Αποτελεί τιμή για μένα να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και προσοχής η δουλειά μου από μελετητές της αρχιτεκτονικής και μου δίνει χαρά η πρόσκληση να κάνω αυτή τη διάλεξη.[1] Στην πραγματικότητα είναι διπλή η χαρά καθώς μεγάλωσα σε μια Ευρωπαική πνευματική παράδοση με πολύ χαμηλό επιστημονικό κατώφλι, οπότε θεωρώ τον εαυτό μου όχι τόσο κοινωνιολόγο αλλά έναν γενικό κοινωνικό επιστήμονα που τυγχάνει να έχει προσληφθεί σε ένα Τμήμα Κοινωνιολογίας. Και θεωρώ ουσιαστικό συστατικό των επαγγελματικών μου καθηκόντων να απασχολούμαι με ζητήματα πέρα από τα όρια των επιστημών, καθώς και πέρα από το χάσμα μεταξύ φιλολογικών κι επαγγελματικών ενασχολήσεων. Επιπλέον, το θέμα της αστικής απομόνωσης είναι ένα θέμα που ταιριάζει πολύ μ’ αυτά τα είδη ανταλλαγών, από τις οποίες και οι ερευνητές και οι επαγγελματίες μπορούν να επωφεληθούν.
Προτείνω να σας προσφέρω κάποιο διανοητικό ερέθισμα κυκλώνοντας ένα ζήτημα στο οποίο έχω αφιερώσει πάνω από μια δεκαετία δουλειάς, και συγκεκριμένα, τις μεταβαλλόμενες μορφές αστικής περιθωριοποίησης στις εξελιγμένες κοινωνίες – αυτό που αποκαλώ αστική πόλωση από χαμηλά. Θα το κάνω αντλώντας υλικό από δυο πρόσφατα βιβλία μου. Το πρώτο, Απόβλητοι των πόλεων [Urban Outcasts], αναλύει τη μετάβαση του γκέτο των μαύρων Αμερικανών ύστερα από τις εξεγέρσεις του 1960 και τη συγκρίνει με την παρακμή της περιφέρειας των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης με σκοπό να συνθέσει τις δυναμικές και την εμπειρία της υποβάθμισης στην προχωρημένη κοινωνία. Το δεύτερο βιβλίο, Τιμωρώντας τους φτωχούς: Η Νεοφιλελεύθερη Κυβέρνηση της Κοινωνικής Ανασφάλειας[Punishing the Poor: The Neoliberal Government of Social Insecurity], ανιχνεύει την πολιτική της τιμωρίας, παντρεύοντας την κατασταλτική «αρχή της ανταποδοτικότητας της κοινωνικής πρόνοιας» και την εκτεταμένη «αρχή της φυλάκισης», που παρατάσσει το κράτος για να επιβάλει ανασφαλή εργασία και να χαλιναγωγήσει την αταξία που προκλήθηκε από την αιφνίδια κατάρρευση του μαύρου γκέτο στην πλευρά των ΗΠΑ και την σταδιακή αποσύνθεση των εδαφών της εργατικής τάξης στην Ευρωπαϊκή πλευρά και την αντικατάστασή τους από ένα νέο καθεστώς αστικής φτώχειας που αποκαλώ «προηγμένη περιθωριοποίηση».
Αυτά τα δυο βιβλία συνδέονται στενά.[2] Πρώτον, χρονολογικά και θεματικά (αποτελούν μια συνέχεια) και, δεύτερον, εννοιολογικά: και τα δυο διερευνούν τον χωρικό εγκλεισμό ή περιορισμό ως τεχνική για τη διαχείριση προβληματικών κατηγοριών ή εδαφών, το θέμα της διάλεξής μου. Θα το προσεγγίσω σκιαγραφώντας αρχικά ένα υποτυπώδες πλαίσιο αναλύοντας τη χρήση του χώρου σαν μέσο κοινωνικού κλεισίματος κι ελέγχου στην πόλη. Ύστερα θα εφαρμόσω αυτό το σχήμα για να παρουσιάσω μια συμπιεσμένη ανάλυση των αποκλινουσών τροχιών του γκέτο των μαύρων Αμερικανών των Ευρωπαϊκών δήμων της αστικής τάξης με αυτές τις τρεις χωρικά κλιτές έννοιες του γκέτο, υπεργκέτο και αντιγκέτο.
Στοιχεία της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης
Για να συνδέσω με την πράξη και την υπόθεση της αρχιτεκτονικής, επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω πρώτα ένα είδος αναλυτικής ιστορίας, μια ιστορία διαστάσεων και μηχανισμών που θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια ιδέα για τις μορφές αστικής ανισότητας και περιθωριοποίησης που αλλάζουν συνεχώς στην αυγή του αιώνα, και τι συνεπάγονται για το δομημένο περιβάλλον κι οπότε έμμεσα για τις επαγγελματικές σας ενασχολήσεις και στοχασμούς. Το βαθύτερο θεωρητικό αίνιγμα που δίνει ζωή στην εμπειρική ανάλυση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων περιθωριοποίησης που παρουσιάζονται στο Απόβλητοι των πόλεων και στο Τιμωρώντας τους φτωχούς είναι η ανάπτυξη του χώρου σαν παράγωγο και μέσο εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, γκέτο, υπεργκέτο και αντιγκέτο, καθώς και φυλακή, είναι τέσσερις από πολλούς σχηματισμούς μιας γενικής διαδικασίας που μπορούσε να αποκαλέσουμε κοινωνικοχωρική απομόνωση. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω πρώτα αυτή την αφηρημένη έννοια κι έπειτα να εντοπίσω την γκετοποίηση και τις σχετικές έννοιές της στο αναλυτικό πλέγμα στο οποίο αγκυροβολεί.
Κοινωνικοχωρική απομόνωση είναι η διαδικασία όπου ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες και δραστηριότητες «μαντρώνονται», εγκλωβίζονται κι απομονώνονται σε ένα κλεισμένο και περιορισμένο τεταρτημόριο φυσικού και κοινωνικού χώρου. Το αγγλικό ρήμα “to seclude” («απομονώνω») εμφανίστηκε το 1451, προέρχεται από το Λατινικό secludere, που σημαίνει αποκλείω, απομονώνω, φυλακίζω.[3] Η κοινωνικοχωρική απομόνωση δύναται να αφορά σε πληθυσμούς (π.χ. αστούς, μετανάστες, θρησκευτικές αιρέσεις), θεσμούς (όπως ιατρικές εγκαταστάσεις, λέσχες, sex shops), και δραστηριότητες (σχολική εκπαίδευση, διακίνηση ναρκωτικών, ή καύση απορριμμάτων), αλλά μπορεί και να προσδιοριστεί σύμφωνα με το περιβάλλον: η αγροτική κοινωνικοχωρική απομόνωση συμβαίνει στην εξοχή ενώ η αστική κοινωνικοχωρική απομόνωση λειτουργεί μέσα κι έξω από την πόλη – ένα περιβάλλον που εγώ θα χαρακτήριζα όχι τόσο από «το μέγεθος, πυκνότητα, και ανομοιογένεια», σε κλασικό ύφος της Σχολής του Σικάγο μαζί με τον Louis Wirth, όσο από τη χωρική συσσώρευση κι έντονη επισώρευση διάφορων μορφών κεφαλαίου (οικονομικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και συμβολικό) που το περιθάλπει μια διοικητική μηχανή – ακολουθώντας τα σχήματα των Pierre Bourdieu και Max Weber.
Σε καθένα από αυτά τα σκηνικά, μπορούμε να διανείμουμε μορφές κοινωνικοχωρικής απομόνωσης μαζί με δυο βασικές διαστάσεις. Η πρώτη είναι το επίπεδο στην κοινωνική ιεραρχία, είτε αυτή η ιεραρχία είναι βασισμένη στην τάξη (παραγωγική ικανότητα της αγοράς), εθνικότητα (τιμή), ή η κατάταξη σύμφωνα με το κύρος των τόπων – τυπικά αυτά συνδέονται στενά οπότε δεν αλλάζει θεμελιωδώς το συλλογισμό. Μπορούμε να χειριστούμε αυτή την ιεραρχία σαν ένα συνεχές ή, για χάρη της σαφήνειας, να την διχοτομήσουμε σε απομόνωση στην κορυφή κι απομόνωση στη βάση της κοινωνίας. Η δεύτερη διάσταση είναι αν η απομόνωση είναι επιλεκτική, απορρέει δηλαδή από την επιλογή και την επιθυμία να συμμετάσχει κανείς σ’ αυτήν ή να περιορίζεται η παρουσία κάποιου και οι περιπλανήσεις του σε μια συγκεκριμένη ζώνη, ή επιβεβλημένη, να έχει προέλθει από εξαναγκασμό, όπως όταν οι άνθρωποι υποχρεώνονται από εξωτερικές δυνάμεις να δίνουν λόγο για τις δραστηριότητές τους, να περιστείλουν τις κινήσεις τους,ή να περιορίζουν τη διαμονή τους σε συγκεκριμένη τοποθεσία. Στην πρώτη περίπτωση η κοινωνικοχωρική απομόνωση οδηγείται και παγιώνεται εξ αγχιστείας από μέσα, στη δεύτερη περίπτωση από εξωτερική εχθρότητα.
Μπορούμε να κατανείμουμε τις ιδανικες-τυπικές μορφές κοινωνικοχωρικής απομόνωσης στο δισδιάστατο διάστημα που ορίζεται από αυτούς τους δυο άξονες (βλ. εικόνα 1): Επιλεκτική έναντι της επιβεβλημένης, στην κορυφή ή στη βάση. Κοιτάζοντας στο πάνω δεξιά κομμάτι του τεταρτημορίου, στην πλευρά της επιλογής και ψηλά στον κοινωνικό και φυσικό χώρο, βρίσκετε αυτά τα άτομα που επιλέγουν την απομόνωση κι αναζητούν προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, που επιθυμούν να βρίσκονται ανάμεσα σε ομοίους τους ή να αποφύγουν πληθυσμούς που υποτιμούν και ανούσιες δραστηριότητες. Αυτή η αυτό-απομόνωση στην κορυφή που τροφοδοτείται από προσανατολισμό στην ομάδα εκπροσωπείται από θύλακες της ελίτ ή παραδοσιακά ανώτερης τάξης περιοχές στην πόλη (όπως αυτές που ανεγέρθηκαν και υποστηρίχθηκαν ένθερμα από την ανώτερη αριστοκρατική τάξη του Παρισιού, όπως περιγράφεται από τους Pinçon και Pinçon-Charlot) και, σε μια υπερβολική μορφή, από τις «φρουρούμενες κοινότητες» που έχουν εξαπλωθεί στην κορυφή της κοινωνικής κι εδαφικής ιεραρχίας τις τελευταίες δυο δεκαετίες (όπου η εκούσια απομόνωση συγκεκριμενοποιείται από ένα φυσικό σύνορο, ένα φράχτη με μια πύλη και φρουρούς που παρέχουν επιτήρηση και προστασία) για να προσφέρουν ένα καταφύγιο κοινωνικής ομοιογένειας, ασφάλεια από το έγκλημα, και τις ανέσεις του να είναι κανείς μέλος μιας προνομιούχας κοινότητας και τοποθεσίας.[4] Οπότε στην κορυφή βρίσκεις αυτές τις ευγενικές δραστηριότητες να ασκούνται από ισχυρά άτομα, προικισμένα με το υλικό και συμβολικό κεφάλαιο να αποκλείουν άλλους και να αυτό-απομονώνονται, ενώ στη βάση έχουν συσσωρευτεί μη ευγενείς δραστηριότητες και βασανισμένοι πληθυσμοί στερημένοι από οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, οι φτωχοί και ανυπόληπτοι.
Εικόνα 1
Οι δυο κύριες μορφές εθνοτήτων-φυλών που αναπτύσσονται για να επιτελέσουν κοινωνικοχωρική απομόνωση στη βάση της αστικής ιεραρχίας είναι το γκέτο και οι εθνικοί θύλακες, που δεν πρέπει να συγχέονται καθώς βρίσκονται στα δυο άκρα του συνεχούς του επιβολής/επιλογής κι εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες. Σ’ αυτή τη μελέτη «Ο Φόβος του αγγίγματος» στη Βενετία του δέκατου έκτου αιώνα που αναζητεί τα ίχνη της εφεύρεσης του πρώτου γκέτο στην ιστορία, ο Richard Sennett επινοεί μια όμορφη έκφραση που αιχμαλωτίζει το σκοπό της. Αποκαλεί το γκέτο ένα αστικό προφυλακτικό, γιατί ο σχεδιασμός του επέτρεπε τη διείσδυση των Εβραίων στην Χριστιανική πόλη (τους χρειάζονταν για να τους προμηθεύουν με μια γκάμα οικονομικών, εμπορικών και πολιτιστικών υπηρεσιών ζωτικών για την επιτυχία της αυλής) ενώ τους απομονώνει για να αποφύγει στενή επαφή μαζί τους (πίστευαν το Εβραϊκό σώμα πως είναι διεφθαρμένο και διαφθορέας, φορέας ασθενειών και ιεροσυλίας). Το γκέτο προέκυψε σαν κοινωνικοχωρικός μηχανισμός που επιτρέπει την από κοινού οικονομική εκμετάλλευση και τον κοινωνικό εξοστρακισμό αυτής της κατηγορίας αποβλήτων: Οι Εβραίοι κυκλοφορούσαν αβίαστα μέσα στην πόλη για να εκτελούν τα ουσιώδη οικονομικά τους καθήκοντα στη διάρκεια της ημέρας, αλλά με το που έπεφτε η νύχτα επέστρεφαν πίσω από τις κλειδωμένες πύλες της συνοικίας τους υπό την απειλή αυστηρής τιμωρίας. Όταν κυκλοφορούσαν έξω από τα τείχη του γκέτο τους, τους είχε ζητηθεί να φορούν ένα ειδικό ένδυμα (όπως ένα κίτρινο καπέλο ή ένα μυτερό σκούφο) οπότε να τους αναγνωρίζουν οι Χριστιανοί κι έτσι να τους αποφεύγουν. Ο ίδιος χωρικός μηχανισμός είχε ξανα-ανακαλυφθεί και αναπτυχθεί τέσσερις δεκαετίες αργότερα στις βορειοανατολικές και μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ όταν οι μαύροι του Νότου μετανάστευσαν στις εξαπλούμενες βιομηχανικές πόλεις που ήθελαν μεν το μόχθο τους αλλά δεν επιθυμούσαν να αναμειχθούν με τους λευκούς κατοίκους, μην τυχόν κι αυτό φέρει «κοινωνική ισότητα» μεταξύ των επονομαζόμενων φυλών και την κατακραυγή της «επιμειξίας».[5] Σ’ αυτή την περίπτωση, το χρώμα του δέρματος διαφήμιζε την ιδιότητα του να είναι κανείς μέλος μιας κατώτερης κατηγορίας που θα έπρεπε να αποφεύγει, και η αυστηρά οριοθετημένη Bronzeville εξυπηρετούσε και σαν εργατικό δυναμικό και σαν προφυλακτικό δοχείο μολυσματικών σωμάτων.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου, η Σχολή του Σικάγου, που εγκαινίασε την κοινωνιολογική μελέτη της πόλης στις ΗΠΑ, έκανε το θεμελιώδες σφάλμα να σωρεύσει τις οικιστικές και θεσμικές ομάδες που είχαν σχηματίσει πρόσφατα κύματα Ιρλανδών, Ιταλών, Πολωνών, και Γερμανών μεταναστών κάτω από την ασαφή σύλληψη του «γκέτο» που κάλυπτε τις συνοικίες των Εβραίων και την Black Belt (συνοικία των Μαύρων). Αυτό είναι που αποκαλώ το σφάλμα του Wirth, από τον Louis Wirth, έναν εκ των ιδρυτών της αστικής οικολογίας, για δυο λόγους. Πρώτον, όπως ο ίδιος ο Wirth, εν αγνοία του, αποδεικνύει στο κλασικό βιβλίο του Το Γκέτο, δεν υπήρξε ποτέ Εβραϊκό γκέτο στις ΗΠΑ, εκτός από αυτό που ήταν «στο μυαλό τους μάλλον», δηλαδή, ένα υποκειμενικό “we-feeling” και ένας πολιτισμικός προσανατολισμός – που είναι πολύ διαφορετικά από ένα συγκεκριμένο πια κοινωνικοχωρικό επινόημα. Δεύτερον και κυριότερον, αντίθετα με την Black Belt, την περιοχή αποκλειστικά των μαύρων στην οποία υποχρεούνταν να κατοικούν όλοι οι Αφροαμερικανοί ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης μέσω ενός συνδυασμού καταπίεσης, εκφοβισμού στους δρόμους, και συλλογικής βίας, αυτοί οι λευκοί εθνικοί θύλακες είχαν ανάμικτη σύνθεση, μετακινούνταν σε διαφορετικά μέρη, και περιείχαν μια μειονότητα μόνο των αντίστοιχων μεταναστευτικών πληθυσμών τους, που έμεναν εκεί κυρίως λόγω ταξικών φραγμών και πολιτισμικής έλξης.
Σε αρχιτεκτονικούς όρους, ο (λευκός) εθνικός θύλακας μπορεί να αναπαραστεί από μια γέφυρα, ενώ το (μαύρο) γκέτο θα μπορούσε να απεικονιστεί με ένα τείχος. Ο ένας είναι μηχανισμός ελαστικής και προσωρινής απομόνωσης μέσα σε μια πορώδη περίμετρο που λειτουργεί σαν θάλαμος εγκλιματισμού και ενδιάμεσος σταθμός προς την πολιτισμική αφομοίωση και την κοινωνικοχωρική ενσωμάτωση στην ευρύτερη κοινωνία. Το άλλο είναι ένα μέσο ανέλικτης και μόνιμης απομόνωσης μέσα σε ένα αδιάβροχο σάκο που εργάζεται προς την κατεύθυνση να απομονώσει και να διασπάσει τον πληθυσμό που προστατεύει στο διηνεκές (δηλαδή, μέχρι να διαλυθεί). Εν ολίγοις, ο εθνικός θύλακας και το γκέτο έχουν αποκλίνουσες δομές και εξυπηρετούν αντίθετες λειτουργίες∙ οπότε είναι θεμελιώδες κοινωνιολογικό σφάλμα να τα θεωρούμε το ίδιο. Αυτό είναι ένα λάθος που συνηθίζουν ακόμη να κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες – εξετάστε, για παράδειγμα, την ιστορική αναδρομή του Zeitz της «εθνικής Νέας Υόρκης» ύστερα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ένα σχετικό λάθος είναι αυτό που, αντικαθιστώντας την στέρηση εισοδήματος με εθνοφυλετικό κλείσιμο, συγχωνεύει το γκέτο σε «μια γειτονιά με ψηλή συγκέντρωση φτωχών ανθρώπων, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή» (σ. 3). Σύμφωνα μ’ αυτό διαστρεβλωμένο ορισμό, που έγινε δημοφιλής στην προσανατολισμένη στην πολιτική έρευνα για την αστική φτώχεια στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90, οι φτωχές αγροτικές επαρχίες και οι καταυλισμοί Ιθαγενών Αμερικανών είναι γιγαντιαία γκέτο, όπως θα ήταν και οι φτωχότερες συνοικίες μιας πόλης λευκών∙ αλλά το βενετσιάνικο gietto novo και η Bronzeville του Σικάγο στην ιστορική του κορύφωση δεν ήταν γκέτο! Αυτό αρκεί να δείξει την ασυναρτησία και την ασυμφωνία αυτού του στρεψόδικου ορισμού.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ γκέτο κι εθνικού θύλακα, είναι χρήσιμο να σχεδιάσουμε στο σχεδιάγραμμα των μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης στη βάση έναν τρίτο θεσμό αναγκαστικού περιορισμού: τη φυλακή. Η φυλακή χρησιμοποιεί το φυσικό περιορισμό των τοίχων και την εξουσία των φυλάκων για να διαχωρίζει τους κατάδικους, δηλαδή, μια κατηγορία ανυπόληπτων ατόμων, των οποίων τα δικαιώματα και οι επαφές με τους έξω ακρωτηριάζονται ως κύρωση για την παράβαση των κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς. Είναι ένα είδος δικαστικού γκέτο μέσα στη φυλακή όπου οι έγκλειστοι αναπτύσσουν μια δική τους παράλληλη κοινωνία και πολιτισμό ως απάντηση στην αναγκαστική απομόνωση και τις στερήσεις που προϋποθέτει.[6] Αντίστροφα, μπορούμε να σκεφτούμε το γκέτο σαν μια εθνοφυλετική φυλακή που θέτει σε περιορισμό έναν κακόφημο πληθυσμό σε μια ειδική περίμετρο στην οποία ο τελευταίος εξαναγκάζεται να αναπτύξει την μια ξεχωριστή σφαίρα ζωής αντιδρώντας στον χωρικό περιορισμό και τον κοινωνικό εξοστρακισμό. Μόλις συλλάβουμε την δομική και λειτουργική συγγένεια μεταξύ γκέτο και φυλακής (σημειώνεται με την εγγύτητά μεταξύ πάνω στο χάρτη μου των μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης), καταλαβαίνουμε γιατί η κατάρρευση του πρώτου ύστερα από τις εξεγέρσεις του ’60 οδήγησε στην ανάπτυξη του δεύτερου ως αντικατάστατου για να «μαντρώνεται» ένας πληθυσμός που θεωρείται άτιμος, στερημένος κι επικίνδυνος.[7]
Το γκέτο, εξ ορισμού, είναι ένα αστικό ζώο που προκύπτει στο πλαίσιο ενός πυκνού συνοικισμού που διψάει για την οικονομική αξία που παρέχει η στιγματισμένη κατηγορία – αλλιώς η τελευταία θα μπορούσε απλά να αποκλειστεί ή να εξοριστεί, όπως συνέβαινε περιοδικά με τους Εβραίους πριν από την έγερση των αστικών ηγεμονιών και στους μαύρους Αμερικανούς πριν την εκδήλωση του φορντισμού. Αν η διάλεξη Roth-Symonds ήταν μια σειρά από διαλέξεις κι όχι μόνο μια ομιλία, θα αφιέρωνα λίγες συνεδρίες για να αναλύσω τις μορφές του κοινωνικοχωρικού αποκλεισμού στο αγροτικό περιβάλλον, γιατί υπάρχουν επίσης πολλά που μπορούμε να μάθουμε από αυτή τη σύγκριση. Στην ύπαιθρο, ο σπουδαιότερος παράγοντας διαφοροποίησης των τύπων χωρικού εγκλεισμού είναι αν ο κατώτερος πληθυσμός πρέπει να κινηθεί για να προσφέρει εργασία ή να μετακινηθεί για να απελευθερώσει τη γη που καταλαμβάνει. Σε περιπτώσεις όπου η κυρίαρχη ομάδα δεν επιθυμεί, ή δεν μπορεί, να αποσπάσει εργασία από την υποδεέστερη ομάδα, αλλά προσπαθεί να οικειοποιηθεί το έδαφός της, όπως οι αποικιακές επιθέσεις σκόπευαν στην εποίκιση, συχνά γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης ενός καταυλισμού, δηλαδή μια έκταση οριοθετημένη και κρατημένη γι’ αυτούς, συνήθως ευρισκόμενη σε μια μακρινή και σε αγρανάπαυση περιοχή, κυβερνούμενη από ειδικούς νομικούς κι εθιμικούς κανόνες σχεδιασμένους να επανενώσουν και να ακινητοποιήσουν τον πληθυσμό αυτό. Αυτή είναι η ιστορία των Ιθαγενών της Αμερικής σ’ αυτή τη χώρα:
Εξ αιτίας μιας σειράς δημογραφικών, πολιτισμικών και πολιτικών λόγων, δεν θεωρούνταν κατάλληλη προσφορά εργασίας αλλά καταλάμβαναν πολύτιμη γη που ήταν απαραίτητη στο αποικιακό πρόγραμμα της αγροτικής ανάπτυξης. Έτσι ασκήθηκε η κοινωνικοχωρική απομόνωση για να τους μεταφέρουν σε περιορισμένες περιοχές και να εξουδετερώσουν τις απειλές που εκπροσωπούσαν.[8] Καθώς κινούμαστε προς τα δεξιά στον άξονα γη/εργασία, βρίσκουμε μια σειρά από ενδιάμεσους αστερισμούς που υψώνονται για να εξασφαλίσουν την εργατική δύναμη υποδεέστερων πληθυσμών ενώ ταυτόχρονα τους αποτρέπουν από το να έρθουν στην πόλη, γιατί η πλήρης αστικοποίηση θα αύξανε το κόστος της παραγωγής τους και επίσης θα γεννούσε πιέσεις προς την επιμειξία (που με τη σειρά της θα υπονόμευε την εθνοφυλετική καθαρότητα και ιεραρχία). Σε τέτοια σενάρια, έχεις ένα στρατόπεδο, το οποίο έχει δυο βασικούς τύπους: Το στρατόπεδο εργασίας για τους μετανάστες εργάτες (καθώς και τους ποινικούς κατάδικους και πολιτικούς κρατούμενους) και το στρατόπεδο προσφύγων για τους πολιτικούς εξόριστους.[9]
Εν ολίγοις, η αρετή του σχήματος που έχει σχεδιαστεί εδώ είναι πως μας επιτρέπει να ενώσουμε τις διάφορες μορφές του κοινωνικοχωρικού αποκλεισμού σε ένα αναλυτικό πλαίσιο και να τα θεωρητικοποιήσουμε ενιαία, αντί να τα χειριζόμαστε ξεχωριστά, σα να ανήκαν σε διαφορετικά πεδία (αγροτικές σπουδές, αστική κοινωνιολογία, εγκληματολογία και ανθρωπολογία των τάξεων και της εθνότητας) και υπηρετούσαν ξεχωριστές λογικές. Πολλά χάνονται από το συμβατικό κατακερματισμό της έρευνας στους τρόπους που ο χώρος αναπτύσσεται για να ορίσει και να περιορίσει κατηγορίες και δραστηριότητες. Ο φυσιολογικός αστικός κοινωνιολόγος δεν δίνει σημασία στις επαρχιακές κοινότητες από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες των πόλεων και χάνει την ανάλυση της απόστασης που διανύθηκε που κάποιος γνωρίζει μόνο ανιχνεύοντας παρόμοιες κοινωνικοχωρικές διαδικασίες συγκέντρωσης, αποχωρισμού και συνάντησης που λειτουργούν σε διάφορα περιβάλλοντα. Όμοια, φοιτητές από περιοχές ανώτερης τάξης και φρουρούμενες κοινότητες αγνοούν τα γκέτο και τις φυλακές∙ ερμηνεύουν το σχηματισμό των θυλάκων των προνομιούχων σα μια διαδικασία που γίνεται από μόνη της, που δε συνδέεται με τη μοίρα των άπορων και των ανυπόληπτων κατηγοριών των ανθρώπων που έχουν παγιδευτεί στον πυθμένα του κοινωνικού και φυσικού χώρου όταν στην πραγματικότητα συνδέονται ευθέως (η πτώση του μαύρου γκέτο, εξαπολύεται τότε η ανεξέλεγκτη φυλετική βία, και είναι μια έμμεση αιτία της ανάπτυξης της φρουρούμενης κοινότητας).[10] Οι μελετητές που ερευνούν τη μετανάστευση εστιάζουν στους εθνικούς θύλακες – στις ΗΠΑ, κι αυτό σημαίνει φοιτητές από Ευρωπαϊκά, Λατινοαμερικάνικα και Ασιατικά μεταναστευτικά ρεύματα – κι αφήνουν στους ιστορικούς της Αφροαμερικάνικης αστικοποίησης τη μελέτη του γκέτο (υπάρχουν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως η μελέτη των αντιτιθέμενων διαδρομών των μαύρων, Ιταλών και Πολωνών στο Πίτσμπουργκ στο πρώτο μισό του αιώνα από τον Bodnar κ.α. (1983) αλλά είναι λιγοστές και διάσπαρτες). Τέλος, οι εγκληματολόγοι και οι ποινικολόγοι που ερευνούν τη φυλάκιση ποτέ δεν συσχετίζουν τη μεταβαλλόμενη δομή και ρόλο της φυλακής στις εξωτερικές μορφές του αναγκαστικού χωρικού περιορισμού που επιβάλλεται στη βασική πελατεία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, ενώ οι κοινωνικοί επιστήμονες που μελετούν το γκέτο των μαύρων δεν διερευνούν τη φυλακή, αν και η διάλυση του πρώτου αποτελεί σημαντική αιτία πίσω από την εκρηκτική επέκταση του δεύτερου καθώς ενώθηκαν με μια τριπλή σχέση λειτουργικής υποκατάστασης, δομικής συνέχειας και πολιτισμικού συγκρητισμού.[11]
Η κατηγορία της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης μπορεί να εξυπηρετήσει όχι μόνο για να συγκρίνουμε και να αντιπαραβάλουμε τις εδαφικές εμπειρίες διαφορετικών πληθυσμών σε διαφορετικά επίπεδα στην κοινωνική δομή, αλλά επίσης να χαρτογραφήσουμε πως ο ίδιος πληθυσμός μπορεί να μαντρωθεί από ένα συνδυασμό εδαφικών επινοημάτων διαχρονικά. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να κολλήσει τη Νότια Αφρική σ’ αυτό το σχεδιάγραμμα και να συνδέσει όλη τη γκάμα των κοινωνικοχωρικών μορφών που εκσφενδονίστηκαν για να εδραιώσουν τη φυλετική κυριαρχία και την ταξική εκμετάλλευση στη διάρκεια της ζωής της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής. Στο αριστερό άκρο του φάσματος, θα έβρισκε κάποιος την θεσμοθέτηση των κτημάτων της αποικιοκρατίας υπό το καθεστώς του «απαρτχάιντ»(1910–1948) κι αργότερα τα μπαντουστάν, τα ανδρείκελα των μαύρων δημοκρατιών που εφηύραν οι λευκοί ηγέτες το 1958 για να «εξωτερικεύσουν» την ιθαγένεια των μαύρων. Προς τη μέση του σχεδιαγράμματος, θα εντοπίζατε τα ορυχεία, μια παραλλαγή του στρατοπέδου εργασίας που εξυπηρετούσε για να στρατολογούν και να καθορίζουν την εκ περιτροπής εργασία των μεταναστών προς όφελος των βιομηχανιών εξόρυξης στη διάρκεια και ύστερα από την «μεταλλευτική έκρηξη». Μαζί, κτήματα και στρατόπεδα εξόρυξης υποτίθεται ότι θα σταματούσαν την αστικοποίηση αλλά απέτυχαν, οπότε και οι μαύροι εγκαταστάθηκαν μαζικά μέσα σε πόλεις όπου αργότερα υποβιβάστηκαν σε κωμοπόλεις (η Νοτιοαφρικάνικη εκδοχή του γκέτο), στις οποίες σταδιακά συγκέντρωσαν τους πόρους για να προκαλέσουν και τελικά να ανατρέψουν τη λευκή εξουσία. Στο μεταξύ, στην κορυφή της οικονομικής, φυλετικής και αστικής δομής, οι θύλακες της ενισχυμένης ελίτ και οι διάφορες φρουρούμενες κοινότητες της ανώτερης τάξης ευημερούσαν, οι οποίες ήταν αποκλειστικά λευκές υπό το απαρτχάιντ, πριν γίνουν μερικώς μαύροι μετά το 1994.[12]
Η Νότια Αφρική είναι ένα ιδιαίτερα πλούσιο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να πραγματευτεί ζητήματα κοινωνικοχωρικής απομόνωσης γιατί είναι μια κοινωνία που έχει εξωθήσει την εδαφοποίηση της κυριαρχίας στα άκρα της.
Ειδικά στην εποχή του απαρτχάιντ, το κράτος δημιούργησε έναν ευρύ γραφειοκρατικό μηχανισμό και μια περίπλοκη ομάδα κανόνων σχεδιασμένων για να ενισχύσουν μια στενή αντιστοιχία μεταξύ συμβολικού χώρου (την άκαμπτη διαίρεση της κοινωνίας σε μια ιεραρχία αμοιβαία αποκλειόμενων επίσημων εθνοφυλετικών κατηγοριών), κοινωνικού χώρου (την κατανομή επαρκών πόρων σ’ αυτές τις κατηγορίες), και φυσικού χώρου (την αυταρχική διανομή πληθυσμών και σε πόλεις και σε αγροτικές περιοχές). Απ’ αυτή την άποψη, είναι το αντίθετο της Βραζιλίας, όπου η κηλίδωση χαρακτηρίζει και την εθνοφυλετική διαίρεση και την προβολή της στο χώρο. Αυτό επισημαίνει την ανάγκη για συγκριτικές σπουδές που διερευνούν ποιοι συνδυασμοί μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης αναπτύσσονται σε ποια είδη της κοινωνίας και γιατί.
Δομή, Λειτουργίες, και Μοίρα του Αμερικάνικου Γκέτο
Ας θεωρήσουμε τώρα το γκέτο έναν τύπο κοινωνικοχωρικής απομόνωσης και τη μοίρα του γκέτο των Μαύρων Αμερικανών ύστερα από την παρακμή του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων έναν ιστορικό γρίφο. Για να κατασκευαστεί ένα γκέτο απαιτείται να συγκεντρωθούν τέσσερα δομικά στοιχεία. Πρώτο είναι το στίγμα: ένα γκέτο εγείρεται στην πορεία της αντιμετώπισης ενός πληθυσμού που αμαυρώνεται, δηλαδή, που είναι μολυσμένος και μολυσματικός στα μάτια της κυρίαρχης κατηγορίας, τόσο που η άμεση επαφή μ’ αυτόν πρέπει να είναι περιορισμένη αν όχι απαγορευμένη. Για τους Εβραίους στα γκέτο της Αναγέννησιακής Ευρώπης, το στίγμα ήταν εθνοθρησκευτικό, συνδεδεμένο με της ευρέως διαδεδομένη Χριστιανική πεποίθηση ότι οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Χριστού, φορείς μεταδοτικών ασθενειών, και ξενιστές ανηθικότητας και αιρέσεων.23 Για τους Αφροαμερικανούς στη βιομηχανική μητρόπολη στην εποχή του φορντισμού μεταξύ 1910 και 1970, ήταν το μίασμα που συνδεόταν με τη δουλεία, και που εμπλουτιζόταν με καθημερινές, θρησκευτικές, και ψευδοεπιστημονικές δοξασίες για την υποτιθέμενη κατωτερότητα κι ακόμη και κτηνώδη φύση των μαύρων. Ο δεύτερος θεμέλιος λίθος του γκέτο είναι ο περιορισμός: έχουμε δει ότι οι πληθυσμοί μπορούν να γίνουν εδαφικά συγκεντρωμένοι όχι μόνο ως αποτέλεσμα εξωτερικής επιβολής αλλά επίσης λόγω συγγένειας, μέσω επιλεκτικής απομόνωσης βασισμένης στην τάξη, την κουλτούρα, ή τον τρόπο ζωής. Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτά τα δυο σενάρια. Για να επαναλάβω, στην Αμερική των αρχών του εικοστού αιώνα οι επονομαζόμενες λευκές εθνικότητες συναθροίζονταν χαλαρά και προσωρινά σε ανάμεικτους εθνικούς θύλακες (Μικρή Ιταλία, Μικρή Ιρλανδία, Γερμανόπολη, κλπ.) που είχαν προκύψει από έναν συνδυασμό της μεταναστευτικής εμπειρίας, της ταξικής θέσης, και της πολιτισμικής συμπάθειας∙ αλλά σαν ομάδες δεν είχαν ποτέ υποχρεωθεί να κατοικούν σ’ ένα σταθερό και κρατημένο γι’ αυτούς έδαφος όπου ζούσαν μόνο οι συμπατριώτες τους, όπως είχαν υποχρεωθεί οι Αφροαμερικανοί μετά τη δεκαετία το 1910.[13]
Το τρίτο συστατικό στοιχείο του γκέτο, είναι ακριβώς η εδαφική εκχώρηση: ένα γκέτο προκύπτει όταν ένας στιγματισμένος λαός έρχεται να ζήσει σε μια οριοθετημένη περιοχή η οποία του έχει εκχωρηθεί με τη βία και που με τη σειρά της είναι εκχωρημένη σ’ αυτόν, οπότε έχετε μια αμφίδρομη συνεκδοχή κατηγορίας κι εδάφους που οδηγεί σε εθνική ομοιογένεια και αποκλειστικότητα. Αυτό μας δείχνει το τέταρτο και τελευταίο συστατικό που σχηματίζει το γκέτο, και συγκεκριμένα, το θεσμικό παραλληλισμό. Καθώς ο στιγματισμένος πληθυσμός δέχεται πιέσεις να κατοικεί στην περιοχή που του έχει ανατεθεί, από την οποία δεν μπορεί να αποδράσει, αναπτύσσει ένα δίκτυο θεσμών που αντιγράφουν κι αντικαθιστούν τους θεσμούς της ευρύτερης κοινωνίας που τους έχει απορρίψει. Έτσι οι Εβραίοι στην πρώιμη σύγχρονη Ιταλία, όντας υποχρεωμένοι να ζουν σε μια κλειστή Εβραϊκή συνοικία (μέχρι τότε είχαν σε μεγάλο βαθμό επιλέξει να κατοικούν χωριστά) είχαν εκπονήσει μια πυκνή διάταξη πολιτισμικών, οικονομικών και φιλανθρωπικών οργανισμών καθώς και σφυρηλατήσει μια κοινή ταυτότητα παρακάμπτοντας τις κληρονομημένες διαφορές τους της εθνικότητας, γεωγραφίας και γλώσσας. Στην πραγματικότητα, το γκέτο είναι μια ανθεκτική κοινωνικοχωρική ασπίδα, ένας προστατευτικός θώρακας που δημιουργεί έναν ξεχωριστό βιόκοσμο (Lebenswelt) μέσα στον οποίο οι υποδεέστεροι μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα μακριά από την άμεση επαφή με τον κυρίαρχο. Έτσι από την άποψη των Εβραίων στην πρώιμη σύγχρονη Ευρωπαϊκή πόλη, από την άποψη των Αφροαμερικανών στη μητρόπολη του φορντισμού, το να είναι γκετοποιημένοι τους πρόσφερε μια ξεχωριστή και προστατευμένη δική τους σφαίρα που ελαχιστοποιούσε την πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση και τριβή με τον κυρίαρχο, και τους έδινε τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν οικονομικό κεφάλαιο, να εξελίσσουν διακριτά είδη πολιτισμικού κεφαλαίου και να σχηματίζουν το κοινωνικό κεφάλαιο που χρειαζόταν για να οργανώσουν και τελικά προκαλέσουν το στίγμα που έφεραν και τον αποκλεισμό που υπέφεραν. Η ισχύς του γκέτο ως ικριώματος κοινωνικής συνοχής και μηχανής πολιτισμικής παραγωγής επιτρέπει στους κατοίκους του να αντιστρέψουν το σθένος του αρνητικού συμβολικού κεφαλαίου που τους είχε καταλογιστεί συλλογικά – όπως εκδηλώθηκε με την επιδρομή του σλόγκαν “Black is Beautiful,”(το Μαύρο είναι Όμορφο) ταυτόχρονα με τα κύματα των εξεγέρσεων τη δεκαετία του ‘60 – και τελικά να επιτεθούν στο ίδιο το κοινωνικοχωρικό επινόημα που τους ορίζει και τους περιορίζει.
Σε ένα βιβλίο μου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς στα Αγγλικά με τον τίτλο The Two Faces of the Ghetto – Τα δυο Πρόσωπα του Γκέτο (το οποίο όσοι από εσάς ξέρετε άπταιστα Γερμανικά μπορείτε να διαβάσετε με τον πιο υποβλητικό τίτλο Das Janusgesich des Ghettos), κάνω την παρατήρηση ότι τα γκέτο έχουν αντιμετωπιστεί μέσα από ένα στενό ηθικό πρίσμα συνοψισμένο από την λανθασμένα αυτονόητη εξίσωση: μελετώ την φυλετική κυριαρχία = είμαι ενάντια στο ρατσισμό = τα αντικείμενα που μελετώ είναι καταδικαστέα.29 Σαν τύποι φυλετικής κυριαρχίας, τα γκέτο προσβάλλουν τις ηθικές ευαισθησίες μας στο μέτρο που παραβιάζουν τις ιερές και όσιες αρχές της ατομικής ισότητας κι αξιοπρέπειας για όλους. Σαν αποτέλεσμα, απεικονίζονται επίμονα σαν ειδεχθείς συναστερισμοί με αρνητικό νόημα που θέλεις να καταδικάσεις, να εμποδίσεις να συμβεί, ή να εργαστείς για να το υπονομεύσεις. Αλλά το γενναιόδωρο ηθικό αίσθημα που τροφοδοτεί αυτή την αγανάκτηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην κοινωνιολογική ανάλυση. (Αυτή είναι μια ιδιαίτερη εφαρμογή της γενικής αρχής του κοινωνικού επιστημονικού συλλογισμού που ο μέντορας και φίλος μου Pierre Bourdieu αγαπούσε να τονίζει: «Τα καλά αισθήματα κάνουν κακή κοινωνιολογία.»)
Η κατηγορούσα προσέγγιση (prosecutorial approach) που έχει κοινώς υιοθετηθεί από κοινωνικούς αναλυτές τους έχει εμποδίσει από το να αναγνωρίσουν πως ένα γκέτο είναι ένα διπρόσωπο επινόημα: είναι δια μιας και αδιάσπαστα ένα εργαλείο υποταγής και αγωγός προστασίας, ενότητας και συνοχής. Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για τα κρυμμένα και ενάντια στο ένστικτο οφέλη της γκετοποίησης, που προσφέρει στην κατώτερη εθνοφυλετική κατηγορία ένα όχημα για αυτό-οργάνωση και κινητοποίηση κι έτσι τους επιτρέπει να μοχλεύσουν τη «δύναμή τους από κάτω». Γι’ αυτό τα γκέτο είναι δομικά ασταθείς σχηματισμοί που έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής (έξω από βασισμένους στο κράτος κοινωνικούς σχηματισμούς): φυτεύουν και μεγαλώνουν τους σπόρους της ίδιας τους της καταστροφής ενδυναμώνοντας τους υποδεέστερους και ποντίζοντας άγκυρες σε προεξέχοντα και ξεκάθαρα εθνοφυλετικά σύνορα μπορούν να γίνουν στόχος επίθεσης – ενώ άλλοι σχηματισμοί εθνοφυλετικής κυριαρχίας, όπως θολές διακρίσεις και ο διασπασμένος διαχωρισμός του είδους που έζησαν οι μετααποικιακοί μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη ή οι Βραζιλιάνοι με το σκούρο δέρμα, για παράδειγμα, το κάνουν ακόμη πιο δύσκολο για έναν στιγματισμένο και φτωχό λαό να ενωθεί σαν ομάδα και να προκαλέσει την περιθωριοποίησή του.
Τι συνέβη στο γκέτο των μαύρων Αμερικάνων ύστερα από τις ταραχές της δεκαετίας του ’60; Αν κατανοήσετε ότι ένα γκέτο δεν είναι απλά ένα απομονωμένο μέρος, μια περιοχή με ερειπωμένα σπίτια και κοινωνική εγκατάλειψη, μια «κακόφημη» γειτονιά που περιέχει όλων των ειδών τις κοινωνικές παθολογίες, και μεταξύ αυτών τη φαυλότητα και τη βία (τι μπορεί να γίνει αφού καταρρεύσει)∙ αν κατανοείτε πως είναι ένα ιδιόμορφο κοινωνικοχωρικό επινόημα στοχευμένο προς την επίτευξη της οικονομικής εκμετάλλευσης και του κοινωνικού εξοστρακισμού, τότε μπορείτε να ανιχνεύσετε τα αίτια της βάναυσης κατάρρευσης του “Bronzeville” της Αμερικής ύστερα από την κορύφωση του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Το γκέτο διαλύθηκε και καταπλακώθηκε από τα ερείπιά του, όπως φάνηκε, υπό την πίεση τριών συγκλινουσών δυνάμεων. Η πρώτη είναι οικονομική: είναι η στροφή από την βιομηχανική οικονομία του Φορντ, αγκιστρωμένη από την εργοστασιακή παραγωγή τοποθετημένη μέσα στην πόλη και που απαιτούσε πλήθη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, σε μια αποκέντρωση βασισμένη στις υπηρεσίες οικονομία στην οποία ο αυτοματισμός, η παγκόσμια μετεγκατάσταση, και η ανανεωμένη μετανάστευση των κατώτερων τάξεων κατέστησε του μαύρους εργάτες περιττούς. Ο δεύτερος παράγοντας είναι δημογραφικός και πολιτικός: είναι αυτό που αποκαλώ η μεγάλη μετανάστευση των λευκών. Οι ιστορικοί έχουν γράψει σπουδαία βιβλία για τη μεγάλη μετανάστευση των μαύρων από το Νότο προς την πόλη του Βορρά μεταξύ των δυο Παγκοσμίων πολέμων,[14]αλλά ακόμη περιμένουμε έναν κατανοητό απολογισμό της μαζικής λευκής φυγής προς τα προάστια σαν αντίδραση στη μαύρη είσοδο και της εκκωφαντικής επίδρασης της στην Αμερικάνικη κοινωνία, πολιτισμό και πολιτική.[15]
Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, οι λευκοί έφυγαν κατά εκατομμύρια για να αναδημιουργήσουν στα προάστια την κοινωνική και χωρική απόσταση από τους μαύρους του νότου που συρρέουν στη μητρόπολη. Αυτή η τεράστια μετακίνηση πληθυσμού μετέθεσε το εκλογικό κέντρο βάρους της χώρας από τις κεντρικές πόλεις στα προάστια, μειώνοντας έτσι την πολιτική απήχηση ενός πληθυσμού που ζούσε μέσα στην πόλη κι είχε ήδη περιθωριοποιηθεί στην οικονομική σφαίρα. Επίσης προξένησε τη δημοσιονομική κρίση των πόλεων τη δεκαετία του ’70 που χρησιμοποίησαν οι πολιτικές ελίτ σαν πρόσχημα για να συρρικνώσουν τα προγράμματα για τους φτωχούς και να επαναπροσανατολίσουν την αστική πολιτική προς την πρόβλεψη εταιρικών υπηρεσιών και ανέσεις για τη μεσαία τάξη. Η τρίτη δύναμη που διέλυσε το γκέτο είναι η επιτυχημένη μαύρη κινητοποίηση εναντίον της λευκής κυριαρχίας, με το μορφή του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων και το ριζοσπαστικό παρακλάδι του, το Κίνημα της Μαύρης Δύναμης, στράφηκαν στην μετωπική πρόκληση της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης και της οικονομικής ανισότητας στη μητρόπολη.
Αυτοί οι τρεις παράγοντες συνέκλιναν στην κατάρρευση του γκέτο, που έδωσε τη θέση του σ’ έναν δυαδικό συναστερισμό συντεθιμένο από το υπεργκέτο και τις δορυφορικές μαύρες γειτονιές της μεσαίας τάξης.
Η μαζική φυγή των λευκών στα προάστια δημιούργησε τις κενές θέσεις που έδωσαν τη δυνατότητα στην Αφροαμερικάνικη μεσαία τάξη να μεταναστεύσει, να αναπτυχθεί εκεί, απομονωμένες περιοχές γειτονικές στο ιστορικό γκέτο, ξεχωριστά από τους λευκούς αλλά κι από τη μαύρη κατώτερη τάξη που είχε παγιδευτεί στη Bronzeville που κατέρρεε.
Έτσι η δεκαετία του ‘70 εισήγαγε μια διπλή διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης και χωρικού διαχωρισμού του μαύρου πληθυσμού, με τρόπο που η κοινωνικοχωρική απομόνωση των Αφροαμερικανών στην πόλη συνεχίστηκε, αλλά μέσω ενός διχαλωτού επινοήματος που εξέφραζε δυο ξεχωριστά αστικά δοχεία: το υπεργκέτο, για τις επισφαλείς φατρίες της εργατικής τάξης και απομονωμένες φυσικά και κοινωνικά γειτονιές διαχωρισμένες από το υπεργκέτο, για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις.
Τρεις ιδιότητες διαχωρίζουν το γκέτο του τέλους του αιώνα από το κοινό γκέτο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’10, άνθισε γύρω στο ’50, και κατέρρευσε στα τέλη του ’60. Πρώτον, το υπεργκέτο στερείται οικονομικής λειτουργίας επειδή η εργατική δύναμη που περιέχει έχει καταστεί υπεράριθμη. Δεύτερον, ο οικονομικός πλεονασμός έχει οδηγήσει σε κοινωνική από-διαφοροποίηση και σε εξανέμιση της μαύρης μεγαλοαστικής τάξης, τόσο που το υπεργκέτο είναι διπλά διαχωρισμένο σε φυλή και τάξη. Τρίτον και αναμενόμενο, έχει απογυμνωθεί από το σύνολο των εσωτερικών θεσμών που προστάτευαν από την κυριαρχία και παρέχουν το πλαίσιο της καθημερινής ζωής. Οι κοινωνικοί θεσμοί του ιστορικού Bronzeville έχουν αντικατασταθεί από τις γραφειοκρατίες κοινωνικού ελέγχου του κράτους: η πρόνοια μετατράπηκε σε ανταποδοτικότητα, τα δημόσια σχολεία υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, κι επιθετική αστυνομία, ποινικά δικαστήρια, κι ένα αδιάκριτο σύστημα φυλακών και οι προεκτάσεις του, δηλαδή οι πράκτορες που επιτηρούσαν τους υπό όρους αποφυλακισμένους.32 Εν ολίγοις, το υπεργκέτο είναι ένα κοινωνικοχωρικό επινόημα στραμμένο προς το γυμνό αποκλεισμό που διασπά τη μαύρη κοινότητα σε κοινωνικές τάξεις και δεν προσφέρει καμία από τις συλλογικές προστασίες και παράπλευρα οφέλη της γκετοποίησης.
Ευρωπαϊκή απομόνωση: Από τις γειτονιές της εργατικής τάξης στο αντιγκέτο
Ας διασχίσουμε τώρα τον Ατλαντικό για να ανιχνεύσουμε την πορεία της παρακμάζουσας περιφέρειας της Δυτικοευρωπαϊκής πόλης μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Για να ξεκινήσουμε, αυτά τα εδάφη της εργατικής τάξης έχουν κοινώς απεικονιστεί – και υποτιμητικά χαρακτηριστεί- ως «γκέτο μεταναστών» στη διαμάχη μεταξύ μέσων και πολιτικής, όταν στην πραγματικότητα ήταν ανάμεικτες περιοχές και ως προς το επάγγελμα και ως προς την εθνικότητα.[16] Εκτός από μερικές τοπικές εξαιρέσεις, τα banlieues της Γαλλικής κατώτερης τάξης περιέχουν πληθυσμούς που είναι στην πλειοψηφία τους Γάλλοι και μίγματα κατοίκων που προέρχονται από μια έως δώδεκα ντουζίνες εθνικοτήτων. Ιστορικά, έχουν στηριχτεί στην εργασία σε εργοστάσια και χαρακτηριστεί από τη σφιχτή ενσωμάτωση της μισθωτής εργασίας, των δημοτικών υπηρεσιών, της εργατικής γειτονιάς και της οικογενειακής ζωής. Αυτή η στενή εφαρμογή όμως μεταξύ εργοστασίου, τοπικής εξουσίας, και κοινότητας διαλύθηκε υπό την πίεση της αποβιομηχανοποίησης και μαζικής ανεργίας, της παγκοσμιοποίησης της εκπαίδευσης ως τρόπου πρόσβασης σε πολύτιμες κοινωνικές θέσεις, και αλλαγές στις κρατικές πολιτικές.
Θα εστιάσω στην κρατική πολιτική σε σχέση με τη στέγαση χαμηλών εισοδημάτων, μιας και αυτό είναι ένα ζήτημα που ενδιαφέρει τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους. Για το θέσουμε σχηματικά, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης έχουν κάνει μεταστροφή από την χρηματοδότηση κατασκευής κοινωνικής στέγασης για την εργατική τάξη στη χορήγηση επιδοτήσεων για ατομικά νοικοκυριά για να τους βοηθήσουν να κινηθούν προς την αγορά των ιδιωτικών κατοικιών. Αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα σε οικογένειες της κατώτερης και μεσαίας τάξης να φύγουν από μεγάλα συγκροτήματα του δημόσιου τομέα και να κινηθούν σε ατομικά σπίτια σε ιδιωτικές εκτάσεις. Η προσφορά αυτών των υλικά σταθερών νοικοκυριών άφησε πίσω στις εργατικές κατοικίες μόνο οικογένειες τα εργατικής τάξης, ακριβώς όταν εκείνες υπονομεύονταν από μια δραματική αύξηση της ανεργίας και μια αμείλικτη εξάπλωση της αβέβαιης εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η φυσική φθορά, η οικονομική εξαθλίωση και η δημόσια δυσφήμιση της αστικής περιφέρειας που τώρα γίνεται παγκοσμίως αντιληπτή σαν τα κολαστήρια των πόλεων στα οποία μόνο οι απόβλητοι της κοινωνίας θα ανέχονταν να ζήσουν.
Τίθεται τότε το ερώτημα: μήπως αυτά τα εξαθλιωμένα και στιγματισμένα εδάφη της εργατικής τάξης εξελίσσονται έτσι που να γίνονται γκέτο ή σαν γκέτο; Έχοντας σφυρηλατήσει μια ενδελεχή περιγραφή του τι είναι γκέτο, μπορούμε να παράσχουμε μια ενδελεχή απάντηση. Αν δεν είχαμε ξεκαθαρίσει εννοιολογικά τι εννοούμε με τον όρο, η ερώτηση θα ήταν είτε κενή νοήματος ή ανεπίλυτη. Ανάλογα, αν επιμείνετε στην αδιαμόρφωτη ακόμη παραδοσιακή έννοια που κυριαρχεί σαν ρεύμα στην καθημερινή ζωή, στα μέσα, και σε μεγάλους τομείς της έρευνας, στην θολή και μονίμως μεταστρεφόμενη συνηθισμένη σύλληψη του γκέτο σαν μια «κακή γειτονιά», ή μια απομονωμένη, φτωχή, βίαιη, ή ερειπωμένη περιοχή στην οποία θα προτιμούσατε να μην πάτε ή να ζήσετε, τότε μπορείτε να βρείτε γκέτο σχεδόν παντού. Και τα γκέτο εξαφανίζονται τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται, εξαρτώμενα από ένα πλήθος συγκυριακών παραγόντων όπως τις τάσεις του εγκλήματος και τα ποσοστά ανεργίας! Τότε όμως, αν δεχτούμε οποιονδήποτε από αυτούς τους ορισμούς, οι δυο περιπτώσεις – κανόνες του γκέτο, τα gietto της Βενετίας, της Φλωρεντίας, ή της Ρώμης του δέκατου έκτου αιώνα και οι Bronzeville που άνθισαν στα μέσα του εικοστού αιώνα στο Σικάγο, το Ντητρόιτ, ή τη Νέα Υόρκη δεν ήταν γκέτο! Έχει λοιπόν η περιφέρεια της εργατικής τάξης των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης κυλήσει προς την κατεύθυνση των γκέτο; Η απάντησή μου σ΄ αυτή των ερώτηση είναι σταθερά και απερίφραστα αρνητική. Θα σας κατευθύνω στο Απόβλητοι των Πόλεων για τις εμπειρικές λεπτομέρειες. Εδώ θέλω να τονίσω τέσσερις τάσεις που δείχνουν πως οι κακόφημες περιοχές της Ευρωπαϊκής μητρόπολης έχουν ταξιδέψει προς την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε μπορούμε να πούμε ότι μετατρέπονται σε αντιγκέτο – αν θέλουμε να κρατήσουμε αυτή τη γλώσσα, την οποία δε θεωρώ ούτε εύστοχη ούτε χρήσιμη.
Πρώτον, γκετοποίηση σημαίνει ότι τα μέλη μιας περιορισμένης κατηγορίας αναγκάζονται να ζήσουν σε ένα ξεχωριστό χώρο κρατημένο γι’ αυτούς, που μηχανικά μεταφράζεται στην αύξηση της εθνικής ομοιογένειας. Όμως οι παρακμιακές περιοχές της Κόκκινης Ζώνης του Παρισιού και τα συγγενή banlieues της Γαλλίας έχουν γίνει λιγότερο ομοιογενή ως προς αυτό στις τελευταίες δυο δεκαετίες. Όταν έκανα έρευνα πεδίου στην πόλη La Courneuve το 1991, κοντά στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle, ο πληθυσμός που κατοικούσε σ’ αυτό το κακόφημο συγκρότημα κατοικιών των Les Quatre mille προερχόταν από εικοσιέξι εθνικότητες. Όταν επέστρεψα σ’ αυτή την πόλη για να συζητήσω για το βιβλίο μου με τοπικούς ακτιβιστές το 2006, ανακάλυψα ότι το συγκρότημα τώρα φιλοξενούσε γύρω στις 62 εθνικότητες.
Ένας δεύτερος δείκτης γκετοποίησης είναι η αυξανόμενη οργανωτική πυκνότητα: μια στιγματισμένη κατηγορία τοποθετημένη σε έναν κρατημένο γι’ αυτήν θύλακα θα τον γεμίσει με δικούς της θεσμούς, όπως έχει καταγραφεί στην ανάπτυξη κι αυξημένη διαφοροποίηση άτυπων και επίσημων οργανισμών. Αλλά τα εδάφη της εργατικής τάξης σ’ όλη τη Δυτική Ευρώπη, από τις κεντρικές περιοχές της Βρετανίας στο Γερμανικό Ruhr και στα quartieri degradati των πόλεων της βόρειας Ιταλίας, έχουν γίνει μάρτυρες του τελείως αντίθετου: της παρακμής και του θανάτου των τοπικών οργανισμών, ειδικά εκείνων που προσφέρουν αρωγή στη βιομηχανική εργατική τάξη και στη σφαίρα της εργασίας και σ’ αυτή της γειτονίας. Περισσότερο συχνά, οι σύλλογοι παρόντες σ’ αυτές τις περιοχές είναι άμεσα ή έμμεσα παρακλάδια του κράτους, και συγκεκριμένα, δημόσιες γραφειοκρατίες και κοινοτικές αντιπροσωπείες που στηρίζονται στο χρήμα του κράτους.
Τρίτον, νωρίτερα τόνισα ότι το γκέτο είναι μια μηχανή πολιτισμικής συγχώνευσης που τρέφει την ανάδυση ενός κοινού ιδιώματος ταυτοποίησης και διεκδίκησης δικαιωμάτων που περικλείει τα διάφορα συστατικά στοιχεία του στιγματισμένου πληθυσμού. Έτσι η γκετοποίηση διέβρωσε τη διάκριση μεταξύ των Ασκενάζι και των Σεφαραδιτών στην περίπτωση των Εβραίων, και παρόμοια λείανε τις διαφορές μεταξύ Νέγρων και μιγάδων που είχαν τη φιλοδοξία να αναγνωριστούν σαν ξεχωριστή κατηγορία μέχρι τη δεκαετία του ’20 στην περίπτωση των Αφροαμερικανών. Και πάλι, τα παρηκμασμένα εδάφη της εργατικής τάξης της Δυτικής Ευρώπης αποκλίνουν από αυτό το σχήμα μέσα στην αξιοθρήνητη αποτυχία τους να εξασφαλίσουν μια ενοποιημένη ταυτότητα για τους κατοίκους τους. Εδώ και τριάντα χρόνια, πολιτικοί και δημοσιογράφοι έχουν ανακοινώσει ότι το «γκέτο» έχει φτάσει στη Γαλλία κι έχουν καταγγείλει, με τρομαχτικούς όρους, την υποτιθέμενη «Αμερικανοποίηση» της πόλης, στην πραγματικότητα όμως οι κάτοικοι των banlieues παραμένουν βαθιά διχασμένοι ως προς την τάξη, την εθνικότητα, την εθνότητα (μέσα στην εθνικότητα), την ηλικία, και τη γενιά. Ένα παράδειγμα: στην La Courneuve, πριν από τρεις δεκαετίες στους ενοικιαστές του Les Quatre mille παραχωρήθηκε η ελεύθερη χρήση ενός οικοπέδου της πόλης για να χτίσουν ένα τζαμί. Όμως οι διάφοροι πληθυσμοί που εξασκούν την Ισλαμική πίστη – Μαροκινοί, Αλγερινοί, Τυνήσιοι, Τούρκοι, λιγοστοί Κινέζοι, κι αυξανόμενοι αριθμοί μεταναστών από την Ανατολική Αφρική – έχουν αποδειχτεί ανίκανοι να έλθουν στην ελάχιστη συμφωνία να ξεκινήσει το έργο, εφόσον ο καθένας επιθυμεί να λειτουργεί τον δικό του ξεχωριστό τόπο λατρείας. Ο φόβος πως το Ισλάμ θα μπορούσε να προβάλει μια κοινή κοσμοθεωρία κι ένα ιδίωμα ικανό να ενοποιήσει μετααποικιακούς μετανάστες στα Γαλλικά banlieues, στα Βρετανικά “sink estates,” (εργατικές κατοικίες), στο Γερμανικό Problemquartier, κλπ., έχει αποδειχτεί αβάσιμος. Ο μόνος συμβολικός δείκτης που μοιράζονται οι κάτοικοι των Γαλλικών banlieues είναι το στίγμα ότι κατοικούν σε μια περιοχή εγκατάλειψης.
Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό του γκέτο είναι ότι τα όριά του είναι αδιαπέραστα, καθώς στοχεύει στον περιορισμό όλων των μελών της στοχοθετημένης κατηγορίας, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους και την κοινωνική θέση. Τα Εβραϊκά γκέτο της προεπαναστατικής Ευρώπης, σαν αυτά της Φρανκφούρτης και της Πράγας, είχαν πλούσιους και φτωχούς Εβραίους μαζί∙ το Bronzeville του Σικάγο είχε κλειδωμένες μέσα στην περίμετρό του όλες τις τάξεις των μαύρων, από τους άπορους μέχρι τους εύπορους, τους εγκληματίες και τους ευυπόληπτους, ακόμη κι ενώ αυτοί συνέρεαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στη Μαύρη Ζώνη. Όχι και τόσο στην Ευρωπαϊκή αστική περιφέρεια, όπου οι οικογένειες των μετααποικιακών μεταναστών που ανεβαίνουν στην κοινωνική κλίμακα – μέσα από τα σχολεία, ήσσονος σημασίας επιχειρηματικότητα, έμμισθη απασχόληση (συχνά στο δημόσιο τομέα), ή γάμους – άμεσα μετακομίζουν έξω από τις φτωχογειτονιές τους. Και, όπως με τους Λατινόφωνους και τις αποκαλούμενες Ευρωπαϊκές εθνικές μειονότητες, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα οδηγεί σε χωρική διασπορά και κοινωνική ενσωμάτωση. Οι Αλγερινοί κυριαρχούσαν κάποτε στο βόρειο Les Quatre mille, τη συστάδα του συγκροτήματος στη La Courneuve όπου έκανα παρατηρήσεις το 1991∙ είκοσι χρόνια αργότερα, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από αυτό το συγκρότημα (για να αντικατασταθούν από οικογένειες Ανατολικοαφρικάνικης και Ασιατικής προέλευσης). Εκείνοι και τα παιδιά τους έχουν μεταναστεύσει σε παρόμοια συγκροτήματα στην Κόκκινη Ζώνη του Παρισιού ή ανέβηκαν στην κοινωνική δομή και διασκορπίστηκαν στον αστικό χώρο, αφού αναμείχθηκαν με «λευκές» Γαλλικές οικογένειες παρόμοιας κοινωνικής τάξης. Υπάρχει μια ευμεγέθης ψευδο-αστική και αστική τάξη Βοριεοαφρικανικής προέλευσης στη Γαλλία – που μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως beurgeoisie (αστική τάξη προερχόμενη από Αραβικές χώρες)– αλλά δεν υπάρχουν πουθενά αναγνωρίσιμες περιοχές της μεσαίας τάξης των beur Βορειοαφρικανών.[17]
Εν ολίγοις, οι φθίνουσες περιοχές της κατώτερης τάξης της Ευρωπαϊκής μητρόπολης γίνονται όλο και πιο εθνικά ετερογενείς και λιγότερο πυκνές οργανωτικά∙ τα όρια τους είναι πορώδη κι απέτυχαν να σφυρηλατήσουν μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Κι από τις τέσσερις απόψεις, υπακούν σε μια κοινωνικοχωρική δυναμική ακριβώς αντίθετη από αυτή που παράγει ένα γκέτο. Γι’ αυτό τα αποκαλώ αντιγκέτο, μέσω της πρόκλησης που θέλω να απευθύνω στους θιασώτες της μοδάτης θέσης της «Αμερικανοποίησης» της Ευρωπαϊκής πόλης. Ύστερα από προσεκτική εξέταση, η γλώσσα της γκετοποίησης αποδεικνύεται θεμελιωδώς ακατάλληλη για να περιγράψει την αστική απομόνωση στη Δυτική Ευρώπη στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα.
Συμπέρασμα
Επιτρέψτε μου τώρα, σαν συμπέρασμα, να έρθω στο τελευταίο στοιχείο στην εξίσωση της αστικής απομόνωσης. Για να κατανοήσουμε τη λογική υποβαθμισμού στην Αμερικάνικη και Ευρωπαϊκή μητρόπολη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κριτήρια βάσει των οποίων πληθυσμοί διαχωρίζονται και σπρώχνονται στον πυθμένα του συστήματος διαστρωμάτωσης των χώρων που συνθέτουν την πόλη. Στις ΗΠΑ, ο εξορισμός σε γκέτο καθορίζεται από την εθνικότητα – δηλαδή, από αυτή την αλλόκοτη παραλλαγή της απαρνημένης εθνικότητας που κοινώς αποκαλούμε «φυλή» – και μεταγενέστερα μεταβλήθηκε σε τάξη (με την ανάδειξη του ντουέτου που σχηματίστηκε από το υπεργκέτο και το δορυφόρο της διαχωρισμένης μαύρης μεσαίας τάξης), και ευδιάκριτα εντάθηκε από το κράτος μέσω των οικονομικών, προνοιακών, εκπαιδευτικών, στεγαστικών και υγειονομικών πολιτικών του, όλες εκ των οποίων εργάζονται προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης των ανισοτήτων στην πόλη και της κατοχύρωσης της φτώχειας. Μπορούμε να αθροίσουμε αυτή τη δυναμική με τον αλγεβρικό τύπο: (E > Τ) x Κ που σημαίνει «η κοινωνικοχωρική απομόνωση καθορίζεται από έναν συνδυασμό όπου η εθνικότητα υπερτερεί της τάξης και πολλαπλασιάζεται από το κράτος». Αντίθετα, στη Δυτική Ευρώπη, η τάξη προηγείται της εθνικότητας στον καθορισμό του υποβιβασμού, και η περιθωριοποίηση είναι προστατεύεται σθεναρά κι εν μέρει μετριάζεται από το κράτος, μέσω ενός συνδυασμού καθολικής κοινωνικής προστασίας και στοχευμένων παρεμβάσεων που σκοπό έχουν να ελέγξουν την αστική μετάβαση, δίνοντας μας τον αλγεβρικό τύπο: (Τ > E) χ Κ.
Αυτό διευκρινίζει την πρώτη λέξη στον τίτλο της διάλεξής μου: «Σχεδιάζοντας την αστική απομόνωση στον εικοστό πρώτο αιώνα». Και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, αποδεικνύεται τελικά ότι ο μεγάλος αρχιτέκτονας της αστικής περιθωριοποίησης, λόγω παράλειψης ή ανάθεσης, είναι το κράτος. Το κράτος είναι ο παράγοντας που θέτει τις παραμέτρους σύμφωνα με τις οποίες η κατανομή των ανθρώπων, πηγών, και δραστηριοτήτων επιτελείται κατά μήκος του ανά δυο χώρου που περιγράφεται στο σχεδιάγραμμα της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης. Μέσα από τα διάφορα προγράμματά του, από την πολεοδομία, τους δημοσιονομικούς κανονισμούς, τη δημοσιονομική πολιτική, και τις επενδύσεις υποδομής, μέχρι την εδαφικά διαφοροποιημένη πρόβλεψη για ουσιαστικά δημόσια αγαθά όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία, η πρόνοια, και η αστυνόμευση, το κράτος καθορίζει την έκταση της απόστασης μεταξύ της κορυφής και της βάσης της τάξης μέσα στην πόλη∙ τα οχήματα, τους δρόμους, και την ευκολία με την οποία αυτή η απόσταση μπορεί να διανυθεί∙ Και ποια είδη κοινωνικοχωρικής απομόνωσης βγάζουν ρίζες κι αναπτύσσονται (αν οι στερημένες και κακόφημες κατηγορίες θα μαντρωθούν σ’ ένα γκέτο, έναν εθνικό θύλακα, ή σε μια φτωχογειτονιά∙ πόσο μεγάλο είναι το σύστημα των φυλακών πόσο κλειστές κι απομονωμένες είναι οι περιοχές της ανώτερης τάξης, κλπ.). Μέσα από τη δομή και τις πολιτικές τους, μοτίβα δράσεων και μη, ο Λεβιάθαν καθορίζει την έκταση, εξάπλωση, και ένταση της περιθωριοποίησης στην πόλη. Αυτό υπονοεί ότι, στο βαθμό που συνεργάζονται για να διαμορφώσουν το δομημένο περιβάλλον, οι πολεοδόμοι και οι αρχιτέκτονες μετέχουν στην παραγωγή του χώρου της κοινωνικοχωρικής υποβάθμισης. Και θα εμπλακούν ακόμη περισσότερο στο σχεδιασμό της αστικής απομόνωσης καθώς οι προηγμένες κοινωνίες όλο και πιο πολύ στηρίζονται σε χωρικές «λύσεις» για κακοφορμισμένα κοινωνικά προβλήματα στη διττή μητρόπολη.[18]
Σημειώσεις
[1] Αυτή είναι μια συνοπτική κι αναθεωρημένη εκδοχή της έκτης διάλεξης Roth-Symonds και της εναρκτήριας ομιλίας στο Συμπόσιο για τους Χωρικούς Αναλφαβητισμούς, που ανακοινώθηκε στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Yale στις 27 Μαρτίου, 2009. Έχω αποκόψει πολλά διαφωτιστικά παραδείγματα και αναλυτικές παρεκβάσεις, αλλά διατήρησα την προφορική μορφή της ομιλίας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Iben Falconer και Όλγα Παντελίδου που ευγενικά στάθηκαν σαν οδηγοί μου στο σύντομο ταξίδι μου στη γη της αρχιτεκτονικής του Yale, και τον Jack Brough για την υπομονετική του βοήθεια στην προετοιμασία αυτού του κειμένου, και τους Megan Comfort και Zach Levenson για καθυστερημένα αλλά οξύνοα σχόλια που βοήθησαν στη διευκρίνισή του.
[2] Για μια συζήτηση για το πρακτικό υπόβαθρο και τους θεωρητικούς στόχους αυτών των δυο βιβλίων, δείτε την ανακεφαλαίωση των αναλυτικών διασυνδέσεων τους στο Loïc Wacquant , “The Body, the Ghetto and the Penal State,” Qualitative Sociology 32, νο. 1 (Μάρτιος 2009): 101–29.
[3] Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης (δεύτερη έκδοση, 1989) αποδίδει έξι έννοιες στο ρήμα “to seclude”∙ οι δυο πρώτες εξυπηρετούν πολύ καλά το σκοπό μου: «Κλείνω εκτός, εγκλείω ή περιορίζω έτσι ώστε να αποτρέψω την πρόσβαση ή την επιρροή από έξω. Επίσης, εγκλείω ή περιορίζω (ένα υλικό αντικείμενο) σε ένα ξεχωριστό μέρος»∙ «Με μια ευρύτερη έννοια: Αποσύρω ή προφυλάσσω από τη δημόσια θέα∙ υπαναχωρώ από ευκαιρίες κοινωνικής συναναστροφής». Η σημασιολογική ευρύτητα του όρου εκτείνεται μέχρι την περίληψη των εννοιών του εξοστρακισμού και της απέλασης. Στα μεσαιωνικά μεσαία Αγγλικά, το ρήμα to seclude επίσης σήμαινε αποστερώ δικαιώματος, αποκλείω κάποιον από ένα προνόμιο ή την αξιοπρέπειά του.
[4] Edward J. Blakely και Mary Gail Snyder, Fortress America: Gated Communities in the United States (Washington, DC: Brookings Institution, 1999); Rowland Atkinson and Sarah Blandy, επ.,Gated Communities: International Perspectives (New York: Routledge, 2006).
[5] Allan H. Spear, Black Chicago: The Making of a Negro Ghetto, 1890–1920 (Chicago: University of Chicago Press, 1968); Gilbert Osofsky, Harlem: The Making of a Ghetto — Negro New York, 1890–1930, 2η έκδοση. (New York: Harper and Row, 1971); Kimberley L. Phillips, Alabama North: African-American Migrants, Community, and Working-Class Activism in Cleveland, 1915–1945(Urbana: University of Illinois Press, 1999).
[6] Η αναλογία υψώνεται στο επίπεδο της ομολογίας όταν κάποιος θυμάται ότι η φυλακή επινοήθηκε στο τέλος του δέκατου έκτου αιώνα όχι σαν μηχανισμός που τιμωρεί το έγκλημα αλλά σαν εργαλείο χαλιναγώγησης του αστικού περιθωρίου και για να ενσταλάξουν την ηθική της εργασίας στους «γεροδεμένους ζητιάνους» που απειλούσαν τη δημόσια τάξη και τις εργασιακές σχέσεις στην αναδυόμενη καπιταλιστική πόλη. Βλ. Pieter Spierenburg, The Prison Experience: Disciplinary Institutions and their Inmates in Early Modern Europe (New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1991).
[7] Loïc Wacquant , “Deadly Symbiosis: When Ghetto and Prison Meet and Mesh,” Punishment & Society 3, . 1 (Φθινόπωρο 2001): 95–133; Wacquant, Punishing the Poor, κεφάλαιο 6.
[8] Stephen Cornell, The Return of the Native: American Indian Political Resurgence (Oxford: Oxford University Press, 1988). Αυτή είναι επίσης η περίπτωση των ιθαγενών Κανάκ στη Νέα Καληδονία, ένα νησί του Νότιου Ειρηνικού που αποτέλεσε Γαλλική Αποικία κι όπου πραγματοποίησα τις πρώτες κοινωνιολογικές μου έρευνες στη δεκαετία του ’80, που αποτελεί τη μοναδική περίπτωση στην πρώην Γαλλική Αυτοκρατορία η οποία ανέπτυξε ένα διπλό σύστημα δικαίου και ιδιοκτησίας που υλοποιήθηκε με κτήματα/καταυλισμούς που υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Βλ. Claude Liauzu, επ., Dictionnaire de la colonisation française (Paris: Larousse, 2007).
[9] Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορούμε να μάθουμε γι’ αυτό το μέτωπο από τις προκλητικές έρευνες του ανθρωπολόγου Michel Agier που έχει ακολουθήσει τις δυναμικές της περιθωριοποίησης μελετώντας την «καταστροφή» της πόλης σε περιπτώσεις που κυμαίνονται από περιοχές κατώτερης τάξης σε παρακμή μέχρι τα γκέτο και τα στρατόπεδα προσφύγων απ’ όλο τον κόσμο και ατόμων που έχουν εκτοπισθεί σε τρεις ηπείρους. Βλ. Michel Agier, L’Invention de la ville: Banlieues, townships, invasions et favelas (Paris: Archives Contemporaines, 1999); Agier, Gérer les indésirables: Des camps de réfugiés au gouvernement humanitaire (Paris: Flammarion, 2008).
[10] Επιπλέον, οι περισσότερες μελέτες των κοινοτήτων των πυλών έχουν εκπονηθεί από πολεοδόμους κι ανθρωπολόγους, δυο επιστημονικοί κλάδοι των οποίων οι μεθοδολογικές τάσεις τους αναγκάζουν να απομονώνουν τα αντικείμενα τους από τις μεγαλοδομές τις εξουσίας.
[11] Wacquant, “Deadly Symbiosis.”
[12] Martin J. Murray, Taming the Disorderly City: The Spatial Landscape of Johannesburg After Apartheid (Ithaca: Cornell University Press, 2008); A.J. Christopher, The Atlas of Changing South Africa (New York: Routledge, 2001).
[13] Thomas Lee Philpott, The Slum and the Ghetto: Immigrants, Blacks, and Reformers in Chicago, 1880–1930 (New York: Oxford University Press, 1978); Stanley Lieberson, A Piece of the Pie: Blacks and White Immigrants Since 1880 (Berkeley: University of California Press, 1980).
[14] Βλ., για παράδειγμα, Joe William Trotter, Jr., επ., The Great Migration in Historical Perspective: New Dimensions of Race, Class, and Gender (Bloomington: Indiana University Press, 1991); Alferdteen Harrison, επ., Black Exodus: The Great Migration from the American South(Indianola, MI: University Press of Mississippi, 1992); James N. Gregory, The Southern Diaspora: How the Great Migrations of Black and White Southerners Transformed America (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2007).
[15] Βασικά συστατικά των συντηρητικών πολιτικών μετά τη δεκαετία του ’70 και στα προάστια και στην πόλη, όπως η εξέγερση κατά της φορολογίας, η ώθηση προς την ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, και η ζήτηση για σχολικά κουπόνια, καθιερώθηκαν μέσα στο χωνευτήρι της «λευκής φυγής» ως μια απόπειρα ενός ισχυρού κοινωνικοχωρικού κινήματος για να αντεπιτεθούν και να αντιστρέψουν ακόμη τις κατακτήσεις του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Βλ. Kevin M. Kruse,White Flight: Atlanta and the Making of Modern Conservatism (Princeton: Princeton University Press, 2007).
[16] Βλ. Jean-Marc Stébé, La Crise des banlieues: Sociologie des quartiers sensibles, 3η έκδοση (Paris: Presses Universitaires de France, 2007) για τη Γαλλία, και Sako Musterd, Alan Murie, και Christian Kesteloot, επ., Neighbourhoods of Poverty: Urban Social Exclusion and Integration in Comparison (London: Palgrave Macmillan, 2006), για την Ευρώπη γενικότερα.
[17] Catherine Wihtol de Wenden and Rémy Leveau, La Beurgeoisie (Paris: CNRS Editions, 2007). Παραγόμενος από την αντιστροφή της λέξης arabe στην αργκό, ο όρος beur χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ζωή και στη δημόσια συζήτηση για να προσδιορίσει του Γάλλους Μαροκινής καταγωγής (αν και πολλοί από αυτούς τον βρίσκουν προσβλητικό και τον απορρίπτουν).
[18] Για ένα διαφωτιστικό παράδειγμα, διαβάστε τον απολογισμό του Fairbanks του έργου της ανεπίσημης οικονομίας ανόρθωσης σπιτιών για ναρκομανείς κι αλκοολικούς μέσα στην καρδιά της πόλης της Φιλαδέλφεια σαν ένας «νέος τρόπος περιορισμού που αναμιγνύει κι αναταράσσει τους άπορους σε περιοχές εδαφικά συγκεντρωμένης φτώχειας» στην μεταπρονοιακή εποχή της νεοφιλελεύθερης μετάβασης. Robert P. Fairbanks, How It Works: Recovering Citizens in Post-Welfare Philadelphia (Chicago: University of Chicago Press, 2009), 268.