Τι κοινό μπορούν να έχουν ο αμερικανός ελευθεριακός Μάρεϊ Μπούκτσιν, ιδρυτής της κοινωνικής οικολογίας (ο οποίος πέθανε το 2006) και ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ηγέτης (φυλακισμένος στην Τουρκία) του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (Partîya Karkerén Kurdîstan ή PKK);
Η Τζάνετ Μπιλ, αμερικανίδα κοινωνική οικολόγος και οικοφεμινίστρια, συντρόφισσα και συνεργάτιδα του Μπούκτσιν, εξηγεί πώς οι κομουναλιστικές ιδέες του επηρεάζουν την κουρδική εμπειρία. (Το άρθρο είναι γραμμένο το 2013, πριν δηλαδή γίνει ευρέως γνωστός ο αγώνας των Κούρδων και των Κουρδισσών).
Το 1923, στα συντρίμμια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεννήθηκε το σύγχρονο τουρκικό Κράτος, το οποίο ιδρύθηκε ως λαϊκή κοινοβουλευτική δημοκρατία. Σε αντίθεση με τον παλαιό ισλαμικό οργανισμό, οι θεμελιωτές της δημοκρατίας οδηγούμενοι από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ήλπιζαν ότι η νέα Τουρκία θα γινόταν μια μέρα πλήρες μέλος της οικογένειας των δυτικών εθνών. Ενώ όμως από μερικές απόψεις, όπως ο λαϊκισμός της, η δημοκρατία ήταν προοδευτική, δεν ήταν τουλάχιστον σε ένα πολύ σημαντικό παράγοντα: την ανικανότητα να αναγνωρίσει το πλήθος των εθνικών μειονοτήτων της χώρας, κυρίως της κουρδικής που ήταν και η πιο συμπαγής. Θεωρούσαν ότι στη νεότευκτη δημοκρατία αυτή η μειονότητα θα έχανε την ταυτότητά της και θα αφομοιωνόταν με τους Τούρκους. Οι Κούρδοι, οι οποίοι επικαλούνται μια ιδιαίτερη και πολύ παλιά παρουσία στη νοτιοανατολική περιοχή της Ανατολίας, κατεστάλησαν με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν αρκετές εξεγέρσεις ανάμεσα στο 1925 και το 1938, ο τουρκικός στρατός όμως τις κατέπνιξε όλες. Κατόπιν το τουρκικό κράτος προσπάθησε να διαγράψει την ίδια την ύπαρξη των Κούρδων, αναβαπτίζοντάς τους σε ”Ορεινούς Τούρκους” κι απαγορεύοντας δια νόμου τη χρήση τη γλώσσα τους, των πολιτισμικών τους εκφράσεων μέχρι ακόμη και των τοπικών τοπωνυμίων. Αυτή η καταστολή δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει μια αγωνιστική αντίδραση. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 του προηγούμενου αιώνα εμφανίστηκε ένα κίνημα για την απελευθέρωση των Κούρδων, το οποίο διεκδικούσε πολιτισμικά, γλωσσικά και πολιτικά δικαιώματα. Το 1978 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ίδρυσε το PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν), μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, στο πρότυπο των αντιαποικιοκρατικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων που άνθισαν τη δεκαετία του ’70. Το PKK έθετε ως στόχο την ίδρυση ενός ξεχωριστού σοσιαλιστικού Κράτους.
Το τουρκικό κράτος διατήρησε μια σκληρή γραμμή και το 1992 υιοθέτησε ένα σύνταγμα, που είναι ακόμη σε ισχύ, το οποίο ορίζει την Τουρκία ως ”αδιαίρετη οντότητα” απαγορεύοντας την κουρδική γλώσσα γραπτή ή ομιλούμενη. Το 1984 το PKK εξαπέλυσε την εξέγερση μέσω της ένοπλης πάλης.
Τις επόμενες δεκαετίες υπήρξαν περισσότεροι από 37000 νεκροί κι από τα δύο μέτωπα. Ο Οτσαλάν δεν ήταν ”αθώα περιστερά”: έχει τη φήμη κακού μακελάρη (εν μέρει υπερβολική αλλά και εν μέρει δικαιολογημένη). Όμως το τουρκικό κράτος ήταν ακόμη πιο αδίστακτο και τα τελευταία δέκα χρόνια του προηγούμενου αιώνα κατέστρεψε περισσοτερα από 3000 κουρδικά χωριά. Ενώ από τη μια μεριά κατηγορούσε τους κούρδους για τρομοκρατία έσπερνε τον τρόμο ανάμεσα στον πληθυσμό του Κουρδιστάν.
Αντί να παραδεχτεί ότι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανίσεις μια μειονότητα 20 εκατομμυρίων ανθρώπων δεν θέλησε να αποδεχτεί ούτε μια μετριοπαθή κουρδική αντιπολίτευση. Από το 1991 ένας αντιτρομοκρατικός νόμος έδινε τη δυνατότητα δίωξης ως τρομοκράτη οποιουδήποτε – δημοσιογράφων, διανοούμενων, ακτιβιστών – υποστήριζε τα δικαιώματα των Κούρδων ακόμη και με μη βίαιες μορφές. Ο τουρκικός ποινικός κώδικας τιμωρεί τη λεκτική ή γραπτή υποστήριξη των κούρδων, εξομοιώνοντάς την με εκδηλώσεις ρατσιστικού μίσους.
Κατόπιν, τον Φεβρουάριο του 1999, μετά από ένα θεαματικό ανθρωποκυνηγητό σε διεθνές επίπεδο, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν συνελήφθη στην Κένυα, και μεταφέρθηκε στην Τουρκία για να υποβληθεί σε δίκη με την κατηγορία της προδοσίας.
Δημοκρατία και δικαιώματα των μειονοτήτων
Ακολούθησε, για τον Οτσαλάν, μια μακρά περίοδος αναστοχασμού. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ήταν μια από εκείνες τις προσωπικότητες της διεθνούς αριστεράς που αποποιήθηκαν τον μαρξισμο-λενινισμό, τον ”υπαρκτό σοσιαλισμό”, τον σταλινισμό, ως αυταρχικούς και δογματικούς. Ο κουρδικός λαός, υποστήριζε, πρέπει ”να αντιδράσει στις απαιτήσεις της ιστορικής στγμής” και ”να επανεκτιμήσει τις αρχές, τα προγράμματα και τους τρόπους δράσης”. Αντί να προσπαθεί να επιβάλλει ένα άκαμπτο σύστημα, θα έπρεπε να εξασφαλίσει και να εφαρμόσει τα πιο πλατιά δημοκρατικά κριτήρια (1). Έτσι το 1993 διακήρυξε μονομερή παύση πυρός και παρατήρησε: ”Οι Τούρκοι και οι Κούρδοι είναι συναδελφωμένοι για περισσότερα από χίλια χρόνια κι εμείς δεν δεχόμαστε ένα χωρισμό από την Τουρκία” (2).
Το 1999 πολλοί δεν είχαν καταλάβει ότι ο Οτσαλάν άλλαξε γραμμή. Στη δίκη του η οποία είχε αναπόφευκτα πολιτικό χαρακτήρα, πολλοί περίμεναν ότι θα παρακινούσε το PKK να αναλάβει τον αγώνα για το σχηματισμό κουρδικού Κράτους, αντιθέτως όμως δημοσιοποίησε μια θέση η οποία προέτρεπε στην αποδοχή των υπαρχόντων συνόρων σε μια ενωμένη Τουρκία και τον εκδημοκρατισμό ολόκληρης της χώρας, που θα εγγυάται σε κάθε πολίτη το δικαίωμα της συμμετοχής στην πολιτική ζωή σε ένα επίπεδο ισότητας, χωρίς εθνικές διαφορές.
”Η κατάσταση τόσο για τους Τούρκους όσο και για τους Κούρδους, θα ήταν καλύτερη σε μια Τουρκία πραγματικά δημοκρατική”, δήλωσε ο Οτσαλάν στους δημοσιογράφους. ”Και η Τουρκία δεν μπορεί να είναι πραγματική δημοκρατία αν δεν αναγνωρίσει την ύπαρξη και τα δικαιώματα του κουρδικού λαού. Άλλες χώρες έμαθαν να συμβιώνουν με τις μειονότητες και να επιτρέπουν τη συμμετοχή συνδέοντάς την με διαφορετικά επίπεδα πολιτισμικής και γλωσσικής αυτονομίας. Η ενσωμάτωση και η διαφορετικότητα μετέτρεψαν τις διαφορές σε στοιχείο δύναμης καθιστώντας πιο ισχυρά αυτά τα έθνη. Επιπλέον μια δημοκρατική τάξη θα οδηγούσε την Τουρκία επιτέλους στο περιβάλλον των σύγχρονων δυτικών χωρών, ολοκληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το όνειρο του Ατατούρκ”. Όποια ιδέα κι αν σχημάτισαν ο ανακριτές γι’ αυτό το μήνυμα, δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τον φορέα του μηνύματος: κατηγόρησαν για προδοσία τον Οτσαλάν και τον καταδίκασαν με την ποινή του θανάτου. Μερικά χρόνια μετά, η αίτηση εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρέωσε την Τουρκία να ακυρώσει την ποινή του θανάτου μετατρέποντάς την σε ισόβια κάθειρξη. Φυλακίστηκε στο νησί Ιμραλί στη θάλασσα του Μαρμαρά. Επειδή του επιτρέπονταν μόνο περιστασιακές επισκέψεις των δικηγόρων του, το μόνο που είχε ήταν πολύ διαθέσιμο χρόνο, έτσι εκείνος που ήταν ο αρχηγός του ένοπλου αγώνα αφιερώθηκε στη μελέτη. Οι δικηγόροι του έφερναν βιβλία για ανάγνωση, κείμενα ιστορίας, κοινωνιολογίας και άλλα. Ανάμεσα στο 2001 και το 2002 ενδιαφέρθηκε για τα έργα του Μπούκτσιν, ιδίως για την Οικολογία της ελευθερίας και το The Rise of Urbanization, οι μεταφράσεις των οποίων είχαν γίνει στην τουρκική γλώσσα αρκετά χρόνια πριν. Σε εκείνες τις σελίδες αναγνώρισε ένα οικείο πνεύμα, ενός άλλου ακτιβιστή της αριστεράς που είχε βιώσει το πέρασμα από τον μαρξισμό-λενινισμό στη ριζοσπαστική δημοκρατία.
Ο Μπούκτσιν στην εφηβεία του ήταν σταλινικός, όμως όταν είδε ότι το προλεταριάτο δεν εξεγέρθηκε ενάντια στον καπιταλισμό στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αντιλήφθηκε την αλλαγή των συνθηκών και διέρρηξε τις σχέσεις του με τον μαρξισμό. Διατήρησε όμως τις αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές θέσεις και τη δεκαετία του ’50 (όπως ο Οτσαλάν σαράντα χρόνια μετά) πραγματοποίησε μια αναθεώρηση.
Σε αντίθεση με τις αυταρχικές πρωτοπορίες του σταλινισμού, μια σύγχρονη κι ανανεωμένη αριστερά όφειλε να είναι πλήρως δημοκρατική. Ο Μπούκτσιν, εμπνεόμενος από τις μελέτες του για τις συνελεύσεις πολιτών στην αρχαία Αθήνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα μελλοντικό επαναστατικό κίνημα θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αποφύγει τους δεσπότες και να υιοθετήσει τη λαϊκή συνέλευση ως θεσμική εφαρμογή της ελευθερίας. Το υπάρχον εθνικό Κράτος θα εξαφανιζόταν και οι εξουσίες του θα παραχωρούνταν στους ενωμένους πολίτες σε πρόσωπο προς πρόσωπο δημοκρατικές συνελεύσεις.
Ο Μπούκτσιν διέβλεψε ότι το μοιραίο αμάρτημα του καπιταλισμού ήταν η σύγκρουσή του με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο θα τον οδηγούσε σε κρίση. Συνέταξε λοιπόν τα μανιφέστα της ριζοσπαστικής οικολογίας υποστηρίζοντας την αποκέντρωση των μητροπόλεων, για να γίνει εφικτή η ζωή σε μικρότερες διαστάσεις, παράγοντας τοπικά την τροφή και χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η κυβέρνηση θα ανήκε στους πολίτες κι όχι στα αφεντικά της βιομηχανίας, τις προσταγές (diktat) της αγοράς ή της εξουσίας του Κράτους. Ο Μπούκτσιν αφιερώθηκε για πολλά χρόνια στην επεξεργασία αυτών των θέσεων σε ένα πρόγραμμα για μια οικολογική και δημοκρατική κοινωνία. Στο πέρασμα του χρόνου έδωσε πολλά ονόματα σε αυτό το πρόγραμμα: οικο-αναρχισμός, ελευθεριακός δημοτισμός και στο τέλος κομουναλισμός.
Δύο διαλεκτικοί
Ο Οτσαλάν μάλλον είδε στον Μπούκτσιν έναν άνθρωπο που σκεφτόταν όπως κι εκείνος, με μια διαλεκτική σφραγίδα κληρονομημένη από το κοινό τους μαρξιστικό παρελθόν. Όχι ότι ήταν διαλεκτικοί υλιστές, αλλά παρέμεναν τέτοιοι με την έννοια ότι σκέφτονταν με τους όρους μιας ανάπτυξης, κυρίως στο ιστορικό επίπεδο. Τα δύο κείμενα που διάβασε ο Οτσαλάν στη φυλακή ήταν διαλεκτικά δομημένα ως ιστορικές αφηγήσεις. (3)
Η οικολογία της ελευθερίας είναι μια εκτεταμένη τοιχογραφία της ανθρώπινης ιστορίας. ”Στις ‘οργανικές’ πρωτόγονες κοινότητες της προϊστορίας – έγραφε ο Μπούκτσιν – ο πληθυσμός των φυλών ζούσε σε μη ιεραρχικές κοινότητες. Τα μέσα για την επιβίωση μοιράζονταν κοινοτικά σύμφωνα με το έθιμο της επικαρπίας (χρήση των πρώτων υλών με βάση τις ανάγκες), μια ηθική της συμπληρωματικότητας (αλληλοβοήθεια) και του εγγυημένου ελάχιστου ( δικαίωμα για όλους στην τροφή, στη στέγη, στην ενδυμασία). Τα άτομα συνηθισμένα να σκέφτονται με συνεργατικούς όρους, έβλεπαν τον φυσικό κόσμο το ίδιο αρμονικό”.
Για τον Οτσαλάν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Μπούκτσιν είχε αφιερώσει πολλή προσοχή στους Σουμέριους και στην αρχαία Μεσοποταμία. Από εκεί είχε ξεκινήσει ο πολιτισμός: ”Η σφηνοειδής γραφή […} κατάγεται από τις λεπτομερείς καταγραφές που έκαναν οι αρμόδιοι του ναού των προϊόντων που παρελάμβαναν κι εκείνων που διένειμαν”. Στην αρχή οι σουμέριοι είχαν μια αξιόλογα εξισωτική συμπεριφορά. ”Οι πρώτες πολεις-κράτος κυβερνούνταν από ‘εξισωτικές συνελεύσεις’ οι οποίες διέθεταν μια ελευθερία σε ένα ασυνήθιστο επίπεδο”. Ο Μπούκτσιν παρατηρούσε ενθουσιασμένος ότι ανάμεσα στους Σουμέριους, για πρώτη φορά στην ιστορία, εμφανίστηκε σε γραπτή μορφή η λέξη ελευθερία (amargi) σε ένα μικρό πίνακα με σφηνοειδή γραφή που περιγράφει τη νικηφόρα λαϊκή εξέγερση ενάντια σε ένα τύραννο βασιλιά. Κατόπιν σκιαγραφούσε πώς αναδύθηκε η ιεραρχία: γεροντοκρατία και πατριαρχία, σαμάνοι και ιερείς, πολεμιστές, αρχηγοί και Κράτη, ιδιοκτησία και ταξικές κοινωνίες. Ανάμεσα και στους Σουμέριους (και στην αρχαία κεντρική Αμερική) εμφανίστηκαν θρησκευτικές και στρατιωτικές ιεραρχίες, οδηγώντας στην ίδρυση Κρατών, στρατών και αυτοκρατοριών. Η νεωτερικότητα (με τον βιομηχανικό καπιταλισμό) ενισχύει και επεκτείνει τις αρχαίες μορφές κυριαρχίας. Επιπλέον, αντί να ζουν σε αρμονία με τη φύση, οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη φύση σαν ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση και ορέγονται να την κυριαρχήσουν.
Όμως, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν η εμφάνιση της ιεραρχίας, η άνοδος του εθνικού Κράτους και του καπιταλισμού δεν ήταν αναπόφευκτα γεγονότα κι αν εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι ήταν κάτι τέτοιο, θα μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το όραμα ενός ”απελευθερωμένου μέλλοντος”. Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν σε συνεργατικές και κοινοτικές μορφές, και μπορούν να το κάνουν και τώρα. Η θαμμένη μνήμη της οργανικής κοινωνίας ”λειτουργεί υποσυνείδητα με μια υπόρρητη επιταγή για την ελευθερία”. Η παράδοση της κυριαρχίας, ωστόσο, αντιστέκεται σε ένα αντι-κίνημα της παράδοσης των κινημάτων της ελευθερίας και της αντίστασης που προσπαθούν να ανατρέψουν την κυριαρχία και να δημιουργήσουν ελεύθερες κοινωνίες. Αυτά τα κινήματα απορρόφησαν υποσυνείδητα τις αρχές της οργανικής κοινωνίας: επικαρπία, συμπληρωματικότητα, ελάχιστο εγγυημένο, δίνοντάς τους όμως διαφορετικά ονόματα, όπως σοσιαλισμός, κομουναλισμός ή συνεργατισμός. Ανάμεσα και στους αρχαίους Σουμέριους μετά την εμφάνιση των βασιλείων ”έχουμε αποδείξεις λαϊκών εξεγέρσεων ίσως για την επαναφορά της παλιάς κοινωνικής διαχείρισης ή για τον περιορισμό της εξουσίας του bala (κυρίαρχου). Ακόμη και οι ισχυροί στρατιωτικοί αρχηγοί, οι ενσί (ensi), υποβάλλονταν τακτικά σε δίκη από λαϊκές συνελεύσεις. Η ιστορία των λαϊκών εξεγέρσεων από εκεί κι έπειτα βαδίζει παράλληλα με εκείνη του δεσποτισμού.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ οι άνθρωποι που ζουν σε καπιταλιστικές οικονομίες και κυριαρχούνται από εθνικά κράτη, επιθυμούν μια βαθιά κοινωνική μεταμόρφωση, η οποία θα είναι συνάμα συνεταιριστική και κοινοτική, η οποία θα είναι απελευθερωμένη κι από τον καπιταλισμό κι από τα εθνικά Κράτη, η οποία θα είναι σε μια συνεργατική σχέση με τη φύση. Οι ελπίδες μιας απελευθερωμένης και οικολογικής κοινωνίας βασίζονται στη δυναμική αυτής της κοινωνικής ανανέωσης. Ο Μπούκτσιν ονόμασε αυτό το σύνολο των θέσεων ”κοινωνική οικολογία”.
Στο άλλο βιβλίο που διάβασε ο Οτσαλάν το Urbanization Without Cities (Αστικοποίηση χωρίς πόλεις), ο Μπούκτσιν έθετε τις ιστορικές βάσεις μιας δημοτιστικής επανάστασης ενάντια στο εθνικό Κράτος και τον καπιταλισμό. Αναφέρεται σε μια παράδοση δημοκρατικών συνελεύσεων πολιτών που γεννήθηκε με την αρχαία εκκλησία του δήμου, συνεχίστηκε με τις πρώτες μεσαιωνικές κοινότητες στην Ιταλία, τη Γερμανία, και τις Κάτω Χώρες, τα Veče του Pskof και του Novgorod, τις συνελεύσεις του comunero στην Ισπανία τον 16ο αιώνα, του επαναστατικού παρισιού το 1789, τις επιτροπές και τα συμβούλια της αμερικανικής επανάστασης, την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, τα σοβιέτ του 1905 και 1917, τις κολεκτίβες της επαναστατημένης Ισπανίας το 1936-7 και τα meeting πολιτών της New England. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο μαρξισμός φορέας της επανάστασης δεν είναι ο εργάτης αλλά ο πολίτης και ο τόπος της επανάστασης δεν είναι το εργοστάσιο αλλά ο δήμος.
Ο Οτσαλάν κοινωνικός οικολόγος
Η ”αρχή της ελπίδας” που κομίζει η Οικολογία της ελευθερίας πρέπει να ενέπνευσε τον Οτσαλάν στη φυλακή. Όταν ξαναέπιασε το μολύβι οι λέξεις του ήταν επηρεασμένες από τη θέση σύμφωνα με την οποία κάποτε ζούσαμε σε αλληλέγγυες κοινωνίες κι ότι ακόμη υπάρχουν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο. ”Η νίκη του καπιταλισμού δεν είναι απλά μοιραία” έγραψε το 2004. ”Θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη”. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει, ”πάντα υπήρχε η επιλογή της ελευθερίας” (4), έγραφε σχετικά με τις πρωτόγονες κοινοτικές κοινωνικές μορφές, όπως είναι η ”οργανική κοινωνία” του Μπούκτσιν, την οποία ο Οτσαλάν αναβάπτισε σε ”φυσική κοινωνία”. Κατά την άποψή του η καταγωγή της ιεραρχίας εντοπίζεται ανάμεσα στους Σουμέριους (5), στα Ζιγκουράτ, τις πολυεπίπεδες πυραμίδες της Μεσοποταμίας οι οποίες ήταν εν μέρει ναοί, με τις θεότητες που κατοικούσαν στο ανώτερο επίπεδο, αλλά και διοικητικά κέντρα και, στα χαμηλότερα επίπεδα, χώροι για την παραγωγή εμπορευμάτων (6). Επειδή συμπεριελάμβαναν τη θρησκευτική, κρατική και οικονομική εξουσία, τα Ζιγκουράτ αντιπροσώπευαν μια κοινωνική τάξη στην οποία ο λαός μοχθούσε με στόχο να υπηρετήσει έναν υποθετικό θεϊκό άρχοντα. Οι ιερείς που κατασκεύαζαν τα Ζιγκουράτ ήταν ”αρχιτέκτονες της συγκεντρωτικής πολιτικής εξουσίας”, τα οικοδομήματα ήταν ”εργαστήρια για την κωδικοποίηση των ανθρώπινων αντιλήψεων […] όπου δημιουργήθηκε η υποταγμένη ύπαρξη”.
Με το πέρασμα του χρόνου οι ναοί αναπτύχθηκαν και μετασχηματίστηκαν σε πόλεις, οι πόλεις σε Κράτη, αυτοκρατορίες, πολιτισμούς, όμως η φύση του φαινομένου παρέμενε η ίδια. ”Η ιστορία του πολιτισμού δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέχιση της σουμεριανής κοινωνίας {…} η οποία διακλαδώνεται και διαφοροποιείται όμως συντηρεί την ίδια βασική μορφή” (7). Ζούμε ακόμη στη χώρα των Σουμέριων ” αυτή την απίστευτη διανοητική επινόηση [που] ελέγχει από παλαοτάτων χρόνων ολόκληρη την ιστορία (8). Επιπλέον, τονίζει ο Οτσαλάν επαναλαμβάνοντας τον Μπούκτσιν, η ανάδυση της ιεραρχίας εισήγαγε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση: ” Αντί να είναι μέρος της φύσης” η ιεραρχική κοινωνία τη θεωρεί ”όλο και περισσότερο ως πλουτοπαραγωγικό πόρο”. (9)
Εμπνευσμένος από τη θέση του Μπούκτσιν για την ”παράδοση της ελευθερίας” ο Οτσαλάν υποστήριξε ότι οι κοινοτικές όψεις της ”φυσικής κοινωνίας” παραμένουν στις εθνικές ομάδες, στα ταξικά και τα θρησκευτικά κινήματα, στις φιλοσοφικές ομάδες που αγωνίζονται για την ελευθερία. Όλη η ιστορία της δύσης διασχίζεται από μια διαλεκτική αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και την κυριαρχία, γιατί ”η κοινοτική κοινωνία βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με την αντίστοιχη ιεραρχική”. (10)
Εν τέλει ο Οτσαλάν υιοθέτησε την κοινωνική οικολογία. Η ”φυσική κοινωνία” ήταν κατά κάποιο τρόπο μια οικολογική κοινωνία. Οι ίδιες δυνάμεις που καταστρέφουν εκ των έσω την κοινωνία αποκόβουν σημαντικούς δεσμούς με τη φύση. Ο καπιταλισμός είναι αντι-οικολογικός κι εμείς έχουμε ανάγκη ”μιας συνειδητής ηθικής στάσης” εναντίον του, χρειαζόμαστε ”ένα σύστημα με ηθικά θεμέλια το οποίο θα συνεπάγεται βιώσιμες διαλεκτικές σχέσεις με τη φύση […] όπου το κοινό ευ ζειν θα επιτυγχάνεται με την άμεση δημοκρατία”. (11)
Ο αγώνας για την ελευθερία των Κούρδων συνδέεται με την κοινωνική οικολογία γιατί εν μέρει είναι ένας αγώνας που διεκδικεί τις αξίες της οργανικής κοινωνίας. ” Πολλές όψεις και πολλά χαρακτηριστικά της κουρδικής κοινωνίας […] μοιάζουν με εκείνα των νεολιθικών κοινωνιών, κυρίως εκείνα της οργανικής κοινωνίας. Επιπλέον, ”οι Κούρδοι σε ολόκληρη την ιστορία τους προτίμησαν το σύστημα του clan και των συνομοσπονδιών ανάμεσα στις φυλές κι αντιστάθηκαν μαχητικά ενάντια στις συγκεντρωτικές κυβερνήσεις” (12). Επίσης, δεν είναι οι Κούρδοι που ενσαρκώνουν ιδιαίτερα τον αγώνα για την ελευθερία: ” Οποιαδήποτε λύση πρέπει να προβλέπει επιλογές έγκυρες όχι μόνο για τον κουρδικό λαό αλλά για όλο το λαό”. Ο Οτσαλάν, όπως και ο Μπούκτσιν παραμένει ένας διεθνιστής. ”Αντιμετωπίζω αυτά τα προβλήματα στη βάση ενός ανθρωπισμού, μιας ανθρωπότητας, μιας φύσης κι ενός σύμπαντος”. (13)
Δημοκρατικός συνομοσπονδισμός
Αν και ασφυκτιούσε πίσω από τα κάγκελα, ο Οτσαλάν κατάφερνε να επικοινωνεί με τον κουρδικό λαό μέσω των δικηγόρων του. Έτσι ξεκίνησε να συστήνει Μπούκτσιν. Κάλεσε όλους τους δημάρχους των κουρδικών περιοχών να διαβάσουν το βιβλίο Urbanization Without Cities κι όλους τους μαχητές να μελετήσουν την Οικολογία της Ελευθερίας. (14) Την άνοιξη του 2004 μέσω των δικηγόρων του ήρθε σε επαφή με τον Μπούκτσιν για να ξεκινήσει ένα διάλογο μαζί του. Ο Οτσαλάν εξήγησε στον Μπούκτσιν, μέσω των διαμεσολαβητών του, ότι θεωρεί τον εαυτό του μαθήτη του, ότι έχει εμβαθύνει στα έργα του κι ότι επιθυμεί να καταστήσει τις ιδέες του εφαρμόσιμες στις μεσοανατολικές κοινωνίες. Του έστειλε κι ένα χειρόγραφό του.
Αν αυτή η συζήτηση είχε γίνει, θα ήταν ένα καταπληκτικό γεγονός. Όμως ο Μπούκτσιν στα 83 του ήταν πολύ άρρωστος για να δεχτεί. Παρόλα αυτά τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγραψε στον Οτσαλάν: ” Η ελπίδα μου είναι μια μέρα ο κουρδικός λαός να καταφέρει να ιδρύσει μια ελεύθερη και ορθολογική κοινωνία, που θα δώσει τη δυνατότητα να ακτινοβολήσει η λάμψη της. Είναι τυχερή που έχει leader σαν τον κύριο Οτσαλάν”. (15) Αυτό το μήνυμα, όπως καταλάβαμε κατόπιν, διαβάστηκε δημόσια στη Δεύτερη γενική συνέλευση του Συνεδρίου του λαού του Κουρδιστάν, ανάμεσα στα βουνά.
Ο Οτσαλάν συνέχισε να επεξεργάζεται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικολογικό πρόγραμμα για τους Κούρδους, για να ωθήσει στον εκδημοκρατισμό και την κοινοτική οργάνωση. Ευχήθηκε οι Κούρδοι να συστήσουν συμβούλια και συνελεύσεις στις αστικές γειτονιές, στις πολεις και τα χωριά. Ονόμασε αυτό το πρόγραμμα ”δημοκρατικό συνομοσπονδισμό”. Τον Μάρτιο του 2005 δημοσίευσε τη ”Διακήρυξη του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού στο Κουρδιστάν” η οποία καλούσε στη δημιουργία ”μιας δημοκρατίας της βάσης, θεμελιωμένης στη δομή των δημοκρατικών κοινοτήτων της φυσικής κοινωνίας. Αυτή θα συγκροτήσει συνελεύσεις χωριού, πόλης και μητροπόλεων, ενώ στους απεσταλμένους τους θα εμπιστεύονται τα καθήκοντα που αφορούν τις αποφάσεις, το οποίο στην πραγματικότητα σημαίνει ότι θα αποφασίζουν ο λαός και οι κοινότητες”.
Ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός του Οτσαλάν υποστηρίζει τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία έκφρασης καθενός, πέρα από θρησκευτικές, εθνικές και ταξικές διαφορές. Αυτός ”προωθεί ένα οικολογικό μοντέλο κοινωνίας” και δεν υποστηρίζει μόνο την απελευθέρωση της γυναίκας αλλά τη θεωρεί μια κεντρική άποψη: ” Κάνω έκκληση σε όλους τους τομείς της κοινωνίας κυρίως σε όλες τις γυναίκες και τους νέους, ώστε να σχηματίσουν τις δικές τους δημοκρατικές οργανώσεις και να αυτοκυβερνηθούν”.
Η πιθανή διάχυση αυτών των δημοκρατικών οργανώσεων, λέει ο Οτσαλάν, θα οδηγήσει στην έναρξη μιας διαδικασίας εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο που θα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, φέρνοντας τη δημοκρατική κουλτούρα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, κι όχι ελευθερία μόνο για τους Κούρδους αλλά μια δημοκρατική συνομοσπονδιακή ένωση σε όλη τη Μέση Ανατολή. Στο θάνατο του Μπούκτσιν τον Ιούλιο 2006, η συνέλευση του PKK απότισε φόρο τιμής ”σε έναν από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς επιστήμονες του 20ου αιώνα”. Ο Μπούκτσιν ”μας εισήγαγε στη σκέψη της κοινωνικής οικολογίας – διακήρυξε η συνέλευση – και συνέβαλε στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής θεωρίας ώστε να προχωρήσει πάνω σε πιο στέρεες βάσεις”. Υπέδειξε πώς να μεταφράσουμε σε πραγματικότητα ένα νέο δημοκρατικό σύστημα. ” Προώθησε την έννοια του συνομοσπονδισμού, ένα μοντέλο το οποίο εμείς θεωρούμε ότι είναι δημιουργικό και πραγματοποιήσιμο”.
Η συνέλευση δήλωσε επίσης: ”Οι θέσεις [του Μπούκτσιν], για το Κράτος, την εξουσία, την ιεραρχία θα πραγματοποιηθούν μέσα από τον αγώνα μας. Θα πραγματοποιήσουμε αυτή την υποσχεσή μας ως η πρώτη κοινωνία που θα ιδρύσει ένα συγκεκριμένο δημοκρατικό συνομοσπονδισμό”. Τον Ιούλιο του 2011 ένα έκτακτο συνέδριο στο Diyarbakir (την de facto κουρδική πρωτεύουσα) διακήρυξε τη ”δημοκρατική αυτονομία”, εννοώντας με αυτό ότι οι κουρδικές πόλεις και τα αστικά κέντρα θα μεταφράσουν αυτή την αρχή στην πράξη συγκροτώντας δημοκρατικούς θεσμούς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Εν συνεχεία εμφανίστηκε μια επεξεργασμένη συμβουλιακή δομή, με βάσεις στις πόλεις, στις γειτονιές και τα χωριά, η οποία εξασφαλίζει την αυτοκυβέρνηση των Κούρδων σε τοπικό επίπεδο και η οποία λειτουργεί παράλληλα με τους τουρκικούς διοικητικούς θεσμούς. Οι οργανώσεις βρίσκονται στο στάδιο της πραγματοποίησης όμως αν λάβουμε υπόψη ότι δημιουργούνται σε συνθήκες συνεχούς καταστολής και πολέμου, είναι αξιοσημείωτο ό,τι έχει ήδη πραγματοποιηθεί (16).
Με τέτοια μέσα είναι ευχής έργο μια μέρα ο κουρδικός λαός να κατακτήσει την πολυπόθητή του amargi.
Janet Biehl
(Μετάφραση Νίκος Χριστόπουλος)
Σημειώσεις
-
Abdullah Öcalan, Declaration on the Democratic Solution of the Kurdish Question, 1999, trans. Kurdistan Information Centre, Mesopotamian Publishers, London 1999
-
Παρατίθεται στο Michael Gunther, The Kurds Ascending, 2η εκδ. Palgrave Macmillan 2011, σελ. 65.
-
Murray Bookchin, Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy, AK Press, The Rise of Urbanization and the Decline of Citizenship, Sierra Club, San Francisco, 1986.
-
Abdullah Ö, In Defense of the People (ανέκδοτο), p. 41. Για τη μετάφραση του χειρογράφου ευχαριστείται η International Initiative Freedom for Ö, Peace in Kurdistan. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Γερμανία με τον τίτλο Jenseits von Staat, Macht und Gewalt, Mesopotamien Verlag, Neuss, 2010.
-
Abdullah Ö, Prison Writings, The Roots of Civilization, μετάφρ. Klaus Happel, Pluto Press, London 2007 και Prison Writings, The PKK and the Kurdish Question in the 21st Century, Klaus Happel, Transmedia, London 2011.
-
Öcalan, Roots, σελ. 6.
-
Ibid. σελ. 35, 25, 98.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 96.
-
Öcalan, Defense of People, κεφ. 12. 10 Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 51, 65, 60.
-
Öcalan, Defense of People, κεφ. 3,4.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 22.
-
Öcalan, “The Declaration od Democratic Confederalism”, 4 Φεβρουαρίου 2005, στο διαδίκτυο: http://www.kurdmedia.com/article.aspx?id=10174.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 52.
-
Όπως μου αναφέρθηκε από τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στους δικηγόρους του Οτσαλάν και τον Μπούκτσιν, ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος.
-
Αντίγραφο στην κατοχή της αρθρογράφου.
-
Για τη μελέτη των θεσμών δημοκρατικής αυτονομίας δες TATORT Kurdistan,Demokratische Autonomie in Nordkurdistan (2011),http://demokratischeautonomie.blogspot.eu.
Το άρθρο μεταφράστηκε από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A rivista anarchica (Ιούνιος 2013) Απόσπασμά του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα δρόμου Άπατρις (φύλλο #28).