Category Archives: Ποίηση

Urs Böke, Προχωρημένα μαθηματικά

boke

Η λογική των ελίτ

είναι ένας απλός υπολογισμός:

Όποιος παίρνει επίδομα ανεργίας
χρειάζεται κάθε μέρα
για τροφή
4 ευρώ συν μερικά σεντς

Ένας σκύλος της γερμανικής αστυνομίας
χρειάζεται κάθε μέρα
για τροφή
6 ευρώ συν μερικά σεντς

Αλλά όμως
αυτός εργάζεται.

Αναδημοσίευση από: http://teflon.wordpress.com/2013/09/04/urs-boke-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC/#more-5475

Ανακοίνωση των ομάδων του 2ου Φεστιβάλ αυτοοργανωμένης θεατρικής έκφρασης – Δήλωση του Ραούλ Βανεγκέμ για τις συλλήψεις στο Εμπρός

tsir

Το μεσημέρι της Τετάρτης 30/10/2013, αστυνομικοί εισέβαλαν στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός και προσήγαγαν δύο ηθοποιούς που βρίσκονταν στον χώρο και στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παραβίαση σφραγίδας, διατάραξη οικιακής ειρήνης και κατ’ επανάληψη κατάληψη δημόσιου κτιρίου. Σήμερα, Πέμπτη 31/10 στις 12 μ.μ, οι δύο συλληφθέντες περνούν από αυτόφωρο στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο της σχολής Ευελπίδων (κτήριο 2).
Σύμφωνα με αυτές τις εξελίξεις, οι παραστάσεις μας παίρνουν χαρακτήρα αλληλεγγύης στους συλληφθέντες του Εμπρός, υπεράσπισης του χώρου απέναντι στην καταστολή και αλληλεγγύης σε όλους τους κατειλημμένους και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους.
Η πρώτη μέρα του Φεστιβάλ αναβλήθηκε λόγω ασθένειας ενός μέλους του θιάσου.

Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ συνεχίζεται ως εξής:

Στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ (Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή)
Πέμπτη 31/10 στις 21:00 Εχθροί εξ αίματος του Αρκά, Buffonata Παρασκευή 1/11 στις 18:30 Πέρσες του Αισχύλου, Τσιριτσάντσουλες στις 21:00 Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού (και μερικών άλλων ανατρεπτικών) του Ντάριο Φο, Μηχανικοί του Φθηνού ΜελοδράματοςΣάββατο 2/11 Ανάκριση του Πέτερ Βάις, Facta non Verba

Στην Κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37
Κυριακή 3/11 στις 21:00 Το Δώρο, Θεατρικός κύκλος Ανάπλους
Ακολουθεί γιορτή μετά μεζέδων και μουσικής
Είσοδος ελεύθερη.
Θεατρικές ομάδες: Τσιριτσάντσουλες, Buffonata, Ανάπλους, Μηχανικοί του φθηνού μελοδράματος, Facta non Verba

Δήλωση του Ραούλ Βανεγκέμ για τις συλλήψεις στο Εμπρός

Raoul

Όταν μια κυβέρνηση καταστέλλει την ελευθερία της τέχνης και την ελευθερία της έκφρασης, δεν έχει πια το δικαίωμα να σφετερίζεται το όνομα της δημοκρατίας, είναι η έκφραση ενός ολοκληρωτισμού τον οποίο είναι νόμιμο να αντιμάχεσαι. Η σύλληψη των μελών του Θεάτρου Εμπρός αποτελεί  πράξη ηθελημένου σκοταδισμού, ασύμβατου με το δικαίωμα του καθενός στην παιδεία και τον πολιτισμό. Είναι  υπόθεση του καθενός από εμάς να της εναντιωθεί και να στηρίξει τους χώρους πολιτισμού ως χώρους που οφείλουμε να σώσουμε από τις μαφιόζικες επιχειρήσεις της ιδιωτικοποίησης και τον έλεγχο του εμπορεύματος.

Ραούλ Βανεγκέμ  Φιλόσοφος – συγγραφέας

empros11

empros

empros 1

 

empros2


 

Κ.Π.Καβάφης. 80 χρόνια μετά τον μετατρέπουν σε μέσο προπαγάνδας

kava

O Kωνσταντίνος Kαβάφης, σε αχρονολόγητο σχέδιο από τον Γιάννη Kεφαλληνό.

 

Γράφει η Sylvia…

Είχα την τύχη ως φοιτήτρια να μου διδάξει λογοτεχνία και ιδιαίτερα το έργο του Καβάφη, μια υπέροχη γυναίκα, η Ιλινασκαγιά, μια γυναίκα που μετέφρασε τον ποιητή στα Ρώσικα μιας και η ίδια ήταν Ελληνορωσίδα. Είχε την ικανότητα να προσεγγίζει την ποίηση πέρα από «πρέπει», τυπικές τεχνοκρατικές αναλύσεις, σου μάθαινε να βλέπεις πίσω από τους στίχους, να μαθαίνεις την βαθύτερη ψυχολογία του δημιουργού μέσα από τους στίχους. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε επιλέξει τον Καβάφη. Μια ποιητική σκιά, έναν άνθρωπο που περισσότερο δυστυχώς ο σύγχρονος νεοελληνικός κόσμος ασχολήθηκε με το αν και πόσο ομοφυλόφιλος ήταν παρά με την ουσία της ψυχής και του έργου του. Ένας άνθρωπος χαμηλόφωνος, που στην ουσία το έργο του εκπροσωπούσε μια οικουμενικότητα, ανάλογα και ο ίδιος λόγω των διαρκών αλλαγών στα μέρη διαμονής του, αλλά και λόγω της καταγωγής του.

Σκέφτηκα αρκετά αν θα έπρεπε να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά με την γελοιότατη επιλογή να κοσμήσει λεωφορεία και τρόλεϊ, αυτός ο ποιητής, σα να είναι διαφήμιση κινητού. Και το χειρότερο να επιλεγούν στίχοι από ποίημα του, παραβιάζοντας και παρερμηνεύοντας την σημασία τους, μόνο και μόνο για να επηρεάσουν, όσους δεν έτυχε να διαβάσουν το συγκεκριμένο ποίημα, ή δεν ήρθαν σε επαφή με τα γραπτά του ποιητή.

 

Δεν είναι οι αντιρρήσεις και η καταδίκη της κίνησης αυτής, να κοσμεί τα λεωφορεία ο απομονωμένος στίχος του Καβάφη «είναι επικίνδυνον πράγμα η βία», και το όνομα του αλεξανδρινού ποιητή, αποτέλεσμα μιας δήθεν ευθιξίας απέναντι σε τοτέμ ή αυθεντίες, απέναντι σε σύμβολα. Όχι. Είναι το γαμώτο, ότι τελικά επιστρατεύονται και προσβάλλονται τα πάντα στην προσπάθεια να μας κάνουν πειθήνια όργανα και πρόβατα. Δήθεν πολιτισμός, δήθεν κουλτούρα και λεωφορεία με στίχους του Καβάφη, που ΔΗΘΕΝ θεωρούν κάθε μορφή βίας επικίνδυνη. Παραποιώντας με τον πιο ύπουλο τρόπο τα λόγιά του, και όχι με χαζό τρόπο, δεν είναι χαζομάρα η επιλεκτική αυτή διαδικασία, δεν έγινε εκ παραδρομής και δεν έγινε επειδή δεν κατάλαβαν διαβάζοντας το ποίημα από όπου προέρχεται ο στίχος, ότι η λέξη βία σημαίνει ΞΕΚΑΘΑΡΑ «βιασύνη». Είναι άλλος ένας τρόπος να περάσουν την θεωρία των δύο άκρων, στο μυαλό του φιλήσυχου νοικοκύρη, είναι ένας ακόμη τρόπος να πείσουν ότι κάθε μορφή αντίδρασης είναι βία και πρέπει να ορίζεται ως παράνομη, ότι είναι επικίνδυνοι όσοι δεν σκύβουν το κεφάλι…

Το καλό κράτος, η καλή κυβέρνηση του Σαμαρά και η αυλή του, συμβουλεύει «είναι επικίνδυνον πράγμα η βία» βάζοντας ως υπογραφή τον Καβάφη. Τον οποίο Καβάφη, αν δεν τον είχε αγκαλιάσει και τιμήσει ολόκληρος ο κόσμος, αν δεν ήταν ο Έλληνας ποιητής που έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες, και κάνει τους «μέγα Έλληνες» να φουσκώνουν από περηφάνια, σίγουρα θα ενοχλούσε τους συντηρητικούς φιλελεύθερους καλούς πολίτες και πολιτικούς η ομοφυλοφιλία του, σίγουρα δεν θα τον τιμούσαν ανάλογα επικαλώντας τον κάθε λίγο και λιγάκι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ουδεμία ιδέα δεν έχουν για το ποιος ήταν ο Καβάφης, τι ακριβώς πρέσβευε και πώς κατάφερε ζώντας σε μια εποχή που στιγματίστηκε από διακρίσεις, παρακμή και μέγιστη φθορά στην κοινωνική και πολιτική ζωή να κρατήσει την αξιοπρέπειά του. Φύσει διακριτικός και χαμηλών τόνων άνθρωπος σίγουρα δεν θα χαιρόταν ούτε με την παραποίηση των στίχων του, ούτε με το να βολτάρει στους δρόμους της Αθήνας γραμμένος πάνω σε τρόλεϊ για να εξυπηρετήσει την προπαγάνδα των ιθυνόντων που τόσο πολύ ο ίδιος ειρωνεύτηκε, έκρινε και εν τέλει λυπήθηκε για την ματαιότητα των μεγάλων φιλοδοξιών που έχουν όσοι κατέχουν εξουσία.

Έχει προειδοποιήσει ο ίδιος τους αναγνώστες του σε ένα ανέκδοτο ποίημά του, πίσω από τα σύμβολα να τον αναζητήσουν, εκεί είναι ο αληθινός του εαυτός, για να τον νιώσουν : «Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα/να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν» και «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις/και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα –/από εκεί μονάχα θα με νιώσουν».

Ο επίμαχος στίχος είναι από το ακόλουθο ποίημα:

Ἐν Mεγάλῃ Ἑλληνικῄ Ἀποικία, 200 π.Χ.

Ὅτι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ εὐχήν στήν Ἀποικία
δέν μέν’ ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία,
καί μ’ όλο πού ὁπωσοῦν τραβοῦμ’ ἐμπρός,
ἴσως, καθώς νομίζουν οὐκ ὀλίγοι, να ἔφθασε ὁ καιρός
νά φέρουμε Πολιτικό Ἀναμορφωτή.

Ὅμως τό πρόσκομμα κ’ ἡ δυσκολία
εἶναι πού κάμνουνε μιά ἱστορία
μεγάλη κάθε πρᾶγμα οἱ Ἀναμορφωταί
αὐτοί. (Εὐτύχημα θα ἦταν ἄν ποτέ
δέν τούς χρειάζονταν κανείς.) Γιά κάθε τί,
γιά τό παραμικρό ρωτοῦνε κ’ ἐξετάζουν,
κ’ εὐθύς στόν νοῦ τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
μέ τήν ἀπαίτησι νά ἐκτελεσθοῦν ἄνευ ἀναβολής.

Ἕχουνε καί μιά κλίσι στές θυσίες.
Παραιτηθεῖτε ἀπό τήν κτήσιν σας ἐκείνη∙
ἡ κατοχή σας εἶν’ ἐπισφαλής:
ἡ τέτοιες κτήσεις ἀκριβῶς βλάπτουν τές Ἀποικίες.
Παραιτηθεῖτε ἀπό τήν πρόσοδον αὐτή,
κι ἀπό τήν ἄλληνα τήν συναφῆ,
κι ἀπό τήν τρίτη τούτην: ὡς συνέπεια φυσική∙
εἶναι μέν οὐσιώδεις, ἀλλά τί νά γίνει;
σας δημιουργοῦν μιά ἐπιβλαβή εὐθύνη.

Κι ὅσο στόν ἔλεγχό τους προχωροῦνε,
βρίσκουν καί βρίσκουν περιττά, καί νά παυθοῦν ζητοῦνε∙
πράγματα πού ὅμως δύσκολα τά καταργεῖ κανείς.

Κι ὅταν, μέ τό καλό, τελειώσουνε τήν ἐργασία,
κι ὁρίσαντες και περικόψαντες τό πᾶν λεπτομερῶς,
ἀπέλθουν, παίρνοντας καί τήν δικαία μισθοδοσία,
νά δοῦμε τί ἀπομένει πιά, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική. –

Ἴσως δέν ἔφθασεν ἀκόμη ὁ καιρός.
Να μή βιαζόμεθα∙ εἶν’ ἐπικίνδυνον πρᾶγμα ἡ βία.
Τά πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Ἔχει ἄτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, ἡ Ἀποικία.
Ὅμως υπάρχει τί τό ἀνθρώπινον χωρίς ἀτέλεια;
Καί τέλος πάντων, νά, τραβούμ’ ἐμπρός.

[1928]

Και ναι κύριοι που καταδικάζετε την βία από όπου κι αν προέρχεται και θέλετε πολίτες πειθήνιους και που τα πάντα προς όφελος σας τα τσουβαλιάζετε για να λειτουργήσετε με τον απόλυτο γκεμπελισμό, κάνατε τεράστιο λάθος να επιλέξετε στίχο από το συγκεκριμένο ποίημα, γιατί όσοι, και ελπίζω να είναι πολλοί, δεν το ξέρουν και το διαβάσουν θα δουν ότι είναι ένα ποίημα που με τον ιδιαίτερο και συμβολικό τρόπο του Καβάφη, καταδικάζει όλους εσάς τους δήθεν σωτήρες και την παρακμή που επιφέρετε στην κοινωνία. Αυτό είναι το νόημα του ποιήματος. Ενδεικτικά μια πολύ γρήγορη προσέγγιση δείχνει ότι :

Τίποτε δεν έχει σημασία για τους Αναμορφωτές πέρα από το τελικό αποτέλεσμα, έστω κι αν αυτό προκύψει μέσα από βίαιες ανατροπές για ολόκληρη την κοινωνία. Οι Αναμορφωτές δε γνωρίζουν τις λεπτές ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί με τα χρόνια σε μια κοινωνία, δεν ενδιαφέρονται για τους πολίτες και τις ανάγκες τους, το μόνο που κάνουν είναι να «βρίσκουν και βρίσκουν περιττά». Όντας αποστασιοποιημένοι και αδιάφοροι για την πολιτεία, οι Αναμορφωτές τα θεωρούν όλα περιττά.

Κι όταν τελειώσουν το χειρουργικό τους έργο τι απομένει; Μια οικονομική επανόρθωση στα χαρτιά και μια κοινωνία που έχει έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο των κρατούντων. Εκείνοι παίρνουν στο ακέραιο την ανταμοιβή τους -τους αξίζει άλλωστε για το αποτελεσματικό τους έργο- και η πολιτεία μένει ακρωτηριασμένη.

Ο Καβάφης δεν επιλέγει τη λύση των Αναμορφωτών,με ψυχραιμία και με νηφαλιότητα, ειρωνεύεται την πολιτική αναδιαμόρφωσης που ακολουθείται. Ο χρόνος στον οποίο έχει τεθεί η δράση του ποιήματος ( 200 π.Χ. ) έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την αισιόδοξη νότα του τελευταίου στίχου που πρεσβεύει ότι τουλάχιστον η πολιτεία προχωρά μπροστά . Ο ποιητής , άλλωστε , δεν επιθυμεί να στηρίξει τη σκέψη ότι η πολιτεία θα σωθεί χωρίς τους Αναμορφωτές , η πολιτεία είναι ούτως ή άλλως χαμένη . Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δώσει με μεγαλύτερη έμφαση την άρνησή του απέναντι στους Αναμορφωτές . Ακόμη και μια πολιτεία που είναι καταδικασμένη να χαθεί δεν έχει κανένα λόγο να στρέφεται στους Αναμορφωτές . (μέρη από την ανάλυση του συγκεκριμένου ποιήματος προέρχονται από τον επίσημο δικτυακό τόπο του Κ.Π.Καβάφη)

Σαφώς ο Καβάφης προέρχεται από άλλη εποχή και αναφέρεται σε άλλες μορφές προβλημάτων, όμως ξαναλέω η ουσία και ο συμβολισμός των έργων του παραμένουν διαχρονικά και ουδόλως τυχαίως παραμένει επίκαιρος.

Κλείνω για να μην χαλάσω την έξαρση της ποιητικής ευαισθησίας , που έπιασε ξαφνικά όσους μας κυβερνούν, με ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, χωρίς αποκομμένους στίχους, ελπίζοντας πως η προσπάθεια αυτή εκμετάλλευσης και διαστρέβλωσης να μην βρει καμιά υποστήριξη.

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή του.»


Κ. Καβάφης

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/10/19/%CE%BA-%CF%80-%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%86%CE%B7%CF%82-80-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%BF/

Ο Μέγας Ανατολικός – Ανδρέας Εμπειρίκος (απόσπασμα)

empir
Ο ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθμητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο «Μέγας Ανατολικός» γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσμιον φάντασμα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως μονάς, αλλά ως ολόκληρη αρμάδα, νύκτωρ εξορμήσασα, με όλα τά φώτα της αναμμένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόμητος, πλέων, εν πυκνώ σχηματισμώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσμου. Ο Ανδρέας Σπερχής μόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούμενος τής ερημιάς, ήθελε να βηματίση μόνος του εις εν εκ τών καταστρωμάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγματι λαμπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήνώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς μετριασμόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του.
Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάμβανε ενδομύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόμενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε με σιωπηλήν περιπάθειαν, μεθυσκομένη από τήν θέρμην τού έρωτός του, με τήν ωραίαν της καστανήν κόμην κυματίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωμοίαζε με πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μοργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, με τά επιμήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των μάτια της συλλαμβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς μαρμαρυγάς τών άστρων. Αντ’ αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό μοναχικόν και μελαγχολικόν ταξίδιον, με τήν πικρίαν ριζωμένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καμμίαν σαφή προοπτικήν μπροστά του, και με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εμφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης μόνον, τό τελευταίον τούτο δίμηνον τού μαρτυρίου του. Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας μην ήτο πλέον ο προγεγραμμένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιμηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσμον.
Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου.
Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει! Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που,κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου.
« Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθημα όλβου και μια γαλανή γαλήνη εγέμισαν τώρα τήν μέχρι προ ολίγου ακόμη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιμονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις μίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυμαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, με καστανά μαλλιά και βελούδινα μάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόμενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη.

OCTAVIO PAZ, ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

 citt
                   Στον Έλιοτ Γουάινμπεργκερ
  Νέα του σήμερα και ερείπια αύριο κιόλας, θαμμένα και αναστημένα κάθε μέρα,
  συνυπάρχουν σε οδούς, πλατείες, λεωφορεία, ταξί, σινεμάδες, θέατρα, μπαρ, ξενοδοχεία, περιστερεώνες, κατακόμβες,
  η πόλη τεράστια και χωράει σε μιά κάμαρα τριών τετραγωνικών μέτρων ατελείωτη σαν γαλαξίας,
  η πόλη που μας ονειρεύεται όλους και που όλοι τη φτιάχνουμε και τη χαλάμε και την ξαναφτιάχνουμε όσο ονειρευόμαστε,
  η πόλη που όλοι ονειρευόμαστε και που ακατάπαυστα μεταβάλλεται όσο εμείς ονειρευόμαστε,
  η πόλη που ξυπνάει κάθε εκατό χρόνια και κοιτάζεται στον καθρέφτη μιάς λέξης και μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ξαναρίχνεται ευθύς στον ύπνο,
  η πόλη που βλασταίνει στα βλέφαρα της γυναίκας που κοιμάται δίπλα μου και αφυπνίζεται,
  με τα μνημεία και τ’ αγάλματά της, με τις ιστορίες και τους θρύλους της
  σ’ έναν κρουνό φτιαγμένον από πάμπολλα μάτια και όπου το καθένα της καθρεφτίζει το ίδιο σταματημένο πάνω στη στιγμή τοπίο,
  πριν απ’ τα σχολεία και τις φυλακές, τους αριθμούς και τα αλφάβητα, τους ιερούς βωμούς και τον νόμο:
  ο ποταμός που είναι τέσσερα ποτάμια, ο κήπος, το δέντρο, η Γυναίκα και ο Άντρας ντυμένος άνεμο
  – να επιστρέφεις, να επιστρέφεις, να ξανάσαι πηλός, να λούζεσαι σ’ αυτό το φως, να κοιμάσαι κάτω από όλες τούτες τις φωτοχυσίες,
  να πλέεις στα νερά του χρόνου σαν το φλογισμένο σφενταμόφυλλο που το παρασέρνει το ρεύμα,
  να επιστρέφεις, κοιμόμαστε άραγε ή είμαστε ξύπνιοι; είμαστε, απλώς βρισκόμαστε εδώ, ξημερώνει, είναι νωρίς,
  βρισκόμαστε στην πόλη, αδύνατον να βγούμε απ’ αυτήν χωρίς να πέσουμε σε άλλην, ταυτόσημη και εν τούτοις διαφορετική, μια πόλη άλλη,
  μιλώ για την τεράστια πόλη, πραγματικότητα καθημερινή φτιαγμένη με δύο μόνο λέξεις: οι άλλοι,
  και σε καθέναν τους υπάρχει ένα εγώ κομμένο από ένα εμείς, ένα εγώ ασύδοτο,
  μιλώ για την πόλη που χτίστηκε απ’ τους νεκρούς, που κατοικείται από τ’ αδιάλλακτα φαντάσματά της, που κυβερνάται απ’ τη δεσποτική της μνήμη,
  η πόλη με την οποία μιλώ όσο δεν μιλώ με κανέναν και που τώρα μου υπαγορεύει τούτες τις άγρυπνες λέξεις,
  μιλώ για τους πύργους, τις γέφυρες, τους υπόγειους σιδηρόδρομους, τα υπόστεγα, θαύματα και όλεθρους,
  το αφηρημένο Κράτος και τις συγκεκριμένες αστυνομίες του, τους παιδαγωγούς του, τους δεσμοφύλακές του, τους ιεροκήρυκές του,
  τα καταστήματα που έχουν τα πάντα και που καταναλώνουμε τα πάντα και όλα γίνονται μεμιάς καπνός,
  τις αγορές με τις πυραμίδες των φρούτων τους, εναλλαγή των τεσσάρων εποχών, τα κρεμασμένα σφαχτάρια στα τσιγκέλια, τους λόφους των μπαχαρικών και τους πύργους με τα βαζάκια τουρσιών και τις κονσέρβες κρέατος,
  όλα τα χρώματα και τα αρώματα, όλες οι γεύσεις και όλα τα υλικά, η παλίρροια των φωνών –νερό, μέταλλο, ξύλο, λάσπη–, η φασαρία, η συναλλαγή και η κοροϊδία από την πρώτη-πρώτη ημέρα και εντεύθεν αδιαλείπτως,
  μιλώ για τα κτίρια από πέτρα πελεκητή και μάρμαρο, από τσιμέντο, γυαλί, σίδερο, για τον κοσμάκη στους προθάλαμους και τα κατώφλια, για τ’ ασανσέρ που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουν σαν τον υδράργυρο στο θερμόμετρο,
  για τις τράπεζες και τα διοικητικά συμβούλιά τους, για τα εργοστάσια και τους διευθυντές τους, για τους εργάτες και τις αιμομικτικές τους μηχανές,
  μιλώ για την αμνήμονη παρέλαση της πορνείας σε δρόμους μεγάλους όπως ο πόθος και όπως η ανία,
  για το πηγαινέλα των αυτοκινήτων, καθρέφτη των μόχθων μας, των διαφόρων μορφών του χρέους και του πάθους (γιατί, προς τί, για πού;),
  για τα πάντοτε υπερπλήρη νοσοκομεία και όπου πάντοτε πεθαίνουμε μόνοι,
  μιλώ για το σκιόφως μερικών ναών και για τις τρεμάμενες φλόγες των κεριών στην αγία τράπεζα,
  γλώσσες δειλές, με τις οποίες μιλούν οι ανάπηροι με τους αγίους και με τις παρθένες σε μιά γλώσσα φλογισμένη και συνεχώς διακοπτόμενη,
  μιλώ για τον δείπνο κάτω απ’ το μονόφθαλμο φως, στο κουτσό τραπέζι και στα φαγωμένα γύρω-γύρω στα χείλη τους πιάτα,
  για τις αθώες φυλές που καταυλίζονται στους χερσότοπους με τα γυναικόπαιδά τους, με τα ζωντανά και τα φαντάσματά τους,
  για τους αρουραίους στον υπόνομο και για τους ατρόμητους σπουργίτες που κάνουνε φωλιά τους τα καλώδια, τα γεισώματα και τα μαρτυρικά δεντράκια,
  για τους διαλογιζόμενους γάτους και τις ελευθεριάζουσες διηγήσεις τους στο φως της σελήνης, της σκληρής θεάς των ταρατσών,
  για τους περιπλανώμενους σκύλους, που είναι οι δικοί μας φραγκισκανοί μοναχοί και οι δικοί μας μπχίκου, για τους σκύλους που ξεθάβουνε τα κόκαλα του ήλιου,
  μιλώ για τον αναχωρητή και για την κοινότητα των λιμπερτίνων, για τον όρκο των εκδικητών και για των κλεφτών τη συμμορία,
  για τη συνωμοσία των ισοτιστών και για την εταιρεία των Φίλων του Εγκλήματος, για τη λέσχη των αυτοχείρων και για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη,
  για τον Φίλο των Ανθρώπων, ακονιστή της λαιμητόμου, και για τον Καίσαρα, Τέρψη του Γένους των Ανθρώπων,
  μιλώ για την παραλυτική συνοικία, για τη λαβωμένη μάντρα, τη στερεμένη πηγή, το μουντζουρωμένο άγαλμα,
  μιλώ για τους σκουπιδότοπους που έχουνε ανάστημα βουνού και για τον αμίλητο ήλιο που καθαρίζεται μέσα στην αιθαλομίχλη,
  για τα σπασμένα τζάμια και για την έρημο των παλιοσίδερων, για το έγκλημα της χθεσινής νύχτας και για το συμπόσιο του αθάνατου Τριμαλχίωνα,
  για το φεγγάρι ανάμεσα στις κεραίες των τηλεοράσεων και για μιά πεταλούδα πάνω σ’ έναν κάδο απορριμμάτων καθισμένη,
  μιλώ για ροδαυγές σαν πέταγμα γερανών στη λίμνη και για τον ήλιο με τις διάφανες φτερούγες που κουρνιάζει στα πέτρινα φυλλώματα των εκκλησιών και για το κελάρυσμα του φωτός στους γυάλινους κορμούς των ανακτόρων,
  μιλώ για κάτι σούρουπα στις αρχές φθινοπώρου, καταρράχτες άυλου χρυσού, μετασχηματισμούς αυτού του κόσμου, τα πάντα χάνουν το σώμα τους, τα πάντα μετεωρίζονται,
  το φως στοχάζεται και καθένας μας νιώθει νά ’ναι μέσα στον στοχασμό τούτου του φωτός που αντανακλάται, κι όσο διαρκεί μιά μεγάλη στιγμή ο χρόνος εξατμίζεται, και ξανάμαστε εκ νέου αέρας,
  μιλώ για το καλοκαίρι και για τη νύχτα την αργόσυρτη που μεγαλώνει στον ορίζοντα σαν βουνό καπνού που λίγο-λίγο καταρρέει και πέφτει επάνω μας σαν κύμα,
  συνδιαλλαγή των στοιχείων, η νύχτα έχει γείρει και το κορμί της είναι ποτάμι ορμητικό που μονομιάς κοιμήθηκε, εμείς κλυδωνιζόμαστε στα κύματα της ανάσας της, η ώρα είναι πια χειροπιαστή, μπορούμε να την πιάσουμε όπως πιάνουμε τους καρπούς στα δέντρα,
  ανάψανε τα φώτα, οι λεωφόροι καίγονται απ’ τη φλόγα του πόθου, το φως το ηλεκτρικό στα πάρκα διαπερνάει τα φυλλώματα και πέφτει πάνω μας βροχούλα πράσινη και φωσφορίζουσα που μας φωτίζει χωρίς να μας μουσκεύει, τα δέντρα μουρμουρίζουνε, μας λένε κάτι,
  υπάρχουν δρόμοι στο ημίφως που είναι χαμογελαστοί υπαινιγμοί, δεν ξέρουμε πού πάνε, ίσως τραβάνε την αποβάθρα των χαμένων νησιών,
  μιλώ για τ’ αστέρια πάνω στα ψηλά λιακωτά και για φράσεις δυσανάγνωστες που γράφουν στις πέτρες του ουρανού,
  μιλώ, ναι, για το ξαφνικό ανεμομπόρι που μαστιγώνει τα τζάμια και ταπεινώνει τις αλέες, κράτησε εικοσιπέντε λεπτά και τώρα πια υπάρχουν εκεί ψηλά γαλάζιες τρύπες και πίδακες φωτός, ο ατμός ανεβαίνει από την άσφαλτο, τ’ αυτοκίνητα λάμπουνε, έχει λούμπες εκεί όπου σαλπάρουν πλεούμενα φορτωμένα ανταύγειες,
  μιλώ για σύννεφα νομαδικά και για μιά λυγερή μουσική που φωτίζει ένα δωμάτιο σε κάποιον πέμπτον όροφο και για μιά θορυβώδη ροή γελώτων εν τω μέσω της νυκτός σαν νεράκι μακρινό που ρέει ανάμεσα σε ρίζες και σε χλόες,
  μιλώ για την προσδοκώμενη συνάντηση με αυτή την απροσδόκητη μορφή όπου το άγνωστο σαρκώνεται εμφανιζόμενο ανεξαιρέτως στον καθένα:
  μάτια που είναι η νύχτα που ανοιγοκλείνει και η μέρα που ξυπνάει, η θάλασσα που απλώνεται και η φλόγα που ομιλεί, στήθη γενναία: παλίρροια σεληνιακή,
  χείλη που λένε σουσάμι και ανοίγει ο χρόνος και η κάμαρα η μικρή γίνεται κήπος μεταμορφώσεων, ο δε αήρ και το πυρ συναρμόζονται, ενώ η γη και το ύδωρ συγχωνεύονται,
  ή μήπως είναι η έλευση της στιγμής, όπου ακριβώς εκεί πέρα, σ’ εκείνη την άλλη πλευρά που δεν είναι άλλη από τούτην εδώ, το κλειδί κλειδώνεται και ο χρόνος παύει εκπορευόμενος;
  στιγμή του ίσαμ’ εδώ, τέλος λόξυγκος, βόγκου και αγωνίας, η ψυχή χάνει σώμα και γκρεμίζεται από μιά τρύπα του πατώματος, πέφτει μες στον ίδιο της τον εαυτό, ο χρόνος δεν πατάει πουθενά, είναι ανεδαφικός, διαβαίνουμε έναν διάδρομο αχανή, λαχανιάζουμε σε κάποιαν αμμουδιά,
  η μουσική άραγε αυτή πλησιάζει ή απομακρύνεται, αυτά τα φώτα τα χλωμά σβήνουν ή ανάβουνε; τραγουδάει το διάστημα, ο χρόνος κατεδαφίζεται: πνέει τα λοίσθια, είναι το βλέμμα που γλιστράει στον λείο τοίχο, είναι ο τοίχος που σωπαίνει, ο τοίχος,
  μιλώ για τη δημόσια ιστορία μας και για τη μυστική ιστορία μας, τη δική σου και τη δική μου ιστορία,
  μιλώ για το πέτρινο δάσος, την έρημο του προφήτη, τη μυρμηγκοφωλιά των ψυχών, τη σύναξη των φυλών, τον οίκο των κατόπτρων, τον λαβύρινθο των αντιλάλων,
  μιλώ για τον μεγάλο αχό που έρχεται από τα βάθη των χρόνων, μουρμούρισμα ασυνάρτητο εθνών που ενώνονται ή απόλλυνται, κουτρουβάλα μαζών και των όπλων τους σαν τρόχαλα που σπάνε εκτοξευόμενα, ήχος κουφός οστών καθώς γκρεμίζονται στην τάφρο της ιστορίας μέσα,
  μιλώ για την πόλη, για μιά βοσκοπούλα αιώνων, για μιά μάνα που μας εγκυμονεί και μας καταβροχθίζει, που μας επινοεί και έπειτα μας ξεχνάει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος, Παύλος Φύσσας

 

Ήταν ο Παύλος Φύσσας.

Θα μπορούσε να ήταν το παιδί σου

θα μπορούσε να ήταν ο αδελφός σου

θα μπορούσα να ήμουν εγώ

εγώ, που σου μιλώ αυτή την ώρα.

Θέλω να πω πολλά

κι η οργή μ’ εμποδίζει.

Μερικές φορές

η ποίηση γίνεται δράση.

Γιατί εκείνος που σκότωσε

θα ξανασκοτώσει

έναν ακόμα Παύλο Φύσσα,

που θα μπορούσε να είναι το παιδί σου,

που θα μπορούσε να είναι ο αδελφός σου,

που θα μπορούσε να είσαι εσύ,

εσύ, που με ακούς αυτή την ώρα.

 

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/09/20/%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%86%CF%8D%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82/

 

Συνέντευξη με τον Ζήση Σαρίκα

   zissisSarikas

Γνωστός στο αναγνωστικό κοινό κυρίως για το μεγάλο μεταφραστικό του έργο, συζητά μαζί μας για τις δύο συλλογές του με μικρά πεζά, το «Ψίχουλα» και το «Μακριά απ’ τον κόσμο» (εκδόσεις Πανοπτικόν ).

 

Δουλεύεις χρόνια στο χώρο των εκδόσεων, ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Πότε προέκυψε η πρώτη συλλογή διηγημάτων, τα «Ψίχουλα» και πότε η δεύτερη, το «Μακριά απ’ τον κόσμο»;

Έγραφα από παλιά πεζά και ποιήματα, μετά όμως, για ένα διάστημα, δεν έγραφα καθόλου, ασχολήθηκα πιο πολύ με τα δοκίμια. Εξέδωσα πρώτα μια συλλογή δοκιμίων, το «Μύθοι της τεχνολογίας», και μετά από δέκα χρόνια προέκυψαν ξαφνικά τα «Ψίχουλα», το 1998. Φέτος επανέκδωσα το βιβλίο αυτό. Αρχικά, ήταν ένα ενιαίο βιβλίο. Δεν μου άρεσε, κι έτσι το έκοψα σε κομμάτια. Και βγήκαν μικρά κείμενα. Το «Μακριά απ’ τον κόσμο» είναι γραμμένο ένα-ενάμιση χρόνο μετά τα «Ψίχουλα», αλλά για πολύ καιρό δεν αποφάσιζα να το εκδώσω. Μετά από χρόνια το επεξεργάστηκα, πρόσθεσα και νέα κείμενα, ουσιαστικά όμως δεν έχει και πολλή δουλειά, είναι συνέχεια του πρώτου χάνει λίγο σε ένταση συναισθηματική, αλλά εξακολουθεί να κινείται στον ίδιο χώρο. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω και τρίτο παρόμοιο βιβλίο. Ούτε θα το ήθελα. Επίσης, επειδή δεν γράφω «κανονική» λογοτεχνία, δηλαδή δεν κάνω μυθοπλασία με ήρωες κτλ., κι επειδή δεν πιστεύω στη λογοτεχνία ως αναπαραγωγή μιας καθημερινότητας ή ενός ιστορικού πλαισίου κτλ., κινούμαι στις παρυφές της λογοτεχνίας και του δοκιμίου, εκεί ανάμεσα. Είναι ένα μεικτό πράγμα αυτό που μου αρέσει, κι αυτό που θέλω να πω, το λέω άμεσα, δίχως περικοκλάδες. Δεν θέλω να διαβάζει κανείς μια αφήγηση για να περνάει η ώρα του: θέλω το κείμενο να κάνει κάποιες νύξεις που δύσκολα ακούγονται αλλού. Η νοσταλγία και ο εξωραϊσμός (του παρελθόντος ή του παρόντος) μού είναι ξένα πράγματα. Εξ ου και η σύντομη φόρμα… Ναι, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα το  να περάσεις κάτι σε τέσσερις σειρές. Ο αφορισμός όμως, με τον οποίο έχουν ασχοληθεί πολλοί συγγραφείς, έχει φοβερές απαιτήσεις. Είναι πολύ δύσκολο να αποδώσεις συμπυκνωμένο ένα αίσθημα ή μια ιδέα.

Τι είναι όμως τελικά η λογοτεχνία για σένα;

Η λογοτεχνία μπορεί να πει κανείς πως είναι το «άλλο» κομμάτι της ζωής, το «ωραίο». Για μένα, καλό θα ήταν η λογοτεχνία (και η τέχνη γενικά) να ήταν… ζωή. Βέβαια κάποιοι άνθρωποι, πιο ρεαλιστές, θα έλεγαν πως η ζωή δεν θα αλλάξει ουσιαστικά πο-τέ, πως είναι ένας χώρος αρκετά περιορισμένος και μίζερος και πως η τέχνη είναι και θα είναι ένα «καταφύγιο». Εγώ πάλι θα ήθελα να μην υπάρχει λογοτεχνία, ή μάλλον θα ήθελα αυτή να μετουσιωθεί σε ζωή ή να τη μεταμορφώσει, αλλά αυτό μοιάζει ουτοπικό. Πάντως, είμαι υπέρ της λογοτεχνίας που λέει πράγματα που δεν ακούγονται, λόγω των κάθε λογής συμβάσεων, στην καθημερινή ζωή, πράγματα που κριτικάρουν όλες τις πλευρές της ζωής.

Απορρίπτεις τη μυθοπλασία, υπάρχει όμως το στοιχείο της επινόησης στα διηγήματά σου;

Χρησιμοποιώ ένα συγκεκριμένο περιστατικό που έχω ζήσει εγώ ή που έχω ακούσει από άλλον, χρησιμοποιώ πολύ τις αντιθέσεις και τους παραλληλισμούς, για να κάνω μια νύξη, που δεν την περιμένεις να βγει αλλά έχει τελικά στενή σχέση με τα προηγούμενα, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Αυτό είναι ένα στιλιστικό, υφολογικό τέχνασμα, δεν θα μου άρεσε να το κάνω όμως βερμπαλιστικά, για να προκαλέσω απλώς εντύπωση. Πολλοί καλοί χειριστές της γλώσσας το κάνουν  αυτό, αλλά πας να δεις τι λένε στο φινάλε, ποιο είναι το «νόημα», και δεν λένε τίποτα, δεν παίρνουν «θέση» για τίποτε. Φυσικά, πολλοί λένε πως έτσι πρέπει να γίνεται, να μη λέμε τίποτα, δεν υπάρχει λόγος να λέμε κάτι, και δεν πρέπει νά ’μαστε ηθικολόγοι, διδακτικοί κτλ. Η στάση αυτή όμως, υπέρ της «ουδετερότητας της τέχνης», είναι κι αυτή «ηθική» στάση. Κοντολογίς, για μένα, η λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι διακοσμητική, πρέπει να είναι κάτι πολύ έντονο. Δεν πρέπει να ευχαριστεί, πρέπει να πονάει. Αυτός ο διδακτισμός όμως, κρύβει και πολλούς κινδύνους. Ναι, αν καταντάει προπαγάνδα. Αυτό είναι στο χέρι και στις ικανότητες του καθενός. Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που κάνουν προπαγάνδα. Θέλω να πιστεύω πως έχω ξεφύγει από αυτόν το σκόπελο, δεν προβάλλω ένα ετοιμοπαράδοτο όραμα για τη ζωή, για το μέλλον. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να υπονομεύσουμε το παρόν με βάση κάποιες ιδέες ή, έστω, να τις μπολιάσουμε σ’ αυτό. Το «Μακριά απ’ τον κόσμο», άραγε, υποδηλώνει μια κάποια προτροπή; Όχι, άλλωστε αυτό το σχολιάζω και σε  ένα διηγηματάκι του βιβλίου: αυτό το πράγμα που λένε οι αναχωρητές δείχνει απόγνωση. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο, σε σύνολα ζούμε. Το «λάθε βιώσας» που λέγανε οι αρχαίοι -πρέπει να φύγεις από την κοινωνία, να μένεις μόνος (όχι όμως ολομόναχος, αλλά μαζί με κάποιους δικούς σου, σαν κοινόβιο κάτι!), να μην αφήνεις να σ’ επηρεάζει ο συρφετός– απασχολεί και γοητεύει πάντα τους ανθρώπους. Για μένα, δεν είναι λύση η φυγή. Όπου και να πας, σε οποιαδήποτε κοινωνία, μεγάλη ή μικρή, σε περιμένουν παρόμοια προβλήματα. Εγώ πιστεύω στη διαρκή αναδημιουργία της κοινωνίας γενικά και των επιμέρους κοινωνιών ειδικότερα. Αυτό βέβαια συμβαίνει ούτως ή άλλως, το ζήτημα είναι όμως, πώς, πόσο και προς ποια κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει ο καθένας μας σ’ αυτό. Αλλά εδώ μπαίνουμε σε μια άλλη, τεράστια συζήτηση…

Αναδημοσίευση από: http://www.cityportal.gr/articles_det1.asp?subcat_id=140&article_id=10006

Ανδρέας Εμπειρίκος

embiricos1

PAΓKA ΠΑΡΑΓΚΑ 
ή
Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν

Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .

Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια – μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα – Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα – Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα – Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε – κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα – Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα – Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με “ναι” και “ναι” και πάλιν “ναι “
Και εν ανάγκη και όταν το “όχι “
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα – Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια
Εις τους ανθρώπους δώρον .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα – Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα – Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα – Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα – Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και
άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα – Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα – Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού – Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα – Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα – Παράγκα – Ράγκα !

 

Μίλτος Σαχτούρης

cropped-saxtourhs-1992_high9

Αστεροσκοπείο

Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί

Από τη συλλογή  Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Βύρων Λεοντάρης

 leont

Η σιωπΗ που ακολουθεΙ    

                                                               

Όχι μόνο τ’ αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε με μια κλωτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

 

Από την  ποιητική συλλογή  ”Ψυχοστασία” (1949-1976),  Εκδόσεις Ύψιλον (2006)