Monthly Archives: January 2016
Με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό ”λύνει” η κυβέρνηση το μεταναστευτικό
Ούρσουλα Λε Γκεν: Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν και το μέλλον της αριστεράς
Πρόλογος στη συλλογή κειμένων του Μάρεϋ Μπούκτσιν, Η Επόμενη Επανάσταση,
που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso.
Η «αριστερά», είναι ένας όρος που αποκτά τη σημασία του από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, και διευρύνει αυτή τη σημασία με την άνοδο του σοσιαλισμού, του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Η Ρωσική επανάσταση εγκαθίδρυσε μια κυβέρνηση εξολοκλήρου αριστερή στη σύλληψή της, αριστερά και δεξιά κινήματα χώρισαν την Ισπανία, δημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική τοποθετήθηκαν στη διάταξη που χωρίζει τους δύο πόλους. Αριστεροί φιλελεύθεροι σκιτσογράφοι απεικόνισαν την αντιπολίτευση ως ένα χοντρό πλουτοκράτη με πούρο, τη στιγμή που αντιδραστικοί στις ΗΠΑ δαιμονοποίησαν τους «κομμουνιστές» από τη δεκαετία του ’30 και σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πόλεμου. Η αντίθεση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, συχνά παρά την όποια υπεραπλούστευσή της, υπήρξε για δύο αιώνες χρήσιμη ως υπενθύμιση και περιγραφή μιας δυναμικής ισορροπίας.
Συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους στον εικοστό πρώτο αιώνα, τι παραμένει αριστερό στην Αριστερά όμως; Η αποτυχία του κρατικού κομμουνισμού, η σιγανή ενσωμάτωση κάποιου βαθμού σοσιαλισμού από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις, η αμείλικτη δεξιόστροφη κίνηση της πολιτικής όπως καθοδηγείται από τον εταιρικό καπιταλισμό, έκανε την προοδευτική σκέψη να δείχνει σε μεγάλο βαθμό, ξεπερασμένη ή περιττή ή απατηλή. Η Αριστερά περιθωριοποιήθηκε μέσα στη σκέψη της, αποσπασματοποιήθηκε στους στόχους της χωρίς να πείθει για την ικανότητά της να ενώσει. Ιδιαίτερα στην Αμερική, η στροφή προς τα δεξιά υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε ο καθαρός φιλελευθερισμός αποτελεί πλέον το τρομοκρατικό φάντασμα που υπήρξε κάποτε ο αναρχισμός ή ο σοσιαλισμός, και οι αντιδραστικοί αποκαλούνται πλέον ως «μετριοπαθείς».
Έτσι, σε μια χώρα που το μόνο που κάνει είναι να κλείνει το αριστερό της μάτι και να χρησιμοποιεί μόνο το αριστερό της χέρι, που ακριβώς χωράει ένας αμφιδέξιος και διόφθαλμος απίθανος γέρος όπως ο Μάρεϋ Μπούκτσιν;
Θα βρει το δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν μια συνεπή και εποικοδομητική σκέψη στην οποία μπορούν να βασίσουν τη δράση τους – μια απογοητευτική αναζήτηση. Θεωρητικές προσεγγίσεις που δείχνουν πολλά υποσχόμενες, όπως το Libertarian Party, καταλήγουν να είναι σαν την Ayn Rand μεταμφιεσμένη. Άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις σε ένα πρόβλημα καταλήγουν, όπως το κίνημα Occupy, να στερούνται δομής και αντοχής για να έχουν διάρκεια. Οι νέοι, οι άνθρωποι που αυτή η κοινωνία προδίδει κατάφωρα και αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών που η ίδια τους δημιουργεί, αναζητούν μια ευφυή, ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη σκέψη: όχι μια ακόμη οργισμένη ιδεολογία, αλλά μια πρακτική υπόθεση εργασίας, μια μεθοδολογία για το πως να ξαναπάρουμε τον έλεγχο του που πάμε. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί μια επανάσταση τόσο δυνατή, μιας και επηρεάζει βαθιά την κοινωνία ως όλο, όση και η δύναμη που επιθυμεί να τιθασεύσει.
Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν ήταν ειδικός στη μη βίαιη επανάσταση. Στοχάστηκε πάνω στις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές, τις σχεδιασμένες και μη, και τους τρόπους της καλύτερης δυνατής προετοιμασίας τους, όλη του τη ζωή. Μια νέα συλλογή κειμένων του, Η Επόμενη Επανάσταση: Λαϊκές συνελεύσεις και η υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα από τις εκδόσειςVerso, μας μεταφέρει στον αναστοχασμό της ζωής του και το απειλητικό μέλλον που αντιμετωπίζουμε.
Οι ανυπόμονοι, ιδεαλιστικοί αναγνώστες μπορούν να τον βρουν άβολα σκληρό στη σκέψη. Είναι απρόθυμος να υπερπηδήσει την πραγματικότητα χάριν ονείρων με χαρούμενο τέλος, ανάλγητος στο καθαρό αδίκημα που προσποιείται ότι είναι πολιτική δράση: «Μια πολιτική αταξίας ή “δημιουργικού χάους”, ή μια αφελής πρακτική κυριαρχίας στους δρόμους (συνήθως κάτι περισσότερο από ένα φεστιβάλ στο δρόμο), πισωγυρίζει τους συμμετέχοντες στη συμπεριφορά μιας αγέλης νεαρών». Αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στο Καλοκαίρι της Αγάπης παρά στο κίνημα Occupy, αποτελεί παρόλα αυτά μια μόνιμα πειστική απειλή.
Ο Μπούκτσιν όμως δεν είναι ένας σκυθρωπός πουριτανός. Τον διάβασα πρώτη φορά ως αναρχικό, πιθανόν τον πιο εύγλωττο και σκεπτόμενο τις γενιάς του, ενώ η απομάκρυνσή του από τον αναρχισμό δεν τον έκανε να χάσει καθόλου την αίσθηση της χαράς της ελευθερίας. Δεν θέλει να δει αυτή τη χαρά, να καταρρέει ξανά, ανάμεσα στα ερείπια της ίδιας του της ευφορικής αδιαφορίας.
Εκείνο που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει κάθε πολιτική και κοινωνική σκέψη τελικά, είναι φυσικά η αναπότρεπτη υποβάθμιση του περιβάλλοντος που προκαλεί ο ασυγκράτητος βιομηχανικός καπιταλισμός: το τεράστιο γεγονός για το οποίο η επιστήμη προσπαθούσε να μας πείσει εδώ και πενήντα χρόνια, τη στιγμή που η τεχνολογία μας παρείχε ακόμη μεγαλύτερους περισπασμούς από αυτό το γεγονός. Οποιοδήποτε προνόμιο μας απέφερε ο βιομηχανισμός και ο καπιταλισμός, οποιοδήποτε υπέροχο πλεονέκτημα στη γνώση, στην υγεία, στην επικοινωνία και στην άνεση, ρίχνει την ίδια θανάσιμη σκιά πάνω μας. Ό,τι διαθέτουμε, το έχουμε πάρει από τη γη. Και αυτό που παίρνουμε με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα και απληστία, το επιστρέφουμε όχι μόνο δυσανάλογα, αλλά άγονο ή δηλητηριασμένο.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να σταματήσουμε την διαδικασία. Μια καπιταλιστική οικονομία, εξ ορισμού, ζει από τη μεγέθυνση. Όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν: «Για τον καπιταλισμό το να σταματήσεις την ασυλλόγιστη επέκτασή του θα ήταν σαν να διέπραττες κοινωνική αυτοκτονία». Ουσιαστικά διαλέξαμε τον καρκίνο ως το μοντέλο του κοινωνικού μας συστήματος.
Η, μεγεθύνσου ή πέθανε, προστακτική του καπιταλισμού έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την οικολογική προστακτική για αλληλεξάρτηση και όριο. Οι δύο προστακτικές δεν γίνεται να συνυπάρξουν, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει και μια κοινωνία που θεμελιώνεται στον μύθο της συμφιλίωσης αυτών των δύο. Είτε θα εγκαθιδρύσουμε μια οικολογική κοινωνία ή η κοινωνία θα καταρρεύσει για όλους ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους θέσης.
Ο Μπούκτσιν πέρασε μια ολόκληρη ζωή αντιτιθέμενος στο αδηφάγο έθος του, μεγεθύνσου ή πέθανε, καπιταλισμού. Τα εννέα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο Η επόμενη επανάσταση αντιπροσωπεύουν την αποκορύφωση αυτής της δουλειάς: τα θεωρητικά στηρίγματα για μια εξισωτική και άμεσα δημοκρατική κοινωνία, με μια πρακτική προσέγγιση στην οικοδόμησή της. Ασκεί κριτική στις αποτυχίες των κινημάτων για την κοινωνική αλλαγή του παρελθόντος, αναβιώνει την υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας και στο τελευταίο κείμενο αυτής της συλλογής, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μετατρέψουμε την περιβαλλοντική κρίση σε μια στιγμή αληθινής επιλογής – σε μια ευκαιρία να υπερβούμε την παραλυτική επίδραση των ιεραρχιών του φύλου, της φυλής, της τάξης, του έθνους, μια ευκαιρία για να βρούμε μια ριζοσπαστική θεραπεία για το ριζικό κακό του κοινωνικού μας συστήματος.
Διαβάζοντάς το, συγκινήθηκα και αισθάνθηκα ευγνωμονούσα, όπως τόσο συχνά διαβάζοντας Μάρεϋ Μπούκτσιν. Υπήρξε αληθινό τέκνο του Διαφωτισμού στο σεβασμό του για καθαρή σκέψη και ηθική ευθύνη καθώς και στην ειλικρινή, ασυμβίβαστη αναζήτηση μιας ρεαλιστική ελπίδας.
Αναδημοσίευση από: http://stasei.blogspot.gr/2015/11/blog-post.html#more
Ανοιχτή συζήτηση για την κουρδική εμπειρία
Αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση: οι αληθινές λύσεις
του Massimo Varengo
Μετάφραση: Νίκος Χριστόπουλος
“Το εξεγερτικό πνεύμα που υπάρχει στον αναρχισμό είναι σήμερα η μοναδική αντίσταση απέναντι στην επέλαση του ρεφορμιστικού ωφελιμισμού. Όχι μόνο δεν το απορρίπτουμε αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, το θεωρούμε την καλύτερη πηγή των ενεργειών μας.” [από το βιβλίο ” Γράμματα σε ένα σοσιαλιστή” (Lettere ad un socialista) του Λουίτζι Φάμπρι (Luigi Fabbri), 1914].
Βρίσκω ενδιαφέρουσα αυτή την αναφορά στον Φάμπρι, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα ήταν γνωστός για την απόσταση που κρατούσε από κάθε εξτρεμιστική υπερβολή, για έναν αναστοχασμό πάνω στο θέμα της βίας, τον οποίο θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμο σε μια περίοδο σαν κι αυτή που ζούμε τώρα, αυξανόμενων κοινωνικών αντιφάσεων και επαναστατικών δυναμικών (όχι απαραίτητα ελευθεριακών), κατά την οποία το ζεύγος εξέγερση και βία από μερικούς βιώνεται ως αδιαχώριστο, σαν κάθε βίαιη πράξη να είναι από μόνη της εξεγερτική, κι από άλλους ως απαράδεκτο απολύτως.
Η εξουσία πάντα πόνταρε
Πάρα πολλές φορές έχω δηλώσει αναφερόμενος στον ορισμό της βίας ότι το υποκείμενο που κατεξοχήν εξασκεί το συστατικό της στοιχείο – δηλαδή τη φυσική και ηθική επιβολή – είναι το Κράτος το οποίο με την απειλή νόμων, διαταγμάτων, νορμών, την ίδρυση φυλακών, δικαστικών ψυχιατρείων κτλ. προσπαθεί να συμμορφώσει τα άτομα σε ένα σύστημα ιεραρχιών και εξουσιαστικών ή ιδιοκτησιακών αξιών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η υποτιθέμενη νομιμότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας. Επίσης, η βία μπορεί να θεωρηθεί – αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη ερμηνεία – ως η επιβολή μιας εγκληματικής θέλησης που εκφράζεται με τη χρήση της φυσικής δύναμης και των όπλων. Όμως, όπως και να τη διαβάσεις, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η βία παρουσιάζεται ως κοινωνική σχέση εφόσον προϋποθέτει δύο υποκείμενα, εκείνον που την ασκεί και εκείνον που την υφίσταται. Κι όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνική σχέση έτσι κι αυτή ανοίγει ένα πολιτικό πρόβλημα αφού η χρήση της συνεπάγεται μια ηθική κρίση επάνω σε αυτό που είναι δίκαιο και σε αυτό που δεν είναι.
Σχετικά με αυτό, είναι ωφέλιμο να υπογραμμίσουμε ότι η λέξη ”βία” χρησιμοποιείται από την εξουσία για να δυσφημίσει όσους, πραγματικούς ή μη, της αντιτίθενται, ενώ παραδόξως είναι η εξουσία, το Κράτος το οποίο αξιώνοντας για τον εαυτό του το μονοπώλιο των όπλων και ασκώντας την κυβέρνηση πάνω στην κοινωνία χάρη σε διατάγματα και νόμους, τα οποία είναι αποκλειστικός καρπός των υπαρχόντων σχέσεων ισχύος, ασκεί καταπίεση και επιβάλλει υποχρεώσεις, εκ των πραγμάτων δηλαδή ”βία”, αν και μεταμφιεσμένη από τους μακιαβελικούς μηχανισμούς της αυτοαποκαλούμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Επειδή φυσικά η λέξη ”βία” προκαλεί τρόμο στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ο οποίος προσδοκά μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κοινωνία, η εξουσία, κατηγορώντας για βία όσους της αντιτίθενται κι όποιον δεν υπόκειται στον ολοκληρωτικό της έλεγχο, επιδιώκει να προξενήσει και να διασπείρει μέσα στην κοινωνία την απαξίωση και το φόβο απέναντί τους για να δικαιολογήσει περαιτέρω τη νόμιμη χρήση της καταστολής, συνήθως βίαιης, η οποία ισχυροποιείται κατά περιόδους από ειδικά ”μέτρα” τα οποία λαμβάνονται στα λόγια ενάντια στους ”βίαιους”, αλλά κατευθύνονται ενάντια σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Σε αυτό το επίπεδο η εξουσία πάντα πόνταρε με στόχο τη διαίρεση και τη διάσπαση των αντιπολιτευτικών κινημάτων, κατηγορώντας τα πιο ριζοσπαστικά και αποφασισμένα τμήματά τους για ”βία” – εργαλειοποιώντας μεμονωμένα γεγονότα, προκαλώντας άλλα, εκμεταλλευόμενη σαφείς αφέλειες – με στόχο να στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου σύμφωνα με την αρχαία αρχή του ”διαίρει και βασίλευε”. Αυτή η στρατηγική, η οποία το επαναλαμβάνω, ποντάρει πάνω στην αποστροφή που νιώθει απέναντι στη βία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, τροφοδοτεί συγχρόνως τα πιο μετριοπαθή τμήματα των αντιπολιτευτικών κινημάτων τα οποία αποδέχονται τους περιορισμούς που επιβάλλει η κυβέρνηση στον τρόπο διαδήλωσης και διαμαρτυρίας, με στόχο να μην διακινδυνεύσουν να δώσουν μια βίαιη εικόνα της δράσης τους.
Ενεργώντας όμως με αυτόν τον τρόπο, κάθε προοπτική αλλαγής στην ουσία ανατίθεται στις ελίτ που αλληλομάχονται για την εξουσία, αρνούμενοι στην πραγματικότητα να είμαστε οι πρωταγωνιστές της ζωής και του μέλλοντός μας, περιορίζοντας την πιθανότητα να εκφρασθούμε στις εκλογές, όποτε γίνονται, ή σε διαδηλώσεις όλο και πιο κενές από την πραγματική βούληση ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού, ο οποίος πραγματοποιείται μέσα από αποφασιστικούς αγώνες, πραγματικές απεργίες, σαμποτάζ και μποϊκοτάζ, από σώματα που μπαίνουν μπροστά.
Παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων κάποιοι απαντούν με πράξεις και προκηρύξεις οι οποίες διεκδικούν τη νομιμότητα της βίαιης δράσης ενάντια στη βία του Κράτους, νομίζοντας ότι μπορούν να υπερβούν τα όρια των κινημάτων. Και το κάνουν επικαλούμενοι την γνωστή από παλιά ”προπαγάνδα της πράξης” ή τον ατομικιστικό μηδενισμό ή μια συγκεκριμένη παράδοση αντάρτικου φοκιστικού τύπου [1].
Παρουσιάζοντας και βιώνοντας την κοινωνική σύγκρουση ως πόλεμο εν εξελίξει θέλουν να προτείνουν μια βίαιη “επαναστατική” δράση που θα είναι σε θέση να ταρακουνήσει και να εμπλέξει τις μάζες σε αυτή τη μάχη η οποία θεωρείται ήδη διακηρυγμένη κι απ’ τις δυο πλευρές. Όμως αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην πλειοψηφία των διεξαγόμενων πολέμων, κατά τους οποίους τα εμπλεκόμενα μέρη (σωστά ή λάθος) αισθάνονται σε πόλεμο, στην περίπτωση των ταξικών αγώνων ή της κοινωνικής σύγκρουσης η μεγάλη πλειοψηφία των υποτελών δεν αισθάνεται σε πόλεμο.
Η διεκδίκηση λοιπόν της επαναστατικής βίας σαν να είναι η βασικότερη προϋπόθεση της μετασχηματιστικής δράσης όσων εναντιώνονται στην υπάρχουσα τάξη είναι ένα δώρο που χαρίζεται στην αντίθετη πλευρά, στην εξουσία και τις πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές ελίτ, οι οποίες τη χρησιμοποιούν για να κάμψουν κάθε πραγματικότητα που αρνείται τη συνεργασία και την υποταγή.
Είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες της σύγχρονης εξουσίας: την κυριαρχία του κεφαλαίου και την υποταγή στις δυναμικές του, τη διάσπαση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – ο οποίος υπόκειται συνεχώς στους ιεραρχικούς περιορισμούς μιας αυταρχικής κοινωνίας (την πατριαρχία, ένα σχολείο φτιαγμένο για να καλουπώνει, τη μισθωτή εργασία, τον αστυνομικό έλεγχο, την ταξική δικαιοσύνη κτλ.) και οι οποίοι ενισχύονται από την ευρεία χρήση των μαζικών μέσων επικοινωνίας – το φόβο της απώλειας των αναγκαίων για την επιβίωση (ανεργία, επισφάλεια στην εργασία), τη συνεχή παρότρυνση για κατανάλωση, ένα αίσθημα συνεχούς ανεπάρκειας, αλλοτρίωσης, απομόνωσης, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων κτλ.
Σε αυτές τις συνθήκες το να ερμηνεύεις την κοινωνική σύγκρουση σαν ένα πόλεμο ανάμεσα σε δύο αντιπάλους στο ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης και σαφήνειας προθέσεων, είναι ένα παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής. Χρήσιμο ίσως για να γεμίσεις τις γραμμές σου με λίγη ενότητα, αλλά ακατάλληλο να ανατρέψει τη συνολική κατάσταση.
Συλλογισμός και συνειδητή επιλογή
Ομοίως η αντίσταση στη βία της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί ως “βία” και η απόρριψη της συστηματικής χρήσης της βίας δεν συνεπάγεται την αποδοχή της βίας είτε πάνω μας είτε πάνω σε άλλα υποκείμενα.
Το ότι είναι αποφασιστική και ενεργητική είναι ένα χαρακτηριστικό της άμεσης δράσης που υποστηρίζουν οι αναρχικοί και μάλιστα είναι αυτό που τους διακρίνει από τη διαμεσολάβηση και τον συμβιβασμό της κοινοβουλευτικής ή μεταρρυθμιστικής μεθόδου.
Όμως για τους αναρχικούς η αποτελεσματικότητα της άμεσης δράσης δεν εκφράζεται από το βαθμό της βίας που περιέχει, αλλά μάλλον από την ικανότητα να υποδείξει ένα δρόμο προσιτό στους πολλούς, να δημιουργήσει μια συλλογική δύναμη ικανή να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βία. Ο αναρχισμός, αυτός καθαυτόν, προϋποθέτει συλλογισμό και συνειδητή επιλογή των πράξεων. Αν από τη μια μεριά αρνείται να ταυτιστεί με την ιδεολογία της βίας (violentismo), από την άλλη δεν δέχεται τις απολύτως μη βίαιες θέσεις. Ο σύγχρονος αναρχισμός, αφήνοντας πάντα ελεύθερο το πεδίο στη συνείδηση των ατόμων και την ερμηνεία της ιστορικής στιγμής, πρέπει να μπορέσει να συνδυάσει το σεβασμό των ανθρώπινων αξιών που ανέκαθεν τον διέκρινε με την ικανότητα να δυναμώσει την αίσθηση της ελευθερίας και της ισότητας που υπάρχει μέσα στα κινήματα, προωθώντας την αυτοδιαχείριση και την αυτοοργάνωση, αληθινές λύσεις για κάθε πραγματική διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
[1] Φοκισμός (foquismo) [σ.τ.μ.]: Θεωρία που ανέπτυξε ο Ρεζί Ντεμπρέ (Régis Debray) εμπνεόμενος από τη δράση και τα γραπτά του Τσε Γκεβάρα αλλά και την εμπειρία του ίδιου του Ντεμπρέ στο αντάρτικο της Βολιβίας (1966-67). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία μια μικρή μετακινούμενη εστία (foco) ένοπλων ανταρτών μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναστατική διαδικασία με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος , χωρίς να είναι απαραίτητα παρούσες όλες οι συνθήκες ενός γενικού ξεσηκωμού . Ο φοκισμός συνοψίζεται στη φράση του Τσε Γκεβάρα : “δεν είναι ανάγκη πάντα να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι συνθήκες για να κάνουμε μια επανάσταση , η επαναστατική εστία μπορεί να τις δημιουργήσει”.
Ο Massimo Varengo είναι ιταλός αναρχικός και μέλος της FAI (Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία). Έχει επισκεφθεί την Ελλάδα και έχει μιλήσει σε εκδηλώσεις του περιοδικού Ευτοπία. Το άρθρο είναι μετάφραση από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A-Rivista Anarchica, τεύχος 367, Δεκέμβριος ΄11 – Ιανουάριος ΄12.