Tag Archives: Αυτοδιαχείριση

Κορνήλιος Καστοριάδης – Δημοκρατία δίχως συμμετοχή πολιτών

«Ακυβέρνητη Κοινωνία» ΕΥΡΑΣΙΑ (σελ. 255-260)

Kern: Όταν τίθεται το ερώτημα της Δημοκρατίας σήμερα, αναφέρεται πάντα στην αντιπροσωπευτική, είτε πρόκειται να την εγκωμιάσουμε είτε να την επικρίνουμε. Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο. Μπορούμε να προωθήσουμε μαζί σας την ερώτηση πιο πέρα, π.χ. προς τη μορφή της συμμετοχικής Δημοκρατίας;

Καστοριάδης: Προτιμώ να μιλώ για άμεση Δημοκρατία. Είναι προφανές ότι, αν οι πολίτες δεν συμμετέχουν στη δημόσια ζωή, δε μπορεί να γίνει τίποτε. Δεν αρκεί όμως να επαναλαμβάνουμε: συμμετοχή, συμμετοχή. Το ερώτημα είναι: και γιατί, διάβολε, να συμμετέχουν οι πολίτες; Υπάρχουν σίγουρα λόγοι που δε συμμετέχουν σήμερα.

Kern: Είναι επειδή στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν τους ζητάει κανένας να συμμετέχουν. Επιπλέον, οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι για κάτι τέτοιο.

Καστοριάδης: Όπως έλεγε ο Ρουσσώ για τους Άγγλους, δεν είναι ελεύθεροι παρά τη μέρα των εκλογών. Άραγε είναι ελεύθεροι ακόμη κι εκείνοι τη μέρα; Τα χαρτιά είναι σημαδεμένα, οι ψευτοεπιλογές είναι προκαθορισμένες από τα κόμματα–και επιπλέον, κενές περιεχομένου. Τι είναι τα «προγράμματα» των πολιτικών κομμάτων σήμερα, στη Γαλλία, την Αγγλία ή αλλού;

Kern: Ίσως οι διαφορές τους να μην είναι πολύ σαφείς. Επ΄ ευκαιρία λοιπόν της σύγχρονης Δημοκρατίας…

Καστοριάδης: Η Δημοκρατία έχει οργανωθεί, έχει συλληφθεί με τέτοιο τρόπο που η συμμετοχή των πολιτών να είναι όντως αδύνατη. Κι ύστερα απ΄ αυτό, οι πολιτικοί έρχονται και κλαίνε για την κρίση της αντιπροσωπευτικότητας. Ιδού τώρα ο κ. Fabius[1] που θρηνεί καθώς ανακαλύπτει τα πασίγνωστα: την ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, την αδιαφορία των πολιτών, το κενό του “προγράμματος” του κόμματος του. Ή εκείνοι οι σοσιαλιστές βουλευτές, που, αφού έχουν περιγράψει το κενό της σημερινής “πολιτικής”, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης του κόμματος τους, καταλήγουν καλώντας μας να υποστηρίξουμε με σθένος τη “γραμμή του Προέδρου”. Πάει καιρός που σ΄ αυτή τη χώρα κανείς δε πέθανε από γελοιοποίηση.

Kern: Οι πολίτες πιστεύουν ότι δε μπορούν να κάνουν τίποτα απέναντι σ΄ αυτή την κατάσταση πραγμάτων.

Καστοριάδης: Στα πλαίσια του σημερινού καθεστώτος, πράγματι δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Για να μη συμμετέχουν οι άνθρωποι, πρέπει να έχουν τη συνεχώς επαληθευόμενη βεβαιότητα ότι η συμμετοχή τους ή η αποχή τους παίζουν ρόλο. Και τούτο δεν είναι δυνατόν παρά αν πρόκειται να λάβουν μέρος στη λήψη πραγματικών αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή τους.

Kern: Αυτό όμως δε μπορούν να το κάνουν απομονωμένα άτομα. Μόνο οι συλλογικότητες είναι σε θέση να υποστηρίξουν δράσεις που ανοίγουν το δρόμο για αποφάσεις.
Καστοριάδης: Ασφαλώς. Η συμμετοχή πρέπει να ριζώσει πρώτα σε χώρους όπου οι άνθρωποι οδηγούνται, είτε το θέλουν είτε όχι, στο να συνδεθούν. Οι χώροι αυτοί υπάρχουν, τουλάχιστον τυπικά: είναι οι επιχειρήσεις, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι κοινότητες, οι συνοικίες των μεγάλων πόλεων, π.χ..

Kern: Λέτε: τυπικά. Αυτό σημαίνει ότι το πράγμα δεν είναι αυτονόητο.

Καστοριάδης: Ναι. Ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός, που διέπει τις επιχειρήσεις και το σύνολο της κοινωνικής ζωής, καθώς και η σφαιρική εξέλιξη της κουλτούρας μας, αυτό που ονομάζω θεσμισμένο κοινωνικό φαντασιακό, τείνουν να καταστρέψουν τους παραδοσιακούς δεσμούς κοινωνικοποίησης και συνδέσμου ή να τους μετατρέψουν σε κενά κελύφη. Οι γραφειοκρατικές–ιεραρχικές δομές καταστρέφουν τις μορφές αλληλεγγύης. Η κουλτούρα ωθεί ξέφρενα προς ιδιωτικοποίηση των ατόμων, που όχι μόνον αδιαφορούν για τις κοινές υποθέσεις, αλλά και βλέπουν τους άλλους σαν αντικείμενα ή σαν δυνητικούς εχθρούς που τους εμποδίζουν να προχωρήσουν μέσα στο γενικό μποτιλιάρισμα. Πέραν τούτου, η εγκαθίδρυση μιας αληθινής Δημοκρατίας απαιτεί πολλά απ΄ όλο τον κόσμο.

Kern: Επειδή βάζει στο παιγνίδι την ατομική αυτονομία…

Καστοριάδης: Υποθέτει την αυτονομία του ατόμου, δηλαδή τη διαύγεια του, το στοχασμό του, την υπευθυνότητα του. Υποθέτει επίσης ότι το άτομο έχει κατανοήσει πως, αντίθετα προς τους φενακισμούς που διαδίδει ο φιλελευθερισμός, η μοίρα του είναι ριζικά αλληλέγγυα με εκείνη όλων των άλλων, ότι ανήκει στον ίδιο πλανήτη με τους όμοιους του και ότι μαζί τους πάει τώρα να τον καταστρέψει.

Kern: Πολλά όμως από τα ερωτήματα που τίθενται στην κοινότητα φαίνονται στον πολίτη σαν αφηρημένα. Καθώς δε μπορεί να τα κατανοήσει, πιστεύει ότι ο αποκλεισμός του από τις αποφάσεις είναι μοιραίος.

Καστοριάδης: Είναι η τεχνικιστική αυταπάτη, η αυταπάτη της ειδημοσύνης. Είναι αναρίθμητες οι παράλογες αποφάσεις που πάρθηκαν εδώ και τριάντα χρόνια από τους ειδήμονες ή που πάρθηκαν με βάση τις γνώμες τους, ξεκινώντας από τα σφαγεία της La Vilette μέχρι τον πυρηνικό υπερεξοπλισμό της EDF[2]. Τώρα έχουμε ή θα έχουμε σε λίγο ειδήμονες ικανούς να τροποποιήσουν το ανθρώπινο γονιδίωμα. Μήπως θα πρέπει να τους αφήσουμε να αποφασίσουν; Οι γνώμες των ειδημόνων σχεδόν πάντα διχάζονται, δεν είναι αυτοί που αποφασίζουν· όταν οι διευθύνοντες θέλουν μια πραγματογνωμοσύνη που να πηγαίνει προς μια ορισμένη κατεύθυνση, βρίσκουν πάντα ειδήμονες για να συντάξουν μια κατάλληλη έκθεση. Δεν πιστεύω ότι σε ένα δημοψήφισμα ο Γαλλικός λαός θα ψήφιζε υπέρ της κατασκευής αεροπλάνων που ανιχνεύουν πετρέλαιο. Πρέπει να είναι κανείς απόφοιτος του πολυτεχνείου και μεγάλος ειδήμονας στα οικονομικά, όπως ο Giscard, για να πιστέψει κάτι τέτοιο. Η τεχνολογική εξέλιξη θα επέτρεπε να τεθεί η ειδημοσύνη στην υπηρεσία της Δημοκρατίας. Θα επέτρεπε την οργάνωση μεγάλων δημόσιων συζητήσεων, στις οποίες οι ειδήμονες, ελεγχόμενοι δημοκρατικά, θα υπέβαλλαν π.χ. Τις πιθανές επιλογές, τα ουσιώδη επιχειρήματα για την καθεμιά, τις αντίστοιχες επιπτώσεις και συνέπειες τους. Έτσι, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αποφασίσουν, εν γνώσει λόγου να πέφτουν πάνω τους, όπως σήμερα, τα αποτελέσματα αποφάσεων που λήφθηκαν εν τη απουσία τους και με τη μέγιστη αδιαφάνεια. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν μια ριζική αλλαγή ενός μεγάλου αριθμού δομών της κοινωνίας αυτής.

Kern: Αρχίζοντας από το σύστημα της εκπαίδευσης όπου το μόνο που μαθαίνει κανείς ακόμη είναι η υπακοή…

Καστοριάδης: Υπακοή και αναρχία, το ένα ή το άλλο, το ένα και το άλλο, κι αυτό μας παραπέμπει στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της κρίσης της δυτικής κουλτούρας. Κάθε υπουργός παράγει μια “μεταρρύθμιση” του εκπαιδευτικού συστήματος, τριβελίζοντας δίχως τελειωμό-και πολύ επιφανειακά-τα προγράμματα. Το σύνολο όλων αυτών των ενεργειών ισούται με μηδέν. Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα αποσυντίθεται; Υπάρχουν τρία θεμελιώδη στοιχεία για τα οποία δε μιλούν ποτέ. Πρώτον, δεν μπορεί να υπάρχει εκπαίδευση αν οι μαθητές δεν ενδιαφέρονται για τη μάθηση καθαυτήν και για το αντικείμενο της. Σήμερα, είναι αδύνατο να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η μόνη πραγματική απάντηση, που είναι γελοία, συνίσταται στο ότι με το χαρτί σας θα μπορέσετε να βρείτε δουλειά-πράγμα που άλλωστε δεν ισχύει. Το σχολείο γίνεται έτσι ένα είδος κατασκευής πιστοποιητικών επαγγελματικής ικανότητας. Δεύτερον, το ζήτημα των διδασκόντων. Η διδασκαλία δεν είναι ένα επάγγελμα σαν τα άλλα, δεν είναι ένα επάγγελμα για “να βγάλεις το ψωμί σου”. Διδάσκω σημαίνει μαθαίνω στα παιδιά να αγαπούν τη μάθηση ως γεγονός, και γι’ αυτό πρέπει να σου αρέσει να διδάσκεις και να αγαπάς τα παιδιά. Τίποτε δε μπορεί να μεταδώσει κανείς αν δεν είναι κυριευμένος από τις δυο αυτές αγάπες, και αν δεν είναι ικανός να εμπνεύσει την αγάπη.

Kern: Ήδη από το σχολείο κατασκευάζεται ένα ανθρώπινο ον, ένας πολίτης. Εκεί μαθαίνει κανείς να καταλαβαίνει, να επιλέγει…

Καστοριάδης: Ασφαλώς, Κι αυτό με οδηγεί στο τρίτο σημείο. Το να επιλέγεις απαιτεί την ικανότητα να προσανατολίζεσαι και να έχεις μια ιεραρχία των αξιών. Που είναι αυτές οι αξίες στη κοινωνία της σήμερον; Άραγε μπορεί να τις βρεις; Σε μια κοινωνία που προβάλλει, στην πραγματικότητα, ως μόνη αξία το χρήμα-και που, ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο, είναι ασυνεπής, διότι έχοντας ανάγκη από ειδικούς στην πληροφορική τους οποίους πληρώνει αμέσως μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους τριάντα ή σαράντα χιλιάδες φράγκα το μήνα, δίνει δεκαπέντε στους καθηγητές τους; Ποιος θα γίνει καθηγητής μαθηματικών αύριο; Και γιατί ένας δικαστής, που πρόκειται να αποφασίσει για τις υποθέσεις που αφορούν εκατοντάδες εκατομμύρια, να μείνει ακέραιος;

Kern: Αν ακολουθήσουμε σε όλα το αμερικανικό μοντέλο…

Καστοριάδης: Μα το ακολουθούμε: όπως έλεγε ο Marx για την Αγγλία της εποχής του, είναι ο καθρέφτης όπου μπορούμε να δούμε το μέλλον μας. Είναι γνωστή η αξιοθρήνητη κατάσταση του Αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια. Αντισταθμίζονταν, εν μέρει, από το πανεπιστημιακό σύστημα. Και τώρα οι στατιστικές δείχνουν ότι τα πανεπιστήμια αυτά με τις θαυμάσιες βιβλιοθήκες τους, τα ονειρεμένα εργαστήρια τους κτλ οφείλουν να στρατολογούν κατά πλειοψηφία ξένους καθηγητές και ξένους φοιτητές υποψήφιους για διδακτορικά και μεταδιδακτορικά διπλώματα. Οι ΗΠΑ δεν καταφέρνουν ούτε καν να αναπαράγουν την πολιτισμική ελίτ τους.

Όλα αυτά για να πούμε ότι η Δημοκρατία είναι ένα ζήτημα που ξεπερνάει την πολιτική. Είναι ένα ζήτημα ολικό. Η κοινωνία κυριαρχείται από ένα τρελό αγώνα δρόμου, που ορίζεται από τους εξής τρεις όρους: τεχνοεπιστήμη, γραφειοκρατία, χρήμα. Αν τίποτε δεν τη σταματήσει, το ζήτημα της Δημοκρατίας θα τίθεται ολοένα και λιγότερο. Η ιδιωτικοποίηση, η αδιαφορία, ο εγωισμός θα είναι παντού-συνοδευμένοι από κάποιες άγριες εκρήξεις των αποκλεισμένων, ολιγάριθμων και ανίκανων να έχουν πολιτική έκφραση.

Kern: Το όνειρο όμως του ελέγχου, της γενικής κυριαρχίας του συστήματος που τρέφουν οι γραφειοκράτες και οι καπιταλιστές δεν πραγματοποιείται!

Καστοριάδης: Σίγουρα. Όσο περισσότερο ακούμε για επιμέρους “τεχνογνωσία” και “δυνατότητα”, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται μια γενικευμένη απουσία δύναμης. Η κατάσταση δεν κυριαρχείται και δεν ελέγχεται από κανέναν.

Kern: Είναι ίσως η ευκαιρία της ανθρωπότητας, η δική μας ευκαιρία να φτάσουμε σε περισσότερη σύνεση…

Καστοριάδης: Χρειάζεται σύνεση, χρειάζεται όμως και θέληση.
***

[1] Γάλλος σοσιαλιστής Πρωθυπουργός από το 1984 έως το 1986.
[2] Η Επιχείριση Ηλεκτρισμού της Γαλλίας. Η επιχείρηση στηρίζεται κυρίως στην πυρηνική ενέργεια και σήμερα έχει σε λειτουργία 58 πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%AE%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%AF/

Για την αυτοοργάνωση (απόσπασμα)

Από το περιοδικό  Σκαπούλα (Λευκωσία, Κύπρος)

Μήπως είναι καιρός για αυτοοργάνωση στην Κύπρο;

Να πάρουμε τις ζωές στα χέρια μας!
Τι είναι η αυτοοργάνωση;
Αυτοοργάνωση είναι μια μέθοδος ενεργητικής, συλλογικής και οριζόντιας οργάνωσης. Η αυτοοργάνωση έχει δυο βασικά συστατικά: την αντι-ιεραρχία και τις συλλογικές αποφάσεις. Αυτά σημαίνουν ότι μια ομάδα ανθρώπων έρχεται κοντά για να οργανωθεί αυτόνομα απο οποιοδήποτε άλλο φορέα, χωρίς καμιά ατομική ή κομματική ηγεσία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται συλλογικά (με απόλυτη ή γενική πλειοψηφία) χωρίς καμιά άσκηση εξουσίας κατα τη διάρκεια της λήψης αποφάσεων ή δράσεων της ομάδας αυτής.
Η αυτοοργάνωση μπορεί να δημιουργηθεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα:
– τις αυτοοργανωμένες συλλογικότητες
– τους αυτοργανωμένους κοινωνικούς αγώνες
– την αυτοοργάνωση ως βασικό στοιχείο ενός συνολικού κοινωνικού προτάγματος ανταγωνιστικού και αντιπαραθετικού στον καπιταλισμό.
Το κείμενο αυτό θα ασχοληθεί με το ζήτημα των αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων, ιδιαίτερα τα συλλογικά εγχειρήματα σε σχέση με τις γειτονιές, το δημόσιο χώρο και το περιβάλλον.
«Οι αυτοοργανωμένες συλλογικότητες αποτελούν ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της πολιτικής παρέμβασης και δράσης – είτε πρόκειται για καθαρά πολιτικές ομάδες (συγκροτημένες γύρω από ένα κοινό πολιτικό- θεωρητικό-ιδεολογικό πλαίσιο) είτε για συλλογικά εγχειρήματα παρέμβασης σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους (εργασιακοί χώροι, γειτονιές, σχολεία, σχολές κ.λπ.) είτε για θεματικές ομάδες. Το ενοποιητικό τους στοιχείο είναι ότι λειτουργούν με μια οριζόντια αντιιεραρχική δομή, σε αντίθεση με τα όποια τυπικά ή άτυπα συγκεντρωτικά
μοντέλα οργάνωσης που υιοθετήθηκαν από ένα μεγάλο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος, ήδη από την εμφάνισή του.»
http://indy.gr/analysis/pos-antolambanomaste-tin-aytoorganosi
Γιατί προτείνουμε τη συλλογική αυτοοργάνωση στις γειτονιές;
– Γιατί κέντρο αποφάσεων που αφορούν αποκλειστικά μια γειτονιά πρέπει να είναι η ίδια η γειτονιά.
– Η αυτοοργάνωση είναι η μόνη μέθοδος οργάνωσης που δεν αποδέχεται ιεραρχίες και αρχηγούς
– Είναι η μόνο μέθοδος οργάνωσης που διαχέει και ενεργοποιεί τις ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός, μέσα από μια συλλογική σύνθεση, μέσα από την κατάκτηση κοινού τόπου στη συναπόφαση και τη συνυπευθυνότητα.
– Οι ικανότητες, οι αποφάσεις, τα εγχειρήματα, οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις αλλά και η χαρά και η δημιουργικότητα αποτελούν κοινό κτήμα των κατοίκων μιας αυτοοργανωμένης γειτονιάς.
Επίσης προτείνουμε τη συλλογική αυτοοργάνωση επειδή:
– Θα λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά.
– Θα φέρουν τους κατοίκους πιο κοντά στη γειτονιά τους, στη φύση και στους δημόσιους χώρους.
Προτείνουμε τη συλλογική αυτοοργάνωση για μια πιο κοινωνική, δημιουργική και ελεύθερη ζωή!

Ριζώνοντας την Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία στην Κοινωνία

Αναδημοσίευση από: http://inlovewithlife.wordpress.com/2013/02/02/social_economy-2/

Το εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Οι οργανωτικές του δομές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της ιστορικής συγκυρίας. Υπάρχουν όμως πλέον οι δυνατότητες για ένα ποιοτικό άλμα, που θα αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης και θα οδηγήσει σε ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό που λείπει σε αγωνιστές και ευρύτερα κομμάτια του κινήματος είναι η συνείδηση των ευθυνών, που συνεπάγεται η ιστορική στιγμή. Γιατί αυτό που απαιτεί η ιστορική στιγμή είναι τα κινήματά μας να δώσουν στο τώρα συγκεκριμένες διεξόδους στα κοινωνικά αδιέξοδα, δείχνοντας σαν ανεμοδείχτες μέσα στην καταιγίδα την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μπολιάζοντας τις καρδιές των ανθρώπων με την ελπίδα και την προοπτική για το άμεσα εφικτό ενός καλύτερου, πιο δίκαιου και ελεύθερου, κόσμου.

Κάθε μαζικό κοινωνικό κίνημα, που συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της συντήρησης της εποχής του, επιδίωξε τις υλικές συνθήκες της αυτονομίας του από το κράτος και τον καπιταλισμό. Η κάλυψη των ανελέητων υλικών αναγκών των κοινωνικών κομματιών, που τα απάρτιζαν, εξώθησε τέτοια κινήματα στο να δώσουν ριζοσπαστικές απαντήσεις στο πεδίο της οικονομίας και, έτσι, να διευρύνουν τις οργανωτικές τους υποδομές και την κοινωνική τους ακτινοβολία στο πεδίο της πολιτικής. Σήμερα, που το κράτος και η καπιταλιστική αγορά υποχωρούν ταχύτατα από την κάλυψη των υλικών αναγκών της κοινωνίας, τα κινήματα καλούνται να εγκολπώσουν το δημιουργούμενο κενό σε απελευθερωτική κατεύθυνση, ισχυροποιώντας με αυτό τον τρόπο τις δομές τους και αναβαθμίζοντας τις θέσεις τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Σε αυτά τα πλαίσια η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) μπορεί υπό όρους να αποτελέσει την απάντηση για μία παραγωγή / διανομή πέρα από τον καπιταλισμό.

Κατακτώντας τις Υλικές Συνθήκες της Αυτονομίας

Η κοινωνική αυτονομία απαιτεί την καλλιέργεια ικανών υλικών συνθηκών, που θα την καθιστούν εφικτή. Για να καλλιεργούνται όμως οι υλικές αυτές συνθήκες, είναι αναγκαία η διαρκής διάδοση και ο πολλαπλασιασμός σχέσεων παραγωγής και διανομής, που αφενός δίνουν έμφαση στη συνεργασία και την αλληλεγγύη και αφετέρου προσφέρουν άγονο έδαφος για την εκμετάλλευση και την ιεραρχία. Μακριά από τη λογική της μετάθεσης τέτοιων συνθηκών σε ένα απώτερο μέλλον, τα κινήματά μας ήδη υιοθετούν πρακτικές άμεσης δράσης στο οικονομικό πεδίο, προεικονίζοντας στο τώρα τις κοινωνικές σχέσεις του αύριο (Graeber 2007). Μία τέτοια προεικόνιση δεν μπορεί παρά να είναι εγγενώς αντιφατική, αφού φέρει στοιχεία τόσο του παλιού, που απορρίπτουμε, όσο και του νέου, που επιβάλλουμε. Η αντιφατικότητα όμως αυτή δεν αποτελεί σημάδι κάποιου είδους ήττας, όπως συχνά εκλαμβάνεται, αλλά αντίθετα συνιστά ένδειξη γόνιμης πάλης και ανατροπής απέναντι σε έναν ωκεανό παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς. Η θεμελίωση άλλωστε πιο δίκαιων και ελεύθερων σχέσεων παραγωγής, η δικτύωση μεταξύ τους στη βάση της συνεργασίας και η διάδοσή τους μέσα στο κοινωνικό σώμα δεν αποτελεί για εμάς απλώς ένα εργαλειακό μέσο για την επανάσταση αλλά τη σύμπηξη στο τώρα ενός τρόπου ζωής πιο αξιοπρεπούς από το καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς, ενός τρόπου ζωής που συνδυάζει αρμονικά την συνεργατική απάντηση στις υλικές μας ανάγκες με τον αταλάντευτο στόχο για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ποια όμως στοιχεία επιθυμούμε να προεικονίζουμε στις σχέσεις παραγωγής / διανομής του σήμερα για τον αυριανό κόσμο; Είμαστε αντίθετοι με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής / διανομής, γιατί αυτές χαρακτηρίζονται από την ιεραρχία, το απρόσωπο του εμπορεύματος, το ιδιωτικό κέρδος, τις οικονομικές ανισότητες, τον ανταγωνισμό και την καταστροφικότητα της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης. Θέλουμε να τις αντικαταστήσουμε με σχέσεις, που θα προάγουν την έλλειψη κυριαρχίας, την πρόσωπο με πρόσωπο συνεργασία, το κοινωνικό όφελος, το δώρο, την αξία χρήσης των προϊόντων / υπηρεσιών, τη διανομή στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Η εξασφάλιση στο τώρα των υλικών συνθηκών της αυτονομίας μας πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό μας σπρώχνει να μην περιοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στο πεδίο της άσβεστης ταξικής πάλης αλλά να δημιουργούμε τις δικές μας οικονομικές δομές σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και, κυρίως, να τις δικτυώνουμε μεταξύ τους.

Πιο σημαντικό, κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις, που προεικονίζουν τον αυριανό κόσμο, δεν μπορούν παρά να καταπολεμούν την εκτεταμένη αυτονόμηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, που κατέστη εφικτή με την επικράτηση του οικονομισμού ως κοινού τόπου για τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες των τελευταίων εκατονταετιών, του οικονομικού φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Ο οικονομισμός είναι αυτό το ιδεολογικό δόγμα, που έχει μετατρέψει την καπιταλιστική αγορά σε μία μεγα-μηχανή καταστροφής των ανθρώπων και της φύσης, πλήρως αυτονομημένη όχι μόνο από τις πεπερασμένες δυνατότητες της βιόσφαιρας αλλά ακόμη και από τις κοινωνικές ανάγκες που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί. Αντίθετα, μέσα από τα οικονομικά μας εγχειρήματα πρέπει να στοχεύουμε στην γενικευμένη αυτοδιαχείριση (Βαρκαρόλης 2012), δηλαδή στην πλήρη απορρόφηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, όχι αναγκαστικά στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού, που θα προϋποθέτει το κράτος, αλλά μέσα από την τοπικοποίηση (Zibechi 2010) και την αποανάπτυξη (Τάιμπο 2012).

Η Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία ως Δυνατότητα

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) δεν είναι καινούργιο φαινόμενο αλλά εμφανίζεται ιστορικά με τη γέννηση του εργατικού κινήματος ως αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης του (Λιερός 2012). Αποτελεί τύπο οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος παρρεκλίνει από τους τύπους που παράγουν το κράτος και η καπιταλιστική αγορά ως προς τις σχέσεις τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και μεταξύ των εργαζομένων και της κοινωνίας. Έτσι, βασικά της χαρακτηριστικά είναι αφενός η διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας των εργαζομένων μεταξύ τους και σε διαπροσωπικό επίπεδο με την κοινότητα και αφετέρου η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών και η παραγωγή κοινών αγαθών. Ειδικότερα, οι σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους συναρθρώνονται γύρω από την εκούσια συμμετοχή, την ισότητα των μελών και την αμεσοδημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ επεκτείνονται και πέρα από κάθε μεμονωμένη οικονομική μονάδα μέσα από την δικτύωση και την ομοσπονδίωση των εγχειρημάτων της ΚΑΟ. Επιπρόσθετα, τέτοια εγχειρήματα προσανατολίζονται στην ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών, των ίδιων των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινού, όπου ο όρος ανάγκες δεν δηλώνει μόνο τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές, τις περιβαλλοντικές και τις πολιτιστικές (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Με δυο λόγια η ΚΑΟ προάγει κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης.

Η ΚΑΟ πρέπει να ιδωθεί ως δυνατότητα. Και αυτό γιατί τα εγχειρήματα, που επιθυμούν να ακολουθούν τις αρχές της, καλούνται να αντιμετωπίζουν διαρκώς αντιφάσεις, που γεννιούνται λόγω της εξαναγκασμένης λειτουργίας τους μέσα στο ολοκληρωμένο οικονομικό σύστημα της καπιταλιστικής αγοράς και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Έτσι, σε τέτοια εγχειρήματα η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία δύναται να παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο – πρόταγμα την εξάλειψη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Επιπλέον, η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, η πρόσωπο με πρόσωπο σχέση με τους καταναλωτές, η απαγόρευση της διανομής κερδών και ο σταθερός προσανατολισμός στην ικανοποίηση των κοινωνικών και οικολογικών αναγκών δύνανται να αίρουν την αλλοτρίωση του εργαζομένου ως προς το περιεχόμενο και το προϊόν της εργασίας, που αναπαράγεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εντούτοις, η πάλη ενάντια στην κυριαρχία, την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση συνεχίζεται και στο εσωτερικό των εγχειρημάτων της ΚΑΟ.

Κατά συνέπεια, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό. Το πιο σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι, σε αντίθεση με το στρατήγισμα του κεντρικού σχεδιασμού, που θα επέλθει μετά την κατάληψη του αστικού κράτους, η ΚΑΟ αναπτύσσεται από τα κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας δίκτυα οικονομικής εξουσίας παράλληλα με τα κυρίαρχα δίκτυα της καπιταλιστικής οικονομίας και έτσι διαθέτοντας βαθιά γείωση με τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό το πλεονέκτημα όμως μπορεί να αποτελεί και το σοβαρότερο μειονέκτημα της ΚΑΟ ως προς τον αντικαπιταλιστικό της προσανατολισμό. Και αυτό γιατί τα δίκτυα της ΚΑΟ, όσο εκτεταμένα και καλά οργανωμένα και αν γίνουν, θα είναι πάντοτε καταδικασμένα να απορροφούνται από τον καπιταλισμό, αν δεν αποτελούν αναπόσπαστο οικονομικό όχημα ενός αποφασισμένου αντιεξουσιαστικού κινήματος, που θα αναμετρηθεί και σε ευνοϊκούς συσχετισμούς θα συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό, καταλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγονται μέσω και γύρω από αυτόν.

Η Θεσμική Κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα

Οι νόμοι αντανακλούν συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στο ανταγωνιστικό κίνημα και την κυριαρχία. Εμπεριέχουν λοιπόν όχι μόνο τους κανόνες που εγκαθιδρύουν και διευρύνουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αλλά και επιλογές και παραχωρήσεις της κυριαρχίας προς τους από κάτω, προκειμένου να διασφαλίζεται, έστω επιφανειακά, η κοινωνική ειρήνη.

Η θεσμική κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα έλαβε χώρα με τον Ν. 4019/2011 μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης. Η χρονικότητα αυτής της κίνησης δεν είναι τυχαία. Η κλιμακούμενη υποχώρηση της μισθωτής εργασίας δημιουργεί πρόσκαιρα στο περιθώριο ένα υπεράριθμο δυναμικό κυρίως νέων ανθρώπων, που αποτελούν ενδεχόμενη απειλή για την κυρίαρχη τάξη. Ταυτόχρονα, η καταστροφή των ισχνών προνοιακών υποδομών του κράτους σε συνδυασμό με την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού γιγαντώνει τον χώρο των απόκληρων, που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά. Στη συγκυρία αυτή η επιλογή του συστήματος είναι “βγάλτε τα πέρα μόνοι σας”. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η κατοχύρωση της ΚΑΟ, την οποία και πρέπει να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο για τους δικούς μας σχεδιασμούς κοινωνικής αυτοοργάνωσης και κάλυψης του κενού με άλλους όρους.

Η κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ) του Ν. 4019/2011 είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό, που διαθέτει εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα. Δύναται να αποσκοπεί στην κοινωνική ένταξη και στην παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών κοινωνικού – προνοιακού χαρακτήρα για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού ή στην προαγωγή του τοπικού και συλλογικού συμφέροντος, στην απασχόληση, στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης. Για την ίδρυσή της χρειάζονται τουλάχιστον 5 μέλη. Τα μέλη δεν φέρουν ευθύνη για τα χρέη της ΚΟΙΝΣΕΠ παρά μόνο μέχρι το ύψος της συνεταιριστικής τους μερίδας. Η ισοτιμία κάθε μέλους διασφαλίζεται από τον νόμο μέσα από την απαγόρευση κατοχής άνω της μίας συνεταιριστικής μερίδας με δικαίωμα ψήφου. Μόνο μέλη της ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να είναι εργαζόμενοί της. Μέρος των κερδών της ΚΟΙΝΣΕΠ διανέμονται μόνο στους εργαζόμενούς της (όχι στα μέλη – μη εργαζόμενους). Συγκεκριμένα, τα κέρδη διατίθενται ποσοστιαία, ετησίως, ως εξής : (α) 5% για σχηματισμό αποθεματικού, (β) έως 35% διανέμεται στους εργαζόμενους ως κίνητρο παραγωγικότητας και (γ) το υπόλοιπο (τουλάχιστον 60%) διατίθεται για τους σκοπούς της επιχείρησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Υπάρχουν προβλέψεις για την επιχορήγηση των ΚΟΙΝΣΕΠ καθώς και για την φορολογική τους μεταχείριση προς το ευνοϊκότερο, εντούτοις αυτές τελούν πάντα υπό την αίρεση των εκάστοτε επιλογών του κράτους. Η ίδρυση μίας ΚΟΙΝΣΕΠ έχει μηδενικά σχεδόν έξοδα.

 Ο Ελληνικός θεσμός των ΚΟΙΝΣΕΠ πάσχει. Η αμεσοδημοκρατική διάσταση του θεσμού συρρικνώνεται στο μέτρο που καθίσταται υποχρεωτική από τον νόμο η εκλογή διοικούσας επιτροπής με τουλάχιστον τρία μέλη και με θητεία όχι μικρότερη των δύο ετών. Τα νομοθετικά αυτά εμπόδια στη δημοκρατία στους χώρους δουλειάς των ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να μετριαστούν με τους εξής τρόπους : (α) με την εκλογή όλων των μελών ή όλων των εργαζομένων στη διοικούσα επιτροπή, (β) με τη συρρίκνωση των εξουσιών της διοικούσας επιτροπής, (γ) με θεσμίσεις στο καταστατικό για τη δυνατότητα ταχείας ακύρωσης των αποφάσεων της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση των μελών, (δ) με την ανακλητότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση και την εκλογή νέων, (ε) με την εναλλαξιμότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής και (στ) με την εν τοις πράγμασι κατάργηση της λειτουργίας της διοικούσας επιτροπής στις εσωτερικές διαδικασίες και τη λήψη των αποφάσεων από όλα τα μέλη. Μειονέκτημα επίσης του θεσμού είναι η δυνατότητα διανομής κερδών, έστω και αν αυτή είναι μέχρι 35% αποκλειστικά και μόνο στους εργαζόμενους, καθώς και η μη καθιέρωση υποχρεωτικού ίσου μισθού για όλους τους εργαζόμενους και ενός ανώτατου ορίου του μισθού αυτού (λ.χ. 3 φορές ο βασικός). Το κυριότερο όμως μειονέκτημα του Ελληνικού θεσμού είναι ο αφόρητος περιορισμός των σκοπών των ΚΟΙΝΣΕΠ. Συγκεκριμένα, ο Ν. 4019/2011 αποκλείει εμμέσως ολόκληρα κομμάτια της παραγωγής από την ανάπτυξη εγχειρημάτων της ΚΟΑ, τα οποία πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας από το κράτος και το κεφάλαιο. Όλες όμως οι παραπάνω αδυναμίες του θεσμού μπορούν να αίρονται με de jure ή de factoεπιβολή μέσα από τους αγώνες μας για έναν νέο συνεργατισμό πέρα από το μισητό καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς.

Βιβλιογραφία

Βαρκαρόλης Ορέστης (2012). Δημιουργικές Αντιστάσεις και Αντεξουσία, Καφενείον το Παγκάκι, Αθήνα.

GraeberDavid (2007). Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας, Στάσει Εκπίπτοντες, Θεσσαλονίκη.

Λιερός Γιώργος (2012). Υπαρκτός Καινούργιος Κόσμος, Κοινωνική / Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Καπογιάννης Δημήτρης, Νικολόπουλος Τάκης (2012). Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, Το Μετέωρο Βήμα μιας Δυνατότητας, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Τάιμπο Κάρλος (2012). Η Πρόταση της Αποανάπτυξης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

ZibechiRaul (2010). Αυτονομίες και Χειραφετήσεις, Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, Αλάνα, Αθήνα.

 

Η κοινωνία της Αυτοδιαχείρισης, του Κορνήλιου Καστοριάδη

 

Ο σοσιαλισμός στοχεύει στο να δώσει ένα νόημα στη ζωή και την εργασία των ανθρώπων, στο να ενεργοποιήσει την ελευθερία τους, τη δημιουργικότητά τους και να επιτρέψει στις πιο θετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους να ανθίσουν. Στοχεύει στο να δημιουργήσει οργανικούς συνδέσμους μεταξύ του ατόμου και των ανθρώπων δίπλα του, μεταξύ της ομάδας και της κοινωνίας. Στοχεύει στο να υπερβεί τα σύνορα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, στο να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον εαυτό τους και με τη φύση. Ως εκ τούτου, ο σοσιαλισμός στοχεύει να ξανασυναντήσει τις πιο βαθιές φιλοδοξίες της εργατικής τάξης μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική αποξένωση. Αυτές δεν είναι προσδοκίες που αφορούν κάποιο ομιχλώδες και μακρινό μέλλον. Είναι υπάρχουσες τάσεις και συναισθήματα που εμφανίζονται ήδη στους επαναστατικούς αγώνες και στην επαναστατική ζωή. Η κατανόηση αυτού ισοδυναμεί με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι για τον εργαζόμενο το τελικό πρόβλημα της ιστορίας είναι ένα καθημερινό πρόβλημα.

Αν το καταλάβουμε αυτό, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι «εθνικοποίηση», ούτε «κεντρικός σχεδιασμός», ούτε ακόμα μία «βελτίωση της ποιότητας ζωής». Αντιλαμβανόμαστε ότι η αληθινή κρίση του καπιταλισμού δεν οφείλεται στην «αναρχία της αγοράς», στην «υπερ- παραγωγή» ή στην «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Αν οδηγήσουμε αυτές τις απόψεις στα λογικά τους συμπεράσματα και τις συνειδητοποιήσουμε με όλες τις συνέπειές τους, τότε οι ιδέες αυτές μπορούν να μεταβάλλουν τις ιδέες κάποιου για την επαναστατική θεωρία, δράση και οργάνωση. Μεταμορφώνουν το όραμα κάποιου για την κοινωνία και τον κόσμο. […]

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Σοσιαλιστική κοινωνία σημαίνει ότι οι άνθρωποι οργανώνουν οι ίδιοι κάθε πλευρά της κοινωνικής τους ζωής. Η καθιέρωση του σοσιαλισμού, επομένως, συνεπάγεται την άμεση εξάλειψη του θεμελιώδους διαχωρισμού της κοινωνίας σε ένα στρώμα διευθυνόντων και μια μάζα εκτελεστών. Το περιεχόμενο μιας σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης είναι πρώτα από όλα η εργατική διαχείριση της παραγωγής. Η εργατική τάξη προέβαλε την αξίωσή της για μια τέτοια διαχείριση και αγωνίστηκε για να την πετύχει στα πιο ακραία σημεία της ιστορικής δράσης: στη Ρωσία το 1917-18, στην Ιταλία το 1920, στην Ισπανία το 1936, στην Ουγγαρία το 1956.

Τα εργατικά συμβούλια στους χώρους εργασίας είναι η μορφή που θα πάρει πιθανότατα η αυτοδιαχείριση των εργατών και ο θεσμός που είναι πιο πιθανό να ευνοήσει την ανάπτυξή της. Η εργατική αυτοδιαχείριση σημαίνει ότι τα τοπικά Εργατικά Συμβούλια έχουν την εξουσία, ενώ τελικά στο επίπεδο της κοινωνίας ως ολότητα, η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Συνέλευσης των Αντιπροσώπων των Εργατικών Συμβουλίων. Τα εργοστασιακά συμβούλια (ή τα συμβούλια οποιωνδήποτε άλλων χώρων εργασίας, όπως των ορυχείων, των σιδηροδρόμων, των γραφείων κλπ) θα αποτελούνται από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τους εργαζόμενους και ανακλητούς από αυτούς ανά πάσα στιγμή και θα ενσωματώνουν τις λειτουργίες της σύσκεψης, της απόφασης και της εκτέλεσης. Αυτά τα συμβούλια είναι ιστορικές δημιουργίες της εργατικής τάξης. Έχουν έρθει στο προσκήνιο κάθε φορά που το ζήτημα της εξουσίας έχει τεθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Οι Εργοστασιακές Επιτροπές στη Ρωσία το 1917, τα Γερμανικά Εργατικά Συμβούλια του 1919, τα Ουγγρικά Συμβούλια το 1956, όλα τους επιδίωκαν να εκφράσουν (όποιο και αν ήταν το όνομά τους) το ίδιο αυθεντικό, οργανικό και χαρακτηριστικό πρότυπο αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.

Για να ορίσουμε συγκεκριμένα τον τύπο της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, πρέπει μεταξύ άλλων να εξαγάγουμε όλα τα δυνατά συμπεράσματα από δύο πολύ βασικές ιδέες: Την εργατική διαχείριση της παραγωγής και την εξουσία των Συμβουλίων. Για να γίνει πράξη, όμως, ένας τέτοιος ορισμός, για να πάρει σάρκα και οστά, πρέπει να συνδυαστεί με μια μελέτη τού πώς μπορούν να λειτουργήσουν στην πράξη οι θεσμοί μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Δεν υπάρχει λόγος για εμάς εδώ να προσπαθήσουμε να σχεδιάσουμε «νόμους», «κανόνες» ή «ένα ιδανικό σύνταγμα» για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Οι νόμοι, ως τέτοιοι, δεν σημαίνουν τίποτα. Οι καλύτεροι των νόμων μπορούν να έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι είναι διαρκώς προετοιμασμένοι να υπερασπιστούν ό,τι είναι σωστό σε αυτούς, να προσθέσουν ό,τι τους λείπει και να αλλάξουν σ’ αυτούς ό,τι έχει γίνει ανεπαρκές ή παρωχημένο. Από αυτήν την άποψη, πρέπει προφανώς να αποφύγουμε οποιοδήποτε φετιχισμό του «συμβουλιακού» τύπου οργάνωσης.

Η «διαρκής εκλεξιμότητα και αναιρεσιμότητα των αντιπροσώπων» είναι μάλλον αναποτελεσματικές από μόνες τους, για να «εγγυηθούν» ότι ένα Συμβούλιο θα συνεχίσει να εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Το Συμβούλιο θα συνεχίσει να τα εκφράζει αυτά μόνο για όσο καιρό οι άνθρωποι θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο γι’ αυτό. Η κατάκτηση του σοσιαλισμού δεν είναι θέμα καλύτερης νομοθέτησης. Η επιτυχία του εξαρτάται από τη συνεχή αυτοδραστηριοποίηση των ανθρώπων και από την ικανότητά τους να συνειδητοποιούν τα αναγκαία μέσα και τους σκοπούς, να επιδεικνύουν την αναγκαία αλληλεγγύη και αποφασιστικότητα.

Για να είναι, όμως, κοινωνικά αποτελεσματική, αυτή η αυτόνομη μαζική δράση δεν πρέπει να παραμείνει άμορφη, θρυμματισμένη και διασπασμένη. Πρέπει να βρει έκφραση σε πρότυπα δράσης και μορφές οργάνωσης, σε πρακτικές και σε θεσμούς που θα ενσωματώνουν και θα αντανακλούν τους σκοπούς της. Όπως πρέπει να αποφύγουμε το φετιχισμό των «νομοθετήσεων», έτσι πρέπει επίσης να προσέξουμε τα μειονεκτήματα των διαφόρων τύπων «αναρχικού» ή «αυθορμητίστικου» φετιχισμού, ο οποίος πιστεύοντας ότι τελικά η συνείδηση της εργατικής τάξης θα καθορίσει τα πάντα, ενδιαφέρεται λίγο ή καθόλου για τις μορφές που πρέπει να πάρει αυτή η συνείδηση, αν θέλουμε στ’ αλήθεια να αλλάξει την πραγματικότητα. Το Συμβούλιο δεν είναι ένα δώρο που χαρίζεται από κάποιον ελευθεριακό Θεό. Δεν είναι ένας θαυματουργός θεσμός. Δεν πρόκειται να γίνει ένα λαϊκό εργαλείο έκφρασης, αν οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εκφραστούν μέσα από αυτό το μέσο. Ωστόσο, το Συμβούλιο είναι μια ικανοποιητική μορφή οργάνωσης: η δομή του είναι τέτοια που δίνει τη δυνατότητα στους οραματισμούς της εργατικής τάξης να έρθουν στο φως και να εκφραστούν. Οι κοινοβουλευτικού τύπου θεσμοί, από την άλλη πλευρά, είτε λέγονται «Βουλή των Κοινοτήτων» είτε «Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ», είναι εξ’ ορισμού τύποι θεσμών που δεν μπορούν να είναι σοσιαλιστικοί. Είναι θεμελιωμένοι πάνω σε ένα ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του λαού, τη γνώμη του οποίου «συμβουλεύονται» αραιά και πού, και εκείνων που υποτίθεται ότι τον «εκπροσωπούν», οι οποίοι στην πραγματικότητα, όμως, είναι υπεράνω κάποιου ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου. Ένα Εργατικό Συμβούλιο είναι σχεδιασμένο για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους ανθρώπους, αλλά μπορεί να πάψει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία. Το κοινοβούλιο είναι σχεδιασμένο, έτσι ώστε να μην εκπροσωπεί το λαό, και ποτέ δεν παύει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία2.

Το ζήτημα των επαρκών και ουσιαστικών θεσμών είναι κεντρικό για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή ο σοσιαλισμός μπορεί να επέλθει μόνο μέσω μιας επανάστασης, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κρίσης κατά τη διάρκεια της οποίας η συνείδηση και η δραστηριότητα των μαζών φτάνει σε εκπληκτικά υψηλά επίπεδα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι μάζες γίνονται ικανές να υπερνικήσουν τη δύναμη της κυρίαρχης τάξης και των ενόπλων δυνάμεών της, να παρακάμψουν τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της κατεστημένης κοινωνίας και να υπερβούν μέσα τους τη βαριά κληρονομιά αιώνων καταπίεσης. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάποιου είδους παροξυσμός, αλλά αντίθετα ως μια προεικόνιση του επιπέδου δραστηριοποίησης και συνειδητοποίησης των ανθρώπων σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Η «άμπωτη» της επαναστατικής δραστηριότητας δεν έχει τίποτα το αναπόφευκτο. Ωστόσο, θα παραμένει πάντοτε μια απειλή, δεδομένου του τεράστιου όγκου των δύσκολων έργων που πρέπει να εκτελεστούν. Οτιδήποτε προστίθεται στα αναρίθμητα προβλήματα που αντιμετωπίζει η λαϊκή μαζική δράση θα ενισχύσει την τάση για μια τέτοια αντίδραση. Γι’ αυτό, είναι κρίσιμο για την επανάσταση να παράσχει στον εαυτό της, από τις πρώτες κιόλας μέρες, ένα δίκτυο από επαρκείς δομές για να εκφράζει τη θέλησή της, και οι επαναστάτες να έχουν μια χονδρική ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να λειτουργούν και να αλληλοσυνδέονται οι δομές αυτές. Από αυτή την άποψη, δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα οργανωτικό ή ιδεολογικό κενό. Αν οι ελευθεριακοί επαναστάτες παραμείνουν μακαρίως μακριά από αυτά τα ζητήματα και δεν τα επεξεργαστούν ή ούτε καν διανοηθούν, τότε μπορούν να είναι σίγουροι ότι κάποιοι άλλοι θα το κάνουν. Είναι πολύ ουσιαστικό για την επαναστατική κοινωνία να δημιουργήσει για τον εαυτό της σε κάθε στάδιο εκείνες τις δομές που θα μπορέσουν γρήγορα να γίνουν αποτελεσματικοί «θεσμικοί» μηχανισμοί, οι οποίοι θα εκφράζουν τη λαϊκή θέληση τόσο για τα πιο «σημαντικά θέματα» όσο και για τα κα θημερινά (που είναι ασφαλώς τα πρώτα και τα πιο σημαντικά ζητήματα απ’ όλα).

Επομένως, ο ορισμός της σοσιαλιστικής κοινωνίας που επιχειρούμε απαιτεί από εμάς μια περιγραφή του πώς οραματιζόμαστε τους θεσμούς της και τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούν. Αυτή η προσπάθεια δεν είναι «ουτοπική», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επεξεργασία και η προέκταση των ιστορικών επιτευγμάτων της εργατικής τάξης και ειδικότερα του πλαισίου της εργατικής διαχείρισης. Οι ιδέες που προτείνουμε για επεξεργασία είναι μόνο η θεωρητική άρθρωση της εμπειρίας ενός αιώνα εργατικών αγώνων. Ενσωματώνουν αληθινές εμπειρίες (θετικές και αρνητικές), συμπεράσματα (άμεσα και έμμεσα) που έχουν ήδη εξαχθεί, απαντήσεις που έχουν δοθεί σε πραγματικά προβλήματα ή απαντήσεις που θα έπρεπε να δοθούν, αν κάποια επανάσταση είχε προχωρήσει λίγο περισσότερο. Κάθε πρόταση σε αυτό το κείμενο συνδέεται με ερωτήματα που, είτε ευθέως είτε εμμέσως, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί στην πορεία των εργατικών αγώνων. Αυτό θα έπρεπε να βάλει ένα τέλος, μια και καλή, στις κατηγορίες για «ουτοπισμό».

Α. ΘΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΟΥΝ

Η αυτοδιαχείριση θα είναι δυνατή μόνο αν μεταβληθεί ριζικά η στάση των ανθρώπων ως προς την κοινωνική οργάνωση. Αυτό με τη σειρά του θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι κοινωνικές θεσμίσεις αποτελέσουν ουσιαστικό κομμάτι της πραγματικής καθημερινής τους ζωής. Όπως ακριβώς η εργασία έχει νόημα μόνο όταν οι άνθρωποι την κατανοούν και την ελέγχουν, έτσι και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα γίνουν ουσιαστικοί και πλήρεις νοήματος μόνο όταν οι άνθρωποι τους καταλαβαίνουν και τους ελέγχουν.

Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια σκοτεινή και ακατανόητη ζούγκλα, μια σύγχυση μηχανισμών διακυβέρνησης, δομών και θεσμών, που σχεδόν κανένας δεν καταλαβαίνει ή για τους οποίους κανείς δεν δείχνει ενδιαφέρον. Η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι δυνατή μόνο αν επιφέρει μια ριζική αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων και απλοποιήσει μαζικά την κοινωνική οργάνωση. Ο σοσιαλισμός συνεπάγεται ότι η οργάνωση της κοινωνίας θα είναι διαφανής γι’ αυτούς που συγκροτούν την κοινωνία αυτή.

Το να λες ότι τα έργα και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας πρέπει να είναι εύκολα κατανοήσιμοι συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση. Η «καλύτερη δυνατή πληροφόρηση» είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τη διάθεση μιας πελώριας μάζας δεδομένων. Το πρόβλημα δεν είναι να εφοδιάσουμε τον καθένα με φορητά μικροφίλμ όλων αυτών που υπάρχουν στο Βρετανικό Μουσείο. Αντιθέτως, η καλύτερη δυνατή πληροφόρηση εξαρτάται πρώτα και κυρίως από μια μείωση των δεδομένων στα πιο ουσιώδη, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να τα χειρίζονται όλοι. Αυτό θα είναι εφικτό, επειδή ο σοσιαλισμός θα επιφέρει μια άμεση και τεράστια απλοποίηση των προβλημάτων και θα εξαφανίσει, απλά και ξεκάθαρα, τους περισσότερους τωρινούς κανόνες και τις ρυθμίσεις που θα έχουν χάσει σχεδόν το νόημά τους. Σ’ αυτό θα προστεθεί μια συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης και διασποράς των πληροφοριών σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα και παρουσίασης των δεδομένων με απλό και επαρκή τρόπο. Επιπλέον, όταν θα αναφερθούμε στη λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, θα δώσουμε παραδείγματα των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν ήδη σ’ αυτό το πεδίο.

Στο σοσιαλισμό οι άνθρωποι θα επιβάλλονται στα έργα και τους θεσμούς της κοινωνίας. Επομένως, ο σοσιαλισμός πρέπει για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να θεσμίσει τη δημοκρατία. Ετυμολογικά, η λέξη δημοκρατία σημαίνει την κυριαρχία των μαζών. Δεν μας απασχολούν οι τυπικές όψεις αυτής της κυριαρχίας. Η αληθινή κυριαρχία δεν πρέπει να συνδέεται με τις εκλογές. Η ψήφος, ακόμα και η «ελεύθερη» ψήφος, μπορεί μόνο να είναι, και συχνά είναι, μια παρωδία της δημοκρατίας. Η αληθινή δημοκρατία δεν είναι το δικαίωμα του να ψηφίζεις για δευτερεύοντα ζητήματα. Δεν είναι το δικαίωμα του να ορίζεις κυβερνήτες, οι οποίοι στη συνέχεια θα παίρνουν τις αποφάσεις για όλα τα σημαντικά ζητήματα χωρίς έλεγχο από τα κάτω. Επίσης, δημοκρατία δεν είναι το να καλούνται οι άνθρωποι να εκφράσουν τη γνώμη τους εκλογικά για ακατανόητα ζητήματα ή για ερωτήσεις που δεν έχουν κανένα νόημα γι’ αυτούς.

Η αληθινή κυριαρχία συνίσταται στο να είναι κάποιος ικανός να αποφασίζει για τον εαυτό του, πάνω σε όλα τα ουσιαστικά ερωτήματα, με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων. Μέσα σε αυτές τις λίγες λέξεις, «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων», βρίσκεται όλο το πρόβλημα της δημοκρατίας. Έχει πολύ μικρή σημασία το να ζητάς από τους ανθρώπους να εκφράσουν τις απόψεις τους, αν δεν έχουν γνώση των σχετικών δεδομένων. Αυτό έχει υπογραμμιστεί εδώ και πολύ καιρό από τους αντιδραστικούς ή φασίστες επικριτές της «αστικής» δημοκρατίας και επιπλέον από τους πιο κυνικούς Σταλινικούς ή Φαβιανούς. Είναι φανερό ότι η αστική «δημοκρατία» είναι μια φάρσα, απλώς και μόνο επειδή κυριολεκτικά κανένας στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκφράσει μια γνώμη με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων, πόσο μάλλον οι μάζες των ανθρώπων από τις οποίες αποκρύπτονται συστηματικά οι πολιτικές και οικονομικές αλήθειες και το πραγματικό νόημα των ερωτημάτων που τους τίθενται. Η λύση, όμως, δεν είναι η παραχώρηση της εξουσίας στα χέρια μιας ανίκανης και ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας. Το σωστό είναι να μετασχηματίσεις την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να γίνονται κατανοητά από όλους τα βασικά δεδομένα και τα θεμελιώδη προβλήματα, καθιστώντας όλους ικανούς να εκφράσουν τις απόψεις τους «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων».

Β. ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ

Το να αποφασίζεις σημαίνει να αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Με το να αποφασίζεις για το ποιος θα αποφασίζει, ήδη δεν αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό, η μόνη ολοκληρωμένη μορφή δημοκρατίας είναι η άμεση δημοκρατία.

Για να πετύχεις την πιο ευρεία και την πιο ουσιαστική άμεση δημοκρατία, θα απαιτηθεί όλες οι οικονομικές και πολιτικές δομές της κοινωνίας να βασίζονται σε τοπικές ομάδες που να είναι αληθινές, οργανικές, κοινωνικές οντότητες. Η άμεση δημοκρατία σίγουρα απαιτεί τη φυσική παρουσία των πολιτών σε έναν δεδομένο τόπο, όταν πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται επίσης αυτοί οι πολίτες να σχηματίζουν μια οργανική κοινότητα, να ζουν αν είναι δυνατόν στο ίδιο περιβάλλον, να είναι εξοικειωμένοι μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία με τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν και με τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Μόνο μέσα σε τέτοιες οντότητες μπορεί η πολιτική συμμετοχή των ατόμων να είναι ολοκληρωμένη, μπορούν να γνωρίσουν και να νιώσουν οι άνθρωποι ότι η συμμετοχή τους έχει νόημα και ότι η αληθινή ζωή της κοινότητας καθορίζεται από τα ίδια της τα μέλη και όχι από κάποια εξωτερική αυθεντία, που δρα «στο όνομα» της κοινότητας. Συνεπώς, πρέπει να εξασφαλίζεται η μέγιστη αυτονομία και αυτοδιαχείριση για τις τοπικές αυτές κοινωνικές οντότητες.

Η σύγχρονη κοινωνική ζωή έχει δημιουργήσει ήδη αυτές τις συλλογικότητες και συνεχίζει να τις δημιουργεί. Αυτές οι συλλογικότητες αφορούν μεσαίες ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τις βρίσκεις στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις κατασκευές, στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη δημόσια διοίκηση κ.α., όπου οι άνθρωποι κατά εκατοντάδες, χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες ξοδεύουν το κύριο μέρος της ζωής τους, επιτελώντας κοινότοπες εργασίες και αντιμετωπίζοντας την κοινωνία στην πιο συμπαγή μορφή της. Ένας χώρος εργασίας δεν είναι μόνο μονάδα παραγωγής: έχει γίνει η πρωταρχική μονάδα κοινωνικής ζωής για την τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων. Αντί να είναι βασισμένη σε τοπικές οντότητες, τις οποίες η ίδια η οικονομική εξέλιξη συχνά τις έχει καταστήσει εξαιρετικά τεχνητές, η πολιτική δομή του σοσιαλισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη σε συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται σε παρόμοιες εργασίες. Αυτές οι συλλογικότητες θα αποδειχθούν γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα ανθίσει η άμεση δημοκρατία, όπως (για παρόμοιους λόγους) στην αρχαία πόλη ή στις δημοκρατικές κοινότητες των ελεύθερων αγροτών στις ΗΠΑ το 19ο αιώνα.

Η άμεση δημοκρατία δίνει μια ιδέα της αποκέντρωσης την οποία θα μπορεί να πετύχει η σοσιαλιστική κοινωνία. Ωστόσο, μια βιομηχανικά προηγμένη ελεύθερη κοινωνία θα πρέπει να βρει, επίσης, τα μέσα για να ενσωματώσει δημοκρατικά αυτές τις βασικές οντότητες στον κοινωνικό ιστό ως όλον. Θα πρέπει να λύσει το δύσκολο πρόβλημα του αναγκαίου συγκεντρωτισμού, χωρίς τον οποίο η ζωή μιας σύγχρονης κοινότητας θα κατέρρεε. Δεν είναι ο συγκεντρωτισμός καθαυτός εκείνος που κατέστησε τις μοντέρνες κοινωνίες τέτοια εξαιρετικά παραδείγματα πολιτικής ξένωσης ή εκείνος που οδήγησε στο φαινόμενο οι μειοψηφίες να δυναστεύουν πολιτικά την πλειοψηφία. Αυτό δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη πολιτικών σωμάτων «ανώτερων» και διαχωρισμένων από τον πληθυσμό, σωμάτων αποκλειστικά και ειδικά επιφορτισμένων με το καθήκον της εφαρμογής του συγκεντρωτισμού. Όσο ο συγκεντρωτισμός νοείται ως μια εξειδικευμένη λειτουργία ενός ξεχωριστού, ανεξάρτητου μηχανισμού, η γραφειοκρατία είναι πράγματι αδιαχώριστη από το συγκεντρωτισμό. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όμως, δεν θα υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο συγκεντρωτισμό και την αυτονομία των τοπικών οργανώσεων, γιατί και οι δύο λειτουργίες θα ασκούνται από τους ίδιους θεσμούς. Δεν θα υπάρχει κάποιος ξεχωριστός μηχανισμός του οποίου η λειτουργία να είναι η επανένωση αυτού που ο ίδιος θρυμμάτισε, ένα παράλογο καθήκον, το οποίο (πρέπει να θυμόμαστε) είναι ακριβώς αυτό που επιτελεί η σύγχρονη γραφειοκρατία.

Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Οι στενοί σύνδεσμοι μεταξύ του συγκεντρωτισμού και της ολοκληρωτικής, γραφειοκρατικής εξουσίας, σε αυτές ακριβώς τις ταξικές κοινωνίες, προκαλούν μια υγιή και κατανοητή αποστροφή πολλών σύγχρονων επαναστατών προς το συγκεντρωτισμό. Αυτή η αντίδραση, όμως, είναι συχνά συγκεχυμένη και μερικές φορές ενισχύει ακριβώς εκείνα τα πράγματα τα οποία προσπαθεί να διορθώσει.«Συγκεντρωτισμός, ιδού η ρίζα όλου του κακού», ισχυρίζονται πολλοί τίμιοι αγωνιστές, όταν αποκηρύττουν το Σταλινισμό ή το Λενινισμό στην Ανατολή ή στη Δύση. Όμως αυτή η αντίληψη, στην καλύτερη περίπτωση αόριστη, είναι σίγουρα καταστροφική όταν οδηγεί, όπως πολύ συχνά το κάνει, είτε σε τυπικά αιτήματα για «θρυμματισμό της εξουσίας» είτε σε αιτήματα για μια απεριόριστη επέκταση των εξουσιών των ομάδων βάσης, αγνοώντας τι πρέπει να γίνει στα άλλα επίπεδα.

Όταν οι πολωνοί αγωνιστές, για παράδειγμα, φαντάζονται ότι έχουν βρει μια λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, διακηρύσσοντας μια κοινωνική ζωή οργανωμένη και διοικούμενη από «διάφορα κέντρα» (Κρατική Διοίκηση, Συνέλευση Κοινοβουλίου, Συνδικάτα, Εργατικά Συμβούλια και Πολιτικά Κόμματα) επιχειρηματολογούν παραβλέποντας την ουσία. Αποτυγχάνουν να δουν ότι αυτός ο «πολυκεντρισμός» ισοδυναμεί με την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού και αναγνωρίσιμου κέντρου, ελεγχόμενου από τα κάτω. Και αφού η σύγχρονη κοινωνία είναι υποχρεωμένη να παίρνει ορισμένες κεντρικές αποφάσεις, το «σύνταγμα» που προτείνουν αυτοί θα υπάρξει μόνο στα χαρτιά. Το μόνο που θα κάνει θα είναι να κουκουλώνει την ανάδυση ενός αληθινού, όμως αυτή τη φορά συγκαλυμμένου (και συνεπώς ανεξέλεγκτου) «κέντρου», μέσα από τις τάξεις της πολιτικής γραφειοκρατίας.

Ο λόγος είναι φανερός: Αν κάποιος θρυμματίσει οποιονδήποτε θεσμό που εκπληρώνει μια σημαντική ή ζωτική λειτουργία, το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί την ανάγκη για κάποιον άλλο θεσμό ο οποίος να συναρμολογεί τα θραύσματα. Παρομοίως, αν το μόνο που κάνει κάποιος είναι να υποστηρίζει την επέκταση των εξουσιών των τοπικών συμβουλίων, τότε απλώς παραδίδει τα συμβούλια στην εξουσία μιας κεντρικής γραφειοκρατίας, η οποία θα «γνωρίζει» ή θα «κατανοεί» πώς να κάνει την οικονομία να λειτουργεί ως όλον (και οι σύγχρονες οικονομίες, είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, λειτουργούν πράγματι ως όλον). Για τους ελευθεριακούς επαναστάτες, το να αποφεύγουν αυτές τις δυσκολίες και να αρνούνται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας ισοδυναμεί με το να αφήνουν τη λύση αυτών των προβλημάτων στη μία ή την άλλη γραφειοκρατία.

Η ελευθεριακή κοινωνία θα πρέπει, λοιπόν, να δώσει μια ελευθεριακή λύση στο πρόβλημα του συγκεντρωτισμού. Αυτή η απάντηση θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μιας προσεκτικά προσδιορισμένης και περιορισμένης εξουσίας από την Ομοσπονδία των Εργατικών Συμβουλίων και η δημιουργία μιας Κεντρικής Συνέλευσης των Συμβουλίων και μιας Συμβουλιακής Επιτροπής. Θα δούμε παρακάτω ότι μια τέτοια Συνέλευση και μια τέτοια Επιτροπή δεν συνιστούν μεταβίβαση της λαϊκής εξουσίας, αλλά αντιθέτως είναι όργανα αυτής της εξουσίας. Σε αυτό το σημείο θέλουμε απλώς να συζητήσουμε τις αρχές που μπορούν να ρυθμίζουν τη σχέση τέτοιων πολιτικών σωμάτων με τα τοπικά συμβούλια και τις άλλες ομάδες βάσης. Αυτές οι αρχές είναι σημαντικές, γιατί επηρεάζουν τη λειτουργία σχεδόν όλων των θεσμών σε μια ελευθεριακή κοινωνία.

Γ. Η ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Σε μια κοινωνία όπου έχει αφαιρεθεί η πολιτική δύναμη από τους ανθρώπους και όπου αυτή η δύναμη είναι στα χέρια μιας συγκεντρωτικής εξουσίας, η ουσιαστική σχέση μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα: τα κανάλια από την περιφέρεια προς το κέντρο μεταφέρουν μόνο πληροφορίες, ενώ τα κανάλια από το κέντρο προς την περιφέρεια μεταφέρουν αποφάσεις (συν ενδεχομένως τις ελάχιστες πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες για την κατανόηση και την εκτέλεση των αποφάσεων που πάρθηκαν στο κέντρο). Το όλο δημιούργημα δεν αντικατοπτρίζει μόνο ένα μονοπώλιο της εξουσίας επί των αποφάσεων, αλλά και ένα μονοπώλιο επί των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την άσκηση της εξουσίας. Μόνο το κέντρο έχει το «σύνολο» των πληροφοριών που χρειάζονται για να γίνουν οι απαραίτητες αξιολογήσεις και να ληφθούν οι αποφάσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, μόνο κατά λάθος μπορεί κάποιο άτομο ή κάποιο πολιτικό σώμα να αποκτήσει πληροφορίες άλλες από εκείνες που αφορούν στο δικό του τομέα. Το σύστημα προσπαθεί να αποφύγει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν ενθαρρύνει τέτοια «λάθη».

Όταν λέμε ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία τα κεντρικά πολιτικά σώματα δεν θα συνιστούν μια μεταβίβαση της εξουσίας αλλά θα είναι η έκφραση της εξουσίας των ανθρώπων, υπονοούμε μια ριζική αλλαγή σε όλο αυτό το πλαίσιο. Μια από τις κύριες λειτουργίες των κεντρικών σωμάτων θα είναι να συλλέξουν, να μεταφέρουν και να διασπείρουν τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει και έχουν μεταφερθεί σε αυτά από τις τοπικές ομάδες.

Σε όλα τα ουσιαστικά πεδία, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται στα κατώτερα επίπεδα και θα κοινοποιούνται προς το «κέντρο», του οποίου η ευθύνη θα είναι να βοηθήσει ή να παρακολουθήσει την πρόοδό τους. Θα θεσμιστεί μια αμφίδρομη ροή πληροφοριών και προτάσεων και αυτό δεν θα ισχύει μόνο για τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των Συμβουλίων, αλλά θα είναι ένα μοντέλο για τις σχέσεις όλων των θεσμών και αυτών που συμμετέχουν σε αυτούς.

Πρέπει να τονίσουμε άλλη μια φορά ότι δεν προσπαθούμε να προσχεδιάσουμε τέλεια αντίγραφα της μελλοντικής κοινωνίας. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η συλλογή και η διάδοση των πληροφοριών δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες δεν μπορούν να διαδοθούν –αυτό θα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταπνίξεις ό,τι είναι σημαντικό και να το καταστήσεις με αυτόν τον τρόπο ακατανόητο και άρα ανεξέλεγκτο. Ο ρόλος οποιωνδήποτε κεντρικών σωμάτων είναι επομένως πολιτικός, ακόμα και από αυτή την άποψη.

Παραθέσαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο «Για το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού» του Κ. Καστοριάδη, που δημοσιεύτηκε το 1957 στο τεύχος 22 του γαλλικού περιοδικού «Socialisme ou Barbarie». Τα σκίτσα είναι του Solidarity Group (London). Το κείμενο μεταφράστηκε από τον Ιάσωνα Τσαούλα-Μοιρόπουλο για το τρίτο τεύχος του περιοδικού Νυκτεγερσία.

Αναδημοσίευση από:  http://eagainst.com/articles/%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%87%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82/

Σωματείο Εργατοϋπαλλήλων Βιομηχανικής Μεταλλευτικής – Για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά

Αναδημοσίευση από:  http:  //biom-metal.blogspot.gr/2013/02/blog-post_5.html
Δελτίο Τύπου
4/2/13
Το εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ. ανοίγει και λειτουργεί στα χέρια των εργατών! 
Το σωματείο εργαζομένων στη ΒΙΟ.ΜΕ. μετά από πολύμηνο αγώνα δράσεων υπό τη στήριξη και αλληλεγγύη του κινήματος βρίσκεται σε θέση να ανακοινώσει το άνοιγμα του εργοστασίου. Οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ. παίρνουν στα χέρια τους την παραγωγή και την ίδια τους τη ζωή χωρίς αφεντικά. Με αυτοργάνωση, εργατική αυτοδιαχείριση και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με την έμπρακτη αλληλεγγύη της κοινωνίας χτίζουν την ελπίδα ότι ένας καινούργιος κόσμος είναι εφικτός.Την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου στη 13.00 στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, το Σωματείο Εργατοϋπαλλήλων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής και η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης στον αγώνα των εργαζομένων στη ΒΙΟ.ΜΕ., σας προσκαλούν σε συνέντευξη τύπου όπου θα παρουσιάσουν τα άμεσα σχέδιά τους με την εκκίνηση λειτουργίας του εργοστασίου, καθώς και όλο εκείνο το πρόγραμμα δράσεων αλληλεγγύης για την εξεύρεση πόρων προς ενίσχυση του νέου αυτού εγχειρήματος που ανοίγει το δρόμο για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά.
Παρατίθεται συνοπτικά το πρόγραμμα δράσεων:
Πέμπτη 7/2 στη 13.00 Συνέντευξη Τύπου στο Ε.Κ.Θ.
Κυριακή 10/2 στις 18.00 Πανελλαδική συνέλευση των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης στο cine Αλέξανδρος
Δευτέρα 11/2 στις 17.00 Πορεία (Καμάρα), στις 20.00 Συναυλία στο Ιβανώφειο με τους Θ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Χαρούλη, Χαΐνηδες, είσοδος ενίσχυσης 5
Τρίτη 12/2, Όλοι στο εργοστάσιο! Συγκεντρώσεις: 11.00 Καμάρα, 12.00 ΙΚΕΑ.

Ραούλ Βάνεγκεμ – Το κράτος δεν είναι τίποτε, ας γίνουμε τα πάντα

Via: http://www.eleftheriakos.gr/node/443

”Η κοινωνία που έρχεται δεν έχει άλλη επιλογή. Πρέπει να ξαναπιάσει και να αναπτύξει τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι τις ελευθεριακές κοινότητες της επαναστατικής Ισπανίας, τα οποία θεμελίωσαν στην αυτονομία του ατόμου την αναζήτηση μιας αρμονίας, όπου η ευτυχία όλων θα είναι αλληλένδετη και αλληλέγγυα με την ευτυχία του καθένα και της καθεμιάς”.

Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα, όπου γεννήθηκε η ιδέα της δημοκρατίας, δίνει πρώτη το σύνθημα της μάχης ενάντια σε μια διεφθαρμένη δημοκρατία, όπου αυξάνονται παντού οι πιέσεις από τις πολυεθνικές και τις χρηματοπιστωτικές μαφίες. Σ’αυτή τη χώρα είδαμε να εκδηλώνεται μια αντίσταση που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον λήθαργο του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, που κείται πλέον αναίσθητο υπό την επίρροια δεκαετιών καταναλωτισμού και ψευδοχειραφέτησης.

Επιτρέψτε μου να θυμίσω ορισμένες βασικές κοινοτοπίες.

Ο καταναλωτισμός έχει εκλαϊκεύσει και εξαπλώσει παντού τη δημοκρατία του σουπερμάρκετ, όπου ο πολίτης διαθέτει τη μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής υπό τον όρο να καταβάλλει το αντίτιμο κατά την έξοδο από το κατάστημα. Οι παλιές ιδεολογίες έχουν χάσει το ουσιαστικό τους περιεχόμενο κι έχουν καταντήσει διαφημιστικά χαρτοφυλάκια που εξυπηρετούν τους εκλεγμένους πολιτικούς να πολλαπλασιάσουν την πελατεία και την εξουσία τους. Η πολιτική, είτε αριστερή θέλει να λέγεται είτε δεξιά, δεν είναι παρά ένα σύστημα πελατειακό, όπου οι εκλεγμένοι προάγουν τα προσωπικά τους συμφέροντα κι όχι αυτά των πολιτών που υποτίθεται πως εκπροσωπούν. Για μια ακόμα φορά, η Ελλάδα είναι στην ευχάριστη θέση να αποκαθιστά την αρχική σημασία της λέξης πολιτική, που είναι η τέχνη του να κυβερνάς την πόλη.

“>

Η δεύτερη κοινοτοπία είναι ότι τα κράτη έχουν απολέσει το προνόμιο, που περηφανεύονταν ότι κατέχουν, να διαχειρίζονται τα δημόσια αγαθά. Το παραδοσιακό κράτος πάντοτε βέβαια ξάφριζε τους πολίτες για να γεμίζει το παγκάρι του επιβάλλοντας φόρους και δασμούς, από την άλλη όμως, διασφάλιζε και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η παιδεία, η υγεία, τα ταχυδρομεία, οι συγκοινωνίες, τα επιδόματα ανεργίας, οι συντάξεις…Τα κράτη σήμερα είναι πλέον σκέτοι υπηρέτες των τραπεζών και των πολυεθνικών. Ωστόσο, αυτές αντιμετωπίζουν τώρα την πανωλεθρία του «τρελού χρήματος» το οποίο, αφού επενδύεται στην κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου και όχι σε παραγωγικές βιομηχανίες βασικών ειδών ή σε εταιρείες κοινής ωφελείας, γίνεται φούσκα που σκάει – αυτό είναι το χρηματιστηριακό κραχ. Είμαστε έρμαια των διαχειριστών της χρεωκοπίας, που βιάζονται να στραγγίξουν και την τελευταία σταγόνα γρήγορου κέρδους με την υπερεκμετάλλευση των πολιτών, των πολιτών που καλούνται να γεμίσουν, με αντάλλαγμα μια ζωή ολοένα και πιο επισφαλή, τον απύθμενο λάκκο του ελλείμματος που έσκαψαν οι τραπεζικές αγυρτείες.

Το κράτος όχι μόνο δεν είναι πια σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αυτές που προκύπτουν από τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά επιπλέον ψαλιδίζει τους προϋπολογισμούς των δημοσίων υπηρεσιών, κάνει κομμάτια ό,τι μπορούσε να εγγυάται τουλάχιστον την επιβίωση – αφού δεν κατάφερνε να επιτρέπει στον καθένα να ζει μια πραγματική ζωή. Κι όλ’ αυτά στο όνομα μιας τεράστιας απάτης που λέγεται δημόσιο χρέος.

Η μοναδική αρμοδιότητα που έχει απομείνει στο κράτος είναι η αστυνομική καταστολή. Η μοναδική δικλείδα ασφαλείας του κράτους είναι να σπέρνει το φόβο και την απελπισία. Τα χειρίζεται πολύ αποτελεσματικά, επενδύοντας τα μ’ ένα είδος αποκαλυψιακής αχλής. Σκορπά τη φήμη ότι το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα. Το συνετό είναι επομένως να καταναλώνεις, να ξοδεύεις ό,τι προλάβεις πριν την πτώχευση, να βγάζεις στο σφυρί ό,τι μπορεί να αποφέρει κέρδος, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θυσιάζεις την ύπαρξή σου και τον πλανήτη ολόκληρο μόνο και μόνο για να διαιωνίζεται η γενικευμένη αυτή απάτη.

Φιλοσοφία των επιχειρήσεων είναι ο μηδενισμός. Εκεί όπου το παν είναι το χρήμα, όλες οι αξίες, εκτός από την εμπορευματική, εξαφανίζονται εντελώς. Είδαμε πώς ο καταναλωτισμός υπονόμευσε τις δήθεν αιώνιες αλήθειες του παρελθόντος: την αυθεντία του πατέρα και την πατριαρχική εξουσία, τις θρησκείες, τις ιδεολογίες, το κύρος του στρατού και της αστυνομίας, το σεβασμό προς τ’ αφεντικά, την ιερότητα της θυσίας, την αρετή της σκληρής δουλειάς, την περιφρόνηση προς τη γυναίκα, το παιδί, τη φύση…Την ίδια στιγμή όμως ο καταναλωτισμός έχει αποκοιμίσει τη συνείδηση, τη συνείδηση που σήμερα μας υποχρεώνει να εγερθούμε με οδηγό τις ανθρώπινες αξίες, εκείνες που τόσες φορές βρέθηκαν στην καρδιά των ξεσηκωμών, των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων.

Γνωρίζουμε ότι πάει να συγκροτηθεί μια νέα συμμαχία μ’ όλ’ αυτά που η φύση που προσφέρει δωρεάν, μια συμμαχία που θα δώσει ένα τέλος στη στυγνή εκμετάλλευση της γης και του ανθρώπου. Σε μας αναλογεί να αρπάξουμε, με την έξαρση και το δυναμισμό του καπιταλισμού που εξορμά εις άγραν νέων κερδών, τις ελεύθερες και δωρεάν μορφές ενέργειας, που εκείνος ετοιμάζεται να μας πουλήσει πολύ ακριβά. Γιατί η εποχή μας, που δεν μαστίζεται από κρίση οικονομική, αλλά από κρίση της οικονομίας της εκμετάλλευσης, προσφέρει ταυτόχρονα και μια ευκαιρία στον άνθρωπο να γίνει ανθρώπινος. Και γίνομαι ανθρώπινος σημαίνει αρνούμαι να είμαι σκλάβος της εργασίας ή της εξουσίας και την ίδια στιγμή επιβεβαιώνω το δικαίωμά μου να διαμορφώνω τη μοίρα μου και να δημιουργώ καταστάσεις που ευνοούν την ευτυχία όλων.

Πολλά ερωτήματα τίθενται με μιαν αίσθηση επείγοντος, αίσθηση που κινδυνεύει να ενταθεί υπερβολικά με την ορμή των γεγονότων. Θα φροντίσω να μην δώσω απαντήσεις, αφού έξω από το πλαίσιό τους, έξω δηλαδή από τις πρακτικές συνθήκες και τις συλλογικότητες όπου τίθενται τα ερωτήματα, κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό της αφαίρεσης – και η αφαίρεση, ως σκέψη αποκομμένη από τη ζωή, πάντοτε νεκρανασταίνει τα παλιά τέρατα της εξουσίας. Θα αρκεστώ λοιπόν να δώσω ορισμένες διευκρινήσεις.

1. Eίμαστε άραγε διατεθειμένοι να προσφέρουμε τις δυνάμεις μας για να ανακουφίσουμε τη χρεωκοπία ενός κράτους που όχι μόνο δεν υπηρετεί πια τους πολίτες αλλά ως βρυκόλακας τους ρουφά το αίμα για να ταΐσει τα πλοκάμια του παγκόσμιου τραπεζικού κήτους;

Η δύναμη της αδράνειας λειτουργεί εναντίον μας. Οι οικογενειακές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές παραδόσεις εξακολουθούν να αναπαράγουν από γενιά σε γενιά την εθελοδουλία που κατήγγειλε ο Étienne de la Boétie. Από την άλλη, μπορούμε και να επωφεληθούμε από το σοκ που θα προκαλέσει η κατάρρευση του συστήματος και η αποσύνθεση του κράτους, να αξιοποιήσουμε τον πειρασμό να κοιτάξουμε πέρα από τα σύνορα της εμπορευματικής μιζέριας. Αναμενόμενο είναι να αντιστραφούν οι προοπτικές μας. Πέρα από τις ενδεχόμενες λεηλασίες σουπερμάρκετ, που ενέχουν και τον κίνδυνο να επιταχύνουν την εξάπλωση της φτώχειας, πολλοί καταναλωτές που απειλούνται με αποκλεισμό από την κατανάλωση, δεν θ’ αργήσουν να συνειδητοποιήσουν ότι ζωή δεν σημαίνει απλά επιβίωση, ότι η συσσώρευση προϊόντων νοθευμένων και άχρηστων δεν αξίζει τίποτε μπρος στην ευχαρίστηση μιας ύπαρξης όπου η ανακάλυψη των μορφών ενέργειας και των αγαθών που γεννά η φύση εναρμονίζεται με τις εκκλήσεις των επιθυμιών μας. Ότι η ζωή είναι εδώ και τώρα, ότι βρίσκεται στα χέρια της μεγάλης πλειοψηφίας και το μόνο που ζητά είναι να οικοδομηθεί και να εξαπλωθεί.

Ας πάψουμε να αυτο-οικτιρόμαστε για τις αποτυχίες της χειραφέτησης που στιγματίζουν την ιστορία μας, όχι όμως για να εορτάσουμε τις όποιες επιτυχίες σημειώσαμε: Όλη τούτη η συζήτηση για νίκες και ήττες, αποτυχίες κι επιτυχίες αναδίδει τη δυσωδία του εμπορευματικού ανταγωνισμού, της τακτικής και της στρατηγικής, της αρπακτικότητας. Το ζήτημα είναι να προωθήσουμε εγχειρήματα που να διαπνέονται από ευτυχία και τόλμη και που να απαιτούν από μας να εφαρμόζουμε στην πράξη σχέδια αυτοδιαχείρισης και συνελεύσεις αμεσοδημοκρατικές.

Οι ζαπατιστικές κοινότητες της Τσιάπας ίσως να είναι οι μοναδικές που εφαρμόζουν σήμερα την άμεση δημοκρατία. Η κοινοκτημοσύνη της γης αποκλείει εκ των προτέρων τις συγκρούσεις για την ιδιοκτησία. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να μετέχει στις γενικές συνελεύσεις, να παίρνει το λόγο και να λέει τη γνώμη του, ακόμη και τα παιδιά. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν αξιωματούχοι εκλεγμένοι με ψηφοφορία. Στα άτομα της κοινότητας που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για κάποιον συγκεκριμένο τομέα, όπως η παιδεία, η υγεία, η μηχανική, ο καφές, η οργάνωση γιορτών, οι μορφές βιοκαλλιέργειας, οι εξωτερικές σχέσεις κ.ο.κ., η συνέλευση αναθέτει την αντίστοιχη αρμοδιότητα. Οι αρμόδιοι αυτοί εντάσσονται κατόπιν σε ένα «συμβούλιο καλής διακυβέρνησης» και για όσο διαρκεί η αποστολή τους, κάνουν τακτικά απολογισμό των δραστηριοτήτων τους στην κοινότητα. Οι γυναίκες, επιφυλακτικές στην αρχή, εξαιτίας των πατριαρχικών συνηθειών των Μάγιας, κατέχουν σήμερα εξέχουσα θέση στα «συμβούλια καλής διακυβέρνησης». Για να συνοψίσουμε τη βούληση των ζαπατίστας να δημιουργήσουν μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, ιδού ένα σύνθημά τους, που μας θυμίζει πως πρέπει να είμαστε συνεχώς σε επιφυλακή: Δεν είμαστε παράδειγμα, είμαστε πείραμα.

2. Το χρήμα δεν οδεύει μόνον προς την υποτίμησή του, οδεύει προς την εξαφάνισή του. Κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, οι κοινότητες της Ανδαλουσίας, της Αραγονίας και της Καταλωνίας εφάρμοζαν ένα σύστημα διανομής που ακύρωνε την ανάγκη να καταφύγεις στο χρήμα. Σήμερα έγκειται σ’ εμάς να εξετάσουμε πώς θα ξεριζώσουμε, μέσα από σχέσεις ανθρώπινες, βασισμένες περισσότερο στη χαριστικότητα παρά στην ανταλλαγή, την εκμεταλλευτική συνθήκη στην οποία οι συναλλαγές μεταξύ αντικειμένων επικαθορίζουν τις συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων.

Υπήρξαμε σκλάβοι μιας οικονομικής επιχείρησης που εγκαινίασε τον εμπορευματικό πολιτισμό, επιδεινώνοντας τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, διατηρώντας μια μόνιμη σύγχυση μεταξύ άνεσης και αποφυσικοποίησης, προόδου και οπισθοδρόμησης, ανθρώπινης επιθυμίας και βαρβαρότητας.

Σίγουρα, οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί, απτοί ή άυλοι, συγκεκριμένοι ή εικονικοί, εξακολουθούν να συγκροτούν ένα σύστημα συνεκτικό. Όσο παράλογη κι αν είναι αυτή η συνοχή, διατηρεί την ικανότητα να κυριαρχεί στους θεσμούς και τις συμπεριφορές μας. Από την άλλη, μπορούμε να αναλογιστούμε τι μπορεί να συμβεί όταν η χρηματοπιστωτική κρίση αφαιρέσει από το χρήμα την αξία και τη χρησιμότητά του;

Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία ότι όσοι αρνούνται να παραχωρήσουν στο χρήμα το δικαίωμα να δεσπόζει τυραννικά στην καθημερινότητά τους, θα χαιρετίσουν την εξαφάνιση του χρήματος ως απελευθέρωση. Ωστόσο, ο φετιχισμός του χρήματος είναι τόσο βαθιά αγκυροβολημένος στα ήθη μας, που πολλοί απ’ όσους βρίσκονται υπό τον χιλιετή του ζυγό, θα βυθιστούν σε μια κατάσταση ψυχικής αναστάτωσης και κοινωνικής διαστροφής, μια κατάσταση όπου κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας, ξεσπά ο πόλεμος όλων εναντίον όλων και σηκώνει κεφάλι η τυφλή βία που ψάχνει για εξιλαστήρια θύματα.

Ας μην αγνοήσουμε τα πλοκάμια του κήτους που κουλουριάστηκαν στα τελευταία τους αναχώματα. Η κατάρρευση του χρήματος δεν συνεπάγεται απαραίτητα και τέλος του φθονερού ανταγωνισμού, της εξουσίας, της ιδιοποίησης πραγμάτων και ζωντανών οργανισμών. Η όξυνση του χάους, που είναι τόσο επικερδής για τις κρατικές οργανώσεις και τις μαφίες, μεταδίδει έναν ιό αυτοκαταστροφής. Με τον ιό αυτόν, εθνικιστικές εξεγέρσεις, γενοκτονίες, θρησκευτικές συγκρούσεις, ανακάμψεις της φασιστικής πανούκλας, μπολσεβίκικες ή τρομοκρατικές, θα δηλητηριάσουν τα μυαλά μας, αν η ευαίσθητη και συνετή διάνοια του ζωντανού στοιχείου δεν επαναφέρει στο επίκεντρο των αναζητήσεών μας την ευτυχία και τη χαρά της ζωής.

Πόσο γοητευτική ήταν ανέκαθεν η ολική απόρριψη, εκείνη που, μετά τις πρώτες επιφυλάξεις που συναντά, διανοίγει ένα μυστικό πέρασμα και περιμένει να κερδίσει όλα τα στρώματα του πληθυσμού για να εγγυηθεί κατόπιν την ατιμωρησία και τη νομιμοποίηση της βαρβαρότητας που έχει πια γενικευθεί. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία έδειξε πώς ο αφηρημένος ανθρωπισμός μπορεί να μεταλλαχθεί στην χειρότερη αγριότητα.

Από την άλλη, η απανθρωπιά του παρελθόντος δεν πρέπει να επισκιάσει τη μνήμη του πιο ριζοσπαστικού στοιχείου που ενείχαν τα μεγάλα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης: της επιθυμίας να απελευθερώσουν τον αλλοτριωμένο άνθρωπο και να γεννήσουν εντός του την αληθινή ανθρωπότητα που σε κάθε γενιά, αναπόφευκτα και αναπόδραστα, θα επανεμφανίζεται.

Η κοινωνία που έρχεται δεν έχει άλλη επιλογή. Πρέπει να ξαναπιάσει και να αναπτύξει τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι τις ελευθεριακές κοινότητες της επαναστατικής Ισπανίας, τα οποία θεμελίωσαν στην αυτονομία του ατόμου την αναζήτηση μιας αρμονίας, όπου η ευτυχία όλων θα είναι αλληλένδετη και αλληλέγγυα με την ευτυχία του καθένα και της καθεμιάς.

3. Η χρεωκοπία του κράτους θα αναγκάσει τις τοπικές κοινότητες να ιδρύσουν διοικητικούς μηχανισμούς κοινής ωφελείας προσαρμοσμένους στα ζωτικά συμφέροντα των ατόμων. Μην έχουμε όμως την αυταπάτη ότι η απελευθέρωση εδαφών της εμπορευματικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία ελεύθερων ζωνών, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα καταργούν τα δικαιώματα του εμπορίου και του κέρδους, θα επιτευχθούν δίχως κλυδωνισμούς και συγκρούσεις. Πώς λοιπόν θα υπερασπιστούμε τους θύλακες της χαριστικότητας που θέλουμε να σπείρουμε σ’ έναν κόσμο οριοθετημένο και ελεγχόμενο από ένα παγκόσμιο σύστημα λαίμαργο και αρπακτικό;

Στο πλαίσιο της πραγμάτευσης αυτής, μου φαίνεται εξαιρετικά σημαντικό το παραπάνω ερώτημα. Μου το έθεσε ένας φίλος Πέρσης. Αντιμέτωπος με την κατασταλτική βία της ισλαμιστικής δικτατορίας στο Ιράν, απηχεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική αντιπολίτευση, όταν συνειδητοποιεί την αριθμητική της δύναμη, αλλά ταυτόχρονα και την τραγική της αδυναμία μπρος στις ωμές επεμβάσεις του στρατού, της αστυνομίας και των «φρουρών της επανάστασης», δηλαδή παραστρατιωτικών ομάδων αποτελούμενων από κακοποιούς με θρησκευτική εξουσία η οποία νομιμοποιεί τις βιαιοπραγίες τους. Οι σκέψεις που ακολουθούν γράφτηκαν κατόπιν δικού του αιτήματος.

Ούτε στρατιώτης ούτε μάρτυρας

«Όποιος μπορεί τα περισσότερα, μπορεί και τα λιγότερα»: Να ένα ρητό κατάλληλο για όποια περίσταση μας καλεί να καταφύγουμε στη βία ή τη μη-βία, παντού όπου η καταστολή, κρατική, κομματική, ταξική, μαφιόζικη, θρησκευτική, ιδεολογική, εμποδίζει την ελευθερία και την έκφραση των ατόμων. Αν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα εκεί που υπάρχει η αγριότερη, η πιο αμείλικτη καταστολή, θα μπορέσουμε κατ’ αναλογίαν να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις χώρες όπου ο δημοκρατικός φορμαλισμός περιορίζει κάπως τις ακρότητες της όλης βαρβαρότητας. Είναι σαφές ότι υπάρχουν έντονες διαφορές στις συνθήκες της καταπίεσης ανάμεσα π.χ. στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, την Αλγερία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Κολομβία…

Μου φαίνεται πως μπορούμε άνετα να προσεγγίσουμε το ερώτημα παραμένοντας στο παράδειγμα του Ιράν, της Βόρειας Κορέας ή της Βιρμανίας και να προσαρμόσουμε τις προτάσεις μας για αντίσταση και σε άλλες χώρες, λιγότερο συνηθισμένες στη χρήση της βαναυσότητας.

Μέχρι σήμερα είχαμε δύο εναλλακτικές: Είτε η αποφασιστικότητά μας να βάλουμε τέλος στην κατασταλτική βία εισέβαλλε στο πεδίο του εχθρού για να αντιπαραθέσει στον εχθρό βία ίδια με τη δική του, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, από εμάς προς αυτόν· είτε η αντίθεση στην τυραννία κατέφευγε στην παθητική αντίσταση, στο ύφος του ειρηνισμού που είχε εφαρμόσει με αδιαμφισβήτητη επιτυχία ο Γκάντι.

Μπορεί βέβαια ο ειρηνισμός του Γκάντι να θριάμβευσε επί της αγγλικής κατοχής, αυτό όμως συνέβη επειδή είχε απέναντί του έναν αντίπαλο ο οποίος, όσο άσπλαχνος κι αν ήταν, σάστισε και οι αντιδράσεις του παρέλυσαν. Κι αυτό γιατί ο εχθρός εκείνος, η αγγλική κατοχή, διαπνεόταν από έναν φιλανθρωπικό φορμαλισμό, από τα υπολείμματα δηλαδή ενός ήθους, μιας πολεμικής δεοντολογίας, που τον έκαναν να διστάζει να σφάξει έναν πληθυσμό εχθρικό μεν, αλλά άοπλο.

Παρά την υποκρισία του, κάπου τον φαγούριζε ένα είδος στρατιωτικού fair play και τον εμπόδιζε να ξεδιπλώσει μια και καλή την τακτική της κατάπνιξης του εξεγερσιακού κινήματος από τη γένεσή του. Γνωρίζουμε ότι η διπλωματική ευφυΐα του λόρδου Μαουντμπάτεν επηρέασε και τη νίκη κάποιων λαϊκών διεκδικήσεων. Από την άλλη, όταν ο ειρηνισμός του Γκάντι πήγε να αντιπαρατεθεί με μια εξουσία πολύ λιγότερο επιρρεπή σε ηθικούς προβληματισμούς, όπως ήταν το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, αποδείχτηκε άχρηστος. Παρομοίως, η χούντα της Βιρμανίας δεν δίστασε να ανοίξει πυρ εναντίον του πλήθους των αντιφρονούντων που διαδήλωνε ειρηνικά. Σε μια παρόμοια λογική υπάγεται και η καταστολή στο Ιράν.

Τι απάντηση προτείνει το αντάρτικο; Κάθε φορά που κουβαλά μαζί του την απάντηση, είναι για κακό. Ο θρίαμβος των όπλων οδηγεί πάντοτε σε πικρή ήττα των ανθρώπων.

Το βασικό λάθος της ένοπλης πάλης είναι ότι δίνει προτεραιότητα σε έναν στόχο στρατιωτικό έναντι της δημιουργίας μιας ζωής καλύτερης για όλους. Αν πρέπει να διεισδύσεις στο πεδίο του εχθρού για να επιτύχεις τον στόχο σου, τότε έχεις ήδη προδώσει τη βούληση για ζωή υπέρ της βούλησης για δύναμη. Οι Κομμουνάροι είχαν τα κανόνια, όταν όμως αδιαφόρησαν για τα χρήματα στην τράπεζα της Γαλλίας και για το πώς θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν, βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση μπρος στα στρατεύματα των Βερσαλλιών. Γνωρίζουμε με ποιον τρόπο, στο όνομα της επανάστασης, ο στρατιωτικοποιημένος μπολσεβικισμός εξόντωσε τα πρώτα σοβιέτ, τους ναύτες της Κρονστάνδης, τους μαχνοβίτες και αργότερα τις ελευθεριακές κοινότητες στην Ισπανία. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο δήθεν κομμουνιστικό κόμμα, το ίδιο σταλινικό πνεύμα, αποστράγγιξε τον Μάη του ’68 από την ουσία του: Χωρίς εκεί να τέθηκε ζήτημα αντάρτικου, βλέπουμε ότι η ίδια έμμονη ιδέα της εξουσίας διαστρέβλωσε την ορμή της εξέγερσης.

Χρειάζεται μήπως να θυμίσουμε πως όπου θριάμβευσε το αντάρτικο, στην Κίνα του Μάο, στο Βιετνάμ, την Καμπότζη ή την Κούβα, η ένοπλη ιδεολογία έγινε ιδεολογικός στρατός που κατάργησε την ελευθερία για την οποία ισχυριζόταν ότι πολεμούσε; Το αποκρουστικό σύνθημα «η εξουσία βρίσκεται στην κάνη του όπλου» στην αρχή φέρνει στο μυαλό όσους αντιμάχονται κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας. Μετρά ωστόσο λιγότερα θύματα μεταξύ των αντεπαναστατών απ’ όσα μεταξύ των επαναστατών, των εχθρών της τυραννίας.

Από την άλλη βέβαια δεν θέλουμε άλλα Φρανκενχάουζεν. Εκεί, το 1535, οι εξεγερμένοι Γερμανοί αγρότες αρνήθηκαν να αντισταθούν και αφέθηκαν να σφαχτούν από τον στρατό των πριγκίπων, επειδή, υπολογίζοντας στη βοήθεια του Θεού, ξέχασαν ότι, όπως έλεγε κι ο Μπυσύ-Ραμπουτέν, «ο Θεός είναι πάντοτε στο πλευρό των μεγάλων στρατευμάτων».

Θέλετε πιο πρόσφατο παράδειγμα; Στις 22 Δεκεμβρίου 1997, 45 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, δολοφονήθηκαν από παραστρατιωτικούς, στο Actéal, ένα μεξικανικό χωριό, μέσα σε μια εκκλησία την ώρα που προσεύχονταν. Επρόκειτο για ανθρώπους του κινήματος των Abejas, μιας ομάδας χριστιανών ειρηνιστών οι οποίοι, παρότι βρίσκονται κοντά στους ζαπατίστας, ενστερνίζονται την απόλυτη μη-βία. Αιτία της φρικωδίας αυτής ήταν η εγκατάσταση των Αμπέχας σε εδάφη που εποφθαλμιούσαν άλλοι ινδιάνοι, μέλη του διεφθαρμένου Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος (PRI).

Πέρα από την αποστροφή που προκαλεί τούτη η βαναυσότητα, μπορεί κανείς να εξοργιστεί με τους βασανιστές χωρίς να θεωρήσει συνυπεύθυνη και τη χριστιανική τάση του μαρτυρίου και της αυταπάρνησης, που επιδρά στον δειλό ως διεγερτικό και προικίζει τον ακόμη πιο δειλό με την αμείλικτη σκληρότητα του Ματαμόρ; [Στμ: θρασύδειλο στρατιώτη-ήρωα της commedia dell’ arte]. Ο πιο δειλός απ’ όλους γνωρίζει ότι δεν ρισκάρει τίποτε όσο τα θύματά του αρνούνται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό τους.

Οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί με τα στοιχεία εκείνα στη συμπεριφορά μας που προκαλούν τον εχθρό να μας επιτεθεί, γιατί, χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούμε, είναι σαν να του ανοίγουμε την πόρτα.

Πώς επιτυγχάνουν το στόχο τους οι αντίπαλοί μας; Συχνά ενσταλάζουν στο μυαλό μας μια παράλογη πίστη στην παντοδυναμία τους. Ενεργοποιούν το αντανακλαστικό του φόβου ότι ο παλιός κόσμος είναι αήττητος, την ώρα που ο κόσμος αυτός καταρρέει ολοσχερώς. Η καταστροφική επίρροια του δόγματος αυτού δεν εκδηλώνεται μόνο με την παραίτηση και τη μοιρολατρία των μαζών. Το ίδιο δόγμα εμψυχώνει και την απέλπιδα τόλμη που σε οδηγεί να ορμήξεις στην επίθεση με την αίσθηση ότι θα πεθάνεις σε μια μάχη ανώφελη μεν, αλλά τουλάχιστον ένδοξη.

Κι όμως, είναι άραγε τόσο εκλεπτυσμένο το κατασταλτικό τους οπλοστάσιο, ώστε να είναι ικανό για παρεμβάσεις αστραπιαίες; Η πανταχού παρούσα τεχνολογία επιτήρησης δεν εμπόδισε την καταστροφή των πύργων της Νέας Υόρκης και μάλιστα με μέσα στοιχειώδη και ερασιτεχνικά. Έτσι είχε γελοιοποιηθεί και η αήττητη γραμμή Μαζινό από το γερμανικό στράτευμα, που απλά αγνοούσε την ύπαρξή της!

Αν τα μέσα της επιτήρησης των αντιπάλων παρουσιάζουν τέτοια κενά στον αγώνα τους ενάντια στις καταστροφικές δυνάμεις που τους απειλούν διαρκώς, με τι φόντα θα πολεμήσουν αποτελεσματικά μια δράση που δεν έχει στόχο να τα εξοντώσει, αλλά σχεδιάζει να δημιουργήσει μια κοινωνία ριζικά διαφορετική, μια κοινωνία που να αχρηστεύει και να χλευάζει τα σκιάχτρα των καλάσνικοφ ή των πυρηνικών.

Επιστρέφω στο ερώτημα: Πώς θα γίνει να αρνηθούμε και να μείνουμε ανυπεράσπιστοι μπρος στα όπλα της καταστολής, αλλά και να αντιτάξουμε στην κυρίαρχη εξουσία των όπλων τα ίδια όπλα που αυτή στρέφει εναντίον μας;

Η συζήτηση είναι ανοιχτή. Δεν έχω καμία έτοιμη απάντηση. Θα ήθελα απλώς να κάνω ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια.

Η καλύτερη δικλείδα ασφαλείας είναι να μην εισερχόμαστε στο στρατόπεδο του εχθρού, εκεί δηλαδή όπου μας περιμένει και εύχεται να μας συναντήσει. Γνωρίζει καλά ως και τις πιο απόκρυφες γωνιές της επικράτειάς του, που οριοθετείται από το εμπόρευμα και τις συνήθεις συμπεριφορές που έχει εγκαθιδρύσει ο ίδιος (αρπακτικότητα, ανταγωνισμός, αυταρχικότητα, φόβος, ευπιστία, φετιχισμός του χρήματος, λαιμαργία, πελατειακές σχέσεις). Από την άλλη, αγνοεί τα πάντα για τη ζωή και τους αναρίθμητους δημιουργικούς της πόρους.

Ένα προληπτικό μέτρο, για τη δική μας προστασία, είναι να εξαφανίσουμε από τις συνελεύσεις μας κάθε μορφή και κάθε παρόρμηση της εξουσίας και της αυταρχικής οργάνωσης. Η ατομική αυτονομία είναι προϋπόθεση της αυτοδιαχείρισης. Αυτήν προσπαθεί να εφαρμόσει και το κίνημα VOCAL στην Οαχάκα, με τη συνέλευση βάσης που λαμβάνει απευθείας τις αποφάσεις για τα ζητήματά της και απορρίπτει κάθε παρέμβαση κομμάτων, συνδικάτων, πολιτικών σχημάτων, ή πελατειακών δημαγωγών.

Η συνοχή οφείλει να στηρίζεται σε ένα σχέδιο ατομικής και κοινωνικής ζωής. Το μέλλον ανήκει στις τοπικές κοινότητες που είναι ικανές να σκέφτονται παγκόσμια. Θέλω να πω: στις κοινότητες που με την εξάπλωση της ριζοσπαστικότητάς τους επιδιώκουν να χτίσουν τα θεμέλια μιας Διεθνούς του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποφύγουμε την παγίδα του τοπικιστικού κοινοτισμού, που είναι προϊόν του κρατικού ιακωβινισμού.

Αξίζει να διερευνηθεί η ιδέα των επιτροπών γειτονιάς που εφαρμόστηκε στην Οαχάκα. Το Μεξικό μακράν απέχει από το να είναι Ιράν, ωστόσο δεν προσφέρει και τις συνθήκες που έχουμε στην Ευρώπη. Στην Οαχάκα οι παραστρατιωτικοί δολοφονούν με την ευλογία ενός αυταρχικού κυβερνήτη. Εκείνος έχει ανάγκη από συνομιλητές στους οποίους θα διακρίνει τα σπέρματα της διαφθοράς που ενυπάρχουν σε κάθε εξουσία, όποια κι αν είναι. Έχει ανάγκη από κόμματα, συνδικάτα, φράξιες. Τα εντοπίζει εύκολα. Μαζί τους νιώθει πως βρίσκεται σε οικείο έδαφος και μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να τα εξοντώσει ή να συνεργαστεί μαζί τους.

Αντίθετα, οι επιτροπές γειτονιάς έχουν μοναδικό τους στόχο να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του τοπικού πληθυσμού, προσεγγίζοντας τα προβλήματα ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων στη ρίζα τους, έτσι ώστε οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται για ορισμένους, να είναι ευπρόσδεκτες και από τη μεγάλη πλειοψηφία (το ξαναλέμε: η αρχή της τοπικότητας είναι αδιαχώριστη από την αρχή της παγκοσμιότητας). Οι επιτροπές γειτονιάς δεν εκπροσωπούν μιαν ένοπλη απειλή, δεν είναι κίνδυνος αναγνωρίσιμος από την εξουσία. Αποτελούν ένα πεδίο όπου φροντίζει κανείς για τις προμήθειες τροφής, νερού, ενέργειας, ένα πεδίο δηλαδή που η εξουσία δύσκολα ταυτοποιεί και αντιλαμβάνεται.

Έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια μορφή αλληλεγγύης σε ζητήματα φαινομενικά ευτελή και ανώδυνα, που μεταμορφώνει τις νοοτροπίες και τις διανοίγει προς τη συνείδηση και την επινοητικότητα. Επίσης, η ισότητα του άντρα και της γυναίκας, το δικαίωμα στην ευτυχία, η βελτίωση της καθημερινής ζωής και του περιβάλλοντος απεκδύονται τον αφηρημένο τους χαρακτήρα και αλλάζουν τις συμπεριφορές και τις συνήθειές μας.

Δίνοντας προτεραιότητα στα ερωτήματα που θέτει η καθημερινή ζωή καθιστούμε σιγά-σιγά ανενεργά και απαρχαιωμένα τα παραδοσιακά προβλήματα που μονότονα σφυροκοπούν οι ιδεολογίες, οι θρησκείες της γερασμένης αυτής πολιτικής, που είναι η πολιτική του παλιού κόσμου. Έτσι επιστρέφουμε και στην αρχική σημασία της λέξης πολιτική, που είναι η τέχνη του να κυβερνάς την πόλη, να βελτιώνεις δηλαδή κοινωνικά και ψυχολογικά τον τόπο όπου ένας πληθυσμός φιλοδοξεί να ζήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του.

Δεν έχουμε παρά να κερδίσουμε αν επιτεθούμε στο σύστημα και όχι στους ανθρώπους που είναι μεν υπεύθυνοι γι’ αυτό, αλλά είναι ταυτόχρονα και σκλάβοι του. Αν προσδεθούμε στο άρμα της συναισθηματικής πανούκλας, της εκδίκησης, της παρακμής, τότε θα συμμετέχουμε στο χάος και την τυφλή βία που έχουν ανάγκη το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν υποτιμώ την ανακούφιση που φέρνει σ’ ένα οργισμένο πλήθος η πυρπόληση μιας τράπεζας ή η λεηλασία ενός σουπερμάρκετ. Γνωρίζουμε όμως ότι η υπέρβαση αυτή εν τέλει αποτίει φόρο τιμής στο απαγορευμένο, είναι βαλβίδα εκτόνωσης της καταστολής, δεν καταστρέφει την καταστολή, την αποκαθιστά. Η καταστολή έχει ανάγκη από ανταρσίες τυφλές, χωρίς όραμα.

Τελικά δεν βλέπω να υπάρχει καταλληλότερο μέσο για την καταστροφή του εμπορευματικού συστήματος από τη διάδοση της έννοιας και των πρακτικών της χαριστικότητας (επί τόπου, κάτι τέτοιο ασκούν δειλά-δειλά όσοι μπλοκάρουν τα παρκόμετρα, προς μεγάλη απογοήτευση των εταιρειών που επιδιώκουν να κλέβουν το χώρο και τον χρόνο μας).

Τόσο λίγη φαντασία έχουμε, τόσο λίγη δημιουργικότητα, που να μην μπορούμε να απαλείψουμε τους περιορισμούς των διαφόρων λόμπι, κρατικών και ιδιωτικών; Ποια μέσα θα βρουν να επιστρατεύσουν εναντίον ενός συλλογικού κινήματος που θα διεκδικεί δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες, θα αρνείται να πληρώνει φόρους και δασμούς σ’ ένα κράτος-απατεώνα και αντίθετα θα επενδύει, για το καλό όλων, στον εξοπλισμό μιας περιοχής για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, θα αποκαθιστά την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, διατροφής και την ποιότητα του περιβάλλοντος;

Αποκαθιστώντας μια πραγματική πολιτική συσπείρωσης της κοινότητας θα θέσουμε τα θεμέλια της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας. Στις απεργίες στα τρένα, τα λεωφορεία, τα μετρό, αντί να εμποδίζουμε τη μετακίνηση των πολιτών στα μέσα συγκοινωνίας, γιατί να μην τα κινούμε, αλλά χωρίς εισιτήριο; Η ωφέλεια είναι τετραπλή: Πλήττονται τα έσοδα των εταιρειών, μειώνονται τα κέρδη των πετρελαϊκών λόμπι, χτυπιέται ο γραφειοκρατικός έλεγχος των συνδικάτων και κυρίως, αναζωπυρώνεται το αίσθημα της συμμετοχής και γεννιέται η μαζική στήριξη όλων όσων χρησιμοποιούν τις συγκοινωνίες!

Είμαστε βυθισμένοι σε προβλήματα πλαστά που αποκρύπτουν τα πραγματικά προβλήματα. Οι διάφορες αντιλήψεις, πάντοτε χειραγωγημένες, τελικά χειραγωγούν αυτό που θα έπρεπε να είναι το μοναδικό μας κίνητρο: η αβεβαιότητα και το ρίσκο των καθημερινών επιθυμιών, δηλαδή οι εμπειρίες που θα θέλαμε να βιώσουμε, τα μέσα για να απαλλαγούμε από ό,τι μας αλυσοδένει…Ποιο το νόημα όλων αυτών των συζητήσεων για την κρίση από την οποία πρέπει να εξέλθουμε, όσο δεν εξερχόμαστε απ’ αυτήν, όσο μένουμε με την απελπισία της υποχρεωτικής εργασίας, την ανία της κατανάλωσης, την απάρνηση κάθε πάθους για να αποκτήσουμε περισσότερα χάνοντας όμως τη χαρά της ζωής – χάριν ενός κέρδους που, επιπλέον, είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει;

Μαζί με τις πόζες της χειραφέτησης (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός), ο καταναλωτισμός και οι πελατειακές σχέσεις των λεγόμενων δημοκρατικών καθεστώτων έχουν αμβλύνει την ταξική συνείδηση, η οποία είχε αρπάξει από τον καπιταλισμό κάμποσες κοινωνικές δεξιότητες και τις έκανε δικές του. Οι αφηρημένες ιδέες μας πέταξαν στη λάσπη και το αίμα. Έπεσε από πάνω και η δήθεν «κοινή υπόθεση του λαού», το «καλό του τόπου» και μας αποτελείωσε.

Ο μόνος ριζοσπαστισμός σήμερα είναι η επιστροφή στα βασικά. Η επιστροφή στα βασικά εξουδετερώνει τους πλαστούς προβληματισμούς που τροφοδοτούν το συναισθηματικό χάος εις βάρος της συνείδησης. Παρεμπιπτόντως, το παράδειγμα του «καυγά για το ισλαμικό βέλο» αποκαλύπτει ανάγλυφα τη θεαματική λειτουργία που ιδιοποιείται, αφομοιώνει και πλαστογραφεί το δικαίωμά μας στην αυθεντική ζωή. Η όλη διαμάχη, είτε δικαιώνει είτε αναθεματίζει το βέλο, είτε είναι πουριτανική είτε ελαστική, είτε μιλά για καταπίεση είτε για ελευθερία, είτε για άρση είτε για απαγόρευση, τελικά κάνει κύκλους και αποκρύπτει μια πραγματικότητα που από κάποιους ανθρώπους βιώνεται καθημερινά: τις συνθήκες που υφίστανται οι γυναίκες. Το θέαμα, ως μέρος του όλου σχεδίου άρτος και θεάματα, προσφέρει ατέρμονες συζητήσεις για το πάπλωμα: υπογραφές για την εθελούσια υποταγή, προβοκάτσιες, φολκλορική διαδήλωση, κοινοτική συνοχή, δικαίωμα θρησκευτικής επιλογής, αντίδραση στην περιφρόνηση της γυναίκας από τη διαφήμιση, ερωτική υπόσχεση στα κρυμμένα κάλλη των γυναικών, συνδυασμός φιλαρέσκειας και σεμνότητας, έκφραση ιερότητας, κατάλληλο μέσο άμυνας ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση των ανδρών – που νομιμοποιούνται από την πατριαρχική παράδοση να ανακουφίζονται με την υγρή πλαδαρότητα της στέρησης στο βλέμμα…

Ο πραγματικός αγώνας δεν βρίσκεται εκεί, είναι στα βασικά, είναι στη χειραφέτηση που ενώνει τον άντρα και τη γυναίκα, είναι στην απόρριψη του απαρτχάιντ, του αποκλεισμού, της μισογυνικής και της ομοφοβικής συμπεριφοράς. Φτάνει πια με τους ψευδεπίγραφους διαλόγους, φτάνει με τις ιδεολογίες! Στο Τίποτε δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να ειπωθούνδιατύπωσα την εξής αρχή: Ανοχή σε όλες τις ιδέες, καμιά ανοχή σε βάρβαρες ενέργειες. Το μοναδικό μας κριτήριο είναι η ανθρώπινη πρόοδος, η γενναιοδωρία, ο εμπλουτισμός της καθημερινότητας. Οι πράξεις μας δικαιώνονται από το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή.

Η εξουσία στοχεύει κι επιδρά στα συναισθήματα. Ο παράλογος φόβος που σκορπά είναι πηγή της τυφλής βίας από την οποία κατεξοχήν επωφελείται. Το πλεονέκτημα των τοπικών συλλογικοτήτων, που ανυπομονούν να καθορίσουν οι ίδιες τη μοίρα τους, που δίνουν προτεραιότητα στη δημιουργία μιας ζωής αυθεντικά ανθρώπινης, είναι ότι η πρακτική τους ξεπερνά το βάρβαρο αίσθημα της ακατέργαστης σκληρότητας και αφυπνίζει την ποιητική συνείδηση.

Όπως είναι άχρηστο το μποϋκοτάζ των νοθευμένων προϊόντων που μας σερβίρουν οι πετροχημικές και αγροβιομηχανικές μαφίες, αν δεν υπάρχει ταυτόχρονα πρόσβαση σε ποιοτική διατροφή, έτσι και η επιθυμία να τελειώνουμε με τον καταναλωτισμό που υποκαθιστά το είναι με το έχειν, δεν γεννιέται από κάποιο ηθικό δόγμα, αλλά από τη γοητεία που ασκεί η ιδέα της ελεύθερης ζωής.

Αν το να καταφεύγουμε στα όπλα του εχθρού είναι το προοίμιο μιας προκαθορισμένης ήττας, η αντίστροφη πορεία οδηγεί ξεκάθαρα κάπου αλλού: Όσο εξαπλώνεται η αίσθηση ότι η ζωή και η ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι η μαγιά μιας ύπαρξης που σέβεται το όνομά της, τόσο η δειλία και η διχόνοια θα κάμπτουν την αποφασιστικότητα και τον φανατισμό που κινητοποιούν τους μισθοφόρους του κόμματος της διαφθοράς και του θανάτου.

Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ένας αυξανόμενος αριθμός δολοφόνων με πατέντα, είτε πρόκειται για «φρουρούς της επανάστασης» στο Ιράν, κακοποιούς που στρατολογεί η Χαμάς, ισραηλινούς στρατιώτες που προπόνησαν τη σκληρότητά τους στη λωρίδα της Γάζας, για δολοφόνους στο βόρειο ή το νότιο Σουδάν, για σουδανούς που λεηλατούν χωριά … ότι όλος αυτός ο συρφετός έχει αρχίσει να διαβρώνεται από την αβεβαιότητα. Για μένα, τέτοιες μαρτυρίες δεν εξυπηρετούν κάποια ρητορική τακτική, δεν υπάγονται σε κάποιο στρατιωτικό σκεπτικό που μου επιτρέπει να συμπεράνω, αφελώς βέβαια, ότι ο εχθρός τάχα σκάβει το λάκκο του. Εδραιώνουν ωστόσο μια πιθανότητα: Όπως η χρηματοπιστωτική κρίση πάει να καταστρέψει το χρήμα, έτσι και η αυτοκτονική αποφασιστικότητα στην οποία ποντάρουν οι γραφειοκράτες του οργανωμένου εγκλήματος, οι μαφίες της κερδοσκοπικής βαρβαρότητας για να στρατολογούν τους πολεμιστές τους, απειλείται με υποτίμηση – ακόμη περισσότερο τώρα, που οι παλιές θρησκευτικές ή ιδεολογικές προφάσεις χάνουν την αξιοπιστία τους και οι φανατικοί αρχίζουν και αμφισβητούν την παντοδυναμία του Θεού-δολοφόνου.

Με αυτήν τη έννοια λοιπόν, προσβλέπω σε μιαν αντίσταση ικανή να γονιμοποιήσει τα εδάφη που ρήμαξε και ξέρανε η οικονομία της εκμετάλλευσης και οι γραφειοκρατικές της μαφίες. Ο δημιουργικός μας πλούτος κατέχει το μυστικό να προετοιμάσει και να διαχειριστεί, στο πλαίσιο της κοινωνικής και της ατομικής ζωής, τους χώρους και τους χρόνους που επιτέλους θα απελευθερωθούν από την εμπορευματική κυριαρχία. Μόνον η ποίηση μπορεί να ξεφύγει από το διαπεραστικό βλέμμα της εξουσίας. Μόνον το πάθος της ζωής μπορεί να αποκρούσει τον θάνατο.

Δύο υποσημειώσεις για την αυτοάμυνα

1. O EZLN αποτελείται από μερικές χιλιάδες πολεμιστές στο τροπικό δάσος της Λακαντόνα. Στις γενικές συνελεύσεις, οι γυναίκες πρότειναν –και εισακούστηκαν- ο EZLN να μην διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις, αλλά να κρατά μια στάση αμυντική. Όταν, ωστόσο, τα ζαπατιστικά χωριά απειλήθηκαν από παραστρατιωτικές ομάδες, ο EZLN δεν ενεπλάκη, έμεινε απλώς σε επιφυλακή. Τα «συμβούλια καλής διακυβέρησης» σχημάτισαν μια ανθρώπινη ασπίδα, μαζί με εκατοντάδες μέλη και συμπαθούντες, που είχαν έρθει από παντού. Οι δημοσιογράφοι και οι καμεραμέν της τηλεόρασης κάλυψαν το γεγονός, αξιοποιώντας το θέαμα, ώστε όλος ο κόσμος να είναι ενήμερος για το τι θα επακολουθούσε σε περίπτωση επίθεσης. Αυτό ήταν αρκετό για να αναχαιτίσει τους επιτιθέμενους.

2. Σύμφωνα με ένα ινδικό παραμύθι, οι χωρικοί πάνε στο σοφό να παραπονεθούν για ένα τεράστιο φίδι που τους ορμάει και τους δαγκώνει θανάσιμα. Ο συριγμός που αναγγέλλει τον ερχομό του αρκεί για να σκορπίσει τον τρόμο στο χωριό. Ο σοφός πάει και βρίσκει το φίδι και καταφέρνει να το πείσει ν’ αφήσει ήσυχους τους χωρικούς. Αμέσως κάποιοι σπεύδουν να κοροϊδέψουν το φίδι που έπαψε ξαφνικά να σφυρίζει κι έγινε ειρηνικό, χλευάζουν την αδυναμία του και δεν χορταίνουν να το προκαλούν. Απηυδησμένο από την περιφρόνηση που του δείχνουν, το φίδι σέρνεται ως το σοφό και του εξομολογείται την ταραχή του: Πώς να φερθεί τώρα; Ο σοφός σκέφτεται λίγο και του απαντά: «Εγώ σου ζήτησα να σταματήσεις να σκοτώνεις, όχι να σταματήσεις να σφυρίζεις».

ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Σύντροφοι, δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω στην επανάσταση της αυτοδιεύθυνσης και την επανάσταση της καθημερινής ζωής. Πόσω μάλλον σήμερα.

Έχω την πεποίθηση ότι, πάνω και πέρα από τα οδοφράγματα της αντίστασης και της αυτοάμυνας, οι ζωντανές δυνάμεις ολόκληρου του κόσμού ξυπνούν από έναν ύπνο βαθύ. Η ορμή τους, δυναμική και ειρηνική, θα σαρώσει κάθε εμπόδιο που ορθώνεται ενάντια στην απέραντη επιθυμία για ζωή, επιθυμία που τρέφει αναρίθμητους ανθρώπους που γεννιούνται και ξαναγεννιούνται με κάθε καινούργια μέρα. Ο κόσμος που έχουμε να χτίσουμε θα ξεριζώσει τον κόσμο που καταστρέφει τον εαυτό του.

Μέχρι σήμερα δεν ήμαστε παρά υβρίδια, μισός άνθρωπος – μισό θηρίο. Οι κοινωνίες μας υπήρξαν ως τώρα τεράστιες αποθήκες, όπου ο άνθρωπος, υποβιβασμένος σε εμπόρευμα, εξίσου φθηνός και ευτελής, μπορούσε να πουληθεί και να αλλαχθεί με κάποιο άλλο. Ας εγκαινιάσουμε μια εποχή όπου ο άνθρωπος θα ξαναβρεί την αποστολή του ως στοχαστή και δημιουργού και θα ξαναγίνει αυτό που είναι και θα είναι πάντα: ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον.

Δεν διεκδικώ το αδύνατο. Δεν απαιτώ τίποτα. Δεν με απασχολεί η ελπίδα ή η απελπισία. Θέλω μόνο να δω χειροπιαστή, στα χέρια τα δικά μας και στα χέρια ολόκληρου του κόσμου, μια Διεθνή του ανθρώπινου είδους, που θα θάψει στο παρελθόν τον ετοιμοθάνατο πολιτισμό του εμπορεύματος και το κόμμα του θανάτου που συσπάται και σκιρτά λίγο πριν ξεψυχήσει.

Raoul Vaneigem- 17 Ioυλίου 2010

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΑΥΤΟΙ; ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ!

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΑΥΤΟΙ; ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ!

Οι εργαζόμενοι της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής αγωνίζονται για να περάσει το εργοστάσιο στα δικά τους χέρια.

Καθώς είναι απλήρωτοι από τον Μάιο του 2011 και σε επίσχεση εργασίας, της οποίας το επίδομα τελείωσε τον Σεπτέμβριο, με μεγάλα προβλήματα επιβίωσης αγωνίζονται να επαναλειτουργήσουν το εργοστάσιο, το οποίο εγκατέλειψε η εργοδοσία. Οι εργαζόμενοι της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής, θυγατρικής της Φίλκεραμ Τζόνσον, καταγγέλλουν την διοίκηση της εταιρίας για τις επιλογές της που οδήγησαν το εργοστάσιο σε απραγία και μαρασμό, καθώς και για τον εμπαιγμό της σε ό,τι αφορά τα χρεωστούμενα δεδουλευμένα. Φυσικά οι επιλογές και η αντιμετώπιση της εργοδοσίας καθόλου τυχαία δεν είναι. Η κρίση στον κατασκευαστικό κλάδο, απόρροια της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, έχει πετάξει στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους του κλάδου, καθώς και της βιομηχανίας που σχετίζεται άμεσα με αυτόν. *Οι εργάτες της ΒΙΟΜΕ, διεκδικούν να επαναλειτουργήσουν το εργοστάσιο, δημιουργώντας έναν εργατικό συνεταιρισμό κάτω από τον πλήρη έλεγχο τους, απαιτώντας μάλιστα νομική κατοχύρωση τόσο για το δικό τους εγχείρημά, όσο και για όλα τα άλλα που θα ακολουθήσουν.* Ταυτόχρονα διεκδικούν να τους δοθούν τα χρήματα που απαιτούνται για να βάλουν μπρος το εργοστάσιο, χρήματα που άλλωστε τους ανήκουν, καθώς είναι αυτοί που παράγουν τον πλούτο.

Ο αγώνας των εργατών της ΒΙΟ.ΜΕ. είναι σημαντικός, όχι μόνο για τους
εργαζόμενους στις κατασκευές αλλά για το σύνολο των εργατών που βιώνουν
καθημερινά χιλιάδες απολύσεις, ελαστική, απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία.
Είναι σημαντικός όχι μόνο γιατί αμφισβητεί ανοιχτά τον παρασιτικό ρόλο των
εργοδοτών συνολικά, αλλά γιατί σε μια κοινωνία που καταστρέφεται μέρα με
την μέρα από την καπιταλιστική κρίση, προσφέρει μια ρεαλιστική και εφικτή
πρόταση προς όλη την κοινωνία. Ο αγώνας των εργατών της Βιομηχανικής
Μεταλλευτικής μας αφορά όλους και χρειάζεται τη στήριξή μας, γιατί θέτει
άμεσα επί τάπητος ένα δρόμο απάντησης στην κρίση: την αυτοδιαχείριση.
Απέναντι στην επίθεση των οικονομικών και πολιτικών ολιγαρχιών, να πάρουμε
εμείς, την παραγωγή και ολόκληρη τη ζωή μας στα χέρια μας.

Οι εργάτες της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής ανοίγουν το δρόμο τηςαυτοδιαχείρισης στην Ελλάδα της κρίσης. Προσπερνώντας τις λογικές και τιςπρακτικές του ηττημένου και συμβιβασμένου συνδικαλιστικού κινήματος,τολμούν να απεξαρτηθούν από τα αφεντικά διεκδικώντας να πάρουν το εργοστάσιο στα χέρια τους. Λειτουργώντας με άμεση δημοκρατία, παίρνοντας όλες τις αποφάσεις στη συνέλευσή τους, δίνουν το παράδειγμα ενός άλλου εργατικού κινήματος στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων. Η νίκη τους θα είναι απόδειξη όχι μόνο ότι «μπορούμε εμείς» αλλά και ότι η αυτοοργάνωση, η άμεση δημοκρατία, η αυτοδιαχείριση είναι εφικτή και αποτελεσματική απάντηση στην επίθεση του συστήματος και στα αδιέξοδα του παλιού εργατικού κινήματος.

Εκδήλωση / συζήτηση: Την Πέμπτη 18/10 στις 19:30 στο Εργατικό Κέντρο
Χαλκίδας, συζητάμε με εργαζόμενους στη ΒΙΟ.ΜΕ για την προσπάθεια
αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου τους.

ΟΥΛΑΛΟΥΜ Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος

http://oulaloum.espiv.net

ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑ του Κορνήλιου Καστοριάδη

“Οι υποστηρικτές του σημερινού συστήματος προσπαθούν να το δι­καιολογήσουν σαν το μόνο «λογικό», «ορθολογικό», «οικονομικό» σύστημα… Παρουσιάζουν το σημε­ρινό σύστημα σαν να είναι το μόνο δυνατό σύστημα, αυτό πού δήθεν επιβάλλουν οι αναγκαιότητες της σύγχρονης παραγωγής, η πολυπλο­κότητα της κοινωνικής ζωής, η μεγάλη κλίμακα όλων των δραστηριο­τήτων κλπ…Το ερώτημα πού δημιουργεί­ται, είναι το εξής: γιατί δεν θα μπορούσαν τα συγκεκριμένα σύνολα να επιτελούν τα ίδια αυτές τις λειτουργίες, να αυτοδιευθύνονται και να αποφασίζουν τα ίδια για τον εαυτό τους,  γιατί θα πρέπει να υπάρχει ένα ιδιαίτερο στρώμα ανθρώπων που αποφασίζουν και διευ­θύνουν οργανωμένοι σ’ ένα ξεχωριστό όργανο;”

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης με εύγλωττο τρόπο αμφισβητεί τα επιχειρήματα περί αποτελεσματικότητας ή ορθολογικότητας της ιεραρχικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών και αντιπροτάσσει την αυτοδιαχείριση σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Στο άρθρο που προτείνουμε ο συγγραφέας αντικρούει τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών του καπιταλιστικού συστήματος και κάθε άλλης ιεραρχικής οργάνωσης, αποκαλύπτοντας το ψέμα πάνω στο οποίο στηρίζονται και αποδεικνύοντας τη βαθιά τους ανορθολογικότητα.

“Η λογική της [αυτοδιαχείρισης] είναι εντελώς διαφορετική, είναι η λογική της απελευθέρωσης των ανθρώπων και της ανάπτυξης τους. Το σύνολο των εργαζόμενων μπορεί θαυμάσια να αποφασίσει και κατά τη γνώμη μας θα είχε δίκιο να το κάνει- ότι προτιμά λιγότερο επώδυνες, λιγότερο παράλογες, πιο ελεύθερες και πιο ευτυχισμένες εργάσιμες μέρες από λίγα παραπάνω κομμάτια από την πίτα.  Και για τέτοιες, απόλυτα θεμελιώδεις επιλογές δεν υπάρχει κανένα «επιστημονικό» ή «αντικειμενικό» κριτήριο που να αξίζει περισσότερο: το μοναδικό κριτήριο είναι αυτό που το ίδιο το σύνολο κρίνει ότι προτι­μά, βασιζόμενο στην πείρα του, στις ανάγκες του και στις επιθυμίες του.”

 

ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑ  του Κορνήλιου Καστοριάδη

Ζούμε σε μια κοινωνία με οργάνωση ιεραρχική, τόσο στην εργασία, την παραγωγή, την επιχείρηση όσο και στη διοίκηση, την πολιτι­κή, το Κράτος ή ακόμα και στην εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα. Ή ιεραρχία δεν είναι εφεύρεση της σύγχρονης κοινωνίας.  Οι καταβολές της είναι πολύ μακρινές παρόλο που δεν υπήρχε πάντα, παρόλο που υπήρξαν μη ιεραρχικές κοινωνίες που λειτούργησαν θαυμάσια. Αλλά στη σύγχρονη κοινωνία το ιεραρχικό (ή, πράγμα που είναι περίπου το ίδιο, γραφειοκρατικό) σύστημα έγινε πρακτικά καθολικό. Οποιαδήποτε συλλογική δραστηριότητα, από τη στιγμή πού υπάρχει, οργανώνεται με βάση την ιεραρχική αρχή, και η ιεραρ­χία της εντολής και της εξουσίας ταυτίζεται όλο και περισσότερο με την ιεραρχία των μισθών και των αποδοχών. Έτσι οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να φανταστούν πώς θα μπορούσε να ‘ναι κι αλλιώς, πώς θα μπορούσαν και οι ίδιοι να καθορίζονται διαφορετικά και όχι ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχική πυραμίδα.

Οι υποστηρικτές του σημερινού συστήματος προσπαθούν να το δι­καιολογήσουν σαν το μόνο «λογικό», «ορθολογικό», «οικονομικό» σύστημα. Έχουμε κιόλας επιχειρήσει να δείξουμε πώς αυτά τα  «επιχειρήματα»  δεν έχουν την παραμικρή αξία και δεν δικαιολογούν τί­ποτα,  πως είναι ψευδή αν τα εξετάσει κανείς ένα προς ένα, και αντιφατικά αν εξεταστούν συνολικά.1 Θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και πάλι σ’ αυτό παρακάτω. Αλλά παρουσιάζουν το σημε­ρινό σύστημα σαν να είναι το μόνο δυνατό σύστημα, αυτό πού δήθεν επιβάλλουν οι αναγκαιότητες της σύγχρονης παραγωγής, η πολυπλο­κότητα της κοινωνικής ζωής, η μεγάλη κλίμακα όλων των δραστηριο­τήτων κλπ. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι αυτό δεν ισχύει και ότι η ύπαρξη μιας ιεραρχίας είναι ριζικά αντίθετη με την αυτοδιαχεί­ριση.

ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ (Η συλλογική απόφαση και το πρόβλημα της εκπροσώπησης)

Τι σημαίνει κοινωνικά το ιεραρχικό σύστημα; Σημαίνει πως ένα στρώμα του πληθυσμού διευθύνει την κοινωνία ενώ οι υπόλοιποι εκτελούν απλώς τις αποφάσεις του. Σημαίνει επίσης πως αυτό το στρώμα, που παίρνει τις μεγαλύτερες αμοιβές, επωφελείται από την παραγωγή και την εργασία της κοινωνίας πολύ περισσότερο από τούς άλλους. Με λίγα λόγια, σημαίνει πως η κοινωνία διαιρείται σε ένα στρώμα που κατέχει την εξουσία και τα προνόμια, και στο  υπό­λοιπο που τα στερείται. Η ιεράρχηση ή ο γραφειοκρατισμός- oλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων είναι σήμερα η μορφή της διαίρεσης της κοινωνίας, που κυριαρχεί όλο και περισσότερο· συνε­πώς, είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα και αιτία της σύγκρουσης που δι­χάζει την κοινωνία.

Αν τα πράγματα έχουν έτσι,  είναι γελοίο να αναρωτιέται κανείς αν η αυτοδιαχείριση, η λειτουργία και η ύπαρξη ενός αυτοδιαχειριζόμενου κοινωνικού συστήματος, συμβιβάζεται με τη διατήρηση της ιεραρχίας.  Είναι εξίσου γελοίο με το να αναρωτιέται κανείς αν η κα­τάργηση του σημερινού ποινικού συστήματος συμβαδίζει με τη διατή­ρηση των δεσμοφυλάκων, των αρχιφυλάκων και των διευθυντών φυ­λακών. Όπως όμως ξέρουμε, αυτό που εννοείται είναι καλύτερο όταν λέγεται.  Πολύ περισσότερο όταν εδώ και χιλιάδες χρόνια μπο­λιάζουν το πνεύμα των ανθρώπων, από την πιο τρυφερή τους ηλικία, με την ιδέα ότι είναι «φυσικό» οι μεν να διατάζουν και οι δε να εκτελούν, οι μεν να έχουν αρκετά παραπανίσια και οι δε ούτε τα απαραίτητα.

Θέλουμε μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία. Τί σημαίνει αυτό; Ση­μαίνει μια κοινωνία που να διαχειρίζεται τον εαυτό της, δηλαδή μια κοινωνία πού αυτοδιευθύνεται. Αλλά αυτό πρέπει να το κάνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένο. Μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία όλες οι αποφάσεις παίρνονται από το σύνο­λο το οποίο κάθε φορά άφορα το αντικείμενο αυτών των αποφάσεων. Δηλαδή ένα σύστημα όπου εκείνοι που ασκούν κάποια δρα­στηριότητα αποφασίζουν συλλογικά τι πρέπει να κάνουν και πως θα το κάνουν, με μόνα όρια εκείνα που τους χαράζει η συνύπαρξή τους με άλλες συλλογικές μονάδες. Έτσι, τις αποφάσεις που αφορούν τούς εργαζομένους ενός εργαστηρίου πρέπει να τις παίρνουν οι εργαζόμενοι αυτού τού εργαστηρίου· τις αποφάσεις που αφορούν ταυτό­χρονα πολλά εργαστήρια πρέπει να τις παίρνει το σύνολο των εργα­ζομένων σ’ αυτά ή οι αιρετοί και ανακλητοί εκπρόσωποι του·  τις αποφάσεις όλης της επιχείρησης, όλο το προσωπικό της επιχείρησης, τις αποφάσεις που αφορούν μια συνοικία, οι κάτοικοι της συνοικίας, και τις αποφάσεις που αφορούν ολόκληρη την κοινωνία,  να τις παίρ­νει το σύνολο των άντρων και των γυναικών που ζουν στην κοινωνία αυτή.

Αλλά τι σημαίνει «αποφασίζω»;

Αποφασίζω σημαίνει αποφασίζω εγώ ο ίδιος. Δεν σημαίνει αφήνω την απόφαση σε «κατάλληλους ανθρώπους» που υφίστανται κά­ποιον έλεγχο. Ούτε σημαίνει υποδεικνύω τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν. Επειδή ο γαλλικός λαός εκλέγει μια φορά στα πέντε χρόνια εκείνους που κάνουν τους νόμους, δεν σημαίνει ότι κάνει αυ­τός ο ίδιος τους νόμους.  Επειδή εκλέγει κάθε επτά χρόνια εκείνον που θα αποφασίσει για την πολιτική της χώρας, δεν σημαίνει πως αποφασίζει ο ίδιος ο λαός την πολιτική αυτή. Δεν αποφασίζει- ξενώνει την εξουσία του να παίρνει αποφάσεις μέσω «εκπροσώπων» που, εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, δεν είναι ούτε μπορεί να εί­ναι οι εκπρόσωποι του. Βέβαια ο καθορισμός εκπροσώπων ή αντιπροσώπων από τα διάφορα σύνολα, όπως και η ύπαρξη οργάνων -επιτροπές ή συμβούλια- που σχηματίζονται από αυτούς τους εκπρο­σώπους, θα είναι σε πάμπολλες περιπτώσεις απαραίτητος. Αλλά θα εναρμονίζεται με την αυτοδιαχείριση μόνον αν αυτοί οι αντιπρόσωποι εκπροσωπούν πράγματι το σύνολο από το όποιο προέρχονται -πράγμα που σημαίνει ότι υπόκεινται στην εξουσία του.  Αυτό λοιπόν συνεπάγεται πως το σύνολο αυτό δεν τους εκλέγει απλώς αλλά μπο­ρεί επίσης να τους ανακαλέσει όποτε το κρίνει απαραίτητο.

Όταν λοιπόν λέει κανείς πως υπάρχει μια ιεραρχία της εντολής την οποία απαρτίζουν οι «κατάλληλοι άνθρωποι»,  που αξιωματικά δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν ή όταν λέει πως υπάρχουν «εκπρόσωποι» που δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν για μια ορισμένη περίοδο (και οι οποίοι, όπως αποδεικνύει η εμπειρία, πρα­κτικά μένουν στις θέσεις τους για πάντα) -είναι σαν να λέει πως δεν υπάρχει ούτε αυτοδιαχείριση ούτε καν «δημοκρατική διαχείριση». Είναι δηλαδή σαν να λέει πως το σύνολο το διευθύνουν άνθρωποι που στο εξής έχουν αποκλειστική και ειδικευμένη υπόθεση τους τη διεύθυνση των κοινών υποθέσεων και, δικαιωματικά ή εκ των πραγ­μάτων, ξεφεύγουν από την εξουσία του συνόλου.

Συλλογική απόφαση, κατάρτιση και πληροφόρηση

Από την άλλη μεριά, αποφασίζω σημαίνει αποφασίζω έχοντας επίγνωση.  Αν κάποιος ή κάποιοι διαθέτουν μόνον αυτοί τις απαραίτητες πληροφορίες και καθορίζουν τα κριτήρια για να ληφθεί μια απόφαση, τότε δεν αποφασίζει το σύνολο έστω κι αν τυπικά «ψηφί­ζει». Αυτό σημαίνει πώς εκείνοι πού αποφασίζουν, οφείλουν να κα­τέχουν όλες τις σημαντικές πληροφορίες.  Σημαίνει επίσης πως μπο­ρούν να καθορίσουν οι ίδιοι τα κριτήρια σύμφωνα με τα  οποία αποφασίζουν.  Γι’ αυτό απαιτείται να έχουν την ευρύτερη δυνατή κα­τάρτιση. Αλλά η ιεραρχία της εντολής συνεπάγεται πως εκείνοι που αποφασίζουν, κατέχουν -ή μάλλον ισχυρίζονται πως έχουν-  το μονο­πώλιο των πληροφοριών και της κατάρτισης, και οπωσδήποτε έχουν μια προνομιούχα πρόσβαση προς αυτές.  Η  ιεραρχία βασίζεται σ’ αυτό και τείνει σταθερά να το αναπαράγει. Γιατί σε μια ιεραρχική οργάνωση όλες οι πληροφορίες ανεβαίνουν από τη βάση προς την κορυφή και δεν επιστρέφουν στη βάση ούτε κυκλοφορούν (στην πραγ­ματικότητα κυκλοφορούν αλλά ενάντια στους κανόνες της ιεραρχικής οργάνωσης).  Και όλες οι αποφάσεις κατεβαίνουν από την κορυφή στη βάση, που το μόνο που έχει να κάνει είναι να τις εκτελέσει. Η  ιεραρχία της εντολής και το ότι αυτές οι δύο κυκλοφορίες γίνονται μονόδρομα είναι το ίδιο περίπου πράγμα: η κορυφή συλλέγει και απορροφά όλες τις πληροφορίες που ανεβαίνουν προς αυτήν, και αναδιανέμει στους εκτελεστές το ελάχιστο μόνο των πληροφοριών που απαιτούνται για την εκτέλεση των διαταγών της, οι οποίες  απορρέουν από αυτήν και μόνον. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι πα­ράλογο να σκέφτεται κανείς πως θα μπορούσε να υπάρξει αυτοδια­χείριση ή έστω «δημοκρατική διαχείριση».

Πως είναι δυνατόν να αποφασίσουμε αν δεν έχουμε τις πληροφο­ρίες που είναι απαραίτητες για να ληφθεί μια σωστή απόφαση;  Και πως είναι δυνατόν να μάθουμε να αποφασίζουμε όταν πάντοτε μας περιορίζουν στην εκτέλεση των αποφάσεων που πήραν άλλοι; Από τη στιγμή που εγκαθιδρύεται ιεραρχία της εντολής η συλλογικότητα γίνεται αδιαπέραστη για τον ίδιο της τον εαυτό, με αποτέλεσμα μια τεράστια σπατάλη -κι αυτό επειδή οι απληροφόρητοι ή κακά πληρο­φορημένοι εργαζόμενοι δεν ξέρουν αυτό πού θα ‘πρεπε να ξέρουν για να δουλέψουν σωστά, και κυρίως επειδή οι συλλογικές ικανότητες της υποδιεύθυνσης, όπως και η δημιουργικότητα και η πρωτοβου­λία, που τυπικά είναι προνόμια της διεύθυνσης, συναντούν εμπόδια και απαγορεύσεις σε όλα τα επίπεδα.

Συνεπώς είναι αντίφαση να θέλουμε την αυτοδιαχείριση -ή ακόμα και την απλή «δημοκρατική διαχείριση»- και ταυτόχρονα να ζητάμε να συνεχίσει να υπάρχει ιεραρχία της εντολής.   Θα ήταν πολύ πιο συ­νεπές,  σε τυπικό επίπεδο, να λέμε ότι ακριβώς λένε και οι υπερασπι­στές του σημερινού συστήματος:  η ιεραρχία της εντολής είναι απαραίτητη και, συνεπώς, είναι αδύνατον να υπάρξει αυτοδιαχειριζόμε­νη κοινωνία.

Μόνο που αυτό είναι λάθος.  Αν εξετάσει κανείς τις λειτουργίες της ιεραρχίας -δηλαδή σε τι χρησιμεύει- διαπιστώνει πως στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα και υπάρχουν μόνο σε συνάρτηση με το σημερινό κοινωνικό σύστημα- όσον αφορά τις υπόλοιπες, οι λειτουργίες της ιεραρχίας που έχουν κάποιο νόημα και κάποια χρησιμότητα για μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία θα μπορούσαν εύκολα να περάσουν στα χέρια του συνόλου. Στα πλαίσια αυτού τού κειμένου δεν μπορούμε να εξετάσουμε πλήρως αυτό το ζή­τημα. Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε ορισμένες σημαντικές πλευ­ρές του αναφερόμενοι κυρίως στην οργάνωση της επιχείρησης και της παραγωγής.

Μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της σημερινής ιεραρχίας είναι η οργάνωση του καταναγκασμού.  Στη δουλειά για παράδειγμα είτε πρόκειται για τα εργαστήρια είτε για τα γραφεία,  ένα ουσιαστι­κό μέρος της «δραστηριότητας» του ιεραρχικού οργάνου -από τούς αρχιεργάτες μέχρι τη διεύθυνση-  είναι η επιτήρηση,  ο έλεγχος,  η επιβολή ποινών, η άμεση ή έμμεση επιβολή της «πειθαρχίας» και η άψο­γη εκτέλεση των εντολών της διεύθυνσης. Γιατί όμως χρειάζεται να οργανώνει τον καταναγκασμό, γιατί χρειάζεται να υπάρχει κατανα­γκασμός; Διότι σε γενικές γραμμές οι εργαζόμενοι δεν ρίχνονται με αυθόρμητο ενθουσιασμό να εκτελέσουν αυτά που η διεύθυνση θέλει να κάνουν.  Γιατί αυτό;  Διότι ούτε η εργασία τους ούτε το προϊόν της τους ανήκουν, διότι νιώθουν ότι τους ξενώνουν και τους εκμεταλλεύονται,  διότι δεν αποφάσισαν οι ίδιοι αυτό που κάνουν και τον τρόπο με τον οποίο το κάνουν, ούτε και τι θα γίνει αυτό που κάνουν. Με λίγα λόγια, επειδή υπάρχει διαρκής σύγκρουση μεταξύ εκείνων που εργάζονται και εκείνων που διευθύνουν την εργασία των άλλων και την καρπώνονται.  Συνεπώς, για να συνοψίσουμε:  η ιεραρχία χρειάζεται για να οργανώνει τον καταναγκασμό, και ο καταναγκασμός χρειάζεται επειδή υπάρχει διαίρεση και σύγκρουση, δηλαδή επειδή υπάρχει ιεραρχία.

Πιο γενικά,  παρουσιάζουν την ιεραρχία απαραίτητη για τη ρύθμι­ση των συγκρούσεων, κρύβοντας το ότι η ίδια η ύπαρξη της ιεραρ­χίας είναι η πηγή της διαρκούς σύγκρουσης. Γιατί,  όσο θα υπάρχει ένα ιεραρχικό σύστημα,  θα υπάρχει αναγκαστικά διαρκής αναζωπύρωση μιας ριζικής σύγκρουσης μεταξύ ενός διευθυντικού και προνο­μιούχου στρώματος και των υπόλοιπων κατηγοριών που περιορίζο­νται σε ρόλους εκτελεστή.

Λέγεται πως, αν δεν υπάρχει καταναγκασμός, δεν θα υπάρχει πει­θαρχία, πως ο καθένας θα κάνει ότι του καπνίσει, πως θα βυθιστού­με στο χάος. “Όλα αυτά είναι μια ακόμα σοφιστεία. Το ζήτημα δεν είναι να μάθουμε αν η πειθαρχία ή,  καμιά φορά, και ο καταναγκα­σμός χρειάζονται.  Το ζήτημα είναι ποιά πειθαρχία,  ποιοί την έχουν αποφασίσει, ποιοί την ελέγχουν, με ποιές μορφές και με ποιούς στό­χους. “Όσο περισσότερο οι στόχοι της πειθαρχίας είναι ξένοι προς τις επιθυμίες εκείνων που οφείλουν να τους πραγματοποιήσουν,  τόσο πιο ξένες τους είναι οι αποφάσεις που αφορούν αυτούς τους στόχους και οι μορφές της πειθαρχίας,  και τόσο μεγαλύτερη ανάγκη κατανα­γκασμού υπάρχει για να τις σεβαστούν.

Αυτοδιαχειριζόμενο σύνολο δεν είναι ένα σύνολο χωρίς πειθαρχία αλλά ένα σύνολο που αποφασίζει το ίδιο την πειθαρχία του και, σε οριακές περιπτώσεις, τις ποινές πού πρέπει να υποστούν εκείνοι που την παραβιάζουν αυθαίρετα.  Ειδικότερα σε ότι άφορα την εργασία, δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε με σοβαρότητα αυτό το ζήτημα εφόσον παρουσιάζουμε την αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση αυστηρά ταυτόσημη με τη σύγχρονη επιχείρηση, με μόνη διαφορά την άρση τού ιεραρχικού της θώρακα. Στη σημερινή επιχείρηση επιβάλλουν στους ανθρώπους μια δουλειά που τους είναι ξένη και για την οποία δεν έχουν τίποτα να πουν. Το περίεργο δεν είναι που αγωνίζονται εναντίον της· το περίεργο είναι που δεν αγωνίζονται εναντίον της πολύ περισσότερο από όσο αγωνίζονται. Δεν είναι δυνατόν να πιστέ­ψουμε πως η στάση τους απέναντι στη δουλειά θα παραμείνει η ίδια όταν η σχέση τους με αυτή τη δουλειά θα αλλάξει και θα αρχίσουν να την παίρνουν στα δικά τους χέρια.  Από την άλλη μεριά,  ακόμα και στη σημερινή επιχείρηση δεν υπάρχει μία πειθαρχία . Υπάρχει η πειθαρχία την οποία προσπαθεί ακατάπαυστα να επιβάλλει το ιεραρχικό όργανο με τη βία και με χρηματικές κυρώσεις.  Και υπάρχει και η πολύ λιγότερο φανερή αλλά εξίσου ισχυρή πειθαρχία που γεννιέται μέσα στις ομάδες εργαζόμενων ενός συνεργείου ή ενός εργαστηρίου, μια πειθαρχία που δεν ανέχεται ούτε εκείνους που δου­λεύουν πολύ ούτε αυτούς που δεν δουλεύουν αρκετά. Ποτέ οι ανθρώπινες ομάδες δεν ήταν,  ούτε είναι,  χαοτικά συμφύρματα ατόμων με μοναδικό τους κίνητρο τον εγωισμό και σε διαρκή σύγκρουση με­ταξύ τους, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού και της γραφειοκρατίας, που μ’ αυτές τις αντιλήψεις δεν εκφράζουν παρά τη δική τους νοοτροπία.  Στις ομάδες,  και κυρίως σ’ εκείνες που έχουν ένα σταθερό κοινό έργο, εμφανίζονται πάντοτε κάποιες νόρμες συμπεριφοράς και μία συλλογική πίεση που τις κάνει σεβαστές.

Αυτοδιαχείριση, ειδημοσύνη και απόφαση

“Ας έρθουμε τώρα στην άλλη θεμελιώδη λειτουργία της ιεραρχίας που εμφανίζεται ανεξάρτητη από τη σημερινή κοινωνική δομή: τις λειτουργίες απόφασης και διεύθυνσης. Το ερώτημα πού δημιουργεί­ται, είναι το εξής: γιατί δεν θα μπορούσαν τα συγκεκριμένα σύνολα να επιτελούν τα ίδια αυτές τις λειτουργίες, να αυτοδιευθύνονται και να αποφασίζουν τα ίδια για τον εαυτό τους,  γιατί θα πρέπει να υπάρχει ένα ιδιαίτερο στρώμα ανθρώπων που αποφασίζουν και διευ­θύνουν οργανωμένοι σ’ ένα ξεχωριστό όργανο;  Σ’ αυτό το ερώτημα οι υποστηρικτές του σημερινού συστήματος δίνουν δύο είδη απαντήσεων.  Από τη μια μεριά επικαλούνται τη «γνώση» και την «ειδημοσύνη»:  πρέπει να αποφασίζουν εκείνοι που ξέρουν ή που είναι ειδή­μονες.  Από την άλλη, υποστηρίζουν, χωρίς να το λένε και πολύ ανοιχτά,  πως είναι απαραίτητο να αποφασίζουν ορισμένοι γιατί αλλιώς θα βουλιάζαμε στο χάος, με άλλα λόγια, υποστηρίζουν πως το σύνολο δεν είναι ικανό να αυτοδιευθύνεται.

Κανείς δεν αρνείται τη σπουδαιότητα της γνώσης και της ειδημοσύνης ούτε, πολύ περισσότερο,  ότι σήμερα ένα ορισμένο πεδίο γνώ­σης και ένα ορισμένο πεδίο ειδημοσύνης είναι προνόμιο μιας μειοψη­φίας.  Αλλά κι εδώ ακόμα επικαλούνται αυτά μόνο και μόνο για να συγκαλύψουν τις σοφιστείες τους.  Εκείνοι πού στο σημερινό σύστη­μα διευθύνουν δεν είναι γενικά εκείνοι που έχουν την περισσότερη γνώση και ειδημοσύνη.  Διευθύνουν εκείνοι που φάνηκαν ικανοί να αναρριχηθούν στο ιεραρχικό όργανο ή εκείνοι που, σε συνάρτηση με την οικογενειακή καταγωγή τους ή την κοινωνική τους προέλευση, μπήκαν από την αρχή κιόλας στο δρόμο τους από τη στιγμή που απέ­κτησαν κάποια διπλώματα. Και στις δύο περιπτώσεις η «ειδημοσύνη» που απαιτείται, για να παραμείνει κανείς ή να αναρριχηθεί στην Ιεραρχία,  αφορά πολύ περισσότερο την ικανότητα του να αμύνεται και να νικά στην ανταγωνιστική μάχη που δίνουν άτομα, κλίκες και φατρίες στους κόλπους του ιεραρχικού-γραφειοκρατικού οργάνου, παρά την ικανότητα του να διευθύνει μία συλλογική δουλειά. Κατά δεύτερο λόγο, αν κάποιος ή κάποιοι κατέχουν τεχνική ή επιστημονική γνώση ή ειδημοσύνη, ο καλύτερος τρόπος για να γίνουν χρήσιμοι δεν είναι αναγκαστικά να τους εμπιστευθούμε τη διεύθυνση ενός συ­νόλου δραστηριοτήτων. Μπορεί κάποιος να είναι εξαιρετικός μηχα­νικός στην ειδικότητα του χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι ικανός να «διευθύνει» το σύνολο ενός τμήματος κάποιου εργοστασίου. Είναι απλό να το καταλάβει κανείς, αρκεί να ρίξει μία ματιά σ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα. Οι τεχνικοί και οι ειδικοί κινούνται γενικά στα πλαίσια του ιδιαίτερου τομέα τους. Οι «διευθύνοντες» συγκεντρώ­νουν γύρω τους ορισμένους τεχνικούς συμβούλους, μαζεύουν τις γνώμες τους σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν (γνώ­μες που συχνά αποκλίνουν) και τελικά «αποφασίζουν». Εδώ βλέ­πουμε ξεκάθαρα το παράλογο του επιχειρήματος. Ό «διευθύνων», αν αποφάσιζε σε συνάρτηση με τη «γνώση» του και την «ειδημοσύνη» του, θα έπρεπε να γνωρίζει τα πάντα, να είναι ειδήμονας στα πάντα, είτε αποφασίζει ό ίδιος άμεσα είτε πρόκειται να αποφασίσει ποια από τις απόψεις των ειδικών είναι η καλύτερη. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο -στην πραγματικότητα οι διευθύνοντες αποφασίζουν αυθαίρετα, σύμφωνα με την «κρίση» τους.  Αλλά δεν υπάρχει κανέ­νας λόγος να είναι η «κρίση» του ενός καλύτερη από την κρίση ενός αυτοδιαχειριζόμενου συνόλου,  κρίση που θα τη δημιουργούσε πραγ­ματική πείρα, απείρως ευρύτερη από την πείρα ενός ατόμου.

Αυτοδιαχείριση, εξειδίκευση και ορθολογικότητα

Η γνώση και η ειδημοσύνη είναι εξ ορισμού εξειδικευμένες, και καθημερινά γίνονται όλο και πιο πολύ. Ο  τεχνικός ή ο ειδικός, έξω από το πεδίο της ειδικότητας του, δεν είναι περισσότερο ικανός από οποιοδήποτε άλλο άτομο να πάρει σωστή απόφαση· Άλλωστε, ακόμα και στο πεδίο της ειδικότητας του, η άποψη του είναι αναγκαστικά περιορισμένη. Από τη μια μεριά δεν γνωρίζει τα άλλα πεδία, που οπωσδήποτε επηρεάζουν το δικό του, και τείνει φυσικά να τα αγνοεί. Έτσι, τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις σημερινές δημόσιες υπηρε­σίες, το ζήτημα του  «οριζόντιου»  συντονισμού των υπηρεσιών διεύ­θυνσης είναι ένας ατέλειωτος εφιάλτης.  Εδώ και πολύν καιρό αναγκάστηκαν να φτιάξουν ειδικούς επί τού συντονισμού για να συντο­νίζουν τις δραστηριότητες των ειδικών της διεύθυνσης – που αποδεικνύονται έτσι ανίκανοι να  αυτοδιευθύνονται.  Από την άλλη, από τη στιγμή που κάποιοι ειδικοί διορίζονται στο διευθυντικό όργανο, χω­ρίζονται από την πραγματική παραγωγική διαδικασία, από όσα συμ­βαίνουν σ’ αυτήν, από τις συνθήκες στις όποιες οφείλουν οι εργάτες να δουλεύουν. Τις περισσότερες φορές οι αποφάσεις πού παίρνονται στα γραφεία έπειτα από σοφούς υπολογισμούς, τέλειες στα χαρτιά, αποδεικνύονται εντελώς ανεφάρμοστες επειδή δεν παίρνουν επαρκώς υπόψη τους τις πραγματικές συνθήκες στις όποιες θα πρέπει να εφαρμοστούν. Αλλά, εξ ορισμού, μόνον η συλλογικότητα των εργαζόμενων μπορεί να γνωρίζει αυτές τις πραγματικές συνθήκες. Όλοι ξέρουν πως στις σύγχρονες επιχειρήσεις αυτό αποτελεί μόνιμη πηγή ατέλειωτων συγκρούσεων και τεράστιας σπατάλης.

Αντίθετα, η γνώση και η ειδημοσύνη μπορούν να χρησιμοποιη­θούν ορθολογικά αν εκείνοι που τις κατέχουν αναβαπτίζονται μέσα στη συλλογικότητα των παραγωγών, αν γίνουν μία από τις συνιστώ­σες των αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν συλλογικά από τους πα­ραγωγούς. Η αυτοδιαχείριση απαιτεί τη συνεργασία ανάμεσα σε όσους έχουν κάποια ιδιαίτερη γνώση και ειδημοσύνη και σε όσους αναλαμβάνουν την παραγωγική δουλειά με την αυστηρή έννοια του όρου. Η αυτοδιαχείριση δεν συμβιβάζεται με διαχωρισμό αυτών των δύο κατηγοριών. Μόνον αν μία τέτοια συνεργασία πάρει σάρκα και οστά, μόνο τότε αυτή η γνώση και αυτή η ειδημοσύνη θα χρησιμο­ποιηθούν πλήρως -ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται στο ελάχιστο,  γιατί εκείνοι που τις κατέχουν αναγκάζονται να αναλαμβάνουν περιορι­σμένα καθήκοντα, τα καθήκοντα που τους ορίζει ο καταμερισμός της εργασίας στο διευθυντικό όργανο. Κυρίως όμως, μόνον αυτή η συ­νεργασία μπορεί να εξασφαλίσει τη χρησιμοποίηση της γνώσης και της ειδημοσύνης προς όφελος της συλλογικότητας και όχι κάποιων ιδιαίτερων συμφερόντων.

Είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοια συνεργασία χωρίς να ξαναπροκληθούν συγκρούσεις ανάμεσα στους «ειδικούς» και στους υπόλοι­πους εργαζομένους; “Αν κάποιος ειδικός πει, βασιζόμενος στην εξειδικευμένη γνώση του, πως αυτό το μέταλλο είναι το καταλληλότερο για το τάδε εργαλείο ή μηχάνημα εξαιτίας των συγκεκριμένων  ιδιοτή­των του, δεν βλέπουμε γιατί και πως αυτή η γνώμη του θα δημιουρ­γούσε αντιδράσεις από την πλευρά των εργατών. Εξάλλου, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, η ορθολογική απόφαση απαιτεί να συμ­μετέχουν και οι εργάτες -π.χ. επειδή οι ιδιότητες αυτού του μετάλλου παίζουν κάποιο ρόλο κατά τη διάρκεια της συναρμολόγησης των μη­χανών ή των εργαλείων.  Αλλά οι πραγματικά σημαντικές αποφάσεις, που αφορούν την παραγωγή, έχουν πάντοτε μια ουσιαστική διάσταση η οποία αφορά το ρόλο και τη θέση των ανθρώπων στην παραγωγή.

Σχετικά με αυτό -εξορισμού- καμιά γνώση και καμιά ειδημοσύνη δεν μπορεί να υποσκελίζει την άποψη εκείνων που θα πρέ­πει να αναλάβουν το πραγματικό βάρος της δουλειάς. Καμιά οργάνωση μιας αλυσίδας εργασιών δεν μπορεί να είναι ορθολογική ή αποδεκτή αν την έχουν αποφασίσει χωρίς να πάρουν υπόψη τη γνώμη εκείνων που θα δουλέψουν.  Όλες αυτές οι αποφάσεις χωλαίνουν ακριβώς επειδή δεν παίρνουν υπόψη αυτή τη γνώμη -και αν παρ’ όλα αυτά η παραγωγή δεν καταρρέει, αυτό συμβαίνει επειδή οι εργάτες οργανώνονται μεταξύ τους για να μην καταρρεύσει, παραβαίνοντας τους «επίσημους» κανόνες και οδηγίες για την οργάνωση της εργασίας.  Αλλά ακόμα και αν τις θεωρήσουμε «ορθολογικές» -με την αυ­στηρή έννοια της παραγωγικής αποτελεσματικότητας- αυτές οι αποφάσεις είναι απαράδεκτες ακριβώς επειδή βασίζονται, και δεν μπο­ρούν παρά να βασίζονται, αποκλειστικά στην αρχή της «παραγωγι­κής αποτελεσματικότητας». Δηλαδή τείνουν να υποδουλώσουν ολο­κληρωτικά τους εργαζομένους στην παραγωγική διαδικασία και να τους μεταχειρίζονται σαν εξαρτήματα του παραγωγικού μηχανισμού. Αυτό όμως δεν οφείλεται στη μοχθηρότητα ούτε στην ηλιθιότητα της διεύθυνσης -ούτε έστω στην επιδίωξη τού κέρδους. (Απόδειξη ότι η «Οργάνωση της εργασίας» είναι ολόιδια στις ανατολικές και στις δυτικές χώρες.) Πρόκειται για την άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια ενός συστήματος στο οποίο τις αποφάσεις δεν τις παίρνουν εκείνοι που τελικά τις πραγματοποιούν -ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να έχει άλλη «λογική».

Αλλά μία αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία δεν μπορεί να εξακολουθήσει αυτή τη «λογική». Η λογική της είναι εντελώς διαφορετική, είναι η λογική της απελευθέρωσης των ανθρώπων και της ανάπτυξης τους. Το σύνολο των εργαζόμενων μπορεί θαυμάσια να αποφασίσει και κατά τη γνώμη μας θα είχε δίκιο να το κάνει- ότι προτιμά λιγότερο επώδυνες, λιγότερο παράλογες, πιο ελεύθερες και πιο ευτυχισμένες εργάσιμες μέρες από λίγα παραπάνω κομμάτια από την πίτα.  Και για τέτοιες, απόλυτα θεμελιώδεις επιλογές δεν υπάρχει κανένα «επιστημονικό» ή «αντικειμενικό» κριτήριο που να αξίζει περισσότερο: το μοναδικό κριτήριο είναι αυτό που το ίδιο το σύνολο κρίνει ότι προτι­μά, βασιζόμενο στην πείρα του, στις ανάγκες του και στις επιθυμίες του.

Αυτό ισχύει στην κλίμακα ολόκληρης της κοινωνίας. Κανένα «επιστημονικό» κριτήριο δεν επιτρέπει σε κανέναν να αποφασίζει αν εί­ναι προτιμότερο για την κοινωνία να έχει τον επόμενο χρόνο πε­ρισσότερες δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου αντί για περισσότερη κατανάλωση ή το αντίστροφο, μία περισσότερο ή λιγότερο γρήγορη οικονομική ανάπτυξη κλπ. Όποιος λέει πως υπάρχουν τέτοια κριτή­ρια είναι είτε άσχετος είτε απατεώνας. Το μοναδικό κριτήριο που σ’ αυτά τα πεδία έχει κάποιο νόημα είναι αυτό που θέλουν οι άντρες και οι γυναίκες που σχηματίζουν αυτή την κοινωνία -και αυτό μόνον οι ίδιοι μπορούν να το αποφασίζουν, και κανείς άλλος στη θέση τους.

πηγή : Κ. Καστοριάδης  “Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού”