Τα τελευταία διακόσια χρόνια οι δημοκράτες προσπαθούσαν να μπολιάσουν με ιδανικά λαϊκής αυτοκυβέρνησης τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους. Τελικά, το σχέδιο αυτό απλώς δεν λειτουργεί. Τα κράτη δεν μπορούν, από τη φύση τους, να εκδημοκρατιστούν πραγματικά. Εξάλλου αποτελούν κατά βάση τρόπους οργάνωσης της βίας. Οι αμερικάνοι φεντεραλιστές ήταν αρκετά ρεαλιστές όταν υποστήριζαν ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με μια κοινωνία που βασίζεται σε ανισότητες πλούτου. Για να προστατευτεί ο πλούτος, χρειάζεται ένας μηχανισμός καταπίεσης που θα συγκρατεί τον ίδιο αυτόν τον “όχλο”, στον οποίο δίνει δύναμη η δημοκρατία. Η Αθήνα υπήρξε μοναδική περίπτωση από αυτή την άποψη καθώς ήταν ουσιαστικά μεταβατική: υπήρχαν σίγουρα ανισότητες πλούτου, και μπορούμε να θεωρήσουμε εύλογα ότι υπήρχε ακόμα και μια άρχουσα τάξη, δεν υπήρχε όμως κατ’ουσίαν ένας επίσημος μηχανισμός καταπίεσης. Εξάλλου οι μελετητές διαφωνούν για το αν μπορεί να θεωρηθεί καν κράτος.
Ακριβώς όταν εξετάζει κανείς το πρόβλημα του μονοπώλιου της καταναγκαστικής δύναμης, όλα τα δημοκρατικά προσχήματα διαλύονται μέσα σε ένα κυκεώνα αντιφάσεων. Για παράδειγμα, ενώ οι σύγχρονες ελίτ έχουν, σε μεγάλο βαθμό, ξεπεράσει το πρώιμο λόγο περί του “όχλου” ως δολοφονικού “τέρατος”, το ίδιο αυτό σχήμα επανέρχεται, σχεδόν στην ίδια μορφή που είχε το 16ο αιώνα, κάθε φορά που κάποιος προτείνει τον εκδημοκρατισμό κάποιας πτυχής του καταναγκαστικού μηχανισμού. Στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, οι θιασώτες του “κινήματος υπέρ των πλήρως ενημερωμένων ενόρκων”, οι οποίοι τονίζουν ότι το σύνταγμα επιτρέπει στην πραγματικότητα στους ενόρκους να αποφασίζουν για ζητήματα δικαίου, και όχι απλώς για τα αποδεικτικά στοιχεία, συνήθως κατηγορούνται από τα ΜΜΕ ότι επιθυμούν να επιστρέψουν στην εποχή των λιντσαρισμάτων και της “οχλοκρατίας”. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι οι ΗΠΑ, μια χώρα που εξακολουθεί να υπερηφανεύεται για το δημοκρατικό της πνεύμα, είναι πρωτοπόρα παγκοσμίως στη μυθοποίηση, ακόμα και στην αποθέωση της αστυνομίας της.
Ο Φράνσις Ντουπουί-Ντερί (2002) έπλασε τον όρο “πολιτική αγοραφοβία” για να αναφερθεί στην καχυποψία για τη λαϊκή διαβούλευση και λήψη αποφάσεων που διατρέχει τη δυτική παράδοση, όπως φαίνεται τόσο στα έργα του Κονστάντ, του Σεγιές ή του Μάντισον, όσο και σε αυτά του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Θα προσέθετα ότι ακόμα και τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα του φιλελεύθερου κράτους, τα πιο αυθεντικά δημοκρατικά του στοιχεία -π.χ. η εγγύηση της ελευθερίας του λόγου και της συνάθροισης- οφείλονται σ’ αυτήν ακριβώς την αγοραφοβία. Μόνο όταν γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι ο δημόσιος λόγος και η συνάθροιση δεν είναι πια καθαυτά μέσα λήψης πολιτικών αποφάσεων, αλλά, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια προσπάθεια άσκησης κριτικής ή επιρροής και υποβολής προτάσεων προς αυτούς που τις λαμβάνουν, μόνο τότε μπορούν να θεωρηθούν ιερά και απαραβίαστα. Το κρίσιμο είναι ότι αυτή την αγοραφοβία δεν τη μοιράζονται μόνο οι πολιτικοί και οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αλλά σε μεγάλο βαθμό και ο ίδιος ο λαός. Οι λόγοι δεν χρειάζεται να αναζητηθούν μακριά. Μολονότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν μοιάζουν σε τίποτα με την αθηναϊκή αγορά, σίγουρα δεν στερούνται αναλογιών με τις ρωμαϊκές αρένες. Το φαινόμενο του παραμορφωτικού καθρέπτη, με το οποίο οι κυρίαρχες ελίτ ενθαρρύνουν μορφές λαϊκής συμμετοχής οι οποίες υπενθυμίζουν διαρκώς στον λαό πόσο ακατάλληλος είναι να κυβερνήσει, μοιάζει, σε πολλά σύγχρονα κράτη, να έχει φτάσει σε μια κατάσταση πρωτοφανούς τελειοποίησης. Σκεφτείτε εδώ, λόγου χάρη, την άποψη που σχηματίζει κανείς για την ανθρώπινη φύση αν γενικεύσουμε την εμπειρία του να πηγαίνει κανείς στη δουλειά του με το αυτοκίνητο, αντί με τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Κι όμως η ερωτική σχέση του Αμερικάνου -ή του Γερμανού- με το αυτοκίνητο του ήταν αποτέλεσμα συνειδητών αποφάσεων πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ από τη δεκαετία του 1930. Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς μαι παρόμοια ιστορία της τηλεόρασης ή του καταναλωτισμού ή, όπως σημείωσε εδώ και πολύ καιρό ο Πολάνυι, “της αγοράς”.
Οι νομομαθείς εν τω μεταξύ, γνωρίζουν από καιρό ότι η καταπιεστική φύση του κράτους εξασφαλίζει ότι τα δημοκρατικά συντάγματα θεμελιώνονταν πάνω σε μια ουσιώδη αντίφαση. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1978) το συνόψισε όμορφα επισημαίνοντας πως κάθε έννομη τάξη που διεκδικεί το μονοπώλιο στη χρήση βίας πρέπει να θεμελιώνεται σε μια δύναμη διαφορετική απ’την ίδια, πράγμα που αναπόφευκτα σημαίνει σε πράξεις που θεωρούνταν παράνομες σύμφωνα με το προϋπάρχον σύστημα δικαίου. Η νομιμότητα ενός συστήματος δικαίου, λοιπόν, στηρίζεται σε πράξεις εγκληματικής βίας. Στο κάτω, κάτω και οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι επαναστάτες ήταν, σύμφωνα με το νόμο με τον οποίον μεγάλωσαν, ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Βέβαια, οι σεπτοί βασιλιάδες από την Αφρική ως το Νεπάλ έχουν κατορθώσει να λύσουν αυτόν το γρίφο τοποθετώντας τους εαυτούς τους, σαν το Θεό, εκτός συστήματος. Όπως μας υπενθυμίζουν όμως θεωρητικοί από τον Αγκαμπέν ως τον Νέγκρι, δεν υπάρχει προφανής τρόπος “ο λαός” να ασκήσει κυριαρχία με τον ίδιο τρόπο. Τόσο η δεξιά λύση(οι συνταγματικές τάξεις ιδρύονται και μπορούν να καταργηθούν από εμπνευσμένους ηγέτες -είτε πρόκειται για Ιδρυτές είτε πρόκειται για τον Φύρερ- που ενσαρκώνουν τη λαϊκή βούληση), όσο και η αριστερή(οι συνταγματικές τάξεις νομιμοποιούνται συνήθως μέσα από βίαιες λαϊκές επαναστάσεις), οδηγούν σε ατελείωτες πρακτικές αντιφάσεις. Ουσιαστικά, όπως έχει υπαινιχθεί ο κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν(1999), το μεγαλύτερο μέρος των σφαγών του 20ου αιώνα οφείλεται σε κάποια εκδοχή αυτής της αντίφασης. Η απαίτηση, αφενός, για τη δημιουργία ενός ενιαίου μηχανισμού καταπίεσης σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και, αφετέρου, για τη διατήρηση της πρόφασης ότι η νομιμότητα αυτού του μηχανισμού προέρχεται κατευθείαν από “τον λαό”, οδήγησε σε μια μόνιμη ανάγκη να οριστεί ποιος ακριβώς υποτίθεται ότι είναι αυτός ο “λαός”.
Στα διάφορα γερμανικά δικαστήρια των τελευταίων ογδόντα χρόνων -από τη Βαϊμάρη μέχρι και τους Ναζί και από την κομμουνιστική λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας έως την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής- οι δικαστές χρησιμοποιούσαν την ίδια εναρκτήρια διατύπωση: “In Namen des volkes” – “Εις το όνομα του λαού”. Τα αμερικάνικα δικαστήρια, από την πλευρά τους, προτιμούν τη λύση: “Η υπόθεση του Λαού εναντίον του X”(Mann 1999:19).
Πρέπει, με άλλα λόγια, να επικαλούνται τον “λαό” ως την αυθεντία που βρίσκεται πίσω από την κατανομή της βίας, παρά το γεγονός ότι κάθε υπόνοια ότι οι διαδικασίες έχουν εκδημοκρατιστεί κατά οποιονδήποτε τρόπο θα αντιμετωπιστεί μάλλον με τρόμο από όλους τους ενδιαφερόμενους. Ο Μαν θεωρεί ότι οι πραγματικές απόπειρες επίλυσης αυτής της αντίφασης -η χρήση δηλαδή του μηχανισμού της βίας προκειμένου να προσδιοριστεί και να συγκροτηθεί ένας ”λαός” ο οποίος, σύμφωνα με τους διοικητές αυτού του μηχανισμού, θεωρείται άξιος να εγγυάται την εξουσία τους- υπήρξαν υπεύθυνες για τουλάχιστον 60 εκατομμύρια δολοφονίες μόνο τον 20ο αιώνα.
Σ’αυτό το πλαίσιο, προτείνω ότι η αναρχική λύση -ότι δηλαδή το παράδοξο αυτό είναι αδύνατο να λυθεί στην πραγματικότητα- δεν είναι και τόσο παράλογη. Το δημοκρατικό κράτος υπήρξε ανέκαθεν μια αντίφαση. Η παγκοσμιοποίηση πολύ απλά εξέθεσε τα σαθρά υποστυλώματα του, δημιουργώντας την ανάγκη για δομές λήψης αποφάσεων σε πλανητική κλίμακα, όπου οποιαδήποτε αξίωση διατήρησης της λαϊκής κυριαρχίας, για να μη μιλήσουμε για τη συμμετοχή σ’αυτή, θα ήταν προφανώς γελοία. Η νεοφιλελεύθερη λύση βέβαια είναι να ανακηρύξουμε την αγορά ως τη μόνη μορφή δημόσιας διαβούλευσης που χρειάζεται κανείς και να περιορίσουμε το κράτος σχεδόν αποκλειστικά στην καταναγκαστική του λειτουργία. Σ’αυτά τα συμφραζόμενα, η απάντηση των Ζαπατίστας -να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι η επανάσταση είναι θέμα ελέγχου του καταπιεστικού μηχανισμού του κράτους και αντ’ αυτού να επαναθεμελιώσουμε τη δημοκρατία στην αυτοοργάνωση των αυτόνομων κοινοτήτων- είναι απολύτως εύλογη. Αυτός είναι ο λόγος που μια κατά τ’ άλλα άσημη εξέγερση στο νότιο Μεξικό προκάλεσε τέτοια αίσθηση στους ριζοσπαστικούς κύκλους. Η δημοκρατία λοιπόν επιστρέφει, για την ώρα στα διάκενα. Το αν θα προχωρήσει για να εγκολπωθεί τον κόσμο όλο ίσως να εξαρτάται λιγότερο από τις θεωρίες που φτιάχνουμε γι’ αυτήν, αλλά από το αν πιστεύουμε ειλικρινά ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να διαχειρίζονται, μέσα από διαβούλευση, τις υποθέσεις τους όσο καλά το κάνουν και οι ελίτ, οι αποφάσεις των οποίων υποστηρίζονται από τη δύναμη των όπλων- ή να έχουν έστω το δικαίωμα να το προσπαθήσουν ακόμα και αν δεν το κάνουν. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, όταν οι επαγγελματίες διανοούμενοι αντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα, σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο, έπαιρναν το μέρος των ελίτ. Έχω την εντύπωση ότι αν το δούμε προσεχτικά, η συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζει να δελεάζεται από τους διάφορους παραμορφωτικούς καθρέπτες και δεν έχει πραγματική πίστη στις δυνατότητες της λαϊκής δημοκρατίας. Ίσως και αυτό να αλλάξει όμως.