Σοφιστές, οι Διαφωτιστές της Αρχαιότητας

sofi
1.Ιστορικό πλαίσιο – Έννοια

Στις ελληνικές πόλεις του 5ου π.χ. αιώνα, την περίοδο δηλαδή από το τέλος των Μηδικών πολέμων (470 π.χ.) έως και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (401π.χ), έδρασε μια ομάδα παιδαγωγών, που οι σύγχρονοί τους τους ονόμασαν σοφιστές. Οι σοφιστές ήταν διδάσκαλοι και παιδαγωγοί προερχόμενοι από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι ταξίδευαν σε όλες τις πόλεις, αλλά η φήμη τους ήκμασε κυρίως στην Αθήνα που ήταν και το πνευματικό κέντρο της εποχής. Σκοπός της διδασκαλίας τους ήταν να διδάξουν τους νέους και γενικά τους πολίτες της δημοκρατικής Αθήνας την πολιτική τέχνη, την Ρητορική, την φιλοσοφία και την ηθική. Οι κυριότεροι σοφιστές για τους οποίους έχουμε και τις περισσότερες πληροφορίες είναι: ο Πρωταγόρας, ο Αντιφών, ο Θρασύμαχος, ο Κριτίας, ο Λυκόφρων, ο Γοργίας, ο Πρόδικος και ο Ιππίας.

Οι γνώσεις μας για τους Σοφιστές είναι έμμεσες και αποσπασματικές, τα συγγράμματα τους δυστυχώς έχουν χαθεί για πάντα. Οι πηγές από τις οποίες αντλήσαμε πληροφορίες για τη ζωή και το έργο των Σοφιστών προέρχονται από σκόρπιες προτάσεις και αποσπάσματα που βρίσκονται μέσα σε κείμενα προγενέστερων ιστορικών και φιλοσόφων και τα οποία είναι συχνά παραποιημένα (κυρίως από τον Πλάτωνα).

H λέξη Σοφιστής προέρχεται από το ρήμα Σοφίζομαι, που σημαίνει εξασκώ την σοφία. Είναι δηλαδή παράγωγο ρήματος που δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί. Η σοφία των σοφιστών είναι πρακτική και θεωρητική, μεταδίδουν γνώσεις και υποδεικνύουν ηθικές συμπεριφορές που αφορούν τον κοινωνικό και πολιτικό βίο. Σε κάποιες περιπτώσεις οι σοφιστές ταυτίζονταν και με τους ποιητές ή τους καλλιτέχνες, καθώς μια άλλη σημασία της λέξης ήταν και αυτή του «εφευρίσκω», επινοώ. Η έννοια Σοφιστής ενώ αρχικά ταυτιζόταν με το σοφό, εξαιτίας της οξείας κριτικής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη άρχισε να παίρνει αρνητική σημασία, που διατηρείται ως και σήμερα: σοφιστής θεωρείται εκείνος που προσπαθεί να παραπλανήσει με σοφιστείες και σοφίσματα, δηλαδή με αληθοφανείς και κυρίως αναληθείς συλλογισμούς. Οι αντιδημοκρατικοί φιλόσοφοι κυρίως κατηγορούσαν τους σοφιστές ως παραπλανητικούς και εριστικούς εμπόρους γνώσης, που έβλαπταν τους νέους. Η λέξη «Σόφισμα» όπως χρησιμοποιείται σήμερα έχει την έννοια του τεχνάσματος δηλαδή της επιχειρηματολογίας με σκοπό την εξαπάτηση.

2. Δημοκρατία – Πόλις

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της φιλοσοφίας των σοφιστών καλό θα ήταν να μιλήσουμε με λίγα λόγια για το πολίτευμα μέσα στο οποίο διαδραματίζονταν όλα αυτά τα πνευματικά επιτεύγματα. Το πολίτευμα λοιπόν της Αθήνας τον 5ο π.χ. αιώνα ήταν η Δημοκρατία, (σύνθετη λέξη από το Δήμος + κρατώ, ο λαός δηλαδή έχει την δύναμη να αποφασίζει μόνος του χωρίς αντιπροσώπους). Η Δημοκρατία των Αθηνών δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή κάλπικη αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ήταν το πολίτευμα όπου οι άρχοντες κληρώνονταν στα δημόσια αξιώματα μέσα από το σώμα των πολιτών και η θητεία τους διαρκούσε περίπου ένα χρόνο. Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν ισότιμα και δημόσια από κοινού στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου ύστερα από εξοντωτικές συζητήσεις για όλα τα θέματα που αφορούσαν την πόλη, πολλά από τα οποία ήταν πολύ σοβαρά, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος. Όλοι οι πολίτες στην διάρκεια της ζωής τους θα έκαναν την θητεία τους ως βουλευτές, δικαστές, ταμίες και φυσικά ως στρατιώτες – οπλίτες. Στο τέλος της θητείας τους ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν απολογισμό του έργου τους, πράγμα που σημαίνει ότι αν τα έργα τους δεν συμφωνούσαν με τον συμφέρον της Πόλεως, η ζωή τους απειλούνταν με εξοστρακισμό, κάτι χειρότερο ακόμα και από το θάνατο. Οι πολίτες όφειλαν να έχουν και την κατάλληλη παιδεία, για να μπορούν να διαβάζουν τους νόμους, να ασκούν πολιτική μιλώντας στις συνελεύσεις (αυτό λεγόταν ρητορική) και να μπορούν να σκέφτονται κριτικά χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία. Αυτό ακριβώς το έργο είχαν αναλάβει οι Σοφιστές. Την εκπαίδευση των πολιτών.

3. Βασικές Αρχές – Θεωρία

Οι Σοφιστές λοιπόν είναι στοχαστές που ασχολήθηκαν με πληθώρα φιλοσοφικών και πολιτικών προβλημάτων. Ο στοχασμός τους στρέφεται γύρω από τη γλώσσα, την αλήθεια, την γραμματική, τη Φύση, την ηθική, την δουλεία, την θρησκεία, τη ρητορική, αλλά κυρίως έθιξαν προβλήματα συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φύση, την συμπεριφορά και τις κοινωνικές αντιδικίες του καιρού τους. Αρκετοί ιστορικοί και μελετητές του αρχαίου κόσμου, κυρίως η Γαλλική σχολή με ονόματα όπως, Ζ.P. Vernant, V. Naquet. Cl. Mosse, και J. De Romilly, θεωρούν τη Σοφιστική επιστέγασμα της πνευματικής εξέλιξης ‘από το Μύθο στο Λόγο’ και του ‘δημοκρατικού τρόπου ζωής’ στην κλασσική Αθήνα και δικαιολογημένα κάνουν λόγο για ‘Χρυσό αιώνα του πνεύματος και του Πολιτισμού’. Και σημειώνουν πρώτα ότι η Σοφιστική δεν είναι πνευματικό δημιούργημα μια ομάδας τυχοδιωκτών εμπόρων σοφίας, αλλά φυσιολογικό βλάστημα της κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής ζωής των ελληνικών πολιτειών, όπου επιζούσε ο ενθουσιασμός της νίκης και θριάμβευε το δημοκρατικό πολίτευμα στη γνησιότερη μορφή του: της προσωπικής και άμεσης συμμετοχής.

α. Γιατί Διαφωτισμός

Τον όρο Διαφωτισμός για την Αρχαία Σοφιστική μεταχειρίστηκαν οι νεώτεροι ιστορικοί της Φιλοσοφίας κατ’ αναλογία προς το νεότερο Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό (17ος -18ος αιών μ.χ.) , για να δηλώσουν μιαν ανάλογη και αντίστοιχη περίοδο της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Τον όρο επινόησε πρώτος ο Γερμανός φιλόσοφος Hegel και ακολούθησαν πολλοί ιστορικοί και μελετητές του αρχαίου κόσμου (Ed. Zeller, Peter Gay, W.K.C. Gurthie κ.λ.π). Τα σημεία εκείνα που θεώρησαν ότι ταιριάζουν με τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού είναι τα εξής:
προσπάθεια λογικής ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι και των κοινωνικών προβλημάτων,
εμπιστοσύνη στην λογική δύναμη του ανθρώπου και της εξελικτικής ικανότητας της,
ενίσχυση του Υποκειμενισμού και της σχετικοκρατίας.
εισαγωγή αντιλήψεων περί κοινωνικού συμβολαίου, φυσικού δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης,
καλλιέργεια διανθρώπινης συνείδησης και αισθήματος κοινότητας όλων των ανθρώπων,
έμπιστοσύνη στη γλώσσα και τον ανθρώπινο λόγο.

β. Άνθρωπος – Παιδεία

Ο κύριος άξονας λοιπόν της διδασκαλίας των Σοφιστών στρέφεται γύρω από την εκπαίδευση του Δημοκρατικού Πολίτη και γενικότερα γύρω από την καλλιέργεια του Ανθρώπινου όντος, όπως αυτός συμπεριφέρεται μέσα στην ‘Πόλη’. Το ερώτημα ‘Αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή’ διαχέεται στην Αγορά και τα Συμπόσια, όπου οι φιλόσοφοι μαζεύονται για να συζητήσουν τα κοινωνικά ζητήματα.
Οι προηγούμενοι χρονικά Προσωκρατικοί φιλόσοφοι (7ος – 6ος αιων π.χ.) είχαν ρίξει το βάρος της φιλοσοφικής τους αναζήτησης στην ορθολογική εξήγηση των φυσικών φαινομένων και της γέννησης του Κόσμου (Κοσμογονία) ή για να μιλήσουμε φιλοσοφικά, τους απασχόλησαν τα «Οντολογικά ζητήματα» (Όν – μη Όν) (Είναι – Γίγνεσθαι). Τα κοινωνικά ζητήματα και ειδικότερα τα ζητήματα της αρετής έρχονται σε δεύτερη μοίρα, προετοιμάζουν όμως το έδαφος για την αξία και χρησιμότητα της παιδείας μέσα στα πλαίσια της πόλεως.

«Άνδρες γάρ Πόλις» (Τη Πόλη την αποτελούν οι άνθρωποί της) μας λέει ο Θουκυδίδης, ενώ από την άλλη ο ποιητής Σιμωνίδης προειδοποιεί: «Πόλις Άνδρα Διδάσκει», (Η πολιτεία διαμορφώνει και μορφώνει τον άνδρα, τον πολίτη). Σε αυτό το πνεύμα κινείται σχεδόν ολόκληρος ο 5ος αιώνας. Η Πόλις και η συγκρότηση του ανθρώπου ενδιαφέρουν πλέον τους πάντες: φιλοσόφους, ρήτορες, καλλιτέχνες, πολιτικούς. Στην Αθήνα του «χρυσού αιώνα» συντελείται πλέον μια μοναδική πνευματική αφύπνιση με κέντρο τον Άνθρωπο. Οι Σοφιστές ακολουθώντας την πνευματική και πολιτισμική επανάσταση της εποχής τους δεν έχασαν την ευκαιρία να εξυψώσουν τον άνθρωπο και τις δυνατότητες του. Μας λέει λοιπόν ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης και φίλος του Περικλή: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ ουκ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν». ( Μέτρο για όλα τα πράγματα αποτελεί ο Άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν, ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν).

Πάνω σε αυτό το συγκλονιστικό απόσπασμα μπορούν να γραφούν εκατοντάδες βιβλία, η βαθύτερη ουσία του όμως είναι ότι ο άνθρωπος είναι η πηγή των πάντων, είναι αυτός που αποφασίζει για το πεπρωμένο του και όχι κάποιος θεός ή κάποια έξωθεν δύναμη. Αυτός θέτει τους νόμους του και ανακαλύπτει την γνώση, ακόμα και αν είναι σχετική. Αυτός δημιουργεί κοινωνίες και ασύλληπτα έργα που μένουν αναλλοίωτα στα βάθη των αιώνων. Οι δυνατότητες του είναι τεράστιες. Δεν είναι τυχαίο που ο Σοφοκλής τον αποκαλεί Τρομερό ον, μας λέει στην Αντιγόνη: «πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει» (Πολλά τα δεινά, αλλά τίποτα τρομερότερο από τον Άνθρωπο). Ταυτόχρονα οφείλει να αναπτύξει τις αρετές εκείνες που θα τον εντάξουν στο πλαίσιο της ‘Πόλεως’, ως ισότιμο και ενεργό μέλος του πολιτικού της γίγνεσθαι. Οι αρετές αυτές, που γίνονται σημείο αναφοράς για όλους του Πολίτες και όχι σε μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων, είναι η ανδρεία, η σωφροσύνη, η φιλία, το δίκαιον, η φρόνησις, χωρίς τις οποίες η ύπαρξη, η συνοχή, η ομόνοια και η διατήρηση της πόλεως – κοινωνίας δεν μπορούν να υπάρξουν. Η παιδεία επομένως αποτελεί το κύριο φορέα εξύψωσης του Πολίτη σε ενάρετο όν. Ο Αντιφών αναφέρει «και εν γαρ σώματι όταν τις την παίδευσιν γενναίαν ενάρωση, ζη τούτο και θάλλει δια παντός του βίου, και αυτό ούτε όμβρος ούτε ανομβρία αφαιρείται», (όταν σε ένα νέο άνθρωπο δοθεί η σωστή παιδεία, τότε ζει κι ανθίζει σ’ όλη του τη ζωή και δεν μπορεί να του την καταστρέψει ούτε η καταιγίδα ούτε η αναβροχιά). Κάπου αλλού πάλι τονίζει: «Πρώτον οίμαι των εν ανθρώποις εστί παιδευσις», (η παιδεία θεωρώ είναι το σημαντικότερο πράγμα).

Παράλληλα με την εξύψωση του έλλογου όντος που λέγεται άνθρωπος παρατηρείται μια αμφισβήτηση σε καθιερωμένες αξίες που αφορούν την θρησκεία και την θεότητα. Κάποτε η εξήγηση του κόσμου ήταν μυθική και τα πάντα αποδίδονταν σε δυνάμεις φανταστικές και υπερκόσμιες. Αυτό άλλαξε με την έλευση της φιλοσοφίας. Ξανά ο σοφιστής Πρωταγόρας σαν γνήσιος μαθητής του ατομικού-φυσικού φιλοσόφου Δημόκριτου μας υπενθυμίζει: «Περί μεν Θεών ούκ έχω ειδέναι, ουθ’ως εισίν ουθ’ως ούκ εισίν ουθ’οποίοι τινές ιδέαν, πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου», (Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα. Ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να τους γνωρίζουμε: από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής).

γ. Κοινωνική Ισότητα – Δικαιοσύνη

Επιπλέον οι Σοφιστές για την εποχή τους ήταν οι φορείς της διαμαρτυρίας και συνήγοροι της κοινωνικής δικαιοσύνης. Άσκησαν δριμύτατη κριτική σε όσους έκαναν ταξικές διακρίσεις και διακρίνονταν από ένα πνεύμα αντι-σωβινισμού που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα στις μέρες μας. Σύγχρονος του Σωκράτη, ο ορθολογιστής σοφιστής Αντιφών δίνει ένα ορισμό της δικαιοσύνης που τον κατατάσσει στους οπαδούς του Θετού δικαίου, «Δικαιοσύνη ούκ τα της Πόλεως νόμιμα παραβαίνειν», (δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνει κανείς τους νόμους της πόλεως).

Η έννοια της δικαιοσύνης αποτελεί συνεχές πεδίο διαμάχης ανάμεσα στους φιλοσόφους της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή της ακμής της Αθήνας δεν απολάμβαναν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως τα δημοκρατικά δικαιώματα, δηλαδή η έννοια του Πολίτη δεν αποδίδονταν σε όλους ανεξαιρέτως, η διάκριση αυτή γινόταν στους μέτοικους (ξένοι) και τις γυναίκες. Επίσης ανάμεσα στον πληθυσμό της Αθήνας περιλαμβανόταν και ένας τεράστιος αριθμός δούλων. Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης για παράδειγμα θεωρούσε ότι υπάρχουν «φύσει δούλοι», άνθρωποι δηλαδή που γεννιούνται δούλοι, κάτι ανάρμοστο για ένα φιλόσοφο του μεγέθους του Αριστοτέλη. Οι σοφιστές και πάλι είναι οι πρώτοι που θέτουν ζητήματα ισότητας και σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Αντιφών τολμά να διατυπώσει στα μέσα του 5ου π.χ. αιώνα τη ρηξικέλευθη άποψη ότι «επεί φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι», (Όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση ίσοι και οι Έλληνες και οι βάρβαροι). Αυτή η φράση είναι μέρος των Πάπυρων της Οξυρρύγχου (πρόκειται για μεγάλο αριθμό παπυρικών χειρογράφων που βρέθηκαν σε ανασκαφές μεταξύ 1895-1934) και ολόκληρο το κείμενο που βρέθηκε αναφέρει τα εξής: [Εκείνους που κατάγονται από πατέρες ευυπόληπτους τους σεβόμαστε και υποκλινόμαστε μπροστά τους, ενώ εκείνους που κατάγονται από ταπεινή οικογένεια ούτε τους σεβόμαστε ούτε υποκλινόμαστε μπροστά τους. Ως προς αυτό λοιπόν το πεδίο συμπεριφοράς μας, έχουμε γίνει βάρβαροι, απολίτιστοι, γιατί ως προς τη φυσική μας υπόσταση όλοι έχουμε φτιαχτεί από την ίδια φύση και οι Βάρβαροι και οι Έλληνες…ως προς τις φυσικές μας ιδιότητες ούτε οι βάρβαροι διαφέρουν σε τίποτε (για να θεωρούνται κατώτεροι) ούτε οι Έλληνες (για να θεωρούνται ανώτεροι), αφού αέρα αναπνέουμε όλοι με το στόμα και τη μύτη και τρώμε όλοι με τη βοήθεια των χεριών μας…]. Φαίνεται καθαρά ότι η δικαιοσύνη για την οποία πάλευαν οι Σοφιστές είχε και ταξικό χαραχτήρα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν αρκεί να σταματήσει η διάκριση ανάμεσα σε έλληνες και βαρβάρους, αλλά και ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.

 

4. Αιδώς – Δίκη ( ο Μύθος της Δημοκρατίας)

Ο εχθρός της δημοκρατίας Πλάτων έτρεφε τέτοιο μένος για τους Σοφιστές, που δεν έχανε την ευκαιρία να τους γελοιοποιήσει μέσα στα έργα του. Ευτυχώς όμως μέσα από το έργα του καταφέραμε να αντλήσουμε εξαιρετικές πληροφορίες για το ήθος και την φιλοσοφία των σοφιστών γενικά καθώς και για τη λειτουργία της δημοκρατίας των Αθηνών. Σε ένα βιβλίο του που φέρει το όνομα του διάσημου σοφιστή περιγράφεται ο περίφημος «Μύθος του Πρωταγόρα» ή αλλιώς ο «Μύθος της Δημοκρατίας». Ο μύθος ξεκινάει με αφορμή την συζήτηση που έχει προηγηθεί ανάμεσα στο Σωκράτη και τον Πρωταγόρα σχετικά με τα επαγγέλματα και τις ειδικότητες στη σχέση τους με την πολιτική. Ο Σωκράτης περιφρονώντας την δημοκρατική συνέλευση παρατηρεί ειρωνευόμενος ότι σχετικά με την κατασκευή στόλου οι Αθηναίοι συμβουλεύονται μια ειδική κατηγορία τεχνιτών: τους ναυπηγούς, αν πρόκειται για την κατασκευή ναών, συμβουλεύονται τους χτίστες, αν πρόκειται για την κατασκευή ασπίδων, τους σιδεράδες κ.ο.κ, όταν όμως πρόκειται να πάρουν σοβαρές πολιτικές αποφάσεις σε ουσιώδη θέματα διακυβέρνησης όλοι ανεξαιρέτως συμμετέχουν επί ίσους όρους και παίρνουν αποφάσεις ισότιμα ανεξάρτητα αν είναι σιδεράδες, χτίστες, γιατροί, έμποροι κ.λ.π. Αυτή η ειρωνεία του Σωκράτη χτυπά την καρδιά της Δημοκρατίας.

Ο Πρωταγόρας απάντησε στο Σωκράτη ότι όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν γνώμη μέσα στη συνέλευση και άρχισε να του εξιστορεί ένα μύθο. Ο μύθος λοιπόν μας λέει ότι στην αρχή οι άνθρωποι ζούσαν μόνοι χωρίς κοινωνίες με αποτέλεσμα ο καθένας να κινδυνεύει και να πέφτει θύμα τόσο των φυσικών φαινομένων, όσο και των άγριων θηρίων. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι, λόγω των δεινών συνθηκών, συνενώθηκαν για να εξασφαλίσουν την ζωή τους και ίδρυσαν πόλεις ώστε όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν τους κοινούς εχθρούς τους. Επειδή όμως η Πολιτική τέχνη δεν είχε ακόμα ιδρυθεί, οι άνθρωποι άρχισαν να αλληλοσπαράσσονται και να αδικεί ο ένας τον άλλον, κοιτώντας ο καθένας ανάλογα με το συμφέρον του να επιβληθεί με τη βία στον συμπολίτη του. Οι άνθρωποι κόντευαν να αφανιστούν τελείως από προσώπου γης. Επενέβη τότε ο Δίας, ο οποίος φοβούμενος ότι όλη αυτή η σύγκρουση θα οδηγήσει στην εξολόθρευση του ανθρώπινου γένους, έστειλε τον Ερμή πίσω στη γη με δύο δώρα: την Αιδώ και την Δίκη δύο έννοιες συνυφασμένες με την πολιτική τέχνη. Αιδώς είναι το ενδιαφέρον για την καλή γνώμη την άλλων (η αιδώς δεν έχει να κάνει με την ντροπή, όπως εσφαλμένα μας την έχουν μάθει στα σχολεία). Η έννοια έχει καθαρά κοινωνική και πολιτική σημασία. Είναι το αίσθημα ευθύνης απέναντι στα υπόλοιπα άτομα της κοινωνίας. Από την άλλη, Δίκη σημαίνει ο σεβασμός για τα δικαιώματα των άλλων, το αίσθημα δηλαδή ισότητας και δικαιοσύνης να ισχύει για όλους τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις.

Αυτά τα δύο θεμελιώδη δώρα λοιπόν θα έφερναν την κοινωνική αρμονία και θα συντελούσαν στην επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Ο Ερμής όμως πριν μοιράσει τα δύο αυτά δώρα ρώτησε τον Δία ποιοι θα είναι οι αποδέκτες τους. Θα είναι συγκεκριμένες ομάδες πολιτών, όπως οι γιατροί, οι τεχνίτες, οι ναυπηγοί κ.λ.π, όπως έκανε δηλαδή και με τις άλλες τέχνες παλιότερα; Και ο Δίας του απαντάει όχι: η Αιδώς και η Δίκη να μοιραστούν σε όλους το ίδιο. Όλοι να έχουν μερίδιο στην πολιτική τέχνη. Και τελειώνει με την εντολή ότι «όποιος δεν δεχτεί την αιδώ και την δίκη να πεθάνει σαν σκυλί». Με αυτό το μύθο ο Πρωταγόρας θέλει να διαβεβαιώσει τον Σωκράτη ότι η ανάμειξη με τα κοινά δεν αποτελεί προνόμιο κανενός, η πολιτική δεν είναι ειδικότητα, δεν είναι επάγγελμα, αλλά αποτελεί υπόθεση όλων και πρέπει όλοι να συμμετέχουν με λογική και δικαιοσύνη στα προβλήματα της κοινωνίας αλλιώς η Πόλις θα καταστραφεί.

5. Η φιλοσοφική διάκριση ΦΥΣΙΣ – ΝΟΜΟΣ

Σε άμεση συνέχεια και σχέση με τα παραπάνω έρχεται ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα που απασχόλησε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και ειδικότερα τους Σοφιστές. Το ζήτημα αυτό αφορά την διάκριση Φύσις – Νόμος. Εάν με τους προσωκρατικούς η επινόηση της έννοιας της φύσεως εγκαινιάζει της αρχή της φιλοσοφίας, η αντίθεση Φύσις – Νόμος σηματοδοτεί την ανάπτυξη της πολιτικής φιλοσοφίας. Τα ερωτήματα που σχετίζονται με την παραπάνω διάκριση έχουν να κάνουν με την Πόλη, πώς αυτή δημιουργήθηκε, γιατί υπάρχει, έχει κάποια φύσιν, δηλαδή κάποια κατάσταση που προσιδιάζει αποκλειστικά στη πόλη; Μπορεί να εξασφαλισθεί η συνοχή της Πόλεως καταφεύγοντας στη φύσιν ή στο Θεό; Ο προσωκρατικός Αρχέλαος πρώτος μας λέει « το δίκαιον και το αισχρόν ου φύσει αλλά νόμω», ( το δίκαιο και το κακό δεν κρίνεται με βάση την φύση αλλά τον νόμο). Στο ίδιο πνεύμα ο Πρωταγόρας θα πει ότι το δίκαιο δεν υπάρχει φύσει (από την φύση δοσμένο), ούτε έχει κάποια ουσία καθ’ αυτή, αλήθεια είναι η κοινή δόξα της πόλης, δηλαδή η γνώμη που έχει σχηματίσει μόνο εκείνη και για όσο χρόνο κρίνει σωστό. Αυτή η σκέψη είναι άμεση συνέχεια του πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Ο άλλος σοφιστής Θρασύμαχος επίσης διαπιστώνει την κοινωνική διάσταση του νόμου όταν λέει ότι οι νόμοι εκφράζουν τα συμφέροντα των ισχυρών. Ο Αντιφών και ο Ιππίας με βάση αυτή την συζήτηση εισάγουν την δύναμη του νόμου για να επεκτείνουν την ισότητα και στα άλλα στρώματα της κοινωνίας. Επομένως με τους Σοφιστές Μέτρο της κοινωνίας γίνεται ο άνθρωπος και νόμος η δόξα (γνώμη) του.

Ας αναλύσουμε όμως περαιτέρω αυτή την διάκριση. Η λέξη νόμος έχει την έννοια της ιστορικής δημιουργίας, της ανθρώπινης δυνατότητας να οριστεί τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Έτσι ο νόμος περιλαμβάνει μια σχετικότητα καθώς το νόημα του μεταβάλλεται ανάλογα με τις αποφάσεις του ανθρώπου. Αντίθετα η έννοια Φύσις έχει την έννοια της ακίνητης Ουσίας, μιας ουσίας a-priori (εξαρχής δοσμένης). Η ουσία αυτή αποκτά θεϊκή σημασία, η οποία καθορίζει το πεπρωμένο της κοινωνίας και των ανθρώπων, κάτι που οι αρχαίοι Έλληνες δεν δέχονταν εύκολα. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι ο νόμος δεν είναι φύσει, ενώ η φύσις είναι νόμω. Η ανάλυση αυτή είναι απόρροια της αντίληψης ότι η κοινωνία, οι θεσμοί, οι νόμοι αποτελούν συμβάσεις και δεν υπάρχουν φύσει, δεν αποτελούν “δώρα της φύσης ή του θεού”, αναγνωρίζεται δηλαδή η δύναμη της κοινωνικο – ιστορικής δημιουργίας μέσα στα πλαίσια μιας δημοκρατίας.

Ακόμα και ο άνθρωπος δεν έχει κάποια φύσιν προκαθορισμένη, ούτε κάποιο προκαθορισμένο τέλος (τελεολογία), αλλά αυτό-δημιουργείται συνεχώς εντός της κοινωνίας και της ιστορίας. Επίσης η φιλοσοφική – οντολογική διάσταση έχει ως εξής: αν ο κόσμος είναι φύσει (ή θεός), έργο της σκέψης είναι η ανακάλυψη αυτής της αναλλοίωτης ουσίας και τότε τα πάντα εξαρτώνται από αυτή την ουσία. Αν από την άλλη ο κόσμος είναι νόμω, τότε η ατομική και συλλογική βούληση των ανθρώπων, το ποιείν και το πράττειν τους, είναι αυτό που κάθε φορά διαμορφώνει, ύστερα από έλλογη συζήτηση και ελεύθερο στοχασμό, τους θεσμούς και τους νόμους μια δημοκρατικής Πόλεως. Η αντίθεση φύσις – νόμος συνδέεται άμεσα και με το “αλήθεια- δόξα”, όπως και με το “είναι – φαίνεσθαι”’. Όλα αυτά μαζί είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν την φιλοσοφία τους επόμενους αιώνες και θα καθορίσουν το μέλλον της.

Επίλογος

Είδαμε λοιπόν σε αυτή την σύντομη ανάλυση την σπουδαιότητα της Σοφιστικής τέχνης, θίξαμε όμως μόνο το πυρήνα της σκέψης τους, ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να αναλύσουμε την πληθώρα των ζητημάτων που τους απασχόλησαν. Παρά την έλλειψη πληροφοριών για αυτούς, μπορούμε να συμπεράνουμε την ριζοσπαστικότητα της σκέψης τους, το βαθύ δημοκρατικό χαρακτήρα τους, της αγάπη τους για τον άνθρωπο και τις δυνατότητες του, καθώς και τον αγώνα τους για την ανάδειξη της παιδείας στην διαμόρφωση του ατόμου. Επίσης η επαναστατικότητά τους είναι έκδηλη σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε έντονα το μυθικό στοιχείο. Η προσφορά τους στο χώρο της φιλοσοφίας, αν και παραμελημένη, παραμένει ανεκτίμητη.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
1. M.K.C. Guthrie: « Οι Σοφιστές», εκδ. ΜΙΕΤ
2. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος: «Η αρχαία Σοφιστική – Τα σωζόμενα αποσπάσματα», εκδ. ΓΝΩΣΗ
3. Γ. Οικονόμου: «Η άμεση Δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», κεφ. 3-4 (Φύσει-Νόμω), εκδ. Παπαζήση
4. Βασίλειος Κύρκος: «Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός & Σοφιστική», εκδ. Παπαδήμας
5. I.F.Stone: «Η δίκη του Σωκράτη», κεφ. 2-3, εκδ. Α.Α. Λιβάνη
6. Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα – Η πόλη και οι Νόμοι» Τόμος β΄, εκδ. Κριτική
7. Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η αρχαία ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδ. Ύψιλον

Αναδημοσίευση από: http://eleutheriparos.blogspot.gr/2014/06/blog-post_2.html

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *