«Δεν µπορεί να υπάρξει κοινωνία βασισµένη στην αυτοδιεύθυνση χωρίς αυτενέργεια. Πράγµατι, η επανάσταση είναι η αυτενέργεια στην πιο ανεπτυγµένη µορφή της: είναι άµεση δράση τραβηγµένη µέχρι το σηµείο εκείνο όπου οι δρόµοι, η γη και τα εργοστάσια φτάνουν να απαλλοτριωθούν από τον αυτόνοµο λαό».
Murray Bookchin, «Αυθορµητισµός και Οργάνωση»
Εισαγωγή
Θα ήταν λάθος αν συγχέαµε την άµεση δράση σαν µέθοδο χειραφέτησης του κοινωνικού αναρχισµού, µε µια αντίληψη ενός ακατέργαστου και πολλές φορές επιπόλαιου ακτιβισµού, απλά δηλωτικού της παρουσίας του αναρχικού κινήµατος. Πολλά χρόνια πριν, ο Ιταλός αναρχικός Λουίτζι Φάµπρι είχε επισηµάνει την ανάπτυξη ενός µπουρζουάδικου ρεύµατος µέσα στους κόλπους του αναρχικού κινήµατος, το οποίο έδινε περισσότερη σηµασία στην αισθητική αξία που περιβάλλει την εξέγερση ως µια ροµαντική χειρονοµία ανυπακοής, παρά στην πραγµατοποίηση µιας συγκεκριµένης δράσης ως εφαλτήριο και ως ορθολογικό βήµα ενταγµένο σε µια ευρύτερη στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης.[i] Η ροµαντική διάσταση µάλιστα ενός εξεγερτικού εγχειρήµατος γίνεται εντονότερη στον βαθµό που η εξέγερση συνιστά µια τολµηρή αλλά απελπισµένη πράξη εναντίωσης σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάµεις. Παροµοίως, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η χειρονοµία είναι ηρωική ακριβώς διότι είναι από τα πριν καταδικασµένη σε αποτυχία. Έτσι, ο εξεγερτικός οίστρος που υιοθετεί σαν δική του µια αντίληψη της «δράσης για την δράση», ουσιαστικά έχει ως προϋπόθεση για την ανάδειξη του «ηθικού της µεγαλείου» την αµφίβολη κοινωνική χρησιµότητα της όπως γράφει ο Φάµπρι, δηλαδή την τελική ήττα της στο κοινωνικό πεδίο.[ii] Η διαπίστωση αυτή είναι εξόχως σηµαντική δεδοµένου ότι στο σύγχρονο αναρχικό κίνηµα ηγεµονεύει η πεποίθηση ότι η άµεση δράση αφορά κυρίως µαζικές πρακτικές δυναµικής αντιπαράθεσης στους δρόµους µε τις δυνάµεις καταστολής, χωρίς ωστόσο η λαϊκή αντιβία να αποτελεί οργανικό µέρος κι επακόλουθο µιας συνολικότερης εξεγερτικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, η λαϊκή αντιβία µε τον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται δεν συνιστά τακτική στην υπηρεσία ενός απώτερου προγραµατικού στόχου, ή µιας σειράς από επαναστατικά, αντισυστηµικά µέτρα που θα θεσµοποιήσουν την αυτοθέσµιση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα, στόχος φαίνεται να είναι η ίδια η αντιβία ως τεκµήριο ταξικής συνειδητοποίησης µιας µερίδας διαδηλωτών και ως µέθοδος πρόσκαιρης εκτόνωσης του µίσους που είναι φυσικό να νιώθει το µεγαλύτερο µέρος της δοκιµαζόµενης κοινωνίας για τον αστυνοµικό στρατό κατοχής της «δηµοκρατίας».
Η επιπόλαιη αυτή άποψη έχει αµφισβητηθεί αποτελεσµατικά στο παρελθόν από έναν παραδοσιακό υπέρµαχο της άµεσης δράσης, τον Γάλλο αναρχικό συνδικαλιστή Εµίλ Πουζέ, ο οποίος γράφοντας στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρατηρούσε: «Μερικοί άνθρωποι που έχουν µια πολλή επιφανειακή αντίληψη για τα πράγµατα, εξαντλούν το περιεχόµενο της άµεσης δράσης σε ένα όργιο από σπασµένα παράθυρα. Αν αρκεστούµε σε έναν τέτοιον ορισµό – ο οποίος ευφραίνει τις καρδιές των τζαµάδων – θα σήµαινε ότι υιοθετούµε µια πολλή στενή ερµηνεία για τον τρόπο που πρέπει να ασκείται η δύναµη του προλεταριάτου».[iii] Βέβαια ούτε και η αναρχοσυνδικαλιστική ερµηνεία της άµεσης δράσης είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες των υποτελών κοινωνικών οµάδων στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, όπως αυτές διαµορφώνονται στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας που διανύουµε. Η άµεση δράση, που ως θεωρητικό «δόγµα» περικλείει τόσο την έµφαση στην αυτοστοχαστική δράση του κοινωνικού υποκειµένου, όσο και στην αυτοτέλεια των µέσων που θα χρησιµοποιήσει για να φέρει σε πέρας την αντισυστηµική αλλαγή, είναι η µέθοδος επαναστατικής δράσης που είναι κατεξοχήν συµβατή µε τις αρχές και τους στόχους ενός ελευθεριακού πολιτικού κινήµατος. Αποτέλεσµα αυτού του γεγονότος, ήταν ο προσδιορισµός της µορφής και του περιεχοµένου της άµεσης δράσης να γίνει αντικείµενο φιλονικίας ανάµεσα στους αναρχοσυνδικαλιστές, οι οποίοι απέδιδαν στον όρο την έννοια της µεγάλης, προλεταριακής Γενικής Απεργίας που θα γονατίσει τον καπιταλισµό, και τους αναρχοκοµουνιστές, υπέρµαχους µιας γενικευµένης και βίαιης εξέγερσης των µαζών που θα σαρώσει τα πάντα στο πέρασµα της.[iv] Από την πλευρά µας, θα πρέπει πάση θυσία να υπερβούµε αυτόν τον ιδεολογικό διαχωρισµό. Η ιστορία έχει δείξει άλλωστε ότι η µεγαλύτερη ελευθεριακή επανάσταση της εποχής µας, η ισπανική επανάσταση του 1936, µπόρεσε πρόσκαιρα τουλάχιστον να επικρατήσει επειδή συνδύασε µε αποτελεσµατικό τρόπο στοιχεία και από τις δύο µεταβατικές στρατηγικές. Η κήρυξη γενικής απεργίας στους βιοµηχανικούς τοµείς που είχε υπο τον έλεγχο της ήταν η άµεση απάντηση της CNT στην προσπάθεια βίαιης ανάληψης της εξουσίας από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, ενώ το τελειωτικό χτύπηµα στην αντιδραστική συνοµωσία δόθηκε στα οδοφράγµατα από το ένοπλο προλεταριάτο. Από την εµπειρία της, σε πρώτη φάση, νικηφόρας ελευθεριακής επανάστασης θα πρέπει να αντλήσουµε χρήσιµα διδάγµατα και να τα ανακτήσουµε εφαρµόζοντας τα στην πράξη, ειδικά στις σηµερινές αντικειµενικές και υποκειµενικές συνθήκες µέσα στις οποίες δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε η εργατική αυτοδιαχείριση, ή η προσχεδιασµένη ένοπλη εξέγερση να επαρκούν από µόνες τους ως µεταβατικές στρατηγικές ενός καθολικού προτάγµατος για την κοινωνική απελευθέρωση.
Για µια νέα θεωρία του αυθορµήτου
Ποιος όµως ήταν ο καθοριστικός παράγοντας χάρη στον οποίο η εργατική τάξη της Ισπανίας µπόρεσε να κινητοποιήσει τις δυνάµεις της άµεσα και µαζικά και να κάµψει την αντίσταση των καταπιεστών της; Κατά την άποψη µας, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής επανάστασης ήταν η ύπαρξη ενός µαζικού αναρχικού κινήµατος µε µακροχρόνια παρουσία σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, µε καλά οργανωµένες και ανθεκτικές ελευθεριακές δοµές και µε ξεκάθαρη και αποσαφηνισµένη αντίληψη σχετικά µε τους θεσµούς µε τους οποίους επιθυµούσε να αντικαταστήσει του ετερόνοµους θεσµούς του καπιταλιστικού συστήµατος. Πρέπει µάλιστα να σηµειώσουµε ότι ενώ η αναρχοκοµουνιστική FAI συνιστούσε έναν δεύτερο, διακριτό εξεγερτικό πόλο µέσα στις γραµές του οργανωµένου αναρχικού κινήµατος, το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εµπόδιο στην συνύπαρξη των ρευµάτων του αναρχοκοµουνισµού και του αναρχοσυνδικαλισµού, ούτε αποτέλεσε τροχοπέδη για την καλλιέργεια του επιθυµητού βαθµού ενότητας και αγωνιστικής σύµπνοιας ανάµεσα στους αναρχικούς ακτιβιστές στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης.
Οι µεταµοντέρνοι οπαδοί της άµεσης δράσης ενδέχεται να εγείρουν ενστάσεις αναφορικά µε το κατά πόσο η συγκρότηση ενός µαζικού προγραµατικού κινήµατος µε δική του κοσµοθεωρία και προδιαγεγραµένη µεθοδολογία και στόχους, µπορεί να αποδειχτεί συµβατή µε έναν αυθόρµητο ξεσηκωµό των µαζών που θα παράξει τις δικές του µορφές αυτοοργάνωσης και συλλογικής αυτοάµυνας. Πράγµατι, αν ερµηνεύσουµε το «αυθόρµητο» ως συνώνυµο µιας έµφυτης συλλογικής παρόρµησης που υποβόσκει για χρόνια κι έπειτα εκδηλώνεται απροσδόκητα, αν αυθορµητισµός σηµαίνει το µη-προµελετηµένο κι εκείνο που είναι εντελώς αδύνατο να προσεγγίσουµε µέσω των διεργασιών της νόησης, τότε η πολιτική δραστηριότητα ενός κινήµατος δεν έχει κάποιον ρόλο να επιτελέσει για να φέρει πιο κοντά τον ριζοσπαστικό κοινωνικό µετασχηµατισµό. Μάλιστα, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ως φορέας µιας σειράς από προκαθορισµένες αντιλήψεις σχετικά µε τον ενδεδειγµένο τρόπο οργάνωσης της αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας, το ελευθεριακό κίνηµα θα µπορούσε να επιδράσει ακόµη και αρνητικά και να καταπνίξει τον πλούτο των δοµών αυτοοργάνωσης που θα αναδυθούν µε «φυσικό» τρόπο από τα κάτω, µόλις το τεχνητό εµπόδιο της εξουσίας του Κράτους παραµεριστεί.[v] Σε τούτη την περίπτωση όµως, ο στόχος της κοινωνικής απελευθέρωσης τοποθετείται έξω από το πεδίο της συνειδητής συλλογικής δράσης των κοινωνικών υποκειµένων. Μπορεί φαινοµενικά η δυνατότητα για ατοµική και συλλογική απελευθέρωση να συναρτάται άµεσα µε την δράση των εξεγερµένων µαζών, ωστόσο είναι φανερό ότι η ελπίδα αυτή απορρέει πρώτα και κύρια από µια µηχανιστική ερµηνεία της ανθρώπινης φύσης, η οποία ρέπει διαρκώς κι εξορισµού προς την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την αυτονοµία. Η έµφαση δεν βρίσκεται στην αυτοστοχαστική δραστηριότητα του απελευθερωτικού υποκειµένου, αλλά στην πραγµάτωση λανθανουσών ιδιοτήτων που εµπεριέχονται σε «αντικειµενικές» τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης ή της «πραγµατικής» φύσης του ανθρώπου.
Παρόλα αυτά, όπως έχει γράψει ο Μάρραιη Μπούκτσιν, το αυθόρµητο δεν πρέπει να ταυτίζεται µε «την απουσία λογικά επεξεργασµένης συµπεριφοράς και συναισθηµάτων. Ο αυθορµητισµός είναι η συµπεριφορά, το συναίσθηµα και η σκέψη που είναι απαλλαγµένη από εξωτερικό καταναγκασµό, από επιβεβληµένους περιορισµούς. Είναι η αυτό-ελεγχόµενη, εσωτερικά καθοδηγούµενη συµπεριφορά, συναίσθηµα και σκέψη, όχι µια ανεξέλεγκτη υπερχείλιση από πάθος και δράση. Από την σκοπιά του ελευθεριακού κοµουνισµού, ο αυθορµητισµός υπονοεί την ικανότητα του ατόµου να λειτουργεί µε αυτοπειθαρχία και να διαµορφώνει ορθές κατευθύνσεις για την κοινωνική του δράση. Στον βαθµό που το άτοµο εξαλείφει τα εµπόδια της κυριαρχίας που καταστέλλουν την αυτενέργεια του, µπορούµε να πούµε ότι αυτός/η δρα, αισθάνεται και σκέπτεται αυθόρµητα».[vi] Ο ορισµός αυτός του αυθόρµητου, µε τον οποίο βρισκόµαστε σε πλήρη συµφωνία, έχει όµως και κάποια λογικά επακόλουθα. Η απουσία έξωθεν επιβεβληµένων ορίων στην δράση των κοινωνικών υποκειµένων συνεπάγεται ότι τα υποκείµενα αυτά είναι σε θέση να δηµιουργήσουν από µόνα τους τις συνθήκες και να παράξουν τις κοινωνικές δοµές µέσα στις οποίες η αυτοθέσµιση τους είναι δυνατή. Από αυτήν την διαλεκτική της απελευθέρωσης δεν µπορούµε να ξεφύγουµε, αφού η αναπαραγωγή της ετερόνοµης κοινωνίας προϋποθέτει από την φύση της την ανισοκατανοµή όλων των µορφών δύναµης µέσω των ιεραρχικών κοινωνικών δοµών και την συνακόλουθη απώλεια της αυτονοµίας των οµάδων που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραµίδας. Η πεµπτουσία της ταξικής καταπίεσης έγκειται ακριβώς στην θεσµοποιηµένη ανισοµέρεια δύναµης και βασίζεται τόσο στην άνιση πρόσβαση της κάθε κοινωνικής µονάδας στις συστηµικές πηγές εξουσίας, όσο και στην ιεραρχική διάρθρωση της κάθε κοινωνικής µονάδας στο εσωτερικό της.[vii] Η υποτάξη του συστήµατος καθώς και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα, δεν διαθέτουν κανένα µέσο για να επηρεάσουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων, να διαµορφώσουν από κοινού τις βασικές παραµέτρους που καθορίζουν το περιεχόµενο της κοινωνικής ολότητας, ή να επιδράσουν στην ανάπτυξη κι εξέλιξη συγκεκριµένων πεδίων της οργανωµένης κοινωνικής συµβίωσης σύµφωνα µε τα συµφέροντα, τις ιδέες και τις επιδιώξεις τους (πολιτική, οικονοµία, κοινωνία, κουλτούρα, περιβάλλον, κλπ.).[viii] Αποτέλεσµα αυτής της εξουσιαστικής κοινωνικής συνθήκης είναι η δηµιουργία µιας σχέσης καθολικού ετεροκαθορισµού ανάµεσα στις κυρίαρχες συστηµικές ελίτ και τις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες, ως προς τις γενικές συνθήκες της ύπαρξης τους (π.χ. πολιτικό και οικονοµικό σύστηµα), τις αξίες και πεποιθήσεις που υποχρεώνονται να εσωτερικεύσουν, αλλά και ως προς τα όρια της δράσης την οποία µπορούν να αναλάβουν µέσα στο θεσµικό πλαίσιο του συστήµατος.
Η αναγκαία συνθήκη για να αµφισβητήσει µια κοινωνική µονάδα την υποτελή της θέση στον παγιωµένο κοινωνικό καταµερισµό εργασίας είναι η αναβάθµιση της ταξικής οργάνωσης στο εσωτερικό της, είτε µέσω µιας αναπαραγωγής σε µικρότερη κλίµακα των ιεραρχικών δοµών και σχέσεων που διέπουν την ετερόνοµη κοινωνική ολότητα ως σύνολο, είτε µέσω της δηµιουργίας αµεσοδηµοκρατικών θεσµών που ισοκατανέµουν την δύναµη ανάµεσα στα µέλη της. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή των µονοθεµατικών κινηµάτων που έχουν σαν στόχο την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης µιας συγκεκριµένης κοινωνικής οµάδας και την ανέλιξη της οµάδας αυτής στην κοινωνική ιεραρχία, χωρίς ωστόσο να αµφισβητείται η ύπαρξη της κοινωνικής ιεραρχίας αυτής καθ’ εαυτής. Αντίθετα, η δεύτερη περίπτωση προϋποθέτει ένα συνολικό πρόταγµα κοινωνικής απελευθέρωσης που αµφισβητεί τους ίδιους του θεσµούς που καθιερώνουν τον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας, αφού οι αυτόνοµοι, αυτοοργανωµένοι θεσµοί δεν είναι δυνατό να ευδοκιµήσουν και να επιβιώσουν για πολύ µέσα σε ένα ιεραρχικά διαρθρωµένο κοινωνικό σύστηµα. Επιπλέον, τα εξωτερικά όρια της δράσης ενός παρόµοιου κινήµατος, ο χαρακτήρας των σχέσεων που αναπτύσσει µε άλλες κοινωνικές οµάδες και η παρέµβαση του σε διάφορα πεδία του οργανωµένου κοινωνικού βίου εξακολουθούν να καθορίζονται σε τελική ανάλυση από το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα.
Έτσι, µπορούµε να πούµε ότι η επαρκής συνθήκη για την κατάκτηση της ατοµικής και συλλογικής αυτονοµίας είναι η ανάληψη συλλογικής δηµιουργικής δράσης µε στόχο την κατάλυση των συστηµικών δοµών που αναπαράγουν τους δεσµούς εξάρτησης των κατώτερων στρωµάτων από τις πολιτικές και οικονοµικές ελίτ και την αντικατάσταση τους από θεσµούς που θα θεσµοθετήσουν σχέσεις ισοκατανοµής της δύναµης, αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στο πλαίσιο µιας αυτόνοµα οργανωµένης κοινωνικής ολότητας. Με άλλα λόγια, η θεµελιώδης προϋπόθεση για την κατάκτηση της κοινωνικής αυτονοµίας είναι η εµπλοκή των κοινωνικών υποκειµένων που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα του διεθνοποιηµένου καπιταλισµού σε µια Κοινωνική Πάλη µε αντισυστηµικό περιεχόµενο, που θα επιζητά την κατάργηση του υπάρχοντος θεσµικού πλαισίου και την ριζική αλλαγή της κοινωνίας σύµφωνα µε τα ελευθεριακά πρότυπα. Από αυτή την άποψη, ο αυθορµητισµός ως ανεξάρτητη µορφή σκέψης και δράσης, όχι µόνο δεν είναι ασύµβατος, αλλά στην ουσία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός απελευθερωτικού προτάγµατος, γύρω από το οποίο θα οικοδοµηθεί ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικούς στόχους και στρατηγική.
[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.
[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.
[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.
[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf.
[vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.
[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων. http://antisystemic.wordpress.com/
Άµεση δράση και λαϊκή αντιβία
Ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει κατά την γνώµη µας να στρέφεται η άµεση δράση, προς την δηµιουργία δηλαδή ενός κινήµατος αρκετά ισχυρού ώστε να επιβάλλει µε την δράση του στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης την εφαρµογή των αρχών του προτάγµατος του κοινωνικού αναρχισµού σε όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνίας, µέχρι τον τελικό στόχο της ανατροπής των βασικών θεσµών του συστήµατος. Η διαπίστωση αυτή δεν σηµατοδοτεί κατ’ ανάγκη την προσφυγή σε βίαιες µορφές δράσης. Το βίαιο δεν είναι πάντοτε κι επαναστατικό. Όπως γράφει ο Φωτόπουλος, η βία αναφέρεται στο µέσον που επιλέγουµε να χρησιµοποιήσουµε και όχι τους στόχους που προσπαθούµε να υλοποιήσουµε.[ix] Από την άλλη, η πρώτες ιστορικά καταγεγραµένες ενέργειες του σύγχρονου προλεταριάτου που µπορούν να ταξινοµηθούν ως εκφάνσεις της λογικής που διέπει την άµεση δράση, ήταν ενέργειες που είχαν να κάνουν µε την άµεση ικανοποίηση των υλικών αναγκών των φτωχότερων τάξεων, δηλαδή µε την φυσική επιβίωση και την αναπαραγωγή τους µέσα στην υπάρχουσα κοινωνική συγκυρία. Για παράδειγµα, µπορούµε να αναφερθούµε στην λεγόµενη «Ανταρσία του Αλευριού» του 1837, κατά την διάρκεια της οποίας οι απόκληροι της πόλης της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ εξεγέρθηκαν ενάντια στις υπέρογκες αυξήσεις των τιµών που τους εµπόδιζαν να έχουν πρόσβαση σε διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης (αλεύρι, σιτάρι, κλπ.) και απαλλοτρίωσαν µε τη βία εκατοντάδες βαρέλια µε αλεύρι και σιτάρι από τις αποθήκες του µεγαλέµπορου Ε. Χαρτ.[x]
Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι στον βαθµό που η ικανοποίηση των άµεσων προλεταριακών αναγκών γίνεται ολοένα και δυσχερέστερη µέσα σε ένα καπιταλιστικό θεσµικό πλαίσιο που µπορεί να αναπαραχθεί µόνο µε την προϋπόθεση της περαιτέρω συγκέντρωσης της οικονοµικής δύναµης και κατ’ επέκταση της περαιτέρω υποβάθµισης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωµάτων, η διαρκής σύγκρουση µε το υφιστάµενο καθεστώς νοµιµότητας που προστατεύει και κωδικοποιεί τις σχέσεις εκµετάλλευσης και κυριαρχίας είναι µονόδροµος για ένα κίνηµα που αποβλέπει στην λαϊκή χειραφέτηση. Η ίδια η ανάγκη της αυτοσυντήρησης των οµάδων που απαρτίζουν την υποτάξη του συστήµατος ενδέχεται να επιβάλλει επιθετικές ενέργειες, όπως η βίαιη απαλλοτρίωση αγαθών από τα καπιταλιστικά κέντρα διανοµής, που συνιστούν από µόνες τους εµπράγµατη κριτική στο ιερό για τον καπιταλισµό δικαίωµα της ατοµικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν βρισκόµαστε σήµερα στα 1837, την εποχή της ανταρσίας της Φιλαδέλφειας. Η λεηλασία ενός σούπερ-µάρκετ είναι µια επιβεβληµένη ενέργεια που συνάδει µε τα τυπικά κριτήρια της άµεσης δράσης, όµως δεν παύει να συνιστά µια αµυντική ενέργεια, µια ενέργεια που αποσκοπεί στην απλή αναπαραγωγή της τάξης µέσα στο σύστηµα. Αντίθετα, η επίλυση των προβληµάτων διαβίωσης των λαϊκών στρωµάτων σε µόνιµη βάση, µέσα από ένα πρόταγµα που ανατρέπει την οικονοµία της αγοράς και βάζει στη θέση της µια οικονοµία βασισµένη στον ελευθεριακό σοσιαλισµό χωρίς αγορά και χρήµα, είναι ο βασικός παράγοντας που θα επιτρέψει στις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες να αποκτήσουν την αυτονοµία τους στην σφαίρα της οικονοµίας και ν’ αποτινάξουν τους δεσµούς εκµετάλλευσης κι εξάρτησης που αναπτύσσονται αυτόµατα µέσα στις οικονοµικές ιεραρχίες του συστήµατος.
Είναι πιθανό ότι πριν γίνει αυτό, πολλοί σύντροφοι κι ακτιβιστές θα καταλήξουν όµηροι στα χέρια της νεοφιλελεύθερης χούντας εξαιτίας της αναγκαιότητας που υπάρχει για την πραγµατοποίηση αυτών των δυναµικών ενεργειών. Γι’ αυτό και πιστεύουµε ότι είναι ανάγκη το κίνηµα να οργανώσει όσο γίνεται καλύτερα ανθεκτικές δοµές αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στους πολιτικούς κρατούµενους που φοβόµαστε ότι θα πολλαπλασιαστούν στη διάρκεια του αγώνα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να τρέφουµε αυταπάτες αναφορικά µε τις δυνατότητες που υπάρχουν να απελευθερώσουµε τους συντρόφους µας µέσα από µια καλά οργανωµένη νοµική παρέµβαση. Το µόνο πράγµα που µπορεί να προστατεύσει τους αιχµάλωτους συντρόφους είναι η πολιτική ενδυνάµωση της τάξης µέσα από ένα ελευθεριακό αντισυστηµικό κίνηµα. Άποψη µας είναι ότι µόνο εφόσον έχουµε κατορθώσει να οικοδοµήσουµε ένα συµπαγές κίνηµα µε υπολογίσιµη δύναµη στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, θα µπορούµε να επιβάλλουµε όρους στο νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό Κράτος και να πετύχουµε ίσως µια υπό όρους απελευθέρωση των αιχµαλώτων, στα πρότυπα της ανταλλαγής κρατουµένων στην οποία επιδίδονται αντιµαχόµενες παρατάξεις εν καιρώ πολέµου.
Στην πολιτική µυθολογία του σύγχρονου εξεγερτικού αναρχισµού η στιγµή της εξέγερσης ερµηνεύεται ως η στιγµή σύλληψης κι εκρηκτικής εκκόλαψης της νέας κοινωνίας. Μιλάµε για µια χαοτική κατάσταση, όπου µέσα από την γενικευµένη κατάρρευση θα αναβρύσει βάσει µιας προϋπάρχουσας νοµοτέλειας ένας νέος τύπος ισότιµων κοινωνικών σχέσεων και µια κοινωνία βασισµένη στην αλληλεγγύη και τον κοµουνισµό. Σύµφωνα µε την πιο εκλεπτυσµένη εκδοχή αυτού του διανοητικού ρεύµατος, αυτή της κοµουνιστικοποίησης, τα µέτρα που θα υποχρεωθεί να πάρει το προλεταριάτο µέσα σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισµού, θα είναι αυτά που θα δηµιουργήσουν, σχεδόν ανεξάρτητα από την θέληση των δρώντων υποκειµένων, το υπόβαθρο για την µετάβαση στην απελευθερωτική κοµουνιστική συνθήκη.[xi] Από την πλευρά µας, θα θέλαµε να διαβεβαιώσουµε τον αναγνώστη ότι δεν είµαστε µπλανκιστές, θιασώτες της εκτέλεσης ενός συνωµοτικού εξεγερτικού πλάνου σε προκαθορισµένο τόπο και χρόνο. Οπωσδήποτε όµως, ακόµη και οι µπακουνικοί ζηλωτές της ισπανικής FAI που στα χρόνια ανάµεσα στο 1880 και στο 1935, συνωµότησαν αµέτρητες φορές για να οργανώσουν δεκάδες εξεγέρσεις στην ισπανική ύπαιθρο, ακόµη και αυτοί οι «άνθρωποι της δράσης» κατανοούσαν τον λαϊκό ξεσηκωµό ως εφαλτήριο µιας διαδικασίας που παράλληλα αποτελούσε και την αποκορύφωση της αθόρυβης κινηµατικής δουλειάς που έκαναν επί χρόνια.[xii] Παρά τις συστηµατικές συκοφαντίες των κρατιστών σοσιαλιστών, η αναρχική αντίληψη περί της εξεγερτικής διαδικασίας δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, προϊόν ενός ασυγκράτητου βολονταρισµού που δεν λαµβάνει υπόψη τους ταξικούς συσχετισµούς δύναµης και δεν λαµβάνει µέτρα για µια όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση των ταξικών δυνάµεων της αυτονοµίας, προτού παρακινήσει τις «µάζες» να ριχτούν σε µια µετωπική και πολλές φορές θανάσιµη σύγκρουση µε τον ταξικό εχθρό τους. Υπό αυτή την έννοια, η εξέγερση ήταν πάντα το επιστέγασµα µιας µακράς απελευθερωτικής διαδικασίας και η κατάσταση µέσα στην οποία το αναρχικό κίνηµα διακήρυσσε την αυτονοµία του, εκδήλωνε την πρόθεση του να αναµετρηθεί µε τις αρχές και συσσώρευε εµπειρίες για τις επαναστατικές µάχες που θα έρχονταν στο µέλλον.[xiii]
Επανερχόµενοι στο σήµερα και στο ενδεχόµενο της έκρηξης µιας παλλαϊκής εξέγερσης ενάντια στην συστηµική χούντα, ο χώρος θα µπορούσε ενδεχοµένως να τυπώσει και να µοιράσει ένα εγχειρίδιο αντιµετώπισης καταστολής των διαδηλώσεων, προκειµένου να µεταδώσει στον ανυποψίαστο κόσµο την «τεχνογνωσία» για να προβάλλει αποτελεσµατική αντίσταση στην καταστολή και να αναβαθµίσει έτσι το επίπεδο της σύγκρουσης στον δρόµο. Όµως, ποιο θα ήταν το νόηµα του να τρέψουµε σε φυγή τους µπάτσους που φυλάνε το κοινοβούλιο, αν προηγούµενα δεν είχαµε αποφασίσει τι θα κάνουµε µε το κοινοβούλιο όταν αυτό πέσει στα χέρια µας;[xiv] Επιπλέον, ποιος είναι αυτός που θα δώσει µάχη σώµα µε σώµα µε τους µπάτσους για να κερδίσει απλώς µια µάχη στην µακριά βεντέτα µε τις δυνάµεις καταστολής, αλλά χωρίς να µπορεί να υπολογίζει στην ύπαρξη ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου για να επικρατήσει στον καθολικό κοινωνικό πόλεµο που έχουν εξαπολύσει εναντίον µας οι ελίτ; Ήδη έχει αρχίσει να εντυπώνεται στις συνειδήσεις των λιγότερο «µπαρουτοκαπνισµένων» κοµατιών της δοκιµαζόµενης κοινωνίας ότι µε διαδηλώσεις και πορείες διαµαρτυρίας, όσο µαχητικές κι αν είναι αυτές, ελάχιστα πράγµατα φαίνεται να µπορούν να αλλάξουν ως προς τον καταποντισµό της κοινωνικής θέσης τους και την αποτροπή της χειροτέρευσης του βιοτικού τους επιπέδου.[xv]
Συνεπώς, πιστεύουµε ότι πρέπει να εργαστούµε προς την κατεύθυνση της δηµιουργίας ενός αυτόνοµου λαϊκού κινήµατος, που µε την συγκρουσιακή δράση και την αντισυστηµική πολιτική γραµή του θα βοηθήσει στην οργάνωση της ταξικής αυτοάµυνας των ετεροκαθοριζόµενων στρωµάτων της κοινωνίας και θα οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε σηµείο εκρηκτικό, επιταχύνοντας µε αυτόν τον τρόπο τις διεργασίες που µπορούν να οδηγήσουν σε καθολική ρήξη της κοινωνίας µε τους θεσµούς και τις αξίες της ετερονοµίας. Η ανάπτυξη προτάγµατος θα δώσει σηµείο αναφοράς στις εξεγερσιακές διαδικασίες κι ένα σχέδιο δράσης σε εκείνες τις κοινωνικές οµάδες που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα της παγκοσµιοποίησης κι έχουν κάθε συµφέρον να αποτινάξουν την επικυριαρχία που ασκούν οι ελίτ πάνω στις ζωές και στα όρια της ανάπτυξης τους ως κοινωνικές οµάδες αλλά και µεµονωµένα άτοµα. Το ελευθεριακό πρόταγµα µπορεί να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις δυνάµεις της λαϊκής χειραφέτησης και να προσδώσει βάθος σε µια εξέγερση, καθιστώντας την µε αυτόν τον τρόπο πολύ πιο ανθεκτική απέναντι στην συστηµική καταστολή κι εµβαθύνοντας το περιεχόµενο της δηµιουργώντας παρακαταθήκες για το µέλλον, µε την µορφή µόνιµων και βιώσιµων θεσµών αυτοκυβέρνησης του κινήµατος. Όπως έγραψε ο Κροπότκιν σχετικά µε την προλεταριακή εξέγερση που κατέληξε στην ανακήρυξη της Παρισινής Κοµούνας: «Αν το θέµα ήταν απλώς το πώς θα µπορούσαµε καλύτερα να αναπτύξουµε µια θεωρία, θα έπρεπε να πούµε ότι οι θεωρίες, ως τέτοιες, δεν έχουν και µεγάλη σηµασία. Αλλά όσο µια νέα ιδέα δεν βρίσκει µια ξεκάθαρη και λεπτοµερή µορφή µε την οποία να διατυπώνεται, µια µορφή που θα βγαίνει µε φυσικό τρόπο µέσα από τα πράγµατα όπως αυτά υπάρχουν στην πραγµατικότητα, τότε δεν πρόκειται να αιχµαλωτίσει τα µυαλά των ανθρώπων , ούτε θα µπορέσει να τους εµπνεύσει ώστε να εισέλθουν σε έναν αποφασιστικό αγώνα. Οι άνθρωποι δεν ρίχνονται στο άγνωστο χωρίς µια θετική και καθαρά διαµορφωµένη ιδέα που θα τους χρησιµεύσει, ούτως ειπείν, σαν εφαλτήριο όταν αυτοί βρίσκονται ακόµη στο ξεκίνηµα».[xvi]
Στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης;
Το συµβάν της εξέγερσης ως αφετηρία και όχι ως κατάληξη του απελευθερωτικού κινήµατος, έχει προσλάβει κάποια «τεχνικά» χαρακτηριστικά που αποβλέπουν τόσο στην υποδαύλιση της εξεγερσιακής κατάστασης όσο και στην διασπορά της στον χώρο και τον χρόνο. Παροµοίως, η µεταµοντέρνα εξεγερτική στρατηγική αναλώνεται σε µια συνεχή ενασχόληση µε την σηµειολογία των διαδηλώσεων. Το αν θα πορευτούµε «ειρηνικά» ή µε στόχο την σύγκρουση, την διάταξη των πανό, την πρόθεση που επέδειξε η κάθε πολιτική δύναµη να παραµείνει στο Σύνταγµα και να κοιτάξει στα µάτια τον στρατό κατοχής, τον τρόπο µε τον οποίο θα οργανωθούµε «στρατιωτικά» για να µπορέσουµε να αντισταθούµε στην καταστολή των µπάτσων, την συµετοχή ή όχι µεγάλου τµήµατος διαδηλωτών στις συγκρούσεις ή την ηθική νοµιµοποίηση που παρέχουν σε αυτές µε την στάση τους έναντι των µπάτσων, κλπ. Αφού µια επεισοδιακή πορεία θεωρείται από τους νέο-εξεγερσιακούς ως αυτοτελές εξεγερτικό συµβάν και αφού η ίδια η εξέγερση εκλαµβάνεται ως ικανή να παράξει τα δικά της υποκείµενα που µπορεί να µας οδηγήσουν στην κοινωνική χειραφέτηση, είναι λογικό όλο και περισσότερη έµφαση να δίδεται στην επεξεργασία µεθόδων και τεχνικών που θα εξυπηρετούν την όξυνση και γενίκευση της σύγκρουσης ως αυτοσκοπό.
Εδώ πλέον η εξέγερση δεν παράγεται από το υποκείµενο, αλλά το υποκείµενο παράγεται από την εξέγερση. Έτσι, η αντιβία των ριζοσπαστικών ρευµάτων αυτονοµείται και αποκόπτεται ως έναν βαθµό από το κυρίως σώµα της διαδήλωσης. Οργανώνεται σε µικρές κι ευέλικτες οµάδες «κοµάντο» που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και µπορεί να αποκλίνουν σηµαντικά από τα προδιαγεγραµένα όρια της πορείας, µεταφέροντας την δράση τους σε σηµεία όπου τα µέτρα ασφαλείας είναι λιγότερο ισχυρά για να επιτεθούν σε συµβολικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους όπως γραφεία τραπεζών, καταστήµατα πολυεθνικών εταιρειών, παραρτήµατα µεγάλων εµπορικών αλυσίδων, κλπ. Το «hit & run» είναι µια τέτοια πρακτική που ρέπει προς µια πλήρη αυτονόµηση της µαζικής λαϊκής αντιβίας σε επίπεδο δράσης, στόχων και τακτικής από το κινηµατικό της περιβάλλον, µια αντίληψη που ορισµένες φορές στηρίζει και ενισχύει την λαϊκή κινητοποίηση αναβαθµίζοντας τον χαρακτήρα της, ενώ άλλες φορές βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία µε τις διαθέσεις και τις επιδιώξεις του πλήθους.[xvii] Όχι τυχαία, στην Γένοβα το 2001 υπήρχαν τµήµατα του µαύρου µπλοκ που πραγµατοποίησαν επιθέσεις σε όλο το µήκος και το πλάτος της πόλης, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να συγκεντρώσουν τα «πυρά» τους ενάντια στην καλά φρουρούµενη «κόκκινη ζώνη» στο κέντρο της πόλης. Χαρακτρηιστικό παράδειγµα, η επίθεση κατά των φρουρών στις φυλακές Marassi την δεύτερη µέρα των κινητοποιήσεων.[xviii]
Μια ακόµη πιο διαχωρισµένη αντίληψη της αντιβίας εκφράζεται από την «Ταξιαρχία Curious George» στην µπροσούρα της µε τίτλο «Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης».[xix] Στο κείµενο αυτό, η εξεγερτική άµεση δράση ερµηνεύεται αποκλειστικά µε όρους «στρατιωτικής» αποτελεσµατικότητας, η οποία προσµετράται από την ικανότητα των φορέων της σύγκρουσης να διασπείρουν αποτελεσµατικά το χάος στην µητρόπολη. Σίγουρα, δεν ανήκουµε σε αυτούς που απαξιώνουν την αναγκαιότητα για αποτελεσµατικότητα της λαϊκής αντιβίας. Ούτε θεωρούµε ότι «λαός» είναι µόνο εκείνο το κοµάτι των διαδηλωτών που µε την στάση του καθορίζει ή όχι την ηθική νοµιµοποίηση της σύγκρουσης, γιατί κάτι τέτοιο συνεπάγεται εξορισµού την µη-συµετοχή του κοµατιού αυτού στις εξεγερτικές µορφές δράσης. Θα ήταν σαν να ισχυριζόµασταν ότι η ηθική νοµιµοποίηση των ανατρεπτικών διαθέσεων ενός τµήµατος του αγωνιζόµενου λαού, προέρχεται πάντα από εκείνο το κοµάτι της κοινωνίας που δεν συµερίζεται έµπρακτα τις ίδιες επιθετικές διαθέσεις.
Ο Δεκέµβρης έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο η διάχυση της αντιβίας από ένα µειοψηφικό κοινωνικό υποκείµενο, µπορεί να οδηγήσει στην δηµιουργία εξεγερσιακών συνθηκών. Η ύπαρξη της εξέγερσης δεν είναι νοητή χωρίς την προσωρινή αναστολή ή έστω παρακώλυση της λειτουργίας των καπιταλιστικών παραγωγικών δοµών, των εµπορευµατικών ροών του κεφαλαίου και των δικτύων διακίνησης αγαθών του συστήµατος. Και στο αρχικό στάδιο µιας εξέγερσης, η παύση αυτή µπορεί να γίνει αντιληπτή µόνο ως µια προσωρινή χαοτική κατάσταση, µια «αταξία» στην θέση της καλά οργανωµένης κανονικότητας, µε την ανάθεση παγιωµένων ρόλων και καθηκόντων που συνεπάγεται αυτή η κανονικότητα για την καθηµερινή δραστηριότητα του καθένα από εµάς ξεχωριστά.
Το πρόβληµα ωστόσο έγκειται αλλού. Η αντιβία είναι απαραίτητη ως µέθοδος εξωτερικής επιβολής του µπλοκαρίσµατος της συστηµικής µηχανής από το ανταγωνιστικό κίνηµα και µπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή µιας εξεγερσιακής κατάστασης, αλλά από µόνη της δεν επαρκεί για να παρατείνει και να αναπαράξει τις εξεγερσιακές συνθήκες. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται πολιτικές ενέργειες σε κεντρικό επίπεδο, όπως ήταν η κατάληψη της Νοµικής, του κτηρίου της ΓΣΕΕ και της Λυρικής τον Δεκέµβρη, οι οποίες θα αποσπάσουν έστω προσωρινά κάποιες ζώνες κοινωνικής αναπαραγωγής από το σύστηµα, µε ρητό στόχο την αναδιοργάνωση τους σε ελευθεριακή βάση. Αυτή η ανάδειξη της αµεσοδηµοκρατικής διάστασης της εξέγερσης είναι που µετατρέπει ένα µειοψηφικό εξεγερτικό εγχείρηµα αντισυστηµικής αλλαγής, σε δυνητικά πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγµα που δεν ετεροκαθορίζει αυτούς που δεν συµετέχουν από την πρώτη στιγµή.[xx] Η δηµιουργία αυτών των απελευθερωµένων ζωνών, δεν έχουν καµία σχέση µε µια διαδικασία διατύπωσης αιτηµάτων προς τις ελίτ, αλλά αντίθετα µπορούν να αποτελέσουν συντονιστικά κέντρα αγώνα και αυτόνοµα συλλογικά όργανα που συνοµοσπονδιοποιούνται για να αποφασίσουν τα µέτρα που χρειάζονται προκειµένου να θεσµοθετηθούν οι νέες επαναστατικές δοµές της γενικευµένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
Από την άλλη, ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην συµπύκνωση της εξεγερτικής δραστηριότητας σε µια µονοδιάστατη προοπτική διάρρηξης της κανονικότητας διαµέσου των «ταραχών», είναι η προαναφερθείσα εµονή µε την σηµειολογία µέσω της αναγόρευσης της σύγκρουσης σε ύψιστο κριτήριο ριζοσπαστικοποίησης των υποτελών κοινωνικών στρωµάτων. Θεωρούµε νίκη για τα ριζοσπαστικά ρεύµατα αν πετύχουµε µε την στάση µας και το παράδειγµα µας να ακυρώσουµε στην πράξη την συναίνεση που υπάρχει ανάµεσα στις ελίτ και τους ρεφορµιστές για τον εγκλωβισµό της λαϊκής άµεσης δράσης στις προκάτ φόρµες της ειρηνικής διαµαρτυρίας. Όταν δε όλες οι προϋποθέσεις συγκλίνουν και αποκορυφώνονται σε ένα µεγάλο εξεγερσιακό γεγονός (Γένοβα 2001, απεργιακό διήµερο 28-29/06/2011, 12 Φλεβάρη 2012), τότε η ιδεολογική «πρωτοπορία» του χώρου βγαίνει και µιλάει µε ικανοποίηση για την µεγάλη εξέγερση της µιας µέρας.[xxi] Αν όµως οι εξεγέρσεις δεν είναι παρά παροδικές εκρήξεις λαϊκής δυσαρέσκειας, που σε βάθος χρόνου αφήνουν ανέπαφη την λειτουργία του συστήµατος, τότε η στρατηγική του εξεγερτικού αναρχισµού δεν συνιστά µέθοδο ανατροπής του συστήµατος, αλλά στην καλύτερη περίπτωση µια συλλογική άσκηση των πιο ετοιµοπόλεµων κοµατιών του χώρου στην αυτοϊκανοποίηση, µια διαδραστική εµπειρία όπου ο χώρος έχει την ευκαιρία να βιώσει για λίγο τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις του.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αποβλέπουν στο να τεκµηριώσουν την ανάγκη για µια απόρριψη της εξεγερτικής στρατηγικής, αλλά στην αναγκαιότητα µιας δραστικής αναθεώρησης της. Στο θεωρητικό οικοδόµηµα του κλασικού αναρχοκοµουνισµού, η εξέγερση είναι η στιγµή της κορύφωσης της διαρκούς ταξικής πάλης. Ζητήµατα όπως η εξεύρεση οπλισµού για τους εξεγερµένους, η οργάνωση της άµυνας των κατειληµένων χώρων (εργοστάσια, δηµόσιες υπηρεσίες, κλπ.) ήταν ζητήµατα τακτικής φύσης των οποίων η όσο το δυνατό καλύτερη διευθέτηση ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η καθολική επικράτηση των καταπιεσµένων, δηλαδή η κατάλυση του Κράτους και η απαλλοτρίωση των παραγωγικών µέσων από τους εξεγερµένους. Με άλλα λόγια, ο αναρχικός κοµουνισµός ανέκαθεν ενστερνιζόταν τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της εξέγερσης, αλλά σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να οριστεί µονοσήµαντα ως «εξεγερσιακός» αναρχισµός. Η εξέγερση ήταν απλά ένα µέρος του ευρύτερου απελευθερωτικού προγράµατος του κοινωνικού αναρχισµού.
Μεταρρύθµιση και Επανάσταση
Αναφέραµε πιο πάνω ότι δεν έχουµε το περιθώριο να εναποθέσουµε τις ελπίδες µας για την αυτοάµυνα µας απέναντι στην κατασταλτική µανία ενός ηµιφασιστικού αντιπροσωπευτικού καθεστώτος, µόνο σε οµάδες νοµικής βοήθειας, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις τους κι όσο άρτια οργανωµένες κι αν είναι αυτές. Η χρήση νοµικών και συνταγµατικών µέσων δεν πρόκειται να εξασφαλίσει ελευθερία κινήσεων για το κίνηµα, αφού τα αστικά δικαιώµατα που ενσωµατώνονται στην ηγεµονική κρατική µορφή, δεν είναι δυνατό από την φύση τους να χρησιµοποιηθούν για να υπονοµεύσουν την κυριαρχία του ίδιου του Κράτους.[xxii] Η εκάστοτε συνταγµατική µορφή της Κρατικής εξουσίας δεν είναι παρά η καταστατική επικύρωση των βασικών θεσµών και δοµών χάρη στις οποίες αναπαράγεται η συστηµική κυριαρχία, σύµφωνα µε την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης και τον ταξικό συσχετισµό δυνάµεων που επικρατούσε την δεδοµένη χρονική στιγµή κατάρτισης του συντάγµατος. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαµε ότι πρόκειται για µια συνθήκη ειρήνης / ανακωχής ανάµεσα σε εµπόλεµες κοινωνικές οµάδες, ένα νοµικό έγγραφο που κωδικοποιεί την επικράτηση του κυρίαρχου µπλοκ εξουσίας απέναντι στον αντίπαλο κοινωνικό συνασπισµό.
Οι λεγόµενες «συνταγµατικές ελευθερίες» δεν έχουν καµία απολύτως αξία αν δεν υποστηρίζονται από πραγµατική δύναµη της τάξης στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Μόλις η ταξική ισχύς συρρικνωθεί ή εισέλθει σε µια φάση ύφεσης µέσω της υποχώρησης της ταξικής συνειδητοποίησης, τα «κατοχυρωµένα από τον νόµο» δικαιώµατα, είτε καταπατώνται µε βάρβαρο τρόπο, ή εξαλείφονται ολοσχερώς µε «δηµοκρατικά» µέσα, µέσω µιας αναθεώρησης του συντάγµατος. Οι ταξικές αντιθέσεις είναι δοµικό φαινόµενο σε µια ιεραρχική κοινωνία. Ως εκ τούτου, η χορήγηση ή κατάργηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων υπαγορεύεται ανάλογα µε τις πραγµατικές ανάγκες του εγγενούς ανταγωνισµού ανάµεσα στις κοινωνικές µονάδες που κατέχουν κυρίαρχες ή υποτελείς θέσεις στον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας. Όταν τα θεσµοποιηµένα δικαιώµατα γίνονται εµπόδιο στην εκδήλωση της απροκάλυπτης ταξικής υπεροχής που έχουν αποκτήσει οι ελίτ, τότε πολύ απλά είτε καταστρατηγούνται µε κυνικό τρόπο, ή διαγράφονται από τον καταστατικό χάρτη της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας».
Υπάρχει µια αξιοσηµείωτη σύγκλιση απόψεων πάνω στο ζήτηµα της χιµαιρικής φύσης των τυπικών δικαιωµάτων της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας». Ο θεωρητικός της απολυταρχίας Καρλ Σµιττ δεν µασάει τα λόγια του γύρω από το θέµα όταν γράφει: «Δια του εµφυλίου πολέµου αποφασίζεται η περαιτέρω τύχη αυτής της [πολιτικής] ενότητας. Αυτό ισχύει για ένα συνταγµατικό αστικό κράτος δικαίου, παρ’ όλες τις συνταγµατικές δεσµεύσεις του κράτους, όχι λιγότερο, αλλά µάλλον ακόµη πιο αυτονόητα απ’ ότι για οποιοδήποτε άλλο κράτος. Διότι, όπως λέει ο Lorenz Von Stein, στο ‘συνταγµατικό κράτος’ το σύνταγµα είναι ‘η έκφραση της κοινωνικής τάξης, η ύπαρξη της ίδιας της συγκροτηµένης σε κράτος αστικής κοινωνίας. Όταν υποστεί επίθεση, τότε ο αγώνας πρέπει να αποφασιστεί εκτός του συντάγµατος και του δικαίου, δηλαδή µε τη βία των όπλων’».[xxiii] Τι άλλο µπορεί να σηµαίνει αυτό το εδάφιο εκτός από µια ανοικτή παραδοχή ότι όλες οι µορφές ετερόνοµης τάξης προέρχονται από και βασίζονται σε τελική ανάλυση για την υπεράσπιση τους στην οργανωµένη κρατική βία; Αλλά και ο Πέτρος Κροπότκιν αφού εκφράζεται µε τον πιο απαξιωτικό τρόπο για την υποτιθέµενη «απαραβίαστη» ισχύ των αστικών συνταγµάτων[xxiv], µας υπενθυµίζει πολύ σωστά ότι, «Οι άγγλοι εργάτες κατάκτησαν το δικαίωµα να δηµιουργούν ενώσεις και να κάνουν απεργίες, δηµιουργώντας στην πράξη τα συνδικάτα τους και απεργώντας εναντίον των διαταγµάτων του Κοινοβουλίου και των απαγχονισµών του 1813, και καταλαµβάνοντας, πριν από πενήντα χρόνια τα εργοστάσια. Μόνο χτυπώντας µε τα κάγκελα του Χάιντ Παρκ την αστυνοµία που τον εµπόδιζε, επιβεβαίωσε τελείως πρόσφατα ο λαός του Λονδίνου, ενάντια σε µια συνταγµατική κυβέρνηση, το δικαίωµα του να διαδηλώσει στους δρόµους και τα πάρκα της πρωτεύουσας».[xxv] Τέλος, ο Χάουαρντ Ζιν, ο οποίος συνέγραψε µια λεπτοµερειακή ιστορία των λαϊκών κινηµάτων στις ΗΠΑ από την εποχή του Κολόµβου µέχρι τις µέρες µας, εκφράζει την πεποίθηση ότι, «…οι εργάτες αποκόµισαν τα µεγαλύτερα οφέλη τους από τις αυθόρµητες εξεγέρσεις, πριν από την οργανωτική αναβάθµιση και την επίσηµη αναγνώριση των εργατικών σωµατείων: “Την περίοδο της Οικονοµικής Ύφεσης – πριν από την ίδρυση των εργατικών σωµατείων – η επιρροή των εργατών έφτασε στο ζενίθ και µπόρεσαν να αξιώσουν µεγαλύτερες παραχωρήσεις από την κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο η δύναµη τους δεν πήγαζε από το συνδικαλισµό, αλλά από την διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας”».[xxvi]
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται πρόδηλο ότι τα πάντα είναι συνάρτηση της δύναµης που είναι σε θέση να κινητοποιήσουν τα ετεροκαθοριζόµενα κοινωνικά στρώµατα, που µε την σειρά της εξαρτάται από το επίπεδο της ταξικής τους οργάνωσης και το επίπεδο της αντισυστηµικής συνειδητοποίησης τους. Είµαστε της άποψης, ότι η δύναµη που απορρέει από την ταξική συσπείρωση µπορεί να πάρει σάρκα και οστά και να εκδηλωθεί ως µοχλός υπεράσπισης των συµφερόντων των ασθενέστερων τάξεων, µόνο µέσα από την συγκρότηση της υποτάξης σε ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικό πρόγραµα και στρατηγική µετάβασης στην ακρατική κοινωνία. Αν καταφέρουµε να φτάσουµε σε αυτό το επίπεδο συνειδητοποίησης, θα µπορέσουµε επίσης να διακρίνουµε ότι το δίληµα ανάµεσα σε µια ρεφορµιστική γραµή αντίστασης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και σε µια µαξιµαλιστική εµονή στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, στην πραγµατικότητα στερείται νοήµατος και δεν υφίσταται. Είναι µάταιο να διεξαγάγουµε αγώνα για να διατηρήσουµε τα «κεκτηµένα» της σοσιαλδηµοκρατικής περιόδου της νεωτερικότητας, αφού και µόνο η από τα πάνω προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήµατος γύρω από τον άξονα της οριστικής εξάλειψης αυτών των δικαιωµάτων, δείχνει ότι εξέλειπαν οι οργανωµένες ταξικές δυνάµεις της αυτονοµίας που θα µπορούσαν να καταπολεµήσουν αυτή την εξέλιξη, ενθαρρύνοντας έτσι τις κυρίαρχες ελίτ να περάσουν στην αντεπίθεση.
Οι ελίτ δεν έχουν κανέναν λόγο να προβούν σε παραχωρήσεις, αν οι «από κάτω» δεν έχουν έρθει σε µερική έστω ρήξη µε το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα, αν δεν έχουν το δικό τους εναλλακτικό φαντασιακό και δεν έχουν αναβαθµίσει το επίπεδο οργάνωσης της τάξης τους προκειµένου να επιβάλλουν «επαναστατικώ δικαίω» την συλλογική βούληση τους στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Η συσσωρευµένη ιστορική εµπειρία του εργατικού κινήµατος παγκοσµίως δείχνει ότι οι φιλολαϊκή µεταρρύθµιση δεν µπορεί αφ’ εαυτής να αποτελέσει στρατηγικό στόχο για το ανταγωνιστικό κίνηµα. Οι πολιτικές ελευθερίες και τα εργασιακά δικαιώµατα, η δηµόσια εκπαίδευση και η υγειονοµική περίθαλψη, η κοινωνική ασφάλιση και το κράτος πρόνοιας, πέρα από µακροοικονοµικές δοµές που διασφάλιζαν την ανάπτυξη και την οµαλή λειτουργία του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς κατά την σοσιαλδηµοκρατική περίοδο της νεωτερικότητας, ήταν και υποπροϊόντα της εξέλιξης της Κοινωνικής Πάλης σε τοπικό, εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, η οποία διεξήχθη µε τελικό διακύβευµα την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας» και του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς και την µετάβαση σε µια εναλλακτική µορφή οργάνωσης της κοινωνίας.
Δεν είναι µάλιστα καθόλου τυχαίο ότι πολλές από αυτές τις µεταρρυθµίσεις που συνέβαλλαν έτσι ώστε να καταστεί ηπιότερος ο αντίκτυπος των διαλυτικών, αντικοινωνικών τάσεων που είναι εγγενείς στον τρόπο λειτουργίας του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς, οφείλουν την ύπαρξη τους στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε να υλοποιήσει «από τα πάνω» το «προοδευτικό» κίνηµα των κρατιστών σοσιαλιστών που κατείχε την εξουσία στις ανεπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες του Βορρά από το 1945 µέχρι τα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Αντιλαµβάνεται λοιπόν κανείς ότι καµία αντίσταση στην συστηµική αναδιάρθρωση δεν µπορεί να ευδοκιµήσει αν δεν υφίσταται αντισυστηµικό κίνηµα που να βοηθά τις «µάζες» να δουν πέρα από το καταθλιπτικό παρόν, ατενίζοντας ένα καλύτερο και ριζικά διαφορετικό µέλλον. Όπως γράφει ο Ζιν για την άνοδο του «προοδευτικού» θεσµικού κινήµατος στις ΗΠΑ, «Ο πανικός [της εξέγερσης] του 1907 και η αυξανόµενη δύναµη των σοσιαλιστών, των Βιοµηχανικών Εργατών του Κόσµου και των εργατικών σωµατείων επέσπευσαν την διαδικασία των µεταρρυθµίσεων […] Δινόταν πλέον έµφαση “στον δελεασµό και τις παραχωρήσεις”».[xxvii] Εντελώς επιγραµατικά θα λέγαµε ότι όποιος περιορίζεται να αγωνίζεται για την µεταρρύθµιση, πιθανότατα θα εισπράξει τελικώς την πιο αµείλικτη αντεπανάσταση.
Ζητήµατα οργάνωσης της τάξης
Ελπίζουµε από τα παραπάνω, να έχουµε τεκµηριώσει επαρκώς την επιτακτική ανάγκη για µια ποιοτική αναβάθµιση της πολιτικής παρέµβασης του αναρχικού χώρου, που συγκροτηµένος σε ένα οµόσπονδο αλλά ενιαίο κίνηµα, θα µπορέσει να λειτουργήσει ως καταλύτης και εµψυχωτής µιας ευρύτερης διαδικασίας κοινωνικής απελευθέρωσης και να συνευρεθεί δηµιουργικά µε εκείνα τα τµήµατα της κοινωνίας που λογίζονται από τις ελίτ ως πλεονάζων πληθυσµός και ήδη έχουν αναπτύξει µια πολύµορφη αντίσταση στον οδοστρωτήρα της αναδιάρθρωσης. Έτσι, θα πρέπει ξανά να καταπιαστούµε µε το ζήτηµα της συνεισφοράς των αναρχικών σε θέµατα οργάνωσης της Κοινωνικής Πάλης των υποτελών κοινωνικών τάξεων (µορφή και περιεχόµενο, τακτική και στρατηγική). Δεν αρκεί να παροτρύνουµε την κοινωνία να «αυτοοργανώσει» τις αντιστάσεις της. Αυτό είναι κάτι που η συντριπτική πλειοψηφία της αγωνιζόµενης κοινωνίας το έχει ήδη κατανοήσει βιωµατικά και που της έχει επιβληθεί από τις περιστάσεις. Κατά την άποψη µας, ο αναρχικός χώρος µπορεί να µετατραπεί σε υπολογίσιµη δύναµη αναµόρφωσης της κοινωνίας στον βαθµό που θα µπορέσει να επιδράσει στις δυσµενείς για τις δυνάµεις της αυτονοµίας υπάρχουσες υποκειµενικές συνθήκες. Αν κατορθώσει να λειτουργήσει ως σηµείο αναφοράς για τα λαϊκά στρώµατα, συντελώντας µε τις παρεµβάσεις του στην αναβάθµιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του αγώνα τους και στο πέρασµα τους από την αντίσταση, στην απελευθέρωση.
Από αυτή την άποψη, θα ήταν χρήσιµο να ανατρέξουµε στο κείµενο της κριτικής που άσκησε ο Λουίτζι Φάµπρι στους πλατφορµιστές αναρχικούς, διότι µέσα σε αυτό ο Φάµπρι πραγµατεύεται ερωτήµατα µε τα οποία µας φέρνει ξανά αντιµέτωπους η ιστορική ταξική συγκυρία. Είναι γεγονός ότι ο Φάµπρι αντιτίθεται στις οργανωτικές διευθετήσεις της πλατφόρµας, διαβλέποντας τον κίνδυνο για την ανάδειξη µιας συγκεντρωτικής ηγεσίας στην αξίωση των πλατφορµιστών για µια ξεχωριστή αναρχική οργάνωση.[xxviii] Αν ήδη υπάρχει µια µαζική (εργατική) οργάνωση διαποτισµένη από τις αναρχικές ιδέες και αξίες, τότε ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης µιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, αναρωτιέται ο συγγραφέας. Συµφωνούµε µε τον Φάµπρι, στον βαθµό που η αυτοδιάλυση και η σταδιακή απορρόφηση της από τα αµεσοδηµοκρατικά όργανα της γενικευµένης αυτοδιεύθυνσης σε όλα τα επίπεδα, µπορεί να αποτελέσει τον µοναδικό στόχο που αρµόζει στις αρχές µιας ελευθεριακής πολιτικής οργάνωσης. Η αυτοδιάλυση αυτή δεν χρειάζεται να περιµένει την αντισυστηµική αλλαγή για να συµβεί, αλλά µπορεί να επέλθει και µέσω της ένωσης των αναρχικών συλλογικοτήτων µε κινηµατικές δοµές αυτοδιεύθυνσης µέσα στις οποίες η υποτάξη συσπειρώνεται και αναδεικνύεται σε πολιτική δύναµη, µε αυξηµένη κοινωνική απεύθυνση και διευρυµένη εµβέλεια στην διεξαγωγή της Κοινωνικής Πάλης ακόµη και στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Αναγκαία προϋπόθεση θα ήταν ωστόσο η διάδοση των ελευθεριακών αρχών και η προηγούµενη υιοθέτηση του ελευθεριακού προτάγµατος από τα κοινωνικά υποκείµενα που συµετέχουν στον αγώνα. Και δεν µιλάµε εδώ µόνο για την µορφή οργάνωσης, την διαδικασία λήψης αποφάσεων που επιλέγει ένα κίνηµα. Το Σύνταγµα έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο µια ελευθεριακή µορφή οργάνωσης µπορεί κάλλιστα να συµβαδίζει µε την έλλειψη ταξικής συνειδητοποίησης και την απουσία ριζοσπαστικής κοινωνικής ανάλυσης από την µεριά των εµπλεκοµένων. Ένα καλό παράδειγµα είναι αυτό του αναρχικού αγωνιστή Αµπέλ Παθ, ο οποίος µιλάει µε θαυµασµό για τον τρόπο που ο ζωντανός ελευθεριακός κοµουνισµός είχε εξαπλωθεί αυθόρµητα σε όλες τις πτυχές του οργανωµένου βίου στο επαναστατηµένο χωρίο Juneda της Καταλωνίας, σε σηµείο µάλιστα που οι παλιές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν παραµεριστεί προς όφελος της νεοπαγούς κοινωνικής αρµονίας. Γράφει, «Το εκπληκτικό είναι ότι οι πολιτικές δυνάµεις του χωριού, η και το , είχαν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο συµφωνίας, ώστε είχαν περιορίσει τον πολιτικό τους χαρακτήρα προς όφελος της κοινής ζωής. Η διάλυση και διάχυση τους στην κολεκτίβα αποτελεί περίφηµο επαναστατικό δίδαγµα».[xxix] Βέβαια, ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει σε προηγούµενο σηµείο του βιβλίου πώς οι έµπειροι και συνειδητοποιηµένοι αγωνιστές της CNT και της FAI ήταν εκείνοι που όταν έφτασε η ώρα µπήκαν µπροστά και µέσω της ακούραστης εργασίας και του ανιδιοτελούς παραδείγµατος τους, µετέδωσαν στους συγχωριανούς τους το πνεύµα και τις βασικές οργανωτικές αρχές του ελευθεριακού κοµουνισµού. Με άλλα λόγια, η αυθόρµητη, δηλαδή αυτόνοµη, δράση των µαζών γονιµοποιήθηκε, εµψυχώθηκε και εµπλουτίστηκε από εκείνους τους ακτιβιστές που για χρόνια αγωνίζονταν για την διάδοση του ελευθεριακού σοσιαλισµού και την κατάλληλη στιγµή ανέλαβαν δράση για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους να οργανώσουν την ζωή τους µε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο. Ας µην παραγνωρίζουµε λοιπόν το γεγονός ότι αν το αναρχικό προλεταριάτο είχε αποκτήσει συνείδηση της ικανότητας του να διευθύνει συλλογικά την παραγωγή, αυτό το όφειλε κατά ένα µεγάλο µέρος στην µακροχρόνια επιµορφωτική δράση των αναρχικών, στην εκστρατεία «ριζοσπαστικού διαφωτισµού» της CNT, της FAI και των διάσπαρτων ελευθεριακών οµάδων. [xxx] Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάµε ότι η CNT και το POUM «εξατµίστηκαν» µέσα σε µια πρωτόγνωρη κοινωνική συνθήκη που το ίδιο το οργανωµένο αναρχικό κίνηµα είχε φροντίσει να υποθάλψει µέσω της συστηµατικής δουλειάς και να καλλιεργήσει σταδιακά στην ισπανική ύπαιθρο, χωρίς να περιµένει µοιρολατρικά την δηµιουργία παρόµοιων συνθηκών ex nihilo από τα τρίσβαθα της ψυχής του ισπανικού βιοµηχανικού και αγροτικού προλεταριάτου.
* Φυσικά, δεν ξεχάσαµε το κρίσιµο ζήτηµα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. Με αυτό θα καταπιαστούµε σε επόµενο µας κείµενο.
[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.
[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.
[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.
[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf. [vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.
[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων.
[ix] T. Fotopoulos, The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for a New Antisystemic Movement Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol7/takis_movements.htm.
[x] H. Zinn, Ιστορία του λαού των Ηνωµένων Πολιτειών (Αιώρα), σελ. 250-2.
[xi] Για περισσότερα βλ. B. Astarian, Δραστηριότητα Κρίσης και Κοµουνιστικοποίηση (Πρακτορείο Rioters).
[xii] Χωρίς να παραγνωρίζουµε την σηµασία που είχαν οι εγχώριες παραδόσεις της κοινοκτηµοσύνης για το πρόσφορο έδαφος που βρήκε ο αναρχοκοµουνισµός στις κοινότητες της ισπανικής αγροτιάς.
[xiii] Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι το αναρχικό κίνηµα δεν κλήθηκε να πληρώσει βαρύ φόρο αίµατος για τις εξεγερσιακές «ασκήσεις επί χάρτου» των ακτιβιστών της FAI. Από την άλλη, µπορούµε να πούµε ότι οι πνιγµένες στο αίµα αλλεπάλληλες εξεγέρσεις ήταν το αµόνι πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε για χρόνια η επαναστατική θέληση του αγροτικού και βιοµηχανικού αναρχικού προλεταριάτου της Ισπανίας.
[xiv] Εδώ φυσικά αναφερόµαστε όχι στο ίδιο το κοινοβούλιο (που ξέρουµε πολύ καλά τι πρέπει να το κάνουµε, εφόσον καταφέρουµε κάποτε να πλησιάσουµε αρκετά κοντά) αλλά στους συλλογικούς θεσµούς που θα αποτελέσουν την διάδοχη κατάσταση για την εγκαθίδρυση µιας αυτόνοµης, αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας.
[xv] Αυτή η συνειδητοποίηση και ο φόβος της καταστολής είναι κατά την γνώµη µας οι δύο βασικοί παράγοντες που εξηγούν την µειωµένη προσέλευση στις τελευταίες απεργιακές συγκεντρώσεις.
[xvi] P. Kropotkin, The Commune of Paris, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/kropotkin/pcommune.html.
[xvii] Χαρακτηριστικότερο παράδειγµα που µας έρχεται κατά νου είναι φυσικά το περιστατικό µε τους νεκρούς στο υποκατάστηµα της Marfin, ένα χτύπηµα που κατά γενική οµολογία επέφερε ένα µούδιασµα και µια προσωρινή αναστολή των κινητοποιήσεων για µεγάλο χρονικό διάστηµα, την στιγµή που η πολιτική ελίτ υλοποιούσε την µνηµονιακή νοµοθεσία µε ιλιγγιώδη ταχύτητα.
[xviii] Μπροσούρα, Genova Libera, Ο εξεγερτικός αγώνας ενάντια στην παγκόσµια κυριαρχία και τη ρεφορµιστική διεθνή (Άνεµος).
[xix] Curious George Brigade, Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης, https://rioters.espivblogs.net/2009/10/06/%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%8 3%CF%80%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-
- CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%AC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-
- CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%81%CE%AC/.
[xx] Από αυτή την άποψη, οι µεταµοντέρνοι εξεγερσιακοί κακώς επιχαίρουν για το γεγονός ότι µεγάλες εξεγέρσεις της υποτάξης, όπως ήταν αυτές του Λος Άντζελες το 1992, των Γαλλικών προαστίων το 2005 και της Αγγλίας το 2011 δεν βρήκαν πολιτική έκφραση όχι µέσα από την διατύπωση αιτηµάτων και την συνδιαλλαγή µε τις αρχές, αλλά µέσω της µετατροπής του υγιούς ταξικού µίσους που εκφράσανε, σε ζωογόνα και δηµιουργική δύναµη για την θέσµιση της αυτόνοµης, κοµουνιστικής κοινωνίας.
[xxi] Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο που εξέδωσε η Αναρχική Αρχειοθήκη το 2011 για τα γεγονότα του 1995 στο Πολυτεχνείο, µε τίτλο «Η Εξέγερση: Πολυτεχνείο, 1995». Περισσότερα στο, http://anarchypress.wordpress.com/2011/11/02/k%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%8 6%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%BF-
- CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-%CE%B7-
- CE%B5%CE%BE%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-
- CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5/.
[xxii] «Τι γίνονται, στην πράξη, το άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο των επιστολών όταν η αστική τάξη αποφασίζει να παραιτηθεί απ’ αυτά για να δώσει στην κυβέρνηση την ευχέρεια να την προστατεύσει από τους επαναστάτες;». P. Kropotkin, Η αναρχική οργάνωση της κοινωνίας (Κατσάνος), σελ.16.
[xxiii] C. Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού (Εκδόσεις Κριτική), σελ.73.
[xxiv] «Τα συντάγµατα που κατά περιόδους κουρελιάζονται, πετάνε σαν κίτρινα φύλλα που τα ρίχνει στο ποτάµι ο φθινοπωριάτικος άνεµος! Δεν πειράζει, πάντα ξαναγυρίζει κανείς στους πρώτους του έρωτες. Όταν κουρελιαστεί και το δέκατο έκτο σύνταγµα, θα κάνουµε ένα δέκατο έβδοµο!». P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ. 11.
[xxv] P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ.15.
[xxvi] H. Zinn, στο ίδιο, σελ. 445.
[xxvii] H. Zinn, στο ίδιο, σελ.389.
[xxviii] L. Fabri, Για ένα σχέδιο αναρχικής οργάνωσης, http://anthostoukakou.blogspot.gr/2012/08/blog-post_1434.html.
[xxix] A. Paz, στο ίδιο, σελ.260.
[xxx] Ντολγκοφ