ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

PALIO TRAGOUDI

Σ’ ΑΠΟΧΤΗΣΑ

Σ’ είδα απ’ τ’ αμπέλια ν’ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου –
σ’ είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ’ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ’ απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ’ όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

Από τη συλλογή Ουρανία 1978

ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας με αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

Από τη συλλογή Μειλίγματα  1990

 

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν•
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …

Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008)

Δος μου όνομα

Ποια είμαι; Ποια είμαι;
μα την αλήθεια, δε θυμάμαι.
Μάργωσε η μνήμη μου, έρχεται χιόνι
τ’ ακούω, απ’ τα βουνά που κατεβαίνει
ριγούν οι ευκάλυπτοι. Ποιο τα’ όνομά μου;

Δος μου εσύ όνομα
που’ σαι άγγιχτος και νέος.

Η μέλλει της να φύγει και να ξεχαστεί,
η αχόρταγη είμαι των ήχων και των λόγων,
η ώριμη πριν να μεστώσει,
η άγουρη στην ωριμότητά της,
η αμφίβια όπου πατάει κι όπου πετάει μαζί.

Η μέλλει της να ξεχαστεί.

Από τη συλλογή Το λαγούτο, Αθήνα 1971

ΤΣΑΚΙΖΩ ΤΙΣ ΛΙΑΝΕΣ ΕΛΙΕΣ

Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.

Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε

Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;

Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Κ.

Ας ήμουν άξια να ΄στηνα τραγούδι
μεγάλο, ωσάν καράβι αρματωμένο
άφοβο του καιρού.
Τραγούδι για την ομορφιά σου, για τα νειάτα σου
και για τη μοναξιά σου,
και να ειπώ :
Το πώς εδέχτης ν΄αποθάνεις και δεν έρριξες
βλέμμα για τον Απρίλη πικραμένο
το πώς σηκώθηκες μονάχη σου
και στάθηκες μ΄ολάνοιχτα τα μάτια.

Μπροστά σου εφτά τουφέκια
πίσω σου το χάραμα
με τα τριαντάφυλλα και με τους κρόκους,
τι σούδινε κουράγιο, τι σε φτέρωνε
τι κύταζαν τα μάτια σου πέρα-μακριά
κι ήτανε τόσο ξάστερο το μέτωπό σου
ποιαν Ευτυχία, ποιαν Άνοιξη είδες να ξημερώνει
πίσω από τα τειχιά κι από τα σίδερα.
Γίνε οδηγός μου πνέμα ηρωϊκό!
Κάνε ν΄αστράψει και για μένα αναλαμπή
από τη φλόγα που σε συνεπήρε.

Από τη συλλογή Ποιήματα, (Εγκώμιο) 1957

ΟΛΓΑ ΚΑΜΠΑΝΙΕΡΗ

Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
απ΄ τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΑΝΕΜΟΣ ΑΟΚΝΟΣ

Δεν έχω φόβο πια κανένα
Μέσα μου υπάρχουν
οι φόβοι μ΄όλα τους τα πρόσωπα
Η φλούδα μου σκληρή – χυμοί στο βάθος
Ιδανική εποχή ποτέ μη δύσεις

Άνεμος άοκνος σκορπάει
τη σκόνη μου στα πεύκα στρόβιλος
την ανεβάζει εκεί απ΄όπου επάρθη
φυσάει τον αναμμένο Αρκτούρο

Ήσουν η δημιουργία κάποτε θάλασσα για μένα
ήσουν ο Ωκεανός πριν δω πριν μαθητεύσω
στων άστρων το δρυμό –
πριν να γνωρίσω των αριθμών το ρίγος

Από τη συλλογή Μειλίγματα, 1990

ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΖΗΤΩ

Την αρμονία ν΄ακούσω ζητώ
τη μουσική της γαλήνης
όπως απ΄τα λιβάδια ακούγεται
την ώρα που τ΄άστρα δακρύζουν
και την πρωινή πάχνη υφαίνουν.
Τότε αναδείχνεται του αγκαθιού το φύλλο
σαν ασημένιο κέντημα πάνω στο χώμα
η εύνοια τ΄ουρανού προσγειώνεται
και προστατεύει τον ύπνο του σπόρου.
Άγια τα γήινα, μα εγώ έχω κινήσει
για των ερωτημάτων τους κόσμους,
διάλειμμα στη θλίψη η περιέργειά μου.

Ανία της έντασης
πλήξη των σχέσεων και πλήξη της μοναξιάς
να ξεφύγω θέλω και να φύγω ακμαία,
με τη γύρη των άστρων ν΄αφομοιωθώ.
Νεφέλη πάνω απ΄το κάστρο αυτό να με σηκώσει.

Από τη συλλογή Ουρανία, 1978

ΤΟΠΙΟ Β΄

Είδα το Βέλες
από τα χιόνια του να φέγγει
στους γυμνούς λόφους κρατημένο
όπως παιδί στης μάνας του το στήθος
ώρα πολέμου, ώρα αποκλεισμού.

Στάζουν οι στέγες του και κρύσταλλα
ματώνουν το μουντό πρωί
στις ράγες στο σταθμό χειμώνας
στους ώμους του Άγγελου το χιόνι.

Τον Κόστα Ράτσιν
είδα να ταλαντεύεται να πέφτει
καθώς πουλί, την τουφεκιά ν΄αντιλαλεί
να τον θρηνούν του Λόπουσνικ οι οξιές
όχι στον ύπνο μου – ύπνο δεν έχω.

Το Βέλες σκέφτομαι
κι αυτόν τον μοιρασμένο ποταμό του
που παρασύρει ατάραχος τους ρύπους
περιφρονά τις έριδες, τις βίζες.
Ενωτικός, αγαθοδαίμων.

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ

Φυσάει αέρας στεγνωτής
κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια,
φουσκώνει ασπρόρουχα και σκούρα μανιασμένα.

Ωσάν καράβι η αυλή μου, όπου το σπρώχνει ο άνεμος
σ΄αγνώριστα ταξίδια,
έβαλε μπρος να ξεσηκώσει τα ντουβάρια.

Σπρώχνει κι εμέ π’ απλώνω μ΄ανοιχτά τα χέρια
– έτσι λιγνή κι ανάλαφρη
σα φύλλο θα με πάρει –
και να ΄τανε να μ΄έφερνε στα πέλαγα
μακριά από τη ζωή του μόχθου και της έγνοιας. 

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο,1962

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.

Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.

Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική …

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Εγκώμιο

(απόσπασμα)

Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·

δισταχτική είχες την παλάμη και στο δίκιο σου·

και για την πληρωμή του μεροκάματού σου

εχρώσταες χάρη.

Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.

Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα, και, ταπεινή,

από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.

Να ‘σουν κοντά μου με το χαμηλό

τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα

— ας μην περίμενες χαρά και δικαιοσύνη.

Πάρε, για σένα τα ‘φεραν τα ρόδα και τ’ αρώματα,

τα σπάνια, τ’ ακριβά του κόσμου εσέ ταιριάζουνε,

εργάτισσά μου αφρόντιστη κι αστόλιστη.

Πάρε τα τα στεφάνια και τα κρύσταλλα

με τα τριαντάφυλλα και με τις δάφνες.

Για σε θα σκύβουνε στο μάρμαρο οι τεχνίτες,

οι σμίλες θα ιστορούνε το μόχτο σου,

μ’ ανάγλυφα θα διηγούνται τα πάθη σου,

η Τέχνη θα καταδεχτεί να υψώνει αιώνια

κι άφθαρτη τη θύμησή σου.

Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,

όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.

Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα, το κουρασμένο,

και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.

Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,

βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής

— με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις

στης αιωνιότητας τη δόξα!

Από τη Συλλογή Ποιήματα (1957)

Πώς παγιδεύτηκα

Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα

σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν

καινούρια άστρα κι αναλώνονται

στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;

Εδώ θ’ αφανιστώ και θ’ αφομοιωθώ

χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο

που ’χουν τα ουράνια σώματα.

Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;

Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω

και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,

η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,

μια καταπίεση ακόμα

κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.

Από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978

http://www.poiein.gr/archives/14085

http://www.victoriatheodorou.blogspot.gr/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *