ­λοί αναρχικοί καταπίνουν το δόλωμα και γίνονται στα σο­βαρά υποστηρικτές του χάους, του Στίρνερ και του Νίτσε, και άλλων παρόμοιων ανοησιών. Απορρίπτουν την οργά­νωση, την αλληλεγγύη και τον σοσιαλισμό μερικοί φθά­νουν ακόμη και να καθαγιάζουν την ατομική ιδιοκτησία και καταλήγουν έτσι να παίζουν το παιχνίδι των αστών ατομικιστών. Οι ιδέες τους καθίστανται, για να χρησιμο­ποιήσω τη φράση του Φίλιππο Τουράτι, «μια διογκωμένη εκδοχή του αστικού ατομικισμού».

Η πηγή αυτής της μανίας να γίνεται αποδεκτό οτιδή­ποτε θεωρούν οι εχθροί μας σαν κακό, μπορεί να βρεθεί σε κάθε ανθρώπινο πνεύμα — είναι η αντίφαση κι η αντί­θεση: «Ο εχθρός μου πιστεύει ότι αυτό είναι κακό’ αφού όμως ο εχθρός μου δεν έχει ποτέ δίκιο, αυτό που θεωρεί αυτός σαν κακό είναι, αντίθετα, θαυμάσιο.» Υπάρχουν πολύ περισσότεροι απ’ όσοι νομίζουμε, ιδιαίτερα ανάμεσα στους επαναστάτες, που κάνουν αυτήν την εξίσωση, η οποία μπορεί κατά τύχη να είναι σωστή μερικές φορές αλλά αυτή καθεαυτή είναι άκρως παραπλανητική.

Α! Μας αποκαλείτε κακοποιούς; Τότε λοιπόν, ναι, εί­μαστε κακοποιοί!” Πόσες φορές η φράση αυτή βγήκε από τα χείλη μερικών αναρχικών — διαθέτουν ακόμη κι έναν «ύμνο των κακοποιών». Σ’ ένα βαθμό αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό — και ακόμη να εμφανιστεί — σαν μια όμορφη προκλητική χειρονομία προς τον εχθρό. Κανείς όμως δεν μπορεί να παραδεχτεί στα σοβαρά ότι οι αναρχικοί είναι κακοποιοί… Αντίθετα όμως, και από την δύναμη της επα­νάληψης αυτής της παραδοξολογίας, ορισμένοι καταλή­γουν να την εκλαμβάνουν σαν μια δεδηλωμένη αλήθεια. «Quoderatdemostrandum>>2, κραυγάζει τότε θριαμβευ­τικά η αστική τάξη, η οποία, αφού μας αποκαλεί κλέφτες, εμπρηστές, εχθρούς της οικογένειας και κακοποιούς, ακούει μ’ ευχαρίστηση την εκφώνηση αυτής της παραδοξο­λογίας μολονότι αυτή δεν είναι παρά μια προκλητική χει­ρονομία. Είναι λοιπόν απαραίτητο ν αποφεύγουμε κάτι τέτοιο και να μην γοητευόμαστε τόσο πολύ από παραδοξολογίες.

Θα ήταν προτιμότερο να επιδιώκουμε αυτό που μας ευ­χαριστεί, ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι εχθροί μας. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να προπαγανδί­ζουμε τις ιδέες μας δίχως να μας απασχολεί αν η αστική τάξη συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί μας.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να σιγουρευόμαστε ότι το κί­νημα μας τραβά τον δικό του δρόμο ανεξάρτητα από την άμεση ή έμμεση επίδραση της αστικής συκοφαντίας και ιδεολογίας, ανεξάρτητα από την συμπεριφορά — θετική ή αρνητική — των συντηρητικών. Και θα κάνουμε επαναστα­τικό και κατ’ εξοχήν ελευθεριακό έργο μέσω της ελευθεριακής θεωρίας, η οποία μας δείχνει ότι θα πρέπει να χει­ραφετηθούμε κοινωνικά και ατομικά από κάθε είδους επιρροή που δεν απορρέει απ’ τα δικά μας συμφέροντα, την ελευθερία μας και τις επιθυμίες μας και δεν ανταποκρίνεται άμεσα σ’ αυτά.

ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΒΙΑΣ 

Θα εξετάσουμε εν συντομία την λεκτική «βία», που εί­ναι πολύ της μόδας σήμερα στους επαναστατικούς κύ­κλους, και συγκεκριμένα το είδος της λεκτικής εξύβρισης, που έχει το μειονέκτημα να φθείρει και να στρεβλώνει τις ιδέες, να διχάζει τους ανθρώπους και να προκαλεί έχθρες, να υψώνει τείχη ανάμεσα ο’ αυτούς που, κατά τα φαινό­μενα, και στην αντίθετη περίπτωση, θα συμφωνούσαν. Ό­ταν αυτή η βίαιη προπαγάνδα και πολεμική χρησιμοποιεί­ται εναντίον συντρόφων, είναι πιο οδυνηρή κι από την κόψη του μαχαιριού” κι όταν χρησιμοποιείται εναντίον αντιπάλων, έχει ακριβώς το αντίθετο α-η’ το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Προκαλεί την αποξένωση του κοινού από τις ιδέες μας και υψώνει ένα τείχος που μας χωρίζει απ’ αυτό και που μας καταδικάζει να ‘μαστε αιώνιοι ονειροπόλοι.θα ασχοληθώ τώρα με το ζήτημα της βίας – κι όχι μόνο της λεκτικής της έκφανσης – σε σχέση με τον αναρχισμό και τον επαναστατικό αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και το κράτος.Μιλώντας για τον λεκτικό εκφυλισμό ενός τμήματος του αναρχισμού (ή αυτού που περνιέται για αναρχισμός) κάτω από την επίδραση της αστικής τάξης – η οποία επηρεάζει ορισμένα καταπονημένα πνεύματα ώστε να αποδέχονται οτιδήποτε η αστική τάξη θέλει να πιστεύεται για τον αναρχισμό – έχω λόγους να επαναλαμβάνω αυτό που πολλές φορές έχω δηλώσει και που δεν θα κουραστώ ποτέ να επα­ναλαμβάνω: Αναρχία σημαίνει άρνηση της βίας, κι έχει ως τελικό αντικειμενικό της σκοπό την ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους- Ακόμη κι αν δεν έχω χρησιμοποιήσει άλλου αυτές ακριβώς τις λέξεις, πρόκειται πάντα για την ίδια αί­σθηση.Αναρχία σημαίνει άρνηση της αυθεντίας, στο μέτρο που είναι δυνατή η εξάλειψη της από την ανθρώπινη κοινωνία. Η αναρχική κοινωνία θα καταστεί εφικτή μόνο όταν κα­νένα άτομο δεν θα έχει την δυνατότητα ή τα μέσα, εκτός από την πειθώ, ν’ αναγκάσει κάποιο άλλο άτομο να κάνει πράγματα που δεν θέλει. Λεν μπορούμε να προβλέψουμε αν η εξάλειψη της ηθικής αυθεντίας θα καταστεί κι αυτή επίσης εφικτή στο άμεσο μέλλον, Η ολοκληρωτική της εξάλειψη ίσως να μην είναι δυνατή, κι ούτε γνωρίζω αν είναι επιθυμητή — σίγουρα όμως θα συρρικνωθεί ανάλογα με την σπουδαιότητα και την εξύψωση της ατομικής συ­νείδησης σε κάθε κοινωνική σφαίρα.

Υπάρχει ένα είδος αυθεντίας που προέρχεται από την εμπειρία ή την επιστημονική γνώση, και. που η απόρριψη της όχι μόνο δεν είναι, δυνατή αλλά θα ήταν και παράλογη, όπως ακριβώς παράλογο θα ήταν να εξεγερθεί ένας ασθε­νής ενάντια στις θεραπευτικές μεθόδους μιας ιατρικής αυ­θεντίας, να μην ακολουθήσει ένας κτίστης τα σχέδια του αρχιτέκτονα στο κτίσιμο ενός σπιτιού, ή να μην ακολου­θήσει ένας ναυτικός τις οδηγίες του πιλότου στην πλοή­γηση του καραβιού. Ο ασθενής, ο κτίστης, κι ο ναυτικός υπακούουν οικειοθελώς στον γιατρό, τον αρχιτέκτονα και τον πιλότο, επειδή έχουν αποδεχθεί ελεύθερα την τεχνική διεύθυνση των τελευταίων. Τότε λοιπόν, όταν εγκαθιδρύε­ται μια κοινωνία στην οποία δεν υπάρχουν μορφές αυθε­ντίας άλλες από αυτές της τεχνικής, της επιστημονικής γνώσης, και της ηθικής επιρροής, κανείς δεν μπορεί ν’ αρ­νηθεί ότι αυτή είναι μια αναρχική κοινωνία.

Δεν παίζουμε με τις λέξεις. Σκοπεύω να μιλήσω για την πραγματική βία, αυτήν της υλικής δύναμης — ή απλώς για την απειλή χρησιμοποίησης αυτής της δύναμης — που χρη­σιμοποιείται ενάντια στην βούληση ενός ή περισσότερων ατόμων, καταπατώντας ή περιστέλλοντας την ελευθερία τους και προκαλώντας βλάβη ή πόνο. Δεν ισχυρίζομαι ότι, θα εξασφαλίσουμε ποτέ τέλεια αναρχία και τέλεια κοινω­νική ειρήνη — μια και τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι τέλειο — όμως, δεν χωρά καμιά αμφιβολία ότι η απουσία καταναγκαστικής βίας αποτελεί το «εκ των ων ουκ άνευ» της αναρχικής κοινωνικής οργάνωσης.

Τότε, φυσικά, η βία θα καταστεί δυνατή κι απαραίτητη μόνο σαν μια μορφή αυτοάμυνας απέναντι στην αντικοινω­νική βία, η οποία βρίσκεται έξω από τα πλαίσια μιας ελεύθερα αποδεκτής κοινωνικής σύμβασης, και προτίθεται να καταπατήσει την ελευθερία των ανθρώπων και να δια­ταράξει την γαλήνη τους. Οι καχύποπτοι κι εκείνοι που δεν θέλουν ούτε να ακούνε τον όρο «κοινωνική σύμβαση» θα ουρλιάξουν από αγανάκτηση — λες κι εμείς σι κοινωνι­κοί αναρχικοί θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε ένα κράτος ή ένα υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής συμβίωσης για τον καθένα. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς λανθασμένο. Στο φυλ­λάδιο του με τίτλο “Μεταξύ Αγροτών», ο Μαλατέστα σκιαγράφησε το ζήτημα με τον ακόλουθο τρόπο: «Σ’ αυτήν την περίπτωση», λέει ο Τζόρτζιο, σ ένας από τους χαρακτήρες του διαλόγου, “αυτό που θέλουμε να πε­τύχουμε με τη βία είναι να θέσουμε στην διάθεση όλων τα κύρια προϊόντα του εδάφους, τα μέσα εργασίας, τα κτίρια και τον υπάρχοντα πλούτο. Όσον αφορά τον τρόπο οργά­νωσης της παραγωγής και διανομής των προϊόντων, οι άν­θρωποι θα κάνουν αυτό που θέλουν… Μπορεί κανείς να προβλέψει σχεδόν με βεβαιότητα ότι σε κάποιες περιοχές θα εγκαθιδρυθεί ο κομμουνισμός, σ’ άλλες ο κολεκτιβισμός, και σ’ άλλες διαφορετικά ίσως συστήματα’ και αργότερα, όταν θα έχουν γίνει φανερά και θα έχουν εκτιμη­θεί τ’ αποτελέσματα των διαφόρων συστημάτων, αυτό που θα φαίνεται καλύτερο θα γίνει αποδεκτό απ’ όλους. Το βασικό εδώ είναι ότι κανείς δεν θα επιχειρήσει να επιβληθεί στους άλλους, ούτε να ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής και τη γη. Πρέπει να βρισκόμαστε σε ετοιμότητα για να εμπο­δίσουμε εξ αρχής κάθε τέτοια απόπειρα…». Και στο ερώτημα τι θα κάναμε αν κάποιος αντιτίθετο σ’ ό,τι οι υπόλοιποι είχαν συμφωνήσει ότι είναι το κοινό τους συμφέρον, ή αν κάποιοι καταπατούσαν βιαίως τις ελευθερίες των άλλων, ή αν κάποιοι αρνούνταν να εργα­στούν και έβλαπταν τα συμφέροντα των υπολοίπων, ο Μαλατέστα απαντά: «Στην χειρότερη περίπτωση… αν υπήρχαν κάποιοι που δεν θα ‘θελαν να εργαστούν, θα αναγκαζόμασταν να τους αποβάλλουμε από την κοινότητα, παρέχοντας τους τα υλικά μέσα και τα εργαλεία που θα τους είναι απαραίτητα για να εργαστούν εκτός κοινότητας… Τότε (όταν επιχει­ρήσει κάποιος να καταπατήσει τις ελευθερίες των άλλων), φυσικά, θα ήταν απαραίτητη η προσφυγή στη βία, δεδο­μένου ότι, όσο άδικο είναι να καταπιέζει η πλειοψηφία την μειοψηφία, άλλο τόσο άδικο είναι και το αντίθετο’ αφού οι μειοψηφίες έχουν το δικαίωμα εξέγερσης, οι πλειοψη­φίες έχουν το δικαίωμα αυτοάμυνας…». Στην περίπτωση αυτή, η ατομική ελευθερία δεν παραβλέπεται, γιατί «πά­ντοτε και σ’ όλα τα πεδία οι άνθρωποι θα έχουν το ανα­φαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στις πρώτες ύλες και τα ερ­γαλεία δουλειάς, δικαίωμα που τους παρέχει την δυνατό­τητα απόσχισης από την κοινότητα. Πρέπει να γίνει κατα­νοητό ότι η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τις μειοψη­φίες, οι οποίες θα έχουν πάντα το δικαίωμα να εξεγείρο­νται ενάντια σε μια πλειοψηφία που θα ήθελε να κατα­στείλει τις επιθυμίες και την ελευθερία τους, αφού αν συ­νέβαινε κάτι τέτοιο η αναρχία θα υπήρχε μόνο κατ’ όνομα κι όχι στην πράξη. Όμως, ακόμη και σ’ αυτήν την περί­πτωση, θα είχαμε να χάνουμε με την αμυντική κι όχι την επιθετική βία, η αναγκαιότητα της οποίας θα έδειχνε, σε τελική ανάλυση, ότι η αναρχία δεν θα είχε ακόμη θριαμ­βεύσει».

Υποστηρίζω αναφορικά με μια μελλοντική ελευθεριακη και σοσιαλιστική κοινωνία, ότι η βία θα έπρεπε να ασκείται στον ελάχιστο δυνατό βαθμό και μόνο για ,αμυντικούς  σκοπούς και  ποτέ για Επιθετικός . Αναφέρομαι στη βία που στρέφεται ενάντια σε ανθρώπους, δεδομένου ότι ο αγώνας για την επιβίωση θα εμπεριέχει πάντοτε έναν ορισμένο βαθμό βίας που, αν και δεν θα στρέφεται κατά ανθρώπων, θα στρέφεται ασφαλώς ενάντια στις τυφλές δυ­νάμεις της φύσης- Όπως έδειξαν οι Γκωτιέ, Κροπότκιν, Λανεσάν και άλλοι, ο αγώνας για την επιβίωση μεταξύ των ανθρώπων θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την συ­νεργασία, την αλληλοβοήθεια, από τον αγώνα εναντία στην φύση, ώστε να επιτύχουμε τον μέγιστο δυνατό βαθμό ευημερίας.

Όσον αφορά το παρελθόν, θα χρειαστεί να γίνει μια πλήρης ιστορική μελέτη για να καθοριστεί ποιες περιπτώ­σεις κοινωνικής βίας υπήρξαν επωφελείς και ποιες επιβλα­βείς, ποιες χρήσιμες και ποιες επιζήμιες για την ανθρώπινη ευημερία και πρόοδο. Ασφαλώς πολλοί πόλεμοι φαίνεται πως είχαν ευεργετικές επιπτώσεις, μολονότι ο πόλεμος καθαυτός είναι κακό πράγμα. Μπορεί όμως, κανείς, μελε­τώντας τους καλά, ν’ ανακαλύψει επίσης τις βλαβερές τους συνέπειες, δεδομένου ότι τα ιστορικά συμβάντα δεν μπο­ρούν να διαχωριστούν απόλυτα σε κακά και καλά. σε ευεργετικά και καταστροφικά. Όμως, θ” αφήσουμε κατή μέρος το παρελθόν, για το οποίο η γνώμη μου είναι γενικά ότι οι πιο χρήσιμες περιπτώσεις κοινωνικής βίας σχετίζο­νται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τις διάφορες επαναστάσεις ενάντια στις τυραννίες που καταπίεζαν πολιτικά και οικονομικά τους λαούς. Κανείς μέχρι τώρα δεν αμφισβήτησε την χρησιμότητα ορισμένων περιπτώσεων ατομικής και συλλογικής βίας, από τον Αρμόδιο ή τον Φελίξ Ορσιάλ, από την εξέγερση του Σπαρτάκου — παρ’ όλο που αμαυρώθηκε από τις λεη­λασίες — μέχρι τις άπειρες παρεκτροπές και μεταπτώσεις της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Επαναλαμβάνω όμως ότι θ’ αφήσουμε το παρελθόν διότι αυτό που μας ενδιαφέ­ρει είναι το παρόν, και, συγκεκριμένα, αυτό που αφορά τον αναρχισμό.

Λόγου χάρη μπορούμε άραγε να πούμε ότι η βία που συνεπάγεται ο σημερινός αγώνας είναι από κάθε άποψη καταδικαστέα; Ασφαλώς όχι. Μια εφημερίδα της Ρώμης που με ρώτησε σχετικά μ’ αυτό έλαβε την απάντηση — την οποία επέλεξαν να μην δημοσιεύσουν — ότι δεν επιλέγουμε εσκεμμένα τη βία για τη βία ,αλλά μας αναγκάζουν να το κάνουμε οι ιδιαίτερες  συνθήκες του αγώνα. Ασφαλώς αυτό είναι οδυνηρό  και αντιφάσκει με τα αναρχικά μας αισθήματα. Τι μπορούμε όμως να κάνουμε;

Ακόμη δεν έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε ορισμένες μορ­φές κοινωνικής ζωής και ν’ απορρίψουμε άλλες, να επιλέ­ξουμε τα είδη των ανθρώπινων σχέσεων που εναρμονίζο­νται περισσότερο με τις ιδέες μας. Από τη στιγμή που δεν θέλουμε να είμαστε μόνο μια σχολή φιλοσοφικών συζητή­σεων αλλά και ένα επαναστατικό κίνημα, πρέπει να χρησι­μοποιούμε τις μεθόδους που μας επιβάλλονται από την κα­τάσταση και που μας ωθούν να χρησιμοποιήσουμε οι πρά­ξεις των εχθρών μας, μεθόδους που χρησιμοποιούν οι ίδιοι. Μ’ αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι οι αναρχικοί κι οι επαναστάτες βρίσκονται σε νόμιμη θέση Άμυνας κατά την εξέγερση τους ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Οι καταπιεσμένοι κι οι εκμεταλλευόμενοι ποτέ δεν ασκούν πρώτοι βία, γιατί η πρωταρχική βία ασκείται, από τους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές — ακριβώς γιατί η εκμετάλλευση κι η καταπίεση συνιστούν διαρκείς μορφές βίας πολύ πιο τρομακτικές από κάθε πράξη ατομικής εξέγερσης ή, ακόμη, από κάθε πράξη ενός εξεγερμένου λαού που εξάντλησε την υπομονή του. Όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη κι η αιματηρότερη επανάσταση δεν προξένησε τόσο πολλά θύματα όσο ένας κοινός πόλεμος σύντομης διάρκειας, ή, ακόμη, όσο ένας μόνο χρόνος αθλιότητας της εργατικής τάξης

Μπορούμε άραγε να συμπεράνουμε απ’ αυτό ότι οι αναρχικοί αποδοκιμάζουν πάντα τη βία, εκτός από τις περιπτώσεις αυτοάμυνας. Ούτε να το σκέφτεστε’ και οποιοσδήποτε θα επιθυμούσε να μας προ­σάψει μια τέτοια βλακώδη ιδέα είναι άσχετος και κακο­προαίρετος. Εξίσου όμως άσχετο και κακοπροαίρετο θα ήταν να υποστηριχθεί ότι είμαστε πάντοτε και με κάθε κό­στος υπέρ της βίας. Η βία, πέρα από το ότι αντιφάσκει καθεαυτή με τη φιλοσοφία του αναρχισμού, μας θλίβει γιατί προκαλεί δάκρυα και πόνο.

Συνοπτικά, και αυτό ισχύει για όλους τους επαναστά­τες, δεν θα έπρεπε ποτέ να απαρνούμαστε την κρίση μας. Αν θέλουμε να εκδώσουμε μια εφημερίδα, ένα φυλλάδιο, να οργανώσουμε ένα συνέδριο ή μια συνάντηση, υπολογί­ζουμε πάντοτε, στην αρχή, αν αξίζει ο κόπος να σπαταλήσουμε χρόνο και χρήμα, και. αποφασίζουμε θετικά όταν συμπεραίνουμε ότι τα πιθανά αποτελέσματα αξίζουν τον κόπο που απαιτείται για να επιτευχθούν. Γιατί , λοιπόν, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια διαδικασία λήψης αποφάσεων όταν το κόστος — όπως ορθώς σημειώ­νει ο Μαλατέστα — υπολογίζεται σε ανθρώπινες ζωές, για να δούμε αν το κόστος αυτό θα φέρει στο ελάχιστο, το ίδιο ή παρόμοιο αποτέλεσμα που θα έφερνε κάποια άλλη μορφή προπαγάνδας; Ασφαλώς στα ερωτήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ακριβώς τα υπέρ και τα κατά κάθε ενέργειας’ όμως, οι παραπάνω σκέψεις διατη­ρούν την σπουδαιότητα τους αναλογικά: ως γενικός κανό­νας, η λογική θα έπρεπε να είναι προτιμότερη από το τυ­χαίο ή το παράλογο ­Για να θέσω ένα παράδειγμα, αν σ’ οποιαδήποτε δεδο­μένη στιγμή ήταν απαραίτητο, για τον θρίαμβο της επανά­στασης. να πυρπολήσω μια βιβλιοθήκη, εγώ, που αγαπώ τα βιβλία, θα το θεωρούσα έγκλημα να αντιταχθώ σε μια τέτοια ενέργεια, μολονότι θα θεωρούσα συμφορά αυτήν την πυρπόληση. Η βία του ριζοσπάστη, ανεξάρτητα από το πόσο αμείλικτη μπορεί να είναι, ασκείται πάντοτε καλο­προαίρετα: «Διαπράττει ωμότητες με βαθύτατη συμπόνια”, λέει ο Χουάν Μπόβιο. Παρομοίως, η αγάπη είναι ο οδηγός του γιατρού όταν χειρουργεί έναν ασθενή. Τί θα λέγαμε όμως για τον χειρούργο εκείνο που θα εγχείριζε απλώς για την απόλαυση της εγχείρισης; Για να θέσω ένα καταλληλότερο παράδειγμα, στη Ρω­σία, όλες οι επιθέσεις κατά της κυβέρνησης, κατά των αντιπροσώπων της και των υποστηρικτών της θεωρούνται δικαιολογημένες ακόμη και από τους αντιπάλους μας και τους μετριοπαθέστερους παρτιζάνους μας — ακόμη κι όταν τραυματίζονται αθώοι. Οι ίδιοι όμως άνθρωποι θα αποδο­κίμαζαν αυτές τις ενεργείς αν διαπράττονταν αδιάκριτα ενάντια σε ανθρώπους που περπατάνε ατό δρόμο, που πηγαίνουν στο θέατρο ή κάθονται στο καφενείο.

«Η νέα κοινωνία δεν πρέπει να αρχίσει με μια νέα πράξη»· είπε ο Νικολα Μπαρμπατα σε μια αξέχαστη δήλωση του στο στρατοδικείο, θα ήταν χυδαίο να εγκλη­ματεί κανείς παρακινούμενος από μια συναισθηματική έκρηξη την στιγμή που απαιτείται επαναστατική δράση’ θα ήταν όμως εξίσου λάθος να ελπίζουμε στον θρίαμβο μιας βίαιης επανάστασης που διέπεται από το μίσος, και η οποία, όπως έδειξε σ’ ένα άρθρο του ο Μαλατέστα πριν από 12 ή 14 χρόνια, θα μας οδηγούσε σε μια νέα τυραννία ακόμη κι αν καλυπτόταν με τον μανδύα της αναρχίας.

Από το βιβλίο του Λουίτζι Φάμπρι  Αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό, Εκδ. Ελεύθερος Τύπος

Λουί Μπουνιουέλ

“…Αυτός ο Θεός που έχεις επινοήσει, δεν είναι παρά μια χίμαιρα, μια ηλίθια ύπαρξη που μόνο στα μυαλά των τρελών έχει θέση. Είναι ένα φάντασμα επινοημένο από την κακία των ανθρώπων, με μόνο σκοπό την εξαπάτησή τους ή να οπλίσει τον ένα εναντίον του άλλου. Αν αυτό το Υπέρτατο Ον υπήρχε πραγματικά, με όλα τα ελαττώματα με τα οποία γέμισε τα έργα του, δεν θα άξιζε εκ μέρους μας παρά μόνο περιφρόνηση και βλασφημίες…”

Ο Γαλαξίας, Luis Bunuel, 1968

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΦΑΣΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ/ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ, ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 30/5, ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ ΣΤΙΣ 21:00

Θα προβληθεί η ταινία ”Η Υπόσχεση” (La promesse) των Zαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν (Jean-Pierre and Luc Dardenne) και θα ακολουθήσει συζήτηση με θέμα την έξαρση του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία και την εγκληματική δράση των νεοναζιστών.

La_promesse28Jean-Pierre_and_Luc_Dardenne29

 

 

 

 

 

Νίκος Κυριακίδης, Μυστήριο

dimoula-kiki-660

Ποιός πήρε το παγκάκι της κ. Δημουλά;
Όχι, δεν ήταν ο εργολάβος-συγγραφέας ιππότης του Παναγίου τάφου που
καθόταν από πίσω της, στην αίθουσα της Ακαδημίας.
Μιλάμε για παγκάκι, όχι πολυθρόνα
Δεν πρέπει να ήταν και οι υπόλοιποι λεγεωνάριοι, της Λεγεώνας της Τιμής
‘’ο Μεγαλόσταυρος’’, τρεμάμενοι στην ετήσια πασχαλινή τους συνάντηση.
Επίσης κι εκεί, έχει καταργηθεί το παγκάκι.
Ήταν νέγρος και ήταν νύχτα…

Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.wordpress.com/2013/05/07/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF/

Πέρα από τη δημοκρατία, η αναρχία


a-logo

 

Ο αναρχισμός είναι δημοκρατικός; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να έχει δύο σκέλη: ο αναρχισμός περιέχει τη δημοκρατία και συγχρόνως αξιώνει να την υπερβεί. Η πρόταση του αναρχισμού για την οργάνωση της κοινωνίας πηγαίνει πέρα από τους κανόνες της δημοκρατίας: αντιπροσωπεύει ένα πέρα από το πολιτικό ως αυτόνομης κατηγορίας από το κοινωνικό. Για την πραγματοποίηση αυτής της αντίληψης για την κοινωνική οργάνωση ( αντίληψη που μένει ακόμη να ορίσουμε, μάλλον να συγκεκριμενοποιήσουμε) η αναρχική θεωρία προτείνει την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας ως πρώτο και θεμελιώδες βήμα για το ξεπέρασμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο Amedeo Bertolo γράφει: ”Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση”.  Η άμεση δημοκρατία, αρθρωμένη πάνω σε ομοσπονδιακή βάση, είναι λοιπόν η λύση που ανέκαθεν οι αναρχικοί πρότειναν για την οργάνωση της πολιτικής πλευράς μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων. Μια πρόταση η οποία παραμένει μια μεταβλητή, η αυθεντικότερη ίσως, της δημοκρατίας. Παρόλο όμως που η άμεση δημοκρατία διευρύνει τις διαδικασίες των αποφάσεων ισότιμα προς όλα τα μέλη της κοινωνίας, μπορεί να περιέχει στοιχεία και προβληματικές της λογικής και του φαντασιακού της αντιπροσωπευτικής λεγόμενης δημοκρατίας. Βεβαίως αυτή η διεύρυνση δεν είναι μονάχα ποσοτική, το αντίθετο μάλιστα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η δημοκρατική πρόταση περιέχει ένα κοινό παράδειγμα σε κάθε μορφή δημοκρατίας. Παραδείγματος χάρη και στην άμεση δημοκρατία είναι δυνατόν να σχηματιστούν πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Υπάρχει συνεπώς μια ανοιχτή ερώτηση: η μειοψηφία πρέπει να συμμορφώνεται με τη βούληση της πλειοψηφίας; Εδώ εμφανίζεται κι ένας άλλος προβληματισμός. Το κοινό αίσθημα των αναρχικών εντοπίζει στο πολιτικό όπως και στο οικονομικό δύο θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται η κοινωνία της κυριαρχίας. Η κοινωνία που απαλλοτριώνει τη δύναμη των πολιτών για να την εμπιστευτεί (ακόμη και στην αντιπροσωπευτική μορφή) στην αποκλειστική εξουσία μιας μειοψηφίας, βρίσκει στο οικονομικό και το πολιτικό δύο προνομιακούς χώρους αναπαραγωγής. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο ο αναρχισμός πάντα διακήρυττε τη σπουδαιότητα της «κοινωνικής επανάστασης», την αναγκαιότητα ενός ριζικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας που θα απορροφούσε μέσα στην κοινωνία αυτές τις δύο αυτονομημένες λειτουργίες. Όμως αυτές οι δύο λειτουργίες (όπως και άλλες) είναι «λειτουργίες» για την κοινωνία. Οι πόρτες της ελευθεριακής κοινωνίας δεν ανοίγουν με μια κλοτσιά ούτε το παρόν απαλείφεται με ένα απλό σβήσιμο ( ούτως ή άλλως αδύνατο). Μια πολύπλοκη κοινωνία ( και η ελευθεριακή κοινωνία είναι σίγουρα περισσότερο σύνθετη από εκείνη της κυριαρχίας, γιατί σε αυτήν απουσιάζει  η περιστολή της πολυπλοκότητας που καθορίζεται από την ίδια την κυριαρχία) έχει ανάγκη ενός χώρου, πραγματικού και συμβολικού, στον οποίο θα ορίζονται οι κανόνες που αφορούν τις αποφάσεις και τη σύνθεση των διαφορετικών και πολλές φορές αντικρουόμενων συμφερόντων: το πολιτικό, για να ακριβολογούμε. Το πολιτικό, το οποίο αν και έλαβε την κρατική μορφή δεν εξαντλείται μόνο σε αυτήν. 

Η σκέψη του ιταλού αναρχικού Amedeo Bertolo  βουτάει στα βαθιά αυτών των προβληματισμών προσπαθώντας να αποσαφηνίσει ( και σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει)  τις σχέσεις (άμεσης) δημοκρατίας και αναρχίας.  Ν.Χ

 

 

του Amedeo Bertolo

 

“Εάν εκληφθεί κυριολεκτικά μια δημοκρατία πρέπει να είναι μια ακρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στο λαό στο βαθμό που ο λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος”. Giovanni Sartori

Το άρθρο αυτό ασχολείται με τη δημοκρατία από μια αναρχική οπτική και με τον αναρχισμό από μια δημοκρατική οπτική. Το κύριο ζήτημα είναι εκείνες οι πλευρές των δύο αυτών πολιτικών και φιλοσοφικών κατηγοριών που προκύπτουν από μια αντιπαράθεση μεταξύ τους, δηλαδή οι ουσιώδεις διαφορές και ομοιότητες μεταξύ της δημοκρατίας και του αναρχισμού. Αυτό σημαίνει ότι δε θα εξεταστούν λεπτομερώς ούτε η δημοκρατία με την έννοια που της αποδίδεται συνήθως («αντιπροσωπευτική» δημοκρατία), ούτε ο πολιτικός αναρχισμός (όπως τον βλέπουν οι αναρχικοί), ούτε ακόμα η πρωταρχική μορφή δημοκρατίας, η «άμεση δημοκρατία», που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δημοκρατίας και αναρχισμού.

Θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερος χώρος από αυτόν που έχουμε εδώ για να εξετάσουμε λεπτομερώς όλα τα παραπάνω. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε σύντομους ορισμούς με σκοπό μια σύγκριση, ή καλύτερα, μια γενική εκτίμηση της συμβατότητας/συγκρισιμότητάς τους. Αυτό που ελπίζω να καταδείξω είναι ότι η δημοκρατία και ο αναρχισμός δεν είναι ούτε ταυτόσημες (υπό ορισμένες συνθήκες) ούτε αντιθετικές έννοιες. Ο αναρχισμός είναι η πλέον αναπτυγμένη μορφή δημοκρατίας, ταυτόχρονα όμως εκτείνεται οπωσδήποτε πέρα από αυτήν -όπως υποστηρίζει και ο τίτλος αυτού του άρθρου. Στο ερώτημα εάν είναι δυνατό ο αναρχισμός να πάει πέρα από τη δημοκρατία θα απαντούσα ότι μπορεί, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.

Σε μια αναλογία μ’ αυτό που έγραψα κάποτε για την ελευθερία,2 η αναρχική αντίληψη της ελευθερίας είναι και «μεγαλύτερη» και «διαφορετική» από τη φιλελεύθερη αντίληψη. Με απλούστερους όρους, αυτή η «διαφορά» έγκειται στο γεγονός ότι για τους φιλελεύθερους η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από την ελευθερία των άλλων, ενώ για τους αναρχικούς ενισχύεται από αυτήν. Εντούτοις, η «διαφορετική» ελευθερία των αναρχικών ενσωματώνει και την ελευθερία των φιλελεύθερων, ενώ ταυτόχρονα την υπερβαίνει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η ποσότητα είναι ουσιαστική, εφόσον χωρίς αυτή δεν υπάρχει καμιά εγγύηση της ποιότητας’ μια «διαφορετική» ελευθερία πρέπει την ίδια στιγμή να σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη ελευθερία. Ακόμα και θρησκευτικοί φονταμενταλιστές (χριστιανοί, μουσουλμάνοι κλπ) μιλούν για «διαφορετική» ελευθερία, η οποία όμως είναι μικρότερη ελευθερία, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο -ιδιαίτερα στο ατομικό.

Έτσι, η πολιτική ιδέα των αναρχικών είναι, και πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι, μεγαλύτερη δημοκρατία, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, εάν είναι να μην παραμείνει σ’ αυτήν την πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ότι υποστηρίζουν οι αναρχικοί: ότι η πολιτική τους αντίληψη είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Έτσι, η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό υπερβαίνει ποσοτικά και ποιοτικά την αντίστοιχη δημοκρατική αντίληψη. Αυτό ισχύει τόσο για την επικρατούσα δημοκρατική αντίληψη, την αντιπροσωπευτική, όσο και για τις περισσότερο ριζοσπαστικές, όπως αυτή της «συμμετοχικής δημοκρατίας»…,3 ακόμα και για τη λεγόμενη «άμεση δημοκρατία».4 Η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό η – οποία θα μπορούσε να ονομαστεί «αναρχική πολιτική»- είναι στην πραγματικότητα ταυτόχρονα κάτι περισσότερο από τη δημοκρατία αλλά και κάτι διαφορετικό.

Πώς μπορεί λοιπόν κάτι να είναι ένα πράγμα και την ίδια στιγμή να είναι κάτι άλλο; Όσο δύσκολο κι αν είναι να γίνει αυτό αντιληπτό, είναι στην πραγματικότητα δυνατό. Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πράγματα από τον φυσικό κόσμο, αλλά σε «πράγματα» από το κοινωνικο-πολιτικό φαντασιακό, των οποίων ο τρόπος του «είναι» εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία θεωρούμαι. Ο αναρχισμός σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να ειδωθεί ως μια ακραία μορφή δημοκρατίας και ως μια διαφορετική μορφή οικοδόμησης του πολιτικού, ή ακόμα και ως κάτι που βρίσκεται πέραν του πολιτικού. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι έχω κατά νου συγκεκριμένους ορισμούς της δημοκρατίας (ή καλύτερα των δημοκρατιών5), οι οποίοι ήταν πάντοτε υπόρρητοι, έχουν όμως σταδιακά καταστεί περισσότερο ρητοί.

Οι ορισμοί αυτοί είναι σχετικά ουδέτεροι με δεδομένο ότι η απόλυτη ουδετερότητα δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ωφέλιμη. Πρόκειται για ορισμούς του αναρχισμού, πρώτα και κύρια από μια αναρχική προοπτική (έχοντας κατά νου η δημοκρατική κριτική), και της δημοκρατίας από δημοκρατική προοπτική6έχοντας κατά νου την αναρχική κριτική). Πρώτα όμως θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, η οποία μόνο φαινομενικώς δείχνει να είναι άσχετη και/ή προσωπική.

Παρέκβαση

Όταν έχω κακή διάθεση και κοιτάζω γύρω μου στην «ιδεολογική αποθήκη» του αναρχισμού, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στο βάθος ενός καταστήματος μεταχειρισμένων ειδών. Όχι σ’ ένα παλαιοπωλείο, όπως μπορεί να το έθετε κάποιος κακόβουλος εχθρός του αναρχισμού, αλλά χειρότερα -σ’ ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών.

Μεταξύ των φθαρμένων από το χρόνο φράσεων, των διακηρύξεων αρχών, του λεκτικού εξτρεμισμού, των δηλώσεων αλληλεγγύης, των αναμνήσεων, αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει… μπορώ να δω ορισμένα πιο πρόσφατα κομμάτια -όχι τόσο παλαιά για να είναι αντίκες, αλλά αρκετά για να μην είναι πραγματικά μοντέρνα, δηλαδή σχεδόν σύγχρονα. Γνωρίζω ότι ο αναρχισμός έχει παραγάγει αυθεντικά και σημαντικά πράγματα κατά τα πενήντα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι-τριάντα), πράγματα που δικαιολογημένα μπορούν να χαρακτηριστούν μοντέρνα.6 Γνωρίζω επίσης ότι η αναρχική σκέψη έχει ασφαλώς διατηρήσει ορισμένες υπέροχες «αντίκες» από την κλασσική της περίοδο. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές και περιφρονώντας την εφευρετικότητα και το πλούσιο δυναμικό του «μοντέρνου», το «παλαιό», δηλαδή η βίβλος, έχει χτίσει ένα καβούκι για να προστατεύσει την εύθραυστη ταυτότητά της.

Η ταυτότητα των «κλασσικών», των θεμελιωτών του αναρχισμού, ήταν τόσο ισχυρή, που αυτοί μπορούσαν ακόμα και να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους (πραγματικά ή φαινομενικά) χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Τυχεροί! Το 1848, ο Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης· το 1849, διατύπωσε μια ξεκάθαρη και ορμητική πολεμική όχι μόνο ενάντια στο κράτος και στην κυβέρνηση, αλλά και στην ίδια την πολιτική διάσταση per se. Το 1863 (στο Du Principe federatif), διαμόρφωσε ένα σχέδιο για μια αυτόνομη πολιτική σφαίρα, μιλώντας για κομμούνες, επαρχίες, περιφέρειες και, «άκουσον-άκουσον», για κυβέρνηση και κράτος.7 Μετά, ήταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν που έγραψε στο φίλο και σύντροφο του από τη Νάπολη, τον Carlo Gambuzzi: «Θα εκπλαγείς πιθανώς ακούγοντας ότι εγώ, ένας βαθύτατα πεπεισμένος υποστηρικτής της αποχής, συστήνω τώρα στους φίλους μου να συμμετάσχουν στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση.

Εντούτοις, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.»8 Και ποιες συνθήκες είχαν αλλάξει; Δεν ήταν πια ο παλιός καλός Μπακούνιν αναρχικός; Θα πρέπει να αστειεύεστε! Είναι απλώς ότι, ενώ ο αναρχισμός σήμερα υποστηρίζει την αποχή ως αρχή, για τον Μπακούνιν, αυτή ήταν μια στρατηγική επιλογή, ή κρίνοντας από το παραπάνω παράθεμα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν μια τακτική επιλογή.9 Μπορεί να αναρωτιέστε τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, αλλά έχει πράγματι σχέση, έστω και εν μέρει. Η ιδέα που έχουν σήμερα οι αναρχικοί για τη δημοκρατία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναρχική βίβλο, ακριβώς όπως η ιδέα που έχουν οι δημοκράτες για τον αναρχισμό (πέρα από ορισμένες ξεκάθαρες περιπτώσεις άγνοιας και δυσπιστίας) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τη δική τους βίβλο. Ένα παράδειγμα είναι ότι «οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν». Εάν αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή, είναι αναπόφευκτο ότι η βίβλος υποστηρίζει όχι μόνο ότι οι αναρχικοί είναι ενάντιοι στην ψηφοφορία σ’ ορισμένες ιστορικές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) συνθήκες, αλλά ότι οι αναρχικοί ποτέ μα ποτέ δεν θα ψηφίσουν σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και αυτό είναι ανυπέρβλητα ανόητο. Ανυπέρβλητα επειδή αποτελεί μια δήλωση πίστης απολύτως ουτοπική και η ουτοπία είναι ουσιώδες στοιχείο του αναρχισμού. Ανόητο επειδή στερείται απόλυτα της κοινής λογικής χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «εφικτός αναρχισμός», δηλαδή ένας αναρχισμός που να έχει έναν σημαντικό ρόλο στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και όχι μόνο μέσω της επανάστασης.

Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης, θα πρέπει να πω ότι είμαι πενηντα επτά χρόνων και δεν έχω ψηφίσει ποτέ σε καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις (οι περισσότερες από τις οποίες χαρακτηρίζονταν ως «αποφασιστικής σημασίας») στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα δύο χρόνια. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, ή τουλάχιστον δεν είναι εδώ ο χώρος να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Ποιο είναι λοιπόν το θέμα; Νομίζω ότι ο Μπακούνιν το συνόψισε στη σκιαγράφησή του για την μετεπαναστατική κοινωνία:

«Η βάση κάθε πολιτικής οργάνωσης σε μια χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που εκπροσωπείται πάντοτε από την πλειοψηφία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) των ψήφων όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών που ζουν σ’ αυτή».10 Και πάλι: «Η εκλογή όλων των εκπροσώπων σε επίπεδο έθνους, επαρχίας και κομμούνας […] θα πρέπει να γίνεται με καθολική ψηφοφορία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών.»” Και αυτό μας επαναφέρει στο θέμα μας.

Η κυβέρνηση όλων

ο Francesco Severio Merlino, αναρχικός μέχρι τα τελευταία περίπου χρόνια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και αργότερα κάτι μεταξύ ελευθεριακού σοσιαλιστή και φιλελεύθερου σοσιαλιστή, έγραψε ότι «η κυβέρνηση όλων είναι κυβέρνηση κανενός».11 Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε μια σημείωση σ’ ένα χειρόγραφο που υποστήριζε ότι «δημοκρατία=αναρχία». ο Merlino στράφηκε πέρα από τις ομοιότητες που είναι προφανείς για μένα και διαπίστωσε ταυτότητα [μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας], είτε επειδή υποτίμησε την αναρχία είτε επειδή υπερτίμησε τη δημοκρατία, είτε επειδή έκανε και τα δύο ταυτόχρονα.

Οι δυο δηλώσεις του Merlino(οι οποίες φαίνεται πράγματι ότι παρουσιάζουν ένα ζεύγος ξεκάθαρων ομοιοτήτων, κυβέρνηση απ’ όλους/δημοκρατία, κυβέρνηση από κανέναν/αναρχία) μπορούν να λειτουργήσουν ως σημείο εκκίνησης για μια βαθύτερη συγκριτική ανάλυση της δημοκρατίας και της αναρχίας, εάν συμπληρωθούν με ορισμένους χρήσιμους ορισμούς και μια τέτοια αντιπαράθεση.Εξετάζοντας κατ’ αρχήν την αναρχία, αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή (και έχει πράγματι γίνει) με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και από τους ίδιους τους αναρχικούς. Οι συγκεκριμένες ερμηνείες που έχουν σημασία εδώ είναι αυτές για μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση ή χωρίς κράτος ή χωρίς εξουσία (ή καλύτερα, χωρίς κυριαρχία).

Οι ερμηνείες αυτές απαιτούν περαιτέρω διασάφηση. Τι εννοούμε για παράδειγμα με τον όρο κυβέρνηση; Οι αναρχικοί μιλούν συχνά θετικά για την «αυτοκυβέρνηση», επομένως αυτό που αρνούνται πρέπει να είναι η «κυβέρνηση από άλλους», η διακυβέρνηση που επιβάλλεται σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας από ένα άλλο, μια διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, παρά η διακυβέρνηση . Οσον αφορά στο κράτος, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή νομιμοποίησης και οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Η νομιμοποίησή του είναι ορθολογική, αποδιδόμενη από μια πραγματική ή υποτιθέμενη «λαϊκή βούληση» παρά από τη βούληση του θεού ή ποιος ξέρει ποιου άλλου. Εξακολουθεί όμως να εντάσσεται σε μια ιεραρχική αντίληψη της κοινωνίας, με το κράτος να αποτελεί ένα παράδειγμα εξουσίας ή καλύτερα κυριαρχίας,12 Το κράτος είναι ένας θεσμός (ή ένα σύνολο θεσμών), πάνω απ’ όλα όμως είναι κάτι που παρέχει την εννοιολογική θεμελίωση της σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας.13

Όταν οι αναρχικοί αναφέρονται στην εξουσία, ουσιαστικά εννοούν πάντοτε εκείνη την «κακή» (αυτό δηλαδή που αρνούνται) ιεραρχική εξουσία που ενέχει μια σχέση προσταγής-υποταγής. Στην περίπτωση της πολιτικής εξουσίας (η οποία γίνεται πάντοτε αντιληπτή αρνητικά), αυτή δεν είναι η κανονιστική λειτουργία της κοινωνίας ούτε η «συλλογική πολιτική δύναμη»,14 αλλά ο σφετερισμός του πολιτικού σώματος της κοινωνίας με όλες του τις λειτουργίες του από μια μειονότητα. Ένα κοινωνικό σχίσμα μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων, η εξουσία την οποία αρνούνται οι αναρχικοί είναι αυτή που ασκείται σε μόνιμη βάση από τους πρώτους πάνω στους δεύτερους. Η αναρχία δεν είναι ανομία (δηλαδή η απουσία κανόνων [νόμων]), αλλά με τις απαραίτητες εξηγήσεις, αυτoνομ ία. Παρεμπιπτόντως, προτιμώ τον όρο «κυριαρχία»15 για να δηλώσω τη σφετεριστική εξουσία του «συλλογικού δυναμικού», διατηρώντας ένα περισσότερο ουδέτερο νόημα για τον όρο «εξουσία», αν και σε μια ιεραρχική κοινωνία, ο όρος αυτός εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό δυνάμει ιεραρχικός. Προτιμώ επίσης να χρησιμοποιώ τον όρο «κυριαρχία» για να αναφερθώ στις σε μόνιμη βάση ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων εκείνων που βρίσκονται εκτός της πολιτικής σφαίρας.

Εδώ συμπεριλαμβάνονται και εκείνες οι ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και φύσης, των οποίων οι ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στην ίδια έννοια της κυριαρχίας που μεταφέρθηκε από το κοινωνικό επίπεδο.16 Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αναρχίας, πρόκειται για μια βαθύτατα ελευθεριακή αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, μια μη-ιεραρχική αντίληψη του κόσμου, η οποία δεν περιορίζεται στην πολιτική σφαίρα. Η «αναρχία» αποτελεί περισσότερο το πεδίο της φιλοσοφίας, της ηθικής και της αισθητικής παρά αυτό της πολιτικής, αν και είναι αυτή η πολιτική διάσταση που μας ενδιαφέρει εδώ. Εφόσον λοιπόν οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχουν μια αντίληψη της κοινωνίας που αρνείται την κυριαρχία, όχι όμως και τις συλλογικές λειτουργίες οργάνωσης της κοινωνίας (αρνούμενοι μόνο τις ιεραρχικές μορφές και τις συνέπειες της κυριαρχίας), μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι οι αναρχικοί πιστεύουν σε μια κυβέρνηση/μη-κυβέρνηση, σ’ ένα κράτος/μη-κράτος, σε μια εξουσία/μη- εξουσία.

Τα παραπάνω σχήματα μόνο φαινομενικά είναι παράδοξα, εφόσον ο πρώτος όρος σε κάθε ζεύγος αναφέρεται σε μια ουδέτερη έννοια της αντίστοιχης λειτουργίας, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στην πραγματική λειτουργία θεμελιωμένη στην αρχή της ιεραρχίας. Όσο για το κράτος, είναι επίσης απαραίτητο να είμαστε σαφείς σε σχέση με το τι πραγματικά εννοούμε με τον όρο. Δεν εννοούμε το κράτος στην ιστορική του διαμόρφωση (η οποία, όπως σωστά έδειξαν οι αναρχικοί, είναι μια παραδειγματική μορφή της σύγχρονης κυριαρχίας, ένας κεντρικός ιεραρχικός θεσμός της πραγματικότητας και του κοινωνικού φαντασιακού της μετά το Διαφωτισμό εποχής), αλλά αντίθετα το κράτος με την έννοια μιας «πολιτείας» [republic] (res publica),17 του δημοσίου χώρου, ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε με ουδέτερη σημασία από τους κλασικούς του αναρχισμού περισσότερες από μία φορές.

Οι λέξεις ασφαλώς φέρουν ένα βαρύ συναισθηματικό και ιδεολογικό φορτίο και για το λόγο αυτό οι αναρχικοί προτιμούν να μη χρησιμοποιούν με ουδέτερη σημασία λέξεις όπως «κυβέρνηση», «κράτος» και «εξουσία», λέξεις που έχουν μεγάλη ιστορική σημασία. Με τον ίδιο τρόπο αρνούνται τη λέξη «κόμμα» για τις πολιτικές τους οργανώσεις, μολονότι υπάρχουν αναμφισβήτητα μορφές κόμματος/μη-κόμματος. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση αποτελεί κόμμα, επειδή πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα που οργανώνεται για να επιδιώξει συγκεκριμένες αξίες και συμφέροντα, αποτελεί όμως και μη-κόμμα, επειδή δεν έχει καμιά ιεραρχική δομή και δεν κινείται για να κερδίσει την εξουσία.

Μορφές του πολιτικού

Ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να επιθυμούν να πάνε «πέρα από την πολιτική», οι αναρχικοί δεν έχουν κατορθώσει πλήρως να αποφύγουν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μορφές πολιτικής οργάνωσης που είναι συμβατές (μολονότι όχι ταυτόσημες) με τον αναρχισμό νοούμενο ως απουσία/άρνηση της κυριαρχίας.

Με τον ίδιο τρόπο, στο οικονομικό πεδίο, ενώ αναγνωρίζουν κάτι «πέρα» από την οικονομία, πρότειναν πάντοτε οικονομικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες ουσιαστικά συμπυκνώνονται σ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αυτοδιεύθυνση». Οι μορφές κυβέρνησης/μη-κυβέρνησης, που προτείνουν οι αναρχικοί για τις πολιτικές λειτουργίες της κοινωνίας, μπορούν ουσιαστικά να συμπυκνωθούν σ’ ό,τι έχει οριστεί ως «άμεση δημοκρατία». Ανεξάρτητα απ’ ό,τι μπορεί να έχει πει ο Merlino, η δημοκρατία, ακόμα και στην άμεση μορφή της, δεν είναι αναρχισμός (το ίδιο ισχύει και για την αυτοδιεύθυνση). Δεν ισχύει ότι η εξουσία όλων είναι την ίδια στιγμή εξουσία κανενός ή τουλάχιστον δεν ισχύει απόλυτα. Εξακολουθεί να υφίσταται μια ορισμένη ποσότητα καταναγκαστικής εξουσίας, έστω κι αν αυτή ασκείται μέσω ηθικών κυρώσεων. Είναι εξουσία πάνω σε κάποιον, όχι εξουσία πάνω σε κανέναν. Έτσι, ακόμα και η περιορισμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η δημοκρατία που λειτουργεί πρόσωπο με πρόσωπο και μέσω ομοφωνίας (δηλαδή μόνο μέσω ομόφωνων αποφάσεων), περιορισμένη ακόμα από την περιορισμένη περιοχή στην οποία ασκείται εμπράκτως, δεν είναι κατ’ ανάγκη αναρχική με όλη τη σημασία του όρου.

Μπορεί ίσως να είναι με πολιτικούς όρους, εφόσον θεωρητικά, όταν όλοι οι κανόνες είναι σταθεροί και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλους και ιδιαίτερα από κάθε σχετιζόμενο με αυτές άτομο, δεν υπάρχει κυριαρχία. Η διάκριση αυτή, μεταξύ όλων και κάθε επιμέρους ατόμου, είναι σημαντική, εφόσον για την «ανθρωπολογική μορφή» που προτείνεται ως η βάση του αναρχισμού (αυτό που ένας συγγραφέας έχει αποκαλέσει κοινοτική ατομικότητα, ή «πολιτική (αυτο)κυριαρχία» (political sovereignity) δεν εδράζεται ούτε στην κοινωνία ούτε στο άτομο, αλλά στη διαρκώς ανεπίλυτη ένταση μεταξύ των δύο. Εάν επικρατεί ο πρώτος όρος, ακόμα και με μια δημοκρατική μορφή, έχουμε τυραννία. Εάν επικρατήσει ο δεύτερος όρος, θα ακολουθήσουν η αποσύνθεση και η απώλεια νοήματος.

Ο αναρχισμός είναι αξιοζήλευτα ατομικιστικός, αλλά και .γενναιόδωρα κοινοτιστικός. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το μοναδικό άτομο είναι επίσης αναπόφευκτα ένα κοινωνικό προϊόν και υποκείμενο. Εάν ο καθένας/μια συμμετέχει συνειδητά και ελεύθερα σε θεσμικές διαδικασίες και ταυτόχρονα σέβεται (όχι υποτάσσεται) τις διαδικασίες αυτές, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κυριαρχία ενός μέρους της κοινωνίας, ούτε με την κυριαρχία του συνόλου πάνω στο άτομο. Υπάρχει βέβαια το σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα των θεσμών που έχουν θεσμισθεί στο παρελθόν και βρίσκονται ακόμα σε ισχύ λόγω μιας κοινωνικής αδράνειας, θεσμών στων οποίων τη δημιουργία δεν έχει συμμετάσχει το άτομο ή θεσμών τους οποίους δεν εγκρίνει και τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει, οι οποίοι συνεπώς αποτελούν μια μορφή κυριαρχίας του παρελθόντος πάνω στο παρόν, αλλά μπορούμε για την ώρα να παραβλέψουμε το πρόβλημα αυτό.

Έτσι, εάν ο καθένας/μια κλπ… η κυριαρχία (sovereignty) εδράζεται τόσο στο άτομο όσο και στη συλλογικότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η άμεση δημοκρατία στην πιο «καθαρή» μορφή της μπορεί να συμβιβάσει το φαινομενικά ασυμβίβαστο. Εντούτοις, πρόκειται για μια πολύ περιορισμένη υπόθεση: ομόφωνη άμεση δημοκρατία, που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με γενικευμένη εφαρμογή, δηλαδή σε μικρό επίπεδο και με εξαιρετική ομοιογένεια αξιών και συμφερόντων. Πέρα από αυτήν την πολύ περιορισμένη διάσταση, η εκπροσώπηση καθίσταται ουσιώδης. Εάν δεν υπάρχει μια πολύ ισχυρή ομοιογένεια, πρέπει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός λήψης αποφάσεων πέρα και πάνω από την ομοφωνία. Εάν οι αποφάσεις ήταν πάντοτε και αποκλειστικά πραγματικά ομόφωνες, πολύ λίγες θα λαμβάνονταν, ακόμα και μέσα σε ομάδες με υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτισμικής ομοιογένειας.

Είναι αλήθεια ότι, όταν υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο ομοιογένειας και δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, μπορούν συχνά να επιτευχθούν αποφάσεις χωρίς μεγάλη δυσκολία ή εξοντωτικές συζητήσεις, εφόσον ένα άτομο (ή μια μειοψηφία) μπορεί κάλλιστα να αποσύρει την αντίθεσή του προς τις απόψεις και άρα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Εντούτοις, αυτό θα μπορούσε ασφαλώς να ειδωθεί ως μια επιμέρους συναινετική) μορφή πλειοψηφικής απόφασης.

Όταν η συλλογικότητα που λαμβάνει αποφάσεις (είτε δέκα άνθρωποι, είτε εκατό, είτε χίλιοι…) είναι ετερογενής όσον αφορά στις αξίες και στα συμφέροντα, οι ομόφωνες αποφάσεις, ακόμα και στην πιο περιορισμένη μορφή που προαναφέρθηκε, καθίστανται δύσκολες, εάν όχι αδύνατες. Είναι σ’ αυτήν την περίπτωση που ο δημοκρατικός μηχανισμός της πλειοψηφίας φαίνεται ως το ελάχιστο κακό μεταξύ των δυνατών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (ελάχιστα κακό σύμφωνα με την αναρχική οπτική). Οι πλειοψηφίες μπορεί να είναι απλές, απόλυτες, επαρκείς, ακόμα και υπερεπαρκείς (δύο τρίτα, τέσσερα πέμπτα, εννέα δέκατα…), παραμένουν όμως πλειοψηφίες. Όταν ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα απάντησε στον Μερλίνο, που τον είχε κατηγορήσει για τη θέση του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μια πλειοψηφική απόφαση είναι καλύτερη από καμιά απόφαση…, το έκανε αποδεχόμενος κατ’ ουσίαν το κριτήριο της πλειοψηφίας.18

Η κλίμακα

Μόλις περάσουμε ένα ορισμένο αριθμητικό επίπεδο (εκατό άνθρωποι, πεντακόσιοι, χίλιοι), η άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια των πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατικών συνελεύσεων παύει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να λειτουργήσει, επειδή προκειμένου να λειτουργεί η πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, πρέπει αυτοί που συμμετέχουν σε μια συνέλευση να γνωρίζονται μεταξύ τους έστω και λίγο και να έχουν ένα βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πρέπει να είναι σε θέση να μιλούν μεταξύ τους και σε άλλες περιπτώσεις. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να συνεισφέρουν άμεσα στη συζήτηση που οδηγεί σε μία απόφαση, εφόσον αυτό αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.

Οποιοσδήποτε έχει μιαν ορισμένη εμπειρία από συνελεύσεις γνωρίζει ότι, πέρα από ένα αριθμητικό όριο, αυτές τείνουν περισσότερο προς τη δημαγωγία παρά προς την άμεση δημοκρατία, με την πλειονότητα των «συμμετεχόντων» απλώς να παραβρίσκεται. Με τον τρόπο αυτό, το «κοινό» μεταβάλλεται από συμμετέχοντες σε θεατές με διαφορετικούς βαθμούς ενδιαφέροντος, ακριβώς όπως το κοινό σ’ ένα θέατρο (ή σ’ έναν κινηματογράφο ή μια συναυλία) ή σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Μετατρέπονται από το πράγμα στην αντιπροσώπευσή του, έστω κι αν ενέχονται συναισθηματικά. Η άμεση δημοκρατία καθίσταται αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Το πρώτο ερώτημα είναι πού βρίσκεται το όριο. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: την πολυπλοκότητα των υπό συζήτηση θεμάτων, τη «δημοκρατική ωριμότητα» των συμμετεχόντων, τη γνώση τους γύρω από το θέμα, την ψυχολογική τους κατάσταση, την προθυμία τους να εμπλακούν πραγματικά στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τη σχετική ομοιογένεια των αξιών και των πραγματικών συμφερόντων τους. Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες, υπάρχει ένα όριο και δεν είναι πολύ υψηλό. Το μακροχρόνιο «ουτοπικό» πείραμα των ισραηλινών κιμπούτς καταδεικνύει ότι το ανώτατο όριο για να θεωρείται μια συνέλευση αμεσοδημοκρατική βρίσκεται στις ορισμένες εκατοντάδες ανθρώπων. Απέχει σίγουρα πολύ από τις εκατοντάδες χιλιάδες.

Το να συγκεντρώσεις έναν τέτοιο αριθμό ανθρώπων σ’ ένα στάδιο δεν σημαίνει ότι θα συζητήσουν ένα ζήτημα και θα φτάσουν σε συμφωνία επιδιώκοντας έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Ακόμα και το να θέσεις μια απόφαση στην υποθετική ηλεκτρονική ψηφοφορία ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σημαίνει ότι πρέπει να απλουστεύσεις το ζήτημα και τις πιθανές εναλλακτικές σ’ ένα δυαδικό ναι ή όχι. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός που απλουστεύει το ζήτημα έχει ήδη κατά μια έννοια προκαθορίσει εν μέρει την απάντηση. Ούτε στο καλύτερο πιθανό σενάριο δεν μπορεί αυτό να θεωρηθεί άμεση δημοκρατία με την πραγματική έννοια του όρου.

Έτσι, πάνω και πέρα από την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, υπάρχει αναπόφευκτα μια διάσταση δημοκρατίας που είναι κατά κάποιο τρόπο έμμεση, τουλάχιστον στην πράξη. Υπάρχουν ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές «άμεσης» δημοκρατίας. Όπως είπε ο Μπακούνιν: «κάθε οργάνωση πρέπει να λειτουργεί από τα κάτω προς τα πάνω, από την κομμούνα προς το κεντρικό όργανο, το κράτος, διαμέσου της ομοσπονδίας».19 Τέτοιες ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές πρέπει αναπόφευκτα να χρησιμοποιούν κάποια μορφή «εκπροσώπησης» (τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν αυτήν την εκπροσώπηση από την ιδιαίτερη μορφή αντιπροσώπευσης που συναντάται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία). Η μορφή την οποία έχουν δώσει οι αναρχικοί σ’ αυτήν την «ομοσπονδιακή» εκπροσώπηση (τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη) είναι αυτή της «εξουσιοδοτικής και ανακλητής» εντολής. Η εντολή αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ανακληθεί από αυτούς που την έδωσαν, δηλαδή με αμεσοδημοκρατικό τρόπο με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, να φανταστούμε αυτήν την αμεσότητα ακόμα και για εντολές δεύτερου και τρίτου βαθμού (εντολοδόχοι που εκλέγονται από εντολοδόχους και ούτω καθεξής).

Η εξουσία της εντολής προκύπτει, επειδή η πολιτική είναι η τέχνη της μεσολάβησης, του συμβιβασμού και η διαδικασία λήψης των αποφάσεων (σ’ όλα τα επίπεδα, από την τοπική συνέλευση μέχρι όλα τα διαφορετικά επίπεδα εκπροσώπησης) είναι μια διαδικασία συμβιβασμού μεταξύ απόψεων και συμφερόντων, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αντιτιθέμενα (αν και μερικές φορές είναι) όσο διαφορετικά. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να βρεθεί μια ισορροπία στη βάση εξουσιοδοτικών, δηλαδή άκαμπτων, εντολών; Μόνο εντολές που χαρακτηρίζονται από εύλογη ευελιξία μπορούν να πετύχουν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό.

Μεταξύ των τριών στοιχείων άμεσης δημοκρατίας που οι αναρχικοί θεωρούν ως «αναγκαία» (ομοφωνία, μια εξουσιοδοτική και ανακλητή εντολή), δύο τουλάχιστον -εάν εκληφθούν κατά γράμμα- είναι δύσκολο να συμβιβαστούν (για να το θέσουμε ήπια) με τη λειτουργία μιας κοινωνίας που είναι κατά τι περισσότερο πολύπλοκη από αυτή των Inuit (Εσκιμώοι), των Yanomani (ινδιάνοι του Αμαζονίου) ή των Nuer (από το Σουδάν). Αυτό, εάν εκληφθούν κατά γράμμα. Αξίζει να αφήσουμε προς το παρόν αυτό το ζήτημα στην άκρη και να επιστρέψουμε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι

Η δημοκρατία, όπως γίνεται γενικά αντιληπτή και όπως την εκθειάζουν διάφοροι αυτόκλητοι φιλελεύθεροι δημοκράτες, είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και όχι η δημοκρατία καθαυτή. Ακόμα και η «λαϊκή δημοκρατία» των πρώην αυτοαποκαλούμενων σοσιαλιστικών κρατών ήταν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με τους δικούς της φυσικά όρους. Ακόμα και ο φασισμός ήταν με τον τρόπο του μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η «πολιτική τάξη» του αντιπροσώπευε τον ιταλικό «δήμο» ήταν απλώς οι μορφές αντιπροσώπευσης που διέφεραν από αυτές των πλουραλιστικών πολιτικών συστημάτων. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία του λόγου, του τύπου, της συναναστροφής… ήταν περιορισμένη. Αλλά τότε ό,τι ανήκει στη φιλελεύθερη σφαίρα δεν ανήκει κατ’ ανάγκη και στη δημοκρατική.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, στην αυγή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το φασιστικό καθεστώς απολάμβανε της υποστήριξης, ενεργητικής ή παθητικής, της πλειονότητας των Ιταλών, δηλαδή του λαού. Ούτε ότι η Camera dei Fasci e delle Corporazioni (η ιταλική φασιστική βουλή) δεν ήταν ένα εκλεγμένο σώμα που αντιπροσώπευε το δήμο. Ένας φίλος μου αναρχικός από την Πορτογαλία μου επεσήμανε ότι το καθεστώς του Antonio Salazar έκανε τακτικά ημιδημοκρατικές εκλογές και τις κέρδιζε όλες. Ακόμα και στις τελευταίες, λίγο πριν από την «επανάσταση των γαρυφάλλων», το καθεστώς κέρδισε μια ομολογουμένως ισχνή πλειοψηφία. Δεν προσπαθώ να θέσω στο ίδιο επίπεδο το φασισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία -τέτοιες λογικές ακροβασίες θα ταίριαζαν στο χειρότερο αναρχικό «junk shop».

Προσπαθώ απλώς να δείξω ότι ο όρος δημοκρατία καλύπτει ένα σημασιολογικό χώρο που εκτείνεται από την άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια ως την εξουσιαστική δημοκρατία, περνώντας, μέσα από μορφές περιορισμένης και ελεγχόμενης εκπροσώπησης, σε μορφές αντιπροσώπευσης που είναι γενικά περιορισμένες (πραγματικά «περιορισμένοι συνεταιρισμοί») και ανανεώνονται περιοδικά μέσω της εκλογικής διαδικασίας (με τη διπλή έννοια της εκλογής και της επιλογής), μορφές που συνενώνουν τα στοιχεία της συμφωνίας και κοινής αποδοχής σε διαφορετικούς βαθμούς.

Εάν η άμεση δημοκρατία στην «καθαρή» της μορφή αποτελεί τον έναν πόλο σ’ αυτό το συνεχές, η φιλελεύθερη εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (η οποία είναι η καλύτερη μορφή που έχει συγκροτηθεί διανοητικά ή που .. τελεί σύμπτωση το γεγονός ότι σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, όταν τίθεται αντιμέτωπη όχι τόσο με τον κίνδυνο μιας επανάστασης αλλά ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της οικονομικής δύναμης, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει επιδείξει ιδιαίτερη ευκολία ή προθυμία να «αφεθεί να μετατραπεί» στην εξουσιαστική/δεσποτική της μορφή (και σ’ ορισμένες περιπτώσεις σε πραγματική δικτατορία) για όσο χρονικό διάστημα μπορεί να χρειάζεται για την ανοικοδόμηση επαρκούς υποστήριξης προς την άρχουσα/κυρίαρχη τάξη για μια επιστροφή σε μια περισσότερο «φιλελεύθερη» μορφή δημοκρατίας.

Είναι απολύτως φυσικό ότι η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα πρέπει να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εξουσιαστικό πόλο παρά προς τον ελευθεριακό. Στην πραγματικότητα, αποτελεί το «ανθρώπινο πρόσωπο» της «λογικής» διάκρισης μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου, το πολιτικό ανάλογο της διάκρισης μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και της ιεραρχικής δομής της. Δεν υπάρχει λόγος να επεξεργαστούμε εδώ το ζήτημα αυτό, μιας και υπάρχει αφθονία κειμένων,2′ αναρχικών και μη, που έχουν καταρρίψει το μύθο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή το μύθο ότι αυτή αποτελεί πραγματική δημοκρατία με την αυθεντική έννοια του όρου. Η δημοκρατία είναι η κυβέρνηση του δήμου [ελληνικά στο κείμενο], δηλαδή του λαού. Ο δήμος έχει ορισθεί με διάφορους τρόπους: στη βάση του φύλου, της ιδιότητας του πολίτη, του πλούτου, της ηλικίας και ούτω καθεξής.20

Στην ευρύτερη μορφή του (όπως για παράδειγμα, στην Ιταλία σήμερα) περιλαμβάνει στην ουσία όλους τους πολίτες άνω των 18 ετών (πράγμα που διαφέρει από το σύνολο των κατοίκων), ανεξάρτητα από την τάξη, τον πλούτο, το φύλο και τη φυλή. Πώς λοιπόν αυτός ο δήμος, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των Ιταλών, ασκεί αυτήν την κυβέρνησή του, την «εξουσία» του; Δεν την ασκεί αυτοπροσώπως. Αυτό θα ήταν αυτοκυβέρνηση, άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, εκχωρεί το αναγνωρισμένο δικαίωμά του σε μια εκλεγμένη ολιγαρχία, η οποία στη συνέχεια ασκεί αυτήν την εξουσία στο όνομά του. Και το θέμα δεν τίθεται σαν να υπήρχε μόνο η επιλογή μεταξύ ενός απίθανου αναρχισμού και μιας εκλογικής ολιγαρχίας (αντιπροσωπευτική δημοκρατία)… Ο Dahl21 λέει ότι μολονότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να έχει σημαντικότατα μειονεκτήματα (άλλος ένας ευφημισμός) δεν υπάρχει καλύτερη λύση…

Εντούτοις, υπάρχει. Υπάρχει η εναλλακτική της άμεσης δημοκρατίας, διαρθρωμένης σ’ ένα σύστημα ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών, με την ευρύτερη έννοια, στα πλαίσια μιας πλήρως αποκεντρωμένης πολιτικής σφαίρας, στην οποία η εξουσιοδότηση, ακόμα και των εντολοδόχων στις βασικές κοινωνικές δομές, μπορεί να ανακληθεί και να περιοριστεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις (έχοντας ωστόσο το σχετικό χώρο για ελιγμούς) και όπου η εξουσία που μεταβιβάζεται σε μια συντονισμένη κατάσταση είναι πάντοτε μικρότερη από αυτήν που δε μεταβιβάζεται. Αυτό θα αποτελούσε μια δημοκρατία στην οποία η διακυβέρνηση μιας κοινότητας δέκα χιλιάδων κατοίκων ασκείται πρωταρχικά με βάση τις δικές της αποφάσεις και όχι με βάση τις αποφάσεις της επαρχίας, της περιφέρειας κλπ, κλπ σε μια ομοσπονδιακή διαδοχή.

Αυτή θα ήταν μια δημοκρατία στην οποία οι «περιφερειακές» πολιτικές οντότητες (γειτονιές ή μικρές πόλεις ή περιφέρειες) δε συγκροτούνται στη βάση μιας κεντρικής μεταβίβασης εξουσιών από μια κεντρική εξουσία, αλλά μια δημοκρατία στην οποία το «κεντρικό» σώμα είναι ένα ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο μεταβιβάζεται μερικά η εξουσία που πηγάζει από τη βάση. Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι λέξεων. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, από την άλλη μεριά, η εξουσία λήψης αποφάσεων εκχωρείται σ’ ένα σώμα επαγγελματιών πολιτικών και η μόνη εξουσία που αφήνεται στο δήμο είναι αυτή της επιλογής των αντιπροσώπων του (υπό συνθήκες που επιτρέπουν τη διατύπωση βάσιμων αμφιβολιών σε σχέση με την πραγματική και συνειδητή ελευθερία επιλογής) και η εξουσία μεγαλώνει παρά μειώνεται καθώς κινούμαστε από την πολιτική «περιφέρεια» προς το κέντρο, από το τοπικό προς το εθνικό.

Πρόκειται για μια διαφορετική διάσταση της δημοκρατίας. Δεν είναι ο δήμος που αυτοκυβερνείται, έστω και με αντιφάσεις που δεν μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν όμως να ελεγχθούν από τη στιγμή που αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, αλλά ένας δήμος στο όνομα του οποίου κυβερνά κάποιος άλλος, με ορισμένους μηχανισμούς δημιουργίας πραγματικής ή κατ’ επίφαση συναίνεσης. Υπάρχει ένα ποιοτικό χάσμα στο χαρακτήρα του φαινομενικού συνεχούς των μορφών της δημοκρατίας.

Μια δημοκρατία συμβατή με την αναρχική άρνηση της κυριαρχίας (και με πολιτικούς όρους της διάκρισης μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων) είναι αναγκαστικά μια «άμεση» δημοκρατία με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, δηλαδή μια δημοκρατία που βασίζεται πρωταρχικά σε δημοκρατικές συνελεύσεις και με ένα αναγκαίο αλλά ελεγχόμενο σύστημα προσωρινών πολιτικών εντολοδόχων. Οι εντολοδόχοι μπορεί να εκλέγονται ή να καθορίζονται με κλήρο (γιατί όχι; -έτσι συνέβαινε με τους αξιωματούχους στην κλασική Αθήνα), θα είναι όμως πραγματικοί εκπρόσωποι. Σε καμιά περίπτωση δεν θα υπάρχει μια πολιτική τάξη (το αν αποτελείται από ένα κόμμα ή από περισσότερα δεν κάνει καμιά διαφορά) αποκομμένη από το δήμο λόγω του απλού γεγονότος ότι συγκροτείται από επαγγελματίες πολιτικούς.

Ένα μοντέλο

Το να σχεδιάζουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας είναι ήδη μια κίνηση πέρα από τη δημοκρατία, όπως γίνεται αυτή γενικά αντιληπτή, δηλαδή ως αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτός ο χώρος πέρα από τη δημοκρατία (όπως έχουμε ήδη πει περισσότερες από μία φορές) προϋποθέτει μια δημοκρατία που να είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Η άμεση δημοκρατία δίνει πολύ μεγαλύτερη εξουσία σε κάθε άτομο που συναποτελεί το δήμο, διαχωρίζοντας, αποκεντρώνοντας και διαχέοντας την πολιτική δύναμη. Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της «άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση».

Αυτή είναι μια καλή προσέγγιση του πολιτικού αναρχισμού. Δεν είναι τίποτα περισσότερο ούτε όμως τίποτα λιγότερο. Ο πολιτικός αναρχισμός θεμελιώνεται σίγουρα σε κάτι πολύ «πέρα» από αυτό, αλλά όπως το χριστιανικό ιδεώδες είναι η αγιότητα «καθ’ ομοίωση του Χριστού» και παρόλ’ αυτά οι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένων των αγίων, συμβιβάζονται με λιγότερα, στην πραγματικότητα με πολύ λιγότερα, με το να παλεύουν δηλαδή για το ιδανικό, το ίδιο κάνουν και οι αναρχικοί. Ο αναρχισμός προχωρά πέρα από τη δημοκρατία και κατά μία ακόμη έννοια. Όπως έχουμε ήδη πει, ο αναρχισμός είναι μια αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, που προχωρά πέρα από την πολιτική σφαίρα (και πράγματι πέρα ακόμα και από την κοινωνική σφαίρα, αλλά αυτό το θέμα ξεπερνά τον ορίζοντα αυτού του άρθρου). Ως μια φιλοσοφική, ηθική και αισθητική αρχή επεκτείνεται πέρα από την πολιτική αρένα (που είναι αυτή της δημοκρατίας) και πράγματι την απορρίπτει.

Εκτείνεται πέρα από αυτή, επειδή ακόμα και το ακραίο μοντέλο άμεσης δημοκρατίας δεν είναι πραγματικά επαρκές. Μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέλευση μπορεί να περάσει ομόφωνες αποφάσεις που να είναι πραγματικά ασύμβατες με τον αναρχισμό. Η άμεση δημοκρατία της Αθήνας μπορούσε να κάψει τα βιβλία του Πυθαγόρα ή να καταδικάσει τον Σωκράτη σε θάνατο, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν αναρχικό να αποδεχτεί το δίκαιο μιας ετυμηγορίας που τιμωρεί ετερόδοξες ιδέες. Η ομοφωνία, ή ακόμα λιγότερο η πλειοψηφία, μπορεί να γίνονται αποδεκτές από τους αναρχικούς ως το κριτήριο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε συγκεκριμένα πλαίσια, ποτέ όμως ως τρόπος λήψης αποφάσεων με απόλυτους όρους σε σχέση με το τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι όμορφο και τι άσχημο. Ακόμα και οι φιλελεύθεροι θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές «ανθρώπινων δικαιωμάτων» εκτείνονται έξω από τον πλειοψηφικό μηχανισμό και έχουν αρκετές συνειδητές αμφιβολίες σε σχέση με την εξουσία της πλειοψηφίας.

Για παράδειγμα: «σύμφωνα με το δημοκρατικό δόγμα, το απλό γεγονός ότι η πλειοψηφία θέλει κάτι είναι αρκετό για να κάνει αυτό το κάτι καλό. […] η βούληση της πλειοψηφίας καθορίζει όχι μόνο ότι κάτι είναι νόμος, αλλά και ότι είναι ένας καλός νόμος». Και πάλι: «μπορεί να γίνει τουλάχιστον αντιληπτό ότι υπό την κυριαρχία μιας πολύ ομογενοποιημένης και δογματικής πλειοψηφίας, ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να είναι εξίσου καταπιεστικό με τη χειρότερη δικτατορία.»22 Υπάρχει μία ακόμα ευρύτερη ίσως έννοια κατά την οποία ο αναρχισμός υπερβαίνει την πολιτική.

Η πολιτική, όπως η οικονομία, είναι μια διάσταση της κοινωνίας που έχει καταστεί ορατή και «αυτονομηθεί» από το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών και έχει γίνει μια «σταθερά» της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ειδωθεί ως μια ιστορική δημιουργία. Τόσο η πολιτική όσο και η οικονομική λειτουργία υπήρχαν πάντοτε σε κάποια μορφή και σε κάποιο βαθμό στην κοινωνία, αλλά (με εξαίρεση το αθηναϊκό «ιντερλούδιο») μόνο στους τελευταίους αιώνες παρατηρήθηκαν, περιγράφηκαν, σκιαγραφήθηκαν, μελετήθηκαν και εξασκήθηκαν ως ανεξάρτητες κοινωνικές μορφές, αρχίζοντας από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς κλπ και αυξανόμενα μετά τον Διαφωτισμό με την απομυθοποίηση του κόσμου και την σε «παγκόσμιο» επίπεδο αποκέντρωση και επανασυγκέντρωση της κυριαρχίας.

Ελευθεριακή δημοκρατία

Όπως η οικονομία, και σχεδόν ταυτόχρονα, η πολιτική έχει αποκτήσει και αυτή μια «αυτονομία» από το κοινωνικό μάγμα στη φαντασιακή και θεσμική αντιπροσώπευση. Η οικονομία επιδίωξε να εφαρμόσει τις δικές της κατηγορίες στα κοινωνικά φαινόμενα (η «ουτοπική» εφαρμογή της καπιταλιστικής ιδεολογίας είναι στην πραγματικότητα αδύνατη) και να τα προσαρμόσει στη δική της μορφή «λογικής».23 Η πολιτική υπήρξε περισσότερο μετριοπαθής, μολονότι όχι λιγότερο επικίνδυνη, και επιδίωξε να ερμηνεύσει τον εαυτό της «σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες». Υπήρξαν προσπάθειες διαμόρφωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τα πρότυπά της, που είχαν μεγάλη ιστορική και ιδεολογική σημασία: ο λενινισμός και εκείνες οι τριτοκοσμικές μορφές που μολύνθηκαν λίγο ή πολύ από αυτόν καθώς και ο φασισμός: «τα πάντα για το Κράτος, τίποτα έξω και εναντίον του Κράτους», όπως είπε ο Μουσολίνι. Αλλά η οικονομική, η πολιτική, η νομική, η ιδεολογική/θρησκευτική και οι άλλες λειτουργίες της κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό, λειτουργίες ενός «κοινωνικού όντος» που δεν είναι ούτε οικονομικό, ούτε πολιτικό, ούτε…

Η συνειδητοποίηση του ότι η συνολική φυσιολογία του κοινωνικού όντος έχει διάφορες διαφορετικές λειτουργίες αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στη γνώση μας, μια γνώση που είναι απαραίτητη για έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να αντιληφθούμε τους στενούς δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων οργάνων και λειτουργιών. Η «ολιστική» φαρμακευτική αγωγή μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική, μόνο εφόσον η ανατομία και η φυσιολογία έχουν ήδη αναγνωρίσει και μελετήσει τις διάφορες διαδικασίες του ανθρώπινου σώματος, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχοσωματικών σχέσεων για τις οποίες ελάχιστη γνώση έχουμε ως τώρα.

Η ολιστική ιδέα μπορεί να έχει αξία μόνο ως κάτι πέρα από την ανατομία και τη φυσιολογία, αλλιώς θα είναι απλώς μαγεία ή τσαρλατανισμός. Ο αναρχισμός είναι στην πραγματικότητα μια «ολιστική» αντίληψη της κοινωνίας και μπορεί μόνο να εκτείνεται πέρα από την πολιτική, την οικονομία κλπ (όχι ένα αφελές και πριμιτιβιστικό «πριν»). Ο κοινωνικός οργανισμός δεν είναι απλώς ένα σύνολο, ένας μηχανικός συνδυασμός της πολιτικής, της οικονομίας και των άλλων λειτουργιών. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία στην πολιτική σφαίρα, εάν όλοι όσοι πράττουν σ’ αυτή δεν είναι κοινωνικά ίσοι (ή ισοδύναμοι, αν προτιμάτε). Έτσι, δεν είναι δυνατό να έχουμε πολιτική δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία,24 την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτοδιεύθυνση. Και δεν είναι δυνατόν να έχουμε αυτοδιεύθυνση, εάν οι άνθρωποι που συμμετέχουν δεν είναι ίσοι, δηλαδή χωρίς την ενοποίηση της χειρωνακτικής και της διανοητικής εργασίας.25 Και ούτω καθεξής. Η ελευθεριακή δημοκρατία (για να χρησιμοποιήσουμε έναν νεολογισμό,26που είναι λίγο ή πολύ συνώνυμος με τον εφικτό, πρακτικό αναρχισμό) είναι αδύνατη, εάν το ήθος της κοινωνίας και οι θεμελιώδεις αξίες της δεν έχουν μια ορισμένη τουλάχιστον συνάφεια με την άμεση δημοκρατία και την αυτοδιεύθυνση, δηλαδή με την ισότητα, την ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη διαφορετικότητα με την ευρύτερη έννοια. Αυτό είναι πάνω κάτω ο αναρχισμός. Quod erat demostrandum. 27

Σημειώσεις

1. Η παρούσα μετάφραση προέρχεται από την αγγλική εκδοχή του άρθρου όπως δημοσιεύτηκε στο Democracy and Nature, vol. 5, no2, 1999 και αποτελεί αναδημοσίευση βελτιωμένης μορφής του άρθρου που είχε εμφανιστεί στην Ευτοπία, τεύχος 5, Ιούλιος 2000, σσ. 7-16.

2. Amadeo Bertolo, “I fanatici della liberta”, Volonta, no 3-4, 1996. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά μιας προηγούμενης μορφής αυτού του γραπτού δημοσιεύθηκε ως “Fanatics of Freedom” στο περιοδικό Our Generation, vol 23, no 2 (1992), ss. 50-66. Βλ. την ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.

3. David Held, Modelli di dimocrazia, Μπολόνια 1989, σ. 332 (αγγλική έκδοση: Models of Democracy, Cambridge, 1987)

4. Για μια σχετικώς πλήρη συζήτηση και καλοπροαίρετη κριτική της άμεσης δημοκρατίας από μη-αναρχικές σκοπιές (την πρώτη νέο-μαρξιστική και τη δεύτερη φιλελεύθερη-σοσιαλιστική), βλέπε David Held, ό.π., σς. 157-178, και Norberto Bobbio, Il futuro della democrazia, Τορίνο, 1993, σς. 36-61.

5. Βλ. David Held, ό.π.,

6. Βλ. Murray Bookchin, Democrazia Diretta, Μιλάνο, 1993 [αγγλική έκδοση: Remaking Society, Μόντρεαλ, 1993, ελλ. Έκδ. Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, Αθήνα, 1993, Σ.τ.Ε.], ‘’Communalism: The Democratic Dimension of Anarchism”, Democracy and Nature, 1995, σσ. 1-17 [ελλ. Έκδ. «Τι είναι ο κομμουναλισμός: η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού», Δημοκρατία και Φύση 1, Μάρτιος 1996, σσ. 40-56, Σ.τ.Ε.] Robert Dahl, Democracy and its Critics, Yale, 1989, Giovanni Sartori, Democrazia. Cos’e, Μιλάνο, 1993.

7. Giampietro Berti (επιμ.), La dimensione libertaria di Proudhon, Ρώμη, 1982, σ. 77.

8. Παρατίθεται επίσης στο Francois Munoz, Bakounine et la liberte, Παρίσι, 1965, σ. 228.

9. Ο Errico Malatesta επίσης, ύστερα από 25 χρόνια, έγραψε ότι «για μας η αποχή είναι ζήτημα τακτικής», αν και πρόσθεσε ότι είναι τόσο σημαντική, ώστε, όταν εγκαταλείπεται ρισκάρουμε να εγκαταλείψουμε τις αρχές μας (E. Malatesta, F.S. Merlino, Anarchismo e Dimocrazia, Ragusa, 1974. σ. 60)

10. Michail Bakunin, Liberta egiuaglianza rivoluzione, Μιλάνο 1976, σ. 93.

11. Ό.π., σ. 88

12. Παρατίθεται στο Franesco Saverio Merlino, Μιλάνο, 1993, σ. 414. [Εδώ χρωστούμε ευχαριστίες στον Γιάννη Καρύτσα που εντόπισε ένα μεταφραστικό λάθος στην πρώτη έκδοση της μετάφρασης η οποία είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Ευτοπία. Βλέπε σχετικά το σχόλιό του στο «Σχετικά με τη διαμάχη Μερλίνο-Μαλατέστα, Με αφορμή ένα μεταφραστικό λάθος», Ευτοπία 6, Δεκέμβριος 2000, σ. 17. Σ.τ.Ε.]

13. Eduardo Colombo, “Lo Statto come paradigma del potere”, Volonta, no3, 1984.

14. Βλέπε Renee Lourau, L’ Etat incoscient, Paris, 1978.

15. Giampietro Berti, (επιμ.), ό.π., σ. 45.

16. Βλ. Amadeo Bertolo, “Potere, autorita, dominio”, Volonta, no 2, 1983. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “Auhority, Power and Domination”, στο Laslo Sekelj (επιμ.), Anarchism, Community and Utopia, Praha, 1993, σσ. 137-166. Βλ. ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.

17. Βλ. Murray Bookchin, The Ecology of Freedom, Palo Alto, 1982.

18. Όπως δείχνει ο E. Colombo στο “Della polis e dello spazio sociale plebeo”, Volonta, no 4, 1989 [Ελληνική μετάφραση: Ελευθεριακή Κουλτούρα, «Περί της πόλεως και του πληβειακού κοινωνικού χώρου». Το Μοναστήρι του Θελήματος 1, 1996, Σ.τ.Ε.], το publicus προέρχεται από το populicus, δηλαδή «που ανήκει στο λαό», το οποίο είναι ξεκάθαρα σχετικό με τη δημοκρατία.

19. E. Malatesta, F. S. Merlino, ό.π., σσ. 42-43.

20. Michail Bakunin, ό.π., σ. 92.

21. Βλ. Robert Dahl, ό.π., ο οποίος ξεκινά και επιχειρηματολογεί κατά της κριτικής δημοκρατίας από διάφορες σκοπιές, συμπεριλαμβανόμενης της αναρχικής, αν και στην πραγματικότητα βασίζει κυρίως την αναρχική κριτική σ’ έναν συγγραφέα που δεν είναι αναρχικός (Robert Wolff). Βλ. επίσης E. Colombo, “Della Polis”, ό.π.

22. Ο E. Colombo (“Della Polis”, ό.π.) μάλιστα λέει ότι, σύμφωνα με κάποιους ελληνιστές, ο όρος «δημοκρατία» (που δημιουργήθηκε από εχθρούς της δημοκρατίας) είναι ακατάλληλος καθώς «κράτος» σημαίνει κυριαρχία ή εξουσία που ασκείται από το ένα μέρος της κοινωνίας πάνω στο άλλο, ενώ η «νόμιμη εξουσία» είναι η αρχή. Θα ήταν συνεπώς πιο σωστό να μιλάμε για «δημαρχία» αντί για «δημοκρατία» και ίσως για «ακρατία» αντί για «αναρχία».

23. Robert Dahl, ό.π., σσ. 75-76.

24. Friedrich von Hayek, αναφέρεται στο D. Held, ό.π., σ. 314.

25. Βλ. Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy. The Critics of the Growth Economy and the need for a New Liberatory Project, Cassell, Λονδίνο, 1997 [ελλ. έκδ.: Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, Σ.τ.Ε.]

26. Βλ. δύο «κλασσικούς» του αναρχισμού: Michail Bakunin, όπως πριν, το κεφάλαιο “Integral Education”, και Petr Kropotkin, “Fields, Factories and Workshops Tomorrow” με επιμελητή τον C. Ward, Λονδίνο, 1974, το κεφάλαιο “Intellectual and Manual Work” [ελληνική μετάφραση: Πιοτρ Κροπότκιν, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, Σ.τ.Ε.]

27. Από όσο γνωρίζω, αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Gaston Leval, Espagne Libertaire, 1936-1939, Παρίσι, 1971, σσ. 217-225.

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/331

Οι σπόροι αυτοκτονίας

Του Eduardo Galeano

Εδώ και τριακόσια εξήντα εκατομμύρια χρόνια, τα φυτά παράγουν γόνιμους σπόρους, που δίνουν με τη σειρά τους νέα φυτά και νέους σπόρους, και ποτέ δεν μας χρέωσαν τίποτα για την εξυπηρέτηση αυτή που μας κάνουν.

Όμως το 1998 η εταιρεία Delta and Pine κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία που αγιάζει την παραγωγή και πώληση στείρων σπόρων, κι έτσι πρέπει υποχρεωτικά να αγοράζεις νέους σπόρους για κάθε νέα  σπορά. Στα μέσα Αυγούστου του 2006, η εταιρεία Monsanto* – με το όνομα αγίου – αγόρασε την Delta and Pine μαζί με την ευρεσιτεχνία.

Έτσι η Monsanto εδραίωσε την παγκόσμια κυριαρχία της: οι στείροι σπόροι που επίσης αποκαλούνται σπόροι αυτοκτονίας ή σπόροι τερμινέιτορ, αποτελούν μέρος του κερδοσκοπικού εμπορίου, που επίσης επιβάλλει την αγορά εντομοκτόνων, παρασιτοκτόνων και άλλων δηλητηρίων του μεταλλαγμένου φαρμακείου.

Το Πάσχα του 2010, λίγους μήνες μετά τον σεισμό, η Αϊτή έλαβε ως δώρο από την Monsanto εξήντα χιλιάδες σάκους με σπόρους που είχε παραγάγει η βιομηχανία χημικών. Οι αγρότες που συγκεντρώθηκαν να παραλάβουν τη δωρεά άναψαν τεράστια φωτιά και έκαψαν όλους τους σάκους.

Eduardo Galeano ( από το βιβλίο ”Οι μέρες αφηγούνται”, εκδόσεις Πάπυρος 2012)


* Santo = άγιος

Οι ρίζες του Ναζισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό

Γραμμή παραγωγής φόνων

Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου κατέληξε να συμβολίζει τη θηριωδία των ναζί, και τον περασμένο μήνα έγιναν επιμνημόσυνες εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο για την 60ή επέτειο της απελευθέρωσής του. Ωστόσο, οι ιστορικοί είναι ακόμα διχασμένοι σχετικά με το μήνυμα του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο της εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού.

του EnzoTraverso*

Η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αποτέλεσε την επιτομή του απόλυτου Κακού κατά την άποψή μας σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος έγινε μια νέα πολιτική θρησκεία του δυτικού κόσμου, εκ του αντιθέτου μέτρο αξιολόγησης της νομιμότητας των δημοκρατικών θεσμών μας.

Ο καθένας θα συμφωνήσει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μία μεγάλη, ανθρωπολογική και ηθική τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ερμηνεία του φαινομένου. Ορισμένοι ιστορικοί τοποθετούν τη γένεσή του στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του Χίτλερ, άλλοι στο πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και μερικοί στο πολύπλοκο, πολυκεντρικό και χαρισματικό σύστημα εξουσίας του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε έντονη η τάση να αποκηρυχθεί ο Ναζισμός ως μία εκτροπή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, μία διαμετρική αντίθεση προς τις αξίες του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η καθησυχαστική διάγνωση ήταν η βάση της κουλτούρας της Αντίστασης. Έτσι την είδαν κοινωνιολόγοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, που θεώρησε την βία των ναζί ως σύμπτωμα μιας διαδικασίας κρίσης του πολιτισμού και φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία εντάχθηκε στη Δύση μόνο μετά το Άουσβιτς (1).

Αυτή τη διάγνωση την επεξεργάστηκε και ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φυρέ ερμήνευσε το ναζισμό και τον κομμουνισμό ως συμμετρικές μορφές αντίδρασης ενάντια στην αναπόφευκτη έλευση μιας φιλελεύθερης πολιτικής τάξης (2). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι διαμετρικά αντίθετος προς την ναζιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, προσέγγισης ούτε και συνέχεια μεταξύ των δύο.

Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι ο Ναζισμός έβαλε στόχο την καταστροφή της οικουμενικής έννοιας της ανθρωπότητας, που είχε προωθήσει ο Διαφωτισμός και είχε εκδηλωθεί με την Γαλλική Επανάσταση, και είναι επίσης αλήθεια ότι η έννοια αυτή διατηρήθηκε και διευρύνθηκε από τις σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης. (Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με τον τρόπο που αυτές διατήρησαν και διεύρυναν την έννοια αυτή, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου.)

Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που συνδέουν την ιδεολογία του Ναζισμού και των μεθόδων του (κυριαρχία και εξόντωση) με την ιστορία της Δύσης. Παρά τις παθολογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελούν ωστόσο μέρος της ιστορικής ανάπτυξης της Δύσης.

Η πρώτη σύνδεση είναι ιδεολογική. Ο ναζισμός ανέτειλε στο κοινωνικοπολιτικό στερέωμα του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος διασταυρώθηκε με ιδεολογικά ρεύματα, που είχαν συνολικά ισχυρή παρουσία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού : τη Φυλετική Ανθρωπολογία, που πρέσβευε την  ιεράρχηση των ανθρωπίνων ομάδων με κυρίαρχους τους Αρίους, τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, που περιείχε την ιδέα της φυσικής επιλογής του ικανότερου και την Ευγονική, με την αντιδραστική ουτοπία της, ενός τεχνητά δημιουργημένου ανθρώπινου είδους.

Ο σωτηριολογικός αντισημιτισμός του ναζισμού είδε την πάλη κατά των Εβραίων ως μία σταυροφορία ενάντια στο Κακό, που θα έδινε τη δυνατότητα στο γερμανικό έθνος να ελευθερωθεί από τον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ριζοσπαστική έκφραση μιας ιδεολογίας και ευρέως διαδεδομένων μορφών κοινωνικής διάκρισης και δίωξης, που δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση γερμανικό μονοπώλιο πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Φυλετική Ανθρωπολογία αντιπροσωπευόταν σταθερά στην Ιταλία με τον Τσέζαρε Λομπρόζο, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός στην Αγγλία με τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, η Ευγονική στις ΗΠΑ με τον Φράνσις Γκάλτον και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία με τους Εντουάρ Ντρυμόν, Μορίς Μπαρές, Ζορζ Βασέρ ντε Λαπούζ και πολλούς άλλους.

Επιπλέον, ο παρωξυμένος εθνικισμός και ο βιολογικός ρατσισμός των ναζί ήταν στενά συνδεμένος με την κουλτούρα και την πρακτική του ιμπεριαλισμού, που είχε χαρακτηρίσει την Ευρώπη συνολικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Γερμανία δεν είχε παίξει ηγετικό ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη. Αντίθετα, υπήρξε όψιμος οπαδός, ενθουσιώδης μαθητής που ακολούθησε τις δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, τη Γαλλία και την Βρετανία. Η φυσική ανωτερότητα της λευκής φυλής και τα επίχειρά της, η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης στην Αφρική και την Ασία, η θεώρηση του πλανήτη πέραν της Ευρώπης ως μιας τεράστιας έκτασης που θα μπορούσε να αποικιστεί, η αντιμετώπιση των αποικιοκρατικών πολέμων ως συγκρούσεων, όπου ο εχθρός ήταν ο ντόπιος πληθυσμός και όχι ο στρατός των χωρών που ήταν να κατακτηθούν, η θεωρία ότι η εξόντωση κατώτερων φυλών ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της προόδου, όλα αυτά τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελούσαν κοινούς τόπους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.

Ο στόχος των ναζί να κατακτήσουν το Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τη γερμανική φυλή  στα ευρύτερα σλαβικά εδάφη της ανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά μια μετάθεση στον Παλαιό Κόσμο του μοντέλου της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, που είχαν προωθήσει άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Αφρική και την Ασία για πάνω από ένα αιώνα. Από τη στιγμή που οι ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους εχθρική φυλή, θερμοκήπιο του κομμουνισμού και ιθύνοντες του σοβιετικού κράτους, μια σταυροφορία εναντίον τους ταίριαζε, κατά τρόπο φυσικό με έναν κατακτητικό πόλεμο εξόντωσης στην Ανατολή. Στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του Χίτλερ, η κατάκτηση του Lebensraum, η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και η εξόντωση των Εβραίων ήταν συμπληρωματικοί μεταξύ τους στόχοι, που συνέκλιναν σε ένα ενιαίο πόλεμο (3).

Ο Ναζισμός ήταν επίσης προϊόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του απόλυτου πολέμου,  που αποτέλεσε πράγματι την εμπειρία-θεμέλιο του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν βρίσκονται οι ρίζες της βιομηχανικής εξόντωσης , ο  θάνατος εκατομμυρίων ανωνύμων και η αυταρχικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως κατέδειξε πειστικά ο Τζορτζ Μόσε, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν η αρχή μιας εξαχρείωσης της πολιτικής ζωής με αποκορύφωση τον Ναζισμό (4). Στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων και των εξεγέρσεων που συντάραξαν τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός πρόβαλε σαν ένα τυπικά αντιδραστικό, εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια, ήταν πραγματικά απότοκος της αντεπανάστασης που επιχειρήθηκε στη διάρκεια του «μακρύ» 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη συμμαχία των Αντι-Ιακωβίνων του 1793 και φτάνοντας στις σφαγές που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1872.

Η αντεπανάσταση, όμως, του 20ού αιώνα δεν ήταν ούτε συντηρητική ούτε αμιγώς  αντιδραστική. Μάλλον κατανοούσε τον εαυτό της ως επανάσταση ενάντια στην επανάσταση. Οι φασίστες δεν κοίταζαν προς το παρελθόν : επιδίωκαν την οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν με τις πρώην ηγετικές ελίτ, μόνο τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας. Οι ηγέτες τους δεν προέρχονταν από τις ελίτ εκείνες αλλά από τον κοινωνικό απόπατο ενός κόσμου που είχε περιπέσει σε σύγχυση. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν αποστατήσει προς τα αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή λούμπεν προλετάριοι, όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το δημαγωγικό ταλέντο τους μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η γερμανική Ήττα. Απευθύνθηκαν στις μάζες, τις οποίες κινητοποίησαν με επίκεντρο οπισθοδρομικούς μύθους περί έθνους, φυλετικής και πολεμικής κοινότητας και εσχατολογικών υποσχέσεων, όπως ο μύθος περί του Χιλιετούς Ράιχ.

Η εμπειρία του πολέμου δίδαξε στους Ναζί την ανάγκη να συνδυάσουν ορισμένες αξίες που είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας, όπως τον αγώνα κατά τον 19ο αιώνα ενάντια  στον Διαφωτισμό με τον σύγχρονο ρατσισμό (επιστημονικό και βιολογικό), τη  λατρεία της τεχνολογίας και την καλλιέργεια της δύναμης και της εργατικότητας. Ωστόσο, όπως έχει με έμφαση τονιστεί από μια πλατιά κοινωνιολογική φιλολογία τα τελευταία χρόνια, το νεωτερικό πνεύμα του ναζισμού έγκειται  πάνω απ’ όλα στην πρακτική  της εξόντωσης. Η γενοκτονία που επέβαλαν οι ναζί, είχε στηριχθεί στο κρατικό μονοπώλιο βίας, το οποίο ο Νόρμπερτ Ελίας, ακολουθώντας την ερμηνεία Τόμας Χομπς, είχε ερμηνεύσει μονόπλευρα ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνική ειρήνευση και κατά συνέπεια για τον εκπολιτισμό. Πράγματι, το μονοπώλιο της ισχύος στις απαρχές του σύγχρονου κράτους ήταν εκ των ων ουκ άνευ  όρος για τις ολοκληρωτικές γενοκτονίες και τη βία του 20ού αιώνα – κατά το το χομπσιανό τους υπόδειγμα.

Μια ανάλυση της λειτουργίας των στρατοπέδων θανάτου των ναζί αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη δυτική νεωτερικότητα. Το Άουσβιτς σχεδιάστηκε με βάση την αρχή περί παραγωγικού ορθολογισμού του Τέιλορ, με το θάνατο ως τελικό προϊόν μιας «ορθολογιστικής» επεξεργασίας της πρώτης ύλης – τους εκτοπισμένους Εβραίους. Ήταν ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής πτωμάτων, όπου η αλυσίδα παραγωγής ήταν: άφιξη των οχημάτων μεταφοράς, επιλογή, κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, απέκδυση, θάλαμος αερίων και κρεματόριο.

Αναπόφευκτα, τα στρατόπεδα εξόντωσης ενσωμάτωσαν την διοικητική ορθολογικότητα που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και Κοινωνία : καταμερισμός εργασίας , ιεραρχική λήψη αποφάσεων, διαχωρισμός της διαμόρφωσης ιδεών από την πραγμάτωσή τους, γραφειοκρατική διοίκηση και απέκδυση κάθε ευθύνης.

Όπως ο Μορίς Παπόν στη δίκη του στο Μπορντό, κανείς από τους κατηγορούμενους της Νυρεμβέργης δεν δέχτηκε ότι ήταν ένοχος : όλοι είχαν απλώς ακολουθήσει εντολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητές τους πήραν εγκληματική χροιά μόνο στο τέλος μιας πολύπλοκης ακολουθίας δραστηριοτήτων που, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν γνώριζαν ή εύκολα είχαν αγνοήσει. Η Χάννα Άρεντ σημειώνει ότι ο ναζισμός γέννησε ένα νέο τύπο εκτελεστή, το γραφειοκράτη στην καρέκλα του, που σκότωνε συμπληρώνοντας έντυπα (5). Τελικά, η γενοκτονική γραμμή παραγωγής απαιτούσε από μέρους των πολλών εκτελεστών που ενέχονταν σ’ αυτήν αυτοέλεγχο των ενστίκτων όπως αυτά τα καθόρισε ο Φρόυντ και στη συνέχεια ο Ελίας τα ενέταξε στην ανάλυσή του για την διαδικασία εκπολιτισμού.

Η ιστορία του Ολοκαυτώματος έχει κι αυτή το μερίδιο της σε φανατισμό, μίσος και αχαλίνωτη βία, ειδικά σε σχέση με τις σφαγές από τους SS κομάντος και τα τάγματα αστυνομικών της Βέρμαχτ. Όμως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση  των Εβραίων στους θαλάμους αερίων είχε συλληφθεί ως μια διαδικασία που θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς μίσος. Στηρίζεται περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα, χωρίς να αφήνει τα συναισθήματά του να παρέμβουν και  αποφεύγει σχολαστικά οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τον τελικό σκοπό  της δουλειάς του.

Η σχέση του ναζισμού λοιπόν με το δυτικό νεωτερικό κόσμο είναι ουσιαστική για την κατανόηση της προέλευσής του ναζισμού και της ιστορίας της ναζιστικής βίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη του 19ου αιώνα –  το επίκεντρο του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και του αποικιοκρατικού πολέμου – ήταν το πολιτιστικό και ιδεολογικό εργαστήρι μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός. Αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που χρειάστηκαν διάφορα ενδιάμεσα στάδια, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Υπάρχει όμως μια καθαρή γραμμή καταγωγής. Ταυτόχρονα το Ολοκαύτωμα, καθώς έχουν τονίσει οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο, μαρτυρεί ταυτόχρονα μια αρνητική διαλεκτική, όπου μια τεχνική και υλική πρόοδος  μετασχηματίστηκε σε ανθρώπινη και κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Το Άουσβιτς θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ ένα πλατύτερο ιστορικό πλαίσιο από αυτό του ναζισμού, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Δεν ήταν τόσο ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο, όσο μια μοναδική σύνθεση στοιχείων δρώντων στον πολιτισμό μας. Παρ’ όλη την παθολογία των εκδηλώσεών του, ο ναζισμός είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία του νεωτερικού κόσμου, και στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης, παραγωγής και κυριαρχίας.

—————————————————————————–

1) Norbert Elias, The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the 19th and 20th Centuries, Polity Press, Cambridge, 1996; Jürgen Habermas, “Eine Art Schadensabwicklung” (A way of diminishing the damage), Die Zeit, Hamburg, 11 July 1986.

(2) François Furet, The Passing of an Illusion: the Idea of Communism in the 20th Century, University of Chicago Press, Chicago, 1999.

(3) Arno J Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: the Final Solution in History, Pantheon, New York, 1988.

(4) George L Mosse, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars, Oxford University Press, Oxford, 1990.

(5) Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: a Report on the Banality of Evil, Faber, London, 1963.

*Ο Enzo Traverso είναι Ιταλός ιστορικός, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Γαλλία. Διδάσκει στο τμήμα πολιτικών επιστήμων του πανεπιστημίου Jules Verne στο Picardy της Γαλλίας. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία ανάμεσα στα οποία τα The Origins of Nazi Violence, New Press, Νέα Υόρκη 2003 και Understanding the Nazi Genocide: Marxism after Auschwitz, Pluto Press, Λονδίνο, 1999. Δυστυχώς στα ελληνικά παραμένει αμετάφραστος.

 

Μετάφραση: Γιάννης Κ.

Συγκέντρωση – Μικροφωνική στη Χαλκίδα

SYGKENTRVSH (2)

 

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ  

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΦΑΣΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

«Στεκόμουν σ’ ένα λόφο και είδα το παλιό να ζυγώνει, αλλά ερχόταν σαν καινούριο. Βάδιζε κουτσαίνοντας πάνω σε καινούρια δεκανίκια που κανείς δεν είχε ξαναδεί ποτέ και μύριζε νέες μυρωδιές παρακμής που κανείς δεν είχε μυρίσει ποτέ». Μπ. Μπρεχτ

Ο εκφασισμός μιας κοινωνίας τρέφεται από τη δυστυχία, καλλιεργείται από την αμάθεια, χειραγωγείται από τον φόβο και ποτίζεται με το νερό της ιστορικής παραχάραξης και λήθης. Η έξαρση της ρατσιστικής και εθνικιστικής ιδεολογίας-βίας είναι από τα πιο ζοφερά σημεία των χαλεπών καιρών που ζούμε. Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός δεν είναι όψιμα φαινόμενα στην ελληνική κοινωνία, παρά την υποκριτική έκπληξη πολλών αναλυτών. Έρχονται απ’ τα παλιά και δυστυχώς ακόμη καλά κρατούν. Το ελληνικό κράτος και η ορθόδοξη εκκλησία εδραίωσαν την κυριαρχία τους πάνω στο μύθο του περιούσιου ελληνικού λαού με το ένδοξο παρελθόν και στο κυνήγι κάθε είδους διαφορετικών. Το αποτέλεσμα είναι μεγάλα τμήματα της ελληνικής επικράτειας, γαλουχημένα με την εθνικιστική/θρησκευτική προπαγάνδα, να στρέφονται σήμερα εναντίον ανύπαρκτων εχθρών ή αποδιοπομπαίων τράγων, όπως βολεύει μια χαρά αυτούς που λεηλατούν τη ζωή μας. Ο συντηρητισμός, ο σκοταδισμός, ο ανορθολογισμός, η συνωμοσιολογία πρυτανεύουν. Κι όμως οι πραγματικοί εχθροί βρίσκονται αλλού … και συνεχίζουν να κάνουν ανενόχλητοι τις μπίζνες τους (κράτος, εκκλησία, κεφαλαιοκράτες).
Το κυνήγι και οι δολοφονικές επιδρομές εναντίον μεταναστών, προσφύγων, αλλοεθνών, ομοφυλοφίλων, ρομά, γυναικών, είναι η ντροπή της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε. Είναι ντροπή γιατί ενώ συμβαίνουν στη διπλανή πόρτα, δρόμο, χωριό κάνουμε σα να μην συμβαίνει τίποτα. Σα να μη μας αφορά.

Η “χρυσή αυγή” είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η άνοδος των ποσοστών της βασίστηκε στο εθνικιστικό/ρατσιστικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας κι εδώ είναι η ουσία του θέματος που αποκρύπτεται από πολλούς. Αντιπροσωπεύει την πολιτική έκφραση της ναζιστικής ιδεολογίας και της σάπιας εθνικοφροσύνης στα εγχώρια ύδατα. Επιβάλλει την υποταγή στο πρόσωπο του ηγέτη και την τυφλή υπακοή. Οι πρακτικές της περιλαμβάνουν οργανωμένες ρατσιστικές επιδρομές και μαχαιρώματα, κάψιμο σπιτιών μεταναστών, επιθέσεις σε φοιτητικές καταλήψεις και λαϊκές συγκεντρώσεις. Είναι τα τσιράκια του συστήματος και δρουν για τα συμφέροντά του. Το αποδεικνύει η οφθαλμοφανής κάλυψη της αστυνομίας στις δολοφονικές της επιδρομές (παράδειγμα τα επεισόδια στο Βασιλικό Ευβοίας και όχι μόνο), η πολιτική στήριξη που παρέχει δουλικά στο μεγάλο κεφάλαιο και τους μεγαλοκαπιταλιστές ( εξοργιστικό παράδειγμα η υπεράσπιση των χρυσοθήρων στη Β.Α Χαλκιδική) και η γλοιώδης προώθησή της από τα Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας. Η διπλοπροσωπία της είναι κατάπτυστη. Ενώ στα λόγια δήθεν μάχεται το σύστημα, στην πραγματικότητα στηρίζει τις πιο βρώμικες δουλειές του. Στις κρίσεις του καπιταλισμού το κράτος ολοκληρωτικοποιείται και υποβοηθείται από τη δράση μιλιταριστικών πολιτικών μορφωμάτων. Η επίθεση του κράτους εναντίον της κοινωνίας (χαράτσια, καταστολή, απολύσεις, επισφάλεια, λογοκρισία, αστυνομοκρατία) στηρίζεται στη δράση των φασιστών οι οποίοι χτυπούν από τα κάτω τον κοινωνικό ιστό.

Θεωρούμε λοιπόν ότι η σιωπή είναι συνενοχή. Αν σημαίνει κάτι η έννοια “πολίτης” απαιτεί τη δράση και την αντίσταση ενάντια σε κάθε ρατσιστική-εθνικιστική εκδήλωση, στο φυλετικό μίσος, την ξενοφοβία, τον σεξισμό και τη μισαλλοδοξία. Αν θέλουμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία στην οποία θα αποφασίζουμε εμείς για τη ζωή μας και όχι άλλοι στις πλάτες μας πρέπει να βρεθούμε συλλογικά στους τόπους που ζούμε και να δημιουργήσουμε εμείς τις συνθήκες και τους όρους της διαβίωσής μας. Η έννοια και η πρακτική που μπορεί να μας ενώσει είναι εκείνη της αυτοδιαχείρισης σε κάθε τομέα και όπου αυτό είναι εφικτό. Να δημιουργήσουμε και να βοηθήσουμε να εξαπλωθούν αντιιεραρχικοί θεσμοί αυτοοργάνωσης παντού. Τα πιο ελπιδοφόρα μηνύματα μέσα στην κρίση που μας ξεζουμίζει προέρχονται από τα αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα που εμφανίστηκαν αυθόρμητα σε όλη την ελλάδα από τα κάτω (τα συσσίτια της εκκλησίας και των φασιστών δεν εμπίπτουν σε αυτή την περίπτωση): συλλογικές κουζίνες, χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια, κινήσεις παράκαμψης των μεσαζόντων, συνεργατικές κάθε είδους, αλληλέγγυα-κοινωνική οικονομία, προσπάθειες αυτοδιαχείρισης του ζητήματος της τροφής, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, ελεύθερες κοινότητες, καταλήψεις, επιτροπές γειτονιάς, λαϊκές συνελεύσεις, εργατικές αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικότητες (ΒΙΟΜΕ κ.α). Να αρχίσουμε να κάνουμε πράξη την αυτοδιαχείριση, εδώ και τώρα, με στόχο τη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας.

Η αλληλεγγύη μας στους μετανάστες και τους πρόσφυγες εκφράζει τη βούληση μας για μια ευρύτερη αλληλεγγύη, για ένα κίνημα που θα ενώνει στον ίδιο αγώνα εκείνους που, απηυδισμένοι από τις εξουσιαστικές πολιτικές της αριστεράς και της δεξιάς, συνειδητοποιούν ότι είναι καιρός να αντιπαραθέσουν σε μια διεφθαρμένη κοινοβουλευτική/καπιταλιστική ολιγαρχία την άσκηση της άμεσης δημοκρατίας, την αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής και ολόκληρης της ζωής μας. Είναι εφικτό αρκεί να το θελήσουμε συλλογικά …

ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ 

ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ! ΑΡΝΗΣΟΥ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ

ΕΞΩ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ 

ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΟΥΣ, ΠΑΤΡΙΔΕΣ, ΚΡΑΤΗ, ΣΕΞΙΣΜΟ, ΡΑΤΣΙΣΜΟ 

ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΣΟΤΗΤΑΣ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΟΥΛΑΛΟΥΜ και D.I.Y. MUSIC MOVEMENT