Επιστημολογικές και στρατηγικές εκτιμήσεις γύρω από την έννοια
Ο Αναρχισμός βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια φάση στασιμότητας που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, και η οποία εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και σ’ αυτό της πρακτικής.
Στο θεωρητικό επίπεδο είναι σπάνιοι οι νεωτερισμοί που παρήχθησαν στους κόλπους μιας σκέψης που μπορούμε χωρίς αμφιβολία να χαρακτηρήσουμε ριζοσπαστική, αλλά με μια τόσο ιδιαίτερη έννοια ώστε να κολλάει κυριολεκτικά στις ρίζες της λες και έχει κόλλα, συναντώντας τεράστιες δυσκολίες στο να αναπτυχτεί και να εξελιχτεί έχοντας ως αφετηρία αυτές τις ρίζες. Ο αναρχισμός έμεινε σταθερός, στο μεγαλύτερο μέρος του, στις αντιλήψεις και τις προτάσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια 18ου και του 19ου αιώνα. Στο επίπεδο της πρακτικής, μπορούμε σίγουρα να υποστηρίξουμε ότι ο αναρχισμός διαδόθηκε στους κόλπους μεγάλων άμορφων κοινωνικών κινημάτων, σιωπηλά ελευθεριακών, ενώ παράλληλα έχει σφραγίσει μεγάλο αριθμό κοινωνικών αλλαγών. Δυστυχώς, για καθέναν από τους μετασχηματισμούς που είχαν ελευθεριακά χαρακτηριστικά, είναι εύκολο να αναφέρουμε δεκάδες μικρο-εξελίξεις που με μια έννοια, άμεσα ή έμμεσα, είναι ολοκληρωτικές. Η κοινωνία μοιάζει να μετακινείται προς μια κατεύθυνση συστολής και όχι διεύρυνσης των θεμελιακών ελευθεριών και αυτονομιών.
Αυτή η διπλή στασιμότητα αποτελεί προφανώς πρόβλημα και μου φαίνεται ότι βάζει σε αμφισβήτηση την αξία των ελευθεριακών θέσεων. Είναι δυνατό να σκιαγραφήσουμε τα στοιχεία μιας νέας αφετηρίας; Πιστεύω πως ναι. Παράλληλα με τις πιο θεμελιώδεις σκέψεις που θά ‘πρεπε να προσανατολίζονται προς την επεξήγηση των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής των ιδεολογιών και των κινημάτων της κοινωνικής χειραφέτησης1, νομίζω ότι μια ενδεχόμενη ενδυνάμωση της ελευθεριακής σκέψης και πράξης περνάει απαραίτητα από μια ιδιαίτερη επιχείρηση εξορκισμού. Είναι απολύτως απαραίτητο να εξορκίσουμε μια ολόκληρη σειρά θεμάτων ταμπού των οποίων η ιδεολογικο-συναισθηματική φόρτιση μπλοκάρει κάθε δυνατότητα σκέψης. Κι αυτή η επιχείρηση εξορκισμού είναι πολύ περισσότερο αναγκαία όταν αφορά συγκεκριμένα θεμελιακά ζητήματα του «σκληρού πυρήνα»2 της αναρχικής σκέψης.
Η έννοια «εξουσία» και, πιο συγκεκριμένα, η έννοια «πολιτική εξουσία» είναι μία από τις πρώτες που θά ‘πρεπε να αποϊεροποιηθούν αν θέλουμε να απεγκλωβίσουμε τις συνθήκες για την πιθανή ανανέωση του αναρχισμού. Στην πραγματικότητα, έχει γίνει σύνηθες φαινόμενο να χρησιμοποιείται ο καθορισμός της θέσης σε σχέση με το ερώτημα της εξουσίας, ως ένα από τα βασικά κριτήρια του διαχωρισμού ανάμεσα στις ελευθεριακές και μη ελευθεριακές θέσεις. Κατά την άποψή μου το ερώτημα της εξουσίας συνιστά το βασικό «διαφοροποιητικό» στοιχείο ανάμεσα στους βαθμούς της «ελευθεριακότητας» των διαφόρων κοινωνικο-ιδεολογικών σκέψεων, καθώς και ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικο-πολιτικες στάσεις, τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές. Αυτο που θεωρώ ανεπίτρεπτο είναι να θεωρείται ότι η σχέση της ελευθεριακής σκέψης και της έννοιας της εξουσίας μπορεί να διατυπώνεται μόνο με όρους άρνησης, αποκλεισμού, απόρριψης, αντίθεσης, δηλαδή αντινομίας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια ελευθεριακή θεώρηση της εξουσίας. Όσο αυτό δε γίνεται κατανοητό πλήρως από την ελευθεριακή σκέψη, αυτή δε θα είναι σε θέση να προσεγγίσει εκείνες τις αναλύσεις και πρακτικές που θα της επιτρέψουν να καταλάβει την κοινωνική πραγματικότητα.
1. Η έννοια της εξουσίας.
Η πολυσχημία του όρου «εξουσία» και το εύρος του σχηματικού του φάσματος συνιστούν τις συνθήκες που ευνοούν τους διάλογους κουφών. Παρατηρούμε συχνά πώς κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, το περισσότερο που καταφέρνουν οι ομιλίες είναι απλά να παρατίθονται αντί να προστίθονται η μία στην άλλη, καθώς πραγματεύονται αντικείμενα βαθειά διαφορετικά μεταξύ τους, που αποκτούν κοινό έδαφος με την προσφυγή σε έναν κοινό προσδιορισμό: την «εξουσία». Είναι λοιπόν, χρήσιμο να περιγράψουμε τον όρο «εξουσία» πριν επιχειρήσουμε τη συζήτησή του. Εννοείται βέβαια, πως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ανοιχτούμε προς έναν «αντικειμενικό» και χωρίς προβλήματα ορισμό της λέξης εξουσία, αφού αναφέρεται σ’ έναν όρο πολιτικά φορτισμένο, που έχει αναλυθεί από παλιά από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός «ουδέτερος».
Σε μια από τις έννοιες του, πιθανά τον πιο γενικό και διαχρονικά τον πρώτο, ο όρος «εξουσία» λειτουργεί σαν αντίστοιχος με την έκφραση «έχω την ικανότητα να …», δηλαδή ως συνώνυμο του συνόλου των γεγονότων των οποίων κάποιος που είναι δρων, ενεργητικός ή όχι, μπορεί να είναι η άμεση ή έμμεση αιτία. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι απ’ αυτήν την αφετηρία η εξουσία ορίζεται σχετικά, αφού για να μπορέσει να εδραιωθεί χρειάζεται μια αλληλεπίδραση. Φαντάζομαι ότι κανένας, ελευθεριακός ή μη, δεν επιθυμεί να συζητήσει για αυτήν την συγκεκριμένη εξουσία, και ότι κανένας δε θεωρεί πως είναι χρήσιμο να την αμφισβητήσει δηλαδή να την καταστρέψει. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν υπάρξεις χωρίς εξουσία και ότι η εξουσία είναι, μ’ αυτήν την έννοια, ομοούσια με αυτή καθαυτή τη ζωή.
Με μια δεύτερη έννοια η λέξη «εξουσία» αναφέρεται σ’ εναν συγκεκριμένο τύπο σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά δρώντες, κι ετσι συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται ως η ασύμμετρη η άνιση ικανότητα που έχουν οι δρώντες να δημιουργούν αποτελέσματα πάνω στον άλλο πόλο της σχέσης που εγκαθιδρύεται. Δεν πιστεύω ότι είναι οππορ- τουνιστικο το να μπούμε εδώ σε πιο λεπτά επίπεδα ανάλυσης και να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, αν η παραγωγή αποτελεσμάτων πρέπει να είναι ηθελημένη ή όχι κλπ, για να νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για σχέση εξουσίας
Με μια τρίτη έννοια ο όρος «εξουσία» αναφέρεται στις μακροκοινωνικές δομές και στους μακροκοινωνικούς μηχανισμούς κοινωνικής ρύθμισης ή κοινωνικού ελέγχου. Μιλάμε μ’ αυτήν την έννοια για «μηχανισμούς» ή «σχηματισμούς», για «κέντρα» ή «δομές» εξουσίας, κλπ. Σημειώνω ότι αυτό δεν έχει την έννοια υπεράσπισης της «κατάργησης της εξουσίας» σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα έκφρασής της, και ότι είναι αλήθεια και «προφανές». για το επίπεδο 1 (η εξουσία ως ικανότητα), είναι εξίσου αλήθεια, αν και λιγότερο «προφανές» για τα άλλα υπό εξέτασιν επίπεδα. Μ’ άλλα λόγια, το να μιλάμε για μια κοινωνία «χωρίς εξουσία» συνιστά σφάλμα κρίσης, είτε το θέτουμε από την άποψη της εξουσίας ικανότητας (που θα σήμαινε μια κοινωνία η οποία δεν θα «μπορούσε» να κάνει τίποτα;), είτε το θέτουμε στο επίπεδο των ασύμμετρων σχέσεων (που θα σήμαινε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις χωρίς ασύμμετρα αποτελέσματα;), είτε τέλος το θέτουμε από την άποψη του κοινωνικού (που θα σήμαινε ένα σύστημα, και η κοινωνία είναι προφανώς ένα σύστημα, του οποίου τα στοιχεία δεν θα «περιορίζονταν» από το σύνολο των σχέσεων που ορίζουν με ακρίβεια το σύστημα;).
Οι σχέσεις εξουσίας είναι ομοούσιες με το ίδιο το κοινωνικό γεγονός, ενυπάρχουν σ’ αυτό, το εμποτίζουν, το περικλείουν και ταυτοχρόνως απορρέουν απ’ αυτό. Από τη στιγμή που το κοινωνικό υπονοεί αναγκαστικά την ύπαρξη ενός συνόλου αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε πολλά στοιχεία που απότομα σχηματίζουν ένα σύστημα, υπάρχουν αναπόφευκτα αποτελέσματα εξουσίας του συστήματος πάνω στα στοιχεία του, ακριβώς όπως υπάρχουν αποτελέσματα εξουσίας και ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος.
Όταν μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς πολιτική εξουσία, μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς κοινωνικές σχέσεις, χωρίς κοινωνικές ρυθμίσεις, χωρίς διαδικασία κοινωνικών αποφάσεων, με λίγα λόγια μιλάμε για κάτι «ασύλληπτο», κατ’ επανάληψη αντιφατικό μέσα στην ίδια του τη διατύπωση.
Εισάγω εδώ το χαρακτηριστικό «πολιτικό» για να αποσαφηνίσω τον όρο «εξουσία», αφού αυτός με την πιο γενική του έννοια, σημαίνει απλά τη διαδικασία και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων που επιτρέπουν σ’ ένα κοινωνικό σύνολο να επιλέγει ανάμεσα στις διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις που συναντά, όπως επίσης τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που διαβεβαιώνουν την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν παρθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει, μ’ αυτήν την έννοια, μια πολλαπλότητα μοντέλων «πολιτικής εξουσίας». Αφού οι ελευθεριακοί δηλώνουν ότι είναι «ενάντια στην εξουσία», αφού διαδηλώνουν την αναγκαιότητα να «καταργηθεί η εξουσία», αφού προτείνουν μια «κοινωνία χωρίς εξουσία», δεν μπορούν να διατηρήσουν έναν παραλογισμό ή κάτι το αδιανόητο.3
Είναι πιθανό να κάνουν απλά λάθος μετωνυμικού τύπου και χρησιμοποιούν τη λέξη «εξουσία» για ν’ αναφερθούν στην πραγματικότητα σ’ έναν «συγκεκριμένο τύπο σχέσεων εξουσίας», γνωρίζοντας, και πολύ συγκεκριμένα, τον τύπο της εξουσίας που βρίσκουμε στις «σχέσεις κυριαρχίας», στις «δομές κυριαρχίας», στις «διατάξεις κυριαρχίας», στα «εξαρτήματα κυριαρχίας» κλπ (είτε είναι αυτές οι σχέσεις καταναγκαστικού, χειραγωγικού ή άλλου τύπου). Ακόμα δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στις σχέσεις κυριαρχίας το σύνολο των σχέσεων που περιορίζουν την ελευθερία 4του ατόμου ή των ομάδων. Κι αυτό όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο θα χάραζε εκ νέου μια σχέση ισοδυναμίας μεταξύ των σχέσεων κυριαρχίας και των σχέσεων εξουσίας (καθώς κάθε πολιτική ή «κοινοτική» εξουσία είναι αναγκαστικά περιοριστική), αλλά ακόμα γιατί η ελευθερία και η εξουσία με καμμία έννοια δεν βρίσκονται σε μια σχέση απλής αντίθεσης.
Στην πραγματικότητα, είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις εξουσίας (που ενυπάρχουν στο κοινωνικό, ας μην το ξεχνάμε αυτό) περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι την κάνουν δυνατή και τη διευρύνουν. Μ’ αυτήν την έννοια θά ‘πρεπε να διαβάσουμε εκείνη την ωραία φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία μου δεν σταματάει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία των άλλων, αλλά αντιθέτως, εμπλουτίζεται από την ελευθερία των άλλων και διευρύνεται απ’ αυτήν.
Είναι ξεκάθαρο ότι η ελευθερία του άλλου περιορίζει τη δική μου (δεν είμαι ελεύθερος να κάνω όλα εκείνα που μπορούν να παραβιάζουν τη δική του), αλλά είναι εξίσου ξεκάθαρο, ταυτοχρόνως, ότι η ελευθερία μου έχει ανάγκη αυτήν την άλλη ελευθερία για να μπορέσει να υπάρξει (σ’ έναν κόσμο αυτομάτων η ελευθερία μου θα περιοριζόταν σημαντικά). Η εξουσία και η ελευθερία, λοιπόν, συγχέονται σ’ ένα περίπλοκο σύμπλεγμα ανταγωνισμού υλοποίησης.
Για να επιστρέψουμε στην καρδιά του προβλήματος, θα λέγαμε λοιπόν, ότι οι ελευθεριακοί είναι στην πραγματικότητα ενάντια στα κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στις σχέσεις κυριαρχίας (με την αυστηρή έννοια του όρου). Το «κάτω η εξουσία» θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί από το ελευθεριακό λεξιλόγιο, προς όφελος του «κάτω οι σχέσεις κυριαρχίας», και αυτό γιατί υπάρχει σήμερα χρέος να οριστούν οι συνθήκες της πιθανής ύπαρξης μιας κοινωνίας μη κυριαρχίας. Αν οι ελευθεριακοί δεν είναι ενάντια στην εξουσία, αλλά ενάντια σ’ έναν συγκεκριμένο τύπο εξουσίας, σημαίνει ότι είναι οπαδοί μιας συγκεκριμένης ποικιλίας εξουσίας που είναι εύχρηστο (και ακριβές) να την ονομάζουμε «ελευθεριακή εξουσία», ή ακριβέστερα «ελευθεριακή πολιτική εξουσία».
Αυτό σημαίνει ότι ασπάζονται έναν νέο τρόπο ελευθεριακής λειτουργίας των μηχανισμών, των διατάξεων και των σχέσεων της εξουσίας, που χαρακτηρίζουν την κοινωνία. Η αποδοχή της αρχής μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας μπορεί να επιφέρει δύο τύπους αποτελεσμάτων. Ο πρώτος μας τοποθετεί και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε και ν’ αναλύσουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες άσκησης μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας, τόσο στους κόλπους μιας κοινωνίας «με κράτος», όσο και σε μια κοινωνία «χωρίς κράτος».
Η εύκολη λύση συνίσταται, προφανώς, στο να διαδηλώνουμε ότι πρέπει να καταργηθεί η εξουσία, αποφεύγοντας το δύσκολο έργο να πούμε ποιες συγκεκριμένα είναι οι συνθήκες λειτουργίας μιας ελευθεριακής εξουσίας και ποιοι είναι οι τρόποι επίλυσης των συγκρούσεων σε μια μη-αυταρχική κοινωνία6. Εξάλλου το να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο κράτος και να υπερβάλλουμε σχετικά με την εξαφάνισή του, μας διευκολύνει να παραβλέπουμε το ότι ακόμα και χωρίς κράτος, οι σχέσεις και οι διατάξεις της εξουσίας διατηρούνται στους κόλπους της κοινωνίας. Αν είμαστε πεπεισμένοι ότι με την εξαφάνιση του κράτους εξαφανίζεται η εξουσία, γιατί τότε να ασχολούμαστε μαζί της;
Ο δεύτερος τύπος αποτελεσμάτων θα μπορούσε να συνίσταται στο να κάνει, επιτέλους, δυνατή την επικοινωνία ανάμεσα στους ελευθεριακούς και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, αν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον ελευθεριακό λόγο, αν αδιαφορούν γι’ αυτόν, αν δεν μοιράζονται τις ανησυχίες του, η ευθύνη δεν είναι δική τους, αλλά των ελευθεριακών. Η καλή λαϊκή κρίση έχει δίκιο όταν παραμένει ανεπηρέαστη από την ελευθεριακή επιχειρηματολογία ενάντια στην εξουσία, θα παρέμενε κουφή ακόμα κι αν άκουγε προτάσεις που δεν θα μιλούσαν για κατάργηση της εξουσίας, αλλά απλά για τη μεταρρύθμιση της;
Καταλαβαίνω ότι η ανάλυσή μου μπορεί να προκαλέσει έναν «ελευθεριακό ρεφορμισμό» και αυτή η εντύπωση θα ενδυναμωθεί όταν πω, ότι για την εγκαθίδρυση μιας επικοινωνίας ανάμεσα στους ελευθεριακούς και στην κοινωνία, δεν αρκεί να προτείνουμε μια αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας, αλλά πρέπει, επιπλέον, να κάνουμε τις πιθανότητες αλλαγής αξιόπιστες και να «προγραμματίσουμε», ακόμη και με τρόπο νεφελώδη, την πραγματοποίησή τους. Η πρώτη συνθήκη για να γίνει μια αλλαγή πιστευτή είναι η δυνατότητα πραγμάτωσής της, και αυτό διαγράφει τα όρια ενός αποτελεσματικού πολιτικού προγράμματος.
2. Για μια ελευθεριακή μικρο-μακρο στρατηγική7.
Όσο λίγο κι αν είναι η κοινωνία εξουσιάσιμη8, έστω και μόνο μερικώς, είναι προφανές ότι μια ελευθεριακή επιρροή δεν μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικές αλλαγές στην κατεύθυνση της «ελευθεριακότητας» της πολιτικής εξουσίας, παρά μόνο αν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού διατίθεται ευνοϊκά απέναντι της και δρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μια ελευθεριακή στρατηγική ρεφορμιστικού τύπου, προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ενός μαζικού κινήματος, το οποίο για να χαρακτηριστεί σημαντικό, πρέπει να μπορεί να οργανώσει και πάλι εκατομμύρια ανθρώπων σε μια χώρα όπως η Γαλλία και δεκάδες εκατομμύρια σε μια χώρα όπως οι ΕΠΑ. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Σίγουρα όχι, αν μ’ αυτό εννοούμε εκατομμύρια «αγωνιστών», αλλά ναι αν αναφερόμαστε σ’ ένα κίνημα γνώμης που παρουσιάζεται μ’ έναν τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον ευκαιριακό, περισσότερο ή λιγότερο συμπαγή, ακόμα και με μια χαλαρή γραμμή συνοχής. Ακόμα πρέπει οι ελευθεριακοί να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση αυτής της λαϊκής ελευθεριακής βάσης, αμφισβητώντας τη συνήθη μαξιμαλιστική στρατηγική που εκφράζεται με όρους του όλα ή τίποτα.
Ένα μεγάλο κίνημα ελευθεριακών απόψεων, ή αν προτιμάτε, μια «ελευθεριακή βαρύτητα» μέσα στην κοινωνία, δεν μπορεί να εδραιωθεί παρά μόνο αν έχει ως αφετηρία μια σειρά προτάσεων που είναι ταυτόχρονα αξιόπιστες και αποτελεσματικές για πολλούς ανθρώπους, με την έννοια ότι οι προτεινόμενες αλλαγές είναι πραγματικά δυνατό να πραγματοποιηθούν μέσα σε λογικές προθεσμίες (και είναι αρκούντως «κινητοποιητικές»).
Αυτές οι προτάσεις πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με τον αναγκαστικά υβριδικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων, των όχι απόλυτα ελευθεριακών, των όχι συγκεκριμένα ελευθεριακών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ξαναδούμε μια ολόκληρη σειρά «αρχών», όπως η συστηματική μη συμμετοχή σ’ όλους τους τύπους των εκλογικών διαδικασιών, η απόρριψη «των επαγγελματικών στελεχών» και η συστηματική απόρριψη των συμμαχιών με μη ελευθεριακές απόψεις (τόσο περισσότερο που αυτές οι «αρχές» δεν είναι συστατικό στοιχείο του «σκληρού πυρήνα» της ελευθεριακής σκέψης). Κάτι τέτοιο σημαίνει, όμως, πως θα ήταν τελείως αναποτελεσματική η αποκλειστική επένδυση σε μια ρεφορμιστική στρατηγική, κι αυτό για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος έγκειται στο ότι είναι απόλυτα απλοϊκή η αντιπαράθεση ρεφορμισμού-ριζοσπαστισμού. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της σύγχυσης γύρω από την αντιπαλότητα «εξουσίας-ελευθερίας», υπάρχει αξεδιάλυτο μπλέξιμο ανάμεσα στα διάφορα μέρη του συνόλου, τα οποία στην πραγματικότητα εμφανίζονται αλλού διαχωρισμένα και αλλού όχι. Ο ρεφορμισμός και ο ριζοσπαστισμός τρέφονται ο ένας από τον άλλο, αντιπαρατίθονται και αμοιβαία συμπληρώνονται. Εξάλλου ο ρεφορμισμός μπορεί να καταλήξει σε διαστρεβλώσεις ή να έχει ριζοσπαστικές συνέπειες, ακριβώς όπως ο ριζοσπαστισμός μπορεί να οδηγήσει σε οπισθοδρομήσεις ή να προκαλέσει μεταρρυθμίσεις.
Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην ιδέα ότι η ριζοσπαστική δράση αυξάνει συνήθως την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά της, ή ακόμα και την κτητικότητά της, στο βαθμό που υπάρχει μια «κινητικότητα» η οποία γονιμοποιεί το έδαφος πάνω στο οποίο ασκείται.
Ο τρίτος είναι ότι οι ριζοσπαστικές θέσεις και πράξεις μπορούν ν’ αποτελέσουν το κοινωνικό ισοδύναμο των τυχαίων αλληλεπιδράσεων και των τοπικών διακυμάνσεων, οι οποίες οδηγούν (όπως στην «αυθόρμητη» εξέλιξη ορισμένων φυσικο-χημικών συστημάτων) στην κατεύθυνση ριζοσπαστικά νέων, συγκεκριμένων διατάξεων (σε αντιστοιχία με τη δημιουργία της τάξης από το χάος», «της τάξης μέσω των διαταραχών» κλπ). Είναι ξεκάθαρο ότι η κοινωνία είναι αρκετά περίπλοκη (με την τεχνική έννοια του όρου) και βρίσκεται αρκετά μακριά από την «ισορροπία» της, ώστε να απαγορευτικά αδύνατο να προβλεφθούν οι πιθανές συνέπειες αυτής ή της άλλης ριζοσπαστικής πράξης που ασκείται σ’ αυτό ή σε κάποιο άλλο σημείο του κοινωνικού ιστού (βλέπε κυρίως το Μάη του ’68). Είναι ξεκάθαρο ότι μόνο η ριζοσπαστική δράση μπορεί να προκαλέσει την «ανάδυση» ασυμβίβαστων καταστάσεων εν σχέση με την εγκαθιδρυμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι η ριζοσπαστική δράση είναι αντιφατική, γιατί έχοντας σαν δεδομένο ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα που αυτοοργανώνεται, οι δυσλειτουργίες που εισάγει η ριζοσπαστική δράση, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα του εγκαθιδρυμένου συστήματος.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο ριζοσπαστισμός επιτρέπει τη διατήρηση των αντιλήψεων, των προτάσεων και των διερωτήσεων που διαφορετικά, θα οικειοποιούνταν και θα μεταβάλλονταν από τα κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα, χάρη στην επεξεργασία που τους κάνουν τα ρεφορμιστικά κινήματα. Ο πέμπτος λόγος αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία. Αυτή φαίνεται να δείχνει ότι από τη συνύπαρξη διευρυμένων «μαλακών», «ιδεολογικά αβέβαιων» με «χαλαρή συνοχή» τάσεων, και «ριζοσπαστικών», «σκληρών» και «αδιάλλακτων» τάσεων, δημιουργούνται ευνοϊκότερες συνθήκες για βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές (βλέπε Ισπανία 1936).
Μ’ όλα αυτά γίνεται ξεκάθαρο πως είναι έντονα προβληματική η απαραίτητη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τον ρεφορμισμό. Στην πραγματικότητα πρέπει να εμποδίσουμε τον ρεφορμισμό από το να συντρίψει τις ριζοσπαστικές απόπειρες, δημιουργώντας γύρω τους ένα περίβλημα που θα απορροφάει τους κραδασμούς τους οποίους προκαλούν και θ’ ακυρώνει τα αποτελέσματά τους, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τις ριζοσπαστικές απόπειρες να υπονομεύσουν τις ρεφορμιστικές, ακυρώνοντας το ρόλο τους. Πρέπει να εμποδίσουμε τις εννοιολογικές καινοτομίες των ρεφορμιστών να καταλήξουν στην εξάλειψη του σκληρού πυρήνα από τον οποίο προέρχονται και του βάθους της ριζοσπαστικής κριτικής, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τη ριζοσπαστική αδιαλλαξία να μπλοκάρει τις πιθανότητες μιας θεωρητικής ανανέωσης.
Είναι πάντως ουσιώδες, και γι’ αυτό πιο δύσκολο απ’ όλα τ’ άλλα, ριζοσπάστες και ρεφορμιστές να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο ως στοιχεία ανταγωνιστικά/συμπληρωματικά και ως εχθροί/σύμμαχοι, χωρίς να πέφτουμε σε απλουστεύσεις. Δεν θέλησα να επικαλεσθώ μια πιο «διαλεκτική» σκέψη, αλλά θέλησα να εκφράσω τη βαθειά μου πεποίθηση ότι όσο δεν θα αντιλαμβανόμαστε τη μη απλουστευτική περιπλοκότητα της πραγματικότητας, θα είμαστε ανίκανοι να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία.
Σημειώσεις:
1) Από τι και πώς, παράγεται η ελευθεριακή σκέψη; θα ήταν ενδιαφέρον να πραγματευτούμε τον αναρχισμό σαν ένα κοινωνικό αντικείμενο που υπακούει σε κάποιες συνθήκες παραγωγής (ποιες;), που εξασφαλίζει κάποιες κοινωνικές λειτουργίες (ποιες;) και που παράγει με τη σειρά του κάποια κοινωνικά και ιδεολογικά αποτελέσματα (ποια;). Τ’ ότι ο μαρξισμός έχει πραγματευτεί αυτό το ερώτημα με αξιοθρήνητο τρόπο δεν μειώνει το ενδιαφέρον του. Εκεί βρίσκεται ίσως η εξήγηση του γιατί ο αναρχισμός χαρακτηρίζεται από την απουσία σωρευτικών αποτελεσμάτων στο οργανωτικό επίπεδο, ιδεολογικό ή κοινωνικό. Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.
2) Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.
3) θά ‘πρεπε να δούμε εντούτοις, αν η κραυγή ενάντια στην εξουσία δεν αποτελεί, στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασια- κού, έναν τρόπο αμφισβήτησης, μετατόπισης του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, δηλαδή αμφισβήτηση του τελικά εφόσον εγκαθιδρύθηκε καταναγκαστικά
4) θά ‘πρεπε χωρίς αμφιβολία, να αφιερώσουμε ένα σεμινάριο στο θέμα της ελευθερίας. Μία από τις πιο δύσκολες έννοιες που υπάρχουν, αφού θέτει το πρόβλημα των αυτοαναφορικών
5) Επωφελούμαι απ’ αυτήν την ευκαιρία για να επιμείνω στο πόσο επείγει η εγκατάλειψη της βαθειάς, απόλυτης ιδέας μιας κοινωνίας «αρμονικής», που «στερείται συγκρούσεων».
6) Είναι πιθανό η ελευθεριακή λειτουργία μιας ελευθεριακής εξουσίας να περνάει από την ίδρυση μηχανισμών ταλάντωσης, οι οποίοι θα εμποδίζουν την αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ή που θα εμποδίζουν την αυτοεδραίωση της εξουσίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
7) Δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο με την τεχνική έννοια που ονειρεύεται η οικονομία ή θεωρία των παιγνίων, αλλά καθαρά αναλογικά.
8) Το αν είναι κάτι τέτοιο είναι άλλο ζήτημα, αλλά αν δεν είναι απόλυτα εξουσιάσιμη, τότε πρέπει να πούμε αντίο στις μαχητικές περιπλανήσεις μας.
Πηγή: εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα
Ο Tomas Ibanez γιος ισπανών αυτοεξόριστων, έζησε για μακρύ χρονικό διάστημα στο Παρίσι, όπου συμμετείχε ενεργά στον Μάη του ’68 και στην ελευθεριακή αντιφρανκική αντίσταση. Επιστρέφοντας τη δεκαετία του εβδομήντα στην Ισπανία έγινε καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει γράψει διάφορα βιβλία και είναι συνιδρυτής του περιοδικού κριτικής σκέψης Archipelago.
Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/276