Ρέι Μπράντμπερι: Χαίρε και αντίο

ray_bradbury_by_francoclun-d5zn64m

 (μετάφραση: Γιάννης Παλαβός). 

Μα φυσικά και θα ’φευγε, δε γινόταν αλλιώς, ο χρόνος είχε τελειώσει, το ρολόι είχε σταματήσει, κι εκείνος θα ’φευγε και μάλιστα για πολύ μακριά. Η βαλίτσα του ήταν έτοιμη, τα παπούτσια γυαλισμένα, τα μαλλιά χτενισμένα, το πρόσωπό του μοσχοβολούσε σαπούνι και του ’μενε μόνο να κατέβει τις σκάλες, ν’ ανοίξει την εξώπορτα κι από κει να πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό της κωμόπολης, όπου το τρένο θα σταματούσε αποκλειστικά για ’κείνον. Τότε το Φοξ Χιλ του Ιλινόι θ’ ανήκε πια στο μακρινό παρελθόν. Κι εκείνος θα συνέχιζε, ίσως για την Άιοβα, ίσως για το Κάνσας, ακόμα και για την Καλιφόρνια· ένα αγοράκι δώδεκα ετών, μ’ ένα πιστοποιητικό γέννησης στο βαλιτσάκι του που έγραφε ότι είχε γεννηθεί πριν από σαράντα τρία χρόνια.

«Γουίλι!» ακούστηκε μια φωνή από το ισόγειο.

«Ναι!» Σήκωσε τη βαλίτσα του. Στον καθρέφτη της συρταριέρας είδε ένα πρόσωπο φτιαγμένο από πικραλίδες του Ιουνίου κι από μήλα του Ιουλίου κι από ζεστά καλοκαιρινά πρωινά με γάλα. Απέναντί του βρισκόταν, όπως πάντα, η αγγελική κι αθώα όψη που ίσως ποτέ, σ’ ολόκληρη τη ζωή του, να μην άλλαζε.

«Ήρθε η ώρα», είπε η γυναικεία φωνή.

«Εντάξει!» Κατέβηκε τη σκάλα γρυλίζοντας και χαμογελώντας. Η Άννα κι ο Στιβ κάθονταν στο σαλόνι. Τα ρούχα τους ήταν τόσο όμορφα και νοικοκυρεμένα που σε πονούσε να τους βλέπεις.

«Να με!» φώναξε ο Γουίλι απ’ την πόρτα της σάλας.

Η Άννα φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Ω Θεούλη μου, δε θα μας αφήσεις, έτσι Γουίλι;»

«Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια», είπε χαμηλόφωνα ο Γουίλι. «Είμ’ εδώ τρία χρόνια. Αλλά όταν ο κόσμος αρχίζει τα σχόλια, ξέρω ότι ήρθε ο καιρός να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και ν’ αγοράσω ένα εισιτήριο για το τρένο».

«Είναι πολύ παράξενα όλ’ αυτά. Ακατανόητα. Τι ξαφνικό», είπε η Άννα. «Γουίλι, θα μας λείψεις».

«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα, γι’ αυτό βοηθήστε με. Μη μου γράφετε εσείς».

«Η παρουσία σου μας ευχαρίστησε και μας ικανοποίησε ιδιαιτέρως», είπε ο Στιβ καθιστός, μιλώντας λες και οι λέξεις δε χωρούσαν στο στόμα του. «Κρίμα που έπρεπε να μπει ένα τέλος. Κρίμα που έπρεπε να μας μιλήσεις για σένα. Πάρα πολύ κρίμα που δε γίνεται να μείνεις».

«Είστε οι καλύτεροι γονείς που είχα», είπε ο Γουίλι, ύψους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών, που ποτέ δε χρειάστηκε να ξυριστεί, μ’ επιδερμίδα λαμπερή σαν το φως του ήλιου.

Και τότε η Άννα έβαλε τα κλάματα. «Γουίλι, Γουίλι». Και κάθισε και φαινόταν λες κι ήθελε να τον αγκαλιάσει αλλά πλέον φοβόταν να το κάνει· τον κοιτούσε κατάπληκτη και συγκλονισμένη, με τα χέρια της άδεια, δίχως να ξέρει πια πώς να του φερθεί.

«Δε μου είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γουίλι. «Δένεσαι. Θέλεις να μείνεις. Αλλά δε γίνεται. Κάποτε προσπάθησα να μείνω αφότου ο κόσμος άρχισε να με υποψιάζεται. “Φρικτό!” είπαν. “Τόσα χρόνια έπαιζε με τ’ αθώα παιδιά μας”, είπαν, “κι εμείς να μην έχουμε ιδέα! Τρομερό!” Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω μια νύχτα απ’ την πόλη. Δεν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σας αγαπώ και τους δύο. Σας ευχαριστώ για τρία υπέροχα χρόνια».

Πήγαν όλοι τους στην εξώπορτα. «Γουίλι, πού θα πας;»

«Δεν ξέρω. Απλώς αρχίζω να ταξιδεύω. Όταν δω μια όμορφη μικρή πόλη με πολύ πράσινο, μένω».

«Θα γυρίσεις ποτέ;»

«Ναι», είπε με την ψιλή φωνή του και το εννοούσε. «Σε καμιά εικοσαριά χρόνια, λογικά το πρόσωπό μου θ’ αρχίσει ν’ αλλάζει. Τότε θα κάνω μια μεγάλη περιοδεία και θα επισκεφθώ όλες τις μητέρες και τους πατεράδες που είχα ποτέ μου».

Στέκονταν διστακτικοί στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, δεν ήθελαν να πουν αντίο. Ο Στιβ είχε στυλώσει το βλέμμα του σε μια φτελιά. «Με πόσους άλλους γονείς έχεις ζήσει, Γουίλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»

Ο Γουίλι έκανε την πρόσθεση, πράγμα που του ήταν αρκετά ευχάριστο. «Νομίζω ότι είναι πέντε πόλεις και πέντε ζευγάρια και περισσότερα από είκοσι χρόνια από τότε που ξεκίνησα την περιοδεία μου».

«Εντάξει, ας μην παραπονιόμαστε», είπε ο Στιβ. «Καλύτερα να ’χεις ένα γιο για τρία χρόνια παρά καθόλου».

«Λοιπόν», είπε ο Γουίλι και φίλησε την Άννα στα πεταχτά, έπιασε τη βαλίτσα του και πήρε την ανηφόρα μέσα στο πρασινωπό φως του μεσημεριού, κάτω από τα δέντρα, ένα κανονικό μικρό παιδάκι που δίχως να κοιτά πίσω του άνοιγε σταθερά το βήμα.

Την ώρα που ο Γουίλι περνούσε απ’ το πάρκο, τα παιδιά έπαιζαν μπέιζμπολ στο γήπεδο με το χλωρό γρασίδι. Ο Γουίλι στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις σκιές που έριχναν οι βελανιδιές, και τα ’βλεπε καθώς εκσφενδόνιζαν την άσπρη, σαν από χιόνι μπάλα στον καλοκαιρινό αέρα, είδε τη σκιά της μπάλας να πετά σαν σκοτεινό πουλί πάνω απ’ το γρασίδι, είδε τα χέρια τους ν’ ανοίγουν σαν στόματα για ν’ αδράξουν αυτό το βραχύβιο θραύσμα του καλοκαιριού, που τώρα του φαινόταν ότι είχε ύψιστη σημασία να το διαφυλάξει. Τα παιδιά ξεφώνιζαν. Η μπάλα σταμάτησε στο γρασίδι κοντά στον Γουίλι.

Καθώς προχωρούσε κάτω από τις σφενταμιές και τις φιλύρες με τη μπάλα στο χέρι, αναλογιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια που τώρα είχαν εξαντληθεί μέχρι σταγόνας, και τα προηγούμενα πέντε χρόνια και ούτω καθεξής μέχρι τη χρονιά που ήταν πραγματικά έντεκα και δώδεκα και δεκατεσσάρων χρονών και οι φωνές έλεγαν: «Τι πρόβλημα έχει ο Γουίλι, κυρία;» «Κυρία Μπ., ο Γουίλι αργεί ν’ αναπτυχθεί;» «Γουίλι, καπνίζεις τίποτα πούρα τελευταία;». Οι απόηχοι χάνονταν μέσα στο καλοκαιρινό φως και στα χρώματα. Η φωνή της μητέρας του: «Ο Γουίλι έκλεισε τα είκοσι ένα σήμερα!». Και χίλιες φωνές να λένε: «Έλα ξανά όταν γίνεις δεκαπέντε χρονών, αγόρι μου· τότεμπορεί να σε προσλάβουμε».

Κοίταξε τη μπάλα στο τρεμάμενο χέρι του σαν να ήταν η ίδια του η ζωή, ένα ατέλειωτο κουβάρι από χρόνια τυλιγμένα σε αλλεπάλληλους γύρους, που όμως καταλήγουν πάντοτε στην ίδια αφετηρία, στα δωδέκατα γενέθλιά του. Άκουσε βήματα, τα παιδιά τον πλησίαζαν· αισθάνθηκε να του κρύβουν τον ήλιο. Ήταν μεγαλύτερα και τον περικύκλωσαν.

«Γουίλι! Για πού το ’βαλες;» Κλώτσησαν τη βαλίτσα του.

Πόσο ψηλά ήταν τ’ αγόρια κάτω απ’ τον ήλιο που μεσουρανούσε. Εδώ και λίγους μήνες ήταν λες κι ο ήλιος είχε απλώσει το χέρι του πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μ’ ένα του νεύμα τ’ αγόρια έγιναν ζεστό μέταλλο που έλιωνε προς τα πάνω· έγιναν χρυσές καραμέλες βουτύρου που τις τραβούσε μια πανίσχυρη βαρύτητα κατά τον ουρανό, δεκατριών ετών, δεκατεσσάρων, κοιτούσαν από ψηλά τον Γουίλι και χαμογελούσαν, είχαν όμως ήδη αρχίσει να τον βάζουν σε δεύτερη μοίρα. Η αρχή είχε γίνει πριν από τέσσερις μήνες:

«Κάντε ομάδες! Ποιος θέλει τον Γουίλι;»

«Α, ο Γουίλι είναι πολύ μικρός· δεν παίζουμε με μόμολα».

Και ορμούσαν μπροστά και τον προσπερνούσαν, παρασυρμένα απ’ τη σελήνη, τον ήλιο και το πέρασμα απ’ την εποχή που τα φύλλα μαραίνονται στην εποχή που οι άνεμοι φουσκώνουν, κι αυτός παρέμενε δώδεκα χρονών και δεν ανήκε πια στον κύκλο τους. Και οι άλλες φωνές ξανάπιαναν την παλιά, φρικτά οικεία και ψυχρή επωδό: «Μάλλον πρέπει να πάρει βιταμίνες το παιδί, Στιβ» «Άννα, στο σόι σου είχες κοντούς συγγενείς;». Και η κρύα γροθιά μέσα στην καρδιά σου ανοίγει και ξανασφίγγει και καταλαβαίνεις ότι πρέπει πάλι να ξεριζωθείς μετά από τόσα καλά χρόνια με τους «δικούς σου».

«Γουίλι, για πού το ’βαλες;»

Σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Ξαναβρέθηκε περικυκλωμένος απ’ τα θεόρατα αγόρια που τον σκίαζαν και τον περιτριγύριζαν σαν γίγαντες που σκύβουν πάνω από μια βρύση για να πιουν.

«Πάω επίσκεψη σ’ έναν ξάδερφο για μερικές μέρες».

«Α, μάλιστα». Κάποτε, πριν από ένα χρόνο, θα τους ενδιέφερε πάρα πολύ. Αλλά τώρα ένιωθαν μόνο περιέργεια για τις αποσκευές του, τους γοήτευαν τα τρένα και τα ταξίδια και τα μακρινά μέρη.

«Παίζουμε κανα δυο γύρους στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλι.

Έδειχναν αναποφάσιστοι, αλλά ζύγισαν την περίσταση και δέχτηκαν. Ο Γουίλι πέταξε την τσάντα του κι άρχισε να τρέχει· η λευκή μπάλα αναλήφθηκε στον ήλιο, έφυγε προς τις φλεγόμενες μορφές τους στην άκρη της αλάνας, έπειτα πάλι στον ήλιο, ορμητική, σαν τη ζωή ερχόταν κι έφευγε ακολουθώντας συγκεκριμένη πορεία. Πέρα, δώθε! Ο κύριος και η κυρία Ρόμπερτ Χάνλον στο Κρικ Μπεντ του Ουισκόνσιν, 1932, το πρώτο ζευγάρι, την πρώτη χρονιά! Πέρα, δώθε! Χένρι και Άλις Μπολντζ στο Λάιμβιλ της Άιοβας, 1935! Η μπάλα πετούσε. Τα ζεύγη Σμιθ, Ίτον, Ρόμπινσον! 1939! 1945! Ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, άτεκνοι, άτεκνοι, άτεκνοι! Χτυπάς τη μια πόρτα, χτυπάς την άλλη.

«Με συγχωρείτε. Με λένε Γουίλιαμ. Μήπως θα – »

«Ένα σάντουιτς; Έλα μέσα, κάθισε. Από πού είσαι, παιδί μου;»

Το σάντουιτς, ένα μεγαλο ποτήρι δροσερό γάλα, τα χαμόγελα, τα νεύματα, η άνετη και χαλαρή συζήτηση.

«Παιδί μου, φαίνεσαι ότι έρχεσαι από ταξίδι. Το ’σκασες από κάπου;»

«Όχι».

«Αγόρι μου, είσαι ορφανός;»

Ακόμα ένα ποτήρι γάλα.

«Πάντα θέλαμε παιδιά. Ποτέ δεν τα καταφέραμε. Ποτέ δε μάθαμε το λόγο. Συμβαίνουν αυτά. Τι να γίνει. Περνάει η ώρα, παιδί μου. Δεν ξεκινάς καλύτερα για το σπίτι σου;»

«Δεν έχω σπίτι».

«Έν’ αγόρι σαν κι εσένα; Που μοσχοβολάει σαπούνι; Η μητέρα σου θ’ ανησυχεί».

«Δεν έχω σπίτι ούτε οικογένεια, είμαι μόνος μου στον κόσμο. Ήθελα να ρωτήσω –απλώς ρωτάω– αν γίνεται να κοιμηθώ εδώ απόψε».

«Κοίτα, παιδί μου, δεν είμαι σίγουρος. Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ να πάρουμε –», είπε ο σύζυγος.

«Θα φάμε κοτόπουλο απόψε», είπε η σύζυγος, «φτάνει για έναν ακόμα, για την παρέα…»

Κι η μια χρονιά να διαδέχεται την άλλη και να χάνεται, οι φωνές και τα πρόσωπα κι οι άνθρωποι και πάντα οι ίδιες πρώτες κουβέντες. Η φωνή της Έμιλι Ρόμπινσον, που καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της μέσα στο σκοτάδι μιας καλοκαιρινής νύχτας, της τελευταίας νύχτας που ο Γουίλι έμεινε μαζί της και της αποκάλυψε το μυστικό του, έλεγε:

«Κοιτάζω τα προσωπάκια των παιδιών που περνούν απ’ το δρόμο. Και καμιά φορά σκέφτομαι “Τι κρίμα, τι κρίμα που όλ’ αυτά τα λουλούδια πρέπει να κοπούν, όλες αυτές οι λαμπερές φωτιές να σβήσουν. Τι κρίμα που τα παιδιά, όλα τα παιδιά που βλέπεις στα σχολεία ή τα βλέπεις να τρέχουν στους δρόμους, πρέπει να ψηλώσουν και ν’ ασχημύνουν και να γεμίσουν ρυτίδες, και τα μαλλιά τους ν’ ασπρίσουν ή να πέσουν και τελικά, σκελετωμένα και άρρωστα, να πεθάνουν και να τα θάψουν”. Όταν ακούω το γέλιο τους, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι θ’ ακολουθήσουν κι αυτά τη δική μου πορεία. Κι όμως την ακολουθούν! Ακόμα θυμάμαι το ποίημα του Γουόρντσγουορθ: “Όταν έξαφνα είδα ένα πλήθος, μια στρατιά χρυσών ασφόδελων· Πλάι στη λίμνη, κάτω απ’ τα δέντρα, παιχνίδιζαν και χόρευαν στο αεράκι”. Έτσι βλέπω τα παιδιά· όσο ανελέητα κι αν φέρονται καμιά φορά, όσο μοχθηρά κι αν μπορούν να γίνουν –και το ξέρω–, το πρόσωπο και τα μάτια τους δε δείχνουν τη μοχθηρία, η κούραση δεν τα ’χει ακόμα λυγίσει. Λαχταρούν τόσο πολύ το κάθε τι! Να τι μου λείπει πιο πολύ απ’ τους ενήλικες: η λαχτάρα που εννιά φορές στις δέκα χάθηκε, η χαμένη ζωντάνια, ο πλούτος της επιθυμίας και της ζωής που χαραμίστηκε. Σαν κάποιος να σκόρπισε μια ανθοδέσμη έξω απ’ τις πόρτες του σχολείου. Πώς νιώθεις, Γουίλι; Πώς νιώθεις που είσαι νέος για πάντα; Που είσαι σαν ασημένιο κέρμα, σαν κέρμα που μόλις βγήκε αστραφτερό απ’ το νομισματοκοπείο; Είσαι ευτυχισμένος; Είσαι τόσο καλά όσο δείχνει το πρόσωπό σου;»*

Η μπάλα όρμηξε σφυρίζοντας απ’ το γαλάζιο ουρανό και κέντρισε το χέρι του σαν μεγάλο έντομο. Καθώς το έτριβε για να φύγει ο πόνος, άκουσε τη φωνή της μνήμης του:

«Χρησιμοποίησα ό,τι  μέσο είχα. Αφού πέθαναν οι γονείς μου, αφού κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να εργαστώ πουθενά σαν κανονικός άνδρας, προσπάθησα να βρω δουλειά σε τσίρκα, αλλά οι άνθρωποι του τσίρκου απλώς γελούσαν. “Παιδί μου”, έλεγαν, “δεν είσαι νάνος, κι ακόμα κι αν είσαι, μοιάζεις με αγοράκι! Εμείς θέλουμε νάνους με όψη νάνου! Λυπούμαστε πολύ, παιδί μου”. Έτσι έφυγα απ’ το σπίτι, πήρα το δρόμο μου και συλλογιζόμουν: Τι ήμουν;. Ένα αγοράκι. Έμοιαζα με αγοράκι, ακουγόμουν σαν αγοράκι, άρα καλύτερα να συνεχίσω να είμαι αγοράκι. Ανώφελο να προσπαθώ να τ’ αλλάξω. Ανώφελο να θυμώνω και να βάζω τις φωνές. Οπότε; Τι δουλειά μού ταίριαζε; Και τότε, μια μέρα σ’ ένα εστιατόριο είδα κάποιον να κοιτάζει τις φωτογραφίες των παιδιών κάποιου άλλου. “Μακάρι να είχα παιδιά”, είπε. “Μακάρι να είχα παιδιά”. Κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι του ασταμάτητα. Εγώ καθόμουν σ’ ένα σκαμπό λίγο πιο πέρα μ’ ένα χάμπουργκερ στο χέρι. Έμεινα στη θέση μου αποσβολωμένος! Την ίδια στιγμή κατάλαβα τι δουλειά θα έκανα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Τελικά υπήρχε δουλειά για μένα. Θα πρόσφερα ευτυχία στους μοναχικούς. Δε θα ’μενα ποτέ με σταυρωμένα χέρια. Θα ’παιζα για πάντα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να παίζω για πάντα. Θα μοίραζα εφημερίδες σε καναδυό σπίτια, θα ’κανα λίγα θελήματα, ίσως να κούρευα το γρασίδι σε μερικούς κήπους. Αλλά σκληρή δουλειά; Όχι. Θα φρόντιζα μόνο να ’ναι χαρούμενη η μητέρα και περήφανος ο πατέρας. Στράφηκα προς τον άνδρα που καθόταν λίγο παραπέρα στον πάγκο. “Με συγχωρείτε”, είπα. Του χαμογέλασα

“Μα, Γουίλι”, είπε η κα Ρόμπινσον πολύ παλιά, “δε σ’ έπιανε ποτέ μοναξιά; Δεν ένιωσες ποτέ μεγαλίστικες –καταλαβαίνεις– επιθυμίες;”

“Τις καταπολέμησα μόνος μου”, είπε ο Γουίλι. “Είμαι αγοράκι, είπα στον εαυτό μου. Πρέπει να ζω σ’ έναν αγορίστικο κόσμο, να διαβάζω αγορίστικα βιβλία, να παίζω αγορίστικα παιχνίδια, να ξεκόψω απ’ όλα τ’ άλλα. Δεν μπορώ να έχω δύο εαυτούς. Πρέπει να είμαι μόνο ένα πράγμα – νέος. Και μ’ αυτή τη λογική συνέχισα. Ω, δεν ήταν εύκολο. Κάποιες φορές – ”. Σώπασε.

“Κι η οικογένεια με την οποία ζούσες, αυτοί δεν ήξεραν την αλήθεια;”

“Όχι. Αν τους την αποκάλυπτα, θα πήγαιναν όλα στράφι. Τους έλεγα ότι είχα φύγει απ’ το σπίτι μου· τους άφηνα να το ερευνήσουν μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών, μέσω της Αστυνομίας. Ύστερα, αφού δεν έβρισκαν καμιά ύποπτη πληροφορία για μένα, τους άφηνα ν’ αρχίσουν διαδικασίες για υιοθεσία. Ήταν η καλύτερη λύση· με την προϋπόθεση ότι δε θα μάθαιναν την αλήθεια. Αλλά στην πορεία, μετά από τρία ή πέντε χρόνια, το καταλάβαιναν μόνοι τους ή ερχόταν κάποιος γυρολόγος ή εμφανιζόταν κάποιος απ’ το θίασο του τσίρκου και το πράγμα τέλειωνε. Κάθε φορά τέλειωνε”.

“Και είσαι πολύ ευτυχισμένος και είναι ωραία που είσαι παιδί για περισσότερα από σαράντα χρόνια;”

“Βγάζω το ψωμί μου, όπως λένε. Κι όταν δίνεις ευτυχία στους άλλους, τότε είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισμένος. Μια δουλειά είναι και την κάνω. Όπως και να ’χει, σε λίγα χρόνια θα μπω στη δεύτερη παιδική ηλικία. Όλες οι πυρετώδεις κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα περισσότερα όνειρα θα φύγουν. Τότε ίσως μπορέσω να ηρεμήσω και να παίξω πέρα για πέρα το ρόλο μου”».

Πέταξε τη μπάλα μια τελευταία φορά και διέκοψε την ονειροπόληση. Έπειτα έτρεξε να πιάσει τις αποσκευές του. Τομ, Μπιλ, Τζέιμι, Μπομπ, Σαμ – τα όνοματά τους ανέβηκαν στα χείλη του. Τα παιδιά ένιωθαν αμήχανα που τους έσφιγγε το χέρι.

«Εντάξει, ρε Γουίλι, δεν πας και στην Κίνα ούτε στο Τιμπουκτού».

«Ναι, έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλι έστεκε ακίνητος.

«Γεια σου, Γουίλι. Τα λέμε την άλλη βδομάδα!»

«Γεια σας, γεια σας!»

Και να που πάλι έφευγε με τη βαλίτσα στο χέρι, κοιτώντας τα δέντρα, μακριά από τα παιδιά και το δρόμο όπου έζησε, και καθώς έστριβε τη γωνία ούρλιαξε η σφυρίχτρα του τρένου, κι εκείνος άρχισε να τρέχει.

Το τελευταίο πράγμα που είδε κι άκουσε ήταν μια λευκή μπάλα να σκάει σ’ ένα ψηλό στέγαστρο, να τινάζεται μπρος και πίσω, μπρος και πίσω, και δυο φωνές να φωνάζουν καθώς η μπάλα ριχνόταν πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι ύστερα πάλι ψηλά ως τον ουρανό: «Άννι, Άννι, φτάνει πια! Άννι, Άννι, φτάνει πια!», σαν τις κραυγές των πουλιών που πετούν κατά τα βάθη του Νότου.

Νωρίς το πρωί, με συνοδεία τη μυρωδιά της ομίχλης και του ψυχρού μετάλλου, με τη σιδερένια μυρωδιά του τρένου γύρω του, με το κορμί ταλαιπωρημένο απ’ το ολονύχτιο ταξίδι και με τη μυρωδιά του ήλιου πίσω απ’ τον ορίζοντα, ο Γουίλι ξύπνησε κι αντίκρυσε απ’ το παράθυρο μια μικρή πόλη ίσα ίσα να βγαίνει απ’ τον ύπνο. Φώτα πλησίαζαν, χαμηλές κι ακατάληπτες φωνές ακούγονταν, μέσα στον κρύο αέρα ένας κόκκινος σηματοδότης μετακινούνταν συνεχώς μπρος και πίσω, μπρος και πίσω. Επικρατούσε εκείνη η ληθαργική σιωπή, που μέσα της οι μακρινοί απόηχοι δυναμώνουν και φτάνουν ολοκάθαροι, που ο καθένας τους ηχεί ακέραιος και διαυγής. Πέρασε ένας αχθοφόρος, άλλη μια σκιά μες στις σκιές.

«Κύριε», είπε ο Γουίλι.

Ο αχθοφόρος σταμάτησε.

«Ποια πόλη είν’ αυτή;» ψιθύρισε το αγόρι μέσα στο σκοτάδι.

«Το Βάλεϊβιλ».

«Τι πληθυσμό έχει;»

«Δέκα χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ κατεβαίνεις;»

«Φαίνεται να ’χει πολύ πράσινο». Ο Γουίλι κοίταζε για ώρα απ’ το παράθυρο την πόλη μέσα στο κρύο πρωινό. «Φαίνεται όμορφη και ήσυχη», είπε ο Γουίλι.

«Παιδί μου», είπε ο αχθοφόρος, «ξέρεις πού πας;»

«Εδώ», είπε ο Γουίλι και σηκώθηκε ήσυχα μέσα στο βαρύ και δροσερό πρωινό που μύριζε σίδερο, μες στο σκοτάδι του τρένου, με μια κίνηση ανεπαίσθητη σαν θρόισμα.

«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, αγόρι μου», είπε ο αχθοφόρος.

«Μάλιστα, κύριε», είπε ο Γουίλι. «Ξέρω τι κάνω». Και, ενώ πίσω του ο αχθοφόρος κουβαλούσε τις αποσκευές, προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο και βγήκε έξω, στις αναθυμιάσεις και την αχλύ της ψυχρής αυγής. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον αχθοφόρο και το τρένο από μαύρο μέταλλο, με φόντο τα λίγα αστέρια που είχαν απομείνει. Ξαφνικά, η σφυρίχτρα του τρένου ξέσπασε σ’ έναν μακρόσυρτο και θρηνητικό ήχο, οι αχθοφόροι κατά μήκος της αμαξοστοιχίας άρχισαν να φωνάζουν, τα βαγόνια τραντάχθηκαν και ο προσωπικός του αχθοφόρος τον χαιρέτησε και του χαμογέλασε· χαιρέτησε και χαμογέλασε προς το μικρό παιδί με τις ογκώδεις αποσκευές, που κάτι του φώναζε ακόμα και τη στιγμή που η σφυρίχτρα ούρλιαζε ξανά.

«Τι;» έβαλε μια φωνή ο αχθοφόρος, με το χέρι στ’ αυτί του.

«Ευχηθείτε μου καλή τύχη!» φώναξε ο Γουίλι.

«Καλή τύχη, παιδί μου», είπε ο αχθοφόρος χαιρετώντας και χαμογελώντας. «Ό,τι καλύτερο, αγόρι μου!»

«Ευχαριστώ!» είπε ο Γουίλι μέσα στον καπνό και τη βοή, ενώ γύρω του μαινόταν ο θόρυβος του τρένου.

Έμεινε να κοιτάζει, ώσπου το τελευταίο βαγόνι χάθηκε και το μαύρο τρένο εξαφανίστηκε τελείως. Όσο απομακρυνόταν, ο Γουίλι δεν κουνήθηκε καθόλου. Στεκόταν σιωπηλός, ένα αγοράκι δώδεκα ετών πάνω στη φθαρμένη ξύλινη αποβάθρα, και μόνο ύστερα από τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε επιτέλους να δει τους άδειους δρόμους που εκτείνονταν από κει και κάτω.

Τότε, καθώς ο ήλιος ανέβαινε, άρχισε να βαδίζει πολύ γρήγορα για να ζεσταθεί και μπήκε στην καινούργια πόλη.

 

 Σημειώσεις:

Ο τίτλος του διηγήματος αποτελεί αναφορά στο ποίημα υπ’ αριθμόν 101 του Κάτουλλου, ένα από τα τρία ποιήματα που ο ποιητής αφιέρωσε στη μνήμη του αδελφού του. Ο τελευταίος στίχος του είναι «Αtque in perpetuum frater ave atque vale», το οποίο αποδίδεται ως «Και για πάντα, αδελφέ μου, χαίρε και αντίο».

Το ποίημα του Wordsworth που αναφέρεται στο διήγημα είναι το περίφημο «Περιπλανιόμουν μόνος σαν σύννεφο» («I wandered lonely as a cloud»), γνωστό και ως «Ασφόδελοι» («Daffodils»).

*

Ο Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury. Γουοκίγκαν του Ιλινόι, 1920 – Λος Άντζελες, 2012) ήταν ένας από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους Αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ο Μπράντμπερι έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γνωστότερα έργα του είναι το μυθιστόρημα Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1953) και οι συλλογές διηγημάτων Τα χρονικά του Άρη (The Martian chronicles, 1950) και Ο εικονογραφημένος άνθρωπος (The illustrated man, 1951).

Το διήγημα «Χαίρε και αντίο» («Hail and farewell») περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα χρυσά μήλα του ήλιου (The golden apples of the sun, 1953).

Αναδημοσίευση από: http://www.oanagnostis.gr/%CF%81%CE%AD%CE%B9-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9-%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *