Οι κρίσεις (καπιταλιστικές ή μη) πάντα δημιουργούσαν το κατάλληλο πεδίο γέννησης και εξέλιξης ριζοσπαστικών και επαναστατικών κινημάτων που λόγω της αδυναμίας του εκάστοτε συστήματος να παράσχει ευημερία ή έστω ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, αμφισβητούσαν καθολικά τις κυρίαρχες αξίες διεκδικώντας μια ριζική αναθέσμιση της κοινωνίας ή προτάσσοντας μια διαφορετική θέσμισή της μέσω της διόρθωσης κάποιων πτυχών της. Κάποια από τα κινήματα αυτά εκμηδενίστηκαν από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κάποια ενσωματώθηκαν στο καπιταλιστικό σύστημα (όπως για παράδειγμα τα κινήματα ισότητας των ομοφυλόφιλων, των γυναικών, των μειονοτήτων) αλλάζοντας το σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ενώ κάποια κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για επαναστάσεις όπως το εργατικό κίνημα που μαζί με τα κινήματα των φοιτητών, παρά τον εκφυλισμό που υπέστησαν την δεκαετία του ’90 και έπειτα, κατόρθωσαν όχι μόνο να πυροδοτήσουν σχεδόν σε κάθε γωνιά της γης εξεγέρσεις, αλλά και να κερδίσουν μέρος των ελευθεριών που απολαμβάνουμε σήμερα.
Στην σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση τα ευρέως γνωστά κινήματα που έχουν εκκολαφθεί μέσα από ένα μείγμα διαφορετικών πολιτικών κατευθύνσεων είναι αυτά των αγανακτισμένων του 2011, και των occupy το 2012. Σε αυτά συμμετέχουν κατά καιρούς άνθρωποι που κινούνται πολιτικά από τον αναρχισμό και τον μαρξισμό έως και τον εθνικισμό, (σε μικρό βαθμό), αλλά και πολλοί σοσιαλδημοκράτες και ρεφορμιστές. Είναι ξεκάθαρο, όμως, πως τα προτάγματα του αναρχισμού καθόρισαν το πολιτικό στίγμα των occupiers, περισσότερο, και των αγανακτισμένων πέρσι σε κάποιο όχι αμελητέο βαθμό. Η άμεση δημοκρατία (ως μέσο και σκοπός παράλληλα), η άμεση δράση, η επιλογή της σύγκρουσης, η αυτοοργάνωση και η απαλλοτρίωση δημόσιων χώρων έκαναν τα υπό διαμόρφωση αυτά κινήματα πηγές σύγχρονης επαναστατικής δράσης.
Οι ιδέες και οι πρακτικές αυτές δεν ξεπήδησαν ούτε τυχαία, ούτε επειδή το αναρχικό κίνημα άρχισε ξαφνικά να έχει απήχηση λόγω της πολιτικής του προπαγάνδας. Οι άνθρωποι, οι συμμετέχοντες, κατ’ αρχήν ενστικτωδώς, στράφηκαν προς τις ιδέες αυτές, εξαιτίας των αδιεξόδων στα οποία συνειδητοποίησαν πως βρίσκονται. Άλλωστε τα κινήματα αυτά, (κινήματα των πλατειών, όπως πολλοί τα αποκαλούν) ξεκίνησαν από την Ισπανία, μόλις στις 15 του Μάη 2011, σε μια χώρα όπου η αναρχική παράδοση (οριζόντιες και μη ιεραρχικές δομές συνεργασίας και πρακτικής καθώς και άμεση συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων) έχουν βαθιές ρίζες στην κουλτούρα των ανθρώπων. Σε δεύτερη φάση βέβαια, και μέσα από την κινηματική πρακτική, είτε επρόκειτο απλώς για ανταλλαγή ιδεών είτε για προσπάθεια ενεργητικών παρεμβάσεων, πολλοί άρχισαν να διακρίνουν, περισσότερο ή λιγότερο, συναισθηματικά ή πιο πολιτικά, την άμεση συγγένεια όλων αυτών των προταγμάτων και προτεινόμενων πρακτικών με τον αναρχισμό και με τον πολιτικό τρόπο που οι αναρχικοί ανέλυαν την κοινωνική πραγματικότητα, τους θεσμούς της αλλά και τις λύσεις που πρότειναν για συγκεκριμένα ζητήματα ή για την καθολική οργάνωση μιας κοινωνίας.
Και πάλι όμως: πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η τάση που διακρίνουμε σήμερα σε αρκετές χώρες, μια επιθυμία για ανάδειξη ριζοσπαστικών προταγμάτων και ελευθεριακών οραμάτων, είναι δημιούργημα και ενός άλλου παράγοντα, πιο δυσδιάκριτου: Προκειμένου να αναδειχτεί ένα επαναστατικό κίνημα σε μια περίοδο κρίσης δεν αρκεί μόνο οι άνθρωποι να αισθάνονται πως «δεν αντέχουν άλλο», αλλά πρέπει να υπάρχει και μια εγγενής ή έστω υπαρκτή αδυναμία στους εξουσιαστές να επιβληθούν. Οι άνθρωποι πάντοτε υπέφεραν, πάντοτε αδικούνταν. Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι σε κύριο βαθμό η ιστορία της ανισότητας, της αδικίας, της σκλαβιάς, της δυστυχίας και της ήττας για την συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό που αλλάζει τις ισορροπίες δεν είναι λοιπόν μόνο η τάση των μαζών για απελευθέρωση μέσω της αυτόνομης δράσης τους αλλά και η (μερική ή ολική) αδυναμία της καπιταλιστικής εξουσίας να καθυποτάξει τις μάζες αυτές, να επιβάλλει κυριαρχικά τις θέσεις της – συνθήκη που φαίνεται να υπάρχει ή να διαμορφώνεται στις μέρες μας. Παρόλα αυτά, πολλές φορές, η τάση αυτή οδήγησε σε πανωλεθρία αντί να πραγματώσει την κοινωνική μεταστροφή και χειραφέτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Γαλλική Επανάσταση που κατέληξε σε ποταμούς αίματος λόγω της υιοθέτησης της βίας ως αυτοσκοπού και η γέννηση ολοκληρωτικών κινημάτων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (Σταλινισμός, Ναζισμός και Φασισμός) με κύριο χαρακτηριστικό τους την τρομοκρατία και την κατήχηση μέσω μιας θεολογικού τύπου κοσμοθεωρίας που υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον. (Οι μαζικές διαφημίσεις, βέβαια, αποτελούν και αυτές ένα στοιχείο ολοκληρωτισμού. Και σήμερα αυτό που συναντά κανείς στον Δυτικό κόσμο δεν είναι άλλο παρά ο ολοκληρωτισμός της απάθειας και του κυνισμού, η επιφανειακότητα στις πολιτικές συζητήσεις και ο οικονομισμός που με τα αρνητικά του επισκιάζει το όλον.) «Μόνο ο όχλος και η ελίτ έλκονται από τον ολοκληρωτισμό. Οι μάζες θα πρέπει να κερδηθούν με προπαγάνδα», λέει η Χάνα Άρεντ, τονίζοντας τη σημαντικότητα της δημιουργίας κινημάτων που δεν θα έχουν ως αυτοσκοπό τους τη βία, αλλά την αντικατάσταση των ολιγαρχικών καπιταλιστικών θεσμών με πραγματικά δημοκρατικές κομμούνες (ή συμβούλια πολιτών ή συνελεύσεις), που θα διέπονται από τις αξίες της ισότητας και της ισονομίας.
Οι αναρχικές και πραγματικά δημοκρατικές ιδέες και προτάγματα θα τυγχάνουν όλο και ευρύτερης αποδοχής και οι αντιεξουσιαστικές δράσεις θα επεκτείνονται, όσο πληθαίνουν οι συνάνθρωποι μας που σταματούν να ενσαρκώνουν τις καπιταλιστικές αξίες, την απάθεια και τον καταναλωτισμό. Με τη σημερινή κατάρρευση της «ορθολογικότητας» της αντιπροσώπευσης – μέσω της (αυτο)απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού – με τον πολιτικό λόγο να έχει βουτηχτεί κυριολεκτικά στην κουλτούρα του οικονομισμού και τον εκδημοκρατισμό της ενημέρωσης μέσω του διαδικτύου και των ανοιχτών κοινωνικών δραστηριοτήτων όπως οι συνελεύσεις, οι εκδηλώσεις σε καταλήψεις κλπ., όλο και περισσότεροι/ες θα ανακαλύψουν ξανά το πραγματικό νόημα της πολιτικής που δεν είναι άλλο από την ενεργό και συνειδητή συμμετοχή στη διαμόρφωση και των αποφάσεων αλλά και ενός άλλου φαντασιακού, μιας διαφορετικής ολιστικής ενατένισης της κοινωνίας και της ζωής, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό/προσωπικό επίπεδο.
Ο αναρχικός χώρος είναι αυτή τη στιγμή σε μια κρίσιμη διασταύρωση, στη μία πλευρά της οποίας βρίσκεται η συνέχιση της αντικρατικής/αντιεξουσιαστικής δράσης όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα (ή περίπου όπως την ξέρουμε), και στην άλλη το άνοιγμα δυνατοτήτων για αυτοοργάνωση σε ολόκληρη την κοινωνία. Ακούμε πολλούς να δηλώνουν πως «δεν θα πάρουμε τον κόσμο από το χέρι» και φυσικά έχουν δίκιο. Από την άλλη, πέρα από ανοιχτές εκδηλώσεις σε καταλήψεις, στέκια και πανεπιστημιακές σχολές, υπάρχει η δυνατότητα άμεσης δράσης παντού, σε δημόσιους κοινωνικούς χώρους. Είτε οι δράσεις αυτές προτάσσουν και προτείνουν, είτε αμφισβητούν και έρχονται σε σύγκρουση, είτε εκδηλώνονται από λιγότερους αγωνιστές είτε αποτελούν μαζικές κινήσεις, ο αναρχικός χώρος μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει αυτή την δυνατότητα για συνδιαμόρφωση ενός μετακαταναλωτικού, πραγματικά δημοκρατικού φαντασιακού. Θα βοηθήσει εμπλουτίζοντας το κίνημα και θα βοηθηθεί απ’ αυτό ώστε να αποφύγει στο μέλλον αυτιστικές πρακτικές που σε περιόδους τον απομόνωσαν. Ωστόσο, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να νοηματοδοτήσουμε τις δράσεις μας και να τις κατευθύνουμε εκεί που πραγματικά ριζώνουν οι δημοκρατικές αξίες, εκεί που η πολιτισμική στειρότητα και η βία – είτε πρόκειται για ψυχολογική βία, είτε αφορά στην κρατική καταστολή είτε στην επιβολή ενός μοντέλου όπου οι πολιτικές και οικονομικές ανισότητες αυξάνονται ραγδαία με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία (διάλυση του κοινωνικού ιστού και προνόμια μόνο για τους λίγους) – αυτή η βία θα δώσει τη θέση της στην πραγματική δημοκρατία, εκεί όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν όλοι ισότιμα στην λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους και τη λειτουργία της κοινωνίας στην οποία ζουν, αλλά, επίσης, θα ενώνουν τη διαφορετικότητά τους, θα συνδιαμορφώνουν και θα δημιουργούν. Ο Αριστοτέλης κάποτε έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό από τη φύση του. Εμείς λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται ζώο πολιτικό μέσω των καταστάσεων που ο ίδιος δημιουργεί. Κοινώς, είναι στο χέρι μας αν θα συνεχίσουμε να ζούμε σαν καταναλωτικά όντα που παθητικά δέχονται τις αποφάσεις των ολίγων, θεωρώντας την καπιταλιστική βαρβαρότητα σαν μια νομοτέλεια που δεν μπορεί να ξεπεραστεί ή αν θα μετατρέψουμε τους εαυτούς μας σε πολιτικά όντα, απαιτώντας άμεση δημοκρατία βασισμένη στις αρχές της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Στο κάτω κάτω, είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας…
http://wp.me/pyR3u-aIw