Κόλλα γραφής
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οκτώ
οκτώ κι οκτώ κάνουν δεκάξι…
Επαναλάβετε! λέει ο δάσκαλος
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οκτώ
οκτώ κι οκτώ κάνουν δεκάξι.
Όμως να το πουλί λύρα
καθώς περνά στον ουρανό
το παιδί το βλέπει
το παιδί το αφουγκράζεται
το παιδί το καλεί
Σώσε με
έλα να παίξουμε μαζί
πουλί!
Λοιπόν τότε κατεβαίνει το πουλί
και παίζει με το παιδί.
Λοιπόν τότε κατεβαίνει το πουλί
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα…
Ξανά! λέει ο δάσκαλος
και το παιδί παίζει
το πουλί παίζει μαζί…
Τέσσερα και τέσσερα οκτώ
οκτώ κι οκτώ κάνουν δεκάξι
και δεκαέξι και δεκάξι πόσο κάνει;
Δεν κάνει τίποτα δεκαέξι και δεκάξι
και ειδικά όχι τριανταδύο
όπως και νά ‘χουν
πάνε.
Και το παιδί κρατάει κρυμμένο το πουλί
μες στο θρανίο του
και τα παιδιά όλα
ακούνε το τραγούδι του
και τα παιδιά όλα
ακούν τη μουσική
και οκτώ κι οκτώ με τη σειρά τους πάνε
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
με τη σειρά τους δε νοιάζονται το σκάνε
και ένα κι ένα δεν κάνει ούτε μία ούτε δύο
ένα το ένα το σκάνε παρομοίως.
Και το πουλί λύρα ακόμα παίζει
και το παιδί ακόμα τραγουδά
και ο καθηγητής αγανακτεί:
Πότε πια θα χορτάσετε να κάνετε τον κλόουν
Μα όλα τ’ άλλα τα παιδιά
ακούν τη μουσική
και τα τείχη της τάξης
ήσυχα καταρρέουν.
Και γίνονται τα τζάμια πάλι άμμος,
το μπλε μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα έδρανα γίνονται πάλι δάσος
η κιμωλία ξαναγίνεται γκρεμός
η πένα φτερωτή γίνεται ένα πουλί.
[μετάφραση Μαρίας Θεοφιλάκου]