Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές

shadow

Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Ζήση Σαρίκα Ανθρώπινες σκιές, Δύο αφηγήματα  (εκδ. Πανοπτικόν).

«[…] Τη δεκαετία του εβδομήντα τα πράγματα άλλαξαν στην ειδυλλιακή, πρωτόγονη παρέα. Ήρθε το φως και το νερό, ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος, κι άρχισαν να χτίζονται παντού καινούργια σπίτια, ακόμα και συγκροτήματα. Το τοπίο πήρε να γίνεται αγνώριστο. Ωστόσο, ο ρυθμός της αλλαγής δεν ήταν ακόμη ραγδαίος, αυτό έγινε τις δυο επόμενες δεκαετίες. Η Μάγδα κατάφερε να αγοράσει ένα κτήμα κοντά στη θάλασσα και να χτίσει εκεί ένα μικρό εξοχικό. Η καθημερινότητα της οικογένειας στις διακοπές άλλαξε. Υπακούοντας στις επιταγές των καιρών, έβαλαν το κεφάλι τους στον τορβά και χρεώθηκαν ώς τα αφτιά για να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, ένα ακόμη σπίτι. Αντικατέστησαν την αμεριμνησία, την αληθινή ξεκούραση και αναψυχή των καλοκαιρινών διακοπών με μια διατεταγμένη, συμβατική καλοπέραση, που έκρυβε πίσω της πολλή έγνοια και λάτρα. Το σπίτι ήταν ένας καινούργιος και μεγάλος μπελάς, που οικειοθελώς είχαν φορτωθεί. Είχαν απεμπολήσει για πάντα τη δυνατότητα να τη βγάζουν πρόχειρα, φτηνά, εύθυμα, με ποικίλες παρέες, δίχως πρόγραμμα και δίχως σκοπιμότητες. Στα παλιά δωμάτια που νοίκιαζαν μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν όποτε ήθελαν, να μοιράζονται με τους άλλους ενοίκους πράγματα κι αισθήματα, δίχως να τους περνάει από το μυαλό τι ήταν οι άλλοι, φτωχοί ή πλούσιοι, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, και δίχως να τους τρώει το σαράκι να δείξουν τι ήταν οι ίδιοι. Η παλιά ζωή των διακοπών ήταν, έστω και για λίγες μέρες, απαλλαγμένοι από καταναγκασμούς και διακρίσεις, ήταν μια ταπεινή και φευγαλέα εικόνα μιας ιδεατής ισότητας, αλληλεγγύης και ευδιαθεσίας. Το ιδιόκτητο σπίτι ήταν δέσμευση. Εκείνοι όμως καμάρωναν γι’ αυτήν και κοίταζαν πώς θα την κάνουν σφιχτότερη. Το μόνο που τους έμενε τώρα ήταν να επιδεικνύονται, να ανταγωνίζονται τους γείτονες, ποιος θα έκανε καλύτερη και μεγαλύτερη σκεπή, πατζούρια, μπαξέ, γκαράζ για το αυτοκίνητο, ποιος θα έμπαινε στο μάτι των άλλων με το χρήμα και την αξιοσύνη του. Είχαν μεταφέρει τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό της πόλης στην εξοχή. Είχαν φράξει για πάντα τον μικρό κήπο μιας άλλης, πιο απλής, πιο ανέμελης, πιο ασκότιστης ζωής από εκείνη που έκαναν στο άστυ […]»

Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές. Δύο αφηγήματα, Εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ

Από Ομιλία του Θωμά Κοροβίνη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ζ. Σαρίκα (14-2-2013) στη Θεσ/νικη:
”Παρακολουθώντας την λογοτεχνική πορεία του Ζήση Σαρίκα από την αρχή, παίρνοντας υπ’ όψιν και τις δύο προηγούμενες συλλογές αφηγημάτων του, ”Ψίχουλα” και ”Μακριά απ’ τον κόσμο”, θα τον χαρακτήριζα ρεαλιστή συγγραφέα πρώτης γραμμής και παράλληλα μάστορα της νεοελληνικής γλώσσας…

Η σάτιρα του κοινωνικού περίγυρου, ο περιγελασμός του παράταιρου, του «δήθεν», του «χαβαλέ», του φτιαχτού, του ξιπασμένου, του ψευτονταήδικου, του αλλοπρόσαλλου, της κομπορρημοσύνης, της ανευθυνότητας, της τεμπελιάς, της καλοπέρασης σε βάρος των άλλων, της προδοσίας των ιδεών, της κουτοπονηριάς, της χωριατιάς, της ευκόλης σαχλαμάρας, είναι καυστικότατη, συχνά καταγγελτική.

 Ο μικρόκοσμος των ηρώων του Σαρίκα, όλων των ηρώων, πρωτευόντων, δευτερευόντων και κομπάρσων, διακρίνεται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που συνεκδοχικώς μπορούν να εννοηθούν ως συνήθη διακριτικά γνωρίσματα των μικροαστικών στρωμάτων της επαρχίας και του άστεως της δεκαετίας του’ 50, του’ 60 και του’ 70 : το ατομικό κουτσοβόλεμα με παράλληλο «ρίξιμο» των άλλων ως αυτοσκοπός, η κατασκόπευση της ζωής των διπλανών, το ακατάσχετο, εγκληματικό συχνά κουτσομπολιό, ο φραστικός πουριτανισμός που κρύβει ένα σωρό προσωπικά άπλυτα εκείνου που το εκφράζει, αρκετή μισανθρωπία συγκαλυμμένη κατά το ειωθός με συγκαταβατική, ανεκτική συμπεριφορά, που βγάζει όμως με την πρώτη ευκαιρία τα τιγρίσια νύχια της. Είναι αυτοί οι «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» του Κώστα Βάρναλη; Όχι, ακριβώς! Ο Σαρίκας φαίνεται να τους ρίχνει την μισή ευθύνη για την κοινωνική και πολιτική κατρακύλα. Ο μέσος νεοέλληνας οδηγείται στη ηθική παρακμή και στην εκμετάλλευση από πλευράς της εξουσίας με την εκούσια συμβολή του, σε σιωπηρή ή αγαστή συνεργασία με δικαστικούς υπαλλήλους, παπάδες, χωροφύλακες, ανθρώπους με έστω και μικρή τοπική ισχύ, οικονομική επιφάνεια ή κύρος, με στόχο το εύκολο κέρδος στη ζούλα, έστω και σε μικροκλίμακα. Δεν είναι αυτοί για τα μεγάλα κόλπα. Εκείνα τα έχει αναθέσει το σύστημα στους επί τούτου προπονημένους, πριμοδοτημένους μεγαλοαπατεώνες άλλης ταξικής και ιδεολογικής καταγωγής. Ο Σαρίκας, άλλοτε πλάγια και άλλοτε κατευθείαν, πολιτικολογεί όχι για να μας περάσει κάποιο μήνυμα, που προέρχεται από την βαθύχρονη και πολύμοχθη τριβή του με το πνεύμα των φιλοσόφων που έχει εμπεριστατωμένα μελετήσει αλλά με τον τρόπο που του δίδαξε η εμπειρία του από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις σχέσεις των απλών ανθρώπων με τον νόμο και την εξουσία. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε προσπαθεί να προσελκύσει τον αναγνώστη του στο ιδεολογικό του πιστεύω αλλά μας μεταδίδει την ακατάπαυστη αγωνία του να αποδώσει δικαιοσύνη στα πράγματα αποτιμώντας με ειλικρίνεια και καθαρό μυαλό τις αιτίες, τα συμβάντα, τα αποτελέσματα που συνθέτουν το κοινωνικό και σε βάθος το ιστορικό φάσμα του μεταπολεμικού μας κόσμου. Οι άνθρωποι ακυρωμένοι, διαψευσμένοι από τους ηγέτες τους, την ιδεολογία τους, τη μοίρα τους, τον εαυτό τους αποδεικνύουν καθημερινώς την αλήθεια τους μέσα από παραστατικά παραδείγματα”.

http://www.panopticon.gr/index.php/menu-logotexnia/9-cat-logotexnia/84-log-sarikas-skies

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *