All posts by oulaloum

Άνσελμ Γιάππε: Βία, αλλά για να κάνουμε τι;

Ποιο είναι σήμερα το πρόσωπο της βίας στη Γαλλία; Για όποιον πηγαινοέρχεται συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η πρώτη εικόνα της βίας, τη στιγμή που φτάνει σε ένα σταθμό ή ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας, είναι η αστυνομία. Δεν έχω δει ποτέ περισσότερους αστυνομικούς από όσους βλέπω σήμερα στη Γαλλία, ιδίως στο Παρίσι. Ούτε στην Τουρκία την περίοδο της δικτατορίας. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πραξικοπήματος ή σε μια κατεχόμενη χώρα. Ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Και τι αστυνομικοί! Με ένα σκαιό και αλαζονικό ύφος που δεν έχει όμοιό του. Αν τολμήσει κανείς να ψελλίσει την παραμικρή αντίρρηση –π.χ. όταν του ελέγχουν με πρωτοφανή επιμέλεια τα χαρτιά ή του ψάχνουν την τσάντα πριν επιβιβαστεί στο τρένο– νιώθει ότι φλερτάρει με τη σύλληψη, το ξύλο και την κατηγορία της «αντίστασης κατά της αρχής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι περνούν όσοι έχουν πιο σκούρο δέρμα ή δεν διαθέτουν χαρτιά. […] L12_Contraducto_03

Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μακράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.

Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συγκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. […]

Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας.

Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί.

L12_Contr

Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μιαπρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα
αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολοκληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί;

Η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής διαλεκτικής προϋποθέτει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο και ότι μπορούν να αναδειχθούν και άλλες δυνάμεις. Σήμερα τα πάντα γίνονται για να αποτραπεί η δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης. Κι όμως, όταν παρατηρούμε τα ονόματα των οδών στις γαλλικές πόλεις, βρίσκουμε ανάμεσά τους το όνομα του Auguste Blanqui και του François-Vincent Raspail, του Armand Barbès και της Louise Michel, του Édouard Vaillant και του Jules Vallès… Όλοι διώχθηκαν στην εποχή τους, βρέθηκαν στη φυλακή, εκτοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σήμερα το ίδιο το κράτος τους αναγνωρίζει (έστω και απρόθυμα) ως εκείνους που είχαν δίκιο, ενάντια στο κράτος της εποχής τους. Το γαλλικό κράτος θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό του, σε δύο ή τρεις επαναστάσεις και στην Αντίσταση – αν όμως οι προκάτοχοί του είχαν τα όπλα που διαθέτει το σημερινό κράτος, το σημερινό κράτος δεν θα υπήρχε. Αν το κράτος παρέμενε πιστό στην ίδια τη λογική του, θα έδινε μια ευκαιρία στους αντιπάλους του… Δεν πρόκειται βέβαια να ζητήσουμε από το κράτος να γίνει τόσο συνεπές ώστε να σέβεται τη ρητορική του. Αν όμως αφαιρέσει από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του και την παραμικρή δυνατότητα να δρουν και να αντιδρούν, αν αποφασίσει ότι είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες κρατικές μορφές, αν ισχυριστεί ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας», οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Γιατί το κράτος κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η μόνη «εναλλακτική» στην κυριαρχία του να είναι η απροκάλυπτη βαρβαρότητα. Προτιμά να κριθεί από τους εχθρούς του παρά από τους ανύπαρκτους διαδόχους του, όπως παρατήρησε ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ στα Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος το 1988. Κάθε «αντιτρομοκρατική» πολιτική ακολουθεί αυτή την αρχή, την οποία εφάρμοσαν ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον οι αρχές της Αλγερίας.

Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το εργατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες.

L12_Con

Αλλά οι ψευδαισθήσεις φαίνεται σήμερα να διαλύονται σιγά σιγά. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ελιγμών. Το κράτος δεν έχει τίποτα πια να αναδιανείμει, και έτσι η έκκληση για τήρηση της νομιμότητας καθίσταται κενό γράμμα: δεν έχει αντίκρισμα, δεν έχει γλυκό ως ανταμοιβή για τα καλά παιδιά. Μπορούμε επομένως να προβλέψουμε –και ήδη το βλέπουμε γύρω μας– ότι θα υπάρχει μια τεράστια πύκνωση των «παράνομων» ενεργειών, όπως οι καταλήψεις, οι ομηρείες διευθυντών, οι καταστροφές, οι αποκλεισμοί δρόμων κ.λπ.

Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση –ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν.[…]

Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το
επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 194 8) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη».

Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. […]

L12_C

Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά.

«Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό… Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους…

Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση.

Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο;

Μετάφραση: Σ. Κ.
 
«La violence, mais pour quoi faire?». 
Δημοσιεύτηκε στο περ. Lignes, τχ. 29 , Μάιος 2009. 
Αναδημοσιεύτηκε στο Crédit à mort, Lignes 2011. 
Παραλείψαμε εδώ τις σημειώσεις του κειμένου.
Αναδημοσίευση από:  http://www.levga.gr/2013/11/blog-post_6.html

Για μια ελευθεριακή πολιτική «εξουσία»

carrà 02του ΤΟΜΑΣ ΙΜΠΑΝΕΖ

 Επιστημολογικές και στρατηγικές εκτιμήσεις γύρω από την έννοια

Ο Αναρχισμός βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια φάση στασιμότητας που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, και η οποία εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και σ’ αυτό της πρακτικής.

Στο θεωρητικό επίπεδο είναι σπάνιοι οι νεωτερισμοί που παρήχθησαν στους κόλπους μιας σκέψης που μπορούμε χωρίς αμφιβολία να χαρακτηρήσουμε ριζοσπαστική, αλλά με μια τόσο ιδιαίτερη έννοια ώστε να κολλάει κυριολεκτικά στις ρίζες της λες και έχει κόλλα, συναντώντας τεράστιες δυσκολίες στο να αναπτυχτεί και να εξελιχτεί έχοντας ως αφετηρία αυτές τις ρίζες. Ο αναρχισμός έμεινε σταθερός, στο μεγαλύτερο μέρος του, στις αντιλήψεις και τις προτάσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια 18ου και του 19ου αιώνα. Στο επίπεδο της πρακτικής, μπορούμε σίγουρα να υποστηρίξουμε ότι ο αναρχισμός διαδόθηκε στους κόλπους μεγάλων άμορφων κοινωνικών κινημάτων, σιωπηλά ελευθεριακών, ενώ παράλληλα έχει σφραγίσει μεγάλο αριθμό κοινωνικών αλλαγών. Δυστυχώς, για καθέναν από τους μετασχηματισμούς που είχαν ελευθεριακά χαρακτηριστικά, είναι εύκολο να αναφέρουμε δεκάδες μικρο-εξελίξεις που με μια έννοια, άμεσα ή έμμεσα, είναι ολοκληρωτικές. Η κοινωνία μοιάζει να μετακινείται προς μια κατεύθυνση συστολής και όχι διεύρυνσης των θεμελιακών ελευθεριών και αυτονομιών.

Αυτή η διπλή στασιμότητα αποτελεί προφανώς πρόβλημα και μου φαίνεται ότι βάζει σε αμφισβήτηση την αξία των ελευθεριακών θέσεων. Είναι δυνατό να σκιαγραφήσουμε τα στοιχεία μιας νέας αφετηρίας; Πιστεύω πως ναι. Παράλληλα με τις πιο θεμελιώδεις σκέψεις που θά ‘πρεπε να προσανατολίζονται προς την επεξήγηση των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής των ιδεολογιών και των κινημάτων της κοινωνικής χειραφέτησης1, νομίζω ότι μια ενδεχόμενη ενδυνάμωση της ελευθεριακής σκέψης και πράξης περνάει απαραίτητα από μια ιδιαίτερη επιχείρηση εξορκισμού. Είναι απολύτως απαραίτητο να εξορκίσουμε μια ολόκληρη σειρά θεμάτων ταμπού των οποίων η ιδεολογικο-συναισθηματική φόρτιση μπλοκάρει κάθε δυνατότητα σκέψης. Κι αυτή η επιχείρηση εξορκισμού είναι πολύ περισσότερο αναγκαία όταν αφορά συγκεκριμένα θεμελιακά ζητήματα του «σκληρού πυρήνα»2 της αναρχικής σκέψης.

Η έννοια «εξουσία» και, πιο συγκεκριμένα, η έννοια «πολιτική εξουσία» είναι μία από τις πρώτες που θά ‘πρεπε να αποϊεροποιηθούν αν θέλουμε να απεγκλωβίσουμε τις συνθήκες για την πιθανή ανανέωση του αναρχισμού. Στην πραγματικότητα, έχει γίνει σύνηθες φαινόμενο να χρησιμοποιείται ο καθορισμός της θέσης σε σχέση με το ερώτημα της εξουσίας, ως ένα από τα βασικά κριτήρια του διαχωρισμού ανάμεσα στις ελευθεριακές και μη ελευθεριακές θέσεις. Κατά την άποψή μου το ερώτημα της εξουσίας συνιστά το βασικό «διαφοροποιητικό» στοιχείο ανάμεσα στους βαθμούς της «ελευθεριακότητας» των διαφόρων κοινωνικο-ιδεολογικών σκέψεων, καθώς και ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικο-πολιτικες στάσεις, τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές. Αυτο που θεωρώ ανεπίτρεπτο είναι να θεωρείται ότι η σχέση της ελευθεριακής σκέψης και της έννοιας της εξουσίας μπορεί να διατυπώνεται μόνο με όρους άρνησης, αποκλεισμού, απόρριψης, αντίθεσης, δηλαδή αντινομίας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια ελευθεριακή θεώρηση της εξουσίας. Όσο αυτό δε γίνεται κατανοητό πλήρως από την ελευθεριακή σκέψη, αυτή δε θα είναι σε θέση να προσεγγίσει εκείνες τις αναλύσεις και πρακτικές που θα της επιτρέψουν να καταλάβει την κοινωνική πραγματικότητα.

1. Η έννοια της εξουσίας.

Η πολυσχημία του όρου «εξουσία» και το εύρος του σχηματικού του φάσματος συνιστούν τις συνθήκες που ευνοούν τους διάλογους κουφών. Παρατηρούμε συχνά πώς κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, το περισσότερο που καταφέρνουν οι ομιλίες είναι απλά να παρατίθονται αντί να προστίθονται η μία στην άλλη, καθώς πραγματεύονται αντικείμενα βαθειά διαφορετικά μεταξύ τους, που αποκτούν κοινό έδαφος με την προσφυγή σε έναν κοινό προσδιορισμό: την «εξουσία». Είναι λοιπόν, χρήσιμο να περιγράψουμε τον όρο «εξουσία» πριν επιχειρήσουμε τη συζήτησή του. Εννοείται βέβαια, πως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ανοιχτούμε προς έναν «αντικειμενικό» και χωρίς προβλήματα ορισμό της λέξης εξουσία, αφού αναφέρεται σ’ έναν όρο πολιτικά φορτισμένο, που έχει αναλυθεί από παλιά από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός «ουδέτερος».

Σε μια από τις έννοιες του, πιθανά τον πιο γενικό και διαχρονικά τον πρώτο, ο όρος «εξουσία» λειτουργεί σαν αντίστοιχος με την έκφραση «έχω την ικανότητα να …», δηλαδή ως συνώνυμο του συνόλου των γεγονότων των οποίων κάποιος που είναι δρων, ενεργητικός ή όχι, μπορεί να είναι η άμεση ή έμμεση αιτία. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι απ’ αυτήν την αφετηρία η εξουσία ορίζεται σχετικά, αφού για να μπορέσει να εδραιωθεί χρειάζεται μια αλληλεπίδραση. Φαντάζομαι ότι κανένας, ελευθεριακός ή μη, δεν επιθυμεί να συζητήσει για αυτήν την συγκεκριμένη εξουσία, και ότι κανένας δε θεωρεί πως είναι χρήσιμο να την αμφισβητήσει δηλαδή να την καταστρέψει. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν υπάρξεις χωρίς εξουσία και ότι η εξουσία είναι, μ’ αυτήν την έννοια, ομοούσια με αυτή καθαυτή τη ζωή.

Με μια δεύτερη έννοια η λέξη «εξουσία» αναφέρεται σ’ εναν συγκεκριμένο τύπο σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά δρώντες, κι ετσι συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται ως η ασύμμετρη η άνιση ικανότητα που έχουν οι δρώντες να δημιουργούν αποτελέσματα πάνω στον άλλο πόλο της σχέσης που εγκαθιδρύεται. Δεν πιστεύω ότι είναι οππορ- τουνιστικο το να μπούμε εδώ σε πιο λεπτά επίπεδα ανάλυσης και να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, αν η παραγωγή αποτελεσμάτων πρέπει να είναι ηθελημένη ή όχι κλπ, για να νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για σχέση εξουσίας

Με μια τρίτη έννοια ο όρος «εξουσία» αναφέρεται στις μακροκοινωνικές δομές και στους μακροκοινωνικούς μηχανισμούς κοινωνικής ρύθμισης ή κοινωνικού ελέγχου. Μιλάμε μ’ αυτήν την έννοια για «μηχανισμούς» ή «σχηματισμούς», για «κέντρα» ή «δομές» εξουσίας, κλπ. Σημειώνω ότι αυτό δεν έχει την έννοια υπεράσπισης της «κατάργησης της εξουσίας» σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα έκφρασής της, και ότι είναι αλήθεια και «προφανές». για το επίπεδο 1 (η εξουσία ως ικανότητα), είναι εξίσου αλήθεια, αν και λιγότερο «προφανές» για τα άλλα υπό εξέτασιν επίπεδα. Μ’ άλλα λόγια, το να μιλάμε για μια κοινωνία «χωρίς εξουσία» συνιστά σφάλμα κρίσης, είτε το θέτουμε από την άποψη της εξουσίας ικανότητας (που θα σήμαινε μια κοινωνία η οποία δεν θα «μπορούσε» να κάνει τίποτα;), είτε το θέτουμε στο επίπεδο των ασύμμετρων σχέσεων (που θα σήμαινε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις χωρίς ασύμμετρα αποτελέσματα;), είτε τέλος το θέτουμε από την άποψη του κοινωνικού (που θα σήμαινε ένα σύστημα, και η κοινωνία είναι προφανώς ένα σύστημα, του οποίου τα στοιχεία δεν θα «περιορίζονταν» από το σύνολο των σχέσεων που ορίζουν με ακρίβεια το σύστημα;).

Οι σχέσεις εξουσίας είναι ομοούσιες με το ίδιο το κοινωνικό γεγονός, ενυπάρχουν σ’ αυτό, το εμποτίζουν, το περικλείουν και ταυτοχρόνως απορρέουν απ’ αυτό. Από τη στιγμή που το κοινωνικό υπονοεί αναγκαστικά την ύπαρξη ενός συνόλου αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε πολλά στοιχεία που απότομα σχηματίζουν ένα σύστημα, υπάρχουν αναπόφευκτα αποτελέσματα εξουσίας του συστήματος πάνω στα στοιχεία του, ακριβώς όπως υπάρχουν αποτελέσματα εξουσίας και ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος.

Όταν μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς πολιτική εξουσία, μιλάμε για μια κοινωνία χωρίς κοινωνικές σχέσεις, χωρίς κοινωνικές ρυθμίσεις, χωρίς διαδικασία κοινωνικών αποφάσεων, με λίγα λόγια μιλάμε για κάτι «ασύλληπτο», κατ’ επανάληψη αντιφατικό μέσα στην ίδια του τη διατύπωση.

Εισάγω εδώ το χαρακτηριστικό «πολιτικό» για να αποσαφηνίσω τον όρο «εξουσία», αφού αυτός με την πιο γενική του έννοια, σημαίνει απλά τη διαδικασία και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων που επιτρέπουν σ’ ένα κοινωνικό σύνολο να επιλέγει ανάμεσα στις διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις που συναντά, όπως επίσης τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που διαβεβαιώνουν την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν παρθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει, μ’ αυτήν την έννοια, μια πολλαπλότητα μοντέλων «πολιτικής εξουσίας». Αφού οι ελευθεριακοί δηλώνουν ότι είναι «ενάντια στην εξουσία», αφού διαδηλώνουν την αναγκαιότητα να «καταργηθεί η εξουσία», αφού προτείνουν μια «κοινωνία χωρίς εξουσία», δεν μπορούν να διατηρήσουν έναν παραλογισμό ή κάτι το αδιανόητο.3

Είναι πιθανό να κάνουν απλά λάθος μετωνυμικού τύπου και χρησιμοποιούν τη λέξη «εξουσία» για ν’ αναφερθούν στην πραγματικότητα σ’ έναν «συγκεκριμένο τύπο σχέσεων εξουσίας», γνωρίζοντας, και πολύ συγκεκριμένα, τον τύπο της εξουσίας που βρίσκουμε στις «σχέσεις κυριαρχίας», στις «δομές κυριαρχίας», στις «διατάξεις κυριαρχίας», στα «εξαρτήματα κυριαρχίας» κλπ (είτε είναι αυτές οι σχέσεις καταναγκαστικού, χειραγωγικού ή άλλου τύπου). Ακόμα δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στις σχέσεις κυριαρχίας το σύνολο των σχέσεων που περιορίζουν την ελευθερία 4του ατόμου ή των ομάδων. Κι αυτό όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο θα χάραζε εκ νέου μια σχέση ισοδυναμίας μεταξύ των σχέσεων κυριαρχίας και των σχέσεων εξουσίας (καθώς κάθε πολιτική ή «κοινοτική» εξουσία είναι αναγκαστικά περιοριστική), αλλά ακόμα γιατί η ελευθερία και η εξουσία με καμμία έννοια δεν βρίσκονται σε μια σχέση απλής αντίθεσης.

Στην πραγματικότητα, είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις εξουσίας (που ενυπάρχουν στο κοινωνικό, ας μην το ξεχνάμε αυτό) περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι την κάνουν δυνατή και τη διευρύνουν. Μ’ αυτήν την έννοια θά ‘πρεπε να διαβάσουμε εκείνη την ωραία φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία μου δεν σταματάει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία των άλλων, αλλά αντιθέτως, εμπλουτίζεται από την ελευθερία των άλλων και διευρύνεται απ’ αυτήν.

Είναι ξεκάθαρο ότι η ελευθερία του άλλου περιορίζει τη δική μου (δεν είμαι ελεύθερος να κάνω όλα εκείνα που μπορούν να παραβιάζουν τη δική του), αλλά είναι εξίσου ξεκάθαρο, ταυτοχρόνως, ότι η ελευθερία μου έχει ανάγκη αυτήν την άλλη ελευθερία για να μπορέσει να υπάρξει (σ’ έναν κόσμο αυτομάτων η ελευθερία μου θα περιοριζόταν σημαντικά). Η εξουσία και η ελευθερία, λοιπόν, συγχέονται σ’ ένα περίπλοκο σύμπλεγμα ανταγωνισμού υλοποίησης.

Για να επιστρέψουμε στην καρδιά του προβλήματος, θα λέγαμε λοιπόν, ότι οι ελευθεριακοί είναι στην πραγματικότητα ενάντια στα κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στις σχέσεις κυριαρχίας (με την αυστηρή έννοια του όρου). Το «κάτω η εξουσία» θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί από το ελευθεριακό λεξιλόγιο, προς όφελος του «κάτω οι σχέσεις κυριαρχίας», και αυτό γιατί υπάρχει σήμερα χρέος να οριστούν οι συνθήκες της πιθανής ύπαρξης μιας κοινωνίας μη κυριαρχίας. Αν οι ελευθεριακοί δεν είναι ενάντια στην εξουσία, αλλά ενάντια σ’ έναν συγκεκριμένο τύπο εξουσίας, σημαίνει ότι είναι οπαδοί μιας συγκεκριμένης ποικιλίας εξουσίας που είναι εύχρηστο (και ακριβές) να την ονομάζουμε «ελευθεριακή εξουσία», ή ακριβέστερα «ελευθεριακή πολιτική εξουσία».

Αυτό σημαίνει ότι ασπάζονται έναν νέο τρόπο ελευθεριακής λειτουργίας των μηχανισμών, των διατάξεων και των σχέσεων της εξουσίας, που χαρακτηρίζουν την κοινωνία. Η αποδοχή της αρχής μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας μπορεί να επιφέρει δύο τύπους αποτελεσμάτων. Ο πρώτος μας τοποθετεί και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε και ν’ αναλύσουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες άσκησης μιας ελευθεριακής πολιτικής εξουσίας, τόσο στους κόλπους μιας κοινωνίας «με κράτος», όσο και σε μια κοινωνία «χωρίς κράτος».

Η εύκολη λύση συνίσταται, προφανώς, στο να διαδηλώνουμε ότι πρέπει να καταργηθεί η εξουσία, αποφεύγοντας το δύσκολο έργο να πούμε ποιες συγκεκριμένα είναι οι συνθήκες λειτουργίας μιας ελευθεριακής εξουσίας και ποιοι είναι οι τρόποι επίλυσης των συγκρούσεων σε μια μη-αυταρχική κοινωνία6. Εξάλλου το να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο κράτος και να υπερβάλλουμε σχετικά με την εξαφάνισή του, μας διευκολύνει να παραβλέπουμε το ότι ακόμα και χωρίς κράτος, οι σχέσεις και οι διατάξεις της εξουσίας διατηρούνται στους κόλπους της κοινωνίας. Αν είμαστε πεπεισμένοι ότι με την εξαφάνιση του κράτους εξαφανίζεται η εξουσία, γιατί τότε να ασχολούμαστε μαζί της;

Ο δεύτερος τύπος αποτελεσμάτων θα μπορούσε να συνίσταται στο να κάνει, επιτέλους, δυνατή την επικοινωνία ανάμεσα στους ελευθεριακούς και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, αν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον ελευθεριακό λόγο, αν αδιαφορούν γι’ αυτόν, αν δεν μοιράζονται τις ανησυχίες του, η ευθύνη δεν είναι δική τους, αλλά των ελευθεριακών. Η καλή λαϊκή κρίση έχει δίκιο όταν παραμένει ανεπηρέαστη από την ελευθεριακή επιχειρηματολογία ενάντια στην εξουσία, θα παρέμενε κουφή ακόμα κι αν άκουγε προτάσεις που δεν θα μιλούσαν για κατάργηση της εξουσίας, αλλά απλά για τη μεταρρύθμιση της;

Καταλαβαίνω ότι η ανάλυσή μου μπορεί να προκαλέσει έναν «ελευθεριακό ρεφορμισμό» και αυτή η εντύπωση θα ενδυναμωθεί όταν πω, ότι για την εγκαθίδρυση μιας επικοινωνίας ανάμεσα στους ελευθεριακούς και στην κοινωνία, δεν αρκεί να προτείνουμε μια αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας, αλλά πρέπει, επιπλέον, να κάνουμε τις πιθανότητες αλλαγής αξιόπιστες και να «προγραμματίσουμε», ακόμη και με τρόπο νεφελώδη, την πραγματοποίησή τους. Η πρώτη συνθήκη για να γίνει μια αλλαγή πιστευτή είναι η δυνατότητα πραγμάτωσής της, και αυτό διαγράφει τα όρια ενός αποτελεσματικού πολιτικού προγράμματος.

2. Για μια ελευθεριακή μικρο-μακρο στρατηγική7.

Όσο λίγο κι αν είναι η κοινωνία εξουσιάσιμη8, έστω και μόνο μερικώς, είναι προφανές ότι μια ελευθεριακή επιρροή δεν μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικές αλλαγές στην κατεύθυνση της «ελευθεριακότητας» της πολιτικής εξουσίας, παρά μόνο αν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού διατίθεται ευνοϊκά απέναντι της και δρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μια ελευθεριακή στρατηγική ρεφορμιστικού τύπου, προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ενός μαζικού κινήματος, το οποίο για να χαρακτηριστεί σημαντικό, πρέπει να μπορεί να οργανώσει και πάλι εκατομμύρια ανθρώπων σε μια χώρα όπως η Γαλλία και δεκάδες εκατομμύρια σε μια χώρα όπως οι ΕΠΑ. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Σίγουρα όχι, αν μ’ αυτό εννοούμε εκατομμύρια «αγωνιστών», αλλά ναι αν αναφερόμαστε σ’ ένα κίνημα γνώμης που παρουσιάζεται μ’ έναν τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον ευκαιριακό, περισσότερο ή λιγότερο συμπαγή, ακόμα και με μια χαλαρή γραμμή συνοχής. Ακόμα πρέπει οι ελευθεριακοί να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση αυτής της λαϊκής ελευθεριακής βάσης, αμφισβητώντας τη συνήθη μαξιμαλιστική στρατηγική που εκφράζεται με όρους του όλα ή τίποτα.

Ένα μεγάλο κίνημα ελευθεριακών απόψεων, ή αν προτιμάτε, μια «ελευθεριακή βαρύτητα» μέσα στην κοινωνία, δεν μπορεί να εδραιωθεί παρά μόνο αν έχει ως αφετηρία μια σειρά προτάσεων που είναι ταυτόχρονα αξιόπιστες και αποτελεσματικές για πολλούς ανθρώπους, με την έννοια ότι οι προτεινόμενες αλλαγές είναι πραγματικά δυνατό να πραγματοποιηθούν μέσα σε λογικές προθεσμίες (και είναι αρκούντως «κινητοποιητικές»).

Αυτές οι προτάσεις πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με τον αναγκαστικά υβριδικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων, των όχι απόλυτα ελευθεριακών, των όχι συγκεκριμένα ελευθεριακών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ξαναδούμε μια ολόκληρη σειρά «αρχών», όπως η συστηματική μη συμμετοχή σ’ όλους τους τύπους των εκλογικών διαδικασιών, η απόρριψη «των επαγγελματικών στελεχών» και η συστηματική απόρριψη των συμμαχιών με μη ελευθεριακές απόψεις (τόσο περισσότερο που αυτές οι «αρχές» δεν είναι συστατικό στοιχείο του «σκληρού πυρήνα» της ελευθεριακής σκέψης). Κάτι τέτοιο σημαίνει, όμως, πως θα ήταν τελείως αναποτελεσματική  η αποκλειστική επένδυση σε μια ρεφορμιστική στρατηγική, κι αυτό για πολλούς λόγους.

Ο πρώτος έγκειται στο ότι είναι απόλυτα απλοϊκή η αντιπαράθεση ρεφορμισμού-ριζοσπαστισμού. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της σύγχυσης γύρω από την αντιπαλότητα «εξουσίας-ελευθερίας», υπάρχει αξεδιάλυτο μπλέξιμο ανάμεσα στα διάφορα μέρη του συνόλου, τα οποία στην πραγματικότητα εμφανίζονται αλλού διαχωρισμένα και αλλού όχι. Ο ρεφορμισμός και ο ριζοσπαστισμός τρέφονται ο ένας από τον άλλο, αντιπαρατίθονται και αμοιβαία συμπληρώνονται. Εξάλλου ο ρεφορμισμός μπορεί να καταλήξει σε διαστρεβλώσεις ή να έχει ριζοσπαστικές συνέπειες, ακριβώς όπως ο ριζοσπαστισμός μπορεί να οδηγήσει σε οπισθοδρομήσεις ή να προκαλέσει μεταρρυθμίσεις.

Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην ιδέα ότι η ριζοσπαστική δράση αυξάνει συνήθως την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά της, ή ακόμα και την κτητικότητά της, στο βαθμό που υπάρχει μια «κινητικότητα» η οποία γονιμοποιεί το έδαφος πάνω στο οποίο ασκείται.

Ο τρίτος είναι ότι οι ριζοσπαστικές θέσεις και πράξεις μπορούν ν’ αποτελέσουν το κοινωνικό ισοδύναμο των τυχαίων αλληλεπιδράσεων και των τοπικών διακυμάνσεων, οι οποίες οδηγούν (όπως στην «αυθόρμητη» εξέλιξη ορισμένων φυσικο-χημικών συστημάτων) στην κατεύθυνση ριζοσπαστικά νέων, συγκεκριμένων διατάξεων (σε αντιστοιχία με τη δημιουργία της τάξης από το χάος», «της τάξης μέσω των διαταραχών» κλπ). Είναι ξεκάθαρο ότι η κοινωνία είναι αρκετά περίπλοκη (με την τεχνική έννοια του όρου) και βρίσκεται αρκετά μακριά από την «ισορροπία» της, ώστε να απαγορευτικά αδύνατο να προβλεφθούν οι πιθανές συνέπειες αυτής ή της άλλης ριζοσπαστικής πράξης που ασκείται σ’ αυτό ή σε κάποιο άλλο σημείο του κοινωνικού ιστού (βλέπε κυρίως το Μάη του ’68). Είναι ξεκάθαρο ότι μόνο η ριζοσπαστική δράση μπορεί να προκαλέσει την «ανάδυση» ασυμβίβαστων καταστάσεων εν σχέση με την εγκαθιδρυμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι η ριζοσπαστική δράση είναι αντιφατική, γιατί έχοντας σαν δεδομένο ότι η κοινωνία είναι ένα ανοιχτό σύστημα που αυτοοργανώνεται, οι δυσλειτουργίες που εισάγει η ριζοσπαστική δράση, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα του εγκαθιδρυμένου συστήματος.

Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο ριζοσπαστισμός επιτρέπει τη διατήρηση των αντιλήψεων, των προτάσεων και των διερωτήσεων που διαφορετικά, θα οικειοποιούνταν και θα μεταβάλλονταν από τα κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα, χάρη στην επεξεργασία που τους κάνουν τα ρεφορμιστικά κινήματα. Ο πέμπτος λόγος αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία. Αυτή φαίνεται να δείχνει ότι από τη συνύπαρξη διευρυμένων «μαλακών», «ιδεολογικά αβέβαιων» με «χαλαρή συνοχή» τάσεων, και «ριζοσπαστικών», «σκληρών» και «αδιάλλακτων» τάσεων, δημιουργούνται ευνοϊκότερες συνθήκες για βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές (βλέπε Ισπανία 1936).

Μ’ όλα αυτά γίνεται ξεκάθαρο πως είναι έντονα προβληματική η απαραίτητη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τον ρεφορμισμό. Στην πραγματικότητα πρέπει να εμποδίσουμε τον ρεφορμισμό από το να συντρίψει τις ριζοσπαστικές απόπειρες, δημιουργώντας γύρω τους ένα περίβλημα που θα απορροφάει τους κραδασμούς τους οποίους προκαλούν και θ’ ακυρώνει τα αποτελέσματά τους, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τις ριζοσπαστικές απόπειρες να υπονομεύσουν τις ρεφορμιστικές, ακυρώνοντας το ρόλο τους. Πρέπει να εμποδίσουμε τις εννοιολογικές καινοτομίες των ρεφορμιστών να καταλήξουν στην εξάλειψη του σκληρού πυρήνα από τον οποίο προέρχονται και του βάθους της ριζοσπαστικής κριτικής, ακριβώς όπως πρέπει να εμποδίσουμε τη ριζοσπαστική αδιαλλαξία να μπλοκάρει τις πιθανότητες μιας θεωρητικής ανανέωσης.

Είναι πάντως ουσιώδες, και γι’ αυτό πιο δύσκολο απ’ όλα τ’ άλλα, ριζοσπάστες και ρεφορμιστές να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο ως στοιχεία ανταγωνιστικά/συμπληρωματικά και ως εχθροί/σύμμαχοι, χωρίς να πέφτουμε σε απλουστεύσεις. Δεν θέλησα να επικαλεσθώ μια πιο «διαλεκτική» σκέψη, αλλά θέλησα να εκφράσω τη βαθειά μου πεποίθηση ότι όσο δεν θα αντιλαμβανόμαστε τη μη απλουστευτική περιπλοκότητα της πραγματικότητας, θα είμαστε ανίκανοι να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία.

Σημειώσεις:

1) Από τι και πώς, παράγεται η ελευθεριακή σκέψη; θα ήταν ενδιαφέρον να πραγματευτούμε τον αναρχισμό σαν ένα κοινωνικό αντικείμενο που υπακούει σε κάποιες συνθήκες παραγωγής (ποιες;), που εξασφαλίζει κάποιες κοινωνικές λειτουργίες (ποιες;) και που παράγει με τη σειρά του κάποια κοινωνικά και ιδεολογικά αποτελέσματα (ποια;). Τ’ ότι ο μαρξισμός έχει πραγματευτεί αυτό το ερώτημα με αξιοθρήνητο τρόπο δεν μειώνει το ενδιαφέρον του. Εκεί βρίσκεται ίσως η εξήγηση του γιατί ο αναρχισμός χαρακτηρίζεται από την απουσία σωρευτικών αποτελεσμάτων στο οργανωτικό επίπεδο, ιδεολογικό ή κοινωνικό. Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.

2) Μου φαίνεται πως επείγει ο προσδιορισμός του σκληρού πυρήνα της ελευθεριακής σκέψης και των «υπό διαπραγμάτευση» στοιχείων, που σχηματίζουν τη ζώνη προστασίας του. Η σύγχυση των δύο επιπέδων επιφέρει κάποιες φορές, στάσεις ανώφελα αιρετικές.

3) θά ‘πρεπε να δούμε εντούτοις, αν η κραυγή ενάντια στην εξουσία δεν αποτελεί, στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασια- κού, έναν τρόπο αμφισβήτησης, μετατόπισης του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, δηλαδή αμφισβήτηση του τελικά εφόσον εγκαθιδρύθηκε καταναγκαστικά

4) θά ‘πρεπε χωρίς αμφιβολία, να αφιερώσουμε ένα σεμινάριο στο θέμα της ελευθερίας. Μία από τις πιο δύσκολες έννοιες που υπάρχουν, αφού θέτει το πρόβλημα των αυτοαναφορικών

  5) Επωφελούμαι απ’ αυτήν την ευκαιρία για να επιμείνω στο πόσο επείγει η εγκατάλειψη της βαθειάς, απόλυτης ιδέας μιας κοινωνίας «αρμονικής», που «στερείται συγκρούσεων».

6) Είναι πιθανό η ελευθεριακή λειτουργία μιας ελευθεριακής εξουσίας να περνάει από την ίδρυση μηχανισμών ταλάντωσης, οι οποίοι θα εμποδίζουν την αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ή που θα εμποδίζουν την αυτοεδραίωση της εξουσίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

7) Δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο με την τεχνική έννοια που ονειρεύεται η οικονομία ή θεωρία των παιγνίων, αλλά καθαρά αναλογικά.

8) Το αν είναι κάτι τέτοιο είναι άλλο ζήτημα, αλλά αν δεν είναι απόλυτα εξουσιάσιμη, τότε πρέπει να πούμε αντίο στις μαχητικές περιπλανήσεις μας.

Πηγή: εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Ο Tomas Ibanez γιος ισπανών αυτοεξόριστων, έζησε για μακρύ χρονικό διάστημα στο Παρίσι, όπου συμμετείχε ενεργά στον Μάη του ’68 και στην ελευθεριακή αντιφρανκική αντίσταση. Επιστρέφοντας τη δεκαετία του εβδομήντα στην Ισπανία  έγινε καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει γράψει διάφορα βιβλία και είναι συνιδρυτής του περιοδικού κριτικής σκέψης Archipelago.

Αναδημοσίευση από:  http://eleftheriakos.gr/node/276

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ – Εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, σταθεροποιητών διάθεσης, Ριταλίν και ηρεμιστικών

Πέτερ Λέμαν / Άννα Εμμανουηλίδου (επιμ.):

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ – Εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, σταθεροποιητών διάθεσης, Ριταλίν και ηρεμιστικών (εκδ. Νησίδες 2013).

greek

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορούμε να υποθέσουμε σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη ψυχοφαρμάκων. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην υποτροπή. Οι επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής υγείας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν σκέφτονται σχεδόν καθόλου πώς να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο, το να γυρίζουμε την πλάτη σ’ αυτούς τους ανθρώπους και να τους αφήνουμε ν’ αντιμετωπίσουν μόνοι το πρόβλημά τους, δείχνει χαμηλού επιπέδου συναίσθηση ευθύνης.

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι. Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του.

Οι επιμελητές:

anna-e Άννα Εμμανουηλίδου. Γεν. 1967, κλινική ψυχολόγος (Dr.Phil., Msc) και συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Σπούδασε στην Ελλάδα και τη Γερμανία, φιλοσοφία και ψυχολογία. Μεταξύ 1992-2001 εργάστηκε στη Γερμανία στο χώρο της ψυχιατρικής και συνεργάστηκε σε πολυάριθμες εναλλακτικές πρωτοβουλίες, μέσω των οποίων ήρθε σε επαφή με το εκεί ακμαίο κίνημα αυτοβοήθειας προσώπων με ψυχιατρική εμπειρία και με διάφορες εναλλακτικές στην ψυχιατρική προτάσεις. Στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται και πάλι από το 2001, έχει ασχοληθεί με προσπάθειες αποασυλοποίησης σε ελληνικά ψυχιατρεία, πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες σε θέματα κοινωνικών μειονοτήτων με έμφαση το χώρο της ψυχικής υγείας, από το 2003 επικεντρωμένα σε δράσεις ενάντια στην ψυχιατρική βία και υπέρ της ανάπτυξης εναλλακτικών στην Ελλάδα. Από το 2006 ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας (www.paratiritiriopsy.org). Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
annnna

Πέτερ Λέμαν. γενν. 1950 στη Γερμανία. Παιδαγωγικές σπουδές στο Βερολίνο. Ο ίδιος κατά τη δεκαετία του 1970 «θύμα» της ιδρυματικής ψυχιατρικής, από την οποία απομακρύνθηκε αυτοβούλως, όπως το ίδιο σταμάτησε και με επιτυχία έως σήμερα κάθε είδους φαρμακευτική αγωγή. Από το 1980 ανέλαβε πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα για το «στήσιμο» των πρώτων ομάδων αυτοβοήθειας στο Βερολίνο, οι οποίες ανέπτυξαν γρήγορα έντονα πολιτικό αντιψυχιατρικό λόγο. Από το 1989 ιδρυτικό μέλος του «Συλλόγου για προστασία από την ψυχιατρική βία» (Verein zum Schutz vor psychiatrischer Gewalt e.V.), από το 1991 ιδρυτικό μέλος «Ευρωπαϊκού Δικτύου πρώην χρηστών και επιζώντων της ψυχιατρικής» (ENUSP). Από το 1990 μέλος της συντακτικής επιτροπής του βρετανικού επιστημονικού περιοδικούJournal of Critical Psychology, Counselling and Psychotherapy. Από το 1994 μέχρι το 2000 μέλος του Δ.Σ. της γερμανικής «Συνομοσπονδίας Ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία» (Bundesverbands Psychiatrie-Erfahrener e.V. (BPE)). Από το 1997 μέχρι το 1999 μέλος της ειδικής επιτροπής “Mental Health Europe“, ευρωπαϊκό παρακλάδι της «παγκόσμιας συνομοσπονδίας για την ψυχική Υγεία» (World Federation for Mental Health). Από το 1997 μέχρι το 1999 πρόεδρος Δ.Σ. της ENUSP, από το 2004 μέλος Δ.Σ. με την ευθύνη των οργανώσεων της βορειοανατολικής Ευρώπης (Γερμανία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρωσία), από τον Ιανουάριο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2004 γενικός γραμματέας της ENUSP. Ιδρυτικό μέλος και συμμετοχή σε πολυάριθμες ακόμα πρωτοβουλίες. Σήμερα συγγραφέας βιβλίων, εκδότης και έμπορος βιβλίων ψυχοκοινωνικού περιεχομένου στο Βερολίνο. More about Peter Lehmann

Άννα Εμμανουηλίδου: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι . Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του. Οι προσωπικές μαρτυρίες με αυτή τη συνταρακτική τους δύναμη είναι το ένα στοιχείο. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο εμπνευστής και επιμελητής του πρωτότυπου, ο Πέτερ Λέμαν, έθεσε τη λυδία λίθο του βιβλίου όχι στην άρνηση και την κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας, αλλά στην κοινοποίηση μιας άλλης, εναλλακτικής, υπαρκτής πραγματικότητας. Έτσι, αρνήθηκε να σπαταλήσει γι’ άλλη μια φορά ενέργεια στο να επενδύσει σε μια άρνηση και επένδυσε σε μια θέση, βάζοντας τη συζήτηση σε μια άλλη βάση: τη βάση τού τι κάνουμε τώρα, που το Άλλο είναι εφικτό και ήδη εδώ. Αν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που ζουν εδώ και χρόνια υγιείς χωρίς ψυχοφάρμακα, ενώ ανήκαν στο πλήθος αυτών που είχαν προγραμματιστεί σε ισόβια χρήση, ποια είναι η θέση μας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους, που το διεκδικούν; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για το ανέφικτο της ίασης χωρίς τη χρόνια χρήση χημικών ουσιών; Μπορούμε να συνεχίσουμε να απαξιώνουμε τη διεκδίκησή τους, θεωρώντας την «ευσεβή πόθο», δυστυχώς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα; Μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την τραγικά ατεκμηρίωτη κοινοτυπία της «έλλειψης νοσο-ενσυναίσθησης»; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μην τους ακούμε;

Το βιβλίο θέλει να είναι ταυτόχρονα εμπνευστής και εργαλείο, για όσους ήδη βρίσκονται κοντά στην απόφαση να δοκιμάσουν «και αλλιώς» – είτε αυτοί βρίσκονται από την πλευρά αυτών που κάνουν οι ίδιοι χρήση ψυχοφαρμάκων, είτε από την πλευρά όσων βρίσκονται με διάφορες ιδιότητες δίπλα τους ή απέναντί τους. Θέλει να συμβάλει πρακτικά στην οικοδόμηση νέων εκδοχών – κι αυτό αποτελεί άλλον έναν νεωτερισμό ανάμεσα στους άλλους. Και ως εργαλείο, θέλει να μεταφέρει σαφώς και κατανοητά πρακτικές πληροφορίες, οι οποίες σπάνια φτάνουν στο κοινό, συμβάλλοντας έτσι ενεργητικά στη άρση της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Έτσι, διαβάζουμε σ’ αυτό: τον τρόπο που δρουν βιοχημικά τα ψυχοφάρμακα, ότι η απότομη διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχωσικόμορφες εμπειρίες που δεν έχουν να κάνουν με την αρχική «νόσο», αλλά με τη βιοχημική εξάρτηση του ατόμου απ’ αυτά βλέπουμε πώς μπορεί να οργανωθεί στην πράξη μια σταδιακή διακοπή και μπορούμε να βρούμε συγκεκριμένα σε μια πλήρη λίστα τα φάρμακα και τα ονόματά τους στην ελληνική αγορά. Κατά αντίστοιχο τρόπο βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές με βιβλιογραφία για εναλλακτικές [προς τη χημική φαρμακοθεραπεία] μεθόδους υποστήριξης ανθρώπων στη διαδικασία διακοπής των ψυχοφαρμάκων: φυτοθεραπεία, βελονισμός, θρησκευτική πίστη, ορθομοριακή ιατρική, πολιτική στράτευση, τέχνη, ομοιοπαθητική, ομάδες αυτοβοήθειας, αθλητικές δραστηριότητες, ψυχοθεραπεία και μια σειρά ακόμα από πρακτικές που βοήθησαν τους συγγραφείς του βιβλίου να επιτύχουν το στόχο τους, αναφέρονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς αξιολογήσεις, χωρίς ιεραρχήσεις, χωρίς σχολιασμό, με όλο τον σεβασμό που ταιριάζει στους ανθρώπους που τις αξιοποίησαν για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο «πέφτουν στο τραπέζι ιδέες» για τον αναγνώστη, ιδέες που δεν καθοδηγούν, δεν περιορίζουν, δεν αφορίζουν, αλλά ανοίγουν την παλέτα των εκδοχών και ερεθίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του, για την κατασκευή νέων αποτελεσματικών προσωπικών και συλλογικών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;Στην ελληνική έκδοση συμμετέχουν και δύο κείμενα Ελλήνων, ενός γιατρού και μιας μητέρας παιδιού, που ανέλαβε την ευθύνη της διακοπής για το ανήλικο παιδί της. Στην προσπάθεια αναζήτησης και άλλων ανθρώπων που θα ήθελαν να γράψουν για την εμπειρία τους βρεθήκαμε μπροστά σε δύο πραγματικότητες, τη μία αναμενόμενη και την άλλη λιγότερο αναμενόμενη. Λιγότερα αναμενόμενη και ιδιαίτερα αισιόδοξη ας θεωρηθεί η διαπίστωση ότι και στην Ελλάδα βρέθηκαν πράγματι άνθρωποι που έχουν από χρόνια σταματήσει ισχυρές ψυχοφαρμακευτικές αγωγές και ζουν υγιείς και ικανοποιημένοι σε διάρκεια χωρίς αυτές. Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, ακύρωσαν την απόφασή τους να γράψουν την εμπειρία τους, από επιφυλακτικότητα και φόβο για το τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό κοινωνικά στον τόπο μας, τόσο για τους ίδιους, όσο και για άλλους στη θέση τους. Αυτή η –απόλυτα κατανοητή– στάση ας θεωρηθεί ενδεικτική του κοινωνικού κλίματος στην Ελλάδα του 2008 σε σχέση με την ψυχιατρική αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Μπορεί ωστόσο κανείς να υποθέσει ότι σε μια πιθανή επόμενη διεύρυνση του βιβλίου οι ελληνικές συμμετοχές θα είναι περισσότερες.

Ο Πέτερ Λέμαν τολμά με την ομάδα των συγγραφέων αυτού του βιβλίου μια μετωπική σύγκρουση με την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία και την κλασική ψυχιατρική με την ευθύτητα και το θάρρος αυτών που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μέσα από την πρότασή τους η εικόνα ενός κόσμου αδυναμίας, ηττοπάθειας, αδιεξόδων και κατεστραμμένων υπό το καθεστώς βίας ανθρώπων, αντικαθίσταται από αυτήν ενός κόσμου ρεαλιστικών δυνατοτήτων, εμπιστοσύνης, δύναμης και αλληλεγγύης, όπου οι ψυχικές κρίσεις των ανθρώπων, αντί να απαξιωθούν σε νοσολογικές κατασκευές, παίρνουν εξελικτικό νόημα και οι σχέσεις αποκτούν δύναμη στην οικοδόμηση (και όχι στην καταστροφή) ανθρώπινων πεπρωμένων. Αυτό ισχύει όχι μόνο γι’ αυτούς που αγωνίζονται να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, που τους αφαιρέθηκε με βία, αλλά και για όλους τους άλλους, που δεν θέλουν (πια) να είναι βιαστές.

Άννα Εμμανουηλίδου
Κλινική Ψυχολόγος (Dr. Phil., Msc.)
Ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας

Πέτερ Λέμαν: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

«Ζητούνται συγγραφείς για το θέμα “Κόβοντας τα ψυχοφάρμακα”». Αυτό ήταν το κάλεσμα που απηύθυνα το 1995 σε ευρύτατους κύκλους παγκοσμίως. Έγραφα τότε:

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα. Προσωπικές εμπειρίες με αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά και λίθιο». Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, που σχεδιάζεται να κυκλοφορήσει το 1997-98. Για την πλειονότητα εκείνων που τους συνταγογραφείται ή τους δίνεται ένα από τα παραπάνω φάρμακα, έχουν τεράστια σημασία οι προσωπικές αφηγήσεις που αποτελούν θετικά παραδείγματα για το ότι μπορεί κανείς να σταματήσει αυτά τα φάρμακα, χωρίς να ξανακαταλήξει στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου του ή στο ίδρυμα. Γι’ αυτό αναζητώ συγγραφείς διατεθειμένους να περιγράψουν την προσωπική τους πορεία προς την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα και οι οποίοι αυτή τη στιγμή ζουν ελεύθεροι από ψυχιατρικά φάρμακα. Ψάχνω ακόμη κείμενα από ανθρώπους, οι οποίοι βοηθούν επαγγελματικά ή από προσωπικό ενδιαφέρον άλλους ανθρώπους να κόψουν τα ψυχοφάρμακα».

Έτσι, πήρα μια σειρά από γραπτά άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ήθελαν να συνεισφέρουν στο βιβλίο με κείμενά τους. Απαντήσεις ήρθαν και από μερικούς επαγγελματίες. Μια ψυχίατρος από το Βερολίνο, που είχε στείλει ένα κείμενο για τη βαθμιαία απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία που εφάρμοζε στο ιατρείο της, το πήρε πίσω, προφανώς από (δικαιολογημένο) φόβο ότι το ιατρείο της θα πλημμύριζε από ανθρώπους που θα ήθελαν να κόψουν τα ψυχοφάρμακα. Επειδή δεν είχα καμιά απάντηση από συγγενείς ασθενών, έστειλα την αγγελία μου στη Γερμανική Ομοσπονδία Συγγενών Ψυχικά Πασχόντων. Καμιά απάντηση. Μήπως ο λόγος σχετίζεται με το ότι, εδώ και χρόνια, οι οργανώσεις συγγενών χρηματοδοτούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες;

Θα απλουστεύαμε ωστόσο μοιραία το φαινόμενο της ισόβιας λήψης ψυχοφαρμάκων, αν το συνδέαμε απλά με ψυχρούς συγγενείς, ανεύθυνους γιατρούς και κερδοσκοπικές φαρμακευτικές εταιρείες. Δύο συγγραφείς, που είχαν στείλει κείμενα θέλοντας να αφηγηθούν την πορεία απεξάρτησής τους από τα ψυχοφάρμακα, τα ανακάλεσαν: είχαν μια «υποτροπή». Μια γυναίκα ανέφερε ότι η χρονική στιγμή, που είχε επιλέξει για τη διακοπή των φαρμάκων, ήταν ατυχής: ήταν η περίοδος που χώρισε από τον σύντροφό της. Μια ακόμα ανέφερε, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι νοσηλευόταν εκ νέου στο ψυχιατρείο, εξ αιτίας ενός νέου ψυχωσικού επεισοδίου: ήταν άραγε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «ψύχωση διακοπής των φαρμάκων» ή κυριαρχήθηκε και πάλι από τα παλιά της, ανεπεξέργαστα προβλήματα;

Φυσικά, απέφυγα να ενθαρρύνω άλλους να σταματήσουν να λαμβάνουν ψυχοφάρμακα. Απευθυνόμουν ξεκάθαρα σ’ αυτούς που είχαν ήδη σταματήσει πριν από το κάλεσμά μου. Παρ’ όλ’ αυτά, αναρωτιέμαι μήπως και μόνο μέσα από αυτή τη δημόσια ενασχόληση με το θέμα της απεξάρτησης κάποιοι άνθρωποι επηρεάστηκαν κατά λάθος και σταμάτησαν ξαφνικά και απερίσκεπτα τα φάρμακά τους.

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με μεγαλύτερη επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της υποτροπής. Επαγγελματίες του χώρου –εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις– απασχολούν ελάχιστα το μυαλό τους με τη σκέψη τού πώς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο η στάση τού να γυρίσει κανείς την πλάτη και αφήσει αυτούς τους ανθρώπους μόνους με το πρόβλημά τους είναι μια στάση που δείχνει χαμηλού επιπέδου συνείδηση ευθύνης.

Σε ένα βιβλίο δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι οι διαφορετικοί δρόμοι και τρόποι να κόψει ένας άνθρωπος τα ψυχοφάρμακα. Αυτό που έκρινα σημαντικό ως υπεύθυνος της έκδοσης ήταν οι συγγραφείς «μου» –εκτός των επαγγελματιών– να παρουσιάσουν καθαρά τις επιθυμίες, τους φόβους και την προσωπική διαδικασία την οποία επέλεξαν, όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά. Μόνον ένα πράγμα δεν κλήθηκαν να κάνουν: να δώσουν συμβουλές σε άλλους για το τι πρέπει να κάνουν, να μοιράσουν συνταγές επιτυχίας. Κάθε αναγνώστης πρέπει να βρει τον δικό του δρόμο και μέσα, ανάλογα με τα υπάρχοντα προβλήματα και τις υπάρχουσες δυνατότητες, τις προσωπικές αδυναμίες και δυνάμεις, τους προσωπικούς περιορισμούς και τις προσωπικές επιθυμίες. Τα κείμενα αυτών που αντιμετώπισαν την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα οφείλουν να δείξουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχει ένας άνθρωπος τον στόχο του χωρίς απώλειες και να ζήσει μια ζωή χωρίς τις παρενέργειες μιας ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.

Πέτερ Λέμαν
16.9.2002

Για τη δεύτερη έκδοση

Στην εισαγωγή σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση αναφέρονται διάφορα προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν κατά τη διαδικασία της διακοπής ψυχιατρικών ψυχοφαρμάκων, και στο συνοπτικό κεφάλαιο στο τέλος του βιβλίου αναλύω ειδικά θέματα σχετικά με αυτή τη διακοπή, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα πώς μπορεί κανείς να διακόψει συνδυασμούς σκευασμάτων.

Πολλοί άνθρωποι με ρωτούν συνεχώς πού μπορούν να βρουν ψυχιάτρους που να τους βοηθήσουν στη διακοπή. Από τη μια πλευρά υπάρχει η ανάγκη και από την άλλη η άρνηση για παροχή βοήθειας από την πλευρά των γιατρών. Πιθανότατα μεγάλο ρόλο παίζουν οικονομικοί παράγοντες. Γιατί, αντίθετα με τις ψυχιατρικές διαγνώ σεις, ακόμα δεν υπάρχει η διάγνωση «εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες» ή «εξάρτηση από νευροληπτικά» ή «εξάρτηση από αντικαταθλιπτικά», κι έτσι οι γιατροί δεν μπορούν να ζητήσουν πληρωμή από τα ταμεία υγείας γι’ αυτή την παροχή, τουλάχιστον όχι ευθέως. Από τη μια μπορεί κανείς να θυμώσει – αλλά τι θα πρόσφερε σε κάποιον ενδιαφερόμενο το να πέσει στα χέρια ενός άπειρου σε θέματα διακοπής, απρόθυμου γιατρού; Ποιος θα πήγαινε το αυτοκίνητό του σε ένα συνεργείο από το οποίο δεν βγήκε ακόμα κανένα σωστά επιδιορθωμένο αυτοκίνητο;

Πολλοί ενδιαφερόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι για τη διακοπή χρειάζονται οπωσδήποτε τη συναίνεση ενός γιατρού. Ωστόσο δεν παίζει στην πράξη κανέναν ρόλο το αν κάποιος διακόψει τα ψυχοφάρ μακα με ή χωρίς ιατρική υποστήριξη.Όποιος το κάνει ενάντια στην ιατρική άποψη έχει τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όπως και αυτός του οποίου την απόφαση υποστηρίζει κάποιος γιατρός. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος «Coping with Coming Off» (Πρόγραμμα για τη διερεύνηση της αντιμετώπισης στη διαδικασία της διακοπής) στην Αγγλία και στην Ουαλία. Με χρηματοδότηση του βρετανικού Υπουργείου Υγείας μια ομάδα ερευνητών, με ψυχιατρική εμπειρία οι ίδιοι, διεξήγαγαν μεταξύ 2003 και 2004 250 συνεντεύξεις για την κοινωνική οργάνωση MIND, για να ερευνήσουν τις εμπειρίες ανθρώπων που είχαν σταματήσει τα ψυχοφάρμακα. Ως βοηθητικές μεταβλητές προέκυψαν η συμπαράσταση συμβούλων και ομάδων αυτοβοήθειας, συμπληρωματική ψυχοθεραπεία, αμοιβαία υποστήριξη με άλλους ανθρώπους, πληροφορίες από το διαδίκτυο ή βιβλία, δραστηριότητες όπως χαλάρωση, διαλογισμός ή κίνηση. Διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί δεν μπορούσαν να προβλέψουν αξιόπιστα ποιοι ασθενείς θα ήταν σε θέση και ποιοι όχι να διακόψουν με επιτυχία. Αυτή η επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίστηκε από την έρευνα ως η λιγότερο βοηθητική κατά τη διαδικασία της διακοπής (Read, 2005, Wallcraft, 2007). Ως συνέπεια αυτής της έρευνας η MIND άλλαξε τη «γραμμή» της. Ενώ στο παρελθόν συμβούλευε –όσο μπορεί αυτό να θεωρηθεί συμβουλή– να διακόπτονται τα ψυχοφάρμακα μόνο με συμφωνία γιατρού, σήμερα παραπέμπει στη διαφθορά των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες (Darton, 2005, σ. 5) και συμβουλεύει τους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται όσο το δυνατόν καλύτερα (Read, 2005).

Όπως δείχνει μια έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας στις Η.Π.Α. το 2006, τα τέσσερα τέταρτα όλων των ανθρώπων στους οποίους χορηγούνται κάθε είδους νευροληπτικά, κάποια στιγμή τα σταματούν – γιατί απλά δεν τους προσφέρουν κάποια βελτίωση της κατάστασής τους ή γιατί οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι αφόρητες (McEvoy κ.ά., 2006, Stroup κ.ά., 2006). Αυτή η πρακτική συμφωνεί με τη θεωρητική –αν και ανεφάρμοστη– γνώση των γιατρών, οι οποίοι από καιρό αναγνώρισαν ότι συχνά είναι αναγκαία η διακοπή των χορηγούμενων ψυχοφαρμάκων. Ήδη το 1979, στην 75η επέτειο της ίδρυσης της ψυχιατρικής πανεπιστημιακής κλινικής του Μονάχου, ο απόλυτος εκπρόσωπος της κλασικής ψυχιατρικής Fritz Freyhan παραδέχτηκε:

«Στη δεκαετία του 1950 ο ψυχίατρος που είχε εμπειρία με ψυχοφάρμακα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πείσει τους συναδέλφους τους για τα πλεονεκτήματα της θεραπείας με ψυχοφάρμακα. Τα τε λευταία χρόνια έχει φτάσει όμως το σημείο στο οποίο ο έμπειρος φαρμακολογικά ψυχίατρος μπορεί να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ανακούφιση στους ασθενείς του διατάσσοντας τη διακοπή όλων των αντιθεραπευτικών φαρμακοθεραπειών.» (1983, σ. 71)

Πέτερ Λέμαν
4. Μαρτίου 2013

Pirkko Lahti: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Αυτό το βιβλίο, που πρώτο παγκοσμίως ασχολείται με το θέμα της επιτυχούς απεξάρτησης από ψυχοφάρμακα και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1998, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που πήραν την προσωπική απόφαση να σταματήσουν τα ψυχοφάρμακα. Παράλληλα όμως απευθύνεται στις οικογένειες και στους θεραπευτές τους.

Εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν ψυχοφάρμακα, όπως Haldol, Fluctin, Zyprexa. Κάποιες αναλυτικές αναφορές σχετικά με το πώς άλλοι άνθρωποι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη λήψη αυτών των ουσιών, χωρίς να ξανακαταλήξουν στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου τους, έχουν τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Πολλοί συνάδελφοί μου στον ψυχοκοινωνικό χώρο ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους κατασκευάζοντας κριτήρια συνταγογράφησης ψυχοφαρμάκων. Διαγνώσεις όπως καταναγκαστική νεύρωση, κατάθλιψη, δερματικές λοιμώξεις, υπερκινητικότητα, έμετοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αϋπνία, νυχτερινή ενούρηση, ψύχωση, τραυλισμός ή ναυτία, μπορούν να οδηγήσουν στη χρήση ψυχοφαρμάκων, αντικαταθλιπτικών, λιθίου, αγχολυτικών και άλλων ουσιών. Η επεξεργασία «ενδείξεων», κριτηρίων χρήσης των φαρμάκων, είναι μια δουλειά μεγάλης υπευθυνότητας, με πολλές συνέπειες σε διάφορα επίπεδα.

Διαγνώσεις και φαρμακευτικές ενδείξεις οδηγούν συχνά σε θεραπείες με ψυχοφάρμακα, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ μακροχρόνιες. Ποιος μπορεί να πει εκ των προτέρων –όταν και αν έρθει η ώρα– αν τα ψυχοφάρμακα μπορούν να κοπούν χωρίς προβλήματα; Ήδη γνωρίζουμε ότι τα αγχολυτικά φάρμακα και κυρίως οι βενζοδιαζεπίνες δημιουργούν εξάρτηση. Ξαφνική διακοπή, χωρίς θεραπευτική βοήθεια και χωρίς γνώση των κινδύνων, μπορεί να οδηγήσει σε δραματικές εξελίξεις. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι κατά τη διακοπή των νευροληπτικών, των αντικαταθλιπτικών και του λιθίου;

Ποιες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε μια γρήγορη υποτροπή μετά τη διακοπή; Μήπως δεν έχουμε ήδη ακούσει για προβλήματα που δημιουργούνται από τη διακοπή των ψυχοφαρμάκων, για μεταβολές στους υποδοχείς, για ψυχώσεις υπερευαισθησίας ή προκαλούμενες ακριβώς από τη διακοπή των φαρμάκων; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε μια ψυχωσική υποτροπή από συγκαλυμμένα προβλήματα στερητικού χαρακτήρα;

Ποιες συνθήκες υποστηρίζουν μια επιτυχημένη διακοπή της χρήσης ψυχοφαρμάκων– επιτυχημένη, με την έννοια ότι οι ασθενείς δεν ξανακαταλήγουν αμέσως μετά στο ιατρείο του ψυχιάτρου, αλλά ζουν ελεύθεροι και υγιείς, όπως όλοι ευχόμαστε;

Μήπως δεν εγκαταλείπουμε μόνους τους ασθενείς μας με τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους, όταν αυτοί οι ίδιοι αποφασίζουν –για οποιονδήποτε λόγο– να κόψουν τα ψυχοφάρμακά τους; Πού μπορούν να βρουν υποστήριξη, κατανόηση και θετικά πρότυπα, όταν, απογοητευμένοι από τη στάση μας, απομακρύνονται από μας (και μεις απ’ αυτούς);

Ο Πέτερ Λέμαν, μέλος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Δικτύου (πρώην) χρηστών και επιζησάντων της ψυχιατρικής (ENUSP), πρώην μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης Mental Health Europe, ευρωπαϊκού τμήματος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία, αξίζει την αναγνώρισή μας για το δύσκολο έργο που ανέλαβε, να συγκεντρώσει για πρώτη φορά παγκοσμίως εμπειρίες από άμεσα ενδιαφερόμενους και από τους θεραπευτές τους, οι οποίοι έκοψαν με επιτυχία τα ψυχοφάρμακα ή βοήθησαν του πελάτες τους σ’ αυτή την πορεία. Στο βιβλίο αυτό γράφουν χρήστες από την Αυστραλία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., για τις εμπειρίες τους από τη διακοπή των φαρμάκων. Εκτός αυτού, ειδικοί από τον χώρο της ιατρικής, της ψυχιατρικής, της κοινωνικής εργασίας, της ψυχοθεραπείας και εναλλακτικών προσεγγίσεων περιγράφουν πώς βοήθησαν τους πελάτες τους στη διαδικασία της διακοπής. Μέσω του διεθνούς χαρακτήρα των συγγραφέων του, το βιβλίο προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα εμπειριών και γνώσεων.

Πρόκειται για ένα προκλητικό μήνυμα: οι εμπειρίες της ζωής αποκλίνουν συχνά από τις επιστημονικές βεβαιότητες. Το βιβλίο βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες άμεσα ενδιαφερόμενων, αλλά και επαγγελματιών, που βοηθούν στη διαδικασία διακοπής. Έτσι, προσφέρει μια καλή αφετηρία για συζήτηση. Θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο σε κάθε ιατρείο, σε κάθε ψυχιατρικό τμήμα και σε κάθε βιβλιοθήκη ασθενών.

Pirkko Lahti
Διοικητική διευθύντρια της φινλανδικής Ένωσης για την Ψυχική Υγεία και πρόεδρος της Παγκόσμιας Oμοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία.
Ελσίνκι, 19 Αυγούστου 2002

Judi Chamberlin: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Πολλές τρέχουσες απόψεις σχετικά με τα ψυχοφάρμακα είναι λανθασμένες. Οι ψυχίατροι και οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν πείσει με επιτυχία, μέσω των Μ.Μ.Ε., πολλούς από το κοινό ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι «ασφαλή» και «αποτελεσματικά» στη «θεραπεία» των ψυχικών νόσων. Ας δούμε μία-μία αυτές τις λέξεις:

«Ασφαλή»: θεωρείται γενικά ότι δεν προκαλούν βλάβες, παρά τις πολλές και γνωστές αρνητικές τους παρενέργειες, όπως διαταραχές της κινητικότητας, αλλαγές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αύξηση βάρους, κόπωση, αιφνίδιος θάνατος από neuroleptic malignant syndrome [κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο] και πολλά άλλα.

«Αποτελεσματικά»: γενικά θεωρείται ότι αναστρέφουν ή θεραπεύουν τα συμπτώματα για τα οποία συνταγογραφούνται, παρ’ όλο που πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι έχουν μια κατασταλτική δράση που επικαλύπτει όχι μόνο τη συμπεριφορά στην οποία στοχεύει, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες.

«Θεραπεύουν»: θεωρείται γενικά ότι τα συνταγογραφούμενα φάρμακα έχουν συγκεκριμένη επίδραση σε συγκεκριμένες διαδικασίες της «νόσου».

«Ψυχική νόσος»: θεωρείται γενικά ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές οντότητες, γνωστές ως «σχιζοφρένεια», «διπολική διαταραχή» κτλ., παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστές δομικές ή χημικές μεταβολές στο σώμα οι οποίες να μπορούν να διαχωρίσουν ανθρώπους με αυτές τις αναφερόμενες ως ασθένειες από άλλους, που δεν τις έχουν.

Πώς γίνεται όλοι αυτοί οι μύθοι να γίνονται με τόση επιτυχία αποδεκτοί ως γεγονότα; Για ένα λόγο: γιατί αυτοί που προωθούν τα φάρμακα είναι προσωπικότητες με επιρροή, γιατροί και επιστήμονες, που θεωρείται γενικά ότι παρουσιάζουν αντικειμενικά πειραματικά δεδομένα. Άλλος ένας παράγοντας, ίσως ακόμη πιο σημαντικός, είναι ότι αυτοί στους οποίους δίνονται τα φάρμακα και είναι οι μόνοι που έχουν μιλήσει για τα αρνητικά τους αποτελέσματα, υποτιμούνται αυτόματα με τον χαρακτηρισμό τους ως ψυχικά αρρώστων. Η διάγνωση της ψυχικής νόσου φέρνει μαζί της ένα σύνολο συνειρμών, και κυρίως ότι ο άνθρωπος, που έχει αυτή τη νόσο, έχει ήδη κριθεί και δεν είναι αξιόπιστος μάρτυρας της προσωπικής του εμπειρίας.

Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα βαρύνει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των φαρμάκων είναι οι προσωπικές ιστορίες. Αυτές τις προσωπικές παρακαταθήκες ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν αυτά τα φάρμακα ή άλλων που τα ξεκίνησαν με την πίστη ότι ήταν πράγματι σωτήρια για τη ζωή τους, πρέπει να τις λάβει κανείς υπ’ όψη του παράλληλα με τους θετικούς απολογισμούς ερευνητών και συνταγογραφούντων. Στην ψυχιατρική είναι ακριβώς οι εμπειρίες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα των ανθρώπων που θεωρούνται νοσηρά. Αυτές οι εμπειρίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα απέναντι στη θεραπεία πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα. Φυσικά, πολλοί ψυχίατροι και άλλοι υπέρμαχοι της αποτελεσματικότητας των ψυχοφαρμάκων μπορούν να δυσφημήσουν αυτές τις αναφορές, με το να τις θεωρήσουν επιπλέον συμπτώματα, αλλά αυτό αποτελεί μια φαύλη ταυτολογία.

Οι εμπειρίες των ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν ψυχοφάρμακα διαφέρουν σε τεράστιο βαθμό μεταξύ τους. Κάποιοι βρίσκουν ότι τους βοηθούν να διαχειριστούν κάποια συμπτώματα και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήθελαν βέβαια να τα σταματήσουν. Στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι αυτής της ομάδας είναι πρόθυμοι να ανεχτούν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες, γιατί βρίσκουν τα θετικά περισσότερα από τα αρνητικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν θέμα τού ανά χείρας βιβλίου. Το βιβλίο εστιάζει την προσοχή του σε ανθρώπους που, για διάφορους λόγους, αποφάσισαν ότι τα ψυχοφάρμακα δεν τους βοηθούν και πήραν την απόφαση να τα σταματήσουν. Μια τέτοια απόφαση έχει τεράστιες συνέπειες, καθώς οι θεράποντες γιατροί θέλουν σχεδόν πάντα να συνεχίσουν να τα παίρνουν οι ασθενείς τους– και οι γιατροί έχουν σχεδόν πάντα τεράστια δύναμη (σαν να υπάρχει ένα είδος αθέλητης συμφωνίας) να πείθουν τους ασθενείς τους. Πράγματι, ένας πολύ συχνός παράγοντας εμφάνισης αυτού που ονομάζεται υποτροπή είναι ακριβώς η έλλειψη υποστήριξης του ανθρώπου που αποφασίζει να κόψει τα ψυχοφάρμακα.

Ως συνήγορος των δικαιωμάτων των ασθενών στον χώρο της ψυχικής υγείας (και ως άνθρωπος που έκοψα τα ψυχοφάρμακα στην πορεία της προσωπικής μου ανάρρωσης) ακούω συχνά την ερώτηση: «Πώς μπορώ να σταματήσω τα ψυχοφάρμακα;» Υπάρχει μια τραγική έλλειψη ενημέρωσης για το πώς μπορεί να σταματήσει κανείς με ασφάλεια, καθώς και σχετικά με υποστηρικτικές δομές (όπως σύντομα προγράμματα υποστηριζόμενης κατοικίας και γιατροί που είναι πρόθυμοι να σκεφτούν μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις), οι οποίες θα δώσουν τη δυνατότητα, σε ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν, να το πετύχουν.

Η επιλογή να σταματήσει κανείς τα ψυχοφάρμακα μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς είναι ότι οι παρενέργειες είναι πιο οδυνηρές από τα αρχικά προβλήματα, ή ότι αυτοί που τα παίρνουν δεν αισθάνονται να βοηθούνται σε κάτι με τη λήψη τους (αυτή ήταν ξεκάθαρα η δική μου περίπτωση). Δυστυχώς, στην κοινή γνώμη επικρατεί η εικόνα που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε. για τα άτομα που κόβουν τα ψυχοφάρμακα: είναι άνθρωποι τόσο διαταραγμένοι, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως οι συμπεριφορά τους είναι αφύσικη και συνεχίζουν καταλήγοντας να διαπράξουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το να μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους και για τους περίπλοκους λόγους που υπάρχουν πίσω από τις αποφάσεις τους είναι ίσως ένας τρόπος να αντισταθμίσουμε αυτή την αρνητική και καταστροφική εικόνα.

Λέγεται συχνά ότι τα ψυχοφάρμακα δίνονται σε ανθρώπους με την ταμπέλα του ψυχικά αρρώστου, ώστε να νιώσουν καλύτερα αυτοί που βρίσκονται γύρω τους, θεραπευτικό προσωπικό και οικογένεια. Το να είσαι κοντά σε ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγχυση, και μάλιστα μιλούν δυνατά για το τι τους μπερδεύει, μπορεί να προκαλεί αναστάτωση και είναι δύσκολο. Αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς να τους φιμώσουμε. Αντιθέτως, πρέπει να ακούσουμε με προσοχή τις πραγματικές εμπειρίες τους, ώστε να μπορέσουμε να μάθουμε το πραγματικό κόστος των ψυχοφαρμάκων στη ζωή τους.

Judi Chamberlin (1944-2010)
Διευθύντρια Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Ενδυνάμωσης,
Λόρενς Μασαχουσέτης. Μέλος Δ.Σ. της MindFreedom International
Arlington, Massachusetts, 30. Oktober 2002

Loren R. Mosher: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Δεν υπάρχει τυραννία τόσο μεγάλη, όσο αυτή που ασκείται για το καλό του θύματος».
C. S. Lewis

To βιβλίο αυτό πραγματεύεται ένα θέμα, για το οποίο σήμερα υπάρχουν πολλές ασαφείς εντυπώσεις. Ζούμε στην εποχή τού «ένα χάπι για κάθε πόνο». Ωστόσο, οι άνθρωποι δίνουν πολύ μικρή προσοχή ειδικά στα χάπια που επιδρούν στην ψυχή μας. Τι σημαίνει πράγματι το να διαχειρίζεσαι χημικά την ψυχή, τον εαυτό, το ανθρώπινο πνεύμα; Το λεξικό Webster ορίζει την ψυχή ακριβώς στα τρία αυτά επίπεδα. Αυτά τα χημικά, τα ψυχοφάρμακα, δεν επιδρούν λοιπόν ακριβώς στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης; Ώστε δεν θα έπρεπε να δώσουμε τη δέουσα προσοχή και σεβασμό σ’ αυτή τη διαδικασία; Αν ξεκίνησε κάποια στιγμή, δεν πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς; Αν αυτά τα τρία στοιχεία –ψυχή, εαυτός και ανθρώπινο πνεύμα– συνιστούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν θα έπρεπε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να αποφασίζουν, με βάση τις δικές τους πολύ προσωπικές και άμεσες εμπειρίες, αν θέλουν να πάρουν ψυχοφάρμακα; Η απάντηση είναι βεβαίως ένα δυνατό και ξεκάθαρο: ΝΑΙ.

Ας είμαστε ρεαλιστές. Μια και υπάρχουν πολύ λίγοι αντικειμενικοί δείκτες για τη δράση που έχουν αυτά τα φάρμακα, οι αναφορές των ασθενών είναι αποφασιστικής σημασίας. Αναρωτιέμαι κατά πόσον οι ψυχίατροι που συνταγογραφούν ψυχοφάρμακα ασχολούνται σοβαρά με την προσωπική εμπειρία που έχουν οι ασθενείς τους με καθένα απ’ αυτά τα φάρμακα. Σίγουρα μπορούν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Αν όμως κάποιος ανήκει σε μια κοινωνική μειονότητα, μιλά μια διαφορετική από την κυρίαρχη γλώσσα, είναι φτωχός, θεωρείται «πολύ άρρωστος» ή έχει εγκλειστεί παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, μειώνεται δραματικά η πιθανότητα να ακουστεί πραγματικά– παρ’ όλο που αυτή η πιθανότητα παραμένει και για όλους τους υπόλοιπους ιδιαίτερα μικρή.

Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο πυρήνας αυτού του βιβλίου: οι ιστορίες ανθρώπων που δεν εισακούστηκαν, όσο η ψυχή τους και το ανθρώπινο πνεύμα τους υπέφερε βασανιστήρια υπό την επίδραση ψυχοφαρμάκων– που συχνά τους επιβάλλονταν με τη βία. Ιστορίες θαρραλέων αποφάσεων, που πάρθηκαν σε αντίθεση με τη γνώμη και τις συστάσεις ειδικών και συχνά κόντρα στη στάση φίλων και συγγενών, και πόνου που ορισμένες φορές τις συνόδευσε. Μετά τη διακοπή των φαρμάκων, άρχισε ο εγκέφαλος να προσπαθεί να επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν είχαν ποτέ προειδοποιηθεί για το ότι τα φάρμακα επιφέρουν αλλαγές στον εγκέφαλο (ή, ακόμη χειρότερα, καταστρέφουν οριστικά ολόκληρες περιοχές του εγκεφάλου), γι’ αυτό και εμφανίζονται σχεδόν αναπόφευκτα κάποια στερητικά συμπτώματα. Το ίδιο λίγο γνώριζαν ότι αυτά τα συμπτώματα διαρκούν αρκετά και μπορούν να ερμηνευτούν ως «υποτροπή». Υπάρχουν ιστορίες τρόμου για το τι μπορεί να συμβεί (αν και όχι πάντα), όταν προσπαθεί ένας άνθρωπος να αφήσει τον εγκέφαλό του να επιστρέψει στη φυσιολογική του λειτουργία, αφού είχε βρεθεί για αρκετό χρονικό διάστημα υπό την επίδραση «θεραπευτικών» χημικών. Κατά κανόνα, αυτή η οδύνη ήταν δυστυχώς αναγκαία, για να γυρίσει η ψυχή, ο εαυτός και το ανθρώπινο πνεύμα –ο πυρήνας της ανθρώπινης φύσης– και πάλι πίσω.

Επειδή τα φάρμακα δίνονται συχνά απερίσκεπτα, με πατερναλιστική λογική και πολλές φορές χωρίς να είναι απαραίτητα, με στόχο να «θεραπεύσουν» μια «αρρώστια» που δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, αυτό το βιβλίο γίνεται εκ των πραγμάτων μια απαγγελία κατηγορίας ενάντια στους γιατρούς. Οι γιατροί καταπατούν συστηματικά τον όρκο του Ιπποκράτη (κατ’ αρχήν να μην προκαλέσουν βλάβη σε κανένα), στη βιασύνη τους «να κάνουν κάτι». Πώς είναι δυνατόν να διαπιστώσει κάποιος αν υπάρχει ψυχική δολοφονία, χωρίς να γνωρίζει τις περιγραφές της εμπειρίας ασθενών με φάρμακα που στοχεύουν απ’ ευθείας στο ουσιωδέστερο σημείο του ανθρώπινου είναι τους;

Ακόμα και αν συχνά παριστάνουν κάτι άλλο, οι γιατροί είναι απλώς απόφοιτοι της Ιατρικής και όχι ιατρικοί θεοί. Σε αντίθεση με τους πραγματικούς θεούς, οι γιατροί οφείλουν να απολογηθούν για τις πράξεις τους.

Αυτό το βιβλίο είναι απαραίτητο σε όλους όσοι παίζουν με την ιδέα να πάρουν ή να μην πάρουν αυτά τα νόμιμα φάρμακα, που επεμβαίνουν στην προσωπικότητα του ανθρώπου, και ίσως ακόμα πιο αναγκαίο γι’ αυτούς που μπορούν να τα συνταγογραφούν.

Dr. med. Loren R. Mosher (1933-2004)
Διευθυντής της Ένωσης προγραμμάτων «Σωτηρία»
Κλινικός καθηγητής ψυχιατρικής,Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Σαν Ντιέγκο
Τμήμα Ιατρικής
26. Αυγούστου 2002

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

 

Η αντιψυχιατρική βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχών εξελίξεων. Νέες εμπειρίες πλαταίνουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη δυνατότητα διακοπής ψυχοφαρμακευτικών θεραπειών. Στο βαθμό που σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται η μείωση της δόσης κάποιου φαρμάκου, ο αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος ότι τόσο οι συγγραφείς όσο και ο επιμελητής και ο εκδότης έχουν φροντίσει ώστε η πληροφορία να ανταποκρίνεται στις πιο επίκαιρες γνώσεις που επικρατούν στον χώρο, κατά την έκδοση του βιβλίου. Επειδή όμως υπάρχουν πολλοί εξατομικευμένοι παράγοντες (σωματική και ψυχική κατάσταση, κοινωνικές μεταβλητές και συνθήκες ζωής κτλ.), που παίζουν σοβαρό ρόλο στην πορεία μιας διαδικασίας ψυχοφαρμακευτικής απεξάρτησης, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι θέσεις των συγγραφέων αποτελούν συστάσεις γενικεύσιμες σε όλους τους αναγνώστες. Σ’ αυτούς συνιστούμε να διαπιστώσουν από μόνοι τους, συνυπολογίζοντας με προσοχή τη δική τους κατάσταση ζωής και πιθανόν με συμβουλές ενός κατάλληλου ειδικού, το αν η απόφασή τους να διακόψουν τα φάρμακα με κάποιον ειδικό τρόπο, μετά από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, στηρίζεται σε υπεύθυνη και κριτική αντιμετώπιση του θέματος. Ένας τέτοιος λεπτομερειακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις περιπτώσεις παρασκευασμάτων που χρησιμοποιουνται σπανιότερα ή έχουν μόλις εμφανιστεί στην αγορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αναλαμβάνει ούτε ο επιμελητής ούτε ο εκδότης του βιβλίου οποιαδήποτε ευθύνη για τις ενδεχόμενες παρενέργειες των φαρμάκων που λαμβάνουν οι αναγνώστες, ούτε για μια πιθανή διακοπή τους.

Σε περίπτωση που μια προσεκτική και καλά οργανωμένη προσπάθεια απεξάρτησης ή η διατήρηση της χωρίς φάρμακα κατάστασης οδηγήθηκε σε αποτυχία, ο εκδοτικός οίκος του Peter Lehmann «Antipsychiatrieverlag» απευθυνόμενος σε κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο, παρακαλεί να τον ενημερώσει για τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη αυτό.

Πέτερ Λέμαν
Φεβρουάριος 2008

Αναδημοσίευση από: http://www.peter-lehmann-publishing.com/books/withdraw/greek.htm

Ο Άιχμαν στο Φαρμακονήσι

Ώστε ο Άιχμαν έκανε το καθήκον του, όπως είπε πολλές φορές στο δικαστήριο· υπάκουε όχι απλώς σε διαταγές αλλά στο νόμο του κράτους, εκτός απ’ το να εκτελεί αυτά που θεωρούσε «καθήκοντα ενός νομοταγούς πολίτη», είχε ενεργήσει και σύμφωνα με διαταγές ανωτέρων του.

Το παραπάνω απόσπασμα αναφέρεται στον υπεύθυνο εξόντωσης χιλιάδων Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία, τον Άιχμαν. Ο Άιχμαν ήταν ένας στυγνός δολοφόνος, ταυτόχρονα ήταν απλά ένας δημόσιος υπάλληλος που συμμετείχε, ως ένα ακόμα γρανάζι, σ’ ένα από τα τελειότερα εγκλήματα όλων των εποχών. Για να στηθεί ένα τέλειο έγκλημα χρειάζεται είτε ο δολοφόνος να είναι ένας ανώνυμος μηχανισμός ή το θύμα να είναι ένα άτομο το οποίο ουσιαστικά δεν υπάρχει. Τα τελειότερα εγκλήματα τα καταστρώνει πάντα ο κρατικός μηχανισμός, διότι ο εγκληματίας είναι γενικά απρόσωπος ενώ ταυτόχρονα έχει χίλια πρόσωπα· ο Άιχμαν είναι πλέον μια ιστορική φιγούρα που συμβολίζει τον σαδισμό μιας εγκληματικής δράσης η οποία προκύπτει μέσα από την αδράνεια της συνείδησης απέναντι στις εντολές θανάτου που έρχονται από μια αόριστη αρχή, την εξουσία. Ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Πέτρος είναι λιμενικοί, σίγουρα δεν ιστορικές φιγούρες αλλά επίσης σίγουρα είναι στυγνοί δολοφόνοι και εγκληματίες, ταυτόχρονα είναι και απλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Το βράδυ της Δευτέρας γύρισαν στο σπίτι εξουθενωμένοι να παίξουν με τα παιδιά τους, να φάνε ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Η δολοφονία που διέπραξαν πριν λίγες ώρες δεν είναι δολοφονία, αν και εξ’ αιτίας της δράσης τους σκοτώθηκαν μια ντουζίνα παιδάκια με τις μανάδες τους. Το κράτος και ο μηχανισμός του όχι μόνο δεν θα ζητήσουν εξηγήσεις αλλά θα καλύψουν τα γρανάζια που εκτελούν τις δολοφονικές προσταγές. Ταυτόχρονα τα θύματα δεν υπάρχουν, κι αν δεν στράβωνε τελευταία στιγμή η «δουλειά», το μεροκάματο θα ‘βγαινε καθαρό. Μια λιτή ανακοίνωση περί ναυαγίου όπου δεν διασώθηκε κανείς θα μετέτρεπε τη δολοφονία σε «ανθρωπιστική» τραγωδία, όλα θα ήταν περίφημα. Ποιός θα αμφισβητήσει το ίδιο το κράτος; Οι Γερμανοί κάποτε σαν τέλειωσε ο πόλεμος έμαθαν να λένε: βλέπαμε τον καπνό αλλά δεν μπορούσαμε να υποψιαστούμε τι είναι. Αυτή την ανοησία αναμασούσε κάποιος ολιγόνους. Ήταν καταφανώς ψέμματα· όλοι ήξεραν. Οι πιο έξυπνοι σκαρφίστηκαν το εξής: μα ήταν κρατική πολιτική, τι μπορούσαμε να κάνουμε εμείς; Σήμερα, στην Ελλάδα κάποιοι πανηγυρίζουν για την μαζική δολοφονία, είναι οι φασίστες. Οι περισσότεροι κάνουν πως αγνοούν, είναι οι δεξιοί δημοκράτες. Κάποιοι κατασκευάζουν το άλλοθι των δολοφόνων μιλώντας για μεταναστευτικό πρόβλημα, είναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές, όμως όλοι γνωρίζουν. Ακόμη και οι χρυσαυγίτες πιστεύουν την αφήγηση των προσφύγων, απλά επικροτούν την πράξη των δολοφόνων. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης σήμερα στην Ελλάδα, είναι η προίκα της δημοκρατίας στον φυσικό της διάδοχο σε περιόδους «ανωμαλίας», στον φασισμό. Στο ίδιο βιβλίο της Άρεντ απ’ όπου και το αρχικό απόσπασμα, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, καταγράφονται τα τρία στάδια που εμπνεύστηκαν οι ναζί για τη λύση τουεβραϊκού προβλήματος. Το πρώτο στάδιο ήταν η απέλαση, το δεύτερο η συγκέντρωση και το τρίτο η θανάτωση. Είναι προφανές ότι επίκληση όχι -ίσως- στο κάδρο του Χίτλερ αλλά στην «διαχείριση ανθρώπινων πόρων» που θεμελίωσε, δεν κάνει μόνο η Χ.Α. αλλά και η κυβέρνηση Σαμαρά. Η σύγκλιση πλέον του ναζισμού με την καπιταλιστική δημοκρατία δεν έγκειται σε κάτι άλλο πέρα από το πρόταγμα του φόνου. Το καινοφανές, βέβαια, που εισήγαγε η ναζιστική Γερμανία δεν ήταν τα μαζικά εγκλήματα κατά ανθρώπων και ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυτά είχαν ήδη υπάρξει με τα γνωστά εγκληματικά αποτελέσματα από τις δημοκρατικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα κυρίως τη Μ. Βρετανία στην Αφρική κατά τη διάρκεια των πολέμων των Μπόερς, όπου κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης το σύνολο του άμαχου πληθυσμού. Τα θύματα αυτά όμως εξαιρούνταν από το σύστημα διευθέτησης προβλημάτων της Ευρώπης, ζούσαν στις αποικίες, όπου όλα είναι δυνατά. Οι ναζί αυτή τη συνθήκη ανέτρεψαν μεταφέροντας το έγκλημα από την περιφέρεια και τις αποικίες στο κέντρο της Ευρώπης. Τον ίδιο ρόλο έχει η Χρυσή Αυγή σε σχέση με την δημοκρατική κυβέρνηση, όσο η τελευταία θα δολοφονεί μαζικά πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, οι νεοναζί θα μεταφέρουν τον πόλεμο και τις δολοφονίες στο κέντρο της μητρόπολης, προσπερνώντας τα πρώτα δύο χρονοβόρα στάδια της απέλασης και της συγκέντρωσης. Εάν το παράδειγμα του «ξένιου Δία» δεν ήταν αρκετά πειστικό τα μαχαίρια των ναζί αποτελούν μια πιο άμεση «λύση». Η επανεμφάνιση τους άλλωστε στο Κερατσίνι με την συνοδεία της αστυνομίας για να επιτεθούν στο «Ρεσάλτο», δείχνει ότι το κράτος ποτέ δεν θα παρατήσει το παρακράτος απροστάτευτο στο έλεος των αντιστεκομένων. Η μαζική δολοφονία που διέπραξε το ελληνικό κράτος, η οποία τελέστηκε υπό τις παροτρύνσεις της ελληνικής κυβέρνησης και την συναίνεση των Ευρωπαίων εταίρων επιβεβαιώνει εκείνη την «απειλή» βουλευτού της Ν.Δ. προς τους ναζί βουλευτές, ότι «κουμάντο εδώ κάνουμε εμείς». Το σχόλιο αυτό πέρα από την αποδόμηση του σκεπτικού που εξέφραζαν τότε οι ναζί το οποίο εμπερικλείεται στην λαϊκή ρήση «έμαθα και μαστορεύω και γαμώ το μάστορή μου», καταδεικνύει πλέον κάτι πολύ βαθύτερο και πιο ουσιαστικό προς όλους: οι ναζί είναι χρήσιμοι για το ελληνικό κράτος όσο κρατούν τα ελάχιστα προσχήματα, π.χ. να δολοφονούν κυρίως μετανάστες, όμως το κράτος είναι το παν, καθότι συν τοις άλλοις είναι εξαιρετικά πιο αποτελεσματικό. Πόσα χρόνια θα χρειάζονταν οι ναζί για να ξεκοιλιάσουν καμιά ντουζίνα παιδάκια και τις μανάδες τους; Ίσως όχι τόσα πολλά όσο φανταζόμασταν εάν αναλογιστούμε ότι ένα εκφασισμένο τμήμα της κοινωνίας έχει πείσει τον εαυτό του ότι ο καπνός των σύγχρονων Άουσβιτς είναι από καραμελωμένα κουλουράκια, ή ότι «τα μπουρίνια είναι συνηθισμένο φαινόμενο το Γενάρη στο Αιγαίο». Ίσως πολλά περισσότερα χρόνια θα χρειαζόντουσαν, κι ίσως δεν τα κατάφερναν ποτέ εάν αναλογιστούμε ότι οι μαχόμενοι άνθρωποι, οι αντιφασίστες σ’ όλη την Ελλάδα με όλους τους τρόπους φροντίζουν επιμελώς να κόβουν τα χέρια των δολοφόνων από τη ρίζα. Όπως και να ‘χει το ελληνικό κράτος χρειάστηκε κανα δίωρο, μερικούς ναζί καμουφλαρισμένους με στολή δημόσιου υπαλλήλου και μια γρήγορη βάρκα, μπόλικη κοινωνική συναίνεση και μια εντολή σιωπητηρίου στο βόθρο των ΜΜΕ.

Μια υποσημείωση, αν και οι οριενταλιστικές προσεγγίσεις δεν είναι χρήσιμες συνήθως, ή ακόμη είναι και αντιδραστικές, εδώ θα κάνουμε μια παρέκβαση. Για την σχέση Ιταλών-Ελλήνων λένε συχνά una faccia una razza, παρόλα αυτά οι Ιταλοί είναι επίσης γνωστοί ως μεγάλοι απατεώνες, προφανώς εκεί έγκειται και η μέρα κροκόδειλου ή αλλιώς η μέρα εθνικού πένθους που κήρυξαν οι εκεί δολοφόνοι για να «τιμήσουν» τους δολοφονημένους της Λαμπεντούζα. Εδώ ο κυνισμός των Βαλκανίων δεν επέτρεψε τέτοια φληναφήματα, -και καλύτερα εδώ που τα λέμε, γιατί η υποκρισία αποπροσανατολίζει- δεν υπάρχει λοιπόν χρόνος για θρήνο στα νότια Βαλκάνια, η κυβέρνηση αρχίζει τις απελάσεις των «παρανόμων», κάποιοι πανηγυρίζουν, προφανώς πιστεύουν ότι τώρα πια τα πνιγμένα παιδάκια δεν θα φαν τη δουλειά των δικών τους παιδιών στις νέες θέσεις εργασίας που ανοίγει η κυβέρνηση στις γωνιές των δρόμων και γύρω απ’ τα φανάρια. Κάποιοι άλλοι δε βλέπουν το λόγο να θρηνήσουν, η καθημερινότητά τους δεν τέμνεται με μια μαζική δολοφονία κι ας μαθαίνουν για καθημερινούς ανομολόγητους φόνους μέσα στα μικροαστικά σπιτάκια που καταρρέουν. Και κάποιοι, τέλος με την σοφία του ραγιά δε θρηνούν, περιμένουν καρτερικά τους επόμενους, τους επόμενους νεκρούς, το επόμενο φορτίο που θα παραλάβει ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Πέτρος για να κάνουν την κουραστική δουλειά τους. Κι όταν καταφέρουν θα βυθίσουν το φορτίο δίχως ίχνη, θα ξεφυσήσουν… «το μεροκάματο να βγαίνει».

Σε μας μένει να βάλουμε σε τούτο τον κόσμο φωτιά.
του Άρη Τ.

Αναδημοσίευση από: http://www.anthostoukakou.blogspot.gr/2014/01/blog-post_26.html

 

Εξεγέρσεις εδώ, εκεί και παντού

walerst
Tου Immanuel Wallerstein
Η επίμονη εξέγερση στην Τουρκία έχει ακολουθηθεί από μια ακόμη μεγαλύτερη εξέγερση στη Βραζιλία, η οποία με τη σειρά της έχει ακολουθηθεί από μια λιγότερο παρατηρήσιμη, αλλά όχι λιγότερο πραγματική, εξέγερση στη Βουλγαρία. Φυσικά, αυτές οι εξεγέρσεις δεν ήταν οι πρώτες, αλλά απλώς οι τελευταίες σε μια αληθινά παγκόσμια σειρά τέτοιων εξεγέρσεων τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αναλύσει κανείς το φαινόμενο αυτό. Εγώ το βλέπω σαν τη συνεχή διαδικασία αυτού που ξεκίνησε ως η παγκόσμια επανάσταση του 1968.
Για να είμαστε σίγουροι, κάθε εξέγερση είναι ιδιαίτερη ως προς τις λεπτομέρειες και τις εσωτερικές σχέσεις των δυνάμεων σε κάθε χώρα. Αλλά υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες που θα πρέπει να προσέξει κανείς, αν θέλει να βγάλει νόημα σχετικά με το τι συμβαίνει και να αποφασίσει για το τι όλοι μας, ως άτομα και ως ομάδες, πρέπει να κάνουμε.
Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι εξεγέρσεις έχουν την τάση να ξεκινούν πολύ μικρές – μια χούφτα θαρραλέων ανθρώπων διαδηλώνουν για κάτι. Και τότε, αν πιάσουν, κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτο, γίνονται μαζικές. Ξαφνικά, δεν βρίσκεται μόνο η κυβέρνηση κάτω από επίθεση, αλλά, σε κάποιο βαθμό, το ίδιο το κράτος ως κράτος. Αυτές οι εξεγέρσεις είναι ένας συνδυασμός όσων καλούν σε αντικατάσταση της κυβέρνησης από μια καλύτερη και εκείνων που αμφισβητούν την ίδια τη νομιμότητα του κράτους. Και οι δύο ομάδες επικαλούνται τα θέματα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και οι ορισμοί που δίνουν σε αυτούς τους δύο όρους είναι πολύ διαφορετικοί. Σε γενικές γραμμές, ο τόνος των εξεγέρσεων αυτών αρχίζει από την αριστερή πλευρά του πολιτικού τοπίου.
Οι κυβερνήσεις που βρίσκονται στην εξουσία φυσικά αντιδρούν. Είτε προσπαθούν να καταστείλουν την εξέγερση, ή προσπαθούν να την κατευνάσουν με ορισμένες παραχωρήσεις ή δοκιμάζουν και τις δύο απαντήσεις. Η καταστολή συχνά λειτουργεί, αλλά μερικές φορές είναι αντιπαραγωγική για την κυβέρνηση, φέρνοντας ακόμα περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους. Οι παραχωρήσεις συχνά δουλεύουν, αλλά μερικές φορές είναι αντιπαραγωγικές για την κυβέρνηση, οδηγώντας τους ανθρώπους στο δρόμο να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους. Γενικά, οι κυβερνήσεις δοκιμάζουν την καταστολή περισσότερο από τις παραχωρήσεις. Και σε γενικές γραμμές, η καταστολή τείνει να λειτουργεί βραχυπρόθεσμα.
Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εξεγέρσεων είναι ότι καμία από αυτές δεν συνεχίζει σε υψηλούς ρυθμούς για πάρα πολύ καιρό. Οι διαδηλωτές υποχωρούν στα κατασταλτικά μέτρα. Ή αφομοιώνονται από την κυβέρνηση. Ή κουράζονται από την τεράστια προσπάθεια που απαιτούν οι συνεχείς διαδηλώσεις. Αυτή η εξασθένιση των διαδηλώσεων είναι απολύτως φυσιολογική. Αυτό δεν υποδεικνύει την αποτυχία των διαδηλώσεων.
Αυτό είναι το τρίτο κοινό χαρακτηριστικό των εξεγέρσεων. Αν και έρχονται σε ένα τέλος, αφήνουν μια κληρονομιά. Έχουν αλλάξει κάτι στην πολιτική της χώρας, και σχεδόν πάντα προς το καλύτερο. Έχουν βάλει κάποιο σημαντικό ζήτημα, όπως για παράδειγμα τις ανισότητες, στη δημόσια ατζέντα. Ή έχουν αυξήσει την αίσθηση της αξιοπρέπειας των χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού. Ή έχουν αυξήσει τον σκεπτικισμό σχετικά με τον βερμπαλισμό με τον οποίο οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να καλύπτουν τις πολιτικές τους.
Το τέταρτο κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι, σε κάθε εξέγερση, πολλοί που συμμετέχουν σε αυτήν, ειδικά αν ενταχθούν αργά, το κάνουν όχι για να προωθήσουν τους αρχικούς στόχους, αλλά για να τους διαστρέψουν ή να φέρουν στην πολιτική εξουσία (άκρο)δεξιές ομάδες που είναι διαφορετικές από αυτές που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά με κανένα τρόπο πιο δημοκρατικές ή πιο σχολαστικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το πέμπτο κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι όλες εμπλέκονται στη γεωπολιτική. Οι ισχυρές κυβερνήσεις εκτός της χώρας στην οποία πραγματοποιείται η αναταραχή δουλεύουν σκληρά, αν και όχι πάντα με επιτυχία, για να βοηθήσουν τις ομάδες που είναι ευνοϊκές για τα συμφέροντα τους να έρθουν στην εξουσία. Αυτό συμβαίνει τόσο συχνά ώστε, ήδη, μια από τις άμεσες ερωτήσεις σχετικά με μια συγκεκριμένη εξέγερση είναι ή θα πρέπει πάντα να είναι, ποιες θα είναι οι συνέπειές της σχετικά με το κοσμο-σύστημα στο σύνολό του. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, καθώς οι πιθανές γεωπολιτικές συνέπειες μπορεί να οδηγήσουν κάποιον να θέλει να πάει σε κατευθύνσεις αντίθετες με την αρχική αντι-αυταρχική κατεύθυνση.
Τέλος, ας θυμηθούμε ότι σε αυτή τη περίπτωση, όπως και σε όλα όσα συμβαίνουν τώρα, ότι είμαστε στη μέση μιας δομικής μετάβασης από μια καπιταλιστική κοσμο-οικονομία που εξασθενεί σε ένα νέο είδος συστήματος. Αλλά αυτό το νέο σύστημα θα μπορούσε να είναι καλύτερο ή χειρότερο. Αυτή είναι η πραγματική μάχη για τα επόμενα 20-40 χρόνια, και το πως συμπεριφερόμαστε εδώ, εκεί, και παντού πρέπει να αποφασίζεται σε συνάρτηση με αυτή τη θεμελιώδη και μεγάλη παγκόσμια πολιτική μάχη.
Επιμέλεια μετάφρασης: Αντώνης Γαλανόπουλος

Αναδημοσίευση από: http://afterhistory.blogspot.gr/2013/07/blog-post_13.html

Συνωστισμένες στο Φαρμακονήσι

 του Άκη Γαβριηλίδη

στα πλοία όποιος πιάνεται

κι οι φίλοι τον χτυπάνε,

λέει το δίστιχο του Πυθαγόρα στο γνωστό τραγούδι «Η Σμύρνη» από το δίσκο Μικρά Ασία,μεταφέροντας τη γνωστή μαρτυρία των προσφύγων τού 1922 που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από το φονικό καταφεύγοντας στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά πλοία, κατά την οποία οι ναύτες των πλοίων αυτών δεν τους το επέτρεπαν και τους ξαναπετούσαν με τη βία στη θάλασσα. (Πρόκειται για το ίδιο τραγούδι στο οποίο ο Γιώργος Νταλάρας αναφωνεί με παράπονο στο ρεφραίν: Ρωμιοσύνη, ρωμιοσύνη/ δεν θα ησυχάσεις πια). Η τραυματική αυτή μαρτυρία έχει αποτυπωθεί έκτοτε στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και συχνά αναφέρεται –δικαίως- ως δείγμα απαράδεκτης αναλγησίας. Και σχεδόν εξίσου συχνά ως ακόμη μία απόδειξη ότι ο ελληνισμός πάντοτε προδίδεται από τους ισχυρούς συμμάχους του της Δυτικής Ευρώπης που θα έπρεπε να τον στηρίζουν απέναντι στους βάρβαρους Ασιάτες.

Την εβδομάδα που πέρασε, η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε αυτούσια ακόμα μια φορά στα νερά του Αιγαίου. Όπως κατήγγειλαν και πάλι οι επιζώντες, ναύτες πολεμικού σκάφους εμπόδισαν γυναικόπαιδα να ανέβουν σε αυτό παρόλο που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, και αντιθέτως τους πέταξαν στη θάλασσα όπου δώδεκα άτομα –τρεις γυναίκες και εννέα ανήλικα παιδιά- βρήκαν το θάνατο αβοήθητα.

Τώρα βέβαια υπήρχε και μία διαφορά: το σκάφος ανήκε στο ένδοξο Λιμενικό Σώμα της ελληνικής δημοκρατίας, το οποίο ενεργούσε για να προστατεύσει τον προδομένο ελληνισμό από την απειλή των «λαθρομεταναστών», οδηγώντας τους πίσω στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτή τη φορά, οι μεγάλες δυνάμεις είναι με το μέρος του ελληνισμού παρακολουθώντας σιωπηλά, ή και ενίοτε ενισχύοντας την αντιβαρβαρική άμυνα μέσω της FRONTEX. Η ρωμιοσύνη έχει ησυχάσει πια, και τώρα φροντίζει να διατηρήσει την ησυχία της, όσο και την ησυχία των εντός ή εκτός εισαγωγικών φίλων της.

metanastes_farmakonisi

Πριν από όχι τόσο πολλά χρόνια, κυράδες και φιλάνθρωποι παπάδες, εργολαβίες εκπροσώπησης προσφύγων, οργανώσεις, σωματεία και καθηγητάδες είχαν ξεσηκωθεί και αξιώσει συγνώμες και παραιτήσεις υπουργών με βάση το ότι, κατά τη γνώμη τους, το προ 80 ετών περιστατικό δεν αποδιδόταν με τις ορθές διατυπώσεις σε ένα βιβλίο ιστορίας.

Με βάση αυτή την εγνωσμένη ευαισθησία τους για παρόμοια περιστατικά, λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι τα ίδια άτομα και οι ίδιοι φορείς θα νιώσουν την ίδια αγανάκτηση και θα οργανώσουν ανάλογες και ακόμη μεγαλύτερες διαμαρτυρίες, τώρα που έχουν μπροστά τους ένα ζήτημα που αφορά τωρινούς θανάτους, και όχι την ιστορική αποτύπωση προ 90ετίας συμβάντων.

Δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε γι’ αυτό. Η μέχρι τώρα σιωπή τους προφανώς οφείλεται στο ότι ίσως δεν ενημερώθηκαν ακόμα πλήρως, ή ότι ακόμη συνεδριάζουν τα αντίστοιχα ΔΣ για να βρουν τις καταλληλότερες διατυπώσεις και μορφές αντίδρασης.

Αναδημοσίευση από: 

http://nomadicuniversality.wordpress.com/2014/01/23/%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%AE%CF%83%CE%B9/

Κορνήλιος Καστοριάδης “Ο Κύριος των σημασιών έχει τον θρόνο του πιο ψηλά από τον Κύριο της βίας”

semen

…Όποια και να είναι η ρητή διάρθρωση της εξουσίας δεν μπορούμε ποτέ να σκεφτούμε την εξουσία μόνο ως την αντίθεση φίλου εχθρού, όπως ήθελε ο Καρλ Σμιτ. Ούτε μπορούμε να σκεφτούμε την εξουσία και ούτε καν την κυριαρχία ως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Πριν και επάνω απ’ το μονοπώλιο της νομίμου βίας υπάρχει το μονοπώλιο του νομίμου λόγου. Και το μονοπώλιο του νομίμου λόγου το ίδιο  δεσπόζεται κι αυτό από το μονοπώλιο της νόμιμης σημασίας. Ο Κύριος των σημασιών έχει τον θρόνο του πιο ψηλά από τον Κύριο της βίας. Μόνο όταν τα κτίρια των θεσμισμένων σημασιών αρχίζουν να καταρρέουν μέσα στον πάταγο και τον θόρυβο αυτής της κατάρρευσης, μόνο τότε μπορεί να αρχίσει να ακούγεται πραγματικά η φωνή των όπλων. Και ακόμα για να μπορέσουν τα όπλα να επέμβουν χρειάζεται ο λόγος, πρέπει δηλαδή η επιταγή της υπάρχουσας εξουσίας ή αυτού που αντιτίθεται στην υπάρχουσα εξουσία να επιβάλλεται πάνω στις περίφημες ομάδες ενόπλων ανθρώπων. Ο τέταρτος λόχος του συντάγματος Παυλόφσκι, σωματοφυλάκων της Αυτού Μεγαλειότητος του Τσάρου, και ολόκληρο το σύνταγμα Σεμενόφσκι ήτανε τα πιο ισχυρά στηρίγματα του θρόνου έως τις καταπληκτικές εκείνες ημέρες της 26ης και της 27ης Φεβρουαρίου 1917, όπου συναδελφώθηκαν με τα πλήθη και γύρισαν τα τουφέκια τους εναντίον των αξιωματικών τους. Ο ισχυρότερος στρατός του κόσμου δεν θα σας προστατεύσει εάν δεν σας είναι πιστός, και το έσχατο θεμέλιο της πίστης του είναι η φαντασιακή του πεποίθηση, η πεποίθηση που τρέφει σχετικά με τη φαντασιακή σας επίσης νομιμότητα και ισχύ.

Απόσπασμα από το κείμενο του Κ. Καστοριάδη  Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία , Οι Ομιλίες στην Ελλάδα (σελ. 58 -59).