«Cesar Vallejo, Ανακάλυψη της ζωής»
Είναι η ζωή γυμνή σε όλο της τον θάνατο, είναι η πληγή ανοιχτή μπροστά σε όλες τις πληγές. Τα άρθρα που γράφονται σε σχέση ή με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα πρέπει να γράφονται με ντροπή, με ντροπή και αγανάκτηση απέναντι κυρίως στους εαυτούς μας, απέναντι σε όλους εμάς που επιτρέψαμε μια τέτοια κοινωνία, που δεν εξαντλήσαμε ακόμα και την ελάχιστη δύναμη ώστε να είναι τα πράγματα αλλιώς. Σε όσους αργοπορήσαμε, σε όσους αντιμετωπίσαμε τους 400.000 ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ως περίπου άτυχους φορείς μιας κοινωνικής ασθένειας, σε όσους θέσαμε Μπάμπηδες και Πορτοσάλτες κριτές των λεγόμενων και των γραπτών μας. Στην Ελλάδα των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης, στην Ελλάδα όπου πολιτικοί παρομοιάζουν ανθρώπους με σκουπίδια (Μ. Χρυσοχοΐδης) ή ποινικοποιούν και διαπομπεύουν άρρωστες γυναίκες (Α. Λοβέρδος) και ταυτόχρονα συζητούν για την ανασύσταση του μεσαίου χώρου, στην Ελλάδα όπου τα βασανιστήρια όχι μόνο συμβαίνουν αλλά ταυτόχρονα διατρανώνουν το θεσμοποιημένο εαυτό τους από οθόνη σε οθόνη, στη χώρα αυτή οι μαχαιριές στον δρόμο χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά, σκοτώνουν επαγγελματικά, διεκπεραιωτικά και εξασκημένα, με ένα μόνο χτύπημα βγαλμένο από την πιο βαθιά μας νύχτα.
Οι μέρες της κρίσης συμβαίνουν σαν να μην αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές που φέρνουν. Εθισμένοι στους παλαιότερους τρόπους του χρόνου, δεν αντιλαμβανόμαστε τη βίαιη ροή των γεγονότων, την ακολουθία της απώλειας, τις σαρωτικές αλλαγές στην κάθε μέρα. Η εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αποτελεί τη βίαιη συμπύκνωση όσων συνέβησαν στο πρόσφατο παρελθόν μας, των αλλαγών που σχεδόν δεν αντιληφθήκαμε, των όσων εμείς επιτρέψαμε να συμβούν. Της κλιμάκωσης της ρατσιστικής και ναζιστικής βίας, του φόβου ως μόνιμο καύσιμο της πραγματικότητας, των ακροδεξιών πολιτικών και πρακτικών ως κυβερνητικών λύσεων στα πιο σκληρά ζητήματα. Σε κάθε απόφαση, σε κάθε εφαρμογή το ξάφνιασμα κατέληξε στην αποδοχή ή έστω σε μια διαμαρτυρία περιορισμένη και αμήχανη. Οι μαχαιριές του Γιώργου Ρουπακιά τραυμάτισαν μαζί με τις αυταπάτες μας, την ηττοπαθή αισιοδοξία μας, τη στάση αναμονής απέναντι σε έναν κόσμο που περιμένουμε να αλλάξει από μόνος του.
Κάτω από ένα νέο φως
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τοποθετεί το σύνολο των πραγμάτων κάτω από ένα νέο φως, προσδιορίζοντάς τα και πάλι από την αρχή. Αποκαλύπτει το πρόσωπο της Χρυσή Αυγής (ένα πρόσωπο που η ίδια ποτέ δεν έκρυψε), εξαντλεί όλα τα «δεν ήξερα» των αποπλανημένων ψηφοφόρων οπαδών. Ξεγυμνώνει τη διαχείριση του ναζιστικού φαινομένου από δημοσιογράφους που έκαναν λόγο για μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» ή την ευχαριστούσαν περιγράφοντάς την παρουσία της ως μια «ευκαιρία για την δημοκρατία».
Η θεωρία των δύο άκρων τώρα πια ακούγεται πιο γελοία, κακόηχη και επικίνδυνη από ποτέ. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο οποίος βιάστηκε να αποκομίσει πολιτικό όφελος την επόμενη μέρα εξισώνοντας τη δολοφονία με την στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο κοινοβούλιο, έμοιαζε στην πραγματικότητα με απολογητή των χρυσαυγίτικων πρακτικών. Η μετέπειτα δήλωσή του ότι «τη Χρυσή Αυγή τη γέννησε μια κοινωνία κρίσης με 1,5 εκατ. ανέργους», δείχνει τη φτώχεια της επιχειρηματολογίας του: χρησιμοποιεί ως επεξήγηση και άλλοθι τα αποτελέσματα μιας πολιτικής για την οποία είναι συνυπεύθυνος. Με παρόμοιο τρόπο αντέδρασαν και πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Λάθη, παθογένειες και ελλείψεις
Το γεγονός ό, τι ένα ακραία βίαιο περιστατικό σε κάποια γειτονιά του Πειραιά, φτάνει να γίνεται πρώτο θέμα στα χείλη ξένων πολιτικών, στα εξώφυλλα των ευρωπαϊκών εφημερίδων και στα συνθήματα του κάθε ευρωπαίου διαδηλωτή, αποδεικνύει το πόσο στενά δεμένοι είναι οι κρίκοι στην αλυσίδα της κρίσης: η συγκεκριμένη πολιτική με τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον εκφασισμό των κοινωνιών. Ίσως, λοιπόν, σε μια αισιόδοξη αντιστροφή ή λύση όλων αυτών των προβλημάτων να μπορεί να ακολουθήσει μια όμοια κατεύθυνση με αντίστροφή φορά.
Όμως, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποκαλύπτει ταυτόχρονα λάθη, παθογένειες και ελλείψεις της αριστεράς και του κινήματος, όχι μόνο σε σχέση με πρωτοβουλίες και κινήσεις που δεν έγιναν στο παρελθόν, αλλά και σε σχέση με τα αντανακλαστικά του παρόντος. Η πορεία στο Κερατσίνι, με το μέγεθος και τον παλμό της απέδειξε σε μεγάλο βαθμό το φορτίο ευαισθητοποίησης και αλληλεγγύης που δεν έχει ακόμα σπαταληθεί. Ο κόσμος έδειξε έμπρακτα την οργή και το θρήνο του, δήλωσε πως ο Παύλος Φύσσας είναι ένας από εμάς, απαίτησε οι δολοφονίες να μην έχουν θέση στους δρόμους της κοινωνίας μας. Δεν θα έπρεπε όμως όλο αυτό το πολιτικό μέγεθος να δηλωθεί και απέναντι στους θύτες του περιστατικού; Δεν θα έπρεπε –την επόμενη έστω μέρα- να υπάρχει κάλεσμα για αντιφασιστική συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής;
Πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την Χρυσή Αυγή σαν ένα κόμμα του 0,5 %. Το εκλογικό της μέγεθος δεν την ορίζει απλά ως κομμάτι του παρακράτους, αλλά σαν πολιτική έκφραση του παρακράτους, φέρνοντας στη σφαίρα του πολιτικού όλα του τα στοιχεία: την άμεση βία, την ποινικοποίηση της οποιαδήποτε διαφοράς, το άμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απειλή μόνο για την αριστερά και την δημοκρατία, είναι απειλή για ό,τι συγκροτεί μια κοινωνία.
Μέσα από το τραύμα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα βγαίνει για όλους μας το πιο αμείλικτο φως και μέσα σε αυτό όλα τα συμπεράσματα γυμνά. Όσο δεινά και αν είναι όσα αποκαλύπτει, όσο δεινή και αν είναι η θέση μας μέσα σε αυτά, η παραδοχή της αλήθειας είναι η αρχή του θάρρους, ο σπόρος της ανατροπής:
«Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου
Κι αυτό να σας τρομάζει»*
*στίχος του ποιητή Γιάννη Στίγκα
(στην εφημερίδα Εποχή)