Category Archives: Αναδημοσιεύσεις

Η Ελεύθερη διακίνηση των ιδεών ΔΕΝ περιορίζεται

Δευτέρα 15 Απρίλη καλείται συγκέντρωση-παρέμβαση στην κεντρική πλατεία της πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου στις 9.00.

Από το μεσημέρι 11 Απρίλη, η πρυτανική αρχή του Πολυτεχνείου, αντικαθιστώντας επάξια την αστυνομία και τους δικαστές και κατ’ εντολή του υπουργού δημόσιας τάξης Δένδια, διέκοψε την παροχή internet για τα δύο αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αντιπληροφόρησης και έκφρασης. Πρόκειται για μια καταστολή και λογοκρισία που μόνο απολυταρχικά καθεστώτα έχουν μέχρι σήμερα καταφύγει (Συρία, Ιράν και Βόρεια Κορέα).

Όλοι όσοι διαχειριζόμαστε, δημοσιεύουμε ή χρησιμοποιούμε τα παραπάνω μέσα αλλά και όσοι αισθανόμαστε αλληλέγγυοι στο δικαίωμα στην αδιαμεσολάβητη έκφραση ήρθε η ώρα να οργανωθούμε και να δράσουμε προκειμένου να υπερασπιστούμε τα αυτονόητα.

Η συνέλευση αλληλεγγύης του Σαββάτου, καλεί την εβδομάδα 15 έως 21 Απρίλη σε πανελλαδικές και διεθνείς δράσεις αλληλεγγύης για τα δύο εγχειρήματα αντιπληροφόρησης. Διεκδικούμε το δικαίωμα να εκπέμπουμε ελεύθερα μέσα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στην πόλη της Αθήνας, για την Δευτέρα 15 Απρίλη καλείται συγκέντρωση-παρέμβαση στην κεντρική πλατεία της πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου στις 9.00.

Διαδώστε το μήνυμα, μεταφράστε, πράξτε.
indymedia.squat.gr

 

Για τα γεγονότα της Δευτέρας 8 Απρίλη στη Μεγάλη Παναγία…

 

Εκεί που η λέξη «εργαζόμενος» βρομίζει…. η λέξη «μισθοφόρος» ξεκαθαρίζει τα πράγματα!
        Τη Δευτέρα 8 Απρίλιου 2013, οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής έζησαν για ακόμη μια φορά το σκληρό πρόσωπο της κρατικής αυθαιρεσία και τη διαπλεκόμενη σχέση της κυβέρνησης και των μηχανισμών της με την εταιρία- δολοφόνο του τόπου μας! Σύμφωνα με πληροφορίες, δημοσιογράφοι, ύστερα από πρόσκληση της Eldorado και με όλα τα έξοδα πληρωμένα (ξενοδοχεία, φαγητό, μετακινήσεις….), θα ανέβαιναν στις Σκουριές.
        Από νωρίς το πρωί λοιπόν, κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας και της Ιερισσού βρέθηκαν στο σημείο Χοντρό Δέντρο, από όπου και θα περνούσαν οι δημοσιογράφοι για να τους επιδοθεί ψήφισμα, με το οποίο θα εξέφραζαν τη διαμαρτυρία τους για  το γεγονός, ότι εδώ και πολύ καιρό έχουν καταστήσει, με τη σιωπή τους, αόρατους  χιλιάδες πολίτες, που αγωνίζονται για το μέλλον του τόπου τους. Όμως οι δημοσιογράφοι μαζί με τους υπεύθυνους της εταιρίας δεν έφτασαν ποτέ στις Σκουριές. Η πολύπλευρη ενημέρωση πληγώθηκε για άλλη μια φορά!
        Τα παραπάνω γεγονότα φανερώνουν το εμπαιγμό που υφίστανται από τα ΜΜΕ οι κάτοικοι της γης του Αριστοτέλη. Αυτά που θα γραφούν παρακάτω είναι ικανά να καταδείξουν το επίπεδο του κοινωνικού κανιβαλισμού στο οποίο μπορεί να φτάσει μια κερδοσκοπική εταιρία και τα τσιράκια της .
        Όσο οι κάτοικοι συνέχιζαν τη διαμαρτυρία τους στο Χοντρό δέντρο, χωρίς να εμποδίζουν τη διέλευση των οχημάτων, πέρασαν δύο λεωφορείο της εταιρίας γεμάτα με εργαζόμενους που ασχημονούσαν πίσω από τα τζάμια , συνοδευόμενα από περιπολικά και πολλά συμβατικά οχήματα της ασφάλειας. Οι εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στον κόμβο της Μεγάλης Παναγίας και απειλούσαν να ανέβουν και να δείρουν τους διαμαρτυρόμενους κατοίκους. Τα ΜΑΤ τους φύλαγαν ενώ οι κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας, που περίμεναν ώρες, λαμβάνοντας υπόψη τους, τις διαβεβαιώσεις της αστυνομίας ότι οι εργαζόμενοι θα διαλυθούν, αποφάσισαν να γυρίσουν στο χωριό τους. Όταν έφτασαν στον κόμβο, οι εργαζόμενοι άρχισαν να τους απειλούν, κραδαίνοντας ρόπαλα, ότι θα τους σκοτώσουν και να τους πετάνε πέτρες. Οίκτο και θυμό για την κατάντια της τοπικής τους αυτοδιοίκησης αισθάνθηκαν οι αντιδρώντες στην ψευδοεπένδυση κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας, όταν αντιλήφθηκαν, ότι μέσα στο πλήθος των μαινόμενων παρευρίσκοντας κρατώντας ρόπαλο και η πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου της Μεγάλης Παναγίας. Τα ΜΑΤ παρατάχθηκαν με τις ασπίδες προς τους κατοίκους της Μεγάλης Παναγίας που απλά θέλανε να μπουν στο χωριό τους,  δίνοντας ελευθέρια χώρου και κινήσεων στους εξαγριωμένους εργαζόμενους και όταν απαίτησαν να περάσουν, η αστυνομία τους απάντησε με βόμβες κρότου λάμψης για να τους απομακρύνει, τη στιγμή που φύλαγε ώρες δεκάδες αγριεμένους εργαζόμενους, οπλισμένους  με ρόπαλα του ίδιου διαμετρήματος (μεγέθους , πάχους, κοπής!) και απλά τους …παρακαλούσε… να διαλυθούν ησύχως!
        Τα αίσχη που έκαναν οι περίφημοι εργαζόμενοι της Eldorado (περίπου 250 στον αριθμό και φερμένοι εκτός από την Μεγάλη Παναγία και από Παλαιοχώρι, Νεοχώρι, Στρατώνι και αλλού) όταν μπήκαν στο χωριό και «στρατοπέδευσαν» ωσάν άτακτος στρατός στο Χοροστάσι δεν έχουν προηγούμενο! Έβριζαν και προπηλάκιζαν κατοίκους του χωριού, γέροντες γυναίκες και παιδιά, ένα εκ των οποίων διακομίστηκε στο Κέντρο Υγείας  με κρίση πανικού, απειλούσαν μαγαζάτορες ότι θα τους κλείσουν τα μαγαζιά τους και έφτασαν στο σημείο να χτυπήσουν με μπουνιές γυναίκες! Όταν δύο αυτοκίνητα κατοίκων που αντιδρούν στην εξόρυξη χρυσού έφτασαν στο Χοροστάσι, διαλύθηκαν από τα ρόπαλα των «περήφανων εργαζομένων» και οι οδηγοί τους προπηλακίστηκαν βίαια! Η στάση της αστυνομίας ήταν σκανδαλώδης! Δεν επενέβη ούτε στιγμή να προφυλάξει τους αθώους πολίτες που προπηλακίζονταν από τους τσέτες της εταιρίας , αντίθετα, περιέφραξε το δρόμο στους αντιδρώντες κατοίκους που θέλανε να πάνε στα σπίτια τους!
        Ένα κρατάμε από όλα τα παραπάνω: η εταιρία μαζί με την κυβέρνηση που τη στηρίζει είναι σε πανικό! Σε αντιδημοκρατικές εκτροπές και ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα εκφοβισμού του αγωνιζόμενου κόσμου της Χαλκιδικής ( προσαγωγές, συλλήψεις, βίαιες λήψεις DNA, χημικά και ξύλο) το μόνο που έμεινε στην εταιρία- τρομοκράτη του τόπου μας είναι να βγάλει τον άτακτο στρατό της, ως τάγματα εφόδου άλλης εποχής, που ξυπνάνε μαύρες μνήμες βγαλμένες από τα τεφτέρια της ιστορίας!
 Εδώ όμως δεν είμαστε αποικία! Και ούτε θα αφεθούμε να γίνουμε ! Όσοι αγωνίζονται δεν αφήνουν να υπερισχύσει ο νόμος του δυνατότερου, αλλά ο νόμος του δικαίου!
Ζούμε σε μια χώρα που ούτε τη γη της , ούτε τον πλούτο της, ούτε τους λίγους νόμους που φτιάχτηκαν για να υπερασπίσουν τον αδύνατο, θα χαρίσουμε βορά σε εταιρίες αρπαχτικά και σε επίορκες κυβερνήσεις!
Έχουν ήδη κατατεθεί μηνύσεις και για τα σπασμένα αυτοκίνητα και για τους προπηλακισμούς των συμπολιτών μας και αφήνουμε στη δικαιοσύνη να βγάλει τα συμπεράσματά της!
Πάνω από όλα, όμως, πρέπει να καταλάβει ο σκεπτόμενος λαός όλης της Ελλάδας ότι οι βρόμικες εταιρίες έχουν πολλά βρόμικα όπλα στα χέρια τους. Εμείς έχουμε μόνο ένα : ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ! Και την πίστη, ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ! 

Burnout: Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης*

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Κοινωνία και Ψυχική Υγεία… (www.socialexclusion.gr)

                                   Κώστας Μπαϊρακτάρης**

Επέλεξα να συζητήσω μαζί σας αυτό το θέμα τόσο για το επιστημονικό-θεωρητικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον που έχει όσο και για τις επιπτώσεις που επιφέρει η αποδοχή, η αφομοίωση και προπάντων η εσωτερίκευση της θεωρίας του Burnout στους επαγγελματίες εκείνους που ασχολούνται στην πράξη με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες. Τυγχάνει δε πολλοί από εμάς να είμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της κατασκευής αυτής της θεωρίας αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε. Δηλαδή, των συνθηκών εκείνων που το σύστημα, για να διαχειριστεί τα ελλείμματα των πολιτικών του, χρειάζεται επιστήμονες που να κατασκευάζουν θεωρίες και να εφαρμόζουν πρακτικές ικανές να διασφαλίσουν τη διαχείριση των αντιθέσεων που αυτό από τη φύση του δημιουργεί και αναπαράγει. Θεωρίες και πρακτικές οι οποίες λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε προσεγγίσεις που αμφισβητούν το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα μέσα από το οποίο προκύπτουν οι δομές, οι υπηρεσίες και τα διάφορα διαχειριστικά συστήματα περίθαλψης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αυτοί οι χώροι αποτελούν και τα κυριότερα  πλαίσια εντοπισμού και διάγνωσης του «φαινομένου» της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερα επιστημονικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα. Απογυμνώνονται από τα πρωτοποριακά τους στοιχεία και μετατρέπονται σε τεχνικές και εργαλεία στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναφέρομαι στη χρονική περίοδο από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, κατά την οποία τα ριζοσπαστικά κινήματα αρχίζουν να μεταφέρονται σιγά σιγά αλλά συστηματικά -με τη βοήθεια και της νεοσυντηρητικής Ανθρωπιστικής/Υπαρξιακής Ψυχολογίας ή της λεγόμενης Κριτικής Ψυχολογίας- στα άνετα βιωματικά δωμάτια με τα μαξιλάρια και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ξεκομμένα από την κοινωνική παρέμβαση και αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση, η πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση, ο διάλογος και η πολιτική δράση αντικαθίστανται με τις «Ομάδες Αντιπαράθεσης», τους «Μαραθώνιους», τα «Ψυχοδράματα», το… «Πάτημα της Γάτας», αλλά και με μια πλήρως αυτονομημένη από τις κοινωνικές ανάγκες και παρεμβάσεις ακαδημαϊκή «κριτική» προσέγγιση. Το πολιτικά, κριτικά, σκεπτόμενο υποκείμενο μετατρέπεται σε άτομο-αντικείμενο που χρήζει εσωτερικής ψυχολογικής αλλαγής και ατομικής ανάπτυξης. Ωθείται έτσι από τους Ψυχο-Εκπαιδευτές αλλά και τους «Κριτικούς Ψυχολόγους» να βγάλει έξω από το σύστημα σκέψης και πράξης του τη συνάρτηση της αλλαγής του με την αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, προτάσσοντας τη δική του «ανάπτυξη» (ατομικισμός) ή ανακυκλώνοντας την ανέξοδη κριτική του ορθολογισμού με in vitro «δομήσεις» και «αποδομήσεις» θεωριών και θεσμών σε συνθήκες κοινωνικής απραξίας. Η φυσική διαλεκτική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος αντικαθίσταται έτσι από τη σχέση ατόμου-ατόμου με διαχειριστή της σχέσης τον ειδικό ή τον θεραπευτή. Λίγο αργότερα, ακόμα και ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη εκλαμβάνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον ίδιο τον διαχειριστή τους. Επινοείται μεταξύ άλλων η θεωρία του Burnout (Freudenberger, 1974)[1] και προσφέρεται το επιστημονικό-ψυχολογικό άλλοθι για μια βελούδινη, επιστημονικά και ιδεολογικά τεκμηριωμένη, απόσπαση από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχεία διάδοσή της στις λεγόμενες εναλλακτικές δομές στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η στιγμή της αφομοίωσής τους από το κυρίαρχο σύστημα παραβλέπεται. Αδυνατούν να επινοήσουν το καινούργιο και παραδίδονται στα ανταλλάγματα της προσαρμογής τους. Η νέα προσαρμογή και η έλλειψη οραμάτων οδηγούν στη μετατροπή πολιτικών επιλογών σε ψυχολογικά προβλήματα και οι πρωταγωνιστές των αλλαγών μεταμορφώνονται σε θύματα της λεγόμενης επαγγελματικής εξουθένωσης. Αναφέρομαι στην κατασκευή μιας κατά βάση ενιαίας θεωρίας, της θεωρίας του Burnout που αποκoρυφώνεται με το ευρέως διαδεδομένο Maslach Burnout Inventory (Μaslach, 1981).[2]

Η  θεωρία αυτή είναι σχετικά νέα και εντοπίζεται χρονικά πριν από μια τριακονταπενταετία περίπου. Συναντάμε  διάφορες αποχρώσεις της και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατροπές όπως, για παράδειγμα, ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης ατόμου-εργασιακού πλαισίου. Διαφοροποιήσεις που δεν ακυρώνουν, όμως, τον βασικό της πυρήνα, αλλά αποτελούν απλές ανακατασκευές ή παράγωγα της βιομηχανίας επιστημονικών εργασιών και δημοσιεύσεων. Δεν θα αναφερθώ στις τεχνικές λεπτομέρειες και την επιστημονική νομιμοποίησή της αλλά σε βασικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μου, μέσα από την απουσία τους, αποκαλύπτουν τόσο την απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης όσο και τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών της να διαχειριστούν αυτούς που ασχολούνται με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις το Burnout ή επαγγελματική εξουθένωση ή κάψιμο ή πιο ρεαλιστικά η… Bαρεμάρα, ξεκινάει κύρια από τη στιγμή της επαγγελματικής ένταξης. Μια μεγάλη αυθαιρεσία, για μια κατασκευή που ορίζει ως αποκλειστικό της αντικείμενο όσους εκπαιδεύονται και καλούνται να προσφέρουν τις έμμισθες αλλά ακόμη και εθελοντικές, υπηρεσίες τους σε ανθρώπους· ακόμα πιο σημαντικό, όσους καλούνται να παράσχουν τη βοήθειά τους σε αυτούς που έχουν ανάγκη, που πάσχουν, που νοσούν.

Η άποψή μου είναι ότι για να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτή ως απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε πολύ πριν την ένταξη στους χώρους εργασίας. Θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μέρος μίας διεργασίας που προϋπάρχει αυτής. Προϋπάρχει μέσα στα πλαίσια μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας την οποία υφιστάμεθα όλοι, είτε στα πλαίσια της διαπαιδαγώγησής μας, είτε στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής μας, είτε στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Διαδικασία που στοχεύει σε συμπεριφορές υποταγής και συμμόρφωσης σε κυρίαρχους κανόνες, πρακτικές, πολιτικές, συστήματα και ιδεολογίες. Άρα, το συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι φροντίζει να μας εξοπλίσει πολύ πριν την επαγγελματική μας ένταξη με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να το αποδεχτούμε και να το αφομοιώσουμε ως δεδομένο, μοναδικό και αμετάβλητο. Να αποδεχθούμε το επιστημονικό παράδειγμα που το υπηρετεί. Να αποδεχθούμε και να εσωτερικεύσουμε ως αδιαμφισβήτητες τις επιμέρους θεωρίες και πρακτικές που προκύπτουν από αυτό. Συνεπώς, να αναπαράγουμε και να συντηρήσουμε ως αμετάβλητο το εργασιακό-κοινωνικό πλαίσιο (δομές, θεσμούς, συστήματα, πολιτικές). Δηλαδή, ένα επιστημονικό παράδειγμα κλειστό στην ανατροπή ή την αλλαγή του, γιατί το αντίθετο θα οδηγούσε στην ανατροπή/αλλαγή όλου του συστήματος διαχείρισης τόσο των υποκειμένων με τα οποία ασχολείται ο επαγγελματίας, όσο βέβαια (αυτό είναι και το ιδιαίτερο στη θεωρία αυτή) και της λογικής διαχείρισης, προσαρμογής και αφομοίωσης του ίδιου του επαγγελματία. Η ελευθερία του ανθρώπου σε επίπεδο δημιουργίας, παραγωγής νέας γνώσης, εφαρμογής νέων πρακτικών και αναζήτησης ανθρωπίνων αξιών αποτρέπεται από τους όρους του ίδιου του παραδείγματος, τις εφαρμογές του και την ιδεολογία που υπηρετεί.

Ο εργαζόμενος εισέρχεται συνήθως στο δημόσιο επαγγελματικό βίο εκπαιδευμένος στη λογική ότι δεν θα είναι δημιουργικός, δεν θα επινοεί, δεν θα συνδιαμορφώνει το πλαίσιο, τις σχέσεις, την οργάνωση, γιατί όλα αυτά είναι ήδη παγιωμένα και θεσμοθετημένα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης και ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, που υπακούει σε συγκεκριμένες και προκαθορισμένες πολιτικές αλλά και επιστημονικές θεωρήσεις. Γνωρίζει ότι για να υπάρξει και να γίνει αποδεκτός σαν επαγγελματική οντότητα, δηλαδή για να επιβιώσει επαγγελματικά, θα πρέπει να συμμορφωθεί στους κανόνες και να κινείται με τους όρους ενός προϋπάρχοντος πλαισίου. Να αποδεχτεί και να ενσωματωθεί σε μια συγκεκριμένη εσωτερική κατανομή εργασίας και σχέσεων εξουσίας (καθηκοντολόγιο). Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη πλήρους απανθρωποποίησης αλλά και αποποίησης από το ίδιο το άτομο της βασικής του ανθρώπινης ιδιότητας, δηλαδή της ελευθερίας για ατομική και συλλογική δημιουργία. Αυτή είναι και η έσχατη μορφή της αποξένωσής του από την ίδια του τη φύση.

Η αλλοτρίωση επέρχεται έτσι ως μια κατάσταση που καθιστά το υποκείμενο επικυρωμένο πλέον αντικείμενο μιας ψυχολογικής θεωρίας, η οποία για να νομιμοποιηθεί αλλά και για να ανταποκριθεί στην ιδεολογική της αποστολή θα πρέπει να πιστοποιήσει, μιμούμενη έναν άκριτο θετικισμό, την ουδετερότητα και αντικειμενικότητά της με την κατασκευή ειδικών μεθοδολογικών εργαλείων και την πραγματοποίηση πληθώρας ερευνών.

Δεν είναι λοιπόν ο επαγγελματικός χώρος ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες καθαυτές η αφετηρία της αλλοτρίωσής μας, είναι ο τρόπος που συναντάμε και εμπλεκόμαστε στη συγκεκριμένη δομή, με τους προ- και ετεροκαθορισμένους στόχους που αυτή εξυπηρετεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται.

Ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο δημόσιο τομέα είναι γνωστό το αξίωμα ότι «το άτομο αλλάζει και όχι το σύστημα», όπως επίσης και η κυρίαρχη αντίληψη ότι  «αλλάζει το άτομο και όχι η δομή». Σε κάθε περίπτωση, το επιδεχόμενο μεταβολή είναι το άτομο, δηλαδή αυτό που πρέπει να προσαρμοστεί στη λογική και τη λειτουργία μιας δομής. Το άτομο που στην περίπτωσή μας είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος, ο οποίος αναγνωρίζεται επιπλέον ως το πάσχον υποκείμενο που χρήζει βοήθειας, θεραπείας ή υποστήριξης. Με λίγα λόγια, στις πολιτικές που διέπουν τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών ενυπάρχουν και οι όροι διαχείρισης, όχι μόνον των πολιτών που προσφεύγουν σε αυτές, αλλά και των εργαζομένων που τις στελεχώνουν. Η αποδοχή αυτών των όρων είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ίδιας της ανελευθερίας τους, δηλαδή του υπαρξιακού τους περιορισμού και της αλλοτρίωσής τους. Η συνθήκη αυτή καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις όχι μόνον της αφομοίωσης στο υπάρχον αλλά και της αναπαραγωγής του. Αλλαγές που επιτρέπονται ή γίνονται ανεκτές είναι αλλαγές που δεν ακυρώνουν ή δεν ανατρέπουν το ιδεολογικά-επιστημονικά αρτηριοσκληρωτικά δομημένο σχήμα. Οι κυρίαρχες πολιτικές Παιδείας και Υγείας π.χ. επιβάλλουν την αφομοίωση των εμπλεκομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες του συστήματος και όχι πηγή  δημιουργίας, αλλαγών, ανατροπών και αναζήτησης θεωριών και πρακτικών που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες -πραγματικές και όχι κατασκευασμένες- ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα ως διαχειριστή των ανθρώπινων αναγκών αλλά και οι «λειτουργοί» εκείνοι που αφομοιώνονται σε αυτό και αποδέχονται την υπαρξιακή τους ακύρωση. Δεν αρκεί, ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ως τέτοιος για την εξήγηση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε μέρος ενός μηχανισμού. Είναι αυτός σε άμεση συνάρτηση με το επιστημονικό παράδειγμα, τις θεωρίες και τις πρακτικές  του.

Στον ιδιωτικό τομέα, που λειτουργεί με καθαρά κερδοσκοπικούς κανόνες, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, η αλλοτρίωση είναι ακόμη πιο ορατή, καθώς επιπροσθέτως η υγεία, η κοινωνική φροντίδα και η εκπαίδευση μετατρέπονται από κοινωνικά αγαθά σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας συμβαδίζουν με τη συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας και καθολικής φροντίδας υγείας, καθώς και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε εξωνοσοκομειακές και νοσοκομειακές υπηρεσίες, η αναπτυσσόμενη αγορά στον τομέα της ψυχικής υγείας (ψυχοπάζαρο) και η παραπαιδεία στον τομέα της εκπαίδευσης είναι οι χώροι όπου πλέον ο άνθρωπος και οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας και πολλές φορές αισχροκέρδειας. Η απασχόληση στην ελεύθερη αγορά, με κατασκευασμένες πολλές φορές ανάγκες, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ, μια δραστηριότητα ικανοποίησης  αναγκών των συνανθρώπων μας αλλά το μέσο για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους. Δηλαδή, η αποξένωση εδώ δεν προκύπτει από τη λεγόμενη επιβάρυνση από τον ανθρώπινο πόνο ή ανάγκη, αλλά από τη στυγνή μετατροπή τους σε χρηματική αξία. Η πιο χυδαία μορφή της αλλοτρίωσης. Και όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα αναφέρεται στην καταπολέμηση του Burnout, όπως συμβαίνει ήδη με διάφορα κερδοσκοπικά κέντρα, τότε ακόμα και η χυδαιότητα του συστήματος γίνεται εμπορεύσιμη. Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλες  επιχειρήσεις και διεθνή μονοπώλια χρησιμοποιούν πολλές φορές τη θεωρία του Burnout και τα εργαλεία της για τη χειραγώγηση, την προσαρμογή και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Επιδιώκουν δηλαδή την ψυχολογικοποίηση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Burnoutπληρεί εκείνα τα επιστημολογικά κριτήρια που, στα πλαίσια του κυρίαρχου ορθολογιστικού συστήματος σκέψης, της επιτρέπουν να σταθεί στο επιστημονικό-ψυχολογικό τοπίο και να ενεργεί σε αυτό ως αποδεκτό επιστημονικό θεωρητικό μοντέλο. Δηλαδή συντίθεται από μία αιτιολογική, μια διαγνωστική και μία θεραπευτική-αποκαταστασιακή διάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της, όμως, είναι ότι αναφέρεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες, δομές ή οργανισμούς που προσφέρουν υπηρεσίες στον άνθρωπο. Η ψυχολογικοποίηση, δηλαδή η ενοχοποίηση του ατόμου ή του απομονωμένου -από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα- πλαισίου εργασίας, η «ουδέτερη» και «αντικειμενοποιημένη» τους αποτύπωση, ολοκληρώνονται μέσα από τη μετατροπή του ίδιου του εργαζόμενου σε πάσχον υποκείμενο. Από αυτό το σύστημα σκέψης και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις προκύπτουν και οι τεχνικές αντιμετώπισης. Από τις αλλαγές στο άτομο ή την ομάδα μέχρι τη «βελτίωση» του εργασιακού περιβάλλοντος ή την εξαγορά της επιβάρυνσης από τον συνάνθρωπο με υλικά και ψυχικά κίνητρα και επιδόματα. Κατασκευάζονται διαγνωστικά-θεραπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται εκτενώς σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. [3]

Πέραν αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να επιμείνουμε στον κοινό τόπο μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών μοντέλων. Σε αυτόν ακριβώς παρατηρούμε ότι: α) η επαγγελματική εξουθένωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής  δραστηριότητας, β) αναφέρεται σε επαγγελματίες που εργάζονται κύρια στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, γ) εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, στον τομέα της υγείας αλλά και της ψυχικής υγείας, δ) χαρακτηρίζεται από την ιατροκεντρική λογική και με βάση αυτή παρατηρούνται, εντοπίζονται, καταγράφονται, διαγιγνώσκονται και κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης (σωματικά, ψυχολογικά, συμπεριφορικά), καθώς και οι θεραπευτικές πρακτικές για την αντιμετώπισή τους, ε) δεν συμπεριλαμβάνει, στους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου που κατασκευάζει, το επιστημονικό υπόδειγμα που προσδιορίζει τις πρακτικές, τις δομές και τη λειτουργία τους, τις σχέσεις των επαγγελματιών μεταξύ τους ή με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν· πρόκειται ακριβώς για εκείνο το υπόδειγμα που θεωρείται σταθερό και αμετάβλητο αναδεικνύοντας την «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητά» του σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα όλης της θεωρίας, στ) το άτομο αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται αυτό, αποσπώνται και αυτονομούνται αυθαίρετα από το εκάστοτε ιστορικό-πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και ζ) ο ανθρώπινος πόνος, η φροντίδα του πάσχοντα ή η κάλυψη αναγκών των συνανθρώπων μας θεωρούνται ως οι κύριοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Δηλαδή, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη αποκτούν αιτιολογικά χαρακτηριστικά ως προς την πρόκληση καθαυτού του φαινόμενου της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Η φροντίδα και η προσφορά στον άνθρωπο εκλαμβάνονται a priori ως μία παθογόνος συνθήκη, η οποία προκαλεί συγκεκριμένα «συμπτώματα» και διαμορφώνει την «κλινική εικόνα» στη διαταραχή του Burnout!!! Η ανάδειξη της απασχόλησης με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη σε παθογενετικό παράγοντα και η νοσογραφική της αποτύπωση μόνον την υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη φύση του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει. Αυτό αποκαλύπτει και τη μετατροπή της αλλοτρίωσης σε ψυχολογική διαταραχή.

Τα θεωρητικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή του υποκειμένου σε  αντικείμενο, ανεξάρτητα αν χαρακτηρίζονται ως βιολογικά, ψυχολογικά, βιοψυχοκοινωνικά ή «εναλλακτικά-κριτικά» (όπως π.χ. η λεγόμενη Ανάλυση Λόγου, το θεσμοθετημένο «επιστημονικό κουτσομπολιό») ενισχύουν νομοτελειακά τη διεργασία αλλοτρίωσης, δηλαδή την αποξένωσή μας από τον άλλον και ταυτόχρονα από τον εαυτό μας.

Η ειδοποιός διαφορά της θεωρίας του Burnout από τις άλλες ψυχολογικές θεωρίες είναι ότι σε αυτή αντικειμενοποιείται και μετατρέπεται ο ίδιος ο ειδικός/επαγγελματίας σε εν δυνάμει πάσχον υποκείμενο εξ αιτίας της απασχόλησής του με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστική στιγμή ενός αυτό-εγκλωβισμού!!! Έτσι, ως πάσχουσα πλέον οντότητα θα πρέπει να τύχει εκείνης της φροντίδας ή της διαχείρισης που μέχρι πρότινος επιφύλασσε για τους άλλους. Επικυρώνονται, λοιπόν, η οικουμενικότητα της θεωρητικής κατασκευής και η  καθολικότητα των εργαλείων και τεχνικών αντιμετώπισης μιας κατασκευασμένης κλινικής εικόνας. Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης ολοκληρώνεται χωρίς να θυσιάζεται το επιστημονικό παράδειγμα και χωρίς να θίγεται το θεσμικό και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός τρόπος σκέψης συμβάλλει ώστε και εμείς, είτε ως  μαθητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως εκπαιδευτές, είτε ως επαγγελματίες σε διάφορες υπηρεσίες να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιούμε τον τρόπο με τον οποίο υφιστάμεθα τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Εσωτερικεύουμε –ό,τι χειρότερο- όλη αυτή τη λογική της αλλοτρίωσης και γινόμαστε όχι μόνον αποδέκτες αλλά και φορείς της. Ιδιαίτερα αισθητή είναι αυτή η συνθήκη στο χώρο των σημερινών πανεπιστημίων ο οποίος, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, αναπαράγει την επιστημονική κληρονομιά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να την αφοπλίζει ακόμα και από τα νεωτερικά στοιχεία που κάποτε τη χαρακτήριζαν. Εξαιτίας δε της κατασκευής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων έξω από το πεδίο της αναζήτησης της γνώσης και της κοινωνικής χρησιμότητας ο μεν πανεπιστημιακός βολεύεται σε μια δουλειά και σε μια απαξιωμένη πλέον κοινωνικά θέση, οι δε φοιτητές συναινούν στην καταστροφή της πιο δημιουργικής περιόδου της ζωής τους με αντάλλαγμα ένα πτυχίο. Συμμορφώνονται και υποτάσσονται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση επαγγελματικής αποκατάστασης και μάλιστα σε μια κατεύθυνση σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και όχι με την κοινωνία και τον άνθρωπο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ως προς την αναγνώριση και κατάταξη του Burnout στις επαγγελματικές ασθένειες και την κατάταξη επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτές στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ακραίο δε παράδειγμα  αλλοτρίωσης είναι αυτό που συναντάμε στο χώρο της ψυχικής υγείας. Όπου για παράδειγμα, στα πλαίσια αναπαραγωγής του μύθου για την επικινδυνότητα του πάσχοντος υποκειμένου, υποχρεούται ή εξαναγκάζεται ο νοσηλευτής να καθηλώσει τον συνάνθρωπό του. Θεωρείται -και από τους συνδικαλιστές πολλές φορές- ότι ασκεί ένα «βαρύ και ανθυγιεινό» επάγγελμα και όχι μια αυθαίρετη και στυγνή πράξη βίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό μοντέλο το οποίο και μεταφράζει με τον «επιστημονικό» του λόγο την άσκηση βίας σε απολιτική, αποϊδεολογικοποιημένη  και ουδέτερη «θεραπευτική πράξη». Αντί λοιπόν  να διεκδικούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υποστήριξη των συνανθρώπων μας με σεβασμό στην προσωπικότητά τους, στα δικαιώματά τους και στην αξιοπρέπειά τους, αναπαράγονται συνθήκες βίας, ενοχοποιούνται άνθρωποι που βιώνουν δυσκολίες στη ζωή τους και γίνονται κυριολεκτικά αντιληπτοί ως αιτία πρόκλησης επιβαρυντικών συνθηκών για τους εργαζόμενους. Με την ολοκληρωτική παράδοση του εμπλεκομένου σε αυτή τη διεργασία αποξένωσης και την απουσία κάθε αντίστασης προκύπτει και το ιδεολογικό παράδοξο που συναντούμε ως πρακτική στους ψυχιατρικούς χώρους, το γνωστό  «Το πρωί καθηλώνουμε, το βράδυ διαδηλώνουμε».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, αποκτά η ερευνητική έξαρση και οι συζητήσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα για τις Μ.Ε.Θ. (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) ή τις Μ.Α.Θ. (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας). Με πλήρη «επιστημονική» κάλυψη και με την ενεργοποίηση  της θεωρίας του Burnout μεταλλάσσονται, ως εκ θαύματος, οι εξοντωτικές συνθήκες  εργασίας ή η διαρκής έλλειψη προσωπικού και οι απαράδεκτες πολιτικές υγείας -τόσο γενικά στον τομέα υγείας όσο και στον ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα των εντατικών- σε ψυχολογικό πρόβλημα των εργαζομένων (ιατρών και νοσηλευτών). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικής χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας, δηλαδή της ενοχοποίησης των εργαζομένων, της ατομίκευσης του προβλήματος και της αυθαίρετης απόσπασής του από το συνολικό του πλαίσιο (σύστημα υγείας, πολιτικές υγείας). Και όταν το πρόβλημα γίνει αποδεκτό ως ψυχολογικό, τότε η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, άρα και η αποξένωση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην Ψυχολογία-Ψυχοθεραπεία (ομάδες, βιωματικά, ψυχολογική υποστήριξη) ή στην εξαργύρωση της επιβάρυνσης με  άλλα ανταλλάγματα. Μία προσβολή και απαξίωση τόσο των εργαζομένων όσο και της αξίας της ζωής των ίδιων των περιθαλπόμενων. Κατασκευάζονται έτσι συνθήκες που δεν σέβονται ούτε τους λειτουργούς υγείας, ούτε τους νοσηλευόμενους. Κατ’ επέκταση, γίνονται αποδεκτές εκείνες οι πολιτικές υγείας που απαξιώνουν συστηματικά τη δημόσια υγεία και δημιουργούν τις συνθήκες για την προώθηση της εμπορευματοποίησής της· της μετατροπής ενός αγαθού από  ανθρώπινο δικαίωμα σε εμπόρευμα με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η καθολικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξάνεται γεωμετρικά ο ιδιωτικός τομέας. [4]

Άπειρα είναι επίσης τα παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές-επιμορφωτικές πολιτικές διαφορών οργανισμών που ασχολούνται με τον ψυχοκοινωνικό τομέα (εξαρτήσεις, ψυχική υγεία, κ.λπ.). Εδώ μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του νέου αλλά και του παλαιού προσωπικού (κατά προτίμηση ομαδική/βιωματική) καταλαμβάνει η πρόληψη ή η αντιμετώπιση του «καταγεγραμμένου» Burnout. To ιδεολογικά ζητούμενο σε αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι η ενεργοποίηση του ατόμου, η δημιουργική του εμπλοκή και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά η συναίνεσή του ότι αποτελεί ένα εν δυνάμει «πρόβλημα» σε ένα εξ ορισμού επιβαρυντικό περιβάλλον. Η διαπίστωση του κινδύνου ανοίγει εντέχνως τον δρόμο της ψυχολογικοποίησης και της θεραπευτικής αιχμαλωσίας. Ο διαθέσιμος θεραπευτικο-τεχνολογικός εξοπλισμός είναι πλούσιος. Έτσι μετατρέπεται σε πρόταγμα η «ανάπτυξη» και «ωρίμανση» του υποκειμένου μέχρι του σημείου της πλήρους αφομοίωσης των θεωριών και πρακτικών του πλαισίου, δηλαδή της συμμόρφωσής του σε ένα παγιωμένο πλαίσιο. Ενώ δηλαδή πιστοποιείται η παθογένεια του περιβάλλοντος, ενοχοποιείται ταυτόχρονα ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη. Η αναγνώριση αυτής της επιβάρυνσης ανταμείβεται και προβάλλει το συνδικαλιστικό αίτημα των επιδομάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις επιπλέον μέρες άδειας ετησίως για την «επαγγελματική εξουθένωση» στους εργαζόμενους σε δομές του ΟΚΑΝΑ). Επί πλέον πραγματοποιούνται σεμινάρια, αναλύονται οι θεωρίες, περιγράφονται τα συμπτώματα, προτείνονται πρακτικές αντιμετώπισης και όλοι υποδύονται τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα του τέρατος της «Βαρεμάρας». Συνήθως βέβαια εγκαταλείπουν τα σεμινάρια περισσότερο κουρασμένοι από πριν και έτσι επιβεβαιώνονται εκ νέου οι προφητείες της συγκεκριμένης θεωρίας!!!

Δεν είναι τυχαίο που δεν συναντούμε πρακτικές που να προκύπτουν και να προτείνονται από αυτές τις θεωρίες και οι οποίες να οδηγούν τους εργαζόμενους στην ανατροπή ή στην κατάργηση του συστήματος, της δομής ή της υπηρεσίας που εργάζονται. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, κατάργηση θα σήμαινε και αμφισβήτηση των ίδιων των θεωρητικών-επιστημονικών μοντέλων στα οποία στηρίζονται. Επειδή όμως, όπως προανέφερα, αυτό δεν εμπεριέχεται στη λογική αυτής της θεωρίας περιορίζεται κανείς σε διακοσμητικού τύπου αλλαγές. Αλλαγές ή καταργήσεις δομών συναντούμε τις περισσότερες φορές με δημοσιονομικά κριτήρια στα πλαίσια της υποβάθμισης π.χ. των υπηρεσιών Υγείας ή Παιδείας και της ιδιωτικοποίησής τους. Αναφερόμαστε δηλαδή  στη συντήρηση τόσο των ίδιων των  δομών-θεσμών όσο και στη συντήρηση των διαχειριστών τους. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της θεωρίας της «επαγγελματικής εξουθένωσης»: η συντήρηση των διαχειριστών της συντήρησης και κατ’ επέκταση η συντήρηση του ίδιου του συστήματος.

Η θυματοποίησή του ατόμου από τον πόνο ή την ανάγκη του συνανθρώπου του είναι το μέσο ολοκλήρωσης της αλλοτρίωσής του από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην κλασική κατά τον Μαρξ αποξένωση του ανθρώπου από το δημιούργημά του, δηλαδή από το προϊόν που παράγει, έρχεται να προστεθεί η αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό βιώνοντας τον συνάνθρωπό του, δηλαδή και τον ίδιο, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Γι’ αυτό και η ίδια η θεωρία του Burnout είναι προϊόν της ίδιας της αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζει.


* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με θέμα: «Σύγχρονες Εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογίας και Ψυχολογία της Υγείας», Θεσσαλονίκη, 9-11.11. 2008.

** Αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., e-mail: trella@psy.auth.gr.

[1] FreudenbergerHJ. (1974). Staff burn-outJournal of Social Issues, 30, 159-165.

[2] Maslach, C. & Jackson S. E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of Organizational Behavior. 2, 99-113.

[3] Σε αυτή ακριβώς τη λογική παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίας πολυάριθμες έρευνες και δημοσιεύσεις αναφορικά με το Burnout. Διαπιστώνει κανείς μια συναίνεση ως προς την συμπτωματοκεντρική προσέγγιση  του ατόμου ή του πλαισίου, αποσπασμένα από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Τέσσερις είναι οι κυριότερες προσεγγίσεις: 1) Το μοντέλο τηςMaslach (Maslach & Jackson, 1981, ό.π.), γνωστό και ως «μοντέλο των τριών διαστάσεων», δηλαδή της συναισθηματικής εξάντλησης, της αποπροσωποίησης και της αδυναμίας προσφοράς, 2) Η προσέγγιση των Edelwich & Brodsky [Edelwich J., Brodsky A. (1980). BurnOut – Stages of Disillusionment in the Helping. New York: Human Sciences Press], οι οποίοι καταγράφουν την εξουθένωση ως διαδικασία που αποτελείται από τις φάσεις του ενθουσιασμού, της αδράνειας, της ματαίωσης και της απάθειας, 3) Το μοντέλο του Cherniss[Cherniss, C. (1980). Staff Burnout – Job Stress in the Human Services. Beverly Hills, California: Sage Publications, Inc], που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση όπου παρατηρείται στο άτομο το εργασιακό άγχος, η εξάντληση και η απάθεια, και 4) Η προσέγγιση των Pines & Aronson, [Pines, A. & Aronson, E. (1981). Career burnout. New York:MacMillan], οι οποίοι διευρύνουν τους τομείς επαγγελματικής εξουθένωσης εκτός από τον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς. Εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και  στο ψυχικό επίπεδο.

[4] «Η υγεία είναι ένα υπαρξιακό αγαθό. Είναι μία αξία χρήσης, η οποία στις κοινωνίες μας είναι συλλογική και δημόσια – όμοια με τον αέρα, το πόσιμο νερό, την εκπαίδευση ή την ασφαλή μετακίνηση και τη δικαστική ασφάλεια. Η φροντίδα υγείας είναι μία κοινωνική ανάγκη. Και η κοινωνική οργάνωση της φροντίδας υγείας πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς αυτή την ανάγκη – και όχι προς άλλους στόχους και συμφέροντα τα οποία καθορίζονται από την αγορά και τα κέρδη.» [Deppe, H. U. (2007). Παρούσα κατάσταση και προοπτικές των καθολικών συστημάτων υγείας. Κοινωνία & ψυχική Υγεία, 6ο τεύχος, σ. 17].

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

Η ανάγκη για το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης για το ζήτημα των ψυχοφαρμάκων ξεπερνά τα όρια της ψυχιατρικής. Aφορά την κοινωνία στο σύνολό της. Μια κοινωνία που καθοδηγείται και χειραγωγείται με τρόπο ώστε να πνίγει και να ναρκώνει την δυσφορία και τον πόνο που αναβλύζει στα σπλάγχνα της, μεταξύ άλλων και με ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά και κάθε είδους «νόμιμες» φαρμακευτικές ουσίες.

Το κοινωνικό πρόβλημα από την τρέχουσα χρήση του ψυχοφάρμακου είναι διττό : αφορά, αφενός, τα οικονομικά συμφέροντα και την κερδοφορία των γιγάντιων φαρμακευτικών εταιρειών και αφετέρου, τη χρήση του ψυχοφάρμακου ως ενός εργαλείου κοινωνικού ελέγχου. Το πρόβλημα αυτό και στις δύο του διαστάσεις, αντανακλάται και επικαθορίζει το ίδιο το θεραπευτικό πεδίο.

Το γεγονός ότι τα ψυχοφάρμακα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης – αρκεί να είναι σαφές ότι είναι ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα (που βοηθάει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) και όχι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ψυχικής διαταραχής.

Το πρόβλημα αρχίζει από το σημείο που εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί μια κακοήθης διαπλοκή ανάμεσα στην συγκρότηση και επικράτηση ενός «βιολογικού μοντέλου» στην ψυχιατρική (που μεταφράζεται, στο θεραπευτικό πεδίο, ως ένα «φαρμακευτικό μοντέλο») και στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να αυξήσουν όσο γίνεται περισσότερο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους από την με κάθε τρόπο προώθηση των προϊόντων τους.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΦΕΡΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ

Είναι γνωστό ότι η έρευνα των δραστικών/θεραπευτικών ουσιών, η παραγωγή και η εμπορική τους διάθεση δεν ήταν ποτέ στα χέρια του κράτους, ούτε (η έρευνα) στα χέρια των πανεπιστημίων ως ανεξάρτητων φορέων. Γινόταν, πάντα, από ιδιωτικές επιχειρήσεις (σήμερα μερικές από αυτές είναι από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παγκοσμίως) με κίνητρο το κέρδος.

Οπως έγραψε ο Irvin Cohen, που πρώτος έθεσε σε δοκιμή το Librium, “η ιστορία των βενζοδιαζεπινών (Valium κλπ) αποτελεί, βασικά, ένα μοντέλο του πώς ένας θεραπευτικός παράγοντας επινοείται και προωθείται από ένα φαρμακοβιομήχανο, που απλώς αναζητάει ένα φάρμακο ανώτερο από άλλα που είναι ήδη στην αγορά” (1). Η έρευνα των πανεπιστημιακών επιστημόνων ήταν πάντα, στον ένα στον άλλο βαθμό, χρηματοδοτημένη από τις εταιρείες, σε μια σχέση αμοιβαίου οφέλους.

Μόνο όποιος εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να δει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η νομοτελειακή ανάγκη της εταιρείας να προωθήσει το προϊόν της και να κερδίσει από αυτή την προώθηση. Και όχι απλώς να κερδίσει, αλλά και να εξάγει ένα αυξημένο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το κεφάλαιο που έχει επενδύσει. Είναι επόμενο ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία, θα γίνει η κάθε δυνατή προσπάθεια να πεισθεί ο καταναλωτής για την ποιότητα του προϊόντος και ότι θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο επηρεασμού της «επιλογής» του, θεμιτό και αθέμιτο.

Το γεγονός ότι μεσολαβούν ελεγκτικοί μηχανισμοί για την καταλληλότητα του φαρμάκου, τις παρενέργειές του και τους κινδύνους από τη χρήση του (έτσι ώστε να δοθεί ή όχι άδεια κυκλοφορίας με συγκεκριμένες, κάθε φορά, ενδείξεις), δεν αποτελεί ασφάλεια για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι η φαρμακευτική εταιρεία έχει τα μέσα να επηρεάζει όχι μόνο την έρευνα και την παραγωγή επιστημονικών εργασιών, που επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, ελαχιστοποιώντας ή και αποκρύπτοντας τις παρενέργειες και τους κινδύνους, αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς / αδειοδοτικούς μηχανισμούς, μέσα από ένα πολυδαίδαλο δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς, που υφαίνεται γύρο από τα τεράστια κονδύλια των εταιρειών  για δωροδοκία και εξαγορά όλων των κομβικών σημείων στην διακίνηση και προώθηση του φαρμάκου – με πρώτους, μια μεγάλη  μερίδα γιατρών.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

Δεν είναι μόνο ότι οι πολυεθνικές του φάρμακου έχουν συμβάλλει στην πρωτοκαθεδρία, στις μέρες μας, της βιολογικής κατεύθυνσης στην ψυχιατρική, αλλά έχουν, επίσης, συμβάλλει και στον αποικισμό της ίδιας της λεγόμενης «κοινωνικής» ψυχιατρικής από την πρωτοκαθεδρία του φάρμακου. Η πλειοψηφία των ψυχιάτρων, αλλά και των γιατρών άλλων ειδικοτήτων, είναι πεπεισμένη (και εκπαιδεύεται να είναι πεπεισμένη) για την μονοδιάστατη βιολογική βάση της ψυχικής δυσφορίας / αρρώστιας / διαταραχής, ως δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, την οποία μπορεί κανείς να επιδιορθώσει διαμέσου του φάρμακου. Αυτή η «προδιάθεση» (που στην ακραία, δογματική εκδοχή της, ισοδυναμεί με καθαρή δειδαιμονία και προκατάληψη) παγιώνεται από τη δράση των εταιρειών και των τεράστιων κονδυλίων που διαθέτουν για τον επηρεασμό των γιατρών.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, στις μέρες μας, αυτά τα ψυχοφάρμακα έχουν τέτοια πέραση, που η πλειοψηφία των ασθενών βλέπει τους γιατρούς κυρίως ως «ενδιάμεσους» διαρκώς νεώτερων προϊόντων με μαγικές δυνατότητες, παρά ως θεραπευτές, ικανούς να χρησιμοποιήσουν την  ίδια τη σχέση γιατρού – ασθενή θεραπευτικά.

Σκοπός των εταιρειών δεν είναι, φυσικά, απλώς η μονοπώληση, από το φάρμακο, της θεραπείας των επίσημα διαγνωσμένων ως πασχόντων από μια ψυχική διαταραχή, αλλά η διάχυση του φαρμάκου στον γενικό πληθυσμό, διαμέσου όλων των ιατρικών ειδικοτήτων και ιδιαίτερα αυτών που εμπλέκονται στην πρωτοβάθμια υγεία και στη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων. Ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης «κοινωνικής ψυχιατρικής» δεν ανάγεται σε τίποτα περισσότερο «από την αδιαφοροποίητη και εκτεταμένη συνταγογράφηση των ψυχοφαρμάκων στον πληθυσμό», (2) μέσα από τις ίδιες τις κοινοτικές υπηρεσίες, που υποτίθεται ότι θα αναδείκνυαν, στην αντίληψη και στην πρακτική τους, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του ψυχικού πόνου (ενάντια στην αναγωγική/απλοποιητική προσέγγιση της ιδρυματικής – νοσοκομειακής ψυχιατρικής).

ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ-ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΠΟΥΣ 

Η επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να διαδώσουν όσο γίνεται περισσότερο και να κάνουν απαραίτητο για τον καθένα, το κάθε είδους «χάπι της ευτυχίας», συμπίπτει με τις κεντρικές κατευθύνσεις της σύγχρονης βιοπολιτικής, για τον έλεγχο του πληθυσμού. Μέσα στον ορυμαγδό των διεθνών οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της φετεινής χρονιάς, δεν έγιναν όσο έπρεπε αντιληπτές μερικές εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις, που έχουν σχέση με την επιδίωξη της περαιτέρω ενδυνάμωσης της παντοκρατορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου, διαμέσου της διαπλοκής τους με μια από τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις στην ιστορία του καπιταλισμού, την κυβέρνηση Μπους.

Ηδη πριν από τις πρόσφατες εκλογές στις ΕΠΑ, η κυβέρνηση Μπους ανακοίνωσε ότι προωθεί ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα «ψυχικής υγείας», που αφορά τον έλεγχο όλου του πληθυσμού των ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων όλων των παιδιών – και αυτών της προσχολικής ηλικίας – για την πιθανότητα «ψυχικών διαταραχών», ήδη παρόντων, ή με προδιάθεση ν΄ αναπτυχθούν στο μέλλον, έτσι ώστε τα παιδιά αυτά να κάνουν «έγκαιρη θεραπεία» με ψυχοφάρμακα, αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά.(3)

Όπως αποκάλυψε το περιοδικό “British Medical Journal”(BMJ), στις 19 Ιουνίου, η κυβέρνηση Μπους είχε ορίσει, τον Απρίλιο του 2002, μια Επιτροπή, με το όνομα «Πρωτοβουλία Νέας Ελευθερίας» (New Freedom Initiative) με σκοπό να κάνει μια πλήρη μελέτη του συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας των ΕΠΑ. Η Επιτροπή εξέδωσε τις συστάσεις της, τον Ιούλιο του 2003 και η κυβέρνηση Μπους  έδωσε οδηγίες σε περισσότερους από 25 ομοσπονδιακούς φορείς ν΄ αναπτύξουν ένα σχέδιο εφαρμογής βασισμένο πάνω σ΄ αυτές τις συστάσεις. (4)

Οι  προτάσεις της Επιτροπής συνοψίζονται στον ολοκληρωτικό έλεγχο (screening), από πλευράς ψυχικής υγείας, των «καταναλωτών όλων των ηλικιών». Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτό είναι αναγκαίο γιατί «παρά την συχνότητά τους, οι ψυχικά διαταραχές συχνά δεν διαγιγνώσκονται». (5)

Ο πρόεδρος της Επιτροπής, ψυχίατρος Graham Emslie, δήλωσε ότι «κάθε χρόνο μικρά παιδιά διώχνονται από το νηπιαγωγείο και τους παιδικούς σταθμούς λόγω εξαιρετικά διαταρακτικών συμπεριφορών και συναισθηματικών διαταραχών». «Υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι αν ταυτοποιήσεις, σ΄ ένα πρώιμο στάδιο, τα παιδιά που είναι επιθετικά, μπορείς να παρέμβεις… και ν΄ αλλάξεις την διαδρομή της ζωής τους». (6)

ΤΟ “TEXAS PROJECT”

Ο Gr. Eslie είναι αυτός που είχε επιμεληθεί της ανάπτυξης του γνωστού ως «πιλοτικού προγράμματος του Τέξας», πάνω στο οποίο βασίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους.(7) Το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα είναι γνωστό ως “Texas Medication Algorithm” (TMAP) και είχε εφαρμοστεί από τον Μπους, όταν ήταν κυβερνήτης του Τέξας, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και στο σωφρονιστικό σύστημα (φυλακές) της πολιτείας αυτής, με την χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων και αρκετών μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών και με τη θερμή υποστήριξη της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΑΡΑ), που είχε καλέσει για την αύξηση της χρηματοδότησης για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Οπως δήλωσε ο διευθυντής του τομέα έρευνας της ΑΡΑ, «αυτό που είναι καλό με το ΤΜΑΡ, είναι ότι αποτελεί ένα λογικό σχέδιο βασισμένο πάνω σε στοιχεία για την αποτελεσματικότητα από κλινικές δοκιμές».

Το ΤΜΑΡ προωθεί τη χρήση των νέων και πανάκριβων αντιψυψωσικών και αντικαταθλιπτικών για την θεραπεία, μεταξύ άλλων, των παιδιών σχολικής ηλικίας, στα οποία έχει τεθεί η διάγνωση «προβλήματα συμπεριφοράς».

Οπως έγραψε το British Medical Journal, το σχέδιο που προτείνει η Επιτροπή που όρισε ο Μπους, ξεκινά με μια μεγαλόστομη διακήρυξη υπέρ της «πλήρους ενσωμάτωσης των ψυχικά πασχόντων στην κοινότητα, με την παροχή υπηρεσιών στην κοινότητα, παρά σε ιδρύματα» («Progress Report” της “New Freedom Initiative”, Μαρτίου 2004).(8) Και προχωρά να εξηγήσει τι εννοεί με αυτό.

Προτείνει την «σύνδεση του ελέγχου (screening) με θεραπεία και υποστηρικτικά συστήματα”, μεταξύ άλλων και “legge artis θεραπείες”, που χρησιμοποιούν «ειδικά φάρμακα για ειδικές συνθήκες». Η Επιτροπή συστήνει το ΤΜΑΡ, ως ένα μοντέλο σχεδίου φαρμακευτικής θεραπείας, που δείχνει μια «βασισμένη στη εμπειρία πρακτική (evidence based practice) που οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα στους καταναλωτές».(9)

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Ωστόσο, το Texas project ήρθε μ΄ ένα εκκωφαντικό τρόπο στο προσκήνιο της δημοσιότητας στις ΕΠΑ όταν φέτος, στις 15 Μαϊου, ο Allen Jones, ένας αξιωματούχος του Γραφείου του Γενικού Επιθεωρητή (Inspector General) στην Πενσυλβάνια, που συμμετείχε στην εφαρμογή, σ΄ αυτή την πολιτεία, μιας εκδοχής αυτού του προγράμματος, αποκάλυψε ότι «ανώτεροι υπάλληλοι σε κρίσιμα πόστα για την υλοποίηση του σχεδίου χορήγησης των φαρμάκων, έλαβαν χρήματα και δώρα από τις φαρμακευτικές εταιρείες που ενδιαφέρονται  για τον φαρμακευτικό αλγόριθμο». (10) O Jones απολύθηκε, γι΄αυτές τις αποκαλύψεις του, στα μέσα του Ιουνίου.

Ο Jones είχε δηλώσει, τότε, ότι «η ίδια πολιτικο-φαρμακευτική συμμαχία, που βρίσκονταν πίσω από το ΤΜΑΡ, χρησιμοποιούσε την «New Freedom Commission», για να ενισχύσει το ΤΜΑΡ ώστε να γίνει ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για την θεραπεία των ψυχικών διαταραχών με ακριβά και πατενταρισμένα φάρμακα, που έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και θανάσιμες παρενέργειες και να αναγκάσει τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να πληρώνουν αυτά τα φάρμακα».

Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΡΔΗ

Για να καταλάβει κανείς τι διακυβεύεται στο ζήτημα της φρενήρους προσπάθειας των φαρμακευτικών εταιρειών για την αύξηση της διάδοσης των νεώτερων ψυχοφαρμάκων, αρκεί να συγκρίνει το κόστος της θεραπείας με ένα παλιό αντιψυχωτικό (το Aloperidin), με αυτό των νεώτερων, λεγόμενων «άτυπων» αντιψυχωτικών, τα οποία, ενώ δεν έχουν μεγαλύτερη (αντίθετα, συνήθως, ίση ή μικρότερη) αποτελεσματικότητα από το Aloperidin (το οποίο χρησιμομοιούν πάντα ως σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης), παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι δεν έχουν, ή έχουν σε μικρό βαθμό, τις πολύ ενοχλητικές παρενέργειες του πρώτου, ιδιαίτερα αυτές που προέρχονται από το εξωπυραμιδικό σύστημα (τρόμος, ακαθησία, δυστονία κλπ, αλλά και την εξαιρετικά σοβαρή όψιμη δυσκινησία) και έτσι γίνονται περισσότερο ανεκτά από τους ασθενείς (χωρίς αυτό, φυσικά, να είναι πάντα ο κανόνας, δεδομένου ότι και αυτά έχουν παρενέργειες και, εν πάσει περιπτώσει, ακόμα και γι΄ αυτά τα «άτυπα», που κυκλοφορούν αρκετά χρόνια τώρα, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να διαπιστωθεί πραγματικά η τυχόν δυσμενής επίδρασή τους). Υπολογίζοντας την αντιστοιχία της δοσολογίας ανάμεσα στα διαφορετικά φάρμακα, με ισοδύναμη δοσολογία, η μηνιαία θεραπεία με Aloperidin στοιχίζει 5 Ε,ενώ με τα νεώτερα Risperdal και Zyprexa στοιχίζει 189 και 330 Ε αντίστοιχα.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η ολανζαπίνη (Zyprexa), που φιγουράρει ως πρώτης γραμμής φάρμακο στο ΤΜΑΡ, είχε έσοδα από τις παγκόσμιες πωλήσεις της, το 2003, 4.28 δισ. δολλάρια, αποτελώντας το πρώτο σε πωλήσεις φάρμακο της Elli Lilly. Τα έσοδα  από την ολανζαπίνη ανήλθαν σε περισσότερο από το ένα τρίτο των εσόδων από τις συνολικές πωλήσεις της Lilly. Σύμφωνα με τους New York Times (περσινό άρθρο του Gardiner Harris), 2.63 δισ. δολλάρια ήταν τα έσοδα από τις πωλήσεις της ολανζαπίνης στις ΕΠΑ, εκ των οποίων, το 70% πληρώνεται από κρατικές υπηρεσίες (Medicare, Medicaid). (11)

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Κύκλοι μέσα από το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (γύρο από τον γερουσιαστή Ron Paul), δήλωναν, το Σεπτέμβρη, ευθαρσώς ότι «η φαρμακευτική βιομηχανία έπεισε τον πρόεδρο Μπους να υποστηρίξει τον υποχρεωτικό έλεγχο της κατάστασης ψυχικής υγείας κάθε παιδιού στις ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων αυτών της προσχολικής ηλικίας και συνεχίζει τώρα τις προσπάθειές της για να πείσει το Κογκρέσσο…Το σχέδιο αυτό δεν είναι παρά μια δυσκόλως υποκρυπτόμενη προσπάθεια των φαρμακευτικών εταιρειών να επιτύχουν μιαν ευρύτερη αγορά για τα πανάκριβα αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωτικά τους φάρμακα, βάζοντας την κυβέρνηση σε περιοχές της ζωής των Αμερικανών που μέχρι τώρα δεν της ανήκαν…Το πραγματικό όφελος για τις φαρμακευτικές εταιρείες θα είναι η αναγκαστική χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά, την οποία θα έχει ως αποτέλεσμα – όπως μάθαμε μ΄ ένα τραγικό τρόπο με τη Ritalin – ακόμα και όταν οι γονείς αρνούνται» (Kent Snyder, εκ μέρους της Liberty Committee, που ίδρυσε ο Paul).(12) Μάλιστα ο Paul επρόκειτο να καταθέσει μια τροπολογία ενάντια στην συμπερίληψη στον σχετικό οικονομικό προϋπολογισμό για το 2005, του σχεδίου για τον υποχρεωτικό έλεγχο και χορήγηση ψυχοφαρμάκων στα παιδιά. (για την ριταλίνη βλέπε παρακάτω, με αφορμή την επαναφορά της στη θεραπευτική πρακτική στην Ιταλία).

Γενικά, τα σχέδια του Μπους έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από όλο το πολιτικό φάσμα. Χαρακτηρίστηκαν ως η πιο ολοκληρωτικού χαρακτήρα προσπάθεια για να αναχθεί η διαφωνία, ή η «παρέκκλιση», σε παθολογία (σε ψυχική διαταραχή) –δεδομένου ότι, όπως υπολογίζει η επιτροπή, που συγκρότησε την πρόταση, διαμέσου των σχολείων και μόνο, θα μπορούν να ελέγξουν 52 εκατομμύρια μαθητές και 6 εκατομμύρια ενήλικες που δουλεύουν στα σχολεία. (13) Αλλοι τόνισαν ότι «αμφισβητούνται τα γονικά δικαιώματα πάνω στα παιδιά», ότι «επιβάλλεται ένας ”πολιτικά σωστός”, αντι-αμερικανικός τρόπος ζωής» κλπ (14)

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ . ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΡΟ, Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΣ

Καταλαβαίνει κανείς ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες, όπως θα φανεί παρακάτω, θα χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο στη διάθεσή τους, από τη μια, για νά μεγαλοποιήσουν τη δραστικότητα και να πολλαπλασιάσουν τις ενδείξεις χρήσης του φαρμακευτικού τους προϊόντος και από την άλλη, για να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν τη δημοσιοποίηση των κινδύνων από τη χρήση του.

Ο Jones δεν είχε παραλείψει να σημειώσει ότι οι εταιρείες που συμμετείχαν στο ξεκίνημα του “Texas project” ήταν και οι μεγάλοι χηματοδότες της προεκλογικής εκστρατείας του Μπους – την ίδια στιγμή που μέλη της παραπάνω αναφερθείσας New Freedom Commission είχαν χρηματίσει μέλη συμβουλευτικών επιτροπών των ίδιων αυτών εταιρειών και άλλα είχαν άμεση σχέση με το ΤΜΑΡ.(15)

Είναι γνωστό ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες συνεισέφεραν στην προεκλογική εκστρατεία του Μπους τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ΄ ό, τι σ΄ αυτήν του Κέρι. Από τα 1.6 δισ. δολλάρια των εισφορών της Eli Lilly στα πολιτικά κόμματα, το έτος 2000, το 82% πήγε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και στον Μπους. Ηταν τότε που ο Μπους, στην προεκλογική του εκστρατεία, υποστήριζε ανοιχτά το Texas project και, επίσης, το γεγονός ότι η νομοθεσία που είχε περάσει, επεξέτεινε την κάλυψη των ψυχοφαρμάκων από το ομοσπονδιακό πρόγραμμα Medicaid.

Αλλά και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες, που βρίσκονται πίσω από το Texas project, χρηματοδοτούσαν γενναία (και εξακολούθησαν και το 2004) την προεκλογική εκστρατεία του Μπους (είχαν δώσει, μέχρι τον Απρίλη φέτος, 764.274 δολ. στον Μπους και μόλις 149.400 δολ. στον Κέρι).

ELI LILLY ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΥΣ : ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΣΧΕΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

Ειδικώτερα, για τις σχέσεις της Eli Lilly με την οικογένεια Μπους, πολλοί μιλούν για δεσμούς που ισοδυναμούν με ένα Lillygate (τα στοιχεία από το άρθρο του Bruce Levine). Για να γίνει ανάγλυφα κατανοητό πώς ασκούνται οι επηρεασμοί και τι πραγματικά είναι η περίφημη «διαπλοκή», αρκεί να δει κανείς ποιοί βρίσκονται ή βρίσκονταν στις μισθοδοτικές καταστάσεις της Eli Lilly:

– ο πατήρ Μπους, πρώην πρόεδρος των ΕΠΑ, πρώην αρχηγός τηςCIA, πρώην μέλος του συμβουλίου των διευθυντών (Board of Directors) της Lilly.

– ο Sidney Taurel, γενικός διευθυντής (chief executive officer-CEO) της Lilly, που διορίστηκε από τον πρόεδρο Μπους το νεώτερο, μέλος του Homeland Security Council (Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας).

– ο Ken Lay, πρώην CEO της Enron και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Lilly.

– ο Mitch Daniels, πρώην διευθυντής Διαχείρισης και προϋπολογισμού του Μπους και πρώην αντιπρόεδρος της Lilly.

– η Εθνική Συμμαχία για τοους Ψυχικά Ασθενείς (Νational Alliance for the Mentally Ill – NAMI). (16)

Επιπλέον, μερικά από τα μέλη της New Freedom Commission, ήταν μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, ενώ άλλα είχαν άμεσους δεσμούς με  το ΤΜΑΡ.

Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της ολανζαπίνης (Zyprexa), η σημασία της είναι ζωτική για την Lilly, δεδομένου ότι το πλέον φημισμένο προϊόν της, το  Prozac, έχει πάρει την κατιούσα στις πωλήσεις, μετά την απώλεια της προστασίας της ευρεσιτεχνίας (patent) και από 2 δισ. δολ. ετήσια έσοδα κάποτε, έπεσε, το 2003, στα 645.1 εκατ. δολάρια. Οι προειδοποιήσεις ότι η ολανζαπίνη μπορεί να προκαλεί διαβήτη (αρχικά από βρετανικές και ιαπωνικές υπηρεσίες και το 2003 και από το Food and Drug Admonistration-FDA- των ΕΠΑ) δεν την εμπόδισε να παρουσιάζει αύξηση κατά 16% στις πωλήσεις της, το 2002, ενώ την ίδια στιγμή που η Lilly προωθούσε τις πωλήσεις των αντιδιαβητικών της φαρμάκων (Actos, Humulin, Humalog), που απέφεραν 2.51 δισ. δολάρια το 2003, προκαλώντας εύλογα σχόλια (με το ένα φάρμακο προκαλούμε διαβήτη και με το άλλο τον θεραπεύουμε).

Θα αναφέρουμε μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς η Εli Lilly αξιοποιεί και χρησιμοποιεί τις σχέσεις διαπλοκής.

Οταν το 2002 ο Μπους υπέγραψε την Homeland Security Act για να «θωρακίσει», υποτίθεται, την χώρα απέναντι στη «τρομοκρατία» (μετά την 11ηΣεπτέμβρη 2001), δεν παρέλειψε, όπως αποκάλυψαν οι New York Times, στις 25 Νοέμβρη 2002, να περάσει, την τελευταία στιγμή, με τον γνωστό τρόπο που περνούν οι τροπολογίες και στην ελληνική Βουλή, ένα πρωτοφανές άρθρο, θαμμένο μέσα στον όγκο του νομοσχεδίου, που προστατεύει την Eli Lilly και μερικές άλλες γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες από μηνύσεις  γονέων, που θεωρούν ότι τα παιδιά τους είχαν βλαφθεί από το thimerosal. Τοthimerosal είναι ένα συντηρητικό που περιέχει υδράργυρο και χρησιμοποιούνταν από την Eli Lilly και άλλες εταιρείες στην Παρασκευή εμβολίων. Το 1999, η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιάτρων και η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας ζήτησαν από τους κατασκευαστές εμβολίων να πάψουν να χρησιμοποιούν συντηρητικά  που περιέχουν υδράργυρο. Και ενώ, ήδη το 2002, υπήρχαν μια σειρά από μηνύσεις που έσυραν την Lilly στα δικαστήρια, ο πρόεδρος Μπους διόρισε τον γενικό διευθυντή της  Sidney Taurel, ως μέλος της Homeland Security Advisory Council (17)

Ενα άλλο παράδειγμα είναι το πώς η Lilly προσπάθησε να πλασάρει το Prosac Weekly, όταν το κλασσικό της Prosac άρχισε, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, να πέφτει σε πωλήσεις. Οι αντιπρόσωποι της Lilly στην Φλόριντα κατάφεραν ν΄ αποκτήσουν πρόσβαση σε φακέλους ασθενών που, προφανώς, περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες γι΄ αυτούς και, χωρίς καμιά άδεια, ταχυδρόμησαν σ΄ αυτούς τους ασθενείς δείγματα τουProsac Weekly. Πώς η Lilly βρήκε αυτούς τους φακέλους και τα στοιχεία τους; Είναι απλό : η κυβέρνηση Μπους έβαλε σε εφαρμογή ρυθμίσεις που είχε ετοιμάσει ως πρόταση η κυβέρνηση Κλίντον (για να επιβεβαιωθεί η ανυπαρξία διαφορών μεταξύ των δύο κομμάτων σε όλα τα βασικά ζητήματα) ότι αυτοί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας και φροντίδας έχουν το δικαίωμα να πωλούν εμπιστευτικές ιατρικές πληροφορίες σε εμπορικές φίρμες και σε φαρμακευτικές εταιρείες.(18)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗ ΚΕΔΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ «ΝΑΜΙ»

Σε μιαν άλλη περίπτωση, όταν η πολιτεία του Κεντάκυ προσπάθησε να κόψει το Zyprexa (ολανζαπίνη) από την λίστα των προτιμώμενων φαρμάκων (αφού το πρόγραμμα Medicaid της πολιτείας είχε έλλειμα, το 2002, 230 εκ. δολλάρια και δαπάνες μόνο για το Zyprexa, 36 εκ. δολλάρια). Τότε, η μη κερδοσκοπική ΝΑΜΙ (Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς) έκανε μια τεράστια εκστρατεία κατά της περικοπής με έξοδα πληρωμένα από την Eli Lilly.

Η ΝΑΜΙ πήρε, στο διάστημα 1996-99 συνολικά 11.7 εκ. δολλάρια από φαρμακευτικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και από τη Lilly, η συνεισφορά της οποίας έφτασε τα 2.87 εκ δολλάρια. Στη χρηματοδότηση της Lilly περιλαμβανόταν και ένας δικός της διοικητικός, που εργαζόταν στα γραφεία της ΝΑΜΙ, αλλά έπαιρνε το μισθό του από την Lilly (αναφέρεται στο άρθρο του Ken Silverstein στο περιοδικό Mother Jones, 1999). H NAMΙ είναι μια μεγάλη μη κερδοσκοπική εταιρεία που περιλαμβάνει ψυχικά ασθενείς (χρήστες) και θεωρείται ότι αγωνίζεται για τα δικαιώματά τους.(19)

Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ  ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Ενα παράδειγμα του τρόπου που οι γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες χειραγωγούν τα δικαστήρια είναι ο τρόπος που η Lilly χειρίστηκε στα δικαστήρια την μήνυση που της έκαναν τα θύματα του Josheph Wesbecker, που, το 1989, μετά από λήψη γα ένα μήνα Prosac, τράβηξε το όπλο του, σκότωσε 8 άτομα και τραυμάτισε 12 πριν αυτοκτονήσει. Οπως είναι γνωστό, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την πιθανότητα το αντικαταθλιπτικό Prosac (φλουοξετίνη) να προκαλεί έκρηξη βίας κατά του εαυτού και άλλων. Πάνω από 150 μηνύσεις για το Prosac είχαν τεθεί στο αρχείο ήδη μέχρι το 1994. Η  Lilly θεωρούσε βέβαιη τη νίκη της και αυτή τη φορά. Ηδη από το 1991 όταν μια επιτροπή του FDA (του Φορέα που δίνει την άδεια κυκλοφορίας και τις ενδείξεις, προειδοποιήσεις κλπ για τα φάρμακα στις ΕΠΑ) που ερευνούσε την πιθανή σχέση μεταξύ Prosac και βίας είχε αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται για το Prosac να έχει επιγραφή που να προειδοποιεί για πιθανότητα πρόκλησης βίας. Αλλά το 1994 φημολογούνταν ότι πέντε από τα εννέα μέλη της επιτροπής του FDA είχαν δεσμούς με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, δύο, δε, εξ αυτών ήταν ερευνητές για μελέτη τουProsac, χρηματοδοτούμενη από τη Lilly. Οταν στη διαδικασία της δίκης η Lilly τα βρήκε κάποια στιγμή “σκούρα”, πλήρωσε μάρτυρες για να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, κάτι που, όταν ερευνήθηκε σε βάθος, μετέτρεψε την αναμενόμενη νίκη σε “συμβιβασμό” (20).

Μονολότι η Eli Lilly δεν έχει καταδικαστεί, μέχρι τώρα, στις δίκες στις οποίες σύρθηκε, με την κατηγορία ότι το Prosac ενοχοποιείται για περιστατικά βίαιης και αυτοκτονικής συμπεριφοράς από άτομα που το ελάμβαναν ως αντικαταθλιπτική αγωγή, μερικά δικαστήρια πήραν αποφάσεις που ενοχοποιούσαν την λήψη, από δράστες βίαιων εγκλημάτων, του Zoloft (Αυστραλία) και του Paxil της GlaxoSmithKline (παροξετίνη, στην Ελλάδα εμπορική ονομασία Seroxat) στο Γουαϊόμινγκ των ΕΠΑ. Οπως το Prosac, ανήκουν και αυτά στους SSRI (αναστολείς της επαναρρόφησης  της σεροτονίνης).

Ηδη το 1999, είχαν αναφερθεί στη FDA 2000 αυτοκτονίες από χρήστες Prosac, από τις οποίες, τουλάχιστον το ένα τέταρτο, φαινόταν να οφείλεται σε ακαθησία και διέγερση. Αν, όπως αναφέρει η  FDA, μόνο το ένα εκατοστό των σοβαρών παρενεργειών αναφέρεται σ΄ αυτήν, τότε υπολογίζεται ότι, μέχρι το 1999, είχαν υπάρξει 50.000 αυτοκτονίες σχετιζόμενες με την ακαθησία. Για το σύνολο των  SSRI’ s ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος.

ΚΑΙ ΕΠΑΦΕΣ “ΤΡΙΤΟΥ ΤΥΠΟΥ”

Στο διεθνή Τύπο μπορεί να βρει κανείς πλήθος πληροφοριών για τις σχέσεις των πολυεθνικών του φάρμακου με το κράτος για την κοινή και με αμοιβαίο όφελος συνεργασία τους – όπως πχ η προμήθεια, το 1953, της CIA από την Eli Lilly με LSD προκειμένου η πρώτη να κάνει πειράματα πλύσης εγκεφάλου (John Marks : The search for the “Manchurian Candidate”: the CIA and the mind control-the secret history of the behavioral sciences, 1979, Washington Post, 1985, New York Times, 1988). (21)

ΠΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΕΝΟΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΟΥ

Μια άλλη πτυχή του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο πλαστογραφούνται και πλασάρονται τα ερευνητικά δεδομένα για τις ενέργειες και τις παρενέργιες των ψυχιφαρμάκων είναι η αποκάλυψη, πριν ένα χρόνο (7 Δεκέμβρη 2003) του βρετανικού  «Observer» για την απάτη, που συχνά κρύβεται, πίσω από επιστημονικά, υποτίθεται, άρθρα για τη δράση και τα οφέλη των φαρμάκων, που δημοσιεύονται σε γνωστά ιατρικά περιοδικά και υπογράφονται από γνωστούς επιστήμονες, γιατρούς και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ έχουν γραφτεί από «συγγραφείς –φαντάσματα», που πληρώνονται από φαρμακευτικές εταιρείες.(22)

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα μισά από τα άρθρα που δημοσιεύονται στα επιστημονικά ιατρικά περιοδικά είναι γραμμένα από «συγγραφείς- φαντάσματα». Γνωστοί γιατροί βάζουν το όνομά τους κάτω από το άρθρο και πληρώνονται αδρά γι΄ αυτό, ενώ  οι πραγματικοί συγγραφείς παραμένουν άγνωστοι. Αυτά τα άρθρα, γράφει ο «Observer», αναφερόμενος στην εμπειρία της Βρετανίας, παρελαύνουν μπροστά από τους γενικούς γιατρούς (GP-general practitioners) για τους πείσουν να συνταγογραφήσουν τα παρουσιαζόμενα φάρμακα.

Οπως ανέφερε μια υπάλληλος του εκδοτικού μηχανισμού μιας εταιρείας που ειδικεύεται στην συγγραφή ιατρικών άρθρων (που εν συνεχεία υποβάλλει για δημοσίευση σε ιατρικά περιοδικά) «αυτό που έκανε ο βοηθός σύνταξης – δηλ. η ίδια- ήταν, πριν υποβληθεί ένα άρθρο σ΄ ένα περιοδικό ηλεκτρονικά ή σε δισκέτα, ν΄ ανοίγει τις «ιδιότητες φακέλου» (file properties) στον υπολογιστή και να σβήνει τα ονόματα των “συγγραφέων – φαντάσματα” ή της εταιρεία συγγραφής ιατρικών άρθρων και να τα αντικαθιστά με το όνομα ενός προσώπου, που είχε πρσκληθεί από μια φαρμακευτική εταιρεία να μπει ως συγγραφέας, αλλά ο οποίος δεν είχε καμμιά πραγματική συνεισφορά στο κείμενο» (επιστολή της Susanna Rees, British Medical Journal website).

Το άρθρο του «Observer» αποκαλύπτει περιπτώσεις από όλο το φάσμα των ιατρικών επιστημονικών δημοσιεύσεων, αλλά αυτό που τονίζει, είναι ότι το πρόβλημα έχει γίνει τεράστιο στον τομέα της ψυχιατρικής. Αναφέρει το παράδειγμα ενός ψυχιάτρου, του David Healy, στο πανεπιστήμιο της Ουαλλίας που έκανε έρευνα για τους πιθανούς κινδύνους των αντικαταθλιπτικών, όταν πήρε ένα e-mail από μια φαρμακευτική εταιρεία, που του έστελνε ένα 12σέλιδο κείμενο «βασισμένο σε ό, τι έχετε δημοσιεύσει, για να ελαφρύνουμε το φορτίο της δουλειάς σας».

Στο κείμενο, που επρόκειτο να παρουσιαστεί σ΄ ένα επικείμενο συνέδριο, εμφανιζόταν το όνομα του ως άνω ψυχιάτρου ως μόνου συγγραφέα. Οταν αυτός, επειδή θεώρησε ότι η παρουσίαση του συγκεκριμένου φαρμάκου ήταν υπέρ το δέον ευνοϊκή, πρότεινε μερικές αλλαγές, η εταιρεία απάντησε λέγοντας ότι «παρέλειπε μερικά σημαντικά από εμπειρική άποψη σημεία». Τελικά, το ίδιο αυτό κείμενο, εμφανίστηκε, στη αρχική του μορφή, στο συνέδριο και εν συνεχεία δημοσιεύτηκε σ΄ ένα ψυχιατρικό περιοδικό με το όνομα άλλου συγγραφέα.  (23)

Ο ίδιος ο Healy δήλωσε εν συνεχεία ότι, κατά τη γνώμη του, “ένα μεγάλο μέρος των άρθρων που δημοσιεύονται σε περιοδικά, όπως το New England Journal of Medecin, το British Medical Journal και το Lancet, συγγράφονται από εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων”.

Ο ίδιος ο εκδότης του British Medical Journal, Richard Smith, παραδέχεται ότι τα άρθρα από «συγγραφείς-φαντάσματα» (ghostwriting) είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα…Πολιορκούμαστε από τις φαρμακευτικές εταιρείας. Τα άρθρα έρχονται με τα ονόματα γιατρών και συχνά βρίσκουμε ότι δεν έχουν ιδέα τι έχουν γράψει. Οταν το ανακαλύπτουμε, απορρίπτουμε το άρθρο, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Εχουμε ζητήσει, όταν υπάρχει εμπλοκή μιας εταιρείας, αυτό  να αναφέρεται. Αλλά έχουν βρει τρόπους να το παρακάμπτουν και να λειτουργούν συγκαλυμμένα”. (24)

Τέλος, στις ΕΠΑ, όταν σε μια δίκη κατά της Pfizer, η εταιρεία αναγκάστηκε να παρουσιάσει εσωτερικά της έγγραφα, φάνηκε ότι χρησιμοποιούσε εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων. Ενα από τα ντοκουμέντα αναλύει άρθρα για το αντικαταθλιπτικό Zoloft. Αλλά από μερικά από τα άρθρα έλειπε το όνομα το συγγραφέα. Στο περιθώριο υπήρχαν τα αρχικά «ΤBD”, που εικάζεται ότι σήμαινε “To Be Determined” (δηλαδή, πρέπει να καθοριστεί). (25)

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η σημασία των παραπάνω αποχτά την πραγματική της διάσταση στο φως της προσπάθειας των εταιρειών να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες ενδείξεις (που διαρκώς νέες κλινικές έρευνες φέρνουν στην επιφάνεια) για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα και τους μεγαλύτερους κινδύνους, απ΄ ό, τι αρχικά νομιζόταν, των νέων προϊόντων τους, αντιψυχωτικών και αντικαταθλιπτικών, ιδιαίτερα σε σχέση με τα τεράστια κόστη τους. Η προσπάθεια των εταιρειών είναι να πάρουν ένδειξη για την χορήγησή τους στα παιδιά, παρά τα ερευνητικά δεδομένα ότι η χρήση τους στις μικρές ηλικίες είναι επικίνδυνη, ή, πάντως, αδιευκρίνιστης επικινδυνότητας και επομένως τυχοδιωκτική και άρα ..επικίνδυνη. Γίνεται, έτσι, φανερή η σημασία που αποκτά και το σχέδιο Μπους για μαζική χορήγηση αυτών των φαρμάκων σε όλο τον πληθυσμό, που “συλλαμβάνεται” από τα τεστ να έχει “πρόβλημα” ήδη από την προσχολική ηλικία….

Τον περασμένο Μάρτιο, το FDA στις ΕΠΑ συνέστησε να μπει εμφανής προειδοποίηση ότι η χρήση των νεώτερων αντικαταθλιπτικών (SSRI’s) στα παιδιά «μπορεί» να εντείνει την αυτοκτονική συμπεριφορά σε παιδιά και εφήβους, ύστερα από μια δημόσια ακροαματική διαδικασία, όπου πολλά μέλη οικογενειών και παθόντες έδωσαν μαρτυρίες για αυτοκτονική και βίαιη συμπεριφορά από άτομα που έπαιρναν αυτά φάρμακα. Η προειδοποίηση αφορά φάρμακα όπως το  Prosac, το Remeron, το Zoloft, το Effexor, το Paxil, το Celexa, το Luvox κλπ. Σύμφωνα με μια επιπρόσθετη προειδοποίηση τουFDA, “ορισμένες συμπεριφορές είναι γνωστό ότι συνδέονται με αυτά τα φάρμακα, συμπεριλαβανόμενου του άγχους, της διέγερσης, των κρίσεων πανικού, της αϋπνίας, της εχθρότητας, της παρορμητικότητας, της ευερεθιστότητας,  της ακαθησίας, της υπομανίας και της μανίας”.Τα ερευνητικά δεδομένα, ωστόσο, που είχε το FDA στη διάθεσή του, επέβαλλαν μια πιο απαγορευτική απόφαση. (26)

Σύμφωνα με μια έρευνα (2003) του Andrew D. Mosholder, επιδημιολόγου του FDA, 22 μελέτες έδειχναν ότι παιδιά που παίρνουν αντικαταθλιπτικά γίνονται δυό φορές πιο αυτοκτονικά απ΄ αυτά που παίρνουν placebo (αδρανής ουσία). Αυτή η έρευνα δεν άρεσε στους επικεφαλής του FDA (με τις προαναφερθείσες διασυνδέσεις με τις εταιρείες) και γι΄ αυτό την απέκρυψαν. Εν συνεχεία, ανέθεσαν στο πανεπιστήμιο του Κολούμπια να αναλύσει εκ νέου τα δεδομένα που είχε χρησιμοποιήσει ο Mosholder.(27)

Οι ερευνητές του Κολούμπια έφτασαν στα ίδια συμπεράσματα. Το Paxil (Seroxat στη  Ελλάδα) της GlaxoSmithKline και το Effexor της Wyeth βρήκαν ότι μπορεί να κάνουν τα παιδιά ακόμα περισσότερο αυτοκτονικά απ΄ ό, τι βρήκε η έρευνα του Mosholder. (28)

Με αυτά τα δεδομένα, η μεσοβέζικη (στη ουσία επιτρεπτική) στάση του FDA απέναντι στη χορήγηση των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης, πέρσυ, να απαγορεύσει την χρήση όλων των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, εκτός από το Prosac.

Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν απρόβλεπτες αντιδράσεις διαμέσου της σεροτονίνης, ενός νευρομεταβιβαστή, την δράση, ακριβώς, του οποίου επηρεάζουν προκειμένου να επιτύχουν το αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα που επικαλούνται. Ολες οι παρενέργειες που επικαλείται το FDA, από τη διέγερση και την εχθρότητα μέχρι την παρορμητικότητα και την μανία, είναι ταυτόσημες με τις ενέργειες του PCP, της μεθαμφεταμίνης και της κοκαϊνης, που είναι γνωστό ότι προκαλούν επιθετικότητα και βία. Τόσο τα παλιότερα διεγερτικά, όπως και τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά προκαλούν παρόμοια αποτέλεσματα ως αποτέλεσμα της επίδρασής τους στην σεροτονίνη. (29)

Αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί το ποσοστό που τα νεώτερα αντικαταθλιτικά προκαλούν δραματικά γεγονότα, όπως αυτοκτονία και βία, είναι γνωστό το προκαλούν διεγερτικά αποτελέσματα, όπως ευερεθιστότητα και ανησυχία σε πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών που τα λαμβάνουν. Μερικές φορές οι γιατροί που δεν αναγνωρίζουν τα συμπτώματα αυτά ως αποτέλεσμα του αντικαταθλιπτικού τείνουν ν΄ ανεβάσουν τη δόση του αντικαταθλιπτικού, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Αλλά ακόμη και η διακοπή της λήψης των νεώτερων αντικαταθλιπτικών χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανιστεί “σύνδρομο απόσυρσης”, προκαλώντας κατάθλιψη, αυτοκτονική διάθεση και βία. (30)

Η ΕΠΑΝΑΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΙΤΑΛΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Στην Ιταλία έχει ξεσπάσει ένας μεγάλος αγώνας από επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενάντια στην επάνοδο στην κυκλοφορία της ριταλίνης, που αποφασίστηκε από το Μάρτιο του 2003, αλλάζοντας τον χαρακτηρισμό της, από διεγερτικό (είναι ένα παράγωγο της αμφεταμίνης) σε ψυχοφάρμακο. Η ένδειξή της είναι η θεραπεία της “διαταραχής της ελλειματικής προσοχής με υπερκινητικότητα” (Αdhd), από την  παιδική ηλικία μέχρι την εφηβία – μια διάγνωση της σύγχρονης ψυχιατρικής που αμφισβητείται από πολλούς. Μάλιστα, στα ιταλικά σχολεία έχει δοθεί ένα ερωτηματολόγιο για να ταυτοποιηθούν τα παιδιά που πάσχουν από το σύνδρομο Adhd, έτσι ώστε, στη βάση των αποτελεσμάτων,  να χορηγείται το φάρμακο.

Στις ΕΠΑ η ριταλίνη έχει χαρακτηριστεί “κοκαϊνη των μωρών” και χοργηγείται στα σχολεία σε εκατομμύρια παιδιών, πολλά από τα οποία ανέπτυξαν εξάρτηση από φάρμακο. Εχει σοβαρές παρενέργειες, από την αρτηριακή πίεση, την καρδιά και την απώλεια βάρους, έως την τοξική ψύχωση, την βαριά κατάθλιψη, την χρόνια υπερκινητικότητα και κίνδυνο αυτοκτονίας στη φάση της στέρησης.

Παρόλα αυτά, η χορήγηση συνεχίζεται γιατί ανταποκρίνεται σε μιαν ορισμένη πολιτική και κουλτούρα ελέγχου της συμπεριφοράς των παδιών και αντίληψης για τις αιτίες των “δυσπροσαρμοστικών” και “παρεκκλινότων” συμπεριφορών τους. Οπως έχει επισημανθεί από κινήσεις γονέων που αντιδρούν στη ριταλίνη,(31) “στην υγεία, όπως και στην εκπαίδευση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, η πολιτική της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι είναι να μειώσει τα κόστη καταστρέφοντας τις υπηρεσίες. Και στον τομέα της ψυχικής υγείας, προωθείται προνομικά το φαρμακολογικό μοντέλο ενάντια σε  παρεμβάσεις  πιο πολύπλοκες, που θέτουν στο κέντρο το παιδί και τις ανάγκες του. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει κάνει δύσκολο να διατηρηθεί μια ισορροπία όπου τα παιδιά έχουν αναγνωρισμένους τους χώρους τους και τις δραστηριότητές τους, και, ως εκ τούτου, φαίνεται πιο εύκολο να καταστείλουμε (με φάρμακα) αυτά τα αιτήματα, βάζοντας διαγνώσεις αμφισβητούμενες και χρήσιμες μόνο στις λογικές του σχολείου-εταιρεία και του κοινωνικού κομφορμισμού”.

Για μια ακόμη φορά, το φάρμακο προωθείται ως η απάντηση σ΄ ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Μετατρέπεται, έτσι, το φάρμακο σε εργαλείο ανάγνωσης της πραγματικότητας, περιορίζοντας το φάσμα των παρεμβάσεων, σ΄ ένα τύπο μονοδιάστατων και απλοποιητικών απαντήσεων. Οσο περισσότερο δίνεται ως απάντηση στην πολυπλοκότητα και το πολυδιάστατο της ύπαρξης, των αισθημάτων, των ατομικών επιλογών, που πηγάζουν μέσα από το ιδιαίτερο πλαίσιο στο οποίο ζει και την ανεπανάληπτη χρονικότητα που βιώνει το υποκείμενο, τόσο περισσότερο επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, την ανάπτυξη των υπηρεσιών, τις οργανωτικές επιλογές, τα θεραπευτικά προγράμματα.(32) Τα φτωχαίνει, υλικά και πνευματικά.

Ετσι και η ριταλίνη χορηγείται ως η γρήγορη απάντηση, που σιωπηλά και αποτελεσματικά θα λύσει το πρόβλημα του τι σημαίνει να είναι ένα παιδί ανήσυχο στην τάξη, να μην προσέχει το μάθημα, να μην υπακούει, να μην ακολουθεί τις οδηγίες που του δίνονται, ή να φέρει σε πέρας αυτό που του αναθέτουν, που είναι απρόθυμο, που χάνει τα πράγματά του, είναι παρορμητικό, άτακτο, ενοχλητικό, που μιλάει πολύ, που διακόπτει τους άλλους, που ανακατεύεται στα των άλλων. Ολα αυτά, όπως τονίζεται στον έντονο διάλογο που έχει ανοίξει στη Ιταλία, δεν είναι παρά χαρακτηριστικά της σχολικής τάξης, αλλά θα μπορούσαν ν΄ αποτελούν πιο ανεκτές συμπεριφορές σε ανοιχτό χώρο, όπως πχ στο παιχνίδι σε μια πλατεία ή το καλοκαίρι στη θάλασσα.

Το ταξινομικό σύστημα της αμερικάνικης ψυχιατρικής εταιρείας, το γνωστό DSM – IV, βάσει του οποίου τίθεται η διάγνωση του Adhd, δείχνει πώς είναι δύσκολο να τεθεί αυτή η διάγνωση κάτω από την ηλικία των 4-5 ετών, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν συχνό χαρακτηριστικό των παδιών. Αυτό, αντίθετα, που πρέπει να μπει σε ερωτηματικό είναι το πώς το σχολικό σύστημα της συγκεκριμένης κοινωνίας αντιλαμβάνεται και δίνει υπερβολική έμφαση σε μια πραγματικότητα που δεν είναι πάντα παθολογική. Τα αποτελέσματα της αμφεταμίνης μπορεί ν΄ ανταποκρίνονται στο όνειρο ενός δασκάλου να έχει παιδιά με επάρκεια, εύστροφα, προσεχτικά. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, είναι ν΄ αναρωτηθεί κανείς – και όχι μόνο στην Ιταλία – είναι πώς λειτουργεί το σχολείο, τα επίπεδα της ανεκτικότητας του, οι ακαμψίες του, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά.ν΄ αναγνωριστεί ο πληθυσμός που έχει πραγματικά παθολογικό πρόβλημα, στο οποίο, εν πάσει περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι η ριταλίνη η πρώτη επιλογή, αλλά ούτε και η τελευταία (ψυχολογικές και οικογενειακές θεραπείες φαίνεται να έχουν καλλίτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία).

Αλλά, προφανώς και στην Ιταλία η επανείσοδος της ριταλίνης στην κυκλοφορία δεν είναι, όπως φαίνεται, παρά η αρχή. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, σε συνεργασία με πανεπιστημιακές κλινικές, έχουν ήδη αρχίσει εκστρατεία για την δοκιμασία της χρήσης των αντιψυχωτικών και των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά και στους εφήβους, όπως αναφέρει το ντοκουμέντο του Οκτώβρη 2003 του Forum Salute Mentale, μιας πανιταλικής συσπείρωσης επαγγελματιών ψυχικής υγείας, που προέρχονται από το κίνημα της Δημοκρατικής Ψυχιατρικής, που ιδρύθηκε την εποχή του Franco Basaglia στη δεκαετία του 70.

«Το “φαρμακολογικό μοντέλο”, λέει το ντοκουμέντο, έχει καταντίσει κάθε άλλη θεραπευτική παρέμβαση απλή γαρνιτούρα στο «κύριο πιάτο» που είναι το φάρμακο. Μερικοί γιατροί έχουν αρνηθεί να εφαρμόζουν πιο συνθετικές θεραπείες, με αντάλλαγμα μια, πέραν αμφισβήτησης, πρωτοκαθεδρία του φαρμάκου μέσα στις υπηρεσίες και μια νέα επαγγελματική εικόνα «λευκής μπλούζας» και «ειδικού του εγκεφάλου». Επιπρόσθετα, πέραν αυτών, οι πολυεθνικές του φάρμακου, χρηματοδοτώντας πανεπιστημιακές έρευνες, παρεμβαίνουν ακόμα και στα στατιστικο-διαγνωστικά εγχειρίδια». (33)

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ

Αυτό το τελευταίο είναι εξαρετικά σημαντικό γιατί δείχνει πώς οι πολυεθνικές του φάρμακου επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ίδια την σύγχρονη ψυχιατρική νοσολογία, τον τρόπο που αρθρώνεται σε νοσολογική οντότητα ο ανθρώπινος ψυχικός πόνος, έτσι ώστε να ταιριάζει στα επενδυτικά τους σχέδια και στην κερδοφορία των επιχειρήσεών τους. Δείχνει πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες συμμετέχουν στην διαμόρφωση της τρέχουσας κουλτούρας, όχι μόνο των ψυχιάτρων, αλλά και του τρόπου (μονοδιάστατου και απλοποιητικού) που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ίδια τους τη δυσφορία και τον ψυχικό τους πόνο : ως αντικείμενο και όχι ως αντίφαση της ύπαρξης.

Η μεπροβαμάτη (Miltown της Wallace, Equanil της Wyeth) πρώτα, στη δεκαετία του 50 και το Valium (της Hoffmann-La Roche) και οι αδελφές του βενζοδιαζεπίνες, στη δεκαετία του 60, είχαν προκαλέσει, στην εποχή τους, μια φρενίτιδα για το “μαγικό χάπι” που αντιμετωπίζει το άγχος και “ηρεμεί”. Μια φρενίτιδα που, ωστόσο, σε τίποτα δεν συγκρίνεται με την εποχή του Prosac (Ladose).(34)

Εκείνη την εποχή, η ένδειξη για τις βενζοδιαζεπίνες ήταν το άγχος και η ήπια κατάθλιψη. Ενώ, όμως, η δημοτικότητα του Valium είχε φτάσει στα ύψη (παρά τις παρενέργειες των βενζοδιαζεπινών, που, στο μεταξύ, ήρθαν στη επιφάνεια – κυριότερη, ανάμεσά τους, ο εξαρτησιογόνος χαρακτήρας τους) οι φαρμακοβιομήχανοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι “εδώ” ήταν οι αγορές του μέλλοντος. Καθώς γινόταν φανερό ότι είχε ανοίξει μια χρυσοφόρα εποχή για τις πολυεθνικές του φάρμακου, που στρέφονται, πλέον, όλο και περισσότερο στα ψυχοφάρμακα, άρχισαν, παράλληλα, να παρεμβαίνουν και να διαστρέφουν το ίδιο το διαγνωστικό σύστημα της ψυχιατρικής. Στην προσπάθειά τους ν΄ ανοίξουν  χώρους στην αγορά, οι φαρμακευτικές εταιρείες άρχισαν να φουσκώνουν κάποιες διαγνωστικές κατηγορίες. Μια ορισμένη διαταραχή θα μπορούσε να έχει παρατηρηθεί σπάνια, μέχρις ότου μια φαρμακοβιομηχανία ανακοινώνει ότι κατέχει το φάρμακο για την θεραπεία της, μετά το οποίο, η διαταραχή γίνεται ξαφνικά επιδημία. Οπως έχει γράψει ο βρετανός David Healy : ”Οπως συχνά συμβαίνει στην ιατρική, η διαθεσιμότητα μιας θεραπείας, οδηγεί στην αύξηση της αναγνώρισης της  διαταραχής, που θα μπορούσε να ευεργετηθεί από αυτή τη θεραπεία”. (35)

Eίναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της “διαταραχής πανικού”, όπως το αφηγείται ο ο E. Shorter. (36) Παραδοσιακά η ψυχιατρική θεωρούσε τον πανικό μέρος της “αγχώδους νεύρωσης” (χαρακτηριζόμενης ως υπερβολικό άγχος, που μπορεί να φτάσει μέχρι τον πανικό και συνδεόμενης, συχνά, με σωματικά συμπτώματα), σύμφωνα, τουλάχιστον, με το ταξινομικό σύστημα DSM II (1968).  Το 1964, μια εργασία ενός αμερικάνου πανεπιστημιακού ερευνητή, του Donald Klein, που χρηματοδότησαν η Geigy και η SmithKline & French, συμπέρανε ότι ο πανικός είναι μια διαφορετική νοσολογική οντότητα από το άγχος και ότι θα μπορούσε να προλάβει κανείς τις κρίσεις, αν συνέχιζε να παίρνει φαρμακευτική αγωγή. Ο Klein ήταν μέλος της ομάδας εργασίας για την συγκρότηση του DSM III, που δημοσιεύτηκε το 1980 και στο οποίο κατάφερε να περάσει την “διαταραχή πανικού” ως ξεχωριστή νοσολογική οντότητα, χαρακτηριζόμενη από “αιφνίδια έναρξη έντονου τρόμου, με φυσικά σημεία, όπως εφίδρωση και λιποθυμία”.

Τον επόμενο χρόνο, η Upjohn Company του Michigan έρριξε στην αγορά μια νέα βενζοδιαζεπίνη, την αλπραζολάμη (Xanax), και καθώς η αγορά των βενζοδιαζεπινών βούλιαζε, εκείνη τη περίοδο, η Upjohn παρουσίασε την δική της βενζοδιαζεπίνη ως ειδική για την «διαταραχή του πανικού». Στην δεκαετία του 80, η Upjohn χρηματοδότησε εκτεταμένες έρευνες για να εγκαθιδρύσει την “διαταραχή πανικού” ως πραγματικά ανεξάρτητη διαταραχή, για την οποία η αλπραζολάμη έκανε θαύματα – χωρίς, ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών να  είναι και πολύ πειστικά. Στην δεκαετία του 90, το Xanaxήταν ένα από τα πιο χρησιμποιούμενα φάρμακα στις ΕΠΑ και οι ψυχίατροι το χορηγούσαν πιστεύοντας ότι ενεργούν επιστημονικά και ότι το Xanaxέδινε την μοναδική ελπίδα στην επιδημία “διαταραχής πανικού”, που είχε, “σαρώσει” τις ΕΠΑ. Πολλοί ονόμασαν, τότε, τον πανικό “νόσο της Upjohn”.(37)

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ

Καθώς η ψυχιατρική διάγνωση χειραγωγούνταν, όλο και περισσότερο, από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ήρθε το Prosac, που έμελλε να γίνει το φάρμακο που δεν έλειπε από κανένα νοικοκυριό – αφού, μεταξύ άλλων, αδυνατίζει (και μάλιστα διαφημίστηκε ως τέτοιο). (38) Οταν κυκλοφόρησε το Valium, τόσο οι ασθενείς, όσο και οι γιατροί τους ήταν πρόθυμοι ν΄ αναγνωρίσουν τη δυσφορία τους ως άγχος, αφού υπήρχε ένα αποτελεσματικό φάρμακο να το καταπολεμά. Οταν έφτασε στο προσκήνιο το Prosac, ένα φάρμακο για την κατάθλιψη, η έμφαση έπεσε στην κατάθλιψη ως την κύρια μορφή δυσφορίας. Με το Prosac, τον πρώτο από τους  SSRI’s, είναι που η χημεία της σεροτονίνης έρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εταιρειών (αν και η σημασία της για την ψυχιατρική διαπιστώνεται από το 1953 και ψυχοφάρμακα, που επιδρούν σ΄ αυτήν, κυκλοφορούν, ήδη, από την δεκαετία του 50, πχ το αντιψυχωτικό ρεζερπίνη κλπ). Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του Prosac, δημοσιεύονται εργασίες που το βρίσκουν αποτελεσματικό σε μια σειρά διαταραχές, όπως “διαταραχή πανικού”, “καταπληξία” (drop attac). Αφού όλα αυτά απαντούν στο Prosac, πρέπει να έχουν κάτι κοινό, ίσως ν΄ αποτελούν μέρος μιας “Διαταραχής του Συναισθηματικού Φάσματος” (Affective Spectrum Disorder –ASD).(39)

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ενορχηστρωμένη, από τα ΜΜΕ, εκστρατεία, ότι το Prosac ήταν η πανάκεια για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων ζωής, ακόμα και με απουσία ψυχικής αρρώστιας. Η περίπτωση του Prosac και όλων των SSRI’s δείχνει πώς ένα φάρμακο, που μπορεί να είχε προσόντα σε σχέση με τα προηγούμενα (κυρίως όσον αφορά τις παρενέργειες), μπορεί να μετατραπεί στο μαγικό χάπι που θεραπεύει κάθε αρρώστια και κάθε ανθρώπινη οδύνη. (40) Αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την ενσωμάτωση της κλινικής ψυχιατρικής στην εταιρική κουλτούρα των φαρμακοβιομηχανιών, με συνέπεια ν΄ αποτελεί (η ψυχιατρική) τον κύριο προαγωγό της κουλτούρας του φαρμακολογικού ηδονισμού, που είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου- καθώς εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν είχαν καμιά επίσημη ψυχιατρική διαταραχή, εκλιπαρούσαν για την νέα ουσία γιατί ελάφρυνε το βάρος της αυτοσυνείδησης και της προσωπικής τους ευθύνης, ενώ, ταυτόχρονα, τους επέτρεπε ν΄ αδυνατίσουν….

Οπως αναφέραμε παραπάνω, ο “μήνας του μέλιτος” των SSRI’s φτάνει στο τέλος του: άρχισαν να έρχονται στο κέντρο της προσοχής οι επικίνδυνες παρενέργειές τους, εξ ού και ο αγώνας τους ν΄ αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά με νέα, εξίσου αβέβαια (πέραν πάσης δυνατότητας για μια πραγματικά ασφαλή και αδέκαστη επιστημονική τεκμηρίωση) σκευάσματα, με την φρενήρη είσοδο στην αγορά ολοένα καινούργιων αντιψυχωτικών (με δραστικότητα πολύ κατώτερη των προσδοκιών) και με την κρατική ενίσχυση (σχέδιο ΤΜΑΡ του Μπους) για την περαιτέρω προώθηση των πωλήσεών τους σε ολοένα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

….ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα λείπει, δυστυχώς, ο ευρύτερος και πολυεπίπεδος προβληματισμός γύρο από το ψυχοφάρμακο, όπως και γύρο από πολλά άλλα. Παρά τις εξαιρέσεις, η πλειοψηφία του ψυχιατρικού νοσοκομειακού και εξωνοσκομειακού συστήματος (δημόσιου και ιδιωτικού) λειτουργεί διαμέσου του ψυχοφαρμάκου ως του «κύριου (και συχνά, μόνου) πιάτου».

Εκτός από μεμονωμένες φωνές, το πράγμα λειτουργεί χωρίς θεαματικές καταστάσεις, με το πανεπιστήμιο να προβάλλει μονόπλευρα τα «νέα ατράνταχτα δεδομένα» της βιολογίας και τις φοβερές ιδιότητες του τάδε νέου ψυχοφάρμακου (που, φυσικά, σπανίως έχει και κάποια παρενέργεια), με το σύνηθες πλέγμα για τον επηρεασμό των ψυχιάτρων (του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα) από τις εταιρείες, με τα δωράκια, τα ταξιδάκια, την ψευδοεπιστημονική ενημέρωση μετά γευμάτων σε κοσμικά εστιατόρια, με τα πρωτόκολλα δοκιμής των νέων (ή και λίγο παλιότερων) φαρμάκων στους ασθενείς (με την παρότρυνση να διακοπεί το φάρμακο που έπαιρναν έως τώρα για να δοκιμαστεί το καινούργιο), ενίοτε και με «άλλα»….

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οσο το φάρμακο παραμένει μια καπιταλιστική επιχείριση με σκοπό το κέρδος και όσο δεν αναπτύσσεται μια αντίσταση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και της ευρύτερης κοινωνίας, η κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει, αλλά, αντίθετα, θα επιδεινωθεί – με σοβαρές συνέπειες για την σύγχρονη ψυχιατρική, τον κοινωνικό της ρόλο και το πραγματικό θεραπευτικό της δυναμικό, αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη.

ΥΓ. Στις 15 Φεβρουαρίου 2005 η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε την είδηση της κυκλοφορίας και στην Ελλάδα, μετά από έγκριση του ΕΟΦ, της μορφής της ριταλίνης που χορηγείται μια φορά την ημέρα (Μεθυλφαινιδάτη OROS), σε παιδιά 6 έως 12 ετών και εφήβους, όπου τίθεται η διάγνωση της «Διαταραχής Ελλειματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας» (Adhd). Yπολογίζεται ότι το 3-7% του μαθητικού πληθυσμού πάσχει από Adhd – δηλαδή ένας στους είκοσι μαθητές πρέπει να πάρει το φάρμακο (!!!), «διαφορετικά θα έχουν επιπτώσεις στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους»….

ΠΗΓΕΣ :

1. Irvin M. Cohen,”The benzodiazepines”, in Ayd “Discoveries in Biological Psychiatry”, σελ 130.

2. Εισήγηση στην πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, 16 Οκτώβρη 2003, στη Ρώμη.

3. Jeanne Lenzer, “Bush plans to screen whole US population for mental illness”, British Medical Journal, 19 Ιουνίου 2004, 328:1458.

4. oππ

5. oππ

6. The New American “ No child left unmedicated?”, 12 Ιουλίου 2004.

7. Jeanne Lenzer, BMJ, oππ

8. oππ

9. oππ

10. The Allen Jones whistleblower report, 20 Γενάρη 2004 & ΒΜJ, οππ

11. Βruce Levine “Eli Lilly and the Bush family – the deseasing of our malaise” στην ιστοσελίδα La leva Di Archimede.

12. Ron Strom, “Forced mental screening hits roadblock in House”, 9 Σεπτέμβρη 2004, WorldNetDaily.com.

13. οππ

14. οππ και Τhe New American”, οππ

15. Bruce Levine, οππ

16. οππ

17. οππ

18. οππ

19. οππ

20. οππ

21. οππ

22. Antony Barnett, “Revealed : how drug firms “hoodwink” medical journals / Pharmaceutical giants hire ghostwriters to produce articles-then put doctors’ names on them”, The Observer, 7 Δεκέμβρη 2003.

23. οππ

24. οππ

25. οππ

26. FDA talk paper, 22 Μάρτη 2004, “FDA issues Public Health Advisory on Cautions for the use of Antidepressants in Adults and Children”.

27. Marilyn Elias, USA TODAY, 18 Οκτώβρη 2004.

28. Gardiner Harris, “Antiderpessant study seen to back Expert”, New York Times,20 Αυγούστου 2004.

29. Peter R. Breggin : Suicidality, violence and mania caused by serotonin reuptake inhibitors (SSRI’s) : a review and analysis”.

30. Peter R. Breggin : “The proven dangers of antidepressants”, στην ιστοσελίδα “La Leva Di Archimede”.

31. Coordinamento Genitori Democratici e Psichiatria Democratica. Ανακοίνωση          Τύπου, 22 Οκτώβρη 2004, Ρώμη : « Οχι ναρκωτικά στα παιδιά, όχι στην κατάχρηση των ψυχοφαρμάκων».

32. Eισήγηση στη πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, οππ

33. Gli argomenti del Secondo Forum Per La salute Mentale, στην ιστοσελίδα www.Forum Salute Mentale.it

34. Edward Shorter  : “A History οf Psychiatry”, ed. John Wiley & Sons, Inc. 1997.

35. David Healy : “The History of British Psychopharmacology”, in Hugh Freeman  and German E. Berrios, eds, “150 Years Of British Psychiatry”, Vol II, The Aftermath (London, Athlon, 1996).

36. Ed. Shorter, οππ

37. οππ

38. οππ

39. οππ

40. οππ

 

 

Θ. Μεγαλοοικονόμου

 

 

 

 

 

Ριζώνοντας την Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία στην Κοινωνία

Αναδημοσίευση από: http://inlovewithlife.wordpress.com/2013/02/02/social_economy-2/

Το εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Οι οργανωτικές του δομές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της ιστορικής συγκυρίας. Υπάρχουν όμως πλέον οι δυνατότητες για ένα ποιοτικό άλμα, που θα αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης και θα οδηγήσει σε ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό που λείπει σε αγωνιστές και ευρύτερα κομμάτια του κινήματος είναι η συνείδηση των ευθυνών, που συνεπάγεται η ιστορική στιγμή. Γιατί αυτό που απαιτεί η ιστορική στιγμή είναι τα κινήματά μας να δώσουν στο τώρα συγκεκριμένες διεξόδους στα κοινωνικά αδιέξοδα, δείχνοντας σαν ανεμοδείχτες μέσα στην καταιγίδα την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μπολιάζοντας τις καρδιές των ανθρώπων με την ελπίδα και την προοπτική για το άμεσα εφικτό ενός καλύτερου, πιο δίκαιου και ελεύθερου, κόσμου.

Κάθε μαζικό κοινωνικό κίνημα, που συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της συντήρησης της εποχής του, επιδίωξε τις υλικές συνθήκες της αυτονομίας του από το κράτος και τον καπιταλισμό. Η κάλυψη των ανελέητων υλικών αναγκών των κοινωνικών κομματιών, που τα απάρτιζαν, εξώθησε τέτοια κινήματα στο να δώσουν ριζοσπαστικές απαντήσεις στο πεδίο της οικονομίας και, έτσι, να διευρύνουν τις οργανωτικές τους υποδομές και την κοινωνική τους ακτινοβολία στο πεδίο της πολιτικής. Σήμερα, που το κράτος και η καπιταλιστική αγορά υποχωρούν ταχύτατα από την κάλυψη των υλικών αναγκών της κοινωνίας, τα κινήματα καλούνται να εγκολπώσουν το δημιουργούμενο κενό σε απελευθερωτική κατεύθυνση, ισχυροποιώντας με αυτό τον τρόπο τις δομές τους και αναβαθμίζοντας τις θέσεις τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Σε αυτά τα πλαίσια η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) μπορεί υπό όρους να αποτελέσει την απάντηση για μία παραγωγή / διανομή πέρα από τον καπιταλισμό.

Κατακτώντας τις Υλικές Συνθήκες της Αυτονομίας

Η κοινωνική αυτονομία απαιτεί την καλλιέργεια ικανών υλικών συνθηκών, που θα την καθιστούν εφικτή. Για να καλλιεργούνται όμως οι υλικές αυτές συνθήκες, είναι αναγκαία η διαρκής διάδοση και ο πολλαπλασιασμός σχέσεων παραγωγής και διανομής, που αφενός δίνουν έμφαση στη συνεργασία και την αλληλεγγύη και αφετέρου προσφέρουν άγονο έδαφος για την εκμετάλλευση και την ιεραρχία. Μακριά από τη λογική της μετάθεσης τέτοιων συνθηκών σε ένα απώτερο μέλλον, τα κινήματά μας ήδη υιοθετούν πρακτικές άμεσης δράσης στο οικονομικό πεδίο, προεικονίζοντας στο τώρα τις κοινωνικές σχέσεις του αύριο (Graeber 2007). Μία τέτοια προεικόνιση δεν μπορεί παρά να είναι εγγενώς αντιφατική, αφού φέρει στοιχεία τόσο του παλιού, που απορρίπτουμε, όσο και του νέου, που επιβάλλουμε. Η αντιφατικότητα όμως αυτή δεν αποτελεί σημάδι κάποιου είδους ήττας, όπως συχνά εκλαμβάνεται, αλλά αντίθετα συνιστά ένδειξη γόνιμης πάλης και ανατροπής απέναντι σε έναν ωκεανό παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς. Η θεμελίωση άλλωστε πιο δίκαιων και ελεύθερων σχέσεων παραγωγής, η δικτύωση μεταξύ τους στη βάση της συνεργασίας και η διάδοσή τους μέσα στο κοινωνικό σώμα δεν αποτελεί για εμάς απλώς ένα εργαλειακό μέσο για την επανάσταση αλλά τη σύμπηξη στο τώρα ενός τρόπου ζωής πιο αξιοπρεπούς από το καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς, ενός τρόπου ζωής που συνδυάζει αρμονικά την συνεργατική απάντηση στις υλικές μας ανάγκες με τον αταλάντευτο στόχο για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ποια όμως στοιχεία επιθυμούμε να προεικονίζουμε στις σχέσεις παραγωγής / διανομής του σήμερα για τον αυριανό κόσμο; Είμαστε αντίθετοι με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής / διανομής, γιατί αυτές χαρακτηρίζονται από την ιεραρχία, το απρόσωπο του εμπορεύματος, το ιδιωτικό κέρδος, τις οικονομικές ανισότητες, τον ανταγωνισμό και την καταστροφικότητα της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης. Θέλουμε να τις αντικαταστήσουμε με σχέσεις, που θα προάγουν την έλλειψη κυριαρχίας, την πρόσωπο με πρόσωπο συνεργασία, το κοινωνικό όφελος, το δώρο, την αξία χρήσης των προϊόντων / υπηρεσιών, τη διανομή στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Η εξασφάλιση στο τώρα των υλικών συνθηκών της αυτονομίας μας πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό μας σπρώχνει να μην περιοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στο πεδίο της άσβεστης ταξικής πάλης αλλά να δημιουργούμε τις δικές μας οικονομικές δομές σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και, κυρίως, να τις δικτυώνουμε μεταξύ τους.

Πιο σημαντικό, κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις, που προεικονίζουν τον αυριανό κόσμο, δεν μπορούν παρά να καταπολεμούν την εκτεταμένη αυτονόμηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, που κατέστη εφικτή με την επικράτηση του οικονομισμού ως κοινού τόπου για τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες των τελευταίων εκατονταετιών, του οικονομικού φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Ο οικονομισμός είναι αυτό το ιδεολογικό δόγμα, που έχει μετατρέψει την καπιταλιστική αγορά σε μία μεγα-μηχανή καταστροφής των ανθρώπων και της φύσης, πλήρως αυτονομημένη όχι μόνο από τις πεπερασμένες δυνατότητες της βιόσφαιρας αλλά ακόμη και από τις κοινωνικές ανάγκες που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί. Αντίθετα, μέσα από τα οικονομικά μας εγχειρήματα πρέπει να στοχεύουμε στην γενικευμένη αυτοδιαχείριση (Βαρκαρόλης 2012), δηλαδή στην πλήρη απορρόφηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, όχι αναγκαστικά στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού, που θα προϋποθέτει το κράτος, αλλά μέσα από την τοπικοποίηση (Zibechi 2010) και την αποανάπτυξη (Τάιμπο 2012).

Η Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία ως Δυνατότητα

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) δεν είναι καινούργιο φαινόμενο αλλά εμφανίζεται ιστορικά με τη γέννηση του εργατικού κινήματος ως αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης του (Λιερός 2012). Αποτελεί τύπο οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος παρρεκλίνει από τους τύπους που παράγουν το κράτος και η καπιταλιστική αγορά ως προς τις σχέσεις τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και μεταξύ των εργαζομένων και της κοινωνίας. Έτσι, βασικά της χαρακτηριστικά είναι αφενός η διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας των εργαζομένων μεταξύ τους και σε διαπροσωπικό επίπεδο με την κοινότητα και αφετέρου η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών και η παραγωγή κοινών αγαθών. Ειδικότερα, οι σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους συναρθρώνονται γύρω από την εκούσια συμμετοχή, την ισότητα των μελών και την αμεσοδημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ επεκτείνονται και πέρα από κάθε μεμονωμένη οικονομική μονάδα μέσα από την δικτύωση και την ομοσπονδίωση των εγχειρημάτων της ΚΑΟ. Επιπρόσθετα, τέτοια εγχειρήματα προσανατολίζονται στην ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών, των ίδιων των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινού, όπου ο όρος ανάγκες δεν δηλώνει μόνο τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές, τις περιβαλλοντικές και τις πολιτιστικές (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Με δυο λόγια η ΚΑΟ προάγει κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης.

Η ΚΑΟ πρέπει να ιδωθεί ως δυνατότητα. Και αυτό γιατί τα εγχειρήματα, που επιθυμούν να ακολουθούν τις αρχές της, καλούνται να αντιμετωπίζουν διαρκώς αντιφάσεις, που γεννιούνται λόγω της εξαναγκασμένης λειτουργίας τους μέσα στο ολοκληρωμένο οικονομικό σύστημα της καπιταλιστικής αγοράς και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Έτσι, σε τέτοια εγχειρήματα η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία δύναται να παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο – πρόταγμα την εξάλειψη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Επιπλέον, η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, η πρόσωπο με πρόσωπο σχέση με τους καταναλωτές, η απαγόρευση της διανομής κερδών και ο σταθερός προσανατολισμός στην ικανοποίηση των κοινωνικών και οικολογικών αναγκών δύνανται να αίρουν την αλλοτρίωση του εργαζομένου ως προς το περιεχόμενο και το προϊόν της εργασίας, που αναπαράγεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εντούτοις, η πάλη ενάντια στην κυριαρχία, την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση συνεχίζεται και στο εσωτερικό των εγχειρημάτων της ΚΑΟ.

Κατά συνέπεια, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό. Το πιο σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι, σε αντίθεση με το στρατήγισμα του κεντρικού σχεδιασμού, που θα επέλθει μετά την κατάληψη του αστικού κράτους, η ΚΑΟ αναπτύσσεται από τα κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας δίκτυα οικονομικής εξουσίας παράλληλα με τα κυρίαρχα δίκτυα της καπιταλιστικής οικονομίας και έτσι διαθέτοντας βαθιά γείωση με τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό το πλεονέκτημα όμως μπορεί να αποτελεί και το σοβαρότερο μειονέκτημα της ΚΑΟ ως προς τον αντικαπιταλιστικό της προσανατολισμό. Και αυτό γιατί τα δίκτυα της ΚΑΟ, όσο εκτεταμένα και καλά οργανωμένα και αν γίνουν, θα είναι πάντοτε καταδικασμένα να απορροφούνται από τον καπιταλισμό, αν δεν αποτελούν αναπόσπαστο οικονομικό όχημα ενός αποφασισμένου αντιεξουσιαστικού κινήματος, που θα αναμετρηθεί και σε ευνοϊκούς συσχετισμούς θα συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό, καταλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγονται μέσω και γύρω από αυτόν.

Η Θεσμική Κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα

Οι νόμοι αντανακλούν συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στο ανταγωνιστικό κίνημα και την κυριαρχία. Εμπεριέχουν λοιπόν όχι μόνο τους κανόνες που εγκαθιδρύουν και διευρύνουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αλλά και επιλογές και παραχωρήσεις της κυριαρχίας προς τους από κάτω, προκειμένου να διασφαλίζεται, έστω επιφανειακά, η κοινωνική ειρήνη.

Η θεσμική κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα έλαβε χώρα με τον Ν. 4019/2011 μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης. Η χρονικότητα αυτής της κίνησης δεν είναι τυχαία. Η κλιμακούμενη υποχώρηση της μισθωτής εργασίας δημιουργεί πρόσκαιρα στο περιθώριο ένα υπεράριθμο δυναμικό κυρίως νέων ανθρώπων, που αποτελούν ενδεχόμενη απειλή για την κυρίαρχη τάξη. Ταυτόχρονα, η καταστροφή των ισχνών προνοιακών υποδομών του κράτους σε συνδυασμό με την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού γιγαντώνει τον χώρο των απόκληρων, που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά. Στη συγκυρία αυτή η επιλογή του συστήματος είναι “βγάλτε τα πέρα μόνοι σας”. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η κατοχύρωση της ΚΑΟ, την οποία και πρέπει να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο για τους δικούς μας σχεδιασμούς κοινωνικής αυτοοργάνωσης και κάλυψης του κενού με άλλους όρους.

Η κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ) του Ν. 4019/2011 είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό, που διαθέτει εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα. Δύναται να αποσκοπεί στην κοινωνική ένταξη και στην παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών κοινωνικού – προνοιακού χαρακτήρα για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού ή στην προαγωγή του τοπικού και συλλογικού συμφέροντος, στην απασχόληση, στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης. Για την ίδρυσή της χρειάζονται τουλάχιστον 5 μέλη. Τα μέλη δεν φέρουν ευθύνη για τα χρέη της ΚΟΙΝΣΕΠ παρά μόνο μέχρι το ύψος της συνεταιριστικής τους μερίδας. Η ισοτιμία κάθε μέλους διασφαλίζεται από τον νόμο μέσα από την απαγόρευση κατοχής άνω της μίας συνεταιριστικής μερίδας με δικαίωμα ψήφου. Μόνο μέλη της ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να είναι εργαζόμενοί της. Μέρος των κερδών της ΚΟΙΝΣΕΠ διανέμονται μόνο στους εργαζόμενούς της (όχι στα μέλη – μη εργαζόμενους). Συγκεκριμένα, τα κέρδη διατίθενται ποσοστιαία, ετησίως, ως εξής : (α) 5% για σχηματισμό αποθεματικού, (β) έως 35% διανέμεται στους εργαζόμενους ως κίνητρο παραγωγικότητας και (γ) το υπόλοιπο (τουλάχιστον 60%) διατίθεται για τους σκοπούς της επιχείρησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Υπάρχουν προβλέψεις για την επιχορήγηση των ΚΟΙΝΣΕΠ καθώς και για την φορολογική τους μεταχείριση προς το ευνοϊκότερο, εντούτοις αυτές τελούν πάντα υπό την αίρεση των εκάστοτε επιλογών του κράτους. Η ίδρυση μίας ΚΟΙΝΣΕΠ έχει μηδενικά σχεδόν έξοδα.

 Ο Ελληνικός θεσμός των ΚΟΙΝΣΕΠ πάσχει. Η αμεσοδημοκρατική διάσταση του θεσμού συρρικνώνεται στο μέτρο που καθίσταται υποχρεωτική από τον νόμο η εκλογή διοικούσας επιτροπής με τουλάχιστον τρία μέλη και με θητεία όχι μικρότερη των δύο ετών. Τα νομοθετικά αυτά εμπόδια στη δημοκρατία στους χώρους δουλειάς των ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να μετριαστούν με τους εξής τρόπους : (α) με την εκλογή όλων των μελών ή όλων των εργαζομένων στη διοικούσα επιτροπή, (β) με τη συρρίκνωση των εξουσιών της διοικούσας επιτροπής, (γ) με θεσμίσεις στο καταστατικό για τη δυνατότητα ταχείας ακύρωσης των αποφάσεων της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση των μελών, (δ) με την ανακλητότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση και την εκλογή νέων, (ε) με την εναλλαξιμότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής και (στ) με την εν τοις πράγμασι κατάργηση της λειτουργίας της διοικούσας επιτροπής στις εσωτερικές διαδικασίες και τη λήψη των αποφάσεων από όλα τα μέλη. Μειονέκτημα επίσης του θεσμού είναι η δυνατότητα διανομής κερδών, έστω και αν αυτή είναι μέχρι 35% αποκλειστικά και μόνο στους εργαζόμενους, καθώς και η μη καθιέρωση υποχρεωτικού ίσου μισθού για όλους τους εργαζόμενους και ενός ανώτατου ορίου του μισθού αυτού (λ.χ. 3 φορές ο βασικός). Το κυριότερο όμως μειονέκτημα του Ελληνικού θεσμού είναι ο αφόρητος περιορισμός των σκοπών των ΚΟΙΝΣΕΠ. Συγκεκριμένα, ο Ν. 4019/2011 αποκλείει εμμέσως ολόκληρα κομμάτια της παραγωγής από την ανάπτυξη εγχειρημάτων της ΚΟΑ, τα οποία πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας από το κράτος και το κεφάλαιο. Όλες όμως οι παραπάνω αδυναμίες του θεσμού μπορούν να αίρονται με de jure ή de factoεπιβολή μέσα από τους αγώνες μας για έναν νέο συνεργατισμό πέρα από το μισητό καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς.

Βιβλιογραφία

Βαρκαρόλης Ορέστης (2012). Δημιουργικές Αντιστάσεις και Αντεξουσία, Καφενείον το Παγκάκι, Αθήνα.

GraeberDavid (2007). Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας, Στάσει Εκπίπτοντες, Θεσσαλονίκη.

Λιερός Γιώργος (2012). Υπαρκτός Καινούργιος Κόσμος, Κοινωνική / Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Καπογιάννης Δημήτρης, Νικολόπουλος Τάκης (2012). Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, Το Μετέωρο Βήμα μιας Δυνατότητας, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Τάιμπο Κάρλος (2012). Η Πρόταση της Αποανάπτυξης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

ZibechiRaul (2010). Αυτονομίες και Χειραφετήσεις, Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, Αλάνα, Αθήνα.

 

Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

του Antonio Senta

Το δημόσιο χρέος είναι μια ιδεολογική κατασκευή, είναι όμως κι ένα ισχυρό όργανο υποδούλωσης των ‘’νεοϋπηκόων’’ των σύγχρονων κρατών.

Υπάρχει μια λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς τα τελευταία πέντε χρόνια στα μέρη μας: ‘’χρέος’’, συνήθως συνδεδεμένη με τον όρο ‘’κρίση’’ και, κατά συνέπεια, ‘’κρίση  του χρέους’’. Το χρέος παρουσιάζεται σαν αδιαμφισβήτητο δεδομένο, με τη σειρά του αιτία της γενικευμένης οικονομικής κρίσης που μέσα σε λίγα χρόνια οδήγησε στην φτώχεια εκατομμύρια κατοίκους σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.

Ίσως είναι χρήσιμο λοιπόν να σκεφτούμε βαθύτερα γύρω από αυτό τον όρο. Γενικότερα κυριαρχεί η πίστη ότι η έννοια του χρέους είναι μια ιδιαιτερότητα της σύγχρονης εποχής, σύμφωνα με μια γραμμική διαδοχή κατά την οποία ο ‘’πρωτόγονος‘’ άνθρωπος πρώτα χρησιμοποίησε την ανταλλαγή, μετά επινόησε το νόμισμα και εν συνεχεία αναπτύχθηκαν χρεωστικά και πιστωτικά συστήματα. Τα τελευταία θεωρούνται ότι γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των σύγχρονων κρατών και ότι είναι αναμφίβολο σύμπτωμα προόδου. Στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι αλήθεια, οι πηγές, ήδη από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά και τη σφηνοειδή γραφή της μεσοποταμίας, αποδεικνύουν το αντίθετο, ότι δηλαδή στις προκρατικές ή χωρίς κράτος  κοινωνίες υπήρχε – και υπάρχει – μια πιστωτική οικονομία χωρίς νόμισμα. Το συμπέρασμα είναι ότι το χρέος προυπάρχει της γέννησης του κράτους και της νομισματικής οικονομίας. Παραδείγματος χάρη στους Σουμέριους γύρω στο 3500 π.χ τα χρέη πληρώνονταν σε ρύζι, γίδες, λίθινα ή άλλα αντικείμενα…με κάθε είδους ‘’εικονικό χρήμα’’. Κοινωνικές σχέσεις πίστωσης και χρέους συνυφαίνονται, στην ιστορία και τους διαφορετικούς πολιτισμούς, με δυναμικές δώρου και ανταλλαγής σύμφωνα με ένα μη γραμμικό σχήμα. Το χρέος σε αυτή την περίπτωση είναι μια από τις μορφές της σχέσης μεταξύ προσώπων, στην οποία ο οφειλέτης αναλαμβάνει ένα είδος ηθικής υποχρέωσης απέναντι στον πιστωτή. Σήμερα πολλοί θεωρούν αυτονόητη την άποψη σύμφωνα με την οποία τα ανθρώπινα όντα ενεργούν εγωιστικά αποφασισμένα να υπολογίζουν σε κάθε κατάσταση την πλεονεκτικότερη θέση και το μεγαλύτερο κέρδος. Αυτός είναι ο λόγος, ας πούμε παρενθετικά,  που  η οικονομία ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως ανώτερος θεωρητικός κλάδος ανάμεσα στο σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Οι πειραματικοί ψυχολόγοι απέδειξαν ότι αυτή η άποψη είναι απλώς λάθος. Στην πραγματικότητα άντρες και γυναίκες, σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς τόπους, λειτουργούν με τρόπους κομουνιστικούς και μοιράσματος, δηλαδή σύμφωνα με τη γνωστή αρχή ‘’από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του’’, η οποία με τη σειρά της είναι η βασική αρχή όποιου συνεργάζεται σε ένα κοινό πρόταγμα και εν κατακλείδι το θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Ιεραρχικές και κομουνιστικές κοινωνικές σχέσεις, πάντα αλληλοπλέκονταν, επιβάλλονταν, συγκρούονταν. Κυριαρχία και συνεταιρισμός είναι οι δύο όροι μιας διαλεκτικής που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη δράση.

Το πλαίσιο αλλάζει όταν στο παιχνίδι μπαίνει το κράτος και η πιστωτική οικονομία μετασχηματίζεται σε έντοκη οικονομία, ή μάλλον καλύτερα όταν από μια οικονομία βασισμένη στην ανταλλαγή πλούτου και την υπόσχεση μιας μελλοντικής αντικαταβολής, περνάμε σε μια οικονομία όπου στην αντικαταβολή προστίθεται ένα επιπλέον κόστος, ένας τόκος για την ακρίβεια. Κι εδώ πρέπει να γκρεμίσουμε  ένα μύθο, βασίσμένο στις νεοφιλελεύθερες θέσεις που υποστηρίζουν ότι κράτος και αγορά βρίσκονται σε αντίθεση. Η ανθρωπολογική και ιστορική ανάλυση αποδεικνύει ότι οι αγορές γεννήθηκαν στην αρχαιότητα γύρω από κρατικούς στρατούς, υποχρεώνοντας τους υπηκόους, οι οποίοι μόνο κατόπιν έγιναν ‘’πολίτες’’, να χρεωθούν. Με άλλα λόγια:  το κράτος αποφασίζει τη διεξαγωγή πολέμου και φορολογεί τους υπηκόους του (τους καθιστά οφειλέτες) για να χρηματοδοτήσει το στρατό και την κατάληψη περιοχών που ανήκουν σε άλλους.

Τώρα αυτή η έννοια του χρέους, συνδεδεμένη όχι μόνο με τις έννοιες τους κράτους και της αγοράς αλλά και του πολέμου και της βίας δεν αποτελεί μια ηθική υποχρέωση αλλά μια άρνηση της ελευθερίας, μια υποταγή. Αυτό είναι το είδος του χρέους που τα ισχυρά δυτικά κράτη, με τις ΗΠΑ προεξάρχουσες, απαιτούν από τους υπηκόους τους, είτε ζουν στην πατρίδα είτε είναι τυπικά μέλη άλλων εθνών. Οι σύγχρονες ΗΠΑ μοιάζουν με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος: απαιτούν ανταλλάγματα υπό την απειλή στρατιωτικής επέμβασης. Το δολάριο στηρίζεται μόνο στη δύναμη των όπλων, στις οκτακόσιες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις εκτός ΗΠΑ, στην ικανότητά τους να πετούν βόμβες σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου λίγα λεπτά μετά τη λήψη της απόφασης: αυτό είναι και τίποτα άλλο που κρατάει όρθιο ολόκληρο το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, το οποίο είναι οργανωμένο γύρω από το δολάριο. Τα γραμμάτια του αμερικανικού δημόσιου ταμείου, συστατικό στοιχείο του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, δεν θα πληρωθούν ποτέ – όπως οφείλεται να συμβαίνει σε κάθε δανεισμό που  λήγει –  αλλά θα επαναχρηματοδοτούνται συνεχώς. Το κρατικό χρέος είναι μια υπόσχεση που δεν θα τηρηθεί ποτέ. Στην πραγματικότητα το αμερικανικό χρέος αγοράζεται από τις τράπεζες εκείνων των χωρών που βρίσκονται υπό στρατιωτική κατοχή ή υπό την απειλή της.

Μια ψευδής ηθική προσταγή

Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ, όπως για την Ιταλία, όπως για όλα τα κράτη. Το χρέος, τυπικός μηχανισμός του στρατιωτικού-κρατικού καπιταλιστικού συστήματος, διατηρείται με τη βία και το ψέμα: με στρατούς, φυλακές, αστυνομίες, ιδιωτικά πρακτορεία ασφάλειας,  στρατιωτικά και άλλα συστήματα παρακολούθησης , μηχανές προπαγάνδας κάθε τύπου. Όλες οι πολιτικές που μας στραγκαλίζουν καθημερινά βασίζονται στην ουσία σε μια απάτη που μεταφέρει σε μας τους οφειλέτες μια ψευδή ηθική προσταγή: ‘’πλήρωσε τα χρέη σου!’’ Όμως αυτό είναι ξεκάθαρος εκβιασμός με στόχο την υποδούλωσή μας, πέρα από το ότι είναι αδύνατο: υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος του χρέους των αμερικανικών οικογενειών ισούται με το 130% του εισοδήματός τους. Είναι λοιπόν κάτι που δεν θα μπορέσει να επιστραφεί και το οποίο διατηρεί ανέπαφες τις αλυσίδες της σύγχρονης δουλείας: της μισθωτής εργασίας, της ενοικίασης της ελευθερίας μας. Κάθε πρωί πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τα χρήματα που θα μας βοηθήσουν να μην υποκύψουμε απέναντι στο χρέος, να διατηρήσουμε τη μόνη ελευθερία που μας παραχωρείται, εκείνη του να είμαστε σύγχρονοι σκλάβοι, υποταγμένοι στο μισθό.

Όμως ο ιμπεριαλισμός του χρέους έχει δεχθεί πολλές πιέσεις τα τελευταία χρόνια: οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την επιμονή τους να απαιτούν ώστε τα χρέη να πληρωθούν αποκλειστικά από τις τσέπες των φτωχών, συγκρούστηκαν πρώτα με ένα κίνημα κοινωνικής εξέγερσης, που ξεκίνησε στο Seattle το 1999, κατόπιν με μια ανοικτή οικονομική εξέγερση στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Τώρα αυτές οι πολιτικές προωθούνται στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς λαούς, με περισσότερη οξύτητα στις νότιες χώρες της ηπείρου. Παρά τις μαζικές και αιφνίδιες επιθέσεις στις συνθηκες της ζωής όλων μας, το παιχνίδι είναι ακόμη ανοικτό, τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα, αλλά και την Ισπανία και κατά κάποιο τρόπο την Πορτογαλία και σε άλλα μέρη, χαράσσουν ένα δρόμο Αντίστασης που μπορεί να έχει αποτελέσματα.

Το να προκαλείς την κρατική κυριαρχία, να την αποδομείς, να υποσκάπτεις τα θεμέλιά της σημαίνει να διαλύεις την υποτιθέμενη αληθοφάνεια της έννοιας του δημόσιου χρέους: είναι μια πλαστή αναπαράσταση, μια επινόηση, μια ιδεολογική κατασκευή, είναι όμως κι ένα ισχυρό όργανο υποδούλωσης των ‘’νεουπηκόων’’ των σύγχρονων κρατών. Το χρέος – και κατα συνέπεια το νόμισμα –  δεν έχει καμία ουσία, δεν είναι ‘’συγκεκριμένα’’ τίποτα. Η φύση του είναι ενδογενώς πολιτική και σε αυτό το επίπεδο είναι που παίζεται το παιχνίδι.

Antonio Senta

Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος


Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A rivista anarchica, Μάρτιος 2013.

Αναρχικοί της Βενεζουέλας: Θάνατος του Τσάβες – Ούτε θρηνούμε, ούτε πανηγυρίζουμε

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/chavez/

Chavez obit update

Μέσω: Libcom.org

Η El libertario, η αναρχική συλλογικότητα της Βενεζουέλας, μόλις δημοσίευσε αυτή τη δήλωση για το θάνατο του Τσάβες

Όταν μια ασθένεια επιδεινώνεται, όταν η ιατρική περίθαλψη γίνεται το όχημα για μυωπικές, πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις, όταν ένας ασθενής μεθάει από την εξουσία, μόνο αυτό μπορεί να είναι το τελικό αποτέλεσμα. Ο ισχυρός πολιτικός άνδρας [caudillo (ηγέτης)] πεθαίνει, και με το θάνατό του ξεκινάει μια ουσιαστική μετατόπιση στο πολιτικό τοπίο της Βενεζουέλας.

 Αυτό που αποτελούσε το πιο δυνατό σημείο του καθεστώτος, μετατρέπεται ξαφνικά στη βασικότερη αδυναμία του: Ο Τσάβες ήταν τα πάντα και, χωρίς αυτόν, η μόνη λύση είναι να επινοήσουμε την απόλυτη δέσμευση στη μνήμη του. Τώρα βλέπουμε πόσο εύθραυστη ήταν στην πραγματικότητα η κυβέρνηση, μια κυβέρνηση η οποία προσπαθούσε να επιδεικνύει το “λαϊκό, σοσιαλιστικό” χαρακτήρα της μέσω της λατρείας μιας τραγελαφικής προσωπικότητας – μια πρακτική που τώρα πλέον συρρικνώνεται στην κούφια επίκληση πνευμάτων. Γι’ αυτό τον εκφυλισμό φταίει ο ίδιος ο νεκρός, καθώς η απόκρυψη στοιχείων που αφορούσαν την ασθένειά του είχε τα ίδια κίνητρα με την ακραία συγκέντρωση εξουσίας γύρω του, ενώ η απουσία ιδεολογικής συνοχής ανάμεσα στους οπαδούς του τούς έχει αφήσει τώρα να αναζητούν τα ψίχουλα που έχουν απομείνει. Αυτοί που πρόκειται να επωφεληθούν από την όλη κατάσταση είναι οι επικεφαλής γραφειοκράτες -οι “rojo-rojito” [κόκκινοι του Τσάβες]- όπως και τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού, καθώς διαπραγματεύονται ήδη την ατιμωρησία τους για τα παραπτώματα και τη διαφθορά τους.

Για τη δεξιά πτέρυγα και τη σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση, η εξέλιξη αυτή ενισχύει την αποφασιστικότητά τους να επικεντρωθούν στις εκλογές – άλλωστε, οι μαριονέτες που είναι επικεφαλής τους θα είναι υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές του Σεπτέμβρη, ευελπιστώντας ότι θα συνεχιστεί η ορμή των προκριματικών του περασμένου Φλεβάρη. Ωστόσο, ο “γιάπικος λαϊκισμός” [“populismo sifrino” (ο λαϊκισμός των κολεγιόπαιδων)] που προτείνουν -ο οποίος υπόσχεται στους ψηφοφόρους ότι θα διατηρήσουν και θα τελειοποιήσουν τους πελατειακούς μηχανισμούς της κυβερνητικής εξουσίας- στηρίζεται στο [αν θα καταφέρουν] να εμπνεύσουν [χειραγωγήσουν] ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ώστε να τους δείξει την ίδια εμπιστοσύνη που έδειχνε και στις καλές προθέσεις του Κομαντάτε [Τσάβες]. Εν ολίγοις, η αντιπολίτευση -μες στην αυταρέσκειά της- πιστεύει ότι αυτή η ευτυχής απρόβλεπτη εξέλιξη τους επιτρέπει τελικά να έχουν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, μια δυνατότητα που δεν την είχαν για πολλά χρόνια χάρη στην ιδιοτέλεια, τα λάθη, την αδράνεια και την ανικανότητά τους. Αν ξαναπάρουν την εξουσία, θα την ασκήσουν με την ίδια αγυρτεία και απληστία όπως η Μπολιβαριανή μπουρζουαζία του Τσάβες.

Πίσω απ’ όλους αυτούς τους τιποτένιους οπορτουνιστές -που ανήκουν τόσο στον Gran Polo Patriótico [τον συνασπισμό του Τσάβες], όσο και στον Mesa de Unidad Democrática [τον συνασπισμός της αντιπολίτευσης]- βρίσκεται η Βενεζουέλα, μια χώρα που αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα: Πληθωρισμός εκτός ελέγχου, αύξηση της ανεργίας και της περιστασιακής εργασίας, απίστευτη ανασφάλεια σε προσωπικό επίπεδο, οι παροχές ηλεκτρικού ρεύματος και νερού σε [ταυτόχρονες] κρίσιμες καμπές, τα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας σε μαρασμό, στεγαστική ανεπάρκεια, άχρηστα -ή ημιτελή- δημόσια έργα, μια δημαγωγική προσέγγιση που επικεντρώνεται μόνο στην πιο ακραία φτώχεια των πιο απελπισμένων ανθρώπων… και πάμπολλα άλλα προβλήματα, με εξίσου ολέθριες συνέπειες.

Αυτά τα προβλήματα δεν είναι το βασικό μέλημα των δύο συμμοριών που ανταγωνίζονται για την επικράτηση στις Miraflores [στο προεδρικό μέγαρο και στη Βουλή], καθώς και για το πλιάτσικο στο πετρέλαιο. Η απάντησή μας όμως σ’ αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να είναι το να μην ενδώσουμε στον εκβιασμό τους: Να μην τους στηρίξουμε στις κάλπες, ως αντάλλαγμα για “λύσεις” που δε θα υλοποιηθούν ποτέ ή θα είναι γελοία ανεπαρκείς. Τώρα είναι η ώρα για να ξεπεράσουμε τους σάπιους μελλοντικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς και για να οικοδομήσουμε -από τα κάτω- μια πραγματική δημοκρατία της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Πρέπει να απελευθερώσουμε τη γενικευμένη οργή μας από τα δεινά μας και να τη μετατρέψουμε σε αυτόνομους κοινωνικούς αγώνες, αγώνες αυτοοργανωμένους και σαρωτικούς. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στους πολιτικούς που έχουν την εξουσία ότι δεν τους χρειαζόμαστε, ούτε ως διαμεσολαβητές ούτε ως ελεήμονες χορηγούς αυτών που εμείς οι ίδιοι μπορούμε να χτίσουμε -ενωμένοι και από τα κάτω- χωρίς να χρειαζόμαστε “καθαρά χέρια” [“manos blancas”] ή “κόκκινους μπερέδες”.