All posts by oulaloum

Μίλτος Σαχτούρης

cropped-saxtourhs-1992_high9

Αστεροσκοπείο

Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

Να πεθάνουν

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί

Από τη συλλογή  Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Βύρων Λεοντάρης

 leont

Η σιωπΗ που ακολουθεΙ    

                                                               

Όχι μόνο τ’ αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε με μια κλωτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

 

Από την  ποιητική συλλογή  ”Ψυχοστασία” (1949-1976),  Εκδόσεις Ύψιλον (2006)

 

Το επίκαιρο «Κατηγορώ» της Γαλάτειας κατά του Ν. Καζαντζάκη

«Επιχειρεί να δικαιώσει και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο το φασισμό»

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη γεννημένη το 1886 στο Ηράκλειο της Κρήτης ξεχώρισε τόσο με τα διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα και θεατρικά της όσο και γιατί ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες κομμουνίστριες συγγραφείς. Τολμηρή και πρωτοπόρα από πολύ μικρή ηλικία δημοσίευε ποιήματα και μεταφράσεις με το ψευδώνυμο Lalo de Castro. Το 1909 το «Ρίντι Παλιάτσο» (Γέλα Παλιάτσο), δημοσιευμένο το 1909 στο περιοδικό «Νουμάς» αποτέλεσε το πρώτο μυθιστόρημά της. Μετά απ’ αυτό ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε ότι η Γαλάτεια είναι «μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία μέσα στην ασάλευτη σκλαβοπλανταγμένη ατμόσφαιρα της επαρχιώτικης σταχτόχρωμης ζωής.» Δυο χρόνια μετά παντρεύτηκαν για να χωρίσουν το 1926 μετά από μια θυελλώδη σχέση. Η Γαλάτεια σε όλη της τη ζωή και το έργο ήταν «δεμένη» με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Μαχητική δημοτικίστρια, συμμετείχε σε όλες τις ιδεολογικοπλιτικές αντιπαραθέσεις των ανθρώπων της γενιάς της έχοντας πολύ συγκεκριμένη και αταλάντευτη άποψη για το ρόλο της διανόησης. Σάρκα από τη σάρκα του λαού, όπως έγραφε και η ίδια έγραφε για τους μόχθους, τις ελπίδες και τον αγώνα της εργατικής τάξης, την αστική παρακμή, τη φθορά της κρατικής γραφειοκρατίας και πάνω απ’ όλα το ρόλο της γυναίκας στη σκληρή ταξική καπιταλιστική κοινωνία.
Το 1957 εκδίδει το μυθιστόρημα «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι». Η ημερομηνία συμπίπτει με το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Όλοι αναγνώρισαν πίσω από τους ήρωες του μυθιστορήματος, της Δανάης Φραντζή και του Αλέξανδρου Αρτάκη, το διάσημο ζεύγος, τη Γαλάτεια και τον Νίκο Καζαντζάκη. Οι κριτικοί σταθηκαν στην πλειοψηφία τους πολύ αυστηρά και σκληρά απέναντι στο έργο κατηγορώντας τη Γαλάτεια ότι προσπαθεί να αποκαθηλώσει τον καζαντζάκειο μύθο. Κι όμως αν διαβάσει κανείς με προσοχή την εποχή στην εξέλιξή της η κριτική τοποθέτηση της Γαλάτειας ήταν δημόσια κατατεθειμένη σε όλη την πορεία της. «Αλιεύσαμε» σήμερα από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης της Ελευθεροτυπίας και δημοσιεύουμε στη Λέσχη μια επιστολή της που φιλοξενήθηκε στις σελίδες της «Ελευθέρας Γνώμης» στις 26 Ιουλίου 1936. Ο λόγος που δεν είχε εντοπισθεί για πολύ καιρό οφείλεται στη διακοπή της έκδοσης του αριστερού εντύπου από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση. Και η ίδια η Γαλάτεια  άλλωστε λίγο καιρό μετά θα διωχθεί από το μεταξικό καθεστώς. Το κείμενο αποτελεί απάντηση σε κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» λίγες μέρες πριν. Πέρα από την ιστορική σημασία αυτού του ιστορικού «Κατηγορώ» κατά του Νίκου Καζαντζάκη, τα λόγια της μεγάλης Γαλάτειας για τον εγωκεντρισμό της ελληνικής διανόησης που μετατρέπει πολλούς σε λακέδες του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρο…
Φίλε κ. Διευθυντά,
Η «Ελευθέρα Γνώμη» προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της «αρχούσης τάξεως».
Στην «Καθημερινή» της περασμένης Δευτέρας δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ν. Καζαντζάκη, που επιχειρεί να δικαιώσει κι εκείνος και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο τον φασισμό. Νομίζω πως δεν πρέπει να περάσει και το φαινόμενο αυτό ασχολίαστο. Είναι μια άλλη μορφή εγωκεντρισμού, που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Στην αντίδραση και στην εξυπηρέτηση των ισχυρών εις βάρος των συμφερόντων του Λαού.
Σε ύφος κηρύγματος και με αμίμητη αυταρέσκεια και κομπορρημοσύνη, αρχίζει πρώτα-πρώτα να βάζει σύνορα μεταξύ του εαυτού του και των πολλών. Ο «σκεπτόμενος όχλος», η «βελάζουσα αυτή μάζα», όπως την ονομάζει, σαν πρωτόγονη και βάρβαρη που είναι, σκέπτεται χονδροειδώς «μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» ενώ εκείνος σκέπτεται «συνθετικά» και «με αποχρώσεις», δηλαδή σαν υπερπολιτισμένος και ραφινάτος. Τώρα αν παρακάτω βρίσκει πως «πολύ δίκαια» αυτή η βελάζουσα μάζα σκέπτεται και ότι μάλιστα σκέπτεται «πολύ γόνιμα», δεν έχει σημασία. Οι αντιφάσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψεως του κ. Καζαντζάκη.
Λέει, λοιπόν, πως αν ήταν «άνθρωπος της ενέργειας», θα ήταν με την αριστερή παράταξη, γιατί προς τα εκεί τον σπρώχνει η… ιδιοσυγκρασία του!
Η ίδια όμως ιδιοσυγκρασία του αναγνωρίζει πιο κάτω ότι ο φασισμός και ο χιτλερισμός πηγάζουν από «βαθιές ψυχικές και οικονομικές ανάγκες των λαών» και πως «είναι φαινόμενα άξια του πιο μεγάλου σεβασμού», ο δε Μουσολίνι και ο Χίτλερ μέσα στο δράμα της ζωής «είναι δυο μεγάλοι πρωταθλητές, όπως ο Λένιν ή ο… Γκάντι!».
Για να δικαιώσει τον φασισμό ο… από ιδιοσυγκρασίας αριστερός, επιστρατεύει την παλιά βολική εξήγηση της ιστορίας με την πείνα και τον φόβο.
Ονομάζει λοιπόν τα φασιστικά έθνη, έθνη πεινασμένα και «προλεταριακά» που θέλουν να χορτάσουν! Και ξεχνά πως από την αρπαγή, την κτηνώδη βία, την κυνική περιφρόνηση της διεθνούς ηθικής, που εξασκούν αυτά τα έθνη, και τις κατακτήσεις που επιδιώκουν, οι μόνοι που έχουν να ωφεληθούν είναι βέβαια πάλι οι χορτάτοι κεφαλαιοκράται των λαών αυτών. Ο λαός ο προλετάριος τι θα βάλει στην τσέπη του από τον μαζεμένο πλούτο; Οι αγρότες, οι εργάτες, η μάζα, τι έχει να κερδίσει από τις κατακτήσεις αυτές; Σε τι θ’ αλλάξει η τύχη τους;
Εν τω μεταξύ, αντί να αλλάξουν τύχη οι τάξεις αυτές, το εναντίον, υποδουλώθηκαν και εκμηδενίστηκαν τέλεια στο κεφάλαιο, στους πάντοτες χορτασμένους. Αλλά και σε τι άλλαξε η τύχη των προλεταρίων στα «χορτασμένα κράτη»; Κι εκεί αν είναι κάποιος χορτασμένος είναι πάλι το κεφάλαιο. Ετσι ο φασισμός και ο χιτλερισμός είναι μόνο υποδουλωτές των μαζών και μια εκδήλωση, όχι των πεινασμένων, αλλά των χορτάτων, του αφηνιασμένου κεφαλαίου.
Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται «στον πρώτο βαθμό της μυήσεως», όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου «το κακό και το καλό συνεργάζονται», ή στον τρίτο βαθμό, όπου «το καλό και το κακό συνταυτίζονται», όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ‘ναι με τους αριστερούς;
Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα. Αλλη αντίφαση με τον εαυτό του! Χαίρε λοιπόν οπισθοδρομική διανόηση, που βουλιάζεις ολοένα στη σύγχυση και το μηδέν. Γιατί τι θα πει «το καλό και το κακό είναι ένα»; ‘Η ότι το καλό είναι κακό και το κακό καλό, πράγμα που είναι ολότελα παράλογο, ή ότι και τα δύο είναι μηδέν; Πάντα η βαθυστόχαστη αντιδραστική διανόηση για ν’ αποφύγει τα ενοχλητικά ναι και όχι κατασταλάζει στο χάος και στο μηδέν, όταν δεν οδηγεί στη βαρβαρότητα και στην κτηνωδία.
Ο κ. Καζαντζάκης στο βάθος του, χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν πιστεύει σε τίποτα. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του! Είναι το κέντρο του παντός. Ολη η τακτική του είναι εγωκεντρική. Μόνο στα ατομικά του συμφέρονται βρίσκει η ζωή του τη δικαίωσή της. Αυτό το αναφέρομε γιατί είναι γενικό φαινόμενο στους αντιδραστικούς διανοουμένους.
Στον «ερημίτη της Αίγινας» η κατάσταση αυτή του πνευματικού και ηθικού μηδενισμού, επειδή εκφράζεται με εξαιρετικό ναρκισσισμό και φιλαρέσκεια, εκδηλώνεται γι’ αυτό τον λόγο εναργέστερα. Ετσι, μέσα στην αυταρέσκειά του, βρίσκει πως η δράση για τα συμφέροντα της ανθρωπότητος π.χ. είναι πολύ βολική ασχολία και ένας εύκολος ηρωισμός. Μ’ άλλα λόγια, το να πεθαίνει κανείς στις φυλακές και στις εξορίες είναι πολύ βολικό και εύκολο πράμα, εν αντιθέσει με τη δική του ηράκλεια πάλη γύρω από το «εναγώνιο εάν», όπως λέει.
Είναι άθλος ακατόρθωτος πραγματικά να μιλάει κανείς με «αποχρώσεις». Αλλά αυτές τις αποχρώσεις, που τις θεωρεί το αποκορύφωμα της σκέψεως καθώς φαίνεται, ο λαός τις συνόψισε θαυμάσια στο ανέκδοτο του Τούρκου Καδή. Ετσι κι εκείνος, όπως κι ο κ. Καζαντζάκης, έβρισκε πως όλοι έχουν δίκιο. Κι ο φονιάς κι ο σκοτωμένος, κι ο ίδιος που δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει!
Η ληστρική επιχείρηση της Ιταλίας στην Αιθιοπία βρίσκει στη σκέψη του κ. Καζαντζάκη την καλύτερή της δικαίωση. Είναι, λέει, σύμφωνη με τα ανώτερα «συμφέροντα του πνεύματος»!! «Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο». «Ακολουθεί απάνθρωπους νόμους!»
Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ο ληστής που σκοτώνει και γδύνει τους διαβάτες εξυπηρετεί τα ανώτερα συμφέροντα του πνεύματος. Το καλό και το κακό συνταυτίζονται, και εδώ σύμφωνα με τον τρίτο βαθμό της «μυήσεως».
Ο κ. Καζαντζάκης καυχιέται πως και η δική του σκέψη είναι απάνθρωπη! Δηλαδή δεν είναι πια ανθρώπινη, σαν της Ρόζας Λούξεμπουργκ π.χ. που ήταν γεμάτη τρυφερότητα για τα πάντα. Αλλά είναι υπεράνθρωπη ή θεία, δηλαδή ανήκει στη χώρα των Χιμαιρών.
Ο καθένας βλέπει απ’ αυτά τι πελάγωμα παθαίνει ο διανοούμενος που ενδιαφέρεται προπαντός για την ησυχία του και το λογοτεχνικό του κηπάριο.
Εδιάλεξε το πιο δύσκολο κι αχάριστο έργο και «πληρώνει βαριά», όπως λέει, αυτή του την πνευματική διαύγεια, τη νηφαλιότητά του αυτή! Εν αντιθέσει με τους έξαλλους αριστερούς, που καλοπερνούνε στα μπουντρούμια και στα νησιά του θανάτου. Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη δράση, καθώς λέει. Και τι είναι τότε η «δημοσιολογημένη σκέψη» που με τόση καμποτινίστικη ικανότητα επιδεικνύει κάθε φορά που θα βρει ευκαιρία; Δεν είναι κι αυτή μια μορφή κοινωνικής δράσεως και μάλιστα όχι από τις κατώτερες;
Στη δράση αυτή ο κ. Καζαντζάκης προσφέρει μόνο τη σύγχυση και την αντίδραση, το κήρυγμα της αποχής και της αδιαφορίας για την πάλη του ανθρώπου ν’ αλλάξει η ζωή σύμφωνα με τους ευγενικούς πόθους της καρδιάς του. Εχει δίκιο. Αυτός είναι ο ρόλος των πεινασμένων, κι αυτός θέλει προπαντός να εξασφαλίσει αδιατάρακτο τον ευδαιμονικό του ησυχασμό. Είμαστε βέβαιοι πως ο χαρακτηρισμός του ως ερημίτη της Αίγινας, από τους απλοϊκούς και τους δημοσιογράφους που κυνηγούν τις εντυπώσεις, θα τον εκολάκευσε και θα τον ηυχαρίστησε εξαιρετικά.
Οπωσδήποτε για μας που ανήκομε στη «βελάζουσα μάζα» δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο κήρυκας παμπάλαιων αναμασημάτων, που τα χαρακτηρίζει ως σύνθεση πνευματική, ως ένα ανώτερο πνευματικό κοκτέιλ για τους «ραφινάτους και τους εστέτ». Για μας είναι πάντα ένα νεκροταφείο ιδεών. Για μας το πνεύμα του είναι γεμάτο από μούμιες κακά διατηρημένες.
Κάτω από τη μάσκα της δήθεν ανεξαρτησίας και ελευθερίας του κρύβει την πιο μεγάλη πνευματική στειρότητα, και μια τρομακτική ψυχική κενότητα. «Είναι ήσυχος, ασυνείδητος κι ευτυχής».
Η ζωή για τον κ. Καζαντζάκη είναι γεμάτη νεκρά και αφηρημένα σχήματα που καμιά πνοή αισθήματος δεν μπορεί να ζωντανέψει. Γι’ αυτό είναι πέραν της αγάπης και του μίσους, όπως καυχιέται. Είναι πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού (είναι μετακομμουνιστής). Είναι πέρα από τα ανθρώπινα (είναι απάνθρωπος), είναι έξω τόπου και χρόνου. Ανήκει κοντολογίς στη χώρα των παραμυθιών και των κολοκυθοκορφάδων!
Φιλικότατα,
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

iproudh001p1

Πορτραίτο του Προυντόν από τον Gustave Courbet

 

Του Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν

 

Ομοσπονδία, από τη λατινική λέξη foedus πού σημαίνει συμφωνία, συμβόλαιο, συνθήκη, σύμβαση, συμμαχία, εί­ναι μία σύμβαση σύμφωνα με την οποία ένας ή περισσότε­ροι οικογενειάρχες, κοινότητες ή πολιτείες αλληλοδεσμεύονται στη βάση ενός εξισωτικού σχεδίου για τη διεκπεραίωση ενός ή πε­ρισσοτέρων ξεχωριστών ζητημάτων, για τα όποια είναι, από εκείνη τη στιγμή, ειδικά υπεύθυνοι και αποκλειστικά αντιπρόσωποι της ομοσπονδί­ας, Το θεμελιώδες γνώρισμα του ομοσπονδιακού χαρακτήρα είναι ότι οι ε­παρχίες και οι πολιτείες, oχι μόνον αναλαμβάνουν αμοιβαίες υποχρεώσεις ή μία απέναντι στην άλλη, αλλά διατηρούν ή κάθε μία για τον εαυτό της,  – ζωντανεύοντας έτσι τη σύμβαση -, μία ποσότητα από τα δικαιώματα της ε­λευθερίας, της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, πού είναι μεγαλύτερη από εκεί­νη πού θυσιάζουν.

Δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, στην παγκόσμια κοινωνία τού πλούτου και τού κέρδους, τη νομιμοποιούμενη από τον αστικό κώδικα, ή οποία μπορεί, βέβαια, να ονομάζεται κοινωνία αλλά στην πραγματικό­τητα δεν είναι παρά εικόνα σε μικρογραφία όλων των δεσποτικών κρατών. Εκείνος πού δεσμεύεται σε μία ένωση αυτού τού είδους, κυρίως αν χαρα­κτηρίζεται από διάρκεια, καταλήγει να καταπιέζεται από διάφορα δεσμά και να επωμίζεται πάρα πολύ μεγάλα βάρη.

Το συμβόλαιο της ομοσπονδίας, έχοντας ως αντικείμενο του, σε γενι­κές γραμμές, την εξασφάλιση στις ομοσπονδοποιημένες πολιτείες της κυ­ριαρχίας τους, του εδάφους τους και της ελευθερίας των πολιτών τους, τη διάλυση των φιλονικιών, τη φροντίδα, με μέτρα γενικού χαρακτήρα, ό­λων των ζητημάτων πού αφορούν την ασφάλεια και την κοινή ευημερία, είναι ουσιαστικά περιορισμένο, παρά την ευρεία περιπλοκή των συμφε­ρόντων, Ή εξουσία στην οποία ανατέθηκε ή πραγματοποίηση της ομο­σπονδίας δεν μπορεί ποτέ να υπερισχύσει των συστατικών μερών της οι ο­μοσπονδιακές αρμοδιότητες δεν μπορούν ποτέ να υπερβούν σε αριθμό και σε βαρύτητα εκείνες της δημοτικής και της επαρχιακής εξουσίας, όπως και αυτές, με τη σειρά τους δεν μπορούν να υπερισχύσουν των δικαιωμά­των και των προνομίων τού πολίτη.

Αντίθετα, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ή ομοσπονδία θα μεταβαλλόταν σε συγκεντρωτική μοναρχία, ή ομοσπον­διακή εξουσία, από απλός εντολοδόχος και υποτεταμένη πού πρέπει να είναι, θα παρουσιαζόταν ως κυρίαρχη. Αντί να περιορίζεται σε μία ειδική υπηρεσία θα έτεινε να αγκαλιάσει κάθε δραστηριότητα και κάθε πρωτο­βουλία· οι ομοσπονδοποιημένες πολιτείες θα είχαν μετατραπεί σε νομαρ­χίες, σε επιμελητήρια, σε υποκαταστήματα. Το πολιτικό σώμα θα μπορού­σε τότε, μετά από αυτήν την αλλοίωση, να ονομαστεί  repubblica,democratia: δεν θα υπήρχε πλέον μία πολιτεία θεμελιωμένη στο πλήθος των αυτο­νομιών της, δε θα υπήρχε πλέον μία συνομοσπονδία.

Το ίδιο γεγονός θα επιβεβαιωνόταν, εάν για ένα οικονομικό ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ζήτημα κάποιοι δήμοι, κάποια καντόνια ή κάποιες ομοσπονδοποιημένες πολιτείες επιφορτίζονταν με το έργο της διοίκησης και της κυβέρνησης των άλλων. Ή πολιτεία από ομοσπονδιακή θα γινό­ταν συγκεντρωτική· θα τοποθετούνταν στο δρόμο του δεσποτισμού.

Συμπερασματικά, το ομοσπονδιακό σύστημα είναι το αντίθετο της ιεραρχίας ή τού διοικητικού και κυβερνητικού συγκεντρωτισμού από τον ό­ποιο διακρίνονται εξ ίσου οι αυτοκρατορικές δημοκρατίες, οι συνταγματι­κές μοναρχίες και οι συγκεντρωτικές πολιτείες.

Ο θεμελιώδης και χαρακτηριστικός νόμος τού ομοσπονδιακού συστή­ματος είναι ό εξής: Στην ομοσπονδία οι αρμοδιότητες της κεντρικής εξουσίας προσδιορίζονται επακριβώς, περιορίζονται, ελαττώνονται σε αριθμό, χάνουν σε αμεσότητα και σε ένταση, καθώς σιγά-σιγά ή ομοσπονδία αναπτύσσεται με την είσοδο νέων πολιτειών.

Σημείωση : απόσπασμα από το βιβλίο του Προυντόν «Ή ομοσπονδιακή αρχή» (1867), Ρώμη, 1979, εκδόσεις «Αvanti».

Αναδημοσίευση από:  http://eleftheriakos.gr/node/603

Αναρχική κοινωνιολογία του φεντεραλισμού *


Colin-Ward-001

 Του Colin Ward

Ο μικρός αριθμός παιδιών σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που είχε την ευκαιρία να μελετήσει την ιστορία της Ευρώπης καθώς και του δικού του έθνους, έμαθε ότι υπήρξαν δυο κορυφαία γεγονότα κατά τον 19ο αιώνα: η ενοποίηση της Γερμανίας που επιτεύχθηκε από τον Βίσμαρκ και τον αυτό-κράτορα Γουλιέλμο Α’, και η ενοποίηση της Ιταλίας η οποία επιτεύχθηκε από τους Καβούρ, Ματσίνι, Γκαριμπάλντι και Βιττόριο Εμμανουέλε Β. Το σύνολο του κόσμου, που εκείνη την εποχή ταυτιζόταν με τον ευρωπαϊκό κόσμο, καλωσόρισε αυτούς τους θριάμβους. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν αφήσει πίσω όλα εκείνα τα μικρά πριγκιπάτα, τα βασίλεια, τις πόλεις-κράτη και τις παπικές επαρχίες, προκείμενου να γίνουν εθνικά κράτη, αυτοκρατορίες και κατακτητές. Είχαν γίνει σαν τη Γαλλία, της οποίας οι μικροί τοπικοί δεσπότες τελικά ενοποιήθηκαν διά της βίας, πρώτα από τον Λουδοβίκο ΙΔ’ με το μεγαλοπρεπές σλόγκαν του «Το Κράτος είμαι Εγώ», και κατόπιν από το Ναπολέοντα, κληρονόμο της Μεγάλης επανάστασης, ακριβώς όπως ο Στάλιν ο οποίος κατά τον εικοστό αιώνα κατασκεύασε το διοικητικό μηχανισμό προκειμένου να εξα­σφαλίσει ότι ήταν αληθινό…

Ή είχαν γίνει σαν την Αγγλία, της οποίας οι βασιλιάδες (και ο ένας δημοκρατικός κυβερνήτης Οliver Cromwell), είχαν κατακτήσει επιτυχώς τα ουαλικά, τα σκωτσέζικα και τα ιρλανδικά εδάφη και συνέχισαν προκειμένου να κυριαρχήσουν στον υπόλοιπο κόσμο εκτός της Ευρώπης.

Το ίδιο πράγμα συνέβαινε και στο άλλο άκρο της τελευταίας. Ο Ιβάν Δ, επονομαζόμενος ορθά ο Τρομερός», κατέκτησε την κεντρική Ασία ως τον Ειρηνικό, και ο Πέτρος Α’, γνωστός ως ο Μεγάλος. Χρησιμοποιώντας  τις τεχνικές που έμαθε στη Γαλλία και την Αγγλία, κατέλαβε τη Βαλτική, το μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας και τη Δυτική Ουκρανία.

Οι πιο προχωρημένες απόψεις παντού στην Ευρώπη καλωσόρισαν το γεγονός ότι η Γερμανία και Ιταλία είχαν προσχωρήσει στο κλαμπ των εθνικών και ιμπεριαλιστικών δυ-νάμεων. Τα τελικά αποτελέσματα στον 20ο αιώνα ήταν οι φοβερές περιπέτειες των κατακτήσεων, η συντριπτική απώλεια σε ζωές νέων αντρών προερχόμενων από τα χωριά της Ευρώπης κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, και η άνοδος λαϊκών δημαγωγών όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι καθώς και των μιμητών τους, που μέχρι και τις μέρες μας υποστηρίζουν ότι “Το Κράτος είμαι Εγώ”.

Συνεπώς, κάθε έθνος είχε μια γκάμα πολιτικών όλων των πεποιθήσεων που υποστήριζαν την ευρωπαϊκή ενότητα από κάθε άποψη: οικονομική, κοινωνική, διοικητική και, βεβαίως, πολιτική. Περιττό να αναφερθεί ότι στις προσπάθειες για την ενοποίηση που προωθήθηκαν από τους πολιτικούς έχουμε ένα μεγάλο πλήθος αξιωματούχων στις Βρυξέλλες, οι οποίοι εκδίδουν διατάγματα σχετικά με το ποιες ποικιλίες σπόρων λαχανικών ή ποια των χάρμπουργκερ ή του παγωτού μπορούν να πωλούνται στα καταστήματα των κρατών μελών. Οι εφημερίδες με χαρά δημοσιεύουν όλες αυτές τις κοινοτυπίες. Ο τύπος δίνει πολύ μικρότερη σημασία σε μια άλλη εκδοχή της πανευρωπαϊκής ιδέας που εξελίχθηκε με αφετηρία της απόψεις που εκφράστηκαν στο Στρασβούργο από ανθρώπους με αντιλήψεις που εκφράζουν όλο το πολιτικό φάσμα. Οι τελευταίοι διεκδίκησαν τπ δημιουργία μιας Ευρώπης των περιφερειών, τολμώντας να υποστηρίξουν ότι το εθνικό κράτος αποτέλεσε ένα φαινόμενο που εμφανίζεται από τον δέκατο έκτο έως το δέκατο ένατο αιώνα, το οποίο δε θα είχε κανένα χρήσιμο μέλλον στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Το επερχόμενο ιστορικό διοικητικό μοντέλο μέσα σε μια ομόσπονδη Ευρώπη που πασχίζουν να ανακαλύψουν θα αφορά σε μια σύνδεση μεταξύ, ας πούμε, της Καλαβρίας, της Ουαλίας, της Ανδαλουσίας της Ακουιτανϊας, της Γαλικίας ή της Σαξωνίας ως περιφερειών μάλλον, παρά ως εθνών, που αναζητούν την περιφερειακή τους ταυτότητα, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, την οποία είχαν χάσει με την ενσω-μάτωση τους στο εθνικό κράτος, όπου το κέντρο βάρους βρί-σκεται αλλού.

Μέσα στη μεγάλη παλίρροια του εθνικισμού το δέκατο ένατο αιώνα υπήρξε μια χούφτα προφητικών και αιρετικών φωνών που προέβαλλαν ένα διαφορετικό φεντεραλισμό. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό το γεγονός ότι εκείνοι των οποίων τα ονόματα ακόμη μνημονεύονται, ήταν οι τρεις γνωστότεροι αναρχικοί διανοητές εκείνου του αιώνα: ο Πιέρ-Ζοζεφ Προυντόν, ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πιότρ Κροπότκιν. Κατά την εξέλιξη της στον εικοστό αιώνα η πολιτική αριστερά εξέλαβε την κληρονομιά τους ως άσχετη και την απέρριψε. Τόσο το χειρότερο για την αριστερά, αφού άνοιξε ο δρόμος προς όφε-λος της δεξιάς που κατόρθωσε να επιβάλλει τη δική της ατζέντα τόσο για το ζήτημα του φεντεραλισμού όσο και για εκείνο του περιφερισμού (regionalism). Ας ακούσουμε, έστω για λίγο, εκείνους τους αναρχικούς πρόδρομους.

Ο Προυντόν

Πρώτος ήταν ο Προυντόν που αφιέρωσε δύο από τις ογκώδεις εργασίες του στην ιδέα της ομοσπονδίας οε αντίθεση με εκείνη του έθνους-κράτους. Αυτές ήταν Η Ομοσπονδία και η Ένωση στην Ιταλία του 1862 και τον επόμενο χρόνο το βιβλίο του Για την Αρχή της Ομοσπονδίας.

Ο Προυντόν ήταν πολίτης ενός ενοποιημένου συγκε-ντρωτικού έθνους-κράτους με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να διαφύγει στο Βέλγιο. Και ανησυχούσε για την ενοποίηση της Ιταλίας σε πολλά και διάφορα επίπεδα. Στο Βιβλίο του Για τη Δικαιοσύνη του 1858 ισχυρίστηκε ότι η δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας θα έφερνε μόνο προβλήματα στους Γερμανούς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, επιχειρηματολογία που ακολούθησε και όσον αφορά την πολιτική της Ιταλίας.

Στο κατώτερο επίπεδο υπήρχε η ιστορία, όπου φυσικοί πα­ράγοντες όπως η γεωλογία και το κλίμα είχαν διαμορφώσει τοπικά έθιμα και στάσεις. Η Ιταλία, ισχυριζόταν, είναι ομό-σπονδη μέσω του συντάγματος της επικράτειας της, της διαφορετικότητας των κατοίκων της, σύμφωνα με τη φύση της ιδιοφυΐας της, τα ήθη της, την ιστορία της. Είναι ομόσπονδη με όλο της το είναι, και ήταν έτσι ανέκαθεν… Και με την ομο-σπονδία θα την κάνετε εξίσου και τόσες φορές ελεύθερη όσο και με το να της δίνετε ανεξάρτητα κράτη. Δεν είναι δικός μου ρόλος να υπερασπιστώ τις υπερβολές του προυντονικού λόγου, αλλά είχε άλλες αντιρρήσεις. Κατανοούσε το λόγο που οι ΚαΒούρ και Ναπολέων Γ είχαν συμφωνήσει να μετατρέψουν την Ιταλία σε μια ομοσπονδία κρατών, αλλά καταλάβαινε επίσης ότι ο Οίκος της Σαβοΐας δεν συμβιβαζόταν με τίποτε λιγότερο από μια συγκεντρωτικό συνταγματική μοναρχία. Πέραν αυτού, δυσπιστούσε έναντι του φιλελευθέρου αντικληρικαλισμού του Ματσίνι, όχι λόγω κάποιας αγάπης προς τον πάπα, αλλά επειδή αντιλαμβανόταν ότι το σύνθημα του Ματσίνι -Θεός και λαός- μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε δημαγωγό καταλάμβανε τη διοικητική μηχανή ενός συγκεντρωτικού κράτους. Πίστευε άτι η ύπαρξη αυτού του διοικητικού μηχανισμού αποτελούσε την απόλυτη απειλή για την ατομική και τοπική ελευθερία.

Ο Προυντόν ήταν σχεδόν ο μόνος Θεωρητικός του δέκατου ένατου αιώνα που αντιλήφθηκε ότι:

«Φιλελεύθερο σήμερα [το συγκεντρωτικό κρότος} με μια φιλελεύθερη κυβέρνηση, αύριο θα γίνει μια τρομερή μηχανή κάποιου σφετεριστή δεσπότη. Αποτελεί αέναο πειρασμό για την εκτελεστική εξουσία, μια διαρκή απειλή για τις ανθρώπινες ελευθερίες. Κανένα δικαίωμα, ατομικό ή συλλογικό, δεν μπο-ρεί να είναι μελλοντικά εξασφαλισμένο. Ο συγκεντρωτισμός μπορεί τότε να αποκληθεί ως ο αφοπλισμός ενός έθνους προς όφελος της κυβέρνησης του…».

Ότι γνωρίζουμε για την ιστορία της Ευρώπης, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής του εικοστού αιώνα συντείνει προς την υπεράσπιση αυτής της αντίληψης. Ούτε και ο Βορειοαμερικανικός τύπος φεντεραλισμού, που τόσο όμορ-φα αποδόθηκε από τον Τόμας Τζέφερσον, εγγυάται την απόμάκρυνση αυτής της απειλής. Ένας από τους Άγγλους βιο-γράφους του Προυντόν, ο Έντουαρντ Χάιαμς, σχολιάζει ότι:  «Έχει καταστεί προφανές από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν και πράγματι χρησιμοποιούν την ομοσπονδιακή διοικητική μηχανή με τρόπο που χλευάζει τη δημοκρατία». Και ο καναδός μεταφραστής του παραφράζει το συμπέρασμα του Προυντόν ως εξής:

«Ζητήστε την άποψη των ανθρώπων ως μελών μιας μάζας και θα πάρετε απαντήσεις αλλοπρόσαλλες, ανόητες και βίαιες. Ζητήστε την άποψη τους ως μελών συγκεκριμένων ομάδων με πραγματική αλληλεγγύη και με σαφή χαρακτήρα, και οι απαντήσεις τους θα είναι υπεύθυνες και σοφές. Εκθέστε τους στην πολιτική γλώσσα της μαζικής δημοκρατίας, που αναπα-ριστά το λαό ως ενωμένο και αδιαίρετο και τις μειονότητες ως προδότες, και θα φέρουν τυραννία. Εκθέστε τους στην πολι-τική γλώσσα του φεντεραλισμού, όπου ο λαός εμφανίζεται σαν ένα διαφοροποιημένο σύνολο αληθινών ενώσεων, και θα αντι-σταθούν στην τυραννία μέχρι τέλους».

Αυτή η παρατήρηση αποκαλύπτει μια βαθιά εδραιωμένη κατανόηση της πολιτικής ψυχολογίας. Ο Προυντόν έβγαζε τα συμπεράσματα του από την εξέλιξη της ελβετικής ομο-σπονδίας, αλλά η Ευρώπη έχει να επιδείξει και άλλα παρα–δείγματα σε μια σειρά εξειδικευμένων πεδίων. Οι Κάτω Χώρες φημίζονται για τον επιεική χαρακτήρα του ποινικού συστή-ματος τους. Η επίσημη εξήγηση αυτού του γεγονότος, είναι η αντικατάσταση το 1886 του Ναπολεόντειου Κώδικα «από έναν γνήσιο ολλανδικό ποινικό κώδικα», βασισμένο σε πολιτισμικές παραδόσεις όπως «η πασίγνωστη ολλανδική “ανοχή” και η τάση να γίνονται αποδεκτές οι αποκλίνουσες μειονότητες. Παραθέτω τον Ολλανδό εγκληματολόγο Δρ. Βίλλεμ ντε Χάαν, ο οποίος εξηγεί ότι η ολλανδική κοινωνία «παραδοσιακά» βασί-ζεται σε θρησκευτικές, πολιτικές και ιδεολογικές παρά σε ταξικές γραμμές. Οι σημαντικές θρησκευτικές ομάδες δη-μιούργησαν τους δικούς τους κοινωνικούς Θεσμούς σε όλες τις μείζονες δημόσιες σφαίρες. Η διαδικασία αυτή, είναι υπεύ-θυνη για τη μετατροπή μιας πραγματιστικής, ανεκτικής γενικής στάσης σε ένα απόλυτο κοινωνικό καθήκον».

Με άλλα λόγια, είναι η διαφορετικότητα και όχι η ομοιογένεια που δημιουργεί το είδος της κοινωνίας όπου εσύ και εγώ μπορούμε να συνυπάρξουμε πιο άνετα. Και η σύγχρονη ολλανδική συμπεριφορά έχει τη ρίζα της στη διαφο-ρετικότητα των μεσαιωνικών πόλεων-κρατών της Ολλανδίας και της Ζηλανδίας, που εξηγούν, όσο και ο περιφερισμός του Προυντόν, ότι το επιθυμητό μέλλον για όλη την Ευρώπη βρίσκεται στη συνύπαρξη των τοπικών διαφορών.

Τη δεκαετία του 1860, ο Προυντόν άκουγε τις συζητήσεις για μια ευρωπαϊκή συνομοσπονδία ή για τις Ηνωμένες Πολι-τείες της Ευρώπης.  Τα σχόλια του ήταν τα εξής:

«… Με αυτό το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι μια συμμαχία όλων των κρατών που υπάρχουν επί του παρόντος στην Ευρώπη, μικρών και μεγάλων, η οποία θα κατευθύνεται υπό την προεδρία ενός μόνιμου Συμβουλίου. Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι κάθε κράτος θα διατηρεί τη μορφή κυβέρνησης που του ταιριάζει καλύτερα. Εφόσον, όμως, κάθε κράτος θα έχει αριθμό ψήφων στο Συμβούλιο ανάλογο του πληθυσμού και της έκτασης του, τα μικρά Κράτη σ’ αυτή την υποτιθέμενη συνομοσπονδία θα ενσωματωθούν στα μεγάλα …».

Ο Μπακούνιν 

Ο δεύτερος από τους μέντορες μου του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, αξίζει της προσοχής μας για διάφορους λόγους. Ήταν σχεδόν ο μόνος διανοητής αυτού του αιώνα ο οποίος προέβλεψε τη φρίκη της σύγκρουσης μεταξύ των εθνικών κρατών του εικοστού αιώνα κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και τη μοίρα του συγκεντρωτικού μαρξισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1867, η Πρωσία και η Γαλλία φαίνονταν να ετοιμάζονται για πόλεμο με σκοπό την ανάδειξη της αυτοκρατορίας που θα έλεγχε το Λουξεμβούργο και αυτό το γεγονός, μέσω του πλέγματος συμφερόντων και συμμαχιών, απειλούσε να καταπιεί ολόκληρη την Ευρώπη. Ένας Σύνδεσμος για την Ειρήνη και την Ελευθερία συνεδρίασε στη Γενεύη, υποστηριζόμενος από εξέχοντες ανθρώπους, που προέρχονταν από διάφορες χώρες, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ.

Ο Μπακούνιν άδραξε την ευκαιρία να απευθυνθεί σε αυτό το κοινό και δημοσίευσε τις απόψεις του υπό τον τίτλο Φεντε-ραλισμός, Σοσιαλισμός και Αντιθεολογισμός. Το κείμενο αυτό έθετε δεκατρία σημεία στα οποία σύμφωνα με τον Μπακούνιν το συνέδριο της Γενεύης υιοθέτησε ομόφωνα.

Το πρώτο σημείο διακήρυττε ότι:

«Προκειμένου να επιτύχουμε το θρίαμβο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, και να καταστήσουμε τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των λαών που συνιστούν την ευρωπαϊκή οικογένεια αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει: Η σύσταση των Ενωμένων Πολι-τειών της Ευρώπης».

Στο δεύτερο σημείο του υποστήριζε ότι ο σκοπός αυτός συ­νεπάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να αντικατασταθούν από περιφέρειες, καθώς, όπως παρατήρησε:

«[…] Ο σχηματισμός αυτών των Πολιτειών της Ευρώπης δε θα μπορέσει ποτέ να προκύψει ανάμεσα σε κράτη που συγκροτούνται όπως τα σύγχρονα, λόγω της τερατώδους ανομοιότητας μεταξύ των διαφόρων εξουσιών τους».

Στο τέταρτο σημείο του ισχυριζόταν ότι:

«[…] Ακόμη και εάν αυτοαποκαλούνταν δημοκρατία δεν θα μπορούσε ένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και μιλιτα-ριστικό κράτος να εισχωρήσει σοβαρά σε μια διεθνή ομο-σπονδία, λόγω του συντάγματος του, το οποίο πάντα θα αποτελεί μια ρητή ή υπόρρητη απάρνηση της εσωτερικής ελευ-θερίας, αναγκαστικά θα συνεπάγεται την κήρυξη μόνιμου πολέ-μου και απειλής για τις γειτονικές χώρες».

Και κατά συνέπεια, το πέμπτο σημείο του απαιτούσε:

«[…] Ότι όλοι οι υποστηρικτές της Ένωσης θα πρέπει γι’ αυτό το λόγο να διοχετεύσουν όλες τις ενέργειες τους προς την ανοικοδόμηση των διαφόρων χωρών τους ώστε να αντι-καταστήσουν την παλιά οργάνωση που θεμελιωνόταν πάνω στη βία και στην αρχή της εξουσίας με μια νέα, βασισμένη από-κλειστικά στα συμφέροντα, στις ανάγκες και στις ροπές των λαών, και που θα έχει σαν μοναδική αρχή την ελεύθερη συν-ομοσπονδιοποίηση των ατόμων σε κομμούνες, των κομμούνων σε επαρχίες, των επαρχιών σε έθνη και αυτών σε Ενωμένες Πολιτείες, πρώτα της Ευρώπης και μετά ολόκληρου του κόσμου».

Έτσι το όραμα μεγάλωνε όλο και περισσότερο, ωστόσο ο Μπακούνιν πρόσεξε ώστε να συμπεριλάβει την αποδοχή της απόσχισης.

Το όγδοο σημείο του διακήρυττε ότι:

«[…] Το γεγονός ότι μια περιφέρεια συναπαρτίζει μια Πολιτεία, έστω και με εθελοντική προσχώρηση, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι υποχρεώνεται να παραμείνει δέσμια αυτής για πάντα. Καμία διηνεκής υποχρέωση δεν είναι αποδεκτή στην ανθρώπινη δικαιοσύνη… Το δικαίωμα στην ελεύθερη ένωση και στην εξίσου ελεύθερη απόσχιση είναι πρώτο και κύριο μεταξύ όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Χωρίς αυτό μια συνομοσπονδία δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένος συγκεντρωτισμός».

0 Μπακούνιν αναφέρεται με θαυμασμό στην Ελβετική Συνομοσπονδία, που, όπως το θέτει, «ασκεί τόσο επιτυχημένα την ομοσπονδία σήμερα. Ο Προυντόν επίσης θεωρούσε σαφώς ως μοντέλο την ελβετική υπεροχή των κομμούνων ως μονάδων κοινωνικής οργάνωσης, συνδεδεμένων μέσω των καντονιών με ένα καθαρά διοικητικό ομοσπονδιακό συμβούλιο. Αλλά και οι δύο θυμούνταν τα γεγονότα του 1848, όταν τα αποσχιστικά καντόνια του Ζόντερμπουντ εξαναγκάστηκαν να αποδεχθούν το νέο σύνταγμα της πλειοψηφίας με πόλεμο. Έτσι, οι Πρου-ντόν και Μπακούνιν καταδίκαζαν την υπονόμευση του φε-ντεραλισμού από την αρχή της υποχρεωτικής ένωσης. Με άλλα λόγια πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα στην απόσχιση. (**).

Ο Κροπότκιν 

Ακριβώς εξαιτίας του αποκεντρωτικού συντάγματος της η Ελβετία ήταν καταφύγιο για αναρίθμητους πολιτικούς πρόσφυγες που προέρχονταν από τις αυτοκρατορίες της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Ωστόσο, ένας Ρώσος αναρχικός εξορίστηκε ακόμη και από την Ελβετία. Ήταν πολύς, ακόμα και για το Ελβετικό Ομοσπονδιακά Συμ-βούλιο. Ήταν ο Πιότρ Κροπότκιν, που συνδέει το φεντεραλισμό τοιι 19ου με την περιφερειακή γεωγραφία του 20ου αιώνα.

Ο Κροπότκιν πέρασε τα νιάτα του ως αξιωματικός του στρατού έκανε γεωλογικές – γεωγραφικές εξερευνήσεις στις Άπω ανατολικές επαρχίες της Ρωσικής αυτοκρατορίας και η αυτοβιογραφία του μιλάει για την οργή που ένιωσε όταν αντιλήφθηκε πως η κεντρική διοίκηση και  χρηματοδότηση κατέστρεψαν οποιαδήποτε βελτίωση των τοπικών συνθηκών, μέσω της άγνοιας, της ανικανότητας και της καθολικής διαφθοράς της κρατικής διοίκησης καθώς και μέσω της καταστροφής αρχαίων κοινοτικών θεσμών που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στους ανθρώπους να αλλάξουν οι ίδιοι τις ζωές τους. Ο πλούσιος γινόταν πλουσιότερος, ο φτωχός γινόταν φτωχότερος και ο διοικητικός μηχανισμός ασφυκτιούσε από την ανία και τις καταχρήσεις.

Παρόμοια φιλολογία επ΄αυτού έχει αναπτυχθεί σε οποια-δήποτε αυτοκρατορία ή έθνος – κράτος, όπως η Βρετανική και η Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία, και μπορεί κανείς να διαβάσει πανομοιότυπα συμπεράσματα στα γραπτό του Κάρλο Λέβι ή του Ντανίλο Ντόλτοι. Το 1872, ο Κροπότκιν πραγμα-τοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στη Δυτική Ευρώπη και την Ελβετία όπου μέθυσε από την ατμόσφαιρα της δημοκρατίας, ακόμη και της αστικής. Ο Βιογράφος του Μάρτιν Μίλερ εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο αυτό το γεγονός αποτέλεσε καμπή για τη ζωή του:

Οι συναντήσεις και οι συζητήσεις του Κροπότκιν με τους εργάτες στους χώρους εργασίας του αποκάλυψαν το είδος της αυθόρμητης ελευθερίας, χωρίς την εξουσία και την κατεύθυνση εκ των άνω το οποίο είχε ονειρευτεί. Από-μονωμένοι και αυτάρκεις οι ωρολογοποιοί της Γούρα εντυ-πωσίασαν τον Κροπότκιν ως ένα παράδειγμα που Θα μπο-ρούσε να μετασχηματίσει την κοινωνία, αν επιτρεπόταν σε μια τέτοια κοινότητα να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια κοινότητα θα πετύχαινε, επει-δή δεν υπήρχε ζήτημα επιβολής, ενός τεχνητού «συστήματος», όπως στην περίπτωση του εγχειρήματος του Μουράγιεφ στη Σιβηρία, αλλά επρόκειτο για μια οργάνωση που επέτρεπε στους εργάτες να λειτουργούν ομόφωνα με τα συμφέροντα τους, επιτρέποντας την ανάπτυξη της φυσικής δραστηριότητας τους.

Αυτή η στιγμή ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ζωή του. Κατά μία έννοια, το υπόλοιπο της ζωής του την αφιέρωσε στη συλλογή τεκμηρίων για τον αναρχισμό, το φεντεραλισμό και τον περιφερισμό.

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η προσέγγιση αποτελεί απλώς ένα ακαδημαϊκό ζήτημα ιστορίας. Για να το αποδείξω αρκεί να αναφερθώ στη μελέτη του Καμίλο Μπερνέρι, Μια Ρωσική Ομοσπονδία, Πέτρος Κροπότκιν. που δημοσιεύτηκε το 1922. Ο Μπερνέρι παραθέτει την επιστολή προς τους εργάτες της Δυτικής Ευρώπης την οποία ο Κροπότκιν επέδωσε στον πολιτικό του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μάργκαρετ Μπόντφιλντ τον Ιούνιο του 1920. Σε αυτήν έγραφε:

Η Αυτοκρατορική Ρωσία πέθανε και δεν πρόκειται να αναβιώσει. Το μέλλον των διαφόρων επαρχιών που συνέθεταν την Αυτοκρατορία θα κατευθυνθεί προς μια μεγάλη ομοσπονδία. Οι φυσικές επικράτειες των διαφόρων τμημάτων αυτής της ομοσπονδίας με κανένα τρόπο δεν είναι διακριτές από εκείνες τις οποίες ήδη γνωρίζουμε από την ιστορία, την εθνογραφία και την οικονομική της Ρωσίας. Οποιεσδήποτε προσπάθειες συγκέντρωσης των συστατικών τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως της Φινλανδίας, των Βαλτικών επαρχιών, της Λιθουανίας, της, Ουκρανίας, της Γεωργίας, της Αρμενίας, της Σιβηρίας και των υπολοίπων κάτω από μια κεντρική εξουσία είναι καταδικασμένες σε βέβαιη αποτυχία. Το μέλλον της οντότητας που υπήρξε η Ρωσική Αυτοκρατορία κατευθύνεται προς ένα φεντεραλισμό ανεξάρτητων μονάδων.

Εσείς κι εγώ, σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε την επικαιρότητα αυτή της άποψης, παρότι αγνοήθηκε ως εντελώς ανυπόστατη για εβδομήντα χρόνια. Ως εξόριστος στη Δυτική Ευρώπη, ο Κροπότκιν είχε άμεση επαφή με ένα φάσμα πρωτοπόρων της σκέψης περί περιφερειών. Η σχέση μεταξύ του φεντεραλισμού και του αναρχισμού περιγράφηκε λεπτομερώς σε όλη της την έκταση ή ακόμη και την υπερβολή- από τον Πήτερ Χωλ, γεωγράφο και διευθυντή του Ινστιτούτου Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια, στο Βιβλίο του οι «Πόλεις του Αύριο» (1988). Ο ίδιος ο Ελυζέ Ρεκλύ, αναρχικός γεωγράφος και σύντροφος του Κροπότκιν, υποστήριζε της μικρής κλίμακας ανθρώπινες κοινωνίες, βασισμένες στην οικολογία των περιοχών τους. Ο Πωλ Βιντάλ ντε λα Μπλανς, ένας άλλος ιδρυτής της Γαλλικής γεωγραφίας, υποστήριζε ότι «η περιφέρεια ήταν κάτι περισ-σότερο από ένα αντικείμενο μελέτης, καθώς προμήθευε τη βάση για την ολοκληρωτική ανοικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής». Για τον Βιντάλ, όπως εξηγεί ο καθηγητής Χωλ, όχι το έθνος αλλά η περιφέρεια «ως η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ανάπτυξης, μιας σχεδόν αισθησιακής αμοι-βαιότητας μεταξύ των ανδρών και των γυναικών καθώς και του περιβάλλοντός τους, ήταν η έδρα της νοητής ελευθερίας και το βασικό κίνητρο της πολιτισμικής εξέλιξης, που δέχθηκε επίθεση και διαβρώθηκε από το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος και τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία.

Ο Πάτρικ Γκέντες 

Τέλος, ήταν ο έξοχος Σκοτσέζος βιολόγος Πάτρικ Γκέντες, ο οποίος προσπάθησε να συνθέσει όλες αυτές τις ιδέες περί περιφερισμού, είτε γεωγραφικές, κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές είτε οικονομικές, σε μια λογικά θεμελιωμένη ιδεολογία για τις περιφέρειες, γνωστής στους περισσότερους από εμάς μέσω του έργου του μαθητή του, Λιούις Μάμφορντ. Ο καθηγητής Χωλ υποστηρίζει ότι:

“Πολλά από τα αρχικά οράματα, αν και όχι όλα, του πολεοδομικού κινήματος απορρέουν από το αναρχικό κίνημα, που άκμασε κατά τις τελευταίεςδεκαετίες του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα… Το όραμα εκείνων των αναρ-χικών πρωτοπόρων δεν αφορούσε απλώς έναν εναλλακτικό τρόπο σχεδιασμού, αλλά μια εναλλακτική κοινωνία, ούτε καπιταλιστική ούτε γραφειοκρατική-σοσιαλιστική: μια κοινω-νία βασισμένη στην εθελοντική συνεργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών που ζουν κι εργάζονται σε μικρές, αυτοδιοικούμενες κοινότητες».

Σήμερα 

Σήμερα, στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, συμμερίζομαι αυτό το όραμα. Εκείνοι οι αναρχικοί διανοητές του 19ου αιώνα βρίσκονταν εκατό χρόνια μπροστά από τους συγκαιρινούς τους, καθώς προειδοποίησαν τους λαούς της Ευρώπης για τις συνέπειες της απόρριψης των προσεγγίσεων του φεντεραλισμού και του περιφερισμού. Έχοντας επιζήσει από κάθε είδους καταστροφική εμπειρία του 20ου αιώνα, οι κυρίαρχοι των εθνικών κρατών της Ευρώπης κατεύθυναν τις πολιτικές τους προς διάφορους τρόπους υπερεθνικής ύπαρξης.

Το κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζουν είναι αν μπορούν να συλλάβουν μια Ευρώπη των Κρατών ή μια Ευρώπη των Περιφερειών. Ο Προυντόν 130 χρόνια πριν, συσχέτισε αυτό το ζήτημα με την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, που αποτελεί το στόχο των κρατικών αξιωματούχων και των πολιτικών θεωρητικών, και υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί μεταξύ δυνάμεων με ενιαία συντάγματα. Στο Η Ομοσπονδία και η Ενότητα στην Ιταλία, έγραψε ότι «το πρώτο Βήμα προς την αναμόρφωση του δημοσίου δικαίου στην Ευρώπη, ήταν η αποκατάσταση των συνομοσπονδιών στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στις Κάτω Χώρες, στη Σκανδιναβία και στις παραδουνάβιες περιοχές, ως ένα προοίμιο για την αποκέντρωση των μεγάλων κρατών και συνεπώς για το γενικό αφοπλισμό». Επιπλέον, στο για την Αρχή της Ομοσπονδίας επισήμανε ότι «μεταξύ των Γάλλων δημοκρατών έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία ή τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Με αυτό φαίνεται ότι εννοούν μια συμμαχία όλων των κρατών που υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη, μικρών ή μεγάλων, προεδρευόμενων από ένα μόνιμο Συμβούλιο». Υποστήριξε ότι μια τέτοια ομοσπονδία είτε θα ήταν άνευ ουσίας είτε θα από-τελούσε παγίδα, για τον προφανή λόγο ότι τα μεγάλα κράτη θα κυριαρχούσαν στα μικρά.

Έναν αιώνα αργότερα, ο οικονομολόγος Λέοπολντ Κορ (Αυ-στριακός εκ καταγωγής, Βρετανός στην υπηκοότητα, Ουαλός από επιλογή),ο οποίος επίσης αναπροσδιορίζεται ως αναρ-χικός, δημοσίευσε το βιβλίο του Η Κατάλυση των Εθνών, στο οποίο εξυμνεί τις αρετές των κοινωνιών μικρής κλίμακας και υποστηρίζει εκ νέου ότι τα προβλήματα της Ευρώπης εγεί-ρονται από την ύπαρξη του έθνους-κράτους. Επιδοκιμάζοντας για μια ακόμη φορά την Ελβετική Συνομοσπονδία, ισχυρίστηκα χρησιμοποιώντας χάρτες, ότι «το πρόβλημα της Ευρώπης καθώς και οποιασδήποτε ομοσπονδίας, αφορά στη διαίρεση και όχι στην ένωση».

Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να αναφέρουμε ότι οι υπέρμαχοι   μιας   ενωμένης   Ευρώπης   ανέπτυξαν   μια   αρχή «επικουρικότητας», με το επιχείρημα ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνονται στους υπερεθνικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά κατά προτίμηση στις περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές βαθμίδες αντί των εθνι-κών κυβερνήσεων. Αυτή η συγκεκριμένη αρχή υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο κάλεσε τις εθνικές κυβερνήσεις να ενστερνιστούν τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης, «ώστε να επισημοποιηθεί η δέσμευση στην αρχή, σύμφωνα με την οποία οι λειτουργίες διακυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και να μεταφέρονται σε υψηλότερο μόνο εάν υπάρχει συναίνεση».

Η αρχή αυτή αποτελεί έναν ασυνήθιστο φόρο τιμής στους Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν και στις απόψεις που αυτοί μόνο διατύπωσαν (με εξαίρεση ορισμένους ενδια-φέροντες Ισπανούς διανοητές όπως οι Ρi y Margall ή Joaquin Costa), αλλά φυσικά Θα είναι μεταξύ των πρώτων αρχών της πανευρωπαϊκής ιδεολογίας που οι εθνικές κυβερνήσεις θα επι-λέξουν να αγνοήσουν. Υπάρχουν προφανείς διαφορές μεταξύ των διαφόρων εθνών-κρατών σε αυτό το ζήτημα. Σε πολλά από αυτά -παραδείγματος χάριν στη Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία ακόμη και στη Γαλλία ο κυβερνητικός μηχανισμός είναι απείρως περισσότερο αποκεντρωμένος από όσο πριν από πενήντα χρόνια. Το ίδιο μπορεί σύντομα να αποτελεί πραγματικότητα και για τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η αποκέντρωση μπορεί να μην εξελίχτηκε με το ρυθμό που θα θέλαμε εμείς, και με χαρά θα συμφωνήσω στο ότι οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο της παύσης των παλιών εθνικών ανταγωνισμών και κατέστησαν τους μελλοντικούς πολέμους στη Δυτική Ευρώπη αδιανόητους. Αλλά απέχουμε πολύ ακόμη από μια Ευρώπη ίσων περι-φερειών.

Ζω σε αυτό που έχει εξελιχθεί ως το πιο συγκεντρωτικό κράτος στη Δυτική Ευρώπη, όπου η κυριαρχία της Δυτικής κυβέρνησης αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί ανυπολόγιστα κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών. Ορισμένοι θα θυμούνται τη ρητορική της Βρετανής πρωθυπουργού, το 1988:

«Δεν καθορίσαμε επιτυχώς τα εδαφικά όρια του κράτους στη Βρετανία, μόνο και μόνο για να τα δούμε να επιβάλλονται ξανά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με ένα ευρωπαϊκό υπέρ-κράτος να ασκεί μια νέα κυριαρχία από τις Βρυξέλλες».

Αυτή είναι  γλώσσα της άπατης. Δε σχετίζεται με την πραγματικότητα. Και δε χρειάζεται να υποστηρίζεις την Κομισιόν για να το αντιληφθείς. Ωστόσο, είναι ενδεικτικό της απόστασης που ορισμένοι από εμάς έχουν στο να κατανοήσουν την αλήθεια που εμπεριέχει το σχόλιο του Προυντόν: «Ακόμη και η Ευρώπη θα ήταν πολύ μεγάλη για να διαμορφώσει μια μοναδική συνομοσπονδία, θα μπορούσε να αποτελέσει μόνο μια συνομοσπονδία των συνομοσπονδιών».

Η προειδοποίηση των αναρχικών είναι ότι ακριβώς το εμπόδιο σε μια Ευρώπη των περιφερειών είναι το έθνος κράτος. Εάν πρόκειται να ασκήσουμε οποιαδήποτε επιρροή στην πολιτική σκέψη του επόμενου αιώνα, θα πρέπει να προωθούμε την επιχειρηματολογία για τις περιφέρειες. Το «σκέψου πλανητικά – δράσε τοπικά», είναι ένα από τα πιο χρήσιμα σλόγκαν του παγκόσμιου πράσινου κινήματος. Το έθνος κράτος καταλαμβάνει μόνο ένα μικρό τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Θα πρέπει να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από τις εθνικές ιδεολογίες προκειμένου να δράσουμε τοπικά και να σκεφτούμε περιφερειακά. Και τα δύο θα μας επιτρέψουν να γίνουμε πολίτες όλου του κόσμου, όχι των εθνών ούτε των υπερεθνικών κρατών.

Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο των προτάσεων του Μπακούνιν που υποβλήθηκαν και ψηφίστηκαν ομόφωνα στο συνέδριο της αναρχικής Λίγκας «Για την Δημοκρατία και την Ειρήνη», που έγινε το 1867 στην Ελβετία. Όχι για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο για ανάγνωση του εύρους των αναρχικών ιδεών αφού οι αναρχικοί ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης των λαών. Υποστήριζε ότι οποιοσδήποτε πόλεμος μεταξύ τους θα είναι εμφύλιος και  αδελφοκτόνος.

«… Σύμφωνα με το ομόφωνο αίσθημα του συνεδρίου της Γενεύης, οφείλουμε να διακηρύξουμε:

1) Ότι για να κάνουμε να θριαμβεύσει η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ειρήνη στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, για να κάνουμε αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο μετα­ξύ των διαφο-ρετικών λαών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν υπάρχει παρά ένας μόνο τρόπος: να συγκρο­τήσουμε τις Ηνωμένες   Πολιτείες   της   Ευ­ρώπης.

2) Ότι οι  Πολιτείες της Ευρώπης δεν μπορούν να σχημα-ισθούν με τα Κράτη όπως είναι συγκροτημένα σή­μερα, αν ληφθεί υπόψη η τερατώδης ανισότητα που υπάρ­χει μεταξύ των αντίστοιχων δυνάμεων τους.

3) Ότι  το  παράδειγμα   της   μακαρίτισσας   Γερμανι­κής Συνομοσπονδίας έχει υποδείξει προκαταβολικά πως μία Συνομοσπονδία μοναρχιών αποτελεί μία κοροϊδία: ότι είναι ανί-κανη να εγγυηθεί είτε την ειρήνη είτε την ελευθερία των λαών.

4) Ότι κανένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό κρά­τος ακόμη και στρατιωτικό, έστω κι αν αποκαλείται ρεπουμπλικανικό, δε θα μπορέσει να μπει σοβαρά και ειλικρινά σε μια Διεθνή Συνομοσπονδία. Απ΄ την συγκρότησή του, που θ’ αποτελεί πάντοτε μια ανοιχτή ή καλυμμένη άρνηση της ελευθερίας στο εσωτερικό, θα΄ναι αναγκαστικά μια δια­κήρυξη συνεχούς πολέμου· μια απειλή ενάντια στην ύπαρξη των γειτονικών χωρών.  Θεμελιωμένο βασικά πάνω σε μια έσχατη πράξη βίας, την κατάκτηση, ή εκείνο που στην ιδιωτική ζωή αποκαλείται κλοπή με διάρρηξη – πράξη που ευλογείται από την εκκλησία κάποιας θρησκείας,  καθα­γιασμένη από το χρόνο ακόμη και μετασχηματισμένη σε ιστορικό δικαίωμα – και στηριζόμενο σ’ αυτό το θείο καθαγιασμό μιας θριαμβεύτριας βίας ή σαν σ’ ένα αποκλειστι­κό και υπέρτατο δικαίωμα, κάθε συγκεντρωτικό κράτος τίθεται και μόνο μ’ αυτό σαν απόλυτη άρνηση του δικαιώ­ματος όλων των άλλων κρατών, μην αναγνωρίζοντάς τα ποτέ, στις συμφωνίες που συνάπτει μ’ αυτά, παρά μόνο από ένα πολιτικό συμφέρον και από αδυναμία.

5) Ότι  όλα τα μέλη της Λίγκας οφείλουν κατά συνέ­πεια να τείνουν μ’ όλες τις προσπάθειες τους να επανασυγκροτήσουν τις αντίστοιχες πατρίδες τους, για να αντικατα­στήσουν την αρχαία οργάνωση, την θεμελιωμένη, από πά­νω προς τα κάτω, πάνω στη βία και την αρχή της εξου­σίας, με μια νέα οργάνωση που να μην έχει άλλη βάση από τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις φυσικές έλξεις των λαών, ούτε άλλη αρχή από την ελεύθερη ομοσπονδιοποίηση των ατόμων μέσα στις κοι-νότητες, των κοινοτή­των μέσα στις επαρχίες των επαρχιών μέσα στα έθνη και τελικά αυτών μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης αρ­χικά και αργότερα όλου του κόσμου.

6) Κατά συνέπεια, απόλυτη εγκατάλειψη κάθε λεγό­μενου  ιστορικού δικαιώματος των Κρατών όλα τα ζητή­ματα τα σχετικά με τα φυσικά, πολιτικά, στρατιωτικά, ε­μπορικά σύνο-ρα, πρέπει να θεωρηθούν στο εξής ότι ανήκουν στην αρχαία ιστορία και να απορριφθούν με αποφασιστι­κότητα από τα μέλη της Λίγκας.

7) Αναγνώριση του απόλυτου δικαιώματος κάθε  έ­θνους, μεγάλου ή μικρού, κάθε λαού, αδύναμου ή ισχυρού, κάθε επαρχίας, κάθε κοινότητας σε μια πλήρη αυτονομία, προϋπο-τιθέμενου ότι η εσωτερική τους συγκρότηση δεν θ’ αποτελεί απειλή και κίνδυνο για την αυτονομία και την ε­λευθερία των γειτονικών χωρών.

8) Από το γεγονός ότι μια χώρα αποτελεί μέρος ενός κράτους, έστω κι αν έχει προσχωρήσει ελεύθερα δεν α­κολουθεί καθόλου γι’  αυτή  η υποχρέωση να  μένει προσ­δεμένη  για  πάντα.  Καμιά διαρκής υποχρέωση   δεν   μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, την  μόνη που μπορεί να μας επιβάλλεται, και δεν θ’ αναγνω­ρίσουμε ποτέ άλλα δικαιώματα, ούτε άλλα καθήκοντα από εκείνα που θεμελιώνονται πάνω στην ελευθερία. Το δικαίω­μα της ελεύ-θερης Ένωσης και της  εξίσου ελεύθερης αποχώ­ρησης είναι το πρώτο, το πιο σπουδαίο από όλα τα πολιτικά δικαιώματα, εκείνο χωρίς το οποίο η συνομοσπονδία δεν θα ήταν παρά ένας συγκαλυμμένος συγκεντρωτισμός.

9) Από όσα έχουν προηγηθεί προκύπτει ότι η Λίγκα πρέπει να απορρίψει ειλικρινά κάθε συμμαχία αυτού ή ε­κείνου του εθνικού τμήματος της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με τα μοναρχικά κράτη, ακόμη κι όταν αυτή η συμμαχία θα΄χε για στόχο την επανακατάκτηση της ανεξαρτησίας ή της   ελευθερίας   μιας   καταπιεζόμενης   χώρας,   μια τέτοια συμ-μαχία δε θα μπορούσε να οδηγήσει παρά σε αυταπά­τες και θα΄ταν ταυτόχρονα μια προδοσία εναντία στην ε­πανάσταση.

10) Αντίθετα η Λίγκα, επειδή είναι η Λίγκα της ειρήνης και επειδή έχει πειστεί ότι η ειρήνη δε θα μπορέ­σει να κατακτηθεί και να θεμελιωθεί παρά μόνο πάνω στην πιο στενή και πλήρη αλληλεγγύη των λαών μέσα στην δι­καιοσύνη και την ελευ-θερία, πρέπει να διακηρύξει έντονα τις συμπάθειες της για κάθε εθνική εξέγερση ενάντια στην καταπίεση, είτε ξένη είτε αυτόχθονα, δοσμένου ότι μια τέ­τοια εξέγερση γίνεται στο  όνομα των άρχων μας και για το συμφέρον των λαϊκών μαζών, αλλά όχι με την φιλόδο­ξη πρόθεση να ιδρυθεί ένα ισχυρό κράτος.

11) Η Λίγκα πρέπει να κηρύξει ανοιχτά τον πόλε­μο ενάντια σε ότι αποκαλείται δόξα, μεγαλείο και Ισχύς των Κρατών. Σε όλα αυτά τα ψεύτικα και κακοποιά είδω­λα για τα οποία κατακρεουργούνται  εκατομμύρια  ανθρώ­πινα  θύματα,  αντι-παραθέτουμε την  δόξα  της ανθρώπινης ευφυΐας που εκδηλώνεται στην επιστήμη και σε μια παγ­κόσμια ευημερία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία, την δι­καιοσύνη και την ελευθερία.

12) Η Λίγκα θ’ αναγνωρίσει την   ε θ ν ι κ ό τ η τ α   σαν ένα φυσικό γεγονός. Έχει αναμφισβήτητα δικαίω­μα σα μια ελεύθερη ύπαρξη και ανάπτυξη, αλλά όχι σαν αρχή, γιατί κάθε αρχή πρέπει να φέρει τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας και η εθνικότητα δεν είναι αντίθετα παρά ένα αποκλειστικό, διαχωρισμένο γεγονός. Η λεγόμε­νη   αρχή   της   εθνικότητας,  όπως την έχουν θέσει στις μέρες μας οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας, ακόμη και πολλοί Γερμανοί, Πολωνοί,  Ιταλοί και  Ούγγροι  πατριώτες  δεν είναι παρά ένα παράγωγο που αντιπαρατέθηκε από την αντίδραση στο πνεύμα  της  επανάστασης:   έντονα  αριστοκρατική  στο  βάθος της, σε βαθμό που να υποτιμά τις διαλέκτους των μη εγγράμματων πληθυσμών, αρνούμενη   σιωπηρά   την ελευ-θερία των επαρχιών και την πραγματική αυτονομία των κοινοτήτων, και υποστηριζόμενη σ’ όλες τις χώρες όχι από τις λαϊκές μάζες, των οποίων θυσιάζει συστηματικά τα πραγ-ματικά συμφέροντα σ΄ ένα λεγόμενο κοινό καλό, το οποίο δεν είναι ποτέ παρά μόνο εκείνο των προνομιούχων τάξεων, αυτή η αρχή δεν εκφράζει τίποτα άλλο εκτός από τα υποτιθέμενα ιστορικά δικαιώματα και τη φιλοδοξία των Κρατών. Το δικαίωμα της εθνικότητας δεν μπορεί λοιπόν ποτέ να θεωρηθεί από τη Λίγκα παρά σαν ένα από τα φυσι­κά επακόλουθα της υπέρτατης αρχής της ελευθερίας, παύ­οντας να΄ ναι ένα δικαίωμα από τη στιγμή που τίθεται είτε ενάντια στην ελευθερία είτε ακόμη και πέρα από την ε­λευθερία.

13) Η ενότητα είναι ο στόχος, προς τον οποίο τεί­νει ακα-τάσχετα η ανθρωπότητα. Αλλά γίνεται μοιραία κα­ταστροφική  για την ευφυΐα, την αξιοπρέπεια, την ευημε­ρία των ατόμων και των λαών, κάθε φορά  που διαμορφώ­νεται πέραν της ελευθερίας, είτε με την βία, είτε υπό την εξουσία μιας κάποιας θεολογικής,  μεταφυσικής, πολιτικής ή ακόμα και οικονομικής ιδέας. Ο πατριωτισμός που τεί­νει στην ενότηταπέρα από την ελευθερία, είναι ένας κα­κός πατριωτισμός, πάντοτε ολέθριος για τα λαϊκά και πραγ­ματικά συμφέροντα της  χώρας που προφασίζεται ότι εξυ­ψώνει και υπηρετεί, φίλος, συχνά χωρίς να το ξέρει, της  αντίδρασης,   εχθρός της  επανάστασης,   δηλαδή   της χειρα­φέτησης, των εθνών και των ανθρώπων. Η Λίγκα δεν μπο­ρεί ν΄ αναγνωρίσει παρά μια μόνο ενότητα: εκείνη που θα εγκαθιδρυθεί ελεύθερα  από την  ομο-σπονδιοποίηση    αυτονόμων μερών μέσα στο σύνολο, έτσι ώστε αυτό, παύοντας να΄ ναι η άρνηση των ιδιαίτερων δικαιω-μάτων  και συμφερόντων, παύοντας να΄ ναι το κοιμητήριο όπου έρχεται βίαια για να θαφτεί κάθε τοπική ευημερία, θα γίνει αντίθετα η επιβε­βαίωση και η πηγή όλων αυτών των αυτονομιών και κά­θε τέτοιας ευημερίας. Η Λίγκα θα επιτεθεί επομένως σθε­ναρά ενάντια σε  κάθε  θρησκευτική, πολιτική,  οικονομική και κοινωνική οργάνωση   που δεν θα΄χει δια-ποτιστεί από­λυτα απ΄ αυτή τη μεγάλη αρχή της ελευθερίας: χωρίς αυ­τή, δεν υπάρχει καθόλου ευφυΐα, καθόλου δικαιοσύνη, κα­θόλου ευημερία, καθόλου ανθρωπιά….».

«…Χρησιμοποιώντας τον όρο ομοσπονδία, παρατηρεί ο Τζωρτζ Γούτκοκ στη βιογραφία του για τον Προυντόν, «ο Προυντόν δεν εννοεί μια παγκόσμια κυβέρνηση ή μία ομοσπονδία κρατών. Για αυτόν η αρχή της συνομοσπονδίας αρχίζει απ’ το πιο απλό επίπεδο της κοινωνίας. Τα διοικητικά όργανα είναι τοπικά και βρίσκονται όσο το δυνατό περισσότερο κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του λαού. Πάνω άπ’ αυτό το πρωτογενές επίπεδο, η συνομοσπονδιακή οργάνωση γίνεται προοδευτικά περισσότερο ένα όργανο συντονισμού των περιφερειών, παρά ένα διοικητικό όργανο κι η Ευρώπη μία συνομοσπονδία των συνομοσπονδιών, στην οποία το συμφέρον της πιο μικρής επαρχίας θα έχει την  ίδια έκφραση με το συμφέρον της πιο μεγάλης  αφού όλες οι υποθέσεις θα ρυθμίζονται με αμοιβαία συμφωνία, συμβόλαιο και διαιτησία…».

 

* Aναδημοσίευση από το περιοδικό Ευτοπία, τεύχος 17. (http://eleftheriakos.gr/node/177)

** Σημ. τ. συν. Δείτε το παράδειγμα της πρώην Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας αλλά και της πρώην Σοβιετίας και της σημερινής Ρώσικης ομοσπονδίας και την εκατόμβη των νεκρών που προκάλεσαν τα ζητήματα της απόσχισης.

B. Traven – Οι μεταμορφώσεις ενός μοναδικού

Του Λευτέρη Αναγνώστου* 
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Μάιος 1990

«Από έναν εργάτη πού δημιουργεί πνευματικά έργα, ποτέ δεν θα έπρεπε να ζητάει κανείς τη βιογραφία του. Είναι αγενές. Τον βάζει στον πειρασμό να πει ψέματα… Θα ήθελα να το πω με όλη τη σαφήνεια. Η βιογραφία ενός δημιουργικού ανθρώπου είναι εντελώς χωρίς σημασία. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει διακριτός μέσα στα έργα του, τότε είτε ο ίδιος δεν αξίζει τίποτε είτε τα έργα του δεν έχουν καμμιά αξία».

Αυτή η αποφθεγματική δήλωση περιέχεται σε μια ανακοίνωση του Β. Traven προς τους αναρίθμητους Γερμανούς αναγνώστες των πρώτων βιβλίων του. Τη δημοσίευσε ο αριστερός εκδοτικός συνεταιρισμός Büchergilde Gutenberg το 1927, για να κατευνάσει την περιέργεια των δεκάδων χιλιάδων μελών και αναγνωστών που τον πολιορκούσαν με επιστολές τους, θέλοντας να πληροφορηθούν για τη ζωή και το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο δεινός αφηγητής, που μέσα από τις σελίδες των διηγήσεών του τους κρατούσε με κομμένη την ανάσα στις ώρες αναψυχής, αυτός πού είχε βρεί το μήκος κύματος και τον τόνο για να επικοινωνεί τόσο άμεσα από το μακρινό Μεξικό, απαντούσε στους αναγνώστες του με διευκρινίσεις, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια καθώς και κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις, αλλά η αλληλεγγύη και η ζεστασιά του απέκρουαν κάθε ανοίκεια οικειότητα.

das-totenschiff

Είναι η απαρχή ενός έκθετου μυστηρίου που κράτησε ως τον επιβεβαιωμένο θάνατό του το 1969 και κρατάει ακόμη και σήμερα. Η αχλή που περιέβαλλε την ταυτότητά του (« Εγώ δεν χρειάζομαι διαβατήριο. Ξέρω ποιος είμαι»), απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς τα βιβλία του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες των δύο ηπείρων και το σώμα των αναγνωστών του ογκώθηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε δεκάδες εκατομμύρια. Από τότε συνεχίστηκε να πλέκεται ο μύθος του Τράβεν με άπειρα νήματα που φθάνουν ως τις μέρες μας. Περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας, όπως το Stern και το Life, εξαπέλυαν τακτικά κυνηγητά για να τον ανακαλύψουν, στον μεγάλο κυκεώνα της Πόλης του Μεξικού, στις κοσμοπολίτικες παραλίες του, στην απέραντη ζούγκλα ανάμεσα στους αγαπημένους του ινδιάνους.

 

Ο ίδιος είχε περιορίσει την επαφή του με τους απανταχού εκδότες και τον Τύπο στα στενά πλαίσια μιας ταχυδρομικής θυρίδας και ενός τραπεζικού λογαριασμού, που συχνά άλλαζαν, και στα διάφορα ψευδώνυμα, με τα οποία εμφανιζόταν ως πληρεξούσιος κάτοχος των συγγραφικών του δικαιωμάτων, για να διαπραγματευθεί την έκδοση σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά μετέφραζε και ίσως έγραφε ο ίδιος- ή την κινηματογράφηση των μυθιστορημάτων του (Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Το πλοίο των νεκρών, Το Λευκό Ρόδο κ.ά.)· συχνά επίσης για να διαψεύσει την πατρότητα χειρογράφων, που διάφοροι ευφάνταστοι χωρίς φαντασία πρότειναν κατά καιρούς σε εκδότες σαν δήθεν δικά του. Στον λαβύρινθο του μύθου μερικοί ξεπρόβαλαν από την ανωνυμία για να καρπωθούν το ψευδώνυμο, πολλοί εκμεταλλεύθηκαν τη δίνη του κενού για να κερδίσουν χρήματα και να υποκλέψουν ψευδαισθησιακά τη δόξα, άλλοι μετατράπηκαν σε αυθόρμητους, συχνά άδολους ντετέκτιβς.

Οι φήμες μεγάλωσαν τη φήμη του πράγματι συναρπαστικού αφηγητή και συνήγορου των καταπιεσμένων, και πλάι στο πλούσιο έργο του φύτρωσε μια ευρεία φιλολογική τραβενογραφία, απέναντι στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και η τελευταία συντρόφισσά του και δικαιούχος της κληρονομιάς του σπάνια έλυσαν τη σιωπή τους. Ο αιώνας της πληροφόρησης και επικοινωνίας καλπάζει με βιομηχανικούς ρυθμούς και ηλεκτρονική τύφλωση προς τη μυθολογία. Η ανωνυμία και η δημοσιότητα υπόκεινται στην ίδια διαλεκτική.

zigelbrenner

Η πιο σοβαρή μελέτη για το πρόσωπο του συγγραφέα είναι οπωσδήποτε οι Συμβολές στη βιογραφία του Β.Traven του Ανατολικογερμανού καθηγητή Rolf Recknagel. Πρωτοεκδόθηκε το 1965 και από τότε επανεκδίδεται συχνά, βελτιωνόμενη και αναθεωρούμενη βάσει νεώτερων ευρημάτων, δικών του ή ξένων. Στο ογκώδες αυτό έργο, υπόδειγμα εξονυχιστικής υφολογικής ανάλυσης στην υπηρεσία βιογραφικών αναδιφήσεων, τεκμηριώνεται πειστικότατα η μεγάλη ανακάλυψη του Recknagel, που ως τότε δεν ήταν παρά απλώς μια επίμονη εικασία μερικών αριστερών διανοούμενων: ότι ο Β. Traven ταυτίζεται με τον Ret Marut, έναν αναρχικό επαναστάτη της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο, που με τη σειρά του είναι το επικρατέστερο ψευδώνυμό του μέχρι το 1921.

Ο Ret Marut, από μόνος του ήδη ένας θρύλος, εγκατέλειψε τη Γερμανία πιθανότατα το 1922, την οποία ξαναεπισκέφθηκε ίσως μόλις το 1959 με το ψευδώνυμο «Berick Torsvan, επιλεγόμενος Hal Croves», για να παρευρεθεί ως εκπρόσωπος τoυ Traven στο γύρισμα της ταινίας Το πλοίο των νεκρών. Την ημέρα της κατάρρευσης της βραχύβιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (7/8 Noεμβρίoυ – 1 Μαΐου 1919) ο Ret Marut συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ένα έκτακτο δικαστήριο. Η συνοπτική διαδικασία γνωρίζει μόνο την έσχατη των ποινών. Λίγο πριν έλθει η σειρά του, εκμεταλλεύεται μια σύγχυση και με τη βοήθεια ενός φρουρού δραπετεύει. Ως τα τέλη του 1921 έχουν διαπιστωθεί ίχνη του στην παρανομία, από όπου εξέδωσε τα τελευταία τέσσερα τεύχη τoυ περιοδικού του Ziegelbrenner (κεραμοποιός).

imagesca0z3co9

Από τον Σεπτέμβρη τoυ 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το Ziegelbrenner ήταν η πύρινη εστία του ελεύθερου σκοπευτή Ret Marυt, από την οποία εκσφενδόνιζε τις καυτές κεραμίδες της κοινωνικής, αισθητικής, πολιτικής και αντιπολεμικής κριτικής του. Κρυφό και εδώ το λημέρι του άφαντου «αντάρτη πόλεων» με την αιχμηρή πέννα, άτακτες οι περίοδοι εκρήξεων της ατομικής του κεραμoκάμινoυ. Τα ψευδώνυμα του ιδιοκτήτη, του πρωτομάστορα και των δήθεν συντακτών του -τον βοηθούσαν μια σύντροφός του με ψευδώνυμο και μερικοί «κάλφες» σε διάφορες πόλεις- συνθέτουν το παραπλανητικό προσωπείο του «μοναδικού» στιρνεριακού αναρχικού, η προσωπική βιογραφία του οποίου δεν θέλησε να παραστρατήσει από το έργο του: Κανένα χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο-δημιουργό και τα ανθρώπινα δημιουργήματά του, που μοιάζουν με κατοπτρίζον εφυάλωμα κεραμεικών και αντανακλούν όποιον σκύψει να δει, την καταραγισμένη κοινωνία ή και τον ίδιο τον κεραμοποιό.
Όποιος διαβάσει σήμερα τη συλλογή των ανάτυπων, μια από τις πιο ενδόμυχες μαρτυρίες της ταραγμένης εποχής, τρίβει τα μάτια του μπροστά στην εκτυφλωτική επίκαιρη ριζοσπαστική πολεμική του και τη σιγουριά της ματιάς του, που εξιχνίαζε τους θανάσιμους κινδύνους στη γένεσή τους , αλλά και τα ανθρώπινα σημάδια μέσα στη ζοφερότητα του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στο στρόβιλο των επαναστατικών μεταβολών. Στον κλεφτοπόλεμο με τη λογοκρισία είχε τολμήσει να αντιπροσωπεύσει μια τόσο ζωντανή εικόνα της ελευθερίας, άπιαστη σχεδόν στη σημερινή δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία. Δεν είναι τυχαία η έμμονη απέχθειά του για την «εκπορνευόμενη δημοσιογραφία», εναντίον της οποίας εκτόξευε με ανήμπορη απελπισία τα φλεγόμενα θρύψαλά του.

Τα «μαζικά μέσα», από τις παραδοσιακές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά μέχρι τον νεωτεριστικό κινηματογράφο και το αναδυόμενο ραδιόφωνο της μετεπαναστατικής δεκαετίας του 1920, δεν ήταν επικοινωνιακά δώρα του καπιταλισμού στη φάση μεταξύ ανάρρωσης και κραχ, αλλά πολύ περισσότερο η εκρηκτική άνοδος της πολιτιστικής βιομηχανίας, το οριστικό βούλιαγμα του προλεταριάτου στην πλημμυρίδα της μαζικής σήμερα πια οικουμενικής προπαγάνδας και χειραγώγησης. Από τότε η μεσσιανική τάξη βωλοδέρνει όπου γης ως μάζα πολεμιστών, απεργών, καταναλωτών, πάντοτε κυριαρχούμενη από δικούς της και ξένους, αναπολώντας μάλλον παρωδιακά τη χαμένη ιστορική αποστολή της. Ο Ret Marυt/B. Traνen μυρίστηκε τους κινδύνους, πάλαιψε σε πολλά μέτωπα απεγνωσμένα, ώσπου στα γερατειά του σιώπησε οριστικά χωρίς να ανακαλέσει τίποτε. Η φωνή του, διαπεραστική και έγκυρη άρθρωση της πνιγμένης κραυγής των καταπιεσμένων, μένει άσβεστη. Μόνη απόκριση σε αυτή θα ήταν η εκπλήρωση του πόθου των μουγγών θυμάτων, η αντικειμενική δικαίωση της εσώτερης πρόθεσής τους: μια κοινωνία συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, η ελεύθερη αδιαίρετη ανθρωπότητα.

Στο Ziegelbrenner είχε εκφρασθεί περισσότερες από μία φορά η διάθεση φυγής του «μοναδικού» συντάκτη από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού πολιτισμού, τον γκρίζο αγριότοπο της ευταξίας, για να κρυφθεί στη ζούγκλα των απλοϊκών ιθαγενών, που ο ίδιος έδειχνε να γνωρίζει. Τόσο ο τόνος των γραπτών του όσο και οι διάσπαρτες αναφορές προδίδουν την περηφάνια του ξεριζωμένου απάτριδος που γνώρισε κάθε καρυδιάς καρύδι και ανθό, που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους, σε όλους τους ωκεανούς, ασκώντας τα πιο απίστευτα επαγγέλματα. Οι συνδρομητές του είναι σκορπισμένοι στις γερμανόφωνες, σκανδιναυικές και αγγλόφωνες χώρες, στις Ινδίες, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

Μετά το 1921 ό άνθρωπος που δεν ονομάζεται πια Ret Marυt ούτε ακόμη Β. Traven, έζησε στο νότιο Μεξικό κοντά στους Ινδιάνους. Στο βιβλίο του Χώρα της άνοιξης (1928) χρησιμοποίησε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εκτενείς περιοδείες του στη ζούγκλα, το θέατρο δράσης των περισσότερων μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Η βιωματική εγγύτητα προς τη ζωή των ερυθρόδερμων με τα μελαγχολικά μάτια, είτε αυτοί ζουν ακόμη στις παραδοσιακές κοινότητές τους είτε έχουν προλεταριοποιηθεί βάναυσα, ακόμη και η γνώση διαλέκτων τους, είναι η μαγιά και το θεματικό υλικό που μαζί με τη μεξικάνικη επανάσταση ανάφλεξαν και πάλι το επικοδραματικό ταλέντο του αφηγητή των κολασμένων.

Εκτός από το Πλοίο των νεκρών, ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο του Β. Traven διαδραματίζεται στο Μεξικό, το οποίο έμελλε να γίνει πατρίδα του, μολονότι το στοιχείο του incognito -ιδιωτική αφάνεια, ψευδώνυμα, άβατο πρότερου βίου, σβησμένα ίχνη της προσωπικής ταυτότητας, ασαφής μητρική γλώσσα- το φυλάει, απέναντι στις εξαγριωμένες πια εφόδους των πρακτόρων της δημοσιότητας, σαν θησαυρό χωρίς άλλοθι και «πόθεν έσχες» ακόμη και μετά τον θάνατο του.

Ως το 1930 δημοσιεύει διηγήματα και μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή των ινδιάνων και συγκεντρώνει υλικό για τη μεξικάνικη επανάσταση, που ξέσπασε στα 1910/11 και υπό τη μορφή ενός αιματηρότατου εμφύλιου πολέμου (περίπου ένα εκατομμύριο νεκροί) κράτησε ως το 1923, όταν ο ίδιος έφθασε στο Μεξικό. Τα κυριότερα έργα της περιόδου 1925-30, εκτός από τα διηγήματα, που μαζί με κατοπινότερα καταλαμβάνουν δύο τόμους, είναι τα προαναφερθέντα: Το πλοίο των νεκρών και Χώρα της άνοιξης, καθώς και τα μυθιστορήματα: Οι βαμβακοσυλλέκτες, Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Η γέφυρα στη ζούγκλα και Το Λευκό Ρόδο. Σχεδόν όλα έχουν ξαναδουλευτεί και συχνά επεκταθεί στις πολλές επανεκδόσεις, σε μερικές δε περιπτώσεις με αφορμή τη μετάφρασή τους σε ξένες γλώσσες. Υπάρχουν αλλαγές, τόσο προσθήκες και συντμήσεις όσο και διαγραφές, που πρέπει να ερμηνευθούν ως ιδιαίτερα μηνύματα του συγγραφέα προς το αναγνωστικό κοινό μιας ορισμένης γλώσσας ή που σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση μιας χώρας: ναζισμός, ισπανική επανάσταση, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μερικές εξαλείφουν τα χνάρια μπροστά στα άπληστα λαγωνικά της δημοσιότητας, που ιχνηλατώντας εισχωρούν στο σώμα του ίδιου του έργου.

Η Επανάσταση του Μεξικού, αυτή η ελάχιστα γνωστή σ’ εμάς εξωτική κοσμογονία με τις θρυλικές μορφές του Μagόn, του Zapata και του Villa, βρήκε στον Β. Traven έναν αντάξιο επικοδραματικό εκφραστή, που την ξετύλιξε μυθιστορηματικά μετά το 1930 στον μεγάλο Κύκλο του μαονιού. Τον απαρτίζουν τα βιβλία: Οι αγωγιάτες με τα κάρρα, Κυβέρνηση, Η πορεία προς το βασίλειο του μαονιού, Trozas (κορμοί μαονιού), Η εξέγερση των κρεμασμένων και Ένας στρατηγός βγαίνει από τη ζούγκλα.

Αργότερα έγραψε νουβέλες και διηγήματα καθώς και δύο μεγάλα ινδιάνικα παραμύθια. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχουν μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 28 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Ziegelbrenner είχαν κυκλοφορήσει αρκετά μικρότερα έργα του γραμμένα μεταξύ 1912 και 1921, κυρίως λυρικές φαντασίες, διηγήματα, επαναστατικά και αισθητικά δοκίμια, λίβελλοι και κριτικές. Η χρονική απόσταση βλέπει σε αυτά ακόμη καλύτερα τον γόνιμο σπόρο που αργότερα έγινε τροπική βλάστηση.

Αν δεν ήταν τόσο χτυπητή η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, έκδηλη στη νοηματική, ψυχική, συχνότατα ορμική σφαίρα του δημιουργού, τότε η ταυτότητα Marυt/Traven, που ομολογήθηκε μεταθανάτια από την τελευταία σύντροφό του κατ’ επιθυμία του ίδιου, δεν θα αποτελούσε ούτε καν εικασία. Γιαυτό και την είχαν ψυχανεμιστεί µόνο μερικοί πρώην «σύντροφοί» του. Η λεπτεπίλεπτη ανάλυση των βαθύτερων στιβάδων του ύφους του καθώς η παραβολή πραγματολογικών στοιχείων αποκατέστησε σταδιακά με πειστικό τρόπο την προσωπική συνέχεια αυτής της διαλεκτικής ασυνέχειας.

Μετά από διαδοχικές μεταμορφώσεις, που ίσως αρχίζουν να διαδραματίζονται ήδη στη φάση πριν από το Ziegelbrenner -από το 1907 μέχρι το 1914 ο Ret Marυt ήταν ηθοποιός θεάτρου και σκηνοθέτης ενός περιοδεύοντος θιάσου – και συνεχίζονται στην τριετία της σιωπής ως το 1917, στην περίοδο «νομιμότητας» ως το 1919 και παρανομίας μέχρι το 1922, αλλά προπάντων στη σκοτεινή τριετία της δεύτερης σιωπής, ο φυγάς αίρει την υποκειμενική «μοναδικότητά» του, για να τη διαφυλάξει στρεφόμενος προς το συλλoγικό, το όποιο σιγά σιγά απλώνεται σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο Marυt της πόλης, το ανώνυμο, άναρχο και αύταρχο εγώ κατ’ έξοχήν ανοίγεται στο αναγκαστικά και εφιαλτικά αφυπνισμένο συλλογικό σώμα των προλεταριοποιούμενων ινδιάνων. Ο νέος ρόλος είναι βαθύτατα ηθοποιητικός: η ιστορία μεταπλάθει μέσα στο κυλιόμενο μάγμα του χωνευτηριού της τους ανθρώπινους χαρακτήρες, άτομα και λαούς, την οργανική και ανόργανη οικουμένη. Αυτή η θεματική και υφολογική μεταστροφή εμπεριέχει σαν νέα σύνθεση και την απαραίτητη αναστροφή της: από το νέο βήμα ο Traven στρέφεται πάλι στους αναγνώστες της μητρόπολης, προπάντων στους Γερμανούς του. Οι ηπιότεροι τόνοι απευθύνονται στους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι σκληρότεροι στους υπόδουλους του ναζισμού. Από το ταξίδι χωρίς επιστροφή στέλνει πίσω το πνευματικό αντίβαρό του, μια ενισχυμένη μακρινή φωνή προς ένα διευρυμένο κοινό που στη συνέχεια παίρνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Ο «κόκκος άμμου που στοχεύει στο σύμπαν» (Το πλοίο των νεκρών) ακολουθεί, σθεναρά αντιστεκόμενος, την πορεία, όπως αυτή παραδειγματικά ζωντανεύεται στο Λευκό Ρόδο. Η αμυδρή αισιοδοξία της νέας προοπτικής,όπως εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι μόνο ένα ανάμεσα στα τόσα πουκάμισα φιδιού που αλλάζει ο ηθοποιός και ποιητής της ζωής Marut/Traven.

Αν ο αντιεξουσιαστής Ret Marut απευθυνόταν όχι σε ένα κοινό, σε μια μάζα με κοινά σημεία, αλλά σε, τουλάχιστον επίδοξα, εγωτικά πρόσωπα στιρνεριακής σύλληψης, ο Β. Traven ριζοσπαστικοποιεί το στοιχείο της συλλογικότητας. Σαν αναγεννημένος μέσα στην αμφίστομη «επανάσταση των μαζών», γράφει για πολλούς, με τη διπλή έννοια της πρόθεσης: περί των πολλών και προς τους πολλούς. Η γλώσσα του γίνεται αισθητηριακή, σχεδόν απτική. Η κορυφωνόμενη ένταση λες και ξεπηδάει όχι από τη γραφή, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Η πλούσια έντεχνη αντίστιξη (ρήγματα, χιούμορ, συνειρμοί) μοιάζει και αυτή σαν ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων.

Η ζούγκλα που θρασομανάει, το φούντωμα της αδιαπέραστης φύσης, οι εξανδραποδιζόμενοι ινδιάνοι, η ωμή και αδιαμεσολάβητη κυριαρχία του δικτάτορα Porfirio Diaz και η απαρερμήνευτη εξέγερση των καταπατημένων υπαγορεύουν μια ρεαλιστική γλώσσα, μια ενσώματη, με την αριστοτελική έννοια μιμητική προσήλωση στο οργανικό αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζει σύμβολα, μεταφορές και παραβολές, φυτοζωεί, βουίζει, λουφάζει και σφαδάζει μέσα σε τρόπον τινά προγλωσσικά στρώματα της ύπαρξης. Ο πόνος των καταπιεσμένων και εξεγερμένων στον Κύκλο του μαονιού είναι σωματικός, ωμός, φυσικός. Κανένας καταπιεστής δεν απευθύνεται στην ψυχή των θυμάτων του ούτε καν στο ένστικτό τους. Στοχεύει μόνον εκεί που βιτσίζει. Οι ινδιάνοι διανύουν την ιστορία στο ρυθμό μιας περίληψης. Στον ίδιο ρυθμό εξεγείρονται. Η πλοκή των έργων του Β. Traνen είναι ήδη τραγικά μετεπαναστατική.

imagesca0e49ks

Extrait du documentaire L’énigmatique histoire de B.Traven, de Xavier Villetard. Arte France, Zeugma Films, Vaya Films. vimeo http://vimeo.com/64683090 The Anarchist Encyclopedia: A Gallery of Saints & Sinners … http://recollectionbooks.com/bleed/Encyclopedia/TravenPage1.htm The Death Ship – Libcom http://libcom.org/files/DeathShip.pdf

* Ο Λευτέρης Αναγνώστου είναι μεταφραστής και συγγραφέας, γεννήθηκε στην Πλατανούσα, το χωριό του ποιητή Γ.Κοτζιούλα και του μουσουργού Δ.Δραγατάκη, το 1941. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1960-1979 σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχανάλυση και εργάστηκε στη γερμανόφωνη Ελβετία. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Από το 1979-1987 ήταν συνιδρυτής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών και Αυτομόρφωσης (ΚΕ.ΜΕ.Α.), ενός ιδρύματος εκπαίδευσης επιμορφωτών ενηλίκων και εκδότης του περιοδικού «Αυτομόρφωση». Από το 1980 ασχολείται αποκλειστικά με τη μετάφραση βιβλίων , κυρίως ψυχαναλυτικών, φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών. Έχει μεταφράσει πάνω από 50 τίτλους: Δεκαπέντε βιβλία του Σίγκμουντ Φρόυντ , μεταξύ άλλων την «Ερμηνεία των ονείρων » και την «Εισαγωγή στη ψυχανάλυση», συνολικά τον κεντρικό κορμό του έργου του Φρόυντ. Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Κριτικής Θεωρίας, γνωστής ως Σχολής της Φραγκφούρτης, μεταξύ άλλων : «Minima Moralia», «Αισθητική Θεωρία», «Αρνητική διαλεκτική» του Αντόρνο και τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» των Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ , καθώς και έργα του Γ.Χάμπερμας : «Ο φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, «Αλλαγή δομής της δημοσιότητας», «Μεταεθνικός αστερισμός» κ.α… Μετέφρασε το δίτομο έργο του Όσβανλντ Σπένγκλερ «Η παρακμή της Δύσης». Το δίτομο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Το πολιτικό και ο άνθρωπος». Το κλασσικό έργο του Έριχ Άουερμπαχ «Μίμησης». Μαζί με τον Γιώργο Βαμβαλή συγγράψανε το «Τετράγλωσσο λεξικό της ψυχανάλυσης » Εκδόσεις Επίκουρος. Το 2005 πήρε το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το τετράτομο έργο –μυθιστόρημα του Νομπελίστα Τόμας Μαν: «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», που μετέφερε από τη Γερμανική στην Ελληνική γλώσσα. Έχει επίσης μεταφράσει τα βιβλία της Αυστριακής Έλφρίντε Γέλινεκ « Η πιανίστρια», «Οι αποκλεισμένοι» και «Λαγνεία» (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004).

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/08/16/b-traven-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D/

 

”Ρωμιοσύνη” : Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού

mal du pays le

Ρενέ Μαγκρίτ, Νοσταλγία, 1940

 

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

 

Όλα τα ΄χε η Μαργιορή, ο Ντεριντά της έλειπε [1]

Η κριτική του καπιταλιστικού καταναλωτισμού από μια σκοπιά που ταυτίζει την κούφια λουσομανία της λαϊκής εκείνης Μαργιορής με τα ταξίδια που πάντοτε έκανε η σκέψη κάθε έθνους έξω από τα χωρικά ύδατα της «ιθαγένειάς» της, αποπειράται σήμερα να περιχαρακώσει αυτά που εννοεί ως «αξίες» μέσα στα όρια της αυθαιρεσίας της λησμονώντας ότι η αποδημία και η περιπλάνηση υπήρξαν κατεξοχήν ιδιότητες της σκέψης – είτε «δυτικής» είτε «ανατολικής. Η ξενοφοβία και ο πνευματικός φτωχοπροδρομισμός δεν συνιστούν σώνει και καλά «καταγωγικότητα»· και αντίστροφα, η αποδημία δεν σημαίνει ούτε απουσία «ριζών» ούτε ιστορική ασυνειδησία. Όσοι το λησμονούν και καταγγέλλουν μηχανικά και μονότονα την «κατασκευή πνευματικών “προτύπων” με ξένα καλούπια», όσοι θεωρητικοποιούν τα συνθήματα της ημέρας ανταγωνιζόμενοι τον ποδοσφαιρικό εθνικισμό των κομμάτων, αποτελούν και οι ίδιοι ένα μέρος του στόχου εναντίον του οποίου νομίζουν ότι βάλλουν· γιατί τα καλούπια που αναπαράγουν την αθλιότητά μας μπορεί κάλλιστα να είναι ντόπια: η φιλοπρόοδη απομυθοποίηση του Παπαδιαμάντη και η φιλορθόδοξη αναμυθοποίησή του διεκδικούν τις ίδιες έδρες στα πανεπιστήμιά μας.

Όσο για τη Μαργιορή της παροιμίας εκφράζει πάντα την εκάστοτε ελληνική πραγματικότητα –οπότε εμάς λόγος δεν μας πέφτει. Με αυτό δεν θέλουμε να εκφράσουμε την παραίτησή μας από την κριτική παρόμοιων νεοπλουτικών φαινομένων αλλά ίσα ίσα την υποψία μας για μια κριτική γλώσσα που περιέχει την αυτοαναίρεσή της, καθώς βιάζεται να εγκαταστήσει μια νέα θετικότητα εγκλωβίζοντας τα ερωτηματικά και τα κίνητρα της σκέψης στις αιώνιες σωτηριολογικές λύσεις της –γιατί επιμένει να προσφέρει «λύσεις» και εκεί ακόμη που λύσεις δεν υπάρχουν. Πίσω λοιπόν από τις παροιμίες για τους φερετζέδες της Μαργιορής δικαιούμαστε να υποψιαζόμαστε πάντα μιαν ορθοδοξία. Είναι παρατηρημένο πως πίσω από την καταφορά εναντίον του άμοιρου Καρτέσιου που του φορτώνουνε όλες τις αμαρτίες του ορθολογισμού και του καπιταλισμού (αυτά πάνε πάντα μαζί!), ακολουθεί με τελετουργική τάξη ο ενταφιασμός του Ντοστογιέβσκι[2] μέσα στο ίδιο ορθόδοξο θυμίαμα που έπνιξε και τον δικό μας Παπαδιαμάντη. Γιατί τελικά καλούμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αποστρέψουμε το βλέμμα από το «αδιέξοδο της δυτικής σκέψης» και να εγκολπωθούμε την «άλλη στάση», αυτήν που «στην Ανατολή παραδίδεται σαν μέγιστη πνευματική κληρονομιά»: το «ορθόδοξο» βίωμα του Ντοστογιέβσκι ή του Παπαδιαμάντη.

Σαν να ΄ταν από κόσμους διαφορετικούς ο Νίτσε και ο Ντοστογιέβσκι ή σαν να μην ήταν η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μια ιστορία των αδιεξόδων της.

Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι η «στηλιτευτική» αυτή παρέμβαση που ξεκινάει από εθνοκεντρική, λαϊκιστική και φιλορθόδοξη αφετηρία αναπτύσσεται κάποτε σε γοητευτική επιθετικότητα: «Νεολαίοι και δεσποινάρια κυκλοφορούν με ογκώδη βιβλία του Αλτουσέρ και του Λακάν, αναφομοίωτα και αυτά, όπως και τόσα άλλα, απόλυτα βέβαιοι ότι η οποιαδήποτε ενασχόληση με φουστανέλες, μελό και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας και ότι ο Βιζυηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι μέγας επαναστάτης της γραφής».[3]

Κατά την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου, την πρώτη απολαυστική γεύση ακολουθεί αμέσως η αίσθηση πως εδώ υπάρχει κάποιο τέχνασμα, πως η αλήθεια κάπου μπερδεύεται με το ψέμα. Γιατί, εντάξει: οι θλιβεροί «νεολαίοι» και τα γνωστά «δεσποινάρια», υπάρχουν γύρω μας. Το θέμα είναι τι αντιπροσωπεύουν, τι εκφράζουν για τον επικριτή τους. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η παγίδα: στο ότι τους αποδίδεται, δίκην κατηγορήματος, ένας τρόπος σκέψης που η ουσία της όχι μόνο δεν εκπροσωπείται απ’ αυτούς αλλά μάλλον συκοφαντείται στο πρόσωπό τους. Παραδείγματος χάριν: Η φράση που προαναφέραμε μας λέει ότι αυτοί οι εκ προοιμίου ρηχοί και ανόητοι και μαϊμουδίζοντες «νεολαίοι» είναι «απόλυτα βέβαιοι ότι η ενασχόληση με φουστανέλες και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας».

Δεν θα συζητήσουμε τώρα τη γνώμη που φέρονται ότι έχουν οι μοντερνίζοντες νεαροί περί «φουστανέλας» κλπ. Το θέμα είναι ποιος ο πραγματικός στόχος –γιατί βέβαια στόχος δεν είναι οι αναγνώστες του Λακάν αλλά αυτός που ήταν και θα είναι πάντα: η κριτική σκέψη, αυτή η κακορίζικη, αρνητική, «αρρωστημένη» διάθεση που δεν αφήνει κανένα αστό στη χώνεψή του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανένα πιστό στην ησυχία του ύπνου του. Αυτή η διάθεση είναι που πρέπει να χτυπηθεί παντού.

Η γνώμη λοιπόν για την «ενασχόληση με τις φουστανέλες» δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν· αποτελεί το σύμβολο μιας στάσης που καλούμαστε να απορρίψουμε. Κι αυτό που καλούμαστε να απορρίψουμε δεν είναι απαραιτήτως κάτι ανόητο· το κάνουμε όμως να φανεί τέτοιο, όταν το «εκθέτουμε» σε χείλη ανοήτων. Το τέχνασμα ολοκληρώνεται στο κλείσιμο της φράσης: «…και [είναι απόλυτα βέβαιοι] ότι ο Βιζυνηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι ένας μέγας επαναστάτης της γραφής». Το έμμεσο –και αθέμιτο –κέρδος που προσπορίζεται ο χρήστης αυτής της λογικής είναι διπλό:

1. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες είναι, υποτίθεται, υποχρεωμένος να κάνει το ίδιο και για το Βιζυηνό. Του απαγορεύεται η επιλογή – ή Βιζυηνός συν φουστανέλα ή τίποτα.

2. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες θεωρείται υποχρεωμένος να δέχεται τον Γιάντσο σαν «μέγα επαναστάτη της γραφής».

Συμπέρασμα α.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει απόρριψη και του Βιζυηνού.

Συμπέρασμα β.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει αποδοχή του «μοντερνισμού» -όπερ έδει δείξαι.

Από το σημείο αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει μια σειρά αντιρρήσεων εναντίον των συμπερασμάτων αυτής της μεθόδου με την απλή υπενθύμιση του μονίμως αποσιωπούμενου γεγονότος ότι ακριβώς η ιδεολογία της «ιθαγένειας» και της «ελληνικότητας», δηλ. η ιδεολογία του αστικού εθνικισμού, είναι αυτή που παραμέρισε τον Βιζυηνό. Ο ισχυρισμός μας αυτός παύει να ηχεί τόσο παράδοξα, άμα αναλογιστεί κανείς σε τι εθνικιστικά αγκωνάρια θεμελιώθηκε η γλωσσική και πολιτική «προοδευτικότητα» του ψυχαρισμού. Γιατί η ιδεολογία της «ανακαίνισης» ή της «αλλαγής» και η –πολιτική –«αξιοποίηση των γηγενών δυνάμεων», η εκμετάλλευση της «αγιασμένης» λαϊκής μας παράδοσης και ο βενιζελικός εθνικισμός φτάσανε χέρι χέρι την πρόοδο της «ψωροκώσταινας» εκεί που τελικά τη φτάσανε. Θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι πράγματι χρειάστηκε η Μαργιορή τον Ντεριντά της, όπως χρειάστηκε κάποτε και τον Βενιζέλο της ή τον Μεταξά της.

Καλό θα είναι μάλιστα να μην ξεχνάμε ότι ο Μεταξάς είναι αυτός που αναδείχτηκε ο αξιότερος ιδεολογικός χρήστης της παροιμίας της Μαργιορής, όταν ανάμεσα στους παγκόσμιους εθνικισμούς καλλιεργούσε κι αυτός το περιβολάκι του «Γ΄Ελληνικού Πολιτισμού» κόντρα στους «Εβραίους καπιταλιστές», στους «μπολσεβίκους» και στους παρακμασμένους «Φραγκολεβαντίνους». Πάει βέβαια καιρός που το περιβολάκι εκείνο δόθηκε αντιπαροχή, ωστόσο το μεσοπολεμικό σύνδρομο της «ελληνικότητας» ανθοβολάει ακόμα κάπου ανάμεσα στα κλαρίνα της φαντασίας και τα κλαρίνα της Ομόνοιας: «Επιστροφή στις ρίζες» του μπετόν, εκεί που η ιδεολογία του «νέου ελληνισμού» συναντάει την ελληνική πραγματικότητα. Ο εθνικός μας Καραγκιόζης, ο «Χόμο καταφέρτζικους[4]» της μετεμφυλιοπολεμικής ανοικοδόμησης, αποθεώνεται σκαρφαλωμένος στον ένατο όροφο της Ρωμιοσύνης.

Κι από κοντά και το «πνεύμα». Φυλλάδες «κουλτούρας» και φυλλάδες πολιτικής ύπνωσης αναμασάνε τα ιδεολογήματα της «παράδοσης» και της «ιθαγένειας», παπάδες και «κομμουνιστές» ξορκίζουνε τα «ξενόφερτα» καλούπια, κι ενώ όλοι μαζί τρώμε, δουλεύουμε και ονειρευόμαστε αμερικάνικα μας φταίει (πάλι!) η … «δυτική σκέψη» -ο Καντ, ο Νίτσε και ο Μαρξ. Αυτό μας μάρανε! Εδώ πέφτουνε σφαλιάρες απανωτές κι εμείς φιλοσοφούμε πατριωτικά: Τουλάχιστον οι καρπαζιές που τρώμε να είναι από το χέρι του δικού μας αφεντός, για να μπορούμε να τις δεχόμαστε με εθνική υπερηφάνεια. Αυτό είναι το ζήτημα.

Εν τω μεταξύ εφημεριδοβιομήχανοι (εντόπιοι, εντοπιότατοι) με το ιδεαλιστικό ρύγχος τους μέσα στη λάσπη του κέρδους (εθνικού, εθνικότατου) και της εξουσίας (ελληνικής, ελληνικότατης) ρεύονται τα «αντιδυτικά» τους συνθήματα και βάζουν διανοούμενούς τους να μας θυμίζουνε πόσο αμαρτωλή είναι η δυτική σκέψη· λες και όλη όλη η ουσία της επικατάρατης αυτής «δυτικής σκέψης» συμποσούται στο εμπράγματο σκατό της που είναι ο καπιταλισμός –γιατί αυτό λίγο πολύ καταλήγουν να μας λένε οι νέοι μυθολόγοι της «ιθαγένειας»: «Είναι κοινός τόπος πια ότι η επιβαλλόμενη ισοπέδωση του καπιταλισμού στην παρούσα υπερκαταναλωτική του φάση συνεπάγεται και την επιβολή μιας κουλτούρας που «συμπίπτει» με τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι γενικότερα αφορώσες τον οικονομικό και πολιτικό βίο αποφάσεις[5]». Ήτοι: ο Χέγκελ και ο Μαρξ όργανα της  CIA!

Βέβαια το τι ισοπέδωση σημαίνει η πρόοδος του καπιταλισμού το νιώθουμε σ’ αυτό που χάνεται, σ’ αυτό που χλωμιάζει, ψευτίζει ή πεθαίνει κάθε μέρα γύρω μας και μέσα μας. Εκείνο που δεν ξέραμε ήταν ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε αυτή την ισοπέδωση φτωχαίνοντας τη ζωή μας ακόμη περισσότερο, κουτσουρεύοντας από το σύνολο της σκέψης την «κακή» πλευρά της, που ανήκει στη «Δύση» και κρατώντας το άλλο μισό της, την παραμυθένια και τρισένδοξη Ανατολία μας, αγνή και αμόλυντη από τη δυτική σκέψη, από τον καπιταλιστικό καταναλωτισμό και το «λογοκρατικό αδιέξοδο» -χιλιοκουρελιασμένη και παρθένα.

Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η «Δύση» και πού η «Ανατολή»; Το περιβόητο δίλημμα του νεοελληνισμού (που επανήλθε επί κωμικοτραγικού επιπέδου με το «ανήκομεν εις την Δύσιν») καταλήγει μοιραία σε φιλολογικό καβγά χωρίζοντας στα δύο το κοινό σάπιο σανίδι που πάνω του σκιαμαχούν οι αντίπαλοι: από τη μια ο προοδευτισμός με όλους τους φροϋδομαρξοσημειολόγους επισκόπους του και από την άλλη μια «αριστερή» λαϊκίζουσα ορθοδοξία που ποδοπατάει μονομανιακά το χιλιοτρυπημένο πτώμα της «δυτικής λογοκρατίας» -φαντάσματα που κυνηγάνε το ΄να τ’ άλλο γυρεύοντας λίγο αίμα εκεί που δεν υπάρχει πια ούτε σταγόνα.

Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν, από τη θέση της «παράδοσης» θα μπορούσανε ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα από τους άλλους, τους «προοδευτικούς» τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε –όσοι πράγματι έχουνε- και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούνε απέναντι σε μια «πρόοδο» που αλέθει τα πάντα. Φοβάμαι όμως πως η υπεροχή τους και το δίκιο τους βαστάει τόσο μόνο όσο οι ίδιοι κρατιούνται στην κριτική τους, δηλαδή στη στάση που οφείλουν τελικά να εγκαταλείψουν, και εγκαταλείπουν, για να μετατρέψουν το «αδιέξοδο» σε «διέξοδο» και την άρνηση σε θέση ξεχνώντας ότι γι’ αυτά τα πράγματα που λένε και υποστηρίζουν δεν μπορεί να υπάρχει καμιά θέση στον κόσμο –πως το «ξαναζωντάνεμα» της παράδοσης είναι πάντα το καραγκιοζιλίκι της παράδοσης. Γιατί, τελικά, όσο και αν το αρνούνται θεωρητικά, στην πράξη αυτό είναι, αυτό μόνο μπορεί να είναι η «ζωντανή» παράδοση, η «ζωντανή» ορθοδοξία, η «ζωντανή» τέχνη: ρεμπετολογία, μακρυγιαννισμός και ψειρολογία –καραγκιοζιλίκια. Αν μπορούσαν να το δουν αυτό οι φιλορθόδοξοι, τότε θα έβλεπαν και τούτο: ότι οι ίδιοι νεολαίοι και τα ίδια δεσποινάρια που κρατάνε στο ένα χέρι τον Λακάν θα μπορούσαν κάλλιστα να κρατάνε στο άλλο τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.

Γιατί, αν η ψευδολόγια φανφάρα της ως τώρα επίσημης γλώσσας του κράτους ξεχαρβαλώθηκε από την επταετή (1967-1974) παρά φύσιν χρήση της, η ίδια η εξουσία δεν απέμεινε βέβαια άλαλη. Η φανφάρα της περνάει τώρα ανακαινισμένη και βελτιωμένη σε άλλα χέρια. Μόνο που ο ήχος δεν αλλάζει. Έτσι μέσα στην ιδεολαγνεία μιας πολιτικής αλλαγής που δεν αλλάζει τίποτα, η λαϊκίστικη χοντροκοπιά της σημερινής εξουσίας συνοδεύει αρμονικά την κομψή υποκρισία και τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό της δεξιάς που υποδύεται την αντιπολίτευση.


[1] Βλ. Γιώργη Καρυπίδη: «Το αδιέξοδο του λογοκρατικού ανθρώπου», Καθημερινή 5.4.1981

[2] Βλ. περιοδ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ: «Γιατί είδαμε τον Ντοστογιέφσκυ ως μαρτυρία Ορθοδοξίας; Μα διότι τούτο πρωτίστως είναι. Είτε μας αρέσει είτε όχι» (Δεκ. 1981 σ.1130).

[3] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

[4] Η έκφραση ανήκει στον Άρη Αλεξάνδρου που την χρησιμοποίησε μεταφράζοντας τον «Κοριό» του Μαγιακόβσκι.

[5] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

Από το βιβλίο του Γ. Λυκιαρδόπουλου: Η ”Ρωμιοσύνη” στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού, Έρασμος, Αθήνα 2004.

Αμυγδαλέζα: το χρονικό μιας προαναγγελθείσης εξέγερσης (κι έπονται κι άλλες)

amygd-thumb-large

Ήταν λογικό. Όταν τους συνέλαβαν επειδή βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα, τους είπαν ότι θα σας κρατήσουμε 12 μήνες, θα σας φιλοξενήσουμε δηλαδή, εξ ου και το όνομα: «Ξένιος Δίας»…. Αλλά προχθές τους είπανε ότι «δεν έχουμε τι να σας κάνουμε, οπότε άλλοι έξι μήνες μέσα». Από πέρσι τον Αύγουστο λοιπόν που ξεκίνησε αυτή η όμορφη φιλοξενία, πέρασε ένας χρόνος στη διάρκεια του οποίου ο νοικοκύρης δεν σκέφτηκε ότι κάποια στιγμή η φιλοξενία θα έπρεπε να τελειώνει ώστε ο μουσαφίρης να συνεχίσει αλλιώς τη ζωή του. Για την ακρίβεια, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν είχε σκεφτεί σοβαρά τι θα κάνει με τους μετανάστες που βρίσκονται χωρίς χαρτιά στη χώρα πέραν του να τους συλλάβει.Απλώς απωθούσε το ζήτημα. Όπως πολλά άλλα. Τους συνέλαβε. Τους κράτησε. Και τώρα;

Η λογική της κράτησης ως μέσο αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης θεωρήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις  – και κυρίως από αυτήν –  μια ορθή στρατηγική  εν όψει των απελάσεων ή της υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στα προγράμματα εθελούσιου επαναπατρισμού. Όμως, τα νούμερα δεν βγαίνουν διότι ο ήδη αυξημένος αριθμός απελάσεων είναι πολύ, μα πάρα πολύ, χαμηλότερος από τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που είναι χωρίς χαρτιά στην Ελλάδα. Ο τελευταίος βαίνει αυξανόμενος επειδή επιπροσθέτως πολλοί άνθρωποι που ήταν προ τριετίας νόμιμοι εκπίπτουν της νομιμότητας μιας και δε μπορούν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα.  Τα νούμερα είναι απογοητευτικά: ο αριθμός των νομίμων μεταναστών στην Ελλάδα σήμερα είναι κατά εκατό χιλιάδες μικρότερος από αυτόν, τρία χρόνια πίσω, στα τέλη του 2009: 600 χιλιάδες τότε, 500 σήμερα. Αντί λοιπόν το ελληνικό κράτος να σκεφτεί τι θα κάνει προκειμένου να μην πετιούνται σε καθεστώς παρανομίας δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που είχαν μπει σε μια τροχιά κοινωνικής ενσωμάτωσης, φροντίζει να ακολουθήσει τη «συνταγή του εργένη», όπως ακριβώς μου έλεγε υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.: «ο εργένης σκουπίζει, αλλά δεν έχει φαράσι και πάντα σπρώχνει κάτω από το κρεβάτι ό,τι σκουπίζει». Η μεταφορά είναι ενδιαφέρουσα: οι περιώνυμες «επιχειρήσεις – σκούπα» που έγιναν τα τελευταία χρόνια ήταν τέτοιου είδους εγχειρήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα γνωστά σε ό,τιαφορά το επίδικο ζήτημα της ανάσχεσης του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Οι πιο δύσοσμες όμως συνέπειες του «Ξένιου Διός» αλλά και αντίστοιχων εγχειρημάτων κράτησης που ήδη εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε παραμεθόριες περιοχές όπως ο Έβρος, είναι ο εθισμός της ελληνικής διοίκησης σε ένα νέο τύπου «σωφρονισμού» των ανθρώπων αυτών σε χώρους που δεν πληρούν στοιχειώδεις προδιαγραφές καταστημάτων κράτησης (έστω και ελληνικών). Τοσωφρονιστικό σύστημα είναι καθρέφτης της κοινωνίας.Δι’αυτού,  αναμενόμενο  μάλλον, η εικόνα της κοινωνίας μας είναι άθλια. Σε σύνολο δώδεκα χιλιάδων κρατουμένων στην Ελλάδα σε συνθήκες για τις οποίες κάθε άλλο παρά περήφανο είναι το ελληνικό κράτος, η επιχείρηση «Ξένιος Δίας» έρχεται να προσθέσει άλλους τέσσερις χιλιάδες (από μια ομάδα – στόχου περίπου δύο εκατοντάδων χιλιάδων) σε κέντρα κράτησης τα οποίαείναι πιο κοντά σε στρατόπεδα κράτησης παρά σε φυλακές. Ταυτόχρονα, τα αστυνομικά τμήματα στη χώρα έχουν de facto μετατραπεί σε άτυπα κέντρα κράτησης, όπου οι μετανάστες στοιβάζονται σωρηδόν για μήνες … Συζητάμε για διοικητικές πρακτικές εγκλεισμού που παραπέμπουν στις πιο μαύρες σελίδες της ευρωπαϊκής (και ελληνικής) ιστορίας.
Το εγχείρημα πέραν από απάνθρωπο είναι και απρόσφορο. Ένας στοιχειωδώς εχέφρων άνθρωπος, ακόμη και αν δεν ενοχλείται όσο κάποιοι άλλοι από τις συνθήκες κράτησης διότι θεωρεί ότι δεν τον αφορούν, όλο και θα πρέπει να σκέφτεται τι νόημα έχει όλη αυτή η ιστορία. Ούτε το πρόβλημα δεν λύνει και συν τοις άλλοις οξύνει τα πνεύματα σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη περίοδο. Διότι, ας μην ξεχνάμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, πρόσημο της επιχείρησης «Ξένιος Δίας» (τα αδιέξοδα της πρώτης φάσης της οποίας βιώνουμε και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε αφού δεν υπάρχει κάποιο στοιχειώδες σχέδιο για το «μετά» την κράτηση) είναιωμά ταξικό. Δεν συλλαμβάνονται, ούτε κρατούνται όλοι, αλλά οι παρίες του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Αυτοί που χαλάγανε την εικόνα των ελληνικών πόλεων. Αυτοί που ο νοικοκύρης «δεν θέλει να βλέπει».Η εξαθλίωση είναι ανυπόφορη πρωτίστως να τη βιώνει κανείς και δευτερευόντως να την βλέπει ο άλλος.
Όμως, το « δεν θέλουμε να τους βλέπουμε» δε λέει τίποτε ή για την ακρίβεια λέει κι άλλα. Πιο άσχημα …Επί των ημερών μας, γνωρίζουμε και θα γνωρίσουμε κι άλλους φτωχούς που χαλούν εξίσου την πρόσοψη ενός αποδιαρθρωμένου αστικού ιστού. Ωστόσο, αυτοί πλέον δεν (θα) είναι μετανάστες αλλά «δικοί μας»… Με αυτά τα «μιάσματα» – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη ιστορικά οικεία στην Ελλάδα – τι θα κάνουμε; Ούτε αυτοί είναι άξιοι θέασης. Έναν, δύο τρεις, πολλούς «Ξένιους Δίες»; Άλλες επιχειρήσεις; Το χειμώνα είχαμε τη επιχείρηση «Θέτις»  με άλλη ομάδα στόχου: υποχρεωτική «ανθρωπιστική βοήθεια» σετοξικοεξαρτημένους, χωρίς διακρίσεις ιθαγένειας …

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιωμάτα του Ανθρώπου είχε τότε επισημάνει πως «η ασκούμενη πολιτική έχει περάσει στην ταύτιση της ποινικής καταστολής με την κοινωνική πρόνοια.» Εφόσον η κοινωνία και η πολιτεία εθιστεί στη λογική του εγκλεισμού του απόκληρου, λίγο θα την ενδιαφέρει αν ο απόκληρος είναι έλληνας ή ξένος. Όπως, διόλου δεν ενοχλείται, αντίστροφα, από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό του Σαουδάραβα επενδυτή, στον οποίο κάνει τεμενάδες μήπως επενδύσει στην οικονομία που καταρρέει. Αυτό το Ισλάμ (παρεμπιπτόντως το πιο αντιδραστικό παγκοσμίως) το θέλει. Έστω, το ανέχεται. Το Ισλάμ του φτωχού πακιστανού την πειράζει…
Για τους λόγους αυτούς πρέπει να παλέψουμε ώστε να μη προλάβει ο «Ξένιος Δίας» να κάνει δεύτερα γενέθλια. Διότι όσο μεγαλώνει, τόσο μολύνει με το τοξικό του μήνυμα την αποδομημένη ελληνική διοίκηση και μια ήδη δηλητηριασμένη κοινωνία.  Είμαστε ριζικά ενάντια στον «Ξένιο Δία» όχι μόνο επειδή εγγράφεται στη λογική του «εργένη» που είπε ο αστυνομικός.Πρωτίστως επειδή, δεν θέλουμε μια κοινωνία εθισμένη στο να τοποθετεί εκτός κοινότητας τους απόκληρούς της,ημεδαπούς ή αλλοδαπούς προσποιούμενη ότι βρήκε λύσεις στο πρόβλημά της. Αυτή είναι μια απάνθρωπη και μόνο κατ’επίφαση ασφαλής κοινωνία.
Όσο περισσότερο ποντάρεις σαν κράτος στην καλλιέργεια της ανασφάλειας, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις. Η Αμυγδαλέζα είναι απλώς τα προεόρτια…

 

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 

b2ap3_thumbnail_amygdaleza3b2ap3_thumbnail_amygdaleza-1-315x236

 

Αναδημοσίευση από: http://omniatv.com/blog/3235-%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%B6%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B9-%CE%AD%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%B9-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%82

Facts of life – H επιστήμη της σεξολογίας και η κοινωνική κατασκευή της ετεροσεξουαλικότητας

Sex-Education «Αλήθειες μέσα από τη ζωή» ή ερωτικοποίηση της καταπίεσης των γυναικών; H επιστήμη της σεξολογίας και η κοινωνική κατασκευή της ετεροσεξουαλικότητας (της Margaret Jackson, από τη συλλογή δοκιμίων The cultural construction of sexuality)

Προσπερνώντας την απλοϊκή αντίληψη ότι στη δεκαετία του 1960 συντελέστηκε μια «σεξουαλική επανάσταση» –ονομασία που συσκοτίζει το γεγονός ότι το εν λόγω φαινόμενο εξυπηρέτησε αποκλειστικά τη διευκόλυνση και νομιμοποίηση του ανδρικού δικαιώματος για σεξουαλική πρόσβαση στις γυναίκες– και ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, με τη διερεύνηση του ρόλου της επιστήμης της σεξολογίας στην επικύρωση των κυρίαρχων μύθων για την ανδρική σεξουαλικότητα, διαπιστώνεται ότι η σεξολογία κατά κύριο λόγο κατασκεύασε ένα μοντέλο σεξουαλικότητας που διατεινόταν ότι είναι αντικειμενικό και επιστημονικό, αλλά στην πραγματικότητα αντικαθρέφτιζε και προωθούσε τα συμφέροντα των ανδρών μέσα στην πατριαρχική κοινωνία, διασπείροντας βαθιά αντιφεμινιστικό λόγο. Θεμελιωτής της σύγχρονης σεξολογικής έρευνας από τα τέλη του 19ουαι. ως τη δεκαετία του ’30 υπήρξε ο Havelock Ellis. Εμφανίζεται σε μια εποχή που ανθεί η ανθρωπολογική έρευνα γύρω από την προέλευση της πατριαρχίας, την οικογένεια κ.λπ., με κεντρικό το ζήτημα του «φυσικού» και υπό τη σκιά της δαρβινικής θεωρίας του εξελικτισμού. Την ίδια εποχή (από το 1860 ως το 1920) υπάρχει πλούσια φεμινιστική δραστηριότητα με αιτήματα οικονομικά και πολιτικά, καθώς και καμπάνιες ενάντια στην ανδρική βία. Παράλληλα, εμφανίζεται και το θέμα της σεξουαλικότητας, με αφορμή την ανδρική σεξουαλικοποιημένη1 βία και εκμετάλλευση των γυναικών. Οι φεμινίστριες προσπάθησαν να καταρρίψουν το μύθο ότι οι άνδρες είναι κυριευμένοι από ανεξέλεγκτες ορμές και να καταδείξουν ότι η σεξουαλικότητα κάθε άλλο παρά φυσική είναι, και μάλιστα αποτελεί όπλο της ανδρικής εξουσίας. Μέσα στους αγώνες για σεξουαλική χειραφέτηση, κομμάτι του κινήματος κάνει λόγο για μη αναγκαία ετεροσεξουαλικότητα και προτείνει τη δημιουργία εναλλακτικών μοντέλων σεξουαλικότητας και σχέσεων, βάσει επαναπροσδιορισμού της γυναικείας και ανδρικής σεξουαλικότητας. Η άνοδος του λόγου της σεξολογίας υπονόμευσε αυτές τις προσπάθειες, διακηρύσσοντας ότι αυτές οι πλευρές της ανδρικής σεξουαλικότητας, καθώς και η ετεροσεξουαλικότητα, είναι φαινόμενα φυσικά και όχι κοινωνικές και πολιτικές κατασκευές. Με την αποπολιτικοποίηση της σεξουαλικότητας και τη μεταφορά της στη σφαίρα της «φύσης» –το αποκλειστικό πεδίο έρευνας του (άνδρα) επιστήμονα– τη διέσωσαν από τη φεμινιστική επιρροή.

Ο Havellock Ellis και το ζωικό βασίλειο

Πρόκειται για άτομο με ρητά αντιφεμινιστική στάση, που εξέφρασε τους φόβους του για την τάση απομάκρυνσης των γυναικών από τη μητρική τους λειτουργία και τους νόμους της φύσης και κατηγόρησε για τούτο τις φεμινίστριες. Οι απόψεις του για το σεξ λειτουργούσαν βάσει στερεοτύπων για τους ρόλους των φύλων κατά το παράδειγμα του ζωικού βασιλείου: η σεξουαλική πράξη ορίζεται ως το κυνήγι και η κατάκτηση του θηλυκού από το αρσενικό. Ο ρόλος του θηλυκού στη διαδικασία είναι να αντισταθεί, όχι με πρόθεση να διαφύγει, αλλά να παραδοθεί τελικά στον κατακτητή, ο οποίος οφείλει να κάμψει την αντίσταση ακόμη και με τη βία, αν είναι αναγκαίο. Η αντίσταση του θηλυκού θεωρείται πλαστή, μέρος του παιχνιδιού, και προορισμένη να πυροδοτήσει την ανδρική διέγερση. Η «φυσιολογική θηλυκή σεμνότητα» έχει την προέλευσή της σ’ αυτόν τον πρωτόγονο φόβο του κυνηγημένου ζώου και «η γυναίκα που δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι ελκυστική και σεξουαλικά επιθυμητή για τον μέσο άνδρα». Περιγράφοντας τη γυναικεία σεξουαλική ικανοποίηση σε στενή σχέση και εξάρτηση με τον πόνο, έδωσε «στοιχεία» για την ευχαρίστηση που αντλούν οι γυναίκες όταν τις βιάζουν, τις χτυπούν και τις ταπεινώνουν σεξουαλικά. Με λίγα λόγια, η ανδρική ενόρμηση είναι να κατακτά και η θηλυκή να κατακτιέται: με τη βιολογικοποίηση του θέματος ο HavelockEllis έδωσε επιστημονικοφανή νομιμοποίηση της ανδρικής κυριαρχίας και βίας και την έκανε άτρωτη στις φεμινιστικές επιθέσεις. Αν η σεξουαλικότητα είναι φυσική, δεν έχει τίποτα το κακό. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ellis έκανε λόγο και για «ερωτικά δικαιώματα των γυναικών», που συνίστανται στο να μάθουν να απολαμβάνουν την υποταγή τους στον άνδρα συναινώντας στο ερωτικό παιχνίδι. Όλα αυτά απλώς συσκότισαν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων και ερωτικοποίησαν την καταπίεση των γυναικών.

«Αλήθειες μέσα από τη ζωή»: τα εγχειρίδια γάμου στο μεσοπόλεμο

Οι επιστημονικές ανακαλύψεις της σεξολογίας εκλαϊκεύτηκαν και διαχύθηκαν στις μάζες μέσω των εγχειριδίων γάμου. Το νέο είδος «ειδικών» μπορούσε να παρέμβει στη ζωή του μέσου ανθρώπου, μεταφράζοντας τις αφηρημένες θεωρίες σε συγκεκριμένες πρακτικές συμβουλές. Δεδομένου ότι οι ειδικοί αυτοί προέρχονταν κυρίως από το χώρο της γυναικολογίας και το κίνημα ελέγχου των γεννήσεων, η εισβολή τους ως ιατρών στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων αποτελεί τη συνέχιση της ιατρικοποίησης της αναπαραγωγής και της μητρότητας που είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 20ού αι.

Κύριος στόχος αυτών των βιβλίων ήταν η πρόληψη και η θεραπεία των σεξουαλικών προβλημάτων, που με τη δυσφορία, δυστυχία και αστάθεια που προκαλούσαν αποτελούσαν απειλή στο θεσμό του γάμου και στην κοινωνική ευταξία. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο η (ετερο)σεξουαλική πράξη εξαίρεται ως μυσταγωγία που θα συσφίξει τους επικίνδυνα χαλαρωμένους συζυγικούς δεσμούς. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι «ειδικοί» έκριναν ότι η γυναικεία χειραφέτηση είχε ήδη πραγματοποιηθεί και το μόνο εμπόδιο στη σεξουαλική ισότητα υπήρχε όσον αφορά τη σεξουαλική πληρότητα: τα εγχειρίδια παρείχαν στις μάζες κανόνες για επιτυχία στο σεξ και οδηγίες προς τους άνδρες για δασκάλεμα των γυναικών τους πάνω στο πώς να συμμετέχουν ενεργά και ενθουσιωδώς στη σεξουαλική τους σκλαβιά, βάσει του σχήματος «κυνηγός – θήραμα»: «Ο άνδρας είναι κυνηγός από τη φύση του. Ευχαριστιέται με τη διαδικασία της καταδίωξης. Αιχμαλωτίζοντας και κατέχοντας μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του. Η έξυπνη γυναίκα, λοιπόν, σε τέτοιες παθιασμένες στιγμές οφείλει να τον κρατά σε αναμονή». Για τον οργασμό: «Η κλειδαριά δεν χρειάζεται απλώς το κλειδί που να της ταιριάζει, αλλά και την είσοδό του την κατάλληλη στιγμή. Για την ακρίβεια, προσαρμόζεται στο κλειδί μόνο με τους κατάλληλους χειρισμούς». Σε άλλα σημεία η γυναίκα περιγράφεται ως άρπα ή άλλο ντελικάτο όργανο που, αν ο άνδρας της μελετήσει τους κανόνες, θα ανταμειφθεί με τη μελωδία της. Van_de_Velde_CSC004ASM029 Στο βιβλίο «Ideal marriage» ο Ολλανδός σεξολόγος Van de Velde απευθύνεται σε άνδρες συμβουλεύοντάς τους πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους με ευαισθησία, δεδομένης της επιθυμίας υποταγής που τις διακρίνει βιολογικά, υπογραμμίζοντας ότι οι γυναίκες θέλουν να δεχτούν βαθιά και ενίοτε άγρια διείσδυση και κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να έχουν οργασμό αν δεν τους φερθούν βίαια. Σημασία δίνεται επίσης στην περιγραφή στάσεων που θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, κάποιες από τις οποίες δίνουν την πρωτοβουλία στη γυναίκα, εφόσον αυτή αναγνωρίζεται πια ως σεξουαλικά ενεργό ον, υπογραμμίζοντας όμως ότι οι στάσεις που θα πρέπει να ακολουθούνται τακτικά είναι αυτές που αφήνουν τον έλεγχο στον άνδρα, καθώς «η ανδρική παθητικότητα είναι αντίθετη στη φύση των φύλων και μπορεί να επιφέρει ανεπιθύμητες συνέπειες αν γίνει συνήθεια». Ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια εγχειρίδια έχουν γραφτεί και από γυναίκες συγγραφείς που άκριτα υιοθετούσαν και προωθούσαν την ανδρικά καθορισμένη ιδεολογία περί σεξουαλικότητας και ενίοτε στρέφονταν και κατά των φεμινιστριών απορρίπτοντάς τις ως «σεξουαλικά ανίκανες και στερημένες γυναίκες, που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα και τη λογική και έχουν βαθιά άγνοια της ζωής». Η Mary Stopes, για παράδειγμα, αν και κατήγγειλε την πρακτική και ιδεολογία της ανδρικής σεξουαλικότητας ως εργαλείο άσκησης ελέγχου πάνω στις γυναίκες και υποστήριξε τη γυναικεία σεξουαλική αυτονομία, χωρίς να καταφέρει να θίξει τα θεμέλια που στηρίζουν την ανδρική εξουσία, ενσωμάτωσε πολύ αντιδραστικές απόψεις, προσπαθώντας έμμονα να αποδείξει τη «φυσικότητα» της ετεροσεξουαλικότητας και της διείσδυσης ακόμα και με βιολογιστικές εξηγήσεις. Αυτά δείχνουν πόσο κυρίαρχος ήταν τόσο ο ανδρικός λόγος όσο και ο επιστημονικός, καθώς και τις αντιφάσεις και τους κινδύνους που ενέχουν οι προσπάθειες γυναικών να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανδρικά προνόμια και κάστρα, χωρίς όμως να ασκήσουν κριτική στις θεμελιώδεις δομές πάνω στις οποίες οικοδομείται η ανδρική εξουσία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν ισότητα με τους άνδρες μέσα στην επιστημονική και ιατρική κοινότητα χωρίς να ενσωματώσουν τις ανδρικές αξίες που κατακλύζουν τους θεσμούς.

Γυναίκες και «ψυχρότητα»: αντίσταση στη φύση ή στην ανδρική εξουσία;

Το ζήτημα της «ψυχρότητας» των γυναικών, δηλαδή της «αποτυχίας» του κόλπου να ανταποκριθεί στις ανδρικές επιταγές της σεξουαλικής πράξης, αναλύθηκε εκτενώς στα σεξουαλικά εγχειρίδια, υπογραμμίζοντας συχνά ότι οι γυναίκες, αν και ήταν όπως και οι άνδρες προικισμένες με σεξουαλικό ένστικτο, αυτό στην περίπτωσή τους δεν ενεργοποιούνταν αυθόρμητα, αλλά έπρεπε «να το ξυπνήσει» ο άνδρας. Για να γίνει αυτό εφικτό, δεν απαιτούνταν μόνο οι τεχνικές και η υπομονή του άνδρα, αλλά και η θέληση της γυναίκας. Απόρροια της αντίστασης της γυναίκας στη διέγερση του ενστίκτου της θεωρήθηκε η «ψυχρότητα». Στα έργα του Walter Gallichan που φέρουν τίτλους όπως «Η σύγχρονη γυναίκα και πώς να την καταφέρετε», «Το δηλητήριο της σεμνοτυφίας», «Σεξουαλική απάθεια και ψυχρότητα στη γυναίκα», γίνεται σαφής σύνδεση της «ψυχρότητας» με τον φεμινισμό, ο οποίος περιγράφεται ως μια φάση της γυναίκας στον αγώνα της για ίσα δικαιώματα και εκφράζονται ανησυχίες για τη διάδοση του φαινομένου της «σεξουαλικής φοβίας», που έχει τη λύση του ως εξής: «Η υστερική ψυχρή πρέπει να δασκαλευτεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της Φύσης και να εγκαταλείψει τις ψευδείς αντιλήψεις περί απεχθούς σεξουαλικότητας». Επίσης, η «ξεροκεφαλιά» αυτών των γυναικών χαρακτηρίστηκε και επικίνδυνη, ενώ εξάρθηκαν γι’ άλλη μια φορά τα δήθεν ερωτικά δικαιώματα των γυναικών, οι «ισορροπημένες γυναίκες που καταλαβαίνουν την ομορφιά και ιερότητα του σεξ», οι πραγματικά «χειραφετημένες» που διακήρυτταν τις χαρές του ετεροσεξουαλικού σεξ, αντίθετα με εκείνες που αρνούνταν ότι τα πράγματα είναι έτσι και επομένως απαξιώνονταν ως νευρωτικές, υστερικές, λεσβίες, σεμνότυφες, γεροντοκόρες κ.ο.κ. Απ’ όλα αυτά βλέπουμε ότι οι προτάσεις για «σεξουαλική μεταρρύθμιση» σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των γυναικών. Τους επιτρεπόταν να έχουν ερωτική διάθεση και ικανοποίηση, αλλά με ανδρικούς όρους. Η σεξουαλικότητά τους παρουσιάζεται πλήρως εξαρτημένη και παθητική: η γυναίκα όχι απλώς είναι «αργή» στη διέγερση, όχι απλώς πρέπει να «προετοιμαστεί» για τη διείσδυση ή να της «δώσουν» οργασμούς, αλλά και γενικότερα η σεξουαλικότητά της δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη, εφόσον το ένστικτό της πρέπει να ξυπνήσει και να ικανοποιηθεί από τον άνδρα, καθιστώντας τη γυναίκα σεξουαλικά εξαρτημένη απ’ αυτόν, σε μια εποχή που αρχίζει να κατακτά κάποιο βαθμό πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς λοιπόν με τη μανία των «ειδικών» για την ψυχρότητα. Για τις λεσβίες υπάρχει η βολική εξήγηση ότι ανήκουν στο τρίτο φύλο, άρα είναι αρσενικές και δεν μετρούν ως γυναίκες, επομένως δεν αποτελούν σοβαρή απειλή στην ανδρική εξουσία. Ενώ οι επονομαζόμενες «ψυχρές» είναι αληθινές γυναίκες που αρνούνται να αποδεχτούν τις «αλήθειες της ζωής» και να υποταχθούν στον κύριό τους. Αντιστεκόμενες στη διάβρωση της αυτονομίας τους και τις προσπάθειες ερωτικοποίησης της υποταγής τους, αποτελούν απειλή για την ανδρική υπεροχή. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς για τις μανιώδεις προσπάθειες των ειδικών να τις… θεραπεύσουν. Και κάτι ακόμη: Δεν μας εξήγησαν γιατί η γυναικεία σεξουαλικότητα έπρεπε να ξυπνήσει από τον άνδρα. Οι ειδικοί κάνουν λόγο για την «πάντα σε ετοιμότητα» φύση του άνδρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση του είδους. Αποδεχόμενοι ότι και οι γυναίκες έχουν μια παρόμοια φύση, καθόλου δεν θεώρησαν πρόβλημα ή παράλειψη της θεωρίας τους το ερώτημα γιατί πρέπει να γίνει εκμάθηση αυτού του ενστίκτου: όλοι οι σεξολόγοι συμφωνούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να μάθουν ν’ απολαμβάνουν και να επιθυμούν την ετεροσεξουαλική επαφή. Κανένας δεν αναρωτιέται: Αν η ετεροσεξουαλική επαφή, και ιδίως η διείσδυση, είναι φυσική και ενστικτώδης, γιατί πρέπει να διδαχτεί; Και γιατί μόνο στις γυναίκες; Μήπως γιατί, όπως λέει ο Stekel στο εγχειρίδιό του του 1926, «μια γυναίκα που διεγείρεται από τον άνδρα αναγνωρίζει ότι εκείνος την έχει πια κατακτήσει»;

Freud: ο πατέρας του «κολπικού οργασμού»

Ο Sigmund Freud, ο επονομαζόμενος «πατέρας της ψυχανάλυσης» στις αρχές του 20ού αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο κλειτοριδικός οργασμός ήταν εφηβικό φαινόμενο και ότι, από τη στιγμή που οι γυναίκες ξεκινούσαν να έχουν επαφές με άνδρες, θα έπρεπε να μεταφέρουν το κέντρο του οργασμού στον κόλπο. Ο κόλπος υποτίθεται πως ήταν ικανός να παράγει έναν παράλληλο αλλά πιο ώριμο οργασμό από την κλειτορίδα. Έγινε πολλή δουλειά για να αναλυθεί αυτή η θεωρία, λίγα όμως έγιναν για να αμφισβητηθούν οι βασικές παραδοχές της. Για να εκτιμηθεί συνολικά αυτή η απίστευτη ανακάλυψη, ίσως θα έπρεπε κατ’ αρχήν να θυμηθούμε τη συνολική συμπεριφορά του Freud απέναντι στις γυναίκες. Η Μary Εllman (Thinking about women) τησυνόψισε ως εξής:

«Τα πάντα στην πατερναλιστική και φοβισμένη στάση του Freud απέναντι στις γυναίκες πηγάζουν από την έλλειψη πέους τους, αλλά μόνο στο δοκίμιό του “Η ψυχολογία της γυναίκας” φανερώνει ρητά πόσο απαξιώνει τις γυναίκες, κάτι που κάνει υπόρρητα και στο υπόλοιπο έργο του, καθορίζοντας μάλιστα γι’ αυτές την παραίτηση από μια πνευματική ζωή που θα παρεμπόδιζε τη σεξουαλική λειτουργία τους. Όταν ο ασθενής που ψυχαναλύεται είναι άνδρας, ο αναλυτής αναλαμβάνει να συμβάλει στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Αλλά με τις γυναίκες ασθενείς, η δουλειά του είναι να τις υποτάξει στα όρια της σεξουαλικότητάς τους. Σύμφωνα με τον Freud, η ψυχανάλυση δεν μπορεί να ενθαρρύνει τις γυναίκες για προσωπική εξέλιξη και κατορθώματα, παρά μονάχα να τις διδάξει το μάθημα της παραίτησής τους από τον Λόγο». Βάση των θεωριών του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα ήταν λοιπόν οι αντιλήψεις του για την κατωτερότητα της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα.

Από τη στιγμή που διατύπωσε το νόμο για τη φύση της σεξουαλικότητάς μας, ο Freud ανακάλυψε –καθόλου παράδοξα– ένα τεράστιο πρόβλημα «ψυχρότητας» στις γυναίκες. Η θεραπεία που συνιστούσε για μια «ψυχρή» γυναίκα ήταν η ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς η ασθένεια από την οποία υπέφερε ήταν η αποτυχία της να προσαρμοστεί διανοητικά στον φυσικό της ρόλο ως γυναίκα. Ο Frank Caprio, ένας σύγχρονος οπαδός αυτών των ιδεών, δηλώνει: «…κάθε φορά που μια γυναίκα είναι ανίκανη να επιτύχει οργασμό κατά τη συνουσία, δεδομένου ότι ο σύζυγος είναι επαρκής ερωτικός σύντροφος, και εκείνη προτιμά την κλειτοριδική διέγερση από οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποφέρει από ψυχρότητα και χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας». Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι οι γυναίκες φθονούσαν τους άνδρες – δηλαδή ότι επρόκειτο για απάρνηση της θηλυκότητάς τους. Έτσι διαγνώστηκε ως ένα φαινόμενο αντι-αρσενικού μένους.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ο Freud δεν θεμελίωσε τη θεωρία του πάνω σε μια μελέτη της γυναικείας ανατομίας, αλλά πρώτιστα πάνω στις υποθέσεις του ότι η γυναίκα είναι ένα κατώτερο προσάρτημα του άνδρα και στον συνακόλουθο κοινωνικό και ψυχολογικό της ρόλο. Στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν το παρεπόμενο πρόβλημα της μαζικής ψυχρότητας, οι φροϋδικοί κατέφυγαν σε περίτεχνες διανοητικές ασκήσεις. Η Marie Bonaparte στο «Female Sexuality» εξωθεί αυτή τη λογική στα άκρα, ώστε φτάνει να προτείνει χειρουργική επέμβαση για να βοηθήσει τις γυναίκες να επανέλθουν στον σωστό δρόμο. Έχοντας ανακαλύψει μια παράξενη σύνδεση ανάμεσα στη «μη ψυχρή» γυναίκα και την τοποθεσία της κλειτορίδας κοντά στον κόλπο, γράφει: «…Σκέφτηκα τότε ότι αν σε κάποιες γυναίκες η απόσταση αυτή ήταν μεγάλη και η κλειτοριδική διέγερση ανεπαρκής, θα μπορούσε με χειρουργικά μέσα να επιτευχθεί μια συμφιλίωση κλειτορίδας-κόλπου, που θα ωφελούσε τη φυσιολογική ερωτική λειτουργία. Ο Δρ. Halban από τη Βιέννη, βιολόγος και χειρούργος, ενδιαφέρθηκε για το ζήτημα και επεξεργάστηκε μια απλή χειρουργική τεχνική».

Αλλά η σοβαρότερη ζημιά δεν έγινε στον τομέα της χειρουργικής, όπου οι φροϋδικοί βλακωδώς αναμίχθηκαν για να αλλάξουν τη γυναικεία ανατομία προκειμένου να ταιριάζει με τη θεωρία τους. Η χειρότερη ζημιά έγινε στη διανοητική υγεία των γυναικών, που είτε υπέφεραν σιωπηρά μεμφόμενες τους εαυτούς τους είτε συνωστίζονταν στους ψυχιάτρους, αναζητώντας απεγνωσμένα το υποτιθέμενο κρυμμένο και τρομερό τραύμα που τις στέρησε το κολπικό τους πεπρωμένο. Έτσι ο Freud καθιερώνει έναν επιστημονικό λόγο που επικυρώνει τη δήθεν οντολογική βάση των πατριαρχικών φαντασιακών της εποχής του, τα οποία χρωματίζουν όλη τη θεωρία του και παραμένουν ανέγγιχτα.

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας: Οικουμενικότητα της ανδρικής σεξουαλικότητας

Η επιστημονικοφάνεια αυτών των απόψεων, που οδηγούσαν σε σεξουαλική εξάρτηση, κατάφερε να χτυπήσει τον φεμινισμό εκείνης της ιστορικής περιόδου, παράλληλα με τη νέα έμφαση που δόθηκε στη μητρότητα ως αποστολή της γυναίκας και τις προτροπές να εγκαταλείψει τη μισθωτή εργασία και να αφοσιωθεί στα οικιακά, γεγονός που συνεπαγόταν οικονομική εξάρτηση. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνεχίζουν να εκδίδονται εγχειρίδια σεξουαλικών συμβουλών, βασισμένα στις ίδιες νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές απόψεις. Η έρευνα τωνMasters&Johnson και του Kinsey, αν και προέκυψε από διαφορετική μεθοδολογία, οδήγησε σε περαιτέρω τροποποιήσεις του ίδιου μοντέλου, διατηρώντας τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του. Περιληπτικά, η θεωρία τους προωθεί την αντίληψη ότι η ερωτική επιθυμία είναι βιολογικό ένστικτο που απαιτεί ικανοποίηση, και στους άνδρες η ορμή αυτή είναι ισχυρότερη. Αν η ανδρική ορμή δεν βρει θεμιτή διέξοδο, θα αναγκαστεί να βρει αθέμιτη. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, επαρκεί ως εξήγηση για φαινόμενα όπως ο βιασμός, η σεξουαλική εκμετάλλευση μικρών κοριτσιών και άλλα «σεξουαλικά εγκλήματα και παρεκκλίσεις». Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας μπορεί να επιφέρει σωματική και πνευματική ασθένεια και ιδίως νευρώσεις στις γυναίκες (η συμβολή της ψυχανάλυσης στη διάδοση της εκλαϊκευμένης ή μη εκδοχής αυτού του συμπεράσματος είναι έκδηλη). Η ανάγκη για σεξ περιγράφεται ως βασική, όσο και η ανάγκη για φαγητό. Οι συνέπειες της σεξουαλικής πείνας είναι επιβλαβείς. Τέλος, μας ανακοινώνουν ότι το σεξ που χρειαζόμαστε είναι η ερωτική πράξη που περιλαμβάνει διείσδυση. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκφραση «κάνω σεξ» είναι συνώνυμη της διείσδυσης. Όλα τα παραπάνω υποστηρίζουν το μύθο που διασπείρει η ανδρική κυριαρχία: ότι η ανδρική σεξουαλική ορμή πρέπει να ικανοποιηθεί. Μάλιστα ορίζει και το περιεχόμενο του «σεξ» με ανδρικούς όρους. Αν και οι γυναίκες τώρα (υποτίθεται πως) θεωρούνται αυθύπαρκτα σεξουαλικά όντα, η σεξουαλικότητά τους διαμορφώνεται σύμφωνα με αυτό το ανδροκεντρικό μοντέλο. Η ανδρική σεξουαλικότητα γίνεται οικουμενική και παρουσιάζεται ως ανθρώπινη σεξουαλικότητα, η σεξουαλική πράξη νοείται μόνο ως διείσδυση και το «σεξ» εγκλωβίζεται στην αναπαραγωγική του λειτουργία με τη σαφή υπόνοια ότι η μόνη «φυσική» μορφή σεξουαλικής σχέσης είναι η ετεροσεξουαλική.

Η προτεραιότητα του πέους

Σε όλα τα εγχειρίδια του σεξ είναι αυτονόητο πως η καθεαυτό σεξουαλική πράξη είναι η διείσδυση και οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γίνεται αντιληπτό ως προκαταρκτικά, προαιρετικά επιπλέον στοιχεία, ή υποκατάστατα για το real thing. Το πέος θεωρείται το πρωταρχικό όργανο ηδονής και για τα δύο φύλα (!) καθώς ο ρόλος του είναι «να παρέχει σωματική και ψυχολογική εκτόνωση της σεξουαλικής έντασης και των δύο συντρόφων». Αν αναλογιστούμε ότι «ψυχρότητα» θεωρείται η αποτυχία της γυναίκας να επιτύχει οργασμό με τη διείσδυση, και «ανικανότητα» θεωρείται αντίστοιχα η ανδρική αποτυχία ικανοποιητικής στύσης για πλήρη και διαρκή διείσδυση, τότε μιλάμε για προτεραιότητα του πέους σ’ αυτό το μοντέλο σεξουαλικότητας. Παρεμπιπτόντως, η χρήση της λέξης «ανικανότητα» υπονοεί απουσία δύναμης, και επομένως ο άνδρας που δεν καταφέρνει να διεισδύσει σε μια γυναίκα δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω της. Το πέος του είναι, ή θα έπρεπε να είναι, εργαλείο εξουσίας (tool, δηλ. εργαλείο, σημαίνει πέος στην αμερικάνικη αργκό) και η αποτυχία του να το χρησιμοποιήσει ως τέτοιο μέσα στο καθεστώς της ανδρικής κυριαρχίας αποτελεί διπλή ατίμωση, εφόσον όχι μόνο χάνει το κύρος του απέναντι σε μια γυναίκα, αλλά ντροπιάζει και τον ανδρισμό γενικότερα. Πολλές φεμινίστριες ξεκαθάρισαν το εξής: Είτε το πέος είναι απαραίτητο για την ανδρική σεξουαλική ικανοποίηση είτε όχι, σίγουρα πάντως δεν είναι απαραίτητο για τη γυναικεία. Για την ακρίβεια, πολύ συχνά την παρεμποδίζει. Η συζήτηση για τη φύση του γυναικείου οργασμού που έγινε τη δεκαετία του ’70 βασίστηκε κατά πολύ στις κλινικές έρευνες των Masters&Johnson που ξεκαθάρισαν ότι ο γυναικείος οργασμός έχει την προέλευσή του μόνο στην κλειτορίδα και ότι πολλές γυναίκες είναι πιθανότερο να έχουν οργασμό με τον αυνανισμό παρά με τη διείσδυση. Παρ’ όλ’ αυτά οι συγκεκριμένοι ερευνητές επέμειναν στο ρόλο του πέους και πρότειναν τεχνικές ώστε οι γυναίκες να έχουν οργασμό κατά τη σεξουαλική πράξη με διείσδυση.

Φεμινισμός, νατουραλισμός και ετεροσεξουαλικότητα

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας που κατασκευάστηκε από τους σεξολόγους αντανακλά τις αξίες της ανδρικής κυριαρχίας και προωθεί τα συμφέροντα των ανδρών, καθορίζοντας το σεξ με ανδρικούς όρους και διευκολύνοντας τον σεξουαλικό και πολιτικό έλεγχο των ανδρών επί των γυναικών μέσα στη θεσμοποιημένη ετεροσεξουαλικότητα και μέσω συγκεκριμένων ετεροσεξουαλικών πρακτικών. Η αυξανόμενη αναγνώριση των δυτικών γυναικών ως σεξουαλικών όντων από τον 19ο αι. και ύστερα, δεν θα ’πρεπε να θεωρηθεί απελευθερωτική, αλλά μάλλον ως προσπάθεια ερωτικοποίησης της καταπίεσης των γυναικών, καθώς αποκρύπτει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και συντελεί στη διατήρηση και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας. Οι νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές παραδοχές, στις οποίες βασίζεται η σεξολογία, έχουν (καθόλου συμπτωματικά) αντιφεμινιστικές συνέπειες, καθώς ο φεμινισμός αποτέλεσε απειλή εκείνη την ιστορική περίοδο για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ανδρικής κυριαρχίας. Δεν πρόκειται για μια θεωρία συνωμοσίας του τύπου «οι σεξολόγοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον φεμινισμό». Για την ανάλυση όμως ενός αποσιωπημένου τομέα του ευρύτερου ζητήματος των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αυτού της σεξουαλικότητας, πρέπει να τονιστεί ότι, κατονομάζοντας κάποιες σεξουαλικές πρακτικές και θεσμούς ωςφυσικά φαινόμενα, αντί για κοινωνικά και πολιτικά, σημαίνει πως εκτοπίζουμε τη σεξουαλικότητα από το πολιτικό πεδίο και την τοποθετούμε υπό την προστασία της επιστήμης. Ο νατουραλισμός υπήρξε πάντοτε εξαιρετικό αντιφεμινιστικό όπλο. Ακόμη και σήμερα, που αμέτρητες, δήθεν φυσικές, διαφορές μεταξύ των φύλων έχουν αποδειχθεί κοινωνικά κατασκευασμένες, η υιοθέτηση νατουραλιστικών πεποιθήσεων αφορά κάθε άλλο παρά αμελητέο αριθμό ανθρώπων. Ένα παράδειγμα αποτελεί η αντίληψη ότι η πορνεία θα υπάρχει πάντα, προκειμένου να παρέχει στους άνδρες τη σεξουαλική ανακούφιση που δεν μπορούν να έχουν στο γάμο ή τη σχέση – ούτως ή άλλως πρόκειται για «ανθρώπινη φύση», έτσι δεν είναι; Ένας άλλος κεντρικός μύθος που αποσκοπεί στη διατήρηση της ανδρικής εξουσίας είναι η πεποίθηση ότι η ετεροσεξουαλικότητα είναι φυσική. Παρά την ελαφρά ελευθεριακότητα με την οποία αντιμετωπίζονται σήμερα οι ομοφυλόφιλοι/ες, όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τη φυσικότητα της ετεροσεξουαλικότητας αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρικότητα – αν δεν ήταν φυσική, το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιζόταν, έτσι δεν είναι; Όπως ισχυρίζεται η Adrienne Rich, μεγάλο μέρος της κατά τ’ άλλα εξαιρετικής φεμινιστικής θεωρίας πάσχει στο ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τη θέσμιση της ετεροσεξουαλικότητας και την επιβολή της ως μέσο διασφάλισης του ανδρικού δικαιώματος για σωματική, οικονομική και συναισθηματική πρόσβαση στις γυναίκες. Κάθε έρευνα και θεωρία που παίρνει ως δεδομένο τον «φυσικό» χαρακτήρα της ετεροσεξουαλικότητας, συμβάλλει στη διατήρηση του καθεστώτος ανδρικής κυριαρχίας. Παρ’ όλο που οι περισσότερες γυναίκες αντιλαμβάνονται την ετεροσεξουαλικότητα ως φυσική, ή ως μια θετική επιλογή, δεν παύει να ισχύει από την άλλη ότι οι γυναίκες διαρκώς και παντού γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ελέγχου, στο γάμο, την οικογένεια, την αγορά εργασίας, από το κράτος και μέσω της ανδρικής βίας, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον θεσμό-κλειδί, για ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο η ανδρική κυριαρχία και η γυναικεία υποταγή θεσμίζονται και ερωτικοποιούνται. Κάποιες φεμινίστριες κάνουν διάκριση μεταξύ καταπιεστικής και μη καταπιεστικής ετεροσεξουαλικότητας, θεωρώντας ότι η ετεροσεξουαλικότητα καθεαυτή δεν είναι εγγενώς καταπιεστική για τις γυναίκες. Δεδομένου όμως ότι καμία ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά ή πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί διαχωρισμένη από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα όπου λαμβάνει χώρα και το σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο είναι ενσωματωμένη, και με το ερώτημα κατά πόσο μπορεί ένας θεσμός να μεταμορφωθεί εκ των έσω να παραμένει ανοιχτό, στην παραγωγή και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας είναι απολύτως απαραίτητη η συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των γυναικών σε ένα σύστημα ετεροσεξουαλικών σχέσεων που συγκροτεί το θεμέλιο αυτής της κυριαρχίας. Τα μέσα που συντελούν στην κοινωνική δόμηση της ετεροσεξουαλικότητας είναι πολλά και διάφορα, περιλαμβάνοντας άμεση σωματική επιβολή και οικονομικές πιέσεις και κυρώσεις, καθώς και πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες μορφές ιδεολογικών εξαναγκασμών. Προφανώς, ο ακριβής συνδυασμός των μέσων που χρησιμοποιούνται ποικίλλει ιστορικά, πολιτισμικά και σε σχέση με άλλους ιδιάζοντες κοινωνικούς παράγοντες. Η έρευνα για τη σεξολογία αποτελεί απλώς μία από τις όψεις αυτής της διαδικασίας, σε έναν πολιτισμό και σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

—————————————————

1 Χρησιμοποιούμε συνειδητά τον όρο «σεξουαλικοποιημένη» αντί «σεξουαλική» βία, γιατί ο δεύτερος εντάσσει αυτό το είδος βίας στο πεδίο της σεξουαλικότητας όπου δικαιολογείται πιο εύκολα βάσει μιας πατριαρχικής αντίληψης και θεωρίας για τη σεξουαλικότητα, όπως π.χ. του Freud (που αναλύεται λίγο πιο κάτω σ’ αυτό το κείμενο), και δίνει έμφαση στο πρόσχημα της βίαιης δράσης του θύτη, ενώ ο όρος «σεξουαλικοποιημένη βία» δηλώνει πως για το θύμα η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά βία. (Σ.τ.μ.)

Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2007/11/facts-of-life.html