Ανδρέας Εμπειρίκος

embiricos1

PAΓKA ΠΑΡΑΓΚΑ 
ή
Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν

Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .

Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια – μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα – Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα – Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα – Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε – κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα – Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα – Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με “ναι” και “ναι” και πάλιν “ναι “
Και εν ανάγκη και όταν το “όχι “
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα – Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια
Εις τους ανθρώπους δώρον .

Ράγκα – Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα – Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα – Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα – Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα – Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και
άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα – Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα – Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού – Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα – Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα – Παράγκα – Ράγκα !

 

One thought on “Ανδρέας Εμπειρίκος”

  1. Χαίρετε
    κάνω μιά ανασκόπηση των αναρτήσεων του παρόντος μπλογκίου.
    παρακάτω ένα από τα ποιήματα που μου αρέσουν πολύ.
    Το κουβαλάω από τότε που την γνώρισα.
    Θα ήθελα, μέσα από δω, να το αφιερώσω
    Στην γαλήνη των ματιών της, η οποία, (μετά από τα τόσα χρόνια)
    εξελίχθηκε σε θαυματουργό φίδι.
    Της αξίζει άγαλμα.
    Της καλής μου. ε>
    στην Ε με όλη μου την αγάπη και τον πόθο μου όλο.

    Συμπλήρωσις Φορτηγού Ατμόπλοιου
    (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)

    Σαν τα νερά ενός ορκωτού δικαστηρίου
    ταράχθηκε η γαλήνη των ματιών της,
    αλλά το ανάβλεμμά της κατίσχυσε εν τέλει
    και πέταξε στην αιθρία του θολωτού της ονείρου
    όπως πετά μια μύγα από την μύτη ενός κοιμώμενου παιδιού
    στην τύρβη μιας πολύφωτης σιγής.
    Τότε οι τηρηταί των νόμων συνελθόντες
    απεφάσισαν να σκοτώσουν την σιγή μια για πάντα
    και να στήσουν ακριβώς στο ίδιο σημείο
    το άγαλμα της γαλήνης των ματιών της
    γιατί η νέα γυναίκα κρατούσε στα χέρια της το ανάβλεμμά της
    σαν θαυματουργό φίδι.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *