Ουκρανία: Το βάπτισμα του αίματος

ukr

Για τι έχυσε το αίμα του ο ουκρανικός λαός και στο όνομα τίνος ενδεχομένως να το χύσει στο μέλλον; Για τα συμφέροντα της εγκληματικής ολιγαρχίας; Για τη νεοναζιστική μειονότητα; Για τον ευρωπαϊκό ή για το ρωσικό ιδιοκτήτη; Πότε θα είμαστε έτοιμοι να χύσουμε το αίμα μας για τα δικά μας συμφέροντα; Για τα συμφέροντα των εργαζομένων; Για τους εαυτούς μας και όχι για τους πολιτικούς, την αντιπολίτευση, τη γραφειοκρατία, τα αυτοκρατορικά ή εθνικά συμφέροντα; Ναι, χρειαζόμαστε έναν αγώνα! Χρειάζεται να ανατρέψουμε την κυβέρνηση. Αλλά δεν χρειάζεται να βάλουμε στη θέση της μια νέα! Ναι, αυτο-οργάνωση, αλλά στο όνομα της αυτοδιεύθυνσης! Και όχι να παραδοθούμε σε νέους ολιγάρχες, ακόμη και αν μιλούν σωστά ουκρανικά. Δεν χρειαζόμαστε ένα δεξιό Μαϊντάν, ένα Μαϊντάν χειραγωγημένο από τους πολιτικούς και τις οργανώσεις, αλλά μια νέα Μαχνοβτσίνα. Ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα των πλέον μειονεκτούντων τμημάτων του λαού, ενωμένων σε ένα κοινό σκοπό: τη γέννηση μιας κοινωνίας χωρίς δούλους και αφέντες!

Στις 19 Ιανουαρίου, είδαμε πώς η Ουκρανία βαφτίστηκε. Με αίμα, φωτιά και νερό. Ο δαίμονας βγήκε από το μπουκάλι, η πολιτική στρατηγική του Μαϊντάν (“πλατεία” στα ουκρανικά) απέτυχε. Μια πολιτική αντιπαράθεση σαν την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004 μετατράπηκε σε ταραχές από το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της αντιπολίτευσης.

Ξεκίνησε όταν το Κοινοβούλιο, με ταχύτητα ήχου, θέσπισε ένα πρωτότυπο σύνολο νόμων. Βουλευτές του Κόμματος των Περιφερειών, πρότειναν τη γρήγορη μετατροπή της “ολιγαρχικής δημοκρατίας” σε “αστυνομική δικτατορία”. Όπως εξήγησαν αυτοί οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές στους δημοσιογράφους: “κάναμε αυτή την πρόταση σε σχέση με την επιδείνωση της κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία.” Δεν ήθελαν να επιδεινωθεί, και την επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο. Αυτό το πέτυχαν άψογα. Το κυρίαρχο κόμμα μάλλον δεν θα μπορούσε να κάνει χειρότερο βήμα. Αλλά η εξουσία, δυστυχώς για αυτούς, έχασε χρόνο για ανάληψη αποφασιστικής δράσης. Οι άνθρωποι στο Μαϊντάν επιβεβαιώθηκαν. Είχαν ήδη αισθανθεί τη δύναμή τους. Και δεν είχαν καμία πρόθεση να παραιτηθούν από αυτή. Νόμοι κατά του εξτρεμισμού θεσπίστηκαν την Κυριακή, συμβολικά στην Εορτή της Βάπτισης.

Και τότε, τι καταπληκτική σύμπτωση, κάποιοι άγνωστοι θιασώτες της αντιπολίτευσης φώναξαν στο πλήθος: “Πάμε στην οδό Χρουσέβσκοχο! Να κάνουμε έφοδο στα κυβερνητικά κτίρια!”. Και πήγαν. Δεν έχει σημασία ότι από το βήμα φώναξαν ότι αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σχέδιο και κανείς δεν πρέπει να πάει. Η διαμαρτυρία άρχισε να βγαίνει εκτός του ελέγχου των ηγετών. Το βράδυ, ενισχυμένα στρατεύματα των ειδικών δυνάμεων “Berkut” βγήκαν στους δρόμους και προσπάθησαν να θέσουν τους θεσπισμένους νόμους της κυβέρνησης σε ισχύ. Ένα αστυνομικό κανόνι νερού πήρε θέση ενώπιον των διαδηλωτών. Το βάπτισμα άρχισε! Κανείς δεν περίμενε να είναι έτσι. Αλλά οι υπογεγραμμένοι από τον Γιανουκόβιτς ηλίθιοι νόμοι προκάλεσαν εξέγερση, εμφύσησαν νέα δύναμη στους διαδηλωτές, ένωσαν πολλούς, οι οποίοι πριν κοίταζαν ήρεμα όλα όσα συνέβαιναν, με τους ενεργούς διαδηλωτές.

Τώρα, η πλειοψηφία του ουκρανικού πληθυσμού είναι εναντίον της κυβέρνησης. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις μετατράπηκαν, στην πράξη, σε οδομαχίες, η διαμαρτυρία ξέφυγε από τον έλεγχο των ηγετών της αντιπολίτευσης. Οι Γιάτσενιουκ και Ταϊνίμποκ αποκηρύσσουν τη βία. Οι μαχητές αποκαλούνται προβοκάτορες. Ο Κλίτσκο προσπαθεί να σταθεί ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις και τους μαχητές του Μαϊντάν με την ελπίδα να σταματήσει την αιματοχυσία. Αλλά δεν τα κατάφερε. Οι μαχητές του Μαϊντάν αποτελούνται κυρίως από ακτιβιστές του λεγόμενου “Δεξιού Τομέα”. Αυτό λέει πολλά. Στο δρόμο κυριαρχούν ακραίοι εθνικιστές και νεοναζί. Έχουν μια μοναδική ευκαιρία να πάρουν το βάπτισμα του πυρός και σκλήρυναν στις μάχες με την αστυνομία. Δίνουν τον τόνο της “επαναστατικής Μαϊντάν”. Ακολουθούνται από κοινούς ανθρώπους. Οι ακροδεξιοί οργανώνονται, ενώνονται, ρίχνουν συνθήματα και έχουν στρατηγική. Και έχουν στήριξη από τους περισσότερους πολίτες που ήρθαν στο Μαϊντάν και οι οποίοι, στην αρχή, ήθελαν “μόνο” να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για τη σημερινή κυβέρνηση. Στις 19 Ιανουαρίου το βράδυ, το Μαϊντάν χωρίζεται σε “νόμιμους” και “παράνομους”. Οι Γιάτσενιουκ και Ταϊνίμποκ συναντιούνται με τους υποστηρικτές τους στην Πλατεία Ανεξαρτησίας (Μαϊντάν), και οι ριζοσπάστες ηγούνται στις οδομαχίες στην οδό Χρουσέβσκοχο.

Ενώ οι Ουκρανοί εθνικιστές γιορτάζουν την κορυφαία στιγμή τους με κυβόλιθους και ρόπαλα, ενώ απαγάγουν και χτυπούν μπάτσους, και φωνάζουν χαρμόσυνα “Yolka!” σε καμένα αστυνομικά λεωφορεία, οι ρώσοι σωβινιστές τρίβουν τα χέρια τους και γιορτάζουν τη νίκη τους. Ένας ρώσος ηγέτης του απαγορευμένου Εθνικού Μπολσεβίκικου Κόμματος, κομμουνιστής και εθνικιστής, ο Λίμονοφ, δήλωσε ότι η Ουκρανία διασπάται και σε κάθε περίπτωση είναι καλό για τη Ρωσία. Αφήστε το δυτικό τμήμα της Ουκρανίας να το πάρει η Ευρώπη, και το αριστερό τμήμα, με πρωτεύουσα το Χάρκοβο, θα γίνει φιλο-ρωσικό! Τέτοιες είναι οι προσδοκίες των Ρώσων ιμπεριαλιστών.

Οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ είναι, επίσης, σε θέση ετοιμότητας. Ο εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ στο Λευκό Οίκο, Κέιτλιν Χέιντεν, κατηγόρησε την κυβέρνηση της Ουκρανίας για την κλιμάκωση της κατάστασης. Ο Χέιντεν απαίτησε την απόσυρση των ειδικών δυνάμεων από το κέντρο του Κιέβου και την έναρξη διαλόγου με την αντιπολίτευση. Σε αντίθετη περίπτωση, είπε, οι ουκρανικές αρχές να περιμένουν επιβολή κυρώσεων. Σημείωσε ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω του γεγονότος ότι η ουκρανική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τα δικαιολογημένα παράπονα του λαού. Είναι ενδιαφέρον, τι κυρώσεις περιμένει και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς αγνοεί τις διαθέσεις διαμαρτυρίας του λαού της… Σιάτλ ’99, Occupy Wall Street…

Το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου που θα διαιρέσει τη χώρα μας σε δύο μέρη -το αριστερό και το δεξιό, με τα σύνορα κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου- ίπταται ήδη. Σε Λβιβ και Ιβανό – Φράνκισκ ήδη χτίζουν οδοφράγματα. Θα χαιρόμασταν για όλα αυτά αν το Μαϊντάν ήταν αριστερό. Δυστυχώς, είναι άκρως δεξιό. Και παρά το γεγονός ότι η κύρια επωδός των διαδηλωτών ηχεί σαν “ο λαός ενάντια στην διεφθαρμένη αρχή”, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό αφορά εξίσου και την άλλη αρχή. Και την αρχή η οποία δεν είναι καλύτερη από εκείνη κατά της οποίας στρέφονται οι διαμαρτυρίες.

Τα γεγονότα είναι πολύ παρόμοια με τις “επαναστάσεις” των πρόσφατων χρόνων που πραγματοποιούν ένα ξένο σενάριο. Η Αραβική Άνοιξη είχε γίνει για μας μια αρνητική εμπειρία και ένα μάθημα για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοκρατορίες, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, περιμένουν να διαιρέσουν την Ουκρανία και να την κάνουν αποικία τους. Το Μαϊντάν είναι αδιέξοδο. Και θα οδηγήσει μόνο σε απώλεια της ανεξαρτησίας, σε ένα αστυνομικό κράτος, δεν έχει σημασία με ποια παραλλαγή. Σε μια φιλοδυτική δημοκρατία, ένα εθνικιστικό καθεστώς, ή ένα ολιγαρχικό μονοπώλιο…

Σε όλο αυτό το βάπτισμα του αίματος, ένα σημαντικό νήμα χάθηκε. Για τι έχυσε το αίμα του ο ουκρανικός λαός και στο όνομα τίνος ενδεχομένως να το χύσει στο μέλλον; Για τα συμφέροντα της εγκληματικής ολιγαρχίας; Για τη νεοναζιστική μειονότητα; Για τον ευρωπαϊκό ή για το ρωσικό ιδιοκτήτη; Πότε θα είμαστε έτοιμοι να χύσουμε το αίμα μας για τα δικά μας συμφέροντα; Για τα συμφέροντα των εργαζομένων; Για τους εαυτούς μας και όχι για τους πολιτικούς, την αντιπολίτευση, τη γραφειοκρατία, τα αυτοκρατορικά ή εθνικά συμφέροντα;

Ναι, χρειαζόμαστε έναν αγώνα! Χρειάζεται να ανατρέψουμε την κυβέρνηση. Αλλά δεν χρειάζεται να βάλουμε στη θέση της μια νέα! Ναι, αυτο-οργάνωση, αλλά στο όνομα της αυτοδιεύθυνσης! Και όχι να παραδοθούμε σε νέους ολιγάρχες, ακόμη και αν μιλούν σωστά ουκρανικά.

Υπάρχει ένας τρίτος δρόμος. Ο δρόμος της επανάστασης του λαού. Όχι σχεδιασμένες πολιτικές στρατηγικές των κυρίαρχων ελίτ, αλλά μια επανάσταση, το θέμα της οποίας είναι ότι οι αυτοοργανωμένοι εργαζόμενοι κατανοούν με σαφήνεια τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν με σαφήνεια όχι μόνο σε τι αντιπαρατίθενται, αλλά, το πιο σημαντικό, αυτό που επιδιώκουν! Δεν χρειαζόμαστε ένα δεξιό Μαϊντάν, ένα Μαϊντάν χειραγωγημένο από τους πολιτικούς και τις οργανώσεις, αλλά μια νέα Μαχνοβτσίνα. Ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα των πλέον μειονεκτούντων τμημάτων του λαού, ενωμένων σε ένα κοινό σκοπό: τη γέννηση μιας κοινωνίας χωρίς δούλους και αφέντες!

Τι να κάνουμε τώρα; Συγκεντρώστε τα άτομα που είναι σε θέση να δεχθούν μια τέτοια λογική αγώνα. Συνενώστε τους. Εργαστείτε για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος. Εγγενώς αναρχικό. Δημιουργείστε έναν ισχυρό πυρήνα της αναρχικής οργάνωσης.

Το Μαϊντάν θα τελειώσει. Και δεν έχει σημασία πώς θα τελειώσει, το αποτέλεσμά του δεν θα είναι προς όφελος του λαού. Δεν θα είναι υπέρ των σκληρά εργαζομένων, των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων των φοιτητών, των ανθρακωρύχων, των χωρικών, των κατοίκων των παραγκουπόλεων των αστικών κέντρων. Δεν θα είναι προς όφελος της πλειοψηφίας των ατόμων που έχυσαν το αίμα τους στις 19 Ιανουαρίου στο Κίεβο. Και τότε το επόμενο βήμα μας είναι να αποτρέψουμε ένα επόμενο Μαϊντάν, και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για να ξεκινήσει μια νέα ιδέα του Μάχνο. Μια νέα φάση του αγώνα έρχεται. Αυτός ο αγώνας θα διεξαχθεί νόμιμα ή υπόγεια, σε μια αποικιακή χώρα διχασμένη από τις αυτοκρατορίες, ή σε ένα ναζιστικό ενιαίο κράτος, αν οι εθνικές ολιγαρχίες κερδίσουν ή η μεταπρατική αστική τάξη. Είμαστε κάτω από το μαύρο πανό της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος!

Και όσοι συμφωνείτε μαζί μας – ενωθείτε!

 

samurai

 RKAS them. Makhno

 19 Ιαν 2014

 

Μετάφραση: εργατική εφημερίδα Δράση

 Πηγή: tahriricn

 

 Η RKAS – Επαναστατική Συνομοσπονδία Αναρχικών είναι μια διεθνής αναρχοσυνδικαλιστική συνομοσπονδία. Τμήματα και μεμονωμένα μέλη της RKAS υπάρχουν στην Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία

Αναδημοσίευση από: https://efimeridadrasi.espiv.net/index.php/2013-11-05-17-26-19/449-2014-02-22-08-53-10

Για μια αντι-ιεραρχική ισορροπία, του Andrea Papi

Paul-Klee-In-the-Style-of-Kairouan-300x188

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Χώρος και Χρόνος» (τεύχος 1, Φεβρουάριος 1990, Αθήνα, σ. 22-30) και αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση του τρόπου με τον οποίον μία βιοτοπική προσέγγιση, όπως αυτή της κοινωνικής οικολογίας, μπορεί να άρει την κυριαρχική σχέση του ανθρώπου πάνω στη φύση, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για την άρση και της κυριαρχίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε γενικές γραμμές η μετάφραση παρέμεινε όπως είχε δημοσιευθεί, ωστόσο έχουν γίνει ελάχιστες αλλαγές.

 

α. Επαναπροσδιορισμός των εννοιολογικών κατηγοριών

Το πολιτικό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα που πρέπει να λύνονται, όποτε εμβαθύνεται κάποια μορφή κοινωνικής συμβίωσης, είτε από τη θεωρητική είτε από την πρακτική πλευρά της. Υπογραμμίζω ότι εννοώ το πολιτικό και όχι εκείνο της πολιτικής. Η διαφορά τους θα εξηγηθεί αμέσως για να μην υπάρξει καμιά ασάφεια. Η σφαίρα της πολιτικής συχνά φορτίζεται με πολλές προκαταλήψεις και ηθικότητες και τις περισσότερες φορές εξετάζεται με συγκίνηση χωρίς μια κριτική προσέγγιση για κατανόησή της.

Για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα τη διάκριση που βρίσκεται μέσα μας, σκέπτομαι πως είναι χρήσιμο να πάμε στην αρχική ερμηνεία, σ’ αυτήν που έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική παράδοση. Το πολιτικό γεννιέται σαν επίθετο της «πόλεως», για να ορίσει την κυριαρχία της, τείνει δε ναεκφράζει και να σημαίνει όλο εκείνο που αποδίδεται στην «πόλιν», δηλαδή της κοινωνίας, του λαού, του δημοσίου καθώς και της διαχείρισης, δηλαδή του τρόπου της κυβέρνησης της. Από εδώ εμφανίζεται η έκφραση πόλις-κράτος, που θέλει να εκφράσει το κράτος της πόλης. Με τον καιρό η «πόλις» έγινε το σύμβολο της κάθε κοινωνικής συμβίωσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της, με αποτέλεσμα σήμερα να μιλάμε για πολιτική ολό­κληρου του πλανήτη. Έτσι όταν μιλάμε για το πολιτικό πρόβλημα, εμβα­θύνουμε με ειδικό τρόπο στο πώς να διαχειριστούν οι κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό μιας ή πολλών κοινωνιών. Ζητάμε δηλαδή να ορίσουμε και να κατανοήσουμε ποιοι είναι οι μηχανισμοί και οι μέθοδοι που χρειάζονται, για να επιθυμήσουμε αυτό που αφορά το σύνολο της «πόλεως», την αναγω­γή δηλ. που θα μας ενώνει.

H πολιτική απεναντίας, σύμφωνα με τους συνηθισμένους όρους είναι οι κινήσεις, οι ελιγμοί στο εσωτερικό της κυρίαρχης πολιτικής τάξης, που δεν την αμφισβητούν, αλλά που ζητούν να ενσωματωθούν μέσα σ’ αυτήν για να έχουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος. Για παράδειγμα σήμερα, αφού η διαχείριση των κοινωνικών πραγμάτων είναι ολοκληρωτικά στα χέρια των κομμάτων, το πρόβλημα της πολιτικής είναι εκείνο του να ενεργείς στο εσωτερικό και ανάμεσα στα κόμματα, χωρίς να τίθεται το κεντρικό πρόβλημα, εάν δηλαδή είναι σωστή ή όχι η ύπαρξη τους. Λέμε λοιπόν ότι το πολιτικό πρόβλημα εμβαθύνει την ερμηνεία και αναζητά να προσδιορίσει τον καλύτερο τρόπο για τη διαχείριση της «πόλεως» ανεξάρτητα από την κυρίαρχη τάξη.

Το θέμα που προτείνω είναι εκείνο του να προσδιορίσουμε ποιος τύπος διαχείρισης και ποιοι μέθοδοι συλλογικών αποφάσεων ενταγμένες σε μια βιοτοπική προοπτική είναι περισσότερο σύμφωνες, συναφείς και χρήσι­μες για τις ανθρώπινες οργανώσεις είτε αστικής είτε αγροτικής μορφής. Θα αναζητήσουμε δηλαδή να ξεκαθαρίσουμε τη σημασία του πώς είναι δυνατόν να συμβιώσει η ανθρώπινη παρουσία στο χώρο, συνδεδεμένη σε μια βιοτοπική λογική που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή κυρίαρχη μορφή της χωροταξικής κατάληψης. Μα πριν, αισθάνομαι την ανάγκη να εμβαθύνω κριτικά τις εννοιολογικές κατηγορίες αναφοράς, γιατί χωρίς μια σαφή αντίληψη του περιεχομένου που βρίσκεται πίσω από τη διάταξή τους υπάρχει κίνδυνος για μια πιο μεγάλη σύγχυση. Οι κατηγορίες αυτές είναι: η αρχή, η «εξουσία», η κυριαρχία, η ιεραρχία και η κυβέρνηση, οι οποίες εκτός του ότι είναι εννοιολογικές κατηγορίες καθορίζουν επίσης τους χώρους δια μέσου των οποίων εκφράζεται η πολιτική απόφαση τόσο στη μορφή όσο και στη μέθοδο και την αξία της. Αρχή, εξουσία και κυριαρχία στη συνηθισμένη τους μορφή χρησιμοποιούνται σαν να είναι συ­νώνυμες. Στην πραγματικότητα εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και περιεχόμενα, ακόμη και αν βρεθούν να είναι συγκλίνουσες.

Αρχή σημαίνει κυριολεκτικά «να έχω την δυνατότητα να…». Αυτό μπο­ρεί να χρησιμοποιηθεί με την έννοια του μπορώ να κάνω, δηλαδή του να έχω τη δυνατότητα άλλοι να κά­νω, δηλαδή του να έχουν τη δυνατότητα άλλοι να κάνουν στη δικιά μου θέση. Με την πολιτική έννοια η αρχή είναι μια λει­τουργία, γιατί εκπληρώνει ένα ειδικό έργο στον χώρο μιας οργανωμένης δραστηριότητας που αφορά τη συλλογικότητα, το σύνολο.

Για να πραγματοποιηθεί το έργο αυτό έχει ανάγκη την εξουσία, η οποία αποτελείται από ένα σύνολο νόμων και μηχανισμών άσκησής των. Μ’ αυτήν την οπτική η εξουσία είναι μια κοινωνική λειτουργία ουδέτερη που ορίζει νόμους και κυρώσεις και που γνωρίζει πως ο νόμος δύσκολα υπάρ­χει χωρίς την κύρωση, λειτουργώντας έτσι σαν ρυθμιστής αυτής της ίδιας της κοινωνίας. Η εξουσία λοιπόν καθορίζεται σαν ανθρώπινη μορφωτική παραγωγή και ανάλογα του πώς διευθύνεται μπορεί να γίνει καταναγκα­στική αλλά και όχι καταναγκαστική. Και μπορεί να είναι των λίγων, του ενός, των πολλών αλλά και όλων. Εξαρτάται από τους μηχανισμούς συμ­μετοχής που έχουν προβλεφθεί για τον κοινωνικό έλεγχο. Σε κάθε περί­πτωση η εξουσία είναι μια σταθερά της κάθε κοινωνικής τάξης.

Πάντα, εξαιτίας της κουλτούρας και όχι της βιολογικής μορφής, κάθε κοινωνία καθορίζει ρόλους που αντιστοιχούν σε ξεχωριστές λειτουργίες. Όποιος εισχωρεί σ’ αυτούς τους ρόλους όπου είναι συνδεδεμένη μια αναγνωρίσιμη λειτουργία, κατέχει μια εξουσία, η οποία παράγεται από το γεγονός ότι η κοινωνία αρθρώνεται σε λειτουργικούς ρόλους. Μπορεί να είναι η εξουσία του υδραυλικού, του οποίου ο ειδικός ρόλος είναι εκείνος του να είναι αρμόδιος στην υδραυλική, αλλά και εκείνος του δικαστή, ο οποίος έχει την εξουσία της δικαιοσύνης, όπως ακόμη του παπά, του δασκάλου, του καλλιτέχνη. Από τη στιγμή που υπάρχει μια διαφοροποίηση ρόλων και αναγνωρίσιμων λειτουργιών, υπάρχει αυτή η ασυμμετρία που καθορίζει την πηγή του κύρους, της εξουσίας, που άλλοτε μπορεί να περικλείει κυριαρχία, άλλοτε όχι. Εξαρτάται δηλαδή από την ερμηνεία που δίνεται στους ρόλους και στις λειτουργίες τους.

Η κυριαρχία απεναντίας είναι μια κατηγορία που υπερίσταται των δύο προηγουμένων. Σημαίνει επιβολή με την κατά γράμμα έννοια της επιβολής και δείχνει μια κατάσταση στην οποία κάποιος κυριαρχεί και κάποιος υποτάσσεται, υπακούει. Η τυπική σχέση της κυριαρχίας χαρακτηρίζεται από τη σχέση εντολή-υπακοή, η οποία λειτουργεί δια μέσου της επιβολής. Πολι­τικά σημαίνει την εξουσία μιας πλευράς πάνω σε όλες τις άλλες, εξουσία πλή­ρης από καταστολή και επιβολή, δηλαδή βασισμένη πάνω στην ηγεμονία και την υπεροχή. Η κυριαρχία ορίζει και επικυρώνει μια άνιση κοινωνική κατά­σταση και επιβάλλει την εξουσία, γιατί αυτή η ίδια δεν την εμπεριέχει.

Και η ιεραρχία είναι επίσης εξουσιαστική. Είναι μια ιεράρχηση αξιών διαφοροποιημένη σε βαθμίδες σπουδαιότητας, σύμφωνα με τις οποίες στην κορυφή βρίσκονται οι πιο σπουδαίοι και χαμηλά οι λιγότερο, όπου οι περισσότερο σπουδαίοι κυριαρχούν στους λιγότερο. Όπως οι προη­γούμενες, είναι μια κατηγορία που οργανώνει και ταξινομεί τις εσωτερικές διαφορές του κοινωνικού σώματος ανάλογα με την αρχή της ανισότητας. Πολιτικά εξαρτάται στενά από την κυριαρχία γιατί κατέχοντας απόλυτο εξουσιασμό και εφόσον είναι σταθεροποιημένες οι βαθμίδες της σπουδαι­ότητας, μοιράζει στους πιο σπουδαίους μια εξουσία απόλυτης υπεροχής, σταθεροποιώντας έτσι μια σχέση με την οποία οι πιο ψηλοί βαθμοί επιθυ­μούν και επιβάλλονται στους πιο χαμηλούς. Όπου υπάρχει η ιεραρχία, κυριαρχεί η εξάρτηση, η υποταγή στην αρχή των ανωτέρων.

Τέλος η κυβέρνηση, η τελευταία εννοιολογικά κατηγορία που μας εν­διαφέρει, είναι μια λειτουργία. Εκφράζεται δια μέσου ειδικών οργάνων που καθορίζονται με το καθήκον του να αποφασίζουν για τους νόμους, χρήσιμους για τη συνοχή και την καθοδήγηση του κοινωνικού σώματος. Σήμερα ταυτίζεται με το υπουργικό συμβούλιο, που στην πραγματικότητα είναι ένα μόνο από τα όργανα που το κράτος χρησιμοποιεί για την κυ­ριαρχία του. Με μια ερμηνεία πιο πλατιά, η λειτουργία της κυβέρνησης είναι εκείνη του να διαλέγει το τι πρέπει να κάνει η συλλογικότητα ώστε να κατορθώνει να ζει, πραγματοποιώντας όλα αυτά που θεωρεί χρήσιμα και σύμφωνα με την καθοδήγηση και τη συναίνεση των μελών της. Πάντα ανάλογα με τις κοινωνικο-πολιτιστικές επιρροές, η λειτουργία αυτή μπο­ρεί να ασκείται καταναγκαστικά δια μέσου μιας οργάνωσης κάθετης και ιεραρχικής ή μπορεί να ασκείται δια μέσου οργάνων που θα αποφασίζουν με οριζόντιο τρόπο. Πάντως όποια μορφή και αν έχει, για την εξουσία η λειτουργία της κυβέρνησης είναι αναγκαία.

β. Μια κοινωνικο-πολιτιστική επιλογή

Στο πλαίσιο που μόλις υπογραμμίστηκε με την προσεγγιστική κριτική στις ερμηνείες των εννοιολογικών κατηγοριών του πολιτικού προβλήμα­τος, αναδύονται πλευρές υπέρμετρα ενδιαφέρουσες, δηλαδή ότι η εξουσία και η κυβέρνηση είναι λειτουργίες που τους χρειάζεται η κοινωνική απο­δοχή για την εσωτερική ισορροπία και τη χειραγώγηση. Μα πάνω απ’ όλα ότι η κυβέρνηση και η εξουσία και πολύ λιγότερο η αρχή εμπεριέχουν την ανάγκη του να επιβάλλουν δια μέσου της κυριαρχίας μια ιεραρχική ταξινόμηση. Αυτό το οποίο δίνει εξουσιαστική ισχύ στις λειτουργίες των αποφάσεων και της υλοποίησής τους είναι η εισαγωγή των εξουσιαστικών κατηγοριών της κυριαρχίας και της ιεραρχοποίησης, ενώ βέβαια αυτές οι ίδιες οι λειτουργίες θα μπορούσαν να ασκηθούν και χωριστά.

Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε μια κατάσταση διαφορετικού τύπου από αυτήν που βλέπουμε, μια κατάσταση δηλαδή που θα χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική ιεραρχική σύνθεση των κοινωνικών κατηγοριών, σύνθεση φυσικά που θα έχει τη λογική της κυριαρχίας. Αυτή η κυρίαρχη θέση είναι για παράδειγμα αναγνωρίσιμη μέσα στην τάση που γίνεται όλο και περισσότερο φανερή του να συγκεντρώνονται οι εξουσίες στα χέρια των ελίτ, που με τη σειρά τους οργανώνουν μηχανισμούς υπερ-ελέγχου στο υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Αναφέρομαι στη μορφή της παιδείας, των μ.μ.ε., των μυστικών υπηρεσιών, των πολυεθνικών, μέχρι στην υπερσυγκέντρωση της εξουσίας σαν οργανωμένο έγκλημα, το οποίο όχι τυχαία έχει δομικές σχέσεις και όχι τυχαίες και ευκαιριακές με την οικονο­μία, τις πολυεθνικές, τις μυστικές υπηρεσίες, κ.λ.π.. Μια κατάσταση που μου αρέσει να τη λέω μετα-πολιτική, με την έννοια ότι όποιος έχει την εξουσία, την διαχειρίζεται πέρα από τα παραδοσιακά πολιτικά όρια, επη­ρεάζοντας και βάζοντας όρους στην εξουσία των αρχών, της κυβέρνησης και του κράτους, τα οποία με τη σειρά τους χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση και ιεραρχοποίηση.

Όλα αυτά επήλθαν όχι γιατί βρισκόντουσαν στο εσωτερικό των λειτουρ­γιών της εξουσίας και της κυβέρνησης αλλά γιατί αυτές οι λειτουργίες ανήκαν και ανήκουν βέβαια στις μορφωτικές απαιτήσεις της κυριαρχίας, παρουσιαζόμενη έτσι αυτή η τελευταία σαν την αναπόφευκτη διέξοδο στην αναγκαιότητα άσκησης της εξουσίας. Εάν η κυριαρχία δεν είναι εσωτερι­κή, είναι δυνατόν να οργανωθεί η διαχείριση της κοινωνίας χωρίς αυτήν, στηριζόμενη στην αρχή της ισότητας που θα καθόριζε μια διαστρωμάτωσηόχι κάθετη αλλά οριζόντια. Η κυβέρνηση θα έπαιρνε έτσι τη μορφή της αυτοκυβέρνησης, δηλαδή μιας διαχείρισης ισότητας και όχι ελιτισμού, ενώ η εξουσία δίκαια μοιρασμένη θα ανήκε σε όλους και όχι σε μια μικρή
μειοψηφία. Αντίθετα από την ολιγαρχική ετερο-διαχείριση θα είχαμε μια
δημοκρατική αυτο-διαχείριση, στην οποία ο δήμος, ο λαός δηλαδή, θα ασκούσε πραγματικά την εξουσία.

γ. Πόλις. Βίος. Άνθρωπος.

Αλλά ας πάμε με τάξη. Προσπαθούμε να αποσπάσουμε το πολιτικό πρό­βλημα και να το συνδέσουμε στη βιοτοπική πηγή. Θέλουμε να αντιλη­φθούμε ποια σχήματα και ποιοι τρόποι του πολιτικού είναι πιο σύμφωνοι στον βιοτοπικό χώρο, αναζητώντας στο μεταξύ να καταλάβουμε μήπως η ανθρώπινη θέληση θέλει με αυτήν την προοπτική να επιβληθεί ξανά πάνω σε όλα ή ζητά κάτι εναλλακτικό που γεννιέται από την κούραση και την απογοήτευση του να είναι ο άνθρωπος πάντα τοποθετημένος στο εσωτερι­κό της λογικής της κυριαρχίας, άσχετα με τον τρόπο που εκδηλώνεται και προσδιορίζεται μέσα σ’ αυτήν. Τα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία της λέξης βίος καιτόπος μας προσφέρουν ένα κλειδί αναγνώρισης, προσφέροντας κατά τα φαινόμενα μια ερμηνεία απλή. Βίοςσημαίνει γλωσσικά ζωή. Αφορά και περιέχει την ανάπτυξη των ζωντανών μορφών, ακόμη και εκείνων που είναι αόρατες στον άνθρωπο. Εξάγεται έτσι ότι ο βιότοπος είναι ένα ειδικό κομμάτι του γήινου χώρου, αδιαίρετο και ενιαίο, που επαναφέρει όλα αυ­τά που αφορούν την ανάπτυξη της ζωής πάνω στη γη, της ζωής σ’ όλες τις εκδηλώσεις της.

Ήδη αυτή η γλωσσική προσέγγιση ανοίγει μια άβυσσο σε σχέση με τον κόσμο που εύχεται. Οι κυρίαρχοι διαχωρισμοί δημιουργούνται με κριτή­ρια που είναι περισσότερο προς όφελος της καθεστωτικής διαχείρισης, παρ’ ότι χωρίς άλλο έχουν σχέση με διαφορές γεωγραφικού χαρακτήρα, δηλαδή γεωλογικές, κλίματος κ.λ.π.. Αλλά αυτή η σχέση έχει ξεπεραστεί από το γεγονός ότι τα σύνορα καθώς και η χρήση που γίνεται στον χώρο αντι­στοιχούν ουσιαστικά στις πολιτικές και διαχειριστικές ανάγκες της κεντρι­κής εξουσίας, η οποία όχι τυχαία τις περισσότερες φορές βρίσκεται κυ­ριολεκτικά σε αντίθεση με τη βιολογική κατασκευή και τη φυσική εξέλιξη.

Αλλά το πρόβλημα δε σταματά εδώ. Δεν είναι μόνο να γίνει η επιλογή νέων κριτηρίων καθορισμού των γεωγραφικών χώρων. Εάν ήταν έτσι, θα ήταν μόνο ένα συμπαθητικό παιγνίδι, ίσως περισσότερο στη μόδα αλλά που στο τέλος θα εξαντλούταν όπως οποιαδήποτε άλλη ταξινόμηση. Αυτή η καινούρια εκτίμηση του χώρου, της γης, απαιτεί απεναντίας μια καινού­ρια συμπεριφορά και ευαισθησία. Μια βιοτοπική λογική που θα ήθελε τα ανθρώπινα σχήματα στο χώρο να βρίσκονται στο εσωτερικό της βιογενετικής δύναμης, σε αρμονία και όχι σε ανταγωνισμό με αυτήΔεν είναι βέβαια αυτή μια καινούρια ανθρωπομορφική παρέμβαση με την οποία ο άνθρωπος θα συνεχίσει την κατάκτηση της γήινης επιφάνειας, αδιαφορώ­ντας για τις βιολογικές εξελίξεις που την χαρακτηρίζουν, μακάρι πιο συνε­τά και πιο περιβαλλοντικά. Πρόκειται απεναντίας για το γεγονός ότι πρέπει να αρχίσουμε να είμαστε μέρος της γης σαν βιολογικό στοιχείο ισορροπίας της. Να είμαστε είδος ζωντανό με δικά του χαρακτηριστικά, στο μέσον ενός περιβάλλοντος που πάλλεται από ζωή και εμπεριέχει όλα τα ζώντα και διαφορετικά είδη, το καθένα με τα δικά του χαρακτηριστικά. Έτσι το κέντρο αναφοράς μετατοπίζεται από τον άνθρωπο μέσα στη ζωή και στη σφαιρικότητά της και έτσι δεν είναι πια ανθρωποκεντρικό αλλά γίνεται βιοκεντρικό. Και αυτό είναι το καινούριο. Η βιοτοπική κερδίζει έτσι τη δύναμη της ολοκλήρωσης, δεν κατακτά αδιάκριτα τη γη, μα θέλει να είναι μέρος της, μια καλή θέληση στο εσωτερικό του περιβάλλοντος, ένα στοιχείο του σε αρμονία με το σύνολο. Ο άνθρωπος σταματά έτσι να είναι ένας κατακτητής που θέλει να ιδιοποιηθεί τη φύση και η παρουσία του γίνεται οικολογική γιατί αναγνωρίζεται σαν στιγμή ισορρο­πίας. Και μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογικής συνείδησης υ­πάρχει μια ουσιαστική διαφορά, η οποία αξίζει να αναφερθεί. Ο περιβαλλοντισμός θέτει το πρόβλημα του μη βιασμού του περιβάλλοντος πέ­ρα από ένα ορισμένο μέτρο. Με αυτήν την οπτική, ο άνθρωπος παραμένει εκείνο το είδος που επιθυμεί τα όρια της ρύθμισης και της ισορροπίας, παραμένοντας στο κέντρο αν όχι του σύμπαντος, τουλάχιστον της γης. Με την οικολογική συνείδηση απεναντίας, σταματά να είναι ο θεμελιακός επιθυμών. Δε βρίσκεται πια στο κέντρο αλλά στο εσωτερικό, αναγνωριζόμε­νος σαν ένα μέρος, βέβαια με τις δικές του ιδιαιτερότητες και σε σχέση με όλα τα άλλα τα μέρη, χωρίς να αυτοδιορίζει τη δικιά του σχέση σαν τον προνομιούχο παράγοντα που πρέπει να επιβάλλεται σε όλα τα’ άλλα τα γήινα είδη.

Στη βάση της βιοτοπικής επιλογής υπάρχει η αποδοχή της θεμελιακής προϋπόθεσης των οικοσυστημάτων, την οποία ο Μπούκτσιν (Bookchin), ιδρυτής της κοι­νωνικής οικολογίας, όρισε με την επιτυχημένη φράση «η ένωση της δια­φορετικότητας». Με άλλα λόγια, τα διαφορετικά μέρη που συνθέτουν το όλο έχουν μεταξύ τους μια σταθερή, αρμονική σχέση ισορροπίας. Είναι μια κατάσταση συνεργασίας στην οποία όλα τα μέρη, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, αναπτύσσουν μια αναγκαστική λειτουργία της οποίας η σπουδαιότητα εξάγεται από το γεγονός ότι είναι σε σχέση. (…)

Σ’ ένα οικοσύστημα δεν υπάρχει μια συγκεντρωτική διεύθυνση και πολύ περισσότερο μια ιεραρχική διαστρωμάτωση αλλά κάθε ατομικό στοιχείο διατηρεί την δικιά του ειδική σπουδαιότητα, που είναι αναντικατάστατη και αυτό γιατί έχει μια σημασία στο εσωτερικό του συνόλου. Δεν υπάρχειμια ελίτ που θα αποφασίζει, ένας κεντρικός πυρήνας από τον οποίο ναεξαρτάται το οικοσύστημα και από τον οποίον να προέρχονται όλες οι αποφάσεις. Η συνεργασία δεν αναπτύσσεται μεταξύ οργανισμών διαφοροποιημένων ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους, αλλά μεταξύ διαφορετικών οργανισμών που έχουν ίση σπουδαιότητα ο ένας με τον άλλον, που αλλάζουν μεταξύ τους ενέργεια, ρόλους, σκοπούς, φτιάχνοντας μια οντότητα που υποστηρίζεται στη συμφωνία απ’ όλα της τα μέρη χωρίς να παίρνει αποφάσεις από άλλους.

Θέλοντας να κάνουμε μια συμβολική μεταφορά, λέμε πως ένα οικοσύστημα από τη στιγμή που παρουσιάζει σχέσεις πολύπλοκες μεταξύ ενός τεραστίου αριθμού μελών που έχουν κοινές, αμοιβαίες και αρμονικές σχέ­σεις, είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Κατά τα λοιπά, η πολιτισμική πορεία κυριευμένη από τον νου είναι γεμάτη από συμβολικές μεταφορές, σε τέτοιο βαθμό που η φαντασία μας είναι μια συνεχής συμβίωση με αυτό που συμβαίνει ολόγυρά μας. Και σκέπτομαι ότι, για να εισέλθουμε και να γί­νουμε μέρη των οικοσυστημάτων, είναι αναγκαίο να συμβιώσουμε με αυ­τά στα γεγονότα τους και όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο. Είναι αναγκαίο να είμαστε συνεργάσιμοι στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και στη σχέ­ση με την κοινωνία των οικοσυστημάτων.

δ. Το Πολιτικό σαν οικολογική σχέση

Είδαμε πως οι αξίες των εννοιολογικών κατηγοριών του πολιτικού προ­βλήματος παίρνουν μέρος στην πολιτισμική παραγωγή, δεν είναι δηλαδή εν­δημική αναγκαιότητα του κοινωνικού σώματος αλλά αποκλειστικοί προσ­διορισμοί της συλλογικής φαντασίας που είναι σταθεροποιημένοι και προσχωρημένοι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εμφανίζονται απαραίτητοι. Έχοντας ο άνθρωπος την ικανότητα του αυτοπροσδιορισμού, μια δυνατότητα δηλαδή του ανθρώπινου νου, έχει πειστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια πως για να έλθει σε επικοινωνία και σε σχέση με όλο αυτό που είναι διαφορετικό απ’ αυτόν θα πρέπει να το καταλάβει, να το κυριαρχήσει. Η φύση μάς είχε δωρηθεί απ’ τον θεό για δικιά μας χρήση και για τις δικές μας ανάγκες, γι’ αυτό θα μπορούσαμε να την καταλάβουμε, να τη βιάσουμε και να την κομματιάσουμε για την ευχαρίστηση μας.

Δεν υπολογιζόταν και δεν υπολογίζεται βέβαια παρά μόνο σαν αντικείμε­νο μέσα στα ανθρώπινα σχέδια. Αυθαίρετα δε, είχε παγιωθεί ότι και μετα­ξύ των ανθρώπων υπήρχε κάποιος που ήταν πιο σπουδαίος δίπλα σε κά­ποιον που δεν άξιζε τίποτα. Και έτσι καταχρηστικά στηριζόταν μια ελίτ που αυτο-ανυψωνόταν στη νόμιμη κυριαρχία επί των πραγμάτων, των ζώων και αυτών των ίδιων των ανθρώπων. Έτσι στηρίχθηκε η ιεραρχία που της αποδόθηκε αρχικά μια θεϊκή νομιμότητα, ενώ τώρα τείνει να της αποδοθεί μια έμφυτη αναγκαιότητα φυσικής προέλευσης. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία και η ιεραρχία έγιναν αξίωμα και κριτήριο με τα ο­ποία ολοκληρώνονται οι λειτουργίες που είναι απαραίτητες στην κοινωνι­κή καθοδήγηση και σ’ αυτήν την ίδια τη σχέση με τη φύση και το περι­βάλλον.

Απεναντίας, η βιοτοπική προσδοκά να εισάγει την κοινωνικότητά μας
στο εσωτερικό του οικοσυστήματος, όχι τόσο με την επίσημη έννοια του περιβαλλοντισμού αλλά με εκείνη την πιο βαθιά της οικολογικής ολοκλήρωσης. (…)

Στο επίπεδο της πλήρους συλλογικής συνείδησης πρέπει να επιτευχθεί η πολιτιστική ανύψωση στις συμπεριφορές και στις πράξεις. (…)

Μια ουτοπία χωρίς ελπίδα. Ακόμη και αυτό είναι μια προκατάληψη που η κυρίαρχη κουλτούρα έχει σφηνώσει μέσα μας για να διασφαλίσει ισόβια τη νομιμότητά της. Η συζήτηση που είναι περισσότερο της μόδας για να χτυπηθούν οι αντιεξουσιαστικές αρχές είναι πως εάν ένα σύστημα ισονομίας και ελευθερίας ήταν δυνατό σε πρωτόγονες καταστάσεις, στις παρούσες κοινωνίες που γίνονται όλο και πιο σύνθετες δεν είναι αυτό μόνο απραγματοποίητο αλλά και παράλογο. Όλα αυτά είναι βέβαια σαχλαμάρες. Ανατρέπουμε αυτή τη «θέση» με το να παρατηρήσουμε το πώς λει­τουργεί ένα οικοσύστημα που παρουσιάζει το μέγιστο της πολυπλοκότη­τας και που στηρίζεται στην αρχή της αντι-ιεραρχικής συνεργασίας μετα­ξύ όλων των μερών του. Εάν βασιζόμαστε σε μια κάθετη κεντρική μορφή, θα διαλυόταν η ισορροπία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ανθρώπι­νων συστημάτων. Για να ασκήσει την εξουσία της η κυριαρχία, έχει την ανάγκη του ελέγχου. Έτσι όσο ένα σύστημα είναι σύνθετο, πρέπει να απλοποιηθεί, να βιαστεί σπάζοντας την ευαίσθητη ισορροπία που υπάρχει μεταξύ των μερών και των διαφορετικοτήτων του. Είναι αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας και από όπου προέρχονται όλες οι οικολογικές καταστρο­φές. Δεν είναι τυχαίο το ότι είμαστε κοντά σ’ ένα αντιστρέψιμο σημείο, αφού η κοινωνική πολυπλοκότητα έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνε­ται υπέρμετρα. Είναι ανάγκη να σταματήσουμε να εξετάζουμε τα κέντρα των αποφάσεων σαν πολιτικές αναφορές. Εξ’ αιτίας της αύξησης της πο­λυπλοκότητας αυτά απομακρύνονται όλο και περισσότερο και γίνονται όλο και πιο κάθετα. Και έτσι λοιπόν έχουν ανάγκη για επιβολή, για μεγα­λύτερο έλεγχο και τεχνικές απλοποίησης και βίας πάνω σ’ αυτά που κυ­ριαρχούν. Είναι ανάγκη να γυρίσουμε στην αξιοποίηση των ατομικών με­ρών, όχι που να λειτουργούν δόλια σε ένα κυρίαρχο κέντρο, αλλά να λει­τουργούν αυτά καθαυτά, καθένα σε άμεση σχέση με όλα τα άλλα. Έτσι είναι τα πράγματα για το πολιτικό πρόβλημα. Κάθε άνθρωπος πρέ­πει να ζει σε άμεση σχέση με τους άλλους χωρίς να προσπαθεί να διαχειριστεί αυτή τη σχέση μια κεντρική κυβέρνηση που θα σκέπτεται για όλους.

Συγχρόνως, κάθε κοινωνική μονάδα θα πρέπει να οργανώνει μεταξύ των μελών της κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στην άμεση δημοκρατία, ό­που οι αποφάσεις είναι κοινωνική περιουσία και υπάρχει ο πιο σύνθετος σεβασμός των ατομικών διαφορετικοτήτων. Λοιπόν, ανεξάρτητα από την έκτασή της, η πολυπλοκότητα γίνεται αυτοκυβερνούμενη αφού δεν εξαρ­τάται από ψηλά. Εάν λοιπόν ο βιοτοπισμός, που είναι σύμφωνος με τις αρχές των οικοσυστημάτων, θέλει να μην έχει μια θεωρητική και ιδεαλιστι­κή σημασία, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραβλέψει μια αντι-ιεραρχική, ελευθεριακή και λύση ισότητας του πολιτικού προβλήματος. Εάν δεν το κάνει αυτό και τοποθετηθεί με περιβαλλοντικό τρόπο απέναντι στο περιβάλλον που μας περιβάλλει, είναι σίγουρο πως θα αναπαράγει σε επί­πεδο ανθρώπινης κοινωνίας τη λογική της κυριαρχίας και τη διαίρεσή της σε στρώματα και ιεραρχικούς ρόλους, αφήνοντας κάθε τόσο το σπέρ­μα της επιθυμίας για κυριαρχία.

Η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να επιστρέψει στο να είναι η συμβίωση με τις διαφορετικές μονάδες που είναι η βάση των οικοσυστημάτων. Δια­φορετικά είναι προορισμένη- και αυτό θα είναι δικιά της επιλογή- να παρα­μείνει ένας παράγοντας δυσαρμονίας και καταστροφής. Πρέπει τελικά να αποκτήσουμε μια ομοιοπαθητική στάση. Στη βιολογία η ομοιοστατική είναι μια εσωτερική κατάσταση ισορροπίας των ζωικών οργανισμών που εξασφαλίζει μια φυσική βιολογική δραστηριότητα των κυττάρων και των ιστών.

Andrea Papi

Αναδημοσίευση από: http://journal.eutopia.gr/el/eytopiki-bibliothiki-gia-nia-anti-ierarhiki-isorropia-toy-andrea-papi

Άνσελμ Γιάππε: Βία, αλλά για να κάνουμε τι;

Ποιο είναι σήμερα το πρόσωπο της βίας στη Γαλλία; Για όποιον πηγαινοέρχεται συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η πρώτη εικόνα της βίας, τη στιγμή που φτάνει σε ένα σταθμό ή ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας, είναι η αστυνομία. Δεν έχω δει ποτέ περισσότερους αστυνομικούς από όσους βλέπω σήμερα στη Γαλλία, ιδίως στο Παρίσι. Ούτε στην Τουρκία την περίοδο της δικτατορίας. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πραξικοπήματος ή σε μια κατεχόμενη χώρα. Ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Και τι αστυνομικοί! Με ένα σκαιό και αλαζονικό ύφος που δεν έχει όμοιό του. Αν τολμήσει κανείς να ψελλίσει την παραμικρή αντίρρηση –π.χ. όταν του ελέγχουν με πρωτοφανή επιμέλεια τα χαρτιά ή του ψάχνουν την τσάντα πριν επιβιβαστεί στο τρένο– νιώθει ότι φλερτάρει με τη σύλληψη, το ξύλο και την κατηγορία της «αντίστασης κατά της αρχής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι περνούν όσοι έχουν πιο σκούρο δέρμα ή δεν διαθέτουν χαρτιά. […] L12_Contraducto_03

Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μακράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.

Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συγκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. […]

Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας.

Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί.

L12_Contr

Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μιαπρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα
αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολοκληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί;

Η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής διαλεκτικής προϋποθέτει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο και ότι μπορούν να αναδειχθούν και άλλες δυνάμεις. Σήμερα τα πάντα γίνονται για να αποτραπεί η δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης. Κι όμως, όταν παρατηρούμε τα ονόματα των οδών στις γαλλικές πόλεις, βρίσκουμε ανάμεσά τους το όνομα του Auguste Blanqui και του François-Vincent Raspail, του Armand Barbès και της Louise Michel, του Édouard Vaillant και του Jules Vallès… Όλοι διώχθηκαν στην εποχή τους, βρέθηκαν στη φυλακή, εκτοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σήμερα το ίδιο το κράτος τους αναγνωρίζει (έστω και απρόθυμα) ως εκείνους που είχαν δίκιο, ενάντια στο κράτος της εποχής τους. Το γαλλικό κράτος θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό του, σε δύο ή τρεις επαναστάσεις και στην Αντίσταση – αν όμως οι προκάτοχοί του είχαν τα όπλα που διαθέτει το σημερινό κράτος, το σημερινό κράτος δεν θα υπήρχε. Αν το κράτος παρέμενε πιστό στην ίδια τη λογική του, θα έδινε μια ευκαιρία στους αντιπάλους του… Δεν πρόκειται βέβαια να ζητήσουμε από το κράτος να γίνει τόσο συνεπές ώστε να σέβεται τη ρητορική του. Αν όμως αφαιρέσει από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του και την παραμικρή δυνατότητα να δρουν και να αντιδρούν, αν αποφασίσει ότι είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες κρατικές μορφές, αν ισχυριστεί ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας», οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Γιατί το κράτος κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η μόνη «εναλλακτική» στην κυριαρχία του να είναι η απροκάλυπτη βαρβαρότητα. Προτιμά να κριθεί από τους εχθρούς του παρά από τους ανύπαρκτους διαδόχους του, όπως παρατήρησε ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ στα Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος το 1988. Κάθε «αντιτρομοκρατική» πολιτική ακολουθεί αυτή την αρχή, την οποία εφάρμοσαν ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον οι αρχές της Αλγερίας.

Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το εργατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες.

L12_Con

Αλλά οι ψευδαισθήσεις φαίνεται σήμερα να διαλύονται σιγά σιγά. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ελιγμών. Το κράτος δεν έχει τίποτα πια να αναδιανείμει, και έτσι η έκκληση για τήρηση της νομιμότητας καθίσταται κενό γράμμα: δεν έχει αντίκρισμα, δεν έχει γλυκό ως ανταμοιβή για τα καλά παιδιά. Μπορούμε επομένως να προβλέψουμε –και ήδη το βλέπουμε γύρω μας– ότι θα υπάρχει μια τεράστια πύκνωση των «παράνομων» ενεργειών, όπως οι καταλήψεις, οι ομηρείες διευθυντών, οι καταστροφές, οι αποκλεισμοί δρόμων κ.λπ.

Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση –ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν.[…]

Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το
επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 194 8) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη».

Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. […]

L12_C

Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά.

«Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό… Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους…

Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση.

Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο;

Μετάφραση: Σ. Κ.
 
«La violence, mais pour quoi faire?». 
Δημοσιεύτηκε στο περ. Lignes, τχ. 29 , Μάιος 2009. 
Αναδημοσιεύτηκε στο Crédit à mort, Lignes 2011. 
Παραλείψαμε εδώ τις σημειώσεις του κειμένου.
Αναδημοσίευση από:  http://www.levga.gr/2013/11/blog-post_6.html

Για μια ελευθεριακή πολιτική «εξουσία»

carrà 02του ΤΟΜΑΣ ΙΜΠΑΝΕΖ

 Επιστημολογικές και στρατηγικές εκτιμήσεις γύρω από την έννοια

Ο Αναρχισμός βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια φάση στασιμότητας που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, και η οποία εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και σ’ αυτό της πρακτικής.

Στο θεωρητικό επίπεδο είναι σπάνιοι οι νεωτερισμοί που παρήχθησαν στους κόλπους μιας σκέψης που μπορούμε χωρίς αμφιβολία να χαρακτηρήσουμε ριζοσπαστική, αλλά με μια τόσο ιδιαίτερη έννοια ώστε να κολλάει κυριολεκτικά στις ρίζες της λες και έχει κόλλα, συναντώντας τεράστιες δυσκολίες στο να αναπτυχτεί και να εξελιχτεί έχοντας ως αφετηρία αυτές τις ρίζες. Ο αναρχισμός έμεινε σταθερός, στο μεγαλύτερο μέρος του, στις αντιλήψεις και τις προτάσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια 18ου και του 19ου αιώνα. Στο επίπεδο της πρακτικής, μπορούμε σίγουρα να υποστηρίξουμε ότι ο αναρχισμός διαδόθηκε στους κόλπους μεγάλων άμορφων κοινωνικών κινημάτων, σιωπηλά ελευθεριακών, ενώ παράλληλα έχει σφραγίσει μεγάλο αριθμό κοινωνικών αλλαγών. Δυστυχώς, για καθέναν από τους μετασχηματισμούς που είχαν ελευθεριακά χαρακτηριστικά, είναι εύκολο να αναφέρουμε δεκάδες μικρο-εξελίξεις που με μια έννοια, άμεσα ή έμμεσα, είναι ολοκληρωτικές. Η κοινωνία μοιάζει να μετακινείται προς μια κατεύθυνση συστολής και όχι διεύρυνσης των θεμελιακών ελευθεριών και αυτονομιών.

Αυτή η διπλή στασιμότητα αποτελεί προφανώς πρόβλημα και μου φαίνεται ότι βάζει σε αμφισβήτηση την αξία των ελευθεριακών θέσεων. Είναι δυνατό να σκιαγραφήσουμε τα στοιχεία μιας νέας αφετηρίας; Πιστεύω πως ναι. Παράλληλα με τις πιο θεμελιώδεις σκέψεις που θά ‘πρεπε να προσανατολίζονται προς την επεξήγηση των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής των ιδεολογιών και των κινημάτων της κοινωνικής χειραφέτησης1, νομίζω ότι μια ενδεχόμενη ενδυνάμωση της ελευθεριακής σκέψης και πράξης περνάει απαραίτητα από μια ιδιαίτερη επιχείρηση εξορκισμού. Είναι απολύτως απαραίτητο να εξορκίσουμε μια ολόκληρη σειρά θεμάτων ταμπού των οποίων η ιδεολογικο-συναισθηματική φόρτιση μπλοκάρει κάθε δυνατότητα σκέψης. Κι αυτή η επιχείρηση εξορκισμού είναι πολύ περισσότερο αναγκαία όταν αφορά συγκεκριμένα θεμελιακά ζητήματα του «σκληρού πυρήνα»2 της αναρχικής σκέψης.

Η έννοια «εξουσία» και, πιο συγκεκριμένα, η έννοια «πολιτική εξουσία» είναι μία από τις πρώτες που θά ‘πρεπε να αποϊεροποιηθούν αν θέλουμε να απεγκλωβίσουμε τις συνθήκες για την πιθανή ανανέωση του αναρχισμού. Στην πραγματικότητα, έχει γίνει σύνηθες φαινόμενο να χρησιμοποιείται ο καθορισμός της θέσης σε σχέση με το ερώτημα της εξουσίας, ως ένα από τα βασικά κριτήρια του διαχωρισμού ανάμεσα στις ελευθεριακές και μη ελευθεριακές θέσεις. Κατά την άποψή μου το ερώτημα της εξουσίας συνιστά το βασικό «διαφοροποιητικό» στοιχείο ανάμεσα στους βαθμούς της «ελευθεριακότητας» των διαφόρων κοινωνικο-ιδεολογικών σκέψεων, καθώς και ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικο-πολιτικες στάσεις, τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές. Αυτο που θεωρώ ανεπίτρεπτο είναι να θεωρείται ότι η σχέση της ελευθεριακής σκέψης και της έννοιας της εξουσίας μπορεί να διατυπώνεται μόνο με όρους άρνησης, αποκλεισμού, απόρριψης, αντίθεσης, δηλαδή αντινομίας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια ελευθεριακή θεώρηση της εξουσίας. Όσο αυτό δε γίνεται κατανοητό πλήρως από την ελευθεριακή σκέψη, αυτή δε θα είναι σε θέση να προσεγγίσει εκείνες τις αναλύσεις και πρακτικές που θα της επιτρέψουν να καταλάβει την κοινωνική πραγματικότητα.

1. Η έννοια της εξουσίας.

Η πολυσχημία του όρου «εξουσία» και το εύρος του σχηματικού του φάσματος συνιστούν τις συνθήκες που ευνοούν τους διάλογους κουφών. Παρατηρούμε συχνά πώς κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, το περισσότερο που καταφέρνουν οι ομιλίες είναι απλά να παρατίθονται αντί να προστίθονται η μία στην άλλη, καθώς πραγματεύονται αντικείμενα βαθειά διαφορετικά μεταξύ τους, που αποκτούν κοινό έδαφος με την προσφυγή σε έναν κοινό προσδιορισμό: την «εξουσία». Είναι λοιπόν, χρήσιμο να περιγράψουμε τον όρο «εξουσία» πριν επιχειρήσουμε τη συζήτησή του. Εννοείται βέβαια, πως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ανοιχτούμε προς έναν «αντικειμενικό» και χωρίς προβλήματα ορισμό της λέξης εξουσία, αφού αναφέρεται σ’ έναν όρο πολιτικά φορτισμένο, που έχει αναλυθεί από παλιά από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός «ουδέτερος».

Σε μια από τις έννοιες του, πιθανά τον πιο γενικό και διαχρονικά τον πρώτο, ο όρος «εξουσία» λειτουργεί σαν αντίστοιχος με την έκφραση «έχω την ικανότητα να …», δηλαδή ως συνώνυμο του συνόλου των γεγονότων των οποίων κάποιος που είναι δρων, ενεργητικός ή όχι, μπορεί να είναι η άμεση ή έμμεση αιτία. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι απ’ αυτήν την αφετηρία η εξουσία ορίζεται σχετικά, αφού για να μπορέσει να εδραιωθεί χρειάζεται μια αλληλεπίδραση. Φαντάζομαι ότι κανένας, ελευθεριακός ή μη, δεν επιθυμεί να συζητήσει για αυτήν την συγκεκριμένη εξουσία, και ότι κανένας δε θεωρεί πως είναι χρήσιμο να την αμφισβητήσει δηλαδή να την καταστρέψει. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν υπάρξεις χωρίς εξουσία και ότι η εξουσία είναι, μ’ αυτήν την έννοια, ομοούσια με αυτή καθαυτή τη ζωή.

Με μια δεύτερη έννοια η λέξη «εξουσία» αναφέρεται σ’ εναν συγκεκριμένο τύπο σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά δρώντες, κι ετσι συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται ως η ασύμμετρη η άνιση ικανότητα που έχουν οι δρώντες να δημιουργούν αποτελέσματα πάνω στον άλλο πόλο της σχέσης που εγκαθιδρύεται. Δεν πιστεύω ότι είναι οππορ- τουνιστικο το να μπούμε εδώ σε πιο λεπτά επίπεδα ανάλυσης και να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, αν η παραγωγή αποτελεσμάτων πρέπει να είναι ηθελημένη ή όχι κλπ, για να νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για σχέση εξουσίας

Με μια τρίτη έννοια ο όρος «εξουσία» αναφέρεται στις μακροκοινωνικές δομές και στους μακροκοινωνικούς μηχανισμούς κοινωνικής ρύθμισης ή κοινωνικού ελέγχου. Μιλάμε μ’ αυτήν την έννοια για «μηχανισμούς» ή «σχηματισμούς», για «κέντρα» ή «δομές» εξουσίας, κλπ. Σημειώνω ότι αυτό δεν έχει την έννοια υπεράσπισης της «κατάργησης της εξουσίας» σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα έκφρασής της, και ότι είναι αλήθεια και «προφανές». για το επίπεδο 1 (η εξουσία ως ικανότητα), είναι εξίσου αλήθεια, αν και λιγότερο «προφανές» για τα άλλα υπό εξέτασιν επίπεδα. Μ’ άλλα λόγια, το να μιλάμε για μια κοινωνία «χωρίς εξουσία» συνιστά σφάλμα κρίσης, είτε το θέτουμε από την άποψη της εξουσίας ικανότητας (που θα σήμαινε μια κοινωνία η οποία δεν θα «μπορούσε» να κάνει τίποτα;), είτε το θέτουμε στο επίπεδο των ασύμμετρων σχέσεων (που θα σήμαινε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις χωρίς ασύμμετρα αποτελέσματα;), είτε τέλος το θέτουμε από την άποψη του κοινωνικού (που θα σήμαινε ένα σύστημα, και η κοινωνία είναι προφανώς ένα σύστημα, του οποίου τα στοιχεία δεν θα «περιορίζονταν» από το σύνολο των σχέσεων που ορίζουν με ακρίβεια το σύστημα;).

Οι σχέσεις εξουσίας είναι ομοούσιες με το ίδιο το κοινωνικό γεγονός, ενυπάρχουν σ’ αυτό, το εμποτίζουν, το περικλείουν και ταυτοχρόνως απορρέουν απ’ αυτό. Από τη στιγμή που το κοινωνικό υπονοεί αναγκαστικά την ύπαρξη ενός συνόλου αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε πολλά στοιχεία που απότομα σχηματίζουν ένα σύστημα, υπάρχουν αναπόφευκτα αποτελέσματα εξουσίας του συστήματος πάνω στα στοιχεία του, ακριβώς όπως υπάρχουν αποτελέσματα εξουσίας και ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος.

Όταν μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς πολιτική εξουσία, μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς κοινωνικές σχέσεις, χωρίς κοινωνικές ρυθμίσεις, χωρίς διαδικασία κοινωνικών αποφάσεων, με λίγα λόγια μιλάμε για κάτι «ασύλληπτο», κατ’ επανάληψη αντιφατικό μέσα στην ίδια του τη διατύπωση.

Εισάγω εδώ το χαρακτηριστικό «πολιτικό» για να αποσαφηνίσω τον όρο «εξουσία», αφού αυτός με την πιο γενική του έννοια, σημαίνει απλά τη διαδικασία και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων που επιτρέπουν σ’ ένα κοινωνικό σύνολο να επιλέγει ανάμεσα στις διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις που συναντά, όπως επίσης τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που διαβεβαιώνουν την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν παρθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει, μ’ αυτήν την έννοια, μια πολλαπλότητα μοντέλων «πολιτικής εξουσίας». Αφού οι ελευθεριακοί δηλώνουν ότι είναι «ενάντια στην εξουσία», αφού διαδηλώνουν την αναγκαιότητα να «καταργηθεί η εξουσία», αφού προτείνουν μια «κοινωνία χωρίς εξουσία», δεν μπορούν να διατηρήσουν έναν παραλογισμό ή κάτι το αδιανόητο.3

Είναι πιθανό να κάνουν απλά λάθος μετωνυμικού τύπου και χρησιμοποιούν τη λέξη «εξουσία» για ν’ αναφερθούν στην πραγματικότητα σ’ έναν «συγκεκριμένο τύπο σχέσεων εξουσίας», γνωρίζοντας, και πολύ συγκεκριμένα, τον τύπο της εξουσίας που βρίσκουμε στις «σχέσεις κυριαρχίας», στις «δομές κυριαρχίας», στις «διατάξεις κυριαρχίας», στα «εξαρτήματα κυριαρχίας» κλπ (είτε είναι αυτές οι σχέσεις καταναγκαστικού, χειραγωγικού ή άλλου τύπου). Ακόμα δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στις σχέσεις κυριαρχίας το σύνολο των σχέσεων που περιορίζουν την ελευθερία 4του ατόμου ή των ομάδων. Κι αυτό όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο θα χάραζε εκ νέου μια σχέση ισοδυναμίας μεταξύ των σχέσεων κυριαρχίας και των σχέσεων εξουσίας (καθώς κάθε πολιτική ή «κοινοτική» εξουσία είναι αναγκαστικά περιοριστική), αλλά ακόμα γιατί η ελευθερία και η εξουσία με καμμία έννοια δεν βρίσκονται σε μια σχέση απλής αντίθεσης.

Στην πραγματικότητα, είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις εξουσίας (που ενυπάρχουν στο κοινωνικό, ας μην το ξεχνάμε αυτό) περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι την κάνουν δυνατή και τη διευρύνουν. Μ’ αυτήν την έννοια θά ‘πρεπε να διαβάσουμε εκείνη την ωραία φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία μου δεν σταματάει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία των άλλων, αλλά αντιθέτως, εμπλουτίζεται από την ελευθερία των άλλων και διευρύνεται απ’ αυτήν.

Είναι ξεκάθαρο ότι η ελευθερία του άλλου περιορίζει τη δική μου (δεν είμαι ελεύθερος να κάνω όλα εκείνα που μπορούν να παραβιάζουν τη δική του), αλλά είναι εξίσου ξεκάθαρο, ταυτοχρόνως, ότι η ελευθερία μου έχει ανάγκη αυτήν την άλλη ελευθερία για να μπορέσει να υπάρξει (σ’ έναν κόσμο αυτομάτων η ελευθερία μου θα περιοριζόταν σημαντικά). Η εξουσία και η ελευθερία, λοιπόν, συγχέονται σ’ ένα περίπλοκο σύμπλεγμα ανταγωνισμού υλοποίησης.

Για να επιστρέψουμε στην καρδιά του προβλήματος, θα λέγαμε λοιπόν, ότι οι ελευθεριακοί είναι στην πραγματικότητα ενάντια στα κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στις σχέσεις κυριαρχίας (με την αυστηρή έννοια του όρου). Το «κάτω η εξουσία» θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί από το ελευθεριακό λεξιλόγιο, προς όφελος του «κάτω οι σχέσεις κυριαρχίας», και αυτό γιατί υπάρχει σήμερα χρέος να οριστούν οι συνθήκες της πιθανής ύπαρξης μιας κοινωνίας μη κυριαρχίας. Αν οι ελευθεριακοί δεν είναι ενάντια στην εξουσία, αλλά ενάντια σ’ έναν συγκεκριμένο τύπο εξουσίας, σημαίνει ότι είναι οπαδοί μιας συγκεκριμένης ποικιλίας εξουσίας που είναι εύχρηστο (και ακριβές) να την ονομάζουμε «ελευθεριακή εξουσία», ή ακριβέστερα «ελευθεριακή πολιτική εξουσία».

Αυτό σημαίνει ότι ασπάζονται έναν νέο τρόπο ελευθεριακής λειτουργίας των μηχανισμών, των διατάξεων και των σχέσεων της εξουσίας, που χαρακτηρίζουν την κοινωνία. Η αποδοχή της αρχής μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας μπορεί να επιφέρει δύο τύπους αποτελεσμάτων. Ο πρώτος μας τοποθετεί και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε και ν’ αναλύσουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες άσκησης μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας, τόσο στους κόλπους μιας κοινωνίας «με κράτος», όσο και σε μια κοινωνία «χωρίς κράτος».

Η εύκολη λύση συνίσταται, προφανώς, στο να διαδηλώνουμε ότι πρέπει να καταργηθεί η εξουσία, αποφεύγοντας το δύσκολο έργο να πούμε ποιες συγκεκριμένα είναι οι συνθήκες λειτουργίας μιας ελευθεριακής εξουσίας και ποιοι είναι οι τρόποι επίλυσης των συγκρούσεων σε μια μη-αυταρχική κοινωνία6. Εξάλλου το να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο κράτος και να υπερβάλλουμε σχετικά με την εξαφάνισή του, μας διευκολύνει να παραβλέπουμε το ότι ακόμα και χωρίς κράτος, οι σχέσεις και οι διατάξεις της εξουσίας διατηρούνται στους κόλπους της κοινωνίας. Αν είμαστε πεπεισμένοι ότι με την εξαφάνιση του κράτους εξαφανίζεται η εξουσία, γιατί τότε να ασχολούμαστε μαζί της;

Ο δεύτερος τύπος αποτελεσμάτων θα μπορούσε να συνίσταται στο να κάνει, επιτέλους, δυνατή την επικοινωνία ανάμεσα στους ελευθεριακούς και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, αν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον ελευθεριακό λόγο, αν αδιαφορούν γι’ αυτόν, αν δεν μοιράζονται τις ανησυχίες του, η ευθύνη δεν είναι δική τους, αλλά των ελευθεριακών. Η καλή λαϊκή κρίση έχει δίκιο όταν παραμένει ανεπηρέαστη από την ελευθεριακή επιχειρηματολογία ενάντια στην εξουσία, θα παρέμενε κουφή ακόμα κι αν άκουγε προτάσεις που δεν θα μιλούσαν για κατάργηση της εξουσίας, αλλά απλά για τη μεταρρύθμιση της;

Καταλαβαίνω ότι η ανάλυσή μου μπορεί να προκαλέσει έναν «ελευθεριακό ρεφορμισμό» και αυτή η εντύπωση θα ενδυναμωθεί όταν πω, ότι για την εγκαθίδρυση μιας επικοινωνίας ανάμεσα στους ελευθεριακούς και στην κοινωνία, δεν αρκεί να προτείνουμε μια αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας, αλλά πρέπει, επιπλέον, να κάνουμε τις πιθανότητες αλλαγής αξιόπιστες και να «προγραμματίσουμε», ακόμη και με τρόπο νεφελώδη, την πραγματοποίησή τους. Η πρώτη συνθήκη για να γίνει μια αλλαγή πιστευτή είναι η δυνατότητα πραγμάτωσής της, και αυτό διαγράφει τα όρια ενός αποτελεσματικού πολιτικού προγράμματος.

2. Για μια ελευθεριακή μικρο-μακρο στρατηγική7.

Όσο λίγο κι αν είναι η κοινωνία εξουσιάσιμη8, έστω και μόνο μερικώς, είναι προφανές ότι μια ελευθεριακή επιρροή δεν μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικές αλλαγές στην κατεύθυνση της «ελευθεριακότητας» της πολιτικής εξουσίας, παρά μόνο αν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού διατίθεται ευνοϊκά απέναντι της και δρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μια ελευθεριακή στρατηγική ρεφορμιστικού τύπου, προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ενός μαζικού κινήματος, το οποίο για να χαρακτηριστεί σημαντικό, πρέπει να μπορεί να οργανώσει και πάλι εκατομμύρια ανθρώπων σε μια χώρα όπως η Γαλλία και δεκάδες εκατομμύρια σε μια χώρα όπως οι ΕΠΑ. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Σίγουρα όχι, αν μ’ αυτό εννοούμε εκατομμύρια «αγωνιστών», αλλά ναι αν αναφερόμαστε σ’ ένα κίνημα γνώμης που παρουσιάζεται μ’ έναν τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον ευκαιριακό, περισσότερο ή λιγότερο συμπαγή, ακόμα και με μια χαλαρή γραμμή συνοχής. Ακόμα πρέπει οι ελευθεριακοί να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση αυτής της λαϊκής ελευθεριακής βάσης, αμφισβητώντας τη συνήθη μαξιμαλιστική στρατηγική που εκφράζεται με όρους του όλα ή τίποτα.

Ένα μεγάλο κίνημα ελευθεριακών απόψεων, ή αν προτιμάτε, μια «ελευθεριακή βαρύτητα» μέσα στην κοινωνία, δεν μπορεί να εδραιωθεί παρά μόνο αν έχει ως αφετηρία μια σειρά προτάσεων που είναι ταυτόχρονα αξιόπιστες και αποτελεσματικές για πολλούς ανθρώπους, με την έννοια ότι οι προτεινόμενες αλλαγές είναι πραγματικά δυνατό να πραγματοποιηθούν μέσα σε λογικές προθεσμίες (και είναι αρκούντως «κινητοποιητικές»).

Αυτές οι προτάσεις πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με τον αναγκαστικά υβριδικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων, των όχι απόλυτα ελευθεριακών, των όχι συγκεκριμένα ελευθεριακών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ξαναδούμε μια ολόκληρη σειρά «αρχών», όπως η συστηματική μη συμμετοχή σ’ όλους τους τύπους των εκλογικών διαδικασιών, η απόρριψη «των επαγγελματικών στελεχών» και η συστηματική απόρριψη των συμμαχιών με μη ελευθεριακές απόψεις (τόσο περισσότερο που αυτές οι «αρχές» δεν είναι συστατικό στοιχείο του «σκληρού πυρήνα» της ελευθεριακής σκέψης). Κάτι τέτοιο σημαίνει, όμως, πως θα ήταν τελείως αναποτελεσματική  η αποκλειστική επένδυση σε μια ρεφορμιστική στρατηγική, κι αυτό για πολλούς λόγους.

Ο πρώτος έγκειται στο ότι είναι απόλυτα απλοϊκή η αντιπαράθεση ρεφορμισμού-ριζοσπαστισμού. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της σύγχυσης γύρω από την αντιπαλότητα «εξουσίας-ελευθερίας», υπάρχει αξεδιάλυτο μπλέξιμο ανάμεσα στα διάφορα μέρη του συνόλου, τα οποία στην πραγματικότητα εμφανίζονται αλλού διαχωρισμένα και αλλού όχι. Ο ρεφορμισμός και ο ριζοσπαστισμός τρέφονται ο ένας από τον άλλο, αντιπαρατίθονται και αμοιβαία συμπληρώνονται. Εξάλλου ο ρεφορμισμός μπορεί να καταλήξει σε διαστρεβλώσεις ή να έχει ριζοσπαστικές συνέπειες, ακριβώς όπως ο ριζοσπαστισμός μπορεί να οδηγήσει σε οπισθοδρομήσεις ή να προκαλέσει μεταρρυθμίσεις.

Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην ιδέα ότι η ριζοσπαστική δράση αυξάνει συνήθως την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά της, ή ακόμα και την κτητικότητά της, στο βαθμό που υπάρχει μια «κινητικότητα» η οποία γονιμοποιεί το έδαφος πάνω στο οποίο ασκείται.

Ο τρίτος είναι ότι οι ριζοσπαστικές θέσεις και πράξεις μπορούν ν’ αποτελέσουν το κοινωνικό ισοδύναμο των τυχαίων αλληλεπιδράσεων και των τοπικών διακυμάνσεων, οι οποίες οδηγούν (όπως στην «αυθόρμητη» εξέλιξη ορισμένων φυσικο-χημικών συστημάτων) στην κατεύθυνση ριζοσπαστικά νέων, συγκεκριμένων διατάξεων (σε αντιστοιχία με τη δημιουργία της τάξης από το χάος», «της τάξης μέσω των διαταραχών» κλπ). Είναι ξεκάθαρο ότι η κοινωνία είναι αρκετά περίπλοκη (με την τεχνική έννοια του όρου) και βρίσκεται αρκετά μακριά από την «ισορροπία» της, ώστε να απαγορευτικά αδύνατο να προβλεφθούν οι πιθανές συνέπειες αυτής ή της άλλης ριζοσπαστικής πράξης που ασκείται σ’ αυτό ή σε κάποιο άλλο σημείο του κοινωνικού ιστού (βλέπε κυρίως το Μάη του ’68). Είναι ξεκάθαρο ότι μόνο η ριζοσπαστική δράση μπορεί να προκαλέσει την «ανάδυση» ασυμβίβαστων καταστάσεων εν σχέση με την εγκαθιδρυμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι η ριζοσπαστική δράση είναι αντιφατική, γιατί έχοντας σαν δεδομένο ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα που αυτοοργανώνεται, οι δυσλειτουργίες που εισάγει η ριζοσπαστική δράση, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα του εγκαθιδρυμένου συστήματος.

Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο ριζοσπαστισμός επιτρέπει τη διατήρηση των αντιλήψεων, των προτάσεων και των διερωτήσεων που διαφορετικά, θα οικειοποιούνταν και θα μεταβάλλονταν από τα κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα, χάρη στην επεξεργασία που τους κάνουν τα ρεφορμιστικά κινήματα. Ο πέμπτος λόγος αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία. Αυτή φαίνεται να δείχνει ότι από τη συνύπαρξη διευρυμένων «μαλακών», «ιδεολογικά αβέβαιων» με «χαλαρή συνοχή» τάσεων, και «ριζοσπαστικών», «σκληρών» και «αδιάλλακτων» τάσεων, δημιουργούνται ευνοϊκότερες συνθήκες για βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές (βλέπε Ισπανία 1936).

Μ’ όλα αυτά γίνεται ξεκάθαρο πως είναι έντονα προβληματική η απαραίτητη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τον ρεφορμισμό. Στην πραγματικότητα πρέπει να εμποδίσουμε τον ρεφορμισμό από το να συντρίψει τις ριζοσπαστικές απόπειρες, δημιουργώντας γύρω τους ένα περίβλημα που θα απορροφάει τους κραδασμούς τους οποίους προκαλούν και θ’ ακυρώνει τα αποτελέσματά τους, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τις ριζοσπαστικές απόπειρες να υπονομεύσουν τις ρεφορμιστικές, ακυρώνοντας το ρόλο τους. Πρέπει να εμποδίσουμε τις εννοιολογικές καινοτομίες των ρεφορμιστών να καταλήξουν στην εξάλειψη του σκληρού πυρήνα από τον οποίο προέρχονται και του βάθους της ριζοσπαστικής κριτικής, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τη ριζοσπαστική αδιαλλαξία να μπλοκάρει τις πιθανότητες μιας θεωρητικής ανανέωσης.

Είναι πάντως ουσιώδες, και γι’ αυτό πιο δύσκολο απ’ όλα τ’ άλλα, ριζοσπάστες και ρεφορμιστές να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο ως στοιχεία ανταγωνιστικά/συμπληρωματικά και ως εχθροί/σύμμαχοι, χωρίς να πέφτουμε σε απλουστεύσεις. Δεν θέλησα να επικαλεσθώ μια πιο «διαλεκτική» σκέψη, αλλά θέλησα να εκφράσω τη βαθειά μου πεποίθηση ότι όσο δεν θα αντιλαμβανόμαστε τη μη απλουστευτική περιπλοκότητα της πραγματικότητας, θα είμαστε ανίκανοι να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία.

Σημειώσεις:

1) Από τι και πώς, παράγεται η ελευθεριακή σκέψη; θα ήταν ενδιαφέρον να πραγματευτούμε τον αναρχισμό σαν ένα κοινωνικό αντικείμενο που υπακούει σε κάποιες συνθήκες παραγωγής (ποιες;), που εξασφαλίζει κάποιες κοινωνικές λειτουργίες (ποιες;) και που παράγει με τη σειρά του κάποια κοινωνικά και ιδεολογικά αποτελέσματα (ποια;). Τ’ ότι ο μαρξισμός έχει πραγματευτεί αυτό το ερώτημα με αξιοθρήνητο τρόπο δεν μειώνει το ενδιαφέρον του. Εκεί βρίσκεται ίσως η εξήγηση του γιατί ο αναρχισμός χαρακτηρίζεται από την απουσία σωρευτικών αποτελεσμάτων στο οργανωτικό επίπεδο, ιδεολογικό ή κοινωνικό. Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.

2) Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.

3) θά ‘πρεπε να δούμε εντούτοις, αν η κραυγή ενάντια στην εξουσία δεν αποτελεί, στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασια- κού, έναν τρόπο αμφισβήτησης, μετατόπισης του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, δηλαδή αμφισβήτηση του τελικά εφόσον εγκαθιδρύθηκε καταναγκαστικά

4) θά ‘πρεπε χωρίς αμφιβολία, να αφιερώσουμε ένα σεμινάριο στο θέμα της ελευθερίας. Μία από τις πιο δύσκολες έννοιες που υπάρχουν, αφού θέτει το πρόβλημα των αυτοαναφορικών

  5) Επωφελούμαι απ’ αυτήν την ευκαιρία για να επιμείνω στο πόσο επείγει η εγκατάλειψη της βαθειάς, απόλυτης ιδέας μιας κοινωνίας «αρμονικής», που «στερείται συγκρούσεων».

6) Είναι πιθανό η ελευθεριακή λειτουργία μιας ελευθεριακής εξουσίας να περνάει από την ίδρυση μηχανισμών ταλάντωσης, οι οποίοι θα εμποδίζουν την αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ή που θα εμποδίζουν την αυτοεδραίωση της εξουσίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

7) Δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο με την τεχνική έννοια που ονειρεύεται η οικονομία ή θεωρία των παιγνίων, αλλά καθαρά αναλογικά.

8) Το αν είναι κάτι τέτοιο είναι άλλο ζήτημα, αλλά αν δεν είναι απόλυτα εξουσιάσιμη, τότε πρέπει να πούμε αντίο στις μαχητικές περιπλανήσεις μας.

Πηγή: εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Ο Tomas Ibanez γιος ισπανών αυτοεξόριστων, έζησε για μακρύ χρονικό διάστημα στο Παρίσι, όπου συμμετείχε ενεργά στον Μάη του ’68 και στην ελευθεριακή αντιφρανκική αντίσταση. Επιστρέφοντας τη δεκαετία του εβδομήντα στην Ισπανία  έγινε καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει γράψει διάφορα βιβλία και είναι συνιδρυτής του περιοδικού κριτικής σκέψης Archipelago.

Αναδημοσίευση από:  http://eleftheriakos.gr/node/276