4 ποιήματα από το υπό διαμόρφωση ανθολόγιο “Η Ιστορία των Νεφών και Άλλα ποιήματα “ (εκδ. Πανοπτικόν)
Μετάφραση: Γιώργος Πρεβεδουράκης
Κάποια Μέρα
Ο Rambo, συνεπαρμένος από τον πυρετό της καλής πρόθεσης, προσφέρει
το τελευταίο του γιαούρτι σε ένα βρέφος.
ο νταβατζής υποκύπτει στα θέλγητρα της μονογαμίας .
ο Δρ Frankenstein (MIT) σβήνει τον κώδικα αναφοράς του
και πάει να δουλέψει για τον Ερυθρό Σταυρό στο Μπουρούντι.
με έναν αναστεναγμό ανακούφισης ο καρμοίρης
πετάει στη φωτιά το θησαυρό του
(μια συλλογή γραμμάτων από το μέτωπο)
ο τύραννος έχει μπουχτίσει από όλα τα βασανιστήρια
κι εφεξής αποφασίζει να καλλιεργεί ραπανάκια. Ωστόσο,
όλοι οι υπόλοιποι συνεχίζουν τον χαβά τους.
(‘Η Ιστορία των Νεφών’/ ‘Die Geschichte Der Wolken’, εκδ. Suhrkamp, 2003)
Ημερήσια Διάταξη
Να τηλεφωνήσω στον λογιστή, να δουλέψω και λίγο.
Να στοχαστώ γύρω από τη φωτογραφία μιας γυναίκας
που έβαλε τέλος στη ζωή της.
Να ψάξω πότε πρωτοεμφανίστηκε η λέξη Feindbield.
Να παρατηρήσω τις φυσαλίδες που πέφτουν στο πλακόστρωτο
από την ξαφνική νεροποντή
και να ανασάνω την υγρασία.
Να καπνίσω, βεβαίως, βλέποντας τηλεόραση, με κλειστή τη φωνή.
Να αναρωτηθώ από πού να προήλθε το σεξουαλικό γαργαλητό
στη μέση μιας ανιαρής συνεδρίας.
Να σκεφτώ την Αλγερία για εφτά λεπτά.
Να βρίσω χωρίς αναστολές σαν ένα δωδεκάχρονο
για ένα σπασμένο νύχι.
Να αναπολήσω ένα συγκεκριμένο βράδυ,
πριν από είκοσι ένα χρόνια, Ιούνιο μήνα,
όπου ένας μαύρος πιανίστας έπαιζε chachacha
και κάποιος έκλαιγε οργισμένος.
Να μην ξεχάσω να αγοράσω οδοντόκρεμα.
Να προβληματιστώ γιατί eπ = -1.
Να αναρωτηθώ γιατί ποτέ ο Θεός δεν αφήνει
τους ανθρώπους σε ησυχία, και αντιστρόφως.
Να αλλάξω τη λάμπα της κουζίνας.
Να μεταφέρω με σεβασμό το άψυχο, βρεγμένο και αναμαλλιασμένο
σώμα του κορακιού απ’ το μπαλκόνι.
Να παρατηρήσω τα σύννεφα, ναι, τα σύννεφα.
Και να κοιμηθώ, βεβαίως, να κοιμηθώ.
*Feindbield. :η στερεοτυπική εικόνα, ιδέα, αντίληψη ενός (ή του) εχθρού.
(από τη συλλογή ‘Ελαφρότερα του Αέρα’/ ‘ Leichter Als Luft’, εκδ. Suhrkamp, 1999)
Καθιστική Διαμαρτυρία
Ο Βούδας το βάζει στα πόδια.
Ο κλητήρας τρέχει ξοπίσω του.
Τ’ ακίνητα αστέρια κοχλάζουν.
Η Πρόοδος σπαρταρά στον παράλληλο δρόμο.
Το σαλιγκάρι χάνει τον προορισμό του.
Η ρουκέτα κουτσαίνει.
Η αιωνιότητα ανασηκώνεται για το τελευταίο της σκίρτημα.
Εγώ δεν σαλεύω.
(από τη συλλογή ‘Κιόσκι’/ ‘Kiosk’, εκδ. Suhrkamp, 1995)
Παλιά Επανάσταση
Ένα σκαθάρι που ξαπλώνει ανάσκελα.
Τα αρχαία αιματηρά ίχνη είναι ακόμα εδώ, στο Μουσείο.
Δεκαετίες που παριστάνουν τα πτώματα.
Μια ξινή οσμή αναβλύζει από τα στόματα τριάντα Υπουργείων.
Στο ξενοδοχείο Nacional τέσσερις νεκροί μουσικοί
παίζουν κάθε νύχτα το ταγκό εκείνο του ’59:
Quizás, quizás, quizas.
Στο μουρμουρητό της τροπικής προσευχής
η ιστορία παραπαίει νυσταλέα. Μόνο η λαχτάρα
για οδοντόκρεμα, λαμπτήρες
και μακαρόνια, κείτεται άγρυπνη
ανάμεσα σε σεντόνια υγρά.
Ένας παράφρων υπνοβάτης μπροστά από δέκα μικρόφωνα
διακηρύττει στο κουρασμένο του νησί:
Μετά από εμένα το χάος.
Τα καταφέραμε.
Το λάδι γυαλίζει πάνω στα πολυβόλα.
Η ζάχαρη κολλάει στα πουκάμισα.
Ο προστάτης τα τίναξε.
Με λαχτάρα ο γερασμένος πολεμιστής
σαρώνει τον περίγυρο για κάποιον επιδρομέα.
Όμως δεν υπάρχει κανείς στον ορίζοντα. Ακόμα κι ο εχθρός
τον έχει ξεχάσει.
(από τη συλλογή ‘Μουσική του Μέλλοντος’ / ‘Zukunftsmusik’ εκδ. Suhrkamp, 1991)
Αναδημοσίευση από: http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2013/11/03/hans-magnus-enzensberger/#more-2009