Στρατής Τσίρκας, Ισπανικό Ορατόριο

tsirkas1

ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ

1939

 

Μια μέρα ήρθαν και μου ‘παν:

– Τι χάνεις τον καιρό σου με θέματα επίκαιρα; Ο Ισπανικός αγώνας είναι ένα «επεισόδιο». Θα περάσει και θα ξεχαστεί. Μαζί του θα σβήσουν κι οι στίχοι σου. Γιατί δεν τραγουδάς καλύτερα κάτι για τις Αθάνατες Αλήθειες και την Αιώνια Ομορφιά;

Κι απάντησα:

Ηλίθιοι!…

Σα να μην ξέρετε

πως η Αιώνια Ομορφιά,

ολόγυμνη,

άδραξε το ντουφέκι, βγήκε στα βουνά

και πολεμάει.

Το ζαχαρένιο της γόνι

ολόγυμνο λιώνει

στις λάσπες των χαρακωμάτων

και το λευκό της στήθος

ολόγυμνο φουρτούνιασε καθώς τα στέρνα

των κάτασπρων φαριών της Αποκάλυψης.

Σαν να μη βλέπετε την Ισπανία

που σαν ζυλβερνική βολίδα

εβγήκε από την τροχιά της γης

και με τ’ αβυσσαλέο της στόμα,

τη φλεγόμενη κόμη της,

τα ματωμένα της πέλματα

και τις δρωμένες της μασχάλες

στριφογυρίζει στο διάστημα

κραυγάζοντας.

Σα να μην ξέρετε πως ίσαμε

σε στάχτες κι αστέρια διάττοντα

να σκορπίσει ο πλανήτης τούτος,

την ψυχή και την σάρκα μας

κρυφό θα τις τρώει μαράζι,

για όσα δεν έγιναν,

για όσα δεν ακούστηκαν

για την Μαδρίτη

την ώρα που έπρεπε.

Τόσες κραυγές και κατάρες και τόσες

μανάδες τρελές κι αξεδίψαστες κόρες

και χέρια κομμένα και μάτια περίτρομα

στους αμείλιχτους καρφωμένα ουρανούς,

πικράναν το ψωμί που τρώμε

θολώσαν το νερό που πίνουμε

και σπάσαν το λαγήνι των ονείρων μας.

***

Αύγουστος του Τριανταέξι. Χαράματα.

Κάποιον ανήφορο ανεβαίνω.

Στην ούγια του ένα δέντρο φορτωμένο

με κόκκινα λουλούδια, σαν κραυγές.

Ο ουρανός τόσο κοντά και πίσω

μαντεύω τη θάλασσα μας’ ακρογιάλι.

Στην αμμουδιά του ένα κορίτσι περιμένει…

Κείνο το ίδιο πρωινό

πέντε χιλιάδες μιναδόροι του Οβιέντο

ξεκινούν πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα

να διαφεντέψουν τη Μαδρίτη.

Παράτησαν μας λύκους τα παιδιά και τα σπίτια μας

για την Καρδιά του Κόσμου.

Κι έτσι πέντε χιλιάδες μιναδόροι

περιπλανώμενοι στα μονοπάτια μας Καστίλλιας

μπήκαν ομαδικά

                      στην λεωφόρο μας Ιστορίας.

Εκείνο το κορίτσι στ’ ακρογυάλι;

Είναι η γυναίκα μου.

Θέλω να πω: η ζωή μας

είναι σημαδεμένη τώρα με σινιάλα

σαν εφιαλτική κι ατέλειωτη λεωφόρο.

Ιρούν, Τολέντο, Μάλαγκα, Αλμερία,

Μπανταχόθ, Μπιλμπάο, Γκιχόν,

Βαρκελώνη, Χερόνα, Φιγκουέρας,

Μαδρίτη, Μαδρίτη, Μαδρίτη…

Ανάμεσα μας μπλέχτηκε

σαν το φτενό στημόνι μας αράχνης

ο δακρυσμένος μας έρωτας.

Τα χρόνια θα περάσουν, θα λέμε:

Τη μέρα του ξολοθρεμού μας Γκουέρνικας

στεφανωθήκαμε.

Κι ο νους μας θα πηγαίνει

όχι στα λεμονάνθια και το ρύζι

αλλά στα πτώματα.

***

Επίσημο ανακοινωθέν:

Μέτωπο Ρίο Γκανταρράμα

Ο Αντόνιο Κολ, ένας ναύτης –

(Συνδικαλιστική Διεθνής Εργατών Θαλάσσης,

ψηλά το κεφάλι: «ένας ναύτης…»)

ολομόναχος

ζωσμένος με τα εκκωφαντικά μπράτσα

λίγων πακέτων δυναμίτη –

(Χαρά στην αφροδίσια ζώνη του,

χαρά στην ορμή των νεφρών του) –

τίναξε δώδεκα τανκς

πριν σκοτωθεί.

Τέτοια λουλούδια εκρηχτικά,

τέτοια βεγγαλικά τριαντάφυλλα,

τελείες και κόμματα στις γραμμές

της νέας Κοσμογονίας που γράφεται

σαβανώνουν

τη σκοτεινόχρωμη πουκαμισοφορούσαν ύδρα.

***

Σε μια ταβέρνα καταλανική .

Χορεύουν.

Με το μοναδικό του χέρι

σφίγγει τη μέση της γυναίκας. Χαμογελά.

Κι εκείνη καμαρώνει τη στολή, τ’ άδειο μανίκι.

Ρωτά. Κι η απάντηση,

μια λέξη,

λιτή, σκληρή, κι ακατάλυτη σαν Πυραμίδα:

Τερουέλ!

***

Μαδρίτη. Γεύμα επίσημο.

Τρακόσιοι καλεσμένοι. Αντιπρόσωποι

της Διεθνούς Εργατικής Βοήθειας

τρώνε:

                                     Φακή

                                     Ελιές

                                     και Ψωμί.

Κάτι δε λείπει;

«Στα όργια των έρυθρων…»

κάτι δε λείπει;

Μα ήρθε κι αυτό

από την οροφή.

Πρέπει να δείτε τις φωτογραφίες…

Πλάι στ’ ανέγγιχτα πιάτα, στα τραπεζομάντιλα

και καταγής

και καταγής

κάτι λεκέδες σκοτεινοί…

– Το κρασί που τους έλειπε!

Σκεπάζω τα μάτια μου.

Θυμάμαι το βιβλικό εκείνο:

«Σίτον, οίνον και έλαιον».

Κύριε, Κύριε του ελέους και των οικτιρμών,

Εσύ που ξεδίψασες τους μεθυσμένους του Κανά,

πως ήταν δυνατό ν’ αφήσεις αγλύκαντα

τα πιο καλά παιδιά της Οικουμένης;

«Ουρανόθεν επέμπετο – υπό μορφήν οβίδος»

ευλογημένης από τον Πάπα και τους παπάδες του.

***

Ελάτε το λοιπόν κάτι να πούμε

Για τις Αθάνατες Αλήθειες και την Αιώνια Ομορφιά.

                       «Η εκστατική μελαγχολία

                       μετουσιώνει την ανάμνηση

                       των ριγηλών ερώτων…»

ή αν θέτε:

                      «Κείνο το θάμα τ’ απονύχτερο

                       με τ’ ολοστρόγγυλο φεγγάρι

                      πάνω απ’ τ’ ακύμαντα νερά…»

Με μια πλατιά χειρονομία μουντζώνω

την «ποίηση», το ρυθμό και τους νόμους της.

Αφήστε με! Αφήστε τη φωνή μου

γιομάτη πένθος, φλόγα και χολή

να τραγουδήσει όπως μπορεί,

να τραγουδήσει τους χαιρετισμούς της.

Χαίρε, ω χαίρε Μαδρίτη αλύγιστη

στων εχθρών και στων φίλων τα στίφη.

Το αίμα σου,

Θρεμμένο από το λίβα των μαυριτανικών ερήμων

και τη δροσιά των νερών που κλυδώνισαν

καραβέλες αλήτισσες, δεν το ρούφηξαν

των τηλεβόλων τα χαίνοντα στόματα,

με τα κομψά πορτοφόλια

του Παρισιού και του Σίτυ.

Χαίρε, ω χαίρε Μαδρίτη, τάφε του μίσους,

της εκδίκησης, χαίρε, αστείρευτη μήτρα.

Με τα καμάκια όλων των βραχνάδων

σε σταύρωσαν

μέσα στις στέρφες τους νύχτες –

ορφανές από δάκρυα κι αγάπη –

μέσα στην παχυλή τους ανία

τα κατεργάστηκαν.

Χαίρε, ω χαίρε, Μαδρίτη, εγερτήριο

στων λαών το βαρύτατον ύπνο.

Στ’ όνομα σου χιμούν οι γροθιές προς τα πάνω,

ηράκλειες στήλες ελπίδας και δύναμης

κι αλαργεύουνε πέρα τους μαύρους ορίζοντες,

πως αλαργεύει το νερό που βράζει

το πήλινο σκέπασμα.

***

Ισπανία! Φωνάξαμε

μέσα από το βαθύ μας ύπνο.

Ξυπνήσαμε και πάλι

τ’ όνομα σου κραυγάσαμε.

Να, τι δυνήθηκες:

Τον γκρεμό που χωρίζει

τη ζωή απ’ τα όνειρα

να γεφυρώσεις.

Όπως γεφύρωσες τις καρδιές

των πέντε ηπείρων.

Κι όπου να πάμε, όπου να σταθούμε

μες στην ψυχή μας θα φυλάμε σαν άρωμα

την οπτασία της ηρωικής σου εξόρμησης,

Ισπανία,

και μέσα στις βρισιές, τις κραυγές και τα κλάματα

θα ξεχωρίζουμε πάντα τους ήχους

της Κουκαράτσας, του Ριέγκο και της Διεθνούς.

Και τώρα

της ελπίδας ελάτε φωνές

απ’ τα βάθη

της φυλακής, της εξορίας,

των ρημαδιών και των νεκροταφείων.

Τραγουδάτε κιθάρες τσακισμένες

κάτω απ’ τα λαβωμένα λιόδεντρα

και μέσα απ’ τα πυρπολημένα στάχυα.

Φάμπρικες σιωπηρές, νεκρά λιμάνια

και γυμνές γαλαρίες του Πράντο,

μιλάτε!

***

Τη βαθιά και βαριά μας πληγή θεραπεύει

όλο φως και τραγούδια κι ελπίδα ένα χάδι.

Μετερίζι βαστάμε στης λήθης τα ερέβη,

των αγώνων η ανάμνηση, φλόγα και λάδι,

να ζήσει. Σκληροί και βουβοί πιλατεύουμε

την απέραντη δίψα μας, δίψα γι’ αγάπη

και παγκόσμια χαρά. Και δεν τα μολεύουμε

στους κρουνούς της μαγάρας, που μαύρο δρολάπι

ξαπολά πάνωθε μας, τα λαύρα μας χείλη.

Ένα γύρον οι κάμποι βουίζουν ακόμα

απ’ τα νέα τραγούδια. Συντρόφοι και φίλοι

τα σκόρπισαν σκυμμένοι στο λεύτερο χώμα.

Κι ω τα χέρια,

τ’ ατσαλένια χέρια, που αντάμα

δρεπάνι, ντουφέκι, σφυρί και κοντύλι

κρατήσαν.

Γήινα χέρια!

Τριών χρόνων ελεύτερη

κι υπεράνθρωπη ζήση

τους φτάνει

της χαράς

που ξανάρχεται

να φυλάξουν

τη γέψην

ακέρια.

Για την Άνοιξη,

για ν’ ανθίσουν κι οι πέτρες,

για τη χαρά που γευτήκαμε χτες,

για να την καταχτήσουμε ξανά,

για πάντα, για όλους και παντού,

ψηλά,

ψηλά τις καρδιές μας

και τις γροθιές.

Μας μένει πάντα

μια δέσμη ξανθά στάχυα

κι ένα άστρο αυγερινό.

***

Τα μάτια που λαβώθηκαν τα σκότη ν’ αντικρίζουν,

τα σκότη και τον όλεθρο, τις τριλογίες του πένθους,

να τα γιατρέψει πως μπορεί μια δέσμη ξανθιά στάχυα

κι ένα άστρο αυγερινό;

Στάχυα της νέας συγκομιδής, στάχυα μεστά του Οχτώβρη,

που κυματίζετε πλατιά στα πόδια του άγριου δάσου,

τις ρίζες σας ποια δύναμη, ποια δίψα τις ποτίζει,

πούθε βυζαίνετε το φως και με τ’ αγνάντεμα σας

αναστυλώνονται οι καρδιές κι οι στεναγμοί ξεχνιούνται;

Κι άστρο λαμπρό της νέας αυτής και των καινούργιω ελπίδω

σημάδι παρηγορικό σαν άνθι μυγδαλιάς

φλόγα λευκή στην παγωνιά των γκρίζων οριζόντων,

πως αρμενίζεις λαγαρό σε μουσικούς αιθέρες

και δε σε σβήνουν οι κραυγές του κόσμου που πεθαίνει;

Ελάτε σάλπιγγες χαλκές και μπρούτζινες καμπάνες,

κόκκινες φλόγες των βιολιών και γαλανές των μπάσων

κι ω τσίμπαλα γιορτάσιμα και πιάνα λυγμικά,

κραυγές της μάνας θάλασσας κι αδερφικές φωνές,

μαζί να τραγουδήσουμε – πόσο είναι ο κόσμος νέος.

Σαν έφηβος είκοσι δυο χρονών αργανεβαίνει

την ανηφόρα των καιρών, τις σκάλες των αιώνων.

Κάθε μιλιά του κεραυνός, κάθε σιωπή του κρίνος

και κάθε αχνάρι του βαριά πλάκα στα περασμένα.

Δέντρα, πουλιά και σύννεφα, ποτάμια, καταρράχτες,

πέλαγα καραβόδαρτα κι έρημοι ωκεανοί,

ανοίγουν με θαμασμό – πόσο είναι ο κόσμος νέος!

Σαν έφηβος είκοσι δυο χρονών αργανεβαίνει

κι όλες της γης οι ομορφιές τον περιτριγυρίζουν.

Τώρα μαθαίνουν τα πουλιά να γλυκοτραγουδούνε,

τώρα μαθαίνουμε και μεις πως την κερδίζουν τη χαρά,

την αβασίλευτη χαρά, της λευτεριάς την κόρη

κι οδεύουμε τρεκλίζοντας. Τόσο είναι ο κόσμος νέος.

Αναδημοσίευση από: http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2013/10/20/stratis-tsirkas-ispaniko-oratorio/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *