της Μαριάννας Χούσου
Σε καιρούς κρίσης σαν την δική μας, μακροχρόνιας, κοινωνικής, ανθρωπολογικής και οικονομικής, τα γεγονότα, μέσα από τον διαθλαστικό καθρέφτη του θεάματος, γίνονται “δράμα”, εικόνα, “ποστ” για να καταλήξουν σε σύντομο, ακόμη και για τα δικά μας ανθρώπινα μέτρα, χρονικό διάστημα στο σωρό της υπερπληροφόρησης. Η βία κατά των γυναικών, δεν είναι καινούριο φαινόμενο, έχει ιστορία χρόνων. Δεν είναι επίσης ασύνηθες φαινόμενο. Αντίθετα οι στατιστικές είναι αμείλικτες, ακόμη και για τον “πολιτισμένο” δυτικό μας κόσμο. Η ελληνική κοινωνία, κλειστή και συντηρητική, στην πλειοψηφία της αδιάφορη για τα ζητήματα του φεμινισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας, συνήθισε να αποδέχεται αυτού του τύπου την βία ως “φυσική”, και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να την αποσιωπά και να την αποκρύπτει.
Η πλειοψηφία των πολιτών, αδύναμη να σκεφτεί και να εμβαθύνει, αρκετά τρομαγμένη για να αμφισβητήσει, συνηθίζει την βία, από όπου και αν προέρχεται. Έτσι, με εξαίρεση ορισμένες και μόνο περιπτώσεις, των οποίων οι ιδιαιτερότητές τους και ίσως η αγριότητα τους προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, στην πλειοψηφία τους αγνοούνται ή περνάνε στα ψιλά της ενημέρωσης. Άλλωστε, και όταν δημοσιοποιούνται, η συζήτηση ποτέ ή σε ελάχιστες περιπτώσεις δεν στρέφεται γύρω από το γεγονός καθεαυτό και την κουλτούρα η οποία το συντηρεί και το αναπαράγει. Στόχος σε καμία περίπτωση δεν είναι να αναλυθεί το φαινόμενο, αλλά να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της τηλεθέασης, η οποία διαπνεόμενη από τον πατριαρχικό λόγο θα συγκινήσει, θα τρομάξει και εν τέλει θα εξαγνίσει. Πολλές φορές μάλιστα, και αυτό το είδαμε πρόσφατα, η υπεράσπιση ή η κακοποίηση του γυναικείου σώματος, γίνεται με όρους “ανδρικής τιμής”, με την έννοια ότι ο άνδρας οφείλει ως άνδρας να υπερασπίζεται το σώμα της αδερφής/συζύγου/ερωμένης όταν νιώθει ότι κάποιος άλλος “άνδρας” το απειλεί. Η γυναίκα, ως μη κάτοχος του σώματός της (το οποίο δεν μπορεί να υπερασπιστεί και το οποίο ούτως ή άλλως προορίζεται για την ικανοποίηση του άνδρα) είναι το θύμα.
Όσον αφορά την πολιτική αντιμετώπιση των περιπτώσεων, (πέρα από τον χυδαίο λαϊκισμό των ρατσιστικών/ομοφοβικών/μισάνθρωπων ομάδων τις οποίες δεν αξίζει καν να αναφέρουμε), ακόμη και στον ονομαζόμενο προοδευτικό χώρο, αυτού του τύπου τα ζητήματα, πάντα αντιμετωπίζονται ως δευτερεύοντα, και κινητοποιήσεις όπως αυτή ενάντια στην διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών ή ενάντια στις επιθέσεις στα lgbt άτομα βρίσκουν λίγους υποστηρικτές.
Όμως οι ελληνίδες και οι μετανάστριες γυναίκες αυτού του τόπου ξέρουν πολύ καλά ποια είναι η έκταση και η ένταση αυτών των φαινομένων. Τα σεξιστικά σχόλια, η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο, στην δουλειά, στο σπίτι είναι κομμάτι της καθημερινότητας τους, ενώ ο φόβος διαπερνά πολλές από τις κινήσεις τους. Η βία, μέσα και έξω από το σπίτι είναι για τις περισσότερες από αυτές οικεία και όλες έχουν μια ιστορία να διηγηθούν. Η νύχτα είναι για τις γυναίκες ακόμη απρόσιτη και φαντάζει απειλητική. Ωστόσο αυτή, η κοινή γνώση, δεν έχει μετουσιωθεί σε κοινή δράση, περά από λίγες περιπτώσεις.. Η απουσία πιθανότατα ενός ισχυρού και οργανωμένου φεμινιστικού κινήματος ως εμπειρία και η αδυναμία κατανόησης του ότι η συλλογική και οργανωμένη δράση μπορεί να καταπολεμήσει την βία κατά των γυναικών, δεν δίνουν περιθώρια για κάτι τέτοιο.
Μία από αυτές τις πρωτοβουλίες, και με το σύνθημα Σπάμε την Σιωπή, η πρωτοβουλία ενάντια στην ομοφοβία Ξάνθης, κάλεσε σε πορεία και εκδήλωση το Σάββατο 9 Μάρτη. Την πορεία στήριξαν και συμμετείχαν γυναικείες οργανώσεις και πολιτικές συλλογικότητες από όλη την Ελλάδα πραγματοποιώντας στην Ξάνθη μια μεγάλη, για τα δεδομένα της πόλης διαδήλωση. H διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν έως και 1000 άτομα, και η κατάμεστη αίθουσα του πολυτεχνείου στην συζήτηση το απόγευμα, κατάφεραν, έστω και για λίγο, να σπάσουν την γενικευμένη “μη ορατότητα” της βίας κατά των γυναικών. Η τοπική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη κοινωνία, θεώρησε πιθανότατα ότι έκανε το χρέος της, αφού δαιμονοποίησε και “απέβαλλε” το τέρας. Έγινε όμως γνωστό και ακούστηκε δυνατά, ότι η κουλτούρα του βιασμού και γενικότερα της βίας κατά των γυναικών, είναι βαθιά ριζωμένη στις μικρές και πιο μεγάλες πόλεις μας, και δεν “ξορκίζεται” με γιουχαΐσματα. Χρειάζεται ένας βαθύτερος, ριζικός μετασχηματισμός, ο οποίος θα αποβάλλει πατριαρχικές, ομοφοβικές μισογύνικες και ρατσιστικές λογικές και θα μας δώσει πίσω τις νύχτες μας.
Αναδημοσίευση από: http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/03/9.html