Ας μελαγχολήσουμε λιγάκι παραπάνω (απάντηση στον Κ. Δουζίνα)

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/douz/

left

Με αφορμή το άρθρο: Αριστερή μελαγχολία και ιστορική αναγκαιότητα (του Κώστα Δουζίνα)

Για να κοιτάμε την πραγματικότητα κατάματα, και όχι με βάση τη δική μας μικρο-κοινωνία…

Εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, οι συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα καθώς και η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχουν γίνει αντικείμενο πολύπλευρης συζήτησης στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης. Η γνώμη που ως επί το πλείστον επικρατεί είναι λίγο πολύ γνωστή: ο Ελληνικός λαός με τον τρόπο ζωής του, δημιούργησε μια κρίση την οποία καλούνται να πληρώσουν οι σκληρά εργαζόμενοι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Οι εκλογές του 2012 ώθησαν τις δεξιές εφημερίδες να υιοθετήσουν ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στον Ελληνικό λαό, μια στάση καθαρά ρατσιστική. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά όχι μόνο η έλλειψη αλληλεγγύης – καθώς η προπαγάνδα αυτή έχει καταφέρει να ξυπνήσει τα πιο στυγνά προτεσταντικά συντηρητικά κατάλοιπα του μέσου Ευρωπαίου – αλλά και ο στιγματισμός χιλιάδων Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό. Η στάση της Ελληνικής Νεοφιλελεύθερης δεξιάς είναι λίγο πολύ γνωστή: πίστη στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), εφαρμογή των μέτρων λιτότητας με κάθε μέσο (όπως διατάζουν οι Βρυξέλλες), κοινώς εδραίωση και ηθικοποίηση της πιο ακραίας εθελοδουλίας. Όσο για τον εθνικιστικό όχλο, λίγο πολύ γνωρίζουμε τις θέσεις του: «για όλα φταίνε οι Εβραίοι», ή τέλος πάντων, (για να αποφύγω τις γενικεύσεις), «στόχος είναι να πληγεί η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων»… Όλα αυτά είναι αναμενόμενα φυσικά. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο δεν περιμένουμε από τους χώρους αυτούς, όπως εξίσου και από την ιδεολογικά γερασμένη αριστερά η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν την επανάσταση. Κυρίως μετά την κατάρρευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την εν τοις πράγμασι αντικατάστασή του από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., περνά εύκολα στην αντίληψη του αριστερού κοινού ότι η ανατροπή βρίσκεται προ των πυλών. Γράφει λοιπόν ο Κ. Δουζίνας: «Οι επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν τη βάση για μια μεγάλη ανατροπή που θα ανασχέσει την καταστροφή του  κοινωνικού δεσμού, αποτελώντας αφετηρία για μια νέα Ελλάδα. Ο ελληνικός  λαός υιοθέτησε τον ΣΥΡΙΖΑ ως το υποκείμενο της ριζικής αλλαγής φέρνοντας το σύστημα εξουσίας των τελευταίων σαράντα χρονών στο χείλος  του γκρεμού.».

Στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε και ενίσχυσε την παρουσία του στη βουλή καθώς μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος (που δεν σημαίνει ότι αντιπροσωπεύει αναγκαστικά το ιδεολογικό προφίλ του Ελληνικού λαού) βρήκε αφορμή να εκφράσει την διαμαρτυρία του στις πολιτικές λιτότητας ή να τιμωρήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κανένας «ερωτευμένος επαναστάτης» δεν θέλησε ούτε να καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα ανατρέποντας την μπουρζουαζία, ούτε φυσικά και να εναντιωθεί στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η επιλογή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι επίσης και εθνικιστική επιλογή: ο Ελληνικός λαός αισθάνεται ταπεινωμένος, το εθνικό του φρόνημα είναι πεσμένο λόγω των άδικων κατηγοριών που εκτοξεύονται εναντίον του σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Είναι συνεπώς λογικό να επιλέξει εκείνο το κόμμα που με το δικό του τρόπο θα αντικαταστήσει τη φήμη του αντί να οδηγήσει τα πράγματα σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα.

Πολλοί αριστεροί διανοούμενοι τείνουν να πιστεύουν ότι η υπόλοιπη κοινωνία σκέφτεται όπως ακριβώς και αυτοί, ότι σύντομα θα έρθει η μέρα που οι λαοί του κόσμου θα κατέβουν στους δρόμους, κάνοντας τον καπιταλισμό να φαντάζει ένα μακρινό ιστορικό φάντασμα. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει και ο Α.Τσίπρας πριν από μερικούς μήνες σε συνέντευξή του στο Μουσείο Μπενάκη «εμείς είμαστε αυτοί που κάναμε τους Ευρωπαίους να φωνάζουν “είμαστε όλοι Έλληνες“». Η πραγματικότητα φυσικά απέχει παρασάγγας από τις εντυπώσεις που επιχειρείται να δημιουργηθούν με τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις:

  1. Καμία επιτυχία της Ελληνικής αριστεράς δεν υπήρξε και ούτε φαίνεται ότι θα υπάρξει ποτέ, με μια μικρή εξαίρεση: τα μέλη και οι γραφειοκρατίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφεραν να καπελώσουν το κίνημα των πλατειών. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν υιοθετήθηκε από το πλήθος το 2011 επειδή οι ιδέες του βρήκαν απήχηση στα μαχητικά κομμάτια της Ελληνικής κοινωνίας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε με Μακιαβελικές λογικές να μονοπωλήσει στις πλατείες (αρχικά υπήρξε ένας ανταγωνισμός ως προς αυτό με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., την οποία τελικά κατατρόπωσε). Αναμφισβήτητα «οι «πλατείες» ήταν βασικός λόγος της εκλογικής επιτυχίας της Αριστεράς», αλλά ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν η άνοδος των αριστερών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, ούτε φυσικά έσκασαν σαν θαύμα μετά από «12 γενικές απεργίες, και πολλές διαδηλώσεις.».
  2. Οι πλατείες είναι ένα μεγάλο θέμα για το οποίο η αριστερά καυχιέται συνεχώς,  αγνοώντας ότι ο αρχικός τους χαρακτήρας ήταν διαφορετικός, ότι οι  αρχικές γνώμες των συνελευσιαζόμενων έκλιναν πιο πολύ προς το πρόταγμα  τηςάμεσης δημοκρατίας (πριν καπελωθούν από τα διάφορα κομματικά στελέχη όπου και άρχισε να μονοπωλεί ο «αντι-μνημονιακός λόγος») όπως εκφράστηκε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τους αναρχικούς της Βαρκελώνης το 1936 (άσχετα αν κάποια κομμάτια του ντόπιου αναρχικού κινήματος προσπάθησαν με κάθε μέσο να «μποϊκοτάρουν» τις συνελεύσεις επειδή νόμιζαν ότι οι απόψεις που ακούγονταν εκεί δεν συμβάδιζαν με τις δικές τους, επιδιδόμενοι έτσι σε έναν άνευ προηγουμένου σεχταριστικό ναρκισσισμό).
  3. Οι πλατείες εμφανίστηκαν έπειτα από το ξέσπασμα του Ισπανικού Μάη (σχεδόν ένα μήνα αργότερα), όπου οι Ισπανοί «αγανακτισμένοι» (indignados) αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση, βγαίνοντας στους δρόμους, διώχνοντας τις κομματικές γραφειοκρατίες από κοντά τους, και προσκαλώντας κάθε πολίτη να λάβει μέρος δημόσια και ανοιχτά σε πολιτικές συζητήσεις. Και όλα αυτά, τρεις μήνες μετά τα γεγονότα στην Πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, μετά την εξέγερση των Τυνήσιων και, τέλος, τρία χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του 2008, ο οποίος αποτελεί σημείο έμπνευσης για πολλούς αναρχικούς/ελευθεριακούς και αριστερούς σε όλη την νότια Ευρώπη.
  4. Αν θα πρέπει να μιλήσουμε για επιτυχίες, τότε αυτές οι επιτυχίες οφείλονται αρχικά στη μαχητικότητα μέρους των αναρχικών από το 2008, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, δείχνοντας έτσι τον δρόμο της σύγκρουσης με το καθεστώς. Θα πρέπει όμως να μιλήσουμε και για τον ακροδεξιό συρφετό που με τον άκρατό του λαϊκισμό έσπρωξε μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας προς την Χρυσή Αυγή και τους Ανεξάρτητους Έλληνες (που πιστεύουν πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα), με τους οποίους (τελευταίους)… επιδιώκει μάλιστα και συνεργασία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.!
  5. Οι φωνές που έλεγαν «είμαστε όλοι Έλληνες» προέρχονται εξίσου είτε από αριστερίστικους κύκλους (στην πλειοψηφία τους από Έλληνες μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό) – είτε από υποστηρικτές της λαϊκής δεξιάς που θυμήθηκαν τις γαλανόλευκες όταν ανακάλυψαν ότι τελειώνουν οι κρατικές επιδοτήσεις και άρχισαν να κατηγορούν για όλα τους Γερμανούς! Οι συγκεκριμένοι Ευρωπαίοι αριστεροί αποτελούν μια πολύ μικρή μειοψηφία, τους οποίους η κοινωνία στην οποία ζουν χαρακτηρίζει ως «τεμπέληδες», ανθρώπους που θέλουν «τα πάντα για τίποτα», κοινώς τα αποβράσματα της κοινωνίας (εκτός και αν ντύσουν το λόγο τους με πιο έντονο κοινοβουλευτικό κουστούμι – πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη φιλελληνική τους στάση. Διαφορετικά, κανείς πέρα από ένα 10% συνήθως πανεπιστημιακών ή ανθρώπων που έχουν δεσμούς με την Ελλάδα, δεν υπάρχει περίπτωση να τους αντιμετωπίσει θετικά). Κοινώς οι αριστεροί έχουν μετατραπεί σε μια κλειστή κάστα ανθρώπων που διεκδικούν ένα συγκεκριμένο status (όπως θα έλεγε και ο Max Weber) και παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα στο δικό τους κοινωνικο-κεντρισμό, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους πως οποιοσδήποτε διαφωνεί μαζί τους είναι μια ασήμαντη μειοψηφία. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι διαδηλώσεις που έγιναν στη Βρετανία αναιρούν τα παραπάνω, καλό θα ήταν κι εδώ να γνωρίζουμε πως μεγάλο κομμάτι διαδηλωτών δεν επιθυμούσε (και δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την) ανατροπή του καπιταλισμού. Απλά, δυσανασχετούσε με τις αποφάσεις της Βρετανικής κυβέρνησης να «χρηματοδοτήσει τους τεμπέληδες του Νότου» μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες για την κρατική πρόνοια, επιθυμώντας ταυτόχρονα να περιορίσει το δικαίωμα των μεταναστών από άλλες χώρες της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) να χρησιμοποιούν την κρατική πρόνοια.
  6. Τέλος, όταν ο Κ.Δουζίνας λέει πως «η έκκληση του Κεν Λόουτς και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων, στην Guardian, για τη δημιουργία ενός νέου αριστερού κόμματος στη Βρετανία, χρησιμοποιεί τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως μοντέλο για την ευρωπαϊκή Αριστερά» ξεχνά ότι η Guardian δεν είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα σε πωλήσεις στη Βρετανία, για να μπορούμε να πούμε ότι η επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εξαπλώνεται διεθνώς. Αντιθέτως το Βρετανικό κοινό επιθυμεί να διαβάζει Telegraph, The Sun και Daily Mail, εφημερίδες που φλερτάρουν ασύστολα με την ακροδεξιά.

«Γιατί λοιπόν περιορίστηκαν οι αντιστάσεις;» αναρωτιέται ο Κ. Δουζίνας. Ανεξάρτητα με το τί έλεγε ο Ζακ Λακάν, οι αντιστάσεις περιορίστηκαν για τον εξής λόγο: η εκλογική επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απομακρύνει τους πολίτες από τους δρόμους και τις πλατείες. Έτσι κανείς τώρα δεν επιδιώκει ούτε απεργίες, ούτε συνελεύσεις. Η πλειοψηφία του κινηματικού χώρου αυτό που περιμένει είναι οι επόμενες εκλογές. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως και το αντίστοιχο κίνημα των 5 αστέρων του Γκρίλο στην Ιταλία, πέτυχαν αυτό που χρόνια επεδίωκαν οι δεξιοί και οι Ευρωπαϊκές αντιδραστικές φωνές: να εγκλωβίσουν τους πολίτες στην ιδιωτική τους σφαίρα, να προσπαθούν να βρουν διεξόδους μόνο μέσα από τους θεσμισμένους τρόπους διακυβέρνησης, ξεχνώντας τί πάει να πει αυτο-διαχείρηση, αυτο-οργάνωση και αυτονομία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., κοινώς, υπήρξε η κινηματική ταφόπλακα, την οποία πρέπει να σπάσουμε. Δεν έχει άραγε αναρωτηθεί κανείς γιατί σχεδόν ένα χρόνο μετά την αυτο-δολοφονία του Δ. Χριστούλα στο Σύνταγμα, δεν βλέπουμε πια σχεδόν καμία διαδήλωση, καμία κινητοποίηση, παρά μόνο από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο που προσπαθεί με νύχια και με δόντια ν’ αμυνθεί απέναντι στην κρατική καταστολή;

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στον περιορισμό των αντιστάσεων (αντιστάσεων με την έννοια της ανατροπής ενός διεφθαρμένου καθεστώτος και εγκαθίδρυσης μιας πραγματικής δημοκρατίας) ή στην ώθησή τους προς λάθος κατεύθυνση είναι η ίδια η εξαθλίωση: Η Hannah Arendt στο βιβλίο της “On Revolution” τοποθετεί την ένδεια κάτω από τη δικτατορία των βιολογικών αναγκών των ανθρώπων, διατυπώνοντας ότι η οικονομική εξαθλίωση σπάνια οδηγεί στην εξερεύνηση της δημιουργικής σκέψης, στη διαύγαση ή στην συλλογική δράση, όταν έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κοινωνικός ιστός να έχει καταρρεύσει. Αντιθέτως, προκαλεί ανεξέλεγκτες παρορμήσεις και κοινωνικές εκρήξεις που ελάχιστες φορές επιφέρουν κοινωνικό μετασχηματισμό. Τις περισσότερες φορές λειτουργούν αυτο-καταστροφικά, καθώς τα δημοκρατικά προτάγματα ευνουχίζονται κάτω από τον ανορθολογικό αυθορμητισμό των πρωτογενών ανθρώπινων αντιδράσεων που συχνά πυροδοτούν ολοκληρωτικά κινήματα (όπως κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου), κινήματα που τα τροφοδοτεί η τυφλή οργή του όχλου, η οποία οργή κατευθύνεται συνήθως προς κάποιον εύκολο στόχο: μετανάστες, Εβραίοι, διανοούμενοι (ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε και σε αυτό τις τάσεις μιας κοινωνίας να κλείνεται στον εαυτό της σε περιόδους κρίσεων, πράγμα που επιβεβαιώνει τόσο η άνοδος της ΧΑ, όσο και των αντίστοιχων UKIP και Front Nationale σε Βρετανία και Γαλλία την ίδια στιγμή). Κάτω από συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και κοινωνικής οργής γεννήθηκε η τρομοκρατία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οδηγώντας τον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά και τους υπόλοιπους επαναστάτες να ξεκινήσουν εκτελέσεις. Αυτού του είδους την τρομοκρατία μιμήθηκε και το καθεστώς των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917, οδηγώντας στη δημιουργία των εκτελεστικών αποσπασμάτων της Τσεκά, οι οποίοι κατά το πρότυπο των Γάλλων επαναστατών, είχαν την δυνατότητα να δολοφονούν οποιονδήποτε θεωρούνταν «επικίνδυνος για τα σχέδια της σοσιαλιστικής κυβέρνησης». Πάνω στο φόβο ενός επικείμενου κοινωνικού χάους και στην πιθανή αναρρίχηση φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην εξουσία, βάσισαν τη δημαγωγία τους οι Χίτλερ και Μουσολίνι κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιβάλλοντας τη δική τους τάξη πραγμάτων και σπρώχνοντας μια ολόκληρη ήπειρο σε έναν αδυσώπητο πόλεμο.

Όλα αυτά φαίνεται να τα αγνοούν οι αριστεροί σήμερα, οι οποίοι μάλιστα επικαλούνται άκρως ντετερμινιστικά επιχειρήματα όπως: «αντίσταση στην εξουσία υπάρχει παντού και πάντα. Γίνεται όμως φανερή όταν η συλλογικότητα λέει  «αρκετά», «ως εδώ και μη παρέκει». Αυτό συνέβη το 2011».  Αυτό το «ως εδώ και μη παρέκει» δεν αποτελεί πάντα μια επαναστατική δύναμη, αλλά, απεναντίας, μπορεί να μετατραπεί και σε φορέα αμείλικτης βίας για χάρη της ίδιας της βίας. Στη φάση που βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία, όπου όλες οι γνήσιες επαναστατικές φωνές καθημερινά ευνουχίζονται από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις κομματικές γραφειοκρατίες, ένα «ως εδώ και μη παρέκει» κάλλιστα θα μπορούσε να επαναφέρει έναν Παπαδόπουλο στην εξουσία (άλλωστε, δεν είναι και λίγοι αυτοί που λένε «καλύτερα ήταν τα πράγματα στην Χούντα», ή «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται») ή να οδηγήσει την ήδη υπάρχουσα κυβέρνηση να επιβάλεικατάσταση εξαίρεσης (πράγμα που θα ικανοποιούσε τους Ευρω-ηγέτες αλλά και τους Ευρωπαίους πολίτες που δυσανασχετούν όταν βλέπουν τους Έλληνες στους δρόμους αντί στα γραφεία και τα εργοστάσιά τους). Οι αντιστάσεις δεν αποδομούν πάντοτε το οπλοστάσιο, τους θεσμούς και τα ιδεολογήματα της εξουσίας. Πολλές φορές το χρησιμοποιούν για να οικοδομήσουν καθεστώτα που επιβάλλουν γκούλαγκ ή Μαρκονήσους, πράγμα που φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα ξεχνάμε (ή αγνοούμε) όλο και περισσότερο, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο ιστορικό υλικό που έχουμε μπροστά μας, όταν αυτό μας «φωνάζει» να το μελετήσουμε πριν να είναι αργά. Διότι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων που έλεγε ο Χομπς, δεν εκφράζει καμία έμφυτη τάση μας, αλλά οι ίδιες οι ιστορικές εν γένει πραγματικότητες μας διδάσκουν ότι η κατάσταση του πολέμου (the state of war) είναι ανθρώπινο δημιούργημα, όπως ακριβώς και η δημοκρατία, η συμμετοχή, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.

Αναμφισβήτητα «πρέπει λοιπόν η Αριστερά να διδαχθεί από τις αντιστάσεις που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό», αρκεί να σταματήσει να εγκλωβίζει εντός της θεσμισμένης εξουσίας τη δυναμική, την ενέργεια και την κοινωνική μνήμη των πλατειών που «αποτελούν σοβαρή παρακαταθήκη για το μέλλον. Μπορεί όμως η συντακτική δύναμη που πρωτοεμφανίστηκε εκεί  να γίνει μόνιμη;» Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αναμφισβήτητα θετική. Υπάρχει όμως μια βασική προϋπόθεση: Να απαρνηθεί τις γραφειοκρατίες, όποιες και αν είναι αυτές. Συνδικαλιστικές, κομματικές, ή θρησκευτικές. Δηλαδή, «για να πετύχει η Αριστερά, πρέπει να αφήσει τη μελαγχολία των προκάτ συνταγών και λύσεων, την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και επετηρίδας. Είμαστε το μέλλον αλλά δεν έχουμε καμιά εγγύηση γι’ αυτό». Εν ολίγοις, την απάντηση μας την δίνει ευθέως εδώ ο Δουζίνας, αυτο-αναιρώντας όλα όσα είχε γράψει προηγουμένως: η αριστερά θα πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό της, να ξαναβρεί την κινηματική της δράση, τους δρόμους και τις πλατείες, κι εκεί να παραμείνει όχι, όμως, ως ένας φορέας ψευτο-ιδεολογιών που δεν αναπτύσσονται, που είτε φλερτάρουν με την Κεϋνσιανική σοσιαλδημοκρατία είτε τα Σταλινικά εκτρώματα. Να γίνει ένα με το πλήθος που θα ζητά πραγματική δημοκρατία ενώ τα στελέχη της, όπως και κάθε κινηματικός ακτιβιστής, να αρχίσουν σιγά σιγά να δομούν την διαφορετική κοινωνία, αρνούμενοι το βόλεμα και την καρέκλα. Η Ευρώπη και η  ευρωπαϊκή Αριστερά δεν παίζονται στην Ελλάδα (όπως ο Δουζίνας θέλει να πιστεύει). Η Ελλάδα είναι μόνη της και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα παραμείνει. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού βορά δύσκολα θα αποβάλουν την προτεσταντική ηθική της εργασίας που ο Max Weber μας έδωσε να καταλάβουμε πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στο Δυτικό φαντασιακό (καθώς κάτι τέτοιο δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στη Βρετανία αναφορικά με το ερώτημα: θα πρέπει η κυβέρνηση να περικόψει επιδόματα ανεργίας από αυτούς που αρνούνται να εργαστούν δωρεάν; όπου η απάντηση κατά 55% είναι θετική). Η ετερονομία των Δυτικών κοινωνιών έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η αμφισβήτηση των θεσμών και των κοινωνικών νορμών να θεωρείται «τεμπελιά» και «τρομοκρατία» (αγαπημένες λέξεις των ευρωσυντηρητικών, λέξεις κωδικοποιημένες που χρησιμοποιούνται, πάνω απ’ όλα, για την συνειδησιακή καταστολή). Απεναντίας, οι χώρες του Νότου φαίνεται ότι έχουν τη διάθεση να ακολουθήσουν το Ελληνικό παράδειγμα, αρκεί αυτό να απεγκλωβιστεί από τα κοινοβούλια και τις γραφειοκρατίες. Να ξαναβρεί το κίνημα τον δρόμο του διότι όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θα επελαύνει η φτώχεια, δυσχεραίνοντας όλο και περισσότερο το έργο της κοινωνικής μεταστροφής. Ας ξεσυνηθίσουμε τον θάνατο και ας κάνουμε τώρα τη συνέχεια του καλοκαιριού του 2011… για να μην καταντήσουμε να μελαγχολούμε για πολύ ακόμα…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *