Posted by ek-fyles
Εισαγωγή
Στο τέλος της ταινίας Without you I’m nothing η πρωταγωνίστρια Σάρα Μπερνάρ τυλίγεται με μια αμερικάνικη σημαία. Με αυτόν τον τρόπο εκθέτει το σώμα της ως εθνικό σώμα, δίνοντας μια παράσταση θηλυκότητας και γκροτέσκου πατριωτισμού. Η Μπερνάρ κάνει το σώμα της σημαία για να ταυτίσει μια ερωτική φαντασίωση που φωνασκεί με μια φαντασίωση που υποβόσκει, αλλά είναι παρόλα αυτά παρούσα: την εθνική φαντασίωση.[1] Η πειθαρχική αυτή δέσμευση του σώματος στην εθνική εικονοποιϊα, η οργάνωση του εαυτού και των σεξουαλικών μεταβλητών του σε τελετουργικές εικόνες που αναφέρονται στο έθνος, δείχνουν τα σημεία στα οποία οι δύο σχέσεις διασταυρώνονται και διεκδικούν από κοινού το σχηματισμό ενός αναπόδραστου πλέγματος. Οι βιοπολιτικές προσταγές μορφοποιούν το πλέγμα αυτό καθώς «πραγματώνονται μέσω των διαπλοκών βιολογικής και πολιτικής ύπαρξης, κοινωνίας και σεξουαλικότητας, σώματος και πληθυσμού, εθνικής πολιτικής και αναπαραγωγικής στάσης των κοινωνικών υποκειμένων.» [2] Η ταξινόμηση και κατ’ επέκταση έλεγχος των πειθαρχικών υποκειμένων με επιθυμίες που έχουν υποβληθεί και όχι με νόμους που επιβάλλονται κατευθύνει τις δύο σχέσεις, αν ακολουθήσουμε το σχήμα του Φουκώ για την θετικότητα της εξουσίας και τη δυνατότητά της να παράγει επιθυμίες και ηδονές.
Στις πατριωτικές εξάρσεις εμφανίζεται μια συλλογική επιθυμία οικειοποίησης του έθνους για ευχαρίστηση, για την απόλαυση του συνανήκειν και της δυνατότητας δημόσιας παρουσίασης του εαυτού κάτω από μια αξιοσέβαστη στέγη. Άλλωστε ο εθνικισμός βιώνεται και με όρους ‘αγάπης για την πατρίδα’, δηλαδή με μια έννοια ερωτικοποιημένης προσκόλλησης. Με αντίστοιχους εξουσιαστικούς μηχανισμούς καταναγκάζονται σώματα και επιθυμίες να υποβληθούν στις έμφυλες και σεξουαλικοποιημένες νόρμες με αντάλλαγμα μια αναγνωρισμένη κοινωνική ύπαρξη που υπόσχεται η υπόδυση των κανονιστικών αυτών ρόλων. Σε αυτό το κείμενο θα αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνομιλεί η κατασκευή κανονικών σεξουαλικοτήτων, έμφυλων και εθνικών υποκειμένων για να επανατοποθετήσει το πεδίο του πολιτικού. Γιατί τελικά πρόκειται για την κατασκευή του υποκειμένου και τον έμφυλο και εθνικό τόπο που αυτό ανήκει ή δεν ανήκει. H διαπλοκή τους αναφέρεται στον τρόπο που το εθνικό φαντασιακό εμπεδώνεται μέσα από ρυθμίσεις της καθημερινής ζωής, μέσα από δράσεις ‘γενικευμένης και εξατομικευμένης βιοπολιτικής…’[3] για να ανιχνεύσουμε τον πυρήνα εξουσίας που βρίσκεται στο κέντρο κάθε θέσμισης.
Στην ανάδυση ενός λόγου που δεν διακρίνει το έθνος, το φύλο, τη σεξουαλικότητα ως αυτόνομες, αποκλειστικές, περιχαρακωμένες κατηγορίες, συνέβαλε απτά το έργο του Mosse Nationalism and sexuality. Το έργο του διερευνά τη διπλή ιστορία ευρωπαϊκού εθνικισμού και ‘ευπρεπούς’ σεξουαλικότητας όπως εμφανίστηκαν από κοινού στο τέλος του 18ου αι. Ο Μosse δεν περιέγραψε μόνο πώς η ανάπτυξη των μοντέρνων εθνικισμών στην Ευρώπη επηρέασε την κατασκευή των μεσοαστικών νορμών για το σώμα και τη σεξουαλική διαφορά. Επίσης έδειξε πώς αυτοί οι κώδικες αστικής ηθικής επηρέασαν την ανάδυση των φασιστικών εθνών κρατών τον 20ο αι. Η ανάλυσή του άνοιξε το δρόμο για περαιτέρω διερευνήσεις.
Εδώ θα διερευνήσουμε δύο κόμβους / συναντήσεις των λόγων αυτών. Η απεικόνιση του έθνους ως ανδρική αδερφότητα συνομιλεί με την κατασκευή της επιτακτικής μητρότητας, καθώς εμβληματοποιούν το έθνος πάνω στο έδαφος της διμορφικής έμφυλης τάξης. Κάθε ‘ένδοξο παρελθόν’ βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, γι’ αυτό και θα αρκεστούμε σε μια παράθεση στιγμών που ενδεικτικά τεκμηριώνουν χωρίς να εξαντλούν την υπόθεση αυτή. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια υπόθεση εργασίας, εκτείνονται σε μήκη και πλάτη τα οποία επιβεβαιώνουν τον πυρήνα αυτής της θέσμισης παρόλα τα διαφορετικά συγκείμενα μέσα στα οποία βιώνονται και αξιολογούνται. Τελικά, θα ανιχνεύσουμε αποφατικές εννοήσεις του εθνικού συμπλέγματος- ως τόπου από όπου αποκλείονται υποκείμενα και σώματα- καθώς και πειραματισμούς ευφάνταστων διηγήσεων για τόπους πέρα από το έθνος και για υποκείμενα που ενοικούν αυτά τα μεταίχμια.
Το έθνος ως ανδρική αδερφότητα
Τόσο το έργο του Mosse όσο και αυτό του Anderson υπογραμμίζουν τη συγγένεια του εθνικισμού με την αρρενωπότητα και την ανδρική αλληλεγγύη. Ο εθνικισμός πριμοδοτεί μια ομοκοινωνική μορφή ανδρικού δεσίματος αποκλείοντας άλλες δυναμικές επανασημασιοδότησης του φύλου και της σεξουαλικότητας. Η παθιασμένη αυτή ανδρική αδερφότητα διατυπώνεται με όρους συγγένειας και προβάλλεται στην απομόνωση και ποινικοποίηση των Άλλων συναφειών [4]. Έτσι κι αλλιώς, το φύλο και η σεξουαλικότητα συνιστούν επιτακτικές κατηγορίες που τοποθετούν τα υποκείμενα σε συγκεκριμένες θέσεις, αποτελώντας για τον ίδιο λόγο μεταβλητές ξενότητας που αποκλείουν από την καρδιά της κοινωνικότητας όσες και όσους δεν συμμετέχουν στη νόρμα για το ανθρώπινο που για τα δεδομένα της νεωτερικότητας είναι ο λευκός, δυτικός, ετεροσεξουαλικός άνδρας. Η τοπολογική αυτή δομή της κανονικότητας και των αποκλεισμών της, εμπλέκεται και στην διαδικασία της έρευνας.
Ο Αntonio La Pastina στο κείμενο The implications of ethnographer’s sexuality εκθέτει προγραμματικά την εμπρόθετη αποκήρυξη από μέρους του της αίσθησης εαυτού κατά τη διάρκεια της εθνογραφίας του στην Βραζιλία, τον τόπο από τον οποίο προέρχεται και στον οποίο επιστρέφει. Η επιστροφή σε μια κοινότητα όπου ηγεμονεύει o ανθρωπότυπος του machista σε συνδυασμό με τις μνήμες από την βίωσή της και η ίδια του η εσωτερικευμένη ομοφοβία προσδιόρισαν τον queer εαυτό του ως outsider. Η έμμονη εντρύφηση στην ετερότητα δεν υποστήριξαν την πολεμική της προβολή, ενθάρρυναν ωστόσο τον αναστοχασμό πάνω στο υλικό της. Ακόμη κι αυτή η αμυντική τεχνολογία αντίστασης εικάζω πως έγινε δυνατή από τη στιγμή που εμφανίστηκε ένα ρεύμα τέτοιων εθνογραφιών. Η συμμετοχή του σεξουαλικού του status στο πεδίο ήταν κάτι που ‘θα μπορούσε να μην πάει καλά στην έρευνα’, αλλά έτσι κι αλλιώς η σεξουαλική του ταυτότητα καθορίζει επιλογές και ορίζοντες. Η αποποίηση από μέρους του της απόκρυψης αυτής της ταυτότητας, ωστόσο παραμένει όχι απλά εκκρεμής, η πιθανότητα να αποκαλυφθεί αυτή βιώνεται ως επιτελεστικά απειλητική. Ο La Pastina αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο αρνήθηκε να την αποκαλύψει σε μια σχετική ερώτηση και την αμηχανία και τις ενοχές στις οποίες τον ενέπλεξαν οι επιλογές αυτές. Το πεδίο αποτέλεσε μια ανεκπλήρωτη ερωτική ένταση που κατέληξε σε μια παλινδρόμηση σε αυτό το φόβο. Ίσως, λέει ο ίδιος, αν μελετούσε ιθαγενείς στον Αμαζόνιο ή τους Dogon στο Mali η σεξουαλικότητά του μπορεί να μην αποτελούσε τέτοια απειλή, όση μεταξύ των βραζιλιάνων. Η εμπειρία του θα επιβεβαιώσει την επίμονη απόσταση, τον προληπτικό αποκλεισμό του από την φαντασιακή κοινότητα στην οποία συμμετέχει, μια θέση που δεν είχε δεχτεί μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν.
Το άρθρο Tea rooms and sympathy or the epistemology of water closet του Lee Edelman [5] δείχνει πώς όταν ο ανδρικός ομοερωτισμός διαρρηγνύει τη δημόσια σφαίρα συνιστά απειλή για το πρότυπο του εθνικού φαντασιακού. Όπως υπογραμμίζει ο Sasho A. Lambevski «Το κράτος αναπαρίσταται ως άνδρας. Το να υπερασπίζεται κανείς το κράτος σημαίνει να υπερασπίζεται τη αρρενωπότητά του, ο ομοφυλόφιλος είναι εξ ορισμού μια απειλή.» [6] ‘Στη μεταπολεμική Αμερική η διείσδυση ισοδυναμεί με προδοσία. Επιβιώνει ένας μακαρθισμός σύμφωνα με τον οποίο η ομοφυλοφιλία και άλλες σεξουαλικές ‘αποκλίσεις’ είναι επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια στην Ουάσιγκτον. Αυτή η σημείωση έγινε μετά τη σύλληψη του Walter Jenkins με έναν άλλο άνδρα σε ένα υπόγειο κοντά στο γραφείο του στον Λευκό οίκο 3 βδομάδες πριν τις προεδρικές εκλογές της Αμερικής. Ο Jenkins είχε συλληφθεί και παλιότερα ωστόσο το μητρώο του διέφυγε τόσο του λευκού οίκου όσο και του FBΙ, ενώ ο ίδιος είχε πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες του κράτους. Ένα άρθρο σχετικό υπογράμμιζε το άγχος που αντικειμενικά προκαλεί η κατάσταση αυτή στη χώρα, αφού οι πληροφορίες αυτές βρίσκονταν στα χέρια ανθρώπου που εύκολα υπόκειται σε εκβιασμούς από ‘εχθρούς.’ Γι’ αυτό και οι σεξουαλικές αυτές επαφές, όπως ο αλκοολισμός και η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες γίνονται κατανοητές ως ψυχικές ασθένειες. Όταν ξέσπασε το ‘σκάνδαλο’, ο Jenkins παραιτήθηκε και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο , όπου φρουρούνταν επί 24ωρου βάσεως λόγω υψηλής πίεσης και νευρικής εξάντλησης. Ο πρόεδρος Johnson διέταξε την εξέταση του ζητήματος. Η έρευνα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Jenkins δεν απείλησε την ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ‘βιολογικά’ ομοφυλόφιλος και η αδυναμία του αυτή συνδέθηκε με την σωματική και ψυχική του εξάντληση από την αφοσίωσή του στα καθήκοντα απέναντι στην πατρίδα.
Η στιγμή είναι κομβική για το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κατανοείται η συνύφανση της αρρενωπότητας (ως αντίστιξη της ομοφυλοφιλίας) και της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. Οι ίδιοι οι ανταγωνισμοί των κρατών εκφράζονται ως μετωνυμίες αρρενωποτήτων που συγκρούονται. [7] Με αφορμή το παραπάνω εθνογραφικό παράδειγμα εκτίθεται η νευρικότητα που προέκυψε στον τύπο σχετικά με τη χαρτογράφηση των σωμάτων και των συμπεριφορών τους. Την ίδια εποχή στην Αμερική διάφοροι λόγοι συμφωνούν στην προστασία του εθνικού ιδεώδους που απειλείται από όσους προσπαθούν να ‘διεισδύσουν’ σε αυτό. Σ’ ένα άρθρο του περιοδικού Life προσφέρεται ένα είδωλο του gay άνδρα προκειμένου αυτό να αποτελεί μια εικόνα εντοπίσιμη από το κοινό. Η διαφορά του παθολογικοποιημένου ‘αποκλίνοντος’ σώματος θα έπρεπε να είναι διάφανη. Παρόλα αυτά δίνονται κάποιες επιπρόσθετες απεικονίσεις του για τις περιπτώσεις που μπορεί και να διαφεύγουν. Ένας δημόσιος κίνδυνος που πρέπει να ελεγχθεί, καθώς απειλεί να μολύνει το δημόσιο σώμα. Υπογραμμίζονται τα λάθη στην ‘αλήθεια’ του φύλου, όπως παριστάνεται στην ανατομία και το performativity [8]. Μια άλλη απόρροια της κατασκευής αυτού του κατά Φουκώ συστήματος γνώσης που ονοματίζεται πια ‘ομοφυλοφιλία’ είναι η συναινετική εσωτερίκευση των συστημάτων επιτήρησης που προωθούνται από το κράτος και περιλαμβάνονται στις δομές χωρίς αντιστάσεις. Μια άλλη μεταβλητή που επιδρά στην ευθυγράμμιση αυτών των μορφών επαφής με την εθνική προδοσία αποτελούσε η σύνδεση μη ιατρικοποιημένης δημόσιας ομοφυλοφιλίας και κομμουνισμού στη ρητορική του ψυχρού πολέμου. Ο ομοφυλόφιλος είναι ένας κατάσκοπος, ένας μη εντοπίσιμος εχθρός. Η κοινωνική μη- ορατότητα που απολαμβάνουν οι gay άνδρες, προκαλεί ανησυχίες τις οποίες προσπαθεί να καθησυχάσει η ετεροσεξιστική μυθολογία εγκαθιστώντας ορατούς κώδικες και σημεία από τα οποία μπορεί να διευκρινιστεί η ‘σεξουαλική διαφορά’. Το δράμα που εκτυλίσσεται με σενάριο την αναποφασιστικότητα της διάκρισης των φύλων θα αφήσει τις αρρενωπότητες εκτεθειμένες στον ίλιγγο της δυνητικής τους αποσύνθεσης. [9]
Στην οργάνωση των φύλων επιστρατεύεται ιστορικά η τοπολογική οριοθέτηση σε σχέση με τις δυναμικές της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής σφαίρας. Η εθνική αυτοεικόνα της Αμερικής προβλήθηκε καταλυτικά στο αμερικάνικο όνειρο των προαστίων: η αστική οικογένεια που στεγάζει στο ασφαλές της σπιτάκι τον ηθικό της εφησυχασμό. Η ομοφυλοφιλία που διαβρώνει την προραφαηλική αυτή φαντασίωση (παρόλα αυτά που στεγάζει στο εσωτερικό του ο εκβιασμένος αυτός παράδεισος) αντιμετωπίζεται ως μη αμερικάνικο προϊόν πρόσμειξης με άλλους πολιτισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Δεν πρέπει να αγαπήσω Αλβανό!
Η τάξη και το έθνος αποτελούν μεγάλα εμπόδια στην εγκαθίδρυση συναισθηματικών ομοφυλοφιλικών δεσμών ανάμεσα σε μακεδόνες και αλβανούς άνδρες στην gay σκηνή των Σκοπίων. Εθνικιστικές προστακτικές επιβάλλουν σε μακεδόνες και αλβανούς gay να χρησιμοποιούν το σεξ ως όπλο και όργανο βασανισμού. Το άρθρο του Sasho A. Lambevski, «Suck my nation- masculinity, ethnicity and the politics of (homo)sex» εξετάζει τη διαπλοκή ταξικών, εθνικών και έμφυλων σχέσεων όπως βιώνονται στο ανδρικό σώμα.
Ο συγγραφέας επιστρέφει στη gay underground σκηνή των Σκοπίων που του φέρνει στο μυαλό δυσάρεστο sex, επιθετικό εθνικό σωβινισμό και αρρενωπότητα. Βλέπει κάποιον που του αρέσει, αλλά από κάποιου τύπου εθνικού performativity προκύπτει ότι είναι αλβανός και αυτό εγκαλεί τον συγγραφέα να εμμείνει στο μακεδονικό έμφυλο/ σεξουαλικό/ εθνικό του σενάριο, να βάλει τη λογοθετική μάσκα μακεδονικότητας στο σώμα του και να αποκλείσει την επιθυμία για αυτόν τον Άλλο, μια συνειδητοποίηση που κάνει με ενοχή, φόβο, λύπη και αμηχανία. Εγκλωβισμένος μεταξύ της προστακτικής του να είναι κανείς ‘καλός μακεδόνας’ και της συμπόρευσης με τις μισογύνικες, ετεροσεξιστικές, ομοφοβικές και εθνικές νόρμες που αυτό σημαίνει και την ομοερωτική του επιθυμία από την άλλη, δεν δοκίμασε ποτέ σεξουαλική απόλαυση πέρα από αυτές τις κατασκευασμένες εξουσιαστικές μεταβλητές, δεν έγινε δυνατό να διαπεράσει τα σεξουαλικά/ έμφυλα/ εθνικά σύνορα. Η σύναψη μιας σχέσης με έναν Αλβανό, πέρα από όλα τα άλλα, θα σήμαινε την προδοσία της εθνικής του ταυτότητας.
Στο βαλκανικό context πατριαρχίας, μισογυνισμού και ομοφοβίας, οι τυπολογίες που κωδικοποιούν αυτές τις συμπεριφορές διακρίνουν συνεχείς ιεραρχίες ανάμεσα σε αρρενωπούς και θηλυκούς, gay και straight, αλβανούς και μακεδόνες της εργατικής ή της αστικής τάξης. Οι ιεραρχίες αυτές οδηγούν σε μια παράθεση αλλεπάλληλων επιπέδων που διαμορφώνουν ένα κουραστικό και ανεκδιήγητο σύμπλεγμα σεξουαλικοτήτων και έμφυλων ταυτοτήτων. Οι fuckers/ αρρενωποί είναι κυρίως μουσουλμάνοι αλβανοί της εργατικής τάξης, ενώ οι θηλυκοί είναι κυρίως χριστιανοί μακεδόνες της εργατικής και μεσοαστικής τάξης. Ένας αλβανός που υιοθετεί το ρόλο του bottom στις σεξουαλικές του επαφές κάνει σεξ μόνο με αλβανούς, γιατί οι μακεδόνες κρίνονται ως ‘πολύ μαλθακοί, πολύ εκλεπτυσμένοι’ γι’ αυτόν, όπως ο ίδιος λέει. Όλοι οι μακεδόνες της εργατικής τάξης που συμμετείχαν στην έρευνα προτιμούν αλβανούς της εργατικής τάξης, γιατί είναι ‘αληθινοί’ άνδρες. Οι αφηγήσεις αυτές κατασκευάζουν την ετερότητα του αλβανού, ως πρωτόγονου αγροίκου, επιθετικού, ανατολίτη. Ο μακεδονικός εθνικισμός δομείται πάνω σε αυτή την υποτελή ετερότητα.
Έλληνας ποτέ..
Επιστρέφοντας σε πιο οικεία τοπία, αν και κατατρύχονται από τους ίδιους ρηματικούς τόπους που προηγήθηκαν, στην ελληνική βιβλιογραφία το βιβλίο του Γιάννη Γκολφινόπουλου «Έλληνας ποτέ..» θα ανταποκριθεί σε όσα συνέβησαν την φρικαλέα νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου του 2004. Μετά από τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αλβανίας-Ελλάδας που έληξε με το αποτέλεσμα του 2-1 ακολούθησε μια νύχτα βίας από Έλληνες σε Αλβανούς σε όλη τη χώρα, η οποία κορυφώθηκε στη δολοφονία του Γκράμος Παλούσι. Το σημείο αυτό στο οποίο ο νεοελληνικός εθνικιστικός λόγος έκανε μια στάση δραματική, ενοικήθηκε κατεξοχήν από αρρενωπότητες που στοιχημάτιζαν πάνω στο «ποιος, ποια είδη υποκειμένων είναι (πραγματικοί) Άνδρες.» [10] όπως προφανώς θα έπρεπε να είναι αυτοί που ανήκουν σε ένα περήφανο έθνος, αποκαλύπτοντας την ανασφάλεια για την οποία τρέμει αυτός που καθημερινά πρέπει να αποδεικνύει πόσο άνδρας είναι, που πρέπει να δείχνει πόσο του αξίζει η τιμή της κανονιστικής αρρενωπότητας. Ο καθημερινός λόγος των δύο διακυβευμάτων, του διάχυτου κοινωνικού φασισμού και της πατριαρχικής συμβολικής τάξης έδρασε, ώστε η βία αυτή να πάρει τέτοια νομιμοποιημένη έκταση.
Η αρρενωπότητα απαντάει σ’ ένα ερώτημα θεμελιακό για τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα υποκείμενα, το πώς είναι ο άνδρας. Η νύχτα αυτή έδωσε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αυτοί που δουλεύουν για μας δεν δικαιούνται να πανηγυρίζουν. Ήδη αυτή η ανισότητα μας κάνει πιο πολύ άνδρες από αυτούς. «Η ‘αλβανική’ αρρενωπότητα δεν είναι μόνο η αρρενωπότητα του ‘κατώτερου’ αλλά και μια ‘κατώτερη’ αρρενωπότητα.» [11] Το σύμβολο του τσολιά το οποίο ήρθε στο προσκήνιο αυτής της νύχτας εφόσον ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν ήταν το ‘είναι βαριά η πούτσα του τσολιά’ συμπυκνώνει επίσης ως φιγούρα τις φαντασιακές σημασίες με τις οποίες είναι επενδυμένη η πρόταση αυτή και εν προκειμένω με τις λογοθετικές κατασκευές για τις οποίες συζητάμε. «Η κυριαρχία επί του αντιπάλου στα πλαίσια του ποδοσφαίρου είναι μια κυριαρχία αρσενική. Μια κυριαρχία πάνω στο θηλυκό, πιο συγκεκριμένα, πάνω στο αρσενικό που εκθηλύνεται.» [12] Ο τσολιάς είναι ο πιο αρσενικός από όλους τους αντιπάλους, απέναντι στους οποίους και θα κυριαρχήσει. Το ασυγχώρητο της υπόθεσης είναι ακριβώς το γεγονός ότι η ανασφαλής αυτή βεβαιότητα του αρσενικότερου όλων τσολιά βεβηλώθηκε ανελέητα, όταν η ελληνική ομάδα, μετωνυμία του συμβόλου αυτού, ηττήθηκε από κατώτερους, από ξένους. Και αυτό έπληξε θανάσιμα τον ανδρισμό τους.
Εθνική συνείδηση και η κατασκευή της καταναγκαστικής θηλυκότητας
Σε μια στιγμή έντονης κοινωνικής κινητοποίησης με αφορμή εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η βουλευτής Φάνη Πάλλη Πετραλιά με την ιδιότητα της ‘μητέρας’ εγκαλεί τους εμπλεκόμενους ως ‘έφηβους γιους’ να φερθούν ώριμα [13], να υποκλιθούν στη θέληση του πατρικού κράτους. Οι γυναίκες, εξ ορισμού αποκλεισμένες από τα όρια του πολιτικού σώματος, ως οι Άλλοι του καταστατικού του υποκειμένου, εισέρχονται σε αυτό μόνο έχοντας θυσιάσει κάτι από τη δομή του εαυτού και της αυτονομίας τους. Στο πρόγραμμα αυτό μετέχει η εξιδανίκευση της μητρότητας και ο αποκλεισμός μη παραγωγικών σεξουαλικοτήτων και άλλων επιλογών. Η μητρότητα εγκαλείται ως προϋπόθεση της ιδιότητας του πολίτη, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά την εισδοχή των γυναικών στο πολιτικό σώμα υπό όρους. Η υποδοχή αυτή επιφυλάσσεται για όσες αποκλίνουν, όπως προείπαμε, από το μοντέλο του έλλογου αρσενικού καρτεσιανού υποκειμένου της νεωτερικότητας. Η δυσκολία αυτή πρόσβασης σ’ ένα αυτόνομο καθεστώς υποκειμένου αποτελεί ένα χάσμα που εγγράφεται και στον ψυχικό τόπο.
Eθνική εμμονή με τη γονιμότητα [14]
Το εγχείρημα της Αθηνάς Αθανασίου στο άρθρο της Η πειθαρχία της συνέχειας: Χρόνος, σώμα και βιοπολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα παρακολουθεί το αντηχείο της ‘δημογραφικής αγωνίας’ όπως διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’80, την έκρηξη δηλαδή λόγων γύρω από τη μείωση τη γεννητικότητας που σημειώθηκε τότε. Το κείμενο εκδιπλώνει την εμπέδωση λόγων φύλο-σεξουαλικότητα-αναπαραγωγή-συγγένεια προκειμένου για την οριοθέτηση της δημόσιας σφαίρας εντός της οποίας κάποια υποκείμενα αποκτούν σημασία και άλλα τη στερούνται. Ο δημογραφικός λόγος «συγκροτεί τη φαντασιακή κατασκευή του έθνους κράτους ως κλειστού και ενιαίου Όλου του οποίου το παρόν και το μέλλον διακυβεύονται στις ‘ευαίσθητες’ ζώνες επαφής τόσο με όμορους όσο και με εισρέοντες Άλλους.» [15] Το γυναικείο σώμα με τις ‘αντικειμενικές’ του αναπαραγωγικές δυνατότητες βαρύνεται και σημαίνεται από την ηθική ευθύνη της διεκπεραίωσης αυτής της εθνικής αποστολής. Ο έμφυλος εαυτός επικυρώνεται μόνο μέσα από την αντίδραση σε αυτούς τους «αυτοματισμούς της κοινής λογικής». Η ανταπόκριση στην επιταγή της αναπαραγωγής προσφέρει στα κοινωνικά υποκείμενα την απόλαυση καταρχάς της κοινωνικής αναγνωρισιμότητας που παράγεται από το υλικό του πολιτισμικά διανοητού.
Η συγγραφέας ωστόσο θα εμφανίσει τη διάρρηξη του δημογραφικού κινδύνου από πλευράς υποκειμένων που ενοχλούν την άρθρωση αυτού του λόγου ως αρραγούς και συνεκτικού. Επικεντρώνεται συγκεκριμένα στην αποχή από την τεκνοποίηση και τον λόγο που υπερασπίζει τις επιλογές αυτών των γυναικών (κυρίως) παρόλη την κοινωνική δυσανεξία που αντιμετωπίζουν, εφόσον σημειώνονται πολιτισμικά ως πληγές του εθνικού σώματος. Η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει αυτές τις φωνές, την οποία εικάζω και ως πολιτική τοποθέτηση, δίνει χώρο στο δρων υποκείμενο και τα νοήματά του (τη στιγμή που δεν προσφέρονται κοινωνικά πεδία δράσης από τα οποία οι οριακές αυτές επιλογές να νοηματοδοτηθούν) ώστε ενώ αυτό επιτελείται από δομικές κανονικότητες και πολιτισμικές προσταγές ταυτόχρονα μπορεί να απονευρώσει την καθολική ισχύ που αυτές ευαγγελίζονται. «Η σκηνή της εν-σωμάτωσης και της αυτονομίας γράφεται και ξαναγράφεται συνεχώς στο δράμα της πολιτισμικής παραγωγής της αλήθειας.» [17]
Τα ρυθμιστικά ιδεώδη του φύλου και της συγγένειας των οποίων η εκπλήρωση εξαργυρώνεται με την υπόσχεση της ιδιότητας του πολίτη, αποκλείει από το εθνικό σώμα όσες/ ους «φέρουν το στίγμα της βιοπολιτικής ετερότητας» [18]. Γιατί παρόλη την εμπρόθετη υποστήριξη της ‘απόκλισης’ που συνιστούν, οι Άλλοι του βιοπολιτικού ιδεώδους στερούνται ό, τι δεν επιστρέφουν σε κοινωνική σημασία. Σε αυτό ωστόσο το μελαγχολικά αρνητικό πρόσημο θα αντιπαραθέταμε την εσωτερική εγρήγορση ενός πυρήνα εαυτού που αμύνεται των κανονιστικών προταγμάτων, ενός εαυτού προικισμένου με την ‘ενέργεια των παρυφών’. [19] Κρίνω πως αυτή είναι και η δυναμική της εν λόγω προσέγγισης. Η άντληση δύναμης από τα τραυματισμένα όρια της συμβολικής και ηθικής τάξης, ανοίγει ορίζοντες για νέες ταυτίσεις και απολαύσεις.
..μια νοητή μήτρα εθνικότητας που εμψυχώνει την Ελλάδα..
Το παράδειγμα του δημογραφικού ως κοινωνικής κατασκευής σε μια διάδραση που κατασκευάζει τόσο το ‘έθνος’, όσο και τις ‘Ελληνίδες’ ως ‘μητέρες’ του αποτιμάται και στο έργο της Αλεξάνδρας Χαλκιά [20], που εντοπίζει και διαθλά τη στιγμή του 1994. «Το ελληνικό ‘δημογραφικό’ κινείται σε αυτόν ακριβώς τον κόμβο. Η κινητοποίηση της δημογραφίας και ενός επιστημονικού λόγου στατιστικών δεδομένων για τον πληθυσμό εντάσσεται σε ένα εγχείρημα διακυβέρνησης και διαχείρισης που επιστρατεύει και την περιχαράκωση μια εθνικής ταυτότητας, επιπλέον εστιάζει σε σώματα, συγκεκριμένα σώματα, εκδίδοντας πρόσκληση για αυξημένη βιολογική αναπαραγωγή.’[21] Ως επί το πλείστον παράγεται ένα ‘καθεστώς αλήθειας’ που προσδένει μεταξύ τους λόγους περί ‘γυναικότητας’ και ‘ελληνικότητας’ και τις επιτελεί ως καταστατικούς στύλους του εθνικού και υποκειμενικού γίγνεσθαι, ενώ τις έχει ήδη φυσικοποιήσει ως ουσίες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάγνωση και διαχείριση του δημογραφικού πανικού από καθεστωτικές πολιτικές πηγές, από το παγιωμένο φάσμα των κοινοβουλευτικών χώρων δεξιάς, κέντρου και αριστεράς. Η δεξιά προοπτική καταφάσκει στην εννοιολόγηση του δημογραφικού ως προβλήματος, ωστόσο αυτοκυριαρχείται στο θέαμα του οικονομικού κόστους που προαπαιτεί η επίλυσή του. Πριμοδοτείται έτσι η πρόνοια για την έλλειψη σε στρατιώτες στην οποία ανταποκρίνεται το ‘πρόβλημα’, ‘η έμφυλη πληθυσμο-παραγωγική λειτουργία του δημογραφικού’. Η μόνη μετατόπιση του κεντρώου λόγου αποτελεί το ενδεχόμενο στράτευσης των γυναικών που εκτιμάται ως δυνατότητα. Επίσης, υπολογίζονται και άλλες ζημίες όπως ο οικονομικές. Η αναπαράσταση ωστόσο δεν βάλλεται. ‘Η Ελλάδα αναδύεται ως ένα έθνος θηλυκοποιημένο και γερασμένο.’ Οι αριστερές εφημερίδες δεν συμμερίστηκαν με την ίδια μέθη τον δημογραφικό κίνδυνο. Όποτε προσέγγισαν το θέμα ασχολήθηκαν με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που το επηρεάζουν. Αποτέλεσε δηλαδή εδώ περισσότερο εργαλείο προπαγάνδας για την αριστερή πολιτική, παρά ως εθνικός κίνδυνος. Παρόλες τις αποστάσεις ασφαλείας που κρατήθηκαν, συνομίλησε και η αριστερή προσέγγιση μέσα στα πλαίσια του ίδιου λόγου περί έμφυλου εθνικού σώματος, έστω και διαφωνώντας.
Στο ίδιο εννοιολογικό περιβάλλον εξετάζεται και η συζήτηση για τις εκτρώσεις και τη νομιμοποίησή τους εν τω μέσω αυτού που η δημογραφική αγωνία προπαγάνδιζε ως εθνική κρίση. Στα πλαίσια αυτά ποινικοποιούνται ατομικές επιλογές, όπως οι εκτρώσεις που επιπλέον αποτέλεσαν ιστορικά διακυβεύματα κινηματικών διαδικασιών. Η Mαριάννα Κονδύλη [22] σημειώνει την παλινδρόμηση του εθνικιστικού λόγου για το πρόβλημα της υπογεννητικότητας από τα τεχνοκρατικά του αίτια σε λογίδρια που απηχούν ηθικιστικές δοξασίες για την εκτροπή της κοινωνίας από την ορθή της αυταξίωση και αναπαραγωγή. Η απαξία με την οποία εκτοπίζονται καταστατικά μονογονεϊκές οικογένειες και όσες άλλες δεν συνάδουν στο ετεροφυλοφιλικό μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, ο έλεγχος του σώματος των γυναικών και η ενοχοποίηση των επιλογών τους καθώς η κοινωνική τους υπόσταση ρυθμίζεται από την ευθυγράμμισή τους με τις επιταγές αυτές απορρέουν ως άμεσες συνέπειες πολιτικών αποφάσεων, ψηφισμάτων, καθημερινών δημοσιευμάτων.
Τεχνολογίες επανίδρυσης του πολιτικού σώματος
Queer nation [23]/ Πέρα από το έθνος (;)
Στο κεφάλαιο Queer nationality από το έργο Fear of a queer planet οι συγγραφείς Lauren Berlant και Elizabeth Freeman περιγράφουν τις προβοκατόρικες τακτικές επανοικειοποίησης της ορατότητας του εθνικού λόγου, με το ύφος του camp -της παρωδιοποίησης του κανονικού δημόσιου λόγου, τακτική εξαιρετικά προσφιλής στο queer κίνημα. Οι τακτικές αυτές αναφέρονται επίσης στην υπέρβαση των ορίων , την ιδιοποίηση χώρων και τη μίμηση των προτύπων κανονικότητας. ‘Το Queer nation εκμεταλλεύεται τα συμβολικά σημεία της μαζικής και εθνικής κουλτούρας για να αποσταθεροποιήσει τους μηχανισμούς που οργανώνουν τις σεξουαλικές πρακτικές σε ‘γεγονότα’ της σεξουαλικής ταυτότητας’ σε ένα είδος σημειολογικού αντάρτικου. Διεκδικεί έτσι ως ‘εθνικούς’ τους χώρους που εδράζονται οι Άλλες σεξουαλικότητες, χώρους δύσκολο ωστόσο να εν-τοπιστούν ακόμα και εννοιολογικά, αφού σε μεγάλο βαθμό συνιστούν φαντασιακές γεωγραφίες, τόπους άσχετους με τις δομές της σεξουαλικής ηγεμονίας και έτσι αόρατους, όπως και τα σώματα που τους κατοικούν, χώρους ωστόσο φιλόξενους για την υποδοχή της ξενικότητας που συνιστά η ενδήμηση μιας Άλλης σεξουαλικότητας. Η εν λόγω προσέγγιση, με την κινηματική της λογική, αποπειράται να ενσωματώσει τόσο το υλικό όσο και το λογοθετικό αυτό πρόβλημα και αποτολμά να φανταστεί ένα μωσαϊκό διαφοράς που δεν θα αποτελεί παράλληλα και ένα μοντέλο σύγκρουσης.
Το παράδειγμα του φύλου και της σεξουαλικότητας ως μεταβλητή εξορισμού και ξενικότητας που εγείρεται εδώ κατά τρόπο προνομιακό, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το έθνος επενδύει την ταυτότητά του στο δικαίωμα να αστυνομεύει μη κανονικές σεξουαλικές αναπαραστάσεις και πρακτικές. Επίσης να καταξιώνει ως πολίτες κάποιους στο όνομα των Άλλων που δεν αξίζουν αυτό το αίσθημα της συμμετοχής στην κοινότητα και που με αυτόν τον τρόπο την ορίζουν δια του αποκλεισμού τους, κατά το τοπολογικό σχήμα του Agamben. Ο προβληματισμός που παρακολουθήσαμε προτείνει αντιστάσεις στην εμπρόθετη αφαίρεση της ιδιότητας του εαυτού που δημιουργεί η αντιπαράθεση με ηγεμονικές ταυτότητες. Έτσι επανοικειοποιείται και αποκαλεί ‘εθνικό’ ό, τι αποκλείστηκε από τον ορισμό του έθνους και μάλιστα αποτέλεσε προϋπόθεση για τον σχηματισμό του. Σε ένα μανιφέστο του διακηρύσσονται τα εξής: ‘…Σε αυτόν τον πολιτισμό να είσαι queer σημαίνει ότι έχεις καταδικαστεί σε θάνατο. Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας και τους δεσμούς μας, γιατί όταν κάποιος από μας υποφέρει, υποφέρουμε όλοι. Γι’ αυτό αποτελούμε ένα queer έθνος. Το λεξιλόγιο το έχουμε δανειστεί από άλλα ‘απειλητικά’ δυναμικά κινήματα- από τους μαύρους εθνικιστές , τις φεμινίστριες σεπαρατίστριες.’ Με αυτή τη διάθεση λοιπόν φτιάχνονται queerituals, τελετουργικά που ενοποιούν αυτή την κοινότητα, εξωτερικεύουν την οργή για τον πόνο που ασκούν οι πειθαρχίες των τόπων mainstream (κυρίαρχης) κουλτούρας και o straight (ετεροφυλόφιλος) χαρακτήρας των δημοσίων χώρων και της ιδιότητας του πολίτη. Όλα αυτά επανεγγράφονται ειρωνικά σε παραδοσιακά εθνικά σύμβολα σαν να επρόκειτο το queer σώμα να αποτελεί μια επίσης κανονική εμπειρία.
Πώς θα μπορούσε βέβαια ένα τόσο φορτισμένο λεξιλόγιο να αποσταθεροποίησει τις ηγεμονικές ιδεολογίες που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτών των διαχωρισμών; Οι ‘περήφανες’ διακηρύξεις του queer υποχωρούν σε μια απολογητική στρατηγική αιτήματος για συμπερίληψη στην καταστατικά ιεραρχημένη πολιτική σφαίρα, τόπο από όπου κάποιοι πρέπει οπωσδήποτε να αποκλειστούν προκειμένου να ελέγχει τα όριά της; Στα πλαίσια αυτών των αποριών, ο Radhakrishnan διερωτάται γιατί προκειμένου μια κινητοποίηση να επικυρωθεί ως πολιτική χρειάζεται να οικειοποιηθεί έναν μακροπολιτικό λόγο που ορίζεται από τον εννοιολογικό χώρο που κατέχει το έθνος. Πώς οι εθνικισμοί έχουν επιτύχει ένα τέτοιο ιδεολογικό αποτέλεσμα που δεσμεύει ακόμα και τον λόγο που τους αμφισβητεί στους δικούς του όρους; [24]
Queer διασπορές
Στα κείμενα που αναγνώστηκαν πιο πάνω πριμοδοτήθηκαν οι ρωγμές που κάθε πολιτισμική συγκρότηση ανεπίγνωστα φέρει. Το έδαφος της βιοπολιτικής που διατρέχει τους παραπάνω λόγους θα έχει πάντα το ηγεμονικό πλεονέκτημα της υφαρπαγής της ζωής, χωρίς ωστόσο να ελέγχει απόλυτα το υλικό από το έκκεντρο υποκείμενο που εισήλθε στις αφηγήσεις της ύστερης νεωτερικότητας. Όσο κι αν ασφυκτικά περιδύεται τις μορφές του πολιτισμικά διανοητού, η αμφιθυμία που ενοικεί την καρδιά της εμπρόθετης δράσης αποτελεί ‘ένα σταυροδρόμι που ενώνει κάθε βήμα από το οποίο διασχίζεται, μια αναποφασιστικότητα οδυνηρή, δυναμική και γεμάτη υποσχέσεις ανάμεσα σε αυτό που ήδη υπάρχει και αυτό που πρόκειται να έρθει’ [25]. To εγχείρημα των queer διασπορών φωτίζει ακριβώς αυτές τις ρωγμές και τα υποκείμενα που ενοικούν αυτά τα όρια μεταξύ των τόπων που συγκροτούνται με τις βεβαιότητες μιας ουσίας, όπως ουσίες θεωρούνται τόσο το έθνος όσο και το φύλο.
Στο έργο της Gayatri Gopinath Impossible desires [26], η συγγραφέας διερευνά τα περιθώρια της διασποράς και των άλλων σεξουαλικοτήτων, γιατί είναι ακριβώς σε αυτά τα οριακά πεδία που συγκροτούνται οι εθνικισμοί και οι σεξουαλικότητες. Με αυτές τις προτεραιότητες θα προβάλει την α- δυνατότητα της queer, θηλυκής, διασπορικής υποκειμενικότητας ως την πιο ποινικοποιημένη και ως εκ τούτου εκ- τοπισμένη και μη διανοήσιμη μορφή ζωής. Η φετιχοποίηση της γυναικείας φιγούρας μέσα στο πλαίσιο ενός πατριαρχικού και εθνικιστικού λόγου είναι η μόνη δυνατή και η υποβολή αυτής της κανονικής νόρμας κάνει τις υπόλοιπες υποκειμενικότητες μη ορατές, ενώ η πιθανότητα της εμπρόθετης θηλυκής επιθυμίας για το ίδιο φύλο είναι στιγματισμένη, έως άκυρη. Η ανάγνωση αυτή δίνει ένα πλαίσιο κατανόησης για εκφράσεις ομοφυλοφιλικών ερωτικών συναφειών και επιθυμιών σε μη δυτικά και διασπορικά συμφραζόμενα. Αφουγκράζεται εναλλακτικές σεξουαλικότητες σε μη δυτικές κοινωνίες, προβληματοποιώντας τον δυτικοκεντρισμό με τον οποίο εκλαμβάνονται οι επιθυμίες για το ίδιο φύλο. Η πριμοδότηση αυτών των ηγεμονικών δυτικών λόγων για τις επιθυμίες για το ίδιο φύλο που κανονικοποιούνται ως ομοφυλοφιλικές, λεσβιακές ή gay καταλήγει στην απόρριψη εναλλακτικών επαφών που δεν ταξινομήθηκαν με τέτοιο τρόπο. Εκτός από τα δεδομένα για τη σεξουαλικότητα που αμφισβητεί, εστιάζει και σε άλλους λόγους σχετικούς με το έθνος, το σπίτι, την πατρίδα, τη διασπορά και τις σημασίες με τις οποίες επενδύονται αυτά τα σχήματα και οι σχέσεις σε ένα παγκοσμιοποιημένο καθεστώς. Η πολυεπίπεδη αυτή εγρήγορση εκκινεί με εργαλεία από διάφορους χώρους, από το queer, το μεταφεμινισμό, τις μεταποικιακές, διασπορικές και πολιτισμικές σπουδές, ανιχνεύοντας τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό να ενεργοποιήσουν αυτές οι προοπτικές μια κριτική στα ηγεμονικά συστήματα γνώσης, σε λόγους δυτικοκεντρικούς και εθνικιστικούς που ταυτόχρονα είναι έμφυλοι σε σεξουαλικοποιημένοι.
Για να υποστηρίξει τη διαπλοκή αυτή με τον τρόπο που και αυτή η εργασία προσπάθησε να δείξει, αναφέρει ένα παραδειγματικό περιστατικό. Την ημέρα εορτασμού της ινδικής ανεξαρτησίας, η κοινότητα της διασποράς από την νότια Ασία, απέκλεισε τη συμμετοχή μιας οργάνωσης gay και λεσβιών και μιας φεμινισικής ομάδας ενάντια στην οικογενειακή βία. Το φαντασιακό της ‘ινδιακότητας’ καθοριζόταν από πατριαρχικούς και ετεροκανονικούς ορίζοντες που απέκλειαν συγκεκριμένες υποκειμενικότητες από την κοινότητά τους. Τελικά, έγινε δυνατό να διαδηλώσουν οι φεμινίστριες ως γυναίκες ινδές, αλλά καμία υποχώρηση δεν μπορούσε να γίνει για γυναίκες που θα διαδήλωναν ως ινδές queers ή ινδές λεσβίες. Στην προσπάθειά της λοιπόν να καταστήσει ορατές τις σεξουαλικότητες αυτές που έχουν αποκλειστεί από την εθνική κοινότητα, η συγγραφέας θα τις ακολουθήσει στους τόπους που βιώνεται αυτή η αντικανονική κοινωνικότητα, σε queer night clubs, σε φεστιβάλ και άλλες ευκαιρίες που ιδρύονται από τις σεξουαλικά και φυλετικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και που επιτρέπουν σε αυτές να επαναδιαπραγματευτούν τη σχέση τους με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Η αναγνώριση αυτών των επιθυμιών, ακόμα και η πιθανότητά τους, διακόπτουν τα ετεροκανονικά, πατριαρχικά και εθνικιστικά φαντασιακά με τα οποία οργανώνονται οι επιθυμίες και δομούνται οι κοινότητες.
[1] Αναφέρεται στο Fear of a queer planet, ed. Michael Warner, university of Minnesota Press, Minneapolis, London
[2] Αθηνά Αθανασίου, Ζωή στο όριο, Αθήνα, εκκρεμές, 2007, σ. 80
[3] Ό.π. Ο Φουκώ δεν θα προκρίνει καμιά από τις δύο εκδοχές των εξουσιαστικών πρακτικών είτε πρόκειται για τις πιο δαπανηρές και γενικευμένες εκδοχές τους είτε για την ‘πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας’ που συνιστά η πειθαρχία. Η εξουσία πρέπει να έχει πρόσβαση στα σώματα και την καθημερινή συμπεριφορά των ατόμων, αλλά και να καταπιαστεί με τα φαινόμενο του πληθυσμού, τις ευθύνες και τα μεγέθη που αυτό συνεπάγεται.
[4] Nationalisms and sexualities, ed. Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer and Patricia Yaeger, Routledge, New York and London, σελ.6
[5] Aπό τον τόμο Nationalisms and sexualities, ό.π.
[6] Sasho A. Lambevski, Suck my nation- masculinity, ethnicity and the politics of (homo)sex, περιοδικό sexualities, sage publications, σελ. 412
[7] Μετά τον σοβιετικό θρίαμβο του σπούτνικ υπήρχε μια δημόσια συζήτηση στην Αμερική που αφορούσε στις ανησυχίες σχετικά με την τεχνολογική της ανάπτυξη. Μία δήλωση είναι χαρακτηριστική για τις έμφυλες συνδηλώσεις με τις οποίες επενδύονται οι ανταγωνισμοί των κρατών: ‘Δεν θέλω να φτάσω στο φεγγάρι. Θέλω να ρίξω μια εύστοχη μπαλιά στο γραφείο του Κρεμλίνου.’
[8] Σύμφωνα με την Judith Butler, αντίθετα από μια ουσιοκρατική θεώρηση του φύλου που παραδέχεται μια οντολογική του ουσία, η πορεία της κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας είναι αντίστροφη. Το υποκείμενο εκλαμβάνει την εκμαθημένη έμφυλη έκφραση ως ‘φυσική’ και την αντιλαμβάνεται σαν να ενυπάρχει με φυσικό τρόπο μέσα στο σώμα του. Έτσι, η αντίληψη του εαυτού ως έμφυλου όντος είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης διαδικασίας που επενδύει νοηματικά την έμφυλα κατασκευασμένη πραγματικότητα. Αυτή είναι η επαναληπτική, τελετουργική λειτουργία, την οποία η Judith Butler ονομάζει επιτελεστικότητα/ performativity, και έχει ως αποτέλεσμα με κάθε πράξη να ξαναπραγματ’ωνεται η ταξινομική κατηγορία του φύλου.
[9] Έτσι κι αλλιώς η εξουσία του φύλου εδράζεται σ’ ένα έδαφος σαθρό. Το εγχείρημα της Judith Butler θα περιγράψει αυτή τη σπειροειδή διαδικασία δόμησης και αποδόμησης του φύλου: «Ως ιζηματικό αποτέλεσμα μιας επανεπιβεβαιωτικής ή τελετουργικής πρακτικής, το ‘φύλο’ προσκτάται το φυσικοποιημένο του περιεχόμενο και εντούτοις, επίσης δυνάμει ακριβώς αυτής της επανεπιβεβαίωσης, διανοίγονται χάσματα και ρωγμές ως καταστατικές αστάθειες σε τέτοιες κατασκευές, όπως εκείνη που διαφεύγει ή υπερβαίνει το κανονιστικό πρότυπο, όπως εκείνη που δεν μπορεί να οριστεί ή να παγιωθεί πλήρως από το επαναλαμβανόμενο έργο αυτού του κανονιστικού προτύπου. Αυτή η αστάθεια είναι η πιθανότητα από- συγκρότησης στην ίδια τη διαδικασία της επανάληψης, η εξουσία που καταστρέφει τα ίδια τα αποτελέσματα μέσα από τα οποία το ‘φύλο’ σταθεροποιείται, η πιθανότητα να τεθεί η παγίωση των κανονιστικών προτύπων του φύλου σε μια δυνητική παραγωγική κρίση.» Judith Butler, Σώματα που έχουν σημασία.
[10] Αλεξάνδρα Χαλκιά, εισαγωγή στο ‘Έλληνας ποτέ..’, Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, εκδ. ισνάφι, Ιωάννινα 2007
[11] ‘ Έλληνας ποτέ’, ό.π. σελ.43
[12] Στο ίδιο, σελ.44
[13] Αναφερεται στο ‘Έλληνας ποτέ..’, Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, εκδ. ισνάφι, Ιωάννινα 2007, σελ. 11
[14] Φράση συνομιλήτριας της Αθηνάς Αθανασίου στην επιτόπια έρευνά της.
[15]Αθηνά Αθανασίου, Ζωή στο όριο, Αθήνα, εκκρεμές, 2007, σ. 83
[16] Η φράση αυτή του Bourdieu χρησιμοποιείται από την Αθηνά Αθανασίου, ό.π., σ.85
[17] ό.π. σ.94
[18] ό.π.σ.94
[19] Mary Douglas
[20] Alexandra Halkias, The empty candle of democracy, sex abortion and natonalism in modern Greece, Duke university press, Durham and London, 2004 και Αναθεωρήσεις του έμφυλου έθνους στο Κοινωνικό σώμα, επιμ. Μ. Μιχαηλίδου και Α. Χαλκιά, εκδόσεις Δίνη-κατάρτι, 2005
[21] Αλεξάνδρα Χαλκιά, Αναθεωρήσεις του έμφυλου έθνους στο Κοινωνικό σώμα, επιμ. Μ. Μιχαηλίδου και Α. Χαλκιά, εκδόσεις Δίνη-κατάρτι, 2005
[22] Μαριάννα Κονδύλη, Σχόλιο για το ‘δημογραφικό πρόβλημα’, Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 7 (1994)
[23]
[24] Nationalisms and sexualities, ed. Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer and Patricia Yaeger, Routledge, New York and London, σελ. 8
[25]Διατυπωμένο περίπου έτσι στην εισαγωγή του έργου της Judith Butler The psychic life of power
[26] Gayatri Gopinath Impossible desires
Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2008/07/blog-post_14.html