Ρέι Μπράντμπερι: Χαίρε και αντίο

ray_bradbury_by_francoclun-d5zn64m

 (μετάφραση: Γιάννης Παλαβός). 

Μα φυσικά και θα ’φευγε, δε γινόταν αλλιώς, ο χρόνος είχε τελειώσει, το ρολόι είχε σταματήσει, κι εκείνος θα ’φευγε και μάλιστα για πολύ μακριά. Η βαλίτσα του ήταν έτοιμη, τα παπούτσια γυαλισμένα, τα μαλλιά χτενισμένα, το πρόσωπό του μοσχοβολούσε σαπούνι και του ’μενε μόνο να κατέβει τις σκάλες, ν’ ανοίξει την εξώπορτα κι από κει να πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό της κωμόπολης, όπου το τρένο θα σταματούσε αποκλειστικά για ’κείνον. Τότε το Φοξ Χιλ του Ιλινόι θ’ ανήκε πια στο μακρινό παρελθόν. Κι εκείνος θα συνέχιζε, ίσως για την Άιοβα, ίσως για το Κάνσας, ακόμα και για την Καλιφόρνια· ένα αγοράκι δώδεκα ετών, μ’ ένα πιστοποιητικό γέννησης στο βαλιτσάκι του που έγραφε ότι είχε γεννηθεί πριν από σαράντα τρία χρόνια.

«Γουίλι!» ακούστηκε μια φωνή από το ισόγειο.

«Ναι!» Σήκωσε τη βαλίτσα του. Στον καθρέφτη της συρταριέρας είδε ένα πρόσωπο φτιαγμένο από πικραλίδες του Ιουνίου κι από μήλα του Ιουλίου κι από ζεστά καλοκαιρινά πρωινά με γάλα. Απέναντί του βρισκόταν, όπως πάντα, η αγγελική κι αθώα όψη που ίσως ποτέ, σ’ ολόκληρη τη ζωή του, να μην άλλαζε.

«Ήρθε η ώρα», είπε η γυναικεία φωνή.

«Εντάξει!» Κατέβηκε τη σκάλα γρυλίζοντας και χαμογελώντας. Η Άννα κι ο Στιβ κάθονταν στο σαλόνι. Τα ρούχα τους ήταν τόσο όμορφα και νοικοκυρεμένα που σε πονούσε να τους βλέπεις.

«Να με!» φώναξε ο Γουίλι απ’ την πόρτα της σάλας.

Η Άννα φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Ω Θεούλη μου, δε θα μας αφήσεις, έτσι Γουίλι;»

«Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια», είπε χαμηλόφωνα ο Γουίλι. «Είμ’ εδώ τρία χρόνια. Αλλά όταν ο κόσμος αρχίζει τα σχόλια, ξέρω ότι ήρθε ο καιρός να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και ν’ αγοράσω ένα εισιτήριο για το τρένο».

«Είναι πολύ παράξενα όλ’ αυτά. Ακατανόητα. Τι ξαφνικό», είπε η Άννα. «Γουίλι, θα μας λείψεις».

«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα, γι’ αυτό βοηθήστε με. Μη μου γράφετε εσείς».

«Η παρουσία σου μας ευχαρίστησε και μας ικανοποίησε ιδιαιτέρως», είπε ο Στιβ καθιστός, μιλώντας λες και οι λέξεις δε χωρούσαν στο στόμα του. «Κρίμα που έπρεπε να μπει ένα τέλος. Κρίμα που έπρεπε να μας μιλήσεις για σένα. Πάρα πολύ κρίμα που δε γίνεται να μείνεις».

«Είστε οι καλύτεροι γονείς που είχα», είπε ο Γουίλι, ύψους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών, που ποτέ δε χρειάστηκε να ξυριστεί, μ’ επιδερμίδα λαμπερή σαν το φως του ήλιου.

Και τότε η Άννα έβαλε τα κλάματα. «Γουίλι, Γουίλι». Και κάθισε και φαινόταν λες κι ήθελε να τον αγκαλιάσει αλλά πλέον φοβόταν να το κάνει· τον κοιτούσε κατάπληκτη και συγκλονισμένη, με τα χέρια της άδεια, δίχως να ξέρει πια πώς να του φερθεί.

«Δε μου είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γουίλι. «Δένεσαι. Θέλεις να μείνεις. Αλλά δε γίνεται. Κάποτε προσπάθησα να μείνω αφότου ο κόσμος άρχισε να με υποψιάζεται. “Φρικτό!” είπαν. “Τόσα χρόνια έπαιζε με τ’ αθώα παιδιά μας”, είπαν, “κι εμείς να μην έχουμε ιδέα! Τρομερό!” Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω μια νύχτα απ’ την πόλη. Δεν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σας αγαπώ και τους δύο. Σας ευχαριστώ για τρία υπέροχα χρόνια».

Πήγαν όλοι τους στην εξώπορτα. «Γουίλι, πού θα πας;»

«Δεν ξέρω. Απλώς αρχίζω να ταξιδεύω. Όταν δω μια όμορφη μικρή πόλη με πολύ πράσινο, μένω».

«Θα γυρίσεις ποτέ;»

«Ναι», είπε με την ψιλή φωνή του και το εννοούσε. «Σε καμιά εικοσαριά χρόνια, λογικά το πρόσωπό μου θ’ αρχίσει ν’ αλλάζει. Τότε θα κάνω μια μεγάλη περιοδεία και θα επισκεφθώ όλες τις μητέρες και τους πατεράδες που είχα ποτέ μου».

Στέκονταν διστακτικοί στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, δεν ήθελαν να πουν αντίο. Ο Στιβ είχε στυλώσει το βλέμμα του σε μια φτελιά. «Με πόσους άλλους γονείς έχεις ζήσει, Γουίλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»

Ο Γουίλι έκανε την πρόσθεση, πράγμα που του ήταν αρκετά ευχάριστο. «Νομίζω ότι είναι πέντε πόλεις και πέντε ζευγάρια και περισσότερα από είκοσι χρόνια από τότε που ξεκίνησα την περιοδεία μου».

«Εντάξει, ας μην παραπονιόμαστε», είπε ο Στιβ. «Καλύτερα να ’χεις ένα γιο για τρία χρόνια παρά καθόλου».

«Λοιπόν», είπε ο Γουίλι και φίλησε την Άννα στα πεταχτά, έπιασε τη βαλίτσα του και πήρε την ανηφόρα μέσα στο πρασινωπό φως του μεσημεριού, κάτω από τα δέντρα, ένα κανονικό μικρό παιδάκι που δίχως να κοιτά πίσω του άνοιγε σταθερά το βήμα.

Την ώρα που ο Γουίλι περνούσε απ’ το πάρκο, τα παιδιά έπαιζαν μπέιζμπολ στο γήπεδο με το χλωρό γρασίδι. Ο Γουίλι στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις σκιές που έριχναν οι βελανιδιές, και τα ’βλεπε καθώς εκσφενδόνιζαν την άσπρη, σαν από χιόνι μπάλα στον καλοκαιρινό αέρα, είδε τη σκιά της μπάλας να πετά σαν σκοτεινό πουλί πάνω απ’ το γρασίδι, είδε τα χέρια τους ν’ ανοίγουν σαν στόματα για ν’ αδράξουν αυτό το βραχύβιο θραύσμα του καλοκαιριού, που τώρα του φαινόταν ότι είχε ύψιστη σημασία να το διαφυλάξει. Τα παιδιά ξεφώνιζαν. Η μπάλα σταμάτησε στο γρασίδι κοντά στον Γουίλι.

Καθώς προχωρούσε κάτω από τις σφενταμιές και τις φιλύρες με τη μπάλα στο χέρι, αναλογιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια που τώρα είχαν εξαντληθεί μέχρι σταγόνας, και τα προηγούμενα πέντε χρόνια και ούτω καθεξής μέχρι τη χρονιά που ήταν πραγματικά έντεκα και δώδεκα και δεκατεσσάρων χρονών και οι φωνές έλεγαν: «Τι πρόβλημα έχει ο Γουίλι, κυρία;» «Κυρία Μπ., ο Γουίλι αργεί ν’ αναπτυχθεί;» «Γουίλι, καπνίζεις τίποτα πούρα τελευταία;». Οι απόηχοι χάνονταν μέσα στο καλοκαιρινό φως και στα χρώματα. Η φωνή της μητέρας του: «Ο Γουίλι έκλεισε τα είκοσι ένα σήμερα!». Και χίλιες φωνές να λένε: «Έλα ξανά όταν γίνεις δεκαπέντε χρονών, αγόρι μου· τότεμπορεί να σε προσλάβουμε».

Κοίταξε τη μπάλα στο τρεμάμενο χέρι του σαν να ήταν η ίδια του η ζωή, ένα ατέλειωτο κουβάρι από χρόνια τυλιγμένα σε αλλεπάλληλους γύρους, που όμως καταλήγουν πάντοτε στην ίδια αφετηρία, στα δωδέκατα γενέθλιά του. Άκουσε βήματα, τα παιδιά τον πλησίαζαν· αισθάνθηκε να του κρύβουν τον ήλιο. Ήταν μεγαλύτερα και τον περικύκλωσαν.

«Γουίλι! Για πού το ’βαλες;» Κλώτσησαν τη βαλίτσα του.

Πόσο ψηλά ήταν τ’ αγόρια κάτω απ’ τον ήλιο που μεσουρανούσε. Εδώ και λίγους μήνες ήταν λες κι ο ήλιος είχε απλώσει το χέρι του πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μ’ ένα του νεύμα τ’ αγόρια έγιναν ζεστό μέταλλο που έλιωνε προς τα πάνω· έγιναν χρυσές καραμέλες βουτύρου που τις τραβούσε μια πανίσχυρη βαρύτητα κατά τον ουρανό, δεκατριών ετών, δεκατεσσάρων, κοιτούσαν από ψηλά τον Γουίλι και χαμογελούσαν, είχαν όμως ήδη αρχίσει να τον βάζουν σε δεύτερη μοίρα. Η αρχή είχε γίνει πριν από τέσσερις μήνες:

«Κάντε ομάδες! Ποιος θέλει τον Γουίλι;»

«Α, ο Γουίλι είναι πολύ μικρός· δεν παίζουμε με μόμολα».

Και ορμούσαν μπροστά και τον προσπερνούσαν, παρασυρμένα απ’ τη σελήνη, τον ήλιο και το πέρασμα απ’ την εποχή που τα φύλλα μαραίνονται στην εποχή που οι άνεμοι φουσκώνουν, κι αυτός παρέμενε δώδεκα χρονών και δεν ανήκε πια στον κύκλο τους. Και οι άλλες φωνές ξανάπιαναν την παλιά, φρικτά οικεία και ψυχρή επωδό: «Μάλλον πρέπει να πάρει βιταμίνες το παιδί, Στιβ» «Άννα, στο σόι σου είχες κοντούς συγγενείς;». Και η κρύα γροθιά μέσα στην καρδιά σου ανοίγει και ξανασφίγγει και καταλαβαίνεις ότι πρέπει πάλι να ξεριζωθείς μετά από τόσα καλά χρόνια με τους «δικούς σου».

«Γουίλι, για πού το ’βαλες;»

Σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Ξαναβρέθηκε περικυκλωμένος απ’ τα θεόρατα αγόρια που τον σκίαζαν και τον περιτριγύριζαν σαν γίγαντες που σκύβουν πάνω από μια βρύση για να πιουν.

«Πάω επίσκεψη σ’ έναν ξάδερφο για μερικές μέρες».

«Α, μάλιστα». Κάποτε, πριν από ένα χρόνο, θα τους ενδιέφερε πάρα πολύ. Αλλά τώρα ένιωθαν μόνο περιέργεια για τις αποσκευές του, τους γοήτευαν τα τρένα και τα ταξίδια και τα μακρινά μέρη.

«Παίζουμε κανα δυο γύρους στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλι.

Έδειχναν αναποφάσιστοι, αλλά ζύγισαν την περίσταση και δέχτηκαν. Ο Γουίλι πέταξε την τσάντα του κι άρχισε να τρέχει· η λευκή μπάλα αναλήφθηκε στον ήλιο, έφυγε προς τις φλεγόμενες μορφές τους στην άκρη της αλάνας, έπειτα πάλι στον ήλιο, ορμητική, σαν τη ζωή ερχόταν κι έφευγε ακολουθώντας συγκεκριμένη πορεία. Πέρα, δώθε! Ο κύριος και η κυρία Ρόμπερτ Χάνλον στο Κρικ Μπεντ του Ουισκόνσιν, 1932, το πρώτο ζευγάρι, την πρώτη χρονιά! Πέρα, δώθε! Χένρι και Άλις Μπολντζ στο Λάιμβιλ της Άιοβας, 1935! Η μπάλα πετούσε. Τα ζεύγη Σμιθ, Ίτον, Ρόμπινσον! 1939! 1945! Ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, άτεκνοι, άτεκνοι, άτεκνοι! Χτυπάς τη μια πόρτα, χτυπάς την άλλη.

«Με συγχωρείτε. Με λένε Γουίλιαμ. Μήπως θα – »

«Ένα σάντουιτς; Έλα μέσα, κάθισε. Από πού είσαι, παιδί μου;»

Το σάντουιτς, ένα μεγαλο ποτήρι δροσερό γάλα, τα χαμόγελα, τα νεύματα, η άνετη και χαλαρή συζήτηση.

«Παιδί μου, φαίνεσαι ότι έρχεσαι από ταξίδι. Το ’σκασες από κάπου;»

«Όχι».

«Αγόρι μου, είσαι ορφανός;»

Ακόμα ένα ποτήρι γάλα.

«Πάντα θέλαμε παιδιά. Ποτέ δεν τα καταφέραμε. Ποτέ δε μάθαμε το λόγο. Συμβαίνουν αυτά. Τι να γίνει. Περνάει η ώρα, παιδί μου. Δεν ξεκινάς καλύτερα για το σπίτι σου;»

«Δεν έχω σπίτι».

«Έν’ αγόρι σαν κι εσένα; Που μοσχοβολάει σαπούνι; Η μητέρα σου θ’ ανησυχεί».

«Δεν έχω σπίτι ούτε οικογένεια, είμαι μόνος μου στον κόσμο. Ήθελα να ρωτήσω –απλώς ρωτάω– αν γίνεται να κοιμηθώ εδώ απόψε».

«Κοίτα, παιδί μου, δεν είμαι σίγουρος. Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ να πάρουμε –», είπε ο σύζυγος.

«Θα φάμε κοτόπουλο απόψε», είπε η σύζυγος, «φτάνει για έναν ακόμα, για την παρέα…»

Κι η μια χρονιά να διαδέχεται την άλλη και να χάνεται, οι φωνές και τα πρόσωπα κι οι άνθρωποι και πάντα οι ίδιες πρώτες κουβέντες. Η φωνή της Έμιλι Ρόμπινσον, που καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της μέσα στο σκοτάδι μιας καλοκαιρινής νύχτας, της τελευταίας νύχτας που ο Γουίλι έμεινε μαζί της και της αποκάλυψε το μυστικό του, έλεγε:

«Κοιτάζω τα προσωπάκια των παιδιών που περνούν απ’ το δρόμο. Και καμιά φορά σκέφτομαι “Τι κρίμα, τι κρίμα που όλ’ αυτά τα λουλούδια πρέπει να κοπούν, όλες αυτές οι λαμπερές φωτιές να σβήσουν. Τι κρίμα που τα παιδιά, όλα τα παιδιά που βλέπεις στα σχολεία ή τα βλέπεις να τρέχουν στους δρόμους, πρέπει να ψηλώσουν και ν’ ασχημύνουν και να γεμίσουν ρυτίδες, και τα μαλλιά τους ν’ ασπρίσουν ή να πέσουν και τελικά, σκελετωμένα και άρρωστα, να πεθάνουν και να τα θάψουν”. Όταν ακούω το γέλιο τους, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι θ’ ακολουθήσουν κι αυτά τη δική μου πορεία. Κι όμως την ακολουθούν! Ακόμα θυμάμαι το ποίημα του Γουόρντσγουορθ: “Όταν έξαφνα είδα ένα πλήθος, μια στρατιά χρυσών ασφόδελων· Πλάι στη λίμνη, κάτω απ’ τα δέντρα, παιχνίδιζαν και χόρευαν στο αεράκι”. Έτσι βλέπω τα παιδιά· όσο ανελέητα κι αν φέρονται καμιά φορά, όσο μοχθηρά κι αν μπορούν να γίνουν –και το ξέρω–, το πρόσωπο και τα μάτια τους δε δείχνουν τη μοχθηρία, η κούραση δεν τα ’χει ακόμα λυγίσει. Λαχταρούν τόσο πολύ το κάθε τι! Να τι μου λείπει πιο πολύ απ’ τους ενήλικες: η λαχτάρα που εννιά φορές στις δέκα χάθηκε, η χαμένη ζωντάνια, ο πλούτος της επιθυμίας και της ζωής που χαραμίστηκε. Σαν κάποιος να σκόρπισε μια ανθοδέσμη έξω απ’ τις πόρτες του σχολείου. Πώς νιώθεις, Γουίλι; Πώς νιώθεις που είσαι νέος για πάντα; Που είσαι σαν ασημένιο κέρμα, σαν κέρμα που μόλις βγήκε αστραφτερό απ’ το νομισματοκοπείο; Είσαι ευτυχισμένος; Είσαι τόσο καλά όσο δείχνει το πρόσωπό σου;»*

Η μπάλα όρμηξε σφυρίζοντας απ’ το γαλάζιο ουρανό και κέντρισε το χέρι του σαν μεγάλο έντομο. Καθώς το έτριβε για να φύγει ο πόνος, άκουσε τη φωνή της μνήμης του:

«Χρησιμοποίησα ό,τι  μέσο είχα. Αφού πέθαναν οι γονείς μου, αφού κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να εργαστώ πουθενά σαν κανονικός άνδρας, προσπάθησα να βρω δουλειά σε τσίρκα, αλλά οι άνθρωποι του τσίρκου απλώς γελούσαν. “Παιδί μου”, έλεγαν, “δεν είσαι νάνος, κι ακόμα κι αν είσαι, μοιάζεις με αγοράκι! Εμείς θέλουμε νάνους με όψη νάνου! Λυπούμαστε πολύ, παιδί μου”. Έτσι έφυγα απ’ το σπίτι, πήρα το δρόμο μου και συλλογιζόμουν: Τι ήμουν;. Ένα αγοράκι. Έμοιαζα με αγοράκι, ακουγόμουν σαν αγοράκι, άρα καλύτερα να συνεχίσω να είμαι αγοράκι. Ανώφελο να προσπαθώ να τ’ αλλάξω. Ανώφελο να θυμώνω και να βάζω τις φωνές. Οπότε; Τι δουλειά μού ταίριαζε; Και τότε, μια μέρα σ’ ένα εστιατόριο είδα κάποιον να κοιτάζει τις φωτογραφίες των παιδιών κάποιου άλλου. “Μακάρι να είχα παιδιά”, είπε. “Μακάρι να είχα παιδιά”. Κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι του ασταμάτητα. Εγώ καθόμουν σ’ ένα σκαμπό λίγο πιο πέρα μ’ ένα χάμπουργκερ στο χέρι. Έμεινα στη θέση μου αποσβολωμένος! Την ίδια στιγμή κατάλαβα τι δουλειά θα έκανα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Τελικά υπήρχε δουλειά για μένα. Θα πρόσφερα ευτυχία στους μοναχικούς. Δε θα ’μενα ποτέ με σταυρωμένα χέρια. Θα ’παιζα για πάντα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να παίζω για πάντα. Θα μοίραζα εφημερίδες σε καναδυό σπίτια, θα ’κανα λίγα θελήματα, ίσως να κούρευα το γρασίδι σε μερικούς κήπους. Αλλά σκληρή δουλειά; Όχι. Θα φρόντιζα μόνο να ’ναι χαρούμενη η μητέρα και περήφανος ο πατέρας. Στράφηκα προς τον άνδρα που καθόταν λίγο παραπέρα στον πάγκο. “Με συγχωρείτε”, είπα. Του χαμογέλασα

“Μα, Γουίλι”, είπε η κα Ρόμπινσον πολύ παλιά, “δε σ’ έπιανε ποτέ μοναξιά; Δεν ένιωσες ποτέ μεγαλίστικες –καταλαβαίνεις– επιθυμίες;”

“Τις καταπολέμησα μόνος μου”, είπε ο Γουίλι. “Είμαι αγοράκι, είπα στον εαυτό μου. Πρέπει να ζω σ’ έναν αγορίστικο κόσμο, να διαβάζω αγορίστικα βιβλία, να παίζω αγορίστικα παιχνίδια, να ξεκόψω απ’ όλα τ’ άλλα. Δεν μπορώ να έχω δύο εαυτούς. Πρέπει να είμαι μόνο ένα πράγμα – νέος. Και μ’ αυτή τη λογική συνέχισα. Ω, δεν ήταν εύκολο. Κάποιες φορές – ”. Σώπασε.

“Κι η οικογένεια με την οποία ζούσες, αυτοί δεν ήξεραν την αλήθεια;”

“Όχι. Αν τους την αποκάλυπτα, θα πήγαιναν όλα στράφι. Τους έλεγα ότι είχα φύγει απ’ το σπίτι μου· τους άφηνα να το ερευνήσουν μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών, μέσω της Αστυνομίας. Ύστερα, αφού δεν έβρισκαν καμιά ύποπτη πληροφορία για μένα, τους άφηνα ν’ αρχίσουν διαδικασίες για υιοθεσία. Ήταν η καλύτερη λύση· με την προϋπόθεση ότι δε θα μάθαιναν την αλήθεια. Αλλά στην πορεία, μετά από τρία ή πέντε χρόνια, το καταλάβαιναν μόνοι τους ή ερχόταν κάποιος γυρολόγος ή εμφανιζόταν κάποιος απ’ το θίασο του τσίρκου και το πράγμα τέλειωνε. Κάθε φορά τέλειωνε”.

“Και είσαι πολύ ευτυχισμένος και είναι ωραία που είσαι παιδί για περισσότερα από σαράντα χρόνια;”

“Βγάζω το ψωμί μου, όπως λένε. Κι όταν δίνεις ευτυχία στους άλλους, τότε είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισμένος. Μια δουλειά είναι και την κάνω. Όπως και να ’χει, σε λίγα χρόνια θα μπω στη δεύτερη παιδική ηλικία. Όλες οι πυρετώδεις κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα περισσότερα όνειρα θα φύγουν. Τότε ίσως μπορέσω να ηρεμήσω και να παίξω πέρα για πέρα το ρόλο μου”».

Πέταξε τη μπάλα μια τελευταία φορά και διέκοψε την ονειροπόληση. Έπειτα έτρεξε να πιάσει τις αποσκευές του. Τομ, Μπιλ, Τζέιμι, Μπομπ, Σαμ – τα όνοματά τους ανέβηκαν στα χείλη του. Τα παιδιά ένιωθαν αμήχανα που τους έσφιγγε το χέρι.

«Εντάξει, ρε Γουίλι, δεν πας και στην Κίνα ούτε στο Τιμπουκτού».

«Ναι, έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλι έστεκε ακίνητος.

«Γεια σου, Γουίλι. Τα λέμε την άλλη βδομάδα!»

«Γεια σας, γεια σας!»

Και να που πάλι έφευγε με τη βαλίτσα στο χέρι, κοιτώντας τα δέντρα, μακριά από τα παιδιά και το δρόμο όπου έζησε, και καθώς έστριβε τη γωνία ούρλιαξε η σφυρίχτρα του τρένου, κι εκείνος άρχισε να τρέχει.

Το τελευταίο πράγμα που είδε κι άκουσε ήταν μια λευκή μπάλα να σκάει σ’ ένα ψηλό στέγαστρο, να τινάζεται μπρος και πίσω, μπρος και πίσω, και δυο φωνές να φωνάζουν καθώς η μπάλα ριχνόταν πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι ύστερα πάλι ψηλά ως τον ουρανό: «Άννι, Άννι, φτάνει πια! Άννι, Άννι, φτάνει πια!», σαν τις κραυγές των πουλιών που πετούν κατά τα βάθη του Νότου.

Νωρίς το πρωί, με συνοδεία τη μυρωδιά της ομίχλης και του ψυχρού μετάλλου, με τη σιδερένια μυρωδιά του τρένου γύρω του, με το κορμί ταλαιπωρημένο απ’ το ολονύχτιο ταξίδι και με τη μυρωδιά του ήλιου πίσω απ’ τον ορίζοντα, ο Γουίλι ξύπνησε κι αντίκρυσε απ’ το παράθυρο μια μικρή πόλη ίσα ίσα να βγαίνει απ’ τον ύπνο. Φώτα πλησίαζαν, χαμηλές κι ακατάληπτες φωνές ακούγονταν, μέσα στον κρύο αέρα ένας κόκκινος σηματοδότης μετακινούνταν συνεχώς μπρος και πίσω, μπρος και πίσω. Επικρατούσε εκείνη η ληθαργική σιωπή, που μέσα της οι μακρινοί απόηχοι δυναμώνουν και φτάνουν ολοκάθαροι, που ο καθένας τους ηχεί ακέραιος και διαυγής. Πέρασε ένας αχθοφόρος, άλλη μια σκιά μες στις σκιές.

«Κύριε», είπε ο Γουίλι.

Ο αχθοφόρος σταμάτησε.

«Ποια πόλη είν’ αυτή;» ψιθύρισε το αγόρι μέσα στο σκοτάδι.

«Το Βάλεϊβιλ».

«Τι πληθυσμό έχει;»

«Δέκα χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ κατεβαίνεις;»

«Φαίνεται να ’χει πολύ πράσινο». Ο Γουίλι κοίταζε για ώρα απ’ το παράθυρο την πόλη μέσα στο κρύο πρωινό. «Φαίνεται όμορφη και ήσυχη», είπε ο Γουίλι.

«Παιδί μου», είπε ο αχθοφόρος, «ξέρεις πού πας;»

«Εδώ», είπε ο Γουίλι και σηκώθηκε ήσυχα μέσα στο βαρύ και δροσερό πρωινό που μύριζε σίδερο, μες στο σκοτάδι του τρένου, με μια κίνηση ανεπαίσθητη σαν θρόισμα.

«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, αγόρι μου», είπε ο αχθοφόρος.

«Μάλιστα, κύριε», είπε ο Γουίλι. «Ξέρω τι κάνω». Και, ενώ πίσω του ο αχθοφόρος κουβαλούσε τις αποσκευές, προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο και βγήκε έξω, στις αναθυμιάσεις και την αχλύ της ψυχρής αυγής. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον αχθοφόρο και το τρένο από μαύρο μέταλλο, με φόντο τα λίγα αστέρια που είχαν απομείνει. Ξαφνικά, η σφυρίχτρα του τρένου ξέσπασε σ’ έναν μακρόσυρτο και θρηνητικό ήχο, οι αχθοφόροι κατά μήκος της αμαξοστοιχίας άρχισαν να φωνάζουν, τα βαγόνια τραντάχθηκαν και ο προσωπικός του αχθοφόρος τον χαιρέτησε και του χαμογέλασε· χαιρέτησε και χαμογέλασε προς το μικρό παιδί με τις ογκώδεις αποσκευές, που κάτι του φώναζε ακόμα και τη στιγμή που η σφυρίχτρα ούρλιαζε ξανά.

«Τι;» έβαλε μια φωνή ο αχθοφόρος, με το χέρι στ’ αυτί του.

«Ευχηθείτε μου καλή τύχη!» φώναξε ο Γουίλι.

«Καλή τύχη, παιδί μου», είπε ο αχθοφόρος χαιρετώντας και χαμογελώντας. «Ό,τι καλύτερο, αγόρι μου!»

«Ευχαριστώ!» είπε ο Γουίλι μέσα στον καπνό και τη βοή, ενώ γύρω του μαινόταν ο θόρυβος του τρένου.

Έμεινε να κοιτάζει, ώσπου το τελευταίο βαγόνι χάθηκε και το μαύρο τρένο εξαφανίστηκε τελείως. Όσο απομακρυνόταν, ο Γουίλι δεν κουνήθηκε καθόλου. Στεκόταν σιωπηλός, ένα αγοράκι δώδεκα ετών πάνω στη φθαρμένη ξύλινη αποβάθρα, και μόνο ύστερα από τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε επιτέλους να δει τους άδειους δρόμους που εκτείνονταν από κει και κάτω.

Τότε, καθώς ο ήλιος ανέβαινε, άρχισε να βαδίζει πολύ γρήγορα για να ζεσταθεί και μπήκε στην καινούργια πόλη.

 

 Σημειώσεις:

Ο τίτλος του διηγήματος αποτελεί αναφορά στο ποίημα υπ’ αριθμόν 101 του Κάτουλλου, ένα από τα τρία ποιήματα που ο ποιητής αφιέρωσε στη μνήμη του αδελφού του. Ο τελευταίος στίχος του είναι «Αtque in perpetuum frater ave atque vale», το οποίο αποδίδεται ως «Και για πάντα, αδελφέ μου, χαίρε και αντίο».

Το ποίημα του Wordsworth που αναφέρεται στο διήγημα είναι το περίφημο «Περιπλανιόμουν μόνος σαν σύννεφο» («I wandered lonely as a cloud»), γνωστό και ως «Ασφόδελοι» («Daffodils»).

*

Ο Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury. Γουοκίγκαν του Ιλινόι, 1920 – Λος Άντζελες, 2012) ήταν ένας από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους Αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ο Μπράντμπερι έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γνωστότερα έργα του είναι το μυθιστόρημα Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1953) και οι συλλογές διηγημάτων Τα χρονικά του Άρη (The Martian chronicles, 1950) και Ο εικονογραφημένος άνθρωπος (The illustrated man, 1951).

Το διήγημα «Χαίρε και αντίο» («Hail and farewell») περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα χρυσά μήλα του ήλιου (The golden apples of the sun, 1953).

Αναδημοσίευση από: http://www.oanagnostis.gr/%CF%81%CE%AD%CE%B9-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9-%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF/

3ήμερο ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ 4,5,6 Ιούλη στα Βασιλικά (Ευβοίας) – Πολυχώραφο Ξουτκά

VASIL


3ήμερο ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ 4,5,6 Ιούλη στα Βασιλικά – Πολυχώραφο Ξουτκά

1. αυτοοργάνωση και κοινωνική αντίσταση
2. φασισμός: σιγά μη φοβηθώ
3. μορφές αυτοδιαχείρισης – αυτάρκειας – αλληλεγγύηςΕλεύθερη κατασκήνωση – κουζίνα ρεφενέ.
Περιμένουμε τη συμμετοχή σας, τη βοήθεια σας, τις γνώσεις και το κέφι σας.Προβολή του ντοκιμαντέρ ‘ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε.’ <<ιστορίες από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του φασισμού και τις διασυνδέσεις του με τα οικονομικά συμφέροντα κάθε εποχής>>Συζητάμε για το φασισμό με
Δ.Παπαχρήστο και Γ.Σταματόπουλο.Παρουσίαση εντύπων εναλλλακτικής πληροφόρησης.
ΒΙΟΜΕ: το πρώτο αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο (Δήμητρα).Η Θεατρική Ομάδα Σπίρτο στο μονόλογο ‘ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ’ + βιντεο-προβολη

Σάββατο και Κυριακή από τις 12.00
εργαστήρια και παρουσιάσεις.
Και τις 3 μέρες έκθεση προϊόντων, ανταλλακτικό-χαριστικό παζάρι.

Η ομάδα ΣΚΟΥΝΤΕΡΙ, οι Sporoi Evias / Τράπεζα Σπόρων Εύβοιας κ’ Κοινότητα Πελίτι θα διαθέσουν σπόρους και ενημέρωση για τον codex alimentarius.

Εργαστήρια:
Κεραμικής (Κυριάκος Σπυρόπουλος/ κεραμίστας)
Σαπουνιού ( Έλενα Χατζημιχάλη)
Κλωστή-Ύφασμα (Πολύμνια Ιντζέ)
Αυτάρκεια ενέργειας / παρουσίαση σε κτήμα (Σίλας)
Παρασκευή τρίχρωμου τραχανά (Νίκος Θεοδώρου)
Παρουσίαση Ηλιακού Ρολογιού! (Αντρ.Γαλανάκης)

Επεξεργασία και χρήσεις Βοτάνων:
Βαγγέλης Ματράκας , Μερκουριάδου Έλενα (Χαλκίδα) Σαπούνι από λάδι κάνναβης και ελαιόλαδο αρωματισμένο με αιθέρια έλαια, χειροποίητα κοσμήματα από ίνες κάνναβης και φυσικά υλικά

Ζωγραφική για παιδιά:
‘Τα ορυκτά βάφουν το χώμα κι εμείς με αυτό ζωγραφίζουμε’ παραδοσιακές τεχνικές ζωγραφικής από τη Froso Zaxariadou

Μουσικά συμμετέχουν τις 3 μέρες:
Monkeyman Cdjreeko
Βασίλης Φλώρος
Camel Toe (Λιβαδειά)
Social Worms (Χαλκίδα)
Jolly Roger
Xtens
Βδέλυγμα
Toxic Deathblow (Αιδηψός)
και
τοπικές μπάντες

ΚΥΡΙΑΚΗ από το μεσημέρι ρεμπέτικο γλέντι…

χώρος
Πολυχώραφο Ξουτκά www.xoutka.com

H διαδρομή: από http://tinyurl.com/n28n9nq από όπου και η πανοραμική Βασιλικά-Ψαροπούλι — στην τοποθεσία Βασιλικά-Β.Ευβοια.

basil

Στην πλατεία

“του Γιώργου Αναστασόπουλου* για το περιοδικό “Πολίτες” via: Χωροχρόνος

η πλατεία στρόβιλος που γυρίζει
σε λέξεις ενάστραπες να συγκολλούνται αλληλουχίες
ξέφρενες και μαγικές
ας μιλήσει πια ο περαστικός!
(από το ποίημα του Κωστή Τριανταφύλλου, στην πλατεία)

Moυ ήταν πολύ δύσκολο να αποτυπώσω στα στενά όρια ενός άρθρου τον απολογισμό της πλατείας. Το πριν και το μετά, τα μικρά και τα μεγάλα, αυτά που με σημάδεψαν κι αυτά που που οι πλατείες γέννησαν στις συνειδήσεις, στο πραγματικά πολιτικό, στο κοινωνικοϊστορικό. Σίγουρα θα χρειαστεί ένα βιβλίο για να καταγραφούν όλα αυτά και είναι στους σκοπούς μου, με την ψυχρή υποκειμενικότητα πλέον ενός ανθρώπου που έζησε στο έπακρο αυτές τις στιγμές, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Που τις έζησε και τις κατέγραψε με την καρδιά και τα μάτια, δακρυσμένα πολλές φορές από τη συγκίνηση, το πάθος, αλλά και τα δακρυγόνα.

Αυτή η συνάντηση του τυχαίου και της ανάγκης, όπως έγραψε ο Εντγκάρ Μορέν, το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της μεταπολίτευσης για τον Χρόνη Μίσσιο, τον Περικλή Κοροβέση και τόσους άλλους και άλλες, έκανε την Αθήνα και πολλές περιοχές της χώρας να ζήσουν τον δικό τους Μάη, 43 χρόνια μετά τον γαλλικό. Και έβγαλε στις πλατείες χιλιάδες ανθρώπους, με δίψα να μοιραστούν τις αγωνίες και τα όνειρά τους, να βγουν από τον φόβο και την κατάθλιψη, να αναζητήσουν τους κοινούς τόπους, να γνωρίσουν, να γλεντήσουν, να αντισταθούν, να δημιουργήσουν.

Να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, όπως διακήρυξαν από την πρώτη στιγμή.

Αυτή αναμφίβολα είναι και η τομή’ οι πολιτικές κοινότητες που συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και αλλού, από την Σητεία και τους Μολάους, μέχρι το Αργοστόλι, την Κέρκυρα, τα Τρίκαλα και την Δράμα, είχαν ως πρόταγμα την άμεση δημοκρατία. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία αμφισβητείται από πολίτες και με τον πλέον δημοκρατικό τρόπο, ο πυρήνας του καθεστώτος: η ιεραρχία, η ανάθεση, η αντιπροσώπευση, τα κόμματα και οι μηχανισμοί τους, οι επαγγελματίες της πολιτικής. Το υποστηρίζουν εξαρχής τα καλέσματα: ακομμάτιστα και ειρηνικά για μια πραγματική δημοκρατία. Το προχωρούν τα ψηφίσματα που θα ακολουθήσουν, άμεση δημοκρατία τώρα, δηλώνοντας ότι το ζήτημα -άρα και η απάντηση στην “κρίση”, για όσους επιμένουν ότι το πρωτεύον είναι τα μνημόνια- είναι πρώτιστα πολιτικό, είναι ζήτημα συλλογικής αυτοκυβέρνησης, συλλογικής λήψης των κρίσιμων αποφάσεων.

Αναδεικνύεται το αυθόρμητο, όχι ως ενστικτώδης αντίδραση του θυμικού, αλλά ως αυτόνομη πολιτική πράξη, γεννημένη από τα ίδια τα άτομα και όχι από τους φορείς της καθεστηκυίας πολιτικής: τις εκλογές, τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις ιδεολογικές οργανώσεις και τους -επαγγελματίες συνήθως του είδους- ανθρώπους τους. Αυτοί οι φορείς βέβαια ήταν τελικά εκεί, σε αρκετές περιπτώσεις βοηθώντας, σε άλλες και κυρίως κρίσιμες περιπτώσεις προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση, να την προσανατολίσουν σε επιλογές που είχαν εκτιμηθεί και αποφασιστεί σε χώρους άσχετους με αυτούς των λαϊκών συνελεύσεων. Οι φορείς αυτοί, με τις παραστάσεις, τις αντιλήψεις και τις μεθόδους τους, είναι οι εκφραστές του παλιού, ανεξαρτήτως αν επαγγέλλονται την ανατροπή. Ωστόσο όλες και όλοι μας, είμαστε φορείς λιγότερο ή περισσότερο ενός παλιού φορτίου κι αυτό πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε σχετική κρίση και πράξη μας.

29 Μαΐου, ξημέρωμα στο σύνταγμα

Αναδεικνύεται επίσης η δυναμική της αυτοοργάνωσης. Μια μικρή πολιτεία στήνεται σε ελάχιστο χρόνο στο κέντρο της μητρόπολης’ κατασκήνωση, υποδομές ικανές να υποδεχθούν ένα τεράστιο σε όγκο πλήθος και μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων (με πρώτη την περίθαλψη πολλών αστέγων και γενικά ανθρώπων χτυπημένων απ’ τη ζωή), ομάδες εργασίας, συνελεύσεις, ακολουθώντας όπως θα δούμε τη μεθοδολογία και συμβολισμούς του ισπανικού κινήματος 15Μ. Χιλιάδες συμπολίτες δηλώνουν διαθεσιμότητες, καταθέτουν προτάσεις, βοηθούν με κάθε τρόπο, συμπράττουν. Λιγότεροι όμως θα απαρτίσουν τις ομάδες, ή θα δουν τις προτάσεις τους να λαμβάνονται υπόψη, με ευθύνη κυρίως των ίδιων των ομάδων και της συνέλευσης. Ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία της κοινότητας της πλατείας ήταν ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει για το ευρύτερο σύνολο τις γνώμες, τη συλλογική γνώση και τις δεξιότητες των ανθρώπων της.

Επανοηματοδοτούνται η αγορά, τα κοινά, ο δημόσιος χώρος. Ο χώρος όπως λέει η Χάννα Άρεντ, όπου συναθροίζονται οι άνθρωποι, όπου συγκεντρώνονται αλλά και διαχωρίζονται ταυτόχρονα, ένας τόπος ελευθερίας της έκφρασης και της πράξης, ένα πεδίο δημιουργίας εκ του μηδενός (ex nihillo), όπου οι άνθρωποι πραγματώνουν τις εγγενείς τους ιδιότητες που οδηγούν στην πολλότητα. Αλλά και χώρος για νέες φιλίες και παρέες, για έρωτες, για εκστατικές στιγμές’ τραγούδια, χορός, ποίηση, γλέντια, φούντα και παρτούζες στις σκηνές, απέναντι από τα ιερά μνημεία του έθνους. Όπως λέει κι ο φίλος Πέτρος Πέτρου, ένας χώρος ερωτικής συνάντησης της μοναδικότητας του καθενός με τη συλλογικότητα, χώρος ανάδειξης ανθρωπιάς και της ανάγκης δημιουργίας ομορφιάς για να τη μοιραστείς’ όπως αυτό εκφράστηκε με μια έκρηξη πρωτοβουλιών και σχέσεων, που το περιεχόμενό τους ήταν η ισοτιμία, η εμπιστοσύνη, η αλληλεγγύη, η ανιδιοτέλεια, ο σεβασμός του διαφορετικού, η ανάληψη ευθυνών, ο πειραματισμός στο καινούργιο.

αλλά με το βάθος της ψυχής του
παλίμψηστο να προβλέπει το μέλλον
για όλους εκείνους που μπορούν στην τρικυμία να σωθούν
μέσα σε παλιρροϊκό κυματισμό το λέει η καρδιά τους
γιατί ο αέρας φουσκώνει την ανάσα τους
και περιμένουν να αποβιβαστούν στον παλιρροϊκό βυθό
αδημονούν ν’ ανακαλύψουν κι αναρωτιούνται
ξεγυμνωμένοι στον καύσωνα

Το Σύνταγμα εμπνέεται και συνδέεται από την πρώτη στιγμή με το κίνημα 15Μ. Ένας αρχικός πυρήνας νέων ελληνικής και ισπανικής καταγωγής, ακολουθώντας το κάλεσμα του Democracia Real Ya (Πραγματική Δημοκρατία Τώρα) συναντάται στις 19 Μαΐου έξω από την ισπανική πρεσβεία. Οι συναντήσεις θα συνεχιστούν καθημερινά και θα μεταφερθούν λίγο πιο κάτω στο Θησείο, ως κατασκήνωση πλέον και συνέλευση με τις πρώτες ομάδες εργασίας: ομάδα επικοινωνίας και τράπεζα χρόνου. Και το βράδυ της 25ης Μαΐου, με την υποτυπώδη μικροφωνική που μόλις έχουν εξασφαλίσει θα στήσουν την πρώτη συνέλευση και τις πρώτες σκηνές και υποδομές στην πλατεία συντάγματος.

Έχει ήδη κυκλοφορήσει στα κοινωνικά δίκτυα το κάλεσμα των αγανακτισμένων, το οποίο αντιγράφοντας το ανθρωπένιο μανιφέστο του 15Μ και προτάσσοντας το ειρηνικά και ακομμάτιστα, θα φέρει γύρω στους 40000 ανθρώπους έξω από τη βουλή. Πολλοί από αυτούς θα απαντήσουν Ξυπνήσαμε στα ισπανικά πανό, πολλές και οι ισπανικές σημαίες. Στο πλήθος αυτό υπάρχουν και όλοι αυτοί που ζητούν την επιστροφή στις ημέρες της αφθονίας, που θέλουν να εκφράσουν την αγανάκτηση τους προς αυτούς που κάποτε εμπιστεύτηκαν, αλλά τώρα τους πρόδωσαν. Ένα κοινό διαμαρτυρίας που γίνεται τηλεοπτικό θέαμα και μόδα’ μούτζες, λέηζερ, γαλανόλευκες από Ασιάτες μικροπωλητές, καντίνες. Πάνω και κάτω πλατεία, αγανακτισμένοι και μη, κατακλύζουν κάθε απόγευμα και βράδυ την περιοχή. Σχεδόν όλοι όμως το πρωί επιστρέφουν στην όποια κανονικότητα, το ρήγμα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαντάζει, μολονότι το πλήθος συνεχώς αυξάνεται, για να φτάσει ίσως και να ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο εκείνη την εντυπωσιακή Κυριακή του Ιούνη.

Όλα αυτά συμβαίνουν λίγες ημέρες μετά το πογκρόμ που έχει εξαπολύσει η Χρυσή Αυγή με αφορμή τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη. Μέρες τρόμου στους δρόμους και τις τηλεοράσεις, άλλος ένας νεκρός, ο Αλίμ Αμπντούλ Μάναν, εκατοντάδες τραυματίες, κηρύγματα φόβου και μίσους στα μήντια (βλ. Το χρυσαυγίτικο πογκρόμ τον Μάη του 2011 μετά την δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, http://jailgoldendawn.wordpress.com/2014/05/08/το-χρυσαυγίτικο-πογκρόμ-τον-μάη-του-2011-μ/). Αναμφίβολα οι πλατείες θα αλλάξουν αυτήν την κατάσταση και την ενέργεια στους δρόμους της πόλης κι οι τραμπούκοι θα σταματήσουν για κάποιοι καιρό τη δράση τους Ένας αστικός μύθος θα τους παρουσιάσει να συμμετέχουν στην πάνω πλατεία και να καρπώνονται εκλογικά την παρουσία τους εκεί. Μύθος. Η εκτόξευση της επιρροής της χρυσής αυγής αρχίζει από τη στιγμή που το γειτονικό, ακροδεξιό Λαος εγκαταλείπει το -απολίτικο- αντιμνημονιακό μπλοκ και στηρίζει την πραξικοπηματική κυβέρνηση Παπαδήμου (βλ. Γιάννης Μαυρής, “Η ακτινογραφία της Χρυσης Αυγης”, http://www.mavris.gr/3625/aktinografia-xa/).

Στην πλατεία, στο μέτρο του εφικτού, μίλησαν όλες και όλοι. Η κλήρωση, η ισηγορία και ο σεβασμός στους συνομιλητές, βιώθηκαν για πρώτη φορά σε τέτοιου είδους διαδικασίες, αν και ορισμένοι, κάποιες φορές και με δόλια μέσα μίλησαν περισσότερο από τους υπόλοιπους ή και πέρασαν τη γραμμή τους. Αυτά που ειπώθηκαν λοιδορήθηκαν από άλλους ως ομαδική ψυχοθεραπεία. Γι’ αυτούς προφανώς πρέπει να μιλάμε μόνο για την τσέπη, για την ταξική πάλη και τα τοτέμ της επαναστατικής διανόησης.

βρέθηκες μπροστά μου με ιστορίες από την ψυχή σου
ρωγμές στα βράχια που κατηφόρισαν τη ζωή σου

Το Σύνταγμα λοιπόν εμπνέεται, αλλά και εμπνέει με τη σειρά του πάρα πολλές συλλογικές κινητοποιήσεις, από το Occupy Wall Street και τις πλατείες του Βουκουρεστίου και της Σόφιας, μέχρι το πάρκο Γκεζί και την πρόσφατη εξέγερση στην Βοσνία. Κι από τις πλατείες θα ξεπηδήσουν οι χιλιάδες οριζόντιες δομές αλληλεγγύης και συνεργατικότητας. Μια μικρογραφία μιας μελλοντικής κοινωνίας, που δεν την επαγγέλλονται θεωρητικά κάποιοι ειδικοί, αλλά την δημιουργούν καθημερινά απλοί πολίτες, μιας πολιτικής κοινωνίας που θέλει να ξεπεράσει το κράτος.

αυτό που πήρα ήταν το αύριο
μαζί στα απέραντα ανθρώπινα αινίγματα μέσα
σε λεωφόρους κοσμογονίας
σταυροδρόμια

Η πλατεία δεν άδειασε ακόμα και το πολεμικό διήμερο στις 28-29 Ιουνίου, ακόμα κι όταν τα κομματικά γραφεία έστειλαν το μήνυμα της επιστροφής για τις 3 του Σεπτέμβρη, ακόμα κι όταν ο δήμαρχος Καμίνης με τους δημοτικούς υπαλλήλους που “έκαναν τη δουλειά τους” ξήλωσαν τις σκηνές και τις βασικές υποδομές, ακόμα κι όταν το ΠΑΜΕ και τα Κνατ σε συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής τσάκισαν την απεργιακή κινητοποίηση του Οκτωβρίου. Οι συνελεύσεις και αρκετές δραστηριότητες κράτησαν σε καθημερινή βάση μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, εβδομαδιαία μέχρι τον Φεβρουάριο του ’12.

Λίγο αργότερα προκηρύχθηκαν οι εκλογές και η διεκδίκηση της πραγματικής δημοκρατίας, αποσύρθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Επικράτησαν σε πολλούς τα εκλογικά διλήμματα και οι αυταπάτες, η λογική της κάλπικης ανατροπής ή του σωσίβιου στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με τη λογική αυτή βέβαια και το οικονομικό ζήτημα δεν λύθηκε και το πολιτικό καθεστώς μοιάζει άθικτο, ενώ σαπίζει. Το καθεστώς ωστόσο θα δεχθεί ένα ακόμα πλήγμα. Η εκλογική αποχή αυξάνεται θεαματικά, για να ξεπεράσει το 40%, ποσοστά πρωτοφανή ιστορικά, μια κραυγαλέα έκφραση της απόρριψης των φορέων της καθεστηκυίας πολιτικής, πράξη συνειδητή, όσο και αυτή της συμμετοχής στις εκλογές. Οι πολίτες από την άλλη στήνουν τις δικές τους κάλπες, αυτή τη φορά όχι για εκλέξουν αντιπροσώπους, αλλά για να δηλώσουν την βούληση τους για κάποιο ζήτημα. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα θα ξεπεράσουν τις 210000 στο δημοψήφισμα για το νερό, που προκάλεσε ένα παιδί των εκεί πλατειών, η Κίνηση 136.

Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εγκαταλείπει τον κόσμο της παραδοσιακής πολιτικής κι αυτή είναι για μένα η βασική σπορά της πλατείας. Είναι επίσης σαφές ότι μεγάλος αριθμός αυτών που έχουν διαπαιδαγωγηθεί στα κόμματα και τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, δεν θέλουν να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο. Και ο διπλός ρόλος που προσπαθούν να παίξουν καταλήγει, ακόμα και αν δεν το θέλουν, σε εμπόδιο για τη γέννηση του νέου. Ακόμα μεγαλύτερο εμπόδιο όμως είναι η συνέπεια λόγων και πράξεων, κεντρική πολιτική σημασία, όπως αναφέρει ο φίλος Νίκος Ηλιόπουλος. Αν θέλουμε πραγματικά να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να την αλλάξουμε, αυτή τη συνέπεια πρέπει να δείξουμε και να υπερασπιστούμε τόσο συλλογικά, όσο και ως ατομική στάση ζωής. Συνέπεια, συντονισμός και σαφήνεια στις πολιτικές μας επιλογές, με άλλα λόγια υπέρβαση της παραδοσιακής πολιτικής.

Αλλιώς θα πέφτουμε πάντα στις υποδιαιρέσεις και θα μας φταίνε οι άλλοι.

εδώ στην πλατεία μαζί να κατακτήσουμε
να καταλάβουμε και να μιλήσουμε όλοι μαζί
εδώ τα τρίστρατα οδηγούν
στο αίνιγμα που ζούμε
που κόμπο κόμπο λύνουμε

* ο Γιώργος Αναστασόπουλος ασχολείται με τη μουσική και την επικοινωνία και είναι διδάκτορας κοινωνικών επιστημών

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/in-the-square/

Άρης Αλεξάνδρου, Σύντροφε κοιμάσαι;

alej

Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουν οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;

Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου

Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;

Άρης Αλεξάνδρου Σύντροφε κοιμάσαι; (έργο 21, 1976).

Σε ελλάδα – τουρκία – βραζιλία ανάπτυξη σημαίνει άγρια εκμετάλλευση, καταστολή και λεηλασία

mpalitsa
κείμενο και αφίσα από:
Σε ελλάδα – τουρκία – βραζιλία ανάπτυξη σημαίνει άγρια εκμετάλλευση, καταστολή και λεηλασία
Ετοιμαζόμαστε, για άλλη μια φορά, να απολαύσουμε ένα υπερθέαμα στις οθόνες μας. Να χορτάσουν τα μάτια, ο εγκέφαλος και τα αυτιά μας με πληροφορίες και εικόνες για την τάδε εθνική ομάδα για τον δείνα παίκτη. Να πέσουμε στην όμορφη ζάλη που προκαλούν οι υπερφιέστες, όπως το μουντιάλ και, ρε αδελφέ, να χαλαρώσουμε, να θάψουμε ακόμα πιο βαθιά τα σκατά που τρώμε κάθε μέρα από το ελληνικό κράτος και τους εταίρους του. Να ξεχάσουμε τους δεκάδες αυτόχειρες, τους εκατοντάδες ανθρώπους που ζουν από τα σκουπίδια, αυτούς που στέκονται στις ουρές του οαεδ, δηλαδή τους εαυτούς μας, τους φίλους και τους δικούς μας ανθρώπους. Να καταπιούμε τις προσβολές και τις αμέτρητες αυθαιρεσίες που δεχόμαστε στα εργασιακά κάτεργα με αμοιβή 400 ευρώ, τη φοροεπιδρομή, την αστυνομική βία και καταστολή, που συντηρούν αυτήν την ανυπόφορη κατάσταση της καμένης γης για τους πάρα πολλούς και τα υπερκέρδη για μια δράκα αφεντικών.
Άλλη μια μεγαλειώδης γιορτή του ποδοσφαίρου, όπου θα πήξουμε στους πολυεθνικούς και παντοδύναμους σπόνσορες/χορηγούς, γνωστούς για την αδυναμία τους στην παιδική εργασία και στις άλλες ευγενείς συνθήκες εργασίας που επικρατούν στα εργοστάσια των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών.
 
 
Τι ωραία να δουλεύεις για το μουντιάλ
 
Η Βραζιλία πριν από ένα χρόνο ξεκίνησε να συνταράσσεται από ένα μαζικό συγκρουσιακό κίνημα. Πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμος βγήκε στους δρόμους και αγωνίστηκε ενάντια στην ακρίβεια, στην πτώση των μισθών, στην αστυνομοκρατία. Ενάντια, δηλαδή, στις πολιτικές της ελεύθερης οικονομίας που εφαρμόζει η αριστερή κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, που ξεκίνησαν με αφορμή την αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς (ο βασικός μισθός στη Βραζιλία ανέρχεται στα 234 ευρώ, ενώ η τιμή εισιτηρίου στα ΜΜΜ αυξήθηκε στο ένα ευρώ!!!) σπάστηκαν και κάηκαν δεκάδες τράπεζες και πολυεθνικές εταιρείες, έγιναν δεκάδες διαδηλώσεις, δημιουργήθηκαν συνελεύσεις γειτονιών και χωριών, ανακινήθηκαν ζητήματα από τους ιθαγενείς και τους αγρότες. Σε κάθε περίπτωση οι διαδηλωτές είχαν να αντιμετωπίσουν τη στρατιωτική αστυνομία και την άγρια καταστολή από το βραζιλιάνικο κράτος, δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες, αύρες και σε κάποιες περιπτώσεις, αληθινά πυρά.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της οικονομίας και στο όνομα της εθνικής ανάπτυξης και της φαντασμαγορικής γιορτής του ποδοσφαίρου, το βραζιλιάνικο κράτος εφαρμόζει πιστά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η «αριστερή κυβέρνηση, κάνοντας πλάτες σε κάθε είδους (υπέρ)εργολάβους και στα λόμπι των επενδυτών, ξεκίνησε έργα για τα γήπεδα και τις υπόλοιπες υποδομές που θα «υποδεχτούν» τους αμέτρητους τουρίστες, που θα κατακλύσουν την εξωτική Βραζιλία ως σύγχρονοι αποικιοκράτες. Σύμφωνα με τα γεράκια της FIFA το παγκόσμιο πρωτάθλημα αναμένεται να φέρει κέρδη στους πολυεθνικούς συνεργάτες του και στα ντόπια αφεντικά της τάξης 38 δις ευρώ περίπου μέσα στο 2014.
Η κυβέρνηση θα ξοδέψει 10 δις για στάδια και άλλες υποδομές, 7 εκατ. ευρώ σε διαφήμιση καθώς και 1,2 δις για την ασφάλεια. Τα «δημόσια» έργα είναι το πεδίο όπου οι κομπίνες ντόπιων ή πολυεθνικών εταιριών ευδοκιμούν σαν εξωτικά φρούτα και όπου η στυγνή εκμετάλλευση είναι ανεξέλεγκτη. Το 2013 άνοιξαν 3,12 εκατομμύρια νέες θέσεις, κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα, στον κλάδο με τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με τα επίσημα -και άρα αμφισβητήσιμα- στοιχεία, τα ατυχήματα από 55.000 το 2010 αυξήθηκαν σε 62.000 το 2012. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως μόνο στο Σάο Πάολο το 2013 καταγράφηκαν 7.133 (!). Δεκάδες εργάτες δολοφονούνται στα εργοτάξια των γηπέδων, από την έλλειψη παντός μέτρου προστασίας, τη βιασύνη να παραδοθούν τα έργα, από τα εξοντωτικά ωράρια και τους εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας. Ταυτόχρονα οι κάθε είδους εργοδοτικές αυθαιρεσίες -ανασφάλιστη και απλήρωτη εργασία, ατελείωτες βάρδιες, μαντρόσκυλα εργοδηγοί- βάζουν τις τελευταίες πινελιές στον γκροτέσκο πίνακα της εθνικής ανάπτυξης. Το υπερτεχνολογικό, σουπερ-ουάου στάδιο της Μπραζίλια, για παράδειγμα, θα κοστίσει 849 εκατ. δολάρια, τρεις φορές περισσότερο από τον αρχικό προϋπολογισμό. Μετά το τέλος του μουντιάλ, τα περισσότερα γήπεδα θα είναι άχρηστα για το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού…
 
 
Θα σου πάρουμε και το σπίτι – αν όχι και τη ζωή σου- για το μουντιάλ
 
Παραπέρα, για να φέρει σε πέρας τα έργα υποδομής για λογαριασμό της ντόπιας και πολυεθνικής ελίτ επενδυτών/ καπιταλιστών το βραζιλιάνικό κράτος επιτείνει τον εκτοπισμό των ιθαγενών πληθυσμών (800.000υπολογίζονται οι ιθαγενείς), καταστρέφοντας και λεηλατώντας το περιβάλλον όπου ζουν αρμονικά. Στα τέλη Μάη, ιθαγενείς από διάφορες περιοχές συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσα Μπραζίλια και κατέλαβαν την οροφή του τοπικού κοινοβουλίου, μέχρι να απωθηθούν με δακρυγόνα και γκλοπς. Πέρα από την πολιτική των εκτοπισμών, η «μεσιτική λογική» αναλαμβάνει να ξεσπιτώσει τους ένοικους, εκτοξεύοντας στα ύψη τις τιμές των οικοπέδων και των ενοικίων. Υπολογίζεται ότι πάνω από 250.000 άνθρωποι έχουν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους εξαιτίας του μουντιάλ. Υπάρχει όμως και η πολιτική των τυχαίων εξαφανίσεων, για την «εξυγίανση και καθαριότητα» των πόλεων. Για παράδειγμα, μόνο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο (θα διοργανώσει τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2016) τους τελευταίους 15 μήνες έχουν δολοφονηθεί 195 άστεγοι, η πλειονότητα των οποίων κάηκαν ζωντανοί. Αγριότερη καταστολή εφαρμόζεται στις φαβέλες, στο Ρίο και σε άλλες μεγαλουπόλεις. Έναν μήνα πριν το μουντιάλ, 3.000 στρατιώτες επίλεκτων δυνάμεων έχουν ξεκινήσει εισβολές στις φαβέλες, με σκοπό να αποκαταστήσουν την τάξη, στο όνομα της ασφάλειας και της πάταξης του εμπορίου των ναρκωτικών. Χρησιμοποιώντας σφαίρες, δακρυγόνα, ελικόπτερα, απαγόρευση κυκλοφορίας και μπουλντόζες καταστρέφουν τα σπίτια των κατοίκων για να αναπλάσουν τις περιοχές αυτές. Όποιος αντιστέκεται είναι υποψήφιος για εκτέλεση και εξαφάνιση. Ακόμη, με αφορμή το μουντιάλ, το βραζιλιάνικο κράτος έφτιαξε μια νέα υποομάδα μπάτσων, κομμάτι της στρατιωτικής αστυνομίας BOPE, δήθεν για να αντιμετωπίσει τις ένοπλες συμμορίες και τα περιστατικά βίας στα γήπεδα. Οι νέοι robocop κατηγορούνται ήδη για εξωδικαστικές εκτελέσεις, απαγωγές και βασανισμούς. Η ομάδα των μπάτσων εκπαιδεύεται από τη Blackwater, διάσημη με τη σειρά της για εξαφανίσεις, βασανισμούς και απαγωγές σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Το οπλοστάσιο της καταστολής θωρακίζεται με μια σειρά από νόμους που ποινικοποιούν διαδηλώσεις, κινήματα αντίστασης και άτομα. Κάποιος μπορεί να βρεθεί υπόλογος ακόμα και για ένα μπλοκάρισμα δρόμου ή να κατηγορηθεί για ηθική αυτουργία μετά από μια ριζοσπαστική και βίαιη ενέργεια. 
 
 
Τουρίστα για σένα (και τα λεφτά σου) είναι το μουντιάλ
 
Το «όραμα» της εθνικής ανάπτυξης στη Βραζιλία, συντελείται ώστε οι τουρίστες/επισκέπτες, «φίλοι» του Μουντιάλ, να αφήσουν τα ντόλαρς τους με χαρά στα αναπλασμένα πράσινα μέρη, στα υπερσύγχρονα γήπεδα, στις γαμάτες παραλίες του Ρίου, όπου η αστυνομία θα είναι πανταχού παρούσα και οι ντόπιοι θα υπάρχουν μόνο για να υπηρετούν τους τουρίστες, που κατ’ εκτίμηση θα ξοδέψουν 8 δις ευρώ. Ούτως ή άλλως, αυτοί που έχουν την οικονομική άνεση να παρευρεθούν στο μουντιάλ, όταν το πιο φθηνό εισιτήριο ξεκινάει από τα 50 ευρώ, είναι υψηλόβαθμα στελέχη, αφεντικά, γιάπηδες, πλούσιοι τεχνοκράτες, πολιτικοί και άλλα τέτοιου τύπου καθάρματα, πολλοί από αυτούς σεξουαλικά πεινασμένοι για ανθρώπινη σάρκα (παιδική, γυναικεία, ανδρική).
 
 
FUCK FIFA
 
Οι ντόπιοι δε στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια, παρά τις εκατοντάδες συλλήψεις και τους χιλιάδες τραυματισμούς. Οργανώνουν διαδηλώσεις, επιθέσεις, καταλήψεις, συγκρούονται με την αστυνομία. Έτσι στα μέσα Μάη, οργισμένες διαδηλώσεις έγιναν σε τουλάχιστον 50 πόλεις της Βραζιλίας. Χιλιάδες κόσμου κατέκλυσε τους δρόμους, φωνάζοντας ενάντια στο τεράστιο κόστος της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, απαιτώντας δικαιοσύνη, τέλος στην αστυνομική κτηνωδία και να σταματήσει το χέρι της ελεύθερης αγοράς να τσακίζει τις ζωές τους. Το ίδιο συνέβη και στην έναρξη του μουντιάλ. Σε περισσότερες από 15 πόλεις έγιναν διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Και όλα αυτά σε μία χώρα, όπου το ποδόσφαιρο λατρεύεται σαν θρησκεία.
 
 
Ολυμπιάδα 2004: τι θυμάσαι από τότε;
 
Στους ιθαγενείς κάτοικους του ελλαδικού χώρου, αυτά που συμβαίνουν στη Βραζιλία δεν είναι άγνωστα, μιας και το ελληνικό κράτος υπήρξε διοργανωτής των ολυμπιακών αγώνων- της άλλης οικουμενικής υπερφιέστας. Η κύρια διαφορά είναι ότι οι έλληνες υποδέχτηκαν με χαρά και εθνική ομοψυχία την Ολυμπιάδα. Λίγες ήταν οι φωνές που εναντιώθηκαν στο μεγάλο φαγοπότι της ολυμπιάδας. Αντιθέτως, οι περισσότεροι συντάχθηκαν με το ιδεολόγημα της εθνικής ανάπτυξης και μπούκωναν τα στόματά τους με χρήματα. Δέκα χρόνια μετά, η ζωή στην Ελλάδα των μνημονίων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια ερμηνείας για το τι σημαίνουν και ποιους εξυπηρέτησαν τα μεγάλα έργα: Οι δολοφονημένοι εργάτες στα ολυμπιακά έργα, η στυγνή εκμετάλλευση όσων έμειναν ζωντανοί, οι αμέτρητες αυθαιρεσίες των κάθε είδους εργολάβων, η αύξηση της καταστολής και των μέσων ελέγχου (κάμερες), οι μίζες και η καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, τα άχρηστα ολυμπιακά έργα που τώρα είτε ρημάζουν, είτε μετατράπηκαν σε συναυλιακούς/συνεδριακούς/εκθεσιακούς χώρους και ποτέ δεν ήταν «ανοιχτά» για δημόσια χρήση, τα έργα που χαρίστηκαν σε διάφορους «εθνικούς ευεργέτες» (βλέπε golden hall στον Λάτση), αναδεικνύουν περίτρανα τι σημαίνει ανάπτυξη και αναπτυξιακά έργα: εκμετάλλευση, εργασιακός μεσαίωνας, μίζες, αδιαφορία και απαξίωση των καθημερινών αναγκών, βόλεμα για τα δικά τους παιδιά, λεηλασία του περιβάλλοντος και των γειτονιών και χάρισμα οικοπέδων «γωνιακών με θέα» στον κάθε εθνικό ή πολυεθνικό επενδυτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ελληνικό, που χαρίζεται στο Λάτση και στη Lamda Development. Τέλος, μετά από 10 χρόνια, ακόμα πληρώνουμε αδρά την κατασκευή, τη συντήρηση και τη χρήση αρκετών ολυμπιακών. 
 
Εμείς είμαστε με όλους αυτούς και αυτές που παίζουν μπάλα στο δρόμο
 
Ζούμε σε μια εποχή όπου τα κυρίαρχα μπλοκ αναδιπλώνονται, ψάχνουν νέες συμμαχίες, ενώ εμφανίζονται νέοι μεγάλοι «παράγοντες» στον πλανητικό ανταγωνισμό εξουσίας. Συνέπεια αυτής της αναδιάταξης είναι η εξάπλωση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη, το κεφάλαιο με τους υπερεθνικούς σχηματισμούς του (τράπεζες, καρτέλ, χρηματιστήρια), τις κατά τόπους εθνικές ολιγαρχίες, τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, τους στρατούς και τις αστυνομίες του, λεηλατεί τους πληθυσμούς και το φυσικό περιβάλλον. Οι μεταμοντέρνοι σταυροφόροι της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς επιβάλλουν την αποδόμηση έως την εκμηδένιση των δημόσιων παροχών, τον πολλαπλασιασμό των σωμάτων ασφαλείας και την αγριότητα της καταστολής, τη στυγνή υποτίμηση της εργασίας, τη χυδαία απαξίωση των ζωών μας, την άνοδο των φασιστικών και ρατσιστικών ιδεολογημάτων, την επέλαση της ιδιωτικοποίησης, τη συγκέντρωση του πλούτου σε όλο και πιο λίγα και άπληστα χέρια.
Παρ” όλα αυτά, μέσα στην καπιταλιστική έρημο ευδοκιμεί ο καρπός της αμφισβήτησης, της ριζοσπαστικότητας, του αγώνα ενάντια στους δυνάστες της ζωής μας. Οι αμέτρητοι αγωνιζόμενοι σε όλη την υφήλιο, κρατούν τη φλόγα της αντίστασης ζωντανή. Εμείς είμαστε κομμάτι όλων αυτών. Είμαστε με όλους αυτούς και αυτές που παίζουν μπάλα στο δρόμο: στην κοντινή Χαλκιδική οι κάτοικοι αντιστέκονται στους σύγχρονους χρυσοθήρες, στη γειτονική Τουρκία στήνουν οδοφράγματα και μάχονται σώμα με σώμα με τους πραιτοριανούς του καθεστώτος. Στην Κίνα και το Μπανγκλαντές κατεβαίνουν σε άγριες απεργίες, καταστρέφουν και καίνε τα εργοστάσια- κάτεργα, συγκρούονται με την αστυνομία και τον στρατό. Στην Αίγυπτο και στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, κατακλύζουν τους δημόσιους χώρους και τις πλατείες και αγωνίζονται ενάντια στη φτωχοποίηση και στην αυταρχικότητα των ντόπιων καθεστώτων. Στη Βραζιλία διαδηλώνουν, δίνουν μάχες, αντιστέκονται στην εθνική ανάπτυξη, στον πολιτισμό της FIFA. Στην Τσιάπας, στο Μεξικό, οι εξεγερμένοι Ζαπατίστας χτίζουν έναν άλλο κόσμο…
 
 
δεν παίζουμε μπάλα στο «γήπεδό» τους δεν συμμετέχουμε σε στημένα παιχνίδια
φτιάχνουμε τα δικά μας «γήπεδα», παίζουμε τη δική μας «μπάλα»
σε κάθε γειτονιά, σε κάθε τόπο, διασπείροντας τη φλόγα της αντίστασης και της εξέγερσης
 
αναρχικοί και κομμουνιστές από τις γειτονιές της Κυψέλης και του Γκύζη
αυτοδιαχειριζόμενο στέκι άνω-κάτω Πατησίων
ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών
χορός της καρμανιόλας
Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakoi.blogspot.gr/2014/06/blog-post_22.html

Eduardo Colombo, Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

William Hogarth (London, 1697 - 1764),  An Election Entertainment: Canvassing for Votes.
William Hogarth (London, 1697 – 1764), An Election Entertainment: Canvassing for Votes.

To κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μέρος του βιβλίου “Η βούληση του λαού – Δημοκρατία και Αναρχία” του Eduardo Colombo  που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.  

 Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!» Ακούμε αρκετά συχνά αυτή τη διαβεβαίωση. Είναι αλήθεια;

Η ψήφος

Ας δούμε αρχικά τι θα πει ψηφίζω.
1. Η ψήφος είναι μια διαδικασία που επιτρέπει την έκφρα- ση μιας γνώμης ή μιας βούλησης. Στη λατινική ετυμολο- γία, votum είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος vovere: επικαλούμαι (Λιτρέ), κάνω ευχή, δίνω ή αρνούμαι την ευχή μου. Ψηφίζοντας, παραχωρεί κανείς τη φωνή του στο σώμα των ιερέων (στις αρχαίες χριστιανικές αδελφό- τητες). Μπορεί κανείς να ψηφίσει με ποικίλους τρόπους – για παράδειγμα, κατά παραγγελία ή αυτοπροσώπως. Η ψηφοφορία, ή ψήφος, είναι μια μέθοδος που συνήθως χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας (σχετι- κής, απλής, 3/4 κ.ο.κ.). Δεν έχει νόημα παρά μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη μιας πλειοψηφικής γνώμης χρειάζεται ώστε να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται.

2. Το να ψηφίζει, λοιπόν, κανείς σημαίνει να εκφράζει άποψη (με την ευρεία έννοια) για κάτι ή για κάποιον, γενικά με σκοπό τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας. Το να δίνεις την ψήφο σου μπορεί να χρησιμεύσει σε μια διαβούλευση ή σε μια εκλογή: στην τελευταία περίπτωση, αυτό επιτρέπει την επιλογή (οι λέξεις electio και eligere σημαίνουν αντίστοιχα «επιλογή» και «επιλέγω») μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων που θέτουν υποψηφιότητα για ένα θεσμικό αξίωμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να επιλεχθεί μια στρατηγική ή, ακόμα, για να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί μια άποψη.

3. Η ψήφος χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας, καλώς· αλλά σε τι χρησιμεύει μια «πλειοψηφία»; Οπωσδήποτε όχι στο να έχει δίκιο. Όμως εκεί όπου διίστανται οι απόψεις πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας ή τακτικής, εκεί όπου τα επιχειρήματα δεν πείθουν –και, γι’ άλλη μια φορά, δεν πρόκειται για ζητήματα αρχών ή αξιών– για παράδειγμα, προκειμένου να αποφασιστεί ποια μέρα θα ξεκινήσει μια απεργία ή για να διαπιστωθεί αν υπάρχει συμφωνία για την έκδοση κάποιου ειδικού τεύχους ενός περιοδικού, η απόφαση με πλειοψηφία αποδεικνύεται χρήσιμη μέθοδος.

4. Επομένως, για τους αναρχικούς, η ψήφος πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την ορθότητα μιας πλειοψηφίας.

Πρώτον: Ο νόμος της πλειοψηφίας (ευάλωτος στην κριτική και υφιστάμενος κριτική στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας του αναρχισμού) που προσιδιάζει στην άμεση ή έμμεση δημοκρατία δεν είναι ένας «νόμος» που επιβάλλεται στους αναρχικούς: οποιαδήποτε απόφαση, οποια- δήποτε δέσμευση, πρέπει να κατακτάται ή να γίνεται δεκτή ελεύθερα.

Δεύτερον: Η ελεύθερη συμφωνία αποκλείει την τυπική πλειοψηφία που επιτυγχάνεται με την ψήφο. Αμέτρητες αποφάσεις, καταστάσεις, συνθήκες, ξεφεύγουν από οποιαδήποτε επίκληση οποιασδήποτε πλειοψηφίας. Η «πλειοψηφία» προσώπων, η πλειοψηφία μιας συνέλευσης, δεν κατέχει την αλήθεια ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει δίκιο, δεν γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει να γίνει από εμένα, εσένα, εσάς. (Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια συνέλευση σοφών έχει τη νοημοσύνη του πιο αδύνατου από τα μέλη της.)

Τρίτον: Το να ζητά κανείς τη λήψη μιας απόφασης «με πλειοψηφία» σε θέματα που αφορούν αξίες, «αρχές», γνώσεις, είναι ανοησία. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία στην οποία θα έπρεπε να αποφασιστεί αν η ελευθερία είναι προτιμότερη από την σκλαβιά ή αν η ανοσολογική θεωρία της «κλωνικής επιλογής» είναι αληθής.

Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με συλλογικά στρατηγικά διακυβεύματα, αν χρειάζεται να αναλάβουμε κοινές δραστηριότητες, αν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για να επιλέξουμε μια κατεύθυνση αντί για μια άλλη –και εγώ ως άτομο δεν θεωρώ ότι αυτή η επιλογή θίγει τις αξίες μου (τις αρχές μου)–, μπορώ κάλλιστα να δεχτώ ως χρήσιμη μέθοδο τη συμμετοχή σε μια απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία.

Συμπέρασμα: Σε μια αναρχική ομάδα ή σε μια συνέλευση, αν έχει από κοινού αποφασιστεί να βγει μια απόφαση με πλειοψηφία και προσωπικά δέχομαι να συμμετάσχω στην ψηφοφορία, τότε δεσμεύομαι να τηρήσω την πλειοψηφική απόφαση (κάτι που αποτελεί κανόνα ηθικής ευ- θύνης).

Η μυστική ψηφοφορία

Η ψηφοφορία πρέπει να είναι δημόσια ή μυστική;
«Είναι μεγάλο ζήτημα», έλεγε ο Μοντεσκιέ (πρβλ. Το πνεύμα των νόμων, βιβλίο 2ο, 2) ο οποίος προσέγγιζε το πρόβλημα βασιζόμενος στον Κικέρωνα. Ο τελευταίος γράφει στο Βιβλίο Γ’ του Περί νόμων: «Το καλύτερο είναι να ψηφίζει κανείς δια βοής· μπορούμε όμως να εξασφαλίσουμε ότι αυτός θα είναι ο κανόνας;». Και μερικές σειρές παρακάτω προσθέτει: «Ποτέ ένας ελεύθερος λαός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη» ενός νόμου που να καθιερώνει τη «μυστική ψηφοφορία»· «τη ζητά με επιμονή όταν καταπιέζεται από τη δύναμη και την κυριαρχία των ισχυρών». Ο Μοντεσκιέ επιδοκιμάζει: «Αναμφίβολα, όταν ο λαός ψηφίζει, η ψήφος του πρέπει να είναι δημόσια, και αυτός πρέπει να θεωρείται ένας θεμελιώδης νόμος της δημοκρατίας».[1]

Αλλά ούτε ο Κικέρων ούτε ο Μοντεσκιέ νιώθουν κανένα θερμό πάθος για την ισότητα και βρίσκουν ελαφρυντικά για όσους επικαλούνται τη μυστική ψηφοφορία. Η μυστική ψηφοφορία, πιστεύει ο Μοντεσκιέ, προλαμβάνει τις δολοπλοκίες, όταν, σε μια αριστοκρατία το σώμα των ευγενών πρέπει να δώσει την ψήφο του, αφού «όλα γίνονται με δολοπλοκία και μηχανορραφίες μεταξύ των ισχυρών» (Λεσάζ). Αντίθετα, ο Μακιαβέλι, που είχε εντρυφήσει σε τέτοιες υποθέσεις, ήξερε ότι κάτω από τον μανδύα του μυστικού εξυφαίνονται οι φραξιονιστικές έριδες. Στις Φλωρεντινές ιστορίες (βιβλίο 7ο, ΙΙ), διαβάζουμε για τον Κόζιμο των Μεδίκων και τον Νέρι Καπόνι: «Ο Νέρι ήταν μεταξύ αυτών που είχαν κατακτήσει τη δημοτικότητά τους δια της νόμιμης οδού, με τέτοιο τρόπο ώστε είχε πολλούς φίλους αλλά ελάχιστους οπαδούς. Ο Κόζιμο (…), έχοντας κατακτήσει τη δημοτικότητά του τόσο με μυστικά μέσα όσο και στο φως της μέρας, είχε πλήθος φίλων και οπαδών».

Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τόσο παλιάς ιστορίας, η δημόσια ή μυστική ψηφοφορία παραχωρήθηκε ή θεσμοθετήθηκε από βασιλείς, τυράννους ή κυρίαρχες ολιγαρχίες, ανάλογα με την κοινωνική περίσταση ή την πολιτική συγκυρία και, προφανώς, τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Η κυρίαρχη αριστοκρατική ή ολιγαρχική ομάδα ελέγχει καλύτερα μια συνέλευση έξωθεν με τη δημόσια ψηφοφορία (όπως υπενθυμίζει ο Μοντεσκιέ: οι Τριάκοντα Τύραννοι των Αθηνών θέλησαν οι ψηφοφορίες των Αρεοπαγιτών να είναι δημόσιες για να τους κατευθύνουν κατά την αρέσκειά τους) και έσωθεν με τη μυστική ψηφοφορία. Όσο πιο μεγάλη η εξουσία, τόσο πιο ακραία η μυστικότητα: Το Ιερό Κολέγιο των Καρδιναλίων συνέρχεται σε Κονκλάβιο (con clave = κλειδαμπαρωμένο) για να εκλέξει τον Πάπα.

Το προοδευτικό, σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα αντιτέθηκε αρχικά στη μυστική ψήφο γιατί διευκόλυνε την ανευθυνότητα και την υποκρισία, και δεν την έκανε δεκτή στις δικές του συνελεύσεις, όπως συνεχίζουν να πράττουν οι αναρχικοί· όμως, μπροστά στην προοδευτική κατάκτηση του λεγόμενου καθολικού εκλογικού δικαιώματος και την πραγματικότητα της καταπίεσης, της εξαθλίωσης και της εκμετάλλευσης, αναγκάστηκε να δεχτεί ότι ο μυστικός χαρακτήρας της ψήφου συνιστά προστασία για τον εργάτη ή τον αγρότη, που μπορούσε έτσι να γλιτώσει από την οργή του αφεντικού ή του φεουδάρχη, όταν αυτός έκρινε την ψήφο «μη αρεστή».

Σε μια συνέλευση, η μυστική ψήφος επιτρέπει την αποσύνδεση λόγων και έργων, άποψης και δράσης: μπορεί κανείς να εκφράζει την άποψή του δημοσίως σύμφωνα με ορθά κριτήρια και με σύνεση, και να ψηφίζει με την κάλυψη που παρέχει ο μυστικός χαρακτήρας σύμφωνα με τα πιο άμεσα συμφέροντα ή τα πιο ανομολόγητα πάθη.

Για τους αδύναμους και τους ευρισκόμενους υπό εκμετάλλευση, η μυστική ψήφος είναι μια προστασία που τους επιτρέπει να εκφράσουν μια γνώμη της οποίας την ευθύνη δεν είναι σε θέση να αναλάβουν. Για τους ελεύθερους και τους ίσους, η μυστική ψήφος είναι τροχοπέδη που τους αναγκάζει να υπολογίζουν την καχυποψία και την κατηγορία.

Με δύο λόγια, η μυστική ψήφος είναι αναγκαία για τους αδύναμους και βίτσιο των Δόγηδων και των Παπών. Στην άμεση δημοκρατία (τόσο στην αγορά της πόλεως όσο και στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας του δήμου, ο λόγος ήταν ελεύθερος [παρρησία] και ίσος [ισηγορία], όπως και στις συνελεύσεις των Αβράκωτων ή στο επαναστατικό εργατικό κίνημα)[2], ψηφίζαν δημόσια, με ανάταση της χειρός, ενώπιον των υπολοίπων, των ίσων, των ομοίων.

Η καθολική ψηφοφορία

«Αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτα, θα ήταν παράνομες.»
Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν! Και είναι αλήθεια: όταν πρόκειται για καθολική ψηφοφορία, οι αναρχικοί προπαγανδίζουν την επαναστατική αποχή. Ο αναρχικός αρνείται να χρησιμοποιήσει το ψηφοδέλτιο για ν’ αλλάξει κάτι ή για να συμμετάσχει στην έκφραση της «λαϊκής βούλησης», επειδή γνωρίζει ότι αυτές οι δύο αυταπάτες είναι μια τεράστια πλάνη, συστατική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Οι νοικοκυραίοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί κοιτάζοντας γύρω του, όπου, μολονότι συνεχώς καταπατείται και περιοδικά εξαπατείται, η εμπιστοσύνη του εκλογέα επιβιώνει σε πείσμα των επαναλαμβανόμενων απογοητεύσεων και της δικής του καθημερινής μεμψιμοιρίας.

Τα κοινοβουλευτικά σώματα διαδέχονται το ένα το άλλο, καθένα αφήνοντας πίσω του την ίδια ματαίωση, την ίδια μομφή (Σεμπαστιάν Φωρ). Και, σαν αξιοθρήνητος Σίσυφος, ο εκλογέας εξακολουθεί να ψηφίζει όποτε η πολιτική εξουσία τού ζητά να το κάνει.

Γνωρίζουμε ότι τα επιχειρήματά μας είναι ισχυρά, αλλά η λογική δεν επαρκεί. Η συνήθεια, το έθιμο, επιβάλλονται από μόνα τους, για τον λόγο ότι ο πολίτης τα βρίσκει ήδη εκεί στον κοινωνικό ιστό, τα προσλαμβάνει μό- λις γεννιέται και ακολουθεί τον νόμο που η εξουσία τού έχει ορίσει. «Όμως, οι νόμοι –έγραφε ο Μονταίν– τηρούνται από πίστη· όχι επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμοι. Αυτό είναι το απόκρυφο θεμέλιο της αυθεντίας τους· δεν έχουν άλλο κανένα».[3]

Το καθεστώς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης αφαιρεί από τον λαό την ικανότητά του να φτιάχνει ή να εγκαθιδρύει τους δικούς του κανόνες. Ήδη κατά την Επανάσταση, στις απαρχές της Δημοκρατίας, η ιακωβίνικη μπουρζουαζία αντιτίθεται στο δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις.[4] «Αν οι συνελεύσεις βάσης –λέει ο Ροβεσπιέρος– συγκαλούνταν για να κρίνουν ζητήματα του κράτους, η Συμβατική Συνέλευση θα καταστρεφόταν». Οι λέξεις αυτές προκάλεσαν το ακόλουθο σχόλιο του Προυντόν: «Είναι σαφές. Αν ο λαός γίνει νομοθέτης, σε τι χρησιμεύουν οι αντιπρόσωποι; Αν κυβερνά ο ίδιος, σε τι χρησιμεύουν οι υπουργοί;».[5]

Ωστόσο, η κυβέρνηση είναι απαραίτητη, μας λένε, για να διατηρηθεί η τάξη στην κοινωνία και να διασφαλιστεί η υπακοή στην αυθεντία, ακόμη κι αν αυτή η τάξη και η υπακοή καθαγιάζουν «την υποταγή του φτωχού στον πλούσιο, του ελεύθερου χωρικού στον ευγενή, του εργάτη στο αφεντικό, του λαϊκού στον κληρικό». Εν ολίγοις, η κρατική τάξη είναι η κοινωνική ιεραρχία, η εξαθλίωση για τις μάζες, η ευμάρεια για λίγους.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία, δεν μπορεί παρά να ενδυναμώνει αυτή την ιεραρχία. Ο Μπακούνιν πίστευε ότι «ο κυβερνητικός δεσποτισμός δεν είναι ποτέ τόσο φοβερός και βίαιος όσο όταν στηρίζεται στην υποτιθέμενη αντιπροσώπευση της ψευδο-βούλησης του λαού».[6]

Γιατί όμως η καθολική ψηφοφορία δεν μπορεί να εκφράζει παρά μόνο μια ψευδο-βούληση; Επειδή εμπεριέχει μια τριπλή φενάκη, τρεις καλά κρυμμένες παγίδες.

1. Ένα άτομο (ένας πολίτης, μία πολίτης), μία ψήφος. Η αριθμητική ισότητα του συλλογικού θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας καταφέρνει να κατασκευάσει ποικίλες αφηρημένες ενότητες –πλειοψηφία, μειοψηφία, οπαδοί της αποχής– με αφετηρία μια σειριακή τάξη η οποία διαχωρίζει, απομονώνει συγκεκριμένα και πραγματικά άτομα. Τα άτομα αυτά είναι φορείς ποικίλων κοινωνικών πρακτικών, εντάσσονται σε κοινωνικές ομάδες, συγκροτούν ένα δίκτυο συναισθηματικών και γνωστικών σχέσεων, εργασίας και δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, και αυτές οι ομάδες ενέχουν τεράστιες ανισότητες ως προς τη γνώση, τις δυνατότητες ενημέρωσης, το χρήμα. Έτσι, η αφηρημένη και τεχνητά κατασκευασμένη ενότητα που προκύπτει από την κάλπη χρησιμεύει αποκλειστικά στην επιλογή, με κόστος μικρότερο απ’ ό,τι η ανοιχτή πάλη, μεταξύ των ποικίλων πολιτικών και οικονομικών ομάδων της κυρίαρχης τάξης που μάχονται για να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Οι «αντιπροσωπευτικές» ολιγαρχίες που είναι γνωστές στον βιομηχανοποιημένο κόσμο με την ονομασία «δημοκρατικά καθεστώτα» στηρίζονται σε αυτή την ψευδοβούληση του λαού –αποτέλεσμα της εξίσωσης ή ομογενοποίησης που επιβάλλεται από την καθολική ψηφοφορία με την αριθμητική αφαίρεση με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της συλλογικής εργασίας.

2. Η επιλογή του εκλογέα κατευθύνεται, στην πράξη, σε υποψηφίους που έχουν εκ των προτέρων επιλεγεί από τα πολιτικά κόμματα. Οι υποψήφιοι αυτοί (με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές μικρών πόλεων) έχουν μακρά πολιτική καριέρα, που υπαγορεύεται από τις θεσμικές απαιτήσεις αυτών των κομμάτων, και δύσκολα βλέπουμε κάποιον απείθαρχο, κάποιον αντάρτη, να φτάνει μακριά σε μια τέτοια πορεία. Τα κόμματα είναι που διαλέγουν τους «αντιπροσώπους του λαού», τα κόμματα είναι αυτά που εκλιπαρούν για τη φωνή των εκλογέων.

Η λαϊκή βούληση, έχοντας ήδη υποβαθμιστεί σε μια αριθμητική ενότητα –ο ίδιος ο λαός δεν διαβουλεύεται, δεν αποφασίζει, αυτό το καθήκον επιφυλάσσεται για τους υποτιθέμενους αντιπροσώπους του–, έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να εκφραστεί, να επιλέξει σε τελική ανά- λυση μεταξύ δύο ή τριών πολιτικών, και επιλέγει, όπως λέμε, το μικρότερο κακό. Το να επιλέγει κανείς το μικρότερο κακό σημαίνει, λογικά, να επιλέγει πάντα το κακό. Και μπορούμε μετά να προσποιούμαστε ότι αυτό είναι η λαϊκή βούληση;

3. Η αντιπροσώπευση που προκύπτει από την καθολική ψηφοφορία είναι μια συνολική ανάθεση της εξουσίας του εκλογέα (της ικανότητάς του να αποφασίζει) στο πρόσωπο του αντιπροσώπου για τη χρονική περίοδο της εντολής. Έχουν ξεχαστεί οι απαιτήσεις των εντολέων των τομέων του Παρισιού του 1789, οι οποίοι πρόσταζαν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους να συμμορφώνονται στη βούληση των συνελεύσεων βάσης. Έχει ξεχαστεί η κατηγορηματική εντολή του ελέγχου. Οι «συνελεύσεις βάσης» ανήκουν πλέον στα πολιτικά κόμματα (αν μπορούμε ακόμα ν’ αποκαλούμε έτσι αυτές τις συναθροίσεις που συγκαλούνται από τους κομματάρχες). Ο λαός, που θεωρείται ανήλικος, τίθεται υπό κηδεμονία. Έχει διαλέξει τον αφέντη του. Το βουλώνει μέχρι το επόμενο κάλεσμα από την πολιτική εξουσία.

Ονομάζουμε αντιπροσωπευτική ή έμμεση δημοκρατία αυτό τον θεσμό στον οποίο η βούληση του λαού έχει υπεξαιρεθεί από την αλχημεία της καθολικής ψηφοφορίας.

Ο αναρχικός δεν θέλει να παίζει θέατρο. Δεν υποκλίνεται μπροστά στη θεσμική αυθεντία.

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!»

***

Σημειώσεις:

[1] Montesquieu, Œuvres complètes, Seuil, Παρίσι 1964, σ. 534.

[2] Πρβλ. E. Colombo, «Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.

[3] Montaigne, Essais, III, XIII: «Περί εμπειρίας».

[4] Κατά τη Μεγάλη Επανάσταση, το δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις είχε διακηρυχτεί παντού στη Γαλλία από τις 25 Ιου- λίου 1792. Τον Σεπτέμβριο του 1793, με πρωτοβουλία του Δαντόν και της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας, αποφασίζεται ότι οι συνελεύσεις των τομέων δεν θα είναι πια μόνιμες, αλλά θα γίνονται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, μεταξύ 5 και 10 το βράδυ. Οι Αβράκωτοι αγωνιστές, για να παρακάμψουν τον νόμο, αποφασίζουν τότε να δημιουργήσουν τους λαϊκούς συνεταιρισμούς και να βρίσκονται σε λαϊκές συνελεύσεις.

Όπως διαπιστώνει ο Αλμπέρ Σαμπούλ: «Δύο αντιλήψεις αντιπαρα- τίθενται: η αντίληψη των Αβράκωτων, την οποία ερμηνεύει ο Βαρλέ: ο λαός μπορεί να συγκεντρώνεται όπου και όποτε θέλει, η κυριαρχία του δεν μπορεί να περιορίζεται… Αυτή την αντίληψη περί απόλυτης λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η Συμβατική Συνέλευση ούτε οι Επιτροπές της Κυβέρ- νησης μπορούσαν να τη δεχτούν, διαφορετικά κινδύνευε να εξουδετερω- θεί κάθε κυβερνητική δράση. Θιασώτες μιας αστικής και κοινοβουλευτικής αντίληψης, από τη στιγμή που η θεωρητική κυριαρχία του λαού είχε διακηρυχθεί και οι εξουσίες του είχαν εκχωρηθεί, του αρνούνταν αυτό το δικαίωμα εποπτείας που τόσο περιφρουρούσαν οι Αβράκωτοι». (Βλ. E. Colombo, “Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.)

[5] Pierre-Joseph Proudhon, Idée générale de la révolution au XIXe siècle, Édi- tions de la Fédération Anarchiste Française, Παρίσι 1979, σ. 119.

[6] Michel Bakounine, Étatisme et Anarchie. Œuvres complètes, Champ Libre, Παρίσι 1976, τόμος 4ος, σ. 221.

Αναδημοσίευση από: http://risinggalaxy.wordpress.com/2014/06/12/%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-e/

Πρόγραμμα 3ου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου

fest

Πρόγραμμα 3ου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου

ΤΡΙΤΗ 24/6

19:00 Παρουσίαση της διεθνούς πορείας μεταναστών Freedom not Frontex

20:00 Βιβλιοπαρουσίαση: Αυτοδιαχείριση: μια ιδέα πάντα επίκαιρη(συλλογικό έργο) από τις Εκδόσεις των συναδέλφων

22:00 μουσική βραδιά από το Σωματείο Βάσης Μουσικών κι Εργαζομένων στο χώρο του ακροάματος

 

ΤΕΤΑΡΤΗ 25/6

19:00 Βιβλιοπαρουσίαση: Η βούληση του λαού, Δημοκρατία και Αναρχία (Eduardo Colombo) από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

20:30 Συζήτηση με τον George Caffentzis: Ο εκβιασμός του χρέους και οι αντιστάσεις

22:00 Live με τον Θάνο Ανεστόπουλο

 

ΠΕΜΠΤΗ 26/6

19:00 Βιβλιοπαρουσίαση: Ιστορία μια προλεταριακής ζωής (Bartolomeo Vanzetti) από τις συνεργατικές εκδόσεις Κουρσάλ

20:30 Βιβλιοπαρουσίαση: Οι λέξεις της σιωπής (EZLN – Sub. Marcos) από τις εκδόσεις των ξένων

22:00 Hip-hop live: Αλλοιωμένες μορφές

                                          INKO (Δυστοπία)

                                                 Nigredo

Αναδημοσίευση από: http://salonicabookfest.espivblogs.net/%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%B1/

Κείμενο παρουσίασης του 1ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

εξωφυλλο_μικρο
Του Άρη Τσιούμα

 

Οι σύγχρονες ελευθεριακές και αντιεξουσιαστικές εκδόσεις στην Ελλάδα έχουν διαγράψει ήδη έναν κύκλο μιας σαραντάχρονης σταθερής παρουσίας. Άλλοτε βραχύβιες και μερικές, άλλοτε σταθερές και πιο ολοκληρωμένες, το ψηφιδωτό των εντύπων της ελευθεριακής αντίστασης, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ιδιαίτερο, ανταγωνιστικό, πολιτικό και πολιτιστικό τόπο, ενάντια στο σύνολο των καθεστωτικών μέσων προπαγάνδας, έντυπων και μη.
Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνες τις πρώτες εκδόσεις της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης» του Χρ. Κωνσταντινίδη, και του «Ρήγματος» του αδικοχαμένου Στέλιου Βασιλειάδη, τόσο σε όσα αφορούν την κοινωνία, όσο και στους τρόπους λειτουργίας των αυτοματισμών της εξουσίας και των αντιστάσεων των από-τα-κάτω. Παράλληλα όμως έχει διατηρηθεί η όρεξη για παραγωγή αναρχικών – ελευθεριακών εντύπων με στόχο την όλο και μεγαλύτερη απεύθυνση των απελευθερωτικών ιδεών μέσα στην κοινωνία των καταπιεσμένων.
Το νήμα των εκδοτικών εγχειρημάτων του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι εν γένει κοινό, όπως είθισται να συμβαίνει στα πλαίσια πεπερασμένων κοινοτήτων. Η αλληλουχία και η σχέση ανοιχτού διαλόγου μας φέρνει σε επαφή με παλιότερες εκδοτικές προσπάθειες. Πέρα από μια λογική πολυτασικότητα, η οποία χαρακτήρισε τον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο και τα αφορμολιστικά δίκτυά του, εμείς ως «Συνεργατικές Εκδόσεις Κουρσάλ», αναγνωρίζουμε τον κοινό μας τόπο μέσα απ’ την οπτική με την οποία προσεγγίζουμε το κοινωνικό ζήτημα με τις ελευθεριακές εκδόσεις, όπως των «Ξένων», του «Πανοπτικόν», της «Ευτοπίας», της ομάδας της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» παλιότερα και όσων ακόμη συντρόφων έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο εδώ και αρκετά χρόνια της επανασύστασης και πρόταξης του ελευθεριακού λόγου στην κοινωνία και το κοινωνικό κίνημα.
Από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε το «Κουρσάλ» μας γεννήθηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια ελευθεριακή πολιτική επιθεώρηση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση της περιοδικής έκδοσης που παρουσιάζουμε σήμερα, του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Βασικό στοιχείο για την διαμόρφωση της επιθεώρησης του κοινωνικού αναρχισμού είναι η προσπάθεια οι θεωρητικές αναλύσεις να είναι σύμφυτες με το σύγχρονο αναρχικό κοινωνικό κίνημα. Βασικό μοτίβο που διαπερνά τη συλλογική σκέψη της επιθεώρησης είναι να αναβαθμίσει τις θεωρητικές επεξεργασίες του αναρχικού κινήματος, όχι σε ένα επίπεδο έξω και πέρα από αυτό και τις πιθανές αντιφάσεις και αδυναμίες του, αλλά εντός αυτού σε μια οργανική σχέση που περιέχει σε ένα ενιαίο σύνολο τόσο την θεωρία όσο και την πράξη.
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την κοινή συναντίληψη, όχι όμως ως προκατασκευασμένη μανιέρα κομματικού οργάνου, αλλά ως δυναμική συνδιαμόρφωση κοινών εκκινήσεων σε οριοθετημένα πολιτικά και άλλα πεδία.
Με αυτή τη βάση η επιθεώρηση δεν συγκροτείται απλά από μια ομάδα αλλά επιχειρεί να συγκροτήσει έναν κοινό πολιτικό τόπο, ακόμη δε περισσότερο να ανακαλύψει τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν τα υλικά και τα εργαλεία για την επεξεργασία των κοινωνικών θεσμίσεων σε όλα τα επίπεδα. Από αυτή την προϋπόθεση επιλέχθηκε και το όνομα της επιθεώρησης.
Ο κοινωνικός αναρχισμός μπορεί πιστεύουμε να συνοψίσει την ιστορικότητα των απελευθερωτικών κοινωνικών κινημάτων χωρίς να μετακομίζει απλά σε ενεστώτα χρόνο κλειστά συστήματα και λάβαρα, καθώς η σχέση του με το παρόν δεν είναι απλά αυθύπαρκτη αλλά δυναμική. Με αυτή την έννοια παρακολουθεί, παρεμβαίνει, και επανεκτιμά. Όπως η επανάσταση δεν πρέπει να μένει στάσιμη έτσι και οι ιδέες μας πρέπει να αναδιαμορφώνονται -χωρίς να παραμορφώνονται- με κριτήριο τη συνθήκη και τις κοινωνικές ανάγκες.
Μια γενική στόχευση της επιθεώρησης είναι η ανάδειξη της ελευθεριακής σκέψης σε μια σειρά ζητημάτων, καθώς επίσης και η παραγωγή αντίληψης, και ελευθεριακής πολιτικής πρότασης. Η κάλυψη όλων των βασικών τομέων της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής μας απασχολεί στον διαρκή αγώνα για την ολοκλήρωση του φιλοσοφικού πλαισίου σκέψης του κοινωνικού αναρχισμού. Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται και η ύλη και η θεματολογία του περιοδικού. Απ’ την πολιτική και την πολιτική θεωρεία, μέχρι τη φιλοσοφία, την ιστορία και την κοινωνιολογία, έως και την επόπτευση των θετικών επιστημών.
Ιδιαίτερη θέση στην θεματολογία της επιθεώρησης έχουν τα ζητήματα της οργάνωσης του αναρχικού κινήματος και του ιστορικού αρχείου. Στοιχείο εγχαραγμένο στο πολιτικό γονιδίωμα της έκδοσης είναι η ανάδειξη της ανάγκης για την συγκρότηση ενιαίας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Κομμάτι της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, το ζήτημα της οργάνωσης καταλαμβάνει ένα μέρος της θεωρητικής επεξεργασίας μας, ενώ η οργανική συμμετοχή στη διαδικασία της συγκρότησης Πανελλαδικής Οργάνωσης Αναρχικών γειώνει τους προβληματισμούς στο εύφορο έδαφος της πραγματικότητας.
Σ’ αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα το πρώτο τεύχος της επιθεώρησης, και θα κλείσω την εισήγηση της παρουσίασης.
Το κάθε τεύχος έχει μια θεματική η οποία καλύπτεται από ένα εισηγητικό κείμενο κάποιου μέλους της συντακτικής ομάδας, το οποίο αποστέλλεται σε κάποιους αρθρογράφους ώστε να το σχολιάσουν και να καταθέσουν την οπτική τους γύρω από το θέμα.. Η υπόλοιπη ύλη καλύπτεται από πρωτότυπες μεταφράσεις, ιστορικές αναλύσεις, άρθρα για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης, και της πολιτικής θεωρίας, ενώ τέλος υπάρχει πάντα το ιστορικό αρχείο όπως ανέφερα παραπάνω, με το οποίο θα προσπαθήσουμε να επανεκδώσουμε ένα κομμάτι των πολιτικών αναλύσεων του αναρχικού χώρου στη μεταπολίτευση, θέμα το οποίο για εμάς είναι πολύ σημαντικό εφ’ όσων αναγνωρίζουμε μια ιστορική συνέχεια στο αντιεξουσιαστικό ρεύμα.
Σε αυτό το πρώτο τεύχος, η θεματική πολιτικής «αυτοπαρουσίασης» είναι ο κοινωνικός αναρχισμός, καθώς μια πρώτη επαφή με το πλαίσιο που καταθέτουμε θεωρήσαμε σκόπιμο να γίνει μέσω του εντύπου που προωθεί την εν λόγω διαδικασία. Το εισηγητικό κείμενο με τίτλο «Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος», προσπάθησε αφού σκιαγράφησε την πολιτική συγκυρία εν μέσω της κρίσης, δίνοντας δηλαδή ένα σύντομο χαρτογράφημα του παρόντος να καταθέσει μερικές επίκαιρες ερωτήσεις για τη φύση του κοινωνικού αναρχισμού, όπως:
«τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας»; 
Πατώντας ταυτοχρόνως σε κάποιες επαναδιατυπωμένες κοινές παραδοχές, του ελευθεριακού τρόπου σκέψης: “ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς αποστρέφεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις”. 
Στο δεύτερο από τα τρία συνολικά άρθρα που καταπιάνονται με το ζήτημα της ερμηνείας όψεων του σχήματος του κοινωνικού αναρχισμού, ο Νίκος Νικολαΐδης, τελειώνει πολύ εύσχημα με τους τρελούς καιρούς, ανταποκρινόμενος με τον καλύτερο τρόπο στο κάλεσμα για κοινή ιχνηλασία πάνω στον τόπο του κοινωνικού αναρχισμού, αναδεικνύοντας έναν πλούτο αντιλήψεων και συμπερασμάτων σε μια ολοκληρωμένη πολυεπίπεδη παρουσίαση θεματικών μοτίβων, πολιτικών επιρροών, ιστορικών αναφορών και φιλοσοφικών επικλήσεων με μια γραφή -και αυτό οφείλουμε να το τονίσουμε- που ενώ καλύπτει με την ευθυκρισία της και τον πιο απαιτητικό κριτή, παράλληλα με την μεστή απλότητά της κερδίζει το ενδιαφέρον και του πιο «ανειδίκευτου» αναγνώστη, έτσι ώστε διευρύνει de facto την γκάμα των ανθρώπων που μπορούν να προσεγγίσουν την αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού. Η χρήσιμη τοποθέτηση που επιχειρεί πάνω στον κοινωνικό αναρχισμό και το ελευθεριακό κίνημα εν γένει βρίσκει το διαλεκτικό της αντίθετο στη μάχη με το γιακωβινισμό, την ιεραρχία, τον επιστημονισμό, την αστική «πρόοδο» και «ανάπτυξη», το life-style, δείχνοντας έναν τρόπο οι παραγωγικές αντιθέσεις να βρίσκουν το δρόμο για τη σύνθεση ενός οράματος της απελευθέρωσης, ή με λόγια του ίδιου:
«Ο ζωντανός ιστός που το ελευθεριακό κίνημα δημιουργεί μέσα στην κοινωνία της αλλοτρίωσης δεν εξαντλείται σε κάποιο πρόγραμμα, μεθοδολογία, πολιτική οργάνωση, ατομικό ή συλλογικό βολονταρισμό, παρ’ όλο που τα έχει ανάγκη όλ’ αυτά – και πολλά περισσότερα ακόμη. Το ελεύθερο πνεύμα, η αγάπη για τον άνθρωπο, η αντιεξουσιαστική ηθική, η ικανότητα για προσωπική δέσμευση, καθώς και η αποφασιστικότητα και η τόλμη που γεννιούνται από το δίκιο και τη συλλογική δύναμη είναι που δίνουν περιεχόμενο στις πράξεις». 
Η συνεισφορά του antisystemic, ενός από τα πιο θεωρητικά καταρτισμένα blog που έχουν αναφορά στον κοινωνικό αναρχισμό, είναι η συζήτηση ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Χρησιμοποιώντας τις πιο ολοκληρωμένες κρίσεις του ιστορικού αναρχικού κινήματος, ο συγγραφέας, επικαιροποιεί την δυνατότητα πραγματοποίησης του αναρχικού οράματος με συγκεκριμένους όρους και τρόπους, σε μια διαλεκτική πάλη με όσα στοιχεία του κινήματος μειώνουν την πιθανότητα εφαρμογής ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος ισότητας. Εκκινώντας από απλά ερωτήματα, τα οποία συνήθως διατυπώνονται από κόσμο ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με τον αναρχικό τρόπο σκέψης, οι απαντήσεις που δίνονται φτάνουν σε ένα νέο βάθος τις συζητήσεις γύρω από τελικά περίπλοκα ζητήματα όπως ο καταμερισμός της εργασίας σε μια απελευθερωμένη κοινωνία.
Το άρθρο που καλύπτει την ύλη γύρω από την ιστορία γι’ αυτό το τεύχος, έχει επιμεληθεί ο καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Α.Π.Θ. ο Λουκής Χασιώτης, ο οποίος μας παραδίδει ένα εκτενές απόσπασμα ως προδημοσίευση της εισαγωγής του βιβλίου «Η κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939. Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις» που εκδόθηκε μόλις από τις εκδόσεις των Ξένων.
Έχοντας κάνει μια διευρυμένη έρευνα στην ελληνική αλλά κυρίως στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο συγγραφέας μας δίνει ήδη μια ιδέα για την χρησιμότητα τόσο του βιβλίου όσο και των κρίσεων που μπορούν να παραχθούν εξ’ αιτίας του, γύρω από το θέμα της αυτοδιαχείρισης και της κολλεκτιβοποίησης, θέμα το οποίο εν καιρώ κρίσης έχει αρχίσει το τελευταίο διάστημα να συζητιέται έντονα. Η εμβάθυνση της ανάλυσης μέσω της έρευνας στο συγκεκριμένο ζήτημα μας βοηθά να αποτινάξουμε τον ιδεολογικό παρωπιδισμό, και να επαναπροσεγγίσουμε με ειλικρίνεια το ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης στη Ισπανία, χωρίς να αποστοιχιζόμαστε από τη φιλοσοφία της ισότητας που και το ίδιο το παράδειγμα της επαναστατημένης Ισπανίας προσέφερε. Η εξέλιξη της κολλεκτιβοποίησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και που σε άλλες περιπτώσεις δημιούργησε, τα διαφορετικά μοντέλα οικονομικής οργάνωσης σε ένα πεδίο που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενιαίο, η παραγωγικότητα των δομών σε καιρό πολέμου, και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις μας βοηθούν να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο. Τέλος ο ρόλος του συνδικαλισμού στη γέννηση της γραφειοκρατίας καθώς και οι έως πρόσφατα παραμελημένες αναλύσεις γύρω από τις έμφυλες σχέσεις εντός κολλεκτιβοποίησης, μας διδάσκουν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουμε την επόμενη φορά που η κοινωνική αντίσταση θα καταφέρει να αναλάβει την επαναφορά της ζωής σε βάσεις ισότητας σε μια τόσο διευρυμένη κλίμακα, που να την καθιστά μια οικουμενική αξία.
Δυο πρωτότυπες μεταφράσεις από τη Νεφέλη – Μυρτώ Πανδίρη μια του Huey P. Newton και μια του Murray Bookchin καλύπτουν μια πρώτη «συζήτηση» γύρω από το θέμα της οργάνωσης, σ’ αυτό το τεύχος. Ο Newton στο άρθρο του «Για την υπεράσπιση της αυτοάμυνας» κατηγορεί τους αναρχικούς ότι δεν πιστεύουν στην οργάνωση παρά μόνο στην ατομική βούληση, για να εισπράξει την απάντηση του Μπούκτσιν ότι πέρα των ατομιστών αναρχικών, όλοι οι αναρχικοί συμφωνούν στο ζήτημα της οργάνωσης, και το θέμα τίθεται πάνω στο ζήτημα του τι είδους οργάνωση επιθυμούμε παρά στο εάν όντως επιθυμούμε την οργάνωση ή όχι. Τα δύο αυτά άρθρα που συγκροτούν αυτό τον διάλογο, επιλέξαμε να παρουσιαστούν σε αυτό το τεύχος με αφορμή και τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την οργάνωση του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο Φώτης Τερζάκης, αναλαμβάνει σε αυτό το τεύχος να καλύψει τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς σε ένα επίκαιρο άρθρο του, με τον τίτλο «Φιλοσοφικός στοχασμός σε συνθήκες κρίσης». Χρησιμοποιώντας την αψεγάδιαστη γραφή που τον χαρακτηρίζει ο Τερζάκης, μέσα από την πολεμική του στον Γερμανό φιλόσοφο E. Husserl, καταδεικνύει το ρόλο του φιλοσοφικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Επεξηγεί μέσα από την πολεμική του πως δεν πρέπει να γίνεται η φιλοσοφία, εάν δεν θέλει να εκπέφτει σε μια αποκομμένη από κάθε είδους πραγματικότητα εγκεφαλική άσκηση, η οποία όχι μόνον αδυνατεί να αναλύσει τον κόσμο που την περιβάλλει -πόσο μάλλον να τον αλλάξει- αλλά ακόμη περισσότερο μπορεί να καταλήξει μέσα στην εγκεφαλικότητά της να φαντάζεται ενοποιήσεις και να κατασκευάζει εύτακτα σχήματα ενώ η ζωή είναι αλλού. Στην δε περίπτωση του Husserl η ζωή ήδη απειλείται καταστατικά από το ναζιστικό κίνδυνο, ενόσω ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος επιδίδεται σε κρίσιμες τομές στο σώμα της «δυτικής ενότητας» για να δικαιώσει ένα -μάλλον πρώιμα νεοφιλελεύθερο- σχήμα το οποίο όμως έχει στην πραγματικότητα αναλάβει να διεκπεραιώσει ο Χίτλερ. Η αποδόμηση που επιχειρεί με συναρπαστική επιτυχία ο Τερζάκης στο σώμα της ιδεολογίας ως ψευδoύς συνείδησης, όντως βοηθά να αναφανούν οι αποκρυμμένες σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, τις οποίες η αποφασισμένη μας δράση ελπίζει να άρει, άπαξ δια παντός.
Η προσέγγιση της έννοιας της φύσης στον Μάρξ, είναι το άρθρο της Έλενας Νακοπούλου, με το οποίο η συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιώδη κατάθεση γύρω από ένα θέμα που έχει μια διττή σημασία.
Από τη μια πλευρά η σχέση κυριαρχίας πολιτισμού – φύσης στη σκέψη του Μάρξ αποτελεί άλλο ένα από τα πεδία ρήξης που μοιράζονται αναρχικοί και μαρξιστές, είναι άλλο ένα αγκάθι στη σχέση του Μάρξ και του έργου του σε σχέση με το σύγχρονο ανταγωνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα όμως, το κείμενο αποτελεί μια βαθύτερη ανάλυση, ενός θέματος εξαιρετικά επίκαιρου. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια οι αγώνες γύρω από τη φύση και την προστασία της να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο, όλο και πιο κεντρικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν να αποποιούνται παλιότερων οικολογικών ενδύσεων, βάζοντας πιο ολικά χαρακτηριστικά στον αγώνα. Η Νακοπούλου στο άρθρο της περισσότερο θα προσπαθήσει να οριοθετήσει διάφορες παραφωνίες που έχουν παραχθεί εν μέσω άστοχων αναγνώσεων και διιστορικών αφηγήσεων. Θα επιχειρήσει να τοποθετήσει και να αναλύσει τον Μάρξ σε ένα ορισμένο πλαίσιο αντιδρώντας στην «μαρξιστική» τάση για διαχρονικά συμπεράσματα. Στην ουσία έτσι προστατεύει και κάποιες όψεις δύσκολα διαχειρίσιμες [αντίστοιχες της θέσης για τις αποικιοκρατίες] χωρίς να υποβαθμίζει το έργο του Μάρξ.
Στο άρθρο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης, με τίτλο « Η διαφύλαξη του αρνητικού ως στρατηγική αντεπίθεσης» θα επαναδιατυπώσει όλο τον φιλοσοφικό ειρμό του αριστερού εγελιανισμού, με πρόδηλες τις επιρροές του Μπακούνιν με όχημα όμως αυτή τη φορά την Τέχνη. Το πώς η άρνηση παραμένει μια κατάφαση, ένα βήμα από το οποίο θα τροφοδοτηθεί μια διαλεκτική της απελευθέρωσης, αποτελεί βασικό στίγμα του αναρχισμού. Η δε περιόδευση ενός τέτοιου θέματος μέσα από τις αίθουσες των Τεχνών αναδεικνύει με ένα πρωτότυπο τρόπο το ζήτημα. Η οριοθέτηση της αισθητικής του ολοκληρωτισμού, ταυτόχρονα με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας, έρχονται να εμπλακούν με το πολιτικό τους αντίστοιχο το παρεμβατικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία προσφάτως έχει αναλυθεί ως αλληλένδετη με τον κρατικό ολοκληρωτισμό. Η χρονική μεταφορά στο μεταπολεμικό κόσμο με την ανάδυση του μεταμοντέρνου ως εκδοχή αφήγησης ενός ουσιαστικά πράγματος, μιας διαρκούς θυσίας στο βωμό του μη – νοήματος, επαναφέρει τη χρησιμότητα της άρνησης ως θέση ενάντια στο υπάρχον. Καταλήγοντας:
“H συνολική άρνηση κάθε συνδιαλλαγής, η απόρριψη κάθε στρατηγικής παλινόρθωσης, η άρνηση συμμετοχής και καθορισμού από το θέαμα, η πίστη στην άμεση συλλογικότητα των ελεύθερων πολιορκημένων, η αντίθεση σε κάθε κλειστό σύστημα –χωρίς την απόρριψη του νοήματος της αλήθειας ως σχετικιστικής πλάνης- είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αρνητικής στάσης. Και αυτή είναι μια θετική άρνηση, όχι το αντιπολιτευόμενο «όχι σε όλα» που αρνείται για να διασώσει τον κόσμο”. 
Με μια βιβλιοπαρουσίαση και ένα κομμάτι του ιστορικού αρχείου κλείνει το πρώτο τεύχος του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Η παρουσίαση αφορά στο βιβλίο «Ταξίδι στο Παρελθόν» του Abel Paz ένα βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ν. Νικολαΐδη, και εκδόθηκε πρώτη φορά από την εφημερίδα Άλφα το 1996. Μετά την εξάντληση της πρώτης έκδοσης, αποτέλεσε την πρώτη έκδοση των συνεργατικών εκδόσεων Κουρσάλ, το Νοέμβριο του 2012. Την βιβλιοπαρουσίαση για τον Κοινωνικό Αναρχισμό θα αναλάβει ο Κώστας Δεσποινιάδης, ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει τα πλείστα στην υπόθεση του αναρχικού και ελευθεριακού βιβλίου και στοχασμού, με το πάθος ενός ζηλωτή. Στο ολιγοσέλιδο λογοτεχνικό κατ’ ουσίαν δημιούργημα του καταφέρνει όχι απλά να παρουσιάσει σωστά την ψυχή του βιβλίου αλλά να το τιμήσει πραγματικά. Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί και πέρα από την αφορμή που έκανε τον συντάκτη του να αναλάβει τον κόπο.
Η επιθεώρηση κλείνει με τη θεωρητική συνεισφορά ενός σύγχρονου αναρχικού διανοητή, του N. Berti, ο οποίος αναλαμβάνει να εμβαθύνει στους πραγματικούς λόγους της σύγκρουσης αναρχισμού και μαρξισμού, σε ένα εκτενές άρθρο που επεξηγεί ταυτόχρονα με πολιτικούς όρους τους λόγους της διάσπασης της Α’ Διεθνούς. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από την επιθεώρηση «Τεκμήρια» του 1983.
Κλείνοντας την παρουσίαση του Κοινωνικού Αναρχισμού, θα δανειστώ τα λόγια ενός μεγάλου επαναστάτη, που επανέφερε στο άρθρο του, για τον Abel Paz o Κώστας, ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν που κατηγορήθηκε για δολοφονίες, και ληστείες σχεδόν σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, ο ίδιος άνθρωπος δήλωνε ότι πρέπει να υπάρχει ένας αναρχικός εκδοτικός οίκος σε κάθε πόλη ίσως και ένα ελευθεριακό φεστιβάλ βιβλίου θα προσθέταμε εμείς. Είναι με αυτή την αντίληψη της ζωής, του αγώνα, της σύνδεσης της μάθησης με την δράση για την ελευθερία, που μπορούμε να επαναλαμβάνουμε, με την ίδια ειλικρίνεια “llevamos un mundo nuevo en nuestros corazones”.
Αναδημοσίευση από: http://anthostoukakou.blogspot.gr/2014/06/1.html