All posts by oulaloum

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ

images (2)

Κείμενο που μοιράστηκε το 2006 από το Μαύρο Πιπέρι  με αφορμή τον βιασμό στην Αμάρυνθο .

Αυτό που συνέβη στην Αμάρυνθο είναι η κορφή του παγόβουνου, το σύμπτωμα μιας κοινωνίας η οποία κάτω από τη ρητορεία των παραδοσιακών αξιών και της προόδου, υποθάλπει το σεξισμό, τη φαλλοκρατία, το ρατσισμό, τη βία. Η κατάσταση θυμίζει τα κουκουλωμένα πια ( μέχρι το επόμενο μπαμ!) εκκλησιαστικά σκάνδαλα. Κι εκεί δόθηκε έμφαση σε συγκεκριμένα γεγονότα, κι εκεί η υποκρισία επικράτησε, κανένας λόγος δεν έθιξε τις αιτίες. Εμείς θεωρούμε ότι τέτοια γεγονότα, είναι αποτέλεσμα των κατεστημένων σημασιών και νοημάτων που καθορίζουν τη ζωή μας και της κρίσης στην οποία έχουν περιέλθει εδώ και καιρό.

Δε θα σταθούμε στο συγκεκριμένο γεγονός, δεν έχει νόημα, αυτό κάνουν συνήθως τα μέσα μαζικής εξαχρείωσης, στιγματίζοντας και ενοχοποιώντας αδιακρίτως τις ατομικές συμπεριφορές, καθαγιάζοντας και απενοχοποιώντας τις κοινωνικές αιτίες. Σημασία έχει ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από την τοπική κοινωνία, που αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα όντως υπάρχει και ξεπερνάει το γεγονός. Ο λόγος και οι συμπεριφορές που ξεπήδησαν, αποκάλυψαν τη βαθειά ηθική υποκρισία που κατατρώει τις σύγχρονες κοινωνίες.

Εκκλησία, σεξισμός, ρατσισμός, φαλλοκρατία, πάνε μαζί. Η χριστιανική ηθική (το ίδιο ισχύει βέβαια για όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες), απαξίωσε, ενοχοποίησε την ανθρώπινη σεξουαλική πράξη, εχθρεύθηκε τη γυναίκα, το σώμα και τον έρωτα, τα θεώρησε βρώμικα, βέβηλα, αμαρτωλά. Αυτή είναι η παράδοσή μας, αυτό λέει η εκκλησιαστική ιστορία όπως κι αν τη διαβάσεις, τους καρπούς της “απολαμβάνουμε” σήμερα. Η χριστιανική συμπεριφορά είναι βαθιά υποκριτική: από τη μια ενοχοποιεί την ανθρώπινη σεξουαλική πράξη, από την άλλη υποδεικνύει ότι αφού διαπραχθεί το «αμάρτημα», αρκεί να συγχωρεθεί από έναν παπά μέσω της εξομολόγησης και ο καθένας να συνεχίσει το δρόμο του. Ο φαύλος κύκλος αμαρτία- εξομολόγηση -συγχώρεση – αμαρτία οδήγησε σε μια ενοχική κοινωνία στην οποία θύτης και θύμα εξισώνονται και συγχωρούνται αρκεί να φιλήσουν σταυρουδάκι. Ο μέγας υποκριτής Χριστόδουλος, που στα σκάνδαλα των υφιστάμενων ρασοφόρων του, μόνο να τα κουκουλώσει προσπάθησε (αφού γαλουχήθηκε ανεβαίνοντας στην ιεραρχία μαζί με αυτά), έσπευσε να βοηθήσει ψυχικά τους δράστες και το θύμα. Ελεεινή υποκρισία.

Η διαστρεβλωτική εμπλοκή ( μπορούμε να μιλάμε για ένα βιασμό δευτέρου επιπέδου) των μέσων μαζικής αποβλάκωσης, είναι επίσης χαρακτηριστική και καθρεφτίζει αρνητικά την κατάσταση. Π.χ όταν φυλλάδες τύπου Espresso ή του ντόπιου της μιμητή, της Ευβοϊκής Γνώμης, στηρίζουν τις πωλήσεις τους στην κουτσομπολίστικη προβολή του εβδομαδιαίου αστυνομικού δελτίου, με έμφαση στα σεξουαλικά σκάνδαλα, τα οικογενειακά δράματα, τα ξεκατινιάσματα, το αίμα, την ξενοφοβία, την εναγώνια αναζήτηση φωτορεπορτάζ όπου λίγο κωλαράκι, λίγο βυζάκι, θα θρέψει τους πεινασμένους αναγνώστες, πουλώντας ταυτόχρονα τόνους ηθικολογίας, αλλά και προσφορά τσόντας σε CD, τι να περιμένουμε όταν καυχιούνται για τα ρεκόρ των πωλήσεών τους. Με αυτές τις προοπτικές πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα.

Το θέμα σίγουρα, είναι θέμα αξιών και προτύπων συμπεριφοράς. Οι κοινωνίες μας σήμερα, ζουν μέσα στην αποσάθρωση των νοημάτων, σε μια παρατεταμένη κρίση (ευτυχώς) των παραδοσιακών αξιών και στην ανυπαρξία εναλλακτικής οδού (δυστυχώς). Στην ανυπαρξία δηλαδή ενός λόγου που θα προτάσσει νέες αξίες, πέρα από την παράδοση, όχι ακυρώνοντάς την συλλήβδην, αλλά υπερβαίνοντάς την δημιουργικά.

Το θέμα αφορά το γυναικείο ζήτημα, τη διάρθρωση των ρόλων των φύλων, τη σεξουαλική πράξη και την ηθική με την οποία την περιβάλλει η κοινωνία και μας αγγίζει όλους από διάφορες πλευρές. Η κριτική στην πατριαρχική σεξιστική συμπεριφορά, μας αφορά ως γυναίκες, ως άντρες και ως κοινωνία. Η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι βαθιά σεξιστική και σε μεγάλο βαθμό φαλλοκρατική. Μπορούμε να το αρνηθούμε; Το γυναικείο ζήτημα παραμένει ταμπού, γιατί η κοινωνία μας παραμένει προσκολλημένη στις φθαρμένες πια, πατριαρχικές αξίες. Ο φεμινισμός υπήρξε ριζοσπαστικός, άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στο πατριαρχικό οικοδόμημα, όμως δεν κατάφερε να το ανατρέψει και εν τέλει αφομοιώθηκε. Ο ρόλος της γυναίκας μπορεί να άλλαξε ( αν και εδώ χωράει πολλή συζήτηση) το μάτι του άντρα όμως καθορίζει ακόμη τις συμπεριφορές. Παράδειγμα η γυναικεία μόδα και η εικόνα της γυναίκας στο θέαμα, στους δρόμους, στα μπαρ, παντού ως θηλυκού προκλητικού, ως συμβόλου του σεξ, έτοιμου για «όλα» και απ’ την άλλη του άντρα που ανίκανος να προσεγγίσει-αγγίξει το αντικείμενο του πόθου του αποκτά όλα τα τυπικά «Σύνδρομα του Μαλάκα»: καθημερινή χυδαιότητα στη συμπεριφορά, σεξ επί πληρωμή, τσόντα μέχρι τενοντίτιδας κλπ.

Έχουμε λοιπόν ανάγκη ενός νέου πολιτικού κινήματος. Πολιτικού με τη βαθιά σημασία του όρου, που θα αναδείξει τον αυτόνομο πολίτη και θα θέσει υπό συζήτηση όλες τις κυρίαρχες σημασίες της κοινωνικής ζωής.

Η λύση  δεν είναι η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Πρέπει να πούμε ένα ηχηρό όχι στις φωνές που ουρλιάζουν για επιστροφή στην παράδοση. Ο δρόμος προς τα πίσω είναι ο λάθος δρόμος, είναι ο δρόμος που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε την υποτιμητική και υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στη χριστιανική παράδοση. Γεγονότα σαν της Αμαρύνθου, αποδεικνύουν την αποτυχία, την υποκρισία, τη χρεοκοπία των κληρονομημένων αξιών, οι οποίες μάλιστα έχουν εφαρμοστεί για αιώνες και τώρα διάγουν περίοδο βαθιάς σήψης. Έχουμε ανάγκη από τη δημιουργία νέων σημασιών, κοινωνικών συμπεριφορών και προταγμάτων.

Έχουμε ανάγκη από την προώθηση ενός νέου φεμινιστικού λόγου, ο οποίος ορμώμενος από την παραδοχή ότι το φύλο δεν είναι μόνο φυσικός αλλά κυρίως κοινωνικός προσδιορισμός, θα επαναθέτει το θέμα της ουσιαστικής ισότητας, της ελευθερίας, του αλληλοσεβασμού στις ανθρώπινες σχέσεις.

Το θέμα λοιπόν είναι βαθιά πολιτικό. Είναι το ζήτημα στο οποίο μια πραγματική σύγχρονη δημοκρατία υπερβαίνει την αρχαιοελληνική, γιατί πια απευθύνεται αδιακρίτως, ισότιμα στο σύνολο της κοινωνίας. Η φαλλοκρατία, η ανδροκρατία, είναι εξουσιαστικές συμπεριφορές άρα δεν μπορούν να έχουν θέση σε μια πραγματική δημοκρατία, ο δε βιασμός μια από τις πιο απάνθρωπες πράξεις.

Ας αρνηθούμε και ας πολεμήσουμε κάθε εξουσιαστική συμπεριφορά.

Όχι στη βία που παράγει ο σεξισμός και η φαλλοκρατία.

Όχι στην υποκρισία των αποτυχημένων παραδοσιακών αξιών.

Όχι στη νοοτροπία του αρσενικού αρχηγού, όχι στο ρόλο του υποταγμένου θηλυκού.

Η κοινωνία είναι αυτοδημιουργία, καμία σημασία λοιπόν, κανένα νόημα και κανένας κοινωνικός ρόλος, δεν είναι ούτε φυσικά ούτε αιώνια. Εμείς τα θέτουμε, εμείς τα δημιουργούμε. Ας αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας.

 

Για την οικοδόμηση ελεύθερων και ισότιμων σχέσεων μέσα σε περιβάλλον αλληλοσεβασμού των διαφορετικοτήτων. Αυτό είναι το στοίχημα.

 

Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού

Για την κοινωνική Αυτοδιεύθυνση / Για την Αυτονομία

 

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006

ΧΑΛΚΙΔΑ

 

 

ΑΝΟΜΙΑ

images (4)

 

του Φραντσέσκο Κοντέλο

Η αναρχία καθόλου δεν σημαίνει απουσία ρυθμίσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ωστόσο, μια διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει ότι η αναρχία, ακριβώς ως άρνηση κάθε μορφής κυριαρχίας, οραματίζεται μια κοινότητα χωρίς κανόνες. Μια τέτοια εννοιολογική σύγχυση είναι συχνά παρούσα ανάμεσα στους νεότερους, οι οποίοι εκδηλώνουν τη θέλησή τους για αυτονομία διεκδικώντας, προκλητικά, το δικαίωμα να απελευθερωθούν από κάθε ρύθμιση. Στην πραγματικότητα το νόημα της αναρχίας είναι πολύ διαφορετικό, αφού δεν αντιστοιχεί καθόλου με την πεποίθηση (συχνά εργαλειακής φύσεως) ότι πρέπει να αρνούμαστε κάθε κοινωνική υποχρέωση και όχι μόνο τις πολιτικές και δικαιικές μορφές της. Υπάρχουν στην πραγματικότητα δεσμοί και ρυθμίσεις που είναι παρόντες σε κάθε πλαίσιο σχέσεων και έχουν να κάνουν με την υποχρέωση της αλληλοβοήθειας ή με συμφωνημένες συμβάσεις. Η αναρχία, συνεπώς, δεν ισοδυναμεί με την ανομία, εφόσον δεν προβλέπει την εξαφάνιση οποιουδήποτε κανόνα, με τη δικαιολογία ότι όλοι οι κανόνες υποχρεώνουν. «Η ελεύθερη συμφωνία απαιτεί τήρηση αυτού που έχει συμφωνηθεί. Τιμούμε το συμβόλαιο, σεβόμαστε τον λόγο που έχουμε δώσει. Ένας κανόνας γίνεται σεβαστός, διαφορετικά δεν είναι πλέον κανόνας. Αυτό ισχύει και για τους αναρχικούς, και μάλιστα για τους αναρχικούς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αναρχία και ανομία είναι όροι αντίθετοι» (Εντουάρντο Κολόμπο, Ο πολιτικός χώρος της αναρχίας, 2009). Ο αναρχισμός δεν προτείνει μια κοινωνία στην οποία κάθε σύγκρουση θα εξαφανιστεί, κάθε διαίρεση θα εξαλειφθεί και θα βασιλεύει μια απόλυτη αρμονία. Τότε θα μιλάμε για το τέλος της ιστορίας, για μια εσχατολογία. Αντιθέτως, όπως πάντοτε υποστήριζε ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, η πολλαπλότητα και οι συγκρούσεις είναι το αλάτι της κοινωνικής ζωής, αλλά η ρύθμισή τους πρέπει να γίνεται μέσα από ελεύθερες, άμεσες και τροποποιήσιμες συμφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι σε κάθε κοινωνία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη διαίρεση κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, το δίκαιο διαμορφώνεται προς όφελος του ισχυροτέρου· και ότι σε κάθε κοινωνία που ρυθμίζεται από το κράτος, ο νόμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από την έκφραση της θέλησης του ισχυροτέρου. Συνεπώς η αναρχία είναι η αρχή της ελεύθερης οργάνωσης η οποία αντιτίθεται στην οργανωτική αρχή που βασίζεται στην ιεραρχία και την επιβολή, παραπέμποντας σε κανόνες και ρυθμίσεις σαφώς ορισμένες και ελεύθερα αποφασισμένες, οι οποίες δεσμεύουν ηθικά οποιονδήποτε τις έχει αποδεχτεί.

Το λήμμα ανομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.

Αναδημοσίευση από: http://xwroselkoul.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html

«Όροι και προϋποθέσεις» για έναν πετυχημένο αγώνα των εκπαιδευτικών που δεν μπορεί παρά να είναι ο ξεσηκωμός της κοινωνίας

;lgftdstr

Αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο ως αναπληρωτής, ως αμετανόητος απεργός του 2006, ως εργαζόμενος που δεν ταυτίζεται με τις κλασσικές συνδικαλιστικές πρακτικές και νοοτροπίες της αντιπροσώπευσης, ως χρήστης «παράξενων εργαλείων» ταξικής ανάλυσης όπως η εργατική έρευνα και η ταξική σύνθεση που μας κληρονόμησε ο ιταλικός «αυτόνομος» μαρξισμός και τέλος, ως ένας άνθρωπος που προετοιμαζόταν για μια μεγάλη μάχη και άκουσε ότι «δεν υπήρχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις»…

1.1   ΠολΥ γρΗγορα: Η γενικΗ κατΑσταση

Εδώ και 3 χρόνια, η ταξική πάλη εξελίσσεται με πολύ γρήγορο τρόπο, με «μανούβρες», με απότομες αλλαγές, νέα φαινόμενα, υποχωρήσεις αλλά και νέες αντιστάσεις. Με λίγα λόγια, η συγκυρία αλλάζει κατά πολύ κάθε τρίμηνο. Μόνο τον τελευταίο χρόνο βλέπουμε μια σταθερή «κινηματική ύφεση» που οφείλεται κατά τη γνώμη μου: 1) στα πολλαπλά όρια των αγώνων των προηγούμενων δύο χρόνων (δεκάδες σκόρπιες γενικές απεργίες με προσδοκία για τη «μεγάλη νύχτα της ανατροπής», βίαιη καταστολή, κλαδικοί αγώνες που δεν συνδέθηκαν κ.α.) και 2) στο «πλυντήριο» των εκλογών, στις προσδοκίες που έθρεψαν οι εκλογές και που τελικά διαψεύστηκαν και αυτές (διαψεύστηκε π.χ. η πεποίθηση ότι η «επίθεση των Μνημονίων» θα μειωθεί ή ότι η Αριστερά, ως αξιωματική αντιπολίτευση, θ’ αντισταθεί καλύτερα στις μνημονιακές πολιτικές, την καταστολή κτλ.). Ειδικά μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου, σχεδόν αναίμακτα το φθινόπωρο, ο κόσμος μπήκε στο τούνελ της βίαιης προσαρμογής σε μια νέα οδυνηρή πραγματικότητα. Όμως, ακόμα και αν είμαστε αυτή τη στιγμή «στριμωγμένοι», δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν:

α) επιμέρους μάχες αντίστασης, κάποιες μεγάλες (ΜΕΤΡΟ, Ναυτεργάτες, Χαλκιδική κ.α.) και κάποιες αρκετά μικρές που δεν ακούγονται (π.χ. Γενική Ταχυδρομική, HOL, ΜΕΒΓΑΛ, ΦΑΓΕ, ΑΓΝΟ κ.α.) καθώς και

β) πολλές υπόγειες διεργασίες στους μισθωτούς, στους ανέργους, στις γειτονιές. Έχουν πολλαπλασιαστεί

π.χ. και συνεχίζουν να αυξάνονται οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, α-χρήματης οικονομίας, συνεταιρισμών κ.α. κοινωνικά εγχειρήματα που δεν είναι «πολιτικά» με την κλασσική έννοια του όρου αλλά είναι προθάλαμοι συλλογικοποίησης και πολιτικοποίησης και φανερώνουν ότι ο κόσμος ψάχνει τρόπους να βρει ένα αποκούμπι, μια βοήθεια, μια ανθρώπινη σχέση, ένα νόημα απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα που ζει.  

 1.2 Η κατΑσταση των εκπαιδευτικΩν «απΟ μΕσα»

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον βίαιης επίθεσης και βίαιης προσαρμογής σε νέες συνθήκες βρισκόμαστε και οι εκπαιδευτικοί. Και αν τα πρώτα δύο χρόνια των Μνημονίων βιώσαμε μια μισθολογική επίθεση την οποία δεν μπορούσαμε ν’ αντιμετωπίσουμε ούτε καν ιδεολογικά, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάστηκαν ως τέρατα, υπεύθυνοι «για όλα τα δεινά του τόπου» (για το δημόσιο χρέος, τα ελλείμματα, τη γραφειοκρατία κτλ.), φέτος βιώνουμε μια επίθεση «πειθάρχησης», μια επίθεση στον τρόπο που κάνουμε ή πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας.

Εν τάχει για κάποιον που δεν γνωρίζει:

Α) Από το 2010 μειώθηκε ο μισθός μας 20-40%. Το Κράτος φρόντισε να «χτυπήσει» περισσότερο τους νέους εκπαιδευτικούς ενώ την παλιά  καλή του εκλογική πελατεία την προστάτεψε για ευνόητους λόγους σταθερότητας μέσα στον κλάδο και στην κοινωνία γενικότερα [1].

Β) Το 2010-2011 έγινε ένας μεγάλος γύρος κλεισίματος και συγχωνεύσεων σχολείων. Χάθηκαν οργανικές θέσεις, πάγωσαν φυσικά οι διορισμοί (ακόμα και για ανθρώπους που πέτυχαν στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ του 2008 και ακόμα…περιμένουν), χάθηκαν εκατοντάδες θέσεις αναπληρωτών [2]. Με άλλα λόγια, το «όνειρο του διορισμού» σταμάτησε για ανθρώπους που δουλεύουν πολλά χρόνια στην εκπαίδευση ως αναπληρωτές και ωρομίσθιοι. Το «καρότο σάπισε» όπως είχε πει ένας –απολυμένος πλέον, εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα- συνάδελφος αναπληρωτής, καλός φίλος, που ήταν πρωτοπόρος στον αγώνα των αναπληρωτών τα προηγούμενα χρόνια.

Γ) Στους λίγο-πριν-τη-σύνταξη εκπαιδευτικούς κόπηκε και η σύνταξη και το εφάπαξ.

Δ) Μείναμε στα σχολεία χωρίς βιβλία, θέρμανση και γενικά με λίγα χρήματα για λειτουργικά έξοδα.

Ε) Άλλαξε η «κατάσταση» των μαθητών. Οι οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν είναι ψέμα ότι πρέπει να σιτίζουμε παιδιά και γενικά να βοηθάμε εμείς οικονομικά ή με άλλους τρόπους. Οι μαθητές βιώνουν και αυτοί τη βίαιη προσαρμογή της οικογένειαςσε νέα δεδομένα και αυτό αντανακλάται στο σχολείο π.χ. αύξηση «προβλημάτων συμπεριφοράς», «συναισθηματικών προβλημάτων» κτλ. Είναι στην πραγματικότητα κοινωνικά-ταξικά προβλήματα.

Ζ) Φέτος ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση που θα συνεχιστεί και του χρόνου σίγουρα: αύξηση ωραρίου με σκοπό την απόλυση χιλιάδων αναπληρωτών, ένα ασύλληπτο (!) πειθαρχικό δίκαιο (το οποίο έχει επηρεάσει πολύ τη συνείδηση και την πρακτική όλων των εκπαιδευτικών στην καθημερινότητα, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τολμώ να πω) διότι μπαίνεις σε αργίαεπειδή σε μήνυσε ο οποιοσδήποτε για οποιονδήποτε λόγο (και μέχρι ν’ αποδειχτεί ότι είσαι αθώος, θεωρείσαι ένοχος, μιλάμε για «εξόντωση»), αξιολόγηση με σκοπό τη μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών, την τρομοκράτηση τους και κυρίως την τυποποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (όλοι οι εκπαιδευτικοί τρέχουν να κάνουν προγράμματα project ξαφνικά για να πιάσουν τα «πρότυπα» της αξιολόγησης), υποχρεωτικές μεταθέσεις από το νέο Σεπτέμβρη και άλλα μέτρα

ΠΟΥ ΧΤΥΠΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΕΣΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ «ΚΑΘΑΡΑ» ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ, όχι τον άμεσο ή έμμεσο μισθό.

Ακόμα και οι πιο συντηρητικοί συνάδελφοι μου στο σχολείο κατέληξαν φέτος να λένε ότι: α) «τι είναι αυτό, ζούμε μια τρομοκρατία» και β) «γίναμε χειρότερα και από τον ιδιωτικό τομέα». Φυσικά οι μόνιμοι συνάδελφοι μου δεν γνωρίζουν πως είναι σήμερα στον ιδιωτικό τομέα καθότι πολλοί απ’ αυτούς δουλεύουν στο δημόσιο τομέα εδώ και 10, 20, 30 χρόνια. Τα λόγια τους όμως είναι ενδεικτικά για το πόσο άσχημο κλίμα έχει διαμορφωθεί στα σχολεία. Είναι επίσης ενδεικτικό για την επιλογή στην οποία έχουν κατευθυνθεί οι περισσότεροι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί: να «παρατήσουν» το δημόσιο σχολείο ως προοπτική, δηλαδή στο μυαλό τους δεν υπάρχει ελπίδα διορισμού και σταθερής δουλειάς, βρίσκονται εκεί για να βγάζουν απλά το μεροκάματο, τίποτα άλλο, έτσι σκατά όπως έχουν γίνει τα πράγματααναρωτιούνται αν έχει νόημα να παλέψουν για να είναι στο δημόσιο σχολείο του χρόνου.Μόνο το τεράστιο μέγεθος της ανεργίας τους κρατάει ακόμα στο παιχνίδι. Διότι η έλλειψη προοπτικής διορισμού, η μνημονιακή απαίτηση για απόλυση τους (κάτι που φαίνεται πολύ μεγάλο για να το αντιπαλέψουν), τα 650 ευρώ για το νεοδιόριστο στη Χίο και όλα τ’ άλλα που προαναφέρθηκαν δεν είναι κίνητρο για ένα νέο άνθρωπο που έχει σπουδάσει (και έχει ακόμα κάποιες ελάχιστες προσδοκίες μιας ποιοτικής ζωής) να κάτσει και να παλέψει για να είναι σ’ αυτό το δημόσιο σχολείο. Πολλοί βλέπουν ήδη ως επιλογή τη μετανάστευση. Αυτή είναι η κατάσταση και την ξέρω από πρώτο χέρι.

Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, η πρόταση για απεργία διαρκείας, για κινητοποίηση, ήρθε αιφνιδιαστικά. Στους πιο ριζοσπαστικούς κύκλους εκπαιδευτικών υπήρχε κουβέντα για απεργία με συμμαχίες άλλων κλάδων. Ειδικά στη Δευτεροβάθμια, η πρόταση για απεργία είχε ζυμωθεί περισσότερο. Σε όλα τα σχολεία, όπως ανέφερα, υπήρχε υπόρρητος προβληματισμός για ό,τι συμβαίνει. Και για όσα μας απειλούν, για τις απολύσεις. Σίγουρα οι Ομοσπονδίες, ΔΟΕ-ΟΛΜΕ, ελεγχόμενες από τις κυβερνητικές δυνάμεις, δεν προετοίμασαν τον κόσμο για οποιαδήποτε μάχη. Σίγουρα ο κόσμος δεχόταν παθητικά το σφυροκόπημα των φετινών αλλαγών και των απειλών. Δεν ήταν όμως όλα νεκρά. Όπως είπα, υπήρχε μια κουβέντα. Μοιρολατρική πολλές φορές, αλλά υπήρχε. Υπήρχαν και επιμέρους κινητοποιήσεις π.χ. για τις οργανικότητες των σχολείων, για κενά σε σχολεία, για την Ειδική Αγωγή, τα Μουσικά Σχολεία κ.α. Υπήρχαν και αξιοθαύμαστες μειοψηφικές πρωτοβουλίες, π.χ. μαθήματα σε παιδιά με οικονομική αδυναμία, αντιφασιστικές γιορτές. Δεν ήταν όλα νεκρά. Έχω βαρεθεί να ακούω «οι μικροαστοί, οι μίζεροι εκπαιδευτικοί», οι «παθητικοί εκπαιδευτικοί» κ.α. τέτοια, ακόμα και από τους ίδιους τους αριστερούς αγωνιστές. Το ξέρουμε ότι δεν είμαστε επαναστάτες εργάτες, «μάστορες» [3] είμαστε, «τεχνικοί», δηλαδή εξειδικευμένοι εργαζόμενοι που υπαγόμαστε σε μισθωτή σχέση. Και άλλοτε αντιδράμε σε ό,τι μας συμβαίνει, άλλοτε όχι. Το θέμα είναι ότι λόγω μαζικότητας και κληρονομιάς αγώνων, δεν είμαστε ο πιο συντηρητικός κλάδος που υπάρχει. Για την ακρίβεια, και για το Δημόσιο Τομέα, οι εκπαιδευτικοί έχουν αρκετές εμπειρίες αγώνα και κινητοποιήσεων, ξεπουλημάτων, αδυναμιών αλλά και δυνατών σημείων.

 1.3  Η βΑση και οι παρατΑξεις

Η περιβόητη «οργάνωση των εκπαιδευτικών, της βάσης, του λαού κτλ.» που πολλοί  αριστεροί συνδικαλιστές επικαλούνται, έχει θαφτεί για τα καλά από έναν πλούσιο παραταξιακό συνδικαλισμό που δεν αφήνει κανένα περιθώριο  ν’ ανθίσει μια άλλη ανένταχτη φωνή χωρίς κριτική. Ένας καθημερινός συνάδελφος να πάει να μιλήσει σε Γενική Συνέλευση και κανείς δεν θα συμφωνήσει μαζί του: από τη ΔΑΚΕ ως το ΠΑΜΕ και τις Παρεμβάσεις, η βάση «δεν ξέρει», γκρινιάζει, παραπονιέται, ρωτάει, απορεί, θυμώνει, μα πάνω απ’ όλα, αναθέτει. Λες και η ίδια η δομή του συλλόγου, με τις εκλογές, τους εκπροσώπους, τους συνέδρους, τα Δ.Σ., τους «αγωνιστές» κτλ. δεν οδηγεί de facto στην ανάθεση. Λες και η δημοκρατία που ζούμε, σε όλα τα επίπεδα, δεν οδηγεί de facto στην ανάθεση. Εδώ και χρόνια. Τέλοσπαντων, για τους ΔΑΚίτες-ΠΑΣΚιτες, η βάση είναι ολίγον αυθόρμητη, απρόβλεπτη, «αποκλίνουσα» τον τελευταίο καιρό με τα Μνημόνια. Δυσκολεύονται να τη χειραγωγήσουν πια.

Για την Αριστερά (που αυτή μας ενδιαφέρει περισσότερο για ν’ αλλάξουν τα πράγματα), οι συνάδελφοι συνήθως χαρακτηρίζονται «απολιτίκ», «ατομικοποιημένοι», «συντηρητικοί και μίζεροι», χωρίς καθαρή σκέψη, σχέδιο και στρατηγική, «κοιμούνται ρε γαμώτο», «στον κόσμο τους». Ειλικρινά, το γνωρίζω καλά, από μέσα το γνωρίζω, όπως οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές, έτσι και οι αριστεροί συνδικαλιστές, έρχονται για ενημέρωση στα σχολεία αλλά δεν «ακούνε» πραγματικά τη βάση, ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑ, ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ. Όχι γιατί δεν το θέλουν αλλά:

α) γιατί δεν ξέρουν πώς να το κάνουν αυτό (εδώ προτείνω ν’ αφήσουμε τα project στα σχολεία και να πιάσουμε το project μιας συστηματικής «εργατικής» έρευνας [4] που θα μπορούσε να γίνει σε αρκετούς συλλόγους και συναδέλφους πανελλαδικά με εις βάθος συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια) και

β) το κυριότερο, είναι πλήρως απορροφημένοι στο συνδικαλιστικό παιχνίδι της εκπροσώπησης, στο «να πούμε αυτά που δεν είπαν οι άλλες παρατάξεις», να βγει η τάδε και η δείνα προκήρυξη, η καταγγελία, να ετοιμαστούν τα ψηφοδέλτια, να κάνουμε πρόταση στην Ομοσπονδία, να στηρίξουμε την τάδε ή δείνα εκδήλωση ή κινητοποίηση κ.α. πράγματα που πολλά απ’ αυτά πρέπει να γίνουν αλλά οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να τ’ ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε: 1) «επαγγελματίες συνδικαλιστές» κάθε απόχρωσης που χρόνια τώρα εκλέγονται οι ίδιοι στους ίδιους συλλόγους και 2) όποιος καθημερινός συνάδελφος πατήσει το πόδι του για πρώτη φορά σε συνέδριο της Ομοσπονδίας τρελαίνεται και αηδιάζει με αυτό που βλέπει εκεί (κοκορομαχίες για συνδικαλιστικές τρίπλες και λεπτομέρειεςπου μόνο οι επαγγελματίες συνδικαλιστές ξέρουν, μηδενικός παιδαγωγικός διάλογος για το σχολείο, προκαθορισμένα αποτελέσματα έτσι όπως έχουν βγει από τους συσχετισμούς των παρατάξεων στις εκλογές των αντιπροσώπων κ.α.). Το συνέδριο είναι παρωδία. Ας ξινίσουν πολλοί τα μούτρα, οι αριστεροί συνδικαλιστές, ακόμα και των καλύτερων προθέσεων, «δεν ζουν όπως ζουν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί» και αυτό φαίνεται και το διαισθάνονται όλοι. Και έτσι, εδώ και χρόνια, η βάση δεν ακούει τους συνδικαλιστές τοις μετρητοίς σε όσα λένε. Ούτε οι συνδικαλιστές, όπως είπα, «ακούνε» τη βάση. Σ’ ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχει αμφίδρομη εμπιστοσύνη. Ακόμα και οι Παρεμβάσεις, που καίγονται για αγώνες και ανατροπή, προβάλλουν τις δικές τους ματαιώσεις («είναι μίζεροι, μικροαστοί») ή εκπληρώσεις («εν δυνάμει μπορούν να φέρουν τα πάνω-κάτω!») στη μάζα των εκπαιδευτικών…

  1.4 Οι στρατηγικΕς των αριστερΩν παρατΑξεων για τον αγΩνα

Φέτος είναι η χρονιά των εκλογικών συνεδρίων σε ΔΟΕ και ΟΛΜΕ. Καθώς ο κόσμος εκλογικά κινείται ξεκάθαρα προς τα αριστερά, παίζεται χοντρό συνδικαλιστικό παιχνίδι. Κινδυνεύει η ηγεμονία των κυβερνητικών παρατάξεων. Τα περισσότερα εκλογικά αποτελέσματα αυτό δείχνουν. Ως μηχανισμοί που θέλουν ν’ αναπαραχθούν, οι κυβερνητικές παρατάξεις έπρεπε να κάνουν κάτι για να «ξεπλύνουν» την πλάτη που έχουν βάλει ως τώρα στις σαρωτικές κυβερνητικές αλλαγές. Και έκαναν το γνωστό. Υιοθέτησαν την πρόταση αριστερών δυνάμεων (Παρεμβάσεις) για αγώνα. Απεργία στις Πανελλαδικές. Χωρίς προετοιμασία. Δήθεν να πιέσουν. Να ξεπλυθούν. Να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά το θέμα. Και η Αριστερά;

Η Αριστερά έχει δύο απόψεις για το ζήτημα. Εδώ και χρόνια. Το ΚΚΕ θεωρεί «οπορτουνισμό» τη συμμαχία με τους λύκους μόνο και μόνο για να βγει απεργία. «Πρέπει ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί για να γίνει σωστός αγώνας, οργανωμένος όσον αφορά το περιεχόμενο, τη μορφή, τη στιγμή. Χρειάζεται σχέδιο, μεθοδικότητα, οργάνωση. Δεν μπορούμε να συμμαχήσουμε και να εμπιστευτούμε ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ». Αυτή η άποψη ακούγεται πολύ ορθή, λογική, πείθει έναν ακροατή αλλά προσκρούει στην κοινωνική πραγματικότητα, στην ιστορική εμπειρία. Γιατί κάθε αγώνας είναι πολύ σύνθετο ζήτημα. Πολλές φορές ξεσπά όταν δεν το περιμένουμε, γιατί τα διακυβεύματα της συγκυρίας καθώς και η συσσώρευση ματαίωσης, θυμού και απογοήτευσης, δεν έχουν γίνει πλήρως αντιληπτά από τους «αγωνιστές», τους «συνδικαλιστές». Άλλες φορές, ζητήματα που θεωρούμε (οι πολιτικά σκεπτόμενοι) ότι θα έπρεπε να ξεσηκώσουν τους πάντες, φαίνεται να περνούν «άπατα»: γιατί ο κοινωνικός χρόνος δεν είναι ίδιος με τον πολιτικό χρόνο. Επίσης, το περιεχόμενο δεν ταυτίζεται πάντα με τα αιτήματα (του συνδικάτου, του κόμματος, των παρατάξεων). Περιεχόμενο είναι οι αντιφάσεις που έχουν συμπυκνωθεί, η αδικία που έχει συμπυκνωθείΕίναι η «τέχνη του συνδικαλισμού», της «πολιτικής», των αγωνιστών,να συγχρωτίσουν στέρεες προτάσεις αγώνα (σε περιεχόμενο και μορφή), την κατάλληλη περίοδο, με την κατάλληλη προετοιμασία, με τις συμπυκνωμένες αντιφάσεις του κόσμου, με συγκεκριμένα επίδικα ζητήματα. Επιπλέον, μέσα στον αγώνα, το περιεχόμενο εξελίσσεται. Έτσι π.χ. μετά το Σάββατο 11/5, το περιεχόμενο του αγώνα (που δεν ξεκίνησε ποτέ) δεν ήταν μόνο τα προβλήματα των εκπαιδευτικών αλλά κυρίως η επιστράτευση. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο ΚΚΕ, αγώνας σωστός είναι για το ΚΚΕ αυτός που ελέγχει πλήρως, 100%, που το ΚΚΕ καθορίζει το περιεχόμενο, τη μορφή πάλης, τα όρια. Είναι φυσικά μια λαθεμένη αντίληψη και στρατηγική, που μεταθέτει την ιστορική ανάγκη για αγώνα τώρα, την ιστορική κίνηση της αντίφασης της καπιταλιστικής σχέσης (π.χ. κάποιοι άνθρωποι απολύονται), στην εποχή που θ’ αλλάξουν οι παραταξιακοί συσχετισμοί. Στον αγώνα που δεν ελέγχει το ΚΚΕ προτιμά να κάθεται πιο πίσω, να περιμένει, να μπαίνει όταν νιώθει πως «μένει πολύ πίσω» από τον κόσμο, να βγαίνει όταν έρχεται η ώρα των ευθυνών, ρίχνοντας την ευθύνη στους άλλους. «Εγώ καλά σας τα λεγα, δεν βάζετε μυαλό, οπορτουνιστές» [5]…

Η άλλη στρατηγική, ο «οπορτουνισμός» («τυχοδιωκτισμό» το λένε οι κυβερνητικοί όταν τους βολεύει, για να κατηγορήσουν αντιπάλους και να μην κουνιέται φύλλο), λέει: πιέζουμε, καταθέτουμε προτάσεις αγώνα και εκμεταλλευόμαστε τις αποφάσεις για αγώνα των άλλων παρατάξεων (σε Δ.Σ. Συλλόγων και Ομοσπονδιών) προσπαθώντας να δημιουργήσουμε «δυναμική» στον κόσμο για να ξεπεραστεί η γραφειοκρατική ηγεσία, από τα γεγονότα, από την κίνηση του κόσμου για αγώνα. Αυτή η στρατηγική ακολουθείται από τις Παρεμβάσεις.

Ζητάει όμως πολλά.

Ζητάει:

α) ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΠΑΞΙΩΣΕΙ όσον αφορά το κομμάτι του αγώνα, δυνάμεις που ξέρει ότι «δεν τραβάνε», που μάλλον θα τον «πουλήσουν», να επανομιμοποιήσει τελικά όλο το συνδικάτο που δεν το εμπιστεύεται (αυτό έγινε ακριβώς με τη ΔΟΕ το 2006, επανομιμοποιήθηκε ένα συνδικάτο και βασικά η ΠΑΣΚ που είχε απαξιωθεί στο ξεπούλημα του 1997. Αυτό προσπάθησε να κάνει η Α.Φατούρου, λέγοντας ν’ απεργήσουν έστω 500 συνδικαλιστές την τελευταία στιγμή – έτσι θα σωνόταν η τιμή της ΟΛΜΕ που τώρα έχει πάει κατά διαόλου)

β) ΝΑ ΠΟΡΕΥΤΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ, ΜΕ «ΜΙΣΟ ΣΧΕΔΙΟ», γιατί οι κυβερνητικές παρατάξεις δεν βάζουν κάτω ή δε δέχονται συγκεκριμένο, ολοκληρωμένο σχέδιο που έχει πιθανότητες επιτυχίας π.χ. πραγματικό μπλοκάρισμα των Πανελλαδικών Εξετάσεων (αυτό π.χ. προϋποθέτει ομάδες απεργιακής περιφρούρησης φτιαγμένες πριν την απεργία). Δεν χρειάζεται σοβιετικός σχεδιασμός για να ξεκινήσει ένας αγώνας, αυτό το ξέρει και το λέει ακόμα και το ΠΑΜΕ, αλλά πρέπει να έχεις ένα μπούσουλα για το τι πας να κάνεις, τι θα ζητήσεις ακριβώς, πως θα πιέσεις ακριβώς, που και πως θα ψάξεις συμμαχίες κ.α. Τελικά, σ’ αυτή τη στρατηγική που ακολουθούν οι Παρεμβάσεις, ζητείται να στηρίξει ο κόσμος το «μισό σχέδιο» και με την εκκίνηση του αγώνα να φτιάξει το «άλλο μισό» (π.χ. απεργιακές επιτροπές)Και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι. Στην απεργία π.χ. του 2006, υπήρξε δυναμική με το που ξεκίνησε ο αγώνας αλλά μέχρι και το τέλος της 1ης εβδομάδας της απεργίας δεν υπήρχε ολοκληρωμένο σχέδιο για το που πάμε και πως. Ήταν η δεύτερη βδομάδα, μετά την απαξίωση των δασκάλων από την Υπουργό Γιαννάκου και την αντιμετώπιση από τα ΜΑΤ, που ο κόσμος μπήκε με διαφορετικό τρόπο στο παιχνίδι. Από ένα σημείο δε και μετά, δεν γίνονταν απεργία διαρκείας (και ας ήταν έτσι στα χαρτιά), η απεργία είχε μετατραπεί από τον κόσμο σε κυλιόμενη, τα περισσότερα σχολεία έκλειναν συγκεκριμένες μέρες και η όποια πίεση εκφραζόταν κυρίως στο δρόμο με ογκώδεις πορείες διαμαρτυρίας μαθητών, δασκάλων, καθηγητών και λίγων φοιτητών. Η απεργία εκφραζόταν επίσης με διάφορες κατά τόπους πορείες και εκδηλώσεις από κοινού με τους γονείς. Μέχρι και σχολεία καταλήφθηκαν από απεργούς και γονείς. Η οικονομία όμως (παραγωγή-διανομή-κατανάλωση) δεν μπλόκαρε καθόλου (παρά μόνο στις μεγάλες πορείες), δεν μπήκαν άλλοι κλάδοι εργαζομένων στο παιχνίδι, ούτε οι αγωνιζόμενοι φοιτητές δεν «συναντήθηκαν» με τους δασκάλους (ξεκίνησαν πάλι αγώνα το Γενάρη του 2007). Την κυβέρνηση δεν την ενδιέφερε που η εκπαίδευση δεν λειτουργεί (και ας μίλησε μετά, τιμωρητικά, για «αναπλήρωση των χαμένων ωρών» που δεν εφαρμόστηκε). Το μόνο που έμεινε το 2006 ήταν μια αίσθηση απονομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής στην παιδεία και στην κοινωνία γενικότερα, το γεγονός ότι όλοι μιλούσαν για την ηρωική προσπάθεια των δασκάλων, το δίκιο των εκπαιδευτικών, τα προβλήματα του σχολείου, την αναλγησία της κυβέρνησης, τις ογκώδεις πορείες μετά από πολλά χρόνια. Ακόμα και οι δημοτικές εκλογές εκείνου του φθινοπώρου επισκιάστηκαν από την απεργία. Για ένα Κράτος, όμως, που δεν ενδιαφέρονταν από τότε για την εκπαίδευση των παιδιών (και σήμερα η σχολική αποτυχία/διαρροή το βολεύει για να παράγει υποτιμημένους εργάτες των 400 ευρώ – δεν έχει πρόβλημα με τα κλειστά σχολεία εκτός εξετάσεων), για έναν κλάδο που δεν μπορεί να κάνει άμεση οικονομική ζημιά παρά μόνο αν προκαλέσει γενικό ξέσπασμα και εμπλοκή και άλλων εργαζομένων (οι εκπαιδευτικοί είναι οι εργαζόμενοι με τη μεγαλύτερη κοινωνική διεισδυτικότητα/απήχηση, μπαίνουν σε κάθε σπίτι και είναι «διανοούμενοι», μπορούν να πείσουν για το δίκαιο του αγώνα τους), ήταν αναμενόμενο ότι η απεργία του 2006 είχε τη μορφή διαμαρτυρίας (και όχι μπλοκαρίσματος), είχε ελάχιστα οφέλη και έχει μείνει στη μνήμη των δασκάλων τελικά ως αναποτελεσματικός αγώνας. Ας το κρατήσουμε αυτό για τις επόμενες μάχες.

γ) αφού ο κόσμος εμπιστευτεί ξανά τις παρατάξεις (που τις ταυτίζει με το συνδικάτο γενικά) και το κέλευσμα για απεργία, αφού αρχίσει και λειτουργεί με θέληση για αγώνα, με ενέργειες και πρωτοβουλίες που πιέζουν προς την επιτυχία του αγώνα, θα πρέπει ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ, ΣΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ (όταν θα πάει π.χ. να πουλήσει τον αγώνα), θα πρέπει να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία με δικές του μορφές οργάνωσης π.χ. απεργιακές επιτροπές.

Αν σκεφτούμε τώρα λίγο τα (α), (β) και (γ) δηλαδή την εμπιστοσύνη-επανανομιμοποίηση του συνδικάτου, την πόρευση με «μισό σχέδιο» και την επιβολή της θέλησης της βάσης για «αποτελεσματικό αγώνα» στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, μπορούμε πιο εύκολα να καταλάβουμε που «κόλλησε» η απεργία της ΟΛΜΕ από τη μεριά του κόσμου.

Ένας σημαντικό κομμάτι κόσμου[6] εμπιστεύτηκε την εισήγηση της ΟΛΜΕ  (με βαριά καρδιά, καχύποπτα, ήξερε για τις εκλογές και το συνέδριο και το παιχνίδι των παρατάξεων), δέχτηκε να πορευτεί με «μισό σχέδιο» σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση για τους εκπαιδευτικούς, με το μέγιστο ρίσκο, (εδώ η βαριά καρδιά βάρυνε και άλλο π.χ. όταν δεν άκουσε κανένα συγκεκριμένο τρόπο στις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ για αντιμετώπιση της επιστράτευσης ή ακόμα χειρότερα όταν του έλεγαν ότι θα αψηφήσει την επιστράτευση αλλά συμβολικά!) και όπως είναι φυσικό, μετά από αυτές τις δύο καταστάσεις, δεν θέλησε να επιβληθεί στην αλλαγή της απόφασης στη Γενική Συνέλευση των Προέδρων των ΕΛΜΕ. Δεν θέλησε να επιβληθεί γιατί με βαριά καρδιά εμπιστεύτηκε την ΟΛΜΕ, γιατί με βαριά καρδιά δέχτηκε κρίσιμο αγώνα χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο, χωρίς απαντήσεις σε καίρια ζητήματα π.χ. πως θα περιφρουρηθούν τα εξεταστικά. Γιατί δεν είχε προλάβει ακόμα να συγκροτήσει δικές του αγωνιστικές μορφές π.χ. επιτροπές. Ήταν όμως η ανάγκη του για αγώνα που τον έφτασε στα δύο πρώτα σημεία, στο (α) και (β), και αυτό δεν πρέπει να μας διαφύγει. Η κατάσταση της επιστράτευσης συνεχίζεται και δημιουργεί απογοήτευση, αναξιοπρέπεια, θυμό.

 1.5  Τα γεγονΟτα

Στην απεργία που δεν έγινε εμφανίστηκε και μια τρίτη στρατηγική της Αριστεράς, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, αντιφατική: λέω ναι, μετά λέω όχι, εν τέλει φαίνεται να φέρομαι επικοινωνιακά, όπως και οι δύο κυβερνητικές παρατάξεις. Αυτή η παράταξη καθορίστηκε από τον κυβερνητισμό, την ισορροπία στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, την έλλειψη πολιτικής πρωτοβουλίας/ευθύνης από το ΣΥΡΙΖΑ, και όχι από την ανάγκη να γίνει ένας αγώνας που θ’ ανοίξει «περάσματα» ευρύτερης σύγκρουσης. Αντίθετα, η μόνη παράταξη που θέλησε να γίνει ο αγώνας για ν’ ανοίξει περάσματα, ήταν αυτή των Παρεμβάσεων (αν και όχι σύσσωμη). Η στρατηγική των Παρεμβάσεων θα πρέπει να δεχτεί γόνιμη κριτική, στη βάση των γεγονότων και στη βάση των «προϋποθέσεων» που δεν υπήρξαν και που σύμφωνα με τις άλλες παρατάξεις και τους πρόεδρους των ΕΛΜΕ παρεμπόδισαν το ξεδίπλωμα της απεργίας.

Γεγονότα:

1) Οι ΕΛΜΕ δεν είχαν μαζικότητα το προηγούμενο διάστημα και ελάχιστες είχαν συζητήσει για απεργία μέσα στις πανελλήνιες. Δεν υπήρχαν επιτροπές αγώνα (με οργάνωση, συντονισμό, σχέδιο) πριν ξεκινήσει η απεργία (μόνο στα Γιάννενα έμαθα για μία). Οι Παρεμβάσεις περίμεναν ότι η απεργία, η σύγκρουση, θα τα ξεδίπλωνε όλα μονομιάς. «Μια σπίθα θ’ ανάψει τον κάμπο» σε όλα τα επίπεδα, εντός και εκτός κλάδου. Για τον εκπαιδευτικό κόσμο, ειδικά τώρα που ρισκάρει, τέτοιες φράσεις δεν είναι πια αρκετές. Δεν είμαστε στο 2006. Δεν πιάνει μόνο η επίκληση στο συναίσθημα σε διακηρύξεις-λογύδρια. Χρειάζονται άμεσες σχέσεις, διάλογος, ν’ ακούσουμε τον κόσμο, στέρεες προτάσεις αγώνα με ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ π.χ. χτίσιμο απεργιακού ταμείου από κάθε σύλλογο/ΕΛΜΕ ή από πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών όταν οι τοπικοί σύλλογοι δεν κινούν τίποτα.

2) Όλα κινήθηκαν από «τα πάνω». Η μορφή μπήκε ξαφνικά από την ΟΛΜΕ, από τα πάνω, μέσα στο Πάσχα. Το περιεχόμενο το ίδιο. Η δημόσια συζήτηση έγινε μηντιακά, με μια πρωτόγνωρη λύσσα απέναντι στην ιδέα της απεργίας στις πανελλήνιες. Στα σχολεία δεν υπήρξε καν μια εβδομάδα ζύμωσης. Fasttrack διαδικασίες.

3) Αν τα πράγματα πήγαιναν χωρίς την επιστράτευση, οι ΕΛΜΕ θα είχαν πολύ μικρότερη μαζικότητα και ο κόσμος μικρότερη διάθεση για αγώνα. Όλοι γνώριζαν και για το συνδικαλιστικό παιχνίδι του συνεδρίου.

4) Η επιστράτευση λειτούργησε καταλυτικά. Η επιστράτευση έκανε το δημόσιο υπάλληλο, ιδιωτικό. Απεργείς, απολύεσαι. Πρωτόγνωρη πίεση για ανθρώπους που εργάζονται χρόνια στο προνοιακό καθεστώς του δημοσίου τομέα. Η Κυβέρνηση επίτηδες έκανε προληπτική επιστράτευση, για να «παγώσει» ο κόσμος τελείως, να μπει συνειδησιακά στο «γύψο». Αλλά εμφανίστηκαν αντίθετα αποτελέσματα. Φάνηκε από τη Δευτέρα το βράδυ, φάνηκε κυρίως την Τρίτη στις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Η ΟΛΜΕ στο μεταξύ βρίσκεται στον «αυτόματο πιλότο»: κατεβάζει την ίδια εισήγηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της επιστράτευσης, ότι είναι ένα νέο πολιτικό γεγονός που ξεπερνά το εκπαιδευτικό ζήτημα και συνάμα οδηγεί σε πρωτόγνωρη εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση τους εκπαιδευτικούς.

5) Συμμαχίες: από την αρχή της πρότασης για αγώνα, ούτε η ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ούτε το ΠΑΜΕ, δεν ήθελαν τον αγώνα. Τον μποϋκόταραν. Οι δάσκαλοι αιφνιδιάστηκαν και αυτοί από την κινητικότητα της Δευτεροβάθμιας. Οι άλλοι κλάδοι, σε άσχημη κατάσταση και αυτοί, περίμεναν τις εξελίξεις. Θα βγει απεργία πράγματι από τους καθηγητές; Στην επιστράτευση; Τα δε κόμματα της Αριστεράς δεν πήραν την ευθύνη για μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση.

6) Η απεργία κλείνει από τα πάνω (όπως άνοιξε) και δεν ανοίγει ρουθούνι. Δεν υπήρξε ούτε ένα όργανο αγώνα που ν’ αντισταθεί στο «πραξικόπημα» του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ. Είτε ως ΕΛΜΕ, είτε ως επιτροπή αγώνα.

 1.6  Οι «προϋποθEσεις» ή τι κάνουμε το ΦθινOπωρο;

Τι μας έλειψε; Ο Παπαχρήστος είπε ότι δεν μας στήριξε η ΑΔΕΔΥ. Το ΠΑΜΕ είπε ότι δεν είχαμε συμμαχία με τους γονείς. Ότι δεν είχαμε σχέδιο. Πολλά πράγματα έλειψαν. Πράγματα που τα ξέρουμε από παλιότερες εμπειρίες…

1) Συζήτηση μέσα στα σχολεία. Χρειάζεται περισσότερη συζήτηση για το «τι έχουμε πάθει, τι θα πάθουμε, τι θα κάνουμε». Οι εκπαιδευτικοί, όπως και οι περισσότεροι εργαζόμενοι, νιώθουν ότι δεν έχουν συλλογική οργάνωση που θα τους προστατέψει. Το συνδικάτο υποτίθεται ότι είναι για να προστατεύει τους εργαζομένους. Ο κόσμος όμως δεν πιστεύει ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές θα το κάνουν αυτό. Ειδικά μετά το φιάσκο της ΟΛΜΕ. Όπως στους περισσότερους εργασιακούς χώρους, η εργατική τάξη έχει μείνει «ξεκρέμαστη». Αυτή η αίσθηση του τίποτα δεν υπάρχει συλλογικό, τίποτα δεν γίνεται, επιβάλλει εκκωφαντική σιωπή, οδηγεί στην ατομικοποίηση. Στην εποχή που ζούμε, με τα πολλαπλά προβλήματα, όπου η προσωπική, διακριτή ταυτότητα/μοναδικότητα των περισσότερων (ειδικά των μεγαλύτερων σε ηλικία) εργαζομένων έχει δεχτεί καίρια πλήγματα (διότι καταλαβαίνουν πια ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι), δεν είναι ο ατομικισμός, το «εγώ», η προσωπική ταυτότητα που οδηγεί τον κόσμο μακριά από τη συλλογικότητα αλλά το γεγονός ότι έπαψε η συλλογικότητα και ιδιαίτερα ο συνδικαλισμός να έχει οποιοδήποτε νόημα, αποτελεσματικότητα και δημιουργικότητα για τον κόσμο.  Δεν είμαστε στην ατομικιστική, καταναλωτική αποχαύνωση του 2004. Τα τελευταία 3 χρόνια ο κόσμος έψαξε συλλογικά μονοπάτια. Και αν τον απογοητεύσουν στρέφεται στην ατομική λύση, στο άτομο, στην οικογένεια, στην απολιτίκ Χρυσή Αυγή της οργής. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός που δεν ασχολείται με τα «κοινά» στο σχολείο μπορεί να είναι πολύ «ενεργός πολίτης» σε ένα κοινωνικό εγχείρημα που βρίσκει νόημα, μπορεί να μιλήσει, δεν τον κάνει ν’ ασφυκτιά από το χείμαρρο του συνδικαλιστικού παιχνιδιού. Όπως και να’ χει, πρέπει να σπάσει αυτή η σιωπή για να ξεκινήσει κάτι σωστά. Πρέπει να συζητηθεί ο ρόλος του συνδικάτου και των συνδικαλιστών, τι έκαναν τρία χρόνια, ποιοι έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, αλλά και εμείς τι κάνουμε τόσο καιρό, τι ευθύνες έχουμε; Είναι τόσο σάπιο το συνδικάτο, από πάνω ως κάτω, που πρέπει να το αφήσουμε και να φτιάξουμε νέα συλλογική οργάνωση, με μεγαλύτερη άμεση εμπλοκή του κόσμου; Μήπως να ψηφίσουμε άλλους, καλύτερους συνδικαλιστές, να πάρουν άλλοι την ηγεσία στο συνδικάτο; Μήπως να μιλάμε συνεχώς ως σχολείο, να πιέζουμε ως σχολείο για να καθορίζουμε τα πράγματα και να μην είμαστε έρμαιο των εκάστοτε συνδικαλιστών και των παιχνιδιών τους; Τι κάνουμε[7]; Και ποια προβλήματα είναι τα πιο καίρια που πρέπει να παλέψουμε τώρα;

2) Ομαδοποιήσεις, παρέες «αγώνα» μέσα στα σχολεία. Όσοι πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο και πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, πρέπει να έρθουν κοντά. Να ζυμωθούν και να ζυμώσουν και άλλους συναδέλφους. Η παρέα αγώνα φτιάχνεται πρώτα στο σχολείο μας, στο δικό μας, το γειτονικό μας, εκεί που 50 άτομα μας ξέρουν με το μικρό μας όνομα, συνάδελφοι και γονείς. Χωρίς ομάδες/παρέες αγώνα, χωρίς σχέσεις του κόσμου «από τα κάτω», οι αγώνες δεν αντέχουν τις πιέσεις. Και οι σκληροί αγώνες του μέλλοντος θέλουν γερά πόδια, όχι πήλινα. Κανείς δεν θ’ απεργήσει αν κινδυνεύει με απόλυση και αν δεν πιστεύει ότι έστω μια ομάδα συναδέλφων και γονιών στο σχολείο του δεν θα τον αφήσει μόνο. Μόνος κανείς δεν αγωνίζεται παρά εμείς, οι οσιομάρτυρες της Αριστεράς…

3) Επιτροπές Αγώνα: ένα βήμα παραπάνω. Εδώ δεν έχουμε παρέα σχολείου, εδώ βρίσκουμε συναδέλφους-συναγωνιστές από το Σύλλογο ή την περιοχή για να κάνουμε ανοιχτή δουλειά στον κόσμο. Συνήθως φτιάχνονται με το ξεκίνημα του αγώνα ή λίγο πριν.

4) Συντονισμός των Επιτροπών Αγώνα. Όπως είπα κανείς δεν εμπιστεύεται το συνδικάτο, πόσο μάλλον τώρα. Κατά τόπους, ανά περιοχή, ΕΛΜΕ, σύλλογο, πρέπει να υπάρχουν επιτροπές αγώνα που θα έρθουν κοντά να συζητήσουν. Αυτό είναι ένα προχωρημένο στάδιο. Αν δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτό τώρα, από το φθινόπωρο. Αλλά όχι να πάμε πάλι σε πρόταση αγώνα (ή ακόμα χειρότερα σε αγώνα) χωρίς να έχει στηθεί τίποτα.

5) Ενημέρωση των μαθητών και γονέων. Αυτό το έχουμε αρκετά καλά νομίζω, σε επίπεδο σχολείου, γειτονιάς. Είναι πολύ κρίσιμο να μπει και η νεολαία στο παιχνίδι.

6) Άνοιγμα σε άλλους εργαζομένους, πριν ακόμα αρχίσει ένας αγώνας. Ενημέρωση. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ο συντονισμός των κλάδων θα γίνει από τα πάνω, από τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ή από τις ΔΟΕ-ΟΛΜΕ. Πρέπει οι επιτροπές αγώνα να πάνε ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ σε άλλους εργαζομένους, σε χώρους δουλειάς που βρίσκονται σε αγώνα ή έχουν κοινά προβλήματα (π.χ. ΜΕΤΡΟ, Υγεία, ΟΤΑ), σε λαϊκές συνελεύσεις, σε γειτονιές, να βάλουν τα ζητήματα ΜΕ ΑΜΕΣΟ ΤΡΟΠΟ στους εργαζόμενους και όχι έμμεσα, μέσω των Δ.Σ. των Σωματείων ή των Ομοσπονδιών (που μπορεί να θάψουν τα ζητήματα). Να τα βάλουν όχι κλαδικά αλλά κοινωνικά, ζητώντας ΚΟΙΝΟ ΑΓΩΝΑ με συγκεκριμένες ημερομηνίες έναρξης, με συγκεκριμένο μήνα επίθεσης. Δεν μπορούμε να αφήνουμε την ενημέρωση, τη διαμόρφωση συνείδησης μόνο στα εχθρικά media. Δεν μπορούμε να ζητάμε μόνο την αλληλεγγύη των άλλων. Δεν μπορούμε πάλι να μη συμμετέχουμε πολλοί κλάδοι μαζί. Η εκπαίδευση δεν θα νικήσει αν δεν νικήσει η κοινωνία. Η ΟΛΜΕ έκανε έκκληση για συστράτευση τη στιγμή που ελάχιστοι είχαν κινηθεί από τη βάση της προς την κοινωνία.

7) Διάφορα πρακτικά μέτρα για την επιτυχία του αγώνα όπως: α) ομάδα συγκεκριμένη που θα μιλά στα ΜΜΕ από το συντονιστικό των επιτροπών αγώνα για να μην καπελώνει κανείς τη δημόσια εικόνα του β) ομάδα ιστοσελίδας/ενημέρωσης μέσω του Διαδικτύου γ) ταμείο αλληλοβοήθειας/απεργιακό σε κάθε σχολείο ή σύλλογο ή περιοχή και κεντρικό απεργιακό ταμείο του συντονιστικού επιτροπών αγώνα δ) ομάδα νομικής υποστήριξης για μάζεμα κλητεύσεων επιστράτευσης, προετοιμασία για τις δίκες, για τις συλλήψεις σε διαδηλώσεις κτλ. ε) ομάδα πρώτων βοηθειών για τις πορείες ζ) ομάδες περιφρούρησης στο δρόμο με τη βοήθεια και άλλων εργαζομένων και νεολαίων. Αυτό το τελευταίο έχει καίρια σημασία σε μια περίοδο όπου ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν λειτουργεί έτσι όπως θα τον ήθελε η κυβέρνηση (παρά την εξαιρετική «δουλειά» των ΜΜΕ), ο κόσμος δείχνει δυνατότητες ότι μπορεί «να σπάσει το γύψο» και μόνο η ΩΜΗ ΒΙΑ έχει παραμείνει στο καθεστώς όπως αμέτρητες κινητοποιήσεις έχουν δείξει..

Τέλος, η εμπειρία όλων των προηγούμενων αγώνων στην εκπαίδευση πρέπει ν’ αποτιμηθεί κριτικά, και αυτή η αποτίμηση να γίνει κτήμα της βάσης. Ξέρουμε πια ότι αν πάμε μόνοι μας, μόνο δάσκαλοι ή μόνο καθηγητές ή μόνο εκπαιδευτικοί, δεν θα φτάσουμε μακριά. Ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε τα επίσημα όργανα των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ που είναι ξεπουλημένα. Ξέρουμε ότι το κλείσιμο των δημοτικών σχολείων είναι ακίνδυνο, δεν νοιάζεται η κυβέρνηση για τα μικρά παιδιά που δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Ξέρουμε ότι το κλείσιμο των Γυμνασίων-Λυκείων είναι εν δυνάμει επικίνδυνο γιατί απελευθερώνει τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας[8], τη νεολαία. Ξέρουμε ότι πέρα από τις πορείες, τις κατά τόπους εκδηλώσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας κτλ. χρειάζεται πάνω απ’ όλα ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΝΕΣΟΥΝ.

Μ’ αυτή την έννοια είναι καλύτερο να πάμε σε μαζικό αγώνα για 2, μάξιμουμ 3 εβδομάδες, να το έχουμε ξεκαθαρίσει στο κόσμο ότι πάμε για λίγη χρονικά διάρκεια αλλά για να κάνουμε

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΓΩΝΑ που ούτε και εμείς τα φανταζόμαστε.

Από το να κάνουμε μόνο πορείες στο κέντρο της πόλης, να ξεποδαριαζόμαστε τρώγοντας ξύλο και δακρυγόνα (αυτά δεν τ’ αποφεύγουμε πια) να προσπαθήσουμε να βάλουμε σε εφαρμογή ένα

ΜΑΖΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ όπως:

  • Να ζητήσουμε από τους μαθητές να προχωρήσουν σε αγώνα μαζί μας με ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ. «Κλείστε τα σχολεία, σώστε το μέλλον σας, ελάτε στις δράσεις μαζί με τους δασκάλους σας».
  • Να μαζευτούμε λοιπόν 1 μέρα έξω από τους ΟΑΕΔ στις διάφορες γειτονιές, να βγάλουμε τα έπιπλα από κάθε ΟΑΕΔ στο δρόμο (όπως έκαναν πριν από μερικά χρόνια στη Γαλλία με το κίνημα του CPE για να αναδείξουν το πρόβλημα της ανεργίας και επισφαλούς εργασίας). Δεν έχει νόημα να ζητάμε αφηρημένα στήριξη από τους 1.340.000 διαλυμένους ανέργους. «Τέλος η κοροϊδία, μέτρα για την ανεργία». Να μας δουν εμάς οι άνεργοι να παρεμβαίνουμε στους ΟΑΕΔ.
  • Να μπλοκάρουμε 1 μέρα την είσοδο σε συνοικιακές τράπεζες π.χ. της Εθνικής μαζί με γονείς, ανέργους, συνταξιούχους κτλ. να κάνουμε μπλόκα σε όλες τις γειτονιές, αναδεικνύοντας ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από την καπιταλιστική κρίση. Ζητάμε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους να πάρουν επιτέλους θέση και ν’ απεργήσουν μαζικά. Έχουν μεγάλη υλική δύναμη. Οι δε υπάλληλοι της Εθνικής δεν είναι τόσο τρομοκρατημένοι γιατί το καθεστώς της Εθνικής είναι ημι-δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα, η Εθνική είναι αυτή που κερδίζει περισσότερο απ’ όλη την ιστορία της κρίσης, της ανακεφαλαιοποίησης κτλ. Είναι ακόμα η μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα και θα τους πονέσει αν δεν δουλέψει για 1 μέρα. Ας χάσουνε λίγα κέρδη. Θα πέσει ξύλο; Σίγουρα. Θα έχουμε συλλήψεις; Σίγουρα. Για σκεφτείτε όμως να συμβαίνει αυτό σε 50 υποκαταστήματα της Εθνικής στη χώρα, από την Αλεξανδρούπολη ως τα Χανιά…
  • Να πάμε 10.000 εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι, γονείς κτλ. να μπλοκάρουμε την έξοδο από το εμπορικό λιμάνι στον Πειραιά για 1 μέρα και να ζητήσουμε από τους λιμενεργάτες και τους ναυτεργάτες να μπουν στο παιχνίδι για ν’ ακυρωθεί η κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
  • Την άλλη μέρα να πάμε στο σταθμό Λαρίσης. «Σιδηροδρομικοί, σταματήστε τα τρένα».
  • Καλύτερα να κλείσουμε τα ακυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων σε 10 μεγάλους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ για να διακινείται ο κόσμος τζάμπα ζητώντας από τους εργάτες του ΜΕΤΡΟ να σπάσουν την επιστράτευση.
  • Καλύτερα 1 μέρα να κλείσουμε τις εφορίες στις γειτονιές, ζητώντας από τους εφοριακούς να μην εισπράττουν φόρους, να βγουν σε απεργία ή να κάνουν λευκή απεργία. 50 εφορίες κλειστές, όχι άλλοι φόροι!
  • Καλύτερα 1 μέρα να κάνουμε παρεμβάσεις στα κτίρια της ΔΕΗ της χώρας, στη διοίκηση, ζητώντας από τη ΓΕΝΟΠ να καλέσει απεργία ΤΩΡΑ, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, τις απολύσεις, το χαράτσι και το φούσκωμα των λογαριασμών της λαϊκής οικογένειας. Η ΓΕΝΟΠ έχει μεγάλη δύναμη αν πραγματικά κατεβάσει τους διακόπτες…
  • Καλύτερα 1 μέρα να βρούμε τα αδέρφια μας από τους ΟΤΑ κλείνοντας τα Δημαρχεία της χώρας, ζητώντας από τους συμπολίτες μας να πετούν τα σκουπίδια τους μπροστά από τα γραφεία των κομμάτων της κυβέρνησης, ζητώντας από τους ΟΤΑτζήδες να βγουν ξανά στο σεργιάνι του αγώνα. Στα Δημαρχεία καλούμε τους Δήμους να πάρουν θέση υπέρ του αγώνα, καλούμε τους πολίτες για Δημόσιες Συνελεύσεις.
  • Καλύτερα τέλος να κάνουμε εμείς κατάληψη στη ΓΣΕΕ καλώντας ΕΜΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ και ΜΕΓΑ Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, Σάββατο ή Κυριακή πρωί, και να πάρουν όλα τα σωματεία απόφαση για 24ΩΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.

Καλύτερα να βάλουμε τη φαντασία μας για το ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟ (ΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ – Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ),

γιατί ουτοπία είναι να νομίζουμε ότι οι εκπαιδευτικοί θα σταματήσουμε μόνοι, μόνο με απεργία και πορεία, τις απολύσεις και την πολιτική της ολικής καταστροφής. Ο μόνος αγώνας που πραγματικά θα προασπίσει το δημόσιο σχολείο είναι ο αγώνας της κοινωνίας για την ανατροπή αυτών των πολιτικών.

mr_sun_light

Σημειώσεις:


[1] Οι κλάδοι των εκπαιδευτικών –με την αρωγή του Κράτους- έχουν διαιρεθεί σε 3 κομμάτια με πραγματικές, υλικές διαφορές: στο ένα άκρο οι γυρολόγοι αναπληρωτές/ωρομίσθιοι χωρίς μόνιμη σχέση με το σχολείο, χωρίς μόνιμη σχέση με τον αγώνα. Στη μέση, τα «αξιολογημένα» παιδιά του ΑΣΕΠ, οι χιλιάδες που διορίστηκαν μετά το ’98, στη δεκαετία του 2000. Εκπαιδευτικοί με αυξημένα προσόντα, που «πέρασαν με το σπαθί τους», που είχαν προσδοκίες καριέρας στο σχολείο, ετών 30-40. Μια γενιά με μικρά μωρά, χωρίς τις εμπειρίες αγώνα του ’97-’98 και ίσως και του 2006. Χωρίς ακόμα, πολλοί από αυτούς, να έχουν γυρίσει πίσω στον τόπο από τον οποίο κατάγονται. Είναι οι περιβόητοι συνάδελφοι με τα λιγότερα από τα 12 χρόνια προϋπηρεσίας – τόσα ορίζει το Προεδρικό Διάταγμα για τις αναγκαστικές μετακινήσεις, αυτούς χτυπάει το Κράτος. Και αυτοί που προστατεύονται είναι οι παλιοί: η γενιά των πενηντάρηδων (40-50 ετών), της επετηρίδας, που έδωσε πολλές μάχες (’97, ’98, 2006 – πρόκειται για την πιο αξιόμαχη γενιά εκπαιδευτικών) και των εξηντάρηδων (εκεί βρίσκεται η συμπαγής εκλογική πελατεία των κυβερνητικών παρατάξεων).[]

[2] Καίριο πλήγμα δέχτηκαν πρώτοι οι γυμναστές και μετά οι πληροφορικάριοι.[]

[3] Η έννοια του «μάστορα» ή του «τεχνικού» (και όχι του εργάτη) αφορά τον εξειδικευμένο εργαζόμενο που ελέγχει ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο και το χρόνο παραγωγής, που διαθέτει ένα βαθμό εργατικού ελέγχου και η υπαγωγή του στο κεφάλαιο είναι «τυπική». Για το πέρασμα των εκπαιδευτικών στα Πανεπιστήμια της Αγγλίας από την «τυπική» υπαγωγή στην «πραγματική» υπαγωγή στο κεφάλαιο, δες D.Harvie, «Αλλοτρίωση, τάξεις και περιφράξεις στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου», στο «Κρίση, Αναδιάρθρωση και Ταξική Πάλη στα Πανεπιστήμια», Εκδόσεις Κόκκινο Νήμα, Ιούνης 2008. []

[4] Για το εργαλείο της εργατικής έρευνας υπάρχουν λίγα πράγματα στην Ελλάδα. Μια σύντομη εισαγωγή θα βρείτε στο http://wwwpraxisred.blogspot.gr/2012/12/blog-post_5145.html  []

Το βιβλίο «Η έφοδος στον Ουρανό: Ταξική Σύνθεση και Ταξική Πάλη στον Ιταλικό Αυτόνομο Μαρξισμό» του Steve Wright καθώς και το «Τηλεφωνικά Κέντρα, εργατική έρευνα, κομμουνισμός» της ομάδας Kolinko (και τα δύο από τις εκδόσεις Κόκκινο Νήμα), είναι βιβλία που παρουσιάζουν το θεωρητικό πλαίσιο της εργατικής έρευνας. Ιδιαίτερα το πρώτο παρουσιάζει και το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο.

Άλλο ένα βιβλίο που σχετίζεται με τη θεωρία της εργατικής έρευνας είναι το «Η προλεταριακή εμπειρία» του Claude Lefort, από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα, 2008 (δείτε καιhttp://rizospastes.blogspot.gr/2008/09/blog-post_11.html).  Παραδείγματα εργατικής έρευνας στην Ελλάδα είναι οι συνεντεύξεις στο «Ο δρόμος, ο εργάτης, η μηχανή και η μέθοδος» που αφορά τους εργαζόμενους με μηχανάκι και εκδόθηκε από τη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα, 2004 καθώς και το πιο άρτιο μέχρι σήμερα βιβλίο «Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές: μια ανταγωνιστική έρευνα για το λόγο και τη δράση των φοιτητών στο κίνημα του 2006-2007», εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2010 που θα το βρείτε και στοhttp://anti-research.blogspot.gr/

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι ακόμα η εργατική μαρτυρία του Αμπντέλ Μαμπρουκί που εκδόθηκε με τον τίτλο «Η γενιά της επισφάλειας» το 2007 και υπάρχει στοhttp://generationprecaire.blogspot.gr/ . Τέτοιες εργατικές μαρτυρίες υπάρχουν πολλές αλλά δεν είναι συστηματικές έρευνες. Τέλος, υπάρχει και μια έρευνα που έγινε με δασκάλους για την απεργία του 2006 αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Εδώ θα βρείτε το πρώτο ερωτηματολόγιο εργατικής έρευνας από τον ίδιο τον Μαρξ: http://katalipsiesiea.blogspot.gr/2011/04/1880.html

[5] Εδώ να πούμε ότι σε επίπεδο στάσεων εργασίας, 24ωρων ή 48ωρων απεργιών κ.α. κινητοποιήσεων το ΚΚΕ δεν έχει πρόβλημα να συμμαχήσει με τους λύκους. Όταν πρόκειται για αγώνα σοβαρό, διαρκείας, συγκρουσιακό, αγώνα δηλαδή με βαριές ευθύνες, εκεί ακολουθεί τη στρατηγική ή τον ελέγχω πλήρως ή δεν τον στηρίζω καθόλου και κατηγορώ τους άλλους. []

[6] Πολύς λόγος έγινε για τη μαζικότητα και αν ήταν αρκετή. Η εμπειρία στην εκπαίδευση δείχνει ότι ένα 20-30% μπορεί να ξεκινήσει τον αγώνα και να συμπαρασύρει τη σχετική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, ανάλογα βέβαια με την εξέλιξη των πραγμάτων και τα διακυβεύματα. Δεν έχει νόημα να περιμένουμε στην εκπαίδευση ότι το 51% θα πει «ναι». Οι 20.000 καθηγητές των συνελεύσεων ήταν αρκετοί για να γίνει η απεργία αλλά οι παρατάξεις φοβήθηκαν μήπως λόγω επιστράτευσης μείνουν οι μισοί.

[7] Για τον συνδικαλισμό, ένα καλό κείμενο που έχει γραφτεί φέτος για τις νέες συνθήκες που ζούμε είναι της Δ.Κουτσουμπά, «Το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και η οργάνωση από τα κάτω». Θα το βρείτε στο http://ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1864:2013-03-11-08-12-15&catid=108:ergazomenoi&Itemid=493

[8] Στο κείμενο «Τhe Political Feasibility of Αdjustment» που έγινε αρκετά γνωστό στην Ελλάδα (δες π.χ. http://aneksartiti.wordpress.com/2010/09/16/the-political-feasibility-of-adjustment/  και http://tvxs.gr/news/user-post/tha-prolaboyn-oi-astoi-kai-i-xoynta-papadimoyοι αστοί δηλώνουν ξεκάθαρα ποιους κλάδους θα πρέπει να προσέξουν. Ενέργεια (π.χ. ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, διακίνηση πετρελαίου και βενζίνης με βυτιοφόρα) και τις μεταφορές (λιμάνια, πλοία, τρένα, μετρό κτλ.). Τα σχολεία είναι επικίνδυνα όταν κλείνουν γιατί απελευθερώνουν τη νεολαία, τους μαθητές.

Αναδημοσίευση από: http://skya.espiv.net/2013/05/29/%CF%8C%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%8B%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%85/

Κορνήλιος Καστοριάδης: Για τον Σπύρο Στίνα

STINAS

 

Κείμενο που εκφωνήθηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας στο πολιτικό μνημόσυνο το Μάρτιο του 1989.

Με το θάνατο τον Στίνα χάθηκε όχι μόνο ένας ήρωας αλλά ένας τύπος ανθρώπου που η σημερινή κοινωνία δεν φαίνεται πια ικανή να δημιουργήσει κι ούτε καν και να ανεχθεί. Αρχίζοντας να σκέφτομαι για το τι θα σας έλεγα σήμερα μου ήρθε στο νου ο ομηρικός στίχος «ανδρός ον ουδ’ αινείν τοίσι κακοίσι θέμις» (ενός άντρα ούτε και να τον παινούν αυτοί οι κακοί δεν ταιριάζει) και θα τον διόρθωνα λέγοντας «ανδρός ον ουδ’ αινείν ημίν κακοίσι θέμις». Να τον πει κανείς άγιο θα ήταν ύβρις. Ό, τι και να κάνει ένας άγιος το κάνει με την ακράδαντη ψευδαίσθηση πως κάποτε και κάπου θα πληρωθεί. Αλλά η αφάνταστα βασανισμένη ζωή τον Σπύρου – δεκαετίες στην Ακροναυπλία, Αίγινα, νησιά, τμήματα μεταγωγών, τμήμα καταδίκων στη Σωτηρία γιατί ήταν χρόνιος φυματικός – ζωή που ο άνθρωπος αυτός δεν έφαγε, όταν ήταν αφυλάκιστος, συχνά ζεστό φαί και που δεν τη γλύκανε ούτε μια γυναίκα ούτε ένα παιδί, δεν έβρισκε ούτε στήριγμα, ούτε παρηγοριά σε καμιά εξωκόσμια υπόσχεση. Μόνη τον εστήριζε η ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα μπορέσει κάποτε να ανδρωθεί και να ελευθερωθεί. Τα τελευταία τον χρόνια, παρά την απόγνωση που του δημιουργούσε η σύγχρονη κατάσταση, προσπαθούσε με αγωνία να αποκρυπτογραφήσει μέσα στη χαώδη πραγματικότητα και τα μικροσκοπικότερα σημεία που θα μπορούσαν να δείξουν πως το κίνημα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, το πραγματικό επαναστατικό κίνημα, μένει πάντα ζωντανό.

Σε όλες τις συναντήσεις μας από πολλά χρόνια – από το 1980 ίσως – η κουβέντα του κυμαινόταν συνεχώς ανάμεσα σε δύο πόλους. Από τη μια μεριά οι ελπιδοφόρες ενδείξεις που μπορούσε να προσφέρει η παγκόσμια πολιτική σκηνή, π.χ. το πολωνικό κίνημα της Αλληλεγγύης, η δημιουργία του κόμματος των εργαζομένων του Λούλα στη Βραζιλία το ’83 και οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν. Η προσοχή του ήταν πάντα στραμμένη στις κινήσεις όλων των λαών, γιατί για τον Σπύρο ο διεθνισμός δεν ήταν ιδεολογία, ήταν η ίδια του η φύση. Στην ίδια θετική στήλη του λογαριασμού έμπαιναν οι επισκέψεις που του έκαναν συνεχώς νέοι – βρίσκοντας τον δεν ξέρω πως – άτομα, ομάδες ανώνυμες ή και οργανωμένες που ξαφνικά απρόσκλητοι πήγαιναν να τον βρουν, για να του πουν τη συμφωνία τους, για να αντλήσουν από αυτόν ιδέες και πείρα. Απρόβλεπτες και απροσδόκητες συζητήσεις που τον χαροποιούσαν αφάνταστα και όταν μιλούσε γι’ αυτές, όταν έλεγε πως ήρθαν να με δουν νέοι από την Καισαριανή, από την Κοκκινιά, κάποιοι που θέλουν να αποσχισθούν από το κόμμα κ.λπ., έβλεπε αμέσως κανείς το βλέμμα του και τη φωνή του να αναζωπυρώνονται. Στην άλλη στήλη, την αρνητική, του λογαριασμού έμπαινε ολοένα και περισσότερο η απόγνωση και η αηδία μπρος στην εξέλιξη της σύγχρονης ανθρωπότητας, τουλάχιστον στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες: η απάθεια, η ιδιωτικοποίηση, ο κυνισμός, ο εγωισμός, η αποσύνθεση των ιδεών και των συμπεριφορών, η ατομική και ομαδική αποβλάκωση με την τηλεόραση, το ποδόσφαιρο και τα παρόμοια.

Στο αγωνιώδες ερώτημα, για όποιον πιστεύει πάντα στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη, «Πως φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο;» ξαναγυρνούσε συνεχώς. Όταν συναντιόμαστε με ρωτούσε επίμονα, σαν να μπορούσα εγώ να του απαντήσω. Ή σαν να μπορούσε οποιοσδήποτε να δώσει μια εξήγηση – όπως εξηγούμε μια έκλειψη σελήνης ή μια πυρκαγιά – στο χαώδες αυτό σύνολο των τάσεων και των φαινομένων που κάνουν τη σημερινή ανθρωπότητα να βαδίζει προς την καταναλωτική αποχαύνωση, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την πιο χυδαία χειραγώγηση της λεγόμενης κοινής γνώμης, την κυνική κυριαρχία της οικονομικής και πολιτικής γραφειοκρατίας και ολιγαρχίας.

Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι η επιμονή με την οποία ο Σπύρος γύριζε και ξαναγύριζε στο θέμα τον αρχικού, αν μπορώ να πω, εκτροχιασμού του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος. Και επάνω σ’ αυτό το πρόβλημα θα ήθελα να θίξω δύο θέματα· το ένα, μπορώ να πω, ιστορικό περισσότερο, το άλλο, ίσως, λίγο φιλοσοφικότερο.

Το ιστορικό σχετίζεται άμεσα με όλη την εξέλιξη των ιδεών του Σπύρου η οποία πολύ γρήγορα, εκτός από μια παρένθεση που θα αναφέρω από τη στιγμή που συναντηθήκαμε είναι παράλληλη με τη δική μου. Για να μην επανέλθω, πάνω σε αυτό, θα πω ότι ο Σπύρος από την αρχή υποδέχθηκε με ενθουσιασμό όλη τη δουλειά που έγινε στο Socialisme ou Barbarie και μόλις μπόρεσα να ξανακατέβω στην Ελλάδα, το Νοέμβρη του ’54, διαπίστωσα την τέλεια συμφωνία μας πάνω και στα πρωτεύοντα και στα δευτερεύοντα θέματα. Αυτήν την εξέλιξη, για την οποία μερικά στοιχεία δίνει ο ίδιος ο Σπύρος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις», κάποιος θα πρέπει κάποια μέρα να την περιγράψει λεπτομερώς και να την αναλύσει. Εδώ θα ήθελα μόνο να επισημάνω μερικά καίρια σημεία. Πολύ σύντομα, όπως το θύμισε ο Γιάννης Ταμτάκος, όταν η Τρίτη Διεθνής μπήκε στην εγκληματική εκείνη περίοδο, μία από τις εγκληματικές, αφού δεν ήταν και καμιά που να μην ήταν εγκληματική, που την ονόμασε τρίτη περίοδο, ο Σπύρος «έκοψε» φυσικά με το ΚΚΕ που τον διέγραψε και αμέσως προχώρησε σε μια ριζική κριτική του σταλινισμού και γρήγορα έφθασε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, απόπειρα μεταρρύθμισης ή εξυγίανσης των κομμουνιστικών κομμάτων και της Τρίτης Διεθνούς ήταν αδύνατη. Ένα άρθρο του, του 32 ή του 33 αν θυμάμαι καλά, υποστήριζε από τότε την ανάγκη δημιουργίας νέας Διεθνούς και διακήρυττε το θάνατο της Τρίτης Διεθνούς (από την άποψη την επαναστατική) ενώ ο ίδιος ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη πίστευε ακόμα ότι μια πάλη μέσα στη Διεθνή ήταν δυνατή.

Ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη επίστευε ακόμα στη Διεθνή και, ως γνωστόν, μόνο μετά τη γερμανική καταστροφή του 33 δέχθηκε την ιδέα ότι τα ΚΚ και η Διεθνής ήταν ανεπίδεκτοι οποιασδήποτε μεταρρύθμισης και ότι χρειαζόταν μια νέα επαναστατική οργάνωση.

Γρήγορα κατόπιν, και πάντως στην Ακροναυπλία, το 37 ίσως ή 38, (τα χαρτιά υπάρχουν και είναι παρακρατημένα – παράνομα από κάθε άποψη – από τους τότε τροτσκιστές συντρόφους του) ο Σπύρος, σε συζητήσεις με τους επίσημους τροτσκιστές, και με την αυστηρή πολιτική και κοινωνική λογική και συνέπεια που τον χαρακτήριζε, είχε φθάσει στο συμπέρασμα ότι το σύνθημα του Τρότσκυ για την «άνευ όρων υπεράσπιση του εργατικού κράτους», δηλαδή της λεγομένης ΕΣΣΔ, σε περίπτωση πολέμου, ήταν απαράδεκτο.

Αυτό το θέμα, το περίφημο ρωσικό ζήτημα, δηλαδή ο κοινωνικός χαρακτήρας του καθεστώτος στη Ρωσία, πάντα απασχολούσε, και με επιμονή, τον Σπύρο.

Εκείνη είναι η εποχή, το τέλος του ’42, αρχές ’43, που με τη μεσολάβηση ενός αγαπημένου μου και πεθαμένου φίλου συνάντησα κι εγώ για πρώτη φορά τον Σπύρο κι αμέσως εντυπωσιάστηκα – όσο ίσως ποτέ στη ζωή μου – από την οξύτητα, την τόλμη, την αδιαλλαξία της πολιτικής σκέψης του και προσχώρησα στην οργάνωση που εμψύχωνε μαζί με τον Δημοσθένη Βουρσούκη, τον Γιάννη Ταμτάκο κι άλλους αγωνιστές. Τότε ήταν η εποχή της Κατοχής και της λεγομένης Αντίστασης. Από την αρχή ο Σπύρος είχε χαράξει μια σωστή διεθνιστική γραμμή εναντίον της τροτσκιστικής γραμμής που υποστήριζε το λεγόμενο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Θυμάμαι, ακόμα, πως προσπαθούσαμε και κατορθώναμε γερμανικά γραμμένες διεθνιστικές προκηρύξεις να τις ρίχνουμε στους γερμανικούς στρατώνες που βρίσκαμε στην περιοχή Αττικής. Αυτό που ήταν το καίρια ασθενές σημείο των αναλύσεων μας κατά την κατοχή ήταν η ανάλυση του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της δυναμικής τους και των σκοπών τους. Το κατάλοιπο της τροτσκιστικής αυταπάτης που μας εβάραινε και που δεν είχαμε ακόμα απορρίψει ήταν η ιδέα ότι τα σταλινικά κόμματα είχαν αστικοποιηθεί, όπως 40 ή 50 χρόνια πριν είχε αστικοποιηθεί η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.

Η ώρα της αλήθεια εσήμανε το Δεκέμβρη του ’44. Τι είδους αστικό ή ρεφορμιστικό κόμμα ήταν αυτό που, αν αφήσουμε κατά μέρος τη σκοτεινή και όχι τελείως γνωστή ιστορία των δισταγμών και του ηλιθίου τρόπου με τον οποίο η σταλινική διεύθυνση, από τη δική της άποψη, έδωσε τη μάχη των Αθηνών, προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα, έσφαζε τους πάντες και τα πάντα κ.λπ. Και τι κινούσε και υποκινούσε τις μάζες που το ακολουθούσαν; Σ’ αυτό το σημείο δημιουργήθηκε η μόνη πολιτική διαφωνία που είχα στη ζωή μου με τον Σπύρο. Πιθανόν για να σώσει κάτι από το κλασικό σχήμα, πιθανόν διότι πράγματι η κατάσταση για κάποιον που είχε τραφεί μέσα στον μαρξισμό ήταν τερατωδώς ακατανόητη, πιθανόν διότι η κατάσταση ήταν τραγική – να βλέπεις τον κοσμάκη να κατεβαίνει από την Καισαριανή, από το Παγκράτι, να ανεβαίνει απ’ το Περιστέρι και να είναι έτοιμος να σκοτωθεί και εσύ να ξέρεις ότι αυτό για το οποίο σκοτώνεται είναι για να εγκαταστήσει εδώ στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σταλινική δικτατορία – για κάποιον απ’ όλους αυτούς τους λόγους, ίσως για όλους μαζί, μετά από το Δεκέμβρη ο Σπύρος υποστήριξε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σ’ ένα κείμενο που δεν ξέρω αν σώζεται, ότι επρόκειτο για ένα ιδιόρρυθμο στρατιωτικό κίνημα που απηχούσε πραξικοπηματικές τάσεις των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ. Για μένα, αντίθετα, όπως άλλωστε το έχω γράψει, τα Δεκεμβριανά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η Αποκάλυψις, όχι του Ιωάννου αλλά του… Ιωσήφ και του… Νικολάου. Τα γεγονότα αυτά, η πολιτική του κόμματος, η στάση των μαζών ήταν τελείως αχώνευτα μέσα στα κλασικά σχήματα – όχι μόνο στα τροτσκιστικά ούτε καν και στα λενινιστικά αλλά τελικά ακόμη, αν ακριβολογούμε, και μέσα στα μαρξιστικά σχήματα θεώρησης της κοινωνίας και της Ιστορίας. Έδειχναν που επήγαινε ο σταλινισμός, ήταν φως φανάρι ότι αν οι σταλινικοί είχαν πάρει την εξουσία στην Ελλάδα θα είχαν εγκαταστήσει ένα καθαρά σταλινικό καθεστώς σαν κι αυτό που υπήρχε στη Ρωσία κι αργά ή γρήγορα θα ξεκαθάριζαν και τους αστούς και τους μεσαίους αστούς και τους αριστερούς διαφωνούντες κι οποιονδήποτε δεν συμφωνούσε μαζί τους και δεν γινόταν πειθήνιο όργανο τους. Αυτό φυσικά, το λέω χωρίς καμία έπαρση, επαληθεύθηκε μαζικά απ’ ό,τι συνέβη μετά (δεν το ξέραμε τότε) και στη Γιουγκοσλαβία και στις άλλες χώρες, είτε υπήρχε ρωσικός στρατός είτε δεν υπήρχε. Απλά και μόνο με τη δύναμη των σταλινικών κομμάτων, τα οποία φυσικά, μέσα σε συνθήκες κατοχής, όπως και αργότερα σε άλλες χώρες (Βιετνάμ και αλλού) σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, ανέπτυσσαν ένα τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό, επάνω στον οποίο στηριζόντουσαν για να καταλάβουν την εξουσία.

Πάντως, αυτή η διαφωνία κράτησε λίγο καιρό, ίσως μέχρι το ’45 και αρχές του ’46, και γρήγορα βρεθήκαμε πάλι σύμφωνοι και η ιδεολογική συνέχεια δεν έχει άλλη ιστορία από την ιστορία των ιδεών του Socialisme ou Barbarie, με τις οποίες ο Σπύρος συμφώνησε από την αρχή ως το τέλος και σε όλες τις προοδευτικές εξελίξεις και αναθεωρήσεις του κλασικού μαρξισμού που έγιναν μέσα σ’ αυτό το περιοδικό και μέσα στα γραπτά μου. Αλλά μέσα σ’ αυτήν την εξέλιξη πάντα ξαναγύριζε στο θέμα που εγώ, δικαίως ή αδίκως, θεωρούσα πια κλεισμένο. Γιατί η ρωσική επανάσταση εκφυλίστηκε; Γιατί, όταν πια ξεπεράσαμε την ιδέα του εκφυλισμού και καταλάβαμε ότι ο μπολσεβικισμός και ο ίδιος ο Λένιν από την αρχή δεν είχαν καμία σχέση με την επανάσταση, γιατί λοιπόν εμφανίστηκε ο μπολσεβικισμός και ο Λένιν; Και πως απέκτησαν την εμπιστοσύνη των μαζών; Γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ έμεινε φωνή βοώσα εν τη ερήμω; Γιατί η θεωρία του Μαρξ περιέλαβε, από την αρχή, στοιχεία που έκαναν δυνατή, αν όχι αναπόφευκτη, αυτή την εξέλιξη και έκαναν επίσης δυνατή την επίκληση της από όλους τους γραφειοκράτες και τους δήμιους;

Σ’ αυτά τα ερωτήματα εγώ προσπάθησα να απαντήσω. Και νομίζω ότι απάντησα, όσο είναι δυνατόν να απαντήσει κανείς σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Συνελόντι ειπείν, απάντησα: Ότι ο Μαρξ ο ίδιος και ο μαρξισμός είχαν υποστεί βαθιά επίδραση του καπιταλιστικού φαντασιακού της εποχής του, ότι όλα αυτά τα στοιχεία τα καπιταλιστικά εμπεριέχονται στο έργο του Μαρξ, ότι αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν μια ορισμένη εξέλιξη της ιδεολογίας και της σοσιαλδημοκρατικής και εκείνης των μπολσεβίκων αλλά και ότι (το έγραψα ήδη από το ’58 σ’ ένα κείμενο που λέγεται «Προλεταριάτο και οργάνωση») η ίδια η εργατική τάξη είχε αφήσει να διεισδύσουν μέσα της οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού, είχε αρχίσει να πιστεύει στους ηγέτες της, στους ειδικούς και, συνεπώς, άφησε να δημιουργηθεί μια γραφειοκρατία η οποία δήθεν να την εκπροσωπεί.

Ο Σπύρος συνεχώς, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψει να εγκρίνει και να επικροτεί αυτά που έγραφα, ξαναγύριζε πάντα σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Το γιατί δεν το ξέρω. Ίσως κάτι στο βάθος των απαντήσεων μου δεν του πήγαινε. Δεν τολμώ να πω ότι δεν το αφομοίωνε, μάλλον σαν να μην του αρκούσε. Ίσως, και αυτό περιέχει ένα τραγικό στοιχείο από το οποίο ποτέ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, υπήρχε η διαφορά των γενεών. Εγώ το ’45 ήμουν 23 ετών. Η ζωντανή επαναστατική παράδοση για μένα ήταν βιβλία. Και η πρώτη φορά που είδα μάζες στο δρόμο ήταν στις 3 Δεκεμβρίου του ’44 στην Αθήνα, που ήταν έτοιμες να κρεουργήσουν όποιον εγώ θεωρούσα επαναστάτη και εμένα τον ίδιο φυσικά.

Του Σπύρου η πείρα δεν ήταν αυτή. Εκείνος είχε ζήσει μια εποχή που η εργατική τάξη ήταν πραγματικά επαναστατική (τουλάχιστον κατά περιόδους και στα τμήματα της). Η Θεσσαλονίκη του ’20 – ’23 ήταν πάντοτε το σημείο αναφοράς του. Θυμάμαι τον θαυμασμό του για τις καπνεργάτριες της Θεσσαλονίκης όταν κατέβαιναν με τα τσόκαρα και συγκρούονταν με τους χωροφύλακες. Ίσως λοιπόν και αυτό να συνέβαλε ώστε να μην μπορεί να δεχθεί ότι, όσο ηρωική και κοσμοϊστορική και αν υπήρξε η προσπάθεια της εργατικής τάξης κατά τον 19ο και κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα, δεν κατόρθωσε να φέρει το αποτέλεσμα που της φαινόταν προδιαγεγραμμένο. Ίσως επίσης η τρομερή αντίφαση ανάμεσα στην ιδέα μιας, όπως και να το κάνουμε, μεσσιανικής τάξης και στη διαπίστωση ότι αυτή η τάξη συνεχώς ξανάπεφτε κάτω από την επιρροή ξένων και εχθρικών στοιχείων της ρεφορμιστικής και κομμουνιστικής γραφειοκρατίας τον εμπόδιζε να απαλλαγεί από αυτή την σχεδόν έμμονη ιδέα.

Φυσικά, αυτό ποτέ δεν τον εμπόδισε να δει, να καταλάβει, να χαιρετήσει με ενθουσιασμό τα νέα απελευθερωτικά κινήματα που εμφανίσθηκαν στη δεκαετία τον ’60 και κατόπιν τα κινήματα των σπουδαστών, των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ. Στα τελευταία χρόνια νομίζω, από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, είχε ξεπεράσει τον μύθο της εργατικής τάξης. Όμως ξαναγύριζε στο ερώτημα που θα μπορούσα να το ξαναδιατυπώσω με τη μορφή: Τί πήγε στραβά; Πού άρχισε ο εκτροχιασμός;

Και εδώ γεννιέται ένα φιλοσοφικότερο, αν μπορώ να πω, ερώτημα. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος; Θα μπορούσαν οι τάσεις που ήταν τόσο εμφανείς στην Παρισινή Κομμούνα, στα πρώτα Σοβιέτ, στα Εργατικά Συμβούλια στη Γερμανία και βόρειο Ιταλία το ’18 και ’19, στην Ισπανία το ’36-’37 και ιδιαίτερα στην Καταλονία, να είχαν φθάσει στους σκοπούς τους; Νομίζω ότι, εξαιρώντας την Παρισινή Κομμούνα και τα Ουγγρικά Συμβούλια μετά το ’56, το βασικό στοιχείο για να σκεφθούμε αυτή την ερώτηση είναι η ακόλουθη διαπίστωση: Όλα αυτά τα κινήματα της εργατικής τάξης σπανίως νικήθηκαν από τους εξωτερικούς τους εχθρούς. Σχεδόν πάντα κατέρρευσαν από μέσα, «εκφυλίσθηκαν» όπως λέγαμε τότε, δηλαδή έπεσαν κάτω από τον έλεγχο μιας γραφειοκρατίας που τα ίδια την είχαν δημιουργήσει.

Εκ των υστέρων, και χωρίς να είμαστε εγελιανοί, μπορούμε να πούμε ότι χωρίς αυτή τη γραφειοκρατία και την πείρα της γραφειοκρατικοποίησης, το Επαναστατικό Κίνημα δεν θα μπορούσε να πάει παρακάτω, και δεν θα μπορούσαμε εμείς σήμερα να σκεφθούμε ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός, δηλαδή μια αυτόνομη, αυτοκυβερνούμενη και αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία, και το κίνημα που θέλει να φθάσει σε μια τέτοια κοινωνία, δεν κινδυνεύει τόσο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά από την ίδια την τάση των ανθρώπων να πιστεύουν στους ηγέτες και τους ειδικούς, να παραιτούνται, να αποσύρονται, δηλαδή να παύουν να προσπαθούν να πραγματοποιούν την ίδια τους την αυτονομία μέσα σ’ ένα αυτόνομο συλλογικό κίνημα.

Κι έτσι ερχόμαστε στη σημερινή κατάσταση και στο σημερινό πρόβλημα. Γιατί βεβαίως αυτό που παρατηρούμε σήμερα γύρω μας, και που τόσο συχνά έφερνε σε απελπισία τον Σπύρο, είναι η επέκταση και η επικράτηση των χαρακτηριστικών που ανέφερα προηγουμένως, της απάθειας, της ιδιωτικοποίησης, της ανευθυνότητας, του εγκλωβισμού του καθενός στον μικρούλη του ατομικό χώρο. Και αυτό σε μια εποχή που τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι πρωτοφανούς κρισιμότητας και απειλούν την ίδια τη ζωή πάνω στον πλανήτη.

Αν, πως και πότε θα βγούμε από αυτή την κατάσταση, κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι να κάνουμε προβλέψεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο καθένας μας, εκεί που βρισκόμαστε, έστω και ως άτομα, ακόμα περισσότερο όταν μπορούμε ομαδικά, να συνεχίσουμε την πάλη για την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, να συνεχίσουμε τον αγώνα για μια αυτόνομη κοινωνία αποτελούμενη από αυτόνομα άτομα, αγώνα στον οποίο αφιέρωσε την ηρωική και μαρτυρική ζωή του ο Σπύρος Στίνας.

Αναδημοσίευση από: http://stinas.vrahokipos.net/biography/kastoriadis.htm

 

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΙΕΡΑΡΧΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

agora

Οι καταλήψεις και οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι  αποτελούν συλλογικά εγχειρήματα επανοικειοποίησης της καθημερινής ζωής, με όρους ελευθερίας – ισότητας – αλληλεγγύης –  χαριστικότητας – απελευθέρωσης της δημιουργικότητας.

Είναι η θράκα που καίει κάτω από τη στάχτη της κοινωνικής ερημοποίησης που μας επιβάλλουν.

Είναι κοινωνικά αναχώματα απέναντι στο φασισμό και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Είναι πειράματα που προσπαθούν στο παρόν  να ιχνηλατήσουν την προοπτική μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας, αυτόνομης και αντιιεραρχικής, βασισμένης στην αλληλοβοήθεια και τη συλλογική αυτοδιεύθυνση της κοινωνικής ζωής, με όρους ισότητας και σεβασμού των διαφορετικοτήτων.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΙΕΡΑΡΧΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

ΟΥΛΑΛΟΥΜ (ελευθεριακή πολιτική συλλογικότητα)

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ…ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

images (2)

Τα ξημερώματα της Δευτέρας 5 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα επιχείρηση εκκένωσης 3 καταλήψεων από την αστυνομία. Αυτές ήταν το στέκι ΤΕΙ Πατρών, το «Μαραγκοπούλειο» και το Παράρτημα του Πανεπιστημίου, το οποίο αποτελεί ιστορική κατάληψη καθώς υπήρξε και κέντρο αγώνα ενάντια στη Χούντα του 67. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης συνελήφθησαν 5 άτομα που βρίσκονταν στην κατάληψη «Μαραγκοπούλειο» αλλά και προσήχθησαν αλληλέγγυοι που προσπάθησαν να προσεγγίσουν το σημείο.

Η επίθεση του κράτους στις καταλήψεις στην Πάτρα δεν είναι σίγουρα τυχαία, καθώς στην πόλη υπάρχει δυναμική αντιφασιστική παρουσία και αρκετές δομές αντίστασης στο υπάρχον εκμεταλλευτικό σύστημα. Θεωρούμε όμως αναγκαίο να τονίσουμε πως η επίθεση αυτή δεν είναι ξεκομμένη από τη συνολική επίθεση στην κοινωνία, αντίθετα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο καταστολής των κοινωνικών αγώνων. Περιπτώσεις όπως οι εισβολές σε άλλους κατειλημμένους και αυτοοργανωμένους χώρους (Βίλλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά, Λέλας Καραγιάννη, Δέλτα, στέκι ΑΣΟΕΕ κ.α.),οι σχεδιασμένες επιθέσεις σε μετανάστες με βασανισμούς, δολοφονίες και απελάσεις , η άγρια καταστολή στον αναρχικό χώρο που αποτελεί ένα από τα πιο μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας με παράνομες φυλακίσεις, βασανισμούς και συλλήψεις, οι επιστρατεύσεις στους εργαζομένους του μετρό, στους ναυτεργάτες και στους καθηγητές, το κλείσιμο της ΕΡΤ αλλά και το τσάκισμα κάθε μορφής αντίστασης που αποκλίνει από τον κρατικό έλεγχο επιβεβαιώνουν το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» που εφαρμόζει το κράτος και το κεφάλαιο καθημερινά μέσω της αστυνομίας, των ΜΜΕ και διάφορων άλλων μηχανισμών. Αυτό το δόγμα έχει σαν σκοπό την επιβολή της «κανονικότητας» και του προτύπου του «φιλήσυχου πολίτη», ο οποίος θα υπακούει πιστά στις επιταγές των αφεντικών και θα συναινεί στην υποτίμηση της εργασίας του και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής του.

Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως οι κυρίαρχοι, δεν περιορίζονται μονάχα στην εκκένωση των καταλήψεων, εντούτοις διαδίδοντας πλήθος κατηγοριών π.χ. «εστίες ανομίας» και «μονάδες παραμονής περιθωριακών ατόμων» μέσω των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης προσπαθούν να δυσφημίσουν και να διαστρεβλώσουν τη σημασία των καταλήψεων με σκοπό να ενταθεί ο κοινωνικός κανιβαλισμός και κοινωνικά κομμάτια να στραφούν ενάντια σε αυτές. Από την πλευρά μας δεν έχουμε παρά να υπερασπιστούμε τον πραγματικό ρόλο των δομών του ελευθεριακού/αναρχικού κινήματος και να απαντήσουμε στη ρητορική του κράτους. Αρχικά είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι καταλήψεις είναι μέρος της κοινωνίας και να σημειώσουμε πως για μας δεν είναι «τα ντουβάρια τους», αλλά οι σχέσεις και οι συντροφικοί δεσμοί που αναπτύσσονται. Οι καταλήψεις είναι πεδίο αλληλεγγυης και αλληλοβοήθειας, συλλογικοποίησης, οριζόντιας οργάνωσης, κοινωνικοπολιτικής ζύμωσης και εναντίωσης σε ανταγωνιστικές, ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις. Οι αγωνιστές που δραστηριοποιούνται σε καταλήψεις δεν έπαψαν ποτέ μέσα από συνελεύσεις να λαμβάνουν μέρος σε κοινωνικούς/ταξικούς/αντιφασιστικούς αγώνες, να διοργανώνουν δημιουργικές δραστηριότητες όπως συζητήσεις, θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, προβολές ,συλλογικές κουζίνες, συναυλίες κ.α. Τέλος , ιστορικά οι καταλήψεις πραγματοποιούνταν και για το ζωτικό ζήτημα της στέγασης.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν τον κοινωνικό και αγωνιστικό χαρακτήρα των καταλήψεων. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η έμπρακτη αλληλεγγύη όχι μόνο κομματιών που στεγάζονται στις καταλήψεις αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Θεωρούμε επίσης επιτακτικό ζήτημα την σταθερή οργάνωση αυτών των δομών μεταξύ τους, για την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση τους, για την ενδυνάμωση τους και για ένα πιο ουσιαστικό άνοιγμα στην κοινωνία. Ακόμα να τονίσουμε πως οι καταλήψεις δεν είναι ουτοπικές νησίδες ελευθερίας, αντίθετα αποτελούν κέντρα αγώνα και εστίες ρήξης με τους εξουσιαστές και το κεφάλαιο στο σήμερα και προετοιμάζουν το έδαφος για το μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από την κοινωνική επανάσταση.

ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

senza classi
ελευθεριακή συλλογικότητα

Ανανδημοσίευση από: http://senzaclassi.squat.gr/2013/08/06/%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8/

Ομοφοβία: γιατί μας αφορά

Μπάρμπαρα Σμιθ – Ομοφοβία: γιατί να το κάνουμε θέμα; (1983)1

Το 1977, η Κομπαχί Ρίβερ Κολέκτιβ, μια Βοστωνέζικη οργάνωση μαύρων φεμινιστριών της οποίας ήμουν μέλος, έγραψε τα εξής:
Η πλέον γενική δήλωση της πολιτικής μας στην παρούσα στιγμή θα ήταν το ότι είμαστε ενεργά αφοσιωμένες στην πάλη ενάντια στην φυλετική, έμφυλη, ετεροφυλοφιλική και ταξική καταπίεση και ότι θεωρούμε υποχρέωσή μας την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης ανάλυσης και πρακτικής που να βασίζεται στο γεγονός ότι τα μεγάλα συστήματα καταπίεσης είναι συνδεόμενα… Συχνά δυσκολευόμαστε να ξεχωρίσουμε τη φυλετική καταπίεση από την ταξική ή την έμφυλη, επειδή στη ζωή αυτές συνήθως βιώνονται ταυτόχρονα.2
Παρά τη λογική και τη διαύγεια της ανάλυσης μιας ομάδας γυναικών του Τρίτου Κόσμου σχετικά με την ταυτόχρονη βίωση διαφορετικών μορφών καταπίεσης, άνθρωποι όλων των χρωμάτων, συμπεριλαμβανομένων και προοδευτικών, φαίνονται να διστάζουν να κατανοήσουν αυτές τις βασικές αλήθειες· ειδικά όταν πρόκειται να κάνουν την ενεργή αντίσταση στην ομοφοβία κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Η ομοφοβία είναι συνήθως η μορφή καταπίεσης που θα αναφερθεί τελευταία, αυτή που θα λάβει σοβαρή αντιμετώπιση τελευταία, αυτή που θα εξαλειφθεί τελευταία. Ωστόσο πρόκειται για μια μορφή καταπίεσης εξαιρετικά σοβαρής και ενίοτε μοιραίας.
Για παράδειγμα, το βράδυ της 29ης Σεπτέμβρη του 1982, 20 με 30 αστυνομικοί της Νέας Υόρκης μπουκάρανε χωρίς προειδοποίηση στο Μπλουζ, ένα μπαρ στην Τάιμς Σκουέρ. Παρενοχλήσανε και δείρανε σοβαρά τους πελάτες, βανδαλίσανε τον χώρο, αδειάσανε το ταμείο και φύγανε χωρίς να κάνουν ούτε μία σύλληψη. Τι προκάλεσε μια τόσο κτηνώδη συμπεριφορά; Η απάντηση είναι απλή. Οι αστυνομικοί εμπνεύστηκαν από τρία αγαπημένα αξιώματα της κοινωνίας, τον ρατσισμό, τον ταξισμό και την ομοφοβία: η πελατεία του μπαρ αποτελείται από μαύρους/ες ομοφυλόφιλους/ες που ανήκουν στην εργατική τάξη. Όσο σπάγανε κεφάλια, οι αστυνομικοί ουρλιάζανε ρατσιστικά και ομοφοβικά επίθετα οικεία σε κάθε σχολιαρόπαιδο. Το μίσος των επιτιθέμενων τόσο για τις αδερφές όσο και για τους έγχρωμους, αντί να τους καταστήσει εξαίρεση, τους ενέταξε στην καρδιά της κυρίαρχης τάσης. Κι αν οι πράξεις τους ήταν πιο ακραίες από αυτές των περισσοτέρων, η συμπεριφορά τους σίγουρα δεν ήταν.
Το μπαρ Μπλουζ τυχαίνει να βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ’ τα γραφεία των Νιού Γιορκ Τάιμς. Το λευκό, μεσοαστό, προφανώς ετεροφυλόφιλο προσωπικό της μεγαλύτερης εφημερίδας του έθνους συχνά-πυκνά τηλεφωνεί στην αστυνομία με παράπονα για το μπαρ. Όπως ήταν αναμενόμενο, καμία απ’ τις ημερήσιες εφημερίδες της Νέας Υόρκης, ούτε οι Τάιμς, δεν έκανε τον κόπο να αναφέρει το περιστατικό. Ένας συνασπισμός λευκών και προερχόμενων από τον Τρίτο Κόσμο λεσβιών και γκέι οργάνωσε μια μεγάλη διαμαρτυρία λίγο μετά την επίθεση. Τόσο οι μετριοπαθείς όσο και οι μαχητικές αντιρατσιστικές οργανώσεις έλαμψαν δια της απουσίας τους κι ακόμα να καταδικάσουν δημόσια ένα επαληθευμένο περιστατικό αστυνομικής βίας. Ο λόγος, δίχως άλλο, είναι ότι οι μαύροι που εμπλέκονταν δεν ήταν στρέιτ.
Διαπλέκοντας τους «-ισμούς»
Αυτό που συνέβη στο Μπλουζ απεικονίζει τέλεια τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλοι «ισμοί», ανάμεσα στους οποίους και η ομοφοβία, είναι στενά και βίαια συνδεδεμένοι. Σαν μαύρη γυναίκα, λεσβία, φεμινίστρια και ακτιβίστρια δεν μου είναι δύσκολο να δω πώς συνδέονται τα συστήματα καταπίεσης, κυρίως επειδή επηρεάζουν τη ζωή μου τόσο συχνά. Στα 1970 και 1980 οι πολιτικοποιημένες έγχρωμες λεσβίες ήταν οι πλέον οξυδερκείς αναφορικά με την ανάγκη κατανόησης των δεσμών μεταξύ των μορφών καταπίεσης. Επίσης, εναντιώθηκαν τη δόμηση ιεραρχιών και αμφισβήτησαν την εύκολη λύση του να επιλέγεις μια «κύρια μορφή καταπίεσης» και να υποβιβάζεις τις αντιφάσεις που προκαλούνται όποτε η φυλή, το φύλο, η τάξη και η σεξουαλική ταυτότητα αλληλεπιδρούν. Είναι ειρωνικό το ότι για τις δυνάμεις της δεξιάς το μίσος για τις λεσβίες και τους γκέι και το μίσος για τα έγχρωμα άτομα, τους Εβραίους και τις γυναίκες είναι αλληλένδετα.Εκείνοι συνδέουν τις μορφές καταπίεσης με τον πιο αρνητικό τρόπο και τα πιο φρικτά αποτελέσματα, ενώ οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί, οι οποίοι αντιτίθενται στην καταπίεση σε όλα τα άλλα επίπεδα αρνούνται να αναγνωρίσουν την κοινωνικά αποδεκτή κακομεταχείριση των λεσβιών και των γκέι ανδρών σαν σημαντικό πρόβλημα. Η σιωπηλή τους αντίδραση είναι η εξής: «Ομοφοβία: γιατί να το κάνουμε θέμα;»
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποια, κατά τ’ άλλα ευαίσθητα, άτομα διστάζουν να αντιμετωπίσουν την ομοφοβία τους και αυτή των άλλων. Ένας κύριος λόγος είναι το ότι οι άνθρωποι γενικά απειλούνται από θέματα σεξουαλικότητας· για κάποιους η ύπαρξη και μόνο των ομοφυλόφιλων θέτει τη δική τους σεξουαλικότητα/ετεροφυλοφιλία υπό αμφισβήτηση. Σε αντίθεση με άλλες καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, οι ομοφυλόφιλοι/ες δεν αποτελούν μια ομάδα της οποίας η ταυτότητα είναι ξεκάθαρη από γεννησιμιού τους. Μέσα από την αυτοαποκάλυψη μπορεί κάποιος/α να αποκτήσει αυτή την ταυτότητα σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του/της. Ένας τρόπος για να προστατέψει κάποιος/α τα ετεροφυλοφιλικά του/της πειστήρια και προνόμια είναι το να ταπεινώνει λεσβίες και γκέι όπου κι αν τους βρίσκει, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα όσο το δυνατό πιο μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο «εμείς» και το «εκείνοι».
Υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις και συμπεριφορές τις οποίες βρίσκω εξαιρετικά καταστροφικές εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο απομονώνουν τις ανησυχίες των λεσβιών και των γκέι:
  1. Η καταπίεση των λεσβιών και των γκέι δεν είναι τόσο σοβαρή όσο άλλες μορφές καταπίεσης. Δεν είναι ζήτημα πολιτικό αλλά ιδιωτικό. Οι ολέθριες συνέπειες που έχει στη ζωή κάποιου/ας το να χάσει δουλειά, παιδιά, φίλους και οικογένεια, το ηθικό τίμημα του να ζει σε διαρκές καθεστώς φόβου μην τον/την πάρουν χαμπάρι τα λάθος άτομα (κάτι που διαπνέει τις ζωές όλων των λεσβιών και όλων των γκέι, ανεξάρτητα απ’ το αν έχουν αυτοαποκαλυφθεί ή αν παραμένουν στη ντουλάπα), καθώς και η σωματική βία που υφίστανται οι γκέι και τις λεσβίες, ή ακόμα και οι θάνατοί τους στα χέρια ομοφοβικών· όλα αυτά μπορούν, σύμφωνα τον παραπάνω μύθο, να αγνοηθούν τελείως.
  2. «Γκέι» πάει να πει λευκοί γκέι άντρες με παχυλά εισοδήματα, τελεία και παύλα. Το να αντιλαμβανόμαστε έτσι τα γκέι άτομα μας επιτρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι κάποιες από μας είναι γυναίκες και έγχρωμες και προερχόμενες απ’ την εργατική τάξη και φτωχές και ανάπηρες καιηλικιωμένες. Το στενόμυαλο σκεπτικό που θέλει τα γκέι άτομα να είναι λευκοί μεσοαστοί άντρες, δηλαδή ακριβώς αυτό που τα συστημικά μέσα θέλουν να πιστεύει ο κόσμος, υπονομεύει την συνειδητοποίηση της αλληλεπικάλυψης των ζητημάτων και των ταυτοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, είναι απαραίτητο, όταν συνδέουμε την ομοφοβία με άλλες μορφές καταπίεσης, να μην πέφτουμε θύματα του διαστρεβλωμένου σκεπτικού που θέλει τον λόγο για τον οποίο παίρνουμε την ομοφοβία στα σοβαρά να είναι το ότι επηρεάζει κάποιες κοινωνικές ομάδες οι οποίες καταπιέζονται «πραγματικά», π.χ. έγχρωμοι/ες, γυναίκες, άτομα με αναπηρίες. Η ομοφοβία είναι από μόνη της μια πραγματική μορφή καταπίεσης και σ’ ένα ετεροσεξιστικό σύστημα όλοι οι μη-ετεροφυλόφιλοι θεωρούνται «διεστραμμένοι» και καταπιέζονται.
  3. Η ομοφυλοφιλία είναι πρόβλημα, ή ακόμα και αρρώστια, των λευκών. Αυτή η αντίληψη είναι αρκετά διαδεδομένη στα έγχρωμα άτομα. Άνθρωποι που αντιτίθενται μαχητικά στον ρατσισμό σε όλες του τις εκφάνσεις ακόμα αντιμετωπίζουν τη γυναικεία και αντρική ομοφυλοφιλία με γελάκια ή, ακόμα χειρότερα, με περιφρόνηση. Οι έγχρωμοι/ες ομοφοβικοί/ες δεν καταπιέζουν μόνο τους/τις λευκούς/ές, αλλά και μέλη των ίδιων των ομάδων τους – τουλάχιστο ένα δέκα τοις εκατό των ομάδων τους.
  4. Οι εκφράσεις της ομοφοβίας είναι θεμιτές και αποδεκτές σε περιβάλλοντα όπου άλλες μορφές φραστικής μισαλλοδοξίας θα απαγορεύονταν. Ταπεινωτικά σχόλια και αστεία για «λεσβίες» και «πούστηδες» εκφέρονται δίχως την παραμικρή κατάκριση σε κύκλους όπου αστεία για «αράπηδες» και «κιτρινιάριδες», για παράδειγμα, θα προκαλούσαν την άμεση επίπληξη ή ακόμα και τον αποκλεισμό του αστειευόμενου. Ένα βράδυ μπροστά στην τηλεόραση είναι ενδεικτικό του πόσο αποδεκτές είναι οι δημόσιες εκφράσεις της ομοφοβίας.
    Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν και να αλλάξουν νοοτροπίες και συμπεριφορές που είναι τόσο βαθιά ριζωμένες; Σίγουρα ο γκέι και λεσβιακός/φεμινιστικός ακτιβισμός έχει, απ’ τα τέλη του 60, σημαντικές κατακτήσεις τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στην συνειδητοποίηση των ατόμων. Αυτά τα κινήματα έχουν παίξει έναν σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο, αλλά σχεδόν καθόλου δεν έχουν επηρεάσει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. Προγράμματα που να επικεντρώνονται με θετικό τρόπο σε θέματα έμφυλης ταυτότητας, σεξουαλικότητας και σεξισμού είναι ακόμα σπάνια, ειδικά στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, τα σχολεία είναι πραγματικά καζάνια ομοφοβίας, κάτι που καταμαρτυρείται τόσο από τα γκραφίτι στις τουαλέτες και τα ταπεινωτικά σχόλια που ακούγονται στον προαύλιο, όσο κι απ’ την ετεροσεξιστική προσέγγιση των περισσότερων κειμένων και την απόλυση δασκάλων αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν είναι ετεροφυλόφιλοι/ες.
Στο παρόν πολιτικό κλίμα τα σχολεία βρίσκονται διαρκώς υπό εχθρικά διακείμενη εξονυχιστική εξέταση από καλά οργανωμένες συντηρητικές δυνάμεις. Χρειάζεται πολύ κουράγιο για να κλονίσει κάποιος τις αρνητικές στάσεις των παιδιών σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι ομοφυλόφιλος/η, γυναίκα, από τον Τρίτο Κόσμο, κλπ. Αλλά αυτές οι στάσεις πρέπει να κλονιστούν αν είναι να σταματήσει κάποτε η αυτονόητη ομοφοβία που διαποτίζει την κοινωνία. Έχω συνειδητοποιήσει τόσο από τη διδασκαλία μου στο σχολείο όσο και από τις επαφές μου με το ευρύ κοινό, ότι η σύνδεση διαφορετικών μορφών καταπίεσης αποτελεί την τέλεια εισαγωγή σε θέματα λεσβιακής και γκέι ταυτότητας και ομοφοβίας, μιας και δίνει στον κόσμο ένα πλαίσιο αναφοράς. Ιδιαίτερα όταν έχουν ήδη γίνει προσπάθειες στο σχολείο να διδαχτούν τα παιδιά τι πάει να πει ρατσισμός και σεξισμός. Είναι ανακριβές και στρατηγικά λάθος να παρουσιάζεται όλο το υλικό για τους ομοφυλόφιλους σαν να ήταν όλοι λευκοί άντρες. Ευτυχώς έχουμε στη διάθεσή μας υλικό, που ολοένα αυξάνεται, γραμμένο κυρίως από φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου, και το οποίο προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διασταύρωση διαφορετικών ταυτοτήτων και θεμάτων.
Ίσως κάποιοι/ες αναγνώστες/αναγνώστριες ακόμα να αναρωτιούνται: «Ομοφοβία: γιατί να το κάνουμε θέμα;» Ένας λόγος είναι το ότι ένα δέκα τοις εκατό των μαθητών σας θα γίνουν ή ήδη είναι λεσβίες και γκέι. Το ίδιο κι ένα δέκα τοις εκατό των συναδέλφων σας. Η ομοφοβία μπορεί να είναι η τελευταία απ’ τις μορφές καταπίεσης που θα εξαλειφθεί· αλλά θα εξαλειφθεί. Και θα εξαλειφθεί πολύ πιο γρήγορα αν άνθρωποι που αντιτίθενται σε κάθε μορφή υποταγής συνασπιστούν για να τα καταφέρουν.
1 Barbara Smith. 1983. Homophobia: why bring it up? Interracial Books for Children Bulletin 7–8. Μεταφρασμένο από την ανατύπωση στο: Abelove, H, MA Barale, D Halperin (επ.). 1993. The Lesbian and Gay Studies Reader. Λονδίνο και ΝέαΥόρκη: Routledge, σελ. 99-102
2 The Combahee River Collective. 1982. A Black Feminist Statement. Στο All the Women are White, all the Blacks are Men, But Some of Us are Brave: Black Women’s studies, επ. GT Hull, P Bell Scott, B Smith. Νέα Υόρκη: The Feminist Press, σελ. 13, 16.

ΑΣ ΕΠΑΝΑΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ

της Μαριάννας Χούσου 
Σε καιρούς κρίσης σαν την δική μας, μακροχρόνιας, κοινωνικής, ανθρωπολογικής και οικονομικής, τα γεγονότα, μέσα από τον διαθλαστικό καθρέφτη του θεάματος, γίνονται “δράμα”, εικόνα, “ποστ” για να καταλήξουν σε σύντομο, ακόμη και για τα δικά μας ανθρώπινα μέτρα, χρονικό διάστημα στο σωρό της υπερπληροφόρησης. Η βία κατά των γυναικών, δεν είναι καινούριο φαινόμενο, έχει ιστορία χρόνων. Δεν είναι επίσης ασύνηθες φαινόμενο. Αντίθετα οι στατιστικές είναι αμείλικτες, ακόμη και για τον “πολιτισμένο” δυτικό μας κόσμο. Η ελληνική κοινωνία, κλειστή και συντηρητική, στην πλειοψηφία της αδιάφορη για τα ζητήματα του φεμινισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας, συνήθισε να αποδέχεται αυτού του τύπου την βία ως “φυσική”, και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να την αποσιωπά και να την αποκρύπτει.
Η πλειοψηφία των πολιτών, αδύναμη να σκεφτεί και να εμβαθύνει, αρκετά τρομαγμένη για να αμφισβητήσει, συνηθίζει την βία, από όπου και αν προέρχεται. Έτσι, με εξαίρεση ορισμένες και μόνο περιπτώσεις, των οποίων οι ιδιαιτερότητές τους και ίσως η αγριότητα τους προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, στην πλειοψηφία τους αγνοούνται ή περνάνε στα ψιλά της ενημέρωσης. Άλλωστε, και όταν δημοσιοποιούνται, η συζήτηση ποτέ ή σε ελάχιστες περιπτώσεις δεν στρέφεται γύρω από το γεγονός καθεαυτό και την κουλτούρα η οποία το συντηρεί και το αναπαράγει. Στόχος σε καμία περίπτωση δεν είναι να αναλυθεί το φαινόμενο, αλλά να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της τηλεθέασης, η οποία διαπνεόμενη από τον πατριαρχικό λόγο θα συγκινήσει, θα τρομάξει και εν τέλει θα εξαγνίσει. Πολλές φορές μάλιστα, και αυτό το είδαμε πρόσφατα, η υπεράσπιση ή η κακοποίηση του γυναικείου σώματος, γίνεται με όρους “ανδρικής τιμής”, με την έννοια ότι ο άνδρας οφείλει ως άνδρας να υπερασπίζεται το σώμα της αδερφής/συζύγου/ερωμένης όταν νιώθει ότι κάποιος άλλος “άνδρας” το απειλεί. Η γυναίκα, ως μη κάτοχος του σώματός της (το οποίο δεν μπορεί να υπερασπιστεί και το οποίο ούτως ή άλλως προορίζεται για την ικανοποίηση του άνδρα) είναι το θύμα.
Όσον αφορά την πολιτική αντιμετώπιση των περιπτώσεων, (πέρα από τον χυδαίο λαϊκισμό των ρατσιστικών/ομοφοβικών/μισάνθρωπων ομάδων τις οποίες δεν αξίζει καν να αναφέρουμε), ακόμη και στον ονομαζόμενο προοδευτικό χώρο, αυτού του τύπου τα ζητήματα, πάντα αντιμετωπίζονται ως δευτερεύοντα, και κινητοποιήσεις όπως αυτή ενάντια στην διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών ή ενάντια στις επιθέσεις στα lgbt άτομα βρίσκουν λίγους υποστηρικτές.
Όμως οι ελληνίδες και οι μετανάστριες γυναίκες αυτού του τόπου ξέρουν πολύ καλά ποια είναι η έκταση και η ένταση αυτών των φαινομένων. Τα σεξιστικά σχόλια, η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο, στην δουλειά, στο σπίτι είναι κομμάτι της καθημερινότητας τους, ενώ ο φόβος διαπερνά πολλές από τις κινήσεις τους. Η βία, μέσα και έξω από το σπίτι είναι για τις περισσότερες από αυτές οικεία και όλες έχουν μια ιστορία να διηγηθούν. Η νύχτα είναι για τις γυναίκες ακόμη απρόσιτη και φαντάζει απειλητική. Ωστόσο αυτή, η κοινή γνώση, δεν έχει μετουσιωθεί σε κοινή δράση, περά από λίγες περιπτώσεις.. Η απουσία πιθανότατα ενός ισχυρού και οργανωμένου φεμινιστικού κινήματος ως εμπειρία και η αδυναμία κατανόησης του ότι η συλλογική και οργανωμένη δράση μπορεί να καταπολεμήσει την βία κατά των γυναικών, δεν δίνουν περιθώρια για κάτι τέτοιο.
Μία από αυτές τις πρωτοβουλίες, και με το σύνθημα Σπάμε την Σιωπή, η πρωτοβουλία ενάντια στην ομοφοβία Ξάνθης, κάλεσε σε πορεία και εκδήλωση το Σάββατο 9 Μάρτη. Την πορεία στήριξαν και συμμετείχαν γυναικείες οργανώσεις και πολιτικές συλλογικότητες από όλη την Ελλάδα πραγματοποιώντας στην Ξάνθη μια μεγάλη, για τα δεδομένα της πόλης διαδήλωση. H διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν έως και 1000 άτομα, και η κατάμεστη αίθουσα του πολυτεχνείου στην συζήτηση το απόγευμα, κατάφεραν, έστω και για λίγο, να σπάσουν την γενικευμένη “μη ορατότητα” της βίας κατά των γυναικών. Η τοπική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη κοινωνία, θεώρησε πιθανότατα ότι έκανε το χρέος της, αφού δαιμονοποίησε και “απέβαλλε” το τέρας. Έγινε όμως γνωστό και ακούστηκε δυνατά, ότι η κουλτούρα του βιασμού και γενικότερα της βίας κατά των γυναικών, είναι βαθιά ριζωμένη στις μικρές και πιο μεγάλες πόλεις μας, και δεν “ξορκίζεται” με γιουχαΐσματα. Χρειάζεται ένας βαθύτερος, ριζικός μετασχηματισμός, ο οποίος θα αποβάλλει πατριαρχικές, ομοφοβικές μισογύνικες και ρατσιστικές λογικές και θα μας δώσει πίσω τις νύχτες μας.
Αναδημοσίευση από: http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/03/9.html

Η επιστήμη του κοινωνικού κανιβαλισμού και η τέχνη της εξαπάτησης

la società dello spettacolo

 

Της Γιώτας Ιωαννίδου

 

Η μεθοδολογία που ακολουθείται σήμερα με την διαπόμπευση των εκπαιδευτικών, ώστε η ‘’κοινή γνώμη’’ (κάτι σαν ‘’κοινή γυνή’’ ακούγεται αυτό) να υποδεχτεί τον εξανδραποδισμό τους ως πράξη δικαιοσύνης, αποτελεί  πιστή εφαρμογή των υποδείξεων πολιτικής του ΟΟΣΑ.  Η συναίνεση στην αντι-εκπαιδευτική πολιτική, αφενός θα σημάνει τη διάλυση της παιδείας, αφετέρου θα σηματοδοτεί τη νίκη της πολιτικής της εξαπάτησης, την απόδειξη ότι όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο…

Το 1996, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) δημοσίευσε στο 13ο τεύχος του επίσημου περιοδικού του, ένα άρθρο του Κρίστιαν Μόρισον με τίτλο «Οι δυνατότητες πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών».Επρόκειτο για την έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης του ΟΟΣΑ με θέμα τα προβλήματα και τους τρόπους πολιτικής χειραγώγησης των πληθυσμών ώστε να μπορεί μια κυβέρνηση να περνά αυστηρά μέτρα λιτότητας και τις διαρθρωτικές αλλαγές,  σαν αυτά που επέβαλε κατά τη δεκαετία του 1980 η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού σε μια σειρά από «αναπτυσσόμενες» χώρες και χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ας ρίξουμε μια διαγώνια ματιά στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο.
Γκαιμπελικό άρθρο πρώτο

[…] όπου τέθηκε θέμα διαρθρωτικών αλλαγών, οι διεθνείς οργανισμοί [ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.λπ.] απαίτησαν δραστική μείωση των βασικών δημόσιων δαπανών. Αυτό έκανε αντιδημοφιλείς τις κυβερνήσεις, οι οποίες, σε περίπτωση ταραχών, κατέφυγαν στην καταστολή πολλαπλασιάζοντας το πολιτικό κόστος. […] Η εφαρμογή προγραμμάτων διαρθρωτικών αλλαγών σε δεκάδες χώρες κατά τη δεκαετία του 1980 έδειξε, ότι είχαμε παραμελήσει την πολιτική διάσταση του ζητήματος. Πιεζόμενες από απεργίες, διαδηλώσεις, ακόμα κι εξεγέρσεις, πολλές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διακόψουν ή να περικόψουν σημαντικά τα προγράμματα αυτά. Έτσι αναγκαστήκαμε να αναγνωρίσουμε, ότι η οικονομική επιτυχία της διαρθρωτικής αναπροσαρμογής εξαρτάται από τη δυνατότητα πολιτικής πραγματοποίησής της. […]

 

Μετάφραση

Χωρίς επεξεργασμένο πολιτικό σερβίρισμα, η κοινωνία δεν μπορεί να καταπιεί εύκολα την πολιτική εξανδραποδισμού της

Πως αλήθεια όμως αυτό μπορεί να επιτευχθεί;

Γκαιμπελικό άρθρο δεύτερο

[…]οι περικοπές στα λειτουργικά έξοδα του κράτους πλήττουν τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά οι κυβερνήσεις μπορούν να πάρουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους αν κινηθούν ευέλικτα παρουσιάζοντας, με τη βοήθεια του Τύπου, αυτά τα μέτρα σαν μέτρα ισονομίας με το επιχείρημα, ότι εφόσον ζητούνται θυσίες από όλο το λαό, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν γίνεται ν’ αποτελούν εξαίρεση. […]

Μετάφραση

Η διάλυση των κοινωνικών δαπανών, που είναι η πρώτη προτεραιότητα,  θα πλήξει αναπόφευκτα τους δημόσιους υπάλληλους, οι οποίοι για να μη μπορούν να αντιδράσουν, θα πρέπει να διασυρθούν στα μάτια της κοινωνίας, με τη βοήθεια φυσικά του (ελεγχόμενου) Τύπου. Σας θυμίζει τίποτα;

Αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν  όλοι τον ίδιο ρόλο. Ας δούμε την ειδική σημασία που δίνει ο δάσκαλος της επιστημονικής εξαπάτησης στους εκπαιδευτικούς.

Γκαιμπελικό άρθρο τρίτο

[…]Ειδικά οι απεργίες των εκπαιδευτικών, αν και καθαυτές δεν αποτελούν πρόβλημα για τις κυβερνήσεις, γίνονται έμμεσα επικίνδυνες επειδή απελευθερώνουν μια ανεξέλεγκτη μάζα μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας, η οποία μπορεί να κατέβει σε διαδηλώσεις και σε αυτή την περίπτωση η καταστολή μπορεί εύκολα να έχει δραματικές συνέπειες. […]

Μετάφραση

Ο εκπαιδευτικός έχει μια ειδική σχέση με τη νεολαία. Μπορεί από παιδονόμος όπως τον θέλουν οι κρατούντες, να μετατραπεί σε δάσκαλο της αξιοπρέπειας και της αντίστασης για αυτό πρέπει να πειθαρχηθεί.

Μα πως είναι δυνατό όμως  η κοινωνία να δεχτεί τη διάλυση της παιδείας; Ας δούμε τη μέθοδο.

Γκαιμπελικό άρθρο τέταρτο

[…]Μια από τις βασικές περικοπές αφορά στα λειτουργικά έξοδα των σχολείων και των πανεπιστημίων. Είναι πολύ προτιμότερη επιλογή από μια δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών και των σπουδαστών. Οι οικογένειες θα αντιδράσουν βίαια στο ενδεχόμενο να αποκλειστούν τα παιδιά τους από την εκπαίδευση. Δεν θα αντιδράσουν όμως σε μια σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Έτσι σιγά-σιγά θα δεχτούν να πληρώνουν κάποιο ποσόν για να σπουδάζουν τα παιδιά, ή να περικοπεί κάποια εκπαιδευτική δραστηριότητα. […]

Μετάφραση

Η ουσία της επιδίωξης είναι η υποβάθμιση της εκπαίδευσης. Αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο σήμερα στην Ελλάδα:  Κύμα συγχωνεύσεων σχολείων, οικονομικός στραγγαλισμός μέσω περικοπής λειτουργικών δαπανών, τορπίλη σε μουσικά και αθλητικά σχολεία όπως και στην ειδική αγωγή, κατάργηση πρόσθετης και ενισχυτικής, κόψιμο σε βιβλιοθήκες, εκδρομές, αθλητικούς αγώνες, επιχορηγήσεων σε προγράμματα, αδιαφορία για τις μετακινήσεις των μαθητών, μηδενισμός διορισμών, κενά μέχρι τέλους της σχολικής χρονιάς, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα και άλλα. Αυτά λοιπόν θα περνάνε, αλλά η κυβέρνηση θα φωνασκεί υπέρ των μαθητών ή των εξετάσεων τους, χαϊδεύοντας την άγνοια που καλλιεργεί στους υπηκόους.

Τώρα είναι όλα πιο καθαρά.

Η μεθοδολογία που ακολουθείται σήμερα με την διαπόμπευση των εκπαιδευτικών, ώστε η ‘’κοινή γνώμη’’ (κάτι σαν ‘’κοινή γυνή’’ ακούγεται αυτό πλέον) να υποδεχτεί τον εξανδραποδισμό τους ως πράξη δικαιοσύνης, αποτελεί  πιστή εφαρμογή αυτών των υποδείξεων πολιτικής.

Ο ίδιος ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ Angel Gurría («Σύμβουλος» της κυβέρνησης μαζί με την ΕΕ και το ΔΝΤ), σε κοινή συνέντευξη Τύπου με υπουργούς της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, παρουσίασε την «Έκθεση» του Οργανισμού για την «ελληνική οικονομία», ενώ στα χέρια της τότε υπουργού Παιδείας κ. Άννας Διαμαντοπούλου κατατέθηκε προς «αξιοποίηση» επιμέρους Έκθεση του ΟΟΣΑ που αφορούσε στην Ελληνική Εκπαίδευση. Το κείμενο πρότεινε ένα σχολείο στηριγμένο στο νέο δημόσιο μάνατζμεντ, με κλείσιμο των μικρών μη αποδοτικών μονάδων, γενικευμένη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των μηχανισμών, εισαγωγή της ‘’αξιολόγησης’’ των εκπαιδευτικών  και ισχυροποίηση της  παρέμβασης της αγοράς.

Είναι αυτό το κείμενο, στο οποίο αναφέρονται σήμερα σε πλήρη σύμπνοια όλα τα καθεστωτικά ΜΜΕ για να αποδείξουν ότι οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν λιγότερο από όλους στην Ευρώπη (μήπως το ίδιο δεν έλεγαν και για όλους τους εργαζόμενους στην Ελλάδα αρχικά;).

Με το ίδιο ιερό κείμενο και την περίφημη αναλογία εκπαιδευτικών / μαθητών –τη μικρότερη σε Ευρώπη και χώρες του ΟΟΣΑ-  προσπαθούσαν να πείσουν πέρσι για την επιστημονική αναγκαιότητα των συγχωνεύσεων, όπως βάφτισαν το κλείσιμο των σχολείων. Τι κι αν από τον Γενάρη του 2012, δόθηκε στη δημοσιότητα η μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ, «Μελέτη στοιχείων για την Εκπαίδευση και τους Εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες», που αποδεικνύει ότι ορισμένα στοιχεία δεν ισχύουν ή εξηγεί τις αποκλίσεις άλλων.

Η ιστορία εξελίσσεται σαν αυτή με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Πληρώθηκαν ένα σωρό λεφτά, για να μετρηθεί ο ήδη γνωστός αριθμός τους. Αποκαλύφθηκε μέσω της επίσημης απογραφής, ότι δεν άγγιζαν ούτε τις 650.000 από  το ενάμιση ή και δύο  εκατομμύρια που διαδιδόταν πλατιά από τα επίσημα χείλη.  Απλά τα ΜΜΕ δεν το είδαν.

Για να δούμε λοιπόν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ξανά.

Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ, το 2011-12 η αναλογία μαθητών ανά καθηγητή ήταν 1:8,2 στα Γυμνάσια και 1:9,5 στα Λύκεια ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ των 21 ήταν 1:11,7 και 1:12,5 αντίστοιχα (στοιχεία ΟΟΣΑ). Η μικρή αυτή απόκλιση συμβαίνει στη χώρα μας λόγω γεωγραφικών ιδιομορφιών (νησιά, ορεινά, δυσπρόσιτα), της ύπαρξης των τμημάτων κατεύθυνσης σε Β και Γ τάξεις των Γεν. Λυκείων και της λειτουργίας των ειδικοτήτων στα τεχνικά Λύκεια. Η απάλειψη αυτής της απόκλισης σημαίνει ότι θα κλείσουν σχολεία σε χωριά και κωμοπόλεις (πράγμα που συνέβη και με το πρώτο κύμα των 1000 συγχωνεύσεων – καταργήσεων)και με τις περικοπές των δωρεάν μεταφορών, πολλά παιδιά θα διωχθούν από τη δημόσια εκπαίδευση. Στα λύκεια θα αδυνατούν να δημιουργηθούν τμήματα κατεύθυνσης με μεγάλο αριθμό μαθητών (ήδη από πέρσι το όριο έγινε 15 μαθητές και σε εξαιρετικές συνθήκες 10), οπότε οι μαθητές είτε θα πρέπει να πηγαίνουν σε σχολείο διπλανής περιοχής που θα υπάρχει τμήμα κατεύθυνσης της επιλογής τους ή να αλλάζουν κατεύθυνση. Αντίστοιχη θα είναι η κατάσταση στις ειδικότητες των τεχνικών λυκείων, όπου η μη ύπαρξη μαθητών θα σημάνει την κατάργηση της ειδικότητας και την μεταφορά όσων την επιλέξουν σε άλλο σχολείο της Περιφέρειας.

Όσον αφορά στο μέγεθος των σχολικών τάξεων, ο μέσος όρος των μαθητών στην Ελλάδα σε γυμνάσια και λύκεια είναι 22, πάνω δηλαδή από το μέσο όρο της ΕΕ των 21, που είναι 21,9. Ωστόσο, εδώ δεν φαίνεται να υπάρχει η ευαισθησία της προσέγγισης του μέσου όρου της ΕΕ, από την κυβέρνηση μιας και ο στόχος είναι οι 30 μαθητές στην τάξη.

Οι εκπαιδευτικοί διαθέτουν συνολικό εργασιακό ωράριο, ένα μέρος του οποίου είναι οι ώρες διδασκαλίας στην τάξη (διδακτικό). Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δικτύου Ευρυδίκη «Αριθμοί κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη 2009», ο μέσος όρος του διδακτικού ωραρίου για τους καθηγητές της ΕΕ των 25, ήταν 18,4 για το Λύκειο και 19,1 για το Γυμνάσιο, ενώ ο μέσος όρος για την Ελλάδα ήταν 18,5.

Σύμφωνα με πρόσφατη (2012) μελέτη της UNESCO κάθε ώρα διδακτικού έργου ενός καθηγητή αντιστοιχεί σε 4 ώρες εργασίας γραφείου! Για αυτό η τάση στις χώρες της Ευρώπης ήταν η μείωση του διδακτικού ωραρίου τα τελευταία χρόνια, εκτός από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Πέραν τούτου, ο μέσος όρος για την Ελλάδα των 18,5 διδακτικών ωρών προκύπτει με το δεδομένο των 16 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας –που το υπουργείο παιδείας έδωσε σαν ωράριο όλων των καθηγητών –ενώ οι καθηγητές δουλεύουν με 21 ώρες πλήρες ωράριο που γίνεται 16 ώρες μετά από 20 και πλέον χρόνια εργασίας.

Παρόλα αυτά, η Καθημερινή της Κυριακής 4/5/13 επιμένει ότι οι έλληνες καθηγητές διδάσκουν μόνο 415 ώρες ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 704 ώρες για το γυμνάσιο και 658 ώρες για το λύκειο και για τις χώρες της ΕΕ/21 660 και 629 αντίστοιχα. Δεν προβληματίζεται βέβαια καθόλου, πώς στον ίδιο πίνακα φαίνεται οι έλληνες καθηγητές  να εργάζονται 1176 ώρες κατ έτος έναντι 1171 στο γυμνάσιο και 1114 στο λύκειο των χωρών του ΟΟΣΑ και 1057 και 1049 αντίστοιχα της ΕΕ/21. Γιατί η αξία μιας μελέτης, κατά ορισμένα ΜΜΕ, είναι μόνο η παροχή στοιχείων επιβεβαίωσης της  κυβερνητικής πολιτικής. Η απάντηση βρίσκεται στο εργασιακό ωράριο, που στην Ελλάδα είναι 30 ώρες έναντι 27,5 ωρών του μέσου ευρωπαίου στις 27 χώρες της ΕΕ.

Οι καθηγητές δεν διδάσκουν μόνο. Παρακολουθούν την πορεία των μαθητών τμημάτων που είναι υπεύθυνοι, επικοινωνούν με τους γονείς, εκτελούν διοικητικά καθήκοντα, συμπληρώνουν στατιστικά κλπ, διορθώνουν γραπτά, περνούν βαθμολογίες, προετοιμάζουν εκπαιδευτικά προγράμματα, γιορτές, εκδρομές, θεατρικά κλπ, ασχολούνται με σεμινάρια και εργαστήρια, προετοιμάζουν σημειώσεις και σχέδια, ειδικές παρεμβάσεις, συνεδριάζουν και συζητούν ότι προβλήματα ανακύπτουν κλπ κι όσα από αυτά δεν μπορούν να τα κάνουν εντός της σχολικής μονάδας (γιατί δουλεύουν όλοι μαζί σε μια αίθουσα με κολλητά γραφεία και χωρίς υπολογιστή ή άλλα μέσα) τα κάνουν στο σπίτι τους.

Οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν περίπου 39 εβδομάδες το χρόνο έναντι 38,6 των ΕΕ/27. Ενώ όμως δουλεύουν περισσότερο, διδάσκουν μόνο 31 εβδομάδες, καθότι  4-5 εβδομάδες το χρόνο,  είναι οι εξετάσεις, πράγμα που δε συμβαίνει σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος αντιστοιχεί σε διοικητική απασχόληση.

Η Ελλάδα είναι το βασίλειο της εξεταστικής λαιμητόμου, με διαφωνία των εκπαιδευτικών και μάλιστα αυτός ο ανορθολογισμός θα ενταθεί αν περάσουν τα μέτρα της κυβέρνησης.

Είναι απίστευτη αυτή η στρέβλωση και δεν μπορεί να μένει εκτός συζήτησης.

Η διδασκαλία στην τάξη μειώνεται, αλλά οι ώρες των εξετάσεων αυξάνονται.

Το σχολείο απαξιώνεται, αλλά το φροντιστήριο προετοιμασίας για τις εξετάσεις,  αποθεώνεται ως θεσμός!

Συμπερασματικά οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν περισσότερο από τους ευρωπαίους και οι ώρες διδασκαλίας τους (χωρίς τις εξετάσεις) είναι περισσότερες από 573,5 κατά μέσο όρο (31 εβδομάδες χ 18,5).

Επιπλέον στις χώρες της ΕΕ, υπάρχουν βοηθοί διδασκόντων, σε αναλογία  6,5 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0,4 μόνο στα εργαστήρια της ΤΕΕ

Υπάρχει διοικητικό προσωπικό σε αναλογία 10,9 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 1,4

Υπάρχει επιστημονικό προσωπικό για τη στήριξη του σχολείου (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι κλπ) σε αναλογία 7,8 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0.

Υπάρχει βοηθητικό προσωπικό σε αναλογία 12,7 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0,3

Και επιπλέον σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, για το 2009 ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ των ετήσιων μεικτών αποδοχών του αρχικού μισθού των καθηγητών ήταν 29.472και ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε. ήταν 29.459.

Ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ των ετήσιων μεικτών αποδοχών του τελικού μισθού των καθηγητών ήταν 47.740 και ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε./21 ήταν 47.374.

Αντίθετα, για τους Έλληνες καθηγητές ο αρχικός μισθός ήταν 24.541 και ο τελικός 36.230. Έτσι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες (ακολουθούν μόνο Σλοβενία και Σλοβακία).

Συνολικά ο μισθός του έλληνα καθηγητή Λυκείου είναι το 54% του Φιλανδού (με 11-17 ώρες διδασκαλίας), το 58% του Ισπανού (με 17- 19 ώρες διδασκαλίας) και το 39% του Γερμανού (με 17-20 ώρες διδασκαλίας).

Ας διαλέξουμε λοιπόν.

Η συναίνεση στην αντι-εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, αφενός θα σημάνει τη διάλυση της παιδείας, αφετέρου θα σηματοδοτεί τη νίκη της πολιτικής της εξαπάτησης, την απόδειξη ότι όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο.

 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://eleftheriakos.gr/node/565

Βιασμοί γυναικών, χαλαρά, δεν τρέχει τίποτα…

stupromontalto

 

…εδώ οι άντρες πλένουνε τα πιάτα

15χρονη στην Ηλεία βιάστηκε από τον φίλο της και τον κολλητό του φίλου της σε αποθήκη καφετέριας που διατηρεί ο δεύτερος. Έτρεξε τίποτα;

31χρονος βίαζε γυναίκες στα βόρεια προάστια, έτρεξε τίποτα;

63χρονος στην Καβάλα βίαζε την 9χρονη εγγονή του, έτρεξε τίποτα;

Με τους ξυλοδαρμούς και τις δολοφονίες γυναικών τον τελευταίο μήνα, έτρεξε τίποτα;

Τρέχει γενικώς τίποτα;

Όχι, τρέχει το απολύτως τίποτα. Γιατί τούτη η κοινωνία, η ελληνική κοινωνία, είναι αρκετά εξοικειωμένη με τους βιασμούς των θυγατέρων της. Τις τσάκισε κατά χιλιάδες στην πορνεία. Τις παράτησε στο έλεος των νταβατζήδων. Τις έριξε βορά σε αδηφάγους πορνοπελάτες. Τις έκανε εσώκλειστες δούλες στα νοικοκυριά. Τις αντάμειψε με μίσος και οργή γιατί σήκωσαν κεφάλι στον σύζυγο ή τον εραστή. Τις εκδικήθηκε γιατί έγιναν ανεξάρτητες από την τσέπη του αντρός και του πατρός. Τις έκανε ομαδικό διεγερτικό σε βιντεάκια- τσόντες, γιατί στην τελική “όλες πουτάνες είναι”.

Υπερασπίζεται σθεναρά τους βιαστές της τούτη η κοινωνία. Όπως τότε στην Αμάρυνθο. Αθώωσε πανηγυρικά τα καθίκια που βίασαν ομαδικά τη συμμαθήτριά τους. Εκδίωξε τη μάγισσα από το κωλοχώρι τους. Την εκδικήθηκε φορτώνοντάς της κατηγορίες περί συκοφαντίας, ώστε να μάθουν μια και καλή τα υπόλοιπα “αλλογενή” κοριτσόπουλα ότι ο τόπος δε σηκώνει τις καταγγελίες τους.

Προστατεύει με θαλπωρή τους βιαστές της τούτη η κοινωνία. Επικροτούσε τους νταήδες υπαλλήλους όταν την έπεφταν στις καθαρίστριες των εργολαβικών εταιρειών, ενώ άφησε τα καθάρματα που οργάνωσαν την επίθεση στην Κούνεβα να κυκλοφορούν ελεύθερα. Διαπόμπευσε πουτάνες ως “υγειονομική βόμβα”, δημοσίευσε τις φωτογραφίες τους, τις έσυρε στα δικαστήρια και τις φυλακές. Τράβηξε μόνο, λιγουλάκι, το αυτάκι στους πελάτες για να μάθουν να φοράνε προφυλακτικό.

Βέβαια, ετούτη η κοινωνία επιδεικνύει τεράστια εγρήγορση στους αλλόθρησκους βιαστές. Τον Αύγουστο στην Πάρο μας άφησε κληρονομιά έναν δολοφονημένο από φασίστες μετανάστη στην Ομόνοια. Και τον Δεκέμβρη στην Ξάνθη μας άφησε την υπόμνηση (για το μέλλον…) ότι το πογκρόμ στις μουσουλμανικές συνοικίες τις πόλης ήταν ήδη στα σκαριά από τον ελληνορθόδοξο όχλο μέχρις ότου μας προκύψει τελικά μανάβης.

Μην παραλείψουμε πως τούτη η κοινωνία έχει λόγο, έχει μιλιά, για τους βιασμούς που συμβαίνουν αλλού. Και να σου οι αναλύσεις για τους βιασμούς στην Ινδία. Και να σου τα άρθρα στον Τύπο για τα αίτια και τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν τον βιασμό (εκεί, μην μπερδευόμαστε). Αλλά για τούτη την κοινωνία οι αλλόθρησκοι είναι πολιτιστικά καθυστερημένοι. Δεν είχαν εργατικό κίνημα, δεν είχαν γυναικείο κίνημα, δεν είχαν τμήμα σπουδών φύλου και ισότητας, δεν είχαν τεχνολογική πρόοδο, όπως οι μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου σαν την πάρτη μας! Και τώρα, που οι κοινωνίες μας έγιναν πολυεθνικές, γρηγορείτε απανταχού ορθόδοξα, καθολικά, προτεσταντικά αρσενικά αγγελούδια ενάντια στα αλλόθρησκα σεξουαλικά κτήνη!

Έτσι λοιπόν τα κανόνισε τούτη η κοινωνία. Αλλά ποια είναι στην τελική αυτή η κοινωνία; Και τι ακριβώς συνέβη στις γυναίκες της;

Η κοινωνία εν ελλάδι είναι η ιστορία της και οι τρόποι που δόμησε τις σχέσεις της και τις πρακτικές της. Και οι πρακτικές της σε ότι αφορά τη βία ενάντια στις γυναίκες έχουν το δικό τους ειδικό βάρος στη φυσιογνωμία της. Είναι η επί εικοσαετίας και βάλε λεηλασία χιλιάδων γυναικείων σωμάτων στη βιομηχανία του σεξ που έφτιαξε μια νέα αρσενική συμπεριφορά απέναντι σε όλες τις γυναίκες. Είναι οι 1.000.000 άντρες που επιδόθηκαν σε ασκήσεις σεξουαλικής κυριαρχίας πάνω σε γυναίκες που μετατράπηκαν με τη βία σε πόρνες. Είναι οι σύζυγοι, οι πατεράδες, οι αδελφοί, οι συνάδελφοι, οι συμφοιτητές που εκτόνωσαν τον τσαμπουκά και τόνωσαν την αλαζονεία τους μέσα στα μπουρδέλα και τα στριπτιτζάδικα. Είναι το δίκιο τους ως πελατών που ξέφυγε από τα όρια της πορνικής γεωγραφίας, ξεχύθηκε στην καθημερινότητα, από τους τόπους εργασίας μέχρι τις κρεβατοκάμαρες. Είναι αυτό που θα ‘πρεπε τόσα χρόνια να δούμε και κάναμε πως δε βλέπαμε: ότι το πώς οι άντρες βλέπουν και μεταχειρίζονται τις πουτάνες δείχνει το πώς βλέπουν και θέλουν να μεταχειρίζονται όλες τις γυναίκες.

Και συνεχίζουμε. Είναι οι μαφιόζικες επιχειρήσεις που γιγαντώθηκαν στην Ελλάδα υποστηριζόμενες από ένα πλήθος “πολιτών” που προηγουμένως δεν είχε σχέση με τέτοιου είδους δραστηριότητες. Είναι η μαφιοζοποίηση της κοινωνίας που είχε στον πυρήνα της και την υποβάθμιση της γυναικείας ύπαρξης, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί άντρες αλλά και πολλές γυναίκες συμμετείχαν, στήριξαν, καρπώθηκαν οικονομικά οφέλη από τους μαζικούς βιασμούς γυναικών στη βιομηχανία του σεξ και τη βιομηχανία των οικιακών βοηθών.

Είναι επιπλέον, η ευρύτατη αποδοχή της βίας μέσα στην οικογένεια. Είναι η ατιμωρησία που περιβάλλει στις περισσότερες περιπτώσεις τους πατεράδες, τους συζύγους, τους συγγενείς που απλώνουν τα ξερά τους στις γυναίκες, μια ατιμωρησία που θρέφεται από την τάση αποφυγής της “ντροπής” και των ανισορροπιών μέσα στην οικογενειακή εστία αλλά και από την περιφρόνηση και τον στιγματισμό που επιφυλάσσει ο κοινωνικός περίγυρος.

Είναι επίσης η καθημερινή και σε μαζική κλίμακα εκπαίδευση της αρσενικής σεξουαλικότητας μέσα από την ιντερνετική πορνογραφία η οποία αναπαράγει την εικόνα των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων.

Είναι ακόμη και το ότι ένα μεγάλο κομμάτι του αρσενικού πληθυσμού δεν έχει χωνέψει ότι οι γυναίκες μπορούν να μην τους υπηρετούν, μπορούν να τους ξεπερνούν. Ότι μπορούν να τα φέρουν βόλτα δίχως εκείνους, να φέρουν λεφτά στο σπίτι δίχως εκείνους, να μεγαλώνουν παιδιά δίχως εκείνους, να βγαίνουν έξω δίχως εκείνους, να τη βγάζουν γενικώς δίχως εκείνους, να είναι πιο πετυχημένες από εκείνους.

Ψάχνουμε και για άλλες εξηγήσεις; Υπάρχουν και είναι ακόμη βαθύτερες. Είναι το γεγονός ότι η βίαιη υποτίμηση και πορνοποίηση τεράστιων πληθυσμών γυναικών σε άλλα σημεία του πλανήτη αντιμετωπίστηκε και με ευθύνη διάφορων- ακαδημαϊκών και μη- φεμινιστικών κύκλων μέσα από τα κυάλια της πρωτοκοσμικής ανωτερότητας. Ως αποτέλεσμα ενός είδους “πολιτισμικής καθυστέρησης” των κοινωνιών της ανατολικής ευρώπης, της ασίας, της αφρικής. Αυτό το χονδροειδές ιδεολόγημα που στηρίζεται σε ιδέες ότι π.χ. γυναικεία κινήματα υπήρχαν μόνο στη Δύση ή μόνον εκεί ήταν αρκετά προχωρημένα., έχτισε την ακλόνητη πίστη ότι οι κοινωνίες μας έχουν οριστικά απαλλαγεί από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης με όρους δουλείας και οριστικά ξεμπερδέψει με την υποτέλεια των γυναικών. Με λίγα λόγια, το ουσιώδες, ότι η υποτίμηση των γυναικών σε άλλα μέρη του πλανήτη ήταν κομμάτι της επίθεσης του κεφαλαίου συνολικά στην εργατική τάξη και μάλιστα προϋπόθεση για την υποτίμησή της, καθώς οι γυναίκες σχετίζονται άμεσα με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, κουκουλώθηκε κάτω από τις μεταμοντέρνες προφητείες ότι ο καπιταλισμός γενικώς στα μέρη μας τελείωσε.

Κι εκεί που ο καπιταλισμός στα μέρη μας ήταν στα πρόθυρα του θανάτου (έπρεπε να ξεσπάσει η κρίση για να μας υπενθυμίσει τη δύναμή του), κοντέψαμε να ξεχάσουμε ότι οι γυναίκες και εδώ και παντού στον πλανήτη αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο ως πηγή υπεραξίας. Ότι είναι η ίδια η λογική του κεφαλαίου που στις γυναίκες βλέπει εκείνη την ειδική πτυχή της εργατικής τους δύναμης, την ικανότητα να τεκνοποιούν και την ικανότητα να παρέχουν σεξουαλική απόλαυση (μια ικανότητα που ως εμπόρευμα πουλάει στις κοινωνίες μας), και από τις οποίες όσο δεν μπορεί να αυτονομηθεί τόσο με λύσσα παλεύει για να επιβάλλει τον έλεγχο, την πειθάρχηση, την υποτίμησή τους. Και ότι η βία του κεφαλαίου είναι το μαχαίρι που κόβει και το νήμα που ράβει τον καμβά στις σχέσεις των δύο φύλων. Κι όσο η υποτίμηση της εργατικής δύναμης θα καλπάζει στις μέρες μας, τόσο η βία κατά των γυναικών θα αυξάνεται. Κοντέψαμε με άλλα λόγια να ξεχάσουμε ότι η βία ενάντια στις γυναίκες είναι συστατικό και γενέθλιο στοιχείο του καπιταλισμού.

Εκεί όπου “οι άντρες δεν πλένουνε τα πιάτα”

Η εφημερίδα Αυγή θέλησε να μας διαφωτίσει για τα αίτια της σεξουαλικής βίας στην Ινδία. Αναδημοσίευσε άρθρο της Washington Post με θέμα “Γιατί η Ινδία αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη σεξουαλική βία” όπου και παρατίθενται μια σειρά από σχετικούς παράγοντες. Μιας και οι συντάκτριες δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν κάποιο σχολιασμό ή συσχετισμό με τα εν ελλάδι αίτια, πράγμα που γεννάει υποψίες περί πρωτοκοσμικού ρατσισμού, είπαμε να επιστρατεύσουμε το εν λόγω άρθρο της 17/01/2013 ως όχημα για να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις με τα του τόπου μας. Απαριθμεί λοιπόν το άρθρο τους εξής γενεσιουργούς παράγοντες της σεξουαλικής βίας στην Ινδία (με πλάγια ο δικός μας σχολιασμός):

1. Λίγες γυναίκες αστυνομικοί: Μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες επιλέγουν να καταγγείλουν μία σεξουαλική επίθεση αν γυναίκες αστυνομικοί είναι διαθέσιμες. Η Ινδία είχε ανέκαθεν πολύ χαμηλότερο ποσοστό γυναικών αστυνομικών αξιωματούχων σε σχέση με τις άλλες ασιατικές χώρες. Όταν τελικά οι γυναίκες υποβάλλουν καταγγελίες σε άνδρες αστυνομικούς, τις περισσότερες φορές υφίστανται εξευτελισμό.

Στην Ελλάδα, η αστυνομία ελέγχει το μεγαλύτερο ποσοστό των μπουρδέλων και εμπλέκεται στον έλεγχο και την κερδοφορία ενός τεράστιου μεριδίου της πορνικής αγοράς. Κατά συνέπεια, τα αστυνομικά τμήματα στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να είναι ο ιδανικότατος τόπος καταγγελίας βιασμών. Επίσης οι έλληνες μπάτσοι, πιθανόν εξαιτίας της αυξημένης ποσόστωσης γυναικών αστυνομικών, είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένοι. Παρακάμπτουν τον εξευτελισμό ρωτώντας επίμονα τους συγγενείς μπας και η βιασθείσα είναι μυθομανής.

2. Κοινωνικός ρατσισμός σε βάρος των γυναικών- κατηγορούν το θύμα για προκλητική συμπεριφορά: Είναι κυρίαρχη η αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα θύματα της σεξουαλικής βίας την προκάλεσαν μόνα τους. Το 1996, σε μία έρευνα, σχεδόν το 68% των ερωτηθέντων είπαν ότι το προκλητικό ντύσιμο είναι πρόσκληση για βιασμό.

Ενώ εδώ ε; Έγινε ποτέ αναφορά στο προκλητικό ντύσιμο; Ανακρίθηκε ποτέ καμιά γυναίκα για το τι φόραγε την ημέρα του βιασμού; Ρωτήθηκε ποτέ αν αντιστάθηκε μέχρι θανάτου στο βιαστή της; Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ! Δε γίνονται τέτοια πράγματα εδώ! Οι εντιμότατοι δικαστές και οι εισαγγελείς μας ειδικά είναι προσεκτικοί σ’ αυτό.

3. Αποδοχή της ενδοοικογενειακής βίας: Μια έρευνα της UNICEF που έγινε το 2012 έδειξε ότι περίπου το 57% των αγοριών και το 53% των κοριτσιών στην Ινδία θεωρούν ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι δικαιολογημένη και “φυσιολογική”.

Έρευνα στην Ελλάδα που έγινε το 2010 έβγαλε ότι το 70% των γυναικών υπέστη ψυχολογική βία και το 23% σωματική επίθεση από τους ίδιους τους συζύγους τους. Υψηλό είναι και το ποσοστό των κοριτσιών αλλά και των αγοριών που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από κάποιον συγγενή τους (πατέρα, θείο, παππού). Κάποιοι μάλιστα μιλάνε και για πρωτεία της χώρας πανευρωπαϊκώς. Εντελώς αφύσικη η ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα, όπως καταλαβαίνετε.

4. Έλλειψη δημόσιας ασφάλειας: Οι γυναίκες γενικώς δεν προστατεύονται έξω από τα σπίτια τους. Ο ομαδικός βιασμός συνέβη σε ένα λεωφορείο και ακόμη και οι αρχές παραδέχονται ότι οι δημόσιοι χώροι μπορεί να είναι επικίνδυνοι για τις γυναίκες (…) Οι γυναίκες που πίνουν, καπνίζουν ή πηγαίνουν σε μπαρ αντιμετωπίζονται ευρέως ως ελευθερίων ηθών και τα φυλετικά συμβούλια στα χωριά κατηγορούν τις γυναίκες που μιλούν σε κινητά τηλέφωνα ή πηγαίνουν στην αγορά ότι ευθύνονται για την αύξηση των ποσοστών των σεξουαλικών επιθέσεων.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε κανένα σχετικό πρόβλημα μιας και οι δημόσιοι χώροι έχουν τιγκάρει στους μπάτσους. Επίσης οι γυναίκες που και εδώ πίνουν, καπνίζουν και κάνουν γενικώς ελευθέρια πράγματα κινδυνεύουν μόνο όταν γυρίσουν πίσω στο σπίτι από τους άντρες τους (βλέπε πάλι σημείο 3). Τέλος, τα λεωφορεία είναι προς το παρόν ασφαλή για τις γυναίκες (το πολύ να πέφτει κανά χούφτωμα). Χώρια που στα λεωφορεία υπάρχει άλλος πιο προσφιλής στόχος: οι μετανάστες.

5. Στιγματίζοντας το θύμα: Όταν λεκτική παρενόχληση ή παρενόχληση με θωπείες συμβαίνει σε δημόσιους χώρους, οι περαστικοί συχνά κοιτούν από την άλλη πλευρά αντί να παρέμβουν για να αποφύγουν τη φασαρία, αλλά και γιατί τις περισσότερες φορές κατηγορούν το θύμα. Ο γιος του προέδρου της Ινδίας επίσης πρόσφατα απολογήθηκε γιατί αποκάλεσε τις γυναίκες που διαδήλωναν εναντίον των ομαδικών βιασμών στην Ινδία “προκλητικές και υπερβολικά βαμμένες” γυναίκες, οι οποίες συχνάζουν σε ντίσκο και διαδηλώσεις.

Ααα, εδώ η χώρα μας είναι πολύ πιο μπροστά. Στην Αμάρυνθο, όχι μόνο αδιαφόρησαν αλλά τράβηξαν και βίντεο τον βιασμό, για να υπάρχει και ντοκουμέντο, κι έπειτα το κυκλοφόρησαν στους ντόπιους που, προφανώς λόγω του αποτροπιασμού τους, φρόντισαν να το εξαφανίσουν πριν τη δίκη. Αξιοσημείωτη είναι και η στάση απέναντι στις “ελευθερίων ηθών” τουρίστριες που έρχονται στα νησιά, υπερβολικά βαμμένες και προκλητικές, τρελαίνουν τους κανακάρηδές μας που τι να κάνουν κι αυτοί, δεν μπορούν να συγκρατηθούν…Γι’ αυτό και παρεμβαίνουν μαμάδες, μπαμπάδες, συγγενείς και δικαστές για να πουν ότι όχι, δε συμβαίνουν βιασμοί, συμβαίνει ότι οι τουρίστριες παριστάνουν τις βιασμένες για να εισπράξουν ασφάλιστρο από τις χώρες τους.

6. Προτρέποντας τα θύματα σε συμβιβασμό: Σε μία πρόσφατη υπόθεση βιασμού, ένα 17χρονο κορίτσι, θύμα ομαδικού βιασμού, αυτοκτόνησε εξαιτίας της πίεσης που δέχτηκε από αστυνομικούς να αποσύρει τις καταγγελίες και να παντρευτεί έναν εκ των βιαστών της.

Στην Ελλάδα δε χρειάζεται να ωθήσουν τις γυναίκες να παντρευτούν τους βιαστές τους, αφού με τους βιαστές είναι ήδη παντρεμένες (βλ. σημείο 3). Ούτε και πιέσεις χρειάζεται να ασκηθούν για απόσυρση των καταγγελιών μιας και η πλειονότητα των υποθέσεων ούτε καν φτάνει στο σημείο αυτό.

7. Ένα αργοκίνητο δικαστικό σύστημα: Το δικαστικό σύστημα στην Ινδία είναι επώδυνα αργό, τις περισσότερες φορές εξαιτίας της αριθμητικής ανεπάρκειας των δικαστών.

Από επάρκεια δικαστών στην Ελλάδα πάμε καλά, όλα κι όλα. Δε θέλουμε άλλους! Τώρα για το αργοκίνητο του πράγματος, η παράδοση λέει ότι είναι οι βιαστές που επιδιώκουν αναβολές της δίκης και φυσικά τις πετυχαίνουν. Ε! Τι να σου κάνει μετά το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα; Γίνεται κι αυτό “τριτοκοσμικό”…

8. Λίγες καταδίκες: Για τους βιασμούς που τελικά καταγγέλλονται, οι καταδίκες στην Ινδία δεν ξεπερνούν το 26%.

Στην Ελλάδα οι στατιστικές για τους βιασμούς είναι “πολυτέλεια”. Ωστόσο κατόπιν πρόχειρης έρευνας π.χ. στη Βρετανία οι καταδίκες αγγίζουν το ποσοστό του 7,5%. Στην Ελλάδα δεδομένου ότι έχουμε ένα ποσοστό καταγγελθέντων βιασμών της τάξης του 6% μπορούμε να υποθέσουμε για τα ποσοστά που κινούνται οι καταδίκες. Μηδέν κόμμα πόσο το κόβετε να είναι;

9. Κοινωνικά υποτελής θέση των γυναικών: Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η υποτελής κοινωνική θέση των γυναικών στην Ινδία. Για τις φτωχές οικογένειες, η υποχρέωση να πληρώσουν το προικοσύμφωνο μπορεί να μετατρέψει τις κόρες σε βάρος.

Στη χώρα μας ως γνωστόν οι γάμοι γίνονται από αγνό έρωτα και μόνον. Οι δε κόρες των φτωχών οικογενειών δε σκέφτονταν τα προικοσύμφωνα γιατί μπορούσαν άνετα να κάνουν καριέρα ακόμη και στο Πανεπιστήμιο. Ήρθε όμως η τρόικα και τα ΄κανε όλα μαντάρα!

Βάψτα βουβά και μαύρα

protest rape India

Από τις συγκεντρώσεις- διαδηλώσεις στο Δελχί της Ινδίας ενάντια στους βιασμούς, Γενάρης 2013. Το πλακάτ γράφει: η κοινωνία εκπαιδεύει “να μη βιαστείς” αντί “να μη βιάζεις”.

Στην κοντινή μας Ξάνθη δεν είχαμε την τιμή να δούμε ανάλογες εικόνες. Ο όχλος που μαζεύτηκε μόνο και μόνο επειδή ο βιασμός της 34χρονης συνοδεύτηκε από δολοφονία, δεν σκέφτηκε να έχει έστω ένα παρόμοιο πλακάτ. Συγκεντρώθηκε ωστόσο έξω από τα δικαστήρια για να απειλήσει τον συντοπίτη δράστη που χρόνια τον ανεχόταν τόσο με το βεβαρυμένο παρελθόν του (απόπειρα βιασμού απ’ όπου τη σκαπούλαρε) όσο και με το μαγαζάκι του “μ’ ανέβεις στην κρίση”. Να μην παραλείψουμε επίσης ότι οι ξανθιώτες χρήστες του facebook κινητοποιήθηκαν άμεσα και εύστοχα ενάντια στον βιασμό, τραντάζοντας συθέμελα το ντόπιο πατριαρχικό οικοδόμημα: έβαψαν μαύρα τα προφίλ τους.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 33 του περιοδικού Antifa (3/2013). Θα το βρείτε σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα των Εξαρχείων και σε αυτοδιαχειριζόμενους
κοινωνικούς χώρους. Για ταχυδρομική αποστολή του τρέχοντος ή παλαιότερων τευχών 
στείλτε mail στο antifascripta@yahoo.com

Αναδημοσίευση από: http://classwar.espiv.net/?p=3885