Category Archives: Αταξινόμητα

Γιατί απορρίπτουμε την καθεστηκυία πολιτική; Εκλογική αποχή κι αγώνας για τη δημοκρατία

astensione 
του Νίκου Ηλιόπουλου

1. Τι είναι η καθεστηκυία πολιτική; Είναι οι εκλογές, τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, και οι άνθρωποι, επαγγελματίες συνήθως στα κόμματα και τα συνδικάτα, οι οποίοι συμμετέχουν και συμβάλλουν στη λειτουργία τους. Είναι το πολιτικό καθεστώς που κυριαρχεί σήμερα όχι τόσο λόγω της απουσίας ανοιχτής αμφισβήτησης όσο λόγω έλλειψης μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης.

2. Αυτό το πολιτικό καθεστώς αυτοανακηρύσσεται δημοκρατικό. Ποιο είναι στα χαρτιά το υπέρτατο επιχείρημά του; Το ότι ο λαός είναι η πηγή της εξουσίας. Ποια είναι όμως στην πράξη η πηγή της νομιμοποίησής του; Οι εκλογές. Δηλαδή, με ακριβείς και αδιαμφισβήτητους όρους, η ψήφος των πολιτών (εκλογέων/θεατών) κάθε 4 χρόνια για να εκλέξουν αυτούς που θα αποφασίζουν αντί για αυτούς επί 4 χρόνια. Οι εκλογείς δεν αποφασίζουν για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας και τους νόμους που την αφορούν, υποδεικνύουν απλώς τα πρόσωπα που θα αποφασίζουν για λογαριασμό τους.

3. Αν, όμως, δεχτούμε ότι η δημοκρατία, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει, είναι η εξουσία του δήμου, το καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό. Αν πιο συγκεκριμένα θεωρήσουμε ότι το περιεχόμενο της εξουσίας του λαού είναι το δικαίωμα όλων στις αποφάσεις για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας και για τους θεμελιώδεις νόμους της, και η άσκηση επίσης της δικαστικής εξουσίας, επιβεβαιώνεται η μη δημοκρατικότητα του καθεστώτος. Το όνομά του δεν έχει τόση σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι το αντιπροσωπευτικό καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό, και η αυτοανακήρυξή του ως δημοκρατία είναι ψευδής και υποκριτική.

4. Θα μας αντιτείνουν ότι η καθεστηκυία πολιτική δεν είναι μόνο οι εκλογές. Οι συμμετέχοντες στο κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς θα μας πούν ότι η καθεστηκυία πολιτική είναι επίσης το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των απόψεων, το δικαίωμα στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, το δικαίωμα σε μια επιλεγμένη ελεύθερα από τον καθένα ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία, κ.ά.

Απέναντι σε μια τέτοια επιχειρηματολογία, που εκλαμβάνει τη δημοκρατία ως εκλογές συν τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, προσθέτοντας τώρα και τον διάκοσμο των δημοσκοπήσεων, μπορούμε να αντιτείνουμε τα εξής επιχειρήματα. Καταρχάς, τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν κατακτήθηκαν μέσα στα όρια της καθεστηκυίας πολιτικής αλλά με την απόρριψη και τη διάρρηξη αυτών των ορίων. Η καθεστηκυία εξουσία παρουσιάζει πάντα την αναγνώριση ενός δικαιώματος ως δική της προσφορά, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν προηγηθεί μακρόχρονοι αγώνες για την αναγνώρισή του.Κατόπιν, το θέμα της δυνατότητας της αποτελεσματικής άσκησης αυτών των δικαιωμάτων τίθεται συνεχώς. Έχω μεν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης μου, αλλά πού και πώς θα μπορούσα να εκθέσω ισότιμα τη γνώμη μου ως απλός πολίτης; Τι αποτέλεσμα θα έχει αυτή η έκφραση; Εξάλλου, αυτά τα δικαιώματα δεν είναι μια για πάντα εγγυημένα και θα μπορούσε να τα καταργήσει μια κυβερνητική εξουσία νομιμοποιημένη από τις κάλπες.
Ας υπογραμμίσουμε ότι καμμιά διαδικασία συλλογικής σύσκεψης των πολιτών, έστω κι αν είναι εκλογείς, δεν προβλέπεται στο ισχύον πολιτικό καθεστώς. Να, λοιπόν, ένα τελείως δημοκρατικό δικαίωμα το οποίο δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί. Είναι αλήθεια ότι τα μέλη ενός κόμματος ή ενός συνδικάτου συνεδριάζουν. Είναι επίσης αλήθεια ότι, κατά τις κινητοποιήσεις, οι ενδιαφερόμενοι διοργανώνουν γενικές συνελεύσεις. Οι πολίτες όμως ποτέ δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, ενώ θα μπορούσαν να συσκέπτονται, π. χ. μέσα σε ένα εκλογικό κέντρο.Ωστόσο, το αποφασιστικό επιχείρημα είναι άλλο. Αυτοί που αποφασίζουν για τις βασικές κατευθύνσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι οι πολίτες, ακόμα κι αν έχουν όλα τα δικαιώματα του κόσμου, αλλά οι επαγγελματίες της πολιτικής. Ο πολίτης, στην πραγματικότητα ο ψηφοφόρος – εφόσον από τα πράγματα ο πολίτης περιορίζεται όλο και περισσότερο σε ψηφοφόρο –, συμμετέχοντας στις εκλογές και εκλέγοντάς τους, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιεί την εξουσία τους. Ο αποφασιστικός χαρακτήρας αυτού του επιχειρήματος αναδεικνύεται πλήρως αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση: σε κρίσιμες για το ισχύον καθεστώς εκλογές, σημαντικός αριθμός πολιτών δεν προσέρχεται στις κάλπες. Θα δούμε τότε ότι προσβάλλεται η νομιμοποίηση του καθεστώτος, και μια άβυσσος ανοίγει ανάμεσα στην εξουσία, που δεν έχει άλλη πηγή νομιμοποίησης παρά τον υπάκουο λαό ψηφοφόρων, και τους πολίτες που απαιτούν να αποφασίζουν αυτοί. Ασκώντας ελεύθερα όλα τα δικαιώματά του, ο πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ουσιαστικά στις αποφάσεις για τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνίας. Μπορεί μόνο να εκτρέψει την πολιτική μιας κυβέρνησης. Ο ρόλος του περιορίζεται σε μια αμυντική, διορθωτική, λειτουργία διαμαρτυρίας. Δεν συμμετέχει σε καμιά συλλογική διαβούλευση δημιουργίας νέων ιδεών και αυθεντικών προτάσεων.

5. Τι είναι η καθεστηκυία πολιτική; Είναι οι εκλογές που νομιμοποιούν μια προσχηματισμένη ελίτ να αποφασίζει για εκατομμύρια πολιτών που θεωρούνται υπήκοοι. (Ελίτ: οι εκλεκτοί, ο όρος αποτελεί ευφημισμό.) Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το κυρίαρχο πολιτικό φαντασιακό περιορίζεται στη φαντασιακή σημασία του δικαιώματος ψήφου.

ΙΙ

6. Με βάση αυτή την απλή διαπίστωση, είναι φανερό ότι κανένας ριζικός, δημοκρατικός, μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει στη σημερινή κοινωνία χωρίς την οριστική εγκατάλειψη, από έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτών, της καθεστηκυίας πολιτικής. Χωρίς την κατηγορηματική απόρριψη αυτής της πολιτικής, δεν υπάρχει κανένα μέσο για να δημιουργηθεί ένα συλλογικό σχέδιο, πολιτικό με την ουσιαστική έννοια του όρου: αμφισβήτηση της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας και όλων των θεσμών της.

7. Σίγουρα, το να μη ψηφίζουμε στις εκλογές δεν αρκεί. Είναι όμως μια συμβολική πράξη μεγάλης σημασίας, πρώτο σημαντικό βήμα για να οραματιστούμε μια ουσιαστική πολιτική. Διότι οι εκλογές δεν είναι τελικά μόνο μια διαδικασία νομιμοποίησης της κυβερνητικής εξουσίας. Στο βάθος, ή μάλλον υπεράνω, βρίσκεται ένα πολιτικό φαντασιακό το οποίο υποκριτικά, εν ονόματι της πολιτικής ισότητας όλων, διαχωρίζει δια βίου τα μέλη της κοινωνίας σε αυτούς που είναι προορισμένοι να κυβερνούν και σε αυτούς που προορίζονται και διατίθενται να κυβερνηθούν.

Καμιά εναλλακτική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ρητή αμφισβήτηση αυτής της πρωταρχικής διαίρεσης στην οποία θεμελιώνεται η καθεστηκυία πολιτική, χωρίς την αμφισβήτηση των υπέρτατων αξιών του ισχύοντος πολιτικού καθεστώτος και ολόκληρης της κοινωνίας. Ο πιο αλλοτριωμένος τρόπος να κάνει κάποιος σήμερα πολιτική, είναι να συμμετέχει στην καθεστηκυία πολιτική. Η πιο αλλοτριωτική μορφή αναφοράς στην πολιτική είναι η συμμετοχή στις εκλογές.

Ο σκληρός πυρήνας του κυρίαρχου πολιτικού φαντασιακού είναι το δικαίωμα ψήφου. Να γιατί, μια πολιτική στάση ριζικής αντίθεσης στο ισχύον καθεστώς, είναι χωρίς κανένα δισταγμό η αποχή, η συνειδητή άρνηση αυτού του δικαιώματος. Δεν είναι άρνηση που δείχνει αδιαφορία. Δεν είναι άρνηση που προέρχεται από την υποτίμηση ή την περιφρόνηση των κατακτημένων δικαιωμάτων. Οφείλουμε να διαφυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού τα κατακτημένα δημοκρατικά δικαιώματα. Και το δικαίωμα ψήφου, αλλά για να παίρνουμε αποφάσεις και όχι για να ψηφίζουμε πρόσωπα. Είναι απόρριψη του ισχύοντος πολιτικού φαντασιακού, άρνηση νομιμοποίησης αυτών που αποφασίζουν για μας, για όλους.

Υποθέσαμε ότι, αν όλοι κάνουν αποχή, μια άβυσσος θα ανοίξει ανάμεσα στην αναγκαιότητα της νομιμοποίησης μιας εξουσίας από τις εκλογές και στην απουσία αυτής της νομιμοποίησης. Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτής της αβύσσου, ο σημερινός πολίτης φοβάται και διστάζει. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Θαρραλέα αντιμετώπιση της αβύσσου, πρόταση μιας άλλης πηγής νομιμοποίησης, απαίτηση από τους επαγγελματίες πολιτικούς, με εντελώς δημοκρατικό και όχι βίαιο τρόπο, να σταματήσει η κυνική πορεία προς μια άλλη άβυσσο, αυτή της γενικής καταστροφής. Αρνούμαστε τους επαγγελματίες πολιτικούς σημαίνει ότι αρνούμαστε την καθεστηκυία πολιτική που εκφράζουν.

Ταυτόχρονα, το ίδιο θάρρος θα ωθήσει τους πολίτες να σκεφτούν άλλες μορφές συμμετοχής και νομιμοποίησης των αποφάσεων. Όπως η σύσταση παντού επιτροπών για την υπεύθυνη διαφύλαξη μιας μεταβατικής φάσης. Μπροστά στην ανικανότητα, τη διαφθορά και την ανευθυνότητα, των επαγγελματιών πολιτικών, κανένα από όλα τα κατακτημένα δικαιώματα δεν αρκεί. Ας τους διαμηνύσουμε ευθαρσώς : «Δεν είστε πια νομιμοποιημένοι. Παραιτηθείτε, νέοι άνθρωποι μπορούν να κυβερνήσουν. Όλοι είναι ικανοί για αυτό.» Διότι, δεν λείπουν ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά, ικανοί και δίκαιοι πολίτες σε μια κοινωνία δώδεκα εκατομμυρίων. Δώδεκα εκατομμύρια δεν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν, μας λένε οι ιδεολόγοι του πολιτικού καθεστώτος, διότι είναι πολλοί !

 
 
ΙΙΙ

8. Τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια εναλλακτική πολιτική;

Μια άλλη ερώτηση, γενικότερη, προηγείται αυτής της ουσιαστικής ερώτησης, με βάση τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας : τι θέλουμε να κάνουμε με μια άλλη πολιτική; Θέλουμε να αλλάξουμε δημοκρατικά – πάντα δημοκρατικά – τα πάντα. Και προπαντός θέλουμε να εκθρονίσουμε τις κυρίαρχες αξίες αυτής της κοινωνίας και να δημιουργήσουμε άλλες αξίες. Η καθεστηκυία πολιτική δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες αξίες. Για αυτή, είναι δεδομένες.
Ένα άτομο, όταν γεννιέται σε αυτή την κοινωνία, είναι πάντα προορισμένο – από ποιον άραγε; – να ανατρέφεται από μια οικογένεια, να διαμορφώνεται κατόπιν μέσα σε μια κρατική εκπαίδευση – ποιος άραγε έχει αποφασίσει το περιεχόμενό της; Προορίζεται, στη συνέχεια, για μια επαγγελματική επιμόρφωση με στόχο να ασκήσει την πιο θετικά αξιολογημένη σήμερα δραστηριότητα ανάμεσα σε όλες τις άλλες δραστηριότητες της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή να κάνει μια εργασία. Και αν όλο και περισσότερο τα σημερινά άτομα επιδιώκουν να έχουν περισσότερο «ελεύθερο χρόνο» για διακοπές, σε αντίθεση με το δουλικό χρόνο της δουλειάς, μέχρι τη στιγμή της σύνταξης και του θανάτου, τι άλλο σημαίνει αυτό αν όχι ότι θεωρούν την εργασία που κάνουν για να κερδίζουν το ψωμί τους μια αναπόφευκτη αγγαρεία, από την οποία θέλουν να ξεφύγουν όσο γίνεται πιο γρήγορα;

9. Θέλουμε να αλλάξουμε αυτό το δρομολόγιο. (Η συνοπτική περιγραφή του αποτελεί έναν τρόπο για να απεικονιστούν οι κυρίαρχες σήμερα αξίες.) Δεν θέλουμε όμως να προτείνουμε μία και μοναδική εναλλακτική διαδρομή για τον καθένα και για όλους. Θέλουμε να πολλαπλασιάσουμε τις διαδρομές και να δημιουργήσουμε όσο γίνεται περισσότερες δυνατότητες για τον καθένα, ανάλογα με τις ικανότητες, τις προσδοκίες και τα ταλέντα του, ώστε να πλάθει ο ίδιος την προσωπικότητά του. Θέλουμε να δώσουμε στην εκπαίδευση (από τη γέννηση μέχρι το θάνατο), στην «εργασία», στις διαπροσωπικές σχέσεις και στον πολιτισμό (τέσσερεις τομείς που αφορούν τις συνθήκες για μια ατομική ζωή ελεύθερη και αυτόνομη) τη θέση που τους αξίζει σε μια κοινωνία ελεύθερη και αυτόνομη. Πώς να εγγυηθούμε αυτή την ελευθερία και αυτή την ποικιλία των ατομικών διαδρομών, αν δεν λάβουμε υπόψη τον προορισμό του καθενός για τον εαυτό του και την προοπτική όλων για όλους;

10. Αυτά τα ερωτήματα μιας δημοκρατικής πολιτικής της αυτονομίας, συνδέονται στενά με το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα της εποχής μας: επινόηση ενός νέου νοήματος ζωής για τον καθέναν και για όλους. Δημιουργία πολλών νοημάτων-στόχων κοινωνικής ζωής αντί του ενός και μοναδικού για τον καθένα και για όλους που ισχύει στη σύγχρονη κοινωνία: ανάπτυξη.

11. Η καθεστηκυία πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με τα παραπάνω θεμελιώδη ζητήματα της εποχής μας. Το μοναδικό ενδιαφέρον της είναι η διατήρηση της κοινωνίας στην τωρινή της κατάσταση, με αλλαγές που δεν αγγίζουν την ουσία της. Είναι ένας από τους λόγους, και εν τέλει ο βασικός λόγος, για να απορρίψουμε μια για πάντα αυτή την πολιτική.

12. Μπορούμε να βρούμε όσες διαιρέσεις θέλουμε για τα μέλη των σημερινών κοινωνιών. Αριστεροί ή δεξιοί, με βάση προφανώς την καθεστηκυία πολιτική. Φτωχοί ή πλούσιοι, με βάση την πραγματική κοινωνική κατάσταση ακραίας αδικίας. Συντηρητικοί ή προοδευτικοί, με βάση την εντελώς λανθασμένη αντίληψη ότι η ιστορία έχει νόημα και κατεύθυνση, και ότι προχωρά αναπόφευκτα προς την πρόοδο, την εξέλιξη, την ισότητα.

Η αυθεντική πολιτική διαίρεση είναι: συμφωνούμε ή όχι με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων; Συμφωνούμε ή όχι με την καθεστηκυία πολιτική; Είμαστε υπέρ ή κατά της δημοκρατίας; Αν είμαστε υπέρ της δημοκρατίας, δεν είναι δυνατό να ανεχόμαστε το ρόλο που μας επιφυλάσσει το πολιτικό καθεστώς, ρόλο βωβού και αλλοτριωμένου ψηφοφόρου. 

13. Τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια εναλλακτική πολιτική; Η σκέψη και η συμβολή του καθενός για την επινόηση νέων αξιών, και η ατομική και συλλογική πράξη με στόχο την ανάδειξη αυτών των αξιών, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Και παράλληλα, η δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού πολιτεύματος που θα υιοθετήσει ως ιδρυτική και θεμελιώδη αρχή το δικαίωμα όλων να αποφασίζουν για τις κύριες κατευθύνσεις της κοινωνίας και για τους θεμελιώδεις νόμους της.

IV

14. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, ένα από τα σημαντικά ζητήματα της εποχής μας, η πολιτική απάθεια, φωτίζεται διαφορετικά. Αντί να επικρίνουμε θρηνολογώντας την αδιαφορία των ανθρώπων για τα κοινά, οφείλουμε να διακρίνουμε σε αυτό που νομίζουμε πως είναι αδιαφορία μιακριτική στάση ως προς την καθεστηκυία πολιτική. Στάση η οποία προφανώς δεν αρκεί για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων, είναι όμως ένα πρώτο βήμα απεγκλωβισμού. Έτσι, θεωρώντας τους όλουςως πολίτες, θα μπορούσαμε να απευθύνουμε τις παρακάτω αντι-προσκλήσεις και προσκλήσεις.

15. Δεν καλούμε για ένταξη σε ένα πολιτικό κόμμα, αφού είναι μηχανισμός απαραίτητος για τη λειτουργία του σημερινού πολιτικού καθεστώτος. Δεν καλούμε σε διαδηλώσεις στους δρόμους, υπέρ των άκρως γραφειοκρατικών κρατικών υπηρεσιών, προηγείται ο ριζικός, δημοκρατικός, μετασχηματισμός τους. Ούτε υπέρ της αγοραστικής δύναμης, δηλαδή υπέρ της κατανάλωσης. Ούτε για την απασχόληση, διότι προηγούνται τα ερωτήματα: να δουλέψουμε για τι; για ποιον; για να παράγουμε τι;

Να δράσουμε πολιτικά, είναι άλλο πράγμα από να συνεχίζουμε αυτές τις παραδοσιακές δραστηριότητες που ενδυναμώνουν την κοινωνία στην οποία είμαστε αντίθετοι.

16. Καλούμαστε να σκεφτούμε ότι το νόημα της ζωής μας δεν είναι μια για πάντα δοσμένο και μάλιστα από κάποιον άλλο. Η ζωή μας έχει σήμερα «νόημα» και προκαθορισμένο δρομολόγιο· λέγονται με μια λέξη τρέξιμο, και στην «εκλεπτυσμένη» γλώσσα των ειδικών, ανάπτυξη ή εκσυγχρονισμός. Το «νόημα» της σημερινής μας ζωής, οδηγεί στη μιζέρια με όλα τα νοήματα : μιζέρια συναισθηματική, διανοητική, σχέσεων, πολιτισμική, οικονομική. Η μιζέρια δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, οικονομική. Το «νόημα» της σημερινής μας ζωής, οδηγεί στην επανάληψη, τη μονοτονία, την καταθλιπτική ρουτίνα.

17. Σίγουρα, η επινόηση ενός νέου νοήματος ζωής για τον καθένα και για όλους είναι ένα δύσκολο έργο. Προϋποθέτει έναν βαθύ πολιτισμικό μετασχηματισμό, μια νέα ιστορική δημιουργία. Αλλά, όσο δύσκολο κι αν είναι, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο προς την ελευθερία. Πανεύκολα, μπορούμε να πάμε από εκλογές σε εκλογές, από διαδήλωση σε διαδήλωση, από τη μια αλλοτρίωση στην άλλη. Τίποτα δεν θα αλλάξει στα καθημερινά πράγματα της ζωής μας. Ακόμη κι αν έχουμε μια άλλη Βουλή, άλλους πρωθυπουργούς, η μιζέρια θα συνεχίζεται. Όσο οι πολίτες δεν παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους, όσο η ζωή τους δεν θα εξαρτάται, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, από τις δικές τους ατομικές και συλλογικές αποφάσεις, ουσιαστικά τίποτα δεν θα αλλάζει.

18. Οι ελίτ της κάλπης μας επιφυλάσσουν τη μιζέρια του σήμερα και μας προετοιμάζουν για τη μιζέρια του αύριο. Η λύση δεν είναι να αλλάξουμε ελίτ. Η λύση είναι να καταστρέψουμε την ιδέα της ελίτ, ιδέα που προϋποθέτει σαφέστατα ότι εμείς, οι άλλοι, είμαστε ένα τίποτα στον τομέα της πολιτικής. Ψηφίζοντας ή συμμετέχοντας με τον οιονδήποτε τρόπο στην καθεστηκυία πολιτική, αποδεχόμαστε ρητά ή έμμεσα, συνειδητά ή όχι, αυτή την κάλπικη πολιτική. Αποδεχόμαστε την ταπεινωτική και απάνθρωπη προϋπόθεσή της.

Δεν υπάρχει παρά μία και μόνο λύση για να καταργήσουμε αυτή την προϋπόθεση: να απορρίψουμε οριστικά, κατηγορηματικά και αμετάκλητα, την καθεστηκυία πολιτική. Και να εργαστούμε για τη δημιουργία μιας αυθεντικής πολιτικής, με στόχους ένα δημοκρατικό πολίτευμα, μια νέα πολυποίκιλη διαδρομή για τον καθένα μας και για όλους, ένα νέο νόημα ελεύθερης ζωής σε μια αυτόνομη κοινωνία.

Νίκος Ηλιόπουλος
 Παρίσι, Απρίλιος 2014
Αναδημοσίευση από: http://xwroxronos.blogspot.gr/2014/04/blog-post.html

Δεν Ψηφίζω – Raoul Vaneigem

Raoul Vaneigem2

Πέρσι, η μικρότερη κόρη μου, γυρίζοντας από το σχολείο μου είπε: «Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Μου εξήγησαν ότι όλοι έχουν καθήκον να ψηφίζουν. Εν τω μεταξύ, εσύ δεν ψηφίζεις. Εξήγησέ μου γιατί!»

Είχα, τότε, καλά επιχειρήματα, σήμερα είναι ακόμα καλύτερα.

Κάποτε οι πολιτικές ιδέες είχαν σημασία στα μάτια των πολιτών και καθόριζαν την εκλογική τους επιλογή. Υπήρχε τότε ένα πολύ ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς. Ήδη όμως από τότε φαινόταν καθαρά ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις είχαν κερδηθεί πρώτα απ’ όλα στους δρόμους, με τις εξεγέρσεις, τις απεργίες ή τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις. Οι λαϊκοί ρήτορες και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σοσιαλιστές και «κομμουνιστές» απέδιδαν κατόπιν στον εαυτό τους τα εύσημα και επωφελούνταν για
να ασκούν την επιρροή τους στις μάζες. Χωρίς την αποφασιστικότητα των διεκδικητικών κινημάτων δεν θα υπήρχε ούτε μείωση του χρόνου εργασίας, ούτε πληρωμένες διακοπές, ούτε δικαιώματα περίθαλψης, επίδομα ανεργίας, προνόμια που οι πολυεθνικές μαφίες κατεδαφίζουν σήμερα, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων της δεξιάς και της αριστεράς.

Πολύ σύντομα είδαμε το εργατικό κίνημα να γίνεται γραφειοκρατικό. Φάνηκε ότι τα κόμματα και τα συνδικάτα τα απασχολούσε περισσότερο η αύξηση της εξουσίας τους παρά η προστασία ενός προλεταριάτου που μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπερασπιζόταν μια χαρά τον εαυτό του. Το κόκκινο έγινε ροζ και το ρόδο φυλλορρόησε. Καθώς ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός γινόταν καπνός, η απάτη του λεγόμενου «κομμουνιστικού» κινήματος κατέρρεε με τη διάλυση της σταλινικής αυτοκρατορίας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε μια πραγματική αποικιοποίηση των μαζών. Η ανάδυση και η κυριαρχία μιας οικονομίας κατανάλωσης ήρθαν όντως στην κατάλληλη στιγμή να αντισταθμίσουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα της απο-αποικιοποίησης που οι λαοί του τρίτου κόσμου είχαν αποσπάσει διά της βίας.

Ο μύθος της κοινωνίας της ευδαιμονίας, που προπαγανδίζει ο καταναλωτισμός και που καταγγέλθηκε απ’ το Μάη του ’68, αποσυντίθεται σήμερα και συνοδεύει στη χρεοκοπία του τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, που η κερδοσκοπική του φούσκα σκάει και αποκαλύπτει
γύρω μας το κενό που δημιούργησε το τρελό χρήμα, το χρήμα που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του σε κλειστό κύκλωμα (όχι χωρίς να γεμίζουν στο διάβα του οι τσέπες των μαφιόζων μπίζνεσμαν και των πολιτικών, που μόλις ξαναεκλεγούν θα συστήσουν λιτότητα).

Εν τω μεταξύ το σουπερμάρκετ έγινε το πρότυπο της δημοκρατίας: διαλέγουμε ελεύθερα οποιοδήποτε προϊόν, φτάνει να το πληρώνουμε βγαίνοντας. Το σημαντικό για την οικονομία και αυτούς που επωφελούνται είναι να μας κάνουν να καταναλώνουμε οτιδήποτε για να ανεβαίνει ο τζίρος. Μέσα στην πελατειακή πολιτική που μας μαστίζει σήμερα, οι ιδέες δεν έχουν περισσότερη αξία από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Αυτό που μετράει για τον υποψήφιο είναι να μεγαλώσει την εκλογική του πελατεία, ώστε να πάνε οι δουλειές του καλύτερα για τα εγωιστικά του συμφέροντα.

Tι θα πει πραγματική δημοκρατία; Μια συνέλευση πολιτών διαλέγει αντιπροσώπους για να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις της, τους δίνει εντολή να την εκπροσωπούν και τους ζητάει να δώσουν λόγο για την επιτυχία ή την αποτυχία της αποστολής τους. Όμως, σε τι θα με κπροσωπούσαν αυτοί που:
–κλέβουν τον δημόσιο πλούτο,
–χρησιμοποιούν τους δασμούς και τους φόρους των μισθωτών και των μικροεπαγγελματιών για να ξελασπώσουν τις καταχρήσεις των μπάνγκστερ,
–διαχειρίζονται τα νοσοκομεία σαν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ασθενείς,
–προωθούν τα σχολεία-στρατόπεδα και κατασκευάζουν φυλακές και κλειστά κέντρα αντί να πολλαπλασιάζουν τα μικρά σχολεία,
–υποστηρίζουν τις μαφίες των αγροτικών προϊόντων που εκτρέπουν τη διατροφή από τη φύση,
–καταστρέφουν τους τομείς προτεραιότητας (μεταλλουργία, υφαντουργία, κατοικία, ταχυδρομεία, μεταφορές, υαλουργία, εργοστάσια αγαθών χρήσιμων στην κοινωνία);

Απ’ την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέμα, η απάτη και τα φούμαρα. Είναι η περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαμένα την εμπιστοσύνη του στην κάλπη χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωμένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιμάζει για τη βαρβαρότητα του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων».
Μα, θα πείτε, δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, δεν ξοδεύουν όλοι το χρήμα του φορολογούμενου σε επαγγελματικά ταξίδια, σε έξοδα παραστάσεως, σε διάφορες καταχρήσεις. Μερικοί είναι έντιμοι και αφελείς. Σίγουρα, αλλά αυτοί δεν μένουνε καιρό στην αρένα.
Εν τω μεταξύ χρησιμοποιούνται για προπέτασμα από τους διψασμένους για εξουσία, τους άρρωστους για κυριαρχία, τους διαχειριστές της εκλογικής φάρσας, τους προαγωγούς ενός ίματζ που κοτσάρουν παντού χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση. Ας μην παρεξηγηθώ: αν και η κοινοβουλευτική δημοκρατία σαπίζει όρθια, δεν προτείνω ούτε να την εξαφανίσουμε ούτε να την ανεχθούμε σαν το μη χείρον. Δεν θέλω ούτε το «Βούλωσ’ το!» ούτε το «Μη σταματάς να μιλάς!». Θέλω να ξαναβρεί η πολιτική το αρχικό της νόημα: τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας. Θέλω μια άμεση δημοκρατία που να πηγάζει όχι από δαρμένους, προδομένους πολίτες που λένε «καλά είμαι εδώ», αλλά από άνδρες και γυναίκες που νοιάζονται να προάγουν παντού την αλληλεγγύη και την πρόοδο του ανθρώπου.

Όταν τοπικές κοινότητες δρώντας συνολικά –στο πρότυπο των διεθνών ομοσπονδιών–
αποφασίσουν την αυτοδιαχείρισή τους και εξετάσουν:
–Με ποιο τρόπο θα προωθηθεί η δημιουργία μορφών δωρεάν ενέργειας προς χρήση όλων.
–Πώς θα ιδρυθεί ένας επενδυτικός συνεταιρισμός που θα χρηματοδοτήσει την οικοδόμησή της.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία η συλλογική διαχείριση ενός επενδυτικού ταμείου συγκροτημένου με τέτοια χρηματοδοτική συμμετοχή που να καθιστά δυνατή την άρνηση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων να καταβάλλουν τους δασμούς και τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος-μπάνγκστερ.
–Πώς θα γενικευθεί η κατάληψη των εργοστασίων και η διαχείρισή τους από τους εργαζόμενους σε αυτά.
–Πώς θα οργανωθεί μια τοπική παραγωγή που θα προορίζεται για κατανάλωση από τις τοπικές και τις ομόσπονδες κοινότητες, ώστε να γλιτώσουμε από τις κομπίνες της αγοράς και να εξασφαλίσουμε σιγά σιγά τη δωρεάν διάθεση των αγαθών επιβίωσης, που καταργεί το χρήμα. (Μην πείτε πως είναι ουτοπία! Αυτό ακριβώς έκαναν το 1936 οι ελευθεριακές κοινότητες της Καταλονίας και της Αραγoνίας, πριν να τις συντρίψουν οι κομμουνιστές.)
–Πώς θα διαδοθεί η ιδέα και η πρακτική αυτού του δωρεάν που είναι το μόνο απόλυτο όπλο απέναντι στο εμπορευματικό σύστημα.
–Πώς θα ευνοηθεί η εξάπλωση των λεγόμενων βιολογικών αγροκτημάτων και η διείσδυσή τους μέσα στις πόλεις.
–Πώς θα πολλαπλασιαστούν μικρές σχολικές μονάδες γειτονιάς, απ’ όπου να έχουν εξοριστεί οι έννοιες του συναγωνισμού, του ανταγωνισμού και της αλληλοσφαγής. Ουτοπικό; Όχι. Στο Μεξικό, στο Σαν Κριστομπάλ, το Πανεπιστήμιο της Γης προτείνει μια δωρεάν εκπαίδευση στους πιο διαφορετικούς τομείς (συν τους παραδοσιακούς: εργαστήρια τσαγκαράδων, μηχανικών, ηλεκτρονικών, σιδηρουργίας, φυσικής καλλιέργειας, μαγειρικής, μουσικής, ζωγραφικής κτλ). Η μόνη απαιτούμενη ιδιότητα είναι η επιθυμία για μάθηση. Δεν υπάρχουν διπλώματα, αλλά ζητιέται από αυτούς «που ξέρουν» να μεταδίδουν δωρεάν και παντού τις γνώσεις τους.
–Πώς θα προικιστούν οι τοπικές κοινότητες με υγειονομικούς σταθμούς, όπου θα μπορεί να εξασφαλίζεται η βασική περίθαλψη με τη βοήθεια αγροτικών και συνοικιακών γιατρών.
–Πώς θα οργανωθεί ένα δίκτυο δωρεάν μεταφορών, που να μη μολύνει.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία μια ενεργή αλληλεγγύη με στόχο τα παιδιά, τους γέροντες, τους αρρώστους και τους αναπήρους, τα άτομα με νοητικές δυσκολίες.
–Πώς θα φτιαχτούν εργαστήρια καλλιτεχνικής δημιουργίας ανοιχτά σε όλους.
–Πώς θα μετατραπούν τα σουπερμάρκετ σε αποθήκες, όπου τα προϊόντα, τερπνά και ωφέλιμα, θα ανταλλάσσονται με πράγματα ή με υπηρεσίες, με στόχο να εξαφανιστεί το χρήμα και η εξουσία.

Τότε θα ψηφίσω. Με πάθος!!!

Τίτλος πρωτότυπου: Pourquoi je ne vote pas

1η έκδοση: Siné Hebdo, τ. 80, 17/3/2010

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα: Bibliothèque des enfants perdus, Αθήνα 2010

(Μτφρ. natadipa)

Αναδημοσίευση από: http://classwar.espiv.net/?p=3022

Μία συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στην εφημερίδα ‘Εκτός Νόμου’ το 1990

poliakoff_0
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη, που δημοσιεύτηκε το 1990 στην εφημερίδα της Ένωσης Αναρχικών Θεσσαλονίκης, ‘Εκτός Νόμου’.
‘Εκτός Νόμου’ : Η κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας- σαν ιδεολογία κατακτητική, όπως εσείς έχετε πει- ήταν ένα από τα πιο τρανταχτά αποτελέσματα της κατάρρευσης που συντελέστηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Μιας κατάρρευσης με τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε νίκη του καπιταλισμού, μέσα στα πλαίσια του οικονομικού- πολεμικού ανταγωνισμού; Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ένα κάποιο ναι. Είναι όμως τα πράγματα έτσι απλά;
Γιατί, πέρα από τις θριαμβολογίες της δυτικής κυριαρχίας, υπάρχουν σωρεία ζητημάτων που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή και μια σοβαρή κριτική πάνω στη νέα πραγματικότητα που ξετυλίγεται στις ανατολικές χώρες. Πρώτα- πρώτα πρέπει να δούμε αυτή την ‘παράδοξη’ αλλαγή στο ανατολικό μπλοκ. Πώς δηλαδή ένα σύστημα, που επί μισό αιώνα ανέπτυσσε πυρετωδώς τη στρατοκρατική του υπόσταση πάνω στη βία και τον ολοκληρωτισμό, κατέρρευσε τελικά αναίμακτα, με εξαίρεση ίσως τη Ρουμανία. Εδώ αυθόρμητα ξεπηδάει η σημασία της πάλης των λαών της ανατολικής Ευρώπης ενάντια στο καθεστώς.
Και εδώ θα αναφέρουμε κάποια από τα δικά σας λόγια, που δημοσιεύσατε παλιότερα και που λέτε ότι «η κρίση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας υπάρχει τόσο, στο μέτρο ακριβώς που η ξένωση δημιουργεί μία συνεχή σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα και σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σύγκρουση που εκφράζεται με δύο μορφές: σαν πάλη των εργαζομένων ενάντια στην ξένωση και ενάντια στους όρους της και σαν απουσία ταυτόχρονα των ανθρώπων από την κοινωνία (παθητικότητα- απογοήτευση- αποχώρηση- απομόνωση). Και στις δύο περιπτώσεις –πέρα από ένα σημείο- η σύγκρουση οδηγεί σε ανοιχτή κρίση της κατεστημένης κοινωνίας μόλις η πάλη των ανθρώπων αποκτήσει μια ορισμένη ένταση, έχουμε επανάσταση. Αλλά και όταν η απουσία τους στην κοινωνία ξεπεράσει ένα όριο, έχουμε κατάρρευση του συστήματος».
Η απάθεια και η αδιαφορία των λαών αυτών συνιστούν πρωταρχική ουσία της κατάρρευσης; Κι αν εν τέλει θέλουμε να μιλάμε για κάποια ‘νίκη’ μπορούμε να πούμε ότι οι ανατολικοί λαοί επιθυμούσαν την πτώση του καθεστώτος και το ‘καναν. Μια νίκη όμως που δεν συμπληρώθηκε από μια κοινωνική πρόταση για αλλαγή του συστήματος, αλλά αντιδιαστάλθηκε με τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκ των άνω, εν απουσία της κοινωνίας, όπως πρόσφατα και εσείς διατυπώσατε. Με μόνη ίσως εξαίρεση την Πολωνία, λόγω του ιστορικού υπόβαθρου που έχει μέσω της Αλληλεγγύης.
Και εδώ καταρρίπτεται κάθε θριαμβολογία, διότι ενώ το ρήγμα της Ανατολικής Ευρώπης φαίνεται να ενισχύει τη βεβαιότητα των δυτικών για τον τρόπο ανάπτυξής τους, εν τούτοις τα προβλήματα έγιναν πιο περίπλοκα και ως ένα βαθμό πιο επικίνδυνα, με τη σύζευξη των δύο κόσμων.
Με ποιο τρόπο θα εναρμονιστούν στο δυτικό μοντέλο οι ανατολικοί, αν υπάρχει τέτοια τάση; Με κοινοβουλευτισμό, με δικτατορία; Αν πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα της Ρωσίας και δούμε τις υπερεξουσίες του Γκορμπατσόφ, που, ενώ διατείνεται για αποκέντρωση, ταυτόχρονα συγκεντρώνει στην προεδρική έδρα την απόλυτη εξουσία, καθώς και την επέμβαση του στρατού, διαπιστώνουμε κάποιες αντινομίες.
Η συναίνεση που για τους δυτικούς είναι η ιδεολογία της αφομοίωσης στο σύστημα και που σε ένα βαθμό το έχουν καταφέρει, τι νόημα έχει στις ανατολικές χώρες, σε ποιο πρόγραμμα, σε ποια οικονομία, σε ποιο εντέλει μοντέλο;
Πώς ο τύπος ανθρώπου που παράχθηκε στην Ανατολική Ευρώπη θα αφομοιωθεί από το δυτικό τύπο ανθρώπου, τον τύπο δηλαδή του καταναλωτή, του βιντεόπληκτου και του ατομιστή;
Γιατί ναι μεν οι ανατολικοί κάνουν ουρές για ένα χάμπουργκερ απ’ τα McDonald’s, αλλά αυτό το ίδιο το φαινόμενο δεν υποδηλώνει και έναν επαρχιωτισμό ταυτόχρονα;
Κορνήλιος Καστοριάδης : Για να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, η κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας έχει αρχίσει πολύ πριν από τον Γκορμπατσόφ. Με μία έννοια το φαινόμενο Γκορμπατσόφ και όλα όσα έγιναν αυτή την περίοδο εκφράζουν επίσης αυτή την κατάρρευση.
Η κατάρρευση αυτή στην ουσία έχει αρχίσει τουλάχιστον από το ’56, όταν, απ’ τη μια μεριά ο Χρουστσόφ βγήκε και κατήγγειλε όσα έγιναν στην περίοδο Στάλιν και από την άλλη μεριά και κυριότερη, οι Πολωνοί και οι Ούγγροι εργάτες ξεσηκώθηκαν, έκαναν απεργίες και συμβούλια και τους έσφαξε ο στρατός του σοσιαλιστικού κράτους. Λοιπόν, ήδη από εκείνη τη στιγμή και μετά στην Τσεχοσλοβακία του ’68, όταν δείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να μεταρρυθμιστεί το κομμουνιστικό κόμμα από μόνο του, είχε υπάρξει πια, μπορεί να πει κανείς, μια τέλεια κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας και από την άποψη ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα γι’ αυτά τα καθεστώτα και από την άποψη επίσης ότι ήταν τελείως ανίκανη να πει οτιδήποτε για την εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού, του δυτικού καπιταλισμού.
Πάνω σ’ αυτό έρχονται οι –ας το πούμε έτσι- πραγματικοί παράγοντες, όπως φάνηκε το ’56 και μετά το ’68 και το ’70 και το ’80 στην Πολωνία και στη Ρωσία την ίδια με την εξέγερση του Νιεπροπεντρόφσκα το ’64 και με το συνεχές σαμποτάζ της παραγωγής από τους εργαζόμενους και την αδιαφορία τους για την παραγωγή. Δηλαδή ανέκαθεν υπήρχε μια τεράστια, πότε σιωπηρή, πότε εκφραζόμενη, αντίδραση και πάλη των ανθρώπων εναντίον του συστήματος.
Σ’ αυτή την πραγματικότητα το σύστημα απαντούσε με αυτό που ονόμασα στρατοκρατία, ένα είδος φυγής προς τα μπρος με τις επεκτατικές του τάσεις, προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματά του με μια επέκταση προς τα έξω και μια μετατροπή της κοινωνίας σε ένα τελείως στρατοκρατικό σύστημα.
Αυτό το πράγμα απέτυχε, δηλαδή το σύστημα προς αυτή την τάση έσπασε τα μούτρα του και τα έσπασε και συγκεκριμένα. Το πρώτο φυσικά είναι η Πολωνία, όπου με τα γεγονότα που έγιναν το διάστημα ’79- ’81 με την Αλληλεγγύη, φάνηκε καθαρά ότι όλος ο κόσμος σ’ αυτές τις χώρες, τουλάχιστον στις δορυφόρες χώρες –ας πούμε- ήταν απολύτως εναντίον του καθεστώτος, αλλά όπου οι Ρώσοι δεν τόλμησαν να κάνουν μια στρατιωτική επέμβαση. Την έκαναν έμμεσα μ’ αυτή τη μαριονέτα το Γιαρουζέλσκι, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να επιβληθεί· για δεύτερη φορά, έσπασαν τα μούτρα τους στο Αφγανιστάν.
Από εκείνη τη στιγμή ασφαλώς δημιουργήθηκε μια κρίση μέσα στην ίδια τη γραφειοκρατία και με το γεγονός επίσης ότι άρχισε αυτός ο επανεξοπλισμός ο δυτικός και που ασφαλώς τα διευθύνοντα στρώματα βρέθηκαν μπρος στο δίλημμα αν θα συνεχίσουν τον ανταγωνισμό μέσα σε μία κατάσταση όπου η οικονομία ήταν σε φρικτά χάλια και η τεχνική του επίσης. Διότι όσο και να ‘ναι, είχανε κατορθώσει να είναι στο ίδιο επίπεδο και πιο οπλισμένοι από τους Αμερικάνους, θυσιάζοντας όλο το υπόλοιπο της οικονομίας, παίρνοντας την αφρόκρεμα από τους μηχανικούς, τους τεχνικούς, τους επιστήμονες και ρίχνοντάς τους στην στρατιωτική παραγωγή. Αυτό το πράγμα προφανώς έφτασε σε ορισμένα όρια.
Αυτό που δημιουργεί ένα ερωτηματικό στο οποίο εγώ δεν έχω απαντήσει πώς έχει η κατάσταση, είναι το πώς μπόρεσε μέσα από το γραφειοκρατικό στρώμα να βγει αυτή η ομάδα Γκορμπατσόφ και πώς μπόρεσε ο Γκορμπατσόφ να ανέλθει με τις κάποιες ιδέες που θα είχε οπωσδήποτε.
Πέρα από κει, αυτό που άρχισε ήταν μία τελείως άλλη διαδικασία, δηλαδή μετά από μια πρώτη περίοδο, όπου κανένας δεν φάνηκε να αντιδράει αρνητικά ή φάνηκε να πιστεύει ότι πράγματι κάτι είχε αλλάξει το ουσιαστικό, ξέσπασε η αντίδραση των λαών που ήταν πιεσμένοι τόσον καιρό και είδαμε αυτά που είδαμε στην Πολωνία, στην Α. Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία και ακόμη και στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία, τουλάχιστον στην Κροατία και στη Σλοβενία. Αυτό είναι το ένα.
Το άλλο βέβαια είναι αυτή η καταπληκτική, τουλάχιστον στην Πολωνία, στην Α. Γερμανία και στην Τσεχοσλοβακία, δραστηριότητα που αναπτύχθηκε και οι μορφές που πήρε το φθινόπωρο (σ.τ.ε. φθινόπωρο του 1989) αυτή η ‘αναίμακτη επανάσταση’ που ήταν κάτι πάρα πολύ σπουδαίο και εντυπωσιακό.
Από την άλλη μεριά –και εκεί είναι το βάρος της ερώτησής σας, νομίζω- υπάρχει ασφαλώς κατά τη γνώμη μου μια πολύ αρνητική διάσταση, δηλαδή αυτή η ‘επανάσταση’ –ας το πούμε έτσι- έμεινε καθαρά περιορισμένη στον αντιτυραννικό, αντιολοκληρωτικό της χαρακτήρα και σε καμιά στιγμή δεν πήγε παρακάτωΔηλαδή ούτε όργανα συλλογικά, αυτόνομα δημιουργήθηκαν, ούτε συμβούλια, ούτε σοβιέτ με την παλιά έννοια, ούτε νέες μορφές, απολύτως τίποτα. Απλώς αυτοί οι άνθρωποι θέλανε να φύγει αυτός ο κομμουνιστικός μηχανισμός από τη δικτατορική και ολοκληρωτική εξουσία, την οποία κατείχε.
Και εγώ νομίζω ότι η αρνητική αυτή πλευρά πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Δηλαδή νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μια εκ των προτέρων σαγήνευση, γοητεία του δυτικού συστήματος.  Δεν είναι απλώς ότι θέλουν χάμπουργκερ. Τα πάντα συμβαίνουν ως εάν ήθελαν να γίνει αυτό που έχει γίνει κατά ένα μεγάλο μέρος στη Δύση.
Δηλαδή : η ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, η απάθεια, ο κυνισμός ήρθαν σαν αποτέλεσμα μιας ορισμένης εξέλιξης του καπιταλισμού και βέβαια από τη στιγμή που ήρθαν γίνανε συνθήκη.
 Για να συνεχιστεί αυτό το πράγμα υπάρχει ένας κύκλος στον οποίο τα πάντα στηρίζουν τα μεν τα δε, οι άνθρωποι κάθονται φρόνιμοι και καταναλώνουν και αποχαυνώνονται μπρος στην τηλεόραση, το σύστημα λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί και μπορεί να δίνει και μια δεύτερη τηλεόραση και οι άνθρωποι αποχαυνώνονται ακόμη περισσότερο.
Αυτή η κατάσταση στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας των ανθρώπων υπάρχει στις ανατολικές χώρες πριν υπάρξουν οι προϋποθέσεις. Δηλαδή από τη στιγμή κατά την οποία έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς όλα συμβαίνουν ως εάν τους ανθρώπους να τους ενδιέφερε ένα και μόνο πράγμα, δηλαδή το πώς θα μπορέσουν να μπούνε σ’ αυτή την κατάσταση, να έχει ο καθένας το αυτοκίνητό του, της τηλεόραση, τα τζιν του κ.α.
Το ζήτημα είναι βέβαια ,από την άποψη την πραγματιστική, αν αυτό το πράγμα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δηλαδή, ο καπιταλισμός ο δυτικός κατορθώνει ως τώρα να απαντήσει στο κοινωνικό πρόβλημα με άρτον και θεάματα. Εκεί, άρτος δεν υπάρχει. Ο άρτος με την σύγχρονη έννοια, διότι ο άρτος σήμερα δεν είναι απλά ‘το ψωμί’, αλλά όλα αυτά τα λεγόμενα καταναλωτικά αγαθά.
Από αυτή την άποψη η κατάσταση μου φαίνεται πολύ σκοτεινή, εκτός ίσως από την Τσεχοσλοβακία, που μπορεί να υπάρξει μια εξέλιξη προς ένα ψευτοκοινοβουλευτισμό ή κοινοβουλευτισμό με μια σχετική αναδιοργάνωση της οικονομίας πάνω στο καπιταλιστικό μοντέλο. Στις άλλες χώρες μου φαίνεται πάρα πολύ σκοτεινή η κατάσταση.
Και ακόμα περισσότερο στην ίδια τη Ρωσία. Λοιπόν τώρα τι θα γίνει πάνω σ’ αυτό, δηλαδή αν π.χ. στην τέως Σοβιετική Ένωση με την αδυνατότητα για τους διευθύνοντες κύκλους  -είτε ο Γκορμπατσόφ είναι, είτε ο Γέλτσιν είναι- να δώσουν μία ‘λύση’ στα προβλήματα, αν πάνω εκεί θα σπάσει κάπου η διαδικασία, θα προσπαθήσουν οι άνθρωποι να κάνουν κάτι, αυτό δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς.
Υπάρχουν από τη μία μεριά μερικά σημεία, όπως πέρσι το καλοκαίρι στην απεργία τους οι ανθρακωρύχοι είχαν αιτήματα καθαρά πολιτικά και φέτος πάλι όταν ξανάγιναν απεργίες υπήρχαν αιτήματα καθαρά πολιτικά.
Από τη άλλη μεριά, έχει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάος και μια τεράστια κοινωνική αποσύνθεση, δηλαδή είναι σαν σε κάποιο βαθμό αυτά τα 70 χρόνια του φρικτού ολοκληρωτισμού να έχουν καταστρέψει το κοινωνικό υφάδι κατά κάποιον τρόπο. Και δεν έχει νόημα να κάνει κανείς προβλέψεις, ούτε τίποτα τέτοια.
Ε.Ν. : Μιας και αναφέραμε την πτώση του μαρξισμού, θα θέλαμε να δώσετε τη δική σας άποψη για τη συμβολή των αναρχικών, τόσο σε επίπεδο απόψεων, ήδη από την Α’ Διεθνή με την πάλη Μαρξ και Μπακούνιν, όσο και σε επίπεδο προτάσεων, με την ισπανική επανάστασης από τη μια και το μπολσεβικισμό από την άλλη. Συμμερίζεστε την ιστορική δικαίωση του Μπακούνιν και των αναρχικών, έναντι του Μαρξ και των μαρξιστών, επιχειρώντας μια τέτοιου είδους αντιπαραβολή;
Κ.Κ : Εγώ δεν θα ήθελαν να μπω στη διαδικασία ενός ιστορικού δικαστηρίου μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο και ουσιαστικό μέρος από τις κριτικές των αναρχικών εναντίον των μαρξιστών και του μαρξιστικού ρεύματος ήταν πολύ σωστές και άγγιζαν πολύ βαθιά σημεία σχετικά με το μαρξισμό.
Υπήρξαν επίσης από την αναρχική πλευρά, αφήνω το πρόσωπο του ίδιου του Μπακούνιν, για το οποίο μπορεί να γίνει πολύ συζήτηση, πράγματα τα οποία και αυτά επιδέχονται κριτική, π.χ. η στάση της CNT στην Ισπανία στον εμφύλιο πόλεμο, ήταν περίπου σαν τη στάση όλων των άλλων λεγόμενων εργατικών οργανώσεων και εργατικών κομμάτων. Εγώ νομίζω ότι θα έπρεπε να ξεπεράσουμε αυτές τις αντιμαχίες, τις κριτικές, κλπ.
Εγώ ήμουν μαρξιστής. Έχω πάψει να είμαι μαρξιστής εδώ και 25 χρόνια τουλάχιστον.
Εγώ θα έλεγα δύο πράγματα σχετικά με τον αναρχισμό, για να τα πούμε καθαρά και σταράτα.
Το ένα είναι το γεγονός ότι όλη η θεωρητική πλευρά, μπορεί να πει κανείς, ήταν κάπως ατροφική μες στο αναρχικό κίνημα. Όχι ότι μετά το Μαρξ το μαρξιστικό κίνημα απ’ αυτή την πλευρά αναπτύχθηκε πολύ. Γιατί ήταν ταλμουδική ερμηνεία της Βίβλου, η τάδε παράγραφος του Ά τόμου του Κεφαλαίου σε αντιπαράθεση με την τρίτη παράγραφο του Κεφαλαίου και γράφονταν τόμοι ολόκληροι εκεί πέρα πάνω, οι οποίοι δεν είχαν κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και κανένα ενδιαφέρον. Αλλά νομίζω ότι υπήρχε πάντοτε στον αναρχισμό μια τάση προς την υποτίμηση της θεωρητικής διαύγασης των πραγμάτων.
Και το δεύτερο, που είναι ίσως και το πιο σημαντικό –δεν ξέρω κατά πόσο είναι σημαντικό στα πράγματα- είναι ζήτημα λέξεων. Νομίζω υπάρχει ένα θέμα, στο οποίο και ο Μαρξ και ο μαρξισμός και ο αναρχισμός είχαν μια τεράστια αυταπάτη, με μια ορισμένη έννοια, η οποία ήταν βλαβερή και ανώφελη αντίστοιχα. Αυτή η αυταπάτη σχετίζεται με το θέμα της εξουσίας.
Εγώ νομίζω ότι μια ελεύθερη αυτόνομη δημοκρατική –με την πραγματική έννοια- κοινωνία, είναι μια κοινωνία στην οποία κατά κάποιο τρόπο υπάρχει μια εξουσία. Τα εργατικά συμβούλια, αν πάρουμε αυτό το πράγμα, είτε συμβούλια τοπικά των κατοίκων, ασκούν μια εξουσία. Το ότι η εξουσία αυτή δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο, τους ίδιους σκοπούς, τον ίδιο χαρακτήρα, ότι δεν είναι χωρισμένη από την κοινωνία, αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά ασκούν μια εξουσία, αν παρθούν αποφάσεις κατά πλειοψηφία· αυτές οι αποφάσεις πρέπει να εκτελεστούν. Αυτό είναι μια εξουσία.
Το ζήτημα είναι εν τέλει ποια φιλοσοφία του ανθρώπου υπάρχει πίσω απ’ όλα αυτά τα πράγματα;
Εγώ δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ένα πανάγαθο ον που το έχουν διαφθείρει τα κοινωνικά συστήματα. Αυτή η αντίληψη μου φαίνεται τελείως ανόητη.
Διότι αν ήταν πανάγαθο ον, από πού βγήκαν αυτά τα κοινωνικά συστήματα; Και πώς στάθηκαν επί 10.000 χρόνια μές στη ζωή –ή τουλάχιστον 5.000. χρόνια με το τέλος της νεολιθικής εποχής, όπου έχουμε μία έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή ασυμμετρική διαίρεση της κοινωνίας και ανταγωνιστική διαίρεση της κοινωνίας με κυρίαρχους και κυριαρχούμενους;
Αυτό σημαίνει ότι μια αυτόνομη κοινωνία πρέπει να αναθρέψει τις καινούργιες γενεές και εκεί παίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης, στο να γίνουν αυτόνομοι άνθρωποι. Δηλαδή, αν τους αφήσει κανείς μες στα χωράφια δεν πρόκειται να γίνουν αυτόνομοι άνθρωποι, ούτε πρόκειται να αγαπάν ο ένας τον άλλο, ούτε θα λύνουν δημοκρατικά τα θέματά τους.
Πρέπει να εκπαιδευθούν μέσα σε μια δημοκρατική κατεύθυνση, την κατεύθυνση του σεβασμού της γνώμης των άλλων, της υπευθυνότητας, του αυτοστοχασμού, του ότι δεν είναι έτσι επειδή το είπε ο μεγάλος ή ο γέρος ή αυτός που έχει ήδη εκλεγεί, ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη σωστό επειδή το λέει.
Όλα αυτά είναι κοινωνικές λειτουργίες. Όλα αυτά πρέπει να αποφασιστούν και από τη στιγμή κατά την οποία αποφασίζονται πρέπει να εκτελεστούν. Αυτό να μην το ξεχνάμε.
Αυτό είναι μια αντινομία η οποία είναι λεπτή και πάει μακριά από την φιλοσοφική άποψη. Δηλαδή μιλάμε για αυτονομία των ατόμων, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας είναι αυτό που είναι, γιατί έχει εσωτερικεύσει ένα σωρό κοινωνικές ιδέες, παραστάσεις κλπ. Το ζήτημα είναι ποιες κοινωνικές ιδέες και παραστάσεις εσωτερικεύει, π.χ. αυτή τη στιγμή στο Ιράκ ή στο Ιράν, αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι ήταν ή και είναι έτοιμοι να σκοτωθούν για τη δόξα του Αλλάχ έχουν εσωτερικεύσει αυτό το πράγμα. Είναι τελείως ετερόνομοι βέβαια.
Αλλά ούτως ή άλλως, οι άνθρωποι που θα μεγαλώσουν σε μια κοινωνία δεν μπορούν παρά να εσωτερικεύσουν ορισμένα πράγματα που τους επιβάλλει η κοινωνία κατά κάποιον τρόπο. Μια εξουσία την οποία κανείς ποτέ δεν μπορεί να εξαλείψει. Εκτός αν πιστεύει ακόμη μια φορά ότι θα γεννάμε τα παιδιά και θα τα στέλνουμε σε ωραία μέρη των τροπικών νήσων που θα ‘χουνε μπανάνες στα δέντρα και τα παιδιά αυτά θα μεγαλώνουνε και θα γίνονται ωραίοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, το οποίο εγώ θεωρώ ότι είναι σαχλαμάρα και ούτε συζητείται.
Λοιπόν, από τι στιγμή εκείνη ποιος αποφασίζει για την εκπαίδευση; Και τι σημαίνει εκπαίδευση των ανθρώπων; Δεν μιλάω για την εκπαίδευση με την στενή έννοια. Ό,τι γίνεται μέσα σε μία κοινωνία είναι εκπαίδευση των καινούργιων ιδεών. Και αυτό το βλέπουμε σήμερα σε τρομερό βαθμό και φρικτό και απαίσιο με την τηλεόραση.
Ήδη σήμερα η εκπαίδευση των ανθρώπων κατά 99% δεν γίνεται πλέον στα σχολεία. Γίνεται στην τηλεόραση. Και αν έχεις ένα παιδί και δεν θέλεις να αγοράσεις τηλεόραση για να μην υφίσταται αυτό το πράγμα και το στέλνεις στο σχολείο, έρχεται το παιδί από το σχολείο και κουβαλάει μαζί του όλη την τηλεοπτική δήθεν κουλτούρα και σου μιλάει για τον τάδε και την τάδε και έχει όλα τα σλόγκαν της τηλεόρασης και των διαφημίσεων. Αυτό είναι μία κοινωνική λειτουργία, η οποία διαμορφώνει το παιδί. Ποιος θα αποφασίζει; Δεν πρέπει να αποφασίζουμε γι’ αυτά τα πράγματα;
Ε.Ν. : Πάνω στο σημείο της απόφασης ήταν το κεντρικό σημείο…
Κ.Κ. : Το ζήτημα της απόφασης και το ζήτημα της εφαρμογής της απόφασης….
Ε.Ν. : Και η διχογνωμία ήταν όσον αφορά την πλειοψηφία και τη μειοψηφία, δηλαδή πώς και κατά ποιον τρόπο μπορεί να υπαχθεί η μειοψηφία στην πλειοψηφία και εν τέλει αν αυτό είναι δίκαιο ή άδικο.
Κ.Κ. : Εγώ νομίζω- και νομίζω θα συμφωνήσουμε σ’ αυτό αν αρχίσουμε από χοντρά παραδείγματα- δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία, αν δεν υπάρχει βασική συμφωνία πάνω σ’ ένα μίνιμουμ κανόνων.
Θα πάρω ένα ‘χονδρό και ανόητο’ παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μία μειοψηφία η οποία λέει ότι εμείς θέλουμε να είμαστε κυνηγοί κεφαλών. Αλλά εμείς δεν δεχόμαστε να υπάρχει μια ομάδα κυνηγών κεφαλών μες στην κοινωνία. τώρα αν είμαστε πολύ πλούσιοι και υπάρχουν μεγάλα νησιά του Ειρηνικού ακατοίκητα, τους λέμε πηγαίνετε εκεί πέρα και φτιάξτε την κοινωνία σας κυνηγών κεφαλών· ανάμεσα μας δεν μπορεί να υπάρχουν κυνηγοί κεφαλών.
Αυτό είναι χονδρό παράδειγμα. Απ’ την άλλη μεριά το να επιβάλλεις στον καθένα τι φαΐ θα τρώει είναι εξίσου εξωφρενικό στην άλλη άκρη. Λοιπόν, υπάρχει ένα σημείο που μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να το καθορίσει, του ως ποιο βαθμό δηλαδή μειονότητες, ομάδες, τοπικές οργανώσεις κλπ., μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιες και σε ποιο βαθμό χρειάζεται μια γενικότερη απόφαση.
Βλέπουμε π.χ. σήμερα ότι το οικολογικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται καν σοβαρή συζήτηση παρά σε πλανητική κλίμακα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι, εντάξει, η μειοψηφία θέλει π.χ. αυτοκίνητα που μολύνουν και δεν μπορεί κανείς να επέμβει στα δικαιώματά της. Δεν θα πει τίποτα αυτό το πράγμα. Δηλαδή, αν πρόκειται να λυθεί αυτό το ζήτημα, πρέπει να παρθούν αποφάσεις που να είναι υποχρεωτικές για όλους τους κατοίκους του πλανήτη.
Αυτό είναι ένα θέμα. Υπάρχουν επίσης ένα σωρό άλλα θέματα και υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ ότι τα φανταζόμαστε σήμερα, θέματα στα οποία δεν χρειάζεται καμία κεντρική απόφαση και το γεγονός ότι σήμερα στην κοινωνία παίρνονται κεντρικές αποφάσεις είναι απλώς και μόνο το αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ή του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, για να επιβάλει ομοιόμορφα πράγματα.
Ακόμα και στην εκπαίδευση, από την πλευρά των διδασκόμενων υλών –θα πω αστεία παραδείγματα- διδάσκεται υποχρεωτικά μια δεύτερη ή μια τρίτη γλώσσα. Γιατί πρέπει να αποφασίζεται από την Αθήνα ή από το Παρίσι ή από την Ουάσιγκτον ποια θα είναι αυτή η γλώσσα; Δηλαδή οι κάτοικοι του νομού Κοζάνης αν θέλουν τα παιδιά τους να μαθαίνουν φιλανδικά ως δεύτερη γλώσσα, ας μάθουν φιλανδικά.
Υπάρχουν ένα σωρό βαθμοί σ’ αυτό το πράγμα, αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορεί να νοηθεί κοινωνία χωρίς ένα μίνιμουμ θεσμών που είναι αποδεκτοί από όλους και που είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικοί και χωρίς διαδικασίες μέσα στις οποίες παίρνονται αποφάσεις, οι οποίες είναι υποχρεωτικές για το σύνολο.
Ποιο είναι το σημείο στο οποίο ορίζουμε ως πού η μειοψηφία πρέπει να εφαρμόζει τις απόψεις της, σε ποια θέματα, σε ποια πεδία πάνω μπορεί ο καθένας, η κάθε ομάδα να κάνει ό,τι θέλει, αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, στο οποίο δεν μπορούμε να απαντήσουμε εκ των προτέρων.
Και πρέπει επίσης να απαλλαγούμε από την ιδέα ότι υπάρχει αυτόματη λύση για τα προβλήματα, δηλαδή μια αυτόνομη κοινωνία είναι μία κοινωνία στην οποία για τα προβλήματα που μπαίνουν μπορούν να παρθούν λανθασμένες αποφάσεις, στην οποία υπάρχουν ρίσκα και κίνδυνοι από όλες τις μεριές.
Αλλά αυτό θα πει ελευθερία και αυτονομία. Δηλαδή, αν ήμουν πιστός του Κορανίου ή του Ευαγγελίου πραγματικός, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα στη ζωή μου. Γιατί υποτίθεται ότι ξέρω κάθε φορά τι πρέπει να κάνω. Ή να ανοίξω το κιτάπι ή να ρωτήσω τον παπά ή το μουφτή.
Επειδή νομίζω ότι είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, έχω συνεχώς προβλήματα στη ζωή μου. Τι να κάνω με τούτο, τι να κάνω με εκείνο. Κι αυτό θα πει ελευθερία.
Ε.Ν. : Για να κλείσουμε αυτό τον κύκλο των ερωτήσεων που είχαν τη βάση τους στις εξελίξεις στην Ανατ. Ευρώπη, στο βιβλίο σας ‘Μπροστά στον πόλεμο’ θεωρούσατε αδύνατη κάθε μεταρρύθμιση στο σοβιετικό μοντέλο. Έχοντας δεδομένη μια παλιά δήλωσή σας, ότι παραδέχεστε πως κάνατε λάθος –αν το λέω σωστά- , αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και κάποια αλλαγή στη θεώρησή σας για τον κόσμο και πού εντοπίζετε αυτό το λάθος;
Κ.Κ. : Όχι, δεν συμβαίνει καμία αλλαγή. Και όσο για το ‘λάθος’, ίσως άσχημα εκφράστηκα, γιατί νομίζω ότι πράγματι το είπα κάποτε αυτό. Λάθος είχα κάνει με την έννοια ότι δεν μπορούσε να αλλάξει αυτό το πράγμα.
Αλλά η εκτίμηση ότι το ρωσικό καθεστώς δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί, κατά τη γνώμη μου είναι απολύτως σωστή. Διότι δεν μεταρρυθμίστηκε το καθεστώς. Είτε κατέρρευσε, όπως στις ανατολικές χώρες, είτε βρίσκεται σε μια χαώδη κατάσταση, όπως συμβαίνει στη Ρωσία. Δηλαδή δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση του κομμουνισμού. Είναι η κατάρρευση του κομμουνισμού και η αντικατάστασή του από ένα οιονεί δυτικό καθεστώς. Τι θα γίνει στη Ρωσία είναι άλλη υπόθεση, αλλά και εκεί δεν πρόκειται να γίνει μεταρρύθμιση.
Στο σημείο πάνω στο οποίο έκανα λάθος ήταν η δυνατότητα –αυτό που λέγαμε πριν- να παρουσιαστεί μέσα απ’ τη γραφειοκρατία μια ομάδα που να θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Σ’ αυτό έκανα λάθος· δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά αυτό δεν έχει αλλάξει καθόλου τη θεώρησή μου, ούτε της κοινωνίας, ούτε του κόσμου.
Ε.Ν. : Παραμένει όμως  παράλληλα όπως είπατε η Σοβιετική Ένωση σαν η πρώτη υποψήφια για την κοινωνική επανάσταση;
Κ.Κ. : Αυτό κατά κάποιο τρόπο το βλέπουμε. Τώρα, αν θα γίνει αυτή η επανάσταση, είναι αυτό που λέγαμε πριν : δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς.
Ε.Ν. : Κι αυτό σας το αντιδιαστέλλουμε με την ανάπτυξη των εθνικιστικών κινημάτων, που εμφανίζονται με κάποια καθυστέρηση στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Κ.Κ. : Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία, ο ένας από τους κινδύνους, μπορεί να πει κανείς. Ο άλλος είναι ακριβώς αυτό που λέγαμε πριν, η εκ των προτέρων απορρόφηση των πληθυσμών εκεί πέρα από το δυτικό μοντέλο.
Ε.Ν. : Ας μπούμε σ’ ένα δεύτερο σκέλος. Ανάμεσα στο πρόταγμα της αυτονομίας, της ριζικής επανάστασης, της ‘αδιάκοπης αυτοστοχαστικής δραστηριότητας της σκέψης’ –όπως την ονοματίζετε- και στο πρόταγμα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού του συστήματος με τεχνο- επιστημονικούς όρους, αναδύθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική, ο εναλλακτισμός και το οικολογικό κίνημα.
Το ιδεολογικό κενό που άφησε τόσο ο μαρξισμός και που κατά μία έννοια το δημιούργησε μέσα απ’ την αντιφατικότητά του, όσο και η κρίση των πολιτικών κομμάτων, επιχείρησαν και επιχειρούν να το καλύψουν οι Εναλλακτικοί και οι Πράσινοι. Με δεδομένο ότι ο πυρήνας αυτού του κινήματος, έτσι όπως πρακτικά εμφανίζεται, είναι φυσιοκεντρικός, με την έννοια ότι το κέντρο του προβληματισμού είναι το τι συμβαίνει στη φύση, το βλέπουμε να ταλανίζεται ανάμεσα στα ερωτήματα: τι είναι φύση; Τι είναι άνθρωπος; Ποια σύζευξη υπάρχει ανάμεσά τους; Και ουκ ολίγες φορές παραπαίει ανάμεσα στο περιβάλλον και στην πολιτική, ανάμεσα στις αντιπυρηνικές εκδηλώσεις και στις κοινοβουλευτικές επερωτήσεις.
Αν τώρα μέσα στην πανσπερμία των κοινωνικών ρόλων και θέσεων των Οικολόγων και των Εναλλακτικών, αν πούμε για επιχειρηματίες, για φοιτητές, διανοούμενους και σε μικρότερη κλίμακα για εργάτες κλπ, προσθέσουμε και την ιδεολογική πανσπερμία, η οποία εδώ στην Ελλάδα συνίσταται από αντιεξουσιαστές, μαρξιστές, αντικαπνιστές κλπ, τα πράγματα περιπλέκονται και αντιφάσκουν ακόμα περισσότερο.
Μπορούμε όμως να διακρίνουμε και έναν άλλο πυρήνα στη σκέψη αυτού του κινήματος, μέσα στον οποίο διάφοροι μαρξιστές και αντιεξουσιαστές βρίσκουν καταφύγιο. Η επαλήθευση της μαρξιστικής τελεολογίας για την Ιστορία, συμπυκνωμένη στην ‘αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων’ παραχωρεί τη θέση της σήμερα σε μια νέα ιστορική τελεολογία, συμπυκνωμένη μέσα στην ‘αντίφαση της οικονομίας και του περιβάλλοντος’. Έτσι στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί που πριν μερικά χρόνια περίμεναν τη νομοτελειακή αλλαγή της κοινωνίας μέσα από την οικονομική κατάρρευση του συστήματος, σήμερα την περιμένουν μέσα από την οικολογική.
Εν τέλει, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τέτοιου είδους κινήσεις, όταν αυτές εξαντλούνται σε εκλογικές αναμετρήσεις, ανάγοντας την ήπια επέμβαση στη φύση σε ήπια αντιπολίτευση, την ειρηνική συνύπαρξη με το περιβάλλον σε ειρηνική συνύπαρξη με τους θεσμούς του συστήματος;
Το φαινόμενο Κον- Μπεντίτ, με τον οποίο βγάλατε ένα κοινό βιβλίο, που σήμερα είναι δήμαρχος της Φρανκφούρτης, είναι παρέκκλιση αυτού του κινήματος ή το εσχατολογικό αποτέλεσμα της εναλλακτικής πρακτικής;
Κ.Κ. Εγώ δεν είχα ποτέ κανένα ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό για τους οικολόγους και για το οικολογικό κίνημα, γιατί κάπου δεν τους θεωρούσα αυτό που ονομάζετε πανσπερμία. Τους θεωρούσα πολύ συγκεχυμένους σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση του προβλήματος, δηλαδή το γεγονός ότι όσο υπάρχουν αυτοί οι κοινωνικοί θεσμοί και αυτοί οι κοινωνικοί μηχανισμοί, είναι γελοίο να συζητάμε για άλλες σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι –όπως το ‘καναν άλλοτε οι μαρξιστές και ιδίως οι κομμουνιστές- μπορούμε να λέμε ότι άμα γίνει επανάσταση όλα θα λυθούν, όπως και το γυναικείο ζήτημα θα λυθεί, αν θα γίνει επανάσταση κ.ο.κ. Σημαίνει ότι το πρόβλημα αυτό είναι ένα κεντρικό πρόβλημα. Αλλά είναι αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου κοινωνικού και ιστορικού προβλήματος και εδώ πλέον μπαίνει το άλλο θέμα.
Καλά, οι κοινοβουλευτικές απασχολήσεις των οικολόγων κατά τη γνώμη μου δεν αξίζουν κάποια σοβαρή συζήτηση. Διότι δεν είναι δυνατόν πάνω στο οικολογικό να ξεχάσουμε ό,τι έχουμε πει –και που μένει σωστό- για την κοινοβουλευτική δήθεν δημοκρατία, για τον αποκριάτικο χαρακτήρα της δήθεν αντιπροσώπευσης του λαού κλπ. Είναι αστεία πράγματα.
Αλλά εκείνο στο οποίο νομίζω ότι θα ‘πρεπε να επιμείνει κανείς, είναι το εξής: ότι πράγματι το οικολογικό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα του περιβάλλοντος, αντικειμενικά έχει φτάσει σε ένα πάρα πολύ κρίσιμο σημείο· δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κι αυτό το σημείο πραγματικά συγκαλύπτεται και αποκρύπτεται από τις κυβερνήσεις. Τελευταία ακόμη, υπήρξε μια έκθεση μια επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών από επίσημους αντιπροσώπους των κρατών, η οποία στα δύο πρώτα της μέρη ήταν τρομερά απαισιόδοξη για την εξέλιξη του περιβάλλοντος. Πηγαίνουμε, βαδίζουμε ολοταχώς προς Αποκαλυπτική καταστροφή. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Και στο τρίτο της μέρος αυτή η έκθεση, όπου έπρεπε να πει τι θα έπρεπε να γίνει –όχι ότι είχαν εξουσία αυτοί να αποφασίσουν τίποτε, αλλά απλώς να πουν στις κυβερνήσεις: να κάνετε αυτά- δεν λέγανε τίποτε.
Διότι τα πρακτικά μέτρα τα οποία πρέπει να παρθούν, σημαίνουν πραγματικά ανατροπή του σημερινού τρόπου ζωής. Δηλαδή το σύστημα το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι, άντε πάρτε αυτοκίνητα, άντε πάρτε τηλεοράσεις, άντε κάντε τούτο κλπ, είναι ασυμβίβαστο με την προστασία του περιβάλλοντος.
Και ιδίως αν έχει κανείς την ιδέα ότι το πρόβλημα του Τρίτου Κόσμου θα λυθεί με το γεγονός ότι σιγά σιγά αυτές οι χώρες θα εξελιχτούν προς κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και φιλελεύθερες οικονομίες. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι για να γίνει αυτό το πράγμα θα πρέπει να επεκταθεί το οικονομικό σύστημα της Δύσης, η κατανάλωση ενέργειας, η κατανάλωση πρώτων υλών, κτλ, γίνεται πλέον ένας εφιάλτης καταπληκτικός.
Αντικειμενικά το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό. Αλλά αν το πάρει κανείς με τη μορφή που του δίνετε ή που λένε ότι του δίνουν οι οικολόγοι, δηλαδή ότι αντικαταστήσανε την κρίση του καπιταλισμού, που θα προερχόταν από τη δήθεν αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, με την κρίση που θα επέλθει από την αντίφαση μεταξύ οικονομίας και περιβάλλοντος, αυτό είναι τελείως εσφαλμένο.
Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν υπάρξει μια τεράστια οικολογική κρίση, μια περιβαλλοντική καταστροφή, αν οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να αντιδράσουν, μια φασιστική λύση είναι εξίσου πιθανή, όσο και μια άλλη. Όπως το ‘χουν γράψει και οι μυθιστοριογράφοι των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, αν έχετε διαβάσει. Γίνεται μια περιβαλλοντική καταστροφή και η κυβέρνηση λέει ‘παίρνουμε όλες τις εξουσίες και εφεξής θα κάνετε τούτο, θα κάνετε τ’ άλλο, θα έχετε 5 λίτρα βενζίνη το μήνα και 3 λίτρα καθαρό αέρα’ και τελείωσε η υπόθεση. Δηλαδή η κρίση η περιβαλλοντική μπορεί να οδηγήσει στο ένα ή στο άλλο.
Ε.Ν. : Σαν το αυγό του φιδιού;
Κ.Κ. : Ακριβώς. Πάντως εγώ πολύ σοβαρά πιστεύω ότι η κρίση η περιβαλλοντική, δείχνει όχι μια αντίφαση ανάμεσα στην οικονομία και τη φύση, αλλά πόσο το καπιταλιστικό φαντασιακό όχι απλώς οδηγεί στην καταστροφή, αλλά είναι πράγματι ένα είδος περιόδου τρέλας της ανθρωπότητας.
Δηλαδή αυτή η απεριόριστη επέκταση και η κατάκτηση της φύσης και η καπιταλιστική ανάπτυξη η οποία δεν είναι ανάπτυξη –τι ανάπτυξη, αυτή η ψωροανάπτυξη- είναι πραγματικά ένα είδος περιόδου συλλογικής τρέλας της ανθρωπότητας.
Και το δράμα, κυρίως από την πολιτική άποψη –και αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να τα λέμε- είναι ο βαθμός στον οποίο ο κόσμος, οι άνθρωποι, ο κοσμάκης, οι λαοί συμμετέχουν σ’ αυτό το πράγμα.
Διότι ,αν πει κανείς στον κόσμο σήμερα ότι, για να λυθούν αυτά τα ζητήματα θα πρέπει εφεξής να συμπεριφερόμαστε πάνω στη γη σαν ένας σώφρων πάτερ φαμίλιας και θα πρέπει να σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις των ενεργειών μας και να κάνουμε οικονομία και κατ’ ουσίαν θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να επανέλθουμε στο επίπεδο ζωής των πλουσίων χωρών του 1930 ή του 1920, θα τον λυντσάρουν οι άνθρωποι.
Και νομίζω ότι αυτό στην Ελλάδα το βλέπει κανείς περισσότερο απ’ ότι σε άλλες χώρες.
Ε.Ν. : Ας έλθουμε τώρα στον δυτικό κόσμο. Με την παρέμβασή σας που έγινε τον Φεβρουάριο του 1989 κάνατε μια έντονη κριτική στην σύγχρονη επιστήμη.
Διαπιστώνουμε ότι η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη βρίσκεται στην υπηρεσία του συστήματος, το οποίο σύστημα τείνει να χωρίσει την κοινωνία σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες· σ’ αυτούς που κατέχουν τη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη και σ’ αυτούς που δεν έχουν καμία επαφή –κατά κάποιον τρόπο- μαζί της. Και αυτό το βλέπουμε μέσα από τις δυνατότητες της πληροφορικής, αλλά και τον τρόπο που αυτή αναπτύσσεται και την κοινωνική σχέση που έχει με τις πλατιές μάζες η κύρια παραγωγή της πληροφορικής.
Παρατηρούμε ταυτόχρονα την περιθωριοποίηση της παλιάς εργατικής δύναμης, σε βάρος της οποίας αναπτύσσονται οι υπηρεσίες. Βλέπουμε δηλαδή ταυτόχρονα ότι αυτόν τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, που επικαλούταν ο Μαρξ, η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού τον καταρρίπτει. Η μετατροπή τώρα του χρηματιστικού κεφαλαίου σε διανοητικό κεφάλαιο αλλάζει την παγκόσμια οικονομία, τους προσανατολισμούς της παγκόσμιας οικονομίας.
Ποιες είναι οι εσωτερικές τάσεις αυτής της αλλαγής, προς τα πού οδεύει δηλαδή το σύστημα αυτό της πληροφορικής, της κυβερνητικής και πώς τίθεται σήμερα η πάλη ενάντια σ’ αυτή την μετατροπή της κοινωνίας σε αποκλεισμένους και σε αυτούς που κατέχουν τη γνώση;
Κ.Κ. : Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα· είναι πολύ δύσκολο να το συζητήσει κανείς. Είναι μερικές διατυπώσεις που χρησιμοποιήσατε, που δεν θα τις έκανα ακριβώς έτσι.
Δεν θα έλεγα π.χ. ότι η τεχνοεπιστήμη είναι στην υπηρεσία του συστήματος. Θα έλεγα ότι είναι μέρος του συστήματος και το ίδιο το σύστημα θα μπορούσε εξίσου να πει κανείς ότι είναι στην υπηρεσία της τεχνοεπιστήμης. Δηλαδή όλα αυτά πάνε μαζί.
Ε.Ν. : Υπάρχει μία αλληλοσυσχέτιση.
Κ.Κ. : Ναι, υπάρχει μια αλληλοσυσχέτιση, μια αλληλεξάρτηση, αλληλεγγύη, αμοιβαίος προσδιορισμός και κατ’ ουσία πρόκειται για τη μορφή που παίρνει σήμερα αυτή η φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού : της απεριόριστης ανάπτυξης και φυσικά της λογικοποίησης των πάντων, του υπολογισμού των πάντων –του δήθεν υπολογισμού, γιατί δίνει αποτελέσματα παράλογα. Αυτό είναι ένα σημείο.
Το άλλο σημείο είναι το εξής: υπάρχει μια διαίρεση της κοινωνίας, όπως λέτε, ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι μέσα σ’ όλο αυτό το κυβερνητικό- πληροφοριακό σύστημα –η μια διάσταση του εν γένει συστήματος- και στους άλλους. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι εκεί πέρα μέσα αποτελούν ένα μπλοκ. Δηλαδή νομίζω ότι η κρίση του συστήματος γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους που είναι εκεί πέρα μέσα, από τους οποίους πολλοί ασκούν κριτική στο σύστημα και θα ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν εναντίον του συστήματος.
Τώρα, το γενικότερο ζήτημα είναι φυσικά το ζήτημα της προοπτικής, δηλαδή προς τα πού μπορεί να πάει αυτή η ιστορία. Και εκεί φυσικά, αν τίποτε άλλο δεν μπορεί να συμβεί, υπάρχει η προοπτική της βαρβαρότητας με μια άλλη μορφή. Πολύ βάσιμα –μπορώ να πω- μπορεί να φανταστεί κανείς τη σημερινή κοινωνία, εξελισσόμενη προς ένα ολοένα μεγαλύτερο έμμεσο έλεγχο, μέσω της ανάπτυξης της κυβερνητικής- πληροφορικής κλπ, και να το συνδυάσει επίσης με το ενδεχόμενο της περιβαλλοντικής καταστροφής που λέγαμε προηγουμένως, για να δει έναν τύπο συστήματος, ο οποίος κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διαχειρίζονταν τα πράγματα, βάζοντας τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και τον καθένα στη θέση του.
Και το άλλο το τεράστιο ζήτημα που τίθεται, είναι φυσικά για μια άλλη ανάπτυξη, μια άλλη εξέλιξη της κοινωνίας, για μια αυτόνομη κοινωνία, για τη συλλογική διαχείριση της οικονομίας, της παραγωγής και ενός σωρού άλλων πραγμάτων.
Το οποίο προϋποθέτει φυσικά την υπέρβαση αυτού που σωστά ονομάσατε διαχωρισμού, ανάμεσα σε μια μάζα ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτά τα πράγματα και σε μια μειοψηφία ασφαλώς, η οποία είναι μέσα και τα χειρίζεται.
 Ε.Ν : Άμα δεχτούμε αυτή την εξέλιξη, εμμένοντας στην πιθανότητα να συνεχιστεί χωρίς διακοπές για 5- 10 δεκαετίες ακόμα, κατά πώς θα είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει η αυτόνομη κοινωνία αυτή τη νέα κατάσταση και κατά πώς θα είναι δυνατό να τη διαχειρισθεί μια κοινωνία που έχει χάσει την επαφή μαζί της;
Κ.Κ : Γι’ αυτό έλεγα πριν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε όλους τους ανθρώπους που είναι μέσα στο κυβερνητικό –με την έννοια της κυβερνητικής (σ.τ.ε. cybernetics), όχι με την έννοια της κυβέρνησης- πληροφοριακό μηχανισμό, σαν ένα  μπλοκ που είναι όλο με τη μεριά του συστήματος, όχι επειδή έτσι το επιθυμούμε, αλλά νομίζω ότι είναι έτσι. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ιδιαίτερα φυσικά στα κατώτερα κλιμάκια…
Ε.Ν. : Ο οποίος θα αποτελέσει μία γέφυρα…
Κ.Κ : Οι οποίοι ασφαλώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη γέφυρα για μια εκ νέου οικειοποίηση από την κοινωνία αυτών των δυνατοτήτων.
Ε.Ν : Και στην προοπτική ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αυτό θα γίνεται όλο και πιο απίθανο;
Κ.Κ : Δεν ξέρω αν είναι έτσι, γιατί εδώ πέρα υπάρχουν αντιφατικές τάσεις.
Βλέπει κανείς για παράδειγμα, τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά νομίζω ακόμα και στην Ελλάδα, παιδάκια ηλικίας 12, 14, 15 χρόνων αρχίζουν και παίζουν με τα μηχανάκια τα υπολογιστικά ή έχουν terminals, τα οποία συνδέονται με ηλεκτρονικούς εγκεφάλους. Δύο τρεις από τις πιο μεγάλες φάρσες που έγιναν στην Αμερική, ήταν αυτές που βάλανε ιούς μέσα στα προγράμματα και ήταν παιδιά 15, 16, 17 ετών. Παίζανε με αυτά για να δουν τι θα γίνει, αν βάλουν έναν ιό μέσα στα προγράμματα.
Υπάρχει δηλαδή ταυτόχρονα και μια διάδοση, όπως υπάρχει μια διάδοση των τεχνικών γνώσεων, όπου οι άνθρωποι ξέρουν να φτιάξουν το αυτοκίνητό τους ή την τηλεόρασή τους.
Ε.Ν : Θα επιμείνουμε σε αυτή την ερώτηση. Παίρνουμε σαν δεδομένο μια συστηματική και ως ένα βαθμό συνειδητή υποβάθμιση της παιδείας που συντελείται κυρίως στα δημόσια σχολεία και στα πανεπιστήμια. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, άμα κοιτάξουμε, υπάρχει μια συστηματική υποβάθμιση.
Πρώτο ερώτημα είναι, κατά πόσο αυτό το φαινόμενο θα οδεύει σε μια χωρίς όρια υποβάθμιση.
Και που συνεπάγεται και το δεύτερο ερώτημα, πως δηλαδή αυτή η γέφυρα, την οποία λέτε, θα ξεπηδήσει μέσα απ’ αυτούς που φεύγουν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, χάνοντας ήδη μια πρώτη επαφή με τις πλατιές μάζες και επιπλέον, όταν γίνονται στελέχη επιχειρήσεων ή τραπεζών πληροφοριών κλπ, χάνουν ακόμη για μια φορά αυτή την επαφή.
Κατά πόσο λοιπόν θα είχε υπόσταση αυτό που λέτε, σε μια τέτοια προοπτική ανάπτυξης;
Κ.Κ. : Σχετικά με την υποβάθμιση, νομίζω ότι εδώ έχουμε την επανάληψη ενός κλασικού φαινομένου του καπιταλισμού.
Τι ήταν δηλαδή όλη η τάση του καπιταλισμού μέσα στην παραγωγή; Ήταν να αφαιρέσει από τον εργάτη κάθε πρωτοβουλία και κάθε ειδίκευση και να την μεταφέρει στο κεφάλαιο, δηλαδή αυτό που λέμε κεφάλαιο, τη μηχανή.  Ώστε να μπορέσει να μειώσει τις δυνατότητες επέμβασης του εργάτη στην παραγωγή και την αντίδραση του εργάτη στην εκμετάλλευση και την ξένωσή του.
Αυτό συνεχώς προσπάθησε να κάνει ο καπιταλισμός στην ιστορία του. Το πέτυχε αυτό το πράγμα; Κατά ένα μεγάλο μέρος απέτυχε στην παραγωγή.
Γιατί χρειάστηκε να βρει τη λύση έξω, στην κατανάλωση. Απέτυχε, γιατί όσο ορισμένα τμήματα της παραγωγής μηχανοποιούταν – αυτοματοποιούταν, αυτό είχε σαν αντίρροπο σε άλλα σημεία της παραγωγής να συναντούσε, και συνάντησε πάντα, δύο εμπόδια.
Το πρώτο ήταν ότι η ίδια η παραγωγή υφίσταται τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της κατάστασης· με τελείως αποξενωμένους εργάτες, αυτό το είδαμε 100 % στη Ρωσία, δεν μπορούσε να δουλέψει το εργοστάσιο.
Τη στιγμή που κάτι σπάει ή κάτι γίνεται, πρέπει ο εργάτης να αναπτύξει μια υπεράνθρωπη πρωτοβουλία εκεί πέρα. Αυτός ο ταπεινός, ο αγράμματος, ο κακοπληρωμένος, έπρεπε να σκιστεί και να βρει μία λύση και την έβρισκε. Συνεπώς ο καπιταλισμός συναντούσε αυτό το πρώτο όριο.
Απ’ την άλλη συναντούσε το όριο, αν μπορώ να το εκφράσω έτσι, ότι όλες αυτές οι ικανότητες και γνώσεις που αφαιρούνταν από τον εργάτη, έπρεπε να μεταφερθούν σε έναν άλλο πόλο. Και αυτός ο πόλος γινότανε η τεχνική οργάνωση του εργοστασίου, οι τεχνικοί μηχανικοί κλπ, οι οποίοι όμως έπαυαν να είναι ένας μηχανισμός στην υπηρεσία του αφεντικού.  Γινόταν ένα συλλογικό σώμα μέσα στο οποίο οι ίδιες αντιφάσεις ξαναδημιουργούταν.
Λοιπόν, νομίζω ότι κάτι τέτοιο υπάρχει αντίστοιχα σήμερα με την πληροφορική. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να υπάρξει αυτή η υποβάθμιση επ’ άπειρο, διότι αυτή η υποβάθμιση από ένα σημείο και πέρα ανταγωνίζεται τους ίδιους τους σκοπούς του συστήματος, δηλαδή το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι.
Λέτε για παράδειγμα για υποβάθμιση της εκπαίδευσης. Αυτή τη στιγμή  υπάρχει αυτή η αντίφαση στην εκπαίδευση στις δυτικές χώρες. Δηλαδή το σύστημα χρειάζεται ανθρώπους, οι οποίοι να είναι ενός επιπέδου και, στο μέτρο που η εκπαίδευση του δεν τους παράγει, είναι υποχρεωμένο να βρει άλλα μέσα για να τους δημιουργήσει, για να τους εκπαιδεύσει. Συνεπώς, δεν μπορεί να πάει επ’ άπειρον αυτή η υποβάθμιση· από μια άποψη, αντιθέτως.
Τώρα στο δεύτερο θέμα, δηλαδή στο πόσο είναι χωρισμένοι αυτοί οι άνθρωποι από την κοινωνία και κατά πόσο θα είναι δυνατόν να παίξουν το ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στην μάζα των ανθρώπων και στις ανάγκες μιας αυτόνομης κοινωνίας, αυτό δεν νομίζω ότι μπορεί να το συζητήσει κανείς a priori.
Είναι ζήτημα του σε ποιο βαθμό το κοινωνικό κίνημα, αν και άμα ξαναγεννηθεί, θα είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να προσελκύσει τους ανθρώπους εκεί μέσα. Εγώ απ’ αυτά που ξέρω και βλέπω σήμερα, βλέπω ότι μερικοί από τους πιο οξείς κριτικούς του συστήματος βγαίνουν μέσα απ’ αυτούς τους κύκλους.
Ε.Ν. : Συμπληρώνοντας σ’ αυτά που λέγαμε: η επανεμφάνιση των Λουδδιτών στην νέα κατάσταση, κατά πόσο είναι ενδεχόμενη;
Κ.Κ. : Εγώ δεν ξέρω, ίσως έχω παραδοσιακά ανακλαστικά. Ποτέ δεν έχω συμπάθεια γι’ αυτού του είδους τα πράγματα, το λουδδισμό ας πούμε, ή την καταστροφή των πραγμάτων.
Νομίζω ότι το βασικό πρόβλημα είναι να γίνει αυτή η μετατροπή, για να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε, να ανατρέψουμε την καπιταλιστική τεχνολογία, και να χρησιμοποιήσουμε ορισμένες από τις γνώσεις τις οποίες έχουμε για μια άλλη τεχνολογία. Από το να καταστρέφουμε τις μηχανές και τους υπολογιστές, δεν νομίζω ότι θα βγει τίποτα.
Ε.Ν. : Σας το λέμε στη βάση και στην προοπτική ότι χάνεται η επαφή της κοινωνίας με τη γνώση. Να το πούμε αλλιώς. Άμα μπει η κοινωνία στη NASA, τι να αυτοδιαχειριστεί;
Κ.Κ. : Να μπει στη NASA; Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αντιφάσεις και όλα τα προβλήματα της κοινωνίας μπαίνουνε μέσα στη NASA.
Ε.Ν. : Μιλάμε για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Δηλαδή, ότι η NASA αναπτύσσεται πέρα και έξω από κάθε κοινωνική διαδικασία, ανεξάρτητα από την κοινωνία.
Κ.Κ. : Ναι, αλλά άμα λέτε ότι, αν μπει η όλη η κοινωνία μέσα στη NASA, τι σημαίνει αυτό το πράγμα;
Ε.Ν. : Παλιά, αυτό που χώριζε τον εργάτη απ’ το εργοστάσιο ήταν ένας αστυνομικός και μια πόρτα, ίσως. Θα μπορούσε μπαίνοντας να το διαχειριστεί αμέσως. Αυτό δεν γίνεται όσο πάει και πιο δύσκολο, μπαίνοντας σε μια σύγχρονη μονάδα παραγωγής;
Κ.Κ. : Μ’ αυτή τη μορφή, ίσως γίνεται πιο δύσκολο, αλλά τώρα υπάρχει δυνάμει και αντίρροπο. Ότι, για παράδειγμα, τα γραφεία στα οποία κανονίζονται οι αυτοματοποιημένες αλυσίδες παραγωγής, τα ρομπότ κλπ, είναι συλλογικοποιημένα πια. Δεν είναι δύο ή τρεις ή πέντε άνθρωποι, που πρέπει απλώς και μόνο να εξαγοραστούν. Επίσης το θέμα της εξαγοράς παίζει ολοένα και μικρότερο ρόλο, γιατί υπάρχει στις δυτικές κοινωνίες ένα επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Συνεπώς, δεν μπαίνει τόσο πολύ εκεί πέρα το ζήτημα.
Φυσικά, και μέσα σ’ αυτό το σύστημα υπάρχει ένα ορισμένο ποσοστό ανθρώπων, οι οποίοι είναι πάνω από καθετί άλλο, είναι ή έχουν γίνει αριβίστες. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο μεγάλο μέρος, η πλειοψηφία ασφαλώς των ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι αριβίστες και οι οποίοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους. Εγώ πολλές φορές έχω συναντήσει πληροφορικούς, οι οποίοι κάνουν από τα μέσα κριτική, και πολύ σωστή, του πληροφορικού συστήματος. Ως συστήματος δηλαδή που κατ’ ανάγκη καταλήγει σε ατοπίες, σε άτοπα αντιορθολογικά συμπεράσματα κλπ, από τη στιγμή κατά την οποία προσπαθεί να ακολουθήσει τελείως τη λογική του.
Ε.Ν : Συνεχίζοντας το θέμα που ανοίξαμε, βλέπουμε, ταυτόχρονα με την επίθεση που δέχεται η κοινωνία μέσω της πληροφορικής, μια δεύτερη επίθεση, την επίθεση του μηχανισμού του κράτους, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξελίσσεται σε μία σύνθεση του ‘Θαυμαστού νέου κόσμου’ και του ‘1984’.
Για να γίνει πιο συγκεκριμένο θα λέγαμε τα εξής : Στον μεν Χάξλεϋ, η κοινωνία υποτάσσεται στους μηχανισμούς του συστήματος μέσα από μια ‘τεχνική της θέλησης’, που εξασκεί το σύστημα πάνω στον άνθρωπο, ενώ στον Όργουελ η κοινωνία αποφεύγει να αντισταθεί διότι πρώτον, δεν βλέπει πουθενά διέξοδο και δεύτερον, υπάρχει η τρομοκρατία του κράτους.
Συνθέτοντας αυτά τα δύο, μπορούμε να παρατηρήσουμε την ανάπτυξη του σύγχρονου κράτος, που αν μη τι άλλο αυτή τη στιγμή αποτελεί το προπύργιο της αντεπανάστασης, που ποινικοποιεί την αυτόνομη πάλη με το πρόσχημα της ‘καταπολέμησης των ναρκωτικών και της τρομοκρατίας’, που τουλάχιστον από τις εξελίξεις στην Ελλάδα, κι απ’ ό,τι φανταζόμαστε και στην Ευρώπη, παίρνουν τεράστιες διαστάσεις. Δεν εμμένουν δηλαδή σ’ αυτό που υποτίθεται ότι προτάσσουν, ‘καταπολέμηση των ναρκωτικών’, ‘καταπολέμηση της τρομοκρατίας’, αλλά διευρύνονται κυρίως ενάντια στην αυτόνομη πάλη των ανθρώπων.
Κ.Κ.  : Δεν νομίζω ότι θα συμφωνούσα με τη γενική σας εκτίμηση. Δεν συζητάω για το τι θα γίνει, είτε σε περίπτωση οικολογικής, περιβαλλοντικής καταστροφής, είτε άλλων, αγνώστων προς το παρόν, εξελίξεων. Εγώ, αυτό που νομίζω αυτή τη στιγμή, είναι κάτι που, αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτές τις αναφορές, είναι πολύ πιο κοντά στην ουτοπία του Χάξλεϋ, στον ‘Θαυμαστό νέο κόσμο’, χωρίς τα χημικά μέσα που επικαλείται και άλλα παρόμοια.
Δηλαδή, αυτό το οποίο υπάρχει είναι ένας υπέρ- μαλακός ολοκληρωτισμός, με μια έννοια, ο οποίος είναι ικανός να αφήσει ένα σωρό ‘παράθυρα’, να μην θίξει τις παραδοσιακές κατακτήσεις ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει επίθεση με την έννοια μιας σαφούς, είτε τρομοκρατίας του κράτους, είτε περιστολής των κλασικών δικαιωμάτων. Νομίζω ότι το σύστημα λειτουργεί πολύ καλά προς το παρόν με την αποχαύνωση την οποία δημιουργεί και ότι δεν έχει ανάγκη από περισσότερη ένταση.
Ε.Ν. : Αυτό κατά μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι είναι σωστό. Κατά μία άλλη όμως, αν μιλήσουμε για την Ελλάδα, προσφάτως (σ.τ.ε., Αύγουστος 1990) ανακοινώνει ότι προτίθεται π.χ. να μπει στις τηλεφωνικές γραμμές του καθένα επίσημα και με υπουργική υπογραφή.
Κ.Κ. : Αυτό πάντα υπήρχε στην ουσία.
Ε.Ν. : Ναι, αλλά κάτι τέτοιο προσβάλλει κατά κάποιο τρόπο την παλιά ισορροπία με το λεγόμενο ‘απόρρητο’.
Κ.Κ. : Ναι, συνταγματικά ήταν κατοχυρωμένο το απόρρητο και είναι, δήθεν, αλλά στην ουσία, όταν υπήρχαν θέματα, τα οποία ενδιέφεραν την ασφάλεια του κράτους, όλα αυτά τα έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια.
Ε.Ν.: Η επίθεση λοιπόν γίνεται με την έννοια ότι προσβάλλουν και αυτό που πρόβαλλαν στο παρελθόν, δηλαδή το ‘απόρρητο’, χωρίς να υπάρχει καμιά αυταπάτη ότι δεν παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα, προκειμένου να συνηθίσει η κοινωνία στην ιδέα ότι είναι απαραίτητες αυτές οι παρακολουθήσεις, που φυσικά επεκτείνονται στο απαραίτητο της αυτοφυλάκισής της.
Κ.Κ. : Δεν ξέρω αν είναι τόσο αυτός ο χαρακτηρισμός, ή αν ο χαρακτηρισμός είναι ότι τώρα έχουν τη δυνατότητα την κοινωνικοπολιτική να νομιμοποιήσουν καθαρά μια κατάσταση, η οποία ήταν πραγματική κατάσταση πάντοτε.
Δηλαδή, όταν η αστυνομία ήθελε να παρακολουθήσει τις συνδιαλέξεις, τις παρακολουθούσε, είτε με εντολή του υπουργού Εσωτερικών ή του διευθυντή ασφαλείας. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, αυτό το οποίο γίνεται είναι ότι παίρνουνε μέτρα να νομιμοποιηθούν αυτά τα πράγματα και δεν βλέπω γιατί να πηγαίνανε παρακάτω.
Δηλαδή, το να πάνε παρακάτω, θα προϋπέθετε ότι υπάρχει μεγάλη όξυνση και ένταση της κοινωνικής πάλης, η οποία δεν υπάρχει, μην το ξεχνάμε αυτό το πράγμα. Και με συγχωρείτε που το λέω αυτό, γιατί διερωτώμαι αν πίσω από την ερώτησή σας υπάρχουν κατάλοιπα της μαρξιστικής νοοτροπίας, της συνεχούς όξυνσης της κοινωνικής κατάστασης.
Δεν υπάρχει συνεχής όξυνση και αυτό είναι το δράμα. Το δράμα είναι ότι υπάρχει συνεχής αποκοίμιση της κοινωνίας.
Ε.Ν. : Μα, δεν θέλουμε να πούμε ότι υπάρχει συνεχής όξυνση, αυτό είναι δεδομένο και το βλέπουμε στην καθημερινή μας ζωή. Όταν όμως βλέπουμε μια διεθνοποίηση του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’ με μηχανισμούς διεθνείς, όπως είναι η TREVI…
Κ.Κ. : Μα, υπήρχε πριν η INTERPOL, ούτως ή άλλως, η οποία υποτίθεται ότι ήταν μόνο για ποινικά εγκλήματα, αλλά ουδείς ποτέ αμφέβαλλε ότι η INTERPOL έπαιζε το ρόλο της και στα πολιτικά.
Ε.Ν. : Θεωρείτε δηλαδή ότι δεν είναι και τόσο σημαντικές αυτές οι μεταβολές;
Κ.Κ. : Δεν νομίζω ότι υπάρχει ουσιαστική μεταβολή. Εγώ θα έλεγα αντιθέτως, ότι ολοένα και περισσότερο τα συστήματα και οι μηχανισμοί που κυριαρχούν επαφίενται στο γεγονός ότι η χειραγώγηση των ανθρώπων με τα μέσα μαζικής πληροφόρησης και τα λοιπά, είναι ικανοποιητική. Μπορεί μια μέρα να ξυπνήσουν και να βρεθούν μπρος σε μια τεράστια έκπληξη και το ελπίζω. Αλλά προς το παρόν, νομίζω ότι αυτό είναι που οδηγεί σήμερα τους ιθύνοντες.
Ε.Ν. : Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη χειραγώγηση λέμε ότι χρησιμοποιούν σαν επίφαση τον ‘πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και των ναρκωτικών’.
Κ.Κ. : Μα, ελέγχουν ήδη. Ποιος εξάλλου αυτή τη στιγμή σηκώνεται εναντίον του συστήματος;
Ας μη μείνουμε στην Ελλάδα, την οποία δεν ξέρω και τόσο καλά και τι ακριβώς γίνεται εδώ πέρα. Ας πούμε στις χώρες που παρακολουθώ από πιο κοντά, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, ΗΠΑ. Ποιος σηκώνεται εναντίον του συστήματος ως τέτοιου, αυτή τη στιγμή; Οι εργατικοί αγώνες έχουν εκφυλιστεί τελείως, είναι δηλαδή καθαρά κορπορατιστικοί (σ. τ. Ε. συντεχνιακοί). Δηλαδή, η τάδε κατηγορία σιδηροδρομικών θέλει τόση αύξηση και άμα δοθεί αυτή η αύξηση, οι άλλοι ξεσηκώνονται και λένε γιατί δώσατε σ’ αυτούς αύξηση και δεν δίνετε και σε μας και το κράτος λέει ότι, αν δώσουμε και σε σας θα έχουμε ζημιές κλπ, και μετά από κάτι τέτοια, απολήγουν σε συμβιβασμούς. Αυτό είναι το ένα.
Τι άλλο υπάρχει; Ακόμη και η τελευταία εκπαιδευτική απεργία του ’86, ήταν καθαρά συντεχνιακή, άλλο αν ήμασταν κοντά στα παιδιά διότι ξεσηκώθηκαν και βγήκαν στο δρόμο. Αλλά ήταν καθαρά συντεχνιακή, να προφυλαχθούν δηλαδή τα συμφέροντα των ανθρώπων οι οποίοι μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Καμιά στιγμή όμως δεν διερωτήθηκαν τι γίνεται με όλους τους άλλους, οι οποίοι δεν μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και για τους οποίους δεν υπάρχει το πρόβλημα αυτό.
Ε.Ν. : Πάνω σ’ αυτό το τι άλλο, θα μπορούσαμε να σας πούμε τι λένε οι ίδιες, άσχετα αν είναι έτσι πράγματι ή δεν είναι, μιλάμε για τις ένοπλες οργανώσεις…
Κ.Κ. : Τρομοκρατικές εννοείτε;
Ε.Ν. : Εσείς θα δώσετε τον όρο.
Κ.Κ. : Καλά, δεν έχει σημασία, ένοπλες οργανώσεις…
Ε.Ν. : Λοιπόν, λένε ότι αντιτίθενται στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Μιλάμε για τη R.A.F., τους Κομμουνιστικούς Πυρήνες, την 17Ν κλπ, αφού ζητάτε μια επιπλέον χρησιμότητα των μέτρων.
Κ.Κ. : Μα, τι έκταση έχουν αυτές οι οργανώσεις; Εγώ πρώτα πρώτα, είμαι τελείως αντίθετος με την τρομοκρατία αυτού του τύπου και αυτού του τύπου την ένοπλη πάλη. Θεωρώ ότι είναι τελείως εσφαλμένη στις κατευθύνσεις της και στα μέσα της και επιπλέον ούτως ή άλλως μια τέτοια οργάνωση, κι αυτό το έχω δει άλλωστε συγκεκριμένα, δεν μπορεί παρά:
Πρώτον, ιδεολογικά να είναι τελείως δεινοσαυρική, διότι είναι δεινοσαυρικές. Δηλαδή, η ιδεολογία που υπάρχει σ’ αυτές είναι απολιθώματα. Η ιδεολογία που υπάρχει πίσω από τις ένοπλες οργανώσεις είναι ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μπαρουτοθήκη και το μόνο που χρειάζεται είναι να ρίξουμε ένα σπίρτο και να εκραγεί, το οποίο είναι τελείως τρελό. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, η οποία, έτσι όπως είναι σήμερα, δεν είναι μπαρουτοθήκη.
Δεύτερον, μια τέτοια οργάνωση για να λειτουργήσει –έτσι άρχισε και το μπολσεβίκικο κόμμα και αυτά ήταν τα επιχειρήματα του Λένιν: εμείς είμαστε στρατός και συνεπώς δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρχει, πρέπει η βάση να υπακούει στο επιτελείο- να είναι κατ’ ανάγκη ολοκληρωτικά οργανωμένη και δεν μπορεί να είναι οργανωμένη αλλιώς. Πώς είναι δυνατόν να είναι οργανωμένη αλλιώς; Και νομίζω ότι αυτή τη στιγμή πια ούτε στρατολογούν.
Δεν ξέρω γιατί η 17Ν εξακολουθεί να έχει κάποια δύναμη και ενδεχομένως κάποια αίγλη ανάμεσα στους ανθρώπους της αριστεράς. Δεν ξέρω ούτε από πού προέρχονται, ούτε πώς κινούνται. Μερικές δε απ’ τις κινήσεις τους μου φάνηκαν πολύ περίεργες, όπως η δολοφονία του Μπακογιάννη. Γιατί ο Μπακογιάννης; Τι σήμαινε αυτό και τι εξυπηρετούσε αντικειμενικά εκείνη τη στιγμή; Ταυτόχρονα δεν νομίζω ότι ιδρώνει το αυτί των κυβερνώντων από αυτά τα πράγματα, αλλά αντιθέτως τους χρησιμοποιούν σαν ένα είδος σκιάχτρου. Και στην Ιταλία αυτό έγινε. Δηλαδή, εκεί που υπήρχε μια μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση με τους εργάτες κλπ στα χρόνια του ’70, με τον χαρακτήρα που πήρε από τις Brigade Rossi και τις υπόλοιπες, ολοένα και περισσότερο έφευγε ο κοσμάκης και διαχωριζόταν, επειδή δεν τα ήθελε αυτά.
Ε.Ν. : Μέχρι που οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έφτασαν στην φυσική και ιδεολογική τους φθορά.
Κ.Κ. : Φυσικά.
Ε.Ν. : Και ερχόμενοι τώρα στα δικά μας, στην Ελλάδα, πώς βλέπετε τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβερνητικό σχηματισμό, στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, σαν πρώην μαρξιστής; Και πώς βλέπετε τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου στα πρόσφατα γεγονότα της Κρήτης, στα Χανιά, με δεδομένη τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, ότι οδεύουμε προς ένα ολοκληρωτικό κράτος; Ποιος είναι δηλαδή αυτός που θα επικρίνει το ολοκληρωτικό κράτος και από ποια θέση μιλάει;
Και ένα άλλο ζήτημα που ενδιαφέρει εμάς σε κινηματική βάση, είναι ότι η κρίση, κατάρρευση πια, του μαρξισμού, επικεντρώνεται εδώ στην Ελλάδα, απ’ όλους αυτούς τους παλιούς μαρξιστές, κομμουνιστές όλως των αποχρώσεων, που βρίσκονται και στο εσωτερικό της κρίσης, σε κριτικές ‘ορισμένου ορίου’, που δεν φτάνουν δηλαδή μέχρι το τέλος και δεν εξαντλούνται. Αυτό ταυτόχρονα συνοδεύεται και από μια ψυχοπαθητική αντίσταση απέναντι στην παραδοχή της κατάρρευσης, σαν να μην θέλουν δηλαδή να την παραδεχτούν.
Έχουμε έτσι ένα ‘παράδοξο’ φαινόμενο. Όταν επί δεκαετίες, χιλιάδες κόσμος και συζητούσε σε καθημερινή βάση, αλλά και έπραττε σε καθημερινή βάση πάνω στο κομμουνιστικό όραμα, βλέπουμε σήμερα να σιωπά και να ξεχνά, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, τα πάντα όσα έγιναν και να μην επακολουθεί καμία απολύτως συζήτηση ουσίας από όλους αυτούς, αρχίζοντας από τους διανοούμενους και φθάνοντας μέχρι τους απλούς εργαζόμενους.
Κ.Κ. : Το να μιλάει ο Παπανδρέου για πορεία προς ολοκληρωτικό κράτος είναι φυσικά γελοίο. Και αυτός ο άνθρωπος είναι γελοίος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Διότι, αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως. Τι συζητάμε τώρα, είναι αστεία πράγματα. Αυτός είναι ένας τζουτζές που πέρασε σε χρεωκοπία και σε κατάρρευση, που λέει ότι του ‘ρθει για δημοκοπία.
Το ζήτημα το πολύ σοβαρό που θίγετε είναι όχι τόσο αυτό της συνεργασίας του ΚΚΕ και του Φλωράκη στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, γιατί κι αυτοί είναι τομάρια και οπορτουνιστές και ελίσσονται. Όπως το είπε και ο Ταμτάκος, αυτοί κρατούσανε το ξύλο πάνω στο οποίο ο Στάλιν σκότωνε τους ανθρώπους, όπως και οι όμοιοί τους στη Γαλλία, στην Ισπανία και αλλού.
Και απλώς η τύχη το ‘φερε γι’ αυτούς ότι δεν ήταν οι ίδιοι ενεργοί δήμιοι, δηλαδή αν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα, θα είχανε σκοτώσει όσο κόσμο είχανε σκοτώσει ο Χόνεκερ και οι Ρώσοι κλπ, θα είχανε κάνει τα ίδια.
Ε.Ν. : Τα πρώτα δείγματα εξάλλου τα δείξανε στον εμφύλιο.
Κ.Κ. : Και πριν τον εμφύλιο με το ΕΑΜ. Το τι κάνανε με τους στόχους που κυριαρχούσανε στο ΕΑΜ και στις συνοικίες τις Αθήνας. Κατ’ ουσίαν, στην Αθήνα απ’ το ’43 και μετά, οι Γερμανοί ήταν στο κέντρο της πόλης και τη νύχτα βάζανε περιπολίες και γύρω γύρω η Αθήνα έβραζε με το ΕΑΜ που έκανε ό,τι ήθελε και σκότωνε όσους ήθελε.
Εκεί όμως που το πράγμα έχει πολύ πολύ βαθύτερη σημασία και πολύ σωστά κάνετε και το αναφέρετε και το θίγετε και μ’ αυτά που λέτε, είναι η καθαρά, όχι απλώς ψυχοπαθητική, αλλά ψυχοπαθολογική κατάσταση όλων των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δεν είναι ούτε ένας, ούτε δύο. Είναι εκατοντάδες χιλιάδες, για να μην πούμε εκατομμύρια, από τους Έλληνες, οι οποίοι επί χρόνια πίστευαν στη Ρωσία, στο κομμουνιστικό κόμμα και, όχι απλώς τα πίστευαν, αλλά, όπως λέτε και τα έπρατταν.
Διότι, στο κάτω κάτω, αυτοί που, ας πούμε, αν πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα, σκότωσαν τους συντρόφους μας το ’43, το ’44 και το ’45 θα τους σκότωναν επίσης, δεν ήταν έκφυλοι, δήμιοι ή εκπαιδευμένοι γενίτσαροι κλπ. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι σαν και σας, σαν και μένα, σαν οποιονδήποτε εργάτη, οι οποίοι είχαν πιστέψει στο ΚΚΕ, αλλά τους είχανε βάλει στην ΟΠΛΑ επειδή ήταν ιδιαίτερα πιστοί και που πιστεύανε πράγματι ότι ο Ταμτάκος ήταν πράκτορας, ο Καστοριάδης ήταν πράκτορας και άμα τον βρούνε πρέπει να τον ‘κονσερβοκουτίσουμε’.
Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι τώρα βρίσκονται τελείως αποσυντεθειμένοι ψυχολογικά και διανοητικά, διότι πιστεύανε σ’ αυτά τα πράγματα και αυτά τα πράγματα τώρα καταρρέουν. Έρχεται ο Γκορμπατσόφ ο ίδιος και βγάζει στη φόρα όλα όσα γίνονταν στη Ρωσία. Δεν ξέρω αν διαβάσατε ένα τελευταίο διάταγμα που έβγαλε ο Γκορμπατσόφ, ο οποίος καλεί τις διάφορες δημοκρατίες της Ένωσης να πάρουν μέτρα για την αποκατάσταση των θυμάτων της Σταλινικής βαρβαρότητας και κτηνωδίας.
Δηλαδή της βαρβαρότητας και κτηνωδίας του Φλωράκη, του Κύρκου και εμμέσως των ανθρώπων οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο ειλικρινώς πίστεψαν σ’ αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, τι μπορούν να κάνουν αυτοί τώρα; Εγώ νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο, και είναι φρικτό να το πει κανείς, σ’ αυτούς τους ανθρώπους το μόνο που μένει είναι να πεθάνουν. Δεν πρόκειται πια ούτε να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να κάνουν αυτοκριτική. Πρέπει αυτό το ‘δέρμα’ να πέσει, αυτό είναι το δράμα της ιστορίας της ανθρώπινης. Το ‘δέρμα’ αυτό πρέπει να πέσει, όπως πέφτει ένα φθαρμένο δέρμα πάνω απ’ το σώμα και να μείνουν οι άλλοι, οι οποίοι δεν έχουν αυτό το τεράστιο βάρος το ψυχολογικό και την ευθύνη, την οποία δεν είναι ικανοί να πάρουν αυτοί.
Διότι ποιος έχει τα κότσια να παραδεχτεί ότι επί 30 χρόνια, ας πούμε, συμμετείχε σε μία εγκληματική επιχείρηση; Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν το θάρρος να το κάνουν αυτό του πράγμα. Και ιδίως να το κάνουνε τώρα. Δηλαδή, όχι να ξεσηκωθούν, όπως μερικοί ξεσηκώθηκαν, στην Ελλάδα κανένας άλλωστε, αλλά όπως έξω, σε άλλες χώρες που είπανε, όπως ο Σεμπρούν το ’65, ότι αυτά κι αυτά γίνονται, ή άλλοι αλλού, π.χ. στη Γαλλία το ’70 ο Πιερ Ντεξ –άλλο πού φτάσανε, δεν έχει σημασία- οι οποίοι κάπου ψυχολογικά στηρίζονται στο γεγονός ότι πήραν την πρωτοβουλία σε μια στιγμή να πουν: ‘άϊ σιχτίρ, είστε εγκληματίες και φεύγω’.
Όμως εδώ έχουμε ανθρώπους που τα κατάπιαν όλα και περίμεναν να ‘ρθει απ’ έξω το φως, με τον Γκορμπατσόφ και με όλα όσα έγιναν, για να καταλάβουν τι τους γινότανε και χωρίς να το καταλάβουν τελείως.
Αυτό είναι τεράστιο βάρος στην ελληνική ζωή, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, δυτικές, όπου το πράγμα έχει ξεκουνηθεί  πολύ πιο νωρίς κατά κάποιον τρόπο. Ακόμη και στην Ιταλία, όπου είχαν αρχίσει να κάνουν μια κριτική και να χωρίζουν τα τσανάκια τους, να μην παραδέχονται την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, να δέχονται ότι υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι υπήρχε μια διαφθορά του σοσιαλιστικού μοντέλου, τρίχες βέβαια, δεν έχει σημασία. Πάντως είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους. Εδώ ουδέποτε τα χώρισαν.
Και δεν ξέρω, δεν έχω παρακολουθήσει και δεν γνωρίζω τι έλεγαν διαδοχικά ο Φλωράκης και ο Κύρκος, όταν τα πράγματα επισήμως άρχισαν και λέγονταν στη Ρωσία. Τι είπανε;
Ε.Ν. : Μιλάνε για ‘λάθη’.
Κ.Κ. : Τι λάθη; Το να σκοτώσεις 20 εκατομμύρια ανθρώπους, με ποια λογική είναι λάθος;
Ε.Ν. : Δεν έγιναν τέτοιες αναφορές.
Κ.Κ. : Δεν έγιναν; Ακόμη και σήμερα;
Ε.Ν. : Εν τέλει, που αποδίδετε τη στάση, όχι μόνο των ηγετών του ΚΚΕ, αλλά, που είναι πιο σημαντικό, τη στάση αυτής της πλατιάς που, και από προσωπικές εμπειρίες που είχαμε σε εργατικές συγκεντρώσεις, δεν συμπεριφέρεται όπως φυσιολογικά θα έπρεπε να φερθεί;
Κ.Κ. : Δηλαδή;
Ε.Ν. : Δηλαδή σαν απογοητευμένοι άνθρωποι. Αλλά σαν άνθρωποι που θεωρούν ότι και τότε ήταν καλά τα πράγματα και τώρα είναι καλά.
Κ.Κ. : Και γυρεύουν και τα ρέστα από πάνω! Δεν ξέρω…
Ε.Ν. : Κλείνοντας για την Ελλάδα, πώς βλέπετε τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, που φυσικά έχει άμεση σχέση με έναν ολόκληρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό που αναζητά λύσεις για το σύστημα;
Κ.Κ. : Αυτό είναι μια προσπάθεια προσαρμογής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Υπάρχουν ένα σωρό ιδιοφυΐες και ιδιαιτερότητες της ελληνικής κατάστασης· δεν μπορώ να τις συζητήσω εδώ εκτεταμένα.
Αρχίζοντας απ’ όλη την ιστορία, από τη μυθολογία της ελληνικής ιστορίας, το μπέρδεμα ανάμεσα στον Περικλή και τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, στο Σοφοκλή και το Ρωμανό το Μελωδό, αυτά τα πράγματα αφενός και με την οικονομική υπανάπτυξη, την πολιτιστική υπανάπτυξη, την τεχνική εισαγωγής ενός δυτικού κράτους από τους Βαυαρούς κλπ αφετέρου, με όλα αυτά τα οποία διαρκώς γίνονται, φτάνουμε στο πρόβλημα του ιρετεντισμού (αλυτρωτισμού), τη Μεγάλη Ιδέα και σ’ όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία απολήγουν μετά στη δύναμη που παίρνει το Κομμουνιστικό Κόμμα μέσα στην Κατοχή μέσω του ΕΑΜ, στο ρόλο που παίζει στον Εμφύλιο, στην αναμονή ότι η Ρωσία θα μας σώσει, επαναλαμβάνοντας κάπου τα παλιά του 1770: ‘ακόμη τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες, ώσπου να ‘ρθεί ο Μόσκοβος’. Και περιμένουν να ‘ρθει ο Μόσκοβος, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μέσα εκεί έρχεται ξαφνικά ο παπατζής, ο γιος του παπατζή, άλλος παπατζής μεγαλύτερος από τον πατέρα του, ο οποίος επωφελείται απ’ αυτή την κατάσταης και προσεταιρίζεται ένα μεγάλο μέρος των απογοητευμένων αριστερών, δημιουργεί το ΠΑΣΟΚ και έρχεται και δημιουργεί αυτό το φαυλοκρατικό ημιολοκληρωτικό καθεστώς επί 8 χρόνια.
Τώρα το κατεστημένο προσπαθεί να προσαρμοστεί με την κατάσταση του δυτικού καπιταλισμού και γίνεται και εδώ αυτή η νεοφιλελεύθερη επίθεση, όπως έγινε στην Αγγλία, στην Αμερική, ακόμη και στη Γαλλία, όπου την έκαναν οι σοσιαλιστές. Άλλωστε εδώ ο Ανδρέας δεν ήταν ικανός να την κάνει· φυσικά την μισοέκανε, χωρίς να μπορεί να την ολοκληρώσει. Η οποία έχει σαν σκοπό κατά κάποιον τρόπο να συμμαζέψει κάπως τα πράγματα, τα οποία, από την άποψη του συστήματος και ιδιαίτερα του καπιταλισμού και της οικονομικής του διάστασης, είχαν πάει πολύ μακριά κατά κάποιο τρόπο και το αποσταθεροποιούσαν με τις διεκδικήσεις των μισθών των εργαζομένων κλπ. Προσπάθησαν έτσι να τους φέρουν σε λογαριασμό, το οποίο και πέτυχαν κατά ένα μέρος. Έτσι, στην Αμερική είχαμε συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων και των συνδικάτων προ πέντε ετών (σ.τ.ε. 1985), όπου τα συνδικάτα δέχονταν μειώσεις των μισθών.
Λοιπόν, αυτό επαναλαμβάνεται τώρα στην Ελλάδα, με καθυστέρηση ως συνήθως, με τον Μητσοτάκη και με πολύ πιο μισερό και κακομοίρικο τρόπο, λόγω βέβαια της πολιτικής συγκυρίας. Δεν υπάρχει νομίζω περισσότερο ζουμί σ’ αυτή την ιστορία, παρά η προσαρμογή που γίνεται, φυσικά με την πίεση της ένταξης στην ΕΟΚ.
Ε.Ν. : Και καταλήγοντας πια. Κατά πόσο είναι δυνατή η επανόρθωση των χαμένων ευκαιριών , αν μπορούσαν να ονομαστούν έτσι οι χαμένες επαναστάσεις, όταν η Γη τείνει να αφανιστεί και να ροκανιστεί, όπως ειπώθηκε πριν και το κράτος ταυτόχρονα, ή το σύστημα, σε τελευταία ανάλυση, εξοπλίζεται πυρετωδώς με στόχο τον έλεγχο της κοινωνίας;
Κ.Κ. : Εγώ δεν νομίζω ότι πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους επανόρθωσης ‘χαμένων ευκαιριών’. Οι χαμένες ευκαιρίες είναι χαμένες ευκαιρίες. Πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά μας, το μέλλον, τη σημερινή κατάσταση, χωρίς αυταπάτες.
Η Γερμανική Επανάσταση, που δεν έγινε το 1923, δεν πρόκειται να ξαναγίνει και επιπλέον μπορεί να διερωτηθεί κανείς, αν γινότανε το ’23, τι θα έδινε; Δεδομένων των αυταπατών που υπήρχανε μέσα στον κόσμο και την πίστης στο κομμουνιστικό κόμμα, μπορεί να έβγαινε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, ακόμη πιο γερό απ’ το καθεστώς του Στάλιν. Λοιπόν, δεν μπορούμε να το συζητήσουμε έτσι το πρόβλημα.
Πρέπει να κοιτάζουμε μπροστά μας. Ο κόσμος αλλάζει, αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα και το ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό οι σημερινοί άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι, όπως έλεγε ο Ταμτάκος, ροκανίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο είμαστε καθισμένοι, ή, όπως το είπα εγώ πρόσφατα σε μια συγκέντρωση στη Γαλλία, η ανθρωπότητα είναι σαν ένα παιδί που το βάλανε μέσα σε ένα σπίτι όπου οι τοίχοι κάτω κάτω ήταν όλοι καμωμένοι από σοκολάτα. Και άρχισε να τρώει τη σοκολάτα αυτή. Είμαστε στο σημείο που έχει φάει τους μισούς από τους τοίχους αυτούς από σοκολάτα και σε λίγο θα πέσει το σπίτι πάνω στο κεφάλι του.
Και πράγματι η Γη ήταν μια τεράστια ‘σοκολάτα’, αυτός ο πλανήτης με τα εκατομμύρια των ζωντανών ειδών, τις εκτάσεις, το κλίμα και αυτή την καταπληκτική ισορροπία. Μετά αρχίσαμε και τα ρημάζαμε. Και ήταν αυτό το κύμα της φαντασιακής σημασίας της καπιταλιστικής, της απεριόριστης επέκτασης, που τα ρήμαξε.
Διότι, η οικονομική πρόοδος του καπιταλισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τι ήταν; Ήταν ότι φάγαμε μέσα σε 100 χρόνια πράγματα τα οποία είχαν δημιουργηθεί μέσα σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια. Έτσι έγινε το ‘θαύμα’ το καπιταλιστικό.
Ε.Ν.  : Όταν λέμε ‘χαμένες ευκαιρίες’, δεν το λέμε με την έννοια, αν η Επανάσταση του ’17 είχε γίνει το 1905, τι θα είχαμε. Αλλά με την έννοια ότι χρειάζεται, ακριβώς λόγω μιας πίεσης που υφίσταται ο πλανήτης πολιτικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, να διαλύσουμε όλες τις αυταπάτες που υπήρχαν στο παρελθόν, ούτως ώστε να μην ξαναδημιουργηθεί αυτό το φαινόμενο των ‘χαμένων ευκαιριών’.
Κ.Κ. : Αυτό, ναι! Και απ’ αυτή την άποψη, πρέπει και να κοιτάμε μπροστά και να μην ξεχνάμε κατά κάποιο τρόπο την Ιστορία.
Δηλαδή όλα όσα έγιναν, γιατί έγιναν, και ιδίως αυτή την τεράστια αυταπάτη, ότι θα μας σώσουν οι αρχηγοί, το κόμμα, η οργάνωση. Δεν θα μας σώσουν ούτε οι αρχηγοί, ούτε το κόμμα, ούτε η οργάνωση.
Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά ήταν γνωστά, γιατί ακόμη μια φορά θα πω, κι έχω πει εκατό χιλιάδες φορές αυτή την κοινοτυπία, ότι στο τραγούδι της Διεθνούς, στο πρωτότυπο κείμενο που είναι στα γαλλικά, λέει : ‘Δεν υπάρχει υπέρτατος σωτήρας, ούτε θεός, ούτε καίσαρας, ούτε λαϊκός αρχηγός. Παραγωγοί, πρέπει να σωθούμε μόνοι μας’. Δεν ξέρω πώς μεταφράστηκε στα ελληνικά.

 

Πρέπει λοιπόν η συλλογικότητα, η κοινωνία, η μάζα των ανθρώπων, να δει τα πράγματα και να αυτοοργανωθεί. Αυτό ήταν γνωστό από την αρχή και κατά κάποιο τρόπο ξεχάστηκε.
 Η συνέντευξη του Καστοριάδη δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Εκτός Νόμου και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Contact # 10 και στο βιβλίο Έννοιες και όροι του Κ. Καστοριάδη, Εκδ. Βιβλιοπέλαγος.

 

Η καταστροφή στον υδροβιότοπο Λιβάδι (Κολοβρέχτης) συνεχίζεται ασύστολα και με τις ευλογίες των δημοτικών αρχών

IMG_3348

Ο υδροβιότοπος Λιβάδι (Κολοβρέχτης) που βρίσκεται στα σύνορα των δήμων Διρφύων-Μεσσαπίων και Χαλκιδέων είναι μια περιοχή μεγάλης φυσικής, οικολογικής και επιστημονικής αξίας. Στον υδροβιότοπο φώλιαζαν, ξεκουράζονταν και ανεφοδιάζονταν πολλά πουλιά (ερωδιοί, χαλκόκοτες, μαυρογλαρόνια, κ.λ.π). Πολλά από αυτά κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση. Έχουν καταμετρηθεί 49 είδη πουλιών που είναι προστατευόμενα ενώ υπάρχουν και δεκάδες άλλα μεταναστευτικά και μη.

Δυστυχώς ο υδροβιότοπος αντί της προστασίας βιώνει την υποβάθμιση και την καταστροφή λόγω της μετατροπής του σε χώρο εναπόθεσης σκουπιδιών, λυμάτων από γειτονικές επιχειρήσεις, φυτοφάρμακα και τις καταπατήσεις για γεωργική εκμετάλλευση. Στις 20 Φεβρουαρίου του 2014 λίγο πριν νυχτώσει μια τεράστια φωτιά έδωσε τη χαριστική βολή καταστρέφοντας ολοσχερώς τον πυρήνα του βιότοπου. Εκεί που πριν ακούγονταν οι φωνές των πουλιών τώρα βασιλεύει νεκρική σιγή. Το θέαμα είναι ανατριχιαστικό. Τα πουλιά έφυγαν ή κάηκαν. Οι φωλιές τους, τα βατράχια, οι χελώνες κάηκαν.

IMG_3358

Ο υδροβιότοπος του Κολοβρέχτη έχει κηρυχτεί προστατευόμενη περιοχή με το Π.Δ (ΦΕΚ. 642 ΙΔ 19-10-1989).

Ομάδα δημοτικών συμβούλων του δήμου Μεσσαπίων προσπάθησαν να θέσουν επίσημα θέμα αποξήρανσης και εκμετάλλευσης για οικοπεδοποίηση. Ο Δήμος Μεσσαπίων παράνομα έστρωσε δρόμο μέσα στον πυρήνα Α Ζώνη του βιότοπου, με λαρκόχωμα. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση πριν μερικούς μήνες παρέστη στο δικαστήριο ο πρώην δήμαρχος ως ψευδομάρτυρας. Μετά από διαμαρτυρίες πολιτών και συλλόγων παρενέβη δύο φορές με επιστολές στις 19/6/2008 και στις 9/10/2008 ο συνήγορος του πολίτη με αυστηρές συστάσεις στη δημόσια  διοίκηση και στους δήμους Μεσσαπίων και Χαλκιδέων για την καταστροφή του Κολοβρέχτη. Οι ευθύνες των δήμων Διρφύων-Μεσσαπίων και Χαλκιδέων είναι μεγάλες και για τη σημερινή καταστροφή.

IMG_3421

Πρέπει άμεσα να φύγουν από την περιοχή οι καταπατητές. Να καθαριστεί η περιοχή από τα σκουπίδια. Να περιφραχθεί τουλάχιστον η Α ζώνη (πυρήνας). Το έγκλημα που συντελέστηκε βαραίνει όλους τους πολίτες αυτού του τόπου απέναντι στις επόμενες γενιές.

Πρέπει εμείς οι πολίτες να αναγκάσουμε τους ανθρώπους της δημόσιας διοίκησης και των δήμων να πράξουν το αυτονόητο.

Φραντζής Νίκος

Άνσελμ Γιάππε: Βία, αλλά για να κάνουμε τι;

Ποιο είναι σήμερα το πρόσωπο της βίας στη Γαλλία; Για όποιον πηγαινοέρχεται συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η πρώτη εικόνα της βίας, τη στιγμή που φτάνει σε ένα σταθμό ή ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας, είναι η αστυνομία. Δεν έχω δει ποτέ περισσότερους αστυνομικούς από όσους βλέπω σήμερα στη Γαλλία, ιδίως στο Παρίσι. Ούτε στην Τουρκία την περίοδο της δικτατορίας. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πραξικοπήματος ή σε μια κατεχόμενη χώρα. Ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Και τι αστυνομικοί! Με ένα σκαιό και αλαζονικό ύφος που δεν έχει όμοιό του. Αν τολμήσει κανείς να ψελλίσει την παραμικρή αντίρρηση –π.χ. όταν του ελέγχουν με πρωτοφανή επιμέλεια τα χαρτιά ή του ψάχνουν την τσάντα πριν επιβιβαστεί στο τρένο– νιώθει ότι φλερτάρει με τη σύλληψη, το ξύλο και την κατηγορία της «αντίστασης κατά της αρχής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι περνούν όσοι έχουν πιο σκούρο δέρμα ή δεν διαθέτουν χαρτιά. […] L12_Contraducto_03

Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μακράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.

Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συγκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. […]

Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας.

Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί.

L12_Contr

Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μιαπρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα
αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολοκληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί;

Η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής διαλεκτικής προϋποθέτει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο και ότι μπορούν να αναδειχθούν και άλλες δυνάμεις. Σήμερα τα πάντα γίνονται για να αποτραπεί η δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης. Κι όμως, όταν παρατηρούμε τα ονόματα των οδών στις γαλλικές πόλεις, βρίσκουμε ανάμεσά τους το όνομα του Auguste Blanqui και του François-Vincent Raspail, του Armand Barbès και της Louise Michel, του Édouard Vaillant και του Jules Vallès… Όλοι διώχθηκαν στην εποχή τους, βρέθηκαν στη φυλακή, εκτοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σήμερα το ίδιο το κράτος τους αναγνωρίζει (έστω και απρόθυμα) ως εκείνους που είχαν δίκιο, ενάντια στο κράτος της εποχής τους. Το γαλλικό κράτος θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό του, σε δύο ή τρεις επαναστάσεις και στην Αντίσταση – αν όμως οι προκάτοχοί του είχαν τα όπλα που διαθέτει το σημερινό κράτος, το σημερινό κράτος δεν θα υπήρχε. Αν το κράτος παρέμενε πιστό στην ίδια τη λογική του, θα έδινε μια ευκαιρία στους αντιπάλους του… Δεν πρόκειται βέβαια να ζητήσουμε από το κράτος να γίνει τόσο συνεπές ώστε να σέβεται τη ρητορική του. Αν όμως αφαιρέσει από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του και την παραμικρή δυνατότητα να δρουν και να αντιδρούν, αν αποφασίσει ότι είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες κρατικές μορφές, αν ισχυριστεί ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας», οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Γιατί το κράτος κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η μόνη «εναλλακτική» στην κυριαρχία του να είναι η απροκάλυπτη βαρβαρότητα. Προτιμά να κριθεί από τους εχθρούς του παρά από τους ανύπαρκτους διαδόχους του, όπως παρατήρησε ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ στα Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος το 1988. Κάθε «αντιτρομοκρατική» πολιτική ακολουθεί αυτή την αρχή, την οποία εφάρμοσαν ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον οι αρχές της Αλγερίας.

Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το εργατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες.

L12_Con

Αλλά οι ψευδαισθήσεις φαίνεται σήμερα να διαλύονται σιγά σιγά. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ελιγμών. Το κράτος δεν έχει τίποτα πια να αναδιανείμει, και έτσι η έκκληση για τήρηση της νομιμότητας καθίσταται κενό γράμμα: δεν έχει αντίκρισμα, δεν έχει γλυκό ως ανταμοιβή για τα καλά παιδιά. Μπορούμε επομένως να προβλέψουμε –και ήδη το βλέπουμε γύρω μας– ότι θα υπάρχει μια τεράστια πύκνωση των «παράνομων» ενεργειών, όπως οι καταλήψεις, οι ομηρείες διευθυντών, οι καταστροφές, οι αποκλεισμοί δρόμων κ.λπ.

Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση –ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν.[…]

Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το
επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 194 8) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη».

Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. […]

L12_C

Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά.

«Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό… Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους…

Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση.

Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο;

Μετάφραση: Σ. Κ.
 
«La violence, mais pour quoi faire?». 
Δημοσιεύτηκε στο περ. Lignes, τχ. 29 , Μάιος 2009. 
Αναδημοσιεύτηκε στο Crédit à mort, Lignes 2011. 
Παραλείψαμε εδώ τις σημειώσεις του κειμένου.
Αναδημοσίευση από:  http://www.levga.gr/2013/11/blog-post_6.html

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ – Εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, σταθεροποιητών διάθεσης, Ριταλίν και ηρεμιστικών

Πέτερ Λέμαν / Άννα Εμμανουηλίδου (επιμ.):

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ – Εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, σταθεροποιητών διάθεσης, Ριταλίν και ηρεμιστικών (εκδ. Νησίδες 2013).

greek

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορούμε να υποθέσουμε σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη ψυχοφαρμάκων. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην υποτροπή. Οι επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής υγείας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν σκέφτονται σχεδόν καθόλου πώς να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο, το να γυρίζουμε την πλάτη σ’ αυτούς τους ανθρώπους και να τους αφήνουμε ν’ αντιμετωπίσουν μόνοι το πρόβλημά τους, δείχνει χαμηλού επιπέδου συναίσθηση ευθύνης.

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι. Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του.

Οι επιμελητές:

anna-e Άννα Εμμανουηλίδου. Γεν. 1967, κλινική ψυχολόγος (Dr.Phil., Msc) και συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Σπούδασε στην Ελλάδα και τη Γερμανία, φιλοσοφία και ψυχολογία. Μεταξύ 1992-2001 εργάστηκε στη Γερμανία στο χώρο της ψυχιατρικής και συνεργάστηκε σε πολυάριθμες εναλλακτικές πρωτοβουλίες, μέσω των οποίων ήρθε σε επαφή με το εκεί ακμαίο κίνημα αυτοβοήθειας προσώπων με ψυχιατρική εμπειρία και με διάφορες εναλλακτικές στην ψυχιατρική προτάσεις. Στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται και πάλι από το 2001, έχει ασχοληθεί με προσπάθειες αποασυλοποίησης σε ελληνικά ψυχιατρεία, πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες σε θέματα κοινωνικών μειονοτήτων με έμφαση το χώρο της ψυχικής υγείας, από το 2003 επικεντρωμένα σε δράσεις ενάντια στην ψυχιατρική βία και υπέρ της ανάπτυξης εναλλακτικών στην Ελλάδα. Από το 2006 ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας (www.paratiritiriopsy.org). Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
annnna

Πέτερ Λέμαν. γενν. 1950 στη Γερμανία. Παιδαγωγικές σπουδές στο Βερολίνο. Ο ίδιος κατά τη δεκαετία του 1970 «θύμα» της ιδρυματικής ψυχιατρικής, από την οποία απομακρύνθηκε αυτοβούλως, όπως το ίδιο σταμάτησε και με επιτυχία έως σήμερα κάθε είδους φαρμακευτική αγωγή. Από το 1980 ανέλαβε πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα για το «στήσιμο» των πρώτων ομάδων αυτοβοήθειας στο Βερολίνο, οι οποίες ανέπτυξαν γρήγορα έντονα πολιτικό αντιψυχιατρικό λόγο. Από το 1989 ιδρυτικό μέλος του «Συλλόγου για προστασία από την ψυχιατρική βία» (Verein zum Schutz vor psychiatrischer Gewalt e.V.), από το 1991 ιδρυτικό μέλος «Ευρωπαϊκού Δικτύου πρώην χρηστών και επιζώντων της ψυχιατρικής» (ENUSP). Από το 1990 μέλος της συντακτικής επιτροπής του βρετανικού επιστημονικού περιοδικούJournal of Critical Psychology, Counselling and Psychotherapy. Από το 1994 μέχρι το 2000 μέλος του Δ.Σ. της γερμανικής «Συνομοσπονδίας Ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία» (Bundesverbands Psychiatrie-Erfahrener e.V. (BPE)). Από το 1997 μέχρι το 1999 μέλος της ειδικής επιτροπής “Mental Health Europe“, ευρωπαϊκό παρακλάδι της «παγκόσμιας συνομοσπονδίας για την ψυχική Υγεία» (World Federation for Mental Health). Από το 1997 μέχρι το 1999 πρόεδρος Δ.Σ. της ENUSP, από το 2004 μέλος Δ.Σ. με την ευθύνη των οργανώσεων της βορειοανατολικής Ευρώπης (Γερμανία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρωσία), από τον Ιανουάριο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2004 γενικός γραμματέας της ENUSP. Ιδρυτικό μέλος και συμμετοχή σε πολυάριθμες ακόμα πρωτοβουλίες. Σήμερα συγγραφέας βιβλίων, εκδότης και έμπορος βιβλίων ψυχοκοινωνικού περιεχομένου στο Βερολίνο. More about Peter Lehmann

Άννα Εμμανουηλίδου: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι . Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του. Οι προσωπικές μαρτυρίες με αυτή τη συνταρακτική τους δύναμη είναι το ένα στοιχείο. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο εμπνευστής και επιμελητής του πρωτότυπου, ο Πέτερ Λέμαν, έθεσε τη λυδία λίθο του βιβλίου όχι στην άρνηση και την κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας, αλλά στην κοινοποίηση μιας άλλης, εναλλακτικής, υπαρκτής πραγματικότητας. Έτσι, αρνήθηκε να σπαταλήσει γι’ άλλη μια φορά ενέργεια στο να επενδύσει σε μια άρνηση και επένδυσε σε μια θέση, βάζοντας τη συζήτηση σε μια άλλη βάση: τη βάση τού τι κάνουμε τώρα, που το Άλλο είναι εφικτό και ήδη εδώ. Αν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που ζουν εδώ και χρόνια υγιείς χωρίς ψυχοφάρμακα, ενώ ανήκαν στο πλήθος αυτών που είχαν προγραμματιστεί σε ισόβια χρήση, ποια είναι η θέση μας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους, που το διεκδικούν; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για το ανέφικτο της ίασης χωρίς τη χρόνια χρήση χημικών ουσιών; Μπορούμε να συνεχίσουμε να απαξιώνουμε τη διεκδίκησή τους, θεωρώντας την «ευσεβή πόθο», δυστυχώς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα; Μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την τραγικά ατεκμηρίωτη κοινοτυπία της «έλλειψης νοσο-ενσυναίσθησης»; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μην τους ακούμε;

Το βιβλίο θέλει να είναι ταυτόχρονα εμπνευστής και εργαλείο, για όσους ήδη βρίσκονται κοντά στην απόφαση να δοκιμάσουν «και αλλιώς» – είτε αυτοί βρίσκονται από την πλευρά αυτών που κάνουν οι ίδιοι χρήση ψυχοφαρμάκων, είτε από την πλευρά όσων βρίσκονται με διάφορες ιδιότητες δίπλα τους ή απέναντί τους. Θέλει να συμβάλει πρακτικά στην οικοδόμηση νέων εκδοχών – κι αυτό αποτελεί άλλον έναν νεωτερισμό ανάμεσα στους άλλους. Και ως εργαλείο, θέλει να μεταφέρει σαφώς και κατανοητά πρακτικές πληροφορίες, οι οποίες σπάνια φτάνουν στο κοινό, συμβάλλοντας έτσι ενεργητικά στη άρση της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Έτσι, διαβάζουμε σ’ αυτό: τον τρόπο που δρουν βιοχημικά τα ψυχοφάρμακα, ότι η απότομη διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχωσικόμορφες εμπειρίες που δεν έχουν να κάνουν με την αρχική «νόσο», αλλά με τη βιοχημική εξάρτηση του ατόμου απ’ αυτά βλέπουμε πώς μπορεί να οργανωθεί στην πράξη μια σταδιακή διακοπή και μπορούμε να βρούμε συγκεκριμένα σε μια πλήρη λίστα τα φάρμακα και τα ονόματά τους στην ελληνική αγορά. Κατά αντίστοιχο τρόπο βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές με βιβλιογραφία για εναλλακτικές [προς τη χημική φαρμακοθεραπεία] μεθόδους υποστήριξης ανθρώπων στη διαδικασία διακοπής των ψυχοφαρμάκων: φυτοθεραπεία, βελονισμός, θρησκευτική πίστη, ορθομοριακή ιατρική, πολιτική στράτευση, τέχνη, ομοιοπαθητική, ομάδες αυτοβοήθειας, αθλητικές δραστηριότητες, ψυχοθεραπεία και μια σειρά ακόμα από πρακτικές που βοήθησαν τους συγγραφείς του βιβλίου να επιτύχουν το στόχο τους, αναφέρονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς αξιολογήσεις, χωρίς ιεραρχήσεις, χωρίς σχολιασμό, με όλο τον σεβασμό που ταιριάζει στους ανθρώπους που τις αξιοποίησαν για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο «πέφτουν στο τραπέζι ιδέες» για τον αναγνώστη, ιδέες που δεν καθοδηγούν, δεν περιορίζουν, δεν αφορίζουν, αλλά ανοίγουν την παλέτα των εκδοχών και ερεθίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του, για την κατασκευή νέων αποτελεσματικών προσωπικών και συλλογικών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;Στην ελληνική έκδοση συμμετέχουν και δύο κείμενα Ελλήνων, ενός γιατρού και μιας μητέρας παιδιού, που ανέλαβε την ευθύνη της διακοπής για το ανήλικο παιδί της. Στην προσπάθεια αναζήτησης και άλλων ανθρώπων που θα ήθελαν να γράψουν για την εμπειρία τους βρεθήκαμε μπροστά σε δύο πραγματικότητες, τη μία αναμενόμενη και την άλλη λιγότερο αναμενόμενη. Λιγότερα αναμενόμενη και ιδιαίτερα αισιόδοξη ας θεωρηθεί η διαπίστωση ότι και στην Ελλάδα βρέθηκαν πράγματι άνθρωποι που έχουν από χρόνια σταματήσει ισχυρές ψυχοφαρμακευτικές αγωγές και ζουν υγιείς και ικανοποιημένοι σε διάρκεια χωρίς αυτές. Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, ακύρωσαν την απόφασή τους να γράψουν την εμπειρία τους, από επιφυλακτικότητα και φόβο για το τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό κοινωνικά στον τόπο μας, τόσο για τους ίδιους, όσο και για άλλους στη θέση τους. Αυτή η –απόλυτα κατανοητή– στάση ας θεωρηθεί ενδεικτική του κοινωνικού κλίματος στην Ελλάδα του 2008 σε σχέση με την ψυχιατρική αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Μπορεί ωστόσο κανείς να υποθέσει ότι σε μια πιθανή επόμενη διεύρυνση του βιβλίου οι ελληνικές συμμετοχές θα είναι περισσότερες.

Ο Πέτερ Λέμαν τολμά με την ομάδα των συγγραφέων αυτού του βιβλίου μια μετωπική σύγκρουση με την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία και την κλασική ψυχιατρική με την ευθύτητα και το θάρρος αυτών που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μέσα από την πρότασή τους η εικόνα ενός κόσμου αδυναμίας, ηττοπάθειας, αδιεξόδων και κατεστραμμένων υπό το καθεστώς βίας ανθρώπων, αντικαθίσταται από αυτήν ενός κόσμου ρεαλιστικών δυνατοτήτων, εμπιστοσύνης, δύναμης και αλληλεγγύης, όπου οι ψυχικές κρίσεις των ανθρώπων, αντί να απαξιωθούν σε νοσολογικές κατασκευές, παίρνουν εξελικτικό νόημα και οι σχέσεις αποκτούν δύναμη στην οικοδόμηση (και όχι στην καταστροφή) ανθρώπινων πεπρωμένων. Αυτό ισχύει όχι μόνο γι’ αυτούς που αγωνίζονται να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, που τους αφαιρέθηκε με βία, αλλά και για όλους τους άλλους, που δεν θέλουν (πια) να είναι βιαστές.

Άννα Εμμανουηλίδου
Κλινική Ψυχολόγος (Dr. Phil., Msc.)
Ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας

Πέτερ Λέμαν: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

«Ζητούνται συγγραφείς για το θέμα “Κόβοντας τα ψυχοφάρμακα”». Αυτό ήταν το κάλεσμα που απηύθυνα το 1995 σε ευρύτατους κύκλους παγκοσμίως. Έγραφα τότε:

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα. Προσωπικές εμπειρίες με αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά και λίθιο». Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, που σχεδιάζεται να κυκλοφορήσει το 1997-98. Για την πλειονότητα εκείνων που τους συνταγογραφείται ή τους δίνεται ένα από τα παραπάνω φάρμακα, έχουν τεράστια σημασία οι προσωπικές αφηγήσεις που αποτελούν θετικά παραδείγματα για το ότι μπορεί κανείς να σταματήσει αυτά τα φάρμακα, χωρίς να ξανακαταλήξει στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου του ή στο ίδρυμα. Γι’ αυτό αναζητώ συγγραφείς διατεθειμένους να περιγράψουν την προσωπική τους πορεία προς την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα και οι οποίοι αυτή τη στιγμή ζουν ελεύθεροι από ψυχιατρικά φάρμακα. Ψάχνω ακόμη κείμενα από ανθρώπους, οι οποίοι βοηθούν επαγγελματικά ή από προσωπικό ενδιαφέρον άλλους ανθρώπους να κόψουν τα ψυχοφάρμακα».

Έτσι, πήρα μια σειρά από γραπτά άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ήθελαν να συνεισφέρουν στο βιβλίο με κείμενά τους. Απαντήσεις ήρθαν και από μερικούς επαγγελματίες. Μια ψυχίατρος από το Βερολίνο, που είχε στείλει ένα κείμενο για τη βαθμιαία απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία που εφάρμοζε στο ιατρείο της, το πήρε πίσω, προφανώς από (δικαιολογημένο) φόβο ότι το ιατρείο της θα πλημμύριζε από ανθρώπους που θα ήθελαν να κόψουν τα ψυχοφάρμακα. Επειδή δεν είχα καμιά απάντηση από συγγενείς ασθενών, έστειλα την αγγελία μου στη Γερμανική Ομοσπονδία Συγγενών Ψυχικά Πασχόντων. Καμιά απάντηση. Μήπως ο λόγος σχετίζεται με το ότι, εδώ και χρόνια, οι οργανώσεις συγγενών χρηματοδοτούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες;

Θα απλουστεύαμε ωστόσο μοιραία το φαινόμενο της ισόβιας λήψης ψυχοφαρμάκων, αν το συνδέαμε απλά με ψυχρούς συγγενείς, ανεύθυνους γιατρούς και κερδοσκοπικές φαρμακευτικές εταιρείες. Δύο συγγραφείς, που είχαν στείλει κείμενα θέλοντας να αφηγηθούν την πορεία απεξάρτησής τους από τα ψυχοφάρμακα, τα ανακάλεσαν: είχαν μια «υποτροπή». Μια γυναίκα ανέφερε ότι η χρονική στιγμή, που είχε επιλέξει για τη διακοπή των φαρμάκων, ήταν ατυχής: ήταν η περίοδος που χώρισε από τον σύντροφό της. Μια ακόμα ανέφερε, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι νοσηλευόταν εκ νέου στο ψυχιατρείο, εξ αιτίας ενός νέου ψυχωσικού επεισοδίου: ήταν άραγε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «ψύχωση διακοπής των φαρμάκων» ή κυριαρχήθηκε και πάλι από τα παλιά της, ανεπεξέργαστα προβλήματα;

Φυσικά, απέφυγα να ενθαρρύνω άλλους να σταματήσουν να λαμβάνουν ψυχοφάρμακα. Απευθυνόμουν ξεκάθαρα σ’ αυτούς που είχαν ήδη σταματήσει πριν από το κάλεσμά μου. Παρ’ όλ’ αυτά, αναρωτιέμαι μήπως και μόνο μέσα από αυτή τη δημόσια ενασχόληση με το θέμα της απεξάρτησης κάποιοι άνθρωποι επηρεάστηκαν κατά λάθος και σταμάτησαν ξαφνικά και απερίσκεπτα τα φάρμακά τους.

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με μεγαλύτερη επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της υποτροπής. Επαγγελματίες του χώρου –εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις– απασχολούν ελάχιστα το μυαλό τους με τη σκέψη τού πώς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο η στάση τού να γυρίσει κανείς την πλάτη και αφήσει αυτούς τους ανθρώπους μόνους με το πρόβλημά τους είναι μια στάση που δείχνει χαμηλού επιπέδου συνείδηση ευθύνης.

Σε ένα βιβλίο δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι οι διαφορετικοί δρόμοι και τρόποι να κόψει ένας άνθρωπος τα ψυχοφάρμακα. Αυτό που έκρινα σημαντικό ως υπεύθυνος της έκδοσης ήταν οι συγγραφείς «μου» –εκτός των επαγγελματιών– να παρουσιάσουν καθαρά τις επιθυμίες, τους φόβους και την προσωπική διαδικασία την οποία επέλεξαν, όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά. Μόνον ένα πράγμα δεν κλήθηκαν να κάνουν: να δώσουν συμβουλές σε άλλους για το τι πρέπει να κάνουν, να μοιράσουν συνταγές επιτυχίας. Κάθε αναγνώστης πρέπει να βρει τον δικό του δρόμο και μέσα, ανάλογα με τα υπάρχοντα προβλήματα και τις υπάρχουσες δυνατότητες, τις προσωπικές αδυναμίες και δυνάμεις, τους προσωπικούς περιορισμούς και τις προσωπικές επιθυμίες. Τα κείμενα αυτών που αντιμετώπισαν την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα οφείλουν να δείξουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχει ένας άνθρωπος τον στόχο του χωρίς απώλειες και να ζήσει μια ζωή χωρίς τις παρενέργειες μιας ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.

Πέτερ Λέμαν
16.9.2002

Για τη δεύτερη έκδοση

Στην εισαγωγή σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση αναφέρονται διάφορα προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν κατά τη διαδικασία της διακοπής ψυχιατρικών ψυχοφαρμάκων, και στο συνοπτικό κεφάλαιο στο τέλος του βιβλίου αναλύω ειδικά θέματα σχετικά με αυτή τη διακοπή, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα πώς μπορεί κανείς να διακόψει συνδυασμούς σκευασμάτων.

Πολλοί άνθρωποι με ρωτούν συνεχώς πού μπορούν να βρουν ψυχιάτρους που να τους βοηθήσουν στη διακοπή. Από τη μια πλευρά υπάρχει η ανάγκη και από την άλλη η άρνηση για παροχή βοήθειας από την πλευρά των γιατρών. Πιθανότατα μεγάλο ρόλο παίζουν οικονομικοί παράγοντες. Γιατί, αντίθετα με τις ψυχιατρικές διαγνώ σεις, ακόμα δεν υπάρχει η διάγνωση «εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες» ή «εξάρτηση από νευροληπτικά» ή «εξάρτηση από αντικαταθλιπτικά», κι έτσι οι γιατροί δεν μπορούν να ζητήσουν πληρωμή από τα ταμεία υγείας γι’ αυτή την παροχή, τουλάχιστον όχι ευθέως. Από τη μια μπορεί κανείς να θυμώσει – αλλά τι θα πρόσφερε σε κάποιον ενδιαφερόμενο το να πέσει στα χέρια ενός άπειρου σε θέματα διακοπής, απρόθυμου γιατρού; Ποιος θα πήγαινε το αυτοκίνητό του σε ένα συνεργείο από το οποίο δεν βγήκε ακόμα κανένα σωστά επιδιορθωμένο αυτοκίνητο;

Πολλοί ενδιαφερόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι για τη διακοπή χρειάζονται οπωσδήποτε τη συναίνεση ενός γιατρού. Ωστόσο δεν παίζει στην πράξη κανέναν ρόλο το αν κάποιος διακόψει τα ψυχοφάρ μακα με ή χωρίς ιατρική υποστήριξη.Όποιος το κάνει ενάντια στην ιατρική άποψη έχει τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όπως και αυτός του οποίου την απόφαση υποστηρίζει κάποιος γιατρός. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος «Coping with Coming Off» (Πρόγραμμα για τη διερεύνηση της αντιμετώπισης στη διαδικασία της διακοπής) στην Αγγλία και στην Ουαλία. Με χρηματοδότηση του βρετανικού Υπουργείου Υγείας μια ομάδα ερευνητών, με ψυχιατρική εμπειρία οι ίδιοι, διεξήγαγαν μεταξύ 2003 και 2004 250 συνεντεύξεις για την κοινωνική οργάνωση MIND, για να ερευνήσουν τις εμπειρίες ανθρώπων που είχαν σταματήσει τα ψυχοφάρμακα. Ως βοηθητικές μεταβλητές προέκυψαν η συμπαράσταση συμβούλων και ομάδων αυτοβοήθειας, συμπληρωματική ψυχοθεραπεία, αμοιβαία υποστήριξη με άλλους ανθρώπους, πληροφορίες από το διαδίκτυο ή βιβλία, δραστηριότητες όπως χαλάρωση, διαλογισμός ή κίνηση. Διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί δεν μπορούσαν να προβλέψουν αξιόπιστα ποιοι ασθενείς θα ήταν σε θέση και ποιοι όχι να διακόψουν με επιτυχία. Αυτή η επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίστηκε από την έρευνα ως η λιγότερο βοηθητική κατά τη διαδικασία της διακοπής (Read, 2005, Wallcraft, 2007). Ως συνέπεια αυτής της έρευνας η MIND άλλαξε τη «γραμμή» της. Ενώ στο παρελθόν συμβούλευε –όσο μπορεί αυτό να θεωρηθεί συμβουλή– να διακόπτονται τα ψυχοφάρμακα μόνο με συμφωνία γιατρού, σήμερα παραπέμπει στη διαφθορά των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες (Darton, 2005, σ. 5) και συμβουλεύει τους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται όσο το δυνατόν καλύτερα (Read, 2005).

Όπως δείχνει μια έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας στις Η.Π.Α. το 2006, τα τέσσερα τέταρτα όλων των ανθρώπων στους οποίους χορηγούνται κάθε είδους νευροληπτικά, κάποια στιγμή τα σταματούν – γιατί απλά δεν τους προσφέρουν κάποια βελτίωση της κατάστασής τους ή γιατί οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι αφόρητες (McEvoy κ.ά., 2006, Stroup κ.ά., 2006). Αυτή η πρακτική συμφωνεί με τη θεωρητική –αν και ανεφάρμοστη– γνώση των γιατρών, οι οποίοι από καιρό αναγνώρισαν ότι συχνά είναι αναγκαία η διακοπή των χορηγούμενων ψυχοφαρμάκων. Ήδη το 1979, στην 75η επέτειο της ίδρυσης της ψυχιατρικής πανεπιστημιακής κλινικής του Μονάχου, ο απόλυτος εκπρόσωπος της κλασικής ψυχιατρικής Fritz Freyhan παραδέχτηκε:

«Στη δεκαετία του 1950 ο ψυχίατρος που είχε εμπειρία με ψυχοφάρμακα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πείσει τους συναδέλφους τους για τα πλεονεκτήματα της θεραπείας με ψυχοφάρμακα. Τα τε λευταία χρόνια έχει φτάσει όμως το σημείο στο οποίο ο έμπειρος φαρμακολογικά ψυχίατρος μπορεί να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ανακούφιση στους ασθενείς του διατάσσοντας τη διακοπή όλων των αντιθεραπευτικών φαρμακοθεραπειών.» (1983, σ. 71)

Πέτερ Λέμαν
4. Μαρτίου 2013

Pirkko Lahti: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Αυτό το βιβλίο, που πρώτο παγκοσμίως ασχολείται με το θέμα της επιτυχούς απεξάρτησης από ψυχοφάρμακα και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1998, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που πήραν την προσωπική απόφαση να σταματήσουν τα ψυχοφάρμακα. Παράλληλα όμως απευθύνεται στις οικογένειες και στους θεραπευτές τους.

Εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν ψυχοφάρμακα, όπως Haldol, Fluctin, Zyprexa. Κάποιες αναλυτικές αναφορές σχετικά με το πώς άλλοι άνθρωποι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη λήψη αυτών των ουσιών, χωρίς να ξανακαταλήξουν στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου τους, έχουν τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Πολλοί συνάδελφοί μου στον ψυχοκοινωνικό χώρο ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους κατασκευάζοντας κριτήρια συνταγογράφησης ψυχοφαρμάκων. Διαγνώσεις όπως καταναγκαστική νεύρωση, κατάθλιψη, δερματικές λοιμώξεις, υπερκινητικότητα, έμετοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αϋπνία, νυχτερινή ενούρηση, ψύχωση, τραυλισμός ή ναυτία, μπορούν να οδηγήσουν στη χρήση ψυχοφαρμάκων, αντικαταθλιπτικών, λιθίου, αγχολυτικών και άλλων ουσιών. Η επεξεργασία «ενδείξεων», κριτηρίων χρήσης των φαρμάκων, είναι μια δουλειά μεγάλης υπευθυνότητας, με πολλές συνέπειες σε διάφορα επίπεδα.

Διαγνώσεις και φαρμακευτικές ενδείξεις οδηγούν συχνά σε θεραπείες με ψυχοφάρμακα, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ μακροχρόνιες. Ποιος μπορεί να πει εκ των προτέρων –όταν και αν έρθει η ώρα– αν τα ψυχοφάρμακα μπορούν να κοπούν χωρίς προβλήματα; Ήδη γνωρίζουμε ότι τα αγχολυτικά φάρμακα και κυρίως οι βενζοδιαζεπίνες δημιουργούν εξάρτηση. Ξαφνική διακοπή, χωρίς θεραπευτική βοήθεια και χωρίς γνώση των κινδύνων, μπορεί να οδηγήσει σε δραματικές εξελίξεις. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι κατά τη διακοπή των νευροληπτικών, των αντικαταθλιπτικών και του λιθίου;

Ποιες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε μια γρήγορη υποτροπή μετά τη διακοπή; Μήπως δεν έχουμε ήδη ακούσει για προβλήματα που δημιουργούνται από τη διακοπή των ψυχοφαρμάκων, για μεταβολές στους υποδοχείς, για ψυχώσεις υπερευαισθησίας ή προκαλούμενες ακριβώς από τη διακοπή των φαρμάκων; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε μια ψυχωσική υποτροπή από συγκαλυμμένα προβλήματα στερητικού χαρακτήρα;

Ποιες συνθήκες υποστηρίζουν μια επιτυχημένη διακοπή της χρήσης ψυχοφαρμάκων– επιτυχημένη, με την έννοια ότι οι ασθενείς δεν ξανακαταλήγουν αμέσως μετά στο ιατρείο του ψυχιάτρου, αλλά ζουν ελεύθεροι και υγιείς, όπως όλοι ευχόμαστε;

Μήπως δεν εγκαταλείπουμε μόνους τους ασθενείς μας με τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους, όταν αυτοί οι ίδιοι αποφασίζουν –για οποιονδήποτε λόγο– να κόψουν τα ψυχοφάρμακά τους; Πού μπορούν να βρουν υποστήριξη, κατανόηση και θετικά πρότυπα, όταν, απογοητευμένοι από τη στάση μας, απομακρύνονται από μας (και μεις απ’ αυτούς);

Ο Πέτερ Λέμαν, μέλος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Δικτύου (πρώην) χρηστών και επιζησάντων της ψυχιατρικής (ENUSP), πρώην μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης Mental Health Europe, ευρωπαϊκού τμήματος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία, αξίζει την αναγνώρισή μας για το δύσκολο έργο που ανέλαβε, να συγκεντρώσει για πρώτη φορά παγκοσμίως εμπειρίες από άμεσα ενδιαφερόμενους και από τους θεραπευτές τους, οι οποίοι έκοψαν με επιτυχία τα ψυχοφάρμακα ή βοήθησαν του πελάτες τους σ’ αυτή την πορεία. Στο βιβλίο αυτό γράφουν χρήστες από την Αυστραλία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., για τις εμπειρίες τους από τη διακοπή των φαρμάκων. Εκτός αυτού, ειδικοί από τον χώρο της ιατρικής, της ψυχιατρικής, της κοινωνικής εργασίας, της ψυχοθεραπείας και εναλλακτικών προσεγγίσεων περιγράφουν πώς βοήθησαν τους πελάτες τους στη διαδικασία της διακοπής. Μέσω του διεθνούς χαρακτήρα των συγγραφέων του, το βιβλίο προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα εμπειριών και γνώσεων.

Πρόκειται για ένα προκλητικό μήνυμα: οι εμπειρίες της ζωής αποκλίνουν συχνά από τις επιστημονικές βεβαιότητες. Το βιβλίο βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες άμεσα ενδιαφερόμενων, αλλά και επαγγελματιών, που βοηθούν στη διαδικασία διακοπής. Έτσι, προσφέρει μια καλή αφετηρία για συζήτηση. Θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο σε κάθε ιατρείο, σε κάθε ψυχιατρικό τμήμα και σε κάθε βιβλιοθήκη ασθενών.

Pirkko Lahti
Διοικητική διευθύντρια της φινλανδικής Ένωσης για την Ψυχική Υγεία και πρόεδρος της Παγκόσμιας Oμοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία.
Ελσίνκι, 19 Αυγούστου 2002

Judi Chamberlin: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Πολλές τρέχουσες απόψεις σχετικά με τα ψυχοφάρμακα είναι λανθασμένες. Οι ψυχίατροι και οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν πείσει με επιτυχία, μέσω των Μ.Μ.Ε., πολλούς από το κοινό ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι «ασφαλή» και «αποτελεσματικά» στη «θεραπεία» των ψυχικών νόσων. Ας δούμε μία-μία αυτές τις λέξεις:

«Ασφαλή»: θεωρείται γενικά ότι δεν προκαλούν βλάβες, παρά τις πολλές και γνωστές αρνητικές τους παρενέργειες, όπως διαταραχές της κινητικότητας, αλλαγές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αύξηση βάρους, κόπωση, αιφνίδιος θάνατος από neuroleptic malignant syndrome [κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο] και πολλά άλλα.

«Αποτελεσματικά»: γενικά θεωρείται ότι αναστρέφουν ή θεραπεύουν τα συμπτώματα για τα οποία συνταγογραφούνται, παρ’ όλο που πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι έχουν μια κατασταλτική δράση που επικαλύπτει όχι μόνο τη συμπεριφορά στην οποία στοχεύει, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες.

«Θεραπεύουν»: θεωρείται γενικά ότι τα συνταγογραφούμενα φάρμακα έχουν συγκεκριμένη επίδραση σε συγκεκριμένες διαδικασίες της «νόσου».

«Ψυχική νόσος»: θεωρείται γενικά ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές οντότητες, γνωστές ως «σχιζοφρένεια», «διπολική διαταραχή» κτλ., παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστές δομικές ή χημικές μεταβολές στο σώμα οι οποίες να μπορούν να διαχωρίσουν ανθρώπους με αυτές τις αναφερόμενες ως ασθένειες από άλλους, που δεν τις έχουν.

Πώς γίνεται όλοι αυτοί οι μύθοι να γίνονται με τόση επιτυχία αποδεκτοί ως γεγονότα; Για ένα λόγο: γιατί αυτοί που προωθούν τα φάρμακα είναι προσωπικότητες με επιρροή, γιατροί και επιστήμονες, που θεωρείται γενικά ότι παρουσιάζουν αντικειμενικά πειραματικά δεδομένα. Άλλος ένας παράγοντας, ίσως ακόμη πιο σημαντικός, είναι ότι αυτοί στους οποίους δίνονται τα φάρμακα και είναι οι μόνοι που έχουν μιλήσει για τα αρνητικά τους αποτελέσματα, υποτιμούνται αυτόματα με τον χαρακτηρισμό τους ως ψυχικά αρρώστων. Η διάγνωση της ψυχικής νόσου φέρνει μαζί της ένα σύνολο συνειρμών, και κυρίως ότι ο άνθρωπος, που έχει αυτή τη νόσο, έχει ήδη κριθεί και δεν είναι αξιόπιστος μάρτυρας της προσωπικής του εμπειρίας.

Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα βαρύνει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των φαρμάκων είναι οι προσωπικές ιστορίες. Αυτές τις προσωπικές παρακαταθήκες ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν αυτά τα φάρμακα ή άλλων που τα ξεκίνησαν με την πίστη ότι ήταν πράγματι σωτήρια για τη ζωή τους, πρέπει να τις λάβει κανείς υπ’ όψη του παράλληλα με τους θετικούς απολογισμούς ερευνητών και συνταγογραφούντων. Στην ψυχιατρική είναι ακριβώς οι εμπειρίες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα των ανθρώπων που θεωρούνται νοσηρά. Αυτές οι εμπειρίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα απέναντι στη θεραπεία πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα. Φυσικά, πολλοί ψυχίατροι και άλλοι υπέρμαχοι της αποτελεσματικότητας των ψυχοφαρμάκων μπορούν να δυσφημήσουν αυτές τις αναφορές, με το να τις θεωρήσουν επιπλέον συμπτώματα, αλλά αυτό αποτελεί μια φαύλη ταυτολογία.

Οι εμπειρίες των ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν ψυχοφάρμακα διαφέρουν σε τεράστιο βαθμό μεταξύ τους. Κάποιοι βρίσκουν ότι τους βοηθούν να διαχειριστούν κάποια συμπτώματα και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήθελαν βέβαια να τα σταματήσουν. Στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι αυτής της ομάδας είναι πρόθυμοι να ανεχτούν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες, γιατί βρίσκουν τα θετικά περισσότερα από τα αρνητικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν θέμα τού ανά χείρας βιβλίου. Το βιβλίο εστιάζει την προσοχή του σε ανθρώπους που, για διάφορους λόγους, αποφάσισαν ότι τα ψυχοφάρμακα δεν τους βοηθούν και πήραν την απόφαση να τα σταματήσουν. Μια τέτοια απόφαση έχει τεράστιες συνέπειες, καθώς οι θεράποντες γιατροί θέλουν σχεδόν πάντα να συνεχίσουν να τα παίρνουν οι ασθενείς τους– και οι γιατροί έχουν σχεδόν πάντα τεράστια δύναμη (σαν να υπάρχει ένα είδος αθέλητης συμφωνίας) να πείθουν τους ασθενείς τους. Πράγματι, ένας πολύ συχνός παράγοντας εμφάνισης αυτού που ονομάζεται υποτροπή είναι ακριβώς η έλλειψη υποστήριξης του ανθρώπου που αποφασίζει να κόψει τα ψυχοφάρμακα.

Ως συνήγορος των δικαιωμάτων των ασθενών στον χώρο της ψυχικής υγείας (και ως άνθρωπος που έκοψα τα ψυχοφάρμακα στην πορεία της προσωπικής μου ανάρρωσης) ακούω συχνά την ερώτηση: «Πώς μπορώ να σταματήσω τα ψυχοφάρμακα;» Υπάρχει μια τραγική έλλειψη ενημέρωσης για το πώς μπορεί να σταματήσει κανείς με ασφάλεια, καθώς και σχετικά με υποστηρικτικές δομές (όπως σύντομα προγράμματα υποστηριζόμενης κατοικίας και γιατροί που είναι πρόθυμοι να σκεφτούν μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις), οι οποίες θα δώσουν τη δυνατότητα, σε ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν, να το πετύχουν.

Η επιλογή να σταματήσει κανείς τα ψυχοφάρμακα μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς είναι ότι οι παρενέργειες είναι πιο οδυνηρές από τα αρχικά προβλήματα, ή ότι αυτοί που τα παίρνουν δεν αισθάνονται να βοηθούνται σε κάτι με τη λήψη τους (αυτή ήταν ξεκάθαρα η δική μου περίπτωση). Δυστυχώς, στην κοινή γνώμη επικρατεί η εικόνα που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε. για τα άτομα που κόβουν τα ψυχοφάρμακα: είναι άνθρωποι τόσο διαταραγμένοι, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως οι συμπεριφορά τους είναι αφύσικη και συνεχίζουν καταλήγοντας να διαπράξουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το να μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους και για τους περίπλοκους λόγους που υπάρχουν πίσω από τις αποφάσεις τους είναι ίσως ένας τρόπος να αντισταθμίσουμε αυτή την αρνητική και καταστροφική εικόνα.

Λέγεται συχνά ότι τα ψυχοφάρμακα δίνονται σε ανθρώπους με την ταμπέλα του ψυχικά αρρώστου, ώστε να νιώσουν καλύτερα αυτοί που βρίσκονται γύρω τους, θεραπευτικό προσωπικό και οικογένεια. Το να είσαι κοντά σε ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγχυση, και μάλιστα μιλούν δυνατά για το τι τους μπερδεύει, μπορεί να προκαλεί αναστάτωση και είναι δύσκολο. Αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς να τους φιμώσουμε. Αντιθέτως, πρέπει να ακούσουμε με προσοχή τις πραγματικές εμπειρίες τους, ώστε να μπορέσουμε να μάθουμε το πραγματικό κόστος των ψυχοφαρμάκων στη ζωή τους.

Judi Chamberlin (1944-2010)
Διευθύντρια Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Ενδυνάμωσης,
Λόρενς Μασαχουσέτης. Μέλος Δ.Σ. της MindFreedom International
Arlington, Massachusetts, 30. Oktober 2002

Loren R. Mosher: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Δεν υπάρχει τυραννία τόσο μεγάλη, όσο αυτή που ασκείται για το καλό του θύματος».
C. S. Lewis

To βιβλίο αυτό πραγματεύεται ένα θέμα, για το οποίο σήμερα υπάρχουν πολλές ασαφείς εντυπώσεις. Ζούμε στην εποχή τού «ένα χάπι για κάθε πόνο». Ωστόσο, οι άνθρωποι δίνουν πολύ μικρή προσοχή ειδικά στα χάπια που επιδρούν στην ψυχή μας. Τι σημαίνει πράγματι το να διαχειρίζεσαι χημικά την ψυχή, τον εαυτό, το ανθρώπινο πνεύμα; Το λεξικό Webster ορίζει την ψυχή ακριβώς στα τρία αυτά επίπεδα. Αυτά τα χημικά, τα ψυχοφάρμακα, δεν επιδρούν λοιπόν ακριβώς στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης; Ώστε δεν θα έπρεπε να δώσουμε τη δέουσα προσοχή και σεβασμό σ’ αυτή τη διαδικασία; Αν ξεκίνησε κάποια στιγμή, δεν πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς; Αν αυτά τα τρία στοιχεία –ψυχή, εαυτός και ανθρώπινο πνεύμα– συνιστούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν θα έπρεπε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να αποφασίζουν, με βάση τις δικές τους πολύ προσωπικές και άμεσες εμπειρίες, αν θέλουν να πάρουν ψυχοφάρμακα; Η απάντηση είναι βεβαίως ένα δυνατό και ξεκάθαρο: ΝΑΙ.

Ας είμαστε ρεαλιστές. Μια και υπάρχουν πολύ λίγοι αντικειμενικοί δείκτες για τη δράση που έχουν αυτά τα φάρμακα, οι αναφορές των ασθενών είναι αποφασιστικής σημασίας. Αναρωτιέμαι κατά πόσον οι ψυχίατροι που συνταγογραφούν ψυχοφάρμακα ασχολούνται σοβαρά με την προσωπική εμπειρία που έχουν οι ασθενείς τους με καθένα απ’ αυτά τα φάρμακα. Σίγουρα μπορούν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Αν όμως κάποιος ανήκει σε μια κοινωνική μειονότητα, μιλά μια διαφορετική από την κυρίαρχη γλώσσα, είναι φτωχός, θεωρείται «πολύ άρρωστος» ή έχει εγκλειστεί παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, μειώνεται δραματικά η πιθανότητα να ακουστεί πραγματικά– παρ’ όλο που αυτή η πιθανότητα παραμένει και για όλους τους υπόλοιπους ιδιαίτερα μικρή.

Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο πυρήνας αυτού του βιβλίου: οι ιστορίες ανθρώπων που δεν εισακούστηκαν, όσο η ψυχή τους και το ανθρώπινο πνεύμα τους υπέφερε βασανιστήρια υπό την επίδραση ψυχοφαρμάκων– που συχνά τους επιβάλλονταν με τη βία. Ιστορίες θαρραλέων αποφάσεων, που πάρθηκαν σε αντίθεση με τη γνώμη και τις συστάσεις ειδικών και συχνά κόντρα στη στάση φίλων και συγγενών, και πόνου που ορισμένες φορές τις συνόδευσε. Μετά τη διακοπή των φαρμάκων, άρχισε ο εγκέφαλος να προσπαθεί να επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν είχαν ποτέ προειδοποιηθεί για το ότι τα φάρμακα επιφέρουν αλλαγές στον εγκέφαλο (ή, ακόμη χειρότερα, καταστρέφουν οριστικά ολόκληρες περιοχές του εγκεφάλου), γι’ αυτό και εμφανίζονται σχεδόν αναπόφευκτα κάποια στερητικά συμπτώματα. Το ίδιο λίγο γνώριζαν ότι αυτά τα συμπτώματα διαρκούν αρκετά και μπορούν να ερμηνευτούν ως «υποτροπή». Υπάρχουν ιστορίες τρόμου για το τι μπορεί να συμβεί (αν και όχι πάντα), όταν προσπαθεί ένας άνθρωπος να αφήσει τον εγκέφαλό του να επιστρέψει στη φυσιολογική του λειτουργία, αφού είχε βρεθεί για αρκετό χρονικό διάστημα υπό την επίδραση «θεραπευτικών» χημικών. Κατά κανόνα, αυτή η οδύνη ήταν δυστυχώς αναγκαία, για να γυρίσει η ψυχή, ο εαυτός και το ανθρώπινο πνεύμα –ο πυρήνας της ανθρώπινης φύσης– και πάλι πίσω.

Επειδή τα φάρμακα δίνονται συχνά απερίσκεπτα, με πατερναλιστική λογική και πολλές φορές χωρίς να είναι απαραίτητα, με στόχο να «θεραπεύσουν» μια «αρρώστια» που δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, αυτό το βιβλίο γίνεται εκ των πραγμάτων μια απαγγελία κατηγορίας ενάντια στους γιατρούς. Οι γιατροί καταπατούν συστηματικά τον όρκο του Ιπποκράτη (κατ’ αρχήν να μην προκαλέσουν βλάβη σε κανένα), στη βιασύνη τους «να κάνουν κάτι». Πώς είναι δυνατόν να διαπιστώσει κάποιος αν υπάρχει ψυχική δολοφονία, χωρίς να γνωρίζει τις περιγραφές της εμπειρίας ασθενών με φάρμακα που στοχεύουν απ’ ευθείας στο ουσιωδέστερο σημείο του ανθρώπινου είναι τους;

Ακόμα και αν συχνά παριστάνουν κάτι άλλο, οι γιατροί είναι απλώς απόφοιτοι της Ιατρικής και όχι ιατρικοί θεοί. Σε αντίθεση με τους πραγματικούς θεούς, οι γιατροί οφείλουν να απολογηθούν για τις πράξεις τους.

Αυτό το βιβλίο είναι απαραίτητο σε όλους όσοι παίζουν με την ιδέα να πάρουν ή να μην πάρουν αυτά τα νόμιμα φάρμακα, που επεμβαίνουν στην προσωπικότητα του ανθρώπου, και ίσως ακόμα πιο αναγκαίο γι’ αυτούς που μπορούν να τα συνταγογραφούν.

Dr. med. Loren R. Mosher (1933-2004)
Διευθυντής της Ένωσης προγραμμάτων «Σωτηρία»
Κλινικός καθηγητής ψυχιατρικής,Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Σαν Ντιέγκο
Τμήμα Ιατρικής
26. Αυγούστου 2002

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

 

Η αντιψυχιατρική βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχών εξελίξεων. Νέες εμπειρίες πλαταίνουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη δυνατότητα διακοπής ψυχοφαρμακευτικών θεραπειών. Στο βαθμό που σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται η μείωση της δόσης κάποιου φαρμάκου, ο αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος ότι τόσο οι συγγραφείς όσο και ο επιμελητής και ο εκδότης έχουν φροντίσει ώστε η πληροφορία να ανταποκρίνεται στις πιο επίκαιρες γνώσεις που επικρατούν στον χώρο, κατά την έκδοση του βιβλίου. Επειδή όμως υπάρχουν πολλοί εξατομικευμένοι παράγοντες (σωματική και ψυχική κατάσταση, κοινωνικές μεταβλητές και συνθήκες ζωής κτλ.), που παίζουν σοβαρό ρόλο στην πορεία μιας διαδικασίας ψυχοφαρμακευτικής απεξάρτησης, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι θέσεις των συγγραφέων αποτελούν συστάσεις γενικεύσιμες σε όλους τους αναγνώστες. Σ’ αυτούς συνιστούμε να διαπιστώσουν από μόνοι τους, συνυπολογίζοντας με προσοχή τη δική τους κατάσταση ζωής και πιθανόν με συμβουλές ενός κατάλληλου ειδικού, το αν η απόφασή τους να διακόψουν τα φάρμακα με κάποιον ειδικό τρόπο, μετά από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, στηρίζεται σε υπεύθυνη και κριτική αντιμετώπιση του θέματος. Ένας τέτοιος λεπτομερειακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις περιπτώσεις παρασκευασμάτων που χρησιμοποιουνται σπανιότερα ή έχουν μόλις εμφανιστεί στην αγορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αναλαμβάνει ούτε ο επιμελητής ούτε ο εκδότης του βιβλίου οποιαδήποτε ευθύνη για τις ενδεχόμενες παρενέργειες των φαρμάκων που λαμβάνουν οι αναγνώστες, ούτε για μια πιθανή διακοπή τους.

Σε περίπτωση που μια προσεκτική και καλά οργανωμένη προσπάθεια απεξάρτησης ή η διατήρηση της χωρίς φάρμακα κατάστασης οδηγήθηκε σε αποτυχία, ο εκδοτικός οίκος του Peter Lehmann «Antipsychiatrieverlag» απευθυνόμενος σε κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο, παρακαλεί να τον ενημερώσει για τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη αυτό.

Πέτερ Λέμαν
Φεβρουάριος 2008

Αναδημοσίευση από: http://www.peter-lehmann-publishing.com/books/withdraw/greek.htm