All posts by oulaloum

Η νιτσεϊκή κληρονομιά στη Γαλλία του ’60 και η «φιλοσοφία της επιθυμίας» του Gilles Deleuze

deleuz

του Φώτη Τερζάκη

Δεν εί­ναι μό­νο ένας ρο­μα­ντι­κός α­ναρ­χι­σμός που δια­κρί­νε­ται στη στά­ση (…) του Deleuze, διό­τι η σκοπιά που υ­ιο­θε­τεί για να ε­πι­τε­θεί στις α­στι­κές πο­τα­πές α­ξί­ες α­να­κα­λεί ανατριχιαστικές α­ρι­στο­κρα­τι­κές και φε­ου­δαρ­χι­κές μνή­μες, συ­νο­ρεύ­ει ε­πι­κίν­δυνα με ρατσι­στι­κές δια­τυ­πώ­σεις και μπο­ρεί α­κό­μα, σε κά­ποια συμ­φρα­ζό­με­να, να δια­βα­στεί ως α­πε­ρί­φρα­στη α­πο­λο­γη­τι­κή ε­νός ξέ­φρε­νου, α­ντα­γω­νι­στι­κού κα­πι­τα­λι­σμού! 

Η ΜΕ­ΤΑ­ΠΟ­ΛΕ­ΜΙ­ΚΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ υπήρ­ξε α­πό φι­λο­σο­φι­κή ά­πο­ψη ε­ξαι­ρε­τι­κά παραγωγική στη Γαλ­λί­α. Ή­δη α­πό τα χρό­νια του με­σο­πο­λέ­μου, α­φε­νός η διαρ­κής γοητεί­α της φιλοσο­φί­ας του Μπεργκσόν, α­φε­τέ­ρου η (με κά­ποια κα­θυ­στέ­ρη­ση) ει­σα­γω­γή γερμανικών ρευ­μά­των ό­πως ο ε­γε­λια­νι­σμός και η φαι­νο­με­νο­λο­γί­α, θέ­τουν τέρ­μα στον στεί­ρο νε­ο­καντια­νό θε­τι­κι­σμό των πα­νε­πι­στη­μια­κών σχο­λών και αρ­χί­ζει ν’ α­να­ζη­τείται έ­να νέ­ο ύ­φος που θα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­διο­συ­στα­τι­κό και α­να­γνω­ρί­σι­μα γαλ­λι­κό. Ο ίδιος ο θε­τι­κι­σμός με­ταλ­λάσ­σε­ται και, οι­κειο­ποιού­με­νος ρι­ζικά με­θό­δους και έν­νοιες α­πό τη μό­λις α­να­πτυσ­σό­με­νη ε­πι­κοι­νω­νια­κή τε­χνολο­γί­α, θα με­τα­μορ­φω­θεί σε αυ­τό που ονόμα­σαν «στρου­κτου­ρα­λι­σμό». Α­ναμ­φί­βολα ό­μως α­κό­μα στη δε­κα­ε­τί­α του ’50, χά­ρη στη με­γά­λη ε­πιρ­ρο­ή φαι­νο­με­νο­λό­γων οι ο­ποί­οι α­να­κά­λυ­ψαν τον μαρ­ξι­σμό στην ε­γε­λια­νή εκ­δο­χή του, ό­πως ο Σαρ­τρ και ο Μερ­λώ-Πο­ντύ, στον πα­ρι­σι­νό φι­λο­σο­φι­κό ο­ρί­ζο­ντα δεσπό­ζουν ε­κεί­να που παι­γνιω­δώς α­πο­κα­λού­σαν τό­τε «τα τρί­α H»: Hegel-Husserl-Heidegger. Μέ­σα σε αυ­τό α­κρι­βώς το κλί­μα, και εν πολ­λοίς ε­νά­ντια σ’ αυτό, μί­α νε­ό­τε­ρη γε­νιά στο­χα­στών που έρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο την ε­πό­με­νη δεκα­ε­τί­α θα ε­πι­διώ­ξει μια φι­λο­σο­φι­κή με­τα­πο­λί­τευ­ση υ­πό το έμ­βλη­μα ε­κεί­νων που τώ­ρα αποκαλούσαν «τρεις δα­σκά­λους της υ­πο­ψί­ας»: Μαρ­ξ, Φρό­υ­ντ, Νί­τσε. Στη δε­κα­ε­τί­α του 1970 οι στο­χα­στές αυ­τοί —Deleuze, Foucault, Derrida, Klossowski, Lyotard— θα κερδίσουν α­ξιο­ση­μεί­ω­τη αί­γλη και ε­πιρ­ρο­ή σε με­γά­λα α­κρο­α­τή­ρια ε­νώ το νέ­ο φιλοσοφικό ύ­φος, που πλέον α­πο­κα­λεί­ται «φι­λο­σο­φί­ες της δια­φο­ράς» ή «φι­λο­σο­φί­ες της ε­πι­θυ­μί­ας» ή α­πλώς «με­τα­στρου­κτου­ρα­λι­σμός», ε­κλαμ­βά­νε­ται ως η σκέ­ψη των νέ­ων κοι­νωνι­κών κι­νη­μά­των και των ε­ξε­γερ­μέ­νων πε­ρι­θω­ρια­κών, ι­δί­ως των θυ­λά­κων που άφη­σε πί­σω του ο Μά­ης του 1968.

nnnnnnnnnnni

Το βι­βλί­ο του Gilles Deleuze Ο Νί­τσε και η φι­λο­σο­φί­α (που πα­ρου­σιά­ζε­ται σή­με­ρα στα ελ­λη­νι­κά με κα­θυ­στέ­ρη­ση σα­ρά­ντα α­κρι­βώς χρό­νων)1 έ­χει μια ι­διαί­τε­ρη ι­στο­ρι­κή α­ξί­α στο βαθμό που εκ­προ­σω­πεί το ε­ναρ­κτή­ριο λάκτισμα για τού­το το τε­λευ­ταί­ο ση­μα­ντικό ρεύ­μα της γαλ­λι­κής σκέ­ψης. Εί­ναι ε­ξί­σου α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό του ύ­φους και των προθέσε­ων, ό­πως ε­πί­σης των πα­ρερ­μη­νειών και των α­διε­ξό­δων, των γάλ­λων νι­τσε­ϊ­κών. Πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ ό­λους ο Gilles Deleuze ε­ντάσ­σε­ται στην πα­ρα­δο­σια­κή βου­λη­σιαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α, η ο­ποί­α ξε­κι­νά­ει α­πό την κα­ντια­νή α­ντι­στρο­φή που ε­πε­χεί­ρη­σε ο Σοπενχάουερ και α­πο­κτά έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γαλ­λι­κό ύ­φος μέσ’ α­πό τον βιτα­λι­σμό του Αν­ρύ Μπερ­γκσόν. Δια­κη­ρυγ­μέ­νος του ε­χθρός εί­ναι ο Χέ­γκελ και η δια­λε­κτι­κή, την ο­ποί­α ε­κλαμ­βά­νει ως τε­λευ­ταί­α με­τα­μόρ­φω­ση του θε­ο­λο­γικού πνεύ­μα­τος: αυ­τό πρα­κτι­κά σημαί­νει ε­πανυ­πο­τα­γή του α­το­μι­κού στην έν­νοια, στην ε­ξου­σί­α του γε­νι­κού, στο κρά­τος – ι­σο­δύ­να­μη με μια χα­μερ­πή συν­διαλ­λα­γή, μια πα­ραί­τη­ση. Ίν­δαλ­μά του μια «νατουραλι­στι­κή» φι­λο­σο­φί­α, η ο­ποί­α για τον Deleuze περ­νά­ει α­πό τον Λου­κρή­τιο, τον Σπι­νό­ζα και τον Νί­τσε (και βε­βαί­ως τον ί­διο τον Μπερ­γκσόν). Με άλ­λα λό­για, το ζητούμε­νο εί­ναι μια φι­λο­σο­φί­α πα­γα­νι­στική, διο­νυ­σια­κή, ό­πως θα λέ­γα­με, που α­πο­δί­δει τα δι­καιώ­μα­τά τους στο α­το­μι­κό, στο ε­μπει­ρι­κό, στο δυ­να­μι­κό, στο τυ­χαί­ο, ε­κεί­νο που αντι­στέ­κε­ται στην ο­λοποί­η­ση και στην ί­δια την έν­νοια (την «α­να­πα­ρά­στα­ση», σύμ­φω­να με τη σο­πεν­χα­ουε­ρια­νή ο­ρο­λο­γί­α) – ό­λα δη­λα­δή ό­σα ο Deleuze θέ­λει να ση­μά­νει με τη μα­γι­κή λέ­ξη: δια­φο­ρά.

Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λον φι­λό­σο­φο της γε­νιάς του, ο Deleuze, κυ­ρί­ως κα­τά την πρώ­τη πε­ρί­ο­δο της σκέ­ψης του (που ε­μπί­πτει α­κρι­βώς στη δε­κα­ε­τί­α του ’60), χρησιμοποιεί έ­να ι­διό­τυ­πο ύ­φος σχο­λια­σμού τον ο­ποί­ο θα ο­νο­μά­ζα­με —ελ­λεί­ψει καταληλό­τε­ρου ό­ρου— συ­νη­γο­ρί­α. Στο ί­διο α­κρι­βώς ύ­φος θα γρά­ψει έ­να βι­βλί­ο πά­νω στον Κα­ντ,2 στον Πρου­στ,3 στον Μπερ­γκσόν,4 στον Ζά­χερ Μα­ζόχ,5 στον Σπι­νό­ζα.6 Ε­κεί­νο που α­κού­γε­ται πα­ντού εί­ναι μια δι­πλή φω­νή· ο συγ­γραφέ­ας μι­λά­ει ταυ­τό­χρο­να με το υπο­κεί­με­νο της ερ­μη­νεί­ας του, τού δα­νεί­ζει τη γλώσ­σα του και δα­νεί­ζε­ται τη μα­τιά του, σε βαθ­μό που ο α­να­γνώ­στης δεν γνω­ρί­ζει σε κά­θε στιγ­μή τί α­νή­κει, ας πού­με, στον ί­διο τον Νί­τσε ή τον Πρου­στ και τί στον σχο­λια­στή τους. Ο πα­ρα­δειγ­μα­τι­κός τρό­πος έκφρασης, μί­μη­ση της λο­γο­τε­χνι­κής γρα­φής, και οι α­τε­λεί­ω­τες α­φο­ρι­στι­κές α­λυ­σί­δες περι­πλέκουν το πρό­βλη­μα: μο­λο­νό­τι ε­δώ α­ναμ­φί­βο­λα ο­φεί­λε­ται με­γά­λο μέ­ρος τής γοητεί­ας αυ­τού του στο­χα­στή, η μορ­φή του σχο­λια­σμού που ε­πι­λέ­γει ε­γεί­ρει έ­να ζή­τη­μα νο­μι­μό­τη­τας στο βαθ­μό που συ­χνά δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι συ­γκα­λύ­πτει προ­σω­πι­κές του ε­κτι­μή­σεις υ­πό το πρό­σχη­μα της έκ­θε­σης θέ­σε­ων ε­νός άλ­λου συγ­γρα­φέ­α, ή υ­πεκ­φεύ­γει την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α που α­παι­τεί­ται για τη στή­ρι­ξη της θέ­σης του. Και η αμ­φι­ση­μί­α, όπως κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς, ο­ξύ­νε­ται στο έ­πα­κρον ό­ταν το κεί­με­νο α­να­φο­ράς εί­ναι ο ίδιος ο Νίτσε, έ­να γρα­πτό ή­δη ε­πι­βαρυ­μέ­νο με τρο­μα­κτι­κές αμ­φι­ση­μί­ες, στην αποκρυπτογράφη­ση τού ο­ποί­ου συ­ντρί­φτη­καν τό­σοι και τό­σοι ερ­μη­νευ­τές…

Ξε­χνά­με συ­χνά ό­ταν προ­σπα­θού­με να ερ­μη­νεύ­σου­με τον Νί­τσε ό­τι το κεί­μενο που έχουμε μπρο­στά μας έ­χει την υ­φή του συ­νειρ­μού μάλ­λον πα­ρά τής εν­νοια­κά πειθαρχημέ­νης πραγ­μά­τευ­σης. Μέ­σα σε αυ­τή τη λά­βα των πυ­ρα­κτω­μέ­νων διατυπώσεων, εί­ναι α­λή­θεια, α­στρά­φτουν ε­νο­ρά­σεις τε­ρά­στιας α­ξί­ας, αλ­λά για να έρ­θει στην ε­πι­φά­νεια το κρι­τι­κό τους δυ­να­μι­κό εί­ναι α­νά­γκη να υ­ιο­θε­τή­σου­με μια διαφορετική στρα­τη­γι­κή α­πό την κα­τά γράμ­μα πα­ρά­θεση – η ο­ποί­α μπο­ρεί να στη­ρί­ξει την οια­δή­πο­τε ά­πο­ψη, και κατ’ αυ­τό τον τρό­πο κα­μί­α: πρέ­πει να α­να­συ­γκροτή­σου­με το σύ­νο­λο της σκέ­ψης αυτής πρω­τί­στως ως στά­ση και ως χει­ρο­νο­μί­α, κι εν συ­νε­χεί­α να προσδιο­ρί­σου­με με α­κρί­βεια την ι­στο­ρι­κή μορφή ή τους ει­δι­κούς ι­δε­ο­λο­γι­κούς της σχημα­τι­σμούς στα ο­ποί­α, ως τέ­τοια, ε­να­ντιώ­νε­ται. Χω­ρίς μια τέ­τοια δια­με­σο­λά­βη­ση το κεί­με­νο του Νί­τσε εί­ναι νε­κρό γράμ­μα, έ­να συ­βιλ­λι­κό ιε­ρο­γλυ­φι­κό, ή —ό­πως στην περίπτω­ση του Deleuze— α­φή­νει έκ­θε­το τον ερ­μη­νευ­τή που πι­στεύ­ει ότι μπο­ρεί να νομιμο­ποι­η­θεί στ’ ό­νο­μά του.

Έ­χο­ντας κα­τά νου το φι­λο­σο­φι­κό πρό­γραμ­μα του Deleuze που σκια­γρα­φή­σα­με παραπάνω, κα­τα­λα­βαί­νει πά­ντως κα­νείς τί εί­ναι ε­κεί­νο μέ­σα στα γρα­πτά του Νί­τσε που θέλ­γει έ­ναν τέ­τοιο στο­χα­στή. Το πρό­βλη­μα του Νί­τσε εί­ναι πρω­τί­στως το πρό­βλη­μα του νο­ή­μα­τος και των αξιών – πιο συ­γκε­κρι­μέ­να: της κα­τα­γω­γής του νο­ή­μα­τος και των αξιών. Αυ­τή η νι­τσε­ϊ­κή γε­νε­α­λό­γη­ση, ό­πως του­λά­χι­στον ερμη­νεύ­ε­ται α­πό τον Deleuze, δεν θα αρ­γή­σει να φέ­ρει στο φως μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά α­πό δι­χο­το­μι­κά ζεύ­γη: ευ­γε­νείς και χα­μερ­πείς α­ξί­ες, ε­νερ­γές και α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις, κυ­ρί­ους και δού­λους, κα­τά­φα­ση και άρ­νη­ση, δια­φο­ρά και δια­λε­κτι­κή, κ.ο.κ. – ι­σά­ριθ­μες με­τα­μορ­φώ­σεις, ό­πως εύ­κο­λα βλέ­πει κα­νείς, του σο­πεν­χα­ουε­ρια­νού ζεύγματος βού­λη­σης και α­να­πα­ρά­στα­σης (σε κάποιο βαθ­μό ε­πί­σης, αν μι­λή­σου­με κα­ντια­νά, των κα­τη­γο­ριών της εμπει­ρι­κής εποπτείας και της διάνοιας). Στο έρ­γο αυ­τό ε­μπε­ριέ­χε­ται ή­δη άλ­λω­στε το σπέρ­μα της κριτι­κής στην κα­ντια­νή φι­λο­σο­φί­α την ο­ποί­α θα υ­παι­νι­χθεί ο Deleuze στο α­μέ­σως επόμε­νο βι­βλί­ο του για τον Κα­ντ, και που ο­ρι­σμένα μο­τί­βα της θα ε­πα­νε­πε­ξερ­γα­στεί στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο έρ­γο του Δια­φο­ρά και ε­πα­νά­λη­ψη7(ό­που, σιω­πη­ρώς, ε­πα­νοι­κειο­ποιεί­ται ε­πί­σης για τους σκο­πούς του τα πα­ρά­δο­ξα του Κίρ­κε­γκωρ).

diff

Η κρι­τι­κή στον Κα­ντ παί­ζει βε­βαί­ως δια­μορ­φω­τι­κό ρό­λο για το συ­νο­λι­κό εγχεί­ρη­μα του ίδιου τού Νί­τσε·το ί­διο και η προ­φη­τική α­να­γνώ­ρι­ση λε­πτών ψυ­χο­λο­γι­κών διερ­γα­σιών η ο­ποί­α ου­σια­στι­κά προ­α­ναγγέλ­λει τον Φρό­υ­ντ, και η α­νά­δει­ξη αυ­τών των νι­τσε­ϊ­κών πτυχών μέ­σα στην ερμη­νεί­α του Deleuze συ­νι­στά α­ναμ­φί­βο­λα το πιο ε­πι­τυ­χημέ­νο μέ­ρος τού βι­βλί­ου του. Ο Νί­τσε εί­ναι ε­κεί­νος που πή­ρε σο­βα­ρό­τε­ρα α­πό τον κα­θέ­ναν τον ρό­λο της φι­λο­σο­φί­ας ως κρι­τι­κής, και ως προς αυ­τό θέ­λη­σε να δεί­ξει κα­τά τί ο Κα­ντ υπολείπεται α­πό τις δια­κη­ρυγ­μέ­νες του προ­θέ­σεις: «Η κρι­τι­κή εί­ναι κα­τα­στρο­φή με τη μορ­φή της χα­ράς, εί­ναι η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα του δη­μιουρ­γού. Ο δη­μιουρ­γός των αξιών δεν μπο­ρεί να δια­χω­ρι­στεί α­πό έ­ναν κα­τα­στρο­φέ­α, έ­ναν ε­γκλη­μα­τί­α και έ­ναν κρι­τι­κό, έ­ναν κρι­τι­κό των κα­τε­στη­μέ­νων α­ξιών, έ­ναν κρι­τι­κό των α­ντενερ­γών α­ξιών, έ­ναν κρι­τι­κό της χα­μέρ­πειας» (σελ. 127). Α­να­συ­γκρο­τώ­ντας έ­τσι τη δια­μαρ­τυ­ρί­α του Νί­τσε, που έ­χει εξίσου στό­χο τους φι­λο­σο­φι­κούς ε­πι­γό­νους του Κα­ντ, ο Deleuze θα γρά­ψει πιο συγκεκριμέ­να: «Ε­πα­νακτώ­ντας τη θρη­σκεί­α, παύ­ου­με να εί­μα­στε θρη­σκευό­με­νοι άνθρω­ποι; Κά­νο­ντας τη θε­ο­λο­γί­α αν­θρω­πο­λο­γί­α, βά­ζο­ντας τον άν­θρω­πο στη θέ­ση του Θε­ού, κα­ταργού­με ά­ρα­γε το ου­σιώ­δες, δη­λα­δή τη θέ­ση; Ό­λες αυ­τές οι αμ­φι­ση­μί­ες έ­χουν την α­φε­τη­ρί­α τους στην κα­ντια­νή κρι­τι­κή […] Πο­τέ δεν έ­χου­με δει ο­λι­κή κρι­τι­κή πιο συμ­φι­λιω­τι­κή, ούτε κρι­τι­κό πιο νο­μο­τα­γή […] Συ­νέ­λα­βε την κρι­τι­κή ως μί­α δύ­να­μη που έ­πρε­πε να στρέ­φε­ται προς ό­λες τις α­ξιώ­σεις για γνώ­ση και α­λήθεια, ό­χι ό­μως και στην ίδια τη γνώ­ση, ό­χι ό­μως και στην ί­δια την α­λή­θεια. Ως μί­α δύ­να­μη που έ­πρε­πε να στρέφε­ται προς ό­λες τις α­ξιώ­σεις για η­θι­κό­τη­τα, όχι ό­μως και στην ί­δια την η­θι­κή. Α­πό τη στιγ­μή ε­κεί­νη, η ο­λι­κή κρι­τι­κή με­ταστρέ­φε­ται σε πο­λι­τι­κή συμ­βι­βα­σμών: πριν να κηρύ­ξου­με πό­λε­μο, μοι­ρά­ζου­με κιό­λας τις σφαί­ρες ε­πιρ­ρο­ής. Δια­κρί­νου­με τρί­α ι­δε­ώ­δη: Τί μπο­ρώ να γνω­ρίσω; Τί ο­φεί­λω να κά­νω; Τί έ­χω να ελ­πί­ζω; Τα ο­ριο­θε­τού­με α­ντί­στοι­χα, κα­ταγ­γέλλου­με τις κα­κές χρή­σεις και τις κα­τα­πα­τή­σεις, ό­μως ο α­νε­πί­κρι­τος χα­ρα­κτήρας του κά­θε ι­δε­ώ­δους πα­ρα­μέ­νει στην καρ­διά του κα­ντια­νι­σμού ό­πως το σκου­λή­κι μέ­σα στον καρ­πό: ηα­λη­θι­νή γνώ­ση, η α­λη­θι­νή η­θι­κή, η α­λη­θι­νή θρη­σκεί­α» (σελ. 130-1).

Το πραγ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα, ό­πως θα υ­πο­δεί­ξει ο Deleuze, εί­ναι ό­τι μια εμ­με­νής κρι­τι­κή δεν πρέ­πει να ξε­κι­νά­ει α­διε­ρώ­τη­τα α­πό τις ί­διες τις υ­περ­βα­το­λο­γι­κές αρ­χές αλ­λά να προχω­ρή­σει ως τη δια­δι­κα­σί­α της γέ­νε­σης, της συ­γκρό­τη­σής τους. Το α­λη­θι­νό ε­ρώ­τη­μα εί­ναι το ε­ρώ­τη­μα της βού­λη­σης που ε­νερ­γεί πί­σω και μέ­σα τους: τί α­ντι­προ­σω­πεύ­ει η βού­λη­ση για α­λή­θεια ή για η­θι­κό­τη­τα – προ­πα­ντός, ποιος βού­λε­ται με αυ­τόν τον τρό­πο και ποια τα κί­νη­τρά του; Η μεγα­λειώ­δης συ­νει­σφο­ρά του Νί­τσε έ­γκει­ται α­κρι­βώς σε τούτη την α­να­κά­λυ­ψη της βού­λη­σης: «Ο Νί­τσε πί­στευε ό­τι έ­χει δη­μιουρ­γή­σει την πρώ­τη φι­λο­σο­φί­α της βού­λη­σης. Ό­λες οι άλ­λες ή­ταν οι τε­λευ­ταί­ες με­τα­μορ­φώ­σεις της μεταφυσι­κής. Ό­πως αυ­τός τη συλ­λαμ­βά­νει, η φι­λο­σο­φί­α της βού­λη­σης έ­χει δύ­ο αρ­χές που σχη­μα­τί­ζουν το χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα: βού­λε­σθαι ί­σον δη­μιουρ­γί­α, βού­λε­σθαι ί­σον χαρά» (σελ. 123). Θα μπο­ρού­σε κά­ποιος ε­δώ να διευ­κρι­νί­σει ό­τι ε­κεί­νος που «ανακάλυψε» τη βού­λη­ση με αυ­τή την έν­νοια ή­ταν ο Σο­πεν­χά­ουερ, στον Νί­τσε οφείλουμε κυ­ρί­ως την α­νε­πι­φύ­λα­κτα θε­τι­κή της α­ξιο­λό­γη­ση·εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, γεγονός εί­ναι ό­τι ο Νίτσε θα α­ξιο­ποι­ή­σει α­πί­στευ­τα πα­ρα­γω­γι­κά τού­το το νέ­ο ερ­γα­λεί­ο δεί­χνο­ντας ο­ρι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα, για ό­ποιον του­λά­χι­στον δεν θέ­λει να ε­θε­λο­τυ­φλεί, τα α­πα­ρα­μεί­ω­τα ψυχολο­γι­κά θε­μέ­λια κά­θε η­θι­κής – και με τον ί­διο τρό­πο, ε­πί­σης, κά­θε βού­λη­σης για γνώ­ση (volonté dusavoir, θυ­μό­μα­στε, εί­ναι ο ό­ρος υ­πό τον ο­ποί­ον θα συγκρο­τή­σει ο Michel Foucault ό­λες τις ε­πι­στη­μο­λο­γι­κές γε­νε­α­λο­γί­ες του, στην ί­δια γραμ­μή σκέ­ψης). Και, σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση, η ε­πι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση και η α­σκη­τι­κή, εχθρι­κή προς τον κό­σμο η­θι­κό­τη­τα εί­ναι έ­να και το αυ­τό: «Αν κά­ποιος ε­πι­ζητεί την αλήθεια, τού­το δεν γί­νε­ται εν ο­νό­μα­τι αυ­τού που εί­ναι ο κό­σμος αλ­λά εν ο­νό­μα­τι αυ­τού που δεν εί­ναι ο κό­σμος. Εν­νοεί­ται ό­τι η ζω­ή “στο­χεύ­ει να πα­ρα­πλα­νή­σει, να ε­ξα­πα­τή­σει, να α­πο­κρύ­ψει, να θα­μπώ­σει, να τυ­φλώ­σει”. Ό­μως, ε­κεί­νος που ε­πι­ζη­τεί το α­λη­θι­νό θέ­λει πρώ­τα να υ­πο­τι­μή­σει αυ­τή την υ­ψη­λή δύ­να­μη του ψεύ­τι­κου: με­τα­τρέ­πει τη ζω­ή σ’ ένα “λά­θος”, τον κό­σμο αυ­τό σε μια “φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα”. Ά­ρα, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει στη ζω­ή τη γνώση, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει στον κό­σμο έ­ναν άλ­λο κό­σμο, έ­ναν πέ­ραν-κό­σμο, α­κρι­βώς τον αλη­θι­νό κό­σμο. Ο α­λη­θι­νός κό­σμος δεν μπο­ρεί να δια­χω­ρι­σθεί α­πό αυ­τή τη βού­λη­ση, βού­λη­ση του πραγ­μα­τεύ­ε­σθαι τού­τον ε­δώ τον κό­σμο ως φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα. Ως εκ τού­του και η α­ντί­θε­ση της γνώ­σης και της ζω­ής, η διάκρι­ση των κό­σμων, α­πο­κα­λύ­πτουν τον αλη­θι­νό τους χα­ρα­κτή­ρα: εί­ναι μια διάκρι­ση η­θι­κής προ­έ­λευ­σης, μια α­ντί­θε­ση η­θι­κής προ­έ­λευ­σης» (σελ. 140). Α­κό­μη πιο ρι­ζι­κά: «Η η­θι­κή εί­ναι η συ­νέ­χι­ση της θρη­σκεί­ας, όμως με άλ­λα μέ­σα. Η γνώ­ση εί­ναι η συ­νέ­χι­ση της η­θι­κής και της θρη­σκείας, ό­μως με άλ­λα μέ­σα […] Να για­τί συγ­χέ­ου­με τό­σο εύ­κο­λα την κρι­τι­κή μ’ έ­να ξε­κα­θά­ρι­σμα λογαριασμών με­τα­ξύ δια­φό­ρων α­ντε­νερ­γών δυ­νά­με­ων» (σελ. 142).

Ο Νί­τσε προ­σπά­θη­σε να κα­τα­δεί­ξει ε­πα­κρι­βώς τις αν­θρω­πο­λο­γι­κές με­τα­μορφώ­σεις αυτού που ο­νό­μα­ζε «α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις»: α­σκη­τισμός, μνη­σι­κα­κί­α, κα­κή συ­νεί­δη­ση – το θλι­βε­ρό έρ­γο του ιουδαί­ου ιε­ρέ­α και του χρι­στια­νού α­σκη­τή·πρόγο­νός τους, βε­βαί­ως, ο Σω­κρά­της. Η ψυ­χο­λο­γι­κή α­νά­λυ­ση των τρό­πων με τους οποί­ους η άρ­νη­ση του κό­σμου και της ζω­ής με­τα­τρέ­πε­ται σε μνη­σι­κα­κί­α, των τρό­πων με τους ο­ποί­ους η μνη­σι­κα­κί­α εσω­τε­ρι­κεύ­ε­ται και με­τα­στρέ­φε­ται σε ενο­χή και κα­κή συ­νεί­δη­ση, ό­πως εί­πα, εί­ναι το πιο α­ναμ­φί­λο­γο ε­πί­τευγ­μα του Νί­τσε. Εί­ναι μια διο­ρα­τι­κή πρό­γνω­ση της πα­θο­λο­γί­ας που ο Φρό­υ­ντ λί­γο αρ­γό­τε­ρα θα α­νέ­λυε με ε­στια­κό ση­μεί­ο την έν­νοια της α­πώ­θη­σης, και ο Deleuze α­να­συ­γκρο­τεί με εν­θου­σιασμό ––και ου­σια­στι­κή πι­στό­τη­τα στο πνεύ­μα του Νίτσε–– τού­τη την προ­βλημα­τι­κή σε ό­λο το τρί­το κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου του. Ε­δώ ο Deleuze φαί­νε­ται να έ­χει αγ­γί­ξει μια ση­μα­ντι­κή φλέ­βα – ό­μως η θε­ωρη­τι­κή ε­πε­ξερ­γα­σί­α στην ο­ποί­α θα την υ­πο­βά­λει χά­νει στα­δια­κά τον κρι­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα και γί­νε­ται λί­γο λί­γο η ί­δια μια αμ­φί­βο­λη ι­δε­ο­λο­γί­α. Το υ­παι­νι­χθή­κα­με ή­δη: φέρ­νο­ντας στο προ­σκή­νιο μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά α­πό δι­χο­το­μικά ζεύ­γη που α­ντι­πα­ρα­τί­θε­νται α­συμ­φι­λί­ω­τα, κατασκευά­ζει έ­να ο­μοί­ω­μα δυι­στι­κής ο­ντο­λο­γί­ας το ο­ποί­ο χά­νει α­μέ­σως τον ι­στο­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα που ό­φει­λαν να έ­χουν οι γε­νε­α­λο­γί­ες του. Θα γρά­ψει: «Η ι­στο­ρί­α εμφανίζεται λοι­πόν ως η πρά­ξη μέ­σω της ο­ποί­ας οι α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις ι­διο­ποιού­νται την κουλ­τού­ρα ή την ε­κτρέ­πουν προς ό­φε­λός τους. Ο θρί­αμ­βος των α­ντε­νερ­γών δυνάμεων δεν εί­ναι έ­να ε­πει­σό­διο στην ι­στο­ρί­α αλ­λά η αρ­χή και το νό­η­μα της “παγκόσμιας ιστο­ρί­ας”. Στο έρ­γο του Νί­τσε αυ­τή η θέ­ση ε­νός ι­στο­ρι­κού εκ­φυ­λισμού της κουλ­τού­ρας κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση: θα χρη­σι­μεύ­σει ως ε­πι­χεί­ρημα στην πά­λη του ενα­ντί­ον της φι­λο­σο­φί­ας τής ι­στο­ρί­ας και ε­να­ντί­ον της δια­λε­κτι­κής. Υ­πα­γο­ρεύ­ει την απο­γο­ή­τευ­ση του Νί­τσε: α­πό “ελ­λη­νι­κή” η κουλ­τού­ρα γί­νε­ται “γερ­μα­νι­κή”…» (σελ. 200).

Δύ­ο πράγ­μα­τα έ­χει να πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νείς ε­δώ. Πρώ­τον, οι ε­νερ­γές και α­ντε­νερ­γές δυνά­μεις και α­ξί­ες εί­ναι σύμ­βολα συ­γκε­κρι­μέ­νων ι­στο­ρι­κών πραγ­μα­τι­κο­τή­των, οι ο­ποί­ες ε­δώ α­πο­δί­δο­νται εμβλη­μα­τι­κά με τους ό­ρους «ελ­λη­νι­κό» και «γερ­μα­νι­κό»: πί­σω α­πό την α­ντι­παρά­θε­ση κυ­ριαρ­χι­κών και δου­λι­κών α­ξιών, του ε­μπει­ρι­σμού με τη με­τα­φυ­σι­κή, του Νί­τσε με την κα­ντια­νή/ε­γε­λια­νή κλη­ρο­νο­μιά ή του ί­διου τού Deleuze με ό,τι α­πο­κα­λεί «δια­λε­κτι­κή», κρύ­βε­ται μια α­νυπο­λό­γι­στου ι­στο­ρι­κού βά­θους α­ντί­θε­ση α­νά­με­σα στον νε­ώτε­ρο, ιου­δαιο­χριστια­νι­κό και δια­φω­τι­στι­κό κό­σμο, α­πό τη μί­α πλευρά, και έ­ναν αρχαί­ο, πα­γα­νιστι­κό κό­σμο που εί­ναι κα­τά κά­ποιον τρό­πο ε­ντα­φια­σμέ­νος στα θε­μέ­λιά του, από την άλ­λη. Ό­λα δεί­χνουν ό­τι ο Deleuze θέ­λει να σκη­νοθε­τή­σει εκ νέ­ου μια τό­σο βα­θειάν α­ντι­πα­ρά­θε­ση· δεύ­τε­ρον, ό­μως, για να κά­νει κά­τι τέ­τοιο θα έ­πρε­πε να μεί­νει ακρι­βώς στο ι­στο­ρι­κό πε­δί­ο της ε­πε­ξερ­γα­σί­ας των γε­νε­α­λο­γιών του, να δεί­ξει υ­πό ποιες υ­λι­κο­ϊ­στο­ρι­κές συν­θή­κες δια­μορ­φώ­νο­νται τέ­τοιες το­μές στον πο­λι­τι­σμό και στην ανθρώπι­νη ψυ­χή, και να μην υ­πο­κύ­ψει στον πει­ρα­σμό να με­τα­βεί εκ νέου σ’ έ­να (ψευδο)ο­ντο­λο­γι­κό ε­πίπε­δο. Κά­νο­ντας κά­τι τέ­τοιο —και α­νε­ξαρ­τή­τως τού αν κά­ποιες δια­τυ­πώ­σεις του Νί­τσε το ε­πι­τρέ­πουν, ή πό­σες εί­ναι αυ­τές και τί θέ­ση έ­χουν μέ­σα στη συ­νολι­κή σκέ­ψη του Νί­τσε— στο­μώ­νει την ό­ποια κρι­τι­κή αιχ­μή της θέ­σης του.

Δυ­ι­στι­κή ο­ντο­λο­γί­α ση­μαί­νει ό­τι ο «κύριος» και ο «δού­λος» α­ντι­δια­στέλ­λο­νται ό­χι ως ονό­μα­τα δύ­ο δια­κρι­τών ι­στο­ρι­κών δια­μορ­φώ­σε­ων του κοι­νού αν­θρώ­πι­νου υποστρώματος αλ­λά ως ξε­χω­ριστές αν­θρώ­πι­νες ρά­τσες, ό­τι η «κα­τά­φα­ση» και η «άρνηση» δεν εί­ναι δύ­ο ό­ψεις της ί­διας νο­η­μα­το­δο­τι­κής πρά­ξης αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κές και α­μοι­βαί­α α­ποκλειό­με­νες γραμ­μα­τι­κές, ό­τι οι «ε­νερ­γές» και οι «α­ντε­νερ­γές» δυ­νά­μεις δεν εί­ναι ει­δι­κές και ε­να­λλασ­σό­με­νες τρο­πές ε­νός ε­νιαί­ου και α­δια­φο­ρο­ποί­ητου μέ­σα στην α­πε­ρα­ντό­τη­τά του δυ­να­μι­σμού που ταυ­τί­ζε­ται με ό,τι α­πο­κα­λού­με φύ­ση, αλ­λά ξεχω­ρι­στές και ποιο­τι­κά α­ντι­δια­στελ­λό­με­νες ο­ντό­τη­τες μέσα στην ά­τε­γκτη ιε­ραρ­χί­α του πραγ­μα­τι­κού – σχε­δόν ό­πως, μπαί­νει στον πει­ρα­σμό να σκε­φτεί κα­νείς, οι άγ­γε­λοι και οι δαί­μο­νες! Και αυ­τό ε­νώ ο Deleuze δεν α­γνο­εί, αν πι­στέ­ψου­με του­λά­χι­στον ο­ρι­σμένες δια­τυ­πώ­σεις του, την δι­πλή τρο­πι­κό­τη­τα που εγ­γε­νώς εκ­δη­λώ­νουν ό­λα τα έ­τσι συγκροτη­μέ­να ζεύ­γη των α­ντι­θέ­των του. Έ­να μό­νο πα­ρά­δειγ­μα αρ­κεί. Ξεκι­νώ­ντας α­πό έ­ναν αμ­φί­βο­λο και προ­βλη­μα­τι­κό ο­ρι­σμό της δύ­να­μης, ο Deleuze κα­τα­λή­γει σε μια χαρα­κτη­ρι­στι­κά ε­σφαλ­μέ­νη κα­τα­νό­η­ση της συ­νεί­δη­σης και αυ­τό που θα λέ­γα­με διαστρο­φή της οι­κο­συ­στη­μι­κής σχέ­σης. Κατ’ αρ­χάς δεν εί­ναι διόλου βέ­βαιο πως «θα ήταν πα­ρά­λο­γο να σκε­φτού­με τη δύ­να­μη στον ε­νι­κό. Μια δύ­να­μη εί­ναι κυ­ριαρ­χί­α κα­θώς ε­πί­σης και το α­ντι­κεί­με­νο ε­πί του ο­ποί­ου α­σκεί­ται κυ­ριαρ­χί­α» (σελ. 18), διό­τι δύ­να­μη είναι μια εξ ορι­σμού πο­σο­τι­κή έν­νοια και, ως εκ τού­του, πα­ρά­λο­γο εί­ναι μάλ­λον να της α­ποδί­δου­με στα­θε­ρές ποιό­τη­τες και α­το­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά· α­κό­μη ό­μως και αν δεχθού­με τη δυ­να­τό­τη­τα σχη­μα­τι­σμού δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νων πε­δί­ων στο ε­σωτε­ρι­κό μιας πρω­ταρ­χι­κής δύ­να­μης, πε­δί­ων που α­να­πό­φευ­κτα αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους, πο­λύ περισ­σό­τε­ρο πα­ρά­λο­γο εί­ναι να ο­ρί­ζου­με αυ­τή την αλ­λη­λεπί­δρα­ση μο­νο­σή­μα­ντα ως «κυ­ριαρ­χί­α» — πό­σο μάλ­λον ό­ταν αυ­τή εί­ναι μί­α έν­νοια που προ­έρ­χε­ται α­πό την πολιτική α­νά­λυ­ση και ό­χι α­πό τη φυ­σι­κή… Μια τέτοια α­φε­τη­ρί­α ό­μως ε­πι­τρέ­πει στον Deleuze να υ­πο­βι­βάσει εν συ­νε­χεί­α τη συ­νεί­δη­ση ως α­να­φε­ρό­με­νο, κα­τά συ­νέ­πεια «δουλι­κό» σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό του, στοι­χεί­ο: «“Η συ­νεί­δηση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως μό­νον ό­ταν έ­να ό­λον θέ­λει να υ­πα­χθεί σε έ­να α­νώ­τερο ό­λον […] Η συ­νεί­δη­ση γεν­νά­ται σε σχέ­ση με έ­να ον τού ο­ποί­ου θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε συ­νάρ­τη­ση”. Αυ­τή εί­ναι η δου­λι­κό­τη­τα της συ­νεί­δη­σης» (σ. 64). Μο­λονό­τι ο α­φο­ρι­σμός εί­ναι του Νί­τσε, ο Deleuze ε­παυ­ξά­νει θριαμ­βευ­τι­κά α­γνο­ώ­ντας αυ­τό που στην ε­πο­χή του άλ­λοι έ­βλε­παν ή­δη καθαρά: ό­τι η α­να­φο­ρά και ο συ­σχε­τι­σμός ε­νός υ­πο­συ­στή­μα­τος με έ­να υ­περ­σύ­στη­μα είναι η θε­με­λιώ­δης οι­κο­συ­στη­μι­κή σχέ­ση η ο­ποί­α συ­νέ­χει ό­λα τα ε­πί­πε­δα του πραγματικού και ε­ξα­σφα­λί­ζει ––με­τα­ξύ άλ­λων–– τις κρι­σι­μό­τε­ρες λει­τουργί­ες της ζω­ής, ό­τι εί­ναι α­να­γω­γή σε έ­να α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο πο­λυ­πλο­κό­τη­τας και δεν έ­χει ––εξ ο­ρι­σμού του­λά­χι­στον–– κα­μί­α σχέ­ση με κυ­ριαρ­χί­α/υ­πο­ταγή και πα­ρό­μοιες νε­ο­ρο­μα­ντι­κές εμμονές, ό­τι, τέλος, αυ­τό το οποίο λέμε «συ­νεί­δηση» εί­ναι η πιο ευαί­σθη­τη λει­τουρ­γί­α που ε­ξα­σφα­λί­ζει στα αι­σθα­νό­με­να-αυτορ­ρυθ­μι­ζό­με­να ό­ντα μια τέ­τοια σχέ­ση…

Ε­κεί­νο όμως που μας ε­ντυ­πω­σιά­ζει εδώ δεν εί­ναι η πα­λαιο­μο­δί­τι­κη βι­τα­λι­στι­κή αντίληψη πε­ρί συ­νεί­δη­σης (διάβα­ζε πά­ντα: «α­να­πα­ρά­στα­σης») με ό­λο τον η­ρω­ϊ­κό ατομι­κι­σμό που υ­ποκρύ­πτει, ό­σο το γε­γο­νός ό­τι ο Deleuze εί­ναι σε θέ­ση να ενθουσιάζεται ε­ξί­σου και με την α­ντί­θε­τη θέ­ση, δια­τυ­πω­μέ­νη ή­δη στο δέκατο έβδομο αιώ­να α­πό τον Σπι­νό­ζα. Με εγκω­μια­στι­κό τρό­πο σχο­λιά­ζει μια διο­ρα­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση του εβραίου φι­λο­σό­φου που έ­χει εμ­φα­νώς το α­ντί­θε­το νό­η­μα ––πα­ρά τον ι­σχυ­ρι­σμό τού Deleuze–– α­πό τον παραπά­νω α­φο­ρι­σμό του Νί­τσε, ό­πως του­λά­χι­στον ερμη­νεύ­θη­κε εδώ: «Ο Σπι­νό­ζα, στο πλαί­σιο μιας ά­κρως βα­θυ­στό­χα­στης θε­ω­ρί­ας, ι­σχυ­ρι­ζό­ταν ό­τι σε κά­θε πο­σό­τη­τα δύ­να­μης α­ντι­στοι­χού­σε μί­α ι­κα­νό­τη­τα του ε­πη­ρε­ά­ζε­σθαι. Έ­να σώ­μα εί­χε τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο μπο­ρού­σε να ε­πη­ρε­α­σθεί α­πό έ­ναν μεγαλύτε­ρο α­ριθ­μό τρό­πων. Αυ­τή η ι­κα­νό­τητα εί­ναι που με­τρού­σε τη δύ­να­μη ε­νός σώμα­τος ή που ε­ξέ­φρα­ζε την ι­σχύ του. Και, α­φε­νός, αυ­τή η ι­κα­νό­τη­τα δεν ή­ταν μί­α α­πλή λο­γι­κή πι­θα­νό­τη­τα: πραγ­μα­τοποιεί­το κά­θε στιγ­μή α­πό τα σώ­μα­τα με τα ο­ποί­α αυ­τό ευρι­σκό­ταν σε συ­σχε­τισμό. Η ι­κα­νό­τη­τα αυ­τή, α­φε­τέ­ρου, δεν ή­ταν μί­α φυ­σι­κή παθητικό­τη­τα: πα­θη­τικοί ή­ταν μό­νο οι ε­πη­ρε­α­σμοί των ο­ποί­ων το υ­πό συ­ζή­τη­ση σώ­μα δεν ή­ταν ε­ντελής αι­τί­α» (σ. 94-5). Έ­να α­πό τα δύ­ο πρέ­πει να συμ­βαί­νει ε­δώ: ή η συνείδη­ση ο­φεί­λει να γί­νει κα­τα­νο­η­τή ως μια τέ­τοια «δύ­να­μη του ε­πη­ρε­ά­ζε­σθαι» ο­πό­τε και να με­τα­τα­χθεί στην ευ­γε­νή γε­νε­α­λο­γί­α, ή ο Deleuze δεν θέ­λει να δει τις αμ­φι­λο­γί­ες του ε­πει­δή το μό­νο που τον εν­δια­φέ­ρει εί­ναι να πα­ρα­μεί­νει προ­σκολ­λη­μέ­νος σε μί­α εκ των προ­τέ­ρων ει­λημ­μέ­νη θέ­ση.

Και ό­λα δεί­χνουν ό­τι το τε­λευ­ταί­ο συμ­βαί­νει. Ζω­τι­κό νεύ­ρο ό­λης αυ­τής της φι­λό­δο­ξης πραγ­μά­τευ­σης του Deleuze εί­ναι η ε­πι­θυ­μία του να κα­τα­σκευά­σει έ­να α­να­γνω­ρί­σι­μο μοντέ­λο της σχέ­σης κυ­ρί­ου-και-δούλου, και πιο ει­δι­κά έ­να μο­ντέ­λο ε­ναλ­λα­κτι­κό και αντι­πα­ραθέ­σι­μο στο α­ντί­στοι­χο μο­ντέ­λο του Χέ­γκελ. Το στοι­χεί­ο της εγε­λια­νής λύ­σης που θέ­λει προ­πα­ντός να α­πο­κλεί­σει εί­ναι η α­μοι­βαί­α α­να­γνώ­ρι­ση και η συμ­φι­λί­ω­ση – διό­τι κά­θε συμ­φι­λί­ω­ση του φαί­νε­ται ως συμ­βι­βασμός με μια κα­τε­στη­μέ­νη πραγματικότη­τα την ο­ποί­α πε­ρι­φρο­νεί, συν­διαλ­λαγή με μια φι­λο­σο­φί­α που α­πο­λή­γει στην υ­πε­ρά­σπι­ση του «α­λη­θούς», ε­ντέ­λει του νό­μου και του κρά­τους… Δεν εί­ναι μό­νο ένας ρο­μα­ντι­κός α­ναρ­χι­σμός που δια­κρί­νε­ται στη στά­ση αυ­τή του Deleuze, διό­τι η σκοπιά που υ­ιο­θε­τεί για να ε­πι­τε­θεί στις α­στι­κές πο­τα­πές α­ξί­ες α­να­κα­λεί ανατριχιαστικές α­ρι­στο­κρα­τι­κές και φε­ου­δαρ­χι­κές μνή­μες, συ­νο­ρεύ­ει ε­πι­κίν­δυνα με ρατσι­στι­κές δια­τυ­πώ­σεις και μπο­ρεί α­κό­μα, σε κά­ποια συμ­φρα­ζό­με­να, να δια­βα­στεί ως α­πε­ρί­φρα­στη α­πο­λο­γη­τι­κή ε­νός ξέ­φρε­νου, α­ντα­γω­νι­στι­κού κα­πι­τα­λι­σμού! Πριν φτάσουμε ό­μως ε­κεί πρέ­πει να δού­με κα­θα­ρά τις εγ­γε­νείς, συ­γκρο­τη­τι­κές της αντιφάσεις. Διό­τι, ό­πως εί­πα, το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι ότι α­πλώς ο Deleuze χρη­σι­μο­ποιεί πα­ντού τον πρώ­το ό­ρο από μια σει­ρά α­συμ­φι­λί­ω­των ζευ­γών που κα­τα­σκευά­ζει ως αιχ­μή για να ε­πι­τεθεί κρι­τι­κά σε αυ­τό που ε­κλαμ­βά­νει ως κυ­ριαρ­χί­α τού δεύ­τε­ρου ό­ρου στην παρού­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· το πρό­βλη­μα εί­ναι ό­τι ε­πι­μέ­νο­ντας μέ­χρι τέ­λους σε αυ­τές τις δι­πλές α­φε­τη­ρί­ες δεν έ­χει τρό­πο να ο­ρί­σει τη σχέ­ση τους χω­ρίς ο ί­διος να πε­ρι­πί­πτει σε α­πο­καρ­διω­τι­κές α­ντι­φά­σεις. Η σχέ­ση κυ­ρί­ου και δού­λου, για να μεί­νου­με τε­λι­κά σε αυτήν, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό της εί­ναι μια σχέ­ση η οποία γί­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κά κατανοη­τή από τη σκο­πιά του κα­θε­νός: α­πό τη σκο­πιά του κυ­ρί­ου εί­ναι η υ­πε­ρή­φα­νη κα­τάφα­ση μιας δια­φο­ράς, α­πό τη σκο­πιά του δού­λου εί­ναι η άρ­νη­ση ως α­ντί­θε­ση στον κύ­ριο – και αυ­τή η α­ντί­θε­ση, η α­ντε­νέρ­γεια, εί­ναι που ο­ρί­ζει τον δού­λο ως τέ­τοιον, ό­χι η πραγ­μα­τι­κή ε­ξου­σί­α που εν­δέχε­ται να δια­θέ­τει. Τού­το το τε­λευ­ταί­ο ό­μως ση­μαί­νει ό­τι η α­ξιο­λό­γη­ση προ­ηγεί­ται της γε­νε­α­λο­γί­ας, ό­τι ο «κύ­ριος» δεν εί­ναι κά­ποιος ε­μπει­ρι­κά ανα­γνω­ρί­σι­μος αλ­λά συ­νι­στά μάλ­λον α­ξια­κό θέ­σπι­σμα εκ μέ­ρους τού φι­λο­σό­φου. Επιπλέ­ον, ως τέ­τοιο, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­δραιω­μέ­νη κυ­ριαρ­χί­α ε­κεί­νου το ο­ποί­ο έ­χει την πρό­θε­ση να αρ­νη­θεί, να α­να­τρέ­ψει: του ε­μπει­ρι­κού κό­σμου των α­ντενερ­γών δυ­νά­με­ων, της μνη­σι­κα­κί­ας και της κα­κής συ­νεί­δη­σης, των ε­πι­κρα­τουσών α­ξιών του ιου­δαί­ου ιε­ρέ­α και του χρι­στια­νού α­σκη­τή… Αν η πο­λε­μι­κή λειτουρ­γί­α της κρι­τι­κής γί­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά δε­κτή, τό­τε ο­λο­φά­νε­ρα η ε­ξυ­μνούμε­νη κα­τά­φα­ση της δια­φο­ράς εί­ναι ή­δη α­ντίθε­ση, α­ντι­πα­ρά­θε­ση – ο κύ­ριος εί­ναι ή­δη δούλος α­πό τη στιγ­μή που α­να­γνω­ρί­ζει ό­τι υ­πάρ­χουν χα­μερ­πείς α­ξί­ες και δού­λοι, α­πό τους ο­ποί­ους ο ί­διος θέ­λει να δια­φέ­ρει. Αν πά­ρου­με κατά γράμ­μα τον ίδιο του τον ο­ρι­σμό, ο κύ­ριος δεν θα μπο­ρού­σε να υ­πάρ­χει πα­ρά μό­νο σε έ­ναν κόσμο ό­που δεν υ­πάρ­χουν κα­θό­λου δού­λοι – και το ί­διο ι­σχύ­ει για ό­λα τα έ­τσι συ­γκρο­τη­μέ­να ζεύ­γη δυ­νά­με­ων και εν­νοιών.Συνεπώς, η με­λαγ­χο­λι­κή κα­τα­κλεί­δα ότι η κυ­ριαρ­χί­α των α­ντε­νερ­γών δυ­νά­με­ων εί­ναι τε­λι­κώς α­να­πό­φευ­κτη στον κόσμο, δεν απορρέ­ει μό­νο α­πό μια πε­σι­μι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση της ε­μπει­ρι­κής ι­στο­ρίας (την ο­ποί­α σε αυτό το ε­πί­πε­δο πολ­λοί θα μπο­ρού­σαν να προ­συ­πο­γρά­ψουν) αλλά προ­η­γου­μέ­νως ––και κυ­ρί­ως–– προ­ε­ξω­φλεί­ται α­πό την ί­δια τη θε­ω­ρη­τι­κή στρα­τη­γι­κή του Deleuze: α­πο­τυ­χί­α του να ο­ρί­σει ε­κείνο που δεν δι­καιού­ται καν, με βά­ση τις ί­διες του τις α­φε­τη­ρί­ες, να πει.

deelee

ΘΑ ΜΠΟ­ΡΟΥ­ΣΑ­ΜΕ ΝΑ ΔΙΑ­ΒΑ­ΣΟΥ­ΜΕ το έρ­γο του Deleuze Ο Πρου­στ και τα ση­μεί­α, που το πρώ­το του μέ­ρος εκ­δό­θη­κε μί­α διε­τί­α με­τά το Ο Νί­τσε και η φι­λο­σο­φί­α (και ί­σως εν μέ­ρει είχε γρα­φτεί πα­ράλ­λη­λα), ως πα­ρέκ­βα­ση στο πρώ­το αυ­τό και κα­τά κά­ποιον τρό­πο προ­γραμ­μα­τι­κό έρ­γο του φι­λο­σό­φου·πι­στεύ­ω α­κό­μα ό­τι κα­τέ­χει μια στρα­τη­γι­κή θέ­ση στην ό­λη ε­ξέ­λι­ξη της φιλοσοφίας τού Deleuze στο μέ­τρο που α­ναπτύσ­σε­ται ε­σω­τε­ρι­κά επί μια δε­κα­ε­τί­α: το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του, το ο­ποί­ο προ­στέ­θη­κε α­κρι­βώς στην έκ­δο­ση του 1970, συν­δέ­ει ου­σια­στι­κά την πρώ­τη αυ­τή πε­ρί­οδο της σκέψης του με τη γλώσ­σα και την προ­βλη­μα­τι­κή τού Α­ντι-Οι­δί­πο­δα,του πο­λυ­συ­ζη­τημέ­νου βι­βλί­ου που ε­ξέ­δω­σε ο Deleuze α­πό κοι­νού με τον ψυ­χί­α­τρο Felix Guattari το 1973 και το ο­ποί­ο μας ει­σά­γει σε αυ­τό που θα ο­νο­μά­ζα­με ώ­ρι­μη πε­ρί­ο­δό του. Α­πο μί­α άλ­λη ά­πο­ψη, μπο­ρεί να δια­βα­στεί ως το πρώτο και σπου­δαιό­τε­ρο α­πό τα τρί­α «μπεργκσο­νι­κά» έρ­γα του Deleuze, α­πό κοι­νού με τη σύ­ντο­μη μο­νο­γρα­φί­α Ο μπερ­γκσο­νι­σμός και το πο­λύ μετα­γε­νέ­στε­ρο ––το τε­λευ­ταί­ο ση­μα­ντι­κό φι­λο­σο­φι­κό του έρ­γο, κα­τά πολ­λούς–– πά­νω τον κι­νη­μα­το­γρά­φο με τον ενδει­κτι­κό τί­τλο Η ει­κόνα-κί­νη­ση.10

Ο Νί­τσε ή­ταν ο πρώ­τος, πρέ­πει να θυ­μη­θού­με, που μάς ε­πέ­στη­σε την προ­σο­χή στα σημεί­α. Η ε­χθρό­τη­τά του α­πέ­να­ντι στη με­τα­φυ­σι­κή και σε κά­θε μορ­φή ου­σιο­λο­γί­ας, ο ακό­ρε­στος πό­θος του για έ­ναν αι­σθη­σια­κό τρό­πο του φι­λο­σο­φείν, με­τα­φρά­στη­κε σε απο­φα­σι­σμέ­νη προ­σή­λωση στις εμ­φά­νειες, τό­σο της γλώσ­σας ό­σο και των ί­διων των πραγ­μά­των – κάτι που, σε μια πε­ρί­φη­μη ρή­ση του, τον ο­δή­γη­σε να ο­ρί­σει το ρό­λο τού μο­ντέρ­νου δια­νο­η­τή ως κα­τε­ξο­χήν φι­λο­λό­γου. Πα­ρό­τι πολ­λοί θέ­λη­σαν να γενεαλογήσουν α­πό ε­δώ διά­φο­ρες μορ­φές σχε­τι­κι­σμού που ευ­δο­κί­μη­σαν κά­πως αργότερα στον 20ό αιώ­να, στον Νί­τσε εί­ναι προ­φα­νής η πολε­μι­κή χρή­ση των εννοιών τό­σο της ε­λα­φρό­τη­τας ό­σο και της εμ­φά­νειας, ως μέ­σον για να ε­πιτε­θεί σε μια ο­ρι­σμέ­νη α­ντί­λη­ψη της «σο­βα­ρό­τη­τας» και του «βά­θους» που ήταν γι’ αυ­τόν α­δια­χώ­ρι­στα συνδεδε­δε­μέ­νη με τα προ­τε­στα­ντι­κά-θε­ο­λο­γι­κά θε­μέ­λια της γερ­μα­νι­κής φι­λο­σο­φί­ας (με τον ί­διο α­κρι­βώς τρό­πο που θα α­ντιτα­χθεί α­πό μί­α στιγ­μή και με­τά στον Βά­γκνερ, αντιπα­ρα­θέ­το­ντας προκλητικά τον Μπιζέ που ή­ταν στα μά­τια του η εν­σάρ­κω­ση του πνεύ­μα­τος της με­σο­γεια­κής ε­λα­φρό­τη­τας). Ο­πωσ­δή­πο­τε βέ­βαια πρέ­πει να δε­χθούμε ό­τι έ­νας ο­ρι­σμέ­νος προ­ο­πτι­κι­σμός ή­ταν ε­ξαρ­χής στοι­χεί­ο της σκέ­ψης του Νί­τσε, χά­ρη στον ο­ποί­ο και μό­νο έ­γι­νε δυ­να­τή η τε­λε­σί­δι­κη θα­νά­τω­ση του Θε­ού – δη­λα­δή, η αποκαθήλωση τής «α­λή­θειας» και η έ­σχα­τη τρα­γι­κή δια­κύ­βευ­ση τού νο­ή­μα­τος. «Έχουμε ά­δι­κο να πι­στεύ­ου­με στα γε­γο­νό­τα, δεν υ­πάρ­χουν πα­ρά μό­νο ση­μεί­α. Έ­χου­με ά­δι­κο να πι­στεύ­ου­με στην α­λή­θεια, δεν υ­πάρ­χουν πα­ρά μό­νο ερ­μη­νεί­ες»: θα μπο­ρού­σε να εί­ναι κάλ­λι­στα λό­για του Νί­τσε, εί­ναι ω­στό­σο μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δια­τύ­πω­ση του Deleuze α­πό το έρ­γο Ο Πρου­στ και τα ση­μεί­α (σελ. 110), με την οποί­α βλέ­που­με α­πό ποιο ση­μεί­ο ε­πι­διώ­κει να ξα­να­πιά­σει, σε δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο, το νή­μα της νι­τσε­ϊ­κής κρι­τι­κής.

Εν τω με­τα­ξύ έ­χουν με­σο­λα­βή­σει πολ­λά, και στη δε­κα­ε­τί­α του ’60 η ση­μειο­λογί­α εί­ναι ένας πα­νί­σχυ­ρος δια­νο­η­τι­κός συρ­μός στη Γαλ­λί­α. Εκ­κι­νώ­ντας αυ­τή τη φο­ρά α­πό το πρόγραμ­μα του Saussure στη γλωσ­σο­λο­γί­α και στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη με την ευ­ρύ­τε­ρη πρό­τα­ση του στρου­κτου­ρα­λι­σμού, εννο­ή­θη­κε στην πρά­ξη ως ρή­ξη με τη φαι­νο­με­νο­λο­γί­α – τό­σο στην ε­γε­λια­νή όσο και στη χου­σερ­λια­νή εκ­δο­χή της. Διό­τι, πράγ­μα­τι, αν η φαινομε­νο­λο­γί­α αρ­νιό­ταν τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ εμ­φά­νειας και ου­σί­ας κα­τά τρό­πο διαλεκτι­κό, για να πει δη­λα­δή ό­τι η ου­σί­α ε­μπε­ριέ­χε­ται ή δια­σώ­ζε­ται ή διατη­ρεί­ται μέ­σα στην ί­δια την εμ­φά­νεια (η ο­πτι­κή του Νί­τσε, παρε­μπι­πτό­ντως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι ή­θε­λε να πει κά­τι άλ­λο), τού­τη η νέ­α προ­σέγ­γι­ση θα ε­πι­μεί­νει στη χα­σμα­τι­κή ασυνέχεια ή το­μή α­νά­με­σα σε εμφά­νεια και ου­σί­α, μό­νο που θα το κά­νει αντιστρέφοντας την α­ξιο­λο­γί­α της πα­λαιάς με­τα­φυ­σι­κής και θα συ­ντα­χθεί ολοκληρωτικά με το μέ­ρος της εμ­φά­νειας. Δεν γνω­ρί­ζου­με πο­τέ τί υ­πάρ­χει πί­σω α­πό την ο­λι­σθη­ρή ε­πι­φά­νεια των ση­μαι­νό­ντων — ή, σε κά­ποιες α­κραί­ες εκ­δο­χές, γνω­ρί­ζου­με ό­τι δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε… Οι στρουκτου­ρα­λι­στές εί­ναι α­λή­θεια ό­τι πο­τέ δεν προ­χώ­ρη­σαν τόσο μα­κριά, πα­ρα­μέ­νοντας σε πλαί­σια λί­γο έ­ως πο­λύ φορ­μα­λι­στι­κά και α­να­ζη­τώ­ντας το νό­η­μα στην ί­δια την (ε­ξω­τε­ρι­κή) ορ­γά­νω­ση της α­λυ­σί­δας των ση­μαι­νό­ντων·η μηδενιστική προ­έ­κτα­ση αυ­τής της σύλ­λη­ψης θα δο­θεί α­πό ε­κεί­νους οι ο­ποί­οι θέ­λη­σαν να ερ­γα­στούν πε­ρισ­σό­τε­ρο στο πε­δί­ο της ερ­μη­νευ­τι­κής πα­ρά­δο­σης, α­να­τρέ­πο­ντάς την βεβαί­ως, και βα­σι­κά από έ­ναν ε­πί­μο­νο και πα­ρά­δο­ξο δια­νο­η­τή: τον Jacques Derrida. «Δεν υ­πάρ­χει Λό­γος, υ­πάρ­χουν μό­νο ιε­ρο­γλυ­φι­κά. Να σκέ­φτε­σαι εί­ναι λοι­πόν να ερμηνεύ­εις, εί­ναι να με­τα­φρά­ζεις»: θα μπο­ρού­σε να έ­χει γρα­φτεί α­πό τον Derrida, αλ­λά εί­ναι και πά­λι ο Deleuze α­πό το βιβλί­ο του για τον Πρου­στ (σελ. 121) – πράγ­μα που δεί­χνει α­κρι­βώς τις πα­ράλ­λη­λες δια­δρο­μές μιας ο­ρι­σμέ­νης ερ­μη­νεί­ας του Νί­τσε στη Γαλ­λί­α, το τί ο­φεί­λει αυτή στην πε­ριρ­ρέ­ου­σα δια­νο­η­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα (που μάλ­λον μι­κρή σχέ­ση έ­χει με τον ί­διο τον Νί­τσε) και, βε­βαί­ως, την α­κρι­βή θέ­ση την ο­ποί­α κα­τα­λαμ­βά­νει η σκέ­ψη του Deleuze στη δη­μιουρ­γί­α αυ­τού του φι­λο­σο­φικού ύ­φους.

Το μυ­θι­στό­ρη­μα-πο­τα­μός τού Πρου­στ,11 έρ­γο που ά­σκη­σε τε­ρά­στια δια­μορ­φω­τι­κή επίδρα­ση στη σύγ­χρο­νη γαλ­λι­κή γλώσ­σα και συγ­γε­νεύ­ει χρο­νο­λο­γι­κά ό­σο και δο­μι­κά με τα φι­λο­σο­φι­κά γρα­πτά του Μπεργκσόν, ερ­μη­νεύ­ε­ται α­πό τον Deleuze ως πρω­τί­στως μια «µα­θη­τεί­α στα ση­μεί­α». Εν ο­λί­γοις, μέσ’ α­πό την εκ­δί­πλω­σή του πα­ρου­σιά­ζο­νται τέσ­σερα εί­δη ση­μεί­ων: κε­νά ση­μεί­α της κοσμι­κό­τη­τας, α­πα­τη­λά ση­μεί­α του έ­ρω­τα, υ­λι­κά ση­μεί­α που κι­νη­το­ποιούν την αθέ­λη­τη μνή­μη μιας πε­ρα­σμέ­νης α­πό­λαυ­σης, α­πο­ϋ­λο­ποι­η­μέ­να σημεί­α τέ­λος που α­πο­κα­λύ­πτουν την ου­σί­α και εκ­δη­λώ­νο­νται στην Τέ­χνη (με κε­φα­λαί­ο). Γε­νι­κά μι­λώ­ντας, τα ση­μεί­α στον Deleuze δεν με­σο­λα­βούν την ε­πι­κοι­νω­νί­α αλ­λά την αρνού­νται. Σχε­τι­κά με τα δύ­ο πρώ­τα εί­δη ση­μεί­ων αυ­τό εί­ναι προφα­νές α­πό τον ί­διο τον ο­ρι­σμό τους·το τρίτο εί­δος ση­μεί­ων εί­ναι α­λή­θεια ό­τι ο­δη­γεί σε κά­ποιου εί­δους «αναγνώ­ρι­ση», αυ­τή ό­μως δεν συ­νι­στά γνώ­ση με την α­κρι­βή έν­νοια του ό­ρου ού­τε συμφι­λιώνε­ται με κά­ποια εν­νοια­κή α­λή­θεια: έ­χει μάλ­λον μια ποιό­τη­τα αι­σθη­σια­κή η οποί­α θα μπο­ρού­σε να εκ­φρα­στεί μό­νο μ’ έ­να ε­πι­φώ­νη­μα… Κυ­ριο­λε­κτι­κά μι­λώντας, ού­τε η ί­δια η α­πό­λαυ­ση εί­ναι πα­ρού­σα·ε­πει­δή ό­μως η α­θέ­λη­τη μνή­μη α­κυ­ρώ­νει το μη αναστρέ­ψι­μο του χρό­νου και το πα­ρελ­θόν ει­σβάλ­λει ο­λό­κλη­ρο στο πα­ρόν (η έν­νοια της μπερ­γκσο­νι­κής durée), αυ­τή η αι­σθη­τή ανα­γνώ­ρι­ση ι­σο­δυ­να­μεί με κά­ποια ––διαφορετικής τά­ξε­ως–– ι­κα­νο­ποί­η­ση μέσω της ο­ποί­ας ει­σά­γε­ται στο τέ­ταρ­το εί­δος ση­μεί­ων τα ο­ποί­α, ό­πως θα πει ρητά ε­δώ ο Deleuze, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­ντως μια ου­σί­α. Πρό­κει­ται λοι­πόν για την τε­λι­κή συμ­φιλί­ω­ση ση­μαί­νο­ντος και ση­μαι­νο­μέ­νου, εμ­φά­νειας και ου­σί­ας ή, α­πό μιαν άλ­λη σκο­πιά, αι­σθη­σια­κής ε­πέν­δυ­σης και α­ξί­ας α­λή­θειας; Μάλλον η διά­κρι­ση του τρί­του α­πό το τέ­ταρ­το εί­δος ση­μεί­ων έ­χει την πρό­θε­ση να κρατή­σει χω­ριστά το τε­λευ­ταί­ο ζεύ­γος, και ό­σο για τη συμ­φι­λί­ω­ση εμ­φά­νειας και ου­σί­ας εξαρ­τά­ται προ­φα­νώς α­πό το πώς α­κρι­βώς εν­νο­εί ο Deleuze ε­δώ τον ό­ρο «ου­σί­α». Επ’ αυ­τού έ­χει να μας πει τα ε­ξής: «Η ου­σί­α εί­ναι ε­νότη­τα ση­μεί­ου και έν­νοιας»(σελ. 53)·λίγο πιο κά­τω, ό­μως, η ου­σί­α εί­ναι «δια­φο­ρά, η έ­σχα­τη και α­πό­λυ­τη Δια­φο­ρά [με κε­φα­λαί­ο]»(σελ. 56). Η φαι­νο­με­νι­κή α­ντί­φα­ση αρ­χί­ζει να λύ­νε­ται, πι­στεύ­ω, α­πό τη συ­νέ­χεια της πρό­τα­σης που λέ­ει: «Γι’ αυ­τό η τέ­χνη, στο μέ­τρο που φα­νε­ρώ­νει τις ου­σί­ες, εί­ναι η μό­νη ι­κα­νή να μας προ­σφέ­ρει αυ­τό που μά­ταια α­να­ζη­τού­σα­με στη ζω­ή»·για να καταλήξει: «δεν υ­πάρ­χει σχέ­ση μετα­ξύ υ­πο­κει­μέ­νων πα­ρά μό­νο καλ­λι­τε­χνι­κή» (σελ. 57).

Γί­νε­ται φα­νε­ρό λοι­πόν ό­τι η ε­νό­τη­τα για την ο­ποί­α μι­λά­με εί­ναι η σύν­θε­ση ό­λων των δια­δο­χι­κών εμ­φα­νί­σε­ων του ίδιου ση­μεί­ου, και αυ­τό εί­ναι που συ­γκρο­τεί μια έν­νοια ή ένα νό­η­μα·εί­ναι ταυ­τό­χρο­να έ­να νό­η­μα που ε­πι­βάλ­λε­ται στη σκέ­ψη, που την εξαναγκάζει να το σκε­φτεί (και οι α­τέρ­μο­νοι συ­νειρ­μοί της α­θέ­λη­της μνή­μης εί­ναι ακριβώς το μέ­σον αυ­τού του ε­ξα­να­γκα­σμού). Τού­τη η χρο­νι­κή, για να το πού­με έ­τσι, σύν­θε­ση προϋ­πο­θέ­τει για να ε­πι­τε­λε­στεί α­τε­λεύ­τη­τους χω­ρι­κούς δια­χω­ρι­σμούς: η απόλαυ­ση και η κα­τα­νό­η­ση χω­ρί­ζο­νται, το ί­διο και το υ­πο­κεί­με­νο α­πό το πραγ­ματι­κό αντι­κεί­με­νο της ε­πι­θυ­μί­ας του… Δια­φο­ρε­τι­κοί εί­ναι άλ­λω­στε και οι τό­ποι της σύν­θε­σης και του α­πο­χω­ρι­σμού: η ζωή εί­ναι ο τό­πος ε­νός διαρ­κούς α­πο­χω­ρι­σμού και μα­ταί­ω­σης, η ε­νό­τη­τα και η απο­κά­λυ­ψη των ου­σιών εί­ναι δυ­να­τές μό­νο μέ­σα στην τέ­χνη – και αυ­τό μό­νον ως α­πε­ριό­ρι­στη πα­ρα­γω­γή νέ­ων δια­χω­ρι­σμών, νέ­ων δια­φο­ρών, νέ­ων κό­σμων ερμη­τι­κά κλει­στών στους ο­ποί­ους θα πρέ­πει κά­ποιος άλ­λος να μα­θη­τεύ­σει α­πό την αρ­χή, δια­τρέ­χο­ντας και πά­λι ό­λες τις βαθ­μί­δες των ση­μεί­ων… Η τε­λι­κή ανά­κτη­ση ό­λων ό­σων ο Πρου­στ έ­νιω­θε να τον α­πο­κλεί­ουν και ό­λων αυ­τών α­πό τα οποί­α έ­νιω­θε χω­ρι­σμέ­νος, είναι α­κρι­βώς η δυ­να­τό­τη­τά του να τα συν­θέ­σει σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, να τα κά­νει έρ­γο (ε­δώ βρί­σκει το νό­η­μά της και η φρά­ση «ο χρό­νος που χά­νου­με εί­ναι ο χρό­νος που ξανακερ­δί­ζου­με»).

nitse

Πρέ­πει προ­πα­ντός να δού­με κα­θα­ρά ό­τι αν η τέ­χνη, έ­τσι εν­νο­η­μέ­νη, πα­ρά­γει μια σύνθεση, η σύν­θε­ση αυ­τή εί­ναι το α­κρι­βώς α­ντί­θε­το, και ου­σιω­δώς α­νταγω­νι­στι­κό, προς το εί­δος της σύν­θε­σης που ευαγ­γε­λί­ζε­ται η φι­λο­σο­φί­α. Η διαφο­ρά τους, με μί­α έν­νοια, εί­ναι η δια­φο­ρά των ο­λο­ποι­ή­σε­ων που ο­νο­μά­ζου­με σει­ρά (αλύσσωση στον χρό­νο) και ομάδα (συν­άρθρωση στον χώ­ρο). Έτσι μας ο­δη­γεί σε μί­α α­κό­μη χα­σμα­τι­κό­τε­ρη παραγω­γή δια­φο­ρών, δια­χω­ρι­σμών·διό­τι αυ­τό α­κρι­βώς που εί­ναι η τέ­χνη για τη φιλοσοφί­α, εί­ναι για τον Deleuze και ο έ­ρω­τας για τη φι­λί­α. Δια­φο­ρε­τι­κοί τρό­ποι σύνθεσης των ίδιων στοι­χεί­ων, δη­μιουρ­γοί με την ί­δια κί­νη­ση, ως εκ τού­του, μιας νέ­ας σχι­σμα­τι­κής ––οιο­νεί ο­ντο­λο­γι­κής–– δια­φο­ράς. Ο Πρου­στ, θα πει ο Deleuze, παρουσιάζει μια ει­κό­να της σκέ­ψης που «α­ντα­γω­νί­ζε­ται τη φι­λο­σο­φί­α» (σελ. 113) – όπως α­κρι­βώς ο έ­ρω­τας α­νταγω­νί­ζε­ται τη φι­λί­α και α­πα­κα­λύ­πτει τις α­βύσ­σους που η τελευ­ταί­α α­γνο­εί: «Η φι­λο­σο­φί­α, ό­πως και η φι­λί­α, α­γνο­εί τις σκο­τει­νές πε­ριο­χές ό­που δια­μορ­φώ­νο­νται οι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές δυ­νά­μεις που ε­πι­δρούν πά­νω στη σκέ­ψη, τους προσ­διο­ρι­σμούς που μας ε­ξα­να­γκά­ζουν να σκε­φτό­μα­στε […] Η σκέ­ψη δεν εί­ναι τίπο­τα χω­ρίς κά­τι που σε α­να­γκά­ζει να σκέ­φτε­σαι, που α­σκεί βί­α πά­νω στη σκέ­ψη. Πιο σημαντι­κό α­πό τη σκέ­ψη, εί­ναι αυ­τό που δί­νει α­φορ­μή για σκέ­ψη·πιο ση­μα­ντι­κός α­πό τον φι­λό­σο­φο, ο ποι­η­τής» (σελ. 114-5). Η φι­λί­α και η φι­λο­σο­φί­α εί­ναι (πα­ρό­τι δεν λέγεται με αυ­τά τα λό­για εδώ) φε­ρέ­φω­να της δια­λε­κτι­κής· ο έ­ρω­τας και η τέ­χνη απόγονοι της δια­φο­ράς – α­νή­κουν α­ντίστοι­χα, ό­πως βλέ­που­με, στη δου­λι­κή και στην κυριαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α…

Το ί­διο ι­σχύ­ει σε κά­ποιο ε­πί­πε­δο, ό­πως θα μπο­ρού­σε ί­σως κά­ποιος να υ­πο­θέσει, και για το ζεύ­γος ζω­ή/τέ­χνη. Εί­ναι στο βι­βλί­ο του για τον Πρου­στ, και βασι­κά στο πρώ­το του μέρος, που α­πο­κα­λύ­πτε­ται πραγ­μα­τι­κά ο αι­σθη­τιστι­κός χαρακτήρας ο­λό­κλη­ρου του νιτσε­ϊ­κού προ­γράμ­μα­τος του Deleuze: οι «α­ξί­ες των κυ­ρί­ων» που ευαγγε­λί­ζε­ται έ­χουν μια ου­σιω­δώς αι­σθη­τι­κή, καλλι­τε­χνι­κή ποιό­τη­τα, ε­ναρ­μο­νι­ζό­με­νη εν πολ­λοίς με τον ρομα­ντι­κό α­το­μι­κισμό του. Αυ­τό α­να­δει­κνύ­ει κα­θα­ρό­τε­ρα τον ου­το­πι­κό τους χαρακτήρα, και είναι βε­βαί­ως έ­να ση­μεί­ο στο ο­ποί­ο δεν θα μπο­ρού­σε κα­νείς να τον κατη­γο­ρήσει ό­τι α­πο­μα­κρύ­νε­ται πο­λύ α­πό το πνεύ­μα του Νί­τσε… Ως προς αυ­τό ό­μως θα κατα­γρα­φεί μια στα­δια­κή με­τα­τό­πι­ση στη σκέ­ψη του τα ε­πό­με­να χρό­νια, κά­τι που εί­ναι ή­δη εμ­φα­νές στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του Πρου­στ, προ­σθή­κη της έκ­δο­σης του 1970. Ε­ντέ­λει γί­νε­ται έ­να άλ­μα που ανά­γει την ου­σί­α της τέ­χνης, την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, στην ευ­ρύ­τερη έν­νοια της «πα­ρα­γω­γής». Ε­δώ ο Deleuze αρ­χί­ζει να μιλά­ει για μη­χα­νές. Αυ­τό που α­πο­κα­λεί «η λο­γο­τε­χνι­κή μη­χα­νή» γί­νε­ται α­ντιλη­πτό ως έ­νας μη­χα­νι­σμός παρα­γω­γής ση­μεί­ων. Προ­α­ναγ­γέλ­λο­νται σα­φώς οι «ε­πι­θυμη­τι­κές μη­χα­νές» του Αντι-Οιδί­πο­δα, ε­ξαγ­γέλλε­ται το σχι­ζο­ει­δές-πα­ρα­νο­ϊ­κό δί­πο­λο σε αυ­τά που ο­νο­μά­ζει «κατα­θλι­πτική» και «σχι­ζο­ει­δή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του νό­μου», α­ντί­στοι­χα, στον Κά­φκα και στον Πρου­στ (σελ. 156-7)·υ­πάρ­χουν α­κό­μα η «μο­ριακή» ο­μο­φυ­λο­φι­λί­α, οι «αποκλίνου­σες σει­ρές», το «δί­χως-όρ­γα­να-σώ­μα», κ.ο.κ. – μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά εν­νοιών που εί­ναι μο­να­δι­κές και κα­θι­στούν α­να­γνωρί­σι­μη τη φι­λο­σο­φί­α του ύ­στε­ρου Deleuze.

Το συ­νο­λι­κό θε­ω­ρη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα του Α­ντι-Οι­δί­πο­δα έ­χει συ­νο­ψι­στεί υ­πο­δειγ­μα­τι­κά από τον Vincent Descombes στην ι­στο­ρί­α του τής σύγ­χρο­νης γαλ­λι­κής φι­λο­σο­φί­ας,12ώστε δεν α­πο­μέ­νουν πολ­λά να πού­με ε­δώ. Οι Deleuze και Guattari ε­πε­δί­ω­ξαν να κά­νουν για δι­κό τους λο­γα­ρια­σμό τη με­γά­λη φροϋ­δο­μαρ­ξι­στι­κή σύν­θε­ση που ό­λος ο κό­σμος ζητού­σε με­τά το 1968 (και που η Σχο­λή της Φρα­γκφούρ­της, στη Γερ­μα­νί­α, είχε πραγματο­ποι­ή­σει ή­δη πριν α­πό τον πό­λε­μο) αλ­λά σε έ­να ύ­φος χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γαλ­λι­κό. Το κλει­δί ή­ταν να α­να­χθούν ό­λα ό­σα στη φρο­ϋ­δι­κή γλώσ­σα πε­ριέ­χει ο ό­ρος ε­πι­θυ­μί­α στην ευ­ρύ­τε­ρη μαρ­ξι­στι­κή έν­νοια τής πα­ρα­γωγής, ό­λα ό­σα πε­ριέ­χει ο ό­ρος συ­νεί­δη­ση στην ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια της ι­δε­ο­λο­γί­ας, και αυ­τά τα έ­τσι συ­ντε­θει­μέ­να ζεύ­γη α­ντι­θέ­των στις πα­λαιές κα­τη­γο­ρί­ες που γνω­ρί­ζου­με α­πό το νι­τσε­ϊ­κό έρ­γο του Deleuze, ε­νερ­γές και αντε­νερ­γές δυ­νά­μεις. Στο Ο Πρου­στ και τα ση­μεία εί­δα­με μια εν­διά­με­ση ε­πε­ξερ­γα­σί­α του ό­λου εγ­χει­ρή­μα­τος: η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γί­α, ο­μό­λο­γη προς τον έ­ρω­τα (διά­βα­ζε: ε­πι­θυ­μί­α) κα­θίστα­ται τελικώς α­να­γώ­γι­μη στην έν­νοια της πα­ρα­γω­γής, και η φι­λο­σο­φί­α, ο­μόλο­γη προς τη φι­λί­α, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ι­δε­ο­λο­γι­κή (δη­λα­δή, α­ντε­νερ­γή) συ­γκά­λυψη των μυ­στι­κών που οι πρώ­τες στοι­χεια­κές δυ­νά­μεις κρύ­βουν. Τώ­ρα, οι Deleuze και Guattari θα υ­πο­στη­ρί­ξουν ό­τι ό­λα ––τρό­ποι πα­ρα­γω­γής, μορ­φές ορ­γά­νω­σης των παραγω­γι­κών σχέ­σε­ων, θε­σμοί και ι­δε­ο­λο­γί­ες–– εί­ναι κα­τά βά­θος και κά­τω α­πό τον φαι­νο­με­νι­κά κρυ­σταλ­λω­μέ­νο τους χα­ρα­κτή­ρα ι­σά­ριθ­μες μορ­φές πα­ρα­γω­γής, ως εκ τούτου και ό­λες οι δυ­να­τές συλ­λο­γι­κές στά­σεις ––ε­ξέ­γερ­ση, υ­πο­τα­γή, ταύ­τι­ση με την εξου­σί­α, ε­θε­λο­δου­λεί­α–– εί­ναι μορ­φές ε­πι­θυ­μί­ας. Αν οι μά­ζες ταυ­τί­στη­καν με τον φα!σισμό δεν εί­ναι ε­πει­δή ξε­γε­λά­στη­καν, εί­ναι ε­πει­δή ε­πι­θύ­μη­σαν αυ­τό τον σχη­μα­τι­σμό – ε­πει­δή, σαν να λέ­με, η σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή ε­πι­θυ­μί­α εί­ναι ή­δη μια μορ­φή α­πό­λαυ­σης! Η μό­νη διά­κρι­ση που μπο­ρεί πλέ­ον να γίνει ε­ντός τής ε­πι­θυ­μί­ας εί­ναι αυ­τή η ο­ποί­α αντανα­κλά (και με­τα­φρά­ζει στους νέ­ους ό­ρους) τις γνω­στές μας αρ­χές της ε­νέρ­γειας και της α­ντε­νέρ­γειας, του κυ­ρί­ου και του δού­λου·πρό­κει­ται για δύο ε­νά­ντιους πό­λους τους ο­ποί­ους μπο­ρεί α­νά πά­σα στιγ­μή να ε­πεν­δύ­ει ε­ναλ­λα­κτι­κά η ε­πι­θυ­μί­α, δη­λα­δή, την απείθαρ­χη αυ­το­κα­τά­φα­σή της και τις α­τε­λείω­τες μο­ρια­κό­τη­τες ή τον νό­μο και την τά­ξη, τις πα­γιω­μέ­νες δο­μές και τα με­γάλα σύ­νο­λα. Στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση συ­μπλέ­ει, προφανώς, μ’ ε­κεί­νο που ο Φρό­υντ ο­νό­μα­ζε «πο­λύ­μορ­φη δια­στρο­φι­κό­τη­τα» και «αρ­χή της η­δο­νής» – και αυ­τό οι συγ­γρα­φείς θα ο­νο­μά­σουν ε­δώ σχι­ζο­ει­δή πό­λο της ε­πι­θυ­μί­ας· στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ε­πεν­δύ­ει πα­γιω­μέ­νους σχη­μα­τι­σμούς, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την οικογέ­νεια και φτά­νο­ντας μέχρι το κρά­τος και τις ιε­ραρ­χι­κά ορ­γα­νω­μέ­νες συλλογικότητες, πράγ­μα που φαι­νο­με­νι­κά δι­καιώ­νει τις φρο­ϋ­δι­κές α­να­λύ­σεις της οιδιπό­δειας νεύ­ρω­σης και του σχημα­τι­σμού της «αρ­χής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας», ό­πως και τη λα­κα­νι­κή ι­δέ­α του Νό­μου ως συ­γκρο­τη­τι­κής αρ­χής για την ε­πι­θυ­μί­α (ο Lacan άλλωστε εί­ναι ο κύ­ριος δια­κη­ρυγ­μέ­νος α­ντί­πα­λος του Α­ντι-Οι­δί­πο­δα, στον ο­ποί­ον ωστόσο χρω­στά­ει με­γά­λο μέ­ρος της γλώσ­σας του) – και αυ­τό θα ο­νο­μά­σουν πα­ρανο­ϊ­κό πό­λο της ε­πι­θυ­μί­ας.

Οι α­ξί­ες του κυ­ρί­ου και του δού­λου, ό­πως βλέ­που­με, με­τα­μορ­φώ­νο­νται ε­δώ σε δύ­ο εναλλα­κτι­κές τρο­πές της ε­πι­θυ­μί­ας. Στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο α­ντι­στοι­χούν σε ό,τι οι συγγραφείς ο­νο­μά­ζουν α­πε­δα­φι­κο­ποί­η­ση και ε­δα­φι­κο­ποί­η­ση: πρα­κτι­κά αυ­τό ση­μαί­νει α­πο­κω­δι­κο­ποί­η­ση και κω­δι­κο­ποί­η­ση, ό­χι ό­μως με τη στε­νή ε­πικοι­νω­νια­κή ση­μα­σί­α του κώ­δι­κα αλ­λά με την ευ­ρύ­τε­ρη, που πε­ρι­λαμ­βά­νει τό­σο την ορ­γα­νω­τι­κή δύ­να­μη και τη δε­σμευ­τι­κό­τη­τα των θε­σμών ό­σο και την πρόσδε­ση της πα­ρα­γω­γής στην γαιο­κτη­σί­α. Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ό­τι ο κα­πι­τα­λισμός, με την πρω­ταρ­χι­κή συσ­σώ­ρευ­ση και με τη ρευστο­ποί­η­ση των πα­ρα­δο­σια­κών κα­νό­νων (ιε­ρα­τεί­α, ή­θη, τε­λε­τουρ­γί­ες, οι­κο­γε­νεια­κοί κώ­δι­κες) που ε­πι­φέρει, γί­νε­ται α­ντι­λη­πτός σε αυ­τά τα πλαί­σια ως ε­πα­να­στα­τι­κή δύ­να­μη: ό­χι ό­μως πραγ­μα­τι­κά, ό­χι τε­λι­κά, θα μάς πουν οι συγ­γρα­φείς, διό­τι με την α­τέρ­μο­νη δημιουρ­γί­α νέ­ων, ει­κο­νι­κών ε­δα­φι­κο­τή­των (κα­νό­νες, ε­ξου­σί­ες, «νό­μοι» της α­γο­ράς, επιβαλ­λό­με­να πρό­τυ­πα ε­πι­κοι­νω­νί­ας) ο­δη­γεί ξα­νά πί­σω στη δου­λεί­α και στην ε­μπει­ρι­κή δυ­στυ­χί­α των αν­θρώ­πων που υ­πο­σχέ­θη­κε να κα­ταρ­γή­σει. Σε αυ­τά τα πλαί­σια, δυ­νη­τι­κό ε­πα­να­στα­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο δεν εί­ναι πλέ­ον μί­α τά­ξη αλ­λά ε­κεί­νοι που εν­σαρ­κώ­νουν τις νέ­ες α­ξί­ες του κυ­ρί­ου, τις α­πε­δα­φικο­ποι­η­τι­κές, «σχι­ζο­ει­δείς» τρο­πές της ε­πι­θυ­μί­ας: μεμο­νω­μέ­νοι η­δο­νι­στές, πε­ρι­θω­ρια­κοί και καλ­λι­τέ­χνες. Ό­μως ού­τε και αυ­τοί, στην πραγμα­τι­κό­τητα, θα εί­ναι οι νέ­οι «κύ­ριοι», προ­ει­δο­ποιούν οι Deleuze και Guattari, επειδή τώ­ρα το σχι­ζο­ει­δές και το πα­ρα­νο­ϊκό στοι­χεί­ο γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά ως ο­ρια­κοί πόλοι ε­νός εκ­κρε­μούς που εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να πα­λιν­δρο­μεί α­τε­λεί­ω­τα μέ­σα σε κά­θε υ­πο­κεί­με­νο. Σε κάθε πα­ρα­λή­ρη­μα ε­νυ­πάρ­χει η σχι­ζο­ει­δής και η πα­ρα­νο­ϊ­κή στιγ­μή, σε κά­θε πράξη ε­μπε­ριέ­χο­νται ψυ­χω­σι­κές δια­φυ­γές και νευ­ρω­τι­κοί συμ­βι­βα­σμοί, κά­θε επανά­στα­ση κου­βα­λά­ει ε­ντός της το σπέρ­μα της ε­ξου­σί­ας που αρ­νεί­ται… Μπο­ρεί αυ­τή η νέ­α δια­τύ­πω­ση να εί­ναι κα­τά τι δια­λε­κτι­κό­τε­ρη α­πό την πα­λαιά σχισμα­τι­κή αντιπαραβολή των κό­σμων του κυ­ρί­ου και του δού­λου, δύ­σκο­λα ό­μως θα μπο­ρού­σε να ξε­φύ­γει α­πό το βα­θιά πε­σι­μι­στι­κό, ου­σια­στι­κά μη­δε­νι­στι­κό, ό­ρα­μα της ι­στο­ρί­ας που μάστι­ζε ε­ξαρ­χής αυ­τή τη σκέ­ψη – και εί­ναι αμ­φί­βολο κα­τά πό­σον προ­σφέ­ρει και­νούρ­για ερ­γα­λεί­α για την α­νά­λυ­ση του α­λη­θι­νού, ε­μπει­ρι­κού κό­σμου.

spinoza-et-le-probleme-de-l-expression-64287-250-400

ΑΝ Ε­ΧΟΥΝ ΝΟ­Η­ΜΑ ΚΑ­ΠΟΙΕΣ κα­τα­λη­κτή­ριες πα­ρατη­ρή­σεις, φαί­νε­ται να υ­πάρ­χει α­πό την αρ­χή κά­ποιου εί­δους πο­λι­τι­κό πρό­βλημα σε αυ­τή τη σκέ­ψη. Θα ή­ταν κα­λύ­τε­ρα να πού­με «πο­λι­τι­κό δι­φο­ρού­με­νο», και ί­σως η ε­ξι­χνί­α­σή του να μας ο­δη­γού­σε στην προβλημα­τι­κή ό­ψη ο­λό­κλη­ρης της φι­λο­σο­φι­κής πα­ρά­δο­σης που ο­νο­μά­σα­με «βουλησιαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α» (α­πό τον Σο­πεν­χά­ουερ ­ως τον Μπερ­γκσόν, τον Spengler και τον Klages) – ό­μως έ­χει ση­μα­σί­α να το δού­με στις συ­γκε­κρι­μέ­νες και ει­δι­κές μορ­φές ό­που α­να­κύ­πτει μέσ’ α­πό τα ί­δια τα κεί­με­να που συ­ζη­τά­με. Ο Deleuze στέ­κει απερίφραστα ε­χθρι­κός απέ­να­ντι στην κυ­ρί­αρ­χη, πα­ντα­χού πα­ρού­σα ει­κό­να του α­στού, αυ­τό το α­πο­κρουστι­κό μίγ­μα υ­πο­κρι­τι­κής η­θι­κό­τη­τας και υ­πο­λο­γι­σμού, πλε­ο­νε­ξί­ας και δειλί­ας, αν­θρώ­πι­νης μι­κρό­τη­τας και θρα­σύ­τη­τας: με δυο λό­για, το ή­θος των ε­μπόρων. Η φύ­ση της κρι­τι­κής του ό­μως, α­πό την πρώ­τη στιγ­μή (δη­λα­δή στο βι­βλί­ο του για τον Νίτσε), έ­χει το ύ­φος τής υ­πε­ρο­πτι­κής πε­ρι­φρό­νη­σης που ται­ριά­ζει στον τρό­πο με τον οποί­ο α­ντι­με­τώ­πιζε τους α­στούς η κα­θαι­ρε­μέ­νη α­ρι­στοκρα­τί­α, πράγ­μα που συνυποθέτει και μια σει­ρά α­πό κα­θό­λου υ­πο­στη­ρί­ξι­μα φε­ου­δαρ­χι­κά γνω­ρί­σμα­τα: ηρωικός ατομικισμός, πο­λε­μι­κο­πα­τριαρ­χι­κή ω­μό­τη­τα, ρα­τσι­στι­κή εμ­μο­νή στις δια­κρί­σεις και στην ευ­γέ­νεια τού αί­μα­τος. Ο «πλου­ρα­λι­σμός» του και η προ­μη­θε­ϊ­κή ε­ξύ­μνη­ση της ατομι­κής ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας, α­πό την άλ­λη πλευρά, υ­πο­βάλ­λουν διαρ­κώς, α­νη­συ­χη­τι­κά, το αί­τη­μα του «η­ρω­ϊκού» ε­πι­χει­ρη­μα­τί­α στην πρώ­ι­μη, φι­λε­λεύ­θε­ρη πε­ρί­ο­δο του καπιταλισμού για α­πο­δέ­σμευ­ση α­πό κά­θε νο­μι­κό πλαί­σιο και ρυθ­μι­στι­κούς κα­νό­νες· αυτό επι­τεί­νε­ται α­πό μια δι­φο­ρού­με­νη ε­ξύ­μνη­ση τού κα­πι­τα­λι­σμού που συ­να­ντά­ται στο ό­ψι­μο έρ­γο του Deleuze ως, δυ­νη­τι­κή του­λά­χι­στον, α­πε­λευ­θέ­ρω­ση ό­χι μό­νο α­πό καταπιε­στι­κούς κα­νό­νες αλ­λά και α­πό την ί­δια τη γη ως συ­ντε­λε­στή της πα­ρα­γω­γής (η λε­γό­με­νη «α­πε­δα­φι­κο­ποί­η­ση») – και αυτές οι δύ­ο στιγ­μές της σκέ­ψης του έ­χουν μια εσω­τε­ρι­κή συ­νο­χή, δε­δο­μέ­νου ότι η α­νά­πτυ­ξη του ά­γριου κα­πι­τα­λι­σμού (εκ­βλά­στη­ση του ο­ποί­ου υ­πήρ­ξαν σα­φώς οι ο­λο­κλη­ρω­τι­σμοί του 20ού αιώ­να) μοιά­ζει να ε­πα­να­φέ­ρει στην ε­πι­φάνεια έ­να ο­ρι­σμέ­νο φα­ντα­σια­κό των πο­λε­μι­κο­πα­τριαρ­χι­κών, φε­ου­δαρ­χι­κών κοι­νω­νιών με τον α­νε­λέ­η­το α­ντα­γω­νι­σμό των ε­πι­μέ­ρους συμ­φε­ρό­ντων και τη φυσικόμορ­φη ε­πι­δί­ω­ξη της ι­σχύ­ος (η νε­ο­δαρ­βι­νι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, πρέ­πει να θυμη­θού­με, γεν­νή­θη­κε σε αυ­τό α­κρι­βώς το πλαί­σιο α­ντι­λή­ψε­ων)… Αν το στοι­χεί­ο που δια­βλέ­που­με ε­δώ λαν­θά­νει ό­ντως στη σκέ­ψη του, ε­ξη­γεί­ται α­κό­μα κα­λύτε­ρα και η ει­δι­κή ι­στο­ρι­κή συγκυ­ρί­α στην ο­ποί­α γεν­νή­θη­κε, και γνώ­ρι­σε μια ο­ρι­σμέ­νη α­πή­χη­ση, το έρ­γο του Gilles Deleuze: ό­πως και το έρ­γο ο­λό­κλη­ρης της γε­νιάς του, α­πό το ο­ποί­ο α­ναδύ­θη­κε τε­λι­κά εκείνο που ο Jean-FrançoisLyotardθα ονό­μα­ζε «με­τα­μο­ντερ­νι­σμό», φαί­νε­ται ό­τι προετοί­μα­σε, εν πολ­λοίς α­συ­νείδη­τα, τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρο­φή της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 προς α­να­νε­ω­μέ­νες μορφές του ά­γριου κα­πι­τα­λι­σμού, αρ­χι­κά μέσ’ α­πό τη φρα­στι­κή εναντί­ω­ση, στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, α­πέ­να­ντι σε ι­δέ­ες και α­ξί­ες που μπορούσαν να έ­χουν κά­ποιο συ­νειρ­μό με τις γρα­φειο­κρα­τι­κές, προ­στα­τευ­τι­κές δο­μές και ρυθ­μί­σεις του κα­πι­τα­λι­στι­κού μο­ντέ­λου που α­κό­μα κυ­ριαρ­χού­σε. Δεν απο­κλεί­ε­ται κά­που ε­δώ να κρύ­βε­ται το μυ­στι­κό της πει­σμα­τι­κής α­ντι­πα­ρα­βολής του Νί­τσε στον Χέγκελ, που έ­γι­νε η ψυ­χα­να­γκα­στι­κή εμ­μο­νή μιας ο­λό­κληρης γε­νιάς.

Το ζή­τη­μα εί­ναι σο­βα­ρό, για­τί αν το δε­χθού­με αί­ρε­ται αυ­το­μά­τως το με­γαλύ­τε­ρο μέ­ρος του α­πε­λευ­θε­ρω­σια­κού δυ­να­μι­κού που αυ­τή η σκέ­ψη α­ξί­ω­νε για τον ε­αυ­τό της. Για να κρί­νου­με τε­λι­κά δεν αρ­κεί να μεί­νου­με σε μια τέ­τοια, εξω­τε­ρι­κή κα­τά κά­ποιον τρό­πο υπο­ψί­α, αλ­λά να δει­ξου­με συ­γκε­κρι­μέ­να ε­άν και κα­τά ποιον τρό­πο μια έρ­που­σα καπιταπι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α εμ­φα­νί­ζε­ται αρ­θρω­μέ­νη στην ί­δια την πλο­κή τού εν λό­γω έργου. Και, βε­βαί­ως, η εν­νοιο­λο­γι­κή α­φε­τη­ρί­α ό­λων των προ­βλη­μά­των που θα επιχειρήσου­με να εκ­θέ­σου­με βρί­σκεται στην α­πο­νε­νο­η­μέ­νη προ­σπά­θεια α­πο­κα­θή­λω­σης της δια­λε­κτι­κής.

Η άρ­νη­ση της δια­λε­κτι­κής με­σο­λά­βη­σης ο­δη­γεί τον Deleuze, ό­πως εί­δα­με στο έρ­γο του για τον Νί­τσε, σε μια σχι­σμα­τι­κή οντο­λο­γί­α ό­που ο «κύ­ριος» και ο «δού­λος» εμφανίζονται ως δύ­ο ρι­ζι­κά δια­φορε­τι­κές ο­ντο­λο­γι­κές δο­μές, δύ­ο μη ε­πι­κοι­νω­νού­ντες κό­σμοι. Αυ­τή η κα­τα­σκευή συ­νε­πά­γε­ται διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα, πολ­λά α­πό τα ο­ποί­α επιση­μά­να­με πα­ρα­πάνω· υ­πό μί­α κε­ντρι­κή ο­πτι­κή γω­νί­α, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ αυ­τά ανάγο­νται σε μια δι­πλή πραγ­μο­ποί­η­ση – της «γε­νε­α­λο­γί­ας» και της «α­ξί­ας». Πραγμοποί­η­ση της γε­νε­α­λο­γί­ας ση­μαί­νει α­κρι­βώς ό­τι αυ­τή γίνε­ται α­ντι­λη­πτή ως παράθε­ση κά­ποιων ο­ντο­λο­γι­κών γνω­ρι­σμά­των, α­παρ­χής δε­δο­μέ­νων και α­με­τά­βλη­των κα­τά το εί­δος, λί­γο πο­λύ ό­πως μί­α ρά­τσα. Μπο­ρούμε ε­πί­σης να μι­λή­σου­με για φυσικοποί­η­ση κά­ποιων ι­στο­ρι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στικών, και αυ­τό ο­δη­γεί σε μια πε­ραι­τέ­ρω φυ­σι­κο­ποί­η­ση της ί­διας τής έν­νοιας της α­ξί­ας. Για τον Νί­τσε η α­ξί­α εί­ναι κα­τε­ξο­χήν οπτι­κή γω­νία, που ση­μαί­νει, τρό­πος ση­μα­σιο­δό­τη­σης τού πραγ­μα­τι­κού εκ μέ­ρους ε­νός υπο­κει­μέ­νου – με άλ­λα λό­για, ε­νέρ­γη­μα, πρά­ξη. Αυ­στη­ρά μι­λώ­ντας, δεν υ­πάρ­χουν α­ξί­ες πα­ρά μό­νο πρά­ξεις α­ξιο­λό­γη­σης, και αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με «α­ξί­α» δεν εί­ναι πα­ρά το αντι­κει­μενο­ποι­η­μέ­νο κρυ­στάλ­λω­μα μιας ει­δι­κής αν­θρώ­πι­νης ε­πι­λο­γής, μιας συγκεκριμένης μορ­φής ε­μπρό­θε­της δρά­σης. Αν πε­ρι­γρά­φου­με ποι­κι­λί­ες α­ξιών σαν να επρό­κει­το για φυ­σι­κά εί­δη μέ­σα στον κό­σμο, ό­χι μό­νο ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με το ατό­πη­μα της με­τα­φυ­σι­κής που θέ­λου­με να κα­ταγ­γεί­λου­με αλ­λά και συ­νερ­γούμε με την κα­τε­ξο­χήν ι­δε­ο­λο­γί­α της ε­μπο­ρευ­μα­τι­κής α­γο­ράς, που με­τα­μορ­φώ­νει τα σύν­θε­τα και ρευ­στά ανθρώ­πι­να ε­νερ­γή­μα­τα σε νε­κρά α­ντι­κεί­με­να, πράγ­μα­τα και ε­μπο­ρεύ­μα­τα.

Το ί­διο πρό­βλη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ντο­νό­τε­ρα, ι­δί­ως μέ­σα στη με­λέ­τη για τον Πρου­στ, στην πραγ­μά­τευ­ση του ση­μεί­ου. Υ­πάρ­χει ε­δώ μια ι­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση που βα­ρύ­νει βε­βαί­ως ολό­κλη­ρη τη ση­μειο­λο­γι­κή/στρου­κτου­ρα­λι­στι­κή πα­ρά­δοση, ό­μως ο Deleuze, πα­ρά τις δευ­τε­ρεύ­ου­σες α­πο­κλί­σεις του, πα­ρα­λαμ­βά­νει α­διε­ρώ­τη­τα τού­τη την ε­σφαλ­μέ­νη αφετηρί­α. Το «ση­μεί­ο», κυ­ριο­λε­κτι­κά μι­λώ­ντας, δεν εί­ναι τί­πο­τα, δεν υ­πάρ­χει έ­ξω α­πό μια ο­ρι­σμένη πρά­ξη σή­μαν­σης που με­σο­λα­βεί α­νά­με­σα σε δύ­ο ο­ντό­τη­τες προι­κι­σμέ­νες με την ι­κα­νό­τη­τα της ε­ξω­τε­ρί­κευ­σης και της ανα­γνώ­ρι­σης (ή, ο­ρια­κά, ό­που μια ο­ντό­τη­τα προι­κι­σμέ­νη με την ι­κα­νό­τη­τα της εξω­τε­ρί­κευ­σης και της α­να­γνώ­ρι­σης ε­κλαμ­βά­νει μια ο­ντό­τη­τα που έ­χει α­πενα­ντί της ως α­ντί­στοι­χα προι­κι­σμέ­νη). Δεν εί­ναι πράγ­μα, ού­τε αντι­κεί­με­νο μέ­σα στον κό­σμο – πρό­κει­ται μάλ­λον για έ­να γε­νι­κό ι­σο­δύ­ναμο, ό­πως το χρή­μα, που α­ντι­κει­με­νο­ποιεί στο πε­δί­ο του νο­ή­ματος μια ο­ρι­σμέ­νη ε­πι­κοι­νω­νια­κή σχέ­ση ό­πως α­κρι­βώς το χρή­μα α­ντι­κει­με­νοποιεί στο πε­δί­ο της οι­κο­νο­μί­ας μια ο­ρι­σμέ­νη ανταλλακτική σχέ­ση. Για να το πού­με α­κό­μη πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ό­ταν συ­ζη­τά­με τα σημεία ως συ­μπα­γείς, α­διαφα­νείς ο­ντό­τη­τες κά­νου­με το ί­διο πράγ­μα ό­πως ό­ταν αντιμετω­πί­ζου­με τα προϊ­ό­ντα μιας πο­τι­σμέ­νης με μό­χθο και α­πο­βλέ­ψεις αν­θρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τητας ως α­πλές α­νταλ­λα­κτι­κές α­ξί­ες.

Ο­λό­κλη­ρη αυ­τή η σει­ρά των πραγ­μο­ποι­ή­σε­ων κο­ρυ­φώ­νε­ται ε­ντέ­λει, στο ό­ψιμο έρ­γο του Deleuze, στην πραγ­μο­ποί­η­ση της ί­διας τής επι­θυ­μί­ας (δη­λα­δή, αυ­τού το ο­ποί­ο στην παρά­δο­ση που τον συ­γκι­νεί εκ­προ­σω­πεί­ται α­πό την έν­νοια της «βού­λη­σης»). Υ­πάρ­χει εξαρ­χής ε­δώ μια υ­πο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη και πραγ­μο­ει­δής σύλ­λη­ψη τής ε­πι­θυ­μί­ας, η ο­ποί­α ει­δι­κά στον Deleuze γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρη στην ά­κρως α­να­γω­γι­κή και α­δια­με­σο­λά­βη­τη ταύ­τι­ση ε­πι­θυ­μί­ας, καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας και πα­ρα­γω­γής. Το να πού­με γενικώς ό­τι η ε­πι­θυ­μί­α εί­ναι πα­ρα­γω­γι­κή εί­ναι βέβαια νό­μι­μο, αλ­λά ό­ταν ο ό­ρος «παραγω­γι­κό» έ­χει έ­να εύ­ρος ση­μα­σιών που κυμαί­νε­ται α­πό την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουργί­α έ­ως τις βιο­μη­χα­νι­κές α­λυ­σί­δες πα­ρα­γω­γής εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ό­λα εξαρτώνται α­πό το εί­δος των δια­κρί­σε­ων που μπο­ρεί κά­ποιος να ε­γκα­τα­στή­σει ε­ντός του α­φη­ρη­μέ­να πα­ρα­γω­γι­κού. Η βιο­μη­χα­νι­κή πα­ρα­γω­γή, με τον κα­τα­να­γκα­στι­κό χαρακτήρα που συ­ντρί­βει όλες τις δη­μιουρ­γι­κές πα­ρορ­μή­σεις και μη­χα­νο­ποιεί το σώ­μα των συ­ντε­λε­στών της, εί­ναι α­πό μια κρί­σι­μη πλευ­ρά το α­ντί­θε­το α­κρι­βώς του ε­λεύ­θε­ρου δη­μιουρ­γι­κού παι­χνι­διού των δε­ξιο­τή­των και της φα­ντα­σί­ας που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην τέχνη (και συ­νι­στά, ί­σως, έ­ναν ου­το­πικό ο­δη­γό τού πώς θα έ­πρε­πε να γί­νει κά­πο­τε η ί­δια η ερ­γα­σί­α…). Η έλ­λει­ψη διάκρι­σης α­νά­με­σα σε δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και πα­ρα­γω­γή ό­χι μό­νο α­ντα­να­κλά την κα­πι­τα­λι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α του «δη­μιουργι­κού» ε­πι­χει­ρη­μα­τί­α αλ­λά και προ­ετοι­μά­ζει λο­γι­κά την ο­μό­λο­γη έλ­λει­ψη διά­κρι­σης α­νά­με­σα σε ορ­γα­σμι­κή σεξουαλικότη­τα (ας μου συγ­χω­ρε­θεί ε­δώ ο ρα­ϊ­χι­κός ό­ρος, αλ­λά εί­ναι ο ί­διος ο Deleuze που ε­πι­κα­λεί­ται σε διά­φο­ρα ση­μεί­α τού έρ­γου του τον ει­κο­νο­κλά­στη ψυ­χα­να­λυ­τή) και σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή η­δο­νή.

Στο τε­λευ­ταί­ο αυ­τό ση­μεί­ο έ­χουν δι­καιο­λο­γη­μέ­να α­σκη­θεί ποι­κί­λες ε­πικρί­σεις, α­πό πολές πλευ­ρές, στους Deleuze και Guattari· το ζή­τη­μα ό­μως δεν εί­ναι η­θι­κής τά­ξε­ως, συν­δέ­ε­ται μάλ­λον με μια εγ­γε­νή α­ντί­φα­ση και α­ντα­να­κλά την πα­ρα­μορ­φω­τι­κή εκ μέρους τους σύλ­λη­ψη της ε­πι­θυ­μί­ας – και την ε­ξί­σου πα­ρα­μορ­φω­τι­κή σύλ­ληψη των σχέσε­ών της με τη συ­νεί­δη­ση. Πραγ­μο­ποί­η­ση της ε­πι­θυ­μί­ας ση­μαί­νει, ακρι­βώς, ό­τι απαλεί­φου­με τον εγ­γε­νώς σχε­σια­κό της χα­ρα­κτή­ρα. Η ε­πι­θυ­μί­α εξ ο­ρι­σμού δεν μπο­ρεί να συλ­λη­φθεί πα­ρά ως ε­πι­θυ­μί­α κά­ποιου πράγ­μα­τος – ό­πως α­κρι­βώς και η συ­νεί­δη­ση δεν νο­εί­ται πα­ρά ως συ­νεί­δη­ση κάποιου πράγ­μα­τος. Αν κα­τα­λά­βου­με αυ­τή την κρί­σι­μη λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται α­μέ­σως φα­νε­ρό ό­τι η συ­νεί­δη­ση εί­ναι πρά­ξη, και πρά­ξη ο­μό­κε­ντρη με την ε­πι­θυ­μί­α, η ο­ποί­α ε­νερ­γεί­ται ε­ντός της ε­πι­θυ­μί­ας και εί­ναι ή­δη δια­πο­τι­σμέ­νη με επιθυ­μί­α, πράγ­μα που α­χρη­στεύ­ει ό­λες τις α­διέ­ξο­δες βι­τα­λι­στι­κές α­ντι­νο­μί­ες τού τύ­που ζω­ή/βού­ληση/ε­πι­θυ­μί­α, κλπ. ε­να­ντί­ον συ­νεί­δη­σης.13 Αν όμως δε­χθού­με τον πραξιακό-σχε­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα της ε­πι­θυ­μί­ας (ό­σο και της συ­νεί­δη­σης), τό­τε γί­νε­ται κατα­στα­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση της συ­γκρό­τη­σής της ––υ­περ­βα­το­λο­γι­κός ό­ρος, ό­πως λέ­νε–– η α­μοι­βαί­α συ­ντή­ρη­ση, και εν­δυ­νά­μω­ση, των δύο πόλων της σχέ­σης, και η κα­τα­στρο­φή ή α­ποδυ­νά­μω­ση τού ε­νός ή του άλ­λου πό­λου (που εί­ναι α­κρι­βώς η έν­νοια του σαδομαζοχι­σμού) δεν υ­πο­δη­λώ­νει α­πλώς μί­α «κα­κή» ή με οια­δή­πο­τε άλ­λα ε­ξω­τε­ρι­κά κρι­τή­ρια α­πορ­ρι­πτέ­α ε­πι­θυ­μί­α, αλ­λά εγ­γε­νή κα­τα­στρο­φή της σχέ­σης ε­πι­θυ­μί­ας — ό­πως α­κρι­βώς η βιο­μη­χανι­κή πα­ρα­γω­γή α­κυ­ρώ­νει κα­τα­στα­τι­κά, ως εκ των ιδίων των ό­ρων συγκρότη­σής της, την αν­θρώ­πι­νη αυ­τε­νέρ­γεια και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα.

Δεν χρειά­ζε­ται να πού­με πε­ρισ­σό­τε­ρα. Μια κρι­τι­κή ό­πως αυ­τή δεν θέ­λει να κα­ταγ­γεί­λει συ­νο­λι­κά τη φι­λο­σο­φί­α του Gilles Deleuze ως «α­πλή» κα­πι­ταλι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, ού­τε να α­ναι­ρέ­σει τον πλού­το και την α­ξί­α πολ­λών α­πό τις α­να­λύ­σεις της, την πρω­το­τυ­πί­α με την ο­ποί­α δο­κί­μα­σε να α­να­με­τρη­θεί με πα­λαιά προ­βλή­μα­τα και, βε­βαί­ως, την ει­λι­κρί­νεια των δια­κη­ρυγ­μέ­νων προ­θέσε­ών της. Ε­κεί­νο που έ­γι­νε α­πα­ραί­τη­το ή­ταν να δεί­ξου­με τις α­νε­πί­λυ­τες α­ντι­φά­σεις που φω­λιά­ζουν στην καρ­διά αυ­τής της σκέ­ψης – κά­τι το ο­ποί­ο, εξ άλλου, δεν βα­ρύ­νει α­πο­κλει­στι­κά τον Deleuze αλ­λά ό­λη τη γε­νιά που με­τά το 1960 στο Πα­ρί­σι κλι­μά­κω­σε έ­να θε­ω­ρη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα πα­ράλ­ληλο, και σε πολ­λά ου­σιώ­δη ση­μεί­α δια­πλε­κό­με­νο, με το δι­κό του… Η εγ­γε­νής αμ­φι­ση­μί­α του Νί­τσε εί­ναι ο­πωσ­δή­πο­τε διαφο­ρε­τι­κής τά­ξε­ως α­πό αυ­τή την ε­ξοντω­τι­κά αυ­το­α­ναι­ρού­με­νη σκέ­ψη η ο­ποί­α μοιά­ζει να έλ­κε­ται ό­πως η πε­τα­λούδα στο φως α­πό μιαν αυ­το­α­πα­γο­ρευ­μέ­νη συ­στη­μα­τι­κό­τη­τα – και, α­πό την άλ­λη πλευρά, αν κά­ποιος έ­χει θι­γεί λι­γό­τε­ρο απ’ ό­λο αυ­τό το α­γω­νιώ­δες εγχεί­ρημα εί­ναι βε­βαί­ως η ί­δια η δια­λε­κτι­κή. Ί­σως μά­λι­στα ε­κεί­νο που ο Deleuze επιδίωξε α­νε­πι­τυ­χώς, έ­νας «διο­νυ­σια­κός τρό­πος του φι­λο­σο­φείν», να κρύ­βε­ται μέ­σα στην ί­δια την καρ­διά του δια­λε­κτι­κού σκέ­πτε­σθαι – προ­κα­λώ­ντας α­διά­κο­πα ε­κεί­νη την ερ­μη­νεί­α που θα τον φέ­ρει πραγ­μα­τι­κά στο φως.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Nietzche et la philosophie (P.U.F., Παρίσι 1962). Ελλ. Έκδ. Πλέθρον (Αθήνα 2002), μετ. Γιώργος Σπανός, επιμ. Φ. Σιατίστας – Ά. Στυλιανού: εκεί και οι παραπομπές που ακολουθούν.

2. La philosophie critique de Kant (P.U.F., Παρίσι 1963). Ελλ. Έκδ. Εστία (Αθήνα 2000), μετ. Ελένη Περδικούρη.

3. Proust et les signes (P.U.F., Παρίσι 1964/ β´ έκδ. επηυξ. 1970). Ελλ. Έκδ. Ράππα (Αθήνα  1981), μετ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέτα Ράλλη, επιμ. Π. Α. Ζάννας: εκεί και οι σχετικές παραπομπές.

4. Le bergsonisme (P.U.F., Παρίσι 1966).

5. Presentation de Sascher Masoch (Minuit, Παρίσι 1967).

6. Spinoza et le probléme de l’expression (Minuit, Παρίσι 1968). Ελλ. έκδ. Κριτική (Αθήνα   2002), μετ. Φώτης Σιατίστας, επιμ. Άρης Στυλιανού.

7. Différence et répetition (P.U.F., Παρίσι 1968).

8. Το ί­διο πρό­βλη­μα α­να­κύ­πτει, ας πού­με, στο κα­θα­ρά φι­λο­σο­φι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα τής κρι­τι­κής του στον Κα­ντ. Α­νά­με­σα στις ε­τε­ρο­γε­νείς σφαί­ρες που ο ί­διος ο­νό­μα­σε «ε­πο­πτεί­α» και «έν­νοια» (δηλ. το ε­μπει­ρι­ά δε­δο­μέ­νο και η έλ­λο­γη α­να­κα­τα­σκευ­ή του), ο Κα­ντ έ­βλε­πε μί­α λο­γι­κή δια­φο­ρά η ο­ποί­α θα έ­πρε­πε να αρ­θεί με α­ντί­στοι­χα εν­νοια­κά μέ­σα — η σύν­θε­σή τους να γί­νει, σαν να λέ­με, στο ε­πί­πε­δο τής έν­νοιας·ο Deleuze υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι το έρ­γο μιας γνή­σια ε­μπει­ρι­κής φι­λο­σο­φί­ας θα ή­ταν το α­κρι­βώς α­ντί­στρο­φο, να κα­τα­νοή­σει τη δια­φο­ρά ε­πο­πτεί­ας/έν­νοιας ό­χι ως εν­νοια­κή (λο­γι­κή) αλλά ως ε­πο­πτι­κή δια­φο­ρά. Το ό­τι η δια­φο­ρά ε­πο­πτεί­ας/έν­νοιας μπο­ρεί να γί­νει αντιληπτή και ως ε­πο­πτι­κή δια­φο­ρά, ό­σο του­λά­χι­στον μπο­ρεί να εν­νο­η­θεί και ως λο­γική διαφορά, εί­ναι βέ­βαια σω­στό·ό­μως η πρώ­τη α­ντίλη­ψη θα εί­ναι εξ ο­ρι­σμού έ­να βί­ω­μα, ό­χι έ­νας λό­γος, κα­τά συ­νέ­πεια δεν εί­ναι α­να­πα­ρα­στά­σι­μη με φι­λο­σο­φι­κά μέ­σα ει­μή μό­νο εάν μεταφρασθεί σε έν­νοιες, δη­λα­δή, στην ο­μό­λο­γη λο­γι­κή δια­φο­ρά που τής αντι­στοι­χεί. Τού­το σημαί­νει α­κρι­βώς ό­τι μια «ε­μπει­ρι­κή φι­λο­σο­φί­α», ό­πως την ο­ρί­ζει ε­δώ ο Deleuze, εί­ναι α­πλώς αδύ­να­τη.

9. Minuit, Πα­ρί­σι 1972. Ελ­λ. έκ­δ. Ράπ­πα, Α­θή­να 1981, μετ. Καίτη Χα­τζη­δή­μου – Ιου­λιέ­τα Ράλ­λη, θε­ώ­ρη­ση με­τά­φρα­σης: Γιάν­νης Κρη­τι­κός.

10. L’image-mouvement (Minuit, Παρίσι 1982). Ελλ. έκδ. Νήσος (Αθήνα 2009), μετ. Μιχάλης Μάτσας, επιμ. Κική Καψαμπέλη, επίμετρο: Γιάννης Πρελορέντζος.

11. Βλ. Marcel Proust, Σε α­να­ζήτη­ση τού χα­μέ­νου χρό­νου, τόμ. Ι-V (ελ­λ. έκ­δ. Ε­στί­α, Αθή­να 1998-2002, μετ. Παύ­λος Ζάν­νας, ε­πιμ. Πα­να­γιώ­της Πού­λος).

12. Vincent Descombes, Το Ί­διο και το Άλ­λο. 45 χρόνια γαλ­λι­κής φι­λο­σο­φί­ας, 1933-1978 (ελ­λ. έκ­δ. Praxis, Α­θή­να 1984, μετ. Λέ­να Κα­σί­μη). Βλ. ι­διαι­τέ­ρως το διά­γραμ­μα τής σε­λί­δας 209, ό­που δείχνεται παραστατικά η σύν­δε­ση των μαρ­ξι­στι­κών κα­τη­γο­ριών «πα­ρα­γω­γή-ι­δε­ο­λογί­α» με τις φρο­ϋ­δι­κές κα­τη­γο­ρί­ες «ε­πι­θυ­μί­α-συ­νεί­δη­ση» βά­σει μιας κε­ντρι­κής τους α­να­γω­γής στις σοπενχαουε­ρια­νές κα­τη­γο­ρί­ες «βού­λη­ση-α­να­πα­ράστα­ση».

13. Μια συ­νε­πέ­στε­ρη «σχι­ζο-α­νά­λυ­ση» απ’ αυ­τήν που πρό­τει­ναν οι Deleuze και Guattari θα ανελάμ­βα­νε ί­σως το έρ­γο να δεί­ξει ό­τι αυ­τά που στον Φρό­υ­ντ εμ­φα­νί­ζο­νται ως ε­πώ­δυ­νοι διχασμοί α­νά­με­σα σε συ­γκινη­σια­κό φορ­τί­ο και συ­νει­δη­τές πα­ρα­στά­σεις εί­ναι στην πραγματικότη­τα αντι­φά­σεις και δι­χα­σμοί α­νά­με­σα σε δια­φο­ρε­τι­κά σύ­μπλο­κα επιθυμίας/συνείδη­σης που στε­γά­ζο­νται κά­τω α­πό τον ί­διο α­το­μι­κό «ε­αυ­τό», ε­σω­τε­ρι­κεύ­σεις αντι­φά­σε­ων που δια­σχί­ζουν το οι­κο­γε­νεια­κό ό­σο και το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νικό πε­δί­ο. Αυ­τό ό­μως είναι, πράγ­μα­τι, μια άλ­λη συ­ζή­τη­ση…

[Απόσπασμα από το βιβλίο Νιτσεϊκές μεταμορφώσεις. Για την πρόσληψη του Νίτσε στην εποχή  του τεχνικοποιημένου καπιταλισμού (futura: Αθήνα 2004)]

Γιατί απορρίπτουμε την καθεστηκυία πολιτική; Εκλογική αποχή κι αγώνας για τη δημοκρατία

astensione 
του Νίκου Ηλιόπουλου

1. Τι είναι η καθεστηκυία πολιτική; Είναι οι εκλογές, τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, και οι άνθρωποι, επαγγελματίες συνήθως στα κόμματα και τα συνδικάτα, οι οποίοι συμμετέχουν και συμβάλλουν στη λειτουργία τους. Είναι το πολιτικό καθεστώς που κυριαρχεί σήμερα όχι τόσο λόγω της απουσίας ανοιχτής αμφισβήτησης όσο λόγω έλλειψης μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης.

2. Αυτό το πολιτικό καθεστώς αυτοανακηρύσσεται δημοκρατικό. Ποιο είναι στα χαρτιά το υπέρτατο επιχείρημά του; Το ότι ο λαός είναι η πηγή της εξουσίας. Ποια είναι όμως στην πράξη η πηγή της νομιμοποίησής του; Οι εκλογές. Δηλαδή, με ακριβείς και αδιαμφισβήτητους όρους, η ψήφος των πολιτών (εκλογέων/θεατών) κάθε 4 χρόνια για να εκλέξουν αυτούς που θα αποφασίζουν αντί για αυτούς επί 4 χρόνια. Οι εκλογείς δεν αποφασίζουν για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας και τους νόμους που την αφορούν, υποδεικνύουν απλώς τα πρόσωπα που θα αποφασίζουν για λογαριασμό τους.

3. Αν, όμως, δεχτούμε ότι η δημοκρατία, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει, είναι η εξουσία του δήμου, το καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό. Αν πιο συγκεκριμένα θεωρήσουμε ότι το περιεχόμενο της εξουσίας του λαού είναι το δικαίωμα όλων στις αποφάσεις για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας και για τους θεμελιώδεις νόμους της, και η άσκηση επίσης της δικαστικής εξουσίας, επιβεβαιώνεται η μη δημοκρατικότητα του καθεστώτος. Το όνομά του δεν έχει τόση σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι το αντιπροσωπευτικό καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό, και η αυτοανακήρυξή του ως δημοκρατία είναι ψευδής και υποκριτική.

4. Θα μας αντιτείνουν ότι η καθεστηκυία πολιτική δεν είναι μόνο οι εκλογές. Οι συμμετέχοντες στο κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς θα μας πούν ότι η καθεστηκυία πολιτική είναι επίσης το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των απόψεων, το δικαίωμα στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, το δικαίωμα σε μια επιλεγμένη ελεύθερα από τον καθένα ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία, κ.ά.

Απέναντι σε μια τέτοια επιχειρηματολογία, που εκλαμβάνει τη δημοκρατία ως εκλογές συν τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, προσθέτοντας τώρα και τον διάκοσμο των δημοσκοπήσεων, μπορούμε να αντιτείνουμε τα εξής επιχειρήματα. Καταρχάς, τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν κατακτήθηκαν μέσα στα όρια της καθεστηκυίας πολιτικής αλλά με την απόρριψη και τη διάρρηξη αυτών των ορίων. Η καθεστηκυία εξουσία παρουσιάζει πάντα την αναγνώριση ενός δικαιώματος ως δική της προσφορά, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν προηγηθεί μακρόχρονοι αγώνες για την αναγνώρισή του.Κατόπιν, το θέμα της δυνατότητας της αποτελεσματικής άσκησης αυτών των δικαιωμάτων τίθεται συνεχώς. Έχω μεν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης μου, αλλά πού και πώς θα μπορούσα να εκθέσω ισότιμα τη γνώμη μου ως απλός πολίτης; Τι αποτέλεσμα θα έχει αυτή η έκφραση; Εξάλλου, αυτά τα δικαιώματα δεν είναι μια για πάντα εγγυημένα και θα μπορούσε να τα καταργήσει μια κυβερνητική εξουσία νομιμοποιημένη από τις κάλπες.
Ας υπογραμμίσουμε ότι καμμιά διαδικασία συλλογικής σύσκεψης των πολιτών, έστω κι αν είναι εκλογείς, δεν προβλέπεται στο ισχύον πολιτικό καθεστώς. Να, λοιπόν, ένα τελείως δημοκρατικό δικαίωμα το οποίο δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί. Είναι αλήθεια ότι τα μέλη ενός κόμματος ή ενός συνδικάτου συνεδριάζουν. Είναι επίσης αλήθεια ότι, κατά τις κινητοποιήσεις, οι ενδιαφερόμενοι διοργανώνουν γενικές συνελεύσεις. Οι πολίτες όμως ποτέ δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, ενώ θα μπορούσαν να συσκέπτονται, π. χ. μέσα σε ένα εκλογικό κέντρο.Ωστόσο, το αποφασιστικό επιχείρημα είναι άλλο. Αυτοί που αποφασίζουν για τις βασικές κατευθύνσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι οι πολίτες, ακόμα κι αν έχουν όλα τα δικαιώματα του κόσμου, αλλά οι επαγγελματίες της πολιτικής. Ο πολίτης, στην πραγματικότητα ο ψηφοφόρος – εφόσον από τα πράγματα ο πολίτης περιορίζεται όλο και περισσότερο σε ψηφοφόρο –, συμμετέχοντας στις εκλογές και εκλέγοντάς τους, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιεί την εξουσία τους. Ο αποφασιστικός χαρακτήρας αυτού του επιχειρήματος αναδεικνύεται πλήρως αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση: σε κρίσιμες για το ισχύον καθεστώς εκλογές, σημαντικός αριθμός πολιτών δεν προσέρχεται στις κάλπες. Θα δούμε τότε ότι προσβάλλεται η νομιμοποίηση του καθεστώτος, και μια άβυσσος ανοίγει ανάμεσα στην εξουσία, που δεν έχει άλλη πηγή νομιμοποίησης παρά τον υπάκουο λαό ψηφοφόρων, και τους πολίτες που απαιτούν να αποφασίζουν αυτοί. Ασκώντας ελεύθερα όλα τα δικαιώματά του, ο πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ουσιαστικά στις αποφάσεις για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας. Μπορεί μόνο να εκτρέψει την πολιτική μιας κυβέρνησης. Ο ρόλος του περιορίζεται σε μια αμυντική, διορθωτική, λειτουργία διαμαρτυρίας. Δεν συμμετέχει σε καμιά συλλογική διαβούλευση δημιουργίας νέων ιδεών και αυθεντικών προτάσεων.

5. Τι είναι η καθεστηκυία πολιτική; Είναι οι εκλογές που νομιμοποιούν μια προσχηματισμένη ελίτ να αποφασίζει για εκατομμύρια πολιτών που θεωρούνται υπήκοοι. (Ελίτ: οι εκλεκτοί, ο όρος αποτελεί ευφημισμό.) Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το κυρίαρχο πολιτικό φαντασιακό περιορίζεται στη φαντασιακή σημασία του δικαιώματος ψήφου.

ΙΙ

6. Με βάση αυτή την απλή διαπίστωση, είναι φανερό ότι κανένας ριζικός, δημοκρατικός, μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει στη σημερινή κοινωνία χωρίς την οριστική εγκατάλειψη, από έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτών, της καθεστηκυίας πολιτικής. Χωρίς την κατηγορηματική απόρριψη αυτής της πολιτικής, δεν υπάρχει κανένα μέσο για να δημιουργηθεί ένα συλλογικό σχέδιο, πολιτικό με την ουσιαστική έννοια του όρου: αμφισβήτηση της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας και όλων των θεσμών της.

7. Σίγουρα, το να μη ψηφίζουμε στις εκλογές δεν αρκεί. Είναι όμως μια συμβολική πράξη μεγάλης σημασίας, πρώτο σημαντικό βήμα για να οραματιστούμε μια ουσιαστική πολιτική. Διότι οι εκλογές δεν είναι τελικά μόνο μια διαδικασία νομιμοποίησης της κυβερνητικής εξουσίας. Στο βάθος, ή μάλλον υπεράνω, βρίσκεται ένα πολιτικό φαντασιακό το οποίο υποκριτικά, εν ονόματι της πολιτικής ισότητας όλων, διαχωρίζει δια βίου τα μέλη της κοινωνίας σε αυτούς που είναι προορισμένοι να κυβερνούν και σε αυτούς που προορίζονται και διατίθενται να κυβερνηθούν.

Καμιά εναλλακτική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ρητή αμφισβήτηση αυτής της πρωταρχικής διαίρεσης στην οποία θεμελιώνεται η καθεστηκυία πολιτική, χωρίς την αμφισβήτηση των υπέρτατων αξιών του ισχύοντος πολιτικού καθεστώτος και ολόκληρης της κοινωνίας. Ο πιο αλλοτριωμένος τρόπος να κάνει κάποιος σήμερα πολιτική, είναι να συμμετέχει στην καθεστηκυία πολιτική. Η πιο αλλοτριωτική μορφή αναφοράς στην πολιτική είναι η συμμετοχή στις εκλογές.

Ο σκληρός πυρήνας του κυρίαρχου πολιτικού φαντασιακού είναι το δικαίωμα ψήφου. Να γιατί, μια πολιτική στάση ριζικής αντίθεσης στο ισχύον καθεστώς, είναι χωρίς κανένα δισταγμό η αποχή, η συνειδητή άρνηση αυτού του δικαιώματος. Δεν είναι άρνηση που δείχνει αδιαφορία. Δεν είναι άρνηση που προέρχεται από την υποτίμηση ή την περιφρόνηση των κατακτημένων δικαιωμάτων. Οφείλουμε να διαφυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού τα κατακτημένα δημοκρατικά δικαιώματα. Και το δικαίωμα ψήφου, αλλά για να παίρνουμε αποφάσεις και όχι για να ψηφίζουμε πρόσωπα. Είναι απόρριψη του ισχύοντος πολιτικού φαντασιακού, άρνηση νομιμοποίησης αυτών που αποφασίζουν για μας, για όλους.

Υποθέσαμε ότι, αν όλοι κάνουν αποχή, μια άβυσσος θα ανοίξει ανάμεσα στην αναγκαιότητα της νομιμοποίησης μιας εξουσίας από τις εκλογές και στην απουσία αυτής της νομιμοποίησης. Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτής της αβύσσου, ο σημερινός πολίτης φοβάται και διστάζει. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Θαρραλέα αντιμετώπιση της αβύσσου, πρόταση μιας άλλης πηγής νομιμοποίησης, απαίτηση από τους επαγγελματίες πολιτικούς, με εντελώς δημοκρατικό και όχι βίαιο τρόπο, να σταματήσει η κυνική πορεία προς μια άλλη άβυσσο, αυτή της γενικής καταστροφής. Αρνούμαστε τους επαγγελματίες πολιτικούς σημαίνει ότι αρνούμαστε την καθεστηκυία πολιτική που εκφράζουν.

Ταυτόχρονα, το ίδιο θάρρος θα ωθήσει τους πολίτες να σκεφτούν άλλες μορφές συμμετοχής και νομιμοποίησης των αποφάσεων. Όπως η σύσταση παντού επιτροπών για την υπεύθυνη διαφύλαξη μιας μεταβατικής φάσης. Μπροστά στην ανικανότητα, τη διαφθορά και την ανευθυνότητα, των επαγγελματιών πολιτικών, κανένα από όλα τα κατακτημένα δικαιώματα δεν αρκεί. Ας τους διαμηνύσουμε ευθαρσώς : «Δεν είστε πια νομιμοποιημένοι. Παραιτηθείτε, νέοι άνθρωποι μπορούν να κυβερνήσουν. Όλοι είναι ικανοί για αυτό.» Διότι, δεν λείπουν ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά, ικανοί και δίκαιοι πολίτες σε μια κοινωνία δώδεκα εκατομμυρίων. Δώδεκα εκατομμύρια δεν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν, μας λένε οι ιδεολόγοι του πολιτικού καθεστώτος, διότι είναι πολλοί !

 
 
ΙΙΙ

8. Τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια εναλλακτική πολιτική;

Μια άλλη ερώτηση, γενικότερη, προηγείται αυτής της ουσιαστικής ερώτησης, με βάση τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας : τι θέλουμε να κάνουμε με μια άλλη πολιτική; Θέλουμε να αλλάξουμε δημοκρατικά – πάντα δημοκρατικά – τα πάντα. Και προπαντός θέλουμε να εκθρονίσουμε τις κυρίαρχες αξίες αυτής της κοινωνίας και να δημιουργήσουμε άλλες αξίες. Η καθεστηκυία πολιτική δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες αξίες. Για αυτή, είναι δεδομένες.
Ένα άτομο, όταν γεννιέται σε αυτή την κοινωνία, είναι πάντα προορισμένο – από ποιον άραγε; – να ανατρέφεται από μια οικογένεια, να διαμορφώνεται κατόπιν μέσα σε μια κρατική εκπαίδευση – ποιος άραγε έχει αποφασίσει το περιεχόμενό της; Προορίζεται, στη συνέχεια, για μια επαγγελματική επιμόρφωση με στόχο να ασκήσει την πιο θετικά αξιολογημένη σήμερα δραστηριότητα ανάμεσα σε όλες τις άλλες δραστηριότητες της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή να κάνει μια εργασία. Και αν όλο και περισσότερο τα σημερινά άτομα επιδιώκουν να έχουν περισσότερο «ελεύθερο χρόνο» για διακοπές, σε αντίθεση με το δουλικό χρόνο της δουλειάς, μέχρι τη στιγμή της σύνταξης και του θανάτου, τι άλλο σημαίνει αυτό αν όχι ότι θεωρούν την εργασία που κάνουν για να κερδίζουν το ψωμί τους μια αναπόφευκτη αγγαρεία, από την οποία θέλουν να ξεφύγουν όσο γίνεται πιο γρήγορα;

9. Θέλουμε να αλλάξουμε αυτό το δρομολόγιο. (Η συνοπτική περιγραφή του αποτελεί έναν τρόπο για να απεικονιστούν οι κυρίαρχες σήμερα αξίες.) Δεν θέλουμε όμως να προτείνουμε μία και μοναδική εναλλακτική διαδρομή για τον καθένα και για όλους. Θέλουμε να πολλαπλασιάσουμε τις διαδρομές και να δημιουργήσουμε όσο γίνεται περισσότερες δυνατότητες για τον καθένα, ανάλογα με τις ικανότητες, τις προσδοκίες και τα ταλέντα του, ώστε να πλάθει ο ίδιος την προσωπικότητά του. Θέλουμε να δώσουμε στην εκπαίδευση (από τη γέννηση μέχρι το θάνατο), στην «εργασία», στις διαπροσωπικές σχέσεις και στον πολιτισμό (τέσσερεις τομείς που αφορούν τις συνθήκες για μια ατομική ζωή ελεύθερη και αυτόνομη) τη θέση που τους αξίζει σε μια κοινωνία ελεύθερη και αυτόνομη. Πώς να εγγυηθούμε αυτή την ελευθερία και αυτή την ποικιλία των ατομικών διαδρομών, αν δεν λάβουμε υπόψη τον προορισμό του καθενός για τον εαυτό του και την προοπτική όλων για όλους;

10. Αυτά τα ερωτήματα μιας δημοκρατικής πολιτικής της αυτονομίας, συνδέονται στενά με το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα της εποχής μας: επινόηση ενός νέου νοήματος ζωής για τον καθέναν και για όλους. Δημιουργία πολλών νοημάτων-στόχων κοινωνικής ζωής αντί του ενός και μοναδικού για τον καθένα και για όλους που ισχύει στη σύγχρονη κοινωνία: ανάπτυξη.

11. Η καθεστηκυία πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με τα παραπάνω θεμελιώδη ζητήματα της εποχής μας. Το μοναδικό ενδιαφέρον της είναι η διατήρηση της κοινωνίας στην τωρινή της κατάσταση, με αλλαγές που δεν αγγίζουν την ουσία της. Είναι ένας από τους λόγους, και εν τέλει ο βασικός λόγος, για να απορρίψουμε μια για πάντα αυτή την πολιτική.

12. Μπορούμε να βρούμε όσες διαιρέσεις θέλουμε για τα μέλη των σημερινών κοινωνιών. Αριστεροί ή δεξιοί, με βάση προφανώς την καθεστηκυία πολιτική. Φτωχοί ή πλούσιοι, με βάση την πραγματική κοινωνική κατάσταση ακραίας αδικίας. Συντηρητικοί ή προοδευτικοί, με βάση την εντελώς λανθασμένη αντίληψη ότι η ιστορία έχει νόημα και κατεύθυνση, και ότι προχωρά αναπόφευκτα προς την πρόοδο, την εξέλιξη, την ισότητα.

Η αυθεντική πολιτική διαίρεση είναι: συμφωνούμε ή όχι με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων; Συμφωνούμε ή όχι με την καθεστηκυία πολιτική; Είμαστε υπέρ ή κατά της δημοκρατίας; Αν είμαστε υπέρ της δημοκρατίας, δεν είναι δυνατό να ανεχόμαστε το ρόλο που μας επιφυλάσσει το πολιτικό καθεστώς, ρόλο βωβού και αλλοτριωμένου ψηφοφόρου. 

13. Τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια εναλλακτική πολιτική; Η σκέψη και η συμβολή του καθενός για την επινόηση νέων αξιών, και η ατομική και συλλογική πράξη με στόχο την ανάδειξη αυτών των αξιών, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Και παράλληλα, η δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού πολιτεύματος που θα υιοθετήσει ως ιδρυτική και θεμελιώδη αρχή το δικαίωμα όλων να αποφασίζουν για τις κύριες κατευθύνσεις της κοινωνίας και για τους θεμελιώδεις νόμους της.

IV

14. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, ένα από τα σημαντικά ζητήματα της εποχής μας, η πολιτική απάθεια, φωτίζεται διαφορετικά. Αντί να επικρίνουμε θρηνολογώντας την αδιαφορία των ανθρώπων για τα κοινά, οφείλουμε να διακρίνουμε σε αυτό που νομίζουμε πως είναι αδιαφορία μιακριτική στάση ως προς την καθεστηκυία πολιτική. Στάση η οποία προφανώς δεν αρκεί για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων, είναι όμως ένα πρώτο βήμα απεγκλωβισμού. Έτσι, θεωρώντας τους όλουςως πολίτες, θα μπορούσαμε να απευθύνουμε τις παρακάτω αντι-προσκλήσεις και προσκλήσεις.

15. Δεν καλούμε για ένταξη σε ένα πολιτικό κόμμα, αφού είναι μηχανισμός απαραίτητος για τη λειτουργία του σημερινού πολιτικού καθεστώτος. Δεν καλούμε σε διαδηλώσεις στους δρόμους, υπέρ των άκρως γραφειοκρατικών κρατικών υπηρεσιών, προηγείται ο ριζικός, δημοκρατικός, μετασχηματισμός τους. Ούτε υπέρ της αγοραστικής δύναμης, δηλαδή υπέρ της κατανάλωσης. Ούτε για την απασχόληση, διότι προηγούνται τα ερωτήματα: να δουλέψουμε για τι; για ποιον; για να παράγουμε τι;

Να δράσουμε πολιτικά, είναι άλλο πράγμα από να συνεχίζουμε αυτές τις παραδοσιακές δραστηριότητες που ενδυναμώνουν την κοινωνία στην οποία είμαστε αντίθετοι.

16. Καλούμαστε να σκεφτούμε ότι το νόημα της ζωής μας δεν είναι μια για πάντα δοσμένο και μάλιστα από κάποιον άλλο. Η ζωή μας έχει σήμερα «νόημα» και προκαθορισμένο δρομολόγιο· λέγονται με μια λέξη τρέξιμο, και στην «εκλεπτυσμένη» γλώσσα των ειδικών, ανάπτυξη ή εκσυγχρονισμός. Το «νόημα» της σημερινής μας ζωής, οδηγεί στη μιζέρια με όλα τα νοήματα : μιζέρια συναισθηματική, διανοητική, σχέσεων, πολιτισμική, οικονομική. Η μιζέρια δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, οικονομική. Το «νόημα» της σημερινής μας ζωής, οδηγεί στην επανάληψη, τη μονοτονία, την καταθλιπτική ρουτίνα.

17. Σίγουρα, η επινόηση ενός νέου νοήματος ζωής για τον καθένα και για όλους είναι ένα δύσκολο έργο. Προϋποθέτει έναν βαθύ πολιτισμικό μετασχηματισμό, μια νέα ιστορική δημιουργία. Αλλά, όσο δύσκολο κι αν είναι, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο προς την ελευθερία. Πανεύκολα, μπορούμε να πάμε από εκλογές σε εκλογές, από διαδήλωση σε διαδήλωση, από τη μια αλλοτρίωση στην άλλη. Τίποτα δεν θα αλλάξει στα καθημερινά πράγματα της ζωής μας. Ακόμη κι αν έχουμε μια άλλη Βουλή, άλλους πρωθυπουργούς, η μιζέρια θα συνεχίζεται. Όσο οι πολίτες δεν παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους, όσο η ζωή τους δεν θα εξαρτάται, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, από τις δικές τους ατομικές και συλλογικές αποφάσεις, ουσιαστικά τίποτα δεν θα αλλάζει.

18. Οι ελίτ της κάλπης μας επιφυλάσσουν τη μιζέρια του σήμερα και μας προετοιμάζουν για τη μιζέρια του αύριο. Η λύση δεν είναι να αλλάξουμε ελίτ. Η λύση είναι να καταστρέψουμε την ιδέα της ελίτ, ιδέα που προϋποθέτει σαφέστατα ότι εμείς, οι άλλοι, είμαστε ένα τίποτα στον τομέα της πολιτικής. Ψηφίζοντας ή συμμετέχοντας με τον οιονδήποτε τρόπο στην καθεστηκυία πολιτική, αποδεχόμαστε ρητά ή έμμεσα, συνειδητά ή όχι, αυτή την κάλπικη πολιτική. Αποδεχόμαστε την ταπεινωτική και απάνθρωπη προϋπόθεσή της.

Δεν υπάρχει παρά μία και μόνο λύση για να καταργήσουμε αυτή την προϋπόθεση: να απορρίψουμε οριστικά, κατηγορηματικά και αμετάκλητα, την καθεστηκυία πολιτική. Και να εργαστούμε για τη δημιουργία μιας αυθεντικής πολιτικής, με στόχους ένα δημοκρατικό πολίτευμα, μια νέα πολυποίκιλη διαδρομή για τον καθένα μας και για όλους, ένα νέο νόημα ελεύθερης ζωής σε μια αυτόνομη κοινωνία.

Νίκος Ηλιόπουλος
 Παρίσι, Απρίλιος 2014
Αναδημοσίευση από: http://xwroxronos.blogspot.gr/2014/04/blog-post.html

Δεν Ψηφίζω – Raoul Vaneigem

Raoul Vaneigem2

Πέρσι, η μικρότερη κόρη μου, γυρίζοντας από το σχολείο μου είπε: «Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Μου εξήγησαν ότι όλοι έχουν καθήκον να ψηφίζουν. Εν τω μεταξύ, εσύ δεν ψηφίζεις. Εξήγησέ μου γιατί!»

Είχα, τότε, καλά επιχειρήματα, σήμερα είναι ακόμα καλύτερα.

Κάποτε οι πολιτικές ιδέες είχαν σημασία στα μάτια των πολιτών και καθόριζαν την εκλογική τους επιλογή. Υπήρχε τότε ένα πολύ ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς. Ήδη όμως από τότε φαινόταν καθαρά ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις είχαν κερδηθεί πρώτα απ’ όλα στους δρόμους, με τις εξεγέρσεις, τις απεργίες ή τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις. Οι λαϊκοί ρήτορες και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σοσιαλιστές και «κομμουνιστές» απέδιδαν κατόπιν στον εαυτό τους τα εύσημα και επωφελούνταν για
να ασκούν την επιρροή τους στις μάζες. Χωρίς την αποφασιστικότητα των διεκδικητικών κινημάτων δεν θα υπήρχε ούτε μείωση του χρόνου εργασίας, ούτε πληρωμένες διακοπές, ούτε δικαιώματα περίθαλψης, επίδομα ανεργίας, προνόμια που οι πολυεθνικές μαφίες κατεδαφίζουν σήμερα, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων της δεξιάς και της αριστεράς.

Πολύ σύντομα είδαμε το εργατικό κίνημα να γίνεται γραφειοκρατικό. Φάνηκε ότι τα κόμματα και τα συνδικάτα τα απασχολούσε περισσότερο η αύξηση της εξουσίας τους παρά η προστασία ενός προλεταριάτου που μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπερασπιζόταν μια χαρά τον εαυτό του. Το κόκκινο έγινε ροζ και το ρόδο φυλλορρόησε. Καθώς ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός γινόταν καπνός, η απάτη του λεγόμενου «κομμουνιστικού» κινήματος κατέρρεε με τη διάλυση της σταλινικής αυτοκρατορίας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε μια πραγματική αποικιοποίηση των μαζών. Η ανάδυση και η κυριαρχία μιας οικονομίας κατανάλωσης ήρθαν όντως στην κατάλληλη στιγμή να αντισταθμίσουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα της απο-αποικιοποίησης που οι λαοί του τρίτου κόσμου είχαν αποσπάσει διά της βίας.

Ο μύθος της κοινωνίας της ευδαιμονίας, που προπαγανδίζει ο καταναλωτισμός και που καταγγέλθηκε απ’ το Μάη του ’68, αποσυντίθεται σήμερα και συνοδεύει στη χρεοκοπία του τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, που η κερδοσκοπική του φούσκα σκάει και αποκαλύπτει
γύρω μας το κενό που δημιούργησε το τρελό χρήμα, το χρήμα που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του σε κλειστό κύκλωμα (όχι χωρίς να γεμίζουν στο διάβα του οι τσέπες των μαφιόζων μπίζνεσμαν και των πολιτικών, που μόλις ξαναεκλεγούν θα συστήσουν λιτότητα).

Εν τω μεταξύ το σουπερμάρκετ έγινε το πρότυπο της δημοκρατίας: διαλέγουμε ελεύθερα οποιοδήποτε προϊόν, φτάνει να το πληρώνουμε βγαίνοντας. Το σημαντικό για την οικονομία και αυτούς που επωφελούνται είναι να μας κάνουν να καταναλώνουμε οτιδήποτε για να ανεβαίνει ο τζίρος. Μέσα στην πελατειακή πολιτική που μας μαστίζει σήμερα, οι ιδέες δεν έχουν περισσότερη αξία από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Αυτό που μετράει για τον υποψήφιο είναι να μεγαλώσει την εκλογική του πελατεία, ώστε να πάνε οι δουλειές του καλύτερα για τα εγωιστικά του συμφέροντα.

Tι θα πει πραγματική δημοκρατία; Μια συνέλευση πολιτών διαλέγει αντιπροσώπους για να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις της, τους δίνει εντολή να την εκπροσωπούν και τους ζητάει να δώσουν λόγο για την επιτυχία ή την αποτυχία της αποστολής τους. Όμως, σε τι θα με κπροσωπούσαν αυτοί που:
–κλέβουν τον δημόσιο πλούτο,
–χρησιμοποιούν τους δασμούς και τους φόρους των μισθωτών και των μικροεπαγγελματιών για να ξελασπώσουν τις καταχρήσεις των μπάνγκστερ,
–διαχειρίζονται τα νοσοκομεία σαν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ασθενείς,
–προωθούν τα σχολεία-στρατόπεδα και κατασκευάζουν φυλακές και κλειστά κέντρα αντί να πολλαπλασιάζουν τα μικρά σχολεία,
–υποστηρίζουν τις μαφίες των αγροτικών προϊόντων που εκτρέπουν τη διατροφή από τη φύση,
–καταστρέφουν τους τομείς προτεραιότητας (μεταλλουργία, υφαντουργία, κατοικία, ταχυδρομεία, μεταφορές, υαλουργία, εργοστάσια αγαθών χρήσιμων στην κοινωνία);

Απ’ την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέμα, η απάτη και τα φούμαρα. Είναι η περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαμένα την εμπιστοσύνη του στην κάλπη χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωμένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιμάζει για τη βαρβαρότητα του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων».
Μα, θα πείτε, δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, δεν ξοδεύουν όλοι το χρήμα του φορολογούμενου σε επαγγελματικά ταξίδια, σε έξοδα παραστάσεως, σε διάφορες καταχρήσεις. Μερικοί είναι έντιμοι και αφελείς. Σίγουρα, αλλά αυτοί δεν μένουνε καιρό στην αρένα.
Εν τω μεταξύ χρησιμοποιούνται για προπέτασμα από τους διψασμένους για εξουσία, τους άρρωστους για κυριαρχία, τους διαχειριστές της εκλογικής φάρσας, τους προαγωγούς ενός ίματζ που κοτσάρουν παντού χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση. Ας μην παρεξηγηθώ: αν και η κοινοβουλευτική δημοκρατία σαπίζει όρθια, δεν προτείνω ούτε να την εξαφανίσουμε ούτε να την ανεχθούμε σαν το μη χείρον. Δεν θέλω ούτε το «Βούλωσ’ το!» ούτε το «Μη σταματάς να μιλάς!». Θέλω να ξαναβρεί η πολιτική το αρχικό της νόημα: τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας. Θέλω μια άμεση δημοκρατία που να πηγάζει όχι από δαρμένους, προδομένους πολίτες που λένε «καλά είμαι εδώ», αλλά από άνδρες και γυναίκες που νοιάζονται να προάγουν παντού την αλληλεγγύη και την πρόοδο του ανθρώπου.

Όταν τοπικές κοινότητες δρώντας συνολικά –στο πρότυπο των διεθνών ομοσπονδιών–
αποφασίσουν την αυτοδιαχείρισή τους και εξετάσουν:
–Με ποιο τρόπο θα προωθηθεί η δημιουργία μορφών δωρεάν ενέργειας προς χρήση όλων.
–Πώς θα ιδρυθεί ένας επενδυτικός συνεταιρισμός που θα χρηματοδοτήσει την οικοδόμησή της.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία η συλλογική διαχείριση ενός επενδυτικού ταμείου συγκροτημένου με τέτοια χρηματοδοτική συμμετοχή που να καθιστά δυνατή την άρνηση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων να καταβάλλουν τους δασμούς και τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος-μπάνγκστερ.
–Πώς θα γενικευθεί η κατάληψη των εργοστασίων και η διαχείρισή τους από τους εργαζόμενους σε αυτά.
–Πώς θα οργανωθεί μια τοπική παραγωγή που θα προορίζεται για κατανάλωση από τις τοπικές και τις ομόσπονδες κοινότητες, ώστε να γλιτώσουμε από τις κομπίνες της αγοράς και να εξασφαλίσουμε σιγά σιγά τη δωρεάν διάθεση των αγαθών επιβίωσης, που καταργεί το χρήμα. (Μην πείτε πως είναι ουτοπία! Αυτό ακριβώς έκαναν το 1936 οι ελευθεριακές κοινότητες της Καταλονίας και της Αραγoνίας, πριν να τις συντρίψουν οι κομμουνιστές.)
–Πώς θα διαδοθεί η ιδέα και η πρακτική αυτού του δωρεάν που είναι το μόνο απόλυτο όπλο απέναντι στο εμπορευματικό σύστημα.
–Πώς θα ευνοηθεί η εξάπλωση των λεγόμενων βιολογικών αγροκτημάτων και η διείσδυσή τους μέσα στις πόλεις.
–Πώς θα πολλαπλασιαστούν μικρές σχολικές μονάδες γειτονιάς, απ’ όπου να έχουν εξοριστεί οι έννοιες του συναγωνισμού, του ανταγωνισμού και της αλληλοσφαγής. Ουτοπικό; Όχι. Στο Μεξικό, στο Σαν Κριστομπάλ, το Πανεπιστήμιο της Γης προτείνει μια δωρεάν εκπαίδευση στους πιο διαφορετικούς τομείς (συν τους παραδοσιακούς: εργαστήρια τσαγκαράδων, μηχανικών, ηλεκτρονικών, σιδηρουργίας, φυσικής καλλιέργειας, μαγειρικής, μουσικής, ζωγραφικής κτλ). Η μόνη απαιτούμενη ιδιότητα είναι η επιθυμία για μάθηση. Δεν υπάρχουν διπλώματα, αλλά ζητιέται από αυτούς «που ξέρουν» να μεταδίδουν δωρεάν και παντού τις γνώσεις τους.
–Πώς θα προικιστούν οι τοπικές κοινότητες με υγειονομικούς σταθμούς, όπου θα μπορεί να εξασφαλίζεται η βασική περίθαλψη με τη βοήθεια αγροτικών και συνοικιακών γιατρών.
–Πώς θα οργανωθεί ένα δίκτυο δωρεάν μεταφορών, που να μη μολύνει.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία μια ενεργή αλληλεγγύη με στόχο τα παιδιά, τους γέροντες, τους αρρώστους και τους αναπήρους, τα άτομα με νοητικές δυσκολίες.
–Πώς θα φτιαχτούν εργαστήρια καλλιτεχνικής δημιουργίας ανοιχτά σε όλους.
–Πώς θα μετατραπούν τα σουπερμάρκετ σε αποθήκες, όπου τα προϊόντα, τερπνά και ωφέλιμα, θα ανταλλάσσονται με πράγματα ή με υπηρεσίες, με στόχο να εξαφανιστεί το χρήμα και η εξουσία.

Τότε θα ψηφίσω. Με πάθος!!!

Τίτλος πρωτότυπου: Pourquoi je ne vote pas

1η έκδοση: Siné Hebdo, τ. 80, 17/3/2010

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα: Bibliothèque des enfants perdus, Αθήνα 2010

(Μτφρ. natadipa)

Αναδημοσίευση από: http://classwar.espiv.net/?p=3022

Μία συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στην εφημερίδα ‘Εκτός Νόμου’ το 1990

poliakoff_0
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη, που δημοσιεύτηκε το 1990 στην εφημερίδα της Ένωσης Αναρχικών Θεσσαλονίκης, ‘Εκτός Νόμου’.
‘Εκτός Νόμου’ : Η κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας- σαν ιδεολογία κατακτητική, όπως εσείς έχετε πει- ήταν ένα από τα πιο τρανταχτά αποτελέσματα της κατάρρευσης που συντελέστηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Μιας κατάρρευσης με τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε νίκη του καπιταλισμού, μέσα στα πλαίσια του οικονομικού- πολεμικού ανταγωνισμού; Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ένα κάποιο ναι. Είναι όμως τα πράγματα έτσι απλά;
Γιατί, πέρα από τις θριαμβολογίες της δυτικής κυριαρχίας, υπάρχουν σωρεία ζητημάτων που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή και μια σοβαρή κριτική πάνω στη νέα πραγματικότητα που ξετυλίγεται στις ανατολικές χώρες. Πρώτα- πρώτα πρέπει να δούμε αυτή την ‘παράδοξη’ αλλαγή στο ανατολικό μπλοκ. Πώς δηλαδή ένα σύστημα, που επί μισό αιώνα ανέπτυσσε πυρετωδώς τη στρατοκρατική του υπόσταση πάνω στη βία και τον ολοκληρωτισμό, κατέρρευσε τελικά αναίμακτα, με εξαίρεση ίσως τη Ρουμανία. Εδώ αυθόρμητα ξεπηδάει η σημασία της πάλης των λαών της ανατολικής Ευρώπης ενάντια στο καθεστώς.
Και εδώ θα αναφέρουμε κάποια από τα δικά σας λόγια, που δημοσιεύσατε παλιότερα και που λέτε ότι «η κρίση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας υπάρχει τόσο, στο μέτρο ακριβώς που η ξένωση δημιουργεί μία συνεχή σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα και σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σύγκρουση που εκφράζεται με δύο μορφές: σαν πάλη των εργαζομένων ενάντια στην ξένωση και ενάντια στους όρους της και σαν απουσία ταυτόχρονα των ανθρώπων από την κοινωνία (παθητικότητα- απογοήτευση- αποχώρηση- απομόνωση). Και στις δύο περιπτώσεις –πέρα από ένα σημείο- η σύγκρουση οδηγεί σε ανοιχτή κρίση της κατεστημένης κοινωνίας μόλις η πάλη των ανθρώπων αποκτήσει μια ορισμένη ένταση, έχουμε επανάσταση. Αλλά και όταν η απουσία τους στην κοινωνία ξεπεράσει ένα όριο, έχουμε κατάρρευση του συστήματος».
Η απάθεια και η αδιαφορία των λαών αυτών συνιστούν πρωταρχική ουσία της κατάρρευσης; Κι αν εν τέλει θέλουμε να μιλάμε για κάποια ‘νίκη’ μπορούμε να πούμε ότι οι ανατολικοί λαοί επιθυμούσαν την πτώση του καθεστώτος και το ‘καναν. Μια νίκη όμως που δεν συμπληρώθηκε από μια κοινωνική πρόταση για αλλαγή του συστήματος, αλλά αντιδιαστάλθηκε με τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκ των άνω, εν απουσία της κοινωνίας, όπως πρόσφατα και εσείς διατυπώσατε. Με μόνη ίσως εξαίρεση την Πολωνία, λόγω του ιστορικού υπόβαθρου που έχει μέσω της Αλληλεγγύης.
Και εδώ καταρρίπτεται κάθε θριαμβολογία, διότι ενώ το ρήγμα της Ανατολικής Ευρώπης φαίνεται να ενισχύει τη βεβαιότητα των δυτικών για τον τρόπο ανάπτυξής τους, εν τούτοις τα προβλήματα έγιναν πιο περίπλοκα και ως ένα βαθμό πιο επικίνδυνα, με τη σύζευξη των δύο κόσμων.
Με ποιο τρόπο θα εναρμονιστούν στο δυτικό μοντέλο οι ανατολικοί, αν υπάρχει τέτοια τάση; Με κοινοβουλευτισμό, με δικτατορία; Αν πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα της Ρωσίας και δούμε τις υπερεξουσίες του Γκορμπατσόφ, που, ενώ διατείνεται για αποκέντρωση, ταυτόχρονα συγκεντρώνει στην προεδρική έδρα την απόλυτη εξουσία, καθώς και την επέμβαση του στρατού, διαπιστώνουμε κάποιες αντινομίες.
Η συναίνεση που για τους δυτικούς είναι η ιδεολογία της αφομοίωσης στο σύστημα και που σε ένα βαθμό το έχουν καταφέρει, τι νόημα έχει στις ανατολικές χώρες, σε ποιο πρόγραμμα, σε ποια οικονομία, σε ποιο εντέλει μοντέλο;
Πώς ο τύπος ανθρώπου που παράχθηκε στην Ανατολική Ευρώπη θα αφομοιωθεί από το δυτικό τύπο ανθρώπου, τον τύπο δηλαδή του καταναλωτή, του βιντεόπληκτου και του ατομιστή;
Γιατί ναι μεν οι ανατολικοί κάνουν ουρές για ένα χάμπουργκερ απ’ τα McDonald’s, αλλά αυτό το ίδιο το φαινόμενο δεν υποδηλώνει και έναν επαρχιωτισμό ταυτόχρονα;
Κορνήλιος Καστοριάδης : Για να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, η κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας έχει αρχίσει πολύ πριν από τον Γκορμπατσόφ. Με μία έννοια το φαινόμενο Γκορμπατσόφ και όλα όσα έγιναν αυτή την περίοδο εκφράζουν επίσης αυτή την κατάρρευση.
Η κατάρρευση αυτή στην ουσία έχει αρχίσει τουλάχιστον από το ’56, όταν, απ’ τη μια μεριά ο Χρουστσόφ βγήκε και κατήγγειλε όσα έγιναν στην περίοδο Στάλιν και από την άλλη μεριά και κυριότερη, οι Πολωνοί και οι Ούγγροι εργάτες ξεσηκώθηκαν, έκαναν απεργίες και συμβούλια και τους έσφαξε ο στρατός του σοσιαλιστικού κράτους. Λοιπόν, ήδη από εκείνη τη στιγμή και μετά στην Τσεχοσλοβακία του ’68, όταν δείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να μεταρρυθμιστεί το κομμουνιστικό κόμμα από μόνο του, είχε υπάρξει πια, μπορεί να πει κανείς, μια τέλεια κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας και από την άποψη ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα γι’ αυτά τα καθεστώτα και από την άποψη επίσης ότι ήταν τελείως ανίκανη να πει οτιδήποτε για την εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού, του δυτικού καπιταλισμού.
Πάνω σ’ αυτό έρχονται οι –ας το πούμε έτσι- πραγματικοί παράγοντες, όπως φάνηκε το ’56 και μετά το ’68 και το ’70 και το ’80 στην Πολωνία και στη Ρωσία την ίδια με την εξέγερση του Νιεπροπεντρόφσκα το ’64 και με το συνεχές σαμποτάζ της παραγωγής από τους εργαζόμενους και την αδιαφορία τους για την παραγωγή. Δηλαδή ανέκαθεν υπήρχε μια τεράστια, πότε σιωπηρή, πότε εκφραζόμενη, αντίδραση και πάλη των ανθρώπων εναντίον του συστήματος.
Σ’ αυτή την πραγματικότητα το σύστημα απαντούσε με αυτό που ονόμασα στρατοκρατία, ένα είδος φυγής προς τα μπρος με τις επεκτατικές του τάσεις, προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματά του με μια επέκταση προς τα έξω και μια μετατροπή της κοινωνίας σε ένα τελείως στρατοκρατικό σύστημα.
Αυτό το πράγμα απέτυχε, δηλαδή το σύστημα προς αυτή την τάση έσπασε τα μούτρα του και τα έσπασε και συγκεκριμένα. Το πρώτο φυσικά είναι η Πολωνία, όπου με τα γεγονότα που έγιναν το διάστημα ’79- ’81 με την Αλληλεγγύη, φάνηκε καθαρά ότι όλος ο κόσμος σ’ αυτές τις χώρες, τουλάχιστον στις δορυφόρες χώρες –ας πούμε- ήταν απολύτως εναντίον του καθεστώτος, αλλά όπου οι Ρώσοι δεν τόλμησαν να κάνουν μια στρατιωτική επέμβαση. Την έκαναν έμμεσα μ’ αυτή τη μαριονέτα το Γιαρουζέλσκι, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να επιβληθεί· για δεύτερη φορά, έσπασαν τα μούτρα τους στο Αφγανιστάν.
Από εκείνη τη στιγμή ασφαλώς δημιουργήθηκε μια κρίση μέσα στην ίδια τη γραφειοκρατία και με το γεγονός επίσης ότι άρχισε αυτός ο επανεξοπλισμός ο δυτικός και που ασφαλώς τα διευθύνοντα στρώματα βρέθηκαν μπρος στο δίλημμα αν θα συνεχίσουν τον ανταγωνισμό μέσα σε μία κατάσταση όπου η οικονομία ήταν σε φρικτά χάλια και η τεχνική του επίσης. Διότι όσο και να ‘ναι, είχανε κατορθώσει να είναι στο ίδιο επίπεδο και πιο οπλισμένοι από τους Αμερικάνους, θυσιάζοντας όλο το υπόλοιπο της οικονομίας, παίρνοντας την αφρόκρεμα από τους μηχανικούς, τους τεχνικούς, τους επιστήμονες και ρίχνοντάς τους στην στρατιωτική παραγωγή. Αυτό το πράγμα προφανώς έφτασε σε ορισμένα όρια.
Αυτό που δημιουργεί ένα ερωτηματικό στο οποίο εγώ δεν έχω απαντήσει πώς έχει η κατάσταση, είναι το πώς μπόρεσε μέσα από το γραφειοκρατικό στρώμα να βγει αυτή η ομάδα Γκορμπατσόφ και πώς μπόρεσε ο Γκορμπατσόφ να ανέλθει με τις κάποιες ιδέες που θα είχε οπωσδήποτε.
Πέρα από κει, αυτό που άρχισε ήταν μία τελείως άλλη διαδικασία, δηλαδή μετά από μια πρώτη περίοδο, όπου κανένας δεν φάνηκε να αντιδράει αρνητικά ή φάνηκε να πιστεύει ότι πράγματι κάτι είχε αλλάξει το ουσιαστικό, ξέσπασε η αντίδραση των λαών που ήταν πιεσμένοι τόσον καιρό και είδαμε αυτά που είδαμε στην Πολωνία, στην Α. Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία και ακόμη και στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία, τουλάχιστον στην Κροατία και στη Σλοβενία. Αυτό είναι το ένα.
Το άλλο βέβαια είναι αυτή η καταπληκτική, τουλάχιστον στην Πολωνία, στην Α. Γερμανία και στην Τσεχοσλοβακία, δραστηριότητα που αναπτύχθηκε και οι μορφές που πήρε το φθινόπωρο (σ.τ.ε. φθινόπωρο του 1989) αυτή η ‘αναίμακτη επανάσταση’ που ήταν κάτι πάρα πολύ σπουδαίο και εντυπωσιακό.
Από την άλλη μεριά –και εκεί είναι το βάρος της ερώτησής σας, νομίζω- υπάρχει ασφαλώς κατά τη γνώμη μου μια πολύ αρνητική διάσταση, δηλαδή αυτή η ‘επανάσταση’ –ας το πούμε έτσι- έμεινε καθαρά περιορισμένη στον αντιτυραννικό, αντιολοκληρωτικό της χαρακτήρα και σε καμιά στιγμή δεν πήγε παρακάτωΔηλαδή ούτε όργανα συλλογικά, αυτόνομα δημιουργήθηκαν, ούτε συμβούλια, ούτε σοβιέτ με την παλιά έννοια, ούτε νέες μορφές, απολύτως τίποτα. Απλώς αυτοί οι άνθρωποι θέλανε να φύγει αυτός ο κομμουνιστικός μηχανισμός από τη δικτατορική και ολοκληρωτική εξουσία, την οποία κατείχε.
Και εγώ νομίζω ότι η αρνητική αυτή πλευρά πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Δηλαδή νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μια εκ των προτέρων σαγήνευση, γοητεία του δυτικού συστήματος.  Δεν είναι απλώς ότι θέλουν χάμπουργκερ. Τα πάντα συμβαίνουν ως εάν ήθελαν να γίνει αυτό που έχει γίνει κατά ένα μεγάλο μέρος στη Δύση.
Δηλαδή : η ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, η απάθεια, ο κυνισμός ήρθαν σαν αποτέλεσμα μιας ορισμένης εξέλιξης του καπιταλισμού και βέβαια από τη στιγμή που ήρθαν γίνανε συνθήκη.
 Για να συνεχιστεί αυτό το πράγμα υπάρχει ένας κύκλος στον οποίο τα πάντα στηρίζουν τα μεν τα δε, οι άνθρωποι κάθονται φρόνιμοι και καταναλώνουν και αποχαυνώνονται μπρος στην τηλεόραση, το σύστημα λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί και μπορεί να δίνει και μια δεύτερη τηλεόραση και οι άνθρωποι αποχαυνώνονται ακόμη περισσότερο.
Αυτή η κατάσταση στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας των ανθρώπων υπάρχει στις ανατολικές χώρες πριν υπάρξουν οι προϋποθέσεις. Δηλαδή από τη στιγμή κατά την οποία έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς όλα συμβαίνουν ως εάν τους ανθρώπους να τους ενδιέφερε ένα και μόνο πράγμα, δηλαδή το πώς θα μπορέσουν να μπούνε σ’ αυτή την κατάσταση, να έχει ο καθένας το αυτοκίνητό του, της τηλεόραση, τα τζιν του κ.α.
Το ζήτημα είναι βέβαια ,από την άποψη την πραγματιστική, αν αυτό το πράγμα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δηλαδή, ο καπιταλισμός ο δυτικός κατορθώνει ως τώρα να απαντήσει στο κοινωνικό πρόβλημα με άρτον και θεάματα. Εκεί, άρτος δεν υπάρχει. Ο άρτος με την σύγχρονη έννοια, διότι ο άρτος σήμερα δεν είναι απλά ‘το ψωμί’, αλλά όλα αυτά τα λεγόμενα καταναλωτικά αγαθά.
Από αυτή την άποψη η κατάσταση μου φαίνεται πολύ σκοτεινή, εκτός ίσως από την Τσεχοσλοβακία, που μπορεί να υπάρξει μια εξέλιξη προς ένα ψευτοκοινοβουλευτισμό ή κοινοβουλευτισμό με μια σχετική αναδιοργάνωση της οικονομίας πάνω στο καπιταλιστικό μοντέλο. Στις άλλες χώρες μου φαίνεται πάρα πολύ σκοτεινή η κατάσταση.
Και ακόμα περισσότερο στην ίδια τη Ρωσία. Λοιπόν τώρα τι θα γίνει πάνω σ’ αυτό, δηλαδή αν π.χ. στην τέως Σοβιετική Ένωση με την αδυνατότητα για τους διευθύνοντες κύκλους  -είτε ο Γκορμπατσόφ είναι, είτε ο Γέλτσιν είναι- να δώσουν μία ‘λύση’ στα προβλήματα, αν πάνω εκεί θα σπάσει κάπου η διαδικασία, θα προσπαθήσουν οι άνθρωποι να κάνουν κάτι, αυτό δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς.
Υπάρχουν από τη μία μεριά μερικά σημεία, όπως πέρσι το καλοκαίρι στην απεργία τους οι ανθρακωρύχοι είχαν αιτήματα καθαρά πολιτικά και φέτος πάλι όταν ξανάγιναν απεργίες υπήρχαν αιτήματα καθαρά πολιτικά.
Από τη άλλη μεριά, έχει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάος και μια τεράστια κοινωνική αποσύνθεση, δηλαδή είναι σαν σε κάποιο βαθμό αυτά τα 70 χρόνια του φρικτού ολοκληρωτισμού να έχουν καταστρέψει το κοινωνικό υφάδι κατά κάποιον τρόπο. Και δεν έχει νόημα να κάνει κανείς προβλέψεις, ούτε τίποτα τέτοια.
Ε.Ν. : Μιας και αναφέραμε την πτώση του μαρξισμού, θα θέλαμε να δώσετε τη δική σας άποψη για τη συμβολή των αναρχικών, τόσο σε επίπεδο απόψεων, ήδη από την Α’ Διεθνή με την πάλη Μαρξ και Μπακούνιν, όσο και σε επίπεδο προτάσεων, με την ισπανική επανάστασης από τη μια και το μπολσεβικισμό από την άλλη. Συμμερίζεστε την ιστορική δικαίωση του Μπακούνιν και των αναρχικών, έναντι του Μαρξ και των μαρξιστών, επιχειρώντας μια τέτοιου είδους αντιπαραβολή;
Κ.Κ : Εγώ δεν θα ήθελαν να μπω στη διαδικασία ενός ιστορικού δικαστηρίου μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο και ουσιαστικό μέρος από τις κριτικές των αναρχικών εναντίον των μαρξιστών και του μαρξιστικού ρεύματος ήταν πολύ σωστές και άγγιζαν πολύ βαθιά σημεία σχετικά με το μαρξισμό.
Υπήρξαν επίσης από την αναρχική πλευρά, αφήνω το πρόσωπο του ίδιου του Μπακούνιν, για το οποίο μπορεί να γίνει πολύ συζήτηση, πράγματα τα οποία και αυτά επιδέχονται κριτική, π.χ. η στάση της CNT στην Ισπανία στον εμφύλιο πόλεμο, ήταν περίπου σαν τη στάση όλων των άλλων λεγόμενων εργατικών οργανώσεων και εργατικών κομμάτων. Εγώ νομίζω ότι θα έπρεπε να ξεπεράσουμε αυτές τις αντιμαχίες, τις κριτικές, κλπ.
Εγώ ήμουν μαρξιστής. Έχω πάψει να είμαι μαρξιστής εδώ και 25 χρόνια τουλάχιστον.
Εγώ θα έλεγα δύο πράγματα σχετικά με τον αναρχισμό, για να τα πούμε καθαρά και σταράτα.
Το ένα είναι το γεγονός ότι όλη η θεωρητική πλευρά, μπορεί να πει κανείς, ήταν κάπως ατροφική μες στο αναρχικό κίνημα. Όχι ότι μετά το Μαρξ το μαρξιστικό κίνημα απ’ αυτή την πλευρά αναπτύχθηκε πολύ. Γιατί ήταν ταλμουδική ερμηνεία της Βίβλου, η τάδε παράγραφος του Ά τόμου του Κεφαλαίου σε αντιπαράθεση με την τρίτη παράγραφο του Κεφαλαίου και γράφονταν τόμοι ολόκληροι εκεί πέρα πάνω, οι οποίοι δεν είχαν κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και κανένα ενδιαφέρον. Αλλά νομίζω ότι υπήρχε πάντοτε στον αναρχισμό μια τάση προς την υποτίμηση της θεωρητικής διαύγασης των πραγμάτων.
Και το δεύτερο, που είναι ίσως και το πιο σημαντικό –δεν ξέρω κατά πόσο είναι σημαντικό στα πράγματα- είναι ζήτημα λέξεων. Νομίζω υπάρχει ένα θέμα, στο οποίο και ο Μαρξ και ο μαρξισμός και ο αναρχισμός είχαν μια τεράστια αυταπάτη, με μια ορισμένη έννοια, η οποία ήταν βλαβερή και ανώφελη αντίστοιχα. Αυτή η αυταπάτη σχετίζεται με το θέμα της εξουσίας.
Εγώ νομίζω ότι μια ελεύθερη αυτόνομη δημοκρατική –με την πραγματική έννοια- κοινωνία, είναι μια κοινωνία στην οποία κατά κάποιο τρόπο υπάρχει μια εξουσία. Τα εργατικά συμβούλια, αν πάρουμε αυτό το πράγμα, είτε συμβούλια τοπικά των κατοίκων, ασκούν μια εξουσία. Το ότι η εξουσία αυτή δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο, τους ίδιους σκοπούς, τον ίδιο χαρακτήρα, ότι δεν είναι χωρισμένη από την κοινωνία, αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά ασκούν μια εξουσία, αν παρθούν αποφάσεις κατά πλειοψηφία· αυτές οι αποφάσεις πρέπει να εκτελεστούν. Αυτό είναι μια εξουσία.
Το ζήτημα είναι εν τέλει ποια φιλοσοφία του ανθρώπου υπάρχει πίσω απ’ όλα αυτά τα πράγματα;
Εγώ δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ένα πανάγαθο ον που το έχουν διαφθείρει τα κοινωνικά συστήματα. Αυτή η αντίληψη μου φαίνεται τελείως ανόητη.
Διότι αν ήταν πανάγαθο ον, από πού βγήκαν αυτά τα κοινωνικά συστήματα; Και πώς στάθηκαν επί 10.000 χρόνια μές στη ζωή –ή τουλάχιστον 5.000. χρόνια με το τέλος της νεολιθικής εποχής, όπου έχουμε μία έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή ασυμμετρική διαίρεση της κοινωνίας και ανταγωνιστική διαίρεση της κοινωνίας με κυρίαρχους και κυριαρχούμενους;
Αυτό σημαίνει ότι μια αυτόνομη κοινωνία πρέπει να αναθρέψει τις καινούργιες γενεές και εκεί παίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης, στο να γίνουν αυτόνομοι άνθρωποι. Δηλαδή, αν τους αφήσει κανείς μες στα χωράφια δεν πρόκειται να γίνουν αυτόνομοι άνθρωποι, ούτε πρόκειται να αγαπάν ο ένας τον άλλο, ούτε θα λύνουν δημοκρατικά τα θέματά τους.
Πρέπει να εκπαιδευθούν μέσα σε μια δημοκρατική κατεύθυνση, την κατεύθυνση του σεβασμού της γνώμης των άλλων, της υπευθυνότητας, του αυτοστοχασμού, του ότι δεν είναι έτσι επειδή το είπε ο μεγάλος ή ο γέρος ή αυτός που έχει ήδη εκλεγεί, ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη σωστό επειδή το λέει.
Όλα αυτά είναι κοινωνικές λειτουργίες. Όλα αυτά πρέπει να αποφασιστούν και από τη στιγμή κατά την οποία αποφασίζονται πρέπει να εκτελεστούν. Αυτό να μην το ξεχνάμε.
Αυτό είναι μια αντινομία η οποία είναι λεπτή και πάει μακριά από την φιλοσοφική άποψη. Δηλαδή μιλάμε για αυτονομία των ατόμων, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας είναι αυτό που είναι, γιατί έχει εσωτερικεύσει ένα σωρό κοινωνικές ιδέες, παραστάσεις κλπ. Το ζήτημα είναι ποιες κοινωνικές ιδέες και παραστάσεις εσωτερικεύει, π.χ. αυτή τη στιγμή στο Ιράκ ή στο Ιράν, αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι ήταν ή και είναι έτοιμοι να σκοτωθούν για τη δόξα του Αλλάχ έχουν εσωτερικεύσει αυτό το πράγμα. Είναι τελείως ετερόνομοι βέβαια.
Αλλά ούτως ή άλλως, οι άνθρωποι που θα μεγαλώσουν σε μια κοινωνία δεν μπορούν παρά να εσωτερικεύσουν ορισμένα πράγματα που τους επιβάλλει η κοινωνία κατά κάποιον τρόπο. Μια εξουσία την οποία κανείς ποτέ δεν μπορεί να εξαλείψει. Εκτός αν πιστεύει ακόμη μια φορά ότι θα γεννάμε τα παιδιά και θα τα στέλνουμε σε ωραία μέρη των τροπικών νήσων που θα ‘χουνε μπανάνες στα δέντρα και τα παιδιά αυτά θα μεγαλώνουνε και θα γίνονται ωραίοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, το οποίο εγώ θεωρώ ότι είναι σαχλαμάρα και ούτε συζητείται.
Λοιπόν, από τι στιγμή εκείνη ποιος αποφασίζει για την εκπαίδευση; Και τι σημαίνει εκπαίδευση των ανθρώπων; Δεν μιλάω για την εκπαίδευση με την στενή έννοια. Ό,τι γίνεται μέσα σε μία κοινωνία είναι εκπαίδευση των καινούργιων ιδεών. Και αυτό το βλέπουμε σήμερα σε τρομερό βαθμό και φρικτό και απαίσιο με την τηλεόραση.
Ήδη σήμερα η εκπαίδευση των ανθρώπων κατά 99% δεν γίνεται πλέον στα σχολεία. Γίνεται στην τηλεόραση. Και αν έχεις ένα παιδί και δεν θέλεις να αγοράσεις τηλεόραση για να μην υφίσταται αυτό το πράγμα και το στέλνεις στο σχολείο, έρχεται το παιδί από το σχολείο και κουβαλάει μαζί του όλη την τηλεοπτική δήθεν κουλτούρα και σου μιλάει για τον τάδε και την τάδε και έχει όλα τα σλόγκαν της τηλεόρασης και των διαφημίσεων. Αυτό είναι μία κοινωνική λειτουργία, η οποία διαμορφώνει το παιδί. Ποιος θα αποφασίζει; Δεν πρέπει να αποφασίζουμε γι’ αυτά τα πράγματα;
Ε.Ν. : Πάνω στο σημείο της απόφασης ήταν το κεντρικό σημείο…
Κ.Κ. : Το ζήτημα της απόφασης και το ζήτημα της εφαρμογής της απόφασης….
Ε.Ν. : Και η διχογνωμία ήταν όσον αφορά την πλειοψηφία και τη μειοψηφία, δηλαδή πώς και κατά ποιον τρόπο μπορεί να υπαχθεί η μειοψηφία στην πλειοψηφία και εν τέλει αν αυτό είναι δίκαιο ή άδικο.
Κ.Κ. : Εγώ νομίζω- και νομίζω θα συμφωνήσουμε σ’ αυτό αν αρχίσουμε από χοντρά παραδείγματα- δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία, αν δεν υπάρχει βασική συμφωνία πάνω σ’ ένα μίνιμουμ κανόνων.
Θα πάρω ένα ‘χονδρό και ανόητο’ παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μία μειοψηφία η οποία λέει ότι εμείς θέλουμε να είμαστε κυνηγοί κεφαλών. Αλλά εμείς δεν δεχόμαστε να υπάρχει μια ομάδα κυνηγών κεφαλών μες στην κοινωνία. τώρα αν είμαστε πολύ πλούσιοι και υπάρχουν μεγάλα νησιά του Ειρηνικού ακατοίκητα, τους λέμε πηγαίνετε εκεί πέρα και φτιάξτε την κοινωνία σας κυνηγών κεφαλών· ανάμεσα μας δεν μπορεί να υπάρχουν κυνηγοί κεφαλών.
Αυτό είναι χονδρό παράδειγμα. Απ’ την άλλη μεριά το να επιβάλλεις στον καθένα τι φαΐ θα τρώει είναι εξίσου εξωφρενικό στην άλλη άκρη. Λοιπόν, υπάρχει ένα σημείο που μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να το καθορίσει, του ως ποιο βαθμό δηλαδή μειονότητες, ομάδες, τοπικές οργανώσεις κλπ., μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιες και σε ποιο βαθμό χρειάζεται μια γενικότερη απόφαση.
Βλέπουμε π.χ. σήμερα ότι το οικολογικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται καν σοβαρή συζήτηση παρά σε πλανητική κλίμακα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι, εντάξει, η μειοψηφία θέλει π.χ. αυτοκίνητα που μολύνουν και δεν μπορεί κανείς να επέμβει στα δικαιώματά της. Δεν θα πει τίποτα αυτό το πράγμα. Δηλαδή, αν πρόκειται να λυθεί αυτό το ζήτημα, πρέπει να παρθούν αποφάσεις που να είναι υποχρεωτικές για όλους τους κατοίκους του πλανήτη.
Αυτό είναι ένα θέμα. Υπάρχουν επίσης ένα σωρό άλλα θέματα και υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ ότι τα φανταζόμαστε σήμερα, θέματα στα οποία δεν χρειάζεται καμία κεντρική απόφαση και το γεγονός ότι σήμερα στην κοινωνία παίρνονται κεντρικές αποφάσεις είναι απλώς και μόνο το αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ή του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, για να επιβάλει ομοιόμορφα πράγματα.
Ακόμα και στην εκπαίδευση, από την πλευρά των διδασκόμενων υλών –θα πω αστεία παραδείγματα- διδάσκεται υποχρεωτικά μια δεύτερη ή μια τρίτη γλώσσα. Γιατί πρέπει να αποφασίζεται από την Αθήνα ή από το Παρίσι ή από την Ουάσιγκτον ποια θα είναι αυτή η γλώσσα; Δηλαδή οι κάτοικοι του νομού Κοζάνης αν θέλουν τα παιδιά τους να μαθαίνουν φιλανδικά ως δεύτερη γλώσσα, ας μάθουν φιλανδικά.
Υπάρχουν ένα σωρό βαθμοί σ’ αυτό το πράγμα, αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορεί να νοηθεί κοινωνία χωρίς ένα μίνιμουμ θεσμών που είναι αποδεκτοί από όλους και που είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικοί και χωρίς διαδικασίες μέσα στις οποίες παίρνονται αποφάσεις, οι οποίες είναι υποχρεωτικές για το σύνολο.
Ποιο είναι το σημείο στο οποίο ορίζουμε ως πού η μειοψηφία πρέπει να εφαρμόζει τις απόψεις της, σε ποια θέματα, σε ποια πεδία πάνω μπορεί ο καθένας, η κάθε ομάδα να κάνει ό,τι θέλει, αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, στο οποίο δεν μπορούμε να απαντήσουμε εκ των προτέρων.
Και πρέπει επίσης να απαλλαγούμε από την ιδέα ότι υπάρχει αυτόματη λύση για τα προβλήματα, δηλαδή μια αυτόνομη κοινωνία είναι μία κοινωνία στην οποία για τα προβλήματα που μπαίνουν μπορούν να παρθούν λανθασμένες αποφάσεις, στην οποία υπάρχουν ρίσκα και κίνδυνοι από όλες τις μεριές.
Αλλά αυτό θα πει ελευθερία και αυτονομία. Δηλαδή, αν ήμουν πιστός του Κορανίου ή του Ευαγγελίου πραγματικός, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα στη ζωή μου. Γιατί υποτίθεται ότι ξέρω κάθε φορά τι πρέπει να κάνω. Ή να ανοίξω το κιτάπι ή να ρωτήσω τον παπά ή το μουφτή.
Επειδή νομίζω ότι είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, έχω συνεχώς προβλήματα στη ζωή μου. Τι να κάνω με τούτο, τι να κάνω με εκείνο. Κι αυτό θα πει ελευθερία.
Ε.Ν. : Για να κλείσουμε αυτό τον κύκλο των ερωτήσεων που είχαν τη βάση τους στις εξελίξεις στην Ανατ. Ευρώπη, στο βιβλίο σας ‘Μπροστά στον πόλεμο’ θεωρούσατε αδύνατη κάθε μεταρρύθμιση στο σοβιετικό μοντέλο. Έχοντας δεδομένη μια παλιά δήλωσή σας, ότι παραδέχεστε πως κάνατε λάθος –αν το λέω σωστά- , αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και κάποια αλλαγή στη θεώρησή σας για τον κόσμο και πού εντοπίζετε αυτό το λάθος;
Κ.Κ. : Όχι, δεν συμβαίνει καμία αλλαγή. Και όσο για το ‘λάθος’, ίσως άσχημα εκφράστηκα, γιατί νομίζω ότι πράγματι το είπα κάποτε αυτό. Λάθος είχα κάνει με την έννοια ότι δεν μπορούσε να αλλάξει αυτό το πράγμα.
Αλλά η εκτίμηση ότι το ρωσικό καθεστώς δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί, κατά τη γνώμη μου είναι απολύτως σωστή. Διότι δεν μεταρρυθμίστηκε το καθεστώς. Είτε κατέρρευσε, όπως στις ανατολικές χώρες, είτε βρίσκεται σε μια χαώδη κατάσταση, όπως συμβαίνει στη Ρωσία. Δηλαδή δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση του κομμουνισμού. Είναι η κατάρρευση του κομμουνισμού και η αντικατάστασή του από ένα οιονεί δυτικό καθεστώς. Τι θα γίνει στη Ρωσία είναι άλλη υπόθεση, αλλά και εκεί δεν πρόκειται να γίνει μεταρρύθμιση.
Στο σημείο πάνω στο οποίο έκανα λάθος ήταν η δυνατότητα –αυτό που λέγαμε πριν- να παρουσιαστεί μέσα απ’ τη γραφειοκρατία μια ομάδα που να θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Σ’ αυτό έκανα λάθος· δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά αυτό δεν έχει αλλάξει καθόλου τη θεώρησή μου, ούτε της κοινωνίας, ούτε του κόσμου.
Ε.Ν. : Παραμένει όμως  παράλληλα όπως είπατε η Σοβιετική Ένωση σαν η πρώτη υποψήφια για την κοινωνική επανάσταση;
Κ.Κ. : Αυτό κατά κάποιο τρόπο το βλέπουμε. Τώρα, αν θα γίνει αυτή η επανάσταση, είναι αυτό που λέγαμε πριν : δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς.
Ε.Ν. : Κι αυτό σας το αντιδιαστέλλουμε με την ανάπτυξη των εθνικιστικών κινημάτων, που εμφανίζονται με κάποια καθυστέρηση στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Κ.Κ. : Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία, ο ένας από τους κινδύνους, μπορεί να πει κανείς. Ο άλλος είναι ακριβώς αυτό που λέγαμε πριν, η εκ των προτέρων απορρόφηση των πληθυσμών εκεί πέρα από το δυτικό μοντέλο.
Ε.Ν. : Ας μπούμε σ’ ένα δεύτερο σκέλος. Ανάμεσα στο πρόταγμα της αυτονομίας, της ριζικής επανάστασης, της ‘αδιάκοπης αυτοστοχαστικής δραστηριότητας της σκέψης’ –όπως την ονοματίζετε- και στο πρόταγμα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού του συστήματος με τεχνο- επιστημονικούς όρους, αναδύθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική, ο εναλλακτισμός και το οικολογικό κίνημα.
Το ιδεολογικό κενό που άφησε τόσο ο μαρξισμός και που κατά μία έννοια το δημιούργησε μέσα απ’ την αντιφατικότητά του, όσο και η κρίση των πολιτικών κομμάτων, επιχείρησαν και επιχειρούν να το καλύψουν οι Εναλλακτικοί και οι Πράσινοι. Με δεδομένο ότι ο πυρήνας αυτού του κινήματος, έτσι όπως πρακτικά εμφανίζεται, είναι φυσιοκεντρικός, με την έννοια ότι το κέντρο του προβληματισμού είναι το τι συμβαίνει στη φύση, το βλέπουμε να ταλανίζεται ανάμεσα στα ερωτήματα: τι είναι φύση; Τι είναι άνθρωπος; Ποια σύζευξη υπάρχει ανάμεσά τους; Και ουκ ολίγες φορές παραπαίει ανάμεσα στο περιβάλλον και στην πολιτική, ανάμεσα στις αντιπυρηνικές εκδηλώσεις και στις κοινοβουλευτικές επερωτήσεις.
Αν τώρα μέσα στην πανσπερμία των κοινωνικών ρόλων και θέσεων των Οικολόγων και των Εναλλακτικών, αν πούμε για επιχειρηματίες, για φοιτητές, διανοούμενους και σε μικρότερη κλίμακα για εργάτες κλπ, προσθέσουμε και την ιδεολογική πανσπερμία, η οποία εδώ στην Ελλάδα συνίσταται από αντιεξουσιαστές, μαρξιστές, αντικαπνιστές κλπ, τα πράγματα περιπλέκονται και αντιφάσκουν ακόμα περισσότερο.
Μπορούμε όμως να διακρίνουμε και έναν άλλο πυρήνα στη σκέψη αυτού του κινήματος, μέσα στον οποίο διάφοροι μαρξιστές και αντιεξουσιαστές βρίσκουν καταφύγιο. Η επαλήθευση της μαρξιστικής τελεολογίας για την Ιστορία, συμπυκνωμένη στην ‘αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων’ παραχωρεί τη θέση της σήμερα σε μια νέα ιστορική τελεολογία, συμπυκνωμένη μέσα στην ‘αντίφαση της οικονομίας και του περιβάλλοντος’. Έτσι στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί που πριν μερικά χρόνια περίμεναν τη νομοτελειακή αλλαγή της κοινωνίας μέσα από την οικονομική κατάρρευση του συστήματος, σήμερα την περιμένουν μέσα από την οικολογική.
Εν τέλει, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τέτοιου είδους κινήσεις, όταν αυτές εξαντλούνται σε εκλογικές αναμετρήσεις, ανάγοντας την ήπια επέμβαση στη φύση σε ήπια αντιπολίτευση, την ειρηνική συνύπαρξη με το περιβάλλον σε ειρηνική συνύπαρξη με τους θεσμούς του συστήματος;
Το φαινόμενο Κον- Μπεντίτ, με τον οποίο βγάλατε ένα κοινό βιβλίο, που σήμερα είναι δήμαρχος της Φρανκφούρτης, είναι παρέκκλιση αυτού του κινήματος ή το εσχατολογικό αποτέλεσμα της εναλλακτικής πρακτικής;
Κ.Κ. Εγώ δεν είχα ποτέ κανένα ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό για τους οικολόγους και για το οικολογικό κίνημα, γιατί κάπου δεν τους θεωρούσα αυτό που ονομάζετε πανσπερμία. Τους θεωρούσα πολύ συγκεχυμένους σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση του προβλήματος, δηλαδή το γεγονός ότι όσο υπάρχουν αυτοί οι κοινωνικοί θεσμοί και αυτοί οι κοινωνικοί μηχανισμοί, είναι γελοίο να συζητάμε για άλλες σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι –όπως το ‘καναν άλλοτε οι μαρξιστές και ιδίως οι κομμουνιστές- μπορούμε να λέμε ότι άμα γίνει επανάσταση όλα θα λυθούν, όπως και το γυναικείο ζήτημα θα λυθεί, αν θα γίνει επανάσταση κ.ο.κ. Σημαίνει ότι το πρόβλημα αυτό είναι ένα κεντρικό πρόβλημα. Αλλά είναι αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου κοινωνικού και ιστορικού προβλήματος και εδώ πλέον μπαίνει το άλλο θέμα.
Καλά, οι κοινοβουλευτικές απασχολήσεις των οικολόγων κατά τη γνώμη μου δεν αξίζουν κάποια σοβαρή συζήτηση. Διότι δεν είναι δυνατόν πάνω στο οικολογικό να ξεχάσουμε ό,τι έχουμε πει –και που μένει σωστό- για την κοινοβουλευτική δήθεν δημοκρατία, για τον αποκριάτικο χαρακτήρα της δήθεν αντιπροσώπευσης του λαού κλπ. Είναι αστεία πράγματα.
Αλλά εκείνο στο οποίο νομίζω ότι θα ‘πρεπε να επιμείνει κανείς, είναι το εξής: ότι πράγματι το οικολογικό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα του περιβάλλοντος, αντικειμενικά έχει φτάσει σε ένα πάρα πολύ κρίσιμο σημείο· δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κι αυτό το σημείο πραγματικά συγκαλύπτεται και αποκρύπτεται από τις κυβερνήσεις. Τελευταία ακόμη, υπήρξε μια έκθεση μια επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών από επίσημους αντιπροσώπους των κρατών, η οποία στα δύο πρώτα της μέρη ήταν τρομερά απαισιόδοξη για την εξέλιξη του περιβάλλοντος. Πηγαίνουμε, βαδίζουμε ολοταχώς προς Αποκαλυπτική καταστροφή. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Και στο τρίτο της μέρος αυτή η έκθεση, όπου έπρεπε να πει τι θα έπρεπε να γίνει –όχι ότι είχαν εξουσία αυτοί να αποφασίσουν τίποτε, αλλά απλώς να πουν στις κυβερνήσεις: να κάνετε αυτά- δεν λέγανε τίποτε.
Διότι τα πρακτικά μέτρα τα οποία πρέπει να παρθούν, σημαίνουν πραγματικά ανατροπή του σημερινού τρόπου ζωής. Δηλαδή το σύστημα το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι, άντε πάρτε αυτοκίνητα, άντε πάρτε τηλεοράσεις, άντε κάντε τούτο κλπ, είναι ασυμβίβαστο με την προστασία του περιβάλλοντος.
Και ιδίως αν έχει κανείς την ιδέα ότι το πρόβλημα του Τρίτου Κόσμου θα λυθεί με το γεγονός ότι σιγά σιγά αυτές οι χώρες θα εξελιχτούν προς κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και φιλελεύθερες οικονομίες. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι για να γίνει αυτό το πράγμα θα πρέπει να επεκταθεί το οικονομικό σύστημα της Δύσης, η κατανάλωση ενέργειας, η κατανάλωση πρώτων υλών, κτλ, γίνεται πλέον ένας εφιάλτης καταπληκτικός.
Αντικειμενικά το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό. Αλλά αν το πάρει κανείς με τη μορφή που του δίνετε ή που λένε ότι του δίνουν οι οικολόγοι, δηλαδή ότι αντικαταστήσανε την κρίση του καπιταλισμού, που θα προερχόταν από τη δήθεν αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, με την κρίση που θα επέλθει από την αντίφαση μεταξύ οικονομίας και περιβάλλοντος, αυτό είναι τελείως εσφαλμένο.
Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν υπάρξει μια τεράστια οικολογική κρίση, μια περιβαλλοντική καταστροφή, αν οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να αντιδράσουν, μια φασιστική λύση είναι εξίσου πιθανή, όσο και μια άλλη. Όπως το ‘χουν γράψει και οι μυθιστοριογράφοι των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, αν έχετε διαβάσει. Γίνεται μια περιβαλλοντική καταστροφή και η κυβέρνηση λέει ‘παίρνουμε όλες τις εξουσίες και εφεξής θα κάνετε τούτο, θα κάνετε τ’ άλλο, θα έχετε 5 λίτρα βενζίνη το μήνα και 3 λίτρα καθαρό αέρα’ και τελείωσε η υπόθεση. Δηλαδή η κρίση η περιβαλλοντική μπορεί να οδηγήσει στο ένα ή στο άλλο.
Ε.Ν. : Σαν το αυγό του φιδιού;
Κ.Κ. : Ακριβώς. Πάντως εγώ πολύ σοβαρά πιστεύω ότι η κρίση η περιβαλλοντική, δείχνει όχι μια αντίφαση ανάμεσα στην οικονομία και τη φύση, αλλά πόσο το καπιταλιστικό φαντασιακό όχι απλώς οδηγεί στην καταστροφή, αλλά είναι πράγματι ένα είδος περιόδου τρέλας της ανθρωπότητας.
Δηλαδή αυτή η απεριόριστη επέκταση και η κατάκτηση της φύσης και η καπιταλιστική ανάπτυξη η οποία δεν είναι ανάπτυξη –τι ανάπτυξη, αυτή η ψωροανάπτυξη- είναι πραγματικά ένα είδος περιόδου συλλογικής τρέλας της ανθρωπότητας.
Και το δράμα, κυρίως από την πολιτική άποψη –και αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να τα λέμε- είναι ο βαθμός στον οποίο ο κόσμος, οι άνθρωποι, ο κοσμάκης, οι λαοί συμμετέχουν σ’ αυτό το πράγμα.
Διότι ,αν πει κανείς στον κόσμο σήμερα ότι, για να λυθούν αυτά τα ζητήματα θα πρέπει εφεξής να συμπεριφερόμαστε πάνω στη γη σαν ένας σώφρων πάτερ φαμίλιας και θα πρέπει να σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις των ενεργειών μας και να κάνουμε οικονομία και κατ’ ουσίαν θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να επανέλθουμε στο επίπεδο ζωής των πλουσίων χωρών του 1930 ή του 1920, θα τον λυντσάρουν οι άνθρωποι.
Και νομίζω ότι αυτό στην Ελλάδα το βλέπει κανείς περισσότερο απ’ ότι σε άλλες χώρες.
Ε.Ν. : Ας έλθουμε τώρα στον δυτικό κόσμο. Με την παρέμβασή σας που έγινε τον Φεβρουάριο του 1989 κάνατε μια έντονη κριτική στην σύγχρονη επιστήμη.
Διαπιστώνουμε ότι η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη βρίσκεται στην υπηρεσία του συστήματος, το οποίο σύστημα τείνει να χωρίσει την κοινωνία σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες· σ’ αυτούς που κατέχουν τη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη και σ’ αυτούς που δεν έχουν καμία επαφή –κατά κάποιον τρόπο- μαζί της. Και αυτό το βλέπουμε μέσα από τις δυνατότητες της πληροφορικής, αλλά και τον τρόπο που αυτή αναπτύσσεται και την κοινωνική σχέση που έχει με τις πλατιές μάζες η κύρια παραγωγή της πληροφορικής.
Παρατηρούμε ταυτόχρονα την περιθωριοποίηση της παλιάς εργατικής δύναμης, σε βάρος της οποίας αναπτύσσονται οι υπηρεσίες. Βλέπουμε δηλαδή ταυτόχρονα ότι αυτόν τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, που επικαλούταν ο Μαρξ, η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού τον καταρρίπτει. Η μετατροπή τώρα του χρηματιστικού κεφαλαίου σε διανοητικό κεφάλαιο αλλάζει την παγκόσμια οικονομία, τους προσανατολισμούς της παγκόσμιας οικονομίας.
Ποιες είναι οι εσωτερικές τάσεις αυτής της αλλαγής, προς τα πού οδεύει δηλαδή το σύστημα αυτό της πληροφορικής, της κυβερνητικής και πώς τίθεται σήμερα η πάλη ενάντια σ’ αυτή την μετατροπή της κοινωνίας σε αποκλεισμένους και σε αυτούς που κατέχουν τη γνώση;
Κ.Κ. : Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα· είναι πολύ δύσκολο να το συζητήσει κανείς. Είναι μερικές διατυπώσεις που χρησιμοποιήσατε, που δεν θα τις έκανα ακριβώς έτσι.
Δεν θα έλεγα π.χ. ότι η τεχνοεπιστήμη είναι στην υπηρεσία του συστήματος. Θα έλεγα ότι είναι μέρος του συστήματος και το ίδιο το σύστημα θα μπορούσε εξίσου να πει κανείς ότι είναι στην υπηρεσία της τεχνοεπιστήμης. Δηλαδή όλα αυτά πάνε μαζί.
Ε.Ν. : Υπάρχει μία αλληλοσυσχέτιση.
Κ.Κ. : Ναι, υπάρχει μια αλληλοσυσχέτιση, μια αλληλεξάρτηση, αλληλεγγύη, αμοιβαίος προσδιορισμός και κατ’ ουσία πρόκειται για τη μορφή που παίρνει σήμερα αυτή η φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού : της απεριόριστης ανάπτυξης και φυσικά της λογικοποίησης των πάντων, του υπολογισμού των πάντων –του δήθεν υπολογισμού, γιατί δίνει αποτελέσματα παράλογα. Αυτό είναι ένα σημείο.
Το άλλο σημείο είναι το εξής: υπάρχει μια διαίρεση της κοινωνίας, όπως λέτε, ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι μέσα σ’ όλο αυτό το κυβερνητικό- πληροφοριακό σύστημα –η μια διάσταση του εν γένει συστήματος- και στους άλλους. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι εκεί πέρα μέσα αποτελούν ένα μπλοκ. Δηλαδή νομίζω ότι η κρίση του συστήματος γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους που είναι εκεί πέρα μέσα, από τους οποίους πολλοί ασκούν κριτική στο σύστημα και θα ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν εναντίον του συστήματος.
Τώρα, το γενικότερο ζήτημα είναι φυσικά το ζήτημα της προοπτικής, δηλαδή προς τα πού μπορεί να πάει αυτή η ιστορία. Και εκεί φυσικά, αν τίποτε άλλο δεν μπορεί να συμβεί, υπάρχει η προοπτική της βαρβαρότητας με μια άλλη μορφή. Πολύ βάσιμα –μπορώ να πω- μπορεί να φανταστεί κανείς τη σημερινή κοινωνία, εξελισσόμενη προς ένα ολοένα μεγαλύτερο έμμεσο έλεγχο, μέσω της ανάπτυξης της κυβερνητικής- πληροφορικής κλπ, και να το συνδυάσει επίσης με το ενδεχόμενο της περιβαλλοντικής καταστροφής που λέγαμε προηγουμένως, για να δει έναν τύπο συστήματος, ο οποίος κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διαχειρίζονταν τα πράγματα, βάζοντας τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και τον καθένα στη θέση του.
Και το άλλο το τεράστιο ζήτημα που τίθεται, είναι φυσικά για μια άλλη ανάπτυξη, μια άλλη εξέλιξη της κοινωνίας, για μια αυτόνομη κοινωνία, για τη συλλογική διαχείριση της οικονομίας, της παραγωγής και ενός σωρού άλλων πραγμάτων.
Το οποίο προϋποθέτει φυσικά την υπέρβαση αυτού που σωστά ονομάσατε διαχωρισμού, ανάμεσα σε μια μάζα ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτά τα πράγματα και σε μια μειοψηφία ασφαλώς, η οποία είναι μέσα και τα χειρίζεται.
 Ε.Ν : Άμα δεχτούμε αυτή την εξέλιξη, εμμένοντας στην πιθανότητα να συνεχιστεί χωρίς διακοπές για 5- 10 δεκαετίες ακόμα, κατά πώς θα είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει η αυτόνομη κοινωνία αυτή τη νέα κατάσταση και κατά πώς θα είναι δυνατό να τη διαχειρισθεί μια κοινωνία που έχει χάσει την επαφή μαζί της;
Κ.Κ : Γι’ αυτό έλεγα πριν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε όλους τους ανθρώπους που είναι μέσα στο κυβερνητικό –με την έννοια της κυβερνητικής (σ.τ.ε. cybernetics), όχι με την έννοια της κυβέρνησης- πληροφοριακό μηχανισμό, σαν ένα  μπλοκ που είναι όλο με τη μεριά του συστήματος, όχι επειδή έτσι το επιθυμούμε, αλλά νομίζω ότι είναι έτσι. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ιδιαίτερα φυσικά στα κατώτερα κλιμάκια…
Ε.Ν. : Ο οποίος θα αποτελέσει μία γέφυρα…
Κ.Κ : Οι οποίοι ασφαλώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη γέφυρα για μια εκ νέου οικειοποίηση από την κοινωνία αυτών των δυνατοτήτων.
Ε.Ν : Και στην προοπτική ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αυτό θα γίνεται όλο και πιο απίθανο;
Κ.Κ : Δεν ξέρω αν είναι έτσι, γιατί εδώ πέρα υπάρχουν αντιφατικές τάσεις.
Βλέπει κανείς για παράδειγμα, τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά νομίζω ακόμα και στην Ελλάδα, παιδάκια ηλικίας 12, 14, 15 χρόνων αρχίζουν και παίζουν με τα μηχανάκια τα υπολογιστικά ή έχουν terminals, τα οποία συνδέονται με ηλεκτρονικούς εγκεφάλους. Δύο τρεις από τις πιο μεγάλες φάρσες που έγιναν στην Αμερική, ήταν αυτές που βάλανε ιούς μέσα στα προγράμματα και ήταν παιδιά 15, 16, 17 ετών. Παίζανε με αυτά για να δουν τι θα γίνει, αν βάλουν έναν ιό μέσα στα προγράμματα.
Υπάρχει δηλαδή ταυτόχρονα και μια διάδοση, όπως υπάρχει μια διάδοση των τεχνικών γνώσεων, όπου οι άνθρωποι ξέρουν να φτιάξουν το αυτοκίνητό τους ή την τηλεόρασή τους.
Ε.Ν : Θα επιμείνουμε σε αυτή την ερώτηση. Παίρνουμε σαν δεδομένο μια συστηματική και ως ένα βαθμό συνειδητή υποβάθμιση της παιδείας που συντελείται κυρίως στα δημόσια σχολεία και στα πανεπιστήμια. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, άμα κοιτάξουμε, υπάρχει μια συστηματική υποβάθμιση.
Πρώτο ερώτημα είναι, κατά πόσο αυτό το φαινόμενο θα οδεύει σε μια χωρίς όρια υποβάθμιση.
Και που συνεπάγεται και το δεύτερο ερώτημα, πως δηλαδή αυτή η γέφυρα, την οποία λέτε, θα ξεπηδήσει μέσα απ’ αυτούς που φεύγουν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, χάνοντας ήδη μια πρώτη επαφή με τις πλατιές μάζες και επιπλέον, όταν γίνονται στελέχη επιχειρήσεων ή τραπεζών πληροφοριών κλπ, χάνουν ακόμη για μια φορά αυτή την επαφή.
Κατά πόσο λοιπόν θα είχε υπόσταση αυτό που λέτε, σε μια τέτοια προοπτική ανάπτυξης;
Κ.Κ. : Σχετικά με την υποβάθμιση, νομίζω ότι εδώ έχουμε την επανάληψη ενός κλασικού φαινομένου του καπιταλισμού.
Τι ήταν δηλαδή όλη η τάση του καπιταλισμού μέσα στην παραγωγή; Ήταν να αφαιρέσει από τον εργάτη κάθε πρωτοβουλία και κάθε ειδίκευση και να την μεταφέρει στο κεφάλαιο, δηλαδή αυτό που λέμε κεφάλαιο, τη μηχανή.  Ώστε να μπορέσει να μειώσει τις δυνατότητες επέμβασης του εργάτη στην παραγωγή και την αντίδραση του εργάτη στην εκμετάλλευση και την ξένωσή του.
Αυτό συνεχώς προσπάθησε να κάνει ο καπιταλισμός στην ιστορία του. Το πέτυχε αυτό το πράγμα; Κατά ένα μεγάλο μέρος απέτυχε στην παραγωγή.
Γιατί χρειάστηκε να βρει τη λύση έξω, στην κατανάλωση. Απέτυχε, γιατί όσο ορισμένα τμήματα της παραγωγής μηχανοποιούταν – αυτοματοποιούταν, αυτό είχε σαν αντίρροπο σε άλλα σημεία της παραγωγής να συναντούσε, και συνάντησε πάντα, δύο εμπόδια.
Το πρώτο ήταν ότι η ίδια η παραγωγή υφίσταται τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της κατάστασης· με τελείως αποξενωμένους εργάτες, αυτό το είδαμε 100 % στη Ρωσία, δεν μπορούσε να δουλέψει το εργοστάσιο.
Τη στιγμή που κάτι σπάει ή κάτι γίνεται, πρέπει ο εργάτης να αναπτύξει μια υπεράνθρωπη πρωτοβουλία εκεί πέρα. Αυτός ο ταπεινός, ο αγράμματος, ο κακοπληρωμένος, έπρεπε να σκιστεί και να βρει μία λύση και την έβρισκε. Συνεπώς ο καπιταλισμός συναντούσε αυτό το πρώτο όριο.
Απ’ την άλλη συναντούσε το όριο, αν μπορώ να το εκφράσω έτσι, ότι όλες αυτές οι ικανότητες και γνώσεις που αφαιρούνταν από τον εργάτη, έπρεπε να μεταφερθούν σε έναν άλλο πόλο. Και αυτός ο πόλος γινότανε η τεχνική οργάνωση του εργοστασίου, οι τεχνικοί μηχανικοί κλπ, οι οποίοι όμως έπαυαν να είναι ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του αφεντικού.  Γινόταν ένα συλλογικό σώμα μέσα στο οποίο οι ίδιες αντιφάσεις ξαναδημιουργούταν.
Λοιπόν, νομίζω ότι κάτι τέτοιο υπάρχει αντίστοιχα σήμερα με την πληροφορική. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να υπάρξει αυτή η υποβάθμιση επ’ άπειρο, διότι αυτή η υποβάθμιση από ένα σημείο και πέρα ανταγωνίζεται τους ίδιους τους σκοπούς του συστήματος, δηλαδή το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι.
Λέτε για παράδειγμα για υποβάθμιση της εκπαίδευσης. Αυτή τη στιγμή  υπάρχει αυτή η αντίφαση στην εκπαίδευση στις δυτικές χώρες. Δηλαδή το σύστημα χρειάζεται ανθρώπους, οι οποίοι να είναι ενός επιπέδου και, στο μέτρο που η εκπαίδευση του δεν τους παράγει, είναι υποχρεωμένο να βρει άλλα μέσα για να τους δημιουργήσει, για να τους εκπαιδεύσει. Συνεπώς, δεν μπορεί να πάει επ’ άπειρον αυτή η υποβάθμιση· από μια άποψη, αντιθέτως.
Τώρα στο δεύτερο θέμα, δηλαδή στο πόσο είναι χωρισμένοι αυτοί οι άνθρωποι από την κοινωνία και κατά πόσο θα είναι δυνατόν να παίξουν το ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στην μάζα των ανθρώπων και στις ανάγκες μιας αυτόνομης κοινωνίας, αυτό δεν νομίζω ότι μπορεί να το συζητήσει κανείς a priori.
Είναι ζήτημα του σε ποιο βαθμό το κοινωνικό κίνημα, αν και άμα ξαναγεννηθεί, θα είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να προσελκύσει τους ανθρώπους εκεί μέσα. Εγώ απ’ αυτά που ξέρω και βλέπω σήμερα, βλέπω ότι μερικοί από τους πιο οξείς κριτικούς του συστήματος βγαίνουν μέσα απ’ αυτούς τους κύκλους.
Ε.Ν. : Συμπληρώνοντας σ’ αυτά που λέγαμε: η επανεμφάνιση των Λουδδιτών στην νέα κατάσταση, κατά πόσο είναι ενδεχόμενη;
Κ.Κ. : Εγώ δεν ξέρω, ίσως έχω παραδοσιακά ανακλαστικά. Ποτέ δεν έχω συμπάθεια γι’ αυτού του είδους τα πράγματα, το λουδδισμό ας πούμε, ή την καταστροφή των πραγμάτων.
Νομίζω ότι το βασικό πρόβλημα είναι να γίνει αυτή η μετατροπή, για να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε, να ανατρέψουμε την καπιταλιστική τεχνολογία, και να χρησιμοποιήσουμε ορισμένες από τις γνώσεις τις οποίες έχουμε για μια άλλη τεχνολογία. Από το να καταστρέφουμε τις μηχανές και τους υπολογιστές, δεν νομίζω ότι θα βγει τίποτα.
Ε.Ν. : Σας το λέμε στη βάση και στην προοπτική ότι χάνεται η επαφή της κοινωνίας με τη γνώση. Να το πούμε αλλιώς. Άμα μπει η κοινωνία στη NASA, τι να αυτοδιαχειριστεί;
Κ.Κ. : Να μπει στη NASA; Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αντιφάσεις και όλα τα προβλήματα της κοινωνίας μπαίνουνε μέσα στη NASA.
Ε.Ν. : Μιλάμε για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Δηλαδή, ότι η NASA αναπτύσσεται πέρα και έξω από κάθε κοινωνική διαδικασία, ανεξάρτητα από την κοινωνία.
Κ.Κ. : Ναι, αλλά άμα λέτε ότι, αν μπει η όλη η κοινωνία μέσα στη NASA, τι σημαίνει αυτό το πράγμα;
Ε.Ν. : Παλιά, αυτό που χώριζε τον εργάτη απ’ το εργοστάσιο ήταν ένας αστυνομικός και μια πόρτα, ίσως. Θα μπορούσε μπαίνοντας να το διαχειριστεί αμέσως. Αυτό δεν γίνεται όσο πάει και πιο δύσκολο, μπαίνοντας σε μια σύγχρονη μονάδα παραγωγής;
Κ.Κ. : Μ’ αυτή τη μορφή, ίσως γίνεται πιο δύσκολο, αλλά τώρα υπάρχει δυνάμει και αντίρροπο. Ότι, για παράδειγμα, τα γραφεία στα οποία κανονίζονται οι αυτοματοποιημένες αλυσίδες παραγωγής, τα ρομπότ κλπ, είναι συλλογικοποιημένα πια. Δεν είναι δύο ή τρεις ή πέντε άνθρωποι, που πρέπει απλώς και μόνο να εξαγοραστούν. Επίσης το θέμα της εξαγοράς παίζει ολοένα και μικρότερο ρόλο, γιατί υπάρχει στις δυτικές κοινωνίες ένα επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Συνεπώς, δεν μπαίνει τόσο πολύ εκεί πέρα το ζήτημα.
Φυσικά, και μέσα σ’ αυτό το σύστημα υπάρχει ένα ορισμένο ποσοστό ανθρώπων, οι οποίοι είναι πάνω από καθετί άλλο, είναι ή έχουν γίνει αριβίστες. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο μεγάλο μέρος, η πλειοψηφία ασφαλώς των ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι αριβίστες και οι οποίοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους. Εγώ πολλές φορές έχω συναντήσει πληροφορικούς, οι οποίοι κάνουν από τα μέσα κριτική, και πολύ σωστή, του πληροφορικού συστήματος. Ως συστήματος δηλαδή που κατ’ ανάγκη καταλήγει σε ατοπίες, σε άτοπα αντιορθολογικά συμπεράσματα κλπ, από τη στιγμή κατά την οποία προσπαθεί να ακολουθήσει τελείως τη λογική του.
Ε.Ν : Συνεχίζοντας το θέμα που ανοίξαμε, βλέπουμε, ταυτόχρονα με την επίθεση που δέχεται η κοινωνία μέσω της πληροφορικής, μια δεύτερη επίθεση, την επίθεση του μηχανισμού του κράτους, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξελίσσεται σε μία σύνθεση του ‘Θαυμαστού νέου κόσμου’ και του ‘1984’.
Για να γίνει πιο συγκεκριμένο θα λέγαμε τα εξής : Στον μεν Χάξλεϋ, η κοινωνία υποτάσσεται στους μηχανισμούς του συστήματος μέσα από μια ‘τεχνική της θέλησης’, που εξασκεί το σύστημα πάνω στον άνθρωπο, ενώ στον Όργουελ η κοινωνία αποφεύγει να αντισταθεί διότι πρώτον, δεν βλέπει πουθενά διέξοδο και δεύτερον, υπάρχει η τρομοκρατία του κράτους.
Συνθέτοντας αυτά τα δύο, μπορούμε να παρατηρήσουμε την ανάπτυξη του σύγχρονου κράτος, που αν μη τι άλλο αυτή τη στιγμή αποτελεί το προπύργιο της αντεπανάστασης, που ποινικοποιεί την αυτόνομη πάλη με το πρόσχημα της ‘καταπολέμησης των ναρκωτικών και της τρομοκρατίας’, που τουλάχιστον από τις εξελίξεις στην Ελλάδα, κι απ’ ό,τι φανταζόμαστε και στην Ευρώπη, παίρνουν τεράστιες διαστάσεις. Δεν εμμένουν δηλαδή σ’ αυτό που υποτίθεται ότι προτάσσουν, ‘καταπολέμηση των ναρκωτικών’, ‘καταπολέμηση της τρομοκρατίας’, αλλά διευρύνονται κυρίως ενάντια στην αυτόνομη πάλη των ανθρώπων.
Κ.Κ.  : Δεν νομίζω ότι θα συμφωνούσα με τη γενική σας εκτίμηση. Δεν συζητάω για το τι θα γίνει, είτε σε περίπτωση οικολογικής, περιβαλλοντικής καταστροφής, είτε άλλων, αγνώστων προς το παρόν, εξελίξεων. Εγώ, αυτό που νομίζω αυτή τη στιγμή, είναι κάτι που, αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτές τις αναφορές, είναι πολύ πιο κοντά στην ουτοπία του Χάξλεϋ, στον ‘Θαυμαστό νέο κόσμο’, χωρίς τα χημικά μέσα που επικαλείται και άλλα παρόμοια.
Δηλαδή, αυτό το οποίο υπάρχει είναι ένας υπέρ- μαλακός ολοκληρωτισμός, με μια έννοια, ο οποίος είναι ικανός να αφήσει ένα σωρό ‘παράθυρα’, να μην θίξει τις παραδοσιακές κατακτήσεις ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει επίθεση με την έννοια μιας σαφούς, είτε τρομοκρατίας του κράτους, είτε περιστολής των κλασικών δικαιωμάτων. Νομίζω ότι το σύστημα λειτουργεί πολύ καλά προς το παρόν με την αποχαύνωση την οποία δημιουργεί και ότι δεν έχει ανάγκη από περισσότερη ένταση.
Ε.Ν. : Αυτό κατά μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι είναι σωστό. Κατά μία άλλη όμως, αν μιλήσουμε για την Ελλάδα, προσφάτως (σ.τ.ε., Αύγουστος 1990) ανακοινώνει ότι προτίθεται π.χ. να μπει στις τηλεφωνικές γραμμές του καθένα επίσημα και με υπουργική υπογραφή.
Κ.Κ. : Αυτό πάντα υπήρχε στην ουσία.
Ε.Ν. : Ναι, αλλά κάτι τέτοιο προσβάλλει κατά κάποιο τρόπο την παλιά ισορροπία με το λεγόμενο ‘απόρρητο’.
Κ.Κ. : Ναι, συνταγματικά ήταν κατοχυρωμένο το απόρρητο και είναι, δήθεν, αλλά στην ουσία, όταν υπήρχαν θέματα, τα οποία ενδιέφεραν την ασφάλεια του κράτους, όλα αυτά τα έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια.
Ε.Ν.: Η επίθεση λοιπόν γίνεται με την έννοια ότι προσβάλλουν και αυτό που πρόβαλλαν στο παρελθόν, δηλαδή το ‘απόρρητο’, χωρίς να υπάρχει καμιά αυταπάτη ότι δεν παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα, προκειμένου να συνηθίσει η κοινωνία στην ιδέα ότι είναι απαραίτητες αυτές οι παρακολουθήσεις, που φυσικά επεκτείνονται στο απαραίτητο της αυτοφυλάκισής της.
Κ.Κ. : Δεν ξέρω αν είναι τόσο αυτός ο χαρακτηρισμός, ή αν ο χαρακτηρισμός είναι ότι τώρα έχουν τη δυνατότητα την κοινωνικοπολιτική να νομιμοποιήσουν καθαρά μια κατάσταση, η οποία ήταν πραγματική κατάσταση πάντοτε.
Δηλαδή, όταν η αστυνομία ήθελε να παρακολουθήσει τις συνδιαλέξεις, τις παρακολουθούσε, είτε με εντολή του υπουργού Εσωτερικών ή του διευθυντή ασφαλείας. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, αυτό το οποίο γίνεται είναι ότι παίρνουνε μέτρα να νομιμοποιηθούν αυτά τα πράγματα και δεν βλέπω γιατί να πηγαίνανε παρακάτω.
Δηλαδή, το να πάνε παρακάτω, θα προϋπέθετε ότι υπάρχει μεγάλη όξυνση και ένταση της κοινωνικής πάλης, η οποία δεν υπάρχει, μην το ξεχνάμε αυτό το πράγμα. Και με συγχωρείτε που το λέω αυτό, γιατί διερωτώμαι αν πίσω από την ερώτησή σας υπάρχουν κατάλοιπα της μαρξιστικής νοοτροπίας, της συνεχούς όξυνσης της κοινωνικής κατάστασης.
Δεν υπάρχει συνεχής όξυνση και αυτό είναι το δράμα. Το δράμα είναι ότι υπάρχει συνεχής αποκοίμιση της κοινωνίας.
Ε.Ν. : Μα, δεν θέλουμε να πούμε ότι υπάρχει συνεχής όξυνση, αυτό είναι δεδομένο και το βλέπουμε στην καθημερινή μας ζωή. Όταν όμως βλέπουμε μια διεθνοποίηση του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’ με μηχανισμούς διεθνείς, όπως είναι η TREVI…
Κ.Κ. : Μα, υπήρχε πριν η INTERPOL, ούτως ή άλλως, η οποία υποτίθεται ότι ήταν μόνο για ποινικά εγκλήματα, αλλά ουδείς ποτέ αμφέβαλλε ότι η INTERPOL έπαιζε το ρόλο της και στα πολιτικά.
Ε.Ν. : Θεωρείτε δηλαδή ότι δεν είναι και τόσο σημαντικές αυτές οι μεταβολές;
Κ.Κ. : Δεν νομίζω ότι υπάρχει ουσιαστική μεταβολή. Εγώ θα έλεγα αντιθέτως, ότι ολοένα και περισσότερο τα συστήματα και οι μηχανισμοί που κυριαρχούν επαφίενται στο γεγονός ότι η χειραγώγηση των ανθρώπων με τα μέσα μαζικής πληροφόρησης και τα λοιπά, είναι ικανοποιητική. Μπορεί μια μέρα να ξυπνήσουν και να βρεθούν μπρος σε μια τεράστια έκπληξη και το ελπίζω. Αλλά προς το παρόν, νομίζω ότι αυτό είναι που οδηγεί σήμερα τους ιθύνοντες.
Ε.Ν. : Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη χειραγώγηση λέμε ότι χρησιμοποιούν σαν επίφαση τον ‘πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και των ναρκωτικών’.
Κ.Κ. : Μα, ελέγχουν ήδη. Ποιος εξάλλου αυτή τη στιγμή σηκώνεται εναντίον του συστήματος;
Ας μη μείνουμε στην Ελλάδα, την οποία δεν ξέρω και τόσο καλά και τι ακριβώς γίνεται εδώ πέρα. Ας πούμε στις χώρες που παρακολουθώ από πιο κοντά, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, ΗΠΑ. Ποιος σηκώνεται εναντίον του συστήματος ως τέτοιου, αυτή τη στιγμή; Οι εργατικοί αγώνες έχουν εκφυλιστεί τελείως, είναι δηλαδή καθαρά κορπορατιστικοί (σ. τ. Ε. συντεχνιακοί). Δηλαδή, η τάδε κατηγορία σιδηροδρομικών θέλει τόση αύξηση και άμα δοθεί αυτή η αύξηση, οι άλλοι ξεσηκώνονται και λένε γιατί δώσατε σ’ αυτούς αύξηση και δεν δίνετε και σε μας και το κράτος λέει ότι, αν δώσουμε και σε σας θα έχουμε ζημιές κλπ, και μετά από κάτι τέτοια, απολήγουν σε συμβιβασμούς. Αυτό είναι το ένα.
Τι άλλο υπάρχει; Ακόμη και η τελευταία εκπαιδευτική απεργία του ’86, ήταν καθαρά συντεχνιακή, άλλο αν ήμασταν κοντά στα παιδιά διότι ξεσηκώθηκαν και βγήκαν στο δρόμο. Αλλά ήταν καθαρά συντεχνιακή, να προφυλαχθούν δηλαδή τα συμφέροντα των ανθρώπων οι οποίοι μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Καμιά στιγμή όμως δεν διερωτήθηκαν τι γίνεται με όλους τους άλλους, οι οποίοι δεν μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και για τους οποίους δεν υπάρχει το πρόβλημα αυτό.
Ε.Ν. : Πάνω σ’ αυτό το τι άλλο, θα μπορούσαμε να σας πούμε τι λένε οι ίδιες, άσχετα αν είναι έτσι πράγματι ή δεν είναι, μιλάμε για τις ένοπλες οργανώσεις…
Κ.Κ. : Τρομοκρατικές εννοείτε;
Ε.Ν. : Εσείς θα δώσετε τον όρο.
Κ.Κ. : Καλά, δεν έχει σημασία, ένοπλες οργανώσεις…
Ε.Ν. : Λοιπόν, λένε ότι αντιτίθενται στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Μιλάμε για τη R.A.F., τους Κομμουνιστικούς Πυρήνες, την 17Ν κλπ, αφού ζητάτε μια επιπλέον χρησιμότητα των μέτρων.
Κ.Κ. : Μα, τι έκταση έχουν αυτές οι οργανώσεις; Εγώ πρώτα πρώτα, είμαι τελείως αντίθετος με την τρομοκρατία αυτού του τύπου και αυτού του τύπου την ένοπλη πάλη. Θεωρώ ότι είναι τελείως εσφαλμένη στις κατευθύνσεις της και στα μέσα της και επιπλέον ούτως ή άλλως μια τέτοια οργάνωση, κι αυτό το έχω δει άλλωστε συγκεκριμένα, δεν μπορεί παρά:
Πρώτον, ιδεολογικά να είναι τελείως δεινοσαυρική, διότι είναι δεινοσαυρικές. Δηλαδή, η ιδεολογία που υπάρχει σ’ αυτές είναι απολιθώματα. Η ιδεολογία που υπάρχει πίσω από τις ένοπλες οργανώσεις είναι ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μπαρουτοθήκη και το μόνο που χρειάζεται είναι να ρίξουμε ένα σπίρτο και να εκραγεί, το οποίο είναι τελείως τρελό. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, η οποία, έτσι όπως είναι σήμερα, δεν είναι μπαρουτοθήκη.
Δεύτερον, μια τέτοια οργάνωση για να λειτουργήσει –έτσι άρχισε και το μπολσεβίκικο κόμμα και αυτά ήταν τα επιχειρήματα του Λένιν: εμείς είμαστε στρατός και συνεπώς δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρχει, πρέπει η βάση να υπακούει στο επιτελείο- να είναι κατ’ ανάγκη ολοκληρωτικά οργανωμένη και δεν μπορεί να είναι οργανωμένη αλλιώς. Πώς είναι δυνατόν να είναι οργανωμένη αλλιώς; Και νομίζω ότι αυτή τη στιγμή πια ούτε στρατολογούν.
Δεν ξέρω γιατί η 17Ν εξακολουθεί να έχει κάποια δύναμη και ενδεχομένως κάποια αίγλη ανάμεσα στους ανθρώπους της αριστεράς. Δεν ξέρω ούτε από πού προέρχονται, ούτε πώς κινούνται. Μερικές δε απ’ τις κινήσεις τους μου φάνηκαν πολύ περίεργες, όπως η δολοφονία του Μπακογιάννη. Γιατί ο Μπακογιάννης; Τι σήμαινε αυτό και τι εξυπηρετούσε αντικειμενικά εκείνη τη στιγμή; Ταυτόχρονα δεν νομίζω ότι ιδρώνει το αυτί των κυβερνώντων από αυτά τα πράγματα, αλλά αντιθέτως τους χρησιμοποιούν σαν ένα είδος σκιάχτρου. Και στην Ιταλία αυτό έγινε. Δηλαδή, εκεί που υπήρχε μια μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση με τους εργάτες κλπ στα χρόνια του ’70, με τον χαρακτήρα που πήρε από τις Brigade Rossi και τις υπόλοιπες, ολοένα και περισσότερο έφευγε ο κοσμάκης και διαχωριζόταν, επειδή δεν τα ήθελε αυτά.
Ε.Ν. : Μέχρι που οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έφτασαν στην φυσική και ιδεολογική τους φθορά.
Κ.Κ. : Φυσικά.
Ε.Ν. : Και ερχόμενοι τώρα στα δικά μας, στην Ελλάδα, πώς βλέπετε τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβερνητικό σχηματισμό, στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, σαν πρώην μαρξιστής; Και πώς βλέπετε τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου στα πρόσφατα γεγονότα της Κρήτης, στα Χανιά, με δεδομένη τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, ότι οδεύουμε προς ένα ολοκληρωτικό κράτος; Ποιος είναι δηλαδή αυτός που θα επικρίνει το ολοκληρωτικό κράτος και από ποια θέση μιλάει;
Και ένα άλλο ζήτημα που ενδιαφέρει εμάς σε κινηματική βάση, είναι ότι η κρίση, κατάρρευση πια, του μαρξισμού, επικεντρώνεται εδώ στην Ελλάδα, απ’ όλους αυτούς τους παλιούς μαρξιστές, κομμουνιστές όλως των αποχρώσεων, που βρίσκονται και στο εσωτερικό της κρίσης, σε κριτικές ‘ορισμένου ορίου’, που δεν φτάνουν δηλαδή μέχρι το τέλος και δεν εξαντλούνται. Αυτό ταυτόχρονα συνοδεύεται και από μια ψυχοπαθητική αντίσταση απέναντι στην παραδοχή της κατάρρευσης, σαν να μην θέλουν δηλαδή να την παραδεχτούν.
Έχουμε έτσι ένα ‘παράδοξο’ φαινόμενο. Όταν επί δεκαετίες, χιλιάδες κόσμος και συζητούσε σε καθημερινή βάση, αλλά και έπραττε σε καθημερινή βάση πάνω στο κομμουνιστικό όραμα, βλέπουμε σήμερα να σιωπά και να ξεχνά, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, τα πάντα όσα έγιναν και να μην επακολουθεί καμία απολύτως συζήτηση ουσίας από όλους αυτούς, αρχίζοντας από τους διανοούμενους και φθάνοντας μέχρι τους απλούς εργαζόμενους.
Κ.Κ. : Το να μιλάει ο Παπανδρέου για πορεία προς ολοκληρωτικό κράτος είναι φυσικά γελοίο. Και αυτός ο άνθρωπος είναι γελοίος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Διότι, αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως. Τι συζητάμε τώρα, είναι αστεία πράγματα. Αυτός είναι ένας τζουτζές που πέρασε σε χρεωκοπία και σε κατάρρευση, που λέει ότι του ‘ρθει για δημοκοπία.
Το ζήτημα το πολύ σοβαρό που θίγετε είναι όχι τόσο αυτό της συνεργασίας του ΚΚΕ και του Φλωράκη στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, γιατί κι αυτοί είναι τομάρια και οπορτουνιστές και ελίσσονται. Όπως το είπε και ο Ταμτάκος, αυτοί κρατούσανε το ξύλο πάνω στο οποίο ο Στάλιν σκότωνε τους ανθρώπους, όπως και οι όμοιοί τους στη Γαλλία, στην Ισπανία και αλλού.
Και απλώς η τύχη το ‘φερε γι’ αυτούς ότι δεν ήταν οι ίδιοι ενεργοί δήμιοι, δηλαδή αν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα, θα είχανε σκοτώσει όσο κόσμο είχανε σκοτώσει ο Χόνεκερ και οι Ρώσοι κλπ, θα είχανε κάνει τα ίδια.
Ε.Ν. : Τα πρώτα δείγματα εξάλλου τα δείξανε στον εμφύλιο.
Κ.Κ. : Και πριν τον εμφύλιο με το ΕΑΜ. Το τι κάνανε με τους στόχους που κυριαρχούσανε στο ΕΑΜ και στις συνοικίες τις Αθήνας. Κατ’ ουσίαν, στην Αθήνα απ’ το ’43 και μετά, οι Γερμανοί ήταν στο κέντρο της πόλης και τη νύχτα βάζανε περιπολίες και γύρω γύρω η Αθήνα έβραζε με το ΕΑΜ που έκανε ό,τι ήθελε και σκότωνε όσους ήθελε.
Εκεί όμως που το πράγμα έχει πολύ πολύ βαθύτερη σημασία και πολύ σωστά κάνετε και το αναφέρετε και το θίγετε και μ’ αυτά που λέτε, είναι η καθαρά, όχι απλώς ψυχοπαθητική, αλλά ψυχοπαθολογική κατάσταση όλων των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δεν είναι ούτε ένας, ούτε δύο. Είναι εκατοντάδες χιλιάδες, για να μην πούμε εκατομμύρια, από τους Έλληνες, οι οποίοι επί χρόνια πίστευαν στη Ρωσία, στο κομμουνιστικό κόμμα και, όχι απλώς τα πίστευαν, αλλά, όπως λέτε και τα έπρατταν.
Διότι, στο κάτω κάτω, αυτοί που, ας πούμε, αν πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα, σκότωσαν τους συντρόφους μας το ’43, το ’44 και το ’45 θα τους σκότωναν επίσης, δεν ήταν έκφυλοι, δήμιοι ή εκπαιδευμένοι γενίτσαροι κλπ. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι σαν και σας, σαν και μένα, σαν οποιονδήποτε εργάτη, οι οποίοι είχαν πιστέψει στο ΚΚΕ, αλλά τους είχανε βάλει στην ΟΠΛΑ επειδή ήταν ιδιαίτερα πιστοί και που πιστεύανε πράγματι ότι ο Ταμτάκος ήταν πράκτορας, ο Καστοριάδης ήταν πράκτορας και άμα τον βρούνε πρέπει να τον ‘κονσερβοκουτίσουμε’.
Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι τώρα βρίσκονται τελείως αποσυντεθειμένοι ψυχολογικά και διανοητικά, διότι πιστεύανε σ’ αυτά τα πράγματα και αυτά τα πράγματα τώρα καταρρέουν. Έρχεται ο Γκορμπατσόφ ο ίδιος και βγάζει στη φόρα όλα όσα γίνονταν στη Ρωσία. Δεν ξέρω αν διαβάσατε ένα τελευταίο διάταγμα που έβγαλε ο Γκορμπατσόφ, ο οποίος καλεί τις διάφορες δημοκρατίες της Ένωσης να πάρουν μέτρα για την αποκατάσταση των θυμάτων της Σταλινικής βαρβαρότητας και κτηνωδίας.
Δηλαδή της βαρβαρότητας και κτηνωδίας του Φλωράκη, του Κύρκου και εμμέσως των ανθρώπων οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο ειλικρινώς πίστεψαν σ’ αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, τι μπορούν να κάνουν αυτοί τώρα; Εγώ νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο, και είναι φρικτό να το πει κανείς, σ’ αυτούς τους ανθρώπους το μόνο που μένει είναι να πεθάνουν. Δεν πρόκειται πια ούτε να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να κάνουν αυτοκριτική. Πρέπει αυτό το ‘δέρμα’ να πέσει, αυτό είναι το δράμα της ιστορίας της ανθρώπινης. Το ‘δέρμα’ αυτό πρέπει να πέσει, όπως πέφτει ένα φθαρμένο δέρμα πάνω απ’ το σώμα και να μείνουν οι άλλοι, οι οποίοι δεν έχουν αυτό το τεράστιο βάρος το ψυχολογικό και την ευθύνη, την οποία δεν είναι ικανοί να πάρουν αυτοί.
Διότι ποιος έχει τα κότσια να παραδεχτεί ότι επί 30 χρόνια, ας πούμε, συμμετείχε σε μία εγκληματική επιχείρηση; Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν το θάρρος να το κάνουν αυτό του πράγμα. Και ιδίως να το κάνουνε τώρα. Δηλαδή, όχι να ξεσηκωθούν, όπως μερικοί ξεσηκώθηκαν, στην Ελλάδα κανένας άλλωστε, αλλά όπως έξω, σε άλλες χώρες που είπανε, όπως ο Σεμπρούν το ’65, ότι αυτά κι αυτά γίνονται, ή άλλοι αλλού, π.χ. στη Γαλλία το ’70 ο Πιερ Ντεξ –άλλο πού φτάσανε, δεν έχει σημασία- οι οποίοι κάπου ψυχολογικά στηρίζονται στο γεγονός ότι πήραν την πρωτοβουλία σε μια στιγμή να πουν: ‘άϊ σιχτίρ, είστε εγκληματίες και φεύγω’.
Όμως εδώ έχουμε ανθρώπους που τα κατάπιαν όλα και περίμεναν να ‘ρθει απ’ έξω το φως, με τον Γκορμπατσόφ και με όλα όσα έγιναν, για να καταλάβουν τι τους γινότανε και χωρίς να το καταλάβουν τελείως.
Αυτό είναι τεράστιο βάρος στην ελληνική ζωή, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, δυτικές, όπου το πράγμα έχει ξεκουνηθεί  πολύ πιο νωρίς κατά κάποιον τρόπο. Ακόμη και στην Ιταλία, όπου είχαν αρχίσει να κάνουν μια κριτική και να χωρίζουν τα τσανάκια τους, να μην παραδέχονται την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, να δέχονται ότι υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι υπήρχε μια διαφθορά του σοσιαλιστικού μοντέλου, τρίχες βέβαια, δεν έχει σημασία. Πάντως είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους. Εδώ ουδέποτε τα χώρισαν.
Και δεν ξέρω, δεν έχω παρακολουθήσει και δεν γνωρίζω τι έλεγαν διαδοχικά ο Φλωράκης και ο Κύρκος, όταν τα πράγματα επισήμως άρχισαν και λέγονταν στη Ρωσία. Τι είπανε;
Ε.Ν. : Μιλάνε για ‘λάθη’.
Κ.Κ. : Τι λάθη; Το να σκοτώσεις 20 εκατομμύρια ανθρώπους, με ποια λογική είναι λάθος;
Ε.Ν. : Δεν έγιναν τέτοιες αναφορές.
Κ.Κ. : Δεν έγιναν; Ακόμη και σήμερα;
Ε.Ν. : Εν τέλει, που αποδίδετε τη στάση, όχι μόνο των ηγετών του ΚΚΕ, αλλά, που είναι πιο σημαντικό, τη στάση αυτής της πλατιάς που, και από προσωπικές εμπειρίες που είχαμε σε εργατικές συγκεντρώσεις, δεν συμπεριφέρεται όπως φυσιολογικά θα έπρεπε να φερθεί;
Κ.Κ. : Δηλαδή;
Ε.Ν. : Δηλαδή σαν απογοητευμένοι άνθρωποι. Αλλά σαν άνθρωποι που θεωρούν ότι και τότε ήταν καλά τα πράγματα και τώρα είναι καλά.
Κ.Κ. : Και γυρεύουν και τα ρέστα από πάνω! Δεν ξέρω…
Ε.Ν. : Κλείνοντας για την Ελλάδα, πώς βλέπετε τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, που φυσικά έχει άμεση σχέση με έναν ολόκληρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό που αναζητά λύσεις για το σύστημα;
Κ.Κ. : Αυτό είναι μια προσπάθεια προσαρμογής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Υπάρχουν ένα σωρό ιδιοφυΐες και ιδιαιτερότητες της ελληνικής κατάστασης· δεν μπορώ να τις συζητήσω εδώ εκτεταμένα.
Αρχίζοντας απ’ όλη την ιστορία, από τη μυθολογία της ελληνικής ιστορίας, το μπέρδεμα ανάμεσα στον Περικλή και τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, στο Σοφοκλή και το Ρωμανό το Μελωδό, αυτά τα πράγματα αφενός και με την οικονομική υπανάπτυξη, την πολιτιστική υπανάπτυξη, την τεχνική εισαγωγής ενός δυτικού κράτους από τους Βαυαρούς κλπ αφετέρου, με όλα αυτά τα οποία διαρκώς γίνονται, φτάνουμε στο πρόβλημα του ιρετεντισμού (αλυτρωτισμού), τη Μεγάλη Ιδέα και σ’ όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία απολήγουν μετά στη δύναμη που παίρνει το Κομμουνιστικό Κόμμα μέσα στην Κατοχή μέσω του ΕΑΜ, στο ρόλο που παίζει στον Εμφύλιο, στην αναμονή ότι η Ρωσία θα μας σώσει, επαναλαμβάνοντας κάπου τα παλιά του 1770: ‘ακόμη τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες, ώσπου να ‘ρθεί ο Μόσκοβος’. Και περιμένουν να ‘ρθει ο Μόσκοβος, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μέσα εκεί έρχεται ξαφνικά ο παπατζής, ο γιος του παπατζή, άλλος παπατζής μεγαλύτερος από τον πατέρα του, ο οποίος επωφελείται απ’ αυτή την κατάσταης και προσεταιρίζεται ένα μεγάλο μέρος των απογοητευμένων αριστερών, δημιουργεί το ΠΑΣΟΚ και έρχεται και δημιουργεί αυτό το φαυλοκρατικό ημιολοκληρωτικό καθεστώς επί 8 χρόνια.
Τώρα το κατεστημένο προσπαθεί να προσαρμοστεί με την κατάσταση του δυτικού καπιταλισμού και γίνεται και εδώ αυτή η νεοφιλελεύθερη επίθεση, όπως έγινε στην Αγγλία, στην Αμερική, ακόμη και στη Γαλλία, όπου την έκαναν οι σοσιαλιστές. Άλλωστε εδώ ο Ανδρέας δεν ήταν ικανός να την κάνει· φυσικά την μισοέκανε, χωρίς να μπορεί να την ολοκληρώσει. Η οποία έχει σαν σκοπό κατά κάποιον τρόπο να συμμαζέψει κάπως τα πράγματα, τα οποία, από την άποψη του συστήματος και ιδιαίτερα του καπιταλισμού και της οικονομικής του διάστασης, είχαν πάει πολύ μακριά κατά κάποιο τρόπο και το αποσταθεροποιούσαν με τις διεκδικήσεις των μισθών των εργαζομένων κλπ. Προσπάθησαν έτσι να τους φέρουν σε λογαριασμό, το οποίο και πέτυχαν κατά ένα μέρος. Έτσι, στην Αμερική είχαμε συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων και των συνδικάτων προ πέντε ετών (σ.τ.ε. 1985), όπου τα συνδικάτα δέχονταν μειώσεις των μισθών.
Λοιπόν, αυτό επαναλαμβάνεται τώρα στην Ελλάδα, με καθυστέρηση ως συνήθως, με τον Μητσοτάκη και με πολύ πιο μισερό και κακομοίρικο τρόπο, λόγω βέβαια της πολιτικής συγκυρίας. Δεν υπάρχει νομίζω περισσότερο ζουμί σ’ αυτή την ιστορία, παρά η προσαρμογή που γίνεται, φυσικά με την πίεση της ένταξης στην ΕΟΚ.
Ε.Ν. : Και καταλήγοντας πια. Κατά πόσο είναι δυνατή η επανόρθωση των χαμένων ευκαιριών , αν μπορούσαν να ονομαστούν έτσι οι χαμένες επαναστάσεις, όταν η Γη τείνει να αφανιστεί και να ροκανιστεί, όπως ειπώθηκε πριν και το κράτος ταυτόχρονα, ή το σύστημα, σε τελευταία ανάλυση, εξοπλίζεται πυρετωδώς με στόχο τον έλεγχο της κοινωνίας;
Κ.Κ. : Εγώ δεν νομίζω ότι πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους επανόρθωσης ‘χαμένων ευκαιριών’. Οι χαμένες ευκαιρίες είναι χαμένες ευκαιρίες. Πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά μας, το μέλλον, τη σημερινή κατάσταση, χωρίς αυταπάτες.
Η Γερμανική Επανάσταση, που δεν έγινε το 1923, δεν πρόκειται να ξαναγίνει και επιπλέον μπορεί να διερωτηθεί κανείς, αν γινότανε το ’23, τι θα έδινε; Δεδομένων των αυταπατών που υπήρχανε μέσα στον κόσμο και την πίστης στο κομμουνιστικό κόμμα, μπορεί να έβγαινε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, ακόμη πιο γερό απ’ το καθεστώς του Στάλιν. Λοιπόν, δεν μπορούμε να το συζητήσουμε έτσι το πρόβλημα.
Πρέπει να κοιτάζουμε μπροστά μας. Ο κόσμος αλλάζει, αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα και το ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό οι σημερινοί άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι, όπως έλεγε ο Ταμτάκος, ροκανίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο είμαστε καθισμένοι, ή, όπως το είπα εγώ πρόσφατα σε μια συγκέντρωση στη Γαλλία, η ανθρωπότητα είναι σαν ένα παιδί που το βάλανε μέσα σε ένα σπίτι όπου οι τοίχοι κάτω κάτω ήταν όλοι καμωμένοι από σοκολάτα. Και άρχισε να τρώει τη σοκολάτα αυτή. Είμαστε στο σημείο που έχει φάει τους μισούς από τους τοίχους αυτούς από σοκολάτα και σε λίγο θα πέσει το σπίτι πάνω στο κεφάλι του.
Και πράγματι η Γη ήταν μια τεράστια ‘σοκολάτα’, αυτός ο πλανήτης με τα εκατομμύρια των ζωντανών ειδών, τις εκτάσεις, το κλίμα και αυτή την καταπληκτική ισορροπία. Μετά αρχίσαμε και τα ρημάζαμε. Και ήταν αυτό το κύμα της φαντασιακής σημασίας της καπιταλιστικής, της απεριόριστης επέκτασης, που τα ρήμαξε.
Διότι, η οικονομική πρόοδος του καπιταλισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τι ήταν; Ήταν ότι φάγαμε μέσα σε 100 χρόνια πράγματα τα οποία είχαν δημιουργηθεί μέσα σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια. Έτσι έγινε το ‘θαύμα’ το καπιταλιστικό.
Ε.Ν.  : Όταν λέμε ‘χαμένες ευκαιρίες’, δεν το λέμε με την έννοια, αν η Επανάσταση του ’17 είχε γίνει το 1905, τι θα είχαμε. Αλλά με την έννοια ότι χρειάζεται, ακριβώς λόγω μιας πίεσης που υφίσταται ο πλανήτης πολιτικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, να διαλύσουμε όλες τις αυταπάτες που υπήρχαν στο παρελθόν, ούτως ώστε να μην ξαναδημιουργηθεί αυτό το φαινόμενο των ‘χαμένων ευκαιριών’.
Κ.Κ. : Αυτό, ναι! Και απ’ αυτή την άποψη, πρέπει και να κοιτάμε μπροστά και να μην ξεχνάμε κατά κάποιο τρόπο την Ιστορία.
Δηλαδή όλα όσα έγιναν, γιατί έγιναν, και ιδίως αυτή την τεράστια αυταπάτη, ότι θα μας σώσουν οι αρχηγοί, το κόμμα, η οργάνωση. Δεν θα μας σώσουν ούτε οι αρχηγοί, ούτε το κόμμα, ούτε η οργάνωση.
Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά ήταν γνωστά, γιατί ακόμη μια φορά θα πω, κι έχω πει εκατό χιλιάδες φορές αυτή την κοινοτυπία, ότι στο τραγούδι της Διεθνούς, στο πρωτότυπο κείμενο που είναι στα γαλλικά, λέει : ‘Δεν υπάρχει υπέρτατος σωτήρας, ούτε θεός, ούτε καίσαρας, ούτε λαϊκός αρχηγός. Παραγωγοί, πρέπει να σωθούμε μόνοι μας’. Δεν ξέρω πώς μεταφράστηκε στα ελληνικά.

 

Πρέπει λοιπόν η συλλογικότητα, η κοινωνία, η μάζα των ανθρώπων, να δει τα πράγματα και να αυτοοργανωθεί. Αυτό ήταν γνωστό από την αρχή και κατά κάποιο τρόπο ξεχάστηκε.
 Η συνέντευξη του Καστοριάδη δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Εκτός Νόμου και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Contact # 10 και στο βιβλίο Έννοιες και όροι του Κ. Καστοριάδη, Εκδ. Βιβλιοπέλαγος.

 

“Για να τελειώνουμε με τους τρελούς καιρούς”

ni

 
σημειώσεις για τον κοινωνικό αναρχισμό και το ελευθεριακό κίνημα
 
Του Νίκου Νικολαΐδη
 Στις μέρες μας εμφανίζεται μια αντιπαράθεση μεταξύ του λεγόμενου κοινωνικού αναρχισμού και του λεγόμενου ατομικιστικού ή μηδενιστικού αναρχισμού. Αυτό το κείμενο δεν θα ασχοληθεί με τη δεύτερη τάση, ούτε θα αναφερθεί στον κοινωνικό αναρχισμό ως τάση που αντιπαρατίθεται στον ατομικιστικό και το μηδενιστικό αναρχισμό, όπως συχνά συνηθίζεται. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να συμβάλει στη συζήτηση για το ελευθεριακό κίνημα, όρος που ίσως εκφράζει πιο ξεκάθαρα αυτό που πολλοί περιγράφουν ως «κοινωνικό αναρχισμό». Και να υπενθυμίσει ότι ο αναρχισμός είναι εξ ορισμού κοινωνικός και οικουμενικός.
Εδώ και τρεις δεκαετίες στην ελλάδα διαμορφώνεται ένα διάχυτο αντιεξουσιαστικό ρεύμα που σε πολλές περιπτώσεις έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο, τόσο σε αργές κοινωνικές διεργασίες, όσο και σε γεγονότα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Στην προηγούμενη φάση της παγκοσμιοποίησης και μετά την κατάρρευση των κατ’ όνομα κομμουνιστικών καθεστώτων, η «αναρχία με μικρό α» είχε καθοριστική επίδραση στα νέα κινήματα, ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς ένιωσε την υποχρέωση να αυτοκαθοριστεί ως αντιεξουσιαστική, ενώ η αυτοοργάνωση αποτέλεσε απαραίτητο επιθετικό προσδιορισμό όλων σχεδόν των προσπαθειών.
Σήμερα η ελληνική κοινωνία μεταβαίνει από την ενσωμάτωση και την εσωτερίκευση της καπιταλιστικής λογικής και ηθικής στον βίαιο αποκλεισμό. Ο φασισμός υποδεικνύεται ως θεραπεία για τα προδομένα όνειρα και τις απατηλές υποσχέσεις του καπιταλιστικού παραδείσου. Η αυτοσυνείδηση του διάχυτου αντιεξουσιαστικού ρεύματος είναι πλέον επιτακτική.
Οι πρώτες ενότητες αυτού του κειμένου θα αναφερθούν στην προέλευση του όρου «κοινωνικός αναρχισμός» και θα προσπαθήσουν να περιγράψουν συνοπτικά τον κλασικό αναρχισμό και την ευρύτερη έννοια του ελευθεριακού κινήματος. Στη συνέχεια θα αναφερθούν συμπεριφορές και αντιλήψεις που κρίνονται ως εμπόδια στην ανάπτυξη του κινήματος για την κοινωνική απελευθέρωση. Τέλος, θα καταγραφούν ορισμένα σημεία με την ελπίδα να φανούν χρήσιμα στη συζήτηση για την εξέλιξη του διάχυτου αντιεξουσιαστικού ρεύματος στον ζωντανό εκείνο ιστό που όχι μόνο θα σταθεί εμπόδιο στη βαρβαρότητα, αλλά και θα επαναφέρει την ουτοπία.
Ο «κοινωνικός αναρχισμός»
To 1995 o Μάρραιη Μπούκτσιν, στο βιβλίο του «Κοινωνικός ή lifestyle αναρχισμός» (στα ελληνικά εκδ. Ισνάφι, 2005), επιχείρησε μια εναντίωση σε αυτό που αποκαλούσε lifestyle αναρχισμό, κατηγορώντας τον ως ατομικιστικό, αντιοργανωτικό, μισάνθρωπο και μεταφυσικό. Σε αντιπαράθεση σε αυτόν, πρότεινε τον κοινωνικό αναρχισμό, προσδίδοντάς του τέσσερα γνωρίσματα κατάλληλα (σύμφωνα με τον Μπούκτσιν) για τη σύγχρονη εποχή: την ανυποχώρητη αντίθεση στον κρατισμό, την πίστη στην άμεση δημοκρατία, τη δράση για δημιουργία συνομοσπονδίας αποκεντρωμένων δήμων και ένα όραμα για μια ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία. Αποκαλούσε κοινωνικό αναρχισμό την εξέλιξη του κλασικού αναρχοκομμουνισμού και του ιστορικού αναρχοσυνδικαλισμού, επιχειρώντας μια επικαιροποιημένη κοινωνική μορφή και περιεχόμενο των δύο αυτών ρευμάτων του αναρχισμού, μπολιασμένων επιπλέον με την οικολογική σκέψη, στην κατεύθυνση πάντα της δημιουργίας ενός οργανωμένου λαϊκού κινήματος. Παράλληλα με αυτόν τον προσδιορισμό του κοινωνικού αναρχισμού αναπτύχθηκαν τα ρεύματα της συμμετοχικής δημοκρατίας, του ελευθεριακού κοινοτισμού, της κοινωνικής οικολογίας και του Κομμουναλισμού. Στην Ελλάδα, σήμερα, ως κοινωνικός αναρχισμός γενικά εννοείται η τάση εκείνη που αντιτίθεται στον ατομικιστικό και μηδενιστικό αναρχισμό, χωρίς απαραίτητα να συμφωνεί με τον ορισμό του κοινωνικού αναρχισμού από τον Μπούκτσιν. 
Το ελευθεριακό κίνημα
Ο αναρχισμός υπήρξε γέννημα της δυτικής κοινωνίας, συγκεγκριμένα του διαφωτισμού και του εργατικού κινήματος, ενσωματώνοντας συγχρόνως προκαπιταλιστικές κοινωνικές δομές και παραδόσεις, όπως οι αγροτικές κοινότητες και ο κολεκτιβισμός. Η γέννησή του συμπίπτει με την εγκαθίδρυση της βιομηχανικής κοινωνίας, υπήρξε προϊόν της αναγκαιότητας οργάνωσης των αντιστάσεων σε αυτήν και διαφοροποιήθηκε από το υπόλοιπο σοσιαλιστικό κι εργατικό κίνημα της εποχής στο βαθμό που έθεσε ως απαραίτητο συστατικό του αγώνα για κατάργηση της οικονομικής εκμετάλλευσης την αντίθεση σε κάθε μορφή εξουσίας, κυρίως υπό την επιροή της σκέψης του Μ. Μπακούνιν. Ο Π. Κροπότκιν συνεισέφερε την ανάδειξη ως κεντρικών των αξιών της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, με στόχο την ανυποχώρητη εναντίωση στην αυξανόμενη επιρροή του Κοινωνικού Δαρβινισμού, δηλαδή της κυριαρχίας του πνεύματος του ανταγωνισμού και της φυσικής επιλογής μέσω της επικράτησης του ισχυροτέρου, που οι καπιταλιστές υποδείκνυαν ως κύρια χαρακτηριστικά της φύσης και της ανθρωπότητας.
Ο αναρχισμός επιπλέον συμπεριέλαβε στοιχεία προσωπικής και συλλογικής ηθικής και ανέπτυξε ελευθεριακές εκδοχές της παιδείας και του πολιτισμού.
Στα τέλη του 19ου αιώνα μέσα στο αναρχικό κίνημα αναπτύχθηκαν παράλληλα οι τάσεις του ατομικιστικού αναρχισμού (που σε κάποιες εκδοχές του συνδέθηκαν με τον ιλλεγκαλισμό και το νετσαγιεφισμό), του αναρχοκομμουνισμου και του αναρχοσυνδικαλισμού. Στις χώρες εκείνες όπου κυρίως ο αναρχοσυνδικαλισμός (Ισπανία) αλλά και ο αναρχοκομμουνισμός (Ουκρανία) έλαβαν τη μορφή οργανωμένου λαϊκού κινήματος, οι τάσεις του ατομικισμού και του ιλλεγκαλισμού έπαιξαν ελάχιστο ρόλο και πρακτικά εξαφανίστηκαν, ενώ ο νετσαγιεφισμός κατατάχτηκε στην εξουσιαστική πτέρυγα του επαναστατικού κινήματος και όχι στον αναρχισμό.
Το να αντιλαμβανόμαστε όμως τον αναρχισμό απλά ως μια έκφραση του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, τον περιορίζει σε κάτι που έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του ρόλο.
Διάφοροι μεταμοντέρνοι αναρχικοί, αντί να διαβάσουν καλύτερα την Ιστορία, αποφάσισαν να την διαγράψουν μια και καλή, προσθέτοντας στο «τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα και το «τέλος των πολιτικών οραμάτων».
O ισπανικός αναρχοσυνδικαλισμός ήταν αναμφισβήτητα η υψηλότερη έκφραση του κλασικού αναρχισμού. Τι κρατάμε όμως από αυτόν; Τις φωτογραφίες από τα τεθωρακισμένα της CNT και τις διαμάχες για τη συμμετοχή των αναρχικών στην κυβέρνηση; Είναι δυνατόν η προσέγγισή μας να εξαντλείται στην ύπαρξη ή όχι συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και στο αν στις κολεκτίβες υπήρχε υπερβολική πειθαρχία ή αν τα μέλη τους αισθάνονταν ανία και άγχος; Ποιο τελικά είναι το νήμα εκείνο που συνδέει το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας με την επανάσταση του Αριστόνικου, το κίνημα του Μπεντρεντίν, τους Ταμπορίτες, τις εξεγέρσεις των σκλάβων στις αποικίες της Καραϊβικής, τη μακραίωνη ινδιάνικη αντίσταση;
Αποφεύγοντας τη γραμμική δυτικοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας, ας αναρωτηθούμε: ποιες εκφράσεις του αναρχισμού ήταν προϊόν δεδομένων ιστορικών συνθηκών και ποια είναι τα διαχρονικά εκείνα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην αέναη επανεμφάνιση σε όλη την πορεία της ανθρώπινης Ιστορίας του αιτήματος για πανανθρώπινη ελευθερία και πολιτική και οικονομική ισότητα; Ποια η δομή, οι μηχανισμοί, οι αρχές, οι αξίες, τα νοήματα, οι σχέσεις που επιτρέπουν στο αίτημα για πανανθρώπινη ελευθερία και πολιτική και οικονομική ισότητα να μεταμορφώνεται σε ένα οργανωμένο κίνημα, στο ελευθεριακό κίνημα;
Αν ορίσουμε (λίγο σχηματικά) το ελευθεριακό κίνημα ως την κίνηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας προς τη συνολική απελευθέρωση με μέσο την ελευθερία, δηλαδήπρος την ελευθερία μέσω της ελευθερίας, μπορούμε επίσης να συμπεράνουμε ότι το ελευθεριακό ρεύμα συγκροτείται ως κίνημα όταν φτάνουν σε κρίσιμο επίπεδο ανάπτυξης και αλληλεπίδρασης οι ελευθεριακές ιδέες, οι πρακτικές, οι δομές και οι καθημερινές σχέσεις.
Ποια είναι τα εμπόδια στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος, ενός κινήματος που (μην το ξεχνάμε) είναι γέννημα της κοινωνίας στην οποία ζούμε και άρα κουβαλά εντός του, ως προπατορικό αμάρτημα, όλα τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί; 
Ένα κίνημα-γέννημα της δυτικής κοινωνίας: πολέμιος και συγχρόνως φορέας των προβλημάτων της
1. συνομωτικό ύφος – «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»
Η αστική τάξη στη μακρόχρονη πορεία της για κατάληψη της εξουσίας γέννησε και κληροδότησε την παράδοση των μυστικών εταιρειών και το συνομωτικό στυλ. Η γένεση της φιγούρας του συνομώτη δεν αποτελεί πρόβλημα για μια τάξη που στοχεύει στην κατάληψη της εξουσίας και τον έλεγχο της κοινωνίας, βρίσκεται όμως σε αντιπαράθεση προς την κοινωνική απελευθέρωση.
Ο Βίκτωρ Σερζ, στο βιβλίο του Τι πρέπει να ξέρει κάθε επαναστάτης (Παρίσι 1926, στα ελληνικά εκδ. Θεωρία, 1982) εξετάζει τη δράση της τσαρικής μυστικής αστυνομίας Οχράνα, έχοντας πρόσβαση στα αρχεία της που ήρθαν στα χέρια των σοβιέτ μετά την επανάσταση του 1917. Συμπεραίνει ότι καμία αστυνομία δεν μπορεί να ανακόψει το οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, επισημαίνοντας ότι πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο για το επαναστατικό κίνημα είναι η εσωτερίκευση, από τα μέλη του κινήματος, μιας αστυνομικής αντίληψης της ιστορίας. Η επαναστατική πόζα, η γοητεία της συνομωσίας, το φλερτάρισμα με την παραβατικότητα σταδιακά αντικαθιστούν την αγάπη για την ελευθερία και το όραμα για μια απελευθερωμένη κοινωνία με την σαγήνη της παρανομίας και της ριψοκίνδυνης ζωής. Ο επαναστάτης που δεν μάχεται πια για μια απελευθερωμένη κοινωνία παύει να αισθάνεται τον εαυτό του ως τμήμα ενός άλλου κόσμου που γεννιέται. Μετατρέπεται τελικά σε ένα υποκείμενο που βιώνει το νιτσεϊκό «ζειν επικινδύνως», το ίδιο σύνθημα (vivere pericolosamente) που προέτασσαν οι ιταλοί φασίστες.
2. ιεραρχική οργάνωση – το κόμμα-στρατώνας/εργοστάσιο
Η συγκροτημένη και μεθοδική ιεραρχική οργάνωση της αστικής κοινωνίας άφησε το αποτύπωμά της στο επαναστατικό κίνημα. Ο Λένιν αποτιμούσε θετικά το γεγονός ότι το οργανωτικό μοντέλο των εργοστασίων προσέφερε το οργανωτικό μοντέλο του «αποτελεσματικού», ιεραρχικά δομημένου, πειθαρχημένου κόμματος της εργατικής τάξης. Η υπακοή, η πειθαρχία, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η δικτατορία του προλεταριάτου μετατράπηκαν σε αξίες. Αυτό δεν ήταν βέβαια κατάκτηση του επαναστατικού κινήματος αλλά αντανάκλαση της βιομηχανικής ζωής.
Τελικά η ενσωμάτωση σε έναν «αποτελεσματικό» μηχανισμό συνετέλεσε στη δημιουργία του σταλινικού ολοκληρωτισμού, ενώ η ουτοπία της ισπανικής επανάστασης του 1936 ήταν προϊόν της οργάνωσης της αντιπειθαρχίας, του ζωογόνου πνεύματος της ελευθερίας, της απελευθέρωσης των δημιουργικών δυνατοτήτων των ανθρώπων στο πλαίσιο του ελευθεριακού κινήματος που «κουβαλούσε έναν καινούργιο κόσμο στην καρδιά του».
3. μονοδιάστατη σκέψη-επιστημονισμός
Ο αστικός κόσμος αντικατέστησε την πίστη στους παπάδες με την πίστη στην επιστήμη. Πολύ νωρίς ο Μπακούνιν προειδοποιούσε για τη διανοητική χειραγώγηση που ακούσε ο Μαρξ μέσω αυτού που κατόπιν ονομάστηκε «επιστημονικός σοσιαλισμός». Οι ειδικοί της επανάστασης, που κατείχαν τη συνείδηση της επαναστατικής νομοτέλειας και τους μηχανισμούς της, δεν διέφεραν από τους ειδικούς της αστικής κοινωνίας που κατείχαν, με εξίσου αναμφισβήτητο, επιστημονικό τρόπο, όλους τους νόμους της βιολογικής ζωής και τους κανόνες για τη βελτίωση της ανθρωπότητας.
Η κάστα των ειδικών της επανάστασης βρισκόταν στη θέση του θεού, πάνω από τη ζωή – και ό,τι έχει αποσυνδεθεί από τη ζωή, σύντομα στρέφεται ενάντια στη ζωή. Η ηθική χαρακτηρίστηκε «μικροαστικό κατάλοιπο», το πάθος για ζωή και για ελευθερία δυσφημίστηκαν ως «ουτοπικός σοσιαλισμός».
Πέραν της οικοδόμησης μιας κολοσσιαίας άτυπης ιεραρχίας, τα θέσφατα του «επιστημονικού σοσιαλισμού» είχαν και μια περαιτέρω καταστροφική λειτουργία: δημιουργώντας ένα κλειστό σύστημα το οποίο αποδείκνυε την ακλόνητη αλήθεια των ισχυρισμών του αναφερόμενο απλά στον εαυτό του, προσέφεραν μασημένη πνευματική τροφή στους εκμεταλλευόμενους. Η τροφή αυτή ωστόσο ήταν τοξική. Δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για σκέψη: οι ειδικοί είχαν αποδείξει τη νομοτέλεια, κατείχαν τους μηχανισμούς της, είχαν κατονομάσει τους εχθρούς. Αλλά βέβαια:
«το να καταδικάσεις απαιτεί λιγότερη διανοητική προσπάθεια από το να σκεφτείς» (Έμμα Γκόλντμαν).
4. οικονομισμός
Η βαριά σκιά της αστικής κοινωνίας στο επαναστατικό κίνημα φαίνεται πολύ περισσότερο στη θεώρηση της οικονομίας, όχι απλά ως κεντρικής παραμέτρου της κυριαρχίας, αλλά ως του αποκλειστικού εργαλείου ερμηνείας της κοινωνίας.
Με τον ίδιο αυθαίρετο και αφηρημένο τρόπο που η αστική κοινωνία αντικατέστησε τη θρησκεία με την οικονομία, οι οικονομιστές της «ταξικής ανάλυσης» ερμηνεύουν το σύνολο των εκμεταλλευτικών σχέσεων και της εξουσιαστικής καταπίεσης καταφεύγοντας στον «καθορισμό των τάξεων στη βάση της σχέσης τους με τα μέσα παραγωγής και την κατοχή κεφαλαίου». Σε αυτό το πλαίσιο, καθήκον του προλεταριάτου είναι «να κατακτήσει την ταξική συνείδηση συνυφασμένη με τον διαρκή αγώνα για κατανόηση της ολότητας του ιστορικού προτσές», σε αντίθεση με «την ψευδή συνείδηση της αστικής τάξης».
Στην αναρχική παράδοση αναγνωρίζεται φυσικά η ταξική εκμετάλλευση, αλλά ως ένα μόνον τμήμα του συμπλέγματος των εξουσιαστικών σχέσεων. Γι’ αυτό άλλωστε το ελευθεριακό κίνημα, αντί της πολιτικής επανάστασης (που θα επιτελούσε το πρωτοπόρο κόμμα-εκφραστής της ταξικής συνείδησης) προέτασσε την κοινωνική επανάσταση, την επανάσταση σε όλες τις σφαίρες της ζωής, σε μία διαρκή διαδικασία δημιουργίας και απελευθέρωσης, έτοιμης ανά πάσα στιγμή να υπερασπιστεί αποφασιστικά τις κατακτήσεις της (που δεν πρέπει να συγχέεται με την «κοινωνική επανάσταση» για την οποία μιλούσαν οι τροτσκιστές, θεωρώντας την μια διαδικασία που θα ακολουθούσε την πολιτική επανάσταση).
Απέναντι στη σύνθετη κοινωνική ολότητα, η παραδοσιακή ταξική ανάλυση είναι προφανώς ένα πολύ στενό ερμηνευτικό σχήμα. Όταν πάλι η ταξική ανάλυση επιχειρεί να διευρύνει το αντικείμενό της τόσο ώστε να περιλάβει εννοιολογικά τις δεκάδες άλλες παραμέτρους της καταπίεσης που έχουν έρθει στο προσκήνιο των αγώνων τις τελευταίες δεκαετίες, τότε ξεχειλώνει τόσο ώστε να καθίσταται άχρηστη.
Μπρος σε αυτήν την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η ταξική ανάλυση, προκειμένου να επιβιώσει, μετατρέπεται σε ιδεολογία, δηλαδή σε ψευδή συνείδηση (Γιόζεφ Γκάμπελ). Και λαμβάνει όλα τα συνακόλουθα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας: γίνεται χειραγώγηση, κατασκευή οπαδών, φανατισμός, τύφλωση.
Μοιάζει με χοντροκομένο αστείο αλλά δυστυχώς είναι γεγονός: σήμερα, αντί να αξιοποιήσουμε τα θετικά στοιχεία της σκέψης του Μαρξ (το έργο του για την αλλοτρίωση, την αφηρημένη εργασία και τον φετιχισμό του εμπορεύματος) επιστρέφουμε σε έναν οικονομισμό του χειρίστου είδους. Στις πορείες μας ακούμε ιαχές που καλούν σε «ταξικό μίσος»… Πόσο άραγε παραγωγικό κι απελευθερωτικό συναίσθημα είναι το μίσος; Αντί απάντησης, ας αρκεστούμε στη διατύπωση του Ζαν-Πιερ Βουαγιέ: «Η οικονομία δεν υπάρχει!».
5. υιοθέτηση της αστικής αντίληψης για την πρόοδο
Η συνείδηση είναι συνάρτηση του τρόπου ζωής μας. Δεν είναι λοπόν περίεργο το ότι άνθρωποι που γεννήθηκαν στη βιομηχανική κοινωνία, όχι απλά πίστευαν ότι η αστική επανάσταση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προλεταριακή επανάσταση, αλλά επιπλέον υιοθετούσαν όλη την αστική αντίληψη για την πρόοδο. Η ιστορία της ανθρωπότητας προέκυπτε από μιαν αντεστραμμένη γραμμική ανάγνωση της ιστορίας, ολοφάνερα ευρωκεντρική, που θεωρούσε  πρωτόγονες και καθυστερημένες όλες τις προηγούμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η «πρόοδος» ήταν μια αξία αδιαμφισβήτητη, μπρος στην οποία οι αξίες άλλων μορφών κοινωνικής οργάνωσης ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ασήμαντες λεπτομέρειες, αφού στερούνταν του μεγαλείου της επαναστατικής νομοτέλειας ή του δυναμικού κινητήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Ο ύμνος των ισπανών αναρχικών, γραμμένος σε μια εποχή όπου στη χώρα επιβίωναν ακόμα προκαπιταλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, εξέφραζε μια πολύ βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας από αυτήν της τυφλής πίστης στην ανάπτυξη:
Οι αστοί, οι πορωμένοι εγωιστές
που υποτιμούν την ανθρωπότητα
θα σαρωθούν από τους αναρχικούς
με τη δυνατή κραυγή της ελευθερίας
(…)
Οι προλετάριοι απέναντι στη μπουρζουαζία
πρέπει να φέρονται αγέρωχα
και να πολεμούν χωρίς συμβιβασμό
την καταραμένη της ηλιθιότητα
Δυστυχώς όμως η «καταραμένη ηλιθιότητα» είχε μολύνει και τα μυαλά των ευρωπαίων επαναστατών. Ο δυναμικός κινητήρας του καπιταλισμού δεν τέθηκε σε κίνηση απλά από τις περιφράξεις και την πρωταρχική συσσώρευση ή την κατακράτηση της υπεραξίας. Την κύρια ώθηση έδωσε η κατάκτηση του «νέου κόσμου», η εξολόθρευση των ινδιάνων, η βίαιη μεταφορά ως σκλάβων εκατομμυρίων αφρικανών, η αποικιοκρατία. Η πολιτισμένη ευρώπη του διαφωτισμού δημιουργήθηκε χάρις στην «πρόοδο» μιας αμέτρητης σειράς λεηλασιών και σφαγών. Αλλά όσοι θεωρούσαν την ευρώπη κορωνίδα των ανθρώπινων πολιτισμών, δυσκολεύονταν προφανώς να κατανοήσουν το «ιστορικό παράδοξο» μιας αναρχοκομμουνιστικής επανάστασης που δεν ήταν προϊόν των ευρωπαϊκών διεργασιών. Μέσα στο «νέο κόσμο» των αποικιοκρατών υπήρχε ένας αόρατος παλιός κόσμος που αντιστεκόταν για αιώνες, στο Μεξικό, στις Άνδεις και στη Βόρεια Αμερική – και μάλιστα ενώ οι ινδιάνικες αυτοκρατορίες (Ίνκας και Αζτέκοι) είχαν υποταχθεί πολύ εύκολα στους κονκισταδόρες. 
Οι «ασήμαντες λεπτομέρειες» των ινδιάνικων κοινοτήτων που έκαναν εφικτή τη μακραίωνη αντίσταση ήταν η κυκλική εναλλαγή των καθηκόντων και η απουσία μόνιμης εξουσίας, η λήψη αποφάσεων σε συνελεύσεις, η κοινοκτημοσύνη και ο συνειδητός αγώνας για την υπεράσπισή της.
Ξεχωριστό παράδειγμα αυτής της ανυποχώρητης και ολικής αντίστασης αποτέλεσε η φυλή των Γιάκις στο Μεξικό. Αφού επί αιώνες κατέφευγαν στα δάση και τα βουνά υπερασπιζόμενοι την κοινοκτημοσύνη και την αυτονομία, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι Γιάκις βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα πόλεμο μέχρις εξόντωσης, καθώς ούτε μια στιγμή δεν δέχτηκαν να απαρνηθούν τις παραδόσεις τους στο όνομα του εκσυγχρονισμού της χώρας και ξεκίνησαν έναν ανταρτοπόλεμο δεκαετιών. Υπέστησαν εκτοπίσεις, σφαγές, φυλακίσεις κι εκτελέσεις κι έπαψαν να αντιστέκονται μόνον όταν, τη δεκαετία του 1930, η νέα πολεμική τεχνολογία έδωσε τη δυνατότητα στην «επαναστατική κυβέρνηση» του Μεξικού να τους εξολοθρεύσει βομβαρδίζοντας με πολεμικά αεροπλάνα τις κοινότητές τους.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι Γιάκις συναντιούνται συνειδητά με τον Ρικάρντο Φλόρες Μαγκόν και τους αναρχικούς του PLM: Με το χέρι στην καρδιά σάς προσκαλούμε να επισκεφθείτε το στρατόπεδό μας, όπου τα αδέρφια σας στην εξαθλίωση θα σας υποδεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές. Δεν έχουμε λόγια για να εκφράσουμε την αναγνώρισή μας των θυσιών σας για εμάς κι ελπίζουμε να είσαστε πάντα διατεθειμένοι να σας σφίξουμε το χέρι, μέχρις ότου ο καπιταλισμός εξαφανιστεί από αυτή τη γη των Γιάκις και η κόκκινη σημαία της Γης κι Ελευθερίας δεν θα έχει πια άλλους εχθρούς να πολεμήσει. Δεχθείτε τους χαιρετισμούς όλης της φυλής των Γιάκις και μια αδερφική αγκαλιά των συντρόφων σας στον αγώνα  για Γη κι Ελευθερία… (Juan Carlos Beas και Manuel Ballesteros, Magonismo y Movimiento Indígena en México, εκδ. Antorcha, Πόλη του Μεξικού, 1986, εμπλουτισμένη επανέκδοση Σεπτέμβρης 1997).
Δεν ήταν όμως μόνο η ινδιάνικη κοινοτιστική παράδοση με τις «ασήμαντες λεπτομέρειες» που γεννούσε εξεγέρσεις στο νέο κόσμο:
«Η φυλή είναι σαν μια συστάδα δέντρων που όταν είσαι μακρυά μοιάζουν μπλεγμένα μεταξύ τους αλλά όταν τα βλέπεις από κοντά το κάθε δέντρο μοιάζει να στέκεται μόνο του» (παροιμία των λαών της δυτικής Αφρικής).
«Ubuntu»: η απελευθερωτική ουσία του δεν οφείλεται στο ότι πρόκεται για μια ελεύθερη διανομή του Linux, όπως φαντασιώνονται οι μεταμοντέρνοι θιασώτες του ελεύθερου λογισμικού. Ubuntu είναι η σύνοψη της παραδοσιακής κοσμοθεωρίας των λαών της νότιας Αφρικής. Περιφραστικά ubuntu σημαίνει «είμαι αυτό που είμαι εξαιτίας αυτού που είμαστε όλοι» και «υπάρχω επειδή υπάρχεις». Ασήμαντες λεπτομέρειες…
Η επιβίωση των κοινοτιστικών παραδόσεων στους αφρικανούς σκλάβους που μεταφέρθηκαν στο νέο κόσμο αποτέλεσε τη βάση για το ξέσπασμα δεκάδων εξεγέρσεων που κλόνισαν συθέμελα τις ευρωπαϊκές αποικίες τον 18ο αιώνα.
Οι μεγαλύτερες εξεγέρσεις των αφρικανών σκλάβων συνέβησαν στην Αϊτή. Η πρώτη ξέσπασε 40 χρόνια πριν τη γαλλική επανάσταση, (όμως πάντα μιλάμε για τη γαλλική επανάσταση ως τη μητέρα των επαναστάσεων και όχι για την εξέγερση των σκλάβων…). Η εξέγερση συνετρίβη. Ως αρχηγός της υποδείχτηκε από τους γάλλους αποικιοκράτες ο François Mackandal, ο οποίος θεωρήθηκε μάγος βουντού επειδή καλούσε σε επιστροφή στις αφρικανικές παραδόσεις. Κάηκε πολιτισμένα και παραδειγματικά στην πυρά το 1758. Οι εξεγέρσεις όμως συνεχίστηκαν για άλλες 4 δεκαετίες και 400.000 αφρικανοί σκλάβοι έχασαν τη ζωή τους σε αυτές, μέχρι την παραχώρηση της ανεξαρτησίας στην Αϊτή, το 1804.
Σήμερα η μορφή του Mackandal βρίσκεται σε ένα νόμισμα της Αϊτής, της φτωχότερης οικονομίας του κόσμου, όπου τα παιδιά τρέφονται με μπισκότα φτιαγμένα από ψημένο χώμα. Η Αϊτή, ως αποικία, ήταν το πλουσιότερο νησί της Καραϊβικής, καθώς από εκεί προερχόταν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής ζάχαρης και καφέ. Ως προϋπόθεση όμως για την παραχώρηση της ανεξαρτησίας τέθηκε η σύναψη δανείων με τις γαλλικές τράπεζες για την αποπληρωμή των εξόδων του γαλλικού στρατού και την αποζημίωση των γαλλικών εταιρειών. Η υποδούλωση μέσω του χρέους δεν είναι και τόσο καινούργια ιδέα, δεν θα έπρεπε να χρειάζονται ούτε αριστεροί οικονομολόγοι, ούτε επιτροπές λογιστικού ελέγχου για να εξηγηθεί…
6. ενσωμάτωση στην αυτοσυνείδηση της κυριαρχίας
Οι αστικές κοινωνίες κομπάζουν ότι είναι προοδευμένες λόγω της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων στο εσωτερικό τους, αδιαφορώντας για το ότι η κατοχύρωση αυτή των δικαιωμάτων επιτεύχθηκε παράλληλα με τη συγκρότηση της μέγιστης πλανητικής διαίρεσης. Τα όποια δικαιώματα/προνόμια παραχωρούνταν πάντοτε κατόπιν αγώνων ή για να αποτραπούν οι αγώνες των πολιτών των δυτικών κοινωνιών και προέρχονταν από τη λεηλασία του υπόλοιπου πλανήτη, που ήταν «καθυστερημένος και πρωτόγονος» σύμφωνα με τη δυτικοκεντρική οπτική.
Τη δεκατία του ’50 υπαρξιστές και λεττριστές μπορούσαν να αμφισβητούν την ευτυχία της εμπορευματικής κοινωνίας στα παριζιάνικα καφέ, ενώ η γαλλική αποικιοκρατία ξεκινούσε τον πόλεμο στην Ινδοκίνα και οι γάλλοι αλεξιπτωτιστές στην Αλγερία πραγματοποιούσαν οργανωμένα μαζικά βασανιστήρια και σφαγές. Όλοι μιλάμε για τον παρισινό Μάη του ’68, τον θεωρούμε άμεσο πρόγονο του σύγχρονου ριζοσπαστικού κινήματος. Οι αφίσες και τα συνθήματα του Μάη κατακλύζουν ακόμη την εικονογραφία μας. Και όμως, λίγα χρόνια πριν, στις 17 Οκτώβρη 1961, στο Παρίσι και πάλι, συνέβη κάτι για το οποίο δεν μιλά κανείς. Η γαλλική αστυνομία κατέστειλε βάναυσα τη συγκέντρωση 5.000 αλγερινών, οι οποίοι επιχείρησαν να διαδηλώσουν ενάντια στην απαγόρευση κυκλοφορίας των αράβων που είχε επιβάλει η γαλλική κυβέρνηση λόγω της όξυνσης του πολέμου της Αλγερίας. Οι μπάτσοι επιτέθηκαν χτυπώντας και πυροβολώντας. Εγκλώβισαν ένα μεγάλο μέρος της διαδήλωσης σε μια παρισινή γέφυρα και άρχισαν να πετούν στον Σηκουάνα τους δολοφονημένους, τους τραυματίες, αλλά και όποιον έπεφτε στα χέρια τους! Σύμφωνα με μεταγενέστερες κυβερνητικές έρευνες, τη μέρα εκείνη δολοφονήθηκαν 70 διαδηλωτές. Ανεξάρτητες έρευνες ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στους 200. Προσφάτως, ο σοσιαλιστής και φίλος της Ελλάδας πρόεδρος Ολάντ, αναγνώρισε τη σφαγή και την υπαιτιότητα της γαλλικής αστυνομίας – και λίγο μετά διέταξε τους βομβαρδισμούς της γαλλικής αεροπορίας στο Μάλι! Δεν μας κάνει εντύπωση. Στην Ελλάδα το 2009, το κίνημα μεθούσε ακόμα με την εξέγερση του Δεκέμβρη, αδυνατώντας να δει ότι είχε ήδη ξεκινήσει η αντιεξέγερση με την επίθεση ενάντια στους μετανάστες. Και δεν θα μπορούσε να είχε γίνει και αλλιώς. Την περίοδο της ευμάρειας, η ελληνική κοινωνία συνολικά σχεδόν αντιμετώπισε τους μετανάστες όχι ως ανθρώπους αλλά ως εργαλεία. Τα μεγάλα και μικρά αφεντικά τους αντιμετώπισαν ως φτηνό εργατικό δυναμικό και ως μέσο υπονόμευσης των δικαιωμάτων των ντόπιων, οι ευϋπόληπτοι πολίτες ως πεδίο άσκησης μικροσαδισμού. Συγχρόνως, στις γυναίκες μετανάστριες ανέθεσαν είτε τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων είτε το ξεχαρμάνιασμα και την επιβεβαίωση της αρρενωπότητας του εθνικού κορμού. Τέλος, για κάποιους “επαναστάτες”, οι μετανάστες αντιπροσώπευαν την ευκαιρία δημιουργίας ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου, δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, αντί να είναι έτοιμοι να «πυκνώσουν τις γραμμές του ταξικού αγώνα», οι περισσότεροι μετανάστες ονειρεύονταν μια ζωή που να θυμίζει, έστω και στις επιφανειακές της λεπτομέρειες, τη δική μας ζωή…
 Το life-style είναι death-style
Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη ζωή μας…
Σήμερα, στην ελλάδα, η συγκαλυμμένη εκμετάλλευση και η ενσωμάτωση ολοκληρώνουν έναν κύκλο. Κυρίαρχη σε κάθε όψη της ζωής είναι πλέον η ωμή βαρβαρότητα. Όταν όμως σήμερα στην ελλάδα εντοπίζεται ως κοινωνικό ζήτημα μόνο το γεγονός ότι υποβιβαζόμαστε στην πλανητική κλίμακα εκμετάλλευσης και όχι το ότι μέχρι τώρα αποδεχόμασταν την ύπαρξή της (έχοντας και το δικαίωμα να εξεγειρόμαστε ενάντια στην κενότητα και την πλήξη), δεν είναι περίεργο που ο φασισμός πλασάρεται επιτυχώς ως λαϊκό κίνημα. Εδώ και χρόνια, ο θάνατος γεμίζει το ιλιγγιώδες κενό της ύπαρξης: με τις ταινίες του Ταραντίνο, τα πρωινάδικα, τα παρατράγουδα, τον καθημερινό μοριακό φασισμό, την εξαχρείωση, τον εξευτελισμό, την απανθρωπιά, τη μιζέρια που γεννούν την ανάγκη για ήρωες. Η αποδοχή της απόγνωσης, της μισανθρωπίας, του ατομισμού οδηγούν στην αποδοχή της κουλτούρας του μίσους.
Λέγεται συχνά πως κύριο γνώρισμα της σύγχρονης κοινωνίας είναι η αυξημένη συνθετότητα, ότι καλές είναι οι ρομαντικές ουτοπικές ιδέες, αλλά είναι ανεφάρμοστες σε μια κοινωνία τόσο αυξημένης συνθετότητας. Κι όμως. Η σημερινή κοινωνία είναι η πιο μονοδιάστατη και απλοϊκή κοινωνία που έχει υπάρξει. «Τίποτα έξω από την οικονομία, τίποτα πάνω από την οικονομία, τίποτα ενάντια στην οικονομία», αυτός είναι ο απαράβατος νόμος της. Σύνθετες σε αυτήν την κοινωνία είναι μόνον οι νευρώσεις που γεννά η απόλυτη υποταγή στις νόρμες της οικονομίας. Ο κυνισμός, οι ατομικές λύσεις, ο ανταγωνισμός, το ανικανοποίητο, φαινομενικά δημιουργούν ένα κουβάρι αξεδιάλυτο. Αν όμως πιάσεις το νήμα του από την αρχή, διαπιστώνεις ότι η κυριαρχία αναπαράγεται με το χειρισμό και την καλλιέργεια των πιο απλών και βάρβαρων ενστίκτων. Κι αυτά τα απλά και βάρβαρα ένστικτα του φοβισμένου ατομικισμού εδώ και χρόνια καλλιεργούνται μεθοδικά στον καθένα…
Γι’ αυτό και δεν υπάρχει ο αθώος λαός που θα αγκαλιάσει αίφνης την άμεση δημοκρατία ή θα αφυπνισθεί από την εξεγερτική πρακτική. Η σημερινή κοινωνία είναι ένα συνονθύλευμα από μοναχικές υπάρξεις, ακρωτηριασμένες ψυχικά και πνευματικά την περίοδο της καταναλωτικής ευμάρειας. Όσοι έχασαν την ικανότητα να φαντάζονται τη ζωή τους έξω από το κάτεργο της αλλοτριωμένης ζωής, τώρα αμφιταλαντεύονται μεταξύ του να εύχονται την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση και του να περιμένουν τη σωτηρία από τον κάθε κουραδοχίτωνα.
Όμως σε ένα μέρος της κοινωνίας έχουν αρχίσει να επανεμφανίζονται αξίες όπως η αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός. Και καθώς καταρρέει η πίστη στις απατηλές υποσχέσεις τόσο της νεοφιλελεύθερης ευτυχίας όσο και της αριστεράς του κοινωνικού συμβολαίου, εκεί δημιουργείται το πιο πρόσφορο έδαφος για το ελευθεριακό κίνημα. Το κίνημα αυτό πρέπει να είναι θεραπευτικό, να επανεφεύρει την κοινωνία, την κοινότητα, τις αξίες, την ανθρωπιά, την ευαισθησία. Να διατρανώνει συνεχώς ότι απεχθανόμαστε αυτήντην κοινωνία ακριβώς επειδή αγαπάμε την κοινωνία.
Ας μην υποτιμούμε τις δυνατότητές μας. Ο αντίπαλος ξέρει καλύτερα. Και φοβάται. Παρά τους ψυχικούς και πνευματικούς ακρωτηριασμούς που επέφεραν δεκαετίες εμπορευματικής κυριαρχίας, η βλάβη δεν είναι ανεπίστρεπτη. Η ελευθερία βγάζει στους ώμους μας φτερά. Παρά την κρατική κατασκευή του φασιστικού ξόανου, το διάχυτο αντιεξουσιαστικό ρεύμα δεν υποχωρεί. Ο λόγος είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του διάχυτου αυτού ρεύματος έχει ήδη αρχίσει να συγκροτείται σε ελευθεριακό κίνημα.
Ένας κύκλος που το κέντρο του είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά
Τι θα απομείνει μετά τον πόλεμο, τις σφαίρες που ρίχνουμε; To έργο που έχετε ξεκινήσει στα χωριά σας είναι πιο σημαντικό απ’ το να σκοτώνεις φασίστες, γιατί αυτό που σκοτώνετε με το έργο σας είναι το αστικό σύστημα. Με αυτή την έννοια, είναι το μόνο που θα καταγράψει η Ιστορία.(Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι)
Το αίτημα για ίσα δικαιώματα σε κάθε έκφραση της ζωής είναι φυσικά δίκαιο, αλλά τελικά το πιο ζωτικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα να αγαπάς και να σε αγαπάν. (Έμμα Γκόλντμαν)
Στις 18 Ιούλη του 1936 ο στρατηγός Φράνκο κήρυξε το στρατιωτικό πραξικόπημα, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αντιμετωπιστεί ο ζωντανός ιστός τον οποίο επί δεκαετίες ύφαινε στην Ισπανία το ελευθεριακό κίνημα. Αυτός ο ζωντανός ιστός θυμίζει στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά αυτό που είχε προτείνει ως «ηγεμονία» ο Γκράμσι. Η διαφορά είναι ότι για το ελευθεριακό κίνημα ο γαλαξίας των απελευθερωτικών πρακτικών δεν ήταν μια τεχνική πολιτικής επικυριαρχίας, αλλά η βάση για την οικοδόμηση της μελλοντικής κοινωνίας. Έτσι, μπορεί εξωτερικά να θυμίζει τις πρακτικές που σήμερα εφαρμόζουν η Χαμάς και η Χεσμπολάχ, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτές, όπως δεν έχει καμία σχέση με όσους σήμερα σχεδιάζουν “δίκτυα αλληλεγγύης” ως μέσο για την αύξηση της πολιτικής τους επιρροής.
Ο ζωντανός ιστός που το ελευθεριακό κίνημα δημιουργεί μέσα στην κοινωνία της αλλοτρίωσης δεν εξαντλείται σε κάποιο πρόγραμμα, μεθοδολογία, πολιτική οργάνωση, ατομικό ή συλλογικό βολονταρισμό, παρ’ όλο που τα έχει ανάγκη όλ’ αυτά – και πολλά περισσότερα ακόμη. Το ελεύθερο πνεύμα, η αγάπη για τον άνθρωπο, η αντιεξουσιαστική ηθική, η ικανότητα για προσωπική δέσμευση, καθώς και η αποφασιστικότητα και η τόλμη που γεννιούνται από το δίκιο και τη συλλογική δύναμη είναι που δίνουν περιεχόμενο στις πράξεις. 
Οι εκδοτικές προσπάθειες, οι απόπειρες πολιτικής συγκρότησης, τα δίκτυα πρακτικής αλληλεγγύης, ο συνδικαλισμός βάσης, οι κουζίνες ανέργων, οι ομάδες συγγένειας, οι ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι, τα ελεύθερα μαθήματα, η αυτοδιαχείριση σε εργασιακούς χώρους, οι συνελεύσεις γειτονιάς, οι ομάδες αυτομόρφωσης, οι συνεργατικές, η παραγωγή αντικουλτούρας, ο μαχητικός αντιφασισμός, η αλληλεγγύη στους μετανάστες, η συμμετοχή στους αγώνες για την υπεράσπιση των κοινών δεν είναι μέσο για την πολιτική επικυριαρχία, είναι η βάση για την κοινωνική απελευθέρωση. Είναι ο ζωντανός ιστός που ξαναγεννά τη ζωή. Καμία εξουσία δεν μπορεί να τον νικήσει.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης “Κοινωνικός Αναρχισμός”.
Αναδημοσίευση από: http://anthostoukakou.blogspot.gr/2014/03/blog-post.html

 

Η καταστροφή στον υδροβιότοπο Λιβάδι (Κολοβρέχτης) συνεχίζεται ασύστολα και με τις ευλογίες των δημοτικών αρχών

IMG_3348

Ο υδροβιότοπος Λιβάδι (Κολοβρέχτης) που βρίσκεται στα σύνορα των δήμων Διρφύων-Μεσσαπίων και Χαλκιδέων είναι μια περιοχή μεγάλης φυσικής, οικολογικής και επιστημονικής αξίας. Στον υδροβιότοπο φώλιαζαν, ξεκουράζονταν και ανεφοδιάζονταν πολλά πουλιά (ερωδιοί, χαλκόκοτες, μαυρογλαρόνια, κ.λ.π). Πολλά από αυτά κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση. Έχουν καταμετρηθεί 49 είδη πουλιών που είναι προστατευόμενα ενώ υπάρχουν και δεκάδες άλλα μεταναστευτικά και μη.

Δυστυχώς ο υδροβιότοπος αντί της προστασίας βιώνει την υποβάθμιση και την καταστροφή λόγω της μετατροπής του σε χώρο εναπόθεσης σκουπιδιών, λυμάτων από γειτονικές επιχειρήσεις, φυτοφάρμακα και τις καταπατήσεις για γεωργική εκμετάλλευση. Στις 20 Φεβρουαρίου του 2014 λίγο πριν νυχτώσει μια τεράστια φωτιά έδωσε τη χαριστική βολή καταστρέφοντας ολοσχερώς τον πυρήνα του βιότοπου. Εκεί που πριν ακούγονταν οι φωνές των πουλιών τώρα βασιλεύει νεκρική σιγή. Το θέαμα είναι ανατριχιαστικό. Τα πουλιά έφυγαν ή κάηκαν. Οι φωλιές τους, τα βατράχια, οι χελώνες κάηκαν.

IMG_3358

Ο υδροβιότοπος του Κολοβρέχτη έχει κηρυχτεί προστατευόμενη περιοχή με το Π.Δ (ΦΕΚ. 642 ΙΔ 19-10-1989).

Ομάδα δημοτικών συμβούλων του δήμου Μεσσαπίων προσπάθησαν να θέσουν επίσημα θέμα αποξήρανσης και εκμετάλλευσης για οικοπεδοποίηση. Ο Δήμος Μεσσαπίων παράνομα έστρωσε δρόμο μέσα στον πυρήνα Α Ζώνη του βιότοπου, με λαρκόχωμα. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση πριν μερικούς μήνες παρέστη στο δικαστήριο ο πρώην δήμαρχος ως ψευδομάρτυρας. Μετά από διαμαρτυρίες πολιτών και συλλόγων παρενέβη δύο φορές με επιστολές στις 19/6/2008 και στις 9/10/2008 ο συνήγορος του πολίτη με αυστηρές συστάσεις στη δημόσια  διοίκηση και στους δήμους Μεσσαπίων και Χαλκιδέων για την καταστροφή του Κολοβρέχτη. Οι ευθύνες των δήμων Διρφύων-Μεσσαπίων και Χαλκιδέων είναι μεγάλες και για τη σημερινή καταστροφή.

IMG_3421

Πρέπει άμεσα να φύγουν από την περιοχή οι καταπατητές. Να καθαριστεί η περιοχή από τα σκουπίδια. Να περιφραχθεί τουλάχιστον η Α ζώνη (πυρήνας). Το έγκλημα που συντελέστηκε βαραίνει όλους τους πολίτες αυτού του τόπου απέναντι στις επόμενες γενιές.

Πρέπει εμείς οι πολίτες να αναγκάσουμε τους ανθρώπους της δημόσιας διοίκησης και των δήμων να πράξουν το αυτονόητο.

Φραντζής Νίκος

Ουκρανία: Το βάπτισμα του αίματος

ukr

Για τι έχυσε το αίμα του ο ουκρανικός λαός και στο όνομα τίνος ενδεχομένως να το χύσει στο μέλλον; Για τα συμφέροντα της εγκληματικής ολιγαρχίας; Για τη νεοναζιστική μειονότητα; Για τον ευρωπαϊκό ή για το ρωσικό ιδιοκτήτη; Πότε θα είμαστε έτοιμοι να χύσουμε το αίμα μας για τα δικά μας συμφέροντα; Για τα συμφέροντα των εργαζομένων; Για τους εαυτούς μας και όχι για τους πολιτικούς, την αντιπολίτευση, τη γραφειοκρατία, τα αυτοκρατορικά ή εθνικά συμφέροντα; Ναι, χρειαζόμαστε έναν αγώνα! Χρειάζεται να ανατρέψουμε την κυβέρνηση. Αλλά δεν χρειάζεται να βάλουμε στη θέση της μια νέα! Ναι, αυτο-οργάνωση, αλλά στο όνομα της αυτοδιεύθυνσης! Και όχι να παραδοθούμε σε νέους ολιγάρχες, ακόμη και αν μιλούν σωστά ουκρανικά. Δεν χρειαζόμαστε ένα δεξιό Μαϊντάν, ένα Μαϊντάν χειραγωγημένο από τους πολιτικούς και τις οργανώσεις, αλλά μια νέα Μαχνοβτσίνα. Ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα των πλέον μειονεκτούντων τμημάτων του λαού, ενωμένων σε ένα κοινό σκοπό: τη γέννηση μιας κοινωνίας χωρίς δούλους και αφέντες!

Στις 19 Ιανουαρίου, είδαμε πώς η Ουκρανία βαφτίστηκε. Με αίμα, φωτιά και νερό. Ο δαίμονας βγήκε από το μπουκάλι, η πολιτική στρατηγική του Μαϊντάν (“πλατεία” στα ουκρανικά) απέτυχε. Μια πολιτική αντιπαράθεση σαν την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004 μετατράπηκε σε ταραχές από το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της αντιπολίτευσης.

Ξεκίνησε όταν το Κοινοβούλιο, με ταχύτητα ήχου, θέσπισε ένα πρωτότυπο σύνολο νόμων. Βουλευτές του Κόμματος των Περιφερειών, πρότειναν τη γρήγορη μετατροπή της “ολιγαρχικής δημοκρατίας” σε “αστυνομική δικτατορία”. Όπως εξήγησαν αυτοί οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές στους δημοσιογράφους: “κάναμε αυτή την πρόταση σε σχέση με την επιδείνωση της κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία.” Δεν ήθελαν να επιδεινωθεί, και την επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο. Αυτό το πέτυχαν άψογα. Το κυρίαρχο κόμμα μάλλον δεν θα μπορούσε να κάνει χειρότερο βήμα. Αλλά η εξουσία, δυστυχώς για αυτούς, έχασε χρόνο για ανάληψη αποφασιστικής δράσης. Οι άνθρωποι στο Μαϊντάν επιβεβαιώθηκαν. Είχαν ήδη αισθανθεί τη δύναμή τους. Και δεν είχαν καμία πρόθεση να παραιτηθούν από αυτή. Νόμοι κατά του εξτρεμισμού θεσπίστηκαν την Κυριακή, συμβολικά στην Εορτή της Βάπτισης.

Και τότε, τι καταπληκτική σύμπτωση, κάποιοι άγνωστοι θιασώτες της αντιπολίτευσης φώναξαν στο πλήθος: “Πάμε στην οδό Χρουσέβσκοχο! Να κάνουμε έφοδο στα κυβερνητικά κτίρια!”. Και πήγαν. Δεν έχει σημασία ότι από το βήμα φώναξαν ότι αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σχέδιο και κανείς δεν πρέπει να πάει. Η διαμαρτυρία άρχισε να βγαίνει εκτός του ελέγχου των ηγετών. Το βράδυ, ενισχυμένα στρατεύματα των ειδικών δυνάμεων “Berkut” βγήκαν στους δρόμους και προσπάθησαν να θέσουν τους θεσπισμένους νόμους της κυβέρνησης σε ισχύ. Ένα αστυνομικό κανόνι νερού πήρε θέση ενώπιον των διαδηλωτών. Το βάπτισμα άρχισε! Κανείς δεν περίμενε να είναι έτσι. Αλλά οι υπογεγραμμένοι από τον Γιανουκόβιτς ηλίθιοι νόμοι προκάλεσαν εξέγερση, εμφύσησαν νέα δύναμη στους διαδηλωτές, ένωσαν πολλούς, οι οποίοι πριν κοίταζαν ήρεμα όλα όσα συνέβαιναν, με τους ενεργούς διαδηλωτές.

Τώρα, η πλειοψηφία του ουκρανικού πληθυσμού είναι εναντίον της κυβέρνησης. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις μετατράπηκαν, στην πράξη, σε οδομαχίες, η διαμαρτυρία ξέφυγε από τον έλεγχο των ηγετών της αντιπολίτευσης. Οι Γιάτσενιουκ και Ταϊνίμποκ αποκηρύσσουν τη βία. Οι μαχητές αποκαλούνται προβοκάτορες. Ο Κλίτσκο προσπαθεί να σταθεί ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις και τους μαχητές του Μαϊντάν με την ελπίδα να σταματήσει την αιματοχυσία. Αλλά δεν τα κατάφερε. Οι μαχητές του Μαϊντάν αποτελούνται κυρίως από ακτιβιστές του λεγόμενου “Δεξιού Τομέα”. Αυτό λέει πολλά. Στο δρόμο κυριαρχούν ακραίοι εθνικιστές και νεοναζί. Έχουν μια μοναδική ευκαιρία να πάρουν το βάπτισμα του πυρός και σκλήρυναν στις μάχες με την αστυνομία. Δίνουν τον τόνο της “επαναστατικής Μαϊντάν”. Ακολουθούνται από κοινούς ανθρώπους. Οι ακροδεξιοί οργανώνονται, ενώνονται, ρίχνουν συνθήματα και έχουν στρατηγική. Και έχουν στήριξη από τους περισσότερους πολίτες που ήρθαν στο Μαϊντάν και οι οποίοι, στην αρχή, ήθελαν “μόνο” να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για τη σημερινή κυβέρνηση. Στις 19 Ιανουαρίου το βράδυ, το Μαϊντάν χωρίζεται σε “νόμιμους” και “παράνομους”. Οι Γιάτσενιουκ και Ταϊνίμποκ συναντιούνται με τους υποστηρικτές τους στην Πλατεία Ανεξαρτησίας (Μαϊντάν), και οι ριζοσπάστες ηγούνται στις οδομαχίες στην οδό Χρουσέβσκοχο.

Ενώ οι Ουκρανοί εθνικιστές γιορτάζουν την κορυφαία στιγμή τους με κυβόλιθους και ρόπαλα, ενώ απαγάγουν και χτυπούν μπάτσους, και φωνάζουν χαρμόσυνα “Yolka!” σε καμένα αστυνομικά λεωφορεία, οι ρώσοι σωβινιστές τρίβουν τα χέρια τους και γιορτάζουν τη νίκη τους. Ένας ρώσος ηγέτης του απαγορευμένου Εθνικού Μπολσεβίκικου Κόμματος, κομμουνιστής και εθνικιστής, ο Λίμονοφ, δήλωσε ότι η Ουκρανία διασπάται και σε κάθε περίπτωση είναι καλό για τη Ρωσία. Αφήστε το δυτικό τμήμα της Ουκρανίας να το πάρει η Ευρώπη, και το αριστερό τμήμα, με πρωτεύουσα το Χάρκοβο, θα γίνει φιλο-ρωσικό! Τέτοιες είναι οι προσδοκίες των Ρώσων ιμπεριαλιστών.

Οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ είναι, επίσης, σε θέση ετοιμότητας. Ο εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ στο Λευκό Οίκο, Κέιτλιν Χέιντεν, κατηγόρησε την κυβέρνηση της Ουκρανίας για την κλιμάκωση της κατάστασης. Ο Χέιντεν απαίτησε την απόσυρση των ειδικών δυνάμεων από το κέντρο του Κιέβου και την έναρξη διαλόγου με την αντιπολίτευση. Σε αντίθετη περίπτωση, είπε, οι ουκρανικές αρχές να περιμένουν επιβολή κυρώσεων. Σημείωσε ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω του γεγονότος ότι η ουκρανική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τα δικαιολογημένα παράπονα του λαού. Είναι ενδιαφέρον, τι κυρώσεις περιμένει και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς αγνοεί τις διαθέσεις διαμαρτυρίας του λαού της… Σιάτλ ’99, Occupy Wall Street…

Το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου που θα διαιρέσει τη χώρα μας σε δύο μέρη -το αριστερό και το δεξιό, με τα σύνορα κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου- ίπταται ήδη. Σε Λβιβ και Ιβανό – Φράνκισκ ήδη χτίζουν οδοφράγματα. Θα χαιρόμασταν για όλα αυτά αν το Μαϊντάν ήταν αριστερό. Δυστυχώς, είναι άκρως δεξιό. Και παρά το γεγονός ότι η κύρια επωδός των διαδηλωτών ηχεί σαν “ο λαός ενάντια στην διεφθαρμένη αρχή”, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό αφορά εξίσου και την άλλη αρχή. Και την αρχή η οποία δεν είναι καλύτερη από εκείνη κατά της οποίας στρέφονται οι διαμαρτυρίες.

Τα γεγονότα είναι πολύ παρόμοια με τις “επαναστάσεις” των πρόσφατων χρόνων που πραγματοποιούν ένα ξένο σενάριο. Η Αραβική Άνοιξη είχε γίνει για μας μια αρνητική εμπειρία και ένα μάθημα για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοκρατορίες, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, περιμένουν να διαιρέσουν την Ουκρανία και να την κάνουν αποικία τους. Το Μαϊντάν είναι αδιέξοδο. Και θα οδηγήσει μόνο σε απώλεια της ανεξαρτησίας, σε ένα αστυνομικό κράτος, δεν έχει σημασία με ποια παραλλαγή. Σε μια φιλοδυτική δημοκρατία, ένα εθνικιστικό καθεστώς, ή ένα ολιγαρχικό μονοπώλιο…

Σε όλο αυτό το βάπτισμα του αίματος, ένα σημαντικό νήμα χάθηκε. Για τι έχυσε το αίμα του ο ουκρανικός λαός και στο όνομα τίνος ενδεχομένως να το χύσει στο μέλλον; Για τα συμφέροντα της εγκληματικής ολιγαρχίας; Για τη νεοναζιστική μειονότητα; Για τον ευρωπαϊκό ή για το ρωσικό ιδιοκτήτη; Πότε θα είμαστε έτοιμοι να χύσουμε το αίμα μας για τα δικά μας συμφέροντα; Για τα συμφέροντα των εργαζομένων; Για τους εαυτούς μας και όχι για τους πολιτικούς, την αντιπολίτευση, τη γραφειοκρατία, τα αυτοκρατορικά ή εθνικά συμφέροντα;

Ναι, χρειαζόμαστε έναν αγώνα! Χρειάζεται να ανατρέψουμε την κυβέρνηση. Αλλά δεν χρειάζεται να βάλουμε στη θέση της μια νέα! Ναι, αυτο-οργάνωση, αλλά στο όνομα της αυτοδιεύθυνσης! Και όχι να παραδοθούμε σε νέους ολιγάρχες, ακόμη και αν μιλούν σωστά ουκρανικά.

Υπάρχει ένας τρίτος δρόμος. Ο δρόμος της επανάστασης του λαού. Όχι σχεδιασμένες πολιτικές στρατηγικές των κυρίαρχων ελίτ, αλλά μια επανάσταση, το θέμα της οποίας είναι ότι οι αυτοοργανωμένοι εργαζόμενοι κατανοούν με σαφήνεια τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν με σαφήνεια όχι μόνο σε τι αντιπαρατίθενται, αλλά, το πιο σημαντικό, αυτό που επιδιώκουν! Δεν χρειαζόμαστε ένα δεξιό Μαϊντάν, ένα Μαϊντάν χειραγωγημένο από τους πολιτικούς και τις οργανώσεις, αλλά μια νέα Μαχνοβτσίνα. Ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα των πλέον μειονεκτούντων τμημάτων του λαού, ενωμένων σε ένα κοινό σκοπό: τη γέννηση μιας κοινωνίας χωρίς δούλους και αφέντες!

Τι να κάνουμε τώρα; Συγκεντρώστε τα άτομα που είναι σε θέση να δεχθούν μια τέτοια λογική αγώνα. Συνενώστε τους. Εργαστείτε για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος. Εγγενώς αναρχικό. Δημιουργείστε έναν ισχυρό πυρήνα της αναρχικής οργάνωσης.

Το Μαϊντάν θα τελειώσει. Και δεν έχει σημασία πώς θα τελειώσει, το αποτέλεσμά του δεν θα είναι προς όφελος του λαού. Δεν θα είναι υπέρ των σκληρά εργαζομένων, των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων των φοιτητών, των ανθρακωρύχων, των χωρικών, των κατοίκων των παραγκουπόλεων των αστικών κέντρων. Δεν θα είναι προς όφελος της πλειοψηφίας των ατόμων που έχυσαν το αίμα τους στις 19 Ιανουαρίου στο Κίεβο. Και τότε το επόμενο βήμα μας είναι να αποτρέψουμε ένα επόμενο Μαϊντάν, και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για να ξεκινήσει μια νέα ιδέα του Μάχνο. Μια νέα φάση του αγώνα έρχεται. Αυτός ο αγώνας θα διεξαχθεί νόμιμα ή υπόγεια, σε μια αποικιακή χώρα διχασμένη από τις αυτοκρατορίες, ή σε ένα ναζιστικό ενιαίο κράτος, αν οι εθνικές ολιγαρχίες κερδίσουν ή η μεταπρατική αστική τάξη. Είμαστε κάτω από το μαύρο πανό της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος!

Και όσοι συμφωνείτε μαζί μας – ενωθείτε!

 

samurai

 RKAS them. Makhno

 19 Ιαν 2014

 

Μετάφραση: εργατική εφημερίδα Δράση

 Πηγή: tahriricn

 

 Η RKAS – Επαναστατική Συνομοσπονδία Αναρχικών είναι μια διεθνής αναρχοσυνδικαλιστική συνομοσπονδία. Τμήματα και μεμονωμένα μέλη της RKAS υπάρχουν στην Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία

Αναδημοσίευση από: https://efimeridadrasi.espiv.net/index.php/2013-11-05-17-26-19/449-2014-02-22-08-53-10

Για μια αντι-ιεραρχική ισορροπία, του Andrea Papi

Paul-Klee-In-the-Style-of-Kairouan-300x188

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Χώρος και Χρόνος» (τεύχος 1, Φεβρουάριος 1990, Αθήνα, σ. 22-30) και αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση του τρόπου με τον οποίον μία βιοτοπική προσέγγιση, όπως αυτή της κοινωνικής οικολογίας, μπορεί να άρει την κυριαρχική σχέση του ανθρώπου πάνω στη φύση, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για την άρση και της κυριαρχίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε γενικές γραμμές η μετάφραση παρέμεινε όπως είχε δημοσιευθεί, ωστόσο έχουν γίνει ελάχιστες αλλαγές.

 

α. Επαναπροσδιορισμός των εννοιολογικών κατηγοριών

Το πολιτικό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα που πρέπει να λύνονται, όποτε εμβαθύνεται κάποια μορφή κοινωνικής συμβίωσης, είτε από τη θεωρητική είτε από την πρακτική πλευρά της. Υπογραμμίζω ότι εννοώ το πολιτικό και όχι εκείνο της πολιτικής. Η διαφορά τους θα εξηγηθεί αμέσως για να μην υπάρξει καμιά ασάφεια. Η σφαίρα της πολιτικής συχνά φορτίζεται με πολλές προκαταλήψεις και ηθικότητες και τις περισσότερες φορές εξετάζεται με συγκίνηση χωρίς μια κριτική προσέγγιση για κατανόησή της.

Για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα τη διάκριση που βρίσκεται μέσα μας, σκέπτομαι πως είναι χρήσιμο να πάμε στην αρχική ερμηνεία, σ’ αυτήν που έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική παράδοση. Το πολιτικό γεννιέται σαν επίθετο της «πόλεως», για να ορίσει την κυριαρχία της, τείνει δε ναεκφράζει και να σημαίνει όλο εκείνο που αποδίδεται στην «πόλιν», δηλαδή της κοινωνίας, του λαού, του δημοσίου καθώς και της διαχείρισης, δηλαδή του τρόπου της κυβέρνησης της. Από εδώ εμφανίζεται η έκφραση πόλις-κράτος, που θέλει να εκφράσει το κράτος της πόλης. Με τον καιρό η «πόλις» έγινε το σύμβολο της κάθε κοινωνικής συμβίωσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της, με αποτέλεσμα σήμερα να μιλάμε για πολιτική ολό­κληρου του πλανήτη. Έτσι όταν μιλάμε για το πολιτικό πρόβλημα, εμβα­θύνουμε με ειδικό τρόπο στο πώς να διαχειριστούν οι κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό μιας ή πολλών κοινωνιών. Ζητάμε δηλαδή να ορίσουμε και να κατανοήσουμε ποιοι είναι οι μηχανισμοί και οι μέθοδοι που χρειάζονται, για να επιθυμήσουμε αυτό που αφορά το σύνολο της «πόλεως», την αναγω­γή δηλ. που θα μας ενώνει.

H πολιτική απεναντίας, σύμφωνα με τους συνηθισμένους όρους είναι οι κινήσεις, οι ελιγμοί στο εσωτερικό της κυρίαρχης πολιτικής τάξης, που δεν την αμφισβητούν, αλλά που ζητούν να ενσωματωθούν μέσα σ’ αυτήν για να έχουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος. Για παράδειγμα σήμερα, αφού η διαχείριση των κοινωνικών πραγμάτων είναι ολοκληρωτικά στα χέρια των κομμάτων, το πρόβλημα της πολιτικής είναι εκείνο του να ενεργείς στο εσωτερικό και ανάμεσα στα κόμματα, χωρίς να τίθεται το κεντρικό πρόβλημα, εάν δηλαδή είναι σωστή ή όχι η ύπαρξη τους. Λέμε λοιπόν ότι το πολιτικό πρόβλημα εμβαθύνει την ερμηνεία και αναζητά να προσδιορίσει τον καλύτερο τρόπο για τη διαχείριση της «πόλεως» ανεξάρτητα από την κυρίαρχη τάξη.

Το θέμα που προτείνω είναι εκείνο του να προσδιορίσουμε ποιος τύπος διαχείρισης και ποιοι μέθοδοι συλλογικών αποφάσεων ενταγμένες σε μια βιοτοπική προοπτική είναι περισσότερο σύμφωνες, συναφείς και χρήσι­μες για τις ανθρώπινες οργανώσεις είτε αστικής είτε αγροτικής μορφής. Θα αναζητήσουμε δηλαδή να ξεκαθαρίσουμε τη σημασία του πώς είναι δυνατόν να συμβιώσει η ανθρώπινη παρουσία στο χώρο, συνδεδεμένη σε μια βιοτοπική λογική που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή κυρίαρχη μορφή της χωροταξικής κατάληψης. Μα πριν, αισθάνομαι την ανάγκη να εμβαθύνω κριτικά τις εννοιολογικές κατηγορίες αναφοράς, γιατί χωρίς μια σαφή αντίληψη του περιεχομένου που βρίσκεται πίσω από τη διάταξή τους υπάρχει κίνδυνος για μια πιο μεγάλη σύγχυση. Οι κατηγορίες αυτές είναι: η αρχή, η «εξουσία», η κυριαρχία, η ιεραρχία και η κυβέρνηση, οι οποίες εκτός του ότι είναι εννοιολογικές κατηγορίες καθορίζουν επίσης τους χώρους δια μέσου των οποίων εκφράζεται η πολιτική απόφαση τόσο στη μορφή όσο και στη μέθοδο και την αξία της. Αρχή, εξουσία και κυριαρχία στη συνηθισμένη τους μορφή χρησιμοποιούνται σαν να είναι συ­νώνυμες. Στην πραγματικότητα εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και περιεχόμενα, ακόμη και αν βρεθούν να είναι συγκλίνουσες.

Αρχή σημαίνει κυριολεκτικά «να έχω την δυνατότητα να…». Αυτό μπο­ρεί να χρησιμοποιηθεί με την έννοια του μπορώ να κάνω, δηλαδή του να έχω τη δυνατότητα άλλοι να κά­νω, δηλαδή του να έχουν τη δυνατότητα άλλοι να κάνουν στη δικιά μου θέση. Με την πολιτική έννοια η αρχή είναι μια λει­τουργία, γιατί εκπληρώνει ένα ειδικό έργο στον χώρο μιας οργανωμένης δραστηριότητας που αφορά τη συλλογικότητα, το σύνολο.

Για να πραγματοποιηθεί το έργο αυτό έχει ανάγκη την εξουσία, η οποία αποτελείται από ένα σύνολο νόμων και μηχανισμών άσκησής των. Μ’ αυτήν την οπτική η εξουσία είναι μια κοινωνική λειτουργία ουδέτερη που ορίζει νόμους και κυρώσεις και που γνωρίζει πως ο νόμος δύσκολα υπάρ­χει χωρίς την κύρωση, λειτουργώντας έτσι σαν ρυθμιστής αυτής της ίδιας της κοινωνίας. Η εξουσία λοιπόν καθορίζεται σαν ανθρώπινη μορφωτική παραγωγή και ανάλογα του πώς διευθύνεται μπορεί να γίνει καταναγκα­στική αλλά και όχι καταναγκαστική. Και μπορεί να είναι των λίγων, του ενός, των πολλών αλλά και όλων. Εξαρτάται από τους μηχανισμούς συμ­μετοχής που έχουν προβλεφθεί για τον κοινωνικό έλεγχο. Σε κάθε περί­πτωση η εξουσία είναι μια σταθερά της κάθε κοινωνικής τάξης.

Πάντα, εξαιτίας της κουλτούρας και όχι της βιολογικής μορφής, κάθε κοινωνία καθορίζει ρόλους που αντιστοιχούν σε ξεχωριστές λειτουργίες. Όποιος εισχωρεί σ’ αυτούς τους ρόλους όπου είναι συνδεδεμένη μια αναγνωρίσιμη λειτουργία, κατέχει μια εξουσία, η οποία παράγεται από το γεγονός ότι η κοινωνία αρθρώνεται σε λειτουργικούς ρόλους. Μπορεί να είναι η εξουσία του υδραυλικού, του οποίου ο ειδικός ρόλος είναι εκείνος του να είναι αρμόδιος στην υδραυλική, αλλά και εκείνος του δικαστή, ο οποίος έχει την εξουσία της δικαιοσύνης, όπως ακόμη του παπά, του δασκάλου, του καλλιτέχνη. Από τη στιγμή που υπάρχει μια διαφοροποίηση ρόλων και αναγνωρίσιμων λειτουργιών, υπάρχει αυτή η ασυμμετρία που καθορίζει την πηγή του κύρους, της εξουσίας, που άλλοτε μπορεί να περικλείει κυριαρχία, άλλοτε όχι. Εξαρτάται δηλαδή από την ερμηνεία που δίνεται στους ρόλους και στις λειτουργίες τους.

Η κυριαρχία απεναντίας είναι μια κατηγορία που υπερίσταται των δύο προηγουμένων. Σημαίνει επιβολή με την κατά γράμμα έννοια της επιβολής και δείχνει μια κατάσταση στην οποία κάποιος κυριαρχεί και κάποιος υποτάσσεται, υπακούει. Η τυπική σχέση της κυριαρχίας χαρακτηρίζεται από τη σχέση εντολή-υπακοή, η οποία λειτουργεί δια μέσου της επιβολής. Πολι­τικά σημαίνει την εξουσία μιας πλευράς πάνω σε όλες τις άλλες, εξουσία πλή­ρης από καταστολή και επιβολή, δηλαδή βασισμένη πάνω στην ηγεμονία και την υπεροχή. Η κυριαρχία ορίζει και επικυρώνει μια άνιση κοινωνική κατά­σταση και επιβάλλει την εξουσία, γιατί αυτή η ίδια δεν την εμπεριέχει.

Και η ιεραρχία είναι επίσης εξουσιαστική. Είναι μια ιεράρχηση αξιών διαφοροποιημένη σε βαθμίδες σπουδαιότητας, σύμφωνα με τις οποίες στην κορυφή βρίσκονται οι πιο σπουδαίοι και χαμηλά οι λιγότερο, όπου οι περισσότερο σπουδαίοι κυριαρχούν στους λιγότερο. Όπως οι προη­γούμενες, είναι μια κατηγορία που οργανώνει και ταξινομεί τις εσωτερικές διαφορές του κοινωνικού σώματος ανάλογα με την αρχή της ανισότητας. Πολιτικά εξαρτάται στενά από την κυριαρχία γιατί κατέχοντας απόλυτο εξουσιασμό και εφόσον είναι σταθεροποιημένες οι βαθμίδες της σπουδαι­ότητας, μοιράζει στους πιο σπουδαίους μια εξουσία απόλυτης υπεροχής, σταθεροποιώντας έτσι μια σχέση με την οποία οι πιο ψηλοί βαθμοί επιθυ­μούν και επιβάλλονται στους πιο χαμηλούς. Όπου υπάρχει η ιεραρχία, κυριαρχεί η εξάρτηση, η υποταγή στην αρχή των ανωτέρων.

Τέλος η κυβέρνηση, η τελευταία εννοιολογικά κατηγορία που μας εν­διαφέρει, είναι μια λειτουργία. Εκφράζεται δια μέσου ειδικών οργάνων που καθορίζονται με το καθήκον του να αποφασίζουν για τους νόμους, χρήσιμους για τη συνοχή και την καθοδήγηση του κοινωνικού σώματος. Σήμερα ταυτίζεται με το υπουργικό συμβούλιο, που στην πραγματικότητα είναι ένα μόνο από τα όργανα που το κράτος χρησιμοποιεί για την κυ­ριαρχία του. Με μια ερμηνεία πιο πλατιά, η λειτουργία της κυβέρνησης είναι εκείνη του να διαλέγει το τι πρέπει να κάνει η συλλογικότητα ώστε να κατορθώνει να ζει, πραγματοποιώντας όλα αυτά που θεωρεί χρήσιμα και σύμφωνα με την καθοδήγηση και τη συναίνεση των μελών της. Πάντα ανάλογα με τις κοινωνικο-πολιτιστικές επιρροές, η λειτουργία αυτή μπο­ρεί να ασκείται καταναγκαστικά δια μέσου μιας οργάνωσης κάθετης και ιεραρχικής ή μπορεί να ασκείται δια μέσου οργάνων που θα αποφασίζουν με οριζόντιο τρόπο. Πάντως όποια μορφή και αν έχει, για την εξουσία η λειτουργία της κυβέρνησης είναι αναγκαία.

β. Μια κοινωνικο-πολιτιστική επιλογή

Στο πλαίσιο που μόλις υπογραμμίστηκε με την προσεγγιστική κριτική στις ερμηνείες των εννοιολογικών κατηγοριών του πολιτικού προβλήμα­τος, αναδύονται πλευρές υπέρμετρα ενδιαφέρουσες, δηλαδή ότι η εξουσία και η κυβέρνηση είναι λειτουργίες που τους χρειάζεται η κοινωνική απο­δοχή για την εσωτερική ισορροπία και τη χειραγώγηση. Μα πάνω απ’ όλα ότι η κυβέρνηση και η εξουσία και πολύ λιγότερο η αρχή εμπεριέχουν την ανάγκη του να επιβάλλουν δια μέσου της κυριαρχίας μια ιεραρχική ταξινόμηση. Αυτό το οποίο δίνει εξουσιαστική ισχύ στις λειτουργίες των αποφάσεων και της υλοποίησής τους είναι η εισαγωγή των εξουσιαστικών κατηγοριών της κυριαρχίας και της ιεραρχοποίησης, ενώ βέβαια αυτές οι ίδιες οι λειτουργίες θα μπορούσαν να ασκηθούν και χωριστά.

Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε μια κατάσταση διαφορετικού τύπου από αυτήν που βλέπουμε, μια κατάσταση δηλαδή που θα χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική ιεραρχική σύνθεση των κοινωνικών κατηγοριών, σύνθεση φυσικά που θα έχει τη λογική της κυριαρχίας. Αυτή η κυρίαρχη θέση είναι για παράδειγμα αναγνωρίσιμη μέσα στην τάση που γίνεται όλο και περισσότερο φανερή του να συγκεντρώνονται οι εξουσίες στα χέρια των ελίτ, που με τη σειρά τους οργανώνουν μηχανισμούς υπερ-ελέγχου στο υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Αναφέρομαι στη μορφή της παιδείας, των μ.μ.ε., των μυστικών υπηρεσιών, των πολυεθνικών, μέχρι στην υπερσυγκέντρωση της εξουσίας σαν οργανωμένο έγκλημα, το οποίο όχι τυχαία έχει δομικές σχέσεις και όχι τυχαίες και ευκαιριακές με την οικονο­μία, τις πολυεθνικές, τις μυστικές υπηρεσίες, κ.λ.π.. Μια κατάσταση που μου αρέσει να τη λέω μετα-πολιτική, με την έννοια ότι όποιος έχει την εξουσία, την διαχειρίζεται πέρα από τα παραδοσιακά πολιτικά όρια, επη­ρεάζοντας και βάζοντας όρους στην εξουσία των αρχών, της κυβέρνησης και του κράτους, τα οποία με τη σειρά τους χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση και ιεραρχοποίηση.

Όλα αυτά επήλθαν όχι γιατί βρισκόντουσαν στο εσωτερικό των λειτουρ­γιών της εξουσίας και της κυβέρνησης αλλά γιατί αυτές οι λειτουργίες ανήκαν και ανήκουν βέβαια στις μορφωτικές απαιτήσεις της κυριαρχίας, παρουσιαζόμενη έτσι αυτή η τελευταία σαν την αναπόφευκτη διέξοδο στην αναγκαιότητα άσκησης της εξουσίας. Εάν η κυριαρχία δεν είναι εσωτερι­κή, είναι δυνατόν να οργανωθεί η διαχείριση της κοινωνίας χωρίς αυτήν, στηριζόμενη στην αρχή της ισότητας που θα καθόριζε μια διαστρωμάτωσηόχι κάθετη αλλά οριζόντια. Η κυβέρνηση θα έπαιρνε έτσι τη μορφή της αυτοκυβέρνησης, δηλαδή μιας διαχείρισης ισότητας και όχι ελιτισμού, ενώ η εξουσία δίκαια μοιρασμένη θα ανήκε σε όλους και όχι σε μια μικρή
μειοψηφία. Αντίθετα από την ολιγαρχική ετερο-διαχείριση θα είχαμε μια
δημοκρατική αυτο-διαχείριση, στην οποία ο δήμος, ο λαός δηλαδή, θα ασκούσε πραγματικά την εξουσία.

γ. Πόλις. Βίος. Άνθρωπος.

Αλλά ας πάμε με τάξη. Προσπαθούμε να αποσπάσουμε το πολιτικό πρό­βλημα και να το συνδέσουμε στη βιοτοπική πηγή. Θέλουμε να αντιλη­φθούμε ποια σχήματα και ποιοι τρόποι του πολιτικού είναι πιο σύμφωνοι στον βιοτοπικό χώρο, αναζητώντας στο μεταξύ να καταλάβουμε μήπως η ανθρώπινη θέληση θέλει με αυτήν την προοπτική να επιβληθεί ξανά πάνω σε όλα ή ζητά κάτι εναλλακτικό που γεννιέται από την κούραση και την απογοήτευση του να είναι ο άνθρωπος πάντα τοποθετημένος στο εσωτερι­κό της λογικής της κυριαρχίας, άσχετα με τον τρόπο που εκδηλώνεται και προσδιορίζεται μέσα σ’ αυτήν. Τα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία της λέξης βίος καιτόπος μας προσφέρουν ένα κλειδί αναγνώρισης, προσφέροντας κατά τα φαινόμενα μια ερμηνεία απλή. Βίοςσημαίνει γλωσσικά ζωή. Αφορά και περιέχει την ανάπτυξη των ζωντανών μορφών, ακόμη και εκείνων που είναι αόρατες στον άνθρωπο. Εξάγεται έτσι ότι ο βιότοπος είναι ένα ειδικό κομμάτι του γήινου χώρου, αδιαίρετο και ενιαίο, που επαναφέρει όλα αυ­τά που αφορούν την ανάπτυξη της ζωής πάνω στη γη, της ζωής σ’ όλες τις εκδηλώσεις της.

Ήδη αυτή η γλωσσική προσέγγιση ανοίγει μια άβυσσο σε σχέση με τον κόσμο που εύχεται. Οι κυρίαρχοι διαχωρισμοί δημιουργούνται με κριτή­ρια που είναι περισσότερο προς όφελος της καθεστωτικής διαχείρισης, παρ’ ότι χωρίς άλλο έχουν σχέση με διαφορές γεωγραφικού χαρακτήρα, δηλαδή γεωλογικές, κλίματος κ.λ.π.. Αλλά αυτή η σχέση έχει ξεπεραστεί από το γεγονός ότι τα σύνορα καθώς και η χρήση που γίνεται στον χώρο αντι­στοιχούν ουσιαστικά στις πολιτικές και διαχειριστικές ανάγκες της κεντρι­κής εξουσίας, η οποία όχι τυχαία τις περισσότερες φορές βρίσκεται κυ­ριολεκτικά σε αντίθεση με τη βιολογική κατασκευή και τη φυσική εξέλιξη.

Αλλά το πρόβλημα δε σταματά εδώ. Δεν είναι μόνο να γίνει η επιλογή νέων κριτηρίων καθορισμού των γεωγραφικών χώρων. Εάν ήταν έτσι, θα ήταν μόνο ένα συμπαθητικό παιγνίδι, ίσως περισσότερο στη μόδα αλλά που στο τέλος θα εξαντλούταν όπως οποιαδήποτε άλλη ταξινόμηση. Αυτή η καινούρια εκτίμηση του χώρου, της γης, απαιτεί απεναντίας μια καινού­ρια συμπεριφορά και ευαισθησία. Μια βιοτοπική λογική που θα ήθελε τα ανθρώπινα σχήματα στο χώρο να βρίσκονται στο εσωτερικό της βιογενετικής δύναμης, σε αρμονία και όχι σε ανταγωνισμό με αυτήΔεν είναι βέβαια αυτή μια καινούρια ανθρωπομορφική παρέμβαση με την οποία ο άνθρωπος θα συνεχίσει την κατάκτηση της γήινης επιφάνειας, αδιαφορώ­ντας για τις βιολογικές εξελίξεις που την χαρακτηρίζουν, μακάρι πιο συνε­τά και πιο περιβαλλοντικά. Πρόκειται απεναντίας για το γεγονός ότι πρέπει να αρχίσουμε να είμαστε μέρος της γης σαν βιολογικό στοιχείο ισορροπίας της. Να είμαστε είδος ζωντανό με δικά του χαρακτηριστικά, στο μέσον ενός περιβάλλοντος που πάλλεται από ζωή και εμπεριέχει όλα τα ζώντα και διαφορετικά είδη, το καθένα με τα δικά του χαρακτηριστικά. Έτσι το κέντρο αναφοράς μετατοπίζεται από τον άνθρωπο μέσα στη ζωή και στη σφαιρικότητά της και έτσι δεν είναι πια ανθρωποκεντρικό αλλά γίνεται βιοκεντρικό. Και αυτό είναι το καινούριο. Η βιοτοπική κερδίζει έτσι τη δύναμη της ολοκλήρωσης, δεν κατακτά αδιάκριτα τη γη, μα θέλει να είναι μέρος της, μια καλή θέληση στο εσωτερικό του περιβάλλοντος, ένα στοιχείο του σε αρμονία με το σύνολο. Ο άνθρωπος σταματά έτσι να είναι ένας κατακτητής που θέλει να ιδιοποιηθεί τη φύση και η παρουσία του γίνεται οικολογική γιατί αναγνωρίζεται σαν στιγμή ισορρο­πίας. Και μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογικής συνείδησης υ­πάρχει μια ουσιαστική διαφορά, η οποία αξίζει να αναφερθεί. Ο περιβαλλοντισμός θέτει το πρόβλημα του μη βιασμού του περιβάλλοντος πέ­ρα από ένα ορισμένο μέτρο. Με αυτήν την οπτική, ο άνθρωπος παραμένει εκείνο το είδος που επιθυμεί τα όρια της ρύθμισης και της ισορροπίας, παραμένοντας στο κέντρο αν όχι του σύμπαντος, τουλάχιστον της γης. Με την οικολογική συνείδηση απεναντίας, σταματά να είναι ο θεμελιακός επιθυμών. Δε βρίσκεται πια στο κέντρο αλλά στο εσωτερικό, αναγνωριζόμε­νος σαν ένα μέρος, βέβαια με τις δικές του ιδιαιτερότητες και σε σχέση με όλα τα άλλα τα μέρη, χωρίς να αυτοδιορίζει τη δικιά του σχέση σαν τον προνομιούχο παράγοντα που πρέπει να επιβάλλεται σε όλα τα’ άλλα τα γήινα είδη.

Στη βάση της βιοτοπικής επιλογής υπάρχει η αποδοχή της θεμελιακής προϋπόθεσης των οικοσυστημάτων, την οποία ο Μπούκτσιν (Bookchin), ιδρυτής της κοι­νωνικής οικολογίας, όρισε με την επιτυχημένη φράση «η ένωση της δια­φορετικότητας». Με άλλα λόγια, τα διαφορετικά μέρη που συνθέτουν το όλο έχουν μεταξύ τους μια σταθερή, αρμονική σχέση ισορροπίας. Είναι μια κατάσταση συνεργασίας στην οποία όλα τα μέρη, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, αναπτύσσουν μια αναγκαστική λειτουργία της οποίας η σπουδαιότητα εξάγεται από το γεγονός ότι είναι σε σχέση. (…)

Σ’ ένα οικοσύστημα δεν υπάρχει μια συγκεντρωτική διεύθυνση και πολύ περισσότερο μια ιεραρχική διαστρωμάτωση αλλά κάθε ατομικό στοιχείο διατηρεί την δικιά του ειδική σπουδαιότητα, που είναι αναντικατάστατη και αυτό γιατί έχει μια σημασία στο εσωτερικό του συνόλου. Δεν υπάρχειμια ελίτ που θα αποφασίζει, ένας κεντρικός πυρήνας από τον οποίο ναεξαρτάται το οικοσύστημα και από τον οποίον να προέρχονται όλες οι αποφάσεις. Η συνεργασία δεν αναπτύσσεται μεταξύ οργανισμών διαφοροποιημένων ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους, αλλά μεταξύ διαφορετικών οργανισμών που έχουν ίση σπουδαιότητα ο ένας με τον άλλον, που αλλάζουν μεταξύ τους ενέργεια, ρόλους, σκοπούς, φτιάχνοντας μια οντότητα που υποστηρίζεται στη συμφωνία απ’ όλα της τα μέρη χωρίς να παίρνει αποφάσεις από άλλους.

Θέλοντας να κάνουμε μια συμβολική μεταφορά, λέμε πως ένα οικοσύστημα από τη στιγμή που παρουσιάζει σχέσεις πολύπλοκες μεταξύ ενός τεραστίου αριθμού μελών που έχουν κοινές, αμοιβαίες και αρμονικές σχέ­σεις, είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Κατά τα λοιπά, η πολιτισμική πορεία κυριευμένη από τον νου είναι γεμάτη από συμβολικές μεταφορές, σε τέτοιο βαθμό που η φαντασία μας είναι μια συνεχής συμβίωση με αυτό που συμβαίνει ολόγυρά μας. Και σκέπτομαι ότι, για να εισέλθουμε και να γί­νουμε μέρη των οικοσυστημάτων, είναι αναγκαίο να συμβιώσουμε με αυ­τά στα γεγονότα τους και όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο. Είναι αναγκαίο να είμαστε συνεργάσιμοι στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και στη σχέ­ση με την κοινωνία των οικοσυστημάτων.

δ. Το Πολιτικό σαν οικολογική σχέση

Είδαμε πως οι αξίες των εννοιολογικών κατηγοριών του πολιτικού προ­βλήματος παίρνουν μέρος στην πολιτισμική παραγωγή, δεν είναι δηλαδή εν­δημική αναγκαιότητα του κοινωνικού σώματος αλλά αποκλειστικοί προσ­διορισμοί της συλλογικής φαντασίας που είναι σταθεροποιημένοι και προσχωρημένοι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εμφανίζονται απαραίτητοι. Έχοντας ο άνθρωπος την ικανότητα του αυτοπροσδιορισμού, μια δυνατότητα δηλαδή του ανθρώπινου νου, έχει πειστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια πως για να έλθει σε επικοινωνία και σε σχέση με όλο αυτό που είναι διαφορετικό απ’ αυτόν θα πρέπει να το καταλάβει, να το κυριαρχήσει. Η φύση μάς είχε δωρηθεί απ’ τον θεό για δικιά μας χρήση και για τις δικές μας ανάγκες, γι’ αυτό θα μπορούσαμε να την καταλάβουμε, να τη βιάσουμε και να την κομματιάσουμε για την ευχαρίστηση μας.

Δεν υπολογιζόταν και δεν υπολογίζεται βέβαια παρά μόνο σαν αντικείμε­νο μέσα στα ανθρώπινα σχέδια. Αυθαίρετα δε, είχε παγιωθεί ότι και μετα­ξύ των ανθρώπων υπήρχε κάποιος που ήταν πιο σπουδαίος δίπλα σε κά­ποιον που δεν άξιζε τίποτα. Και έτσι καταχρηστικά στηριζόταν μια ελίτ που αυτο-ανυψωνόταν στη νόμιμη κυριαρχία επί των πραγμάτων, των ζώων και αυτών των ίδιων των ανθρώπων. Έτσι στηρίχθηκε η ιεραρχία που της αποδόθηκε αρχικά μια θεϊκή νομιμότητα, ενώ τώρα τείνει να της αποδοθεί μια έμφυτη αναγκαιότητα φυσικής προέλευσης. Με αυτόν τον τρόπο η κυριαρχία και η ιεραρχία έγιναν αξίωμα και κριτήριο με τα ο­ποία ολοκληρώνονται οι λειτουργίες που είναι απαραίτητες στην κοινωνι­κή καθοδήγηση και σ’ αυτήν την ίδια τη σχέση με τη φύση και το περι­βάλλον.

Απεναντίας, η βιοτοπική προσδοκά να εισάγει την κοινωνικότητά μας
στο εσωτερικό του οικοσυστήματος, όχι τόσο με την επίσημη έννοια του περιβαλλοντισμού αλλά με εκείνη την πιο βαθιά της οικολογικής ολοκλήρωσης. (…)

Στο επίπεδο της πλήρους συλλογικής συνείδησης πρέπει να επιτευχθεί η πολιτιστική ανύψωση στις συμπεριφορές και στις πράξεις. (…)

Μια ουτοπία χωρίς ελπίδα. Ακόμη και αυτό είναι μια προκατάληψη που η κυρίαρχη κουλτούρα έχει σφηνώσει μέσα μας για να διασφαλίσει ισόβια τη νομιμότητά της. Η συζήτηση που είναι περισσότερο της μόδας για να χτυπηθούν οι αντιεξουσιαστικές αρχές είναι πως εάν ένα σύστημα ισονομίας και ελευθερίας ήταν δυνατό σε πρωτόγονες καταστάσεις, στις παρούσες κοινωνίες που γίνονται όλο και πιο σύνθετες δεν είναι αυτό μόνο απραγματοποίητο αλλά και παράλογο. Όλα αυτά είναι βέβαια σαχλαμάρες. Ανατρέπουμε αυτή τη «θέση» με το να παρατηρήσουμε το πώς λει­τουργεί ένα οικοσύστημα που παρουσιάζει το μέγιστο της πολυπλοκότη­τας και που στηρίζεται στην αρχή της αντι-ιεραρχικής συνεργασίας μετα­ξύ όλων των μερών του. Εάν βασιζόμαστε σε μια κάθετη κεντρική μορφή, θα διαλυόταν η ισορροπία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ανθρώπι­νων συστημάτων. Για να ασκήσει την εξουσία της η κυριαρχία, έχει την ανάγκη του ελέγχου. Έτσι όσο ένα σύστημα είναι σύνθετο, πρέπει να απλοποιηθεί, να βιαστεί σπάζοντας την ευαίσθητη ισορροπία που υπάρχει μεταξύ των μερών και των διαφορετικοτήτων του. Είναι αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας και από όπου προέρχονται όλες οι οικολογικές καταστρο­φές. Δεν είναι τυχαίο το ότι είμαστε κοντά σ’ ένα αντιστρέψιμο σημείο, αφού η κοινωνική πολυπλοκότητα έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνε­ται υπέρμετρα. Είναι ανάγκη να σταματήσουμε να εξετάζουμε τα κέντρα των αποφάσεων σαν πολιτικές αναφορές. Εξ’ αιτίας της αύξησης της πο­λυπλοκότητας αυτά απομακρύνονται όλο και περισσότερο και γίνονται όλο και πιο κάθετα. Και έτσι λοιπόν έχουν ανάγκη για επιβολή, για μεγα­λύτερο έλεγχο και τεχνικές απλοποίησης και βίας πάνω σ’ αυτά που κυ­ριαρχούν. Είναι ανάγκη να γυρίσουμε στην αξιοποίηση των ατομικών με­ρών, όχι που να λειτουργούν δόλια σε ένα κυρίαρχο κέντρο, αλλά να λει­τουργούν αυτά καθαυτά, καθένα σε άμεση σχέση με όλα τα άλλα. Έτσι είναι τα πράγματα για το πολιτικό πρόβλημα. Κάθε άνθρωπος πρέ­πει να ζει σε άμεση σχέση με τους άλλους χωρίς να προσπαθεί να διαχειριστεί αυτή τη σχέση μια κεντρική κυβέρνηση που θα σκέπτεται για όλους.

Συγχρόνως, κάθε κοινωνική μονάδα θα πρέπει να οργανώνει μεταξύ των μελών της κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στην άμεση δημοκρατία, ό­που οι αποφάσεις είναι κοινωνική περιουσία και υπάρχει ο πιο σύνθετος σεβασμός των ατομικών διαφορετικοτήτων. Λοιπόν, ανεξάρτητα από την έκτασή της, η πολυπλοκότητα γίνεται αυτοκυβερνούμενη αφού δεν εξαρ­τάται από ψηλά. Εάν λοιπόν ο βιοτοπισμός, που είναι σύμφωνος με τις αρχές των οικοσυστημάτων, θέλει να μην έχει μια θεωρητική και ιδεαλιστι­κή σημασία, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραβλέψει μια αντι-ιεραρχική, ελευθεριακή και λύση ισότητας του πολιτικού προβλήματος. Εάν δεν το κάνει αυτό και τοποθετηθεί με περιβαλλοντικό τρόπο απέναντι στο περιβάλλον που μας περιβάλλει, είναι σίγουρο πως θα αναπαράγει σε επί­πεδο ανθρώπινης κοινωνίας τη λογική της κυριαρχίας και τη διαίρεσή της σε στρώματα και ιεραρχικούς ρόλους, αφήνοντας κάθε τόσο το σπέρ­μα της επιθυμίας για κυριαρχία.

Η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να επιστρέψει στο να είναι η συμβίωση με τις διαφορετικές μονάδες που είναι η βάση των οικοσυστημάτων. Δια­φορετικά είναι προορισμένη- και αυτό θα είναι δικιά της επιλογή- να παρα­μείνει ένας παράγοντας δυσαρμονίας και καταστροφής. Πρέπει τελικά να αποκτήσουμε μια ομοιοπαθητική στάση. Στη βιολογία η ομοιοστατική είναι μια εσωτερική κατάσταση ισορροπίας των ζωικών οργανισμών που εξασφαλίζει μια φυσική βιολογική δραστηριότητα των κυττάρων και των ιστών.

Andrea Papi

Αναδημοσίευση από: http://journal.eutopia.gr/el/eytopiki-bibliothiki-gia-nia-anti-ierarhiki-isorropia-toy-andrea-papi