Tag Archives: Αναρχισμός
Ερρίκο Μαλατέστα, Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης
Στη μνήμη του Ερρίκο Μαλατέστα ο οποίος πέθανε σαν σήμερα (22/7) το 1932
Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα είναι τόσο μεγάλος και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί. Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί. Αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.
Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.
Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή όχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακηρύσσουν θεωρητικά και τους δε να μην ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο. Ας μιλήσουμε για την ηθική.
Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά-σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας.
Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντιά για να κατοχυρώσουν τη κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι, περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να τις αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους να και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξης, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.
Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι είναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.
Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;
Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δεν σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους, θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σα καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.
Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση, υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δεν θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.
Άφραγκοι ίσως, αλλά όχι λιγότερο αστοί στα έργα και στις επιδιώξεις μας.
Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/theory/725-2013-07-22-10-26-50
Ο Πέτρος Κροπότκιν και οι Λαϊκές Εξεγέρσεις από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι την Εξέγερση της Kwangju
Για να αντιληφθούμε καλύτερα την συνεισφορά του Πέτρου Κροπότκιν θα είμαστε απρόσεκτοι εάν δεν προσπαθήσουμε να συνταιριάξουμε την σκέψη του στην εποχή μας. Με την προσοχή μας στην τύχη της Μπολσεβίκικης επανάστασης ένα τέτοιο καθήκον είναι ειλικρινές. Ο Κροπότκιν από μόνος του ήταν ικανός να αναλύει την ανάπτυξη της επανάστασης και την οπισθοδρόμησή της. Πάντως, είναι λίγο πιο δύκσολο να εφαρμόσουμε την σκέψη του Κροπότκιν στην ανάπτυξη των επαναστατικών κινημάτων στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ενώ η σκέψη του αποτελεί ζωτική σπουδαιότητα της σύγχρονης αναρχικής σκέψης, ο Κροπότκιν είναι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωστός έξω από τους κύκλους αυτούς. Στη Νότια Κορέα, η Kwangju αποτελεί κεντρικό σταθμό στην ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας κι επίσης η εξέγερση που σημειώθηκε εκεί το 1980 – στην οποία σκοτώθηκαν περίπου 2.000 άτομα – παραμένει ακόμα έξω από τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Και στις δύο περιπτώσεις, νομίζω ότι ο Ευρωκεντρισμός παίζει έναν ρόλο στην διαδικασία αυτή της περιθωριοποίησης. Αλλά αισθάνομαι ασφαλής στο να υποστηρίξω ότι εάν ο Κροπότκιν δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την Ρωσία και εάν είχε, επίσης, γράψει τα ίδια βιβλία και άρθρα, έξω από την Ρωσία θα ήταν ελάχιστα γνωστός και δεν θα υπήρχε τίποτα που να τον θυμίζει σήμερα.
Ίσως συγχωρήσουμε τον Κροπότκιν για μια σειρά πράγματα. Στην κορυφή της σειράς των πραγμάτων αυτών βρίσκεται η υποστήριξή του προς την Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπου αλλού στη σειρά αυτή βρίσκονται και οι Ευρωκεντρικές του προκαταλήψεις. Σήμερα κάποιος αντιμετωπίζει αυτό το είδος ανάλυσης όπως στην «Αλληλοβοήθεια» με κατάπληξη. Η χρησιμοποίηση από αυτόν των «απολίτιστων» και των «βαρβάρων» είναι περιέργως απαρχαιωμένη. Επιπλέον, στις «Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη» βρίσκουμε πλάγιες παραπομπές στα «Ασιατικά σχήματα», αναφορές σε «(…) μια Ανατολίτικη μόδα, με ένα απαίσιο τρόπο» και «ανατολίτικες διασκεδάσεις οι οποίες φαίνονταν αηδιαστικές» («Αναμνήσεις…», σελ. 76, 82, 310, στην αγγλική έκδοση). Υποθέτω ότι ο Κροπότκιν είχε σίγουρα αναπτύξει αυτές τις προκαταλήψεις, οι οποίες στην εποχή του σπανίως ήσαν υπό αμφισβήτηση.
Ο Κροπότκιν ήταν, πριν απ’ όλα, διεθνιστής. Αναλύοντας τον ρόλο της «Le Revolte» – της εφημερίδας που εξέδιδε στην Ελβετία – έγραψε: «Το να κάνεις κάποιον να νιώσει συμπάθεια με τον σφυγμό της καρδιάς του ανθρώπου, με την εξέγερσή του εναντίον της χρόνιας αδικίας, με τις προσπάθειές του να βρει νέες μορφές ζωής – αυτό πρέπει να είναι το κυριότερο καθήκον μιας επαναστατικής εφημερίδας. Είναι ελπίδα, όχι απελπισία, η οποία διεξάγει επιτυχείς επαναστάσεις» («Αναμνήσεις», σελ. 418).
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Παράλληλα με την Ρωσική Επανάσταση και την εμπειρία του στην Δυτική Ευρώπη, ο Κροπότκιν ανέπτυξε την ανάλυση του για την επανάσταση κυρίως σε σχέση με τα κινήματα στην Γαλλία, ειδικά αυτά κατά την Επανάσταση του 1789-93 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Για τον Κροπότκιν, η ελεύθερη κομμούνα ήταν το μέσο και ο σκοπός μιας αυθεντικής επανάστασης. Αντιπάθησε τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις και τους γραφειοκράτες εκείνους οι οποίοι επεζήτησαν να θέσουν τους εαυτούς τους πάνω από τις ευθύνες και τα δικαιώματα του λαού. Πολλές φορές, κατηγόρησε αυτούς οι οποίοι κάθονταν σαν στρατηγοί από μακριά και έδιναν διαταγές στα κινήματα των δρόμων («Αναμνήσεις», σελ. 282). Μπορεί κάποιος μόνο να φανταστεί τι θα έλεγε γι’ αυτούς που κάθονται σήμερα στο σπίτι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων και αύριο γράφουν «εγχειρίδια» γεμάτα συμβουλές για τους ακτιβιστές. Στην εποχή του, συμμετείχε σε ένοπλες διαδηλώσεις και υπερθεμάτιζε την δειλία κάτι που έπρεπε απαραιτήτως να ξεπεραστεί μέσα στο κίνημα («Αναμνήσεις», σελ. 419).
Η πίστη του Κροπότκιν στον απλό λαό ήταν απεριόριστη. Θαυμάζοντας την «αυθόρμητη οργάνωση που επέδειξε ο λαός του Παρισιού» στην Γαλλική Επανάσταση, σημείωσε ότι κάθε τμήμα της πόλης διόρισε τη δική του στρατιωτική και πολιτική επιτροπή, αλλά «ήταν στις Γενικές Συνελεύσεις, οι οποίες συγκαλούνταν το απόγευμα, όπου συζητιόταν κάθε σπουδαίο ζήτημα» («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 313). Αλλά καθώς ο καιρός περνούσε, παρατήρησε ο Κροπότκιν, αυτά τα τμήματα μετασχηματίστηκαν σε όπλα της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας (δηλαδή, σε όργανα του Κράτους). Καθώς 40.000 επαναστατικές επιτροπές απορροφήθηκαν από το Κράτος, η επανάσταση δολοφονήθηκε.
Οι θυσίες χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους στα επαναστατικά κινήματα, αποκάλυψε στον Κροπότκιν την μορφή με την οποία μια αυθεντική επανάσταση θα εμφανιστεί: την «ανεξάρτητη κομμούνα». Μέσα από τα γραφτά του, ο Κροπότκιν αντιλήφθηκε τα δημοκρατικά καθεστώτα και τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις ως ικανοποίηση των φιλοδοξιών των ριζοσπαστών της μεσαίας τάξης, εκείνων οι οποίοι ήθελαν μεταρρυθμίσεις του υπάρχοντος συστήματος, για να βελτιώσουν αρκετά το άτομό τους παρά να επαναστατικοποιήσουν ολόκληρη την κοινωνία («Η κατάκτηση του ψωμιού», σελ. 44, 213-14). «Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση έχει φέρει εις πέρας την ιστορική της αποστολή: έχει δώσει μια θνητή μορφή στο νόμο του δικαστηρίου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 68). «Η απόλυτη μοναρχία αντιστοιχήθηκε στο σύστημα της δουλοπαροικίας. Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση αντιστοιχεί στο σύστημα του καπιταλιστικού νόμου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 52).
Αναπτύσσοντας τις απόψεις του όσον αφορά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, έγραψε:
«Έτσι η εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας έφερε την λύση ενός ζητήματος, το οποίο βασάνισε κάθε αληθινό επαναστάτη. Δύο φορές έχει προσπαθήσει η Γαλλία να πετύχει ένα είδος σοσιαλιστικής επανάστασης, προσπαθώντας να το επιβάλλει μέσω μιας κεντρικής κυβέρνησης, περισσότερο ή λιγότερο διατεθειμένης να το δεχτεί: το 1793-94, όταν προσπάθησε να εισαγάγει την πραγματική οικονομική ισότητα μέσω σκληρών Γιακωβίνικων μέτρων και το 1848, όταν προσπάθησε να επιβάλει μια «Δημοκρατική Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Και κάθε φορά αποτύγχανε. Αλλά τώρα μας έχει υποδειχθεί μια νέα λύση: η ελεύθερη κομμούνα μπορεί να το κατορθώσει στο δικό της χώρο…» («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164).
Η πολιτική μορφή μιας ελεύθερης κοινωνίας ήταν ξεκάθαρα για τον Κροπότκιν η ανεξάρτητη κομμούνα. «Αυτή ήταν η μορφή που έπρεπε να πάρει η κοινωνική επανάσταση, η ανεξάρτητη κομμούνα. Αφήστε όλη την χώρα και όλο τον κόσμο να είναι εναντίον της. Από την στιγμή που οι κάτοικοί της έχουν αποφασίσει ότι θα καταστήσουν κοινόχρηστη την κατανάλωση των εμπορευμάτων, την ανταλλαγή και την παραγωγή τους, πρέπει να την πραγματοποιήσουν μεταξύ τους». («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164). Στην αντίληψή του για την Παρισινή Κομμούνα καθώς και των Κομμούνων της Καρθαγένης και της Βαρκελώνης, που ακολούθησαν τα χνάρια της, ο Κροπότκιν δίνει σάρκα και οστά στην έννοια της Κομμούνας ως πολιτική μορφή, μεταφέροντάς την στο μέλλον:
«Εάν αναλύσουμε όχι μόνο αυτό το κίνημα, αλλά ακόμα και τις εντυπώσεις που αυτό άφησε και τις τάσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της κοινοτικής επανάστασης, πρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτή μια υπόδειξη που μας δείχνει ότι στο μέλλον ανθρώπινες συγκεντρώσεις οι οποίες θα είναι περισσότερο προχωρημένες στην κοινωνική τους ανάπτυξη, θα προσπαθήσουν να αρχίσουν μια ανεξάρτητη ζωή και θα προσπαθήσουν, επίσης, να προσηλυτίσουν τα περισσότερο καθυστερημένα μέρη ενός έθνους για παράδειγμα, αντί να επιβάλλουν τις απόψεις τους με το νόμο και την εξουσία ή με το να υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε ένα νόμο πλειοψηφίας, ο οποίος είναι πάντα ένας νόμος μετριότητας. Την ίδια στιγμή, η αποτυχία της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μέσα στα πλαίσια της Κομμούνας καθεαυτής δείχνει ότι η αυτοκυβέρνηση και ο αυτοδιεύθυνση πρέπει να προχωρήσουν παραπέρα από μια απλή περιφερειακή κλίμακα. Για να είναι αποτελεσματική, πρέπει ακόμα να επεκταθεί σε ποικίλες λειτουργίες της ζωής της ελεύθερης κοινότητας». («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 51-20.
Σε μια μεταγενέστερη εργασία, ο Κροπότκιν διακήρυξε ότι μετά το 1871 «(…) η ελεύθερη κομμούνα θα είναι εφεξής το μέσο με το οποίο οι ιδέες του σύγχρονου σοσιαλισμού ίσως πραγματοποιηθούν». Και στην «Αλληλοβοήθεια» ανιχνεύει την μορφή την οποία έχει πάρει η κοινοτική συνεργασία και βρίσκεται σε εξέλιξη στην ιστορία.
Μετά το 1917, επέστρεψε στην Ρωσία. Αν και κριτικός προς τους Μπολσεβίκους, δημοσίευσε μόνο δύο μικρές σύντομες δηλώσεις για την επανάσταση, στοχεύοντας κυρίως στο να υπονομεύσει την αντεπανάσταση, τους ξένους στρατούς που στάλθηκαν στην Ρωσία. Επέδειξε, πάντως, ξανά την υποστήριξή του στην ελεύθερη κομμούνα:
«Όλες οι προσπάθειες επανένωσης κάτω από έναν κεντρικό έλεγχο των φυσιολογικά διαχωρισμένων τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Βλέπω την στιγμή όπου κάθε μέρος αυτής της ομοσπονδίας θα είναι από μόνο του μια ομοσπονδία ελεύθερων κομμούνων και ελεύθερων πόλεων. Και πιστεύω ακόμα ότι ορισμένα μέρη της Δυτικής Ευρώπης γρήγορα θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο». (Κροπότκιν, «Γράμμα στους Εργάτες της Δυτικής Ευρώπης»).
Σε σχέση με όλες τις επαναστάσεις της εποχής του, έθεσε τον στόχο της αυθεντικής ελευθερίας, την ανεξάρτητη κομμούνα. Αλλά πώς οι λαοί θα εκπληρώσουν αυτό τον στόχο; Ποια μέσα θα χρησιμοποιηθούν; Για τον Κροπότκιν, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: οι εξεγέρσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος. Οι εξεγέρσεις και η ελεύθερη κομμούνα ήταν απαραίτητα βήματα για τον Κροπότκιν, επειδή πίστευε ότι ο λαός από μόνος του είναι που πρέπει να κάνει την δική του επανάσταση και όχι ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής ή κάθε άλλη διαφορετικά οργανωμένη μικρή ομάδα. Για τις λαϊκές κινητοποιήσεις τίποτε άλλο δεν ήταν σπουδαιότερο όσο ένα κεντρικό σημείο συνάντησης, όπως ήταν, για παράδειγμα, το Palais Royal κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης:
«Αυτό το Palais Royal, με τους κήπους και τα καφενεία του, είχε γίνει μια υπαίθρια λέσχη, όπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι όλων των τάξεων πήγαιναν κάθε μέρα να ανταλλάξουν νέα, να συζητήσουν τα διάφορα φυλλάδια, να ανανεώσουν τον ενθουσιασμό τους για μια μελλοντική δράση, να γνωρίζουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ 61).
Ένα παράδειγμα για την σπουδαιότητα των σημείων συνάντησης των λαϊκών κινητοποιήσεων ήταν η 10 Ιουνίου 1789. Αφού μαθεύτηκε ότι έντεκα στρατιώτες έχουν συλληφθεί και φυλακιστεί επειδή αρνήθηκαν να γεμίσουν τα όπλα τους για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των πολιτών του Παρισιού, πάνω από 4.000 κόσμος πήγαν αμέσως από το PalaisRoyal να διασώσουν τους στρατιώτες αυτούς. Βλέποντας μια τέτοια μεγάλη δύναμη, οι φύλακες συμμορφώθηκαν και οι δραγόνοι, ξιφουλκώντας με ταχύτητα για να ανακόψουν το πλήθος, απέσυραν τα σπαθιά τους και συναδελφώθηκαν με τον κόσμο». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 69). Θαυμάζοντας την αυθόρμητη μαχητικότητα του λαού στους δρόμους, ο Κροπότκιν σημείωσε ότι η κλεψιά τελείωσε – ότι τα πλήθη που είχαν τον έλεγχο των καταστημάτων δεν λεηλατούσαν – αλλά μόνο πήραν ό,τι ήταν απαραίτητο για την συλλογική τους διατροφή και την άμυνα («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 75, 106). Καθώς η εξέγερση επεκτάθηκε από την μια πόλη στις άλλες – από το Παρίσι σε σχεδόν όλη την Γαλλία – «Όλη η Ευρώπη ενθουσιάστηκε με τα λόγια και τα παραδείγματα της επανάστασης», ο Κροπότκιν ανίχνευσε πώς η εξέγερση ενοποίησε την Γαλλία με τρόπο που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανταστεί. («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 95, 177).
Μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, όταν παρόμοιες εξεγέρσεις ξέσπασαν στην Καρθαγένη και στην Βαρκελώνη στην Ισπανία, κατανόησε σχεδόν ότι οι εξεγέρσεις ενέπνευσαν άλλους ώστε να ξεσηκωθούν – ένα φαινόμενο που εγώ το καταλαβαίνω ως Eros effect (δες το βιβλίο μου «The Imagination of the New Left: A Global Analysis of1968). Ο Κροπότκιν σημείωσε ότι οι εξεγέρσεις, ενώ είναι συχνά αποτέλεσμα της απελπισίας, ήταν απαραίτητες στην επανάσταση:
«Εξεγέρθηκαν ακόμα – μερικές φορές με την ελπίδα μιας τοπικής επιτυχίας – κατά την διάρκεια απεργιών ή σε μικρές στάσεις εναντίον κάποιου επίσημου που δεν ήταν αρεστός ή για να αποκτήσουν τροφή για τα πεινασμένα τους παιδιά, αλλά, τις περισσότερες φορές, χωρίς ελπίδα επιτυχίας: απλώς επειδή οι συνθήκες ήσαν ανυπόφορες. Όχι μία ή δύο ή δέκα, αλλά εκατοντάδες παρόμοιες εξεγέρσεις έχουν προηγηθεί και πρέπει να προηγηθούν κάθε επανάστασης. Χωρίς αυτές καμιά επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να σφυρηλατηθεί». (Κροπότκιν, «Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός».
Αργότερα διακήρυξε ότι οι εξεγέρσεις δεν είναι μόνο τα μέσα αλλά, επίσης, το κλειδί ώστε να καθοριστούν οι στόχοι της επανάστασης: «Και ίσως σημειωθεί, ως γενικός κανόνας, ότι ο χαρακτήρας κάθε επανάστασης καθορίζεται από τον χαρακτήρα και τον στόχο των εξεγέρσεων, οι οποίες προηγήθηκαν».
Με αυτές τις σκέψεις θα έλθω τώρα στην εξέγερση της Kwangju το 1980, η οποία μας προσφέρει μια εμπειρική επιβεβαίωση των ιδεών του Κροπότκιν. Παρά την κεντρική της σπουδαιότητα στο Κορεάτικο και στα δημοκρατικά κινήματα της Ασίας στη δεκαετία του 1980, σε αρκετό κόσμο η εξέγερση της Kwangju είναι άγνωστη. Θα κάνω πρώτα μια μικρή περίληψη και έπειτα θα απεικονίσω σκιαγραφήσω τα στοιχεία της εξέγερσης, ειδικά αυτά που είναι σπουδαία σε σχέση με ό,τι έχω περιγράψει ως άποψη του Κροπότκιν, για την ελεύθερη κομμούνα και τις εξεγέρσεις γενικά.
Θεμελιωδώς ανθρωπιστής, ο Κροπότκιν κατανόησε τον θάνατο και την διαφθορά που αντίκρισαν αυτοί οι οποίοι εξεγέρθηκαν με κουράγιο. Άφοβος στο να διατηρήσει μια αντίθεση αρχών στην καπιταλιστική τάξη, ακόμα και εάν φυλακιζόταν και του στερούνταν τα πολιτικά δικαιώματα, αρνήθηκε να επιτρέψει να ξεχαστούν τα βάσανα των άλλων. Διαβάζοντας τον ορισμό του για την κτηνωδία της κυβέρνησης, είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό συνέβη στο Παρίσι ή στην Kwangju:
«Πρέπει να πεθάνεις, ό,τι κι αν κάνεις! Εάν σε πάρουν με δεσμά στα χέρια, θάνατος! Εάν εκλιπαρήσεις για ελεημοσύνη, θάνατος! Όποιο δρόμο και να πάρεις, δεξιά, αριστερά, πίσω, μπροστά, πάνω, κάτω, θάνατος! Δεν είσαι μόνο έξω από το νόμο, είσαι και έξω από την ανθρωπότητα. Ούτε η ηλικία σου ούτε το φύλλο σου θα σε σώσει εσένα και τους δικούς σου. Πρέπει να πεθάνεις, αλλά πρώτα πρέπει να δοκιμάσεις την αγωνία της συζύγου σου, της αδελφής σου, των γιων και των θυγατέρων σου, ακόμα και αυτών στην κούνια! Μπροστά στα μάτια σου ο τραυματισμένος άνθρωπος θα συρθεί από το ασθενοφόρο και θα τρυπηθεί με τις ξιφολόγχες ή θα χτυπηθεί με ρόπαλο ή με καραμπίνα. Θα τον σύρουν και θα αφεθεί με σπασμένο πόδι ή ματωμένο μπράτσο και θα εκσφενδονιστεί σαν ταλαίπωρο δεμάτι, με βογκητά δεμάτι, στο χαντάκι. Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος!». (Πέτρος Κροπότκιν, «Η Παρισινή Κομμούνα», 1895).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ KWANGJU
Κατά τους περασμένους δύο αιώνες δύο ήσαν τα γεγονότα εκείνα που στάθηκαν απαράμιλλοι φάροι της αυθόρμητης ικανότητας χιλιάδων απλών ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η Λαϊκή Εξέγερση της Kwangju, το 1980. Και στις δύο πόλεις μια άοπλη μάζα πολιτών, εναντίον της κυβέρνησής τους, ανέλαβε κατ’ αποτελεσματικό τρόπο τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, διατηρώντας τον παρά την παρουσία πολύ καλά οπλισμένων στρατιωτικών δυνάμεων που επεδίωξαν να επαναφέρουν τον «νόμο και την τάξη». Εκατοντάδες χιλιάδες λαού ξεσηκώθηκαν τότε και δημιούργησαν λαϊκά όργανα πολιτικής εξουσίας τα οποία αντικατέστησαν τις παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Οι αριθμοί των εγκλημάτων έπεσαν κατακόρυφα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης και ο λαός, που πριν δεν είχε καμία ανάλογη εμπειρία, σχημάτισε μορφές φιλίας του ενός με τον άλλον.
Οι απελευθερωμένες πραγματικότητες της Κομμούνας του Παρισιού και αυτής της Kwangju αντιβαίνουν στον ευρύτατα καλλιεργημένο μύθο ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση κακοί και γι’ αυτό χρειάζονται σκληρές κυβερνήσεις ώστε να διατηρηθεί η τάξη και η δικαιοσύνη. Μάλλον, η συμπεριφορά των πολιτών κατά την διάρκεια αυτών των στιγμών της απελευθέρωσης αποκάλυψε μια έμφυτη ικανότητα για αυτοκυβέρνηση και συνεργασία.. Ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις και όχι ο ακυβέρνητος λαός που αντέδρασαν με μεγάλη κτηνωδία και αδικία.
Τα γεγονότα στην Kwangju ξετυλίχθηκαν μετά την δολοφονία του δικτάτορα της Νότιας Κορέας, Park Chung-Hee, από τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών. Με την ευφορία από την θάνατο του Park, οι φοιτητές ηγήθηκαν ενός τεράστιου κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, αλλά ο στρατηγός, Chun Doo-Hwan, κατέλαβε την εξουσία και απείλησε με βίαιη καταστολή εάν συνεχιστούν οι διαδηλώσεις. Σε όλη την Κορέα, με μόνη την εξαίρεση την Kwangju, ο λαός κλείστηκε στα σπίτια του. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η νέα στρατιωτική κυβέρνηση εξαπέλυσε εναντίον της Kwangju παραστρατιωτικά σώματα για της δώσουν ένα μάθημα. Από την στιγμή που τα σώματα αυτά έφτασαν στην Kwangju, εγκαινίασαν ένα όργιο αφάνταστης τρομοκρατίας σε βάρος του πληθυσμού. Στις πρώτες μάχες που διεξήχθησαν, στις 18 Μαΐου 1980, οι άντρες των σωμάτων αυτών έσπασαν τα κεφάλια των άοπλων φοιτητών. Καθώς οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν για περισσότερη ασφάλεια και ανασυγκροτήθηκαν ξανά, οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν με ανανεωμένη μοχθηρία. «Μια ομάδα παραστρατιωτικών έκανε επίθεση σε κάθε ένα φοιτητή ξεχωριστά, σπάζοντας το κεφάλι του και τα κόκαλά του και κλωτσώντας τον στο πρόσωπο. Όταν τελείωναν, ο φοιτητής έμενε μια άμορφη μάζα κρέατος σε ρούχα» (Lee Jae-Eui, Kwangju Diary: Beyond the Darkness of the Age, σελ. 46). Τα σώματα των φοιτητών φορτώνονταν σε φορτηγά όπου στρατιώτες συνέχιζαν να τα χτυπούν και να τα κλωτσούν. Την νύχτα οι παραστρατιωτικοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές σε αρκετά πανεπιστήμια.
Καθώς οι φοιτητές αμύνθηκαν, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξιφολόγχες εναντίον τους και συνέλαβαν περισσότερες δεκάδες διαδηλωτών, αρκετοί από τους οποίους ξεγυμνώθηκαν, βιάστηκαν και κακοποιήθηκαν περαιτέρω. Ένας στρατιώτης κραδαίνοντας την ξιφολόγχη του σε κρατούμενους φοιτητές, ούρλιαζε: «Με την ξιφολόγχη αυτή έκοψα τα στήθια σαράντα γυναικών Viet Cong στο Βιετνάμ»! Ο τοπικός πληθυσμός είχε σοκαριστεί από την αντίδραση αυτή των παραστρατιωτικών. Οι τελευταίοι ήταν τόσο πολύ εκτός ελέγχου που μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου ακόμα και τον διευθυντή πληροφοριών ενός τοπικού αστυνομικού τμήματος, ο οποίος προσπάθησε να τους σταματήσει από το να είναι τόσο κτηνώδεις» (Kwangju Diary, σελ. 79).
Αλλά, παρά τις επιθέσεις και τις εκατοντάδες συλλήψεις, οι φοιτητές συνέχισαν να ανασυγκροτούνται και να αμύνονται. Καθώς η πόλη κινητοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, λαός από κάθε τάξη και επάγγελμα κατέκλυσε τους δρόμους και οι φοιτητές μεταβλήθηκαν σε μειοψηφία μέσα στο πλήθος (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 127). Αυτή η αυθόρμητη γενίκευση του λαϊκού κινήματος ξεπέρασε τις παραδοσιακές διαιρέσεις ανάμεσα σε τάξεις, μια από τις πρώτες ενδείξεις γενίκευσης της εξέγερσης. Οι παραστρατιωτικοί, για μια ακόμα φορά, κατέφυγαν στην σκληρή κτηνωδία – σκοτώνοντας και ακρωτηριάζοντας ανθρώπους οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται στους δρόμους. Ακόμα, οδηγοί ταξί και λεωφορείων οι οποίοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τραυματισμένους και ματωμένους ανθρώπους, χτυπήθηκαν και μερικοί δολοφονήθηκαν. Μερικοί αστυνομικοί προσπάθησαν να απελευθερώσουν κρυφά κάποιους κρατούμενους, αλλά και αυτοί, επίσης, χτυπήθηκαν με τις ξιφολόγχες των παραστρατιωτικών (Kwangju Diary, σελ. 113). Αρκετοί αστυνομικοί απλώς πήγαν σπίτι τους ενώ ο αρχηγός της αστυνομίας αρνήθηκε να διατάξει τους άντρες του να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών, παρά την επιμονή των στρατιωτικών να το κάνει.
Ο κόσμος αμύνθηκε με πέτρες, μπαστούνια, μαχαίρια, σωλήνες, σιδερένιες βέργες και σφυριά, εναντίον 18.000 αντρών ειδικής αστυνομίας και πάνω από 3.000 παραστρατιωτικών. Αν και αρκετοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν, η πόλη δεν μπόρεσε να ησυχάσει. Στις 20 Μαΐου, μια εφημερίδα με τίτλο «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή») κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, με ακριβή νέα, διαφορετικά απ’ αυτά του επίσημου Τύπου. Στις 6 το απόγευμα ένα πλήθος 5.000 διαδηλωτών ξεχύθηκε εναντίον ενός αστυνομικού οδοφράγματος. Όταν οι παραστρατιωτικοί τους απώθησαν, αυτοί ανασυγκροτήθηκαν και άρχισαν μια καθιστική διαδήλωση. Τότε εξέλεξαν αντιπροσώπους για να προσπαθήσουν (με διαπραγματεύσεις) να διαχωρίσουν την αστυνομία από τον στρατό. Το βράδυ, η διαδήλωση αποτελείτο από 200.000 κόσμο, σε μια πόλη 700.000 πληθυσμού. Το μεγάλο αυτό πλήθος συνένωσε εργάτες, αγρότες, φοιτητές και ανθρώπους κάθε επαγγέλματος και τάξης. Εννιά λεωφορεία και πάνω από διακόσια ταξί ήσαν στην κεφαλή της διαδήλωσης, στην οδό Kumnam. Οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν ξανά κτηνωδώς, αλλά αυτή την φορά ήταν ολόκληρη σχεδόν η πόλη που αμύνθηκε. Κατά την διάρκεια της νύχτας αυτοκίνητα, τζιπ, ταξί και άλλα οχήματα παραδόθηκαν στις φλόγες και οδηγήθηκαν εναντίον στις στρατιωτικές δυνάμεις. Αν και ο στρατός επιτέθηκε αρκετές φορές, η διαδήλωση τερμάτισε στην Πλατεία Δημοκρατίας. Στον σιδηροδρομικό σταθμό σκοτώθηκαν αρκετοί διαδηλωτές και στο Province Hall, γειτονικό στην Πλατεία Δημοκρατίας, οι παραστρατιωτικοί άνοιξαν πυρ στο πλήθος με όπλα M-16, σκοτώνοντας περισσότερους.
Ο λογοκριμένος Τύπος δεν ανέφερε τίποτα για τους νεκρούς. Αντίθετα, λανθασμένες πληροφορίες για βανδαλισμούς και μικρές αστυνομικές επιχειρήσεις ήσαν τα κατασκευασμένα νέα που μεταδίδονταν. Δεν έγινε κανένας λόγος για την κτηνωδία του στρατού. Αφού και τα νέα αυτά δεν έδωσαν την πραγματική διάσταση των γεγονότων, χιλιάδες κόσμος περικύκλωσε το κτίριο Τύπου. Γρήγορα η διεύθυνση και η φρουρά του κτιρίου υποχώρησαν και το πλήθος ξεχύθηκε μέσα σ’ αυτό και μην γνωρίζοντας να χρησιμοποιεί τα εργαλεία κλπ, παρέδωσε το κτίριο στις φλόγες. Το πλήθος έβαλε από τότε ως στόχους του και άλλα κτίρια.
«Την 1 την νύχτα το πλήθος κατευθύνθηκε στην Εφορία, όπου έσπασε τα έπιπλα και έβαλε φωτιά. Ο λόγος ήταν ότι οι φόροι, που έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, χρησιμοποιούνταν από τον στρατό και για την παραγωγή όπλων που σκοτώνουν τους ανθρώπους. Ήταν ασυνήθιστο το ότι πυρπολήθηκαν τα κτίρια του Τύπου και της Εφορίας ενώ προστατεύτηκαν το κτίριο της αστυνομίας και άλλα κτίρια (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 138).
Πάντως, εκτός από δύο κτίρια Τύπου και την Εφορία, η Επιθεώρηση Εργασίας, ο σταθμός αυτοκινήτων του Province Hall και 16 αστυνομικά οχήματα πυρπολήθηκαν και αυτά. Η τελική μάχη δόθηκε στις 4 τα ξημερώματα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξανά όπλα Μ-16 εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας αρκετούς διαδηλωτές που βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές. Άλλοι διαδηλωτές, όμως, σκαρφάλωσαν στο κτίριο και σε κολώνες, επιτiθέμενοι από εκεί στους στρατιώτες. Και εκεί ήταν που με ένα απίστευτο σθένος ο κόσμος υπερίσχυσε και εξανάγκασε σε βιαστική υποχώρηση τον στρατό.
Στις 9 το πρωί της 21ης Μαΐου, περισσότεροι από 100.00 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ξανά στην οδό Kumnam, έχοντας απέναντί τους παραστρατιωτικούς. Μια μικρή ομάδα φώναζε ότι έπρεπε να πάει κάποιος κόσμος στο Asia Motors (μια στρατιωτική αυτοκινητοβιομηχανία) για να απαλλοτριώσει οχήματα. Μερικές δεκάδες πήγαν προς τα εκεί, φέρνοντας, όμως, πίσω μόνο 7 οχήματα (γιατί ελάχιστοι ήσαν αυτοί που ήξεραν να οδηγούν). Αλλά καθώς εμφανίστηκαν περισσότεροι που γνώριζαν οδήγηση, περίπου 350 οχήματα, μαζί και μερικά τεθωρακισμένα, έπεσαν γρήγορα στα χέρια των διαδηλωτών. Οδηγώντας τα οχήματα αυτά, οι διαδηλωτές έφτασαν σε γειτονιές και χωριά, προσπαθώντας να επεκτείνουν την εξέγερση. Μερικά οχήματα έφεραν ψωμί και νερό και αναψυκτικά από ένα εργοστάσιο της Κόκα-Κόλα. Επίσης, εξελέγησαν μερικοί διαπραγματευτές και στάλθηκαν να διαπραγματευτούν με τον στρατό. Αλλά καθώς γινόταν αυτό άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί εναντίον των διαδηλωτών, τορπιλίζοντας την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα και βάζοντας τέλος στις ελπίδες για ειρηνική διευθέτηση. Για δέκα λεπτά, ο στρατός πυροβολούσε και δεκάδες σκοτώθηκαν ενώ περίπου 500 τραυματίστηκαν.
Οι διαδηλωτές αντέδρασαν αμέσως και σε λιγότερο από δύο ώρες μετά τους πυροβολισμούς το πρώτο αστυνομικό τμήμα δέχτηκε επίθεση και πάρθηκαν όπλα. Έτσι περισσότεροι διαδηλωτές σχημάτισαν ομάδες που επιτέθηκαν σε περισσότερα αστυνομικά τμήματα και τμήματα της εθνικής φρουράς και έγιναν νέες συγκεντρώσεις σε δύο κεντρικά σημεία. Με την βοήθεια ανθρακωρύχων από την Hwasun, οι διαδηλωτές απέκτησαν μεγάλες ποσότητες δυναμίτη και άλλων εκρηκτικών (The May 18 KwangjuDemocratic Uprising, σελ. 143). Περίπου 7 λεωφορεία με εργάτριες ιματισμού πήγαν στο Naju, απ’ όπου απαλλοτρίωσαν εκατοντάδες καραμπίνες και διάφορα πυρομαχικά και τα έφεραν πίσω στη πόλη. Παρόμοιες απαλλοτριώσεις όπλων σημειώθηκαν και στις επαρχίες Changsong, Yoggwang και Tamyang. Η εξέγερση επεκτάθηκε γρήγορα και στις πόλειςHwasun, Naju, Hampyung, Kangjin, Mooan Haenam, Mokpo και αλλού, σε 16 τουλάχιστον συνολικά μέρη της νοτιοδυτικής Κορέας (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 164). Η ταχύτατη ανάπτυξη της εξέγερσης είναι μια ακόμα ένδειξη της ικανότητας του λαού για αυτοκυβέρνηση και αυτόνομη πρωτοβουλία. Ελπίζοντας να επεκτείνουν την εξέγερση στην Chunju και στην ίδια την Σεούλ, μερικοί διαδηλωτές προσπάθησαν να στήσουν οδοφράγματα σε εθνικές οδούς και δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, αλλά απωθήθηκαν από τον στρατό. Ελικόπτερα του στρατού άνοιξαν πυρ εναντίον οπλισμένων ομάδων διαδηλωτών από την Hwasun και την Yoggwang, οι οποίοι προσπαθούσαν να φτάσουν στην Kwangju. Εάν η δικτατορία δεν είχε υπό τον έλεγχό της τα ΜΜΕ και δεν είχε περιορίσει τα ταξίδια, τότε η εξέγερση θα εξελισσόταν σε πανεθνική κλίμακα.
Στο αποκορύφωμα των στιγμών, αναπτύχθηκε μια δομή η οποία ήταν δημοκρατικότερη από τις προηγούμενες στην πόλη. Σε συγκέντρωση στο Kwangju Park και στο Yu-TongJunction, σχηματίστηκαν οι μαχητικοί πυρήνες και η ηγεσία του κινήματος. Συγκεντρώθηκαν όπλα για να γίνει επίθεση στο Province Hall (όπου ο στρατός είχε το αρχηγείο του). Στις 5.30 το απόγευμα ο στρατός υποχώρησε και από τις 8 το βράδυ ο λαός έλεγχε την πόλη. Χαρμόσυνοι ήχοι παντού. Αν και τα όπλα του λαού, που ήσαν από την εποχή του Β’ Παγκoσμίου Πολέμου, ήσαν κατώτερα από αυτά του στρατού, ο ηρωισμός και η αφοσίωσή του αποδείχθηκαν ισχυρότερα όπλα από την τεχνική υπεροχή του στρατού. Η Ελεύθερη Κομμούνα κράτησε έξι ημέρες. Καθημερινά οι συνελεύσεις των πολιτών έδιναν φωνή στην απογοήτευση χρόνων και στις βαθιές φιλοδοξίες των απλών ανθρώπων. Τοπικές ομάδες πολιτών διατήρησαν την τάξη και δημιούργησαν έναν νέο τύπο κοινωνικής διαχείρισης – αυτόν από και για τον λαό. Συμπτωματικά, στις 27 Μαΐου – την ίδια ημέρα που η Παρισινή Κομμούνα συντρίφτηκε περίπου εκατό χρόνια πριν – η Κομμούνα της Kwangju συντρίφτηκε και αυτή από τον στρατό, παρά την ηρωική της αντίσταση. Αν και κατεστάλη κτηνωδώς το 1980, για τα επόμενα επτά χρόνια το κίνημα συνέχισε τον αγώνα και το 1987 οργανώθηκε μιας πανεθνικής κλίμακας εξέγερση, με την οποία, τελικά, έγινε ένας δημοκρατικός εκλογικός ανασχηματισμός στην Νότια Κορέα.
Ως άλλο θωρηκτό «Ποτέμκιν», ο λαός της Kwangju έχει επανειλημμένα σηματοδοτήσει την έλευση της επανάστασης – από την εξέγερση της Tonghak το 1894 και την φοιτητική εξέγερση του 1929 μέχρι την εξέγερση της Kwangju το 1980. Όπως η Παρισινή Κομμούνα και το θωρηκτό Ποτέμκιν», έτσι και η ιστορική σπουδαιότητα της Kwangju είναι διεθνής και όχι απλώς Κορεάτικη (ή Γαλλική ή Ρωσική). Η σημασία και τα διδάγματά της έχουν να κάνουν και με την Ανατολή και την Δύση και με τον Βορρά και τον Νότο. Η λαϊκή εξέγερση του 1980, όπως και αυτά τα προηγούμενα σύμβολα της επανάστασης, έχει ήδη τις επιπτώσεις της σε παγκόσμια κλίμακα. Μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα καταστέλλονταν στην Ανατολική Ασία, ένα κύμα εξεγέρσεων και στάσεων μετασχημάτισε την περιοχή. Οι επαναστάσεις του 1989 στην Ευρώπη είναι πασίγνωστες, αλλά ο Ευρωκεντρισμός συχνά προλαμβάνει την αντιστοιχία τους στην Ασία. Έξι χρόνια μετά τη εξέγερση της Kwangju ανατράπηκε η δικτατορία του Μάρκος στις Φιλιππίνες. Η Κορασόν Ακίνο και ο Kim Dae-Jung γνωρίζονταν από τις ΗΠΑ και η εμπειρία της εξέγερσης της Kwangju τους βοήθησε την πρώτη στην Μανίλα. Σε όλη την Ασία, εμφανίστηκαν λαϊκά κινήματα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Δόθηκε τέλος στον στρατιωτικό νόμο στην Ταϊβάν το 1987. Στην Βιρμανία ένα λαϊκό κίνημα εμφανίστηκε με εκρηκτικό τρόπο τον Μάρτιο του 1988, όταν φοιτητές και εθνικές μειονότητες ξεχύθηκαν στους δρόμους της Ρανκούν και παρά την τρομερή καταστολή, το κίνημα κατάφερε να εκθρονίσει τον πρόεδρο Ne Win, μετά από 26 χρόνια διακυβέρνησης. Τον επόμενο χρόνο ακτιβιστές φοιτητές στην Κίνα άρχισαν έναν ακόμα εκτεταμένο και ανοιχτό αγώνα για δημοκρατία, για να τουφεκιστούν και δολοφονηθούν στην πλατεία Tiananmen και να καταδιώκονται για χρόνια μετά από αυτό. Η σειρά του Νεπάλ ήταν τον επόμενο χρόνο. Επτά βδομάδες διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Απρίλιο του 1990, οδήγησαν τον βασιλιά να εκδημοκρατίσει την κυβέρνηση. Η επόμενη χώρα που απέκτησε την εμπειρία μας εξεγερτικής έκρηξης ήταν η Ταϊλάνδη, όταν η 20μερη απεργία πείνας ενός ηγετικού πολιτικού της αντιπολίτευσης έφερε στο δρόμο χιλιάδες λαού τον Μάϊο του 1992. Δεκάδες σκοτώθηκαν όταν η στρατιωτική δικτατορία κατέστειλε τις διαδηλώσεις, αλλά εξαιτίας αυτής της κτηνωδίας ο στρατηγός Suchinda Krapayoon αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το 1988 στην Ινδονησία φοιτητές κάλεσαν σε μια «λαϊκή επανάσταση» και κατάφεραν να ανατρέψουν τον δικτάτορα Σουχάρτο. Σε συνεντεύξεις που πάρθηκαν από έναν Αμερικανό δημοσιογράφο σε πανεπιστήμια στην Ινδονησία, ειπώθηκε ότι τα λαϊκά συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν υιοθετήθηκαν από τις Φιλιππίνες και ότι αποτελούσε καινοτομία η κατάληψη των δημόσιων χώρων.
ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΚΑΙ KWANGJU
Υπάρχουν τρεις κύριοι τρόποι με τους οποίους η εξέγερση της Kwangju απεικονίζει και επαληθεύει τον σκελετό της ανάλυσης του Κροπότκιν:
1) Η ανεξάρτητη κομμούνα και η ελεύθερη διανομή των εμπορευμάτων.
Αφού εκδιώχθηκε ο στρατός από την πόλη στις 21 Μαΐου, ο καθένας το χάρηκε και το απόλαυσε με τους άλλους. Οι αγορές και τα καταστήματα άνοιξαν ξανά και το νερό, τα τρόφιμα και το ηλεκτρικό διατίθονταν κανονικά. Δεν λεηλατήθηκαν τράπεζες και συνηθισμένα εγκλήματα όπως κλεψιές, ληστείες, βιασμοί και άλλα, σπάνια συνέβαιναν ή και καθόλου. Σε καλάθια, γκαζολίνη και τσιγάρα υπήρχε έλλειψη. Καθώς μερικοί άνθρωποι προσπάθησαν να παράγουν περισσότερα κοφίνια από τον στρατό, άλλοι αντάλλασσαν τσιγάρα και άλλα πράγματα μεταξύ τους, ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Για μερικούς ανθρώπους, το να ανταλλάσσουν τσιγάρα με άλλους συμβόλιζε ένα σπουδαίο μέρος της κοινοτικής τους εμπειρίας. Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων οι οποίοι ακόμα είχαν τσιγάρα, έδιναν ένα πακέτο κάθε φορά για να είναι δίκαιοι με όλους. Υπήρχε μικρή έλλειψη αίματος στα νοσοκομεία, αλλά από την στιγμή που έγιναν γνωστές οι ανάγκες που υπήρχαν, κόσμος κατέκλυσε – συμπεριλαμβανομένων και βοηθών μπαρ και ιερόδουλων που επιτράπηκε και σ’ αυτές – τα νοσοκομεία για να δωρίσει αίμα. Ποσά χιλιάδων δολαρίων μαζεύτηκαν από δωρεές. Όλα αυτά τα παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις του με πόσο αξιόλογο τρόπο ολόκληρη η πόλη λειτούργησε συλλογικά.
Για μέρες, πολίτες καθάριζαν εθελοντικά τους δρόμους, μαγείρευαν ρύζι, σερβίριζαν δωρεάν γεύματα στις αγορές και φύλαγαν φρουροί για τον φόβο μια ανέλπιστης αντεπίθεσης. Ο καθένας συνεισέφερε και έβρισκε την θέση του στη απελευθερωμένη Kwangju. Ένας νέος καταμερισμός αναδύθηκε αυθόρμητα. Η πολιτοφυλακή, της οποίας αρκετοί άντρες στέκονταν άγρυπνοι όλη νύχτα, ήταν υπόδειγμα υπευθυνότητας. Ο κόσμος αναγόρευσε την νέα πολιτοφυλακή σε Στρατό «Πολιτών» ή «οι σύμμαχοί μας» (καθώς ήταν αντίθετοι στον στρατό, «τον εχθρό μας»). Προστάτευσε τον λαό και ο λαός προστάτευσε αυτήν. Χωρίς καμιά κατήχηση και καμιά από εκείνες τις τρέλες που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά κάθε στρατού σε όλο τον κόσμο, οι άντρες και οι γυναίκες που ανήκαν στην Πολιτοφυλακή αυτή συμπεριφέρονταν υποδειγματικά. Δεν έτρεφαν κανέναν φόβο στο να καθιερώσουν έναν νέο τύπο τάξης βασισμένης στις ανάγκες του πληθυσμού, αφοπλίζοντας όλους τους μαθητές των ανώτερων σχολείων, μια δραστηριότητα για την οποία ευθύνη φέρει επίσης και το «Δελτίο του Μαχητή» (Kwangju Diary, σελ. 71). Όταν επίκειτο η τελική επίθεση του κράτους, οι αρχηγοί της εξέγερσης πρότειναν όλοι οι μαθητές των σχολείων να γυρίσουν στα σπίτια τους, για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τον αγώνα μετέπειτα. Μετά από διαμαρτυρίες και με δάκρυα στα μάτια, οι νεαροί μαχητές αποχώρησαν.
2) Οι γενικές συνελεύσεις στην Πλατεία Δημοκρατίας δεν αποτελούσαν κυβερνητικό σώμα αλλά σώμα υψηλών αποφάσεων.
Η λαϊκή θέληση εκφράστηκε με καθημερινές συγκεντρώσεις γύρω από την πλατεία του Province Hall. Το μέρος αυτό που ήταν ιερό (για την εξουσία) πριν την απελευθέρωση της πόλης, μετονομάστηκε σε Πλατεία Δημοκρατίας στις 16 Μαΐου. Η ικανότητα να συγκεντρώνονται ειρηνικά χιλιάδες λαού ήταν ένα δικαίωμα που αποκτήθηκε με το αίμα αρκετών φίλων και γειτόνων. Ενστικτωδώς, ο λαός της Kwangju αναγνώρισε την πλατεία αυτή ως το πνευματικό του σπίτι και εκεί γίνονταν κάθε μέρα συγκεντρώσεις χιλιάδων ατόμων. Οι καθημερινές αυτές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν το θεμέλιο ενός νέου είδους άμεσης δημοκρατίας όπου ο καθένας είχε δικαίωμα λόγου. Ο δημόσιος ρόλος των γυναικών ήταν εντυπωσιακός καθώς αντιτίθονταν στην υποταγή που υπέφεραν πριν. Αρκετοί άνθρωποι ήσαν ικανοί να εκφράσουν τις από καρδιάς ανάγκες τους:
«Το βασικότερο οικοδόμημα ήταν τώρα η ίδια η ενότητα του λαού. Εκφράζονταν όλα τα επαγγέλματα και οι τάξεις λαού –υπαίθριες πωλήτριες, δάσκαλοι, πιστοί διαφορετικών θρησκειών, νοικοκυρές, μαθητές, φοιτητές και αγρότες. Οι οργισμένοι λόγοι τους δημιούργησαν μια κοινή συνείδηση, μια εκδήλωση της τεράστιας ενέργειας της εξέγερσης. Είχαν έρθει τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον, δημιουργώντας μια δυνατή αίσθηση αλληλεγγύης διαμέσου της εξέγερσης. Την στιγμή αυτή η πόλη ήταν ένα και το αυτό» (KwangjuDiary, σελ. 105).
Πέντε συγκεντρώσεις έγιναν κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης της πόλης και τεράστια πλήθη συμμετείχαν σε αυτές. Η πρώτη μαζική συγκέντρωση ήταν αυθόρμητα οργανωμένη και έγινε για να γιορταστεί η ήττα και η υποχώρηση του στρατού την επόμενη ημέρα. Στις 23 Μάιου, στην πρώτη συγκέντρωση για την δημοκρατία, το πλήθος ξεπέρασε τις 150.000 άτομα. Τελείωσε με το πλήθος να τραγουδά «Η ευχή μας είναι η εθνική ενοποίηση». Στις 24 Μαΐου πάνω από 100.000 λαού συγκεντρώθηκε. Στις 25 του μήνα ήσαν 50.000 λαού και 30.000 συμμετείχαν στην τελευταία συγκέντρωση στις 26 του μήνα. Στην τελευταία αυτή συγκέντρωση ζητήθηκε ο σχηματισμός μιας εθνικής κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.
3) Αυθόρμητη οργάνωση.
Η ικανότητα αυτοκυβέρνησης που αναδύθηκε αυθόρμητα, πρώτα εν μέσω της μάχης και αργότερα στην διακυβέρνηση της πόλης και την τελική αντίσταση, όταν η δικτατορία αντεπιτέθηκε, είναι πέρα από κάθε λογική. Στο τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα, τα γράμματα, τα ΜΜΕ και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (που στην Ν. Κορέα συμπεριλαμβάνει και στρατιωτική εκπαίδευση για κάθε αγόρι) έχουν δώσει την ικανότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να αυτοκυβερνώνται πολύ σοφότερα απ’ ό,τι οι μικρές ελίτ που αναδεικνύονται στις θέσεις εξουσίας. Παρά την αυθόρμητη διαδικασία αντίστασης στην κτηνωδία των παραστρατιωτικών, οι άντρες και οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν. Αρκετοί από αυτούς είχαν ελάχιστη ή και καμιά προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Μερικοί είχαν ελάχιστη ή μη επίσημη εκπαίδευση. Όλα ξεδιπλώθηκαν σαν να ήταν μέρος συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Η απελευθερωμένη Kwangju οργανώθηκε χωρίς κυβερνητικές επινοήσεις ή σχεδιασμούς πολιτικών κομμάτων. Οι ιδέες του Κροπότκιν δεν θα μπορούσαν να έχουν λιγότερη επίδραση σ’ εκείνους οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της εξέγερσης απαλλοτριώνοντας οχήματα στην οδό Kumnam απ’ όσο στο πλήθος στο Palais Royal που απελευθέρωσε τους φυλακισμένους.
Δεν προϋπήρχε κανένα σχέδιο οργάνωσης, αφού σχεδόν όλοι οι ηγέτες του κινήματος είτε είχαν συλληφθεί είτε κρύβονταν μέχρι που άρχισε η εξέγερση. Την νύχτα της 17ηςΜαΐου, μέλη της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας και αστυνομία εισέβαλαν σε σπίτια αγωνιστών σε όλη την πόλη, συλλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος. Όσοι ηγέτες δεν συνελήφθησαν κρύβονταν. Ήδη τουλάχιστον 26 από τους ηγέτες του πανεθνικού κινήματος (συμπεριλαμβανομένου και του Kim Dae-Jung) συνελήφθησαν. Έτσι, το επόμενο πρωί ο κόσμος – πρώτα μερικές εκατοντάδες και έπειτα χιλιάδες άτομα – οργανώθηκε από μόνος του.
Η ανάδυση της ανάγκης οργάνωσης εμφανίστηκε εντελώς φυσιολογικά. Η διαδικασία ήταν προφανής στον καθέναν. Ακόμα και η κυβέρνηση δημόσια αναφερόταν στην εξέγερση σαν «κοινοτικά αυτοκυβερνώμενη». Περίπου στις 10.30 το πρωί της 22ης Μαΐου, μια ομάδα οκτώ ευαγγελιστών ιερωμένων συναντήθηκαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Arnold Peterson, ένας Αμερικανός βαπτιστής ιεραπόστολος, ο οποίος συνέβη να βρίσκεται στην Kwangju. Αργότερα έφερε στην μνήμη του την εκτίμηση των ιερωμένων:
«Η ομοφωνία των απόψεών τους μπορεί να συνοψιστεί με την φράση “Δεν μπορεί να γίνει”. Δεν είχε ακουστεί ξανά πολίτες μιας πόλης που είχαν εξεγερθεί να ανατρέπουν την κυβέρνησή τους χωρίς συνειδητό σχέδιο και ηγεσία» (Peterson, σελ. 49).
Υπήρχαν από πριν κάποιες ομάδες, όπως η ομάδα «Wildfire» (ένα νυχτερινό εργατικό σχολείο), η ομάδα «Clown» (μια επαναστατική θεατρική ομάδα) και η Εθνική Δημοκρατική Εργατική Ένωση, των οποίων τα μέλη συνεργάστηκαν στην έκδοση της καθημερινής εφημερίδας, «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή»), με την οποία έγινε μια προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ένοπλη αντίσταση. Ανέτρεψαν με επιτυχία τον δήμαρχο και τα περισσότερα συντηρητικά μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Συγκρότησαν μια συμμαχία αναδυόμενων ομάδων ένοπλων μαχητών, δημιούργησαν ένα δημιουργικό κέντρο, ως ένα φάσμα μεμονωμένων μαχητών οι οποίοι συνεργάστηκαν μεταξύ τους και αφιέρωσαν την δράση τους σε μια ένοπλη κατά κάποιο τρόπο αντίσταση.
Είναι σημαντικό να πούμε ότι αρκετά από τα μέλη αυτών των μαχητικών ομάδων συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης με θέμα την Παρισινή Κομμούνα, μερικοί δε με τον ποιητή και αγωνιστή Kim Nam-Ju. (Από συνέντευξη, 29 Νοεμβρίου 1999). Το 2001, ήρθα σε επαφή με 29 συμμετέχοντες στην εξέγερση. Αρκετοί από αυτούς είπαν ότι συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης, οι οποίες λίγο πριν την εξέγερση είχαν ως αντικείμενό τους την Παρισινή Κομμούνα. Ο Yoon Sang-Won (ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες που αναδύθηκαν στην απελευθερωμένη Kwangju), παρακολούθησε το 1976 μια ομιλία του Kim Nam-Ju στο βιβλιοπωλείο Nokdu, όπου μίλησε και συζήτησε με το ακροατήριο για την Παρισινή Κομμούνα. (Από συνέντευξη στις 7 Νοεμβρίου 2001). Κατά την διάρκεια της εξέγερσης, ο Yoon Sang-Won μίλησε δημόσια, τουλάχιστον μια φορά, για την Παρισινή Κομμούνα, σε συζητήσεις που είχε με άλλους σημαντικούς αγωνιστές από τον πανεπιστημιακό χώρο (Από συνέντευξη στις 22 Ιουνίου 2001). Τουλάχιστον πάνω από δέκα άλλοι σημαντικοί αγωνιστές είχαν μελετήσει την Παρισινή Κομμούνα.
Το ότι οι αγωνιστές αυτοί μελέτησαν την Παρισινή Κομμούνα πριν την εξέγερση της Kwangju, μας δείχνει κατά πόσο η κληρονομιά των εξεγέρσεων, είτε στο Παρίσι είτε στηνKwangju, συνειδητά ή όχι, εμπνέει το ανθρώπινο είδος στον αγώνα του εναντίον της καταπίεσης. Και παρά την κτηνώδη καταστολή της εξέγερσης – και στις δύο περιπτώσεις που εξετάζουμε εδώ – οι άνθρωποι άφησαν μια εμπειρία δημόσια δημιουργημένων νέων επιθυμιών και νέων αναγκών, νέων φόβων και νέων ελπίδων, στις καρδιές και στα μυαλά των συμμετεχόντων και όλων εκείνων οι οποίοι στάθηκαν στο μονοπάτι και στο κύμα των εξεγέρσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις για την εξέγερση της Kwangju δείχνουν πόσο η σκέψη του Κροπότκιν συνεχίζει να ενδυναμώνει τα επαναστατικά κινήματα. Οι πεποιθήσεις του, οι αναλύσεις του, σταχυολογημένες από το αίμα και τα βάσανα τόσων πολλών ανθρώπων, παραμένουν σε άμεση συνάφεια με τους σύγχρονους αγώνες.
Ενώ οι αντιλήψεις του Κροπότκιν είναι επίκαιρες σήμερα, θα ήταν ανόητο να μελετάμε μηχανιστικά την σκέψη του. Ιδιαίτερα όταν κάποια λάθη κοστίζουν ίσως την ζωή χιλιάδων, την επαναστατική θεωρία, ενώ καθιστούν συνειδητές τις αντιλήψεις των προηγούμενων επαναστατικών εγχειρημάτων, πρέπει να αφήνουμε τους ανθρώπους να δημιουργούν οι ίδιοι την τύχη τους.
Ευτυχώς, από μια άποψη, μια λανθασμένη –σήμερα – άποψη του Κροπότκιν ήταν η δήλωσή του ότι οι αιματοβαμμένοι φορείς της καταστολής «ποτέ δεν καταγγέλθηκαν» (Κροπότκιν, Revolutionary Pamphlets, σελ. 138). Κατά απίστευτο τρόπο, μετά την νίκη του αγώνα του Ιουνίου 1987 στην Νότια Κορέα, οι πρώην πρόεδροι Chun Doo Hwan καιRoh Tae-woo (εγκέφαλοι της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης της Kwangju) δικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Σπάνια στην ιστορία έχουν οι εγκέφαλοι ενός τέτοιου αιματηρού μακελέματος αναλάβει τις ευθύνες τους.
Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον, τα όνειρα του Κροπότκιν για ελευθερία και ευημερία θα αντικαταστήσουν τον παρόντα εφιάλτη της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας, του πολέμου και της στρατιωτικοποίησης.
· Ο George Katsiaficas είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Ινστιτούτο Wentworh της Βοστόνης της Μασαχουσέτης, εκδότης του «New Political Science» και συγγραφέας αρκετών βιβλίων όπως το «Subversion of Politics: European Autonomous SocialMovements» and «The Decolonisation of Everyday Life of the New left: A Global Analysis of 1968». Πρόσφατα ήταν επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Chonnam της Kwangju της Ν. Κορέας.
· Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «North–Eastern Anarchist» Νο 7 της North–Eastern Fedaration of Anarchists Communists (NEFAC – Βορειοανατολική Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών, η οποία εδρεύει και δρα στις βόρειες ΗΠΑ και τον Καναδά).
Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/history/45-world-anarchist-history/217-kwangju
Θεωρία και Πρακτική της Άµεσης Δράσης στον Κοινωνικό Αναρχισµό
«Δεν µπορεί να υπάρξει κοινωνία βασισµένη στην αυτοδιεύθυνση χωρίς αυτενέργεια. Πράγµατι, η επανάσταση είναι η αυτενέργεια στην πιο ανεπτυγµένη µορφή της: είναι άµεση δράση τραβηγµένη µέχρι το σηµείο εκείνο όπου οι δρόµοι, η γη και τα εργοστάσια φτάνουν να απαλλοτριωθούν από τον αυτόνοµο λαό».
Murray Bookchin, «Αυθορµητισµός και Οργάνωση»
Εισαγωγή
Θα ήταν λάθος αν συγχέαµε την άµεση δράση σαν µέθοδο χειραφέτησης του κοινωνικού αναρχισµού, µε µια αντίληψη ενός ακατέργαστου και πολλές φορές επιπόλαιου ακτιβισµού, απλά δηλωτικού της παρουσίας του αναρχικού κινήµατος. Πολλά χρόνια πριν, ο Ιταλός αναρχικός Λουίτζι Φάµπρι είχε επισηµάνει την ανάπτυξη ενός µπουρζουάδικου ρεύµατος µέσα στους κόλπους του αναρχικού κινήµατος, το οποίο έδινε περισσότερη σηµασία στην αισθητική αξία που περιβάλλει την εξέγερση ως µια ροµαντική χειρονοµία ανυπακοής, παρά στην πραγµατοποίηση µιας συγκεκριµένης δράσης ως εφαλτήριο και ως ορθολογικό βήµα ενταγµένο σε µια ευρύτερη στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης.[i] Η ροµαντική διάσταση µάλιστα ενός εξεγερτικού εγχειρήµατος γίνεται εντονότερη στον βαθµό που η εξέγερση συνιστά µια τολµηρή αλλά απελπισµένη πράξη εναντίωσης σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάµεις. Παροµοίως, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η χειρονοµία είναι ηρωική ακριβώς διότι είναι από τα πριν καταδικασµένη σε αποτυχία. Έτσι, ο εξεγερτικός οίστρος που υιοθετεί σαν δική του µια αντίληψη της «δράσης για την δράση», ουσιαστικά έχει ως προϋπόθεση για την ανάδειξη του «ηθικού της µεγαλείου» την αµφίβολη κοινωνική χρησιµότητα της όπως γράφει ο Φάµπρι, δηλαδή την τελική ήττα της στο κοινωνικό πεδίο.[ii] Η διαπίστωση αυτή είναι εξόχως σηµαντική δεδοµένου ότι στο σύγχρονο αναρχικό κίνηµα ηγεµονεύει η πεποίθηση ότι η άµεση δράση αφορά κυρίως µαζικές πρακτικές δυναµικής αντιπαράθεσης στους δρόµους µε τις δυνάµεις καταστολής, χωρίς ωστόσο η λαϊκή αντιβία να αποτελεί οργανικό µέρος κι επακόλουθο µιας συνολικότερης εξεγερτικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, η λαϊκή αντιβία µε τον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται δεν συνιστά τακτική στην υπηρεσία ενός απώτερου προγραµατικού στόχου, ή µιας σειράς από επαναστατικά, αντισυστηµικά µέτρα που θα θεσµοποιήσουν την αυτοθέσµιση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα, στόχος φαίνεται να είναι η ίδια η αντιβία ως τεκµήριο ταξικής συνειδητοποίησης µιας µερίδας διαδηλωτών και ως µέθοδος πρόσκαιρης εκτόνωσης του µίσους που είναι φυσικό να νιώθει το µεγαλύτερο µέρος της δοκιµαζόµενης κοινωνίας για τον αστυνοµικό στρατό κατοχής της «δηµοκρατίας».
Η επιπόλαιη αυτή άποψη έχει αµφισβητηθεί αποτελεσµατικά στο παρελθόν από έναν παραδοσιακό υπέρµαχο της άµεσης δράσης, τον Γάλλο αναρχικό συνδικαλιστή Εµίλ Πουζέ, ο οποίος γράφοντας στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρατηρούσε: «Μερικοί άνθρωποι που έχουν µια πολλή επιφανειακή αντίληψη για τα πράγµατα, εξαντλούν το περιεχόµενο της άµεσης δράσης σε ένα όργιο από σπασµένα παράθυρα. Αν αρκεστούµε σε έναν τέτοιον ορισµό – ο οποίος ευφραίνει τις καρδιές των τζαµάδων – θα σήµαινε ότι υιοθετούµε µια πολλή στενή ερµηνεία για τον τρόπο που πρέπει να ασκείται η δύναµη του προλεταριάτου».[iii] Βέβαια ούτε και η αναρχοσυνδικαλιστική ερµηνεία της άµεσης δράσης είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες των υποτελών κοινωνικών οµάδων στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, όπως αυτές διαµορφώνονται στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας που διανύουµε. Η άµεση δράση, που ως θεωρητικό «δόγµα» περικλείει τόσο την έµφαση στην αυτοστοχαστική δράση του κοινωνικού υποκειµένου, όσο και στην αυτοτέλεια των µέσων που θα χρησιµοποιήσει για να φέρει σε πέρας την αντισυστηµική αλλαγή, είναι η µέθοδος επαναστατικής δράσης που είναι κατεξοχήν συµβατή µε τις αρχές και τους στόχους ενός ελευθεριακού πολιτικού κινήµατος. Αποτέλεσµα αυτού του γεγονότος, ήταν ο προσδιορισµός της µορφής και του περιεχοµένου της άµεσης δράσης να γίνει αντικείµενο φιλονικίας ανάµεσα στους αναρχοσυνδικαλιστές, οι οποίοι απέδιδαν στον όρο την έννοια της µεγάλης, προλεταριακής Γενικής Απεργίας που θα γονατίσει τον καπιταλισµό, και τους αναρχοκοµουνιστές, υπέρµαχους µιας γενικευµένης και βίαιης εξέγερσης των µαζών που θα σαρώσει τα πάντα στο πέρασµα της.[iv] Από την πλευρά µας, θα πρέπει πάση θυσία να υπερβούµε αυτόν τον ιδεολογικό διαχωρισµό. Η ιστορία έχει δείξει άλλωστε ότι η µεγαλύτερη ελευθεριακή επανάσταση της εποχής µας, η ισπανική επανάσταση του 1936, µπόρεσε πρόσκαιρα τουλάχιστον να επικρατήσει επειδή συνδύασε µε αποτελεσµατικό τρόπο στοιχεία και από τις δύο µεταβατικές στρατηγικές. Η κήρυξη γενικής απεργίας στους βιοµηχανικούς τοµείς που είχε υπο τον έλεγχο της ήταν η άµεση απάντηση της CNT στην προσπάθεια βίαιης ανάληψης της εξουσίας από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, ενώ το τελειωτικό χτύπηµα στην αντιδραστική συνοµωσία δόθηκε στα οδοφράγµατα από το ένοπλο προλεταριάτο. Από την εµπειρία της, σε πρώτη φάση, νικηφόρας ελευθεριακής επανάστασης θα πρέπει να αντλήσουµε χρήσιµα διδάγµατα και να τα ανακτήσουµε εφαρµόζοντας τα στην πράξη, ειδικά στις σηµερινές αντικειµενικές και υποκειµενικές συνθήκες µέσα στις οποίες δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε η εργατική αυτοδιαχείριση, ή η προσχεδιασµένη ένοπλη εξέγερση να επαρκούν από µόνες τους ως µεταβατικές στρατηγικές ενός καθολικού προτάγµατος για την κοινωνική απελευθέρωση.
Για µια νέα θεωρία του αυθορµήτου
Ποιος όµως ήταν ο καθοριστικός παράγοντας χάρη στον οποίο η εργατική τάξη της Ισπανίας µπόρεσε να κινητοποιήσει τις δυνάµεις της άµεσα και µαζικά και να κάµψει την αντίσταση των καταπιεστών της; Κατά την άποψη µας, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής επανάστασης ήταν η ύπαρξη ενός µαζικού αναρχικού κινήµατος µε µακροχρόνια παρουσία σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, µε καλά οργανωµένες και ανθεκτικές ελευθεριακές δοµές και µε ξεκάθαρη και αποσαφηνισµένη αντίληψη σχετικά µε τους θεσµούς µε τους οποίους επιθυµούσε να αντικαταστήσει του ετερόνοµους θεσµούς του καπιταλιστικού συστήµατος. Πρέπει µάλιστα να σηµειώσουµε ότι ενώ η αναρχοκοµουνιστική FAI συνιστούσε έναν δεύτερο, διακριτό εξεγερτικό πόλο µέσα στις γραµές του οργανωµένου αναρχικού κινήµατος, το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εµπόδιο στην συνύπαρξη των ρευµάτων του αναρχοκοµουνισµού και του αναρχοσυνδικαλισµού, ούτε αποτέλεσε τροχοπέδη για την καλλιέργεια του επιθυµητού βαθµού ενότητας και αγωνιστικής σύµπνοιας ανάµεσα στους αναρχικούς ακτιβιστές στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης.
Οι µεταµοντέρνοι οπαδοί της άµεσης δράσης ενδέχεται να εγείρουν ενστάσεις αναφορικά µε το κατά πόσο η συγκρότηση ενός µαζικού προγραµατικού κινήµατος µε δική του κοσµοθεωρία και προδιαγεγραµένη µεθοδολογία και στόχους, µπορεί να αποδειχτεί συµβατή µε έναν αυθόρµητο ξεσηκωµό των µαζών που θα παράξει τις δικές του µορφές αυτοοργάνωσης και συλλογικής αυτοάµυνας. Πράγµατι, αν ερµηνεύσουµε το «αυθόρµητο» ως συνώνυµο µιας έµφυτης συλλογικής παρόρµησης που υποβόσκει για χρόνια κι έπειτα εκδηλώνεται απροσδόκητα, αν αυθορµητισµός σηµαίνει το µη-προµελετηµένο κι εκείνο που είναι εντελώς αδύνατο να προσεγγίσουµε µέσω των διεργασιών της νόησης, τότε η πολιτική δραστηριότητα ενός κινήµατος δεν έχει κάποιον ρόλο να επιτελέσει για να φέρει πιο κοντά τον ριζοσπαστικό κοινωνικό µετασχηµατισµό. Μάλιστα, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ως φορέας µιας σειράς από προκαθορισµένες αντιλήψεις σχετικά µε τον ενδεδειγµένο τρόπο οργάνωσης της αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας, το ελευθεριακό κίνηµα θα µπορούσε να επιδράσει ακόµη και αρνητικά και να καταπνίξει τον πλούτο των δοµών αυτοοργάνωσης που θα αναδυθούν µε «φυσικό» τρόπο από τα κάτω, µόλις το τεχνητό εµπόδιο της εξουσίας του Κράτους παραµεριστεί.[v] Σε τούτη την περίπτωση όµως, ο στόχος της κοινωνικής απελευθέρωσης τοποθετείται έξω από το πεδίο της συνειδητής συλλογικής δράσης των κοινωνικών υποκειµένων. Μπορεί φαινοµενικά η δυνατότητα για ατοµική και συλλογική απελευθέρωση να συναρτάται άµεσα µε την δράση των εξεγερµένων µαζών, ωστόσο είναι φανερό ότι η ελπίδα αυτή απορρέει πρώτα και κύρια από µια µηχανιστική ερµηνεία της ανθρώπινης φύσης, η οποία ρέπει διαρκώς κι εξορισµού προς την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την αυτονοµία. Η έµφαση δεν βρίσκεται στην αυτοστοχαστική δραστηριότητα του απελευθερωτικού υποκειµένου, αλλά στην πραγµάτωση λανθανουσών ιδιοτήτων που εµπεριέχονται σε «αντικειµενικές» τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης ή της «πραγµατικής» φύσης του ανθρώπου.
Παρόλα αυτά, όπως έχει γράψει ο Μάρραιη Μπούκτσιν, το αυθόρµητο δεν πρέπει να ταυτίζεται µε «την απουσία λογικά επεξεργασµένης συµπεριφοράς και συναισθηµάτων. Ο αυθορµητισµός είναι η συµπεριφορά, το συναίσθηµα και η σκέψη που είναι απαλλαγµένη από εξωτερικό καταναγκασµό, από επιβεβληµένους περιορισµούς. Είναι η αυτό-ελεγχόµενη, εσωτερικά καθοδηγούµενη συµπεριφορά, συναίσθηµα και σκέψη, όχι µια ανεξέλεγκτη υπερχείλιση από πάθος και δράση. Από την σκοπιά του ελευθεριακού κοµουνισµού, ο αυθορµητισµός υπονοεί την ικανότητα του ατόµου να λειτουργεί µε αυτοπειθαρχία και να διαµορφώνει ορθές κατευθύνσεις για την κοινωνική του δράση. Στον βαθµό που το άτοµο εξαλείφει τα εµπόδια της κυριαρχίας που καταστέλλουν την αυτενέργεια του, µπορούµε να πούµε ότι αυτός/η δρα, αισθάνεται και σκέπτεται αυθόρµητα».[vi] Ο ορισµός αυτός του αυθόρµητου, µε τον οποίο βρισκόµαστε σε πλήρη συµφωνία, έχει όµως και κάποια λογικά επακόλουθα. Η απουσία έξωθεν επιβεβληµένων ορίων στην δράση των κοινωνικών υποκειµένων συνεπάγεται ότι τα υποκείµενα αυτά είναι σε θέση να δηµιουργήσουν από µόνα τους τις συνθήκες και να παράξουν τις κοινωνικές δοµές µέσα στις οποίες η αυτοθέσµιση τους είναι δυνατή. Από αυτήν την διαλεκτική της απελευθέρωσης δεν µπορούµε να ξεφύγουµε, αφού η αναπαραγωγή της ετερόνοµης κοινωνίας προϋποθέτει από την φύση της την ανισοκατανοµή όλων των µορφών δύναµης µέσω των ιεραρχικών κοινωνικών δοµών και την συνακόλουθη απώλεια της αυτονοµίας των οµάδων που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραµίδας. Η πεµπτουσία της ταξικής καταπίεσης έγκειται ακριβώς στην θεσµοποιηµένη ανισοµέρεια δύναµης και βασίζεται τόσο στην άνιση πρόσβαση της κάθε κοινωνικής µονάδας στις συστηµικές πηγές εξουσίας, όσο και στην ιεραρχική διάρθρωση της κάθε κοινωνικής µονάδας στο εσωτερικό της.[vii] Η υποτάξη του συστήµατος καθώς και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα, δεν διαθέτουν κανένα µέσο για να επηρεάσουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων, να διαµορφώσουν από κοινού τις βασικές παραµέτρους που καθορίζουν το περιεχόµενο της κοινωνικής ολότητας, ή να επιδράσουν στην ανάπτυξη κι εξέλιξη συγκεκριµένων πεδίων της οργανωµένης κοινωνικής συµβίωσης σύµφωνα µε τα συµφέροντα, τις ιδέες και τις επιδιώξεις τους (πολιτική, οικονοµία, κοινωνία, κουλτούρα, περιβάλλον, κλπ.).[viii] Αποτέλεσµα αυτής της εξουσιαστικής κοινωνικής συνθήκης είναι η δηµιουργία µιας σχέσης καθολικού ετεροκαθορισµού ανάµεσα στις κυρίαρχες συστηµικές ελίτ και τις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες, ως προς τις γενικές συνθήκες της ύπαρξης τους (π.χ. πολιτικό και οικονοµικό σύστηµα), τις αξίες και πεποιθήσεις που υποχρεώνονται να εσωτερικεύσουν, αλλά και ως προς τα όρια της δράσης την οποία µπορούν να αναλάβουν µέσα στο θεσµικό πλαίσιο του συστήµατος.
Η αναγκαία συνθήκη για να αµφισβητήσει µια κοινωνική µονάδα την υποτελή της θέση στον παγιωµένο κοινωνικό καταµερισµό εργασίας είναι η αναβάθµιση της ταξικής οργάνωσης στο εσωτερικό της, είτε µέσω µιας αναπαραγωγής σε µικρότερη κλίµακα των ιεραρχικών δοµών και σχέσεων που διέπουν την ετερόνοµη κοινωνική ολότητα ως σύνολο, είτε µέσω της δηµιουργίας αµεσοδηµοκρατικών θεσµών που ισοκατανέµουν την δύναµη ανάµεσα στα µέλη της. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή των µονοθεµατικών κινηµάτων που έχουν σαν στόχο την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης µιας συγκεκριµένης κοινωνικής οµάδας και την ανέλιξη της οµάδας αυτής στην κοινωνική ιεραρχία, χωρίς ωστόσο να αµφισβητείται η ύπαρξη της κοινωνικής ιεραρχίας αυτής καθ’ εαυτής. Αντίθετα, η δεύτερη περίπτωση προϋποθέτει ένα συνολικό πρόταγµα κοινωνικής απελευθέρωσης που αµφισβητεί τους ίδιους του θεσµούς που καθιερώνουν τον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας, αφού οι αυτόνοµοι, αυτοοργανωµένοι θεσµοί δεν είναι δυνατό να ευδοκιµήσουν και να επιβιώσουν για πολύ µέσα σε ένα ιεραρχικά διαρθρωµένο κοινωνικό σύστηµα. Επιπλέον, τα εξωτερικά όρια της δράσης ενός παρόµοιου κινήµατος, ο χαρακτήρας των σχέσεων που αναπτύσσει µε άλλες κοινωνικές οµάδες και η παρέµβαση του σε διάφορα πεδία του οργανωµένου κοινωνικού βίου εξακολουθούν να καθορίζονται σε τελική ανάλυση από το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα.
Έτσι, µπορούµε να πούµε ότι η επαρκής συνθήκη για την κατάκτηση της ατοµικής και συλλογικής αυτονοµίας είναι η ανάληψη συλλογικής δηµιουργικής δράσης µε στόχο την κατάλυση των συστηµικών δοµών που αναπαράγουν τους δεσµούς εξάρτησης των κατώτερων στρωµάτων από τις πολιτικές και οικονοµικές ελίτ και την αντικατάσταση τους από θεσµούς που θα θεσµοθετήσουν σχέσεις ισοκατανοµής της δύναµης, αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στο πλαίσιο µιας αυτόνοµα οργανωµένης κοινωνικής ολότητας. Με άλλα λόγια, η θεµελιώδης προϋπόθεση για την κατάκτηση της κοινωνικής αυτονοµίας είναι η εµπλοκή των κοινωνικών υποκειµένων που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα του διεθνοποιηµένου καπιταλισµού σε µια Κοινωνική Πάλη µε αντισυστηµικό περιεχόµενο, που θα επιζητά την κατάργηση του υπάρχοντος θεσµικού πλαισίου και την ριζική αλλαγή της κοινωνίας σύµφωνα µε τα ελευθεριακά πρότυπα. Από αυτή την άποψη, ο αυθορµητισµός ως ανεξάρτητη µορφή σκέψης και δράσης, όχι µόνο δεν είναι ασύµβατος, αλλά στην ουσία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός απελευθερωτικού προτάγµατος, γύρω από το οποίο θα οικοδοµηθεί ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικούς στόχους και στρατηγική.
[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.
[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.
[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.
[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf.
[vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.
[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων. http://antisystemic.wordpress.com/
Άµεση δράση και λαϊκή αντιβία
Ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει κατά την γνώµη µας να στρέφεται η άµεση δράση, προς την δηµιουργία δηλαδή ενός κινήµατος αρκετά ισχυρού ώστε να επιβάλλει µε την δράση του στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης την εφαρµογή των αρχών του προτάγµατος του κοινωνικού αναρχισµού σε όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνίας, µέχρι τον τελικό στόχο της ανατροπής των βασικών θεσµών του συστήµατος. Η διαπίστωση αυτή δεν σηµατοδοτεί κατ’ ανάγκη την προσφυγή σε βίαιες µορφές δράσης. Το βίαιο δεν είναι πάντοτε κι επαναστατικό. Όπως γράφει ο Φωτόπουλος, η βία αναφέρεται στο µέσον που επιλέγουµε να χρησιµοποιήσουµε και όχι τους στόχους που προσπαθούµε να υλοποιήσουµε.[ix] Από την άλλη, η πρώτες ιστορικά καταγεγραµένες ενέργειες του σύγχρονου προλεταριάτου που µπορούν να ταξινοµηθούν ως εκφάνσεις της λογικής που διέπει την άµεση δράση, ήταν ενέργειες που είχαν να κάνουν µε την άµεση ικανοποίηση των υλικών αναγκών των φτωχότερων τάξεων, δηλαδή µε την φυσική επιβίωση και την αναπαραγωγή τους µέσα στην υπάρχουσα κοινωνική συγκυρία. Για παράδειγµα, µπορούµε να αναφερθούµε στην λεγόµενη «Ανταρσία του Αλευριού» του 1837, κατά την διάρκεια της οποίας οι απόκληροι της πόλης της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ εξεγέρθηκαν ενάντια στις υπέρογκες αυξήσεις των τιµών που τους εµπόδιζαν να έχουν πρόσβαση σε διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης (αλεύρι, σιτάρι, κλπ.) και απαλλοτρίωσαν µε τη βία εκατοντάδες βαρέλια µε αλεύρι και σιτάρι από τις αποθήκες του µεγαλέµπορου Ε. Χαρτ.[x]
Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι στον βαθµό που η ικανοποίηση των άµεσων προλεταριακών αναγκών γίνεται ολοένα και δυσχερέστερη µέσα σε ένα καπιταλιστικό θεσµικό πλαίσιο που µπορεί να αναπαραχθεί µόνο µε την προϋπόθεση της περαιτέρω συγκέντρωσης της οικονοµικής δύναµης και κατ’ επέκταση της περαιτέρω υποβάθµισης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωµάτων, η διαρκής σύγκρουση µε το υφιστάµενο καθεστώς νοµιµότητας που προστατεύει και κωδικοποιεί τις σχέσεις εκµετάλλευσης και κυριαρχίας είναι µονόδροµος για ένα κίνηµα που αποβλέπει στην λαϊκή χειραφέτηση. Η ίδια η ανάγκη της αυτοσυντήρησης των οµάδων που απαρτίζουν την υποτάξη του συστήµατος ενδέχεται να επιβάλλει επιθετικές ενέργειες, όπως η βίαιη απαλλοτρίωση αγαθών από τα καπιταλιστικά κέντρα διανοµής, που συνιστούν από µόνες τους εµπράγµατη κριτική στο ιερό για τον καπιταλισµό δικαίωµα της ατοµικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν βρισκόµαστε σήµερα στα 1837, την εποχή της ανταρσίας της Φιλαδέλφειας. Η λεηλασία ενός σούπερ-µάρκετ είναι µια επιβεβληµένη ενέργεια που συνάδει µε τα τυπικά κριτήρια της άµεσης δράσης, όµως δεν παύει να συνιστά µια αµυντική ενέργεια, µια ενέργεια που αποσκοπεί στην απλή αναπαραγωγή της τάξης µέσα στο σύστηµα. Αντίθετα, η επίλυση των προβληµάτων διαβίωσης των λαϊκών στρωµάτων σε µόνιµη βάση, µέσα από ένα πρόταγµα που ανατρέπει την οικονοµία της αγοράς και βάζει στη θέση της µια οικονοµία βασισµένη στον ελευθεριακό σοσιαλισµό χωρίς αγορά και χρήµα, είναι ο βασικός παράγοντας που θα επιτρέψει στις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες να αποκτήσουν την αυτονοµία τους στην σφαίρα της οικονοµίας και ν’ αποτινάξουν τους δεσµούς εκµετάλλευσης κι εξάρτησης που αναπτύσσονται αυτόµατα µέσα στις οικονοµικές ιεραρχίες του συστήµατος.
Είναι πιθανό ότι πριν γίνει αυτό, πολλοί σύντροφοι κι ακτιβιστές θα καταλήξουν όµηροι στα χέρια της νεοφιλελεύθερης χούντας εξαιτίας της αναγκαιότητας που υπάρχει για την πραγµατοποίηση αυτών των δυναµικών ενεργειών. Γι’ αυτό και πιστεύουµε ότι είναι ανάγκη το κίνηµα να οργανώσει όσο γίνεται καλύτερα ανθεκτικές δοµές αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στους πολιτικούς κρατούµενους που φοβόµαστε ότι θα πολλαπλασιαστούν στη διάρκεια του αγώνα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να τρέφουµε αυταπάτες αναφορικά µε τις δυνατότητες που υπάρχουν να απελευθερώσουµε τους συντρόφους µας µέσα από µια καλά οργανωµένη νοµική παρέµβαση. Το µόνο πράγµα που µπορεί να προστατεύσει τους αιχµάλωτους συντρόφους είναι η πολιτική ενδυνάµωση της τάξης µέσα από ένα ελευθεριακό αντισυστηµικό κίνηµα. Άποψη µας είναι ότι µόνο εφόσον έχουµε κατορθώσει να οικοδοµήσουµε ένα συµπαγές κίνηµα µε υπολογίσιµη δύναµη στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, θα µπορούµε να επιβάλλουµε όρους στο νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό Κράτος και να πετύχουµε ίσως µια υπό όρους απελευθέρωση των αιχµαλώτων, στα πρότυπα της ανταλλαγής κρατουµένων στην οποία επιδίδονται αντιµαχόµενες παρατάξεις εν καιρώ πολέµου.
Στην πολιτική µυθολογία του σύγχρονου εξεγερτικού αναρχισµού η στιγµή της εξέγερσης ερµηνεύεται ως η στιγµή σύλληψης κι εκρηκτικής εκκόλαψης της νέας κοινωνίας. Μιλάµε για µια χαοτική κατάσταση, όπου µέσα από την γενικευµένη κατάρρευση θα αναβρύσει βάσει µιας προϋπάρχουσας νοµοτέλειας ένας νέος τύπος ισότιµων κοινωνικών σχέσεων και µια κοινωνία βασισµένη στην αλληλεγγύη και τον κοµουνισµό. Σύµφωνα µε την πιο εκλεπτυσµένη εκδοχή αυτού του διανοητικού ρεύµατος, αυτή της κοµουνιστικοποίησης, τα µέτρα που θα υποχρεωθεί να πάρει το προλεταριάτο µέσα σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισµού, θα είναι αυτά που θα δηµιουργήσουν, σχεδόν ανεξάρτητα από την θέληση των δρώντων υποκειµένων, το υπόβαθρο για την µετάβαση στην απελευθερωτική κοµουνιστική συνθήκη.[xi] Από την πλευρά µας, θα θέλαµε να διαβεβαιώσουµε τον αναγνώστη ότι δεν είµαστε µπλανκιστές, θιασώτες της εκτέλεσης ενός συνωµοτικού εξεγερτικού πλάνου σε προκαθορισµένο τόπο και χρόνο. Οπωσδήποτε όµως, ακόµη και οι µπακουνικοί ζηλωτές της ισπανικής FAI που στα χρόνια ανάµεσα στο 1880 και στο 1935, συνωµότησαν αµέτρητες φορές για να οργανώσουν δεκάδες εξεγέρσεις στην ισπανική ύπαιθρο, ακόµη και αυτοί οι «άνθρωποι της δράσης» κατανοούσαν τον λαϊκό ξεσηκωµό ως εφαλτήριο µιας διαδικασίας που παράλληλα αποτελούσε και την αποκορύφωση της αθόρυβης κινηµατικής δουλειάς που έκαναν επί χρόνια.[xii] Παρά τις συστηµατικές συκοφαντίες των κρατιστών σοσιαλιστών, η αναρχική αντίληψη περί της εξεγερτικής διαδικασίας δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, προϊόν ενός ασυγκράτητου βολονταρισµού που δεν λαµβάνει υπόψη τους ταξικούς συσχετισµούς δύναµης και δεν λαµβάνει µέτρα για µια όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση των ταξικών δυνάµεων της αυτονοµίας, προτού παρακινήσει τις «µάζες» να ριχτούν σε µια µετωπική και πολλές φορές θανάσιµη σύγκρουση µε τον ταξικό εχθρό τους. Υπό αυτή την έννοια, η εξέγερση ήταν πάντα το επιστέγασµα µιας µακράς απελευθερωτικής διαδικασίας και η κατάσταση µέσα στην οποία το αναρχικό κίνηµα διακήρυσσε την αυτονοµία του, εκδήλωνε την πρόθεση του να αναµετρηθεί µε τις αρχές και συσσώρευε εµπειρίες για τις επαναστατικές µάχες που θα έρχονταν στο µέλλον.[xiii]
Επανερχόµενοι στο σήµερα και στο ενδεχόµενο της έκρηξης µιας παλλαϊκής εξέγερσης ενάντια στην συστηµική χούντα, ο χώρος θα µπορούσε ενδεχοµένως να τυπώσει και να µοιράσει ένα εγχειρίδιο αντιµετώπισης καταστολής των διαδηλώσεων, προκειµένου να µεταδώσει στον ανυποψίαστο κόσµο την «τεχνογνωσία» για να προβάλλει αποτελεσµατική αντίσταση στην καταστολή και να αναβαθµίσει έτσι το επίπεδο της σύγκρουσης στον δρόµο. Όµως, ποιο θα ήταν το νόηµα του να τρέψουµε σε φυγή τους µπάτσους που φυλάνε το κοινοβούλιο, αν προηγούµενα δεν είχαµε αποφασίσει τι θα κάνουµε µε το κοινοβούλιο όταν αυτό πέσει στα χέρια µας;[xiv] Επιπλέον, ποιος είναι αυτός που θα δώσει µάχη σώµα µε σώµα µε τους µπάτσους για να κερδίσει απλώς µια µάχη στην µακριά βεντέτα µε τις δυνάµεις καταστολής, αλλά χωρίς να µπορεί να υπολογίζει στην ύπαρξη ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου για να επικρατήσει στον καθολικό κοινωνικό πόλεµο που έχουν εξαπολύσει εναντίον µας οι ελίτ; Ήδη έχει αρχίσει να εντυπώνεται στις συνειδήσεις των λιγότερο «µπαρουτοκαπνισµένων» κοµατιών της δοκιµαζόµενης κοινωνίας ότι µε διαδηλώσεις και πορείες διαµαρτυρίας, όσο µαχητικές κι αν είναι αυτές, ελάχιστα πράγµατα φαίνεται να µπορούν να αλλάξουν ως προς τον καταποντισµό της κοινωνικής θέσης τους και την αποτροπή της χειροτέρευσης του βιοτικού τους επιπέδου.[xv]
Συνεπώς, πιστεύουµε ότι πρέπει να εργαστούµε προς την κατεύθυνση της δηµιουργίας ενός αυτόνοµου λαϊκού κινήµατος, που µε την συγκρουσιακή δράση και την αντισυστηµική πολιτική γραµή του θα βοηθήσει στην οργάνωση της ταξικής αυτοάµυνας των ετεροκαθοριζόµενων στρωµάτων της κοινωνίας και θα οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε σηµείο εκρηκτικό, επιταχύνοντας µε αυτόν τον τρόπο τις διεργασίες που µπορούν να οδηγήσουν σε καθολική ρήξη της κοινωνίας µε τους θεσµούς και τις αξίες της ετερονοµίας. Η ανάπτυξη προτάγµατος θα δώσει σηµείο αναφοράς στις εξεγερσιακές διαδικασίες κι ένα σχέδιο δράσης σε εκείνες τις κοινωνικές οµάδες που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα της παγκοσµιοποίησης κι έχουν κάθε συµφέρον να αποτινάξουν την επικυριαρχία που ασκούν οι ελίτ πάνω στις ζωές και στα όρια της ανάπτυξης τους ως κοινωνικές οµάδες αλλά και µεµονωµένα άτοµα. Το ελευθεριακό πρόταγµα µπορεί να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις δυνάµεις της λαϊκής χειραφέτησης και να προσδώσει βάθος σε µια εξέγερση, καθιστώντας την µε αυτόν τον τρόπο πολύ πιο ανθεκτική απέναντι στην συστηµική καταστολή κι εµβαθύνοντας το περιεχόµενο της δηµιουργώντας παρακαταθήκες για το µέλλον, µε την µορφή µόνιµων και βιώσιµων θεσµών αυτοκυβέρνησης του κινήµατος. Όπως έγραψε ο Κροπότκιν σχετικά µε την προλεταριακή εξέγερση που κατέληξε στην ανακήρυξη της Παρισινής Κοµούνας: «Αν το θέµα ήταν απλώς το πώς θα µπορούσαµε καλύτερα να αναπτύξουµε µια θεωρία, θα έπρεπε να πούµε ότι οι θεωρίες, ως τέτοιες, δεν έχουν και µεγάλη σηµασία. Αλλά όσο µια νέα ιδέα δεν βρίσκει µια ξεκάθαρη και λεπτοµερή µορφή µε την οποία να διατυπώνεται, µια µορφή που θα βγαίνει µε φυσικό τρόπο µέσα από τα πράγµατα όπως αυτά υπάρχουν στην πραγµατικότητα, τότε δεν πρόκειται να αιχµαλωτίσει τα µυαλά των ανθρώπων , ούτε θα µπορέσει να τους εµπνεύσει ώστε να εισέλθουν σε έναν αποφασιστικό αγώνα. Οι άνθρωποι δεν ρίχνονται στο άγνωστο χωρίς µια θετική και καθαρά διαµορφωµένη ιδέα που θα τους χρησιµεύσει, ούτως ειπείν, σαν εφαλτήριο όταν αυτοί βρίσκονται ακόµη στο ξεκίνηµα».[xvi]
Στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης;
Το συµβάν της εξέγερσης ως αφετηρία και όχι ως κατάληξη του απελευθερωτικού κινήµατος, έχει προσλάβει κάποια «τεχνικά» χαρακτηριστικά που αποβλέπουν τόσο στην υποδαύλιση της εξεγερσιακής κατάστασης όσο και στην διασπορά της στον χώρο και τον χρόνο. Παροµοίως, η µεταµοντέρνα εξεγερτική στρατηγική αναλώνεται σε µια συνεχή ενασχόληση µε την σηµειολογία των διαδηλώσεων. Το αν θα πορευτούµε «ειρηνικά» ή µε στόχο την σύγκρουση, την διάταξη των πανό, την πρόθεση που επέδειξε η κάθε πολιτική δύναµη να παραµείνει στο Σύνταγµα και να κοιτάξει στα µάτια τον στρατό κατοχής, τον τρόπο µε τον οποίο θα οργανωθούµε «στρατιωτικά» για να µπορέσουµε να αντισταθούµε στην καταστολή των µπάτσων, την συµετοχή ή όχι µεγάλου τµήµατος διαδηλωτών στις συγκρούσεις ή την ηθική νοµιµοποίηση που παρέχουν σε αυτές µε την στάση τους έναντι των µπάτσων, κλπ. Αφού µια επεισοδιακή πορεία θεωρείται από τους νέο-εξεγερσιακούς ως αυτοτελές εξεγερτικό συµβάν και αφού η ίδια η εξέγερση εκλαµβάνεται ως ικανή να παράξει τα δικά της υποκείµενα που µπορεί να µας οδηγήσουν στην κοινωνική χειραφέτηση, είναι λογικό όλο και περισσότερη έµφαση να δίδεται στην επεξεργασία µεθόδων και τεχνικών που θα εξυπηρετούν την όξυνση και γενίκευση της σύγκρουσης ως αυτοσκοπό.
Εδώ πλέον η εξέγερση δεν παράγεται από το υποκείµενο, αλλά το υποκείµενο παράγεται από την εξέγερση. Έτσι, η αντιβία των ριζοσπαστικών ρευµάτων αυτονοµείται και αποκόπτεται ως έναν βαθµό από το κυρίως σώµα της διαδήλωσης. Οργανώνεται σε µικρές κι ευέλικτες οµάδες «κοµάντο» που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και µπορεί να αποκλίνουν σηµαντικά από τα προδιαγεγραµένα όρια της πορείας, µεταφέροντας την δράση τους σε σηµεία όπου τα µέτρα ασφαλείας είναι λιγότερο ισχυρά για να επιτεθούν σε συµβολικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους όπως γραφεία τραπεζών, καταστήµατα πολυεθνικών εταιρειών, παραρτήµατα µεγάλων εµπορικών αλυσίδων, κλπ. Το «hit & run» είναι µια τέτοια πρακτική που ρέπει προς µια πλήρη αυτονόµηση της µαζικής λαϊκής αντιβίας σε επίπεδο δράσης, στόχων και τακτικής από το κινηµατικό της περιβάλλον, µια αντίληψη που ορισµένες φορές στηρίζει και ενισχύει την λαϊκή κινητοποίηση αναβαθµίζοντας τον χαρακτήρα της, ενώ άλλες φορές βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία µε τις διαθέσεις και τις επιδιώξεις του πλήθους.[xvii] Όχι τυχαία, στην Γένοβα το 2001 υπήρχαν τµήµατα του µαύρου µπλοκ που πραγµατοποίησαν επιθέσεις σε όλο το µήκος και το πλάτος της πόλης, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να συγκεντρώσουν τα «πυρά» τους ενάντια στην καλά φρουρούµενη «κόκκινη ζώνη» στο κέντρο της πόλης. Χαρακτρηιστικό παράδειγµα, η επίθεση κατά των φρουρών στις φυλακές Marassi την δεύτερη µέρα των κινητοποιήσεων.[xviii]
Μια ακόµη πιο διαχωρισµένη αντίληψη της αντιβίας εκφράζεται από την «Ταξιαρχία Curious George» στην µπροσούρα της µε τίτλο «Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης».[xix] Στο κείµενο αυτό, η εξεγερτική άµεση δράση ερµηνεύεται αποκλειστικά µε όρους «στρατιωτικής» αποτελεσµατικότητας, η οποία προσµετράται από την ικανότητα των φορέων της σύγκρουσης να διασπείρουν αποτελεσµατικά το χάος στην µητρόπολη. Σίγουρα, δεν ανήκουµε σε αυτούς που απαξιώνουν την αναγκαιότητα για αποτελεσµατικότητα της λαϊκής αντιβίας. Ούτε θεωρούµε ότι «λαός» είναι µόνο εκείνο το κοµάτι των διαδηλωτών που µε την στάση του καθορίζει ή όχι την ηθική νοµιµοποίηση της σύγκρουσης, γιατί κάτι τέτοιο συνεπάγεται εξορισµού την µη-συµετοχή του κοµατιού αυτού στις εξεγερτικές µορφές δράσης. Θα ήταν σαν να ισχυριζόµασταν ότι η ηθική νοµιµοποίηση των ανατρεπτικών διαθέσεων ενός τµήµατος του αγωνιζόµενου λαού, προέρχεται πάντα από εκείνο το κοµάτι της κοινωνίας που δεν συµερίζεται έµπρακτα τις ίδιες επιθετικές διαθέσεις.
Ο Δεκέµβρης έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο η διάχυση της αντιβίας από ένα µειοψηφικό κοινωνικό υποκείµενο, µπορεί να οδηγήσει στην δηµιουργία εξεγερσιακών συνθηκών. Η ύπαρξη της εξέγερσης δεν είναι νοητή χωρίς την προσωρινή αναστολή ή έστω παρακώλυση της λειτουργίας των καπιταλιστικών παραγωγικών δοµών, των εµπορευµατικών ροών του κεφαλαίου και των δικτύων διακίνησης αγαθών του συστήµατος. Και στο αρχικό στάδιο µιας εξέγερσης, η παύση αυτή µπορεί να γίνει αντιληπτή µόνο ως µια προσωρινή χαοτική κατάσταση, µια «αταξία» στην θέση της καλά οργανωµένης κανονικότητας, µε την ανάθεση παγιωµένων ρόλων και καθηκόντων που συνεπάγεται αυτή η κανονικότητα για την καθηµερινή δραστηριότητα του καθένα από εµάς ξεχωριστά.
Το πρόβληµα ωστόσο έγκειται αλλού. Η αντιβία είναι απαραίτητη ως µέθοδος εξωτερικής επιβολής του µπλοκαρίσµατος της συστηµικής µηχανής από το ανταγωνιστικό κίνηµα και µπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή µιας εξεγερσιακής κατάστασης, αλλά από µόνη της δεν επαρκεί για να παρατείνει και να αναπαράξει τις εξεγερσιακές συνθήκες. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται πολιτικές ενέργειες σε κεντρικό επίπεδο, όπως ήταν η κατάληψη της Νοµικής, του κτηρίου της ΓΣΕΕ και της Λυρικής τον Δεκέµβρη, οι οποίες θα αποσπάσουν έστω προσωρινά κάποιες ζώνες κοινωνικής αναπαραγωγής από το σύστηµα, µε ρητό στόχο την αναδιοργάνωση τους σε ελευθεριακή βάση. Αυτή η ανάδειξη της αµεσοδηµοκρατικής διάστασης της εξέγερσης είναι που µετατρέπει ένα µειοψηφικό εξεγερτικό εγχείρηµα αντισυστηµικής αλλαγής, σε δυνητικά πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγµα που δεν ετεροκαθορίζει αυτούς που δεν συµετέχουν από την πρώτη στιγµή.[xx] Η δηµιουργία αυτών των απελευθερωµένων ζωνών, δεν έχουν καµία σχέση µε µια διαδικασία διατύπωσης αιτηµάτων προς τις ελίτ, αλλά αντίθετα µπορούν να αποτελέσουν συντονιστικά κέντρα αγώνα και αυτόνοµα συλλογικά όργανα που συνοµοσπονδιοποιούνται για να αποφασίσουν τα µέτρα που χρειάζονται προκειµένου να θεσµοθετηθούν οι νέες επαναστατικές δοµές της γενικευµένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
Από την άλλη, ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην συµπύκνωση της εξεγερτικής δραστηριότητας σε µια µονοδιάστατη προοπτική διάρρηξης της κανονικότητας διαµέσου των «ταραχών», είναι η προαναφερθείσα εµονή µε την σηµειολογία µέσω της αναγόρευσης της σύγκρουσης σε ύψιστο κριτήριο ριζοσπαστικοποίησης των υποτελών κοινωνικών στρωµάτων. Θεωρούµε νίκη για τα ριζοσπαστικά ρεύµατα αν πετύχουµε µε την στάση µας και το παράδειγµα µας να ακυρώσουµε στην πράξη την συναίνεση που υπάρχει ανάµεσα στις ελίτ και τους ρεφορµιστές για τον εγκλωβισµό της λαϊκής άµεσης δράσης στις προκάτ φόρµες της ειρηνικής διαµαρτυρίας. Όταν δε όλες οι προϋποθέσεις συγκλίνουν και αποκορυφώνονται σε ένα µεγάλο εξεγερσιακό γεγονός (Γένοβα 2001, απεργιακό διήµερο 28-29/06/2011, 12 Φλεβάρη 2012), τότε η ιδεολογική «πρωτοπορία» του χώρου βγαίνει και µιλάει µε ικανοποίηση για την µεγάλη εξέγερση της µιας µέρας.[xxi] Αν όµως οι εξεγέρσεις δεν είναι παρά παροδικές εκρήξεις λαϊκής δυσαρέσκειας, που σε βάθος χρόνου αφήνουν ανέπαφη την λειτουργία του συστήµατος, τότε η στρατηγική του εξεγερτικού αναρχισµού δεν συνιστά µέθοδο ανατροπής του συστήµατος, αλλά στην καλύτερη περίπτωση µια συλλογική άσκηση των πιο ετοιµοπόλεµων κοµατιών του χώρου στην αυτοϊκανοποίηση, µια διαδραστική εµπειρία όπου ο χώρος έχει την ευκαιρία να βιώσει για λίγο τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις του.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αποβλέπουν στο να τεκµηριώσουν την ανάγκη για µια απόρριψη της εξεγερτικής στρατηγικής, αλλά στην αναγκαιότητα µιας δραστικής αναθεώρησης της. Στο θεωρητικό οικοδόµηµα του κλασικού αναρχοκοµουνισµού, η εξέγερση είναι η στιγµή της κορύφωσης της διαρκούς ταξικής πάλης. Ζητήµατα όπως η εξεύρεση οπλισµού για τους εξεγερµένους, η οργάνωση της άµυνας των κατειληµένων χώρων (εργοστάσια, δηµόσιες υπηρεσίες, κλπ.) ήταν ζητήµατα τακτικής φύσης των οποίων η όσο το δυνατό καλύτερη διευθέτηση ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η καθολική επικράτηση των καταπιεσµένων, δηλαδή η κατάλυση του Κράτους και η απαλλοτρίωση των παραγωγικών µέσων από τους εξεγερµένους. Με άλλα λόγια, ο αναρχικός κοµουνισµός ανέκαθεν ενστερνιζόταν τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της εξέγερσης, αλλά σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να οριστεί µονοσήµαντα ως «εξεγερσιακός» αναρχισµός. Η εξέγερση ήταν απλά ένα µέρος του ευρύτερου απελευθερωτικού προγράµατος του κοινωνικού αναρχισµού.
Μεταρρύθµιση και Επανάσταση
Αναφέραµε πιο πάνω ότι δεν έχουµε το περιθώριο να εναποθέσουµε τις ελπίδες µας για την αυτοάµυνα µας απέναντι στην κατασταλτική µανία ενός ηµιφασιστικού αντιπροσωπευτικού καθεστώτος, µόνο σε οµάδες νοµικής βοήθειας, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις τους κι όσο άρτια οργανωµένες κι αν είναι αυτές. Η χρήση νοµικών και συνταγµατικών µέσων δεν πρόκειται να εξασφαλίσει ελευθερία κινήσεων για το κίνηµα, αφού τα αστικά δικαιώµατα που ενσωµατώνονται στην ηγεµονική κρατική µορφή, δεν είναι δυνατό από την φύση τους να χρησιµοποιηθούν για να υπονοµεύσουν την κυριαρχία του ίδιου του Κράτους.[xxii] Η εκάστοτε συνταγµατική µορφή της Κρατικής εξουσίας δεν είναι παρά η καταστατική επικύρωση των βασικών θεσµών και δοµών χάρη στις οποίες αναπαράγεται η συστηµική κυριαρχία, σύµφωνα µε την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης και τον ταξικό συσχετισµό δυνάµεων που επικρατούσε την δεδοµένη χρονική στιγµή κατάρτισης του συντάγµατος. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαµε ότι πρόκειται για µια συνθήκη ειρήνης / ανακωχής ανάµεσα σε εµπόλεµες κοινωνικές οµάδες, ένα νοµικό έγγραφο που κωδικοποιεί την επικράτηση του κυρίαρχου µπλοκ εξουσίας απέναντι στον αντίπαλο κοινωνικό συνασπισµό.
Οι λεγόµενες «συνταγµατικές ελευθερίες» δεν έχουν καµία απολύτως αξία αν δεν υποστηρίζονται από πραγµατική δύναµη της τάξης στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Μόλις η ταξική ισχύς συρρικνωθεί ή εισέλθει σε µια φάση ύφεσης µέσω της υποχώρησης της ταξικής συνειδητοποίησης, τα «κατοχυρωµένα από τον νόµο» δικαιώµατα, είτε καταπατώνται µε βάρβαρο τρόπο, ή εξαλείφονται ολοσχερώς µε «δηµοκρατικά» µέσα, µέσω µιας αναθεώρησης του συντάγµατος. Οι ταξικές αντιθέσεις είναι δοµικό φαινόµενο σε µια ιεραρχική κοινωνία. Ως εκ τούτου, η χορήγηση ή κατάργηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων υπαγορεύεται ανάλογα µε τις πραγµατικές ανάγκες του εγγενούς ανταγωνισµού ανάµεσα στις κοινωνικές µονάδες που κατέχουν κυρίαρχες ή υποτελείς θέσεις στον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας. Όταν τα θεσµοποιηµένα δικαιώµατα γίνονται εµπόδιο στην εκδήλωση της απροκάλυπτης ταξικής υπεροχής που έχουν αποκτήσει οι ελίτ, τότε πολύ απλά είτε καταστρατηγούνται µε κυνικό τρόπο, ή διαγράφονται από τον καταστατικό χάρτη της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας».
Υπάρχει µια αξιοσηµείωτη σύγκλιση απόψεων πάνω στο ζήτηµα της χιµαιρικής φύσης των τυπικών δικαιωµάτων της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας». Ο θεωρητικός της απολυταρχίας Καρλ Σµιττ δεν µασάει τα λόγια του γύρω από το θέµα όταν γράφει: «Δια του εµφυλίου πολέµου αποφασίζεται η περαιτέρω τύχη αυτής της [πολιτικής] ενότητας. Αυτό ισχύει για ένα συνταγµατικό αστικό κράτος δικαίου, παρ’ όλες τις συνταγµατικές δεσµεύσεις του κράτους, όχι λιγότερο, αλλά µάλλον ακόµη πιο αυτονόητα απ’ ότι για οποιοδήποτε άλλο κράτος. Διότι, όπως λέει ο Lorenz Von Stein, στο ‘συνταγµατικό κράτος’ το σύνταγµα είναι ‘η έκφραση της κοινωνικής τάξης, η ύπαρξη της ίδιας της συγκροτηµένης σε κράτος αστικής κοινωνίας. Όταν υποστεί επίθεση, τότε ο αγώνας πρέπει να αποφασιστεί εκτός του συντάγµατος και του δικαίου, δηλαδή µε τη βία των όπλων’».[xxiii] Τι άλλο µπορεί να σηµαίνει αυτό το εδάφιο εκτός από µια ανοικτή παραδοχή ότι όλες οι µορφές ετερόνοµης τάξης προέρχονται από και βασίζονται σε τελική ανάλυση για την υπεράσπιση τους στην οργανωµένη κρατική βία; Αλλά και ο Πέτρος Κροπότκιν αφού εκφράζεται µε τον πιο απαξιωτικό τρόπο για την υποτιθέµενη «απαραβίαστη» ισχύ των αστικών συνταγµάτων[xxiv], µας υπενθυµίζει πολύ σωστά ότι, «Οι άγγλοι εργάτες κατάκτησαν το δικαίωµα να δηµιουργούν ενώσεις και να κάνουν απεργίες, δηµιουργώντας στην πράξη τα συνδικάτα τους και απεργώντας εναντίον των διαταγµάτων του Κοινοβουλίου και των απαγχονισµών του 1813, και καταλαµβάνοντας, πριν από πενήντα χρόνια τα εργοστάσια. Μόνο χτυπώντας µε τα κάγκελα του Χάιντ Παρκ την αστυνοµία που τον εµπόδιζε, επιβεβαίωσε τελείως πρόσφατα ο λαός του Λονδίνου, ενάντια σε µια συνταγµατική κυβέρνηση, το δικαίωµα του να διαδηλώσει στους δρόµους και τα πάρκα της πρωτεύουσας».[xxv] Τέλος, ο Χάουαρντ Ζιν, ο οποίος συνέγραψε µια λεπτοµερειακή ιστορία των λαϊκών κινηµάτων στις ΗΠΑ από την εποχή του Κολόµβου µέχρι τις µέρες µας, εκφράζει την πεποίθηση ότι, «…οι εργάτες αποκόµισαν τα µεγαλύτερα οφέλη τους από τις αυθόρµητες εξεγέρσεις, πριν από την οργανωτική αναβάθµιση και την επίσηµη αναγνώριση των εργατικών σωµατείων: “Την περίοδο της Οικονοµικής Ύφεσης – πριν από την ίδρυση των εργατικών σωµατείων – η επιρροή των εργατών έφτασε στο ζενίθ και µπόρεσαν να αξιώσουν µεγαλύτερες παραχωρήσεις από την κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο η δύναµη τους δεν πήγαζε από το συνδικαλισµό, αλλά από την διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας”».[xxvi]
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται πρόδηλο ότι τα πάντα είναι συνάρτηση της δύναµης που είναι σε θέση να κινητοποιήσουν τα ετεροκαθοριζόµενα κοινωνικά στρώµατα, που µε την σειρά της εξαρτάται από το επίπεδο της ταξικής τους οργάνωσης και το επίπεδο της αντισυστηµικής συνειδητοποίησης τους. Είµαστε της άποψης, ότι η δύναµη που απορρέει από την ταξική συσπείρωση µπορεί να πάρει σάρκα και οστά και να εκδηλωθεί ως µοχλός υπεράσπισης των συµφερόντων των ασθενέστερων τάξεων, µόνο µέσα από την συγκρότηση της υποτάξης σε ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικό πρόγραµα και στρατηγική µετάβασης στην ακρατική κοινωνία. Αν καταφέρουµε να φτάσουµε σε αυτό το επίπεδο συνειδητοποίησης, θα µπορέσουµε επίσης να διακρίνουµε ότι το δίληµα ανάµεσα σε µια ρεφορµιστική γραµή αντίστασης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και σε µια µαξιµαλιστική εµονή στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, στην πραγµατικότητα στερείται νοήµατος και δεν υφίσταται. Είναι µάταιο να διεξαγάγουµε αγώνα για να διατηρήσουµε τα «κεκτηµένα» της σοσιαλδηµοκρατικής περιόδου της νεωτερικότητας, αφού και µόνο η από τα πάνω προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήµατος γύρω από τον άξονα της οριστικής εξάλειψης αυτών των δικαιωµάτων, δείχνει ότι εξέλειπαν οι οργανωµένες ταξικές δυνάµεις της αυτονοµίας που θα µπορούσαν να καταπολεµήσουν αυτή την εξέλιξη, ενθαρρύνοντας έτσι τις κυρίαρχες ελίτ να περάσουν στην αντεπίθεση.
Οι ελίτ δεν έχουν κανέναν λόγο να προβούν σε παραχωρήσεις, αν οι «από κάτω» δεν έχουν έρθει σε µερική έστω ρήξη µε το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα, αν δεν έχουν το δικό τους εναλλακτικό φαντασιακό και δεν έχουν αναβαθµίσει το επίπεδο οργάνωσης της τάξης τους προκειµένου να επιβάλλουν «επαναστατικώ δικαίω» την συλλογική βούληση τους στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Η συσσωρευµένη ιστορική εµπειρία του εργατικού κινήµατος παγκοσµίως δείχνει ότι οι φιλολαϊκή µεταρρύθµιση δεν µπορεί αφ’ εαυτής να αποτελέσει στρατηγικό στόχο για το ανταγωνιστικό κίνηµα. Οι πολιτικές ελευθερίες και τα εργασιακά δικαιώµατα, η δηµόσια εκπαίδευση και η υγειονοµική περίθαλψη, η κοινωνική ασφάλιση και το κράτος πρόνοιας, πέρα από µακροοικονοµικές δοµές που διασφάλιζαν την ανάπτυξη και την οµαλή λειτουργία του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς κατά την σοσιαλδηµοκρατική περίοδο της νεωτερικότητας, ήταν και υποπροϊόντα της εξέλιξης της Κοινωνικής Πάλης σε τοπικό, εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, η οποία διεξήχθη µε τελικό διακύβευµα την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας» και του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς και την µετάβαση σε µια εναλλακτική µορφή οργάνωσης της κοινωνίας.
Δεν είναι µάλιστα καθόλου τυχαίο ότι πολλές από αυτές τις µεταρρυθµίσεις που συνέβαλλαν έτσι ώστε να καταστεί ηπιότερος ο αντίκτυπος των διαλυτικών, αντικοινωνικών τάσεων που είναι εγγενείς στον τρόπο λειτουργίας του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς, οφείλουν την ύπαρξη τους στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε να υλοποιήσει «από τα πάνω» το «προοδευτικό» κίνηµα των κρατιστών σοσιαλιστών που κατείχε την εξουσία στις ανεπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες του Βορρά από το 1945 µέχρι τα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Αντιλαµβάνεται λοιπόν κανείς ότι καµία αντίσταση στην συστηµική αναδιάρθρωση δεν µπορεί να ευδοκιµήσει αν δεν υφίσταται αντισυστηµικό κίνηµα που να βοηθά τις «µάζες» να δουν πέρα από το καταθλιπτικό παρόν, ατενίζοντας ένα καλύτερο και ριζικά διαφορετικό µέλλον. Όπως γράφει ο Ζιν για την άνοδο του «προοδευτικού» θεσµικού κινήµατος στις ΗΠΑ, «Ο πανικός [της εξέγερσης] του 1907 και η αυξανόµενη δύναµη των σοσιαλιστών, των Βιοµηχανικών Εργατών του Κόσµου και των εργατικών σωµατείων επέσπευσαν την διαδικασία των µεταρρυθµίσεων […] Δινόταν πλέον έµφαση “στον δελεασµό και τις παραχωρήσεις”».[xxvii] Εντελώς επιγραµατικά θα λέγαµε ότι όποιος περιορίζεται να αγωνίζεται για την µεταρρύθµιση, πιθανότατα θα εισπράξει τελικώς την πιο αµείλικτη αντεπανάσταση.
Ζητήµατα οργάνωσης της τάξης
Ελπίζουµε από τα παραπάνω, να έχουµε τεκµηριώσει επαρκώς την επιτακτική ανάγκη για µια ποιοτική αναβάθµιση της πολιτικής παρέµβασης του αναρχικού χώρου, που συγκροτηµένος σε ένα οµόσπονδο αλλά ενιαίο κίνηµα, θα µπορέσει να λειτουργήσει ως καταλύτης και εµψυχωτής µιας ευρύτερης διαδικασίας κοινωνικής απελευθέρωσης και να συνευρεθεί δηµιουργικά µε εκείνα τα τµήµατα της κοινωνίας που λογίζονται από τις ελίτ ως πλεονάζων πληθυσµός και ήδη έχουν αναπτύξει µια πολύµορφη αντίσταση στον οδοστρωτήρα της αναδιάρθρωσης. Έτσι, θα πρέπει ξανά να καταπιαστούµε µε το ζήτηµα της συνεισφοράς των αναρχικών σε θέµατα οργάνωσης της Κοινωνικής Πάλης των υποτελών κοινωνικών τάξεων (µορφή και περιεχόµενο, τακτική και στρατηγική). Δεν αρκεί να παροτρύνουµε την κοινωνία να «αυτοοργανώσει» τις αντιστάσεις της. Αυτό είναι κάτι που η συντριπτική πλειοψηφία της αγωνιζόµενης κοινωνίας το έχει ήδη κατανοήσει βιωµατικά και που της έχει επιβληθεί από τις περιστάσεις. Κατά την άποψη µας, ο αναρχικός χώρος µπορεί να µετατραπεί σε υπολογίσιµη δύναµη αναµόρφωσης της κοινωνίας στον βαθµό που θα µπορέσει να επιδράσει στις δυσµενείς για τις δυνάµεις της αυτονοµίας υπάρχουσες υποκειµενικές συνθήκες. Αν κατορθώσει να λειτουργήσει ως σηµείο αναφοράς για τα λαϊκά στρώµατα, συντελώντας µε τις παρεµβάσεις του στην αναβάθµιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του αγώνα τους και στο πέρασµα τους από την αντίσταση, στην απελευθέρωση.
Από αυτή την άποψη, θα ήταν χρήσιµο να ανατρέξουµε στο κείµενο της κριτικής που άσκησε ο Λουίτζι Φάµπρι στους πλατφορµιστές αναρχικούς, διότι µέσα σε αυτό ο Φάµπρι πραγµατεύεται ερωτήµατα µε τα οποία µας φέρνει ξανά αντιµέτωπους η ιστορική ταξική συγκυρία. Είναι γεγονός ότι ο Φάµπρι αντιτίθεται στις οργανωτικές διευθετήσεις της πλατφόρµας, διαβλέποντας τον κίνδυνο για την ανάδειξη µιας συγκεντρωτικής ηγεσίας στην αξίωση των πλατφορµιστών για µια ξεχωριστή αναρχική οργάνωση.[xxviii] Αν ήδη υπάρχει µια µαζική (εργατική) οργάνωση διαποτισµένη από τις αναρχικές ιδέες και αξίες, τότε ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης µιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, αναρωτιέται ο συγγραφέας. Συµφωνούµε µε τον Φάµπρι, στον βαθµό που η αυτοδιάλυση και η σταδιακή απορρόφηση της από τα αµεσοδηµοκρατικά όργανα της γενικευµένης αυτοδιεύθυνσης σε όλα τα επίπεδα, µπορεί να αποτελέσει τον µοναδικό στόχο που αρµόζει στις αρχές µιας ελευθεριακής πολιτικής οργάνωσης. Η αυτοδιάλυση αυτή δεν χρειάζεται να περιµένει την αντισυστηµική αλλαγή για να συµβεί, αλλά µπορεί να επέλθει και µέσω της ένωσης των αναρχικών συλλογικοτήτων µε κινηµατικές δοµές αυτοδιεύθυνσης µέσα στις οποίες η υποτάξη συσπειρώνεται και αναδεικνύεται σε πολιτική δύναµη, µε αυξηµένη κοινωνική απεύθυνση και διευρυµένη εµβέλεια στην διεξαγωγή της Κοινωνικής Πάλης ακόµη και στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Αναγκαία προϋπόθεση θα ήταν ωστόσο η διάδοση των ελευθεριακών αρχών και η προηγούµενη υιοθέτηση του ελευθεριακού προτάγµατος από τα κοινωνικά υποκείµενα που συµετέχουν στον αγώνα. Και δεν µιλάµε εδώ µόνο για την µορφή οργάνωσης, την διαδικασία λήψης αποφάσεων που επιλέγει ένα κίνηµα. Το Σύνταγµα έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο µια ελευθεριακή µορφή οργάνωσης µπορεί κάλλιστα να συµβαδίζει µε την έλλειψη ταξικής συνειδητοποίησης και την απουσία ριζοσπαστικής κοινωνικής ανάλυσης από την µεριά των εµπλεκοµένων. Ένα καλό παράδειγµα είναι αυτό του αναρχικού αγωνιστή Αµπέλ Παθ, ο οποίος µιλάει µε θαυµασµό για τον τρόπο που ο ζωντανός ελευθεριακός κοµουνισµός είχε εξαπλωθεί αυθόρµητα σε όλες τις πτυχές του οργανωµένου βίου στο επαναστατηµένο χωρίο Juneda της Καταλωνίας, σε σηµείο µάλιστα που οι παλιές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν παραµεριστεί προς όφελος της νεοπαγούς κοινωνικής αρµονίας. Γράφει, «Το εκπληκτικό είναι ότι οι πολιτικές δυνάµεις του χωριού, η και το , είχαν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο συµφωνίας, ώστε είχαν περιορίσει τον πολιτικό τους χαρακτήρα προς όφελος της κοινής ζωής. Η διάλυση και διάχυση τους στην κολεκτίβα αποτελεί περίφηµο επαναστατικό δίδαγµα».[xxix] Βέβαια, ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει σε προηγούµενο σηµείο του βιβλίου πώς οι έµπειροι και συνειδητοποιηµένοι αγωνιστές της CNT και της FAI ήταν εκείνοι που όταν έφτασε η ώρα µπήκαν µπροστά και µέσω της ακούραστης εργασίας και του ανιδιοτελούς παραδείγµατος τους, µετέδωσαν στους συγχωριανούς τους το πνεύµα και τις βασικές οργανωτικές αρχές του ελευθεριακού κοµουνισµού. Με άλλα λόγια, η αυθόρµητη, δηλαδή αυτόνοµη, δράση των µαζών γονιµοποιήθηκε, εµψυχώθηκε και εµπλουτίστηκε από εκείνους τους ακτιβιστές που για χρόνια αγωνίζονταν για την διάδοση του ελευθεριακού σοσιαλισµού και την κατάλληλη στιγµή ανέλαβαν δράση για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους να οργανώσουν την ζωή τους µε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο. Ας µην παραγνωρίζουµε λοιπόν το γεγονός ότι αν το αναρχικό προλεταριάτο είχε αποκτήσει συνείδηση της ικανότητας του να διευθύνει συλλογικά την παραγωγή, αυτό το όφειλε κατά ένα µεγάλο µέρος στην µακροχρόνια επιµορφωτική δράση των αναρχικών, στην εκστρατεία «ριζοσπαστικού διαφωτισµού» της CNT, της FAI και των διάσπαρτων ελευθεριακών οµάδων. [xxx] Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάµε ότι η CNT και το POUM «εξατµίστηκαν» µέσα σε µια πρωτόγνωρη κοινωνική συνθήκη που το ίδιο το οργανωµένο αναρχικό κίνηµα είχε φροντίσει να υποθάλψει µέσω της συστηµατικής δουλειάς και να καλλιεργήσει σταδιακά στην ισπανική ύπαιθρο, χωρίς να περιµένει µοιρολατρικά την δηµιουργία παρόµοιων συνθηκών ex nihilo από τα τρίσβαθα της ψυχής του ισπανικού βιοµηχανικού και αγροτικού προλεταριάτου.
* Φυσικά, δεν ξεχάσαµε το κρίσιµο ζήτηµα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. Με αυτό θα καταπιαστούµε σε επόµενο µας κείµενο.
[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.
[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.
[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.
[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.
[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf. [vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.
[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων.
[ix] T. Fotopoulos, The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for a New Antisystemic Movement Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol7/takis_movements.htm.
[x] H. Zinn, Ιστορία του λαού των Ηνωµένων Πολιτειών (Αιώρα), σελ. 250-2.
[xi] Για περισσότερα βλ. B. Astarian, Δραστηριότητα Κρίσης και Κοµουνιστικοποίηση (Πρακτορείο Rioters).
[xii] Χωρίς να παραγνωρίζουµε την σηµασία που είχαν οι εγχώριες παραδόσεις της κοινοκτηµοσύνης για το πρόσφορο έδαφος που βρήκε ο αναρχοκοµουνισµός στις κοινότητες της ισπανικής αγροτιάς.
[xiii] Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι το αναρχικό κίνηµα δεν κλήθηκε να πληρώσει βαρύ φόρο αίµατος για τις εξεγερσιακές «ασκήσεις επί χάρτου» των ακτιβιστών της FAI. Από την άλλη, µπορούµε να πούµε ότι οι πνιγµένες στο αίµα αλλεπάλληλες εξεγέρσεις ήταν το αµόνι πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε για χρόνια η επαναστατική θέληση του αγροτικού και βιοµηχανικού αναρχικού προλεταριάτου της Ισπανίας.
[xiv] Εδώ φυσικά αναφερόµαστε όχι στο ίδιο το κοινοβούλιο (που ξέρουµε πολύ καλά τι πρέπει να το κάνουµε, εφόσον καταφέρουµε κάποτε να πλησιάσουµε αρκετά κοντά) αλλά στους συλλογικούς θεσµούς που θα αποτελέσουν την διάδοχη κατάσταση για την εγκαθίδρυση µιας αυτόνοµης, αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας.
[xv] Αυτή η συνειδητοποίηση και ο φόβος της καταστολής είναι κατά την γνώµη µας οι δύο βασικοί παράγοντες που εξηγούν την µειωµένη προσέλευση στις τελευταίες απεργιακές συγκεντρώσεις.
[xvi] P. Kropotkin, The Commune of Paris, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/kropotkin/pcommune.html.
[xvii] Χαρακτηριστικότερο παράδειγµα που µας έρχεται κατά νου είναι φυσικά το περιστατικό µε τους νεκρούς στο υποκατάστηµα της Marfin, ένα χτύπηµα που κατά γενική οµολογία επέφερε ένα µούδιασµα και µια προσωρινή αναστολή των κινητοποιήσεων για µεγάλο χρονικό διάστηµα, την στιγµή που η πολιτική ελίτ υλοποιούσε την µνηµονιακή νοµοθεσία µε ιλιγγιώδη ταχύτητα.
[xviii] Μπροσούρα, Genova Libera, Ο εξεγερτικός αγώνας ενάντια στην παγκόσµια κυριαρχία και τη ρεφορµιστική διεθνή (Άνεµος).
[xix] Curious George Brigade, Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης, https://rioters.espivblogs.net/2009/10/06/%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%8 3%CF%80%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-
- CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%AC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-
- CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%81%CE%AC/.
[xx] Από αυτή την άποψη, οι µεταµοντέρνοι εξεγερσιακοί κακώς επιχαίρουν για το γεγονός ότι µεγάλες εξεγέρσεις της υποτάξης, όπως ήταν αυτές του Λος Άντζελες το 1992, των Γαλλικών προαστίων το 2005 και της Αγγλίας το 2011 δεν βρήκαν πολιτική έκφραση όχι µέσα από την διατύπωση αιτηµάτων και την συνδιαλλαγή µε τις αρχές, αλλά µέσω της µετατροπής του υγιούς ταξικού µίσους που εκφράσανε, σε ζωογόνα και δηµιουργική δύναµη για την θέσµιση της αυτόνοµης, κοµουνιστικής κοινωνίας.
[xxi] Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο που εξέδωσε η Αναρχική Αρχειοθήκη το 2011 για τα γεγονότα του 1995 στο Πολυτεχνείο, µε τίτλο «Η Εξέγερση: Πολυτεχνείο, 1995». Περισσότερα στο, http://anarchypress.wordpress.com/2011/11/02/k%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%8 6%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%BF-
- CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-%CE%B7-
- CE%B5%CE%BE%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-
- CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5/.
[xxii] «Τι γίνονται, στην πράξη, το άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο των επιστολών όταν η αστική τάξη αποφασίζει να παραιτηθεί απ’ αυτά για να δώσει στην κυβέρνηση την ευχέρεια να την προστατεύσει από τους επαναστάτες;». P. Kropotkin, Η αναρχική οργάνωση της κοινωνίας (Κατσάνος), σελ.16.
[xxiii] C. Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού (Εκδόσεις Κριτική), σελ.73.
[xxiv] «Τα συντάγµατα που κατά περιόδους κουρελιάζονται, πετάνε σαν κίτρινα φύλλα που τα ρίχνει στο ποτάµι ο φθινοπωριάτικος άνεµος! Δεν πειράζει, πάντα ξαναγυρίζει κανείς στους πρώτους του έρωτες. Όταν κουρελιαστεί και το δέκατο έκτο σύνταγµα, θα κάνουµε ένα δέκατο έβδοµο!». P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ. 11.
[xxv] P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ.15.
[xxvi] H. Zinn, στο ίδιο, σελ. 445.
[xxvii] H. Zinn, στο ίδιο, σελ.389.
[xxviii] L. Fabri, Για ένα σχέδιο αναρχικής οργάνωσης, http://anthostoukakou.blogspot.gr/2012/08/blog-post_1434.html.
[xxix] A. Paz, στο ίδιο, σελ.260.
[xxx] Ντολγκοφ
Η αναρχία εναντίον της ανομικής κατάρρευσης
Οι ζώνες ανομικής κατάρρευσης διανοίγονται από την καταστροφή ή την απαξίωση του κεφαλαίου, των υποδομών αλλά και των ανθρώπων και την υποβάθμιση ολόκληρων περιοχών, διεργασίες οι οποίες εντείνονται κατά την κρίση. Σ’ αυτές τις ζώνες συντελούνται διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης που είναι κρίσιμες για τη δρομολόγηση της εξόδου από την κρίση. Η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους σήμερα στην Ευρώπη σχετίζεται με ένα γιγαντιαίο εγχείρημα πρωταρχικής συσσώρευσης, δηλαδή κατάλυσης θεσμών, νόμων ή εθίμων που θα εμπόδιζαν την χωρίς όρια εκμετάλλευση των αποκάτω και την αρπαγή της “ιδιοκτησίας” τους. Η πρωταρχική συσσώρευση δεν συντελέστηκε άπαξ δια παντός στην αυγή του καπιταλισμού· είναι μια παράλληλη και συμπληρωματική της επίσημης οικονομίας διαδικασία, η οποία αποκτά μια ιδιαίτερη σπουδαιότητα στον καιρό της κρίσης αλλά και στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, και η οποία εδώ και πέντε αιώνες πάντα συνδέθηκε με απίστευτης έκτασης ανθρωπιστικές καταστροφές (ο αποικισμός της Αμερικής, οι περιφράξεις, το κυνήγι των μαγισσών, η αυγή της βιομηχανικής επανάστασης, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, κ.τ.λ.). Και η καταστροφή, όταν αποσύρονται ή διαλύονται οι κρατικές δομές, μπορεί να είναι ανυπολόγιστη, ιδίως κατά τη μεταβιομηχανική εποχή, ακριβώς γιατί οι κοινοτικοί και κοινωνικοί δεσμοί και η αλληλεγγύη έχουν αντικατασταθεί από τέτοιες δομές.
Οι ελεύθεροι, οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και οι καταλήψεις βρίσκονται στις ζώνες εξαίρεσης, παρεμβαίνουν σε αυτές τις διαδικασίες, όχι για να φέρουν πίσω το κράτος όπως θα ήθελε η μεταρρυθμιστική αριστερά, αλλά για να ανασυγκροτήσουν τους κοινωνικούς δεσμούς, να ξαναϋφάνουν τον κοινωνικό ιστό, να αναστρέψουν τη θεσμική αποσύνθεση. Δεν βρίσκονται εκεί ούτε για να επιβάλουν τη βία του ισχυρότερου, ούτε για να αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις στην πιο βίαιη εκδοχή τους μέσω του οργανωμένου εγκλήματος και της μαύρης οικονομίας. Η αυτοοργάνωση των κατοίκων, ο πολλαπλασιασμός των δομών αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας, οι αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, θα μπορούσαν –όπως ακριβώς έγινε στην Λατινική Αμερική– να μετατρέψουν περιθωριοποιημένες ή υποβαθμισμένες ζώνες σε “απελευθερωμένες” περιοχές.
Τέτοιες απελευθερωμένες περιοχές δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Όταν απαιτούμε να φύγει η αστυνομία από μια γειτονιά, ταυτόχρονα πρέπει να φροντίσουμε να δώσουμε καλύτερες συνθήκες ασφάλειας στον ηλικιωμένο ή σε μια ασυνόδευτη το βράδυ γυναίκα από εκείνες που προσφέρει η αστυνομία στις καλές γειτονιές. Πρέπει να αναμετρηθούμε με το ενδεχόμενο συμμορίες να εκτελούν την εγκληματική τους δραστηριότητα χρησιμοποιώντας ένα προσωπείο αναρχικού και απέναντί τους να είμαστε αμείλικτοι. Η εμπειρία του διεθνούς κινήματος είναι διαφωτιστική: μερικές από τις πιο δυναμικές σύγχρονες μαφίες έχουν την καταγωγή τους σε αριστερά κινήματα της δεκαετίας του 1970, τα οποία στη συνέχεια εγκληματοποιήθηκαν.
Αν και μερικοί αναρχικοί αυτοαποκαλούνται μηδενιστές, στην πραγματικότητα το ελευθεριακό κίνημα είναι ένα ανάχωμα εναντίον του μηδενισμού και της ανομικής κατάρρευσης. Πολλοί μεγάλοι κοινωνικοί και θρησκευτικοί αναμορφωτές είχαν κατηγορηθεί στον καιρό τους για “μηδενιστές” (άθεοι κ.τ.λ.). Πράγματι, γκρέμισαν τα είδωλα των παλιών θεών και πυρπόλησαν τους ναούς τους. Η καταστροφή σίγουρα είναι μια στιγμή της δημιουργίας. Ο Νίτσε καταλάβαινε πολύ καλά αυτή την αντίφαση όταν αποκαλούσε τον εαυτό του τον πρώτο τέλειο μηδενιστή της Ευρώπης, διακρίνοντας έναν μηδενισμό της αδυναμίας ή της παρακμής και έναν μηδενισμό της δύναμης ή μιας νέας αρχής. Έλεγε: “Για τα σημεία της αρχής και της παρακμής έχω την λεπτότερη οσμή απ’ ό,τι είχε ποτέ άνθρωπος, σε κάτι τέτοιο είμαι ο δάσκαλος par excellence – γνωρίζω και τα δυο, είμαι και τα δυο.”
Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε την κύρια πλευρά που είναι η δημιουργία, η νέα αρχή, και να αφήνουμε έτσι να μας μπερδεύουν με τους εχθρούς μας. Με την επανάσταση ξαναγεννιούνται οι κοινωνίες των ανθρώπων. Η δράση του επαναστάτη είναι Πράξη, γένεση του εντελώς καινούριου, του πρωτότυπου, του μοναδικού, αυτού που δεν προβλέπεται από τις αιτίες του· φιλοδοξία του είναι η νέα αρχή.
Οι αναρχικοί είναι ανάχωμα στο μηδενισμό γιατί είναι από τους λίγους που έχουν απομείνει στην ελληνική κοινωνία οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να ματώσουν για τις ιδέες τους. Ανάμεσά τους ακόμη μπορεί κανείς να βρει και να θαυμάσει (και ας το προσέξουν αυτό οι πατριώτες) ό,τι ο Τ. Σιμώτας ονόμαζε “ωραία και γενναία συμπεριφορά”.
Αναδημοσίευση από: http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/01/blog-post_18.html
Για το ”Ταξίδι στο Παρελθόν” του Abel Paz
Η εξουσία είναι της ιστορίας η ευκοιλιότητα
Νίκος Καρούζος
Ο ευρύτερος αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, παρασυρμένος από τη σαγήνη του ακτιβισμού και της άμεσης δράσης, συχνά παραβλέπει –αν δεν περιφρονεί κιόλας– την αξία της θεωρίας. Η πολιτική ηγεμονία όμως, πριν γίνει τέτοια, είναι ηγεμονία στο χώρο των ιδεών, των κυρίαρχων αντιλήψεων και των φαντασιακών σημασιών. Μια ελπιδοφόρα στροφή, ωστόσο, του χώρου αυτού σε εκδοτικά εγχειρήματα και περιοδικά παρατηρείται σταθερά τα τελευταία χρόνια, δείχνοντας πως αρκετοί αντιλαμβάνονται, επιτέλους, τη σημασία της ρήσης του Ντουρούτι ότι «σε κάθε πόλη πρέπει να στηθεί κι ένας αναρχικός εκδοτικός οίκος». Καμιά ουσιαστική επαναστατική αλλαγή, εσωτερική και εξωτερική, δεν μπορεί ποτέ να γίνει με άναρθρες κραυγές και συνθήματα. Σαφώς, τα εγχειρήματα αυτά δεν προσφέρονται για άμεσα, εύκολα και εντυπωσιακά αποτελέσματα· απαιτούν από τους φορείς τους κόπο, αφοσίωση, υπομονή κι επιμονή, και λειτουργούν μόνο σε βάθος χρόνου, όπως συμβαίνει με κάθε τι ουσιαστικό στη ζωή. Ό,τι είναι η ανθρακιά για τη φλόγα, είναι και οι επαναστατικές ιδέες για τον σκοπό της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Στην προοπτική αυτή, μόνο ευπρόσδεκτη μπορεί να είναι η εμφάνιση ενός νέου εκδοτικού οίκου, του Κουρσάλ, που εγκαινιάζει την παρουσία του με την επανέκδοση του πολύ σημαντικού βιβλίου του Abel Paz Ταξίδι στο παρελθόν που είχε κυκλοφορήσει πριν χρόνια από την αναρχική εφημερίδα ΑΛΦΑ, σε προσεκτική και καμωμένη με μεράκι μετάφραση του Νίκου Νικολαΐδη.
Ο Abel Paz (Diego Camacho το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε το 1921 και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε αταλάντευτα αναρχικός καθώς και ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος για τη ζωή.1 Αυτό που καθιστά ιδιαιτέρως σημαντικό το βιβλίο του Paz είναι ότι συνδυάζει το πρωτογενές βίωμα ενός που έζησε τη δίνη των γεγονότων (και μάλιστα «από τα κάτω», ως απλός συμμετέχων και όχι ως κάποιος ηγέτης της CNT), με τον αναστοχασμό του ανθρώπου που γράφει για αυτά τα γεγονότα χρόνια μετά (κάθε τόσο ο συγγραφέας επαναλαμβάνει φράσεις του τύπου «βλέποντας τα πράγματα με χρονική απόσταση», «αυτά όμως που περιγράφω τώρα δεν τα αισθανόμασταν έτσι τότε» κλπ.). Το Ταξίδι στο παρελθόν δεν είναι ούτε μαρτυρία που γράφεται ενώ διαδραματίζεται η επανάσταση, αλλά ούτε και η «επιστημονικά ουδέτερη» καταγραφή ενός ιστορικού.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, μολονότι τυπικά όχι λόγιος, διαθέτει μια εκπληκτική συγγραφική δεινότητα στο να μεταφέρει με ζωντάνια τα κρίσιμα στοιχεία αυτού που ως έφηβος έζησε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Εδώ δεν έχουμε τον χώρο να αναφερθούμε εκτενώς σε τέτοιες σκηνές του βιβλίου, αλλά ούτε και χρειάζεται καθώς αυτό μένει να το απολαύσει ο εκάστοτε αναγνώστης, δεν μπορώ ωστόσο να μην μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα. Ο νεαρός Abel Paz έχοντας πάρει κατά τις πρώτες μέρες της επανάστασης ένα τουφέκι αρνείται πεισματικά να το δώσει όταν του το ζητάνε για να φυλάξει σκοπιά με αυτό κάποιος άλλος σύντροφος. Τότε, ένας αναρχικός μεγαλύτερος σε ηλικία τον πλησιάζει και του λέει: «Άκου, μέχρι τώρα η ατομική ιδιοκτησία έχει γεννήσει πολλές αθλιότητες. Η ατομική ιδιοκτησία, για να διατηρηθεί, έχει πάντα ανάγκη από στρατιώτες. Αν είσαι τόσο δεμένος με ένα τουφέκι, εκτός του ότι εκφράζεις το ένστικτο της ιδιοκτησίας, κινδυνεύεις και να μετατραπείς σε στρατιώτη. Εμείς δεν αγωνιζόμαστε ούτε για την ατομική ιδιοκτησία, ούτε και για να υπάρχουν στρατιώτες». Και συνεχίζει ο Paz: «Ήμουν μπερδεμένος. Δεν ήξερα τι να πω. Κοίταξα το όπλο και μου φάνηκε αντιπαθητικό, σχεδόν μου προκάλεσε αηδία. Έδωσα το τουφέκι στον σύντροφο. Αυτός με κοίταξε σιωπηλός. Με κοίταξε τόσο βαθιά που ακόμα και σήμερα θυμάμαι τα σκούρα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Έφυγαν κι εγώ ξάπλωσα σε ένα στρώμα.». Αμέτρητες ανάλογες σκηνές, που περιγράφουν το κλίμα της επανάστασης μεταπλασμένο με όρους παραμυθητικούς/μυθολογικούς υπάρχουν διάσπαρτες στο βιβλίο καθιστώντας το, συν τοις άλλοις, συναρπαστικό ανάγνωσμα, όπως για παράδειγμα η σκηνή στην οποία ο νεαρός Diego είδε ένα ζευγάρι συντρόφων να φιλιούνται και το ανέφερε ενοχλημένος σε έναν άλλον σύντροφο για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση: «Για άκου μια στιγμή, δεν καταστρέφουμε τις εκκλησίες ούτε προσπαθούμε να ξεριζώσουμε τον καθολικισμό από τα μυαλά των ανθρώπων για να μετατρέψουμε την αναρχία σε θρησκεία. Ο αναρχισμός είναι η ποίηση της ζωής και ο έρωτας είναι η πιο υψηλή της έκφραση. Τι πιο φυσικό από τα να αγαπιούνται, να φιλιούνται και να κάνουν έρωτα ο Ερνέστο και η Πιλάρ; Εσύ δεν είσαι ερωτευμένος;»
Τι το ξεχωριστό έχει όμως η ισπανική επανάσταση, και μάλιστα ιδωμένη από την μεριά των αναρχικών, ώστε να μας ενδιαφέρει σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος κακοπροαίρετος.
Καταρχάς, αυτό που την διαφοροποιεί ριζικά από τις άλλες επαναστάσεις που γνωρίζουμε ήταν το ιδιαίτερο πνεύμα της που περιγράφεται στην πρώτη κιόλας ενότητα του βιβλίου η οποία επιγράφεται με τον εύγλωττο τίτλο «Η επαναστατική γιορτή». Αλήθεια, ποιοι άλλοι πλην των αναρχικών θα βίωναν μια επανάσταση ως γιορτή; Για αυτούς το πρώτιστο και αυτό που κυρίως χαρακτήρισε το «σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» δεν ήταν ούτε ο πόλεμος («ο πόλεμος εξόντωσε την ποίηση της ζωής, αυτό δηλαδή που εμείς τουλάχιστον θέλαμε να είναι η επανάστασή μας», γράφει ο Paz), ούτε οι μάχες, ούτε οι στρατιωτικοποίηση (άλλωστε ακόμα και στο μέτωπο πηγαίνανε μόνο εθελοντές και ουδέποτε έγινε κάποιου είδους επιστράτευση) –όλα τόσο οικεία όταν φέρνουμε στο νου μας τις παρελθούσες επαναστάσεις– αλλά το εορταστικό πνεύμα των ανθρώπων που παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους τη στιγμή που το κράτος (αυτό το ψυχρότερο από όλα τα τέρατα τέρας, όπως το ονομάζει ο Νίτσε) καταρρέει μαζί με τις δομές του, τις οποίες οι επαναστάτες αυθόρμητα και με επινοητικότητα αντικαθιστούν με άλλες: αντικρατικές, ελεύθερες, αναρχικές. Χρόνια μετά, σε μια ομιλία του στην Ελλάδα ο Paz συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο αυτό το πνεύμα: «Θέλετε να μιλάμε για όπλα και για μάχες, για ήρωες και για προδότες. Έτσι δείχνετε ότι δεν έχετε καταλάβει τι ήταν η επανάσταση. Η επανάσταση δεν ήταν ο πόλεμος στην Αραγωνία. Υποχρεωθήκαμε να πολεμήσουμε γιατί μας χτυπούσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός και ο φασισμός, ενώ η γαλλική εργατική τάξη έκανε διακοπές μετ’ αποδοχών. Η επανάσταση ήταν οι άντρες κι οι γυναίκες που έκαναν πραγματικότητα την ουτοπία. Ήταν οι δεκαετίες αγώνων. Αν θέλετε να πεθάνετε μπορείτε να το κάνετε οποτεδήποτε, εμένα με ενδιέφερε η ζωή. Θα μπορούσα να σας μιλήσω για τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή, για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που σκοτώθηκαν. Δεν είναι ο θάνατος που με γοητεύει αλλά η ζωή, γι’ αυτό μιλάω για την επανάσταση»2.
Το άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ισπανικής Επανάστασης είναι ότι δεν εκτυλίχτηκε «διπολικά», με έναν επαναστατικό πόλο από την μια μεριά και έναν αντεπαναστατικό από την άλλη, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Οι Ισπανοί αναρχικοί είχαν να αντιπαλέψουν τους φασίστες στο μέτωπο (που είχαν την σταθερή υποστήριξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι), τους σταλινικούς που με την μονομερή υποστήριξη του Στάλιν θέλαν να χειραγωγήσουν την επανάσταση και να πνίξουν το ελευθεριακό της πνεύμα3, και τους επιτήδειους ουδέτερους αστούς της Ευρώπης που υπό τον φόβο μην εξαπλωθεί ο επαναστατικός οίστρος και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έκαναν το παραμικρό για να βοηθήσουν τους αντιφασίστες, αλλά αντιθέτως παραχωρούσαν «προνόμια» στις εργατικές τάξεις των χωρών τους για να αποκοιμίσουν το διεθνές προλεταριάτο.
O συγγραφέας όμως του Ταξιδιού, την ίδια στιγμή που περιγράφει και αναλύει όλα τα παραπάνω στο χρονικό του επουδενί δεν παραβλέπει και αφήνει ασχολίαστα τα λάθη της CNT. Κάτι τέτοιο άλλωστε είναι απολύτως σύμφωνο με το ελεύθερο πνεύμα ενός αναρχικού ο οποίος, μολονότι είναι αφοσιωμένος στην επαναστατική υπόθεση, δεν διέπεται από τον τυφλό, κομματικό φανατισμό ενός στρατευμένου. Κάθε τόσο ο Paz επικρίνει την ηγεσία της CNT για τα λάθη της και για τις αποκλίσεις της από τα ελευθεριακά ιδανικά. Κάνει λόγο για τον διαχωρισμό βάσης-ηγεσίας που παρατηρήθηκε αρκετές φορές, για αυταρχισμό και συγκεντρωτισμό, για την επιβολή ενός διευθυντηρίου που ακύρωνε τον αναρχισμό, για τη ρεφορμιστική στροφή της CNT με το που μπήκε στην κυβέρνηση και ως «φάρμακο» για όλα αυτά, προτείνει αυτό που ο ίδιος και η ολιγομελής ομάδα που συμμετείχε (οι Κιχώτες του Ιδανικού) έπραξαν και τότε: «Να κινούμαστε συνεχώς και να κεντρίζουμε όπως οι σφήκες, δηλαδή να μένουμε πάντα στην αντιπολίτευση, τον μοναδικό τρόπο για να δώσουμε μια ώθηση στον αναρχισμό».
Αβίαστα μπορεί να προκύψει στον αναγνώστη το ερώτημα, αν θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν πάρει διαφορετική τροπή, και τι θα γινόταν αν οι επαναστάτες δεν έχαναν τον πόλεμο. Ερώτημα που εύλογα ισχύει για κάθε επαναστατική διαδικασία που απέτυχε για τον έναν ή τον άλλο λόγο.
Κάποτε ο Κάφκα περπατώντας στο δρόμο με τον νεαρό φίλο του GustavJanouch συνάντησαν στο δρόμο μια πορεία εργατών. Ο Κάφκα σχολίασε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο περήφανοι, χαρούμενοι και έχουν τόση πίστη. Επειδή έχουν κυριέψει τον δρόμο νομίζουν ότι κυρίεψαν τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, είναι εντελώς πλανεμένοι. Ήδη πίσω τους υπάρχουν οι γραμματείς, οι μόνιμοι, οι πολιτικάντηδες, όλοι αυτοί οι σουλτάνοι των μοντέρνων καιρών στους οποίους ανοίγουν το δρόμο που οδηγεί στην εξουσία». Δεν πιστεύετε στην δύναμη των μαζών; Τον ρώτησε ο νεαρός φίλος του. «Ξέρω τι είναι αυτή η δύναμη των μαζών: είναι άμορφη και φαίνεται αδάμαστη και δεν ησυχάζει παρά μόνο σαν δαμαστεί και μορφοποιηθεί. Στο τέρμα κάθε πορείας πραγματικά επαναστατικής ξεφυτρώνει ένας Ναπολέων Βοναπάρτης». Κι όταν ο Janouch τον ρωτά αν η ρώσικη επανάσταση θα εξαπλωθεί κι άλλο ο Κάφκα απαντά: «Όσο πιο πολύ απλώνεται μια πλημμύρα τόσο λιγότερο βαθύ είναι το νερό της και πιο ταραγμένο. Η επανάσταση εξατμίζεται και μένει μόνο το κατακάθι μιας καινούριας γραφειοκρατίας. Οι αλυσίδες της βασανιζόμενης ανθρωπότητας είναι φτιαγμένες από παλιόχαρτα»4.
Η ισπανική επανάσταση, απομονωμένη και υπονομευμένη, ηττήθηκε στρατιωτικά και, νομίζω, δεν έχει νόημα να προβούμε σε εικασίες για το τι θα είχε συμβεί αν ήταν άλλη η εξέλιξή της, αν θα διαψευδόταν το «μοιρολατρικό» συμπέρασμα του Κάφκα για την κατάληξη των επαναστάσεων. Ούτε έχει και μεγάλη σημασία, παρά μόνο ίσως διδακτική για τις τραγικές συνέπειες κάθε ολιγωρίας, να σκεφτόμαστε ποια θα ήταν η μοίρα της Ευρώπης αν ο φασισμός που λίγο μετά οδήγησε την Ευρώπη στο σφαγείο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε δεχτεί στην Ισπανία αρχικά το αποφασιστικό χτύπημα. Ολοκληρώνοντας όμως μελαγχολικά την ανάγνωση του Ταξιδιού, με την περιγραφή της ήττας και της εξορίας των αγωνιστών που ακολούθησε, αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε ως παρακαταθήκη είναι τα αφοπλιστικά λόγια του Ντουρούτι στον Van Passen, δημοσιογράφο της εφημερίδας Toronto Star, όταν ο δεύτερος του επισήμανε ότι ακόμα κι αν οι αναρχικοί κερδίσουν, θα κληρονομήσουν σωρούς από ερείπια: «Πάντοτε ζούσαμε μέσα στην αθλιότητα, για ένα διάστημα την είχαμε συνηθίσει. Μην ξεχνάς όμως ότι οι εργάτες είναι που παράγουν τον πλούτο. Είμαστε εμείς, οι εργάτες, που κάνουμε τα εργοστάσια να λειτουργούν, που βγάζουμε το κάρβουνο και τα μεταλλεύματα από τα ορυχεία. που χτίζουμε τις πόλεις… Γιατί λοιπόν να μην ξαναφτιάξουμε όσα καταστραφούν και μάλιστα ακόμα καλύτερα; Δεν μας τρομάζουν τα ερείπια. Ξέρουμε ότι αυτό θα είναι το μόνο που θα κληρονομήσουμε γιατί η αστική τάξη, στην τελευταία φάση της ιστορίας της θα προσπαθήσει να καταστρέψει τα πάντα. Όμως το επαναλαμβάνω, δεν μας τρομάζουν τα ερείπια, γιατί κουβαλάμε έναν καινούργιο κόσμο μες στις καρδιές μας. Αυτός ο κόσμος γεννιέται αυτή τη στιγμή που μιλάμε».
Αυτός καινούργιος ο κόσμος που κάθε φορά οι επαναστάτες κουβαλάν στις καρδιές τους είναι η πολύτιμη ανθρακιά που απομένει ακόμα κι όταν σβήνει η επαναστατική φλόγα, εκείνη η αποφασισμένη και αποφασιστική, μαχητική (απ)αισιοδοξία που γνωρίζει ότι παρά τις ήττες, τις προδοσίες, τις απογοητεύσεις, παρά τη βαρβαρότητα και την κτηνωδία που μας περιβάλλει και κάνει την ιστορία να μοιάζει με μια κοιλάδα σπαρμένη με κόκαλα, «nosotros llevamos un mundo nuevo en nuestros corazones»5
Τώρα και για πάντα.
1. Ένα “πορτρέτο” του ανθρώπου Abel Paz έχει γράψει ο μεταφραστής του βιβλίο (Βλ. Νίκος Νικολαΐδης, «Συναντήσεις με τον Abel Paz», Πανοπτικόν,. τχ. 13, Οκτώβριος 2009) άκρως διαφωτιστικό και για το ποιος είναι εντέλει ο «ανθρωπολογικός τύπος» που δημιουργεί τις επαναστάσεις.
2 Ό.π., σελ. 74-75.
3.Ενδεικτικά είναι τα όσα έγραφε η Πράβντα στις 17 Δεκεμβρίου του 1936: «Η εκκαθάριση των τροτσκιστών και των αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων έχει ήδη ξεκινήσει στην Καταλονία. Αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί στην Ισπανία με την ίδια ενεργητικότητα που επιδείχθηκε και στην ΕΣΣΔ».
4 Βλ. Κώστας Δεσποινιάδης, Φράντς Κάφκα. Ο ανατόμος της εξουσίας, σελ. 68-69, Πανοπτικόν, 2007.
5 Κουβαλάμε έναν καινούργιο κόσμο στις καρδιές μας.
Κώστας Δεσποινιάδης
[Δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος της «Επιθεώρησης του κοινωνικού αναρχισμού», Μάιος 2013]
Ο Αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης
Του Κόλιν Γουώρντ
Ίσως σκεφτείτε, ότι με το να περιγράφω τον αναρχισμό σαν μια θεωρία οργάνωσης ηθελημένα να προτείνω ένα παράδοξο: «αναρχία» μπορεί να θεωρείται από εσάς το αντίθετο της οργάνωσης. ‘Όμως, στη πραγματικότητα η «αναρχία» σημαίνει απουσία κυβέρνησης, απουσία εξουσίας.
Μπορεί να υπάρξει κοινωνική οργάνωση δίχως εξουσία, δίχως κυβέρνηση; Οι αναρχικοί ισχυρίζονται πως μπορεί να υπάρξει και ισχυρίζονται επίσης ότι είναι επιθυμητό να υπάρξει. Ισχυρίζονται, ότι στη βάση των κοινωνικών μας προβλημάτων είναι η αρχή της κυβέρνησης. Είναι, άλλωστε, οι κυβερνήσεις που ετοιμάζονται για πόλεμο και εξαπολύουν τον πόλεμο, ακόμα και αν είστε υποχρεωμένοι να πολεμήσετε σε αυτόν και να τον πληρώσετε. Οι βόμβες για τις οποίες ανησυχείτε δεν είναι αυτές με τις οποίες οι καρτουνίστες σχεδιάζουν τους αναρχικούς, αλλά οι βόμβες που οι κυβερνήσεις τελειοποίησαν με δικά σας έξοδα. Είναι, τελικά, οι κυβερνήσεις που φτιάχνουν και επιβάλουν τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στους «έχοντες» να έχουν τον έλεγχο των κοινωνικών πόρων παρά να τους μοιράζονται με τους «μη έχοντες».
Είναι, τελικά, η αρχή της εξουσίας που διασφαλίζει ότι οι άνθρωποι θα δουλέψουν για κάποιον άλλο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, όχι γιατί το απολαμβάνουν η έχουν τον έλεγχο επάνω στη δουλειά τους, αλλά γιατί το βλέπουν ως το μόνο μέσο βιοπορισμού.
Είπα ότι είναι οι κυβερνήσεις που κάνουν πολέμους και ετοιμάζουν πολέμους, αλλά προφανώς δεν είναι από μόνες τους. Η δύναμη μιας κυβέρνησης, ακόμα και της ποιο απόλυτης δικτατορίας, εξαρτάται από τη σιωπηρή συγκατάθεση των κυβερνωμένων.
Γιατί οι άνθρωποι συναινούν στο να κυβερνώνται; Δεν είναι μόνο ο φόβος: τι μπορεί να έχουν να φοβηθούν εκατομμύρια ανθρώπων από μια μικρή ομάδα πολιτικών; Είναι γιατί ενστερνίζονται τις ίδιες αξίες με τους κυβερνήτες τους. Κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι πιστεύουν στις αρχές της εξουσίας, της ιεραρχίας, της δύναμης. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αρχής. Οι αναρχικοί, η οποίοι πάντα έκαναν τον διαχωρισμό μεταξύ τους κράτους και της κοινωνίας, εμμένουν στην κοινωνική αρχή, η οποία μπορεί να ιδωθεί όποτε οι άνθρωποι ενώνονται σε σχέσεις βασισμένες στην κοινή ανάγκη η το κοινό συμφέρον. «Το Κράτος» είπε ο Γερμανός αναρχικός Γκούσταβ Λαντάουερ, «δεν είναι κάτι που μπορεί να καταστραφεί από μια επανάσταση, αλλά είναι μια συνθήκη, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων, ένας τρόπος ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το καταστρέφουμε με το να συνάπτουμε άλλες σχέσεις, με το να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά.»
Ο καθένας μπορεί να δει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη οργάνωσης. Υπάρχει το είδος που σας επιβάλουν, το είδος που προέρχεται από τα επάνω και υπάρχει το είδος το οποίο πηγάζει από τα κάτω, στο οποίο κανένας δεν μπορεί να σας επιβάλει να κάνετε οτιδήποτε και στο οποίο είστε ελεύθεροι να συμμετέχετε η να φύγετε από μόνοι σας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αναρχικοί είναι άνθρωποι που θέλουν να μεταμορφώσουν όλα τα είδη της ανθρώπινης οργάνωσης στο είδος της καθαρά εθελοντικής ένωσης όπου οι άνθρωποι μπορούν να τη διακόψουν και να ξεκινήσουν μια δικιά τους αν δεν τους αρέσει. Εγώ, κάποτε, κάνοντας μια επισκόπηση αυτού του επιπόλαιου αλλά χρήσιμου μικρού βιβλίου με τίτλο «Ο νόμος του Πάρκινσον»(*), προσπάθησα να διατυπώσω τέσσερις αρχές μιας αναρχικής θεωρίας της οργάνωσης:
ότι θα πρέπει να είναι:
(1) Εθελοντική
(2) Λειτουργική
(3) Προσωρινή
(4) Μικρού μεγέθους.
Θα πρέπει να είναι εθελοντική για προφανείς λόγους. Δεν υπάρχει κανένα νόημα στη συνηγορία μας στην ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα αν είναι να συνηγορούμε για θεσμούς στους οποίους η συμμετοχή είναι υποχρεωτική.
Θα πρέπει να είναι λειτουργική και προσωρινή ακριβώς γιατί η μονιμότητα είναι ένας από τους παράγοντες που σκληραίνουν τις αρτηρίες ενός οργανισμού, κάνοντας τον να ενδιαφέρεται για την επιβίωση του ιδίου, υπηρετώντας τα συμφέροντα των γραφειοκρατών παρά τη λειτουργία του.
Θα πρέπει να είναι μικρού μεγέθους ακριβώς γιατί σε μικρά γκρουπ «πρόσωπο με πρόσωπο», οι γραφειοκρατικές και οι ιεραρχικές τάσεις που είναι έμφυτες σε οργανισμούς θα έχουν τη μικρότερη πιθανότητα να αναπτυχθούν. Είναι όμως από το τελευταίο σημείο από το οποίο οι δυσκολίες πηγάζουν. Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ένα μικρό γκρουπ μπορεί να λειτουργήσει αναρχικά, είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα όλων εκείνων των κοινωνικών λειτουργιών για τις οποίες είναι απαραίτητη η οργάνωση αλλά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. «Καλά», μπορεί να απαντήσουμε, όπως κάποιοι αναρχικοί έχουν κάνει, «αν μεγάλοι οργανισμοί είναι απαραίτητοι, μη μας υπολογίζετε. Θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». Μπορούμε να το πούμε αυτό φυσικά, αλλά αν προπαγανδίζουμε τον αναρχισμό ως μια κοινωνική φιλοσοφία πρέπει να συνυπολογίζουμε και όχι να αποφεύγουμε τα κοινωνικά γεγονότα. Είναι καλύτερα για εμάς να πούμε «αφήστε μας να βρούμε τρόπους με τους οποίους μεγάλης κλίμακας λειτουργίες μπορούν να διασπαστούν σε λειτουργίες ικανές να οργανωθούν από μικρά λειτουργικά γκρουπ και τότε συνδέστε όλα αυτά τα γκρουπ με ομοσπονδιακό τρόπο.»
Οι κλασικοί αναρχικοί στοχαστές, οραματιζόμενοι τη μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας, σκέπτονταν με όρους δύο ειδών κοινωνικών θεσμών: Σαν μια γεωγραφική μονάδα, τη κομμούνα, μια Γαλλική λέξη που μπορείτε να τη θεωρήσετε ως ισοδύναμη της λέξης «κοινότητα» η της Ρωσικής λέξης «σοβιέτ» στη αυθεντική σημασία της, αλλά που έχει επίσης και τη χροιά των αρχαίων οργανωμένων χωριών για τη καλλιέργεια γης από κοινού. Και το συνδικάτο, μια άλλη Γαλλική λέξη από την ορολογία των σωματίων εμπορίου, η το συμβούλιο των εργατών σαν μονάδα βιομηχανικής οργάνωσης. Και τα δύο έχουν οραματισθεί σαν μικρές μονάδες που θα μπορούσαν να ομοσπονδοποιηθούν μεταξύ τους για τις μεγαλύτερες υποθέσεις της ζωής, διατηρώντας την αυτονομία τους, η μια ομοσπονδοποιούμενη γεωγραφικά και η άλλη βιομηχανικά.
Το πλησιέστερο πράγμα στην καθημερινή πολιτική εμπειρία, στην ομόσπονδη αρχή που προτάθηκε από τον Προυντόν και τον Κροπότκιν θα ήταν το Ελβετικό, παρά το Αμερικάνικο, πολιτικό σύστημα. Και χωρίς να θέλω να υμνήσω το Ελβετικό πολιτικό σύστημα, μπορούμε να δούμε ότι τα είκοσι δύο ανεξάρτητα καντόνια της Ελβετίας είναι μια επιτυχημένη ομοσπονδία. Είναι μια ομοσπονδία όμοιων μονάδων, μικρών πυρήνων, και τα σύνορα των καντονιών διασχίζουν ενδιάμεσα τα γλωσσολογικά και εθνικά όρια έτσι ώστε, σε αντίθεση με πολλές ανεπιτυχείς ομοσπονδίες, η συνομοσπονδία δεν κυριαρχείται από μια η κάποιες πολιτικές μονάδες. Γιατί το πρόβλημα της ομοσπονδίας, όπως το θέτει ο Λέοπολντ Κόρ στο «Η κατάρρευση των Κρατών», είναι πρόβλημα διαχωρισμού και όχι ενότητας.
Ο Herbert Luethy γράφει για το πολιτικό σύστημα της χώρας του:
«Κάθε Κυριακή, οι κάτοικοι πολυάριθμων κοινοτήτων, προσέρχονται στις κάλπες για εκλέξουν δημόσιους λειτουργούς, να επικυρώσουν κονδύλια, η να αποφασίσουν αν θα χτιστεί ένα σχολείο η ένας δρόμος. Αφού κανονίσουν τις δουλειές της κομμούνας, ασχολούνται με τις εκλογές στα καντόνια και ψηφίζουν για θέματα των καντονιών. Στο τέλος..παίρνονται οι αποφάσεις που αφορούν την ομοσπονδία. Σε κάποια από τα καντόνια, οι κυρίαρχοι άνθρωποι ακόμα συναντιούνται σε στυλ Ρουσώ, για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αυτή η μορφή συγκέντρωσης μπορεί να ειδωθεί σαν μια σεβαστή παράδοση με μια κάποια τουριστική αξία. Αν είναι έτσι αξίζει να δει κανείς τα αποτελέσματα της τοπικής δημοκρατίας. Το πιο απλό παράδειγμα είναι το Ελβετικό σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο είναι το πιο πυκνό στο κόσμο. Με μεγάλο κόστος και προβλήματα, έχει φτιαχτεί για εξυπηρετεί τις ανάγκες των πλέον μικρών κοινοτήτων και των πιο απομακρυσμένων κοιλάδων, όχι σαν μια πρόταση κέρδους αλλά γιατί έτσι ήθελε ο λαός. Είναι το αποτέλεσμα μανιασμένων πολιτικών αγώνων. Το 19οαιώνα, το «δημοκρατικό σιδηροδρομικό κίνημα» έφερε τις μικρές Ελβετικές κοινότητες σε σύγκρουση με τις μεγάλες πόλεις οι οποίες είχαν συγκεντρωτικά σχέδια…
Και αν συγκρίνουμε το Ελβετικό δίκτυο με το Γαλλικό το οποίο, με αξιέπαινη γεωμετρική κανονικότητα, είναι εξ ολοκλήρου επικεντρωμένο στο Παρίσι ώστε η ευημερία ή η παρακμή μια περιοχής, η ζωή ή ο θάνατος ολόκληρων περιοχών να έχει εξαρτηθεί από τη ποιότητα της σύνδεσης με τη πρωτεύουσα, βλέπουμε τη διαφορά μεταξύ του συγκεντρωτικού κράτους και της ομόσπονδης συμμαχίας. Ο σιδηροδρομικός χάρτης είναι ο ευκολότερος να διαβάσει κανείς με μια ματιά, αλλά ας υπερθέσουμε επάνω του μια άλλη οικονομικά δραστηριότητα καθώς και τη μετακίνηση πληθυσμών.. Η διανομή της βιομηχανικής δραστηριότητας σε όλη την Ελβετία, ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές μαρτυρεί για την δύναμη και τη σταθερότητα της κοινωνικής δομής της χώρας και απέτρεψε όλες τις φρικτές συγκεντρώσεις της βιομηχανίας, με τα γκέτο και το ξεριζωμένο προλεταριάτο.»
Τα παραθέτω όλα αυτά, όπως είπα, όχι για να υμνήσω την Ελβετική δημοκρατία, αλλά για να υποδείξω ότι η ομοσπονδιακή αρχή η οποία βρίσκεται στη καρδία της αναρχικής κοινωνικής θεωρίας, είναι άξια περισσότερης προσοχής από ότι της έχει δοθεί στα συγγράμματα της πολικής επιστήμης. Ακόμα και στο πλαίσιο των συνήθων πολιτικών θεσμών η υιοθέτηση της έχει εκτεταμένα αποτελέσματα. Μια άλλη αναρχική θεωρία οργάνωσης είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε «αυθόρμητη τάξη»: Δεδομένης μιας κοινής ανάγκης, μιας συλλογικότητα ανθρώπων, μέσω της δοκιμής και του λάθους, με αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό, θα εξελίξει τη τάξη από το χάος. Μια τάξη πιο συνεχή και πιο στενά συνδεδεμένη στις ανάγκες τους από οποιοδήποτε άλλο είδος εξωτερικά επιβεβλημένης τάξης. Ο Κροπότκιν παρήγαγε αυτή τη θεωρία από τις παρατηρήσεις του πάνω στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας και της κοινωνικής βιολογίας που οδήγησαν στο βιβλίο του «Αλληλοβοήθεια» και έχει παρατηρηθεί στις ποιο επαναστατικές καταστάσεις, σε όλους τους ad hoc οργανισμούς που ξεφυτρώνουν μετά από φυσικές καταστροφές, η σε οποιαδήποτε δραστηριότητα όταν δεν υπάρχουν οργανωτικές φόρμες η ιεραρχική εξουσία. Το όνομα που έχει δοθεί σε αυτή την έννοια είναι «Κοινωνικός Έλεγχος» στο ομότιτλο βιβλίο του Έντουαρντ Άλσγουωρθ Ρος, ο οποίος παρέθεσε στιγμές από «συνοριακές» κοινωνίες όπου, μέσω ανοργάνωτων η άτυπων μέτρων, η τάξη διατηρείται χωρίς να ωφελείται η θεσμοποιημένη εξουσία. «Η συμπάθεια, η κοινωνικότητα, η αίσθηση δικαιοσύνης και η δυσαρέσκεια, είναι αρμόδιες, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, να επεξεργαστούν για τον εαυτό τους μια αληθινή, φυσική τάξη, δηλαδή μια τάξη δίχως σχεδιασμό η τέχνη.»
´Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα άσκηση αυτής της θεωρίας ήταν το Πρωτοπόρο Κέντρο Υγείας στο Peckham του Λονδίνου, που ξεκίνησε στη δεκαετία πρίν τον πόλεμο από μία ομάδα γιατρών και βιολόγων που ήθελαν να μελετήσουν τη φύση της υγείας και την υγιή συμπεριφορά αντί για τη μελέτη της άρρωστης-υγείας όπως οι υπόλοιποι του επαγγέλματος τους. Αποφάσισαν ότι ο τρόπος για να το κάνουν αυτό ήταν να ξεκινήσουν μία κοινωνική λέσχη τα μέλη της οποίας συμμετείχαν ως οικογένειες και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορες εγκαταστάσεις μεταξύ των οποίων η πισίνα, το θέατρο, τον παιδικό σταθμό και την καφετέρια, με αντάλλαγμα για την εγγραφή των μελών της οικογένειας και τη συμφωνία τους για περιοδικές ιατρικές εξετάσεις. Δινόταν συμβουλές και όχι θεραπευτική αγωγή. Με σκοπό να είναι ικανοί να αντλήσουν έγκυρα συμπεράσματα οι βιολόγοι του Peckman σκέφτηκαν ότι ήταν αναγκαίο να μπορούν να παρατηρούν τα ανθρώπινα όντα που ήταν ελεύθερα – ελεύθερα να δράσουν όπως επιθυμούσαν και να εκφράζουν τις επιθυμίες τους.
Έτσι δεν υπήρχαν ούτε κανόνες ούτε αρχηγοί. “Ήμουν το μοναδικό πρόσωπο με εξουσία” έλεγε ο Δρ Scott Williamson, ο ιδρυτής, “και τη χρησιμοποιούσα για να σταματήσω κάποιον ο οποίος χρησιμοποιούσε οποιαδήποτε εξουσία” Για τους πρώτους οχτώ μήνες υπήρχε χάος. “Με τα πρώτα μέλη των οικογενειών” λέει ένας παρατηρητής, “κατέφθασε μία ορδή από απείθαρχα παιδιά που χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το κτίριο όπως θα είχαν, πιθανά, χρησιμοποιήσει έναν τεράστιο δρόμο του Λονδίνου. Ουρλιάζοντας και τρέχοντας σαν χούλιγκανς μέσα σε όλα τα δωμάτια, σπάζοντας εξοπλισμό και έπιπλα”, έκαναν τη ζωή ανυπόφορη για όλους. Ο Scott Williamson ωστόσο, “επέμενε ότι η ηρεμία θα αποκαθιστώνταν μόνο από την αντίδραση των παιδιών στην ποικιλία των ερεθισμάτων που τοποθετήθηκαν στο δρόμο τους” και “σε λιγότερο από ένα χρόνο το χάος μειώθηκε σε μία τάξη όπου οι ομάδες των παιδιών καθημερινά μπορούσαν να βρεθούν να κολυμπάνε, να πατινάρουν, να κάνουν ποδήλατο, να χρησιμοποιούν το γυμναστήριο ή να παίζουν κάποιο παιχνίδι, περιστασιακά να διαβάζουν κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη… το τρέξιμο και η κραυγή ήταν πράγματα του παρελθόντος.”
Περισσότερο δραματικά παραδείγματα του ίδιου φαινόμενου αναφέρονται από εκείνους τους ανθρώπους που ήταν αρκετά γενναίοι, ή σίγουροι να θεσμίσουν αυτοκυβερνώμενες μη-πειθαρχικές κοινότητες παραβατικών ή απροσάρμοστων παιδιών: οι August Aichorn και Homer Lane είναι τέτοια παραδείγματα. Ο Aichorn διεύθυνε αυτό το διάσημο ινστιτούτο στη Βιέννη, που περιέγραψε στο βιβλίο του Wayward Youth. Ο Homer Lane ήταν ο άνθρωπος που, μετά από τα πειράματα στην Αμερική ξεκίνησε στη Βρετανία μία κοινότητα από νέους παραβάτες, αγόρια και κορίτσια, που την αποκαλούσε Μικρή Κοινοπολιτεία. Ο Lane συνήθιζε να διακηρύσσει ότι “Η ελευθερία δεν μπορεί να δοθεί. Παίρνεται από το παιδί μέσα στην ανακάλυψη και την εφεύρεση”. Πιστός σε αυτή την αρχή, σημειώνει ο Howard Jonew, “αρνήθηκε να επιβάλει πάνω στα παιδιά ένα σύστημα διακυβέρνησης που αντέγραφε τους θεσμούς του κόσμου των ενήλικων. Η δομή αυτοκυβέρνησης της Μικρής Κοινοπολιτείας αναπτύχθηκε από τα ίδια τα παιδιά, σιγά και με πόνο για να ικανοποιήσει τις δικές τους ανάγκες.”
Οι αναρχικοί πιστεύουν στις ομάδες χωρίς ηγέτες, και εάν αυτή η φράση είναι οικεία σε εσάς είναι λόγω του παράδοξου που ήταν γνωστό στην τεχνική της ομάδας χωρίς ηγέτες που υιοθετήθηκε στο Βρετανικό και Αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου – ως μέσο επιλογής των ηγετών. Οι στρατιωτικοί ψυχίατροι έμαθαν ότι τα γνωρίσματα του ηγέτη ή του ακόλουθου δεν εκτίθενται σε απομόνωση. Όπως έγραψε κάποιος από αυτούς “ανάλογα με τη συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση –η ηγεσία ποικίλει από κατάσταση σε κατάσταση και από ομάδα σε ομάδα.” Ή όπως το είχε θέσει ο Mihael Bakunin εκατό χρόνια πριν, “Παίρνω- δίνω, έτσι είναι η ανθρώπινη ζωή. Καθένας κατευθύνει και κατευθύνεται με τη σειρά του. Επομένως δεν υπάρχει σταθερή και συνεχής εξουσία, αλλά μία διαρκής ανταλλαγή αμοιβαίας, προσωρινής και πάνω από όλα, εθελοντικής εξουσίας και υποταγής”
Το σημείο αυτό για την ηγεσία τέθηκε καλά στο βιβλίο του John Comerford, Health the Unknown, για το πείραμα του Peckham:
“Συνηθισμένος όπως είναι σε αυτή την ηλικία στην τεχνική ηγεσία… είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει την αλήθεια πως οι ηγέτες δεν χρειάζονται εκπαίδευση ή καθορισμό, αλλά αναδύονται αυθόρμητα όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Μελετώντας τα μέλη στο ελεύθερο για όλου Κέντρο του Peckham, οι παρατηρητές επιστήμονες είδαν ξανά ξαν ά πως ένα μέλος ενστικτωδώς έγινε, και αναγνωρίσθηκε ενστικτωδώς αλλά όχι επίσημα, ηγέτης για να συναντηθεί με τις ανάγκες τις συγκεκριμένης στιγμής. Τέτοιοι ηγέτες εμφανίζονται και εξαφανίζονται όπως απαιτούσε η ροή του Κέντρου. Επειδή δεν ήταν συνειδητά καθορισμένοι, ούτε (όταν είχαν ικανοποιήσει το σκοπό τους) ανατρεπόταν συνειδητά. Ούτε εκδηλωνόταν οποιαδήποτε ευγνωμοσύνη από τα μέλη στον ηγέτη είτε στο χρόνο των υπηρεσιών του ή μετά την παράδοση τους. Αυτοί ακολουθούσαν την καθοδήγηση τους όσο αυτή ήταν χρήσιμη και την ήθελαν. Σκορπίζαν μακριά του χωρίς συγγνώμη όταν κάποια ευρύτερη εμπειρία τους έκανε νόημα σε μία ποιο φρέσκια περιπέτεια, που με τη σειρά της θα ξερνούσε τον αυθόρμητο ηγέτη της, ή όταν η αυτοπεποίθηση ήταν τέτοια που κάθε μορφή εξαναγκαστικής ηγεσίας θα ήταν περιορισμός για αυτούς. Μία κοινωνία, επομένως, εάν αφεθεί στις κατάλληλες συνθήκες να εκφράσει τον εαυτό της αυθόρμητα δοκιμάζει τη σωτηρία της και πετυχαίνει την αρμονία της δράσης της που η επιβεβλημένη ηγεσία δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί.”
Μην ξεγελιέστε από το γλυκό εύλογο όλων αυτών. Αυτή η αναρχική έννοια της ηγεσίας είναι αρκετά επαναστατική στις συνέπειες της όπως μπορείς να δεις εάν κοιτάξεις γύρω σου, βλέπεις παντού σε λειτουργία την αντίθετη έννοια: της ιεραρχικής, εξουσιαστικής, προνομιούχας και μόνιμης ηγεσίας. Υπάρχουν ελάχιστες συγκριτικές έρευνες διαθέσιμες για τις επιδράσεις των δύο αντίθετων προσεγγίσεων στην οργάνωση της εργασίας. Δύο από αυτές θα τις αναφέρω αργότερα· μία άλλη, σχετική με την οργάνωση των αρχιτεκτονικών γραφείων παράχθηκε το 1962 για το ινστιτούτο των Βρετανών Αρχιτεκτόνων κάτω από τον τίτλο The Architect and His Oflice. Η ομάδα που ετοίμασε αυτή την αναφορά θεμελίωσε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαδικασία σχεδιασμού, που οδήγησε στην ανάδειξη διαφορετικών τρόπων εργασίας και μεθόδων οργάνωσης. Η μία κατηγοριοποιήθηκε ως κεντροποιημένη, και χαρακτηριζόταν από αυτοκρατικές μορφές ελέγχου, και την άλλη την αποκάλεσαν διάχυτη, που παρείχε αυτό που αποκαλούσαν “μία άτυπη ατμόσφαιρα ελεύθερης-ροής ιδεών” Αυτό είναι ένα πολύ ζωντανό θέμα ανάμεσα στους αρχιτέκτονες. Ο κύριος W.D Pile, με επίσημη ιδιότητα βοήθησε στην εγγύηση της κύριας επιτυχίας της μεταπολεμικής βρετανικής αρχιτεκτονικής, το πρόγραμμα κατασκευής σχολείων, καθορίζει ανάμεσα στα πράγματα που κοιτάει σε ένα μέλος της ομάδας κατασκευής αυτό: “πρέπει να έχει μία πίστη σε αυτό που αποκαλώ μη-ιεραρχική οργάνωση της εργασίας.
Η εργασία οφείλει να οργανώνεται όχι στο σύστημα των άστρων αλλά στο σύστημα του ρεπερτορίου. Ο ηγέτης της ομάδας μπορεί συχνά να είναι ένας νέο μέλος της ομάδας. Αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό εάν είναι κοινά αποδεκτό πως η ανωτερότητα βρίσκεται στην καλύτερη ιδέα και όχι στον παλαιότερο άνθρωπο” Και ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες μας, ο Walter Gropius, διακήρυττε ότι αυτό που αποκαλούσε τεχνική “της συνεργασίας ανάμεσα σε ανθρώπους, που μπορούσε να απελευθερώσει τα δημιουργικά ένστικτα του ατόμου αντί να τα καταπνίξει. Η ουσία της τεχνικής αυτής όφειλε να δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία για πρωτοβουλία, αντί στην εξουσιαστική καθοδήγηση ενός αφεντικού… συγχρονίζοντας την ατομική προσπάθεια μέσω ενός συνεχούς δίνω-παίρνω των μελών του…”
Αυτό μας οδηγεί σε έναν άλλον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής θεωρίας, την ιδέα του εργατικού ελέγχου της βιομηχανίας. Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία ελκυστική ιδέα, αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί (και επομένως ανάξια να αγωνιστεί κανείς για αυτή) λόγω της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της νεωτερικής βιομηχανίας. Πώς μπορούμε να τους πείσουμε διαφορετικά; Εκτός από το να επισημάνουμε πως η αλλαγή των πηγών της εξουσίας των κινήτρων κάνει τη γεωγραφική συγκέντρωση της βιομηχανίας απαρχαιωμένη, και το πως οι αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής κάνουν τη συγκέντρωση μεγάλων αριθμών ανθρώπων περιττή, ίσως η καλύτερη μέθοδος να πείσουμε τους ανθρώπους ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία εφικτή πρόταση στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας είναι δείχνοντας τα επιτυχημένα παραδείγματα αυτού που οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές αποκαλούσαν “έλεγχο οικειοποίησης” Αυτοί ήταν μερικοί και περιοριστικοί στην πραγματικότητα, όπως ήταν υποχρεωμένοι, αλλά έδειξαν πως οι εργαζόμενοι είχαν την οργανωτική ικανότητα στη βάση τους, που οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται ότι την κατέχουν.
Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω μέσα από δύο στιγμές τις νεωτερικής μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας. Το πρώτο είναι το σύστημα της ομάδας εργατών, και περιγράφηκε από έναν Αμερικανό καθηγητή της βιομηχανικής και διευθυντικής μηχανικής, Seymour Melman, στο βιβλίο του Decision-Making and Productivity. Αναζητούσε, μέσω μία λεπτομερούς σύγκρισης της μανιφακτούρας του ίδιου προϊόντας, του τρακτέρ Ferguson, στο Detroit και το Coventry, Αγγλία, “να αποδείξει ότι υπήρχαν πραγματικές εναλλακτικές στον κανόνα της διεύθυνσης της παραγωγής” Η έκθεση του για τη λειτουργία του συστήματος της ομάδας εργατών επιβεβαιώθηκε από έναν μηχανικό στο Coventry, τον Reg Wright, σε δύο άρθρα της Αναρχίας. Στη βιομηχανία τρακτέρ του Standard στην περίοδο μέχρι το 1956 που πουλήθηκε, ο Melman γράφει: “Σε αυτή την εταιρεία θα δούμε ότι την ίδια στιγμή: χιλιάδες εργάτες λειτουργούσαν δυνητικά χωρίς επιτήρηση όπως συμβατικά κατανοείται, και σε πολύ υψηλή παραγωγικότητα· πληρωνόταν ο μεγαλύτερος μισθός στη βρετανική βιομηχανία· παραγόταν υψηλής ποιότητας προϊόντα σε αποδεκτές τιμές σε εργοστάσια εκτατικής μηχανοποίησης· η διεύθυνση διεξήγαγε τις υποθέσεις της σε ασυνήθιστα χαμηλό κόστος· οι επίσης οργανωμένοι εργάτες είχαν ένα ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή της λήψης των αποφάσεων”
Από την πλευρά της παραγωγής οι εργάτες, “το σύστημα της ομάδας εργασίας οδηγούσε στην παρακολούθηση των αγαθών και όχι στην παρακολούθηση των ανθρώπων” Ο Melman παραβάλει τον “αρπαχτικό ανταγωνισμό” που χαρακτηρίζει το διευθυντικό σύστημα λήψης αποφάσεων με το εργατικό σύστημα λήψης αποφάσεων στο οποίο “το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας διαμόρφωσης της απόφασης είναι αυτό της αμοιβαιότητας της λήψης της απόφασης με την τελική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια των ομαδοποιημένων εργατών καθεαυτά.” Το σύστημα ομάδας όπως περιγράφεται από τον Melman είναι πολύ όμοιο με το συλλογικό σύστημα συμβολαίου που επινοήθηκε από τον G.D.H Cole, που ισχυριζόταν ότι “το αποτέλεσμα θα ήταν να συνδέσει τα μέλη της ομάδας εργασίας μαζί σε μία κοινή επιχείρηση κάτω από την αιγίδα και τον έλεγχο τους, και να τα απελευθερώσει από την εξωτερικά επιβλημένη πειθαρχία σε σχέση με τη μέθοδο τους να γίνει η δουλειά.”
Το δεύτερο μου παράδειγμα αντλείται πάλι από μία συγκριτική μελέτη των διαφορετικών μεθόδων της εργατικής οργάνωσης, που έγινε από το ινστιτούτο του Tavistock στα τέλη της δεκαετίας του 50, και αναφέρεται στο Organisational Choice του E. L. Trist, και το Autonomous Group Functioning του P. Herbst. Η σημασία του μπορεί να φανεί από τις εισαγωγικές λέξεις του πρώτου: “Η έρευνα αυτή αφορά μία ομάδα ανθρακωρύχων που ήρθαν μαζί για να αναπτύξουν έναν νέο τρόπο ομαδικής εργασίας, σχεδιάζοντας τον τύπο της αλλαγής που ήθελαν να φέρουν σε πέρας, και την ελέγχουν σε πρακτικό επίπεδο. Ο νέος τύπος της εργατικής οργάνωσης που έχει μείνει γνωστή στη βιομηχανία ως σύνθετη εργασία, έχει σε μερικά χρόνια αναδυθεί αυθόρμητα σε έναν αριθμό διαφορετικών λάκκων στο βορειοδυτικό πεδίο άνθρακα του Durham. Οι ρίζες της πάνε πίσω σε μία παλιά παράδοση η οποία έχει σχεδόν αντικατασταθεί ολοκληρωτικά στην πορεία του τελευταίου αιώνα από την εισαγωγή των τεχνικών εργασίας που βασίζονται στον τεμαχισμό καθηκόντων, τη διαφορά στο στάτους και το μισθό, και τον εξωτερικό ιεραρχικό έλεγχο.” Η άλλη αναφορά σημειώνει πως η μελέτη έδειξε “την ικανότητα των αρκετά μεγάλων ομάδων εργασίας των 40-50 μελών να δρουν αυτορυθμιζόμενοι, αυτοαναπτυσσόμενοι κοινωνικοί οργανισμοί ικανοί να συντηρούνται αφεαυτοί σε μία σταθερή κατάσταση υψηλής παραγωγικότητας” Οι συγγραφείς περιγράφουν το σύστημα με έναν τρόπο που δείχνει τη σχέση του με την αναρχική σκέψη:
“Η σύνθετη οργάνωση της εργασίας μπορεί να περιγραφεί ως μία στην οποία η ομάδα παίρνει τη συνολική ευθύνη για ολόκληρο τον κύκλο των εγχειρημάτων που περιλαμβάνονται στη εξόρυξη του άνθρακα. Κανένα μέλος της ομάδας δεν έχει σταθερό εργατικό ρόλο.”
Αντί για αυτό, οι άνθρωποι αναπτύσσουν οι ίδιοι, εξαρτώμενοι από τις απαιτήσεις του εν κινήσει ομαδικού καθήκοντος. Μέσα στα όρια των απαιτήσεων της τεχνολογίας και της ασφάλειας είναι ελεύθεροι να αναπτύξουν τον δικό τους τρόπο οργάνωσης και της εκτέλεσης του καθήκοντος τους. Δεν είναι το υποκείμενο σε καμιά εξωτερική αρχή σε σχέση με αυτή, ούτε υπάρχει μέσα στην ομάδα κάποιο μέλος που αναλαμβάνει την τυπική διευθυντική λειτουργία της ηγεσίας. Ενώ στη long wall συμβατική εργασία το καθήκον της εξόρυξης του άνθρακα διαχωρίζεται σε τέσσερις με οχτώ ρόλους εργασίας, που εκτελούνται από διαφορετικές ομάδες, με καθεμία να πληρώνεται σε διαφορετική τιμή, στις σύνθετες ομάδες εργασίας τα μέλη δεν πληρώνονται απευθείας για κάθε καθήκον που εκτελείται. Η συμφωνία για το μισθό όλων, αντί για αυτό, βασίζεται στη διαπραγμάτευση της τιμής για τόνους παραγόμενου κάρβουνου από την ομάδα. Το εισόδημα που αποκτάται χωρίζεται ισότιμα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας.
Τα έργα στα οποία παραπέμπω έχουν γραφτεί για ειδικούς στην παραγωγικότητα και τη βιομηχανική οργάνωση, αλλά τα μαθήματα τους είναι καθαρά για ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ιδέα του εργατικού ελέγχου. Αντιμέτωποι με την αντίρρηση ότι ακόμα και αν μπορούν να εμφανιστούν αυτόνομες ομάδες που μπορούν να οργανωθούν οι ίδιες σε μεγάλη κλίμακα και πολύπλοκα καθήκοντα, δεν έχει ακόμα φανεί ότι μπορούν να συντονιστούν επιτυχώς, καταφεύγουμε ξανά στη αρχή της ομοσπονδίας. Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σχετικά με την ιδέα ότι μεγάλες μονάδες αυτόνομων βιομηχανικών μονάδων μπορούν να οργανωθούν ομοσπονδιακά και να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Εάν ταξιδέψετε στην Ευρώπη πάτε πάνω από τις γραμμές μίας ντουζίνας συστημάτων σιδηρόδρομων – καπιταλιστικών και κομμουνιστικών – στις οποίες φτάνουν μέσα από την ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα σε διάφορες αναλήψεις χωρίς κεντρική αρχή. Μπορείς να στείλεις ένα γράμμα οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά δεν υπάρχει καμία ταχυδρομική αρχή – οι αντιπρόσωποι των διαφορετικών ταχυδρομικών αρχών απλά έχουν ένα συμβούλιο περίπου κάθε πέντε χρόνια.
Υπάρχουν ρεύματα, που παρατηρούνται σε αυτά τα περιστασιακά πειράματα στη βιομηχανική οργάνωση, σε νέες προσεγγίσεις προβλημάτων παραβατικότητας και εθισμού, στην εκπαιδευτική και κοινοτική οργάνωση, και στην “απο-ιδρυματοποίηση” νοσοκομείων, άσυλων, παιδικών σταθμών και πάει λέγοντας, που έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, και που λειτουργούν ενάντια στις γενικά αποδεκτές ιδέες για την οργάνωση, την εξουσία και την κυβέρνηση. Η κυβερνητική θεωρία με την έμφαση της στα συστήματα αυτοοργάνωσης, οδηγεί σε μία παρόμοια επαναστατική κατεύθυνση. Οι George και Louise Crowley, για παράδειγμα, στα σχόλια τους στην έκθεση τους Ad Hoc Committee on the Triple Revolution, (Monthly Review, Nov. 1964) σημειώνουν ότι, “Δεν το βρίσκουμε λιγότερο λογικό να αξιώσουμε μία λειτουργική κοινωνία χωρίς εξουσία από το να αξιώσουμε ένα τακτικό σύμπαν χωρίς θεό. Επομένως η λέξη αναρχία δεν πρέπει να μας φοβίζει με συνειρμούς για αταξία, χάος ή σύγχυση. Για τον άνθρωπο, που ζει σε μη ανταγωνιστικές συνθήκες ελευθερίας από τον μόχθο και την καθολική αφθονία, η αναρχία είναι απλά η ενδεδειγμένη κατάσταση της κοινωνίας.”
Στη Βρετανία ο καθηγητής Richard Titmuss σημειώνει ότι οι κοινωνικές ιδέες μπορούν να είναι το ίδιο σημαντικές στο επόμενο μισό αιώνα ως τεχνολογική καινοτομία. Πιστεύω ότι οι κοινωνικές ιδέες του αναρχισμού: αυτόνομες ομάδες, αυθόρμητη τάξη, εργατικός έλεγχος, η αρχή της ομοσπονδιοποίησης, αθροίζονται σε μία συνεκτική θεωρία της κοινωνικής οργάνωσης που είναι έγκυρη και ρεαλιστικά εναλλακτική στην εξουσιαστική, ιεραρχική και θεσμική κοινωνική φιλοσοφία που τις βλέπουμε να εφαρμόζονται παντού γύρω μας. Ο άνθρωπος θα υποχρεωθεί, διακήρυττε ο Κροπότκιν, “να βρει νέες μορφές οργάνωσης για τις κοινωνικές λειτουργίες που το Κράτος ικανοποιεί μέσω της γραφειοκρατίας” και επέμενε ότι “όσο καιρό αυτό δεν γίνεται τίποτα δεν θα γίνεται” Νομίζω ότι οφείλουμε να ανακαλύψουμε πως πρέπει να είναι αυτές οι νέες μορφές της οργάνωσης. Τώρα πρέπει να κάνουμε τις ευκαιρίες πράξη.
Σημείωση:
Αυτό το κείμενο δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ του αναρχισμού και των αρχών των περίπλοκων συστημάτων που αποτελούνται από πολλές αλληλένδετες μονάδες. Ίσως, μόνο όταν αντικατασταθεί η μηχανιστική θεώρηση του κόσμου από μια κυβερνητική [1] , ο αναρχισμός ως οργάνωση να αναγνωρισθεί τελικά και να γίνει αποδεκτός.
[1](Σ.τ.Μ.)Με τον όρο “κυβερνητική” εννοούμε την : “επιστήμη συστημάτων(ή συστημική)Eνα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο το οποίο παρέχει έναν κοινό τρόπο σκέψης με στόχο την ανάπτυξη μεθοδολογικών πλαισίων για τη μελέτη συστημάτων με εσωτερική δομή (π.χ. κοινωνικά, ηλεκτρονικά, βιολογικά, γνωσιακά ή μεταφυσικά συστήματα).(http://en.wikipedia.org/wiki/Cybernetics )
Πέρα από τη δημοκρατία, η αναρχία
Ο αναρχισμός είναι δημοκρατικός; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να έχει δύο σκέλη: ο αναρχισμός περιέχει τη δημοκρατία και συγχρόνως αξιώνει να την υπερβεί. Η πρόταση του αναρχισμού για την οργάνωση της κοινωνίας πηγαίνει πέρα από τους κανόνες της δημοκρατίας: αντιπροσωπεύει ένα πέρα από το πολιτικό ως αυτόνομης κατηγορίας από το κοινωνικό. Για την πραγματοποίηση αυτής της αντίληψης για την κοινωνική οργάνωση ( αντίληψη που μένει ακόμη να ορίσουμε, μάλλον να συγκεκριμενοποιήσουμε) η αναρχική θεωρία προτείνει την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας ως πρώτο και θεμελιώδες βήμα για το ξεπέρασμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο Amedeo Bertolo γράφει: ”Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση”. Η άμεση δημοκρατία, αρθρωμένη πάνω σε ομοσπονδιακή βάση, είναι λοιπόν η λύση που ανέκαθεν οι αναρχικοί πρότειναν για την οργάνωση της πολιτικής πλευράς μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων. Μια πρόταση η οποία παραμένει μια μεταβλητή, η αυθεντικότερη ίσως, της δημοκρατίας. Παρόλο όμως που η άμεση δημοκρατία διευρύνει τις διαδικασίες των αποφάσεων ισότιμα προς όλα τα μέλη της κοινωνίας, μπορεί να περιέχει στοιχεία και προβληματικές της λογικής και του φαντασιακού της αντιπροσωπευτικής λεγόμενης δημοκρατίας. Βεβαίως αυτή η διεύρυνση δεν είναι μονάχα ποσοτική, το αντίθετο μάλιστα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η δημοκρατική πρόταση περιέχει ένα κοινό παράδειγμα σε κάθε μορφή δημοκρατίας. Παραδείγματος χάρη και στην άμεση δημοκρατία είναι δυνατόν να σχηματιστούν πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Υπάρχει συνεπώς μια ανοιχτή ερώτηση: η μειοψηφία πρέπει να συμμορφώνεται με τη βούληση της πλειοψηφίας; Εδώ εμφανίζεται κι ένας άλλος προβληματισμός. Το κοινό αίσθημα των αναρχικών εντοπίζει στο πολιτικό όπως και στο οικονομικό δύο θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται η κοινωνία της κυριαρχίας. Η κοινωνία που απαλλοτριώνει τη δύναμη των πολιτών για να την εμπιστευτεί (ακόμη και στην αντιπροσωπευτική μορφή) στην αποκλειστική εξουσία μιας μειοψηφίας, βρίσκει στο οικονομικό και το πολιτικό δύο προνομιακούς χώρους αναπαραγωγής. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο ο αναρχισμός πάντα διακήρυττε τη σπουδαιότητα της «κοινωνικής επανάστασης», την αναγκαιότητα ενός ριζικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας που θα απορροφούσε μέσα στην κοινωνία αυτές τις δύο αυτονομημένες λειτουργίες. Όμως αυτές οι δύο λειτουργίες (όπως και άλλες) είναι «λειτουργίες» για την κοινωνία. Οι πόρτες της ελευθεριακής κοινωνίας δεν ανοίγουν με μια κλοτσιά ούτε το παρόν απαλείφεται με ένα απλό σβήσιμο ( ούτως ή άλλως αδύνατο). Μια πολύπλοκη κοινωνία ( και η ελευθεριακή κοινωνία είναι σίγουρα περισσότερο σύνθετη από εκείνη της κυριαρχίας, γιατί σε αυτήν απουσιάζει η περιστολή της πολυπλοκότητας που καθορίζεται από την ίδια την κυριαρχία) έχει ανάγκη ενός χώρου, πραγματικού και συμβολικού, στον οποίο θα ορίζονται οι κανόνες που αφορούν τις αποφάσεις και τη σύνθεση των διαφορετικών και πολλές φορές αντικρουόμενων συμφερόντων: το πολιτικό, για να ακριβολογούμε. Το πολιτικό, το οποίο αν και έλαβε την κρατική μορφή δεν εξαντλείται μόνο σε αυτήν.
Η σκέψη του ιταλού αναρχικού Amedeo Bertolo βουτάει στα βαθιά αυτών των προβληματισμών προσπαθώντας να αποσαφηνίσει ( και σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει) τις σχέσεις (άμεσης) δημοκρατίας και αναρχίας. Ν.Χ
του Amedeo Bertolo
“Εάν εκληφθεί κυριολεκτικά μια δημοκρατία πρέπει να είναι μια ακρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στο λαό στο βαθμό που ο λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος”. Giovanni Sartori
Το άρθρο αυτό ασχολείται με τη δημοκρατία από μια αναρχική οπτική και με τον αναρχισμό από μια δημοκρατική οπτική. Το κύριο ζήτημα είναι εκείνες οι πλευρές των δύο αυτών πολιτικών και φιλοσοφικών κατηγοριών που προκύπτουν από μια αντιπαράθεση μεταξύ τους, δηλαδή οι ουσιώδεις διαφορές και ομοιότητες μεταξύ της δημοκρατίας και του αναρχισμού. Αυτό σημαίνει ότι δε θα εξεταστούν λεπτομερώς ούτε η δημοκρατία με την έννοια που της αποδίδεται συνήθως («αντιπροσωπευτική» δημοκρατία), ούτε ο πολιτικός αναρχισμός (όπως τον βλέπουν οι αναρχικοί), ούτε ακόμα η πρωταρχική μορφή δημοκρατίας, η «άμεση δημοκρατία», που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δημοκρατίας και αναρχισμού.
Θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερος χώρος από αυτόν που έχουμε εδώ για να εξετάσουμε λεπτομερώς όλα τα παραπάνω. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε σύντομους ορισμούς με σκοπό μια σύγκριση, ή καλύτερα, μια γενική εκτίμηση της συμβατότητας/συγκρισιμότητάς τους. Αυτό που ελπίζω να καταδείξω είναι ότι η δημοκρατία και ο αναρχισμός δεν είναι ούτε ταυτόσημες (υπό ορισμένες συνθήκες) ούτε αντιθετικές έννοιες. Ο αναρχισμός είναι η πλέον αναπτυγμένη μορφή δημοκρατίας, ταυτόχρονα όμως εκτείνεται οπωσδήποτε πέρα από αυτήν -όπως υποστηρίζει και ο τίτλος αυτού του άρθρου. Στο ερώτημα εάν είναι δυνατό ο αναρχισμός να πάει πέρα από τη δημοκρατία θα απαντούσα ότι μπορεί, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.
Σε μια αναλογία μ’ αυτό που έγραψα κάποτε για την ελευθερία,2 η αναρχική αντίληψη της ελευθερίας είναι και «μεγαλύτερη» και «διαφορετική» από τη φιλελεύθερη αντίληψη. Με απλούστερους όρους, αυτή η «διαφορά» έγκειται στο γεγονός ότι για τους φιλελεύθερους η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από την ελευθερία των άλλων, ενώ για τους αναρχικούς ενισχύεται από αυτήν. Εντούτοις, η «διαφορετική» ελευθερία των αναρχικών ενσωματώνει και την ελευθερία των φιλελεύθερων, ενώ ταυτόχρονα την υπερβαίνει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η ποσότητα είναι ουσιαστική, εφόσον χωρίς αυτή δεν υπάρχει καμιά εγγύηση της ποιότητας’ μια «διαφορετική» ελευθερία πρέπει την ίδια στιγμή να σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη ελευθερία. Ακόμα και θρησκευτικοί φονταμενταλιστές (χριστιανοί, μουσουλμάνοι κλπ) μιλούν για «διαφορετική» ελευθερία, η οποία όμως είναι μικρότερη ελευθερία, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο -ιδιαίτερα στο ατομικό.
Έτσι, η πολιτική ιδέα των αναρχικών είναι, και πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι, μεγαλύτερη δημοκρατία, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, εάν είναι να μην παραμείνει σ’ αυτήν την πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ότι υποστηρίζουν οι αναρχικοί: ότι η πολιτική τους αντίληψη είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Έτσι, η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό υπερβαίνει ποσοτικά και ποιοτικά την αντίστοιχη δημοκρατική αντίληψη. Αυτό ισχύει τόσο για την επικρατούσα δημοκρατική αντίληψη, την αντιπροσωπευτική, όσο και για τις περισσότερο ριζοσπαστικές, όπως αυτή της «συμμετοχικής δημοκρατίας»…,3 ακόμα και για τη λεγόμενη «άμεση δημοκρατία».4 Η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό η – οποία θα μπορούσε να ονομαστεί «αναρχική πολιτική»- είναι στην πραγματικότητα ταυτόχρονα κάτι περισσότερο από τη δημοκρατία αλλά και κάτι διαφορετικό.
Πώς μπορεί λοιπόν κάτι να είναι ένα πράγμα και την ίδια στιγμή να είναι κάτι άλλο; Όσο δύσκολο κι αν είναι να γίνει αυτό αντιληπτό, είναι στην πραγματικότητα δυνατό. Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πράγματα από τον φυσικό κόσμο, αλλά σε «πράγματα» από το κοινωνικο-πολιτικό φαντασιακό, των οποίων ο τρόπος του «είναι» εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία θεωρούμαι. Ο αναρχισμός σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να ειδωθεί ως μια ακραία μορφή δημοκρατίας και ως μια διαφορετική μορφή οικοδόμησης του πολιτικού, ή ακόμα και ως κάτι που βρίσκεται πέραν του πολιτικού. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι έχω κατά νου συγκεκριμένους ορισμούς της δημοκρατίας (ή καλύτερα των δημοκρατιών5), οι οποίοι ήταν πάντοτε υπόρρητοι, έχουν όμως σταδιακά καταστεί περισσότερο ρητοί.
Οι ορισμοί αυτοί είναι σχετικά ουδέτεροι με δεδομένο ότι η απόλυτη ουδετερότητα δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ωφέλιμη. Πρόκειται για ορισμούς του αναρχισμού, πρώτα και κύρια από μια αναρχική προοπτική (έχοντας κατά νου η δημοκρατική κριτική), και της δημοκρατίας από δημοκρατική προοπτική6έχοντας κατά νου την αναρχική κριτική). Πρώτα όμως θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, η οποία μόνο φαινομενικώς δείχνει να είναι άσχετη και/ή προσωπική.
Παρέκβαση
Όταν έχω κακή διάθεση και κοιτάζω γύρω μου στην «ιδεολογική αποθήκη» του αναρχισμού, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στο βάθος ενός καταστήματος μεταχειρισμένων ειδών. Όχι σ’ ένα παλαιοπωλείο, όπως μπορεί να το έθετε κάποιος κακόβουλος εχθρός του αναρχισμού, αλλά χειρότερα -σ’ ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών.
Μεταξύ των φθαρμένων από το χρόνο φράσεων, των διακηρύξεων αρχών, του λεκτικού εξτρεμισμού, των δηλώσεων αλληλεγγύης, των αναμνήσεων, αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει… μπορώ να δω ορισμένα πιο πρόσφατα κομμάτια -όχι τόσο παλαιά για να είναι αντίκες, αλλά αρκετά για να μην είναι πραγματικά μοντέρνα, δηλαδή σχεδόν σύγχρονα. Γνωρίζω ότι ο αναρχισμός έχει παραγάγει αυθεντικά και σημαντικά πράγματα κατά τα πενήντα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι-τριάντα), πράγματα που δικαιολογημένα μπορούν να χαρακτηριστούν μοντέρνα.6 Γνωρίζω επίσης ότι η αναρχική σκέψη έχει ασφαλώς διατηρήσει ορισμένες υπέροχες «αντίκες» από την κλασσική της περίοδο. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές και περιφρονώντας την εφευρετικότητα και το πλούσιο δυναμικό του «μοντέρνου», το «παλαιό», δηλαδή η βίβλος, έχει χτίσει ένα καβούκι για να προστατεύσει την εύθραυστη ταυτότητά της.
Η ταυτότητα των «κλασσικών», των θεμελιωτών του αναρχισμού, ήταν τόσο ισχυρή, που αυτοί μπορούσαν ακόμα και να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους (πραγματικά ή φαινομενικά) χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Τυχεροί! Το 1848, ο Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης· το 1849, διατύπωσε μια ξεκάθαρη και ορμητική πολεμική όχι μόνο ενάντια στο κράτος και στην κυβέρνηση, αλλά και στην ίδια την πολιτική διάσταση per se. Το 1863 (στο Du Principe federatif), διαμόρφωσε ένα σχέδιο για μια αυτόνομη πολιτική σφαίρα, μιλώντας για κομμούνες, επαρχίες, περιφέρειες και, «άκουσον-άκουσον», για κυβέρνηση και κράτος.7 Μετά, ήταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν που έγραψε στο φίλο και σύντροφο του από τη Νάπολη, τον Carlo Gambuzzi: «Θα εκπλαγείς πιθανώς ακούγοντας ότι εγώ, ένας βαθύτατα πεπεισμένος υποστηρικτής της αποχής, συστήνω τώρα στους φίλους μου να συμμετάσχουν στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση.
Εντούτοις, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.»8 Και ποιες συνθήκες είχαν αλλάξει; Δεν ήταν πια ο παλιός καλός Μπακούνιν αναρχικός; Θα πρέπει να αστειεύεστε! Είναι απλώς ότι, ενώ ο αναρχισμός σήμερα υποστηρίζει την αποχή ως αρχή, για τον Μπακούνιν, αυτή ήταν μια στρατηγική επιλογή, ή κρίνοντας από το παραπάνω παράθεμα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν μια τακτική επιλογή.9 Μπορεί να αναρωτιέστε τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, αλλά έχει πράγματι σχέση, έστω και εν μέρει. Η ιδέα που έχουν σήμερα οι αναρχικοί για τη δημοκρατία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναρχική βίβλο, ακριβώς όπως η ιδέα που έχουν οι δημοκράτες για τον αναρχισμό (πέρα από ορισμένες ξεκάθαρες περιπτώσεις άγνοιας και δυσπιστίας) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τη δική τους βίβλο. Ένα παράδειγμα είναι ότι «οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν». Εάν αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή, είναι αναπόφευκτο ότι η βίβλος υποστηρίζει όχι μόνο ότι οι αναρχικοί είναι ενάντιοι στην ψηφοφορία σ’ ορισμένες ιστορικές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) συνθήκες, αλλά ότι οι αναρχικοί ποτέ μα ποτέ δεν θα ψηφίσουν σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και αυτό είναι ανυπέρβλητα ανόητο. Ανυπέρβλητα επειδή αποτελεί μια δήλωση πίστης απολύτως ουτοπική και η ουτοπία είναι ουσιώδες στοιχείο του αναρχισμού. Ανόητο επειδή στερείται απόλυτα της κοινής λογικής χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «εφικτός αναρχισμός», δηλαδή ένας αναρχισμός που να έχει έναν σημαντικό ρόλο στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και όχι μόνο μέσω της επανάστασης.
Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης, θα πρέπει να πω ότι είμαι πενηντα επτά χρόνων και δεν έχω ψηφίσει ποτέ σε καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις (οι περισσότερες από τις οποίες χαρακτηρίζονταν ως «αποφασιστικής σημασίας») στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα δύο χρόνια. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, ή τουλάχιστον δεν είναι εδώ ο χώρος να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Ποιο είναι λοιπόν το θέμα; Νομίζω ότι ο Μπακούνιν το συνόψισε στη σκιαγράφησή του για την μετεπαναστατική κοινωνία:
«Η βάση κάθε πολιτικής οργάνωσης σε μια χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που εκπροσωπείται πάντοτε από την πλειοψηφία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) των ψήφων όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών που ζουν σ’ αυτή».10 Και πάλι: «Η εκλογή όλων των εκπροσώπων σε επίπεδο έθνους, επαρχίας και κομμούνας […] θα πρέπει να γίνεται με καθολική ψηφοφορία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών.»” Και αυτό μας επαναφέρει στο θέμα μας.
Η κυβέρνηση όλων
ο Francesco Severio Merlino, αναρχικός μέχρι τα τελευταία περίπου χρόνια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και αργότερα κάτι μεταξύ ελευθεριακού σοσιαλιστή και φιλελεύθερου σοσιαλιστή, έγραψε ότι «η κυβέρνηση όλων είναι κυβέρνηση κανενός».11 Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε μια σημείωση σ’ ένα χειρόγραφο που υποστήριζε ότι «δημοκρατία=αναρχία». ο Merlino στράφηκε πέρα από τις ομοιότητες που είναι προφανείς για μένα και διαπίστωσε ταυτότητα [μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας], είτε επειδή υποτίμησε την αναρχία είτε επειδή υπερτίμησε τη δημοκρατία, είτε επειδή έκανε και τα δύο ταυτόχρονα.
Οι δυο δηλώσεις του Merlino(οι οποίες φαίνεται πράγματι ότι παρουσιάζουν ένα ζεύγος ξεκάθαρων ομοιοτήτων, κυβέρνηση απ’ όλους/δημοκρατία, κυβέρνηση από κανέναν/αναρχία) μπορούν να λειτουργήσουν ως σημείο εκκίνησης για μια βαθύτερη συγκριτική ανάλυση της δημοκρατίας και της αναρχίας, εάν συμπληρωθούν με ορισμένους χρήσιμους ορισμούς και μια τέτοια αντιπαράθεση.Εξετάζοντας κατ’ αρχήν την αναρχία, αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή (και έχει πράγματι γίνει) με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και από τους ίδιους τους αναρχικούς. Οι συγκεκριμένες ερμηνείες που έχουν σημασία εδώ είναι αυτές για μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση ή χωρίς κράτος ή χωρίς εξουσία (ή καλύτερα, χωρίς κυριαρχία).
Οι ερμηνείες αυτές απαιτούν περαιτέρω διασάφηση. Τι εννοούμε για παράδειγμα με τον όρο κυβέρνηση; Οι αναρχικοί μιλούν συχνά θετικά για την «αυτοκυβέρνηση», επομένως αυτό που αρνούνται πρέπει να είναι η «κυβέρνηση από άλλους», η διακυβέρνηση που επιβάλλεται σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας από ένα άλλο, μια διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, παρά η διακυβέρνηση . Οσον αφορά στο κράτος, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή νομιμοποίησης και οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Η νομιμοποίησή του είναι ορθολογική, αποδιδόμενη από μια πραγματική ή υποτιθέμενη «λαϊκή βούληση» παρά από τη βούληση του θεού ή ποιος ξέρει ποιου άλλου. Εξακολουθεί όμως να εντάσσεται σε μια ιεραρχική αντίληψη της κοινωνίας, με το κράτος να αποτελεί ένα παράδειγμα εξουσίας ή καλύτερα κυριαρχίας,12 Το κράτος είναι ένας θεσμός (ή ένα σύνολο θεσμών), πάνω απ’ όλα όμως είναι κάτι που παρέχει την εννοιολογική θεμελίωση της σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας.13
Όταν οι αναρχικοί αναφέρονται στην εξουσία, ουσιαστικά εννοούν πάντοτε εκείνη την «κακή» (αυτό δηλαδή που αρνούνται) ιεραρχική εξουσία που ενέχει μια σχέση προσταγής-υποταγής. Στην περίπτωση της πολιτικής εξουσίας (η οποία γίνεται πάντοτε αντιληπτή αρνητικά), αυτή δεν είναι η κανονιστική λειτουργία της κοινωνίας ούτε η «συλλογική πολιτική δύναμη»,14 αλλά ο σφετερισμός του πολιτικού σώματος της κοινωνίας με όλες του τις λειτουργίες του από μια μειονότητα. Ένα κοινωνικό σχίσμα μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων, η εξουσία την οποία αρνούνται οι αναρχικοί είναι αυτή που ασκείται σε μόνιμη βάση από τους πρώτους πάνω στους δεύτερους. Η αναρχία δεν είναι ανομία (δηλαδή η απουσία κανόνων [νόμων]), αλλά με τις απαραίτητες εξηγήσεις, αυτoνομ ία. Παρεμπιπτόντως, προτιμώ τον όρο «κυριαρχία»15 για να δηλώσω τη σφετεριστική εξουσία του «συλλογικού δυναμικού», διατηρώντας ένα περισσότερο ουδέτερο νόημα για τον όρο «εξουσία», αν και σε μια ιεραρχική κοινωνία, ο όρος αυτός εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό δυνάμει ιεραρχικός. Προτιμώ επίσης να χρησιμοποιώ τον όρο «κυριαρχία» για να αναφερθώ στις σε μόνιμη βάση ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων εκείνων που βρίσκονται εκτός της πολιτικής σφαίρας.
Εδώ συμπεριλαμβάνονται και εκείνες οι ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και φύσης, των οποίων οι ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στην ίδια έννοια της κυριαρχίας που μεταφέρθηκε από το κοινωνικό επίπεδο.16 Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αναρχίας, πρόκειται για μια βαθύτατα ελευθεριακή αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, μια μη-ιεραρχική αντίληψη του κόσμου, η οποία δεν περιορίζεται στην πολιτική σφαίρα. Η «αναρχία» αποτελεί περισσότερο το πεδίο της φιλοσοφίας, της ηθικής και της αισθητικής παρά αυτό της πολιτικής, αν και είναι αυτή η πολιτική διάσταση που μας ενδιαφέρει εδώ. Εφόσον λοιπόν οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχουν μια αντίληψη της κοινωνίας που αρνείται την κυριαρχία, όχι όμως και τις συλλογικές λειτουργίες οργάνωσης της κοινωνίας (αρνούμενοι μόνο τις ιεραρχικές μορφές και τις συνέπειες της κυριαρχίας), μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι οι αναρχικοί πιστεύουν σε μια κυβέρνηση/μη-κυβέρνηση, σ’ ένα κράτος/μη-κράτος, σε μια εξουσία/μη- εξουσία.
Τα παραπάνω σχήματα μόνο φαινομενικά είναι παράδοξα, εφόσον ο πρώτος όρος σε κάθε ζεύγος αναφέρεται σε μια ουδέτερη έννοια της αντίστοιχης λειτουργίας, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στην πραγματική λειτουργία θεμελιωμένη στην αρχή της ιεραρχίας. Όσο για το κράτος, είναι επίσης απαραίτητο να είμαστε σαφείς σε σχέση με το τι πραγματικά εννοούμε με τον όρο. Δεν εννοούμε το κράτος στην ιστορική του διαμόρφωση (η οποία, όπως σωστά έδειξαν οι αναρχικοί, είναι μια παραδειγματική μορφή της σύγχρονης κυριαρχίας, ένας κεντρικός ιεραρχικός θεσμός της πραγματικότητας και του κοινωνικού φαντασιακού της μετά το Διαφωτισμό εποχής), αλλά αντίθετα το κράτος με την έννοια μιας «πολιτείας» [republic] (res publica),17 του δημοσίου χώρου, ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε με ουδέτερη σημασία από τους κλασικούς του αναρχισμού περισσότερες από μία φορές.
Οι λέξεις ασφαλώς φέρουν ένα βαρύ συναισθηματικό και ιδεολογικό φορτίο και για το λόγο αυτό οι αναρχικοί προτιμούν να μη χρησιμοποιούν με ουδέτερη σημασία λέξεις όπως «κυβέρνηση», «κράτος» και «εξουσία», λέξεις που έχουν μεγάλη ιστορική σημασία. Με τον ίδιο τρόπο αρνούνται τη λέξη «κόμμα» για τις πολιτικές τους οργανώσεις, μολονότι υπάρχουν αναμφισβήτητα μορφές κόμματος/μη-κόμματος. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση αποτελεί κόμμα, επειδή πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα που οργανώνεται για να επιδιώξει συγκεκριμένες αξίες και συμφέροντα, αποτελεί όμως και μη-κόμμα, επειδή δεν έχει καμιά ιεραρχική δομή και δεν κινείται για να κερδίσει την εξουσία.
Μορφές του πολιτικού
Ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να επιθυμούν να πάνε «πέρα από την πολιτική», οι αναρχικοί δεν έχουν κατορθώσει πλήρως να αποφύγουν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μορφές πολιτικής οργάνωσης που είναι συμβατές (μολονότι όχι ταυτόσημες) με τον αναρχισμό νοούμενο ως απουσία/άρνηση της κυριαρχίας.
Με τον ίδιο τρόπο, στο οικονομικό πεδίο, ενώ αναγνωρίζουν κάτι «πέρα» από την οικονομία, πρότειναν πάντοτε οικονομικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες ουσιαστικά συμπυκνώνονται σ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αυτοδιεύθυνση». Οι μορφές κυβέρνησης/μη-κυβέρνησης, που προτείνουν οι αναρχικοί για τις πολιτικές λειτουργίες της κοινωνίας, μπορούν ουσιαστικά να συμπυκνωθούν σ’ ό,τι έχει οριστεί ως «άμεση δημοκρατία». Ανεξάρτητα απ’ ό,τι μπορεί να έχει πει ο Merlino, η δημοκρατία, ακόμα και στην άμεση μορφή της, δεν είναι αναρχισμός (το ίδιο ισχύει και για την αυτοδιεύθυνση). Δεν ισχύει ότι η εξουσία όλων είναι την ίδια στιγμή εξουσία κανενός ή τουλάχιστον δεν ισχύει απόλυτα. Εξακολουθεί να υφίσταται μια ορισμένη ποσότητα καταναγκαστικής εξουσίας, έστω κι αν αυτή ασκείται μέσω ηθικών κυρώσεων. Είναι εξουσία πάνω σε κάποιον, όχι εξουσία πάνω σε κανέναν. Έτσι, ακόμα και η περιορισμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η δημοκρατία που λειτουργεί πρόσωπο με πρόσωπο και μέσω ομοφωνίας (δηλαδή μόνο μέσω ομόφωνων αποφάσεων), περιορισμένη ακόμα από την περιορισμένη περιοχή στην οποία ασκείται εμπράκτως, δεν είναι κατ’ ανάγκη αναρχική με όλη τη σημασία του όρου.
Μπορεί ίσως να είναι με πολιτικούς όρους, εφόσον θεωρητικά, όταν όλοι οι κανόνες είναι σταθεροί και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλους και ιδιαίτερα από κάθε σχετιζόμενο με αυτές άτομο, δεν υπάρχει κυριαρχία. Η διάκριση αυτή, μεταξύ όλων και κάθε επιμέρους ατόμου, είναι σημαντική, εφόσον για την «ανθρωπολογική μορφή» που προτείνεται ως η βάση του αναρχισμού (αυτό που ένας συγγραφέας έχει αποκαλέσει κοινοτική ατομικότητα, ή «πολιτική (αυτο)κυριαρχία» (political sovereignity) δεν εδράζεται ούτε στην κοινωνία ούτε στο άτομο, αλλά στη διαρκώς ανεπίλυτη ένταση μεταξύ των δύο. Εάν επικρατεί ο πρώτος όρος, ακόμα και με μια δημοκρατική μορφή, έχουμε τυραννία. Εάν επικρατήσει ο δεύτερος όρος, θα ακολουθήσουν η αποσύνθεση και η απώλεια νοήματος.
Ο αναρχισμός είναι αξιοζήλευτα ατομικιστικός, αλλά και .γενναιόδωρα κοινοτιστικός. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το μοναδικό άτομο είναι επίσης αναπόφευκτα ένα κοινωνικό προϊόν και υποκείμενο. Εάν ο καθένας/μια συμμετέχει συνειδητά και ελεύθερα σε θεσμικές διαδικασίες και ταυτόχρονα σέβεται (όχι υποτάσσεται) τις διαδικασίες αυτές, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κυριαρχία ενός μέρους της κοινωνίας, ούτε με την κυριαρχία του συνόλου πάνω στο άτομο. Υπάρχει βέβαια το σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα των θεσμών που έχουν θεσμισθεί στο παρελθόν και βρίσκονται ακόμα σε ισχύ λόγω μιας κοινωνικής αδράνειας, θεσμών στων οποίων τη δημιουργία δεν έχει συμμετάσχει το άτομο ή θεσμών τους οποίους δεν εγκρίνει και τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει, οι οποίοι συνεπώς αποτελούν μια μορφή κυριαρχίας του παρελθόντος πάνω στο παρόν, αλλά μπορούμε για την ώρα να παραβλέψουμε το πρόβλημα αυτό.
Έτσι, εάν ο καθένας/μια κλπ… η κυριαρχία (sovereignty) εδράζεται τόσο στο άτομο όσο και στη συλλογικότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η άμεση δημοκρατία στην πιο «καθαρή» μορφή της μπορεί να συμβιβάσει το φαινομενικά ασυμβίβαστο. Εντούτοις, πρόκειται για μια πολύ περιορισμένη υπόθεση: ομόφωνη άμεση δημοκρατία, που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με γενικευμένη εφαρμογή, δηλαδή σε μικρό επίπεδο και με εξαιρετική ομοιογένεια αξιών και συμφερόντων. Πέρα από αυτήν την πολύ περιορισμένη διάσταση, η εκπροσώπηση καθίσταται ουσιώδης. Εάν δεν υπάρχει μια πολύ ισχυρή ομοιογένεια, πρέπει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός λήψης αποφάσεων πέρα και πάνω από την ομοφωνία. Εάν οι αποφάσεις ήταν πάντοτε και αποκλειστικά πραγματικά ομόφωνες, πολύ λίγες θα λαμβάνονταν, ακόμα και μέσα σε ομάδες με υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτισμικής ομοιογένειας.
Είναι αλήθεια ότι, όταν υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο ομοιογένειας και δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, μπορούν συχνά να επιτευχθούν αποφάσεις χωρίς μεγάλη δυσκολία ή εξοντωτικές συζητήσεις, εφόσον ένα άτομο (ή μια μειοψηφία) μπορεί κάλλιστα να αποσύρει την αντίθεσή του προς τις απόψεις και άρα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Εντούτοις, αυτό θα μπορούσε ασφαλώς να ειδωθεί ως μια επιμέρους συναινετική) μορφή πλειοψηφικής απόφασης.
Όταν η συλλογικότητα που λαμβάνει αποφάσεις (είτε δέκα άνθρωποι, είτε εκατό, είτε χίλιοι…) είναι ετερογενής όσον αφορά στις αξίες και στα συμφέροντα, οι ομόφωνες αποφάσεις, ακόμα και στην πιο περιορισμένη μορφή που προαναφέρθηκε, καθίστανται δύσκολες, εάν όχι αδύνατες. Είναι σ’ αυτήν την περίπτωση που ο δημοκρατικός μηχανισμός της πλειοψηφίας φαίνεται ως το ελάχιστο κακό μεταξύ των δυνατών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (ελάχιστα κακό σύμφωνα με την αναρχική οπτική). Οι πλειοψηφίες μπορεί να είναι απλές, απόλυτες, επαρκείς, ακόμα και υπερεπαρκείς (δύο τρίτα, τέσσερα πέμπτα, εννέα δέκατα…), παραμένουν όμως πλειοψηφίες. Όταν ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα απάντησε στον Μερλίνο, που τον είχε κατηγορήσει για τη θέση του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μια πλειοψηφική απόφαση είναι καλύτερη από καμιά απόφαση…, το έκανε αποδεχόμενος κατ’ ουσίαν το κριτήριο της πλειοψηφίας.18
Η κλίμακα
Μόλις περάσουμε ένα ορισμένο αριθμητικό επίπεδο (εκατό άνθρωποι, πεντακόσιοι, χίλιοι), η άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια των πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατικών συνελεύσεων παύει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να λειτουργήσει, επειδή προκειμένου να λειτουργεί η πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, πρέπει αυτοί που συμμετέχουν σε μια συνέλευση να γνωρίζονται μεταξύ τους έστω και λίγο και να έχουν ένα βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πρέπει να είναι σε θέση να μιλούν μεταξύ τους και σε άλλες περιπτώσεις. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να συνεισφέρουν άμεσα στη συζήτηση που οδηγεί σε μία απόφαση, εφόσον αυτό αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.
Οποιοσδήποτε έχει μιαν ορισμένη εμπειρία από συνελεύσεις γνωρίζει ότι, πέρα από ένα αριθμητικό όριο, αυτές τείνουν περισσότερο προς τη δημαγωγία παρά προς την άμεση δημοκρατία, με την πλειονότητα των «συμμετεχόντων» απλώς να παραβρίσκεται. Με τον τρόπο αυτό, το «κοινό» μεταβάλλεται από συμμετέχοντες σε θεατές με διαφορετικούς βαθμούς ενδιαφέροντος, ακριβώς όπως το κοινό σ’ ένα θέατρο (ή σ’ έναν κινηματογράφο ή μια συναυλία) ή σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Μετατρέπονται από το πράγμα στην αντιπροσώπευσή του, έστω κι αν ενέχονται συναισθηματικά. Η άμεση δημοκρατία καθίσταται αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Το πρώτο ερώτημα είναι πού βρίσκεται το όριο. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: την πολυπλοκότητα των υπό συζήτηση θεμάτων, τη «δημοκρατική ωριμότητα» των συμμετεχόντων, τη γνώση τους γύρω από το θέμα, την ψυχολογική τους κατάσταση, την προθυμία τους να εμπλακούν πραγματικά στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τη σχετική ομοιογένεια των αξιών και των πραγματικών συμφερόντων τους. Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες, υπάρχει ένα όριο και δεν είναι πολύ υψηλό. Το μακροχρόνιο «ουτοπικό» πείραμα των ισραηλινών κιμπούτς καταδεικνύει ότι το ανώτατο όριο για να θεωρείται μια συνέλευση αμεσοδημοκρατική βρίσκεται στις ορισμένες εκατοντάδες ανθρώπων. Απέχει σίγουρα πολύ από τις εκατοντάδες χιλιάδες.
Το να συγκεντρώσεις έναν τέτοιο αριθμό ανθρώπων σ’ ένα στάδιο δεν σημαίνει ότι θα συζητήσουν ένα ζήτημα και θα φτάσουν σε συμφωνία επιδιώκοντας έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Ακόμα και το να θέσεις μια απόφαση στην υποθετική ηλεκτρονική ψηφοφορία ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σημαίνει ότι πρέπει να απλουστεύσεις το ζήτημα και τις πιθανές εναλλακτικές σ’ ένα δυαδικό ναι ή όχι. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός που απλουστεύει το ζήτημα έχει ήδη κατά μια έννοια προκαθορίσει εν μέρει την απάντηση. Ούτε στο καλύτερο πιθανό σενάριο δεν μπορεί αυτό να θεωρηθεί άμεση δημοκρατία με την πραγματική έννοια του όρου.
Έτσι, πάνω και πέρα από την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, υπάρχει αναπόφευκτα μια διάσταση δημοκρατίας που είναι κατά κάποιο τρόπο έμμεση, τουλάχιστον στην πράξη. Υπάρχουν ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές «άμεσης» δημοκρατίας. Όπως είπε ο Μπακούνιν: «κάθε οργάνωση πρέπει να λειτουργεί από τα κάτω προς τα πάνω, από την κομμούνα προς το κεντρικό όργανο, το κράτος, διαμέσου της ομοσπονδίας».19 Τέτοιες ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές πρέπει αναπόφευκτα να χρησιμοποιούν κάποια μορφή «εκπροσώπησης» (τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν αυτήν την εκπροσώπηση από την ιδιαίτερη μορφή αντιπροσώπευσης που συναντάται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία). Η μορφή την οποία έχουν δώσει οι αναρχικοί σ’ αυτήν την «ομοσπονδιακή» εκπροσώπηση (τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη) είναι αυτή της «εξουσιοδοτικής και ανακλητής» εντολής. Η εντολή αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ανακληθεί από αυτούς που την έδωσαν, δηλαδή με αμεσοδημοκρατικό τρόπο με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, να φανταστούμε αυτήν την αμεσότητα ακόμα και για εντολές δεύτερου και τρίτου βαθμού (εντολοδόχοι που εκλέγονται από εντολοδόχους και ούτω καθεξής).
Η εξουσία της εντολής προκύπτει, επειδή η πολιτική είναι η τέχνη της μεσολάβησης, του συμβιβασμού και η διαδικασία λήψης των αποφάσεων (σ’ όλα τα επίπεδα, από την τοπική συνέλευση μέχρι όλα τα διαφορετικά επίπεδα εκπροσώπησης) είναι μια διαδικασία συμβιβασμού μεταξύ απόψεων και συμφερόντων, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αντιτιθέμενα (αν και μερικές φορές είναι) όσο διαφορετικά. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να βρεθεί μια ισορροπία στη βάση εξουσιοδοτικών, δηλαδή άκαμπτων, εντολών; Μόνο εντολές που χαρακτηρίζονται από εύλογη ευελιξία μπορούν να πετύχουν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό.
Μεταξύ των τριών στοιχείων άμεσης δημοκρατίας που οι αναρχικοί θεωρούν ως «αναγκαία» (ομοφωνία, μια εξουσιοδοτική και ανακλητή εντολή), δύο τουλάχιστον -εάν εκληφθούν κατά γράμμα- είναι δύσκολο να συμβιβαστούν (για να το θέσουμε ήπια) με τη λειτουργία μιας κοινωνίας που είναι κατά τι περισσότερο πολύπλοκη από αυτή των Inuit (Εσκιμώοι), των Yanomani (ινδιάνοι του Αμαζονίου) ή των Nuer (από το Σουδάν). Αυτό, εάν εκληφθούν κατά γράμμα. Αξίζει να αφήσουμε προς το παρόν αυτό το ζήτημα στην άκρη και να επιστρέψουμε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι
Η δημοκρατία, όπως γίνεται γενικά αντιληπτή και όπως την εκθειάζουν διάφοροι αυτόκλητοι φιλελεύθεροι δημοκράτες, είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και όχι η δημοκρατία καθαυτή. Ακόμα και η «λαϊκή δημοκρατία» των πρώην αυτοαποκαλούμενων σοσιαλιστικών κρατών ήταν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με τους δικούς της φυσικά όρους. Ακόμα και ο φασισμός ήταν με τον τρόπο του μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η «πολιτική τάξη» του αντιπροσώπευε τον ιταλικό «δήμο» ήταν απλώς οι μορφές αντιπροσώπευσης που διέφεραν από αυτές των πλουραλιστικών πολιτικών συστημάτων. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία του λόγου, του τύπου, της συναναστροφής… ήταν περιορισμένη. Αλλά τότε ό,τι ανήκει στη φιλελεύθερη σφαίρα δεν ανήκει κατ’ ανάγκη και στη δημοκρατική.
Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, στην αυγή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το φασιστικό καθεστώς απολάμβανε της υποστήριξης, ενεργητικής ή παθητικής, της πλειονότητας των Ιταλών, δηλαδή του λαού. Ούτε ότι η Camera dei Fasci e delle Corporazioni (η ιταλική φασιστική βουλή) δεν ήταν ένα εκλεγμένο σώμα που αντιπροσώπευε το δήμο. Ένας φίλος μου αναρχικός από την Πορτογαλία μου επεσήμανε ότι το καθεστώς του Antonio Salazar έκανε τακτικά ημιδημοκρατικές εκλογές και τις κέρδιζε όλες. Ακόμα και στις τελευταίες, λίγο πριν από την «επανάσταση των γαρυφάλλων», το καθεστώς κέρδισε μια ομολογουμένως ισχνή πλειοψηφία. Δεν προσπαθώ να θέσω στο ίδιο επίπεδο το φασισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία -τέτοιες λογικές ακροβασίες θα ταίριαζαν στο χειρότερο αναρχικό «junk shop».
Προσπαθώ απλώς να δείξω ότι ο όρος δημοκρατία καλύπτει ένα σημασιολογικό χώρο που εκτείνεται από την άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια ως την εξουσιαστική δημοκρατία, περνώντας, μέσα από μορφές περιορισμένης και ελεγχόμενης εκπροσώπησης, σε μορφές αντιπροσώπευσης που είναι γενικά περιορισμένες (πραγματικά «περιορισμένοι συνεταιρισμοί») και ανανεώνονται περιοδικά μέσω της εκλογικής διαδικασίας (με τη διπλή έννοια της εκλογής και της επιλογής), μορφές που συνενώνουν τα στοιχεία της συμφωνίας και κοινής αποδοχής σε διαφορετικούς βαθμούς.
Εάν η άμεση δημοκρατία στην «καθαρή» της μορφή αποτελεί τον έναν πόλο σ’ αυτό το συνεχές, η φιλελεύθερη εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (η οποία είναι η καλύτερη μορφή που έχει συγκροτηθεί διανοητικά ή που .. τελεί σύμπτωση το γεγονός ότι σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, όταν τίθεται αντιμέτωπη όχι τόσο με τον κίνδυνο μιας επανάστασης αλλά ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της οικονομικής δύναμης, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει επιδείξει ιδιαίτερη ευκολία ή προθυμία να «αφεθεί να μετατραπεί» στην εξουσιαστική/δεσποτική της μορφή (και σ’ ορισμένες περιπτώσεις σε πραγματική δικτατορία) για όσο χρονικό διάστημα μπορεί να χρειάζεται για την ανοικοδόμηση επαρκούς υποστήριξης προς την άρχουσα/κυρίαρχη τάξη για μια επιστροφή σε μια περισσότερο «φιλελεύθερη» μορφή δημοκρατίας.
Είναι απολύτως φυσικό ότι η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα πρέπει να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εξουσιαστικό πόλο παρά προς τον ελευθεριακό. Στην πραγματικότητα, αποτελεί το «ανθρώπινο πρόσωπο» της «λογικής» διάκρισης μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου, το πολιτικό ανάλογο της διάκρισης μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και της ιεραρχικής δομής της. Δεν υπάρχει λόγος να επεξεργαστούμε εδώ το ζήτημα αυτό, μιας και υπάρχει αφθονία κειμένων,2′ αναρχικών και μη, που έχουν καταρρίψει το μύθο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή το μύθο ότι αυτή αποτελεί πραγματική δημοκρατία με την αυθεντική έννοια του όρου. Η δημοκρατία είναι η κυβέρνηση του δήμου [ελληνικά στο κείμενο], δηλαδή του λαού. Ο δήμος έχει ορισθεί με διάφορους τρόπους: στη βάση του φύλου, της ιδιότητας του πολίτη, του πλούτου, της ηλικίας και ούτω καθεξής.20
Στην ευρύτερη μορφή του (όπως για παράδειγμα, στην Ιταλία σήμερα) περιλαμβάνει στην ουσία όλους τους πολίτες άνω των 18 ετών (πράγμα που διαφέρει από το σύνολο των κατοίκων), ανεξάρτητα από την τάξη, τον πλούτο, το φύλο και τη φυλή. Πώς λοιπόν αυτός ο δήμος, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των Ιταλών, ασκεί αυτήν την κυβέρνησή του, την «εξουσία» του; Δεν την ασκεί αυτοπροσώπως. Αυτό θα ήταν αυτοκυβέρνηση, άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, εκχωρεί το αναγνωρισμένο δικαίωμά του σε μια εκλεγμένη ολιγαρχία, η οποία στη συνέχεια ασκεί αυτήν την εξουσία στο όνομά του. Και το θέμα δεν τίθεται σαν να υπήρχε μόνο η επιλογή μεταξύ ενός απίθανου αναρχισμού και μιας εκλογικής ολιγαρχίας (αντιπροσωπευτική δημοκρατία)… Ο Dahl21 λέει ότι μολονότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να έχει σημαντικότατα μειονεκτήματα (άλλος ένας ευφημισμός) δεν υπάρχει καλύτερη λύση…
Εντούτοις, υπάρχει. Υπάρχει η εναλλακτική της άμεσης δημοκρατίας, διαρθρωμένης σ’ ένα σύστημα ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών, με την ευρύτερη έννοια, στα πλαίσια μιας πλήρως αποκεντρωμένης πολιτικής σφαίρας, στην οποία η εξουσιοδότηση, ακόμα και των εντολοδόχων στις βασικές κοινωνικές δομές, μπορεί να ανακληθεί και να περιοριστεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις (έχοντας ωστόσο το σχετικό χώρο για ελιγμούς) και όπου η εξουσία που μεταβιβάζεται σε μια συντονισμένη κατάσταση είναι πάντοτε μικρότερη από αυτήν που δε μεταβιβάζεται. Αυτό θα αποτελούσε μια δημοκρατία στην οποία η διακυβέρνηση μιας κοινότητας δέκα χιλιάδων κατοίκων ασκείται πρωταρχικά με βάση τις δικές της αποφάσεις και όχι με βάση τις αποφάσεις της επαρχίας, της περιφέρειας κλπ, κλπ σε μια ομοσπονδιακή διαδοχή.
Αυτή θα ήταν μια δημοκρατία στην οποία οι «περιφερειακές» πολιτικές οντότητες (γειτονιές ή μικρές πόλεις ή περιφέρειες) δε συγκροτούνται στη βάση μιας κεντρικής μεταβίβασης εξουσιών από μια κεντρική εξουσία, αλλά μια δημοκρατία στην οποία το «κεντρικό» σώμα είναι ένα ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο μεταβιβάζεται μερικά η εξουσία που πηγάζει από τη βάση. Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι λέξεων. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, από την άλλη μεριά, η εξουσία λήψης αποφάσεων εκχωρείται σ’ ένα σώμα επαγγελματιών πολιτικών και η μόνη εξουσία που αφήνεται στο δήμο είναι αυτή της επιλογής των αντιπροσώπων του (υπό συνθήκες που επιτρέπουν τη διατύπωση βάσιμων αμφιβολιών σε σχέση με την πραγματική και συνειδητή ελευθερία επιλογής) και η εξουσία μεγαλώνει παρά μειώνεται καθώς κινούμαστε από την πολιτική «περιφέρεια» προς το κέντρο, από το τοπικό προς το εθνικό.
Πρόκειται για μια διαφορετική διάσταση της δημοκρατίας. Δεν είναι ο δήμος που αυτοκυβερνείται, έστω και με αντιφάσεις που δεν μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν όμως να ελεγχθούν από τη στιγμή που αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, αλλά ένας δήμος στο όνομα του οποίου κυβερνά κάποιος άλλος, με ορισμένους μηχανισμούς δημιουργίας πραγματικής ή κατ’ επίφαση συναίνεσης. Υπάρχει ένα ποιοτικό χάσμα στο χαρακτήρα του φαινομενικού συνεχούς των μορφών της δημοκρατίας.
Μια δημοκρατία συμβατή με την αναρχική άρνηση της κυριαρχίας (και με πολιτικούς όρους της διάκρισης μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων) είναι αναγκαστικά μια «άμεση» δημοκρατία με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, δηλαδή μια δημοκρατία που βασίζεται πρωταρχικά σε δημοκρατικές συνελεύσεις και με ένα αναγκαίο αλλά ελεγχόμενο σύστημα προσωρινών πολιτικών εντολοδόχων. Οι εντολοδόχοι μπορεί να εκλέγονται ή να καθορίζονται με κλήρο (γιατί όχι; -έτσι συνέβαινε με τους αξιωματούχους στην κλασική Αθήνα), θα είναι όμως πραγματικοί εκπρόσωποι. Σε καμιά περίπτωση δεν θα υπάρχει μια πολιτική τάξη (το αν αποτελείται από ένα κόμμα ή από περισσότερα δεν κάνει καμιά διαφορά) αποκομμένη από το δήμο λόγω του απλού γεγονότος ότι συγκροτείται από επαγγελματίες πολιτικούς.
Ένα μοντέλο
Το να σχεδιάζουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας είναι ήδη μια κίνηση πέρα από τη δημοκρατία, όπως γίνεται αυτή γενικά αντιληπτή, δηλαδή ως αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτός ο χώρος πέρα από τη δημοκρατία (όπως έχουμε ήδη πει περισσότερες από μία φορές) προϋποθέτει μια δημοκρατία που να είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Η άμεση δημοκρατία δίνει πολύ μεγαλύτερη εξουσία σε κάθε άτομο που συναποτελεί το δήμο, διαχωρίζοντας, αποκεντρώνοντας και διαχέοντας την πολιτική δύναμη. Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της «άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση».
Αυτή είναι μια καλή προσέγγιση του πολιτικού αναρχισμού. Δεν είναι τίποτα περισσότερο ούτε όμως τίποτα λιγότερο. Ο πολιτικός αναρχισμός θεμελιώνεται σίγουρα σε κάτι πολύ «πέρα» από αυτό, αλλά όπως το χριστιανικό ιδεώδες είναι η αγιότητα «καθ’ ομοίωση του Χριστού» και παρόλ’ αυτά οι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένων των αγίων, συμβιβάζονται με λιγότερα, στην πραγματικότητα με πολύ λιγότερα, με το να παλεύουν δηλαδή για το ιδανικό, το ίδιο κάνουν και οι αναρχικοί. Ο αναρχισμός προχωρά πέρα από τη δημοκρατία και κατά μία ακόμη έννοια. Όπως έχουμε ήδη πει, ο αναρχισμός είναι μια αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, που προχωρά πέρα από την πολιτική σφαίρα (και πράγματι πέρα ακόμα και από την κοινωνική σφαίρα, αλλά αυτό το θέμα ξεπερνά τον ορίζοντα αυτού του άρθρου). Ως μια φιλοσοφική, ηθική και αισθητική αρχή επεκτείνεται πέρα από την πολιτική αρένα (που είναι αυτή της δημοκρατίας) και πράγματι την απορρίπτει.
Εκτείνεται πέρα από αυτή, επειδή ακόμα και το ακραίο μοντέλο άμεσης δημοκρατίας δεν είναι πραγματικά επαρκές. Μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέλευση μπορεί να περάσει ομόφωνες αποφάσεις που να είναι πραγματικά ασύμβατες με τον αναρχισμό. Η άμεση δημοκρατία της Αθήνας μπορούσε να κάψει τα βιβλία του Πυθαγόρα ή να καταδικάσει τον Σωκράτη σε θάνατο, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν αναρχικό να αποδεχτεί το δίκαιο μιας ετυμηγορίας που τιμωρεί ετερόδοξες ιδέες. Η ομοφωνία, ή ακόμα λιγότερο η πλειοψηφία, μπορεί να γίνονται αποδεκτές από τους αναρχικούς ως το κριτήριο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε συγκεκριμένα πλαίσια, ποτέ όμως ως τρόπος λήψης αποφάσεων με απόλυτους όρους σε σχέση με το τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι όμορφο και τι άσχημο. Ακόμα και οι φιλελεύθεροι θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές «ανθρώπινων δικαιωμάτων» εκτείνονται έξω από τον πλειοψηφικό μηχανισμό και έχουν αρκετές συνειδητές αμφιβολίες σε σχέση με την εξουσία της πλειοψηφίας.
Για παράδειγμα: «σύμφωνα με το δημοκρατικό δόγμα, το απλό γεγονός ότι η πλειοψηφία θέλει κάτι είναι αρκετό για να κάνει αυτό το κάτι καλό. […] η βούληση της πλειοψηφίας καθορίζει όχι μόνο ότι κάτι είναι νόμος, αλλά και ότι είναι ένας καλός νόμος». Και πάλι: «μπορεί να γίνει τουλάχιστον αντιληπτό ότι υπό την κυριαρχία μιας πολύ ομογενοποιημένης και δογματικής πλειοψηφίας, ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να είναι εξίσου καταπιεστικό με τη χειρότερη δικτατορία.»22 Υπάρχει μία ακόμα ευρύτερη ίσως έννοια κατά την οποία ο αναρχισμός υπερβαίνει την πολιτική.
Η πολιτική, όπως η οικονομία, είναι μια διάσταση της κοινωνίας που έχει καταστεί ορατή και «αυτονομηθεί» από το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών και έχει γίνει μια «σταθερά» της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ειδωθεί ως μια ιστορική δημιουργία. Τόσο η πολιτική όσο και η οικονομική λειτουργία υπήρχαν πάντοτε σε κάποια μορφή και σε κάποιο βαθμό στην κοινωνία, αλλά (με εξαίρεση το αθηναϊκό «ιντερλούδιο») μόνο στους τελευταίους αιώνες παρατηρήθηκαν, περιγράφηκαν, σκιαγραφήθηκαν, μελετήθηκαν και εξασκήθηκαν ως ανεξάρτητες κοινωνικές μορφές, αρχίζοντας από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς κλπ και αυξανόμενα μετά τον Διαφωτισμό με την απομυθοποίηση του κόσμου και την σε «παγκόσμιο» επίπεδο αποκέντρωση και επανασυγκέντρωση της κυριαρχίας.
Ελευθεριακή δημοκρατία
Όπως η οικονομία, και σχεδόν ταυτόχρονα, η πολιτική έχει αποκτήσει και αυτή μια «αυτονομία» από το κοινωνικό μάγμα στη φαντασιακή και θεσμική αντιπροσώπευση. Η οικονομία επιδίωξε να εφαρμόσει τις δικές της κατηγορίες στα κοινωνικά φαινόμενα (η «ουτοπική» εφαρμογή της καπιταλιστικής ιδεολογίας είναι στην πραγματικότητα αδύνατη) και να τα προσαρμόσει στη δική της μορφή «λογικής».23 Η πολιτική υπήρξε περισσότερο μετριοπαθής, μολονότι όχι λιγότερο επικίνδυνη, και επιδίωξε να ερμηνεύσει τον εαυτό της «σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες». Υπήρξαν προσπάθειες διαμόρφωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τα πρότυπά της, που είχαν μεγάλη ιστορική και ιδεολογική σημασία: ο λενινισμός και εκείνες οι τριτοκοσμικές μορφές που μολύνθηκαν λίγο ή πολύ από αυτόν καθώς και ο φασισμός: «τα πάντα για το Κράτος, τίποτα έξω και εναντίον του Κράτους», όπως είπε ο Μουσολίνι. Αλλά η οικονομική, η πολιτική, η νομική, η ιδεολογική/θρησκευτική και οι άλλες λειτουργίες της κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό, λειτουργίες ενός «κοινωνικού όντος» που δεν είναι ούτε οικονομικό, ούτε πολιτικό, ούτε…
Η συνειδητοποίηση του ότι η συνολική φυσιολογία του κοινωνικού όντος έχει διάφορες διαφορετικές λειτουργίες αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στη γνώση μας, μια γνώση που είναι απαραίτητη για έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να αντιληφθούμε τους στενούς δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων οργάνων και λειτουργιών. Η «ολιστική» φαρμακευτική αγωγή μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική, μόνο εφόσον η ανατομία και η φυσιολογία έχουν ήδη αναγνωρίσει και μελετήσει τις διάφορες διαδικασίες του ανθρώπινου σώματος, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχοσωματικών σχέσεων για τις οποίες ελάχιστη γνώση έχουμε ως τώρα.
Η ολιστική ιδέα μπορεί να έχει αξία μόνο ως κάτι πέρα από την ανατομία και τη φυσιολογία, αλλιώς θα είναι απλώς μαγεία ή τσαρλατανισμός. Ο αναρχισμός είναι στην πραγματικότητα μια «ολιστική» αντίληψη της κοινωνίας και μπορεί μόνο να εκτείνεται πέρα από την πολιτική, την οικονομία κλπ (όχι ένα αφελές και πριμιτιβιστικό «πριν»). Ο κοινωνικός οργανισμός δεν είναι απλώς ένα σύνολο, ένας μηχανικός συνδυασμός της πολιτικής, της οικονομίας και των άλλων λειτουργιών. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία στην πολιτική σφαίρα, εάν όλοι όσοι πράττουν σ’ αυτή δεν είναι κοινωνικά ίσοι (ή ισοδύναμοι, αν προτιμάτε). Έτσι, δεν είναι δυνατό να έχουμε πολιτική δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία,24 την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτοδιεύθυνση. Και δεν είναι δυνατόν να έχουμε αυτοδιεύθυνση, εάν οι άνθρωποι που συμμετέχουν δεν είναι ίσοι, δηλαδή χωρίς την ενοποίηση της χειρωνακτικής και της διανοητικής εργασίας.25 Και ούτω καθεξής. Η ελευθεριακή δημοκρατία (για να χρησιμοποιήσουμε έναν νεολογισμό,26που είναι λίγο ή πολύ συνώνυμος με τον εφικτό, πρακτικό αναρχισμό) είναι αδύνατη, εάν το ήθος της κοινωνίας και οι θεμελιώδεις αξίες της δεν έχουν μια ορισμένη τουλάχιστον συνάφεια με την άμεση δημοκρατία και την αυτοδιεύθυνση, δηλαδή με την ισότητα, την ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη διαφορετικότητα με την ευρύτερη έννοια. Αυτό είναι πάνω κάτω ο αναρχισμός. Quod erat demostrandum. 27
Σημειώσεις
1. Η παρούσα μετάφραση προέρχεται από την αγγλική εκδοχή του άρθρου όπως δημοσιεύτηκε στο Democracy and Nature, vol. 5, no2, 1999 και αποτελεί αναδημοσίευση βελτιωμένης μορφής του άρθρου που είχε εμφανιστεί στην Ευτοπία, τεύχος 5, Ιούλιος 2000, σσ. 7-16.
2. Amadeo Bertolo, “I fanatici della liberta”, Volonta, no 3-4, 1996. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά μιας προηγούμενης μορφής αυτού του γραπτού δημοσιεύθηκε ως “Fanatics of Freedom” στο περιοδικό Our Generation, vol 23, no 2 (1992), ss. 50-66. Βλ. την ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.
3. David Held, Modelli di dimocrazia, Μπολόνια 1989, σ. 332 (αγγλική έκδοση: Models of Democracy, Cambridge, 1987)
4. Για μια σχετικώς πλήρη συζήτηση και καλοπροαίρετη κριτική της άμεσης δημοκρατίας από μη-αναρχικές σκοπιές (την πρώτη νέο-μαρξιστική και τη δεύτερη φιλελεύθερη-σοσιαλιστική), βλέπε David Held, ό.π., σς. 157-178, και Norberto Bobbio, Il futuro della democrazia, Τορίνο, 1993, σς. 36-61.
5. Βλ. David Held, ό.π.,
6. Βλ. Murray Bookchin, Democrazia Diretta, Μιλάνο, 1993 [αγγλική έκδοση: Remaking Society, Μόντρεαλ, 1993, ελλ. Έκδ. Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, Αθήνα, 1993, Σ.τ.Ε.], ‘’Communalism: The Democratic Dimension of Anarchism”, Democracy and Nature, 1995, σσ. 1-17 [ελλ. Έκδ. «Τι είναι ο κομμουναλισμός: η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού», Δημοκρατία και Φύση 1, Μάρτιος 1996, σσ. 40-56, Σ.τ.Ε.] Robert Dahl, Democracy and its Critics, Yale, 1989, Giovanni Sartori, Democrazia. Cos’e, Μιλάνο, 1993.
7. Giampietro Berti (επιμ.), La dimensione libertaria di Proudhon, Ρώμη, 1982, σ. 77.
8. Παρατίθεται επίσης στο Francois Munoz, Bakounine et la liberte, Παρίσι, 1965, σ. 228.
9. Ο Errico Malatesta επίσης, ύστερα από 25 χρόνια, έγραψε ότι «για μας η αποχή είναι ζήτημα τακτικής», αν και πρόσθεσε ότι είναι τόσο σημαντική, ώστε, όταν εγκαταλείπεται ρισκάρουμε να εγκαταλείψουμε τις αρχές μας (E. Malatesta, F.S. Merlino, Anarchismo e Dimocrazia, Ragusa, 1974. σ. 60)
10. Michail Bakunin, Liberta egiuaglianza rivoluzione, Μιλάνο 1976, σ. 93.
11. Ό.π., σ. 88
12. Παρατίθεται στο Franesco Saverio Merlino, Μιλάνο, 1993, σ. 414. [Εδώ χρωστούμε ευχαριστίες στον Γιάννη Καρύτσα που εντόπισε ένα μεταφραστικό λάθος στην πρώτη έκδοση της μετάφρασης η οποία είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Ευτοπία. Βλέπε σχετικά το σχόλιό του στο «Σχετικά με τη διαμάχη Μερλίνο-Μαλατέστα, Με αφορμή ένα μεταφραστικό λάθος», Ευτοπία 6, Δεκέμβριος 2000, σ. 17. Σ.τ.Ε.]
13. Eduardo Colombo, “Lo Statto come paradigma del potere”, Volonta, no3, 1984.
14. Βλέπε Renee Lourau, L’ Etat incoscient, Paris, 1978.
15. Giampietro Berti, (επιμ.), ό.π., σ. 45.
16. Βλ. Amadeo Bertolo, “Potere, autorita, dominio”, Volonta, no 2, 1983. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “Auhority, Power and Domination”, στο Laslo Sekelj (επιμ.), Anarchism, Community and Utopia, Praha, 1993, σσ. 137-166. Βλ. ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.
17. Βλ. Murray Bookchin, The Ecology of Freedom, Palo Alto, 1982.
18. Όπως δείχνει ο E. Colombo στο “Della polis e dello spazio sociale plebeo”, Volonta, no 4, 1989 [Ελληνική μετάφραση: Ελευθεριακή Κουλτούρα, «Περί της πόλεως και του πληβειακού κοινωνικού χώρου». Το Μοναστήρι του Θελήματος 1, 1996, Σ.τ.Ε.], το publicus προέρχεται από το populicus, δηλαδή «που ανήκει στο λαό», το οποίο είναι ξεκάθαρα σχετικό με τη δημοκρατία.
19. E. Malatesta, F. S. Merlino, ό.π., σσ. 42-43.
20. Michail Bakunin, ό.π., σ. 92.
21. Βλ. Robert Dahl, ό.π., ο οποίος ξεκινά και επιχειρηματολογεί κατά της κριτικής δημοκρατίας από διάφορες σκοπιές, συμπεριλαμβανόμενης της αναρχικής, αν και στην πραγματικότητα βασίζει κυρίως την αναρχική κριτική σ’ έναν συγγραφέα που δεν είναι αναρχικός (Robert Wolff). Βλ. επίσης E. Colombo, “Della Polis”, ό.π.
22. Ο E. Colombo (“Della Polis”, ό.π.) μάλιστα λέει ότι, σύμφωνα με κάποιους ελληνιστές, ο όρος «δημοκρατία» (που δημιουργήθηκε από εχθρούς της δημοκρατίας) είναι ακατάλληλος καθώς «κράτος» σημαίνει κυριαρχία ή εξουσία που ασκείται από το ένα μέρος της κοινωνίας πάνω στο άλλο, ενώ η «νόμιμη εξουσία» είναι η αρχή. Θα ήταν συνεπώς πιο σωστό να μιλάμε για «δημαρχία» αντί για «δημοκρατία» και ίσως για «ακρατία» αντί για «αναρχία».
23. Robert Dahl, ό.π., σσ. 75-76.
24. Friedrich von Hayek, αναφέρεται στο D. Held, ό.π., σ. 314.
25. Βλ. Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy. The Critics of the Growth Economy and the need for a New Liberatory Project, Cassell, Λονδίνο, 1997 [ελλ. έκδ.: Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, Σ.τ.Ε.]
26. Βλ. δύο «κλασσικούς» του αναρχισμού: Michail Bakunin, όπως πριν, το κεφάλαιο “Integral Education”, και Petr Kropotkin, “Fields, Factories and Workshops Tomorrow” με επιμελητή τον C. Ward, Λονδίνο, 1974, το κεφάλαιο “Intellectual and Manual Work” [ελληνική μετάφραση: Πιοτρ Κροπότκιν, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, Σ.τ.Ε.]
27. Από όσο γνωρίζω, αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Gaston Leval, Espagne Libertaire, 1936-1939, Παρίσι, 1971, σσ. 217-225.
Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/331
Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
του Antonio Senta
Το δημόσιο χρέος είναι μια ιδεολογική κατασκευή, είναι όμως κι ένα ισχυρό όργανο υποδούλωσης των ‘’νεοϋπηκόων’’ των σύγχρονων κρατών.
Υπάρχει μια λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς τα τελευταία πέντε χρόνια στα μέρη μας: ‘’χρέος’’, συνήθως συνδεδεμένη με τον όρο ‘’κρίση’’ και, κατά συνέπεια, ‘’κρίση του χρέους’’. Το χρέος παρουσιάζεται σαν αδιαμφισβήτητο δεδομένο, με τη σειρά του αιτία της γενικευμένης οικονομικής κρίσης που μέσα σε λίγα χρόνια οδήγησε στην φτώχεια εκατομμύρια κατοίκους σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.
Ίσως είναι χρήσιμο λοιπόν να σκεφτούμε βαθύτερα γύρω από αυτό τον όρο. Γενικότερα κυριαρχεί η πίστη ότι η έννοια του χρέους είναι μια ιδιαιτερότητα της σύγχρονης εποχής, σύμφωνα με μια γραμμική διαδοχή κατά την οποία ο ‘’πρωτόγονος‘’ άνθρωπος πρώτα χρησιμοποίησε την ανταλλαγή, μετά επινόησε το νόμισμα και εν συνεχεία αναπτύχθηκαν χρεωστικά και πιστωτικά συστήματα. Τα τελευταία θεωρούνται ότι γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των σύγχρονων κρατών και ότι είναι αναμφίβολο σύμπτωμα προόδου. Στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι αλήθεια, οι πηγές, ήδη από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά και τη σφηνοειδή γραφή της μεσοποταμίας, αποδεικνύουν το αντίθετο, ότι δηλαδή στις προκρατικές ή χωρίς κράτος κοινωνίες υπήρχε – και υπάρχει – μια πιστωτική οικονομία χωρίς νόμισμα. Το συμπέρασμα είναι ότι το χρέος προυπάρχει της γέννησης του κράτους και της νομισματικής οικονομίας. Παραδείγματος χάρη στους Σουμέριους γύρω στο 3500 π.χ τα χρέη πληρώνονταν σε ρύζι, γίδες, λίθινα ή άλλα αντικείμενα…με κάθε είδους ‘’εικονικό χρήμα’’. Κοινωνικές σχέσεις πίστωσης και χρέους συνυφαίνονται, στην ιστορία και τους διαφορετικούς πολιτισμούς, με δυναμικές δώρου και ανταλλαγής σύμφωνα με ένα μη γραμμικό σχήμα. Το χρέος σε αυτή την περίπτωση είναι μια από τις μορφές της σχέσης μεταξύ προσώπων, στην οποία ο οφειλέτης αναλαμβάνει ένα είδος ηθικής υποχρέωσης απέναντι στον πιστωτή. Σήμερα πολλοί θεωρούν αυτονόητη την άποψη σύμφωνα με την οποία τα ανθρώπινα όντα ενεργούν εγωιστικά αποφασισμένα να υπολογίζουν σε κάθε κατάσταση την πλεονεκτικότερη θέση και το μεγαλύτερο κέρδος. Αυτός είναι ο λόγος, ας πούμε παρενθετικά, που η οικονομία ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως ανώτερος θεωρητικός κλάδος ανάμεσα στο σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Οι πειραματικοί ψυχολόγοι απέδειξαν ότι αυτή η άποψη είναι απλώς λάθος. Στην πραγματικότητα άντρες και γυναίκες, σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς τόπους, λειτουργούν με τρόπους κομουνιστικούς και μοιράσματος, δηλαδή σύμφωνα με τη γνωστή αρχή ‘’από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του’’, η οποία με τη σειρά της είναι η βασική αρχή όποιου συνεργάζεται σε ένα κοινό πρόταγμα και εν κατακλείδι το θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Ιεραρχικές και κομουνιστικές κοινωνικές σχέσεις, πάντα αλληλοπλέκονταν, επιβάλλονταν, συγκρούονταν. Κυριαρχία και συνεταιρισμός είναι οι δύο όροι μιας διαλεκτικής που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη δράση.
Το πλαίσιο αλλάζει όταν στο παιχνίδι μπαίνει το κράτος και η πιστωτική οικονομία μετασχηματίζεται σε έντοκη οικονομία, ή μάλλον καλύτερα όταν από μια οικονομία βασισμένη στην ανταλλαγή πλούτου και την υπόσχεση μιας μελλοντικής αντικαταβολής, περνάμε σε μια οικονομία όπου στην αντικαταβολή προστίθεται ένα επιπλέον κόστος, ένας τόκος για την ακρίβεια. Κι εδώ πρέπει να γκρεμίσουμε ένα μύθο, βασίσμένο στις νεοφιλελεύθερες θέσεις που υποστηρίζουν ότι κράτος και αγορά βρίσκονται σε αντίθεση. Η ανθρωπολογική και ιστορική ανάλυση αποδεικνύει ότι οι αγορές γεννήθηκαν στην αρχαιότητα γύρω από κρατικούς στρατούς, υποχρεώνοντας τους υπηκόους, οι οποίοι μόνο κατόπιν έγιναν ‘’πολίτες’’, να χρεωθούν. Με άλλα λόγια: το κράτος αποφασίζει τη διεξαγωγή πολέμου και φορολογεί τους υπηκόους του (τους καθιστά οφειλέτες) για να χρηματοδοτήσει το στρατό και την κατάληψη περιοχών που ανήκουν σε άλλους.
Τώρα αυτή η έννοια του χρέους, συνδεδεμένη όχι μόνο με τις έννοιες τους κράτους και της αγοράς αλλά και του πολέμου και της βίας δεν αποτελεί μια ηθική υποχρέωση αλλά μια άρνηση της ελευθερίας, μια υποταγή. Αυτό είναι το είδος του χρέους που τα ισχυρά δυτικά κράτη, με τις ΗΠΑ προεξάρχουσες, απαιτούν από τους υπηκόους τους, είτε ζουν στην πατρίδα είτε είναι τυπικά μέλη άλλων εθνών. Οι σύγχρονες ΗΠΑ μοιάζουν με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος: απαιτούν ανταλλάγματα υπό την απειλή στρατιωτικής επέμβασης. Το δολάριο στηρίζεται μόνο στη δύναμη των όπλων, στις οκτακόσιες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις εκτός ΗΠΑ, στην ικανότητά τους να πετούν βόμβες σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου λίγα λεπτά μετά τη λήψη της απόφασης: αυτό είναι και τίποτα άλλο που κρατάει όρθιο ολόκληρο το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, το οποίο είναι οργανωμένο γύρω από το δολάριο. Τα γραμμάτια του αμερικανικού δημόσιου ταμείου, συστατικό στοιχείο του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, δεν θα πληρωθούν ποτέ – όπως οφείλεται να συμβαίνει σε κάθε δανεισμό που λήγει – αλλά θα επαναχρηματοδοτούνται συνεχώς. Το κρατικό χρέος είναι μια υπόσχεση που δεν θα τηρηθεί ποτέ. Στην πραγματικότητα το αμερικανικό χρέος αγοράζεται από τις τράπεζες εκείνων των χωρών που βρίσκονται υπό στρατιωτική κατοχή ή υπό την απειλή της.
Μια ψευδής ηθική προσταγή
Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ, όπως για την Ιταλία, όπως για όλα τα κράτη. Το χρέος, τυπικός μηχανισμός του στρατιωτικού-κρατικού καπιταλιστικού συστήματος, διατηρείται με τη βία και το ψέμα: με στρατούς, φυλακές, αστυνομίες, ιδιωτικά πρακτορεία ασφάλειας, στρατιωτικά και άλλα συστήματα παρακολούθησης , μηχανές προπαγάνδας κάθε τύπου. Όλες οι πολιτικές που μας στραγκαλίζουν καθημερινά βασίζονται στην ουσία σε μια απάτη που μεταφέρει σε μας τους οφειλέτες μια ψευδή ηθική προσταγή: ‘’πλήρωσε τα χρέη σου!’’ Όμως αυτό είναι ξεκάθαρος εκβιασμός με στόχο την υποδούλωσή μας, πέρα από το ότι είναι αδύνατο: υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος του χρέους των αμερικανικών οικογενειών ισούται με το 130% του εισοδήματός τους. Είναι λοιπόν κάτι που δεν θα μπορέσει να επιστραφεί και το οποίο διατηρεί ανέπαφες τις αλυσίδες της σύγχρονης δουλείας: της μισθωτής εργασίας, της ενοικίασης της ελευθερίας μας. Κάθε πρωί πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τα χρήματα που θα μας βοηθήσουν να μην υποκύψουμε απέναντι στο χρέος, να διατηρήσουμε τη μόνη ελευθερία που μας παραχωρείται, εκείνη του να είμαστε σύγχρονοι σκλάβοι, υποταγμένοι στο μισθό.
Όμως ο ιμπεριαλισμός του χρέους έχει δεχθεί πολλές πιέσεις τα τελευταία χρόνια: οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την επιμονή τους να απαιτούν ώστε τα χρέη να πληρωθούν αποκλειστικά από τις τσέπες των φτωχών, συγκρούστηκαν πρώτα με ένα κίνημα κοινωνικής εξέγερσης, που ξεκίνησε στο Seattle το 1999, κατόπιν με μια ανοικτή οικονομική εξέγερση στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Τώρα αυτές οι πολιτικές προωθούνται στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς λαούς, με περισσότερη οξύτητα στις νότιες χώρες της ηπείρου. Παρά τις μαζικές και αιφνίδιες επιθέσεις στις συνθηκες της ζωής όλων μας, το παιχνίδι είναι ακόμη ανοικτό, τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα, αλλά και την Ισπανία και κατά κάποιο τρόπο την Πορτογαλία και σε άλλα μέρη, χαράσσουν ένα δρόμο Αντίστασης που μπορεί να έχει αποτελέσματα.
Το να προκαλείς την κρατική κυριαρχία, να την αποδομείς, να υποσκάπτεις τα θεμέλιά της σημαίνει να διαλύεις την υποτιθέμενη αληθοφάνεια της έννοιας του δημόσιου χρέους: είναι μια πλαστή αναπαράσταση, μια επινόηση, μια ιδεολογική κατασκευή, είναι όμως κι ένα ισχυρό όργανο υποδούλωσης των ‘’νεουπηκόων’’ των σύγχρονων κρατών. Το χρέος – και κατα συνέπεια το νόμισμα – δεν έχει καμία ουσία, δεν είναι ‘’συγκεκριμένα’’ τίποτα. Η φύση του είναι ενδογενώς πολιτική και σε αυτό το επίπεδο είναι που παίζεται το παιχνίδι.
Antonio Senta
Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος
Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A rivista anarchica, Μάρτιος 2013.
Αναρχικοί της Βενεζουέλας: Θάνατος του Τσάβες – Ούτε θρηνούμε, ούτε πανηγυρίζουμε
Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/chavez/
Μέσω: Libcom.org
Η El libertario, η αναρχική συλλογικότητα της Βενεζουέλας, μόλις δημοσίευσε αυτή τη δήλωση για το θάνατο του Τσάβες
Όταν μια ασθένεια επιδεινώνεται, όταν η ιατρική περίθαλψη γίνεται το όχημα για μυωπικές, πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις, όταν ένας ασθενής μεθάει από την εξουσία, μόνο αυτό μπορεί να είναι το τελικό αποτέλεσμα. Ο ισχυρός πολιτικός άνδρας [caudillo (ηγέτης)] πεθαίνει, και με το θάνατό του ξεκινάει μια ουσιαστική μετατόπιση στο πολιτικό τοπίο της Βενεζουέλας.
Αυτό που αποτελούσε το πιο δυνατό σημείο του καθεστώτος, μετατρέπεται ξαφνικά στη βασικότερη αδυναμία του: Ο Τσάβες ήταν τα πάντα και, χωρίς αυτόν, η μόνη λύση είναι να επινοήσουμε την απόλυτη δέσμευση στη μνήμη του. Τώρα βλέπουμε πόσο εύθραυστη ήταν στην πραγματικότητα η κυβέρνηση, μια κυβέρνηση η οποία προσπαθούσε να επιδεικνύει το “λαϊκό, σοσιαλιστικό” χαρακτήρα της μέσω της λατρείας μιας τραγελαφικής προσωπικότητας – μια πρακτική που τώρα πλέον συρρικνώνεται στην κούφια επίκληση πνευμάτων. Γι’ αυτό τον εκφυλισμό φταίει ο ίδιος ο νεκρός, καθώς η απόκρυψη στοιχείων που αφορούσαν την ασθένειά του είχε τα ίδια κίνητρα με την ακραία συγκέντρωση εξουσίας γύρω του, ενώ η απουσία ιδεολογικής συνοχής ανάμεσα στους οπαδούς του τούς έχει αφήσει τώρα να αναζητούν τα ψίχουλα που έχουν απομείνει. Αυτοί που πρόκειται να επωφεληθούν από την όλη κατάσταση είναι οι επικεφαλής γραφειοκράτες -οι “rojo-rojito” [κόκκινοι του Τσάβες]- όπως και τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού, καθώς διαπραγματεύονται ήδη την ατιμωρησία τους για τα παραπτώματα και τη διαφθορά τους.
Για τη δεξιά πτέρυγα και τη σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση, η εξέλιξη αυτή ενισχύει την αποφασιστικότητά τους να επικεντρωθούν στις εκλογές – άλλωστε, οι μαριονέτες που είναι επικεφαλής τους θα είναι υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές του Σεπτέμβρη, ευελπιστώντας ότι θα συνεχιστεί η ορμή των προκριματικών του περασμένου Φλεβάρη. Ωστόσο, ο “γιάπικος λαϊκισμός” [“populismo sifrino” (ο λαϊκισμός των κολεγιόπαιδων)] που προτείνουν -ο οποίος υπόσχεται στους ψηφοφόρους ότι θα διατηρήσουν και θα τελειοποιήσουν τους πελατειακούς μηχανισμούς της κυβερνητικής εξουσίας- στηρίζεται στο [αν θα καταφέρουν] να εμπνεύσουν [χειραγωγήσουν] ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ώστε να τους δείξει την ίδια εμπιστοσύνη που έδειχνε και στις καλές προθέσεις του Κομαντάτε [Τσάβες]. Εν ολίγοις, η αντιπολίτευση -μες στην αυταρέσκειά της- πιστεύει ότι αυτή η ευτυχής απρόβλεπτη εξέλιξη τους επιτρέπει τελικά να έχουν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, μια δυνατότητα που δεν την είχαν για πολλά χρόνια χάρη στην ιδιοτέλεια, τα λάθη, την αδράνεια και την ανικανότητά τους. Αν ξαναπάρουν την εξουσία, θα την ασκήσουν με την ίδια αγυρτεία και απληστία όπως η Μπολιβαριανή μπουρζουαζία του Τσάβες.
Πίσω απ’ όλους αυτούς τους τιποτένιους οπορτουνιστές -που ανήκουν τόσο στον Gran Polo Patriótico [τον συνασπισμό του Τσάβες], όσο και στον Mesa de Unidad Democrática [τον συνασπισμός της αντιπολίτευσης]- βρίσκεται η Βενεζουέλα, μια χώρα που αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα: Πληθωρισμός εκτός ελέγχου, αύξηση της ανεργίας και της περιστασιακής εργασίας, απίστευτη ανασφάλεια σε προσωπικό επίπεδο, οι παροχές ηλεκτρικού ρεύματος και νερού σε [ταυτόχρονες] κρίσιμες καμπές, τα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας σε μαρασμό, στεγαστική ανεπάρκεια, άχρηστα -ή ημιτελή- δημόσια έργα, μια δημαγωγική προσέγγιση που επικεντρώνεται μόνο στην πιο ακραία φτώχεια των πιο απελπισμένων ανθρώπων… και πάμπολλα άλλα προβλήματα, με εξίσου ολέθριες συνέπειες.
Αυτά τα προβλήματα δεν είναι το βασικό μέλημα των δύο συμμοριών που ανταγωνίζονται για την επικράτηση στις Miraflores [στο προεδρικό μέγαρο και στη Βουλή], καθώς και για το πλιάτσικο στο πετρέλαιο. Η απάντησή μας όμως σ’ αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να είναι το να μην ενδώσουμε στον εκβιασμό τους: Να μην τους στηρίξουμε στις κάλπες, ως αντάλλαγμα για “λύσεις” που δε θα υλοποιηθούν ποτέ ή θα είναι γελοία ανεπαρκείς. Τώρα είναι η ώρα για να ξεπεράσουμε τους σάπιους μελλοντικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς και για να οικοδομήσουμε -από τα κάτω- μια πραγματική δημοκρατία της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Πρέπει να απελευθερώσουμε τη γενικευμένη οργή μας από τα δεινά μας και να τη μετατρέψουμε σε αυτόνομους κοινωνικούς αγώνες, αγώνες αυτοοργανωμένους και σαρωτικούς. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στους πολιτικούς που έχουν την εξουσία ότι δεν τους χρειαζόμαστε, ούτε ως διαμεσολαβητές ούτε ως ελεήμονες χορηγούς αυτών που εμείς οι ίδιοι μπορούμε να χτίσουμε -ενωμένοι και από τα κάτω- χωρίς να χρειαζόμαστε “καθαρά χέρια” [“manos blancas”] ή “κόκκινους μπερέδες”.