All posts by oulaloum

Μαρτυρία για την επίθεση των ναζιστών στο ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ από αξιωματικό του Ε.Σ.

image-11Επιστολή από αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού για την φασιστική επίθεση στον κοινωνικό χώρο «Συνεργείο» της Ηλιούπολης – καταγγέλλει ότι οι χρυσαυγίτες επιτέθηκαν ακόμη και κατά δεκαπεντάχρονων παιδιών.

 

«Nιώθω την ανάγκη να μοιραστώ με όλους σας κάποια γεγονότα που διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια μου την Tετάρτη 10 Iουλίου στην κεντρική πλατεία της Hλιούπολης. Πέρα από τα γεγονότα, θα ήθελα να σας πω και για τα αισθήματα που ένιωσα εκείνη τη στιγμή, αλλά και όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι και σήμερα που γράφω αυτήν την επιστολή. Kαταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ούτε ακροαριστερός, ούτε ακροδεξιός. Δεν μπαίνω ούτε στο καλούπι του δεξιού, ούτε του αριστερού. Γενικά δεν μπαίνω σε κανένα καλούπι και το κυριότερο: δεν με βάζει κανένας σε κανένα καλούπι. Ωστόσο θα ήθελα να αναφέρω το επάγγελμα μου, γιατί αυτό αποτελεί μία αρκετά σημαντική λεπτομέρεια στην υπόθεση. Eίμαι αξιωματικός του Eλληνικού Στρατού.

Aυτό που έζησα στην πλατεία της Hλιούπολης ήταν τραγικό και συνάμα τρομακτικό. Περίπου 30-40 μηχανάκια με δύο άτομα το καθένα (60-80 άτομα), φορώντας κράνη και μπλούζες της Xρυσής Aυγής, εξοπλισμένοι με καδρόνια και ξεφτιλίζοντας την ελληνική σημαία που κρατούσαν στα χέρια τους (είτε δεμένη στα καδρόνια τους), εμφανίστηκαν στην πλατεία και φώναζαν τα συνθήματά τους, πετώντας ταυτόχρονα διάφορα φυλλάδια. Eγώ έτυχε να πίνω τον καφέ μου με παρέα σε μία καφετέρια της πλατείας. Όταν τους είδα, είπα: “Eχει καταντήσει πόλεμος συμμοριών, οι μεν κοπανάνε τους δε και… τούμπαλιν”. Mέχρι εκείνη την ώρα δεν φανταζόμουν το τι θα ακολουθήσει και ήμουν σχετικά ήρεμος, ψύχραιμος και ατάραχος.

Tα μηχανάκια σταμάτησαν έξω από έναν χώρο (που ούτε καν ήξερα τι ήταν) στα 70-80 μέτρα μακριά μου. Ξαφνικά ξεκίνησαν να σπάνε τα πάντα σε αυτόν τον χώρο. Eκείνο όμως που με εξόργισε και με έβγαλε εκτός εαυτού ήταν όταν τρία παιδάκια (15 χρονών το πολύ) πέρασαν τρέχοντας μπροστά από την καφετέρια. Διαπίστωσα ότι αυτοί οι ψευτόμαγκες με τα κράνη και τα καδρόνια κυνηγούσαν αυτά τα πιτσιρίκια! Δεν άντεξα και προφανώς σηκώθηκα και έφυγα από την καφετέρια και έτρεξα αμέσως προς τα εκεί. Tότε διαπίστωσα ότι έξω από τον χώρο που κατέστρεψαν, είχαν ρίξει έναν μεσήλικα στο έδαφος και ένα ένα τα “πρόβατα” περνούσαν και έδειχναν τη μαγκιά τους και τον βαρούσαν, ενώ ήταν ήδη πεσμένος και μέσα στα αίματα. Πήγα λοιπόν να τον σώσω φωνάζοντας, να τον προστατεύσω από τα χειρότερα και μετά να τον ηρεμήσω καθώς είχε πάθει σοκ. Tα μηχανάκια συνέχισαν επιδεικτικά να κάνουν τον “γύρο του θριάμβου”, όταν ένα από αυτά ξανασταμάτησε και ο ψευτόμαγκας συνοδηγός με ρώτησε “Eσύ τι κοιτάς;”. «Eσένα» του απάντησα ορμώμενος από τον θυμό μου και την υπερένταση. Bέβαια αυτό παρ’ ολίγον θα προκαλούσε και τον δικό μου ξυλοδαρμό. Λογικά θα είχα την τιμή να είμαι ο πρώτος Eλληνας αξιωματικός του Στρατού που θα έτρωγε ξύλο από χρυσαυγίτες. H ειρωνεία θα ήταν ότι θα με ξάπλωνε η σημαία που υπηρετώ εδώ και 15 χρόνια ως Eλληνας αξιωματικός. Eυτυχώς για μένα (και τη μανούλα μου) εκείνη τη στιγμή ο “τσοπάνος” τους, έδωσε το σήμα της υποχώρησης και της εξόρμησης σε άλλη περιοχή. Kάπως έτσι τη γλίτωσα. Kαθαρά από θέμα τύχης και συγκυρίας.

Eυχαριστώ τους γονείς μου που με μεγάλωσαν με αυτές τις αρχές ώστε να σηκωθώ και να προσπαθήσω να σταματήσω αυτήν την ψευτομαγκιά, σε αντίθεση με όλους τους υπολοίπους που καθόντουσαν και κοιτούσαν, συνεχίζοντας να πίνουν τον «φραπέ του Nεοέλληνα”. Λογικό βέβαια αρκετοί να φοβήθηκαν και να προτίμησαν να μην εμπλακούν, αλλά αν εκείνη τη στιγμή σηκωνόμασταν όλοι από τις καφετέριες και τα φαγάδικα της πλατείας (δόξα τω Θεώ ήταν όλα γεμάτα), και απλά τους γιουχάραμε, δεν θα γινόταν αυτό το κακό. Aλλη λεπτομέρεια είναι ότι εγώ δεν είμαι καν δημότης Hλιούπολης, αλλά μένω λίγα χρόνια εκεί και σύντομα θα ξαναφύγω. Πώς ανέχτηκαν αυτούς τους ψευτόμαγκες στην περιοχή τους; Πώς ανέχτηκαν να κυνηγηθούν από αυτούς τους τραμπούκους τα δικά τους παιδιά;

Δεν με νοιάζει αν είναι χρυσαυγίτες, αναρχικοί, KNίτες, ONNEΔίτες, Aρειανοί, ΠAOKτσήδες, Oλυμπιακοί, αστυνομικοί κ.ο.κ. Δεν διαλέγω στρατόπεδο. Aυτές οι ψευτομαγκιές του τύπου “φοράω κράνος, παίρνω καδρόνια και μαχαίρια και 100 άτομα ορμάμε σε έναν (και μάλιστα 15χρονο ή 60χρονο)” είναι η κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Aυτή η λογική ότι θα επιβάλλω εγώ τον νόμο ή αυτό που θεωρώ εγώ σωστό, θα μας οδηγήσει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις για όλους μας.

Ένα πράγμα, όμως, μου έδωσε κουράγιο και ελπίδα για το μέλλον αυτής της πατρίδας, χώρας, κοινωνίας (πείτε την ο καθένα σας όπως γουστάρει). Tην επόμενη ημέρα περιέγραψα τα γεγονότα περιληπτικά σε μια δημοσίευση που έκανα στο facebook. Δεν είναι μόνο τα σχόλια που έγιναν από τους φίλους μου (η συντριπτική πλειονότητα των οποίων καταδίκαζε τον τραμπουκισμό και ταυτόχρονα μου έδιναν συγχαρητήρια για την πράξη μου), αλλά και τα δεκάδες τηλεφωνήματα που δέχτηκα από γνωστούς και άγνωστους(!). Oι συγγενείς ανησύχησαν πρωτίστως για την υγεία μου και στη συνέχεια εξήραν τη στάση μου. Aυτοί, όμως, είναι υποκειμενικοί κριτές. Tο πρωτοφανές της υπόθεσης είναι ότι με θυμήθηκαν και μου έδωσαν συγχαρητήρια συνάδελφοι αξιωματικοί που είχαμε να μιλήσουμε μερικά χρόνια, συμμαθητές από το λύκειο με τους οποίους είχα να μιλήσω πάρα πολύ καιρό, παλιοί μου στρατιώτες, κάποιοι από τους καθηγητές που είχα σε σχολές και πανεπιστήμια και πολλοί πολλοί άλλοι. Mίλησα ακόμα και με άτομα που είχαν ψηφίσει Xρυσή Aυγή στις τελευταίες εκλογές, οι οποίοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση και πόσο λάθος είναι όλο αυτό που γίνεται στις μέρες μας.

Oπλισμένος λοιπόν, όχι με κάποιο όπλο ή με κάποια τάση εκδίκησης, αλλά με όλα αυτά τα αισιόδοξα μηνύματα που δέχτηκα από τους δικούς μου ανθρώπους, ελπίζω πως όλοι μας θα συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης που πάει να παγιωθεί και να γίνει μόδα, ώστε να κάνουμε κάτι πριν είναι πολύ αργά. Kαι επειδή πολλοί από εσάς θα μου πείτε αυτό που μου λένε εδώ και αρκετά χρόνια όσοι ξέρουν εμένα και την κοσμοθεωρία μου «ε και τι θα κάνεις; Eπανάσταση; Θα αλλάξεις όλο τον κόσμο;», θα σας πω με πλήρη αυτογνωσία και απόλυτη ειλικρίνεια “δεν ξέρω αν θα αλλάξω όλον τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Δεν θα συμβιβαστώ”.

YΓ: Eσύ ψευτόμαγκα που με ρώτησες “Eσύ τι κοιτάς;” έχοντας στα χέρια σου ένα ματωμένο καδρόνι με την ελληνική σημαία πάνω, αφού δεν όρμηξες τώρα με τις «πλάτες» των υπολοίπων 80 ομο”ιδεα”τών σου (η θέση των εισαγωγικών δεν είναι τυχαία), φρόντισε να ξυπνήσεις, γιατί την επόμενη φορά θα πρέπει να έχεις άλλους 200 ώστε να είσαι σίγουρος ότι θα εκτελέσεις την αποστολή που σου αναθέτουν».

Αναδημοσίευση από: http://left.gr/news/martyria-gia-tin-epithesi-hrysaygiton-sto-synergeio-apo-axiomatiko-toy-ellinikoy-stratoy

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

 

 ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΟΙ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΠΗΡΟΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ

ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ΤΗΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΑΠΟΛΥΣΕΩΝ ΔΕΚΑΔΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 

Όπως ανακοινώθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά με επίσημη δήλωση, στο ΔΣ της ΟΛΜΕ, του Υπουργού Oικονομικών Στουρνάρα, αυτού του ως ρομπότ εκφωνητή των επιταγών της τρόικας, «οι πρώτοι που θα δουν το δρόμο της εξόδου (στη Εκπαίδευση, αλλά, προφανώς, και σ΄ ολόκληρο τον Δημόσιο τομέα) θα είναι οι ψυχικά ασθενείς, οι χρόνια πάσχοντες και οι αναξιοπαθούντες».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, και είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι σε όλο αυτό το πογκρόμ των απολύσεων και την διάλυση του Δημόσιου που έχει ξεκινήσει, προστίθεται η άκρως ρατσιστική παράμετρος των ψυχικά πασχόντων και των αναπήρων ως των πρώτων που, συμβολικά, θα πεταχτούν στον Καιάδα. Σε μια προσπάθεια δραστηριοποίησης και λαϊκίστικης αξιοποίησης, σε μια λογική κοινωνικού αυτοματισμού, των πιο σκοτεινών ενστίκτων των πιο κατεστραμμένων και κονιορτοποιημένων από την κρίση κοινωνικών στρωμάτων κατά όλων αυτών των «περιττών», των «άχρηστων», που υποτίθεται ότι αποτελούσαν κομμάτι της «κακοδαιμονίας του δημόσιου» και «σπατάλη δημόσιου χρήματος» και που, «επιτέλους», ο «εξορθολογισμός» των δημόσιων δαπανών, στη λογική του πιο αποστειρωμένου νεοφιλελευθερισμού, τους εξαποστέλλει εκεί που θα έπρεπε να είναι από την αρχή, στον κοινωνικό αποκλεισμό και στον θάνατο.

Η μόνη, ίσως, διαφορά από προηγούμενες εποχές οργανωμένης εξόντωσης των ψυχικά πασχόντων (και ένα από τα στοιχεία που κάνουν αυτή την περίοδο πολύ χειρότερη από ό,τι γνωρίσαμε στο παρελθόν) είναι ότι, το «επόμενο στάδιο», της απόλυσης, δηλαδή, της μάζας των «κανονικών», γίνεται ταυτόχρονα με την απόλυση των «μη κανονικών».

Φυσικά, κανείς δεν μιλάει για την ανάγκη πολλών εκ των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας για εργασία ως ενός από τους βασικούς παράγοντες για την «καλή ψυχική υγεία» και την κοινωνική ενσωμάτωσή τους. Ούτε για το γεγονός ότι η απόλυση πολλών εξ΄ αυτών (σε μεγάλο βαθμό , ή και πλήρως, ενσωματωμένων στην λειτουργία της υπηρεσίας) εξαιτίας της «ψυχικής πάθησής» τους, θα σημάνει δραματική επιδείνωση της ψυχικής τους κατάστασης, ως απώλεια ρόλου και νοήματος εντός του κοινωνικού πλαισίου. Ούτε, επίσης, για το γεγονός ότι πολλοί «χρόνια πάσχοντες» είναι πολύ καλά ενσωματωμένοι στο πλαίσιο και συνεπείς στην εργασία που τους έχει ανατεθεί.

Ορισμένοι άλλοι κατηγοριοποιούνταν (στη πραγματικότητα, «κατασκευάζονταν» από το σύστημα) ως μη «παραγωγικοί» και ως «πρόβλημα» γιατί (όπως συνέβαινε και με τον ρόλο, την «απόδοση» και την «αποστολή» και των «κανονικών») ήταν η ανεπαρκής «οργάνωση της εργασίας» που δεν λάμβανε υπόψιν τις ιδιαιτερότητες του καθενός, καθώς σχεδόν ποτέ δεν λήφθηκε μέριμνα να τοποθετηθούν σε κατάλληλη θέση ανάλογα με το «όλον» των δεξιοτήτων τους (και με την αρμόζουσα εκάστοτε στήριξη), αλλά πιέζονταν να λειτουργούν υπό τους πιο ψυχοπιεστικούς και ακατάλληλους γι΄ αυτούς όρους.

Μια οργάνωση και κουλτούρα της εργασίας στην λογική της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού του (έστω και λίγο) «διαφορετικού», ή, απλώς, της ανοχής του, ως βάρος που το κουβαλάμε, αλλά όχι σε ουσιαστικό διάλογο μαζί του, μέσω της δημιουργίας «χώρου» (για επικοινωνία, κατανόηση και εργασιακό ρόλο) για όλους.

Κι΄ όμως, για πολλά χρόνια, οι διαδοχικές κυβερνήσεις των κομμάτων, που τώρα αποτελούν την συγκυβέρνηση, συνυπέγραφαν, με την ΕΕ, συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» πολλών εκατομμυρίων, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα, όπου, στα «τεχνικά δελτία» των προγραμμάτων που υποβάλλονταν και που γίνονταν δεκτά, η εργασία θεωρούνταν (αλλά μόνο στα λόγια) αυτό που πραγματικά ήταν, ως εκ των ουκ άνευ παραγόντων για την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη. Οχι μόνο η εκπαίδευση/κατάρτιση και ανεύρεση εργασίας αλλά και η στήριξη στο χώρο εργασίας (όσων ήδη είχαν, για να βοηθηθούν να τη διατηρήσουν). Σήμερα, όλα αυτά, έστω και σαν λόγια, φαίνεται σαν ν΄ ανήκουν σε μια «προϊστορική εποχή».

Αν και ήδη από τότε ήταν φανερό ότι επρόκειτο πρωτίστως για μια συμπαιγνία, ένθεν κακείθεν, για την απλή απορρόφηση (και «εξαέρωση») κονδυλίων (με ελάχιστες εξαιρέσεις. που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα), χρειάστηκε να φτάσουμε στο ξέσπασμα της κρίσης και στο μνημόνιο για να δούμε και τους δυο συμβαλλόμενους αυτής της παρωδίας «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», την ΕΕ, ως μέλος της τρόικας και την δικομματική κυβέρνηση, ως πιστό και υπάκουο εντολοδόχο, να βάζουν στο στόχαστρο αυτούς ακριβώς που υποτίθεται ότι «μοχθούσαν» να στηρίξουν ψυχοκοινωνικά και να επανεντάξουν, τους ψυχικά πάσχοντες.

Και είναι ο πιο εύκολος τρόπος για το σύστημα, τώρα που θέτει σε άμεση εφαρμογή τον στρατηγικό του στόχο της διάλυσης του Δημόσιου και της πλήρους ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, με τον περιορισμό του κράτους σ΄ έναν απλώς επιτελικό ρόλο, να εξατομικεύει την ευθύνη για την δομική δυσλειτουργία ενός ανέκαθεν πελατειακού και προσανατολισμένου στην εξυπηρέτηση των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων Δημόσιου τομέα: φταίνε τα άτομα, οι «κακοί» υπάλληλοι, αυτοί που δεν τηρούσαν το ωράριο, οι κάθε είδους «επίορκοι» και φυσικά, ποιοί άλλοι, οι πλέον οφθαλμοφανώς «άχρηστοι», οι άνθρωποι με προβλήματα ψυχικής υγείας……

Και αυτό δεν είναι το μόνο σημείο που ο βαθύς κρατικός ρατσισμός και οι φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές της («δικομματικής» αυτή την περίοδο) κυβέρνησης του μνημονίου έρχονται σε αγαστή συναντίληψη και συνέργια, κατά μήκος του ακροδεξιού τόξου, με την ναζιστική Χρυσή Αυγή. Το ίδιο αφορά και τον τομέα της Υγείας, με τον άκρως ρατσιστή και φασιστικών αντιλήψεων υπουργό Α. Γεωργιάδη κοκ.

Γιατί είναι, πλέον, σαφές ότι ο κοινωνικοοικονομικός πυρήνας του σύγχρονου ρατσισμού

και νεοναζισμού και των κρατικών αγκυρώσεών τους είναι αυτός ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, όχι ως λύση της κρίσης, αλλά ως επιβίωση του καπιταλισμού και των συμφερόντων των ολίγων εις βάρος ολόκληρης της κοινωνίας, μια επιβίωση που είναι αδύνατη χωρίς την κυριολεκτική εξόντωση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.

Πιστεύουμε ότι η χρησιμοποίηση των ψυχικά πασχόντων ως του πιο εύκολου στόχου και ως ένα ρατσιστικού χαρακτήρα σερβίρισμα του κοινωνικού εγκλήματος που επιτελείται αυτή τη στιγμή με την έναρξη της διαδικασίας δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στο Δημόσιο (όπως αντίστοιχα γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα), δεν είναι κάτι που αφορά απλώς αυτή την συγκυρία, αλλά το μέλλον, εντός του οποίου εισερχόμαστε με ταχείς ρυθμούς και το οποίο καθρεφτίζεται σε οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος.

Είναι, και από αυτή την άποψη, σημαντικό, στα πλαίσια του αγώνα των συνδικάτων (ΟΛΜΕ, ΠΟΕ-ΟΤΑ, ΑΔΕΔΥ κλπ)και όλων των πολιτικών φορέων της αριστεράς, να τεθεί, ως αναπόσπαστο μέρος του αγώνα ενάντια στις απολύσεις (διαθεσιμότητες, κινητικότητες και λοιπές μετονομασίες των απολύσεων) και στην καταστροφή του Δημόσιου, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων, και πρωτίστως αυτού της εργασίας, και των εργαζομένων με προβλήματα ψυχικής υγείας ή αναπηρίας στο Δημόσιο και οπουδήποτε.

Δεν πρέπει επ΄ ουδενί να επιτραπεί η χρησιμοποίηση της όποιας ψυχικής διαταραχής (και μάλιστα, τελείως μέσω του γραφειοκρατικού αυτοματισμού, χωρίς καμιάν αξιόπιστη επιστημονική διαδικασία από αρμόδιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας) ως δικαιολογία για εξοστρακισμό και, γιατί όχι (όπως ο κυβέρνηση επιδιώκει), και διχαστικών μέσα στις τάξεις των εργαζομένων καταστάσεων.

Αναδημοσίευση από: http://www.psyspirosi.gr/2009-03-13-13-12-12/725-2013-07-29-17-24-58.html

Σημειώσεις για τον φασισμό

url roma_14604484_20250

 

Tου Δημήτρη Κωτσάκη (1)

 

Το θέμα του φασισμού ήταν κεντρικό στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1970. Ήταν η εποχή της δεύτερης παγκόσμιας κρίσης, μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη του φασισμού. Αρχή της συζήτησης ήταν η ενότητα στη διαφορά του «παλιού» με τον «νέο» φασισμό. Χαρακτηριστικό ήταν το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν στο περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί το 1972 με τίτλο «Φασισμοί: παλιός και νέος».[2] Οι σκέψεις που ακολουθούν, συμφωνούν εν πολλοίς με όσα λέγονται στο κείμενο αυτό για τον παλιό φασισμό. Αλλά διαφέρουν ουσια­στικά με όσα λέγονται για τον νέο. Η διαφορά ξεκινάει από την ιστορική θεώρηση του αναπτυσσόμενου μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 κράτους, όπως εκτίθε­ται στο βιβλίο 3 και 1 κείμενα,[3] ως υπερεθνικό ολιγαρχικό κράτος. Οι παρακάτω ση­μειώσεις παρουσιάζουν θέσεις σε βασικά σημεία της περί παλιού και νέου φασι­σμού σημερινής συζήτησης.

Φασισμός

Ας αρχίσουμε με τον όρο «φασισμός». Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό fascio (δέ­σμη) που υπάρχει στον τίτλο της πολιτικής οργάνωσης Fascio d’ Azione Revoluzionaria (FAR), που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914. Στα ελληνικά το fascio υπάρχει ως δεσμός στον τίτλο της παραστρατιωτικής οργάνωσης Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), που ιδρύθηκε το 1944 για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύ­νου».

Σε ό,τι λέγεται εδώ, ως φασισμός εννοείται η ιδεολογική – πολιτική κατεύ­θυνση και η κρατική λειτουργία των δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως αναπτύσσονται σύμφωνα με τα ακόλουθα. Πρώτον, αρχή του φασισμού είναι ο πόλεμος, το πνεύμα του είναι ο μιλιτα­ρισμός. Η βάση της πολεμικής του συγκρότησης είναι το έθνος, αξίωμά του είναι ο εθνικισμός (ο λεγόμενος «πατριωτισμός»). Με δεδομένη την ιδεολογική ταυτότη­τα ιταλικού φουτουρισμού και φασισμού κατά τη γέννηση των δύο κινημάτων στις αρχές του 20 αιώνα στους χώρους του πολιτισμού και της πολιτικής αντίστοιχα, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 9 στο Φουτουριστικό Μανιφέστο που συνέταξε ο Μαρινέτι το 1909: «Θα υμνούμε τον πόλεμο —τη μόνη υγιεινή του κόσμου— τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό». Για να καταλήξει, βεβαίως, στο «θα περιφρονούμε τις γυναίκες».

Δεύτερον, στην εθνική βάση της πολεμικής του συγκρότησης, ο φασισμός συν­θέτει την οικονομική με την πολιτική εξουσία σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε ο Χίτλερ στον λόγο που εκφώνησε στη Λέσχη των Βιομηχάνων το 1923. Όπως τις α­ναφέρει ο Γκλυκσμάν στο κείμενο που προαναφέρθηκε, οι αρχές αυτές περιλαμβά­νουν: «την ανισότητα (“οι άνθρωποι έχουν διαφορετική απόδοση”), την ιεραρ­χία (“την απόλυτα αντιδημοκρατική αρχή της χωρίς όρους αυταρχικής εξουσίας πάνω στη βάση, και την απόλυτη υπευθυνότητα στην κορυφή”) και τον νόμο του αρχηγού (fuhrersprinzip)». Με τη σύνθεση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, ο φασισμός μεταφέρει τον εγγενή στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία οικονομικό δεσποτισμό στον ανατρεπτικό της αστικής δημοκρατίας πολιτικό δεσποτισμό.

Μορφές του φασισμού

Με την παραπάνω έννοια του όρου, θα διακρίνουμε εδώ δύο ιστορικές μορφές του φασισμού, οι οποίες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, εί­ναι συμπληρωματικές όψεις του φασιστικού φαινόμενου.

Κρατικός φασισμός: Εδαφική κυριαρχία (πατρίδα)

  • Ο φασισμός ως κρατικός ολοκληρωτισμός.

Εθνικός φασισμός: Ενότητα αίματος (φυλή)

  • Ο φασισμός ως εθνικός ολοκληρωτισμός.

Η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «κρατικός φασισμός» είναι πολιτισμική. Στο ιδεολογικό πλαίσιο του κρατικού φασισμού, ο όρος «έθνος» πα­ραπέμπει στο κοινωνικό σώμα, η ταξική ιεραρχία του οποίου ασκεί την ιδεολογική και πολιτική εξουσία στον κοινωνικό χώρο του κράτους: της εδαφικής κυριαρχίας στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται ως «πατρίδα». Το έθνος, σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν έχει φυλετική βάση. Συγκροτείται από την ιδεολογικά αναπαραγόμενη από το κράτος συλλογική μνήμη των πολιτών του, η ο-ποία συνδέει τη φερόμενη ιστορική καταγωγή του έθνους με τον προδιαγραφόμενο ιστορικό του προορισμό. Και όπου το συνδεόμενο με το «έθνος» κράτος δεν είναι υπαρκτό, όπως στις περιπτώσεις μιας διεκδικούμενης «εθνικής ανεξαρτησίας» ή «ένωσης», η ανα­παραγωγή της συλλογικής μνήμης που συγκροτεί το έθνος είναι έργο μιας θρησκευτικής-πολιτικής «εθνάρχουσας» συλλογικότητας, που διεκδικεί για τον εαυτό της θέση σε μια συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία.

Σε αντιδιαστολή με τον κρατικό φασισμό, η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «εθνικός φασισμός» είναι φυλετική. Ο όρος «έθνος», τώρα, παραπέμπει στην ενότητα αίματος των πολιτών του κράτους Το έθνος δεν συγκρο­τείται πολιτισμικά σε ένα κρατικό πλαίσιο, αλλά φυλετικά υπεράνω κρατικών πλαι­σίων. Η κατά τα παραπάνω πολιτισμική ενότητα του έθνους θεωρείται ως συνέπεια της φυλετικής του ενότητας. Υποδειγματική έκφραση του φυλετικού χαρακτήρα του εθνικού φασισμού είναι το 4 από τα 25 σημεία του προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος: «Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθή­σεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος». Υποδειγματική εκδοχή της κρατικής ολοκλήρωσης του εθνικού φασισμού είναι το τρίτο Ράιχ. Υποδειγματική του πράξη, το ολοκαύτωμα.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του φασισμού η διάκριση της κρατικής πολιτισμικής από την εθνική-φυλετική του μορφή και η ιστορική διαφορά του παλιού από τον νέο φασισμό στην κάθε μία από τις δύο αυτές μορφές του.

Η ιστορική διαφορά των κρατικών μορφών του φασισμού

Αρχίζουμε με τη διαφορά των δύο κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέ­ου, οριοθετώντας τις δύο ιστορικές εποχές με την παγκόσμια κρίση του 1970, την κρίση που ορίζει το πέρασμα από το εθνικό κράτος στο υπερεθνικό κράτος, όπως ειπώθηκε στην αρχή.

Παλιός φασισμός

  • Συμπληρωματικότητα αστικής δημοκρατίας και φασισμού στο εθνικό κράτος: ο φασισμός είναι εθνική αστική δικτατορία που αναδύεται από την εθνική αστι­κή δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Νέος φασισμός

  • Συμβολή του φασισμού στη συγκρότηση της ολιγαρχίας του πλούτου στο υπερε­θνικό κράτος: ο φασισμός είναι εγγενές πολιτικό, γραφειοκρατικό, αστυνο­μικό και στρατιωτικό στοιχείο του κράτους της υπερεθνικής αστικής ολιγαρχίας.

Η ουσία της διαφοράς των δύο κρατικών μορφών του φασισμού είναι ότι στον παλιό φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του εθνικού κράτους, α­ντιστοιχούν δύο συμπληρωματικά —έχει ιδιαίτερη σημασία η συμπληρωματικότητά τους— πολιτεύματα: η διαπερατή από τον φασισμό αστική δημοκρατία, που αποτε­λεί το κανονικό πολίτευμα της αστικής κοινωνίας, και η συγκροτούμενη από τον φασισμό αστική δικτατορία, ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση του ταξικού κινδύνου. Ενώ στον νέο φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του υπερεθνικού κράτους, αντιστοιχεί ένα και μόνο πολίτευμα: η περιέχουσα φασι­στικά στοιχεία αστική ολιγαρχία.

Το κρίσιμο σημείο της διαφοράς των δύο φασισμών είναι ότι, κατά τον νέο φασισμό, η αστική ολιγαρχία περιέχει φασιστικά στοιχεία, δεν συγκροτεί­ται φασιστικά, δεν είναι καθεστώς κρατικού ολοκληρωτισμού, όπως συμβαίνει με την αστική δικτατορία του παλιού φασισμού. Το καθοριστικό εδώ είναι η ως προς τον φασισμό ομοιότητα των δύο αστικών πολιτευμάτων: του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού. Ο φασισμός μετέχει και των δύο, είναι εγγενής στο αστικό πο­λίτευμα εν γένει. Καθώς, από τη μία πλευρά, η αστική δημοκρατία είναι διαπερατή από τον φασισμό, με την έννοια ότι ο φασισμός αναδύεται νόμιμα, με συνταγματι­κά κατοχυρωμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, από την αστική δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και, από την άλλη πλευρά, η αστική ολιγαρχία περιέ­χει φασιστικά στοιχεία, με την έννοια ότι η πολιτική, γραφειοκρατική, αστυνομική και στρατιωτική της συγκρότηση χρησιμοποιεί αναγκαστικά, σύμφωνα με τον ολι­γαρχικό της χαρακτήρα, δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για τον νέο φασισμό ότι η εσωτερικότητα των στοιχεί­ων του είναι αρχή του ολιγαρχικού αστικού πολιτεύματος, καθώς και το ποιός είναι ο πολιτειακός χαρακτήρας της αρχής αυτής. Ο παλιός φασισμός ολοκληρώνεται ως εναλλακτική, συμπληρωματική μορφή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος: καταλαμβάνει την κρατική εξουσία, έχοντας πρώτα συγκροτηθεί εκτός αυτής. Ενώ ο νέος φασισμός ενυπάρχει στοιχειακά στο αστικό ολιγαρχικό πολίτευμα: οι δεσμοί του αναπτύσσονται εντός της κρατικής εξουσίας, την οποία όμως δεν καταλαμβά­νουν. Η ολιγαρχία του πλούτου, ως υπερεθνικό κρατικό σύστημα, μπορεί για λό­γους ταχτικής να κάνει φασιστικές παραχωρήσεις στα εθνικά του υποσυστήματα, όπως συμμετρικά μπορεί να κάνει και δημοκρατικές παραχωρήσεις, αλλά δεν επι­τρέπει τη κατάλυση της ολιγαρχικής του εξουσίας από τα φασιστικά του στοιχεία ή τα δημοκρατικά του κατάλοιπα. Αυτή είναι θεμελιώδης αρχή του αναδυόμενου ολι­γαρχικού κρατικού συστήματος, που απορρέει από τον σύνθετο χαρακτήρα του: υπερεθνικό και αγοραίο. Και δεν έχουμε ακόμη τα στοιχεία για να συζητήσου­με σε πραγματική ιστορική βάση το ναπολεόντειο πέρασμα από την υπερεθνική α­στική ολιγαρχία στην υπερεθνική αστική μοναρχία, που θα κλείσει τον αριστο­τελικό πολιτειακό κύκλο: δημοκρατία – ολιγαρχία – μοναρχία.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί μία συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου. Στην αναδυόμενη πολιτεία της ολιγαρ­χίας του πλούτου, δεν αντιτίθενται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο συμπληρωματικός προς αυτήν φαςιςμόσ. Τα καθεστώτα αυτά ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της αστικής πολιτείας. Η πολιτική αντίθεση τώρα δεν είναι ανάμεσα στη φασιστική και τη δημοκρατική εθνική πολιτεία. Είναι ανάμεσα στην υπερεθνική πο­λιτεία της ολιγαρχίας του πλούτου και την εκτός της πολιτείας άμεση κοινωνική δημοκρατία. Η κοινωνική βάση αυτής της πολιτικής αντίθεσης είναι η αντίθεση ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική οικονομία και την, παράλληλα και ανατρεπτι­κά αναπτυσσόμενη, κοινωνική οικονομία. Ο νέος φασισμός, ως στοιχείο και όχι ως ολική μορφή του ολιγαρχικού πολιτεύματος, είναι οργανικός στον περιορισμό και την καταστολή της αναπτυσσόμενης ενότητας κοινωνικής οικονομίας και άμε­σης δημοκρατίας κατ’ αντίθεση προς την αναπτυσσόμενη κυρίαρχη ενότητα κεφα­λαιοκρατικής οικονομίας και ολιγαρχίας του πλούτου.

Η κατά τον Χίτλερ αρχή της σύνθεσης οικονομικού και πολιτικού δεσποτισμού, που αναφέρθηκε πριν, είναι χαρακτηριστική της οργανικότητας αυτής. Αν ο παλιός φασισμός πραγμάτωνε την αρχή της σύνθεσης των δεσποτισμών με τη φασιστική ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, ο νέος φασισμός την πραγματώνει με την ενσωμάτωση στοιχείων του στην ολιγαρχία του πλούτου. Υπάρχει ακόμη μια συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου, που πρέπει να σημειωθεί εδώ. Μια συνέπεια που συνδέεται με τη σχέση της κρατικής με την εθνική μορφή του φασισμού: κεντρική στον παλιό φασισμό είναι η εθνική του μορφή, ενώ στον νέο φασισμό κεντρική είναι η κρατική του μορφή. Ο νέος φα­σισμός είναι εθνικός στην κοινωνική του βάση και μόνο, δεν είναι εθνικός στην κρα­τική του κορυφή —δεν μπορεί να είναι, δεδομένου του υπερεθνικού χαρακτήρα του νέου κράτους. Και ο εθνικός φασισμός δεν είναι παρά κρατικό εργαλείο καταστολής του κοινωνικού κινήματος: ένα ιδεολογικό-πολιτικό μέσο πολεμικής κλιμάκωσης των εσωτερικών στον κοινωνικό χώρο του κινήματος εθνικών διαφορών. Παραβλέ­πεται συνήθως μια σημαντική συνέπεια της εργαλειακότητας αυτής. Το κράτος ενι­σχύει —εντός ορίων— τον εθνικό φασισμό, κρατώντας ίσες —όσο του είναι δυνα­τό— αποστάσεις από τις αντιτιθέμενες εθνικές του ενότητες. Αν δεν το κάνει αυτό, υπονομεύει τον στόχο του: την καταστροφική για το κοινωνικό κίνημα υποδαύλιση των εσωτερικών εθνικών του διαφορών.

Η ιστορική διαφορά των εθνικών μορφών του φασισμού

Η διαφορά των δύο εθνικών μορφών του φασισμού προκύπτει από την παραπάνω διαφορά των κρατικών του μορφών.

Παλιός φασισμός

  • Συγκρότηση των πολιτών του έθνους-κράτους σε έναν εθνικό δεσμό ολοκλη­ρωτικής εξουσίας. Κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, μέσω της εκχώρησης από το κοινοβούλιο της κρατικής εξουσίας στην ηγεσία του Εθνικού Δεσμού.

Νέος  φασισμός

  • Συγκρότηση πολιτικών, γραφειοκρατικών, αστυνομικών και στρατιωτικών ομά­δων σε κρατικούς δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας καθοριστικούς για τη λειτουργία της ολιγαρχίας. Χρήση από το κράτος των αυτόνομα συγκροτούμενων εθνικών δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας. Η χρήση έχει ως σκοπό την κατα­στολή του αναπτυσσόμενου στο υπερεθνικό κράτος κοινωνικού κινήματος με την πολεμική κλιμάκωση των εσωτερικών σε αυτό εθνικών διαφορών.

Το κρίσιμο στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι η σχέση των δύο μορφών του, της κρατικής και της εθνικής, και η ιδιαίτερη λειτουργία της εθνικής του μορ­φής στο σύγχρονο κράτος. Συγκεκριμένα: η οργανικότητα των στοιχείων του κρατι­κού φασισμού στη συγκρότηση του υπερεθνικού ολιγαρχικού κράτους, και η εργαλειακή χρήση από το κράτος αυτό των πολιτικών σχημάτων του εθνικού φασισμού, αυτόνομων ως προς το κράτος και αντιτιθέμενων στον υπερεθνικό του χαρακτήρα.

Τίθεται βέβαια το ερώτημα: Δεν αντιφάσκει η οργανικότητα των στοιχείων του κρατικού φασισμού στο σύγχρονο υπερεθνικό κράτος με την εθνική βάση του φασισμού γενικά, κρατικού ή εθνικού, όπως εκτέθηκε στην αρχή; Όχι, και εδώ φαίνεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει για την κατανόηση του νέου φασισμού η διάκριση της κρατικής-πολιτισμικής από την φυλετική μορφή του έθνους για την οποία έγινε λόγος πριν. Στο έθνος με την κρατική-πολιτισμική του έννοια ανήκουν όσοι έχουν την κρατική υπηκοότητα και μετέχουν της κρατικά αναπαραγόμενης παιδείας. Η πολιτισμική εθνική ενότητα μπορεί να εμπεριέχει μια φυλετική πολλα­πλότητα. Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων είναι η εθνική ενότητα των Ηνω­μένων Πολιτειών. Αλλά η εθνική πολλαπλότητα του σύγχρονου υπερεθνικού κρά­τους δεν περιορίζεται στην φυλετική του πολλαπλότητα. Και ούτε αυτή, η φυλετική πολλαπλότητα, είναι το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους, και συνεπώς η εθνική του πολλαπλότητα, αναφέρεται στις εθνικές ενότητες των κρατών από τα οποία αναδύεται. Το σύγχρονο κράτος είναι «υπερεθνικό» με την έννοια της υπέρβασης των «εθνικών» κρατών της προηγούμε­νης ιστορικής εποχής. Ο όρος «έθνος» εδώ περιορίζεται στις εθνικές ενότητες των έως τώρα εθνικών κρατών. Δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα η ιστορική βάση της ανα­φοράς σε ένα υπερκείμενο έθνος, ένα «ευρωπαϊκό έθνος» για παράδειγμα, παρόλο που αναφερόμαστε στον αντίστοιχο πολιτισμό.

Και ποια είναι η εργαλειακή χρήση του εθνικού φασισμού από το σύγχρονο κράτος; Στη λογική της ανάλυση, η χρήση αυτή ακολουθεί μια σειρά πέντε βημά­των. Ας τα δούμε συνοπτικά. (1) Συγκεντρώνονται αλλοεθνείς μετανάστες στις εθνι­κές αγορές εργασίας σε θέσεις φτηνής εργατικής δύναμης. (2) Μέσω της συγκέ­ντρωσης αυτής, μειώνεται η αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης. (3) Η τοπική αύξηση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης οδη­γεί στην αύξηση της δομικής ανεργίας και, μέσω του ανταγωνισμού για τις θέσεις εργασίας, οδηγεί στη διατήρηση του υψηλού βαθμού εκμετάλλευσης. (4) Ο αντα­γωνισμός οδηγεί στην αποδυνάμωση έως διάλυση των ταξικών εργατικών ενώσεων και την ανάπτυξη εθνικών φασισμών. (5) Η ταξική σύγκρουση κεφάλαιου – εργασί­ας υποκαθίσταται από την φασιστικά διαμεσολαβημένη εθνική σύγκρουση εργασί­ας – εργασίας.

Κοινωνικό κίνημα

Στο καταληκτικό βήμα της παραπάνω ανάλυσης, αντιδιαστέλλεται η ταξική σύ­γκρουση με την εθνική σύγκρουση που την υποκαθιστά. Κεντρικό στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται η υποκατάσταση της ταξικής με την εθνική σύγκρουση, και η διαφορά του από το παλιό ταξικό κίνημα. Η διαφορά των δύο θεμελιώνεται στη διαφορά του βιο­μηχανικού εργάτη, του εργάτη της βιομηχανικής παραγωγής, από τον κοι­νωνικό εργάτη, τον εργάτη της βιοπολιτικής παραγωγής. Η διαφορά του πα­λιού από το νέο ταξικό κίνημα είναι η διαφορά του κινήματος της βιομηχανικής ερ­γασίας από το κίνημα της κοινωνικής εργασίας, στο οποίο αντιστοιχεί ο όρος κοι­νωνικό κίνημα σήμερα. Το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται ο νέος φασιστικός κοινωνικός πόλεμος, είναι το κοινωνικό κίνημα με την παραπάνω έννοια του όρου.

Ας μην αναπτυχθούν εδώ αναλυτικά οι έννοιες της βιοπολιτικής παραγωγής και του κοινωνικού εργάτη. Ας μείνουμε σε έναν συνοπτικό ορισμό, αναγκαίο δεδο­μένης της πολυσημίας των όρων. Σε ό,τι λέγεται εδώ, κεντρική στη βιοπολιτική πα­ραγωγή σε αντιδιαστολή με τη βιομηχανική παραγωγή είναι μια διττή ενότητα: η ενότητα της «υλικής» και της «πνευματικής» διάστασης της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικής ζωής και, στη βάση αυτή, η ενότητα της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικήςζωής με την ιδεολογική – πολιτική αναπαραγωγή του κοινωνι­κού συστήματος.[4] Στο βιοπολιτικό κεφάλαιο —το κεφάλαιο της βιοπολιτικής παρα­γωγής— θεμελιώνεται το πολίτευμα της ολιγαρχίας του πλούτου. Στον ταξικό αντί­ποδα του βιοπολιτικού κεφάλαιου βρίσκεται ο κοινωνικός εργάτης της βιοπολιτικής παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τον βιομηχανικό εργάτη της βιομηχανικής παραγω­γής.

Καταλήγουμε με ένα κεντρικό στη διαφορά βιομηχανικής-βιοπολιτικής παρα­γωγής ζήτημα, ιδιαίτερα σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού. «Ηεξέγερση των εργοστασίων χαρακτηρίζει την νέα εποχή» έλεγε ο Γκλυκσμάν [5] εκφράζοντας μια κυρίαρχη θέση της δεκαετίας του 1970. Όχι η εξέγερση των εργοστασίων αλλά η εξέγερση των πόλεων λέμε εδώ, έχοντας ορίσει τη «νέα εποχή» —τη μετά τη δεκαετία του 1970 εποχή— ως εποχή της θεμελιωμένης στη βιοπολιτική παραγωγή υπερεθνικής ολιγαρχίας του πλούτου. Λέγοντας αυτό δεν χάνεται, δεν υποκαθίσταται, η εξέγερση των εργοστασίων αλλά αφαιρείται το σφάλμα της κεντρικότητας της στη σημερινή κοινωνική εξέγερση. Ο χώρος των ερ­γοστασίων παραμένει ως χώρος της ανατρεπτικής κοινωνικής δύναμης, αποκτώντας τη θέση που του αντιστοιχεί σήμερα στον κοινωνικό χώρο της πόλης. Ο μετασχημα­τιζόμενος βιομηχανικός εργάτης είναι μια κατηγορία του αναδυόμενου κοινωνικού εργάτη. Το θέμα είναι σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού, κα­θώς και στις δύο εποχές του, παλιά και νέα, ο φασισμός είναι μια καθοριστική ιδεο- λογική-πολιτική κατεύθυνση του κοινωνικού πολέμου —η συμπληρωματική της ο­λιγαρχίας, καθοριστική για την σύγχρονη ταξική κυριαρχία κατεύθυνση. Οι νέοι φα­σιστικοί δεσμοί έχουν ως πρώτο, άμεσο, στόχο την πόλη γενικά. Δεν αρχίζουν από το εργοστάσιο, όπως συνέβαινε με τους παλιούς φασιστικούς δεσμούς. Πρέπει να περιμένουμε ότι στους άμεσους στόχους του νέου φασισμού προτεραιότητα θα έ­χουν οι συλλογικότητες της κοινωνικής οικονομίας και της άμεσης δημοκρατίας. Η κατάληψη και η αυτοδιαχείριση ενός εργοστασίου ανήκει στις δυναμικές μορφές αυτών των συλλογικοτήτων.

Πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού

Μένουμε εδώ ως προς τη διάκριση της κρατικής από την εθνική μορφή του φασι­σμού και την κυριαρχία της κρατικής μορφής στον νέο φασισμό. Σε αυτή τη βάση θα δούμε, κλείνοντας, ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού. Οι κατευθύν­σεις είναι ενδεικτικές, δεν συνιστούν ανάλυση της φασιστικής πολιτικής. Μπορούν να ενταχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες, κοινές για τους δύο φασισμούς παλιό και νέο. (1) Προσάρτηση των εξεγερμένων. (2) Καταστολή του κοινωνικού κινήματος. (3) Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος.

  1. Προσάρτηση των εξεγερμένων

Μια ιδεολογική κίνηση προσάρτησης που ασκεί ο φασισμός στην εθνική του μορφή είναι, με τα λόγια του Ντιμιτρόφ το 1935, ότι «εκμεταλλεύεται το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου». Και αυτό το κάνει με «μια ραφιναρισμένη αντικαπι- ταλιστική δημαγωγία» πού «ρίχνει συνθήματα» όπως: «Στη Γερμανία το σύνθημα “Το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό”. Στην Ιταλία “Το κράτος μας δεν είναι κράτος καπιταλιστικό είναι κράτος με σύστημα αυτοδιαχείρισης”. Στην Ιαπωνία “Για μιαν Ιαπωνία χωρίς εκμετάλλευση”. Στις Ενωμένες Πολιτείες “Για τη διανομή των περιουσιών” κλπ.».[6]Αλλά αυτά δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αντικαπιταλιστικής δη­μαγωγίας. Κάθε εθνικός φασιστικός οργανισμός περιέχει νοσογόνα για τον βαθύτε­ρο κρατικό του χαρακτήρα αντικαπιταλιστικά κύτταρα στο πνεύμα των χιτλερικών Ταγμάτων Εφόδου, που τα περιμένει η θεραπευτική νύχτα των μεγάλων μαχαι­ριών την κρίσιμη για την κρατική ενσωμάτωσή του στιγμή. Τα κύτταρα αυτά συνδέ­ονται με την αυτόνομη από το κράτος συγκρότηση των εθνικών δεσμών ολοκληρω­τικής εξουσίας που είδαμε πριν, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του υπερεθνι­κού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Και ας μη περιμένουμε, για να ανα­γνωρίσουμε την παρουσία τους, τη συγκλονιστική τους ανάπτυξη στο χιτλερικό πρότυπο των τριών εκατομμυρίων μελών, που συγκρούονταν πολεμικά με την αντι- καπιταλιστική αριστερά στους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Είναι αυτά, ακρι­βώς, τα κύτταρα που κάνουν πειστική τη «ραφιναρισμένη αντικαπιταλιστική δημα­γωγία» για την οποία μιλούσε ο Ντιμιτρόφ.

Μια πολιτική κίνηση προσάρτησης των εξεγερμένων, με επίκεντρο τους ανέρ­γους, που ασκεί ο εθνικός φασισμός της κυρίαρχης σε ένα κράτος εθνότητας, ενερ­γοποιεί τα υγιή για τον φασιστικό οργανισμό καπιταλιστικά του κύτταρα. Είναι η υποκατάσταση των πραγματικών εχθρών των εξεγερμένων με πλασμα­τικούς. Το σχήμα είναι απλό: Το κεφάλαιο προσφέρει θέσεις εργασίας. Οι κοινωνι­κές κινητοποιήσεις υπονομεύουν την προσφορά των θέσεων στον εθνικό χώρο. Οι μετανάστες αφαιρούν από τα μέλη του έθνους τη δυνατότητα πρόσβασης στις υπάρχουσες θέσεις. Στην κίνηση αυτή, η προσάρτηση των εξεγερμένων δεν είναι ιδε­ολογική. Για την ακρίβεια, είναι ιδεολογική τόσο μόνο όσο απαιτεί ο συγκεκριμένος πολιτικός της χαρακτήρας και η πολεμική του ολοκλήρωση. Οι εξεγερμένοι, παραμένοντας εξεγερμένοι —αυτό είναι το καθοριστικό— αλλάζουν στρατόπεδο: στρα­τεύονται στον κρατικό πόλεμο κατά του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή του κοινωνικού κινήματος

Η προσάρτηση των εξεγερμένων είναι το πρώτο βήμα της φασιστικής αντιμετώπι­σης του κοινωνικού κινήματος. Το επόμενο βήμα είναι η καταστολή των μη προσαρτημένων. Αρχίζουμε τις μορφές καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον πα­λιό φασισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στα χιτλερικά τάγματα εφόδου. Ας δούμε την πρωτογενή, μουσολινική, εκδοχή τους με τα λόγια του Μαλαπάρτε, όπως τα ανα­φέρει το Γκλυκσμάν: «Από τη μια μέρα στην άλλη, συ-κεντρώσεις μελανοχιτώνων γίνονται σε κέντρα που είχαν υποδειχτεί σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο κινητοποίησης. Χιλιάδες οπλισμένοι άντρες, μερικές φορές δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες, ξεχύνο­νταν σε μια πόλη, σ’ επαρχίες, σε χωριά, μετακινούμενοι γρήγορα με τα φορτηγά τους, απ’ τη μια επαρχία στην άλλη. Μέσα σε λίγες ώρες η κατεχόμενη περιοχή βρί­σκονταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ό, τι είχε μείνει από σοσιαλιστική ή κομμουνι­στική οργάνωση, εργατικά κέντρα, συνδικάτα, εργατικοί κύκλοι , εφημερίδες, συνε­ταιρισμοί, είχε διαλυθεί και τσακιστεί μεθοδικά … σε διάρκεια δύο – τριών ημερών τα γκλομπς δούλευαν σε έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στο τέλος του 1921 αυτή η ταχτική, εφαρμοσμένη συστηματικά σε μια όλο και πλατύτερη κλί­μακα, είχε τσακίσει την πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση του προλεταριάτου»

Η παρουσίαση της καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον παλιό φασι­σμό έχει εδώ διπλή σημασία. Πρώτα, την αναφορά στον εγγενώς πολεμικό και πλή­ρη χαρακτήρα της φασιστικής καταστολής —πολεμικό, με την στρατιωτική έννοια του όρου, και πλήρη, με την έννοια της εξόντωσης του κοινωνικού κινήματος συνο­λικά, όχι κάποιων εκφράσεών του. Και, στη συνέχεια, την έκθεση της διαφοράς του παλιού με τον νέο φασισμό στο κεντρικό αυτό, για την ύπαρξη του φασισμού, θέμα. Η διαφορά έχει αναπτυχθεί ήδη, ας την δούμε συνοπτικά. Ο νέος φασισμός ασκεί το θεμελιώδες ταξικό του καθήκον με δύο συμπληρωματικούς τρόπους: μέσα από τους δεσμούς (fasci) του κρατικού φασισμού που στοιχειοθετούν το σύγχρονο ολι­γαρχικό κράτος. Και με την χρήση των αυτόνομα αναπτυσσόμενων δεσμών του ε­θνικού φασισμού. Κεντρικό εδώ είναι το ότι ο νέος εθνικός φασισμός δεν καταλαμ­βάνει —δεν του επιτρέπεται να καταλάβει— την κρατική εξουσία. Συνεπώς, δεν του επιτρέπεται να εφαρμόσει πλήρως τις παραπάνω μορφές καταστολής, αυτές ακρι­βώς που οδηγούσαν στην κατάληψη της εξουσίας. Αλλά η χρήση του στην εξόντωση του κοινωνικού κινήματος του επιτρέπει —ουσιαστικά, του επιβάλλει— να τις ανα­πτύσσει οριακά. Και ποιο είναι αυτό το όριο; Είναι το όριο που απαιτεί η διαβόητη ρητορεία της «ταύτισης των άκρων»: ταύτιση της φασιστικής καταστολής του κοινωνικού κινήματος με την επαναστατική συγκρότηση του κινή­ματος . Θα δούμε αμέσως τη «συνωμοσιολογική» μέθοδο της ταύτισης, περνώντας στην καταστολή της πρόθεσης του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος

Η καταστολή του αναπτυσσόμενου κοινωνικού κινήματος δεν αρκεί για την κρατική του αντιμετώπιση. Απαιτείται και η καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος. Η καταστολή αυτή επιτελείται με ορισμένες τεχνικές του φασισμού στην κρατική του μορφή, για την κατανόηση των οποίων είναι χρήσιμο να δούμε τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1970 —τη δεκαετία του περάσματος από τον παλιό στον νέο φασισμό. Η επιλογή έχει σημασία γιατί η κρατική μορφή του νέου φασισμού συγκροτήθηκε υποδειγματικά στα δύο λίκνα της αστικής δημοκρατίας, στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις δεκαετίες 1950-60, στο πλαίσιο του πο­λέμου της Αλγερίας, από την πλευρά της Γαλλίας, και των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Και συγκροτήθηκε πολεμικά ως προς το κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις δύο αυτές χώρες τη δεκαετία του 60. Θα δούμε τις τεχνικές αυτές όπως παρουσιάζονται στην κατάληξη του κει­μένου του Γκλυκσμάν. Με τη γλώσσα του κειμένου, οι τεχνικές είναι: «συνωμοσιο- λογία», «προβοκάτσια», «μεταρρυθμίσεις».

«Η ανακάλυψη των συνωμοσιών: ένα βράδυ, ο κ. Μαρσελέν στέκεται πε­ρήφανος μπροστά σ’ ένα σωρό από ξύλα που διαβεβαιώνει ότι μαζεύτηκαν μέσα απ’ τις σχολές του Πανεπιστήμιου. Πίσω απ’ αυτή την πυραμίδα των όπλων, καταγ­γέλλει κάποιον μυστηριώδη ξένο καθοδηγητή και αναγγέλλει την απαγόρευση της “Προλεταριακής Αριστεράς”. Ο Μάο Τσε Τουνγκ ξεσκεπάστηκε! Ο Σέρλοκ Μαρσελέν δεν είχε ήδη ανακαλύψει, πίσω από τον Μάη του ’68 τον δάκτυλο της Ανατολικής Γερμανίας; (…) Ο παλιός φασισμός είχε την “εβραιο-μαρξιστική” συνωμοσία του (…) σήμερα ο Μαρσελέν, χορωδία με τον Μπρέζνιεφ, αναγγέλλει τη “διεθνή συνωμοσί­α” του μαοϊσμού» Και, προφανώς, δεν θα μέναμε εκεί. Για να γυρίσου-με στα δικά μας, η τωρινή «συνωμοσία», όπως όλοι ξέρουμε, είναι η συνωμοσία της «τρομο­κρατίας».

«Οι προβοκάτσιες: Για παράδειγμα, καίμε το πανεπιστήμιο της ν^θηηθδ, διαβεβαιώνου-με ότι το έκαναν οι γκωσίστες (αριστεριστές) και τους κλείνουμε φυ­λακή. 100,200,300 μίνι Ράϊχσταγκ. (…) Για να σταματήσει μια ενέργεια με την οποία οι μάζες συμφωνούν ο προβοκάτορας της δίνει μια συνέχεια που οι μάζες καταδι­κάζουν αλλά που φαίνεται “λογική” (…) Οι προβοκάτσιες επεμβαίνουν για να στα­ματήσουν μια μαζική ενέργεια (η προβοκάτσια του Καρτιέ Λατέν απαντάει στην α­περγία της Ρενώ και στην υπόθεση Ζωμπέρ), χρησιμεύουν σαν εισαγωγή σε κυβερ­νητικά μέτρα (το “χτύπημα” στη Δουγκέρκη “αναγγέλλει” την απαγόρευση της Προ­λεταριακής Αριστεράς. Η προβοκάτσια προσπαθεί να διαιρέσει τις μάζες “εν θερμώ”. Η φιλοσοφία της είναι απλή (…) έξω από τις εγκατεστημένες ιεραρχίες δεν υ­πάρχει σωτηρία».

«Οι μεταρρυθμίσεις: αυτές επεμβαίνουν όταν, παρόλη τη φασαρία για συ­νωμοσία και τις προσπάθειες προβοκάτσιας, ένα μαζικό κίνημα κατορθώσει να σπάσει βίαια τη σιωπή και να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη. Στόχος τους είναι να επιβάλουν τη σιωπή, να ξανασφίξουν τη μέγγενη των καταναγκασμών που δημι­ουργεί τη “σιωπηλή πλειοψηφία” και γι’ αυτό συνενώνουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. (…) Βασισμένος στην εμπειρία που είχε από τις αμερικάνικες φυλα­κές, ο Τζάκσον βεβαίωνε ότι αν έπρεπε να δώσει τον ορισμό του φασισμού με μια μόνο λέξη, θα διάλεγε τη λέξη μεταρρύθμιση. Κύρια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δε θυμίζουν το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό αλλά τις φασιστικές “συντεχνίες”. Δεν σχεδιάζουν τη δημιουργία μηχανισμών ταξικής συνεργασίας που θα διαιώνιζαν μι­αν απατηλή ειρήνη, αλλά, χτισμένες σε συνθήκες σύγκρουσης, πρόκειται για μηχα­νές πολέμου».

Έθνος-«φυλή», διαφορετικότητα-«ασθένεια»

Κλείνοντας τις σημειώσεις αυτές για τον φασισμό, θα ήταν χρήσιμο για την κατανό­ηση της φυλετικής του διάστασης με την ευρύτερη σημερινή της σημασία να στα­θούμε για λίγο σε μια από τις «μεταρρυθμίσεις».

Αρχίζουμε με μια παρατήρηση του Γκλυκσμάν, σε συνέχεια των όσων ήδη πα­ρατέθηκαν. «Όταν ο Σμέλκ (παλιός γενικός διευθυντής φυλακών) αναγγέλλει από το ραδιόφωνο ότι “80% των κρατουμένων είναι ψυχοπαθείς” νοιώθουμε να πλησιάζει η μεταρρύθμιση που θα μετατρέψει τις φυλακές σε άσυλα αλά Μπρέζνιεφ. Μέσα στη μεταρρυθμισμένη φυλακή “μοντέλο” του Φλερύ – Μεροζίς, τα ξυλοκοπήματα και το πειθαρχείο δεν εξαφανίστηκαν. Όμως ο ζουρλομανδύας (“ακινητοποίηση”) έχει ενισχυθεί από τις ενέσεις Βάλιουμ που γίνονται με το πρώτο δείγμα “εκνευρι­σμού”. “Η αρρώστια σου είναι οι διαφορετικές σου απόψεις”, γνωματεύουν οι Ρώ­σοι ψυχίατροι.». Τι σημαίνει ως προς ό,τι μας απασχολεί η τροπή της διαφορετικό­τητας σε «αρρώστια»; Δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος εδώ. Μία κρίσιμη παρατήρηση μόνο, για τη σύνδεση της φυλετικής εκδοχής της ε­θνικής ενότητας με την ιατρική εκδοχή της ατομικής διαφορετικότητας. Δηλαδή, για την αναγωγή του κοινωνικού-ψυχικού στο βιολογικό-φυσικό στην πληρότητά της: από την ανθρώπινη κοινωνία συνολικά στον άνθρωπο ατομικά.

Γυρνάμε στις αρχές: το 1883, όταν ο Γκάλτον (συγγενής του Δαρβίνου) άνοιγε μαζί με άλλους τον δρόμο για τον κοινωνικό δαρβινισμό και, σε αυτό το πνεύ­μα, εισηγήθηκε την ευγονική, που μετά πενήντα χρόνια ενέπνευσε στο τρίτο Ράιχ την κάθαρση της άριας φυλής. Και κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, που με διάφο­ρους τρόπους ρητούς και άρρητους αναβιώνει ο κοινωνικός δαρβινισμός. Τι θα μπορούσε να εννοεί ο Ουίλσον (βραβείο Pulitzer) με όσα μας λέει στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση»; (10) Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η «Ελπίδα», λέ­ει ότι «Με τον καιρό θα συσσωρευτεί αρκετή γνώση για τα γενετικά θεμέλια της κοινωνικής συμπεριφοράς» και ότι «θα υπάρξουν τεχνικές» με τις οποίες «μέσω της συμβατικής ευγονικής θα συντελεστεί μια αργή εξελικτική αλλαγή». Και τότε, συνεχίζει, «το ανθρώπινο είδος θα μπορέσει να αλλάξει την ίδια του την φύση». (11)  Μέχρι τότε, αλλά —υποθέτουμε— και μετά, ως προς τη γενετική δομή της μετα­βαλλόμενης «φύσης» του ανθρώπινου είδους, θα ισχύει ότι «Οι κοινωνίες μας βα­σίζονται στο σχέδιο των θηλαστικών». Και τι είναι το «σχέδιο των θηλαστικών» στην γενετική του δομή; Είναι ένα σχέδιο κατά το οποίο «το άτομο αγωνίζεται κατά πρώ­το λόγο για την προσωπική αναπαραγωγική του επιτυχία και κατά δεύτερο λόγο για αυτήν των πλησιέστερων συγγενών του». Όσο για τους άλλους, τους μη-συγγενείς κοινωνικούς του εταίρους, το σχέδιο προβλέπει μόνο μια «φειδωλή συνεργασία» έναν «συμβιβασμό για την απολαβή οφέλους». (12)  Και τα περί φιλίας, συνα­δελφικότητας και συντροφικότητας, που θεμελιώνουν το ήθος του κοινωνικού κινήματος; Αυτά —το γενετικά ορθό επιβάλλει να θεωρήσουμε ό­τι— αντιστοιχούν, με τα λόγια του Ουίλσον, σε «ένα νοήμον μυρμήγκι (υποθέτοντας προς στιγμή ότι τα μυρμήγκια και άλλα κοινωνικά έντομα κατάφεραν να εξελιχθούν σε όντα με υψηλή νοημοσύνη)». Γιατί; Επειδή το μυρμήγκι, ως κοινωνικό έντομο, σύμφωνα με τον Ουίλσον και πάλι, «μπορεί να θεωρήσει αυτή τη διευθέτηση (την «κατά συμβιβασμό» και μόνο «φειδωλή συνεργασία για την απολαβή οφέλους») βιολογικά βλαβερή και την ιδέα της ατομικής ελευθερίας εγγενώς κακή»(ό.π). Για να συνεννοούμαστε σήμερα, «ατομική ελευθερία» είναι η ελευθερία της ατομι­κής ιδιοκτησίας στην οποία θεμελιώνεται η ελευθερία της αγοράς: η ελευ­θερία που αντιστοιχεί στο γενετικό σχέδιο των θηλαστικών, σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα και τα συναφή περί φιλίας κτλ που αντιστοιχούν στο γενετικό σχέδιο των κοινωνικών εντόμων. Αυτά λοιπόν ως προς την ανθρώπινη κοινωνία συ­νολικά.

Περνάμε τώρα στον άνθρωπο ατομικά. Το θέμα είναι η «ψυχοπάθεια» και η προς αντιμετώπισή της κλινική μεταρρύθμιση που είδαμε παραπάνω. Δεν είναι μόνο οι φυλακές που μεταρρυθμίστηκαν σε κλινικές. Κάθε κρίσιμος για τη υλο­ποίηση του «σχεδίου των θηλαστικών» κοινωνικός χώρος χρειάζεται σήμερα, σύμ­φωνα με την οπτική του βιολογικού αναγωγισμού, κλινική μεταρρύθμιση. Και πρώ­τα απ’ όλα τα σχολεία. Η συνταγογράφηση φαρμάκων για τη θεραπεία της δι­αφορετικότητας —την επιστροφή στην «κανονικότητα» των σχέσεων— δεν έχει πλέον όριο ηλικίας. Και ένα μικρό παιδί (που δεν έχει ακόμη χρονίσει), αν δεν συμ­μορφώνεται με την «κανονικότητα» των φυσικών και κοινωνικών του σχέσεων υφί- σταται πλέον φαρμακοθεραπεία. Μετά το αντιψυχιατρικό κίνημα της δεκαετίας του 60 (Laing, Cooper) που αποκάλυψε το ιδεολογικό κάλυμμα της φερόμενης ως «ια­τρικής» αντιμετώπισης της μη αποδεκτής διαφορετικότητας, η ψυχιατρική επιστρέ­φει θριαμβικά σήμερα σε εξουσιαστικούς πολιτισμικούς κύκλους.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημερινό πολιτισμικό πλαίσιο να τονιστεί η δυνα­μική της φυλετικής διάστασης του εθνικού φασισμού: ο βιολογικός αναγωγισμός της δεν έχει δεσμεύσεις, δεν έχει λόγο να περιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο και στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, εκτείνεται θεωρητικά σε κάθε άνθρωπο α­τομικά και στην κάθε προσωπική του σχέση. Το θεωρούμενο ότι μεταφέρεται με το «αίμα», είναι ένα βιολογικό σχέδιο, καθολικό για τη φυλή και ατομικό για το κάθε μέλος της. Εάν η δυναμική του νέου κρατικού-πολιτισμικού φασισμού συνδέεται με το εγγενές της κρατικής του υπόστασης, εθνικής και υπερεθνικής, η δυναμική του νέου εθνικού-φυλετικού φασισμού συνδέεται με την καθολικότητα του βιολογικού του αναγωγισμού. Ο εθνικός φασισμός σήμερα ολοκληρώνεται ως γενικά βιολογι­κός και όχι μόνο φυλετικός.

Θα πρέπει εδώ, κλείνοντας, να επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην αρχή: οι δύο μορφές του νέου φασισμού, η κρατική και η βιολογική, διαφέ­ρουν μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, είναι συμπληρωματικές όψεις του φασι­στικού φαινόμενου. Στο φασιστικό πνεύμα, το κράτος είναι ένας κοινωνικός οργα­νισμός κατ’ εικόνα του βιολογικού οργανισμού.

Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2013

 

[1]  Δημοσιευμένο στο περιοδικό σημειώσεις της στέπας # 3 (Φασισμός και καθημερινή ζωή). Ιούνιος 2013. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις των ξένων .

[2]  Αντρέ Γκλυκσμάν. 1976. Φασισμοί παλιός και Νέος. Μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου. Αθήνα: Στο­χαστής.

[3]  Δημήτρης Κωτσάκης. 2012. 3 και 1 Κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων.

[4]  βλ. Κ.Τίσνταλ – Α.Μποτσόλα. 1984. Φουτουρισμός. Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα: Υπο­δομή. σ.227 4

[5]  Γκλυκσμάν ό.π σ.28

[6]  Για περισσότερα σε σχέση με τη βιοπολιτική παραγωγή βλ. 3 και 1 κείμενα ό.π σ. 45 – 55

[7]    ό.π. σ.73

[8]    Γκεόργκι Ντιμιτρόφ.1975. Ο Φασισμός Μτφρ. Δ.Χ.  Αθήνα: Πορεία. Παραθέματα από σ. 25

[9]  Γκλυκσμάν, ό.π. ζ.63

(10) Edward O. Wilson. 1998.  Για την Ανθρώπινη Φύση.Μτφρ. Αμαλία Ναθαναήλ. Αθήνα:Σύναλμα

(11) ό.π. σ. 222

(12) ό.π. σ.213

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/597

 

24 μετανάστες νεκροί στο Αιγαίο

602-0-20121104_120224_1E20F469

Τουλάχιστον 24 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους νωρίς το πρωί όταν ένα πλοιάριο φορτωμένο με μετανάστες χωρίς χαρτιά που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως τελικό προορισμό την Ελλάδα βυθίστηκε στα ανοιχτά των τουρκικών ακτών, όπως μετέδωσε το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Dogan.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα η τουρκική ακτοφυλακή έλαβε σήμα έκτακτης ανάγκης από τον καπετάνιο του σκάφους ο οποίος ανέφερε ότι βυθιζόταν στα ανοιχτά του Εζίνε, στην επαρχία Τσανάκαλε. Σύμφωνα με τον καπετάνιο στο πλοιάριο επέβαιναν πάνω από 30 άτομα.
Σκάφη της ακτοφυλακής, ένα ελικόπτερο και ένα αεροσκάφος που έσπευσαν στην περιοχή εντόπισαν τα πτώματα 18 αρχικά και στη συνέχεια 24 ανθρώπων και κατάφεραν να ανασύρουν ζωντανούς από τη θάλασσα 12 μετανάστες χωρίς χαρτιά.
Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, το πλοιάριο πιθανότατα είχε ως τελικό προορισμό τη Λέσβο.


gommone_immigrati

 

Αναδημοσίευση από: http://clandestinanews.wordpress.com/

Loïc Wacquant – Σχεδιάζοντας την αστική απομόνωση στον εικοστό-πρώτο αιώνα

puni

Αποτελεί τιμή για μένα να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και προσοχής η δουλειά μου από μελετητές της αρχιτεκτονικής και μου δίνει χαρά η πρόσκληση να κάνω αυτή τη διάλεξη.[1] Στην πραγματικότητα είναι διπλή η χαρά καθώς μεγάλωσα σε μια Ευρωπαική πνευματική παράδοση με πολύ χαμηλό επιστημονικό κατώφλι, οπότε θεωρώ τον εαυτό μου όχι τόσο κοινωνιολόγο αλλά έναν γενικό κοινωνικό επιστήμονα που τυγχάνει να έχει προσληφθεί σε ένα Τμήμα Κοινωνιολογίας. Και θεωρώ ουσιαστικό συστατικό των επαγγελματικών μου καθηκόντων να απασχολούμαι με ζητήματα πέρα από τα όρια των επιστημών, καθώς και πέρα από το χάσμα μεταξύ φιλολογικών κι επαγγελματικών ενασχολήσεων. Επιπλέον, το θέμα της αστικής απομόνωσης είναι ένα  θέμα που ταιριάζει πολύ μ’ αυτά τα είδη ανταλλαγών, από τις οποίες και οι ερευνητές και οι επαγγελματίες μπορούν να επωφεληθούν.

Προτείνω να σας προσφέρω κάποιο διανοητικό ερέθισμα κυκλώνοντας ένα ζήτημα στο οποίο έχω αφιερώσει πάνω από μια δεκαετία δουλειάς, και συγκεκριμένα, τις μεταβαλλόμενες μορφές αστικής περιθωριοποίησης στις εξελιγμένες κοινωνίες – αυτό που αποκαλώ αστική πόλωση από χαμηλά. Θα το κάνω αντλώντας υλικό από δυο πρόσφατα βιβλία μου. Το πρώτο, Απόβλητοι των πόλεων [Urban Outcasts], αναλύει τη μετάβαση του γκέτο των μαύρων Αμερικανών ύστερα από τις εξεγέρσεις του 1960 και τη συγκρίνει με την παρακμή της περιφέρειας των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης με σκοπό να συνθέσει τις δυναμικές και την εμπειρία της υποβάθμισης στην προχωρημένη κοινωνία. Το δεύτερο βιβλίο, Τιμωρώντας τους φτωχούς: Η Νεοφιλελεύθερη Κυβέρνηση της Κοινωνικής Ανασφάλειας[Punishing the Poor: The Neoliberal Government of Social Insecurity], ανιχνεύει την πολιτική της τιμωρίας, παντρεύοντας την κατασταλτική «αρχή της ανταποδοτικότητας της κοινωνικής πρόνοιας» και την εκτεταμένη «αρχή της φυλάκισης», που παρατάσσει το κράτος για να επιβάλει ανασφαλή εργασία και να χαλιναγωγήσει την αταξία που προκλήθηκε από την αιφνίδια κατάρρευση του μαύρου γκέτο στην πλευρά των ΗΠΑ και την σταδιακή αποσύνθεση των εδαφών της εργατικής τάξης στην Ευρωπαϊκή πλευρά και την αντικατάστασή τους από ένα νέο καθεστώς αστικής φτώχειας που αποκαλώ «προηγμένη περιθωριοποίηση».

Nightingale Estate Hackney London One of Hackney s sink estates renowned for drug dealing violence

Αυτά τα δυο βιβλία συνδέονται στενά.[2] Πρώτον, χρονολογικά και θεματικά (αποτελούν μια συνέχεια) και, δεύτερον, εννοιολογικά: και τα δυο διερευνούν τον χωρικό εγκλεισμό ή περιορισμό ως τεχνική για τη διαχείριση προβληματικών κατηγοριών ή εδαφών, το θέμα της διάλεξής μου. Θα το προσεγγίσω σκιαγραφώντας αρχικά ένα υποτυπώδες πλαίσιο αναλύοντας τη χρήση του χώρου σαν μέσο κοινωνικού κλεισίματος κι ελέγχου στην πόλη. Ύστερα θα εφαρμόσω αυτό το σχήμα για να παρουσιάσω μια συμπιεσμένη ανάλυση των αποκλινουσών τροχιών του γκέτο των μαύρων Αμερικανών των Ευρωπαϊκών δήμων της αστικής τάξης με αυτές τις τρεις χωρικά κλιτές έννοιες του γκέτο, υπεργκέτο και αντιγκέτο.

Στοιχεία της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης

Για να συνδέσω με την πράξη και την υπόθεση της αρχιτεκτονικής, επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω πρώτα ένα είδος αναλυτικής ιστορίας, μια ιστορία διαστάσεων και μηχανισμών που θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια ιδέα για τις μορφές αστικής ανισότητας και περιθωριοποίησης που αλλάζουν συνεχώς στην αυγή του αιώνα, και τι συνεπάγονται για το δομημένο περιβάλλον κι οπότε έμμεσα για τις επαγγελματικές σας ενασχολήσεις και στοχασμούς. Το βαθύτερο θεωρητικό αίνιγμα που δίνει ζωή στην εμπειρική ανάλυση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων περιθωριοποίησης που παρουσιάζονται στο Απόβλητοι των πόλεων και στο Τιμωρώντας τους φτωχούς είναι η ανάπτυξη του χώρου σαν παράγωγο και μέσο εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, γκέτο, υπεργκέτο και αντιγκέτο, καθώς και φυλακή, είναι τέσσερις από πολλούς σχηματισμούς μιας γενικής διαδικασίας που μπορούσε να αποκαλέσουμε κοινωνικοχωρική απομόνωση. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω πρώτα αυτή την αφηρημένη έννοια κι έπειτα να εντοπίσω την γκετοποίηση και τις σχετικές έννοιές της στο αναλυτικό πλέγμα στο οποίο αγκυροβολεί.

Κοινωνικοχωρική απομόνωση είναι η διαδικασία όπου ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες και δραστηριότητες «μαντρώνονται», εγκλωβίζονται κι απομονώνονται σε ένα κλεισμένο και περιορισμένο τεταρτημόριο φυσικού και κοινωνικού χώρου. Το αγγλικό ρήμα “to seclude” («απομονώνω») εμφανίστηκε το 1451, προέρχεται από το Λατινικό secludere, που σημαίνει αποκλείω, απομονώνω, φυλακίζω.[3] Η κοινωνικοχωρική απομόνωση δύναται να αφορά σε πληθυσμούς (π.χ. αστούς, μετανάστες, θρησκευτικές αιρέσεις), θεσμούς (όπως ιατρικές εγκαταστάσεις, λέσχες, sex shops), και δραστηριότητες (σχολική εκπαίδευση, διακίνηση ναρκωτικών, ή καύση απορριμμάτων), αλλά μπορεί και να προσδιοριστεί σύμφωνα με το περιβάλλον: η αγροτική κοινωνικοχωρική απομόνωση συμβαίνει στην εξοχή ενώ η αστική κοινωνικοχωρική απομόνωση λειτουργεί μέσα κι έξω από την πόλη – ένα περιβάλλον που εγώ θα χαρακτήριζα όχι τόσο από «το μέγεθος, πυκνότητα, και ανομοιογένεια», σε κλασικό ύφος της Σχολής του Σικάγο μαζί με τον Louis Wirth, όσο από τη χωρική συσσώρευση κι έντονη επισώρευση διάφορων μορφών κεφαλαίου (οικονομικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και συμβολικό) που το περιθάλπει μια διοικητική μηχανή – ακολουθώντας τα σχήματα των Pierre Bourdieu και Max Weber.

Les-4000-a-La-courneuve[1]

Σε καθένα από αυτά τα σκηνικά, μπορούμε να διανείμουμε μορφές κοινωνικοχωρικής απομόνωσης μαζί με δυο βασικές διαστάσεις. Η πρώτη είναι το επίπεδο στην κοινωνική ιεραρχία, είτε αυτή η ιεραρχία είναι βασισμένη στην τάξη (παραγωγική ικανότητα της αγοράς), εθνικότητα (τιμή), ή η κατάταξη σύμφωνα με το κύρος των τόπων – τυπικά αυτά συνδέονται στενά οπότε δεν αλλάζει θεμελιωδώς το συλλογισμό. Μπορούμε να χειριστούμε αυτή την ιεραρχία σαν ένα συνεχές ή, για χάρη της σαφήνειας, να την διχοτομήσουμε σε απομόνωση στην κορυφή κι απομόνωση στη βάση της κοινωνίας. Η δεύτερη διάσταση είναι αν η απομόνωση είναι επιλεκτική, απορρέει δηλαδή από την επιλογή και την επιθυμία να συμμετάσχει κανείς σ’ αυτήν ή να περιορίζεται η παρουσία κάποιου και οι περιπλανήσεις του σε μια συγκεκριμένη ζώνη, ή επιβεβλημένη, να έχει προέλθει από εξαναγκασμό, όπως όταν οι άνθρωποι υποχρεώνονται από εξωτερικές δυνάμεις να δίνουν λόγο για τις δραστηριότητές τους, να περιστείλουν τις κινήσεις τους,ή να περιορίζουν τη διαμονή τους σε συγκεκριμένη τοποθεσία. Στην πρώτη περίπτωση η κοινωνικοχωρική απομόνωση οδηγείται και παγιώνεται εξ αγχιστείας από μέσα, στη δεύτερη περίπτωση από εξωτερική εχθρότητα.

Μπορούμε να κατανείμουμε τις ιδανικες-τυπικές μορφές κοινωνικοχωρικής απομόνωσης στο δισδιάστατο διάστημα που ορίζεται από αυτούς τους δυο άξονες (βλ. εικόνα 1): Επιλεκτική έναντι της επιβεβλημένης, στην κορυφή ή στη βάση. Κοιτάζοντας στο πάνω δεξιά κομμάτι του τεταρτημορίου, στην πλευρά της επιλογής και ψηλά στον κοινωνικό και φυσικό χώρο, βρίσκετε αυτά τα άτομα που επιλέγουν την απομόνωση κι αναζητούν προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, που επιθυμούν να βρίσκονται ανάμεσα σε ομοίους τους ή να αποφύγουν πληθυσμούς που υποτιμούν και ανούσιες δραστηριότητες. Αυτή η αυτό-απομόνωση στην κορυφή που τροφοδοτείται από προσανατολισμό στην ομάδα εκπροσωπείται από θύλακες της ελίτ ή παραδοσιακά ανώτερης τάξης περιοχές στην πόλη (όπως αυτές που ανεγέρθηκαν και υποστηρίχθηκαν ένθερμα από την ανώτερη αριστοκρατική τάξη του Παρισιού, όπως περιγράφεται από τους Pinçon και Pinçon-Charlot) και, σε μια υπερβολική μορφή, από τις «φρουρούμενες κοινότητες» που έχουν εξαπλωθεί στην κορυφή της κοινωνικής κι εδαφικής ιεραρχίας τις τελευταίες δυο δεκαετίες (όπου η εκούσια απομόνωση συγκεκριμενοποιείται από ένα φυσικό σύνορο, ένα φράχτη με μια πύλη και φρουρούς που παρέχουν επιτήρηση και προστασία) για να προσφέρουν ένα καταφύγιο κοινωνικής ομοιογένειας, ασφάλεια από το έγκλημα, και τις ανέσεις του να είναι κανείς μέλος μιας προνομιούχας κοινότητας και τοποθεσίας.[4] Οπότε στην κορυφή βρίσκεις αυτές τις ευγενικές δραστηριότητες να ασκούνται από ισχυρά άτομα, προικισμένα με το υλικό και συμβολικό κεφάλαιο να αποκλείουν άλλους και να αυτό-απομονώνονται, ενώ στη βάση έχουν συσσωρευτεί μη ευγενείς δραστηριότητες και βασανισμένοι πληθυσμοί στερημένοι από οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, οι φτωχοί και ανυπόληπτοι. 

figure1

Εικόνα 1

Οι δυο κύριες μορφές εθνοτήτων-φυλών που αναπτύσσονται για να επιτελέσουν κοινωνικοχωρική απομόνωση στη βάση της αστικής ιεραρχίας είναι το γκέτο και οι εθνικοί θύλακες, που δεν πρέπει να συγχέονται καθώς βρίσκονται στα δυο άκρα του συνεχούς του επιβολής/επιλογής κι εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες. Σ’ αυτή τη μελέτη «Ο Φόβος του αγγίγματος» στη Βενετία του δέκατου έκτου αιώνα που αναζητεί τα ίχνη της εφεύρεσης του πρώτου γκέτο στην ιστορία, ο Richard Sennett επινοεί μια όμορφη έκφραση που αιχμαλωτίζει το σκοπό της. Αποκαλεί το γκέτο ένα αστικό προφυλακτικό, γιατί ο σχεδιασμός του επέτρεπε τη διείσδυση των Εβραίων στην Χριστιανική πόλη (τους χρειάζονταν για να τους προμηθεύουν με μια γκάμα οικονομικών, εμπορικών και πολιτιστικών υπηρεσιών ζωτικών για την επιτυχία της αυλής) ενώ τους απομονώνει για να αποφύγει στενή επαφή μαζί τους (πίστευαν το Εβραϊκό σώμα πως είναι διεφθαρμένο και διαφθορέας, φορέας ασθενειών και ιεροσυλίας). Το γκέτο προέκυψε σαν κοινωνικοχωρικός μηχανισμός που επιτρέπει την από κοινού οικονομική εκμετάλλευση και τον κοινωνικό εξοστρακισμό αυτής της κατηγορίας αποβλήτων: Οι Εβραίοι κυκλοφορούσαν αβίαστα μέσα στην πόλη για να εκτελούν τα ουσιώδη οικονομικά τους καθήκοντα στη διάρκεια της ημέρας, αλλά με το που έπεφτε η νύχτα επέστρεφαν πίσω από τις κλειδωμένες πύλες της συνοικίας τους υπό την απειλή αυστηρής τιμωρίας. Όταν κυκλοφορούσαν έξω από τα τείχη του γκέτο τους, τους είχε ζητηθεί να φορούν ένα ειδικό ένδυμα (όπως ένα κίτρινο καπέλο ή ένα μυτερό σκούφο) οπότε να τους αναγνωρίζουν οι Χριστιανοί κι έτσι να τους αποφεύγουν. Ο ίδιος χωρικός μηχανισμός είχε ξανα-ανακαλυφθεί και αναπτυχθεί τέσσερις δεκαετίες αργότερα στις βορειοανατολικές και μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ όταν οι μαύροι του Νότου μετανάστευσαν στις εξαπλούμενες βιομηχανικές πόλεις που ήθελαν μεν το μόχθο τους αλλά δεν επιθυμούσαν να αναμειχθούν με τους λευκούς κατοίκους, μην τυχόν κι αυτό φέρει «κοινωνική ισότητα» μεταξύ των επονομαζόμενων φυλών και την κατακραυγή της «επιμειξίας».[5] Σ’ αυτή την περίπτωση, το χρώμα του δέρματος διαφήμιζε την ιδιότητα του να είναι κανείς μέλος μιας κατώτερης κατηγορίας που θα έπρεπε να αποφεύγει, και η αυστηρά οριοθετημένη Bronzeville εξυπηρετούσε και σαν εργατικό δυναμικό και σαν προφυλακτικό δοχείο μολυσματικών σωμάτων.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου, η Σχολή του Σικάγου, που εγκαινίασε την κοινωνιολογική μελέτη της πόλης στις ΗΠΑ, έκανε το θεμελιώδες σφάλμα να σωρεύσει τις οικιστικές και θεσμικές ομάδες που είχαν σχηματίσει πρόσφατα κύματα Ιρλανδών, Ιταλών, Πολωνών, και Γερμανών μεταναστών κάτω από την ασαφή σύλληψη του «γκέτο» που κάλυπτε τις συνοικίες των Εβραίων και την Black Belt (συνοικία των Μαύρων). Αυτό είναι που αποκαλώ το σφάλμα του Wirth, από τον Louis Wirth, έναν εκ των ιδρυτών της αστικής οικολογίας, για δυο λόγους. Πρώτον, όπως ο ίδιος ο Wirth, εν αγνοία του, αποδεικνύει στο κλασικό βιβλίο του Το Γκέτο, δεν υπήρξε ποτέ Εβραϊκό γκέτο στις ΗΠΑ, εκτός από αυτό που ήταν «στο μυαλό τους μάλλον», δηλαδή, ένα υποκειμενικό “we-feeling” και ένας πολιτισμικός προσανατολισμός – που είναι πολύ διαφορετικά από ένα συγκεκριμένο πια κοινωνικοχωρικό επινόημα. Δεύτερον και κυριότερον, αντίθετα με την Black Belt, την περιοχή αποκλειστικά των μαύρων στην οποία υποχρεούνταν να κατοικούν όλοι οι Αφροαμερικανοί ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης μέσω ενός συνδυασμού καταπίεσης, εκφοβισμού στους δρόμους, και συλλογικής βίας, αυτοί οι λευκοί εθνικοί θύλακες είχαν ανάμικτη σύνθεση, μετακινούνταν σε διαφορετικά μέρη, και περιείχαν μια μειονότητα μόνο των αντίστοιχων μεταναστευτικών πληθυσμών τους, που έμεναν εκεί κυρίως λόγω ταξικών φραγμών και πολιτισμικής έλξης.

Σε αρχιτεκτονικούς όρους, ο (λευκός) εθνικός θύλακας μπορεί να αναπαραστεί από μια γέφυρα, ενώ το (μαύρο) γκέτο θα μπορούσε να απεικονιστεί με ένα τείχος. Ο ένας είναι μηχανισμός ελαστικής και προσωρινής απομόνωσης μέσα σε μια πορώδη περίμετρο που λειτουργεί σαν θάλαμος εγκλιματισμού και ενδιάμεσος σταθμός προς την πολιτισμική αφομοίωση και την κοινωνικοχωρική ενσωμάτωση στην ευρύτερη κοινωνία. Το άλλο είναι ένα μέσο ανέλικτης και μόνιμης απομόνωσης μέσα σε ένα αδιάβροχο σάκο που εργάζεται προς την κατεύθυνση να απομονώσει και να διασπάσει τον πληθυσμό που προστατεύει στο διηνεκές (δηλαδή, μέχρι να διαλυθεί). Εν ολίγοις, ο εθνικός θύλακας και το γκέτο έχουν αποκλίνουσες δομές και εξυπηρετούν αντίθετες λειτουργίες∙ οπότε είναι θεμελιώδες κοινωνιολογικό σφάλμα να τα θεωρούμε το ίδιο. Αυτό είναι ένα λάθος που συνηθίζουν ακόμη να κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες – εξετάστε, για παράδειγμα, την ιστορική αναδρομή του Zeitz της «εθνικής Νέας Υόρκης» ύστερα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ένα σχετικό λάθος είναι αυτό που, αντικαθιστώντας την στέρηση εισοδήματος με εθνοφυλετικό κλείσιμο, συγχωνεύει το γκέτο σε «μια γειτονιά με ψηλή συγκέντρωση φτωχών ανθρώπων, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή» (σ. 3). Σύμφωνα μ’ αυτό διαστρεβλωμένο ορισμό, που έγινε δημοφιλής στην προσανατολισμένη στην πολιτική έρευνα για την αστική φτώχεια στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90, οι φτωχές αγροτικές επαρχίες και οι καταυλισμοί Ιθαγενών Αμερικανών είναι γιγαντιαία γκέτο, όπως θα ήταν και οι φτωχότερες συνοικίες μιας πόλης λευκών∙ αλλά το βενετσιάνικο gietto novo και η Bronzeville του Σικάγο στην ιστορική του κορύφωση δεν ήταν γκέτο! Αυτό αρκεί να δείξει την ασυναρτησία και την ασυμφωνία αυτού του στρεψόδικου ορισμού.

684918_vue-generale-d-un-quartier-de-marseille

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ γκέτο κι εθνικού θύλακα, είναι χρήσιμο να σχεδιάσουμε στο σχεδιάγραμμα των μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης στη βάση έναν τρίτο θεσμό αναγκαστικού περιορισμού: τη φυλακή. Η φυλακή χρησιμοποιεί το φυσικό περιορισμό των τοίχων και την εξουσία των φυλάκων για να διαχωρίζει τους κατάδικους, δηλαδή, μια κατηγορία ανυπόληπτων ατόμων, των οποίων τα δικαιώματα και οι επαφές με τους έξω ακρωτηριάζονται ως κύρωση για την παράβαση των κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς. Είναι ένα είδος δικαστικού γκέτο μέσα στη φυλακή όπου οι έγκλειστοι αναπτύσσουν μια δική τους παράλληλη κοινωνία και πολιτισμό ως απάντηση στην αναγκαστική απομόνωση και τις στερήσεις που προϋποθέτει.[6] Αντίστροφα, μπορούμε να σκεφτούμε το γκέτο σαν μια εθνοφυλετική φυλακή που θέτει σε περιορισμό έναν κακόφημο πληθυσμό σε μια ειδική περίμετρο στην οποία ο τελευταίος εξαναγκάζεται να αναπτύξει την μια ξεχωριστή σφαίρα ζωής αντιδρώντας στον χωρικό περιορισμό και τον κοινωνικό εξοστρακισμό. Μόλις συλλάβουμε την δομική και λειτουργική συγγένεια μεταξύ γκέτο και φυλακής (σημειώνεται με την εγγύτητά μεταξύ πάνω στο χάρτη μου των μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης), καταλαβαίνουμε γιατί η κατάρρευση του πρώτου ύστερα από τις εξεγέρσεις του ’60 οδήγησε στην ανάπτυξη του δεύτερου ως αντικατάστατου για να «μαντρώνεται» ένας πληθυσμός που θεωρείται άτιμος, στερημένος κι επικίνδυνος.[7]

Το γκέτο, εξ ορισμού, είναι ένα αστικό ζώο που προκύπτει στο πλαίσιο ενός πυκνού συνοικισμού που διψάει για την οικονομική αξία που παρέχει η στιγματισμένη κατηγορία – αλλιώς η τελευταία θα μπορούσε απλά να αποκλειστεί ή να εξοριστεί, όπως συνέβαινε περιοδικά με τους Εβραίους πριν από την έγερση των αστικών ηγεμονιών και στους μαύρους Αμερικανούς πριν την εκδήλωση του φορντισμού. Αν η διάλεξη Roth-Symonds ήταν μια σειρά από διαλέξεις κι όχι μόνο μια ομιλία, θα αφιέρωνα λίγες συνεδρίες για να αναλύσω τις μορφές του κοινωνικοχωρικού αποκλεισμού στο αγροτικό περιβάλλον, γιατί υπάρχουν επίσης πολλά που μπορούμε να μάθουμε από αυτή τη σύγκριση. Στην ύπαιθρο, ο σπουδαιότερος παράγοντας διαφοροποίησης των τύπων χωρικού εγκλεισμού είναι αν ο κατώτερος πληθυσμός πρέπει να κινηθεί για να προσφέρει εργασία ή να μετακινηθεί για να απελευθερώσει τη γη που καταλαμβάνει. Σε περιπτώσεις όπου η κυρίαρχη ομάδα δεν επιθυμεί, ή δεν μπορεί, να αποσπάσει εργασία από την υποδεέστερη ομάδα, αλλά προσπαθεί να οικειοποιηθεί το έδαφός της, όπως οι αποικιακές επιθέσεις σκόπευαν στην εποίκιση, συχνά γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης ενός καταυλισμού, δηλαδή μια έκταση οριοθετημένη και κρατημένη γι’ αυτούς, συνήθως ευρισκόμενη σε μια μακρινή και σε αγρανάπαυση περιοχή, κυβερνούμενη από ειδικούς νομικούς κι εθιμικούς κανόνες σχεδιασμένους να επανενώσουν και να ακινητοποιήσουν τον πληθυσμό αυτό. Αυτή είναι η ιστορία των Ιθαγενών της Αμερικής σ’ αυτή τη χώρα:
Εξ αιτίας μιας σειράς δημογραφικών, πολιτισμικών και πολιτικών λόγων, δεν θεωρούνταν κατάλληλη προσφορά εργασίας αλλά καταλάμβαναν πολύτιμη γη που ήταν απαραίτητη στο αποικιακό πρόγραμμα της αγροτικής ανάπτυξης. Έτσι ασκήθηκε η κοινωνικοχωρική απομόνωση για να τους μεταφέρουν σε περιορισμένες περιοχές και να εξουδετερώσουν τις απειλές που εκπροσωπούσαν.[8] Καθώς κινούμαστε προς τα δεξιά στον άξονα γη/εργασία, βρίσκουμε μια σειρά από ενδιάμεσους αστερισμούς που υψώνονται για να εξασφαλίσουν την εργατική δύναμη υποδεέστερων πληθυσμών ενώ ταυτόχρονα τους αποτρέπουν από το να έρθουν στην πόλη, γιατί η πλήρης αστικοποίηση θα αύξανε το κόστος της παραγωγής τους και επίσης θα γεννούσε πιέσεις προς την επιμειξία (που με τη σειρά της θα υπονόμευε την εθνοφυλετική καθαρότητα και ιεραρχία). Σε τέτοια σενάρια, έχεις ένα στρατόπεδο, το οποίο έχει δυο βασικούς τύπους: Το στρατόπεδο εργασίας για τους μετανάστες εργάτες (καθώς και τους ποινικούς κατάδικους και πολιτικούς κρατούμενους) και το στρατόπεδο προσφύγων για τους πολιτικούς εξόριστους.[9]

Εν ολίγοις, η αρετή του σχήματος που έχει σχεδιαστεί εδώ είναι πως μας επιτρέπει να ενώσουμε τις διάφορες μορφές του κοινωνικοχωρικού αποκλεισμού σε ένα αναλυτικό πλαίσιο και να τα θεωρητικοποιήσουμε ενιαία, αντί να τα χειριζόμαστε ξεχωριστά, σα να ανήκαν σε διαφορετικά πεδία (αγροτικές σπουδές, αστική κοινωνιολογία, εγκληματολογία και ανθρωπολογία των τάξεων και της εθνότητας) και υπηρετούσαν ξεχωριστές λογικές. Πολλά χάνονται από το συμβατικό κατακερματισμό της έρευνας στους τρόπους που ο χώρος αναπτύσσεται για να ορίσει και να περιορίσει κατηγορίες και δραστηριότητες. Ο φυσιολογικός αστικός κοινωνιολόγος δεν δίνει σημασία στις επαρχιακές κοινότητες από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες των πόλεων και χάνει την ανάλυση της απόστασης που διανύθηκε που κάποιος γνωρίζει μόνο ανιχνεύοντας παρόμοιες κοινωνικοχωρικές διαδικασίες συγκέντρωσης, αποχωρισμού και συνάντησης που λειτουργούν σε διάφορα περιβάλλοντα. Όμοια, φοιτητές από περιοχές ανώτερης τάξης και φρουρούμενες κοινότητες αγνοούν τα γκέτο και τις φυλακές∙ ερμηνεύουν το σχηματισμό των θυλάκων των προνομιούχων σα μια διαδικασία που γίνεται από μόνη της, που δε συνδέεται με τη μοίρα των άπορων και των ανυπόληπτων κατηγοριών των ανθρώπων που έχουν παγιδευτεί στον πυθμένα του κοινωνικού και φυσικού χώρου όταν στην πραγματικότητα συνδέονται ευθέως (η πτώση του μαύρου γκέτο, εξαπολύεται τότε η ανεξέλεγκτη φυλετική βία, και είναι μια έμμεση αιτία της ανάπτυξης της φρουρούμενης κοινότητας).[10] Οι μελετητές που ερευνούν τη μετανάστευση εστιάζουν στους εθνικούς θύλακες – στις ΗΠΑ, κι αυτό σημαίνει φοιτητές από Ευρωπαϊκά, Λατινοαμερικάνικα και Ασιατικά μεταναστευτικά ρεύματα – κι αφήνουν στους ιστορικούς της Αφροαμερικάνικης αστικοποίησης τη μελέτη του γκέτο (υπάρχουν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως η μελέτη των αντιτιθέμενων διαδρομών των μαύρων, Ιταλών και Πολωνών στο Πίτσμπουργκ στο πρώτο μισό του αιώνα από τον Bodnar κ.α. (1983) αλλά είναι λιγοστές και διάσπαρτες). Τέλος, οι εγκληματολόγοι και οι ποινικολόγοι που ερευνούν τη φυλάκιση ποτέ δεν συσχετίζουν τη μεταβαλλόμενη δομή και ρόλο της φυλακής στις εξωτερικές μορφές του αναγκαστικού χωρικού περιορισμού που επιβάλλεται στη βασική πελατεία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, ενώ οι κοινωνικοί επιστήμονες που μελετούν το γκέτο των μαύρων δεν διερευνούν τη φυλακή, αν και η διάλυση του πρώτου αποτελεί σημαντική αιτία πίσω από την εκρηκτική επέκταση του δεύτερου καθώς ενώθηκαν με μια τριπλή σχέση λειτουργικής υποκατάστασης, δομικής συνέχειας και πολιτισμικού συγκρητισμού.[11]

Η κατηγορία της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης μπορεί να εξυπηρετήσει όχι μόνο για να συγκρίνουμε και να αντιπαραβάλουμε τις εδαφικές εμπειρίες διαφορετικών πληθυσμών σε διαφορετικά επίπεδα στην κοινωνική δομή, αλλά επίσης να χαρτογραφήσουμε πως ο ίδιος πληθυσμός μπορεί να μαντρωθεί από ένα συνδυασμό εδαφικών επινοημάτων διαχρονικά. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να κολλήσει τη Νότια Αφρική σ’ αυτό το σχεδιάγραμμα και να συνδέσει όλη τη γκάμα των κοινωνικοχωρικών μορφών που εκσφενδονίστηκαν για να εδραιώσουν τη φυλετική κυριαρχία και την ταξική εκμετάλλευση στη διάρκεια της ζωής της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής. Στο αριστερό άκρο του φάσματος, θα έβρισκε κάποιος την θεσμοθέτηση των κτημάτων της αποικιοκρατίας υπό το καθεστώς του «απαρτχάιντ»(1910–1948) κι αργότερα τα μπαντουστάν, τα ανδρείκελα των μαύρων δημοκρατιών που εφηύραν οι λευκοί ηγέτες το 1958 για να «εξωτερικεύσουν» την ιθαγένεια των μαύρων. Προς τη μέση του σχεδιαγράμματος, θα εντοπίζατε τα ορυχεία, μια παραλλαγή του στρατοπέδου εργασίας που εξυπηρετούσε για να στρατολογούν και να καθορίζουν την εκ περιτροπής εργασία των μεταναστών προς όφελος των βιομηχανιών εξόρυξης στη διάρκεια και ύστερα από την «μεταλλευτική έκρηξη». Μαζί, κτήματα και στρατόπεδα εξόρυξης υποτίθεται ότι θα σταματούσαν την αστικοποίηση αλλά απέτυχαν, οπότε και οι μαύροι εγκαταστάθηκαν μαζικά μέσα σε πόλεις όπου αργότερα υποβιβάστηκαν σε κωμοπόλεις (η Νοτιοαφρικάνικη εκδοχή του γκέτο), στις οποίες σταδιακά συγκέντρωσαν τους πόρους για να προκαλέσουν και τελικά να ανατρέψουν τη λευκή εξουσία. Στο μεταξύ, στην κορυφή της οικονομικής, φυλετικής και αστικής δομής, οι θύλακες της ενισχυμένης ελίτ και οι διάφορες φρουρούμενες κοινότητες της ανώτερης τάξης ευημερούσαν, οι οποίες ήταν αποκλειστικά λευκές υπό το απαρτχάιντ, πριν γίνουν μερικώς μαύροι μετά το 1994.[12]

Η Νότια Αφρική είναι ένα ιδιαίτερα πλούσιο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να πραγματευτεί ζητήματα κοινωνικοχωρικής απομόνωσης γιατί είναι μια κοινωνία που έχει εξωθήσει την εδαφοποίηση της κυριαρχίας στα άκρα της.
Ειδικά στην εποχή του απαρτχάιντ, το κράτος δημιούργησε έναν ευρύ γραφειοκρατικό μηχανισμό και μια περίπλοκη ομάδα κανόνων σχεδιασμένων για να ενισχύσουν μια στενή αντιστοιχία μεταξύ συμβολικού χώρου (την άκαμπτη διαίρεση της κοινωνίας σε μια ιεραρχία αμοιβαία αποκλειόμενων επίσημων εθνοφυλετικών κατηγοριών), κοινωνικού χώρου (την κατανομή επαρκών πόρων σ’ αυτές τις κατηγορίες), και φυσικού χώρου (την αυταρχική διανομή πληθυσμών και σε πόλεις και σε αγροτικές περιοχές). Απ’ αυτή την άποψη, είναι το αντίθετο της Βραζιλίας, όπου η κηλίδωση χαρακτηρίζει και την εθνοφυλετική διαίρεση και την προβολή της στο χώρο. Αυτό επισημαίνει την ανάγκη για συγκριτικές σπουδές που διερευνούν ποιοι συνδυασμοί μορφών κοινωνικοχωρικής απομόνωσης αναπτύσσονται σε ποια είδη της κοινωνίας και γιατί.

images (1)

Δομή, Λειτουργίες, και Μοίρα του Αμερικάνικου Γκέτο

Ας θεωρήσουμε τώρα το γκέτο έναν τύπο κοινωνικοχωρικής απομόνωσης και τη μοίρα του γκέτο των Μαύρων Αμερικανών ύστερα από την παρακμή του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων έναν ιστορικό γρίφο. Για να κατασκευαστεί ένα γκέτο απαιτείται να συγκεντρωθούν τέσσερα δομικά στοιχεία. Πρώτο είναι το στίγμα: ένα γκέτο εγείρεται στην πορεία της αντιμετώπισης ενός πληθυσμού που αμαυρώνεται, δηλαδή, που είναι μολυσμένος και μολυσματικός στα μάτια της κυρίαρχης κατηγορίας, τόσο που η άμεση επαφή μ’ αυτόν πρέπει να είναι περιορισμένη αν όχι απαγορευμένη. Για τους Εβραίους στα γκέτο της Αναγέννησιακής Ευρώπης, το στίγμα ήταν εθνοθρησκευτικό, συνδεδεμένο με της ευρέως διαδεδομένη Χριστιανική πεποίθηση ότι οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Χριστού, φορείς μεταδοτικών ασθενειών, και ξενιστές ανηθικότητας και αιρέσεων.23 Για τους Αφροαμερικανούς στη βιομηχανική μητρόπολη στην εποχή του φορντισμού μεταξύ 1910 και 1970, ήταν το μίασμα που συνδεόταν με τη δουλεία, και που εμπλουτιζόταν με καθημερινές, θρησκευτικές, και ψευδοεπιστημονικές δοξασίες για την υποτιθέμενη κατωτερότητα κι ακόμη και κτηνώδη φύση των μαύρων. Ο δεύτερος θεμέλιος λίθος του γκέτο είναι ο περιορισμός: έχουμε δει ότι οι πληθυσμοί μπορούν να γίνουν εδαφικά συγκεντρωμένοι όχι μόνο ως αποτέλεσμα εξωτερικής επιβολής αλλά επίσης λόγω συγγένειας, μέσω επιλεκτικής απομόνωσης βασισμένης στην τάξη, την κουλτούρα, ή τον τρόπο ζωής. Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτά τα δυο σενάρια. Για να επαναλάβω, στην Αμερική των αρχών του εικοστού αιώνα οι επονομαζόμενες λευκές εθνικότητες συναθροίζονταν χαλαρά και προσωρινά σε ανάμεικτους εθνικούς θύλακες (Μικρή Ιταλία, Μικρή Ιρλανδία, Γερμανόπολη, κλπ.) που είχαν προκύψει από έναν συνδυασμό της μεταναστευτικής εμπειρίας, της ταξικής θέσης, και της πολιτισμικής συμπάθειας∙ αλλά σαν ομάδες δεν είχαν ποτέ υποχρεωθεί να κατοικούν σ’ ένα σταθερό και κρατημένο γι’ αυτούς έδαφος όπου ζούσαν μόνο οι συμπατριώτες τους, όπως είχαν υποχρεωθεί οι Αφροαμερικανοί μετά τη δεκαετία το 1910.[13]

Το τρίτο συστατικό στοιχείο του γκέτο, είναι ακριβώς η εδαφική εκχώρηση: ένα γκέτο προκύπτει όταν ένας στιγματισμένος λαός έρχεται να ζήσει σε μια οριοθετημένη περιοχή η οποία του έχει εκχωρηθεί με τη βία και που με τη σειρά της είναι εκχωρημένη σ’ αυτόν, οπότε έχετε μια αμφίδρομη συνεκδοχή κατηγορίας κι εδάφους που οδηγεί σε εθνική ομοιογένεια και αποκλειστικότητα. Αυτό μας δείχνει το τέταρτο και τελευταίο συστατικό που σχηματίζει το γκέτο, και συγκεκριμένα, το θεσμικό παραλληλισμό. Καθώς ο στιγματισμένος πληθυσμός δέχεται πιέσεις να κατοικεί στην περιοχή που του έχει ανατεθεί, από την οποία δεν μπορεί να αποδράσει, αναπτύσσει ένα δίκτυο θεσμών που αντιγράφουν κι αντικαθιστούν τους θεσμούς της ευρύτερης κοινωνίας που τους έχει απορρίψει. Έτσι οι Εβραίοι στην πρώιμη σύγχρονη Ιταλία, όντας υποχρεωμένοι να ζουν σε μια κλειστή Εβραϊκή συνοικία (μέχρι τότε είχαν σε μεγάλο βαθμό επιλέξει να κατοικούν χωριστά) είχαν εκπονήσει μια πυκνή διάταξη πολιτισμικών, οικονομικών και φιλανθρωπικών οργανισμών καθώς και σφυρηλατήσει μια κοινή ταυτότητα παρακάμπτοντας τις κληρονομημένες διαφορές τους της εθνικότητας, γεωγραφίας και γλώσσας. Στην πραγματικότητα, το γκέτο είναι μια ανθεκτική κοινωνικοχωρική ασπίδα, ένας προστατευτικός θώρακας που δημιουργεί έναν ξεχωριστό βιόκοσμο (Lebenswelt) μέσα στον οποίο οι υποδεέστεροι μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα μακριά από την άμεση επαφή με τον κυρίαρχο. Έτσι από την άποψη των Εβραίων στην πρώιμη σύγχρονη Ευρωπαϊκή πόλη, από την άποψη των Αφροαμερικανών στη μητρόπολη του φορντισμού, το να είναι γκετοποιημένοι τους πρόσφερε μια ξεχωριστή και προστατευμένη δική τους σφαίρα που ελαχιστοποιούσε την πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση και τριβή με τον κυρίαρχο, και τους έδινε τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν οικονομικό κεφάλαιο, να εξελίσσουν διακριτά είδη πολιτισμικού κεφαλαίου και να σχηματίζουν το κοινωνικό κεφάλαιο που χρειαζόταν για να οργανώσουν και τελικά προκαλέσουν το στίγμα που έφεραν και τον αποκλεισμό που υπέφεραν. Η ισχύς του γκέτο ως ικριώματος κοινωνικής συνοχής και μηχανής πολιτισμικής παραγωγής επιτρέπει στους κατοίκους του να αντιστρέψουν το σθένος του αρνητικού συμβολικού κεφαλαίου που τους είχε καταλογιστεί συλλογικά – όπως εκδηλώθηκε με την επιδρομή του σλόγκαν “Black is Beautiful,”(το Μαύρο είναι Όμορφο) ταυτόχρονα με τα κύματα των εξεγέρσεων τη δεκαετία του ‘60 – και τελικά να επιτεθούν στο ίδιο το κοινωνικοχωρικό επινόημα που τους ορίζει και τους περιορίζει.

Σε ένα βιβλίο μου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς στα Αγγλικά με τον τίτλο The Two Faces of the Ghetto – Τα δυο Πρόσωπα του Γκέτο (το οποίο όσοι από εσάς ξέρετε άπταιστα Γερμανικά μπορείτε να διαβάσετε με τον πιο υποβλητικό τίτλο Das Janusgesich des Ghettos), κάνω την παρατήρηση ότι τα γκέτο έχουν αντιμετωπιστεί μέσα από ένα στενό ηθικό πρίσμα συνοψισμένο από την λανθασμένα αυτονόητη εξίσωση: μελετώ την φυλετική κυριαρχία = είμαι ενάντια στο ρατσισμό = τα αντικείμενα που μελετώ είναι καταδικαστέα.29 Σαν τύποι φυλετικής κυριαρχίας, τα γκέτο προσβάλλουν τις ηθικές ευαισθησίες μας στο μέτρο που παραβιάζουν τις ιερές και όσιες αρχές της ατομικής ισότητας κι αξιοπρέπειας για όλους. Σαν αποτέλεσμα, απεικονίζονται επίμονα σαν ειδεχθείς συναστερισμοί με αρνητικό νόημα που θέλεις να καταδικάσεις, να εμποδίσεις να συμβεί, ή να εργαστείς για να το υπονομεύσεις. Αλλά το γενναιόδωρο ηθικό αίσθημα που τροφοδοτεί αυτή την αγανάκτηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην κοινωνιολογική ανάλυση. (Αυτή είναι μια ιδιαίτερη εφαρμογή της γενικής αρχής του κοινωνικού επιστημονικού συλλογισμού που ο μέντορας και φίλος μου Pierre Bourdieu αγαπούσε να τονίζει: «Τα καλά αισθήματα κάνουν κακή κοινωνιολογία.»)

Η κατηγορούσα προσέγγιση (prosecutorial approach) που έχει κοινώς υιοθετηθεί από κοινωνικούς αναλυτές τους έχει εμποδίσει από το να αναγνωρίσουν πως ένα γκέτο είναι ένα διπρόσωπο επινόημα: είναι δια μιας και αδιάσπαστα ένα εργαλείο υποταγής και αγωγός προστασίας, ενότητας και συνοχής. Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για τα κρυμμένα και ενάντια στο ένστικτο οφέλη της γκετοποίησης, που προσφέρει στην κατώτερη εθνοφυλετική κατηγορία ένα όχημα για αυτό-οργάνωση και κινητοποίηση κι έτσι τους επιτρέπει να μοχλεύσουν τη «δύναμή τους από κάτω». Γι’ αυτό τα γκέτο είναι δομικά ασταθείς σχηματισμοί που έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής (έξω από βασισμένους στο κράτος κοινωνικούς σχηματισμούς): φυτεύουν και μεγαλώνουν τους σπόρους της ίδιας τους της καταστροφής ενδυναμώνοντας τους υποδεέστερους και ποντίζοντας άγκυρες σε προεξέχοντα και ξεκάθαρα εθνοφυλετικά σύνορα μπορούν να γίνουν στόχος επίθεσης – ενώ άλλοι σχηματισμοί εθνοφυλετικής κυριαρχίας, όπως θολές διακρίσεις και ο διασπασμένος διαχωρισμός του είδους που έζησαν οι μετααποικιακοί μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη ή οι Βραζιλιάνοι με το σκούρο δέρμα, για παράδειγμα, το κάνουν ακόμη πιο δύσκολο για έναν στιγματισμένο και φτωχό λαό να ενωθεί σαν ομάδα και να προκαλέσει την περιθωριοποίησή του.

Τι συνέβη στο γκέτο των μαύρων Αμερικάνων ύστερα από τις ταραχές της δεκαετίας του ’60; Αν κατανοήσετε ότι ένα γκέτο δεν είναι απλά ένα απομονωμένο μέρος, μια περιοχή με ερειπωμένα σπίτια και κοινωνική εγκατάλειψη, μια «κακόφημη» γειτονιά που περιέχει όλων των ειδών τις κοινωνικές παθολογίες, και μεταξύ αυτών τη φαυλότητα και τη βία (τι μπορεί να γίνει αφού καταρρεύσει)∙ αν κατανοείτε πως είναι ένα ιδιόμορφο κοινωνικοχωρικό επινόημα στοχευμένο προς την επίτευξη της οικονομικής εκμετάλλευσης και του κοινωνικού εξοστρακισμού, τότε μπορείτε να ανιχνεύσετε τα αίτια της βάναυσης κατάρρευσης του “Bronzeville” της Αμερικής ύστερα από την κορύφωση του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Το γκέτο διαλύθηκε και καταπλακώθηκε από τα ερείπιά του, όπως φάνηκε, υπό την πίεση τριών συγκλινουσών δυνάμεων. Η πρώτη είναι οικονομική: είναι η στροφή από την βιομηχανική οικονομία του Φορντ, αγκιστρωμένη από την εργοστασιακή παραγωγή τοποθετημένη μέσα στην πόλη και που απαιτούσε πλήθη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, σε μια αποκέντρωση βασισμένη στις υπηρεσίες οικονομία στην οποία ο αυτοματισμός, η παγκόσμια μετεγκατάσταση, και η ανανεωμένη μετανάστευση των κατώτερων τάξεων κατέστησε του μαύρους εργάτες περιττούς. Ο δεύτερος παράγοντας είναι δημογραφικός και πολιτικός: είναι αυτό που αποκαλώ η μεγάλη μετανάστευση των λευκών. Οι ιστορικοί έχουν γράψει σπουδαία βιβλία για τη μεγάλη μετανάστευση των μαύρων από το Νότο προς την πόλη του Βορρά μεταξύ των δυο Παγκοσμίων πολέμων,[14]αλλά ακόμη περιμένουμε έναν κατανοητό απολογισμό της μαζικής λευκής φυγής προς τα προάστια σαν αντίδραση στη μαύρη είσοδο και της εκκωφαντικής επίδρασης της στην Αμερικάνικη κοινωνία, πολιτισμό και πολιτική.[15]

Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, οι λευκοί έφυγαν κατά εκατομμύρια για να αναδημιουργήσουν στα προάστια την κοινωνική και χωρική απόσταση από τους μαύρους του νότου που συρρέουν στη μητρόπολη. Αυτή η τεράστια μετακίνηση πληθυσμού μετέθεσε το εκλογικό κέντρο βάρους της χώρας από τις κεντρικές πόλεις στα προάστια, μειώνοντας έτσι την πολιτική απήχηση ενός πληθυσμού που ζούσε μέσα στην πόλη κι είχε ήδη περιθωριοποιηθεί στην οικονομική σφαίρα. Επίσης προξένησε τη δημοσιονομική κρίση των πόλεων τη δεκαετία του ’70 που χρησιμοποίησαν οι πολιτικές ελίτ σαν πρόσχημα για να συρρικνώσουν τα προγράμματα για τους φτωχούς και να επαναπροσανατολίσουν την αστική πολιτική προς την πρόβλεψη εταιρικών υπηρεσιών και ανέσεις για τη μεσαία τάξη. Η τρίτη δύναμη που διέλυσε το γκέτο είναι η επιτυχημένη μαύρη κινητοποίηση εναντίον της λευκής κυριαρχίας, με το μορφή του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων και το ριζοσπαστικό παρακλάδι του, το Κίνημα της Μαύρης Δύναμης, στράφηκαν στην μετωπική πρόκληση της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης και της οικονομικής ανισότητας στη μητρόπολη.

Αυτοί οι τρεις παράγοντες συνέκλιναν στην κατάρρευση του γκέτο, που έδωσε τη θέση του σ’ έναν δυαδικό συναστερισμό συντεθιμένο από το υπεργκέτο και τις δορυφορικές μαύρες γειτονιές της μεσαίας τάξης.
Η μαζική φυγή των λευκών στα προάστια δημιούργησε τις κενές θέσεις που έδωσαν τη δυνατότητα στην Αφροαμερικάνικη μεσαία τάξη να μεταναστεύσει, να αναπτυχθεί εκεί, απομονωμένες περιοχές γειτονικές στο ιστορικό γκέτο, ξεχωριστά από τους λευκούς αλλά κι από τη μαύρη κατώτερη τάξη που είχε παγιδευτεί στη Bronzeville που κατέρρεε.
Έτσι η δεκαετία του ‘70 εισήγαγε μια διπλή διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης και χωρικού διαχωρισμού του μαύρου πληθυσμού, με τρόπο που η κοινωνικοχωρική απομόνωση των Αφροαμερικανών στην πόλη συνεχίστηκε, αλλά μέσω ενός διχαλωτού επινοήματος που εξέφραζε δυο ξεχωριστά αστικά δοχεία: το υπεργκέτο, για τις επισφαλείς φατρίες της εργατικής τάξης και απομονωμένες φυσικά και κοινωνικά γειτονιές διαχωρισμένες από το υπεργκέτο, για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις.

Τρεις ιδιότητες διαχωρίζουν το γκέτο του τέλους του αιώνα από το κοινό γκέτο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’10, άνθισε γύρω στο ’50, και κατέρρευσε στα τέλη του ’60. Πρώτον, το υπεργκέτο στερείται οικονομικής λειτουργίας επειδή η εργατική δύναμη που περιέχει έχει καταστεί υπεράριθμη. Δεύτερον, ο οικονομικός πλεονασμός έχει οδηγήσει σε κοινωνική από-διαφοροποίηση και σε εξανέμιση της μαύρης μεγαλοαστικής τάξης, τόσο που το υπεργκέτο είναι διπλά διαχωρισμένο σε φυλή και τάξη. Τρίτον και αναμενόμενο, έχει απογυμνωθεί από το σύνολο των εσωτερικών θεσμών που προστάτευαν από την κυριαρχία και παρέχουν το πλαίσιο της καθημερινής ζωής. Οι κοινωνικοί θεσμοί του ιστορικού Bronzeville έχουν αντικατασταθεί από τις γραφειοκρατίες κοινωνικού ελέγχου του κράτους: η πρόνοια μετατράπηκε σε ανταποδοτικότητα, τα δημόσια σχολεία υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, κι επιθετική αστυνομία, ποινικά δικαστήρια, κι ένα αδιάκριτο σύστημα φυλακών και οι προεκτάσεις του, δηλαδή οι πράκτορες που επιτηρούσαν τους υπό όρους αποφυλακισμένους.32 Εν ολίγοις, το υπεργκέτο είναι ένα κοινωνικοχωρικό επινόημα στραμμένο προς το γυμνό αποκλεισμό που διασπά τη μαύρη κοινότητα σε κοινωνικές τάξεις και δεν προσφέρει καμία από τις συλλογικές προστασίες και παράπλευρα οφέλη της γκετοποίησης.

Ευρωπαϊκή απομόνωση: Από τις γειτονιές της εργατικής τάξης στο αντιγκέτο

Ας διασχίσουμε τώρα τον Ατλαντικό για να ανιχνεύσουμε την πορεία της παρακμάζουσας περιφέρειας της Δυτικοευρωπαϊκής πόλης μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Για να ξεκινήσουμε, αυτά τα εδάφη της εργατικής τάξης έχουν κοινώς απεικονιστεί – και υποτιμητικά χαρακτηριστεί- ως «γκέτο μεταναστών» στη διαμάχη μεταξύ μέσων και πολιτικής, όταν στην πραγματικότητα ήταν ανάμεικτες περιοχές και ως προς το επάγγελμα και ως προς την εθνικότητα.[16] Εκτός από μερικές τοπικές εξαιρέσεις, τα banlieues της Γαλλικής κατώτερης τάξης περιέχουν πληθυσμούς που είναι στην πλειοψηφία τους Γάλλοι και μίγματα κατοίκων που προέρχονται από μια έως δώδεκα ντουζίνες εθνικοτήτων. Ιστορικά, έχουν στηριχτεί στην εργασία σε εργοστάσια και χαρακτηριστεί από τη σφιχτή ενσωμάτωση της μισθωτής εργασίας, των δημοτικών υπηρεσιών, της εργατικής γειτονιάς και της οικογενειακής ζωής. Αυτή η στενή εφαρμογή όμως μεταξύ εργοστασίου, τοπικής εξουσίας, και κοινότητας διαλύθηκε υπό την πίεση της αποβιομηχανοποίησης και μαζικής ανεργίας, της παγκοσμιοποίησης της εκπαίδευσης ως τρόπου πρόσβασης σε πολύτιμες κοινωνικές θέσεις, και αλλαγές στις κρατικές πολιτικές.

banlieu

Θα εστιάσω στην κρατική πολιτική σε σχέση με τη στέγαση χαμηλών εισοδημάτων, μιας και αυτό είναι ένα ζήτημα που ενδιαφέρει τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους. Για το θέσουμε σχηματικά, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης έχουν κάνει μεταστροφή από την χρηματοδότηση κατασκευής κοινωνικής στέγασης για την εργατική τάξη στη χορήγηση επιδοτήσεων για ατομικά νοικοκυριά για να τους βοηθήσουν να κινηθούν προς την αγορά των ιδιωτικών κατοικιών. Αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα σε οικογένειες της κατώτερης και μεσαίας τάξης να φύγουν από μεγάλα συγκροτήματα του δημόσιου τομέα και να κινηθούν σε ατομικά σπίτια σε ιδιωτικές εκτάσεις. Η προσφορά αυτών των υλικά σταθερών νοικοκυριών άφησε πίσω στις εργατικές κατοικίες μόνο οικογένειες τα εργατικής τάξης, ακριβώς όταν εκείνες υπονομεύονταν από μια δραματική αύξηση της ανεργίας και μια αμείλικτη εξάπλωση της αβέβαιης εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η φυσική φθορά, η οικονομική εξαθλίωση και η δημόσια δυσφήμιση της αστικής περιφέρειας που τώρα γίνεται παγκοσμίως αντιληπτή σαν τα κολαστήρια των πόλεων στα οποία μόνο οι απόβλητοι της κοινωνίας θα ανέχονταν να ζήσουν.

Τίθεται τότε το ερώτημα: μήπως αυτά τα εξαθλιωμένα και στιγματισμένα εδάφη της εργατικής τάξης εξελίσσονται έτσι που να γίνονται γκέτο ή σαν γκέτο; Έχοντας σφυρηλατήσει μια ενδελεχή περιγραφή του τι είναι γκέτο, μπορούμε να παράσχουμε μια ενδελεχή απάντηση. Αν δεν είχαμε ξεκαθαρίσει εννοιολογικά τι εννοούμε με τον όρο, η ερώτηση θα ήταν είτε κενή νοήματος ή ανεπίλυτη. Ανάλογα, αν επιμείνετε στην αδιαμόρφωτη ακόμη παραδοσιακή έννοια που κυριαρχεί σαν ρεύμα στην καθημερινή ζωή, στα μέσα, και σε μεγάλους τομείς της έρευνας, στην θολή και μονίμως μεταστρεφόμενη συνηθισμένη σύλληψη του γκέτο σαν μια «κακή γειτονιά», ή μια απομονωμένη, φτωχή, βίαιη, ή ερειπωμένη περιοχή στην οποία θα προτιμούσατε να μην πάτε ή να ζήσετε, τότε μπορείτε να βρείτε γκέτο σχεδόν παντού. Και τα γκέτο εξαφανίζονται τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται, εξαρτώμενα από ένα πλήθος συγκυριακών παραγόντων όπως τις τάσεις του εγκλήματος και τα ποσοστά ανεργίας! Τότε όμως, αν δεχτούμε οποιονδήποτε από αυτούς τους ορισμούς, οι δυο περιπτώσεις – κανόνες του γκέτο, τα gietto της Βενετίας, της Φλωρεντίας, ή της Ρώμης του δέκατου έκτου αιώνα και οι Bronzeville που άνθισαν στα μέσα του εικοστού αιώνα στο Σικάγο, το Ντητρόιτ, ή τη Νέα Υόρκη δεν ήταν γκέτο! Έχει λοιπόν η περιφέρεια της εργατικής τάξης των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης κυλήσει προς την κατεύθυνση των γκέτο; Η απάντησή μου σ΄ αυτή των ερώτηση είναι σταθερά και απερίφραστα αρνητική. Θα σας κατευθύνω στο Απόβλητοι των Πόλεων για τις εμπειρικές λεπτομέρειες. Εδώ θέλω να τονίσω τέσσερις τάσεις που δείχνουν πως οι κακόφημες περιοχές της Ευρωπαϊκής μητρόπολης έχουν ταξιδέψει προς την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε μπορούμε να πούμε ότι μετατρέπονται σε αντιγκέτο – αν θέλουμε να κρατήσουμε αυτή τη γλώσσα, την οποία δε θεωρώ ούτε εύστοχη ούτε χρήσιμη.

Πρώτον, γκετοποίηση σημαίνει ότι τα μέλη μιας περιορισμένης κατηγορίας αναγκάζονται να ζήσουν σε ένα ξεχωριστό χώρο κρατημένο γι’ αυτούς, που μηχανικά μεταφράζεται στην αύξηση της εθνικής ομοιογένειας. Όμως οι παρακμιακές περιοχές της Κόκκινης Ζώνης του Παρισιού και τα συγγενή banlieues της Γαλλίας έχουν γίνει λιγότερο ομοιογενή ως προς αυτό στις τελευταίες δυο δεκαετίες. Όταν έκανα έρευνα πεδίου στην πόλη La Courneuve το 1991, κοντά στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle, ο πληθυσμός που κατοικούσε σ’ αυτό το κακόφημο συγκρότημα κατοικιών των Les Quatre mille προερχόταν από εικοσιέξι εθνικότητες. Όταν επέστρεψα σ’ αυτή την πόλη για να συζητήσω για το βιβλίο μου με τοπικούς ακτιβιστές το 2006, ανακάλυψα ότι το συγκρότημα τώρα φιλοξενούσε γύρω στις 62 εθνικότητες.

Ένας δεύτερος δείκτης γκετοποίησης είναι η αυξανόμενη οργανωτική πυκνότητα: μια στιγματισμένη κατηγορία τοποθετημένη σε έναν κρατημένο γι’ αυτήν θύλακα θα τον γεμίσει με δικούς της θεσμούς, όπως έχει καταγραφεί στην ανάπτυξη κι αυξημένη διαφοροποίηση άτυπων και επίσημων οργανισμών. Αλλά τα εδάφη της εργατικής τάξης σ’ όλη τη Δυτική Ευρώπη, από τις κεντρικές περιοχές της Βρετανίας στο Γερμανικό Ruhr και στα quartieri degradati των πόλεων της βόρειας Ιταλίας, έχουν γίνει μάρτυρες του τελείως αντίθετου: της παρακμής και του θανάτου των τοπικών οργανισμών, ειδικά εκείνων που προσφέρουν αρωγή στη βιομηχανική εργατική τάξη και στη σφαίρα της εργασίας και σ’ αυτή της γειτονίας. Περισσότερο συχνά, οι σύλλογοι παρόντες σ’ αυτές τις περιοχές είναι άμεσα ή έμμεσα παρακλάδια του κράτους, και συγκεκριμένα, δημόσιες γραφειοκρατίες και κοινοτικές αντιπροσωπείες που στηρίζονται στο χρήμα του κράτους.

Τρίτον, νωρίτερα τόνισα ότι το γκέτο είναι μια μηχανή πολιτισμικής συγχώνευσης που τρέφει την ανάδυση ενός κοινού ιδιώματος ταυτοποίησης και διεκδίκησης δικαιωμάτων που περικλείει τα διάφορα συστατικά στοιχεία του στιγματισμένου πληθυσμού. Έτσι η γκετοποίηση διέβρωσε τη διάκριση μεταξύ των Ασκενάζι και των Σεφαραδιτών στην περίπτωση των Εβραίων, και παρόμοια λείανε τις διαφορές μεταξύ Νέγρων και μιγάδων που είχαν τη φιλοδοξία να αναγνωριστούν σαν ξεχωριστή κατηγορία μέχρι τη δεκαετία του ’20 στην περίπτωση των Αφροαμερικανών. Και πάλι, τα παρηκμασμένα εδάφη της εργατικής τάξης της Δυτικής Ευρώπης αποκλίνουν από αυτό το σχήμα μέσα στην αξιοθρήνητη αποτυχία τους να εξασφαλίσουν μια ενοποιημένη ταυτότητα για τους κατοίκους τους. Εδώ και τριάντα χρόνια, πολιτικοί και δημοσιογράφοι έχουν ανακοινώσει ότι το «γκέτο» έχει φτάσει στη Γαλλία κι έχουν καταγγείλει, με τρομαχτικούς όρους, την υποτιθέμενη «Αμερικανοποίηση» της πόλης, στην πραγματικότητα όμως οι κάτοικοι των banlieues παραμένουν βαθιά διχασμένοι ως προς την τάξη, την εθνικότητα, την εθνότητα (μέσα στην εθνικότητα), την ηλικία, και τη γενιά. Ένα παράδειγμα: στην La Courneuve, πριν από τρεις δεκαετίες στους ενοικιαστές του Les Quatre mille παραχωρήθηκε η ελεύθερη χρήση ενός οικοπέδου της πόλης για να χτίσουν ένα τζαμί. Όμως οι διάφοροι πληθυσμοί που εξασκούν την Ισλαμική πίστη – Μαροκινοί, Αλγερινοί, Τυνήσιοι, Τούρκοι, λιγοστοί Κινέζοι, κι αυξανόμενοι αριθμοί μεταναστών από την Ανατολική Αφρική – έχουν αποδειχτεί ανίκανοι να έλθουν στην ελάχιστη συμφωνία να ξεκινήσει το έργο, εφόσον ο καθένας επιθυμεί να λειτουργεί τον δικό του ξεχωριστό τόπο λατρείας. Ο φόβος πως το Ισλάμ θα μπορούσε να προβάλει μια κοινή κοσμοθεωρία κι ένα ιδίωμα ικανό να ενοποιήσει μετααποικιακούς μετανάστες στα Γαλλικά banlieues, στα Βρετανικά “sink estates,” (εργατικές κατοικίες), στο Γερμανικό Problemquartier, κλπ., έχει αποδειχτεί αβάσιμος. Ο μόνος συμβολικός δείκτης που μοιράζονται οι κάτοικοι των Γαλλικών banlieues είναι το στίγμα ότι κατοικούν σε μια περιοχή εγκατάλειψης.

Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό του γκέτο είναι ότι τα όριά του είναι αδιαπέραστα, καθώς στοχεύει στον περιορισμό όλων των μελών της στοχοθετημένης κατηγορίας, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους και την κοινωνική θέση. Τα Εβραϊκά γκέτο της προεπαναστατικής Ευρώπης, σαν αυτά της Φρανκφούρτης και της Πράγας, είχαν πλούσιους και φτωχούς Εβραίους μαζί∙ το Bronzeville του Σικάγο είχε κλειδωμένες μέσα στην περίμετρό του όλες τις τάξεις των μαύρων, από τους άπορους μέχρι τους εύπορους, τους εγκληματίες και τους ευυπόληπτους, ακόμη κι ενώ αυτοί συνέρεαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στη Μαύρη Ζώνη. Όχι και τόσο στην Ευρωπαϊκή αστική περιφέρεια, όπου οι οικογένειες των μετααποικιακών μεταναστών που ανεβαίνουν στην κοινωνική κλίμακα – μέσα από τα σχολεία, ήσσονος σημασίας επιχειρηματικότητα, έμμισθη απασχόληση (συχνά στο δημόσιο τομέα), ή γάμους – άμεσα μετακομίζουν έξω από τις φτωχογειτονιές τους. Και, όπως με τους Λατινόφωνους και τις αποκαλούμενες Ευρωπαϊκές εθνικές μειονότητες, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα οδηγεί σε χωρική διασπορά και κοινωνική ενσωμάτωση. Οι Αλγερινοί κυριαρχούσαν κάποτε στο βόρειο Les Quatre mille, τη συστάδα του συγκροτήματος στη La Courneuve όπου έκανα παρατηρήσεις το 1991∙ είκοσι χρόνια αργότερα, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από αυτό το συγκρότημα (για να αντικατασταθούν από οικογένειες Ανατολικοαφρικάνικης και Ασιατικής προέλευσης). Εκείνοι και τα παιδιά τους έχουν μεταναστεύσει σε παρόμοια συγκροτήματα στην Κόκκινη Ζώνη του Παρισιού ή ανέβηκαν στην κοινωνική δομή και διασκορπίστηκαν στον αστικό χώρο, αφού αναμείχθηκαν με «λευκές» Γαλλικές οικογένειες παρόμοιας κοινωνικής τάξης. Υπάρχει μια ευμεγέθης ψευδο-αστική και αστική τάξη Βοριεοαφρικανικής προέλευσης στη Γαλλία – που μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως beurgeoisie (αστική τάξη προερχόμενη από Αραβικές χώρες)– αλλά δεν υπάρχουν πουθενά αναγνωρίσιμες περιοχές της μεσαίας τάξης των beur Βορειοαφρικανών.[17]

Εν ολίγοις, οι φθίνουσες περιοχές της κατώτερης τάξης της Ευρωπαϊκής μητρόπολης γίνονται όλο και πιο εθνικά ετερογενείς και λιγότερο πυκνές οργανωτικά∙ τα όρια τους είναι πορώδη κι απέτυχαν να σφυρηλατήσουν μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Κι από τις τέσσερις απόψεις, υπακούν σε μια κοινωνικοχωρική δυναμική ακριβώς αντίθετη από αυτή που παράγει ένα γκέτο. Γι’ αυτό τα αποκαλώ αντιγκέτο, μέσω της πρόκλησης που θέλω να απευθύνω στους θιασώτες της μοδάτης θέσης της «Αμερικανοποίησης» της Ευρωπαϊκής πόλης. Ύστερα από προσεκτική εξέταση, η γλώσσα της γκετοποίησης αποδεικνύεται θεμελιωδώς ακατάλληλη για να περιγράψει την αστική απομόνωση στη Δυτική Ευρώπη στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα.

resizedimage250189-63rdStreet_AddictionCorrected

Συμπέρασμα

Επιτρέψτε μου τώρα, σαν συμπέρασμα, να έρθω στο τελευταίο στοιχείο στην εξίσωση της αστικής απομόνωσης. Για να κατανοήσουμε τη λογική υποβαθμισμού στην Αμερικάνικη και Ευρωπαϊκή μητρόπολη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κριτήρια βάσει των οποίων πληθυσμοί διαχωρίζονται και σπρώχνονται στον πυθμένα του συστήματος διαστρωμάτωσης των χώρων που συνθέτουν την πόλη. Στις ΗΠΑ, ο εξορισμός σε γκέτο καθορίζεται από την εθνικότητα – δηλαδή, από αυτή την αλλόκοτη παραλλαγή της απαρνημένης εθνικότητας που κοινώς αποκαλούμε «φυλή» – και μεταγενέστερα μεταβλήθηκε σε τάξη (με την ανάδειξη του ντουέτου που σχηματίστηκε από το υπεργκέτο και το δορυφόρο της διαχωρισμένης μαύρης μεσαίας τάξης), και ευδιάκριτα εντάθηκε από το κράτος μέσω των οικονομικών, προνοιακών, εκπαιδευτικών, στεγαστικών και υγειονομικών πολιτικών του, όλες εκ των οποίων εργάζονται προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης των ανισοτήτων στην πόλη και της κατοχύρωσης της φτώχειας. Μπορούμε να αθροίσουμε αυτή τη δυναμική με τον αλγεβρικό τύπο: (E > Τ) x Κ που σημαίνει «η κοινωνικοχωρική απομόνωση καθορίζεται από έναν συνδυασμό όπου η εθνικότητα υπερτερεί της τάξης και πολλαπλασιάζεται από το κράτος». Αντίθετα, στη Δυτική Ευρώπη, η τάξη προηγείται της εθνικότητας στον καθορισμό του υποβιβασμού, και η περιθωριοποίηση είναι προστατεύεται σθεναρά κι εν μέρει μετριάζεται από το κράτος, μέσω ενός συνδυασμού καθολικής κοινωνικής προστασίας και στοχευμένων παρεμβάσεων που σκοπό έχουν να ελέγξουν την αστική μετάβαση, δίνοντας μας τον αλγεβρικό τύπο: (Τ > E) χ Κ.

Αυτό διευκρινίζει την πρώτη λέξη στον τίτλο της διάλεξής μου: «Σχεδιάζοντας την αστική απομόνωση στον εικοστό πρώτο αιώνα». Και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, αποδεικνύεται τελικά ότι ο μεγάλος αρχιτέκτονας της αστικής περιθωριοποίησης, λόγω παράλειψης ή ανάθεσης, είναι το κράτος. Το κράτος είναι ο παράγοντας που θέτει τις παραμέτρους σύμφωνα με τις οποίες η κατανομή των ανθρώπων, πηγών, και δραστηριοτήτων επιτελείται κατά μήκος του ανά δυο χώρου που περιγράφεται στο σχεδιάγραμμα της κοινωνικοχωρικής απομόνωσης. Μέσα από τα διάφορα προγράμματά του, από την πολεοδομία, τους δημοσιονομικούς κανονισμούς, τη δημοσιονομική πολιτική, και τις επενδύσεις υποδομής, μέχρι την εδαφικά διαφοροποιημένη πρόβλεψη για ουσιαστικά δημόσια αγαθά όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία, η πρόνοια, και η αστυνόμευση, το κράτος καθορίζει την έκταση της απόστασης μεταξύ της κορυφής και της βάσης της τάξης μέσα στην πόλη∙ τα οχήματα, τους δρόμους, και την ευκολία με την οποία αυτή η απόσταση μπορεί να διανυθεί∙ Και ποια είδη κοινωνικοχωρικής απομόνωσης βγάζουν ρίζες κι αναπτύσσονται (αν οι στερημένες και κακόφημες κατηγορίες θα μαντρωθούν σ’ ένα γκέτο, έναν εθνικό θύλακα, ή σε μια φτωχογειτονιά∙ πόσο μεγάλο είναι το σύστημα των φυλακών πόσο κλειστές κι απομονωμένες είναι οι περιοχές της ανώτερης τάξης, κλπ.). Μέσα από τη δομή και τις πολιτικές τους, μοτίβα δράσεων και μη, ο Λεβιάθαν καθορίζει την έκταση, εξάπλωση, και ένταση της περιθωριοποίησης στην πόλη. Αυτό υπονοεί ότι, στο βαθμό που συνεργάζονται για να διαμορφώσουν το δομημένο περιβάλλον, οι πολεοδόμοι και οι αρχιτέκτονες μετέχουν στην παραγωγή του χώρου της κοινωνικοχωρικής υποβάθμισης. Και θα εμπλακούν ακόμη περισσότερο στο σχεδιασμό της αστικής απομόνωσης καθώς οι προηγμένες κοινωνίες όλο και πιο πολύ στηρίζονται σε χωρικές «λύσεις» για κακοφορμισμένα κοινωνικά προβλήματα στη διττή μητρόπολη.[18]

Σημειώσεις

[1] Αυτή είναι μια συνοπτική κι αναθεωρημένη εκδοχή της έκτης διάλεξης Roth-Symonds και της εναρκτήριας ομιλίας στο Συμπόσιο για τους Χωρικούς Αναλφαβητισμούς, που ανακοινώθηκε στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Yale στις 27 Μαρτίου, 2009. Έχω αποκόψει πολλά διαφωτιστικά παραδείγματα και αναλυτικές παρεκβάσεις, αλλά διατήρησα την προφορική μορφή της ομιλίας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Iben Falconer και Όλγα Παντελίδου που ευγενικά στάθηκαν σαν οδηγοί μου στο σύντομο ταξίδι μου στη γη της αρχιτεκτονικής του Yale, και τον Jack Brough για την υπομονετική του βοήθεια στην προετοιμασία αυτού του κειμένου, και τους Megan Comfort και Zach Levenson για καθυστερημένα αλλά οξύνοα σχόλια που βοήθησαν στη διευκρίνισή του.

[2] Για μια συζήτηση για το πρακτικό υπόβαθρο και τους θεωρητικούς στόχους αυτών των δυο βιβλίων, δείτε την ανακεφαλαίωση των αναλυτικών διασυνδέσεων τους στο Loïc Wacquant , “The Body, the Ghetto and the Penal State,” Qualitative Sociology 32, νο. 1 (Μάρτιος 2009): 101–29.

[3] Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης (δεύτερη έκδοση, 1989) αποδίδει έξι έννοιες στο ρήμα “to seclude”∙ οι δυο πρώτες εξυπηρετούν πολύ καλά το σκοπό μου: «Κλείνω εκτός, εγκλείω ή περιορίζω έτσι ώστε να αποτρέψω την πρόσβαση ή την επιρροή από έξω. Επίσης, εγκλείω ή περιορίζω (ένα υλικό αντικείμενο) σε ένα ξεχωριστό μέρος»∙ «Με μια ευρύτερη έννοια: Αποσύρω ή προφυλάσσω από τη δημόσια θέα∙ υπαναχωρώ από ευκαιρίες κοινωνικής συναναστροφής». Η σημασιολογική ευρύτητα του όρου εκτείνεται μέχρι την περίληψη των εννοιών του εξοστρακισμού και της απέλασης. Στα μεσαιωνικά μεσαία Αγγλικά, το ρήμα to seclude επίσης σήμαινε αποστερώ δικαιώματος, αποκλείω κάποιον από ένα προνόμιο ή την αξιοπρέπειά του.

[4] Edward J. Blakely και Mary Gail Snyder, Fortress America: Gated Communities in the United States (Washington, DC: Brookings Institution, 1999); Rowland Atkinson and Sarah Blandy, επ.,Gated Communities: International Perspectives (New York: Routledge, 2006).

[5] Allan H. Spear, Black Chicago: The Making of a Negro Ghetto, 1890–1920 (Chicago: University of Chicago Press, 1968); Gilbert Osofsky, Harlem: The Making of a Ghetto — Negro New York, 1890–1930, 2η έκδοση. (New York: Harper and Row, 1971); Kimberley L. Phillips, Alabama North: African-American Migrants, Community, and Working-Class Activism in Cleveland, 1915–1945(Urbana: University of Illinois Press, 1999).

[6] Η αναλογία υψώνεται στο επίπεδο της ομολογίας όταν κάποιος θυμάται ότι η φυλακή επινοήθηκε στο τέλος του δέκατου έκτου αιώνα όχι σαν μηχανισμός που τιμωρεί το έγκλημα αλλά σαν εργαλείο χαλιναγώγησης του αστικού περιθωρίου και για να ενσταλάξουν την ηθική της εργασίας στους «γεροδεμένους ζητιάνους» που απειλούσαν τη δημόσια τάξη και τις εργασιακές σχέσεις στην αναδυόμενη καπιταλιστική πόλη. Βλ. Pieter Spierenburg, The Prison Experience: Disciplinary Institutions and their Inmates in Early Modern Europe (New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1991).

[7] Loïc Wacquant , “Deadly Symbiosis: When Ghetto and Prison Meet and Mesh,” Punishment & Society 3, . 1 (Φθινόπωρο 2001): 95–133; Wacquant, Punishing the Poor, κεφάλαιο 6.

[8] Stephen Cornell, The Return of the Native: American Indian Political Resurgence (Oxford: Oxford University Press, 1988). Αυτή είναι επίσης η περίπτωση των ιθαγενών Κανάκ στη Νέα Καληδονία, ένα νησί του Νότιου Ειρηνικού που αποτέλεσε Γαλλική Αποικία κι όπου πραγματοποίησα τις πρώτες κοινωνιολογικές μου έρευνες στη δεκαετία του ’80, που αποτελεί τη μοναδική περίπτωση στην πρώην Γαλλική Αυτοκρατορία η οποία ανέπτυξε ένα διπλό σύστημα δικαίου και ιδιοκτησίας που υλοποιήθηκε με κτήματα/καταυλισμούς που υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Βλ. Claude Liauzu, επ., Dictionnaire de la colonisation française (Paris: Larousse, 2007).

[9] Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορούμε να μάθουμε γι’ αυτό το μέτωπο από τις προκλητικές έρευνες του ανθρωπολόγου Michel Agier που έχει ακολουθήσει τις δυναμικές της περιθωριοποίησης μελετώντας την «καταστροφή» της πόλης σε περιπτώσεις που κυμαίνονται από περιοχές κατώτερης τάξης σε παρακμή μέχρι τα γκέτο και τα στρατόπεδα προσφύγων απ’ όλο τον κόσμο και ατόμων που έχουν εκτοπισθεί σε τρεις ηπείρους. Βλ. Michel Agier, L’Invention de la ville: Banlieues, townships, invasions et favelas (Paris: Archives Contemporaines, 1999); Agier, Gérer les indésirables: Des camps de réfugiés au gouvernement humanitaire (Paris: Flammarion, 2008).

[10] Επιπλέον, οι περισσότερες μελέτες των κοινοτήτων των πυλών έχουν εκπονηθεί από πολεοδόμους κι ανθρωπολόγους, δυο επιστημονικοί κλάδοι των οποίων οι μεθοδολογικές τάσεις τους αναγκάζουν να απομονώνουν τα αντικείμενα τους από τις μεγαλοδομές τις εξουσίας.

[11] Wacquant, “Deadly Symbiosis.”

[12] Martin J. Murray, Taming the Disorderly City: The Spatial Landscape of Johannesburg After Apartheid (Ithaca: Cornell University Press, 2008); A.J. Christopher, The Atlas of Changing South Africa (New York: Routledge, 2001).

[13] Thomas Lee Philpott, The Slum and the Ghetto: Immigrants, Blacks, and Reformers in Chicago, 1880–1930 (New York: Oxford University Press, 1978); Stanley Lieberson, A Piece of the Pie: Blacks and White Immigrants Since 1880 (Berkeley: University of California Press, 1980).

[14] Βλ., για παράδειγμα, Joe William Trotter, Jr., επ., The Great Migration in Historical Perspective: New Dimensions of Race, Class, and Gender (Bloomington: Indiana University Press, 1991); Alferdteen Harrison, επ., Black Exodus: The Great Migration from the American South(Indianola, MI: University Press of Mississippi, 1992); James N. Gregory, The Southern Diaspora: How the Great Migrations of Black and White Southerners Transformed America (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2007).

[15] Βασικά συστατικά των συντηρητικών πολιτικών μετά τη δεκαετία του ’70 και στα προάστια και στην πόλη, όπως η εξέγερση κατά της φορολογίας, η ώθηση προς την ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, και η ζήτηση για σχολικά κουπόνια, καθιερώθηκαν μέσα στο χωνευτήρι της «λευκής φυγής» ως μια απόπειρα ενός ισχυρού κοινωνικοχωρικού κινήματος για να αντεπιτεθούν και να αντιστρέψουν ακόμη τις κατακτήσεις του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Βλ. Kevin M. Kruse,White Flight: Atlanta and the Making of Modern Conservatism (Princeton: Princeton University Press, 2007).

[16] Βλ. Jean-Marc Stébé, La Crise des banlieues: Sociologie des quartiers sensibles, 3η έκδοση (Paris: Presses Universitaires de France, 2007) για τη Γαλλία, και Sako Musterd, Alan Murie, και Christian Kesteloot, επ., Neighbourhoods of Poverty: Urban Social Exclusion and Integration in Comparison (London: Palgrave Macmillan, 2006), για την Ευρώπη γενικότερα.

[17] Catherine Wihtol de Wenden and Rémy Leveau, La Beurgeoisie (Paris: CNRS Editions, 2007). Παραγόμενος από την αντιστροφή της λέξης arabe στην αργκό, ο όρος beur χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ζωή και στη δημόσια συζήτηση για να προσδιορίσει του Γάλλους Μαροκινής καταγωγής (αν και πολλοί από αυτούς τον βρίσκουν προσβλητικό και τον απορρίπτουν).

[18] Για ένα διαφωτιστικό παράδειγμα, διαβάστε τον απολογισμό του Fairbanks του έργου της ανεπίσημης οικονομίας ανόρθωσης σπιτιών για ναρκομανείς κι αλκοολικούς μέσα στην καρδιά της πόλης της Φιλαδέλφεια σαν ένας «νέος τρόπος περιορισμού που αναμιγνύει κι αναταράσσει τους άπορους σε περιοχές εδαφικά συγκεντρωμένης φτώχειας» στην μεταπρονοιακή εποχή της νεοφιλελεύθερης μετάβασης. Robert P. Fairbanks, How It Works: Recovering Citizens in Post-Welfare Philadelphia (Chicago: University of Chicago Press, 2009), 268.

Ο Loïc Wacquant είναι καθηγητής κοινωνιολογίας και συνεργαζόμενος ερευνητής στο Earl Warren Legal Institute, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Berkeley
Αναδημοσίευση από: http://www.re-public.gr/?p=2517

Ένας πρακτικός οδηγός ουτοπίας για την επερχόμενη κατάρρευση

Zoo-Project_Tunisia_Apr11_6_u_1000
του David Graeber
Τι είναι μια επανάσταση;
Τι είναι μια επανάσταση; Αυτό που νομίζαμε ότι ξέραμε. Οι επαναστάσεις ήταν πραξικοπήματα από λαϊκές δυνάμεις με στόχο τον μετασχηματισμό της ίδιας της φύσης του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, σύμφωνα συνήθως με κάποιο όραμα για μια δίκαιη κοινωνία. Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή όπου αν οι αντάρτες έρθουν να σαρώσουν μια πόλη ή μαζικές εξεγέρσεις ανατρέψουν έναν δικτάτορα είναι απίθανο να υπάρξουν τέτοιου τύπου επιπτώσεις. Όταν συμβεί κάποιος ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός –όπως, ας πούμε, η άνοδος του φεμινισμού– είναι πιθανό να λάβει μια εντελώς διαφορετική μορφή. Δεν είναι ότι τα επαναστατικά όνειρα δεν βρίσκονται εκεί έξω, αλλά οι σύγχρονοι επαναστάτες σπάνια πιστεύουν ότι μπορούν γίνουν ένα σύγχρονο ισοδύναμο της εφόδου στη Βαστίλη. Σε στιγμές όπως αυτή, αξίζει γενικώς να πάμε πίσω στην ιστορία και να αναρωτηθούμε: ήταν ποτέ οι επαναστάσεις πραγματικά αυτό που νομίζαμε ότι είναι; Για μένα, ο άνθρωπος ο οποίος έχει θέσει πιο αποτελεσματικά την ερώτηση είναι ο Ιμμάνιουελ Βαλερστάιν. Ισχυρίζεται ότι για το τελευταίο περίπου τέταρτο της χιλιετίας οι επαναστάσεις αποτελούν πρωταρχικά τους ανά τον κόσμο μετασχηματισμούς της πολιτικής κοινής λογικής.
Ήδη, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, ο Βαλερστάιν επισημαίνει ότι υπήρχε μια ενιαία παγκόσμια αγορά, καθώς και ένα ολοένα και περισσότερο ενιαίο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, κυριαρχούμενο από τις τεράστιες αποικιακές αυτοκρατορίες. Ως εκ τούτου, η έφοδος στη Βαστίλη, στο Παρίσι θα μπορούσε κάλλιστα να έχει επιπτώσεις για τη Δανία ή ακόμα και για την Αίγυπτο, τόσο ριζικές όσο στην ίδια την Γαλλία. Ως εκ τούτου, μιλά για την «παγκόσμια επανάσταση του 1789», που την ακολούθησε η «παγκόσμια επανάσταση του 1848», χρονιά κατά την οποία ξεσπούν επαναστάσεις σχεδόν ταυτόχρονα σε 50 χώρες, από τη Βλαχία μέχρι τη Βραζιλία. Αυτές οι επαναστάσεις σε καμιά περίπτωση δεν πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία, αλλά, αργότερα, οι θεσμοί που εμπνεύστηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση –κυρίως τα παγκόσμια συστήματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης– τέθηκαν σε εφαρμογή λίγο πολύ παντού. Παρομοίως, η Ρωσική Επανάσταση του 1917 ήταν μια παγκόσμια επανάσταση που τελικά ήταν υπεύθυνη τόσο για το New Deal και τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας, όσο και για τον σοβιετικό κομμουνισμό. Η τελευταία στη σειρά ήταν η παγκόσμια επανάσταση του 1968 –η οποία, όπως και του 1848, ξέσπασε σχεδόν παντού, από την Κίνα μέχρι το Μεξικό, χωρίς την κατάληψη της εξουσίας, αλλά παρόλα αυτά άλλαξε τα πάντα. Αυτή ήταν μια επανάσταση ενάντια στις κρατικές γραφειοκρατίες και στο μη διαχωρισμό της ατομικής και πολιτικής απελευθέρωσης, της οποίας η πιο επικρατούσα κληρονομιά θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η γέννηση του σύγχρονου φεμινισμού.
Ως εκ τούτου, οι επαναστάσεις είναι κάτι παραπάνω από πλανητικά φαινόμενα. Αυτό που πραγματικά κάνουν είναι να μετασχηματίζουν τις βασικές παραδοχές σχετικά με το τι τελικά είναι πολιτική. Στον απόηχο της επανάστασης, ιδέες που είχαν θεωρηθεί ως πραγματικά τρελές και περιθωριακές γίνονται αποδεκτές στην τρέχουσα συζήτηση. Πριν από την Γαλλική Επανάσταση, οι ιδέες ότι η αλλαγή είναι καλή, ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ο κατάλληλος τρόπος για να τη διαχειριστεί και ότι οι κυβερνήσεις αντλούν την εξουσία τους από μια οντότητα που ονομάζεται «λαός» θεωρήθηκαν περιθωριακές και θα μπορούσε κάποιος να τις ακούσει μόνο από εκκεντρικούς και δημαγωγούς ή στην καλύτερη των περιπτώσεων από μια χούφτα ελεύθερα σκεπτόμενων διανοουμένων οι οποίοι περνούσαν το χρόνο τους συζητώντας στις καφετέριες. Μια γενιά αργότερα, ακόμα και οι πιο σχολαστικοί δικαστές, ιερείς και διευθυντές έπρεπε υποκριτικά τουλάχιστον να σεβαστούν αυτές τις ιδέες.
Μέχρι το 1968, οι περισσότερες παγκόσμιες επαναστάσεις εισήγαγαν πραγματικά πρακτικές βελτιώσεις: ένα διευρυμένο προνόμιο αποκλειστικής διάθεσης αγαθών, καθολική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κράτος πρόνοιας. Αντίθετα, η παγκόσμια επανάσταση του 1968 –τι κι αν πήρε τη μορφή που πήρε στην Κίνα, μιας εξέγερσης φοιτητών και νέων στελεχών που υποστήριζαν την έκκληση του Μάο για μια Πολιτιστική Επανάσταση, ή στο Μπέρκλεϋ και τη Νέα Υόρκη, όπου υπήρξε μια συμμαχία φοιτητών, περιθωριακών στοιχείων και πολιτιστικών ανταρτών, ή ακόμα και στο Παρίσι, όπου υπήρξε μια συμμαχία φοιτητών και εργατών –ήταν μια εξέγερση ενάντια στην γραφειοκρατία, τον κομφορμισμό ή σε οτιδήποτε εγκλώβιζε τη φαντασία του ανθρώπου, ένα σχέδιο για την επαναστατικοποίηση όχι μόνο της πολιτικής ή οικονομικής ζωής, αλλά κάθε πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επαναστάτες δεν προσπάθησαν καν να καταλάβουν την κρατική εξουσία και θεωρούσαν την ίδια την ιδέα ως προβληματική.
Στις μέρες μας, είναι της μόδας να θεωρούμε τα κοινωνικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του ΄60 ως μια ντροπιαστική αποτυχία. Αναφορικά με αυτήν την άποψη μπορεί να γίνει μια υπόθεση. Είναι αληθές ότι σε πολιτικό επίπεδο ο άμεσα ωφελημένος κάθε εκτεταμένης αλλαγής στην κοινή πολιτική λογική ήταν η πολιτική Δεξιά. Πάνω απ’ όλα, τα κινήματα της δεκαετίας του ΄60 επέτρεψαν την μαζική αναβίωση των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς που είχε εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό από τον 19ο αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια γενιά που, ως έφηβοι, έκανε την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα ήταν οι ίδιοι που, στα σαράντα τους χρόνια, ήταν πρωτεργάτες της εισαγωγής του καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του ΄80, η «ελευθερία» είχε φτάσει να σημαίνει «αγορά» και «αγορά» είχε φτάσει να είναι συνώνυμη του καπιταλισμού – ακόμα και, κατά ειρωνεία της τύχης, σε κάποια μέρη όπως στην Κίνα, η οποία είχε γνωρίσει αναπτυγμένες αγορές για χιλιάδες χρόνια, αλλά σπανίως κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καπιταλισμός.
Οι ειρωνείες δεν έχουν τέλος. Ενώ η νέα ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς πλαισιώνεται πάνω απ’ όλα ως μια απόρριψη της γραφειοκρατίας, στην πραγματικότητα είναι υπεύθυνη για το πρώτο σύστημα διοίκησης το οποίο έχει λειτουργήσει σε πλανητική κλίμακα, με ατελείωτες διαστρωματώσεις δημόσιων και ιδιωτικών γραφειοκρατιών: το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΠΟΕ, συνδικαλιστικές οργανώσεις, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πολυεθνικές, ΜΚΟ. Αυτό ακριβώς είναι το σύστημα το οποίο έχει επιβάλει την ορθόδοξη άποψη της ελεύθερης αγοράς και έφερε τον κόσμο αντιμέτωπο με την χρηματοοικονομική λεηλασία, υπό την άγρυπνη φροντίδα των αμερικανικών όπλων. Μόνο αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η πρώτη προσπάθεια για αναδημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος, το Παγκόσμιο Κίνημα Δικαιοσύνης που άνθισε μεταξύ 1998 και 2003, ήταν ουσιαστικά μια εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία της τεράστιας πλανητικής γραφειοκρατίας.
p12
Μελλοντική στάση
Εκ των υστέρων, όμως, πιστεύω ότι οι μετέπειτα ιστορικοί θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η κληρονομιά της επανάστασης της δεκαετίας του ΄60 ήταν βαθύτερη και ο θρίαμβος των καπιταλιστικών αγορών και των διαφόρων πλανητικών διοικήσεων και επιβολών ήταν στην πραγματικότητα εφήμερος.
Θα πάρω ένα προφανές παράδειγμα. Συχνά ακούει κάποιος ότι οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν τελικώς μια αποτυχία, από τη στιγμή που δεν επιτάχυναν σημαντικά την απόσυρση των ΗΠΑ από την Ινδοκίνα. Αλλά αργότερα, αυτοί που είχαν τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ήταν τόσο ανήσυχοι σχετικά με το να έρθουν αντιμέτωποι με μια παρόμοια λαϊκή αναταραχή που αρνήθηκαν να συμπράξουν με τις αμερικανικές δυνάμεις σε κάθε σημαντική εδαφική σύγκρουση, για περίπου 30 χρόνια. Χρειάστηκε η 11η Σεπτεμβρίου για να ξεπεραστεί πλήρως το περιβόητο «Σύνδρομο του Βιετνάμ» και ακόμη και τότε οι σχεδιαστές του πολέμου προσπάθησαν σχεδόν με εμμονή να εξασφαλίσουν ότι οι πόλεμοι ήταν μια αποτελεσματική απάντηση. Η προπαγάνδα ήταν αδιάκοπη, τα μέσα ενημέρωσης ανέλαβαν δράση και ειδικοί παρείχαν ακριβείς υπολογισμούς σε πτώματα….
Σαφώς, το αντιπολεμικό κίνημα τη δεκαετία του ΄60 που εξακολουθεί να κρατά δεμένα τα χέρια των αμερικανικών στρατιωτικών σχεδιαστών το 2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί μια αποτυχία. Αλλά θέτει μια ενδιαφέρουσα ερώτηση: Τι συμβαίνει όταν η δημιουργία αυτής της αίσθησης αποτυχίας, της πλήρους αναποτελεσματικότητας της πολιτικής δράσης ενάντια στο σύστημα γίνεται ο κυρίαρχος στόχος των κυβερνώντων; Ήταν η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό όταν συμμετείχα στις δράσεις ενάντια στο ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, το 2002. Όταν φτάσαμε στην αχίλλειο πτέρνα της 11/9, ήμασταν συγκριτικά λίγοι και αναποτελεσματικοί, ο αριθμός των αστυνομικών δυνάμεων ήταν συντριπτικός. Δεν υπήρχε καμιά αίσθηση ότι θα μπορούσαμε να επιτύχουμε την ακύρωση των συναντήσεων. Πολλοί από εμάς έφυγαν έχοντας ένα αίσθημα κατάθλιψης. Λίγες μέρες αργότερα, όταν συζητούσα με κάποιον ο οποίος είχε φίλους που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις, έμαθα ότι όντως τους εμποδίσαμε: η αστυνομία έθεσε σε εφαρμογή αυστηρά μέτρα ασφάλειας, ακυρώνοντας τις συνεδριάσεις και οι περισσότερες συναντήσεις έγιναν στην πραγματικότητα μέσω διαδικτύου. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι ήταν προτιμότερο οι διαδηλωτές να αποχωρήσουν με ένα αίσθημα αποτυχίας, παρά να γίνουν οι συνεδριάσεις του ΔΝΤ… Τι θα συμβεί αν αυτοί που κυβερνούν σήμερα έχουν εμμονή με την προοπτική επαναστατικών κοινωνικών κινημάτων τα οποία, για μια ακόμη φορά, αμφισβητούν την κυρίαρχη κοινή λογική;
Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα τελευταία 30 χρόνια έχουν γίνει γνωστά ως η εποχή του νεοφιλελευθερισμού –αυτού που κυριαρχούσε ως μια αναβίωση του παλιού εγκαταλελειμμένου συστήματος ηθικών αξιών του 19ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο οι ελεύθερες αγορές και η ανθρώπινη ελευθερία ήταν, σε γενικές γραμμές, το ίδιο. Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται πάντα σε ένα θεμελιώδες παράδοξο. Διακηρύσσει ότι οι οικονομικές επιταγές πρόκειται να έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων. Η ίδια η πολιτική είναι απλώς ένα ζήτημα δημιουργίας των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας, επιτρέποντας στη μαγεία της αγοράς να κάνει τη δουλειά της. Όλες οι άλλες ελπίδες και τα όνειρα πρόκειται να θυσιαστούν για τον πρωταρχικό στόχο της οικονομικής παραγωγικότητας. Αλλά η παγκόσμια οικονομική απόδοση κατά τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξε αναμφισβήτητα μια μετριότητα. Με μια ή δυο θεαματικές εξαιρέσεις, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι αρκετά χαμηλοί. Σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, το πρόγραμμα ήταν ήδη μια κολοσσιαία αποτυχία ακόμα και πριν την κατάρρευση του 2008.
Από την άλλη πλευρά, αν σταματήσουμε να λαμβάνουμε υπόψη το λόγο των παγκόσμιων ηγετών και αντ’ αυτού σκεφτούμε το νεοφιλελευθερισμό ως ένα πολιτικό σχέδιο, ξαφνικά φαίνεται θεαματικά αποτελεσματικό. Οι πολιτικοί, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι γραφειοκράτες του εμπορίου, κλπ οι οποίοι συναντιούνται συχνά σε συνόδους κορυφής, όπως το Νταβός ή το G20, ίσως να έχουν κάνει κακή δουλειά δημιουργώντας μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη μας, αλλά έχουν πετύχει στο να πείσουν τον κόσμο ότι ο καπιταλισμός – και όχι απλώς ο καπιταλισμός, αλλά συγκεκριμένα ο χρηματιστικοποιημένος, ημι-φεουδαρχικός καπιταλισμός που συμβαίνει να έχουμε σήμερα – είναι το μόνο βιώσιμο οικονομικό σύστημα. Αν το σκεφτείτε αυτό, είναι ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα.
PAG18
Η ακύρωση του χρέους θα μπορούσε να είναι μια τέλεια επαναστατική απαίτηση
Πως θα αποδεσμευτούμε από αυτό; Η στροφή προς τα κοινωνικά κινήματα είναι σαφώς μέρους αυτού. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορούν οι εναλλακτικές ή όποιος προτείνει εναλλακτικές να βιώσουν την εμπειρία της επιτυχίας. Αυτό διευκολύνει να εξηγήσουμε την σχεδόν ασύλληπτη επένδυση στα «συστήματα ασφάλειας» του ενός ή του άλλου είδους: το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που στερούνται σοβαρού αντιπάλου, ξοδεύουν περισσότερα για τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών από αυτά που ξόδευαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μαζί με την εκπληκτική συγκέντρωση ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας, υπηρεσιών πληροφοριών, αστυνομικών, φυλάκων και μισθοφόρων. Έπειτα, υπάρχουν και τα όργανα προπαγάνδας, μαζί με τη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης που δεν υπήρχε πριν τη δεκαετία του ΄60. Αυτά τα συστήματα δεν επιτίθενται τόσο άμεσα στους διαφωνούντες, αλλά συνεισφέρουν σε ένα μόνιμο κλίμα φόβου, σοβινιστικής συμμόρφωσης, ανασφάλειας και καθαρής απελπισίας που κάνει οποιαδήποτε σκέψη αλλαγής του κόσμου να φαίνεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, αυτά τα συστήματα ασφάλειας είναι επίσης υπερβολικά ακριβά. Μερικοί οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού έχει εμπλακεί σε εργασίες φύλαξης. Από οικονομική άποψη, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πειθαρχικής μηχανής είναι εντελώς άχρηστο.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες οικονομικές καινοτομίες των τελευταίων 30 χρόνων είχαν νόημα περισσότερο πολιτικά, παρά οικονομικά. Ο περιορισμός της ελάχιστης εγγυημένης εργασιακής ζωής δεν δημιουργεί πραγματικά ένα πιο αποτελεσματικό εργατικό δυναμικό, αλλά είναι υπερβολικά αποτελεσματικός στο να διαλύει τα συνδικάτα ή αλλιώς να αποπολιτικοποιεί την εργασία. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τις συνεχώς αυξανόμενες ώρες εργασίας. Κανένας δεν έχει χρόνο για πολιτική δραστηριοποίηση αν δουλεύει 60 ώρες τη βδομάδα. Οπότε, υπάρχει μια δυνατότητα μεταξύ μιας επιλογής που κάνει τον καπιταλισμό να φαίνεται ως το μόνο εφικτό οικονομικό σύστημα και μιας άλλης, που θα έκανε πραγματικά τον καπιταλισμό ένα πιο βιώσιμο οικονομικό σύστημα.
Ο νεοφιλελευθερισμός σημαίνει ότι πάντα επιλέγουμε την πρώτη. Το συλλογικό αποτέλεσμα είναι μια αμείλικτη εκστρατεία ενάντια στην ανθρώπινη φαντασία. Ή, για ναι είμαστε πιο ακριβείς: απέναντι στην φαντασία, την επιθυμία, την ατομική δημιουργικότητα, όλα αυτά τα πράγματα που ήταν απελευθερωμένα στην τελευταία μεγάλη παγκόσμια επανάσταση. Αναφερόμαστε στη δολοφονία των ονείρων, την επιβολή ενός καθεστώτος απελπισίας, σχεδιασμένο να φιμώνει κάθε έννοια εναλλακτικού μέλλοντος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι να βάζουμε σχεδόν όλες τις προσπάθειές τους σε ένα πολιτικό καλάθι και να βρισκόμαστε στην περίεργη κατάσταση να παρακολουθούμε το καπιταλιστικό σύστημα να καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, τη στιγμή που ο καθένας έβγαζε τελικά το συμπέρασμα ότι κανένα άλλο σύστημα δεν θα ήταν εφικτό.
Βρίσκοντας λύση, επιβραδύνοντάς το
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όταν προκαλείς τη συμβατική σοφία –ότι το σημερινό οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι το μόνο δυνατό– η πρώτη αντίδραση που είναι πιθανόν να έχεις είναι μια απαίτηση για ένα λεπτομερές αρχιτεκτονικό σχέδιο του τρόπου που ένα εναλλακτικό σύστημα θα μπορούσε να λειτουργεί, υπό το καθεστώς των φυσιολογικών χρηματοοικονομικών εργαλείων του, τον ενεργειακό εφοδιασμό και τις πολιτικές της αποτυχημένης διατήρησης. Στη συνέχεια, είναι πιθανόν να σου ζητηθεί ένα λεπτομερές πρόγραμμα για τον τρόπο που αυτό το σύστημα θα μπορέσει να τεθεί σε εφαρμογή. Αυτό ιστορικά είναι γελοίο. Πότε συνέβη κοινωνική αλλαγή σύμφωνα με το σχέδιο κάποιου; Είναι σαν ένας μικρός κύκλος οραματιστών στην αναγεννησιακή περίοδο στην Φλωρεντία να σκέφτηκε κάτι το οποίο αποκάλεσαν «καπιταλισμό», υπολογίζοντας τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο οι αγορές συναλλάγματος και τα εργοστάσια θα λειτουργούσαν κάποια μέρα και τότε να έθεταν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα για να κάνει τα οράματά τους πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ήταν τόσο παράλογη που ίσως κάλλιστα μπορούμε να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας πως μας ήρθε να φανταστούμε τον τρόπο που αυτή η αλλαγή πρόκειται να ξεκινήσει. Αυτό δεν είναι για να πούμε ότι δεν υπάρχει κάτι λάθος με τα ουτοπικά οράματα ή τα σχέδια. Απλώς πρέπει να μένουν στη θέση τους.
Ο θεωρητικός Michael Albert έχει εκπονήσει ένα λεπτομερές σχέδιο για τον τρόπο με τον οποίον μια σύγχρονη οικονομία θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς χρήματα σε μια δημοκρατική, συμμετοχική βάση. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό κατόρθωμα όχι επειδή θεωρώ ότι αυτό ακριβώς το μοντέλο θα μπορούσε ποτέ να θεμελιωθεί, στην ακριβή μορφή που αυτός το περιγράφει, αλλά επειδή καθιστά αδύνατο να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Παρόλα αυτά, τέτοιου τύπου μοντέλα μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως πειράματα. Δεν μπορούμε πραγματικά να αντιληφθούμε τα προβλήματα που θα προκύψουν όταν αρχίσουμε να οικοδομούμε μια ελεύθερη κοινωνία. Αυτά που σήμερα εμφανίζονται ως τα πιο ακανθώδη προβλήματα ίσως να μην είναι καθόλου προβλήματα και άλλα που ποτέ δεν θεωρούσαμε προβλήματα ίσως αποδειχθούν διαβολικά δύσκολα. Υπάρχουν αναρίθμητοι άγνωστοι παράγοντες. Η τεχνολογία είναι ο πιο προφανής. Αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο παράλογο να φανταστούμε τους ακτιβιστές της ιταλικής Αναγέννησης να βρίσκουν ένα μοντέλο για μια αγορά συναλλάγματος και εργοστασίων. Αυτό ίσως εξηγεί, για παράδειγμα, γιατί τόσα πολλά από τα συναρπαστικά οράματα μιας αναρχικής κοινωνίας έχουν περιγραφεί από συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (Ursula K. Le Guin, Starhawk, Kim Stanley Robinson). Στο μυθιστόρημα, παραδέχεσαι τουλάχιστον ότι η τεχνολογική πτυχή είναι μια εικασία.
Δεν ενδιαφέρομαι τόσο για την απόφαση του είδους του οικονομικού συστήματος που θα έπρεπε να έχουμε σε μια ελεύθερη κοινωνία όσο για τη δημιουργία των μέσων με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να λάβουν οι ίδιοι τέτοιες αποφάσεις. Πως θα έμοιαζε ίσως η επανάσταση για την κοινή λογική; Δεν γνωρίζω, αλλά μπορώ να σκεφτώ οποιονδήποτε αριθμό μερών συμβατικής σοφίας που σίγουρα χρειάζεται να προκαλέσουμε εάν πρόκειται να δημιουργήσουμε οποιοδήποτε είδος βιώσιμη ελεύθερης κοινωνίας. Το έχω ήδη αναλύσει – τη φύση του χρήματος και του χρέους – λεπτομερώς σε ένα πρόσφατο βιβλίο. Πρότεινα ακόμα μια επέτειο χρέους, μια γενική ακύρωση, εν μέρει μόνο για να επαναφέρουμε τη θέση ότι το χρήμα είναι μόνο ένα ανθρώπινο προϊόν, μια σειρά από υποσχέσεις και ότι από τη φύση του μπορεί πάντα να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Παρομοίως, η εργασία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Υποβάλλοντας κάποιος τον εαυτό του στην εργασιακή πειθαρχία – επίβλεψη, έλεγχο, ακόμα και αυτο-έλεγχο των φιλόδοξων αυτο-απασχολούμενων – αυτό δεν τον κάνει έναν καλύτερο άνθρωπο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ίσως τον κάνει χειρότερο. Είναι μια ατυχία που υφίσταται και στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι πολλές φορές αναγκαία. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο όταν απορρίψουμε την ιδέα ότι τέτοιου τύπου εργασία είναι ιδία ενάρετη και έτσι μπορούμε να ξεκινήσουμε να θέτουμε το ερώτημα τι είναι ενάρετο σχετικά με την εργασία. Στο οποίο η απάντηση είναι προφανής. Η εργασία είναι ενάρετη εάν βοηθά τους άλλους. Μια επαναδιαπραγμάτευση του ορισμού της παραγωγικότητας θα πρέπει να διευκολύνει το να φανταστούμε εκ νέου την ίδια τη φύση της εργασίας, από τη στιγμή, που μεταξύ άλλων, αυτό θα σημαίνει ότι η τεχνολογική ανάπτυξη θα επανακατευθυνθεί λιγότερο προς τη δημιουργία ακόμα περισσότερων καταναλωτικών προϊόντων και την ολοένα και πιο πειθαρχημένη εργασία και θα στραφεί προς την ολοκληρωτική εξάλειψη αυτών των μορφών εργασίας.
Αυτό που θα έχει απομείνει είναι το είδος της εργασίας που μόνο τα ανθρώπινα όντα θα μπορούν να κάνουν: εκείνες οι μορφές της εργασίας που βασίζονται στην φροντίδα και τη βοήθεια. Αυτές που είναι στο κέντρο της κρίσης και έφεραν στο προσκήνιο το κίνημα «Occupy Wall Street». Τι θα συνέβαινε αν σταματούσαμε να λειτουργούμε ωσάν η αρχέγονη μορφή εργασίας είναι η δουλειά σε μια γραμμή παραγωγής και αντ’ αυτού ξεκινούσαμε από μια μητέρα, έναν δάσκαλο; Ίσως αναγκαζόμασταν να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική δραστηριότητα της ανθρώπινης ζωής δεν είναι να συνεισφέρει σε αυτό που αποκαλούμε «οικονομία» (μια ιδέα που δεν υπήρχε 300 χρόνια πριν), αλλά το γεγονός ότι όλοι είμαστε και πάντα ήμασταν έργα αμοιβαίας δημιουργίας.
pag90
Είναι σαν οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ να ηττήθηκαν τελικά από το φάντασμα του Abbie Hoffman.
Αυτή τη στιγμή, ίσως η πιο επιτακτική ανάγκη είναι απλώς να επιβραδύνουμε τις μηχανές παραγωγικότητας. Αυτό που λέμε ίσως είναι παράξενο –η σπασμωδική μας αντίδραση σε κάθε κρίση είναι να υποθέσουμε ότι η λύση για τον καθένα βρίσκεται στο να εργαστεί ακόμα περισσότερο, αν και ασφαλώς, αυτού του είδους η αντίδραση είναι πραγματικά ακριβώς το πρόβλημα – αλλά αν σκεφτεί κανείς συνολικά την κατάσταση στον κόσμο, το συμπέρασμα είναι προφανές. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυο άλυτα προβλήματα. Από τη μια πλευρά είμαστε μάρτυρες μιας ατέλειωτης σειράς παγκόσμιων κρίσεων χρέους, που έχουν γίνει αυξητικά ολοένα και πιο σοβαρές από τη δεκαετία του ΄70, σε σημείο όπου η συνολική επιβάρυνση του χρέους – κρατικών, δημοτικών, επιχειρηματικών, ατομικών – είναι προφανώς μη βιώσιμη. Από την άλλη, έχουμε μια οικολογική κρίση, μια καλπάζουσα διαδικασία κλιματικής αλλαγής που απειλεί να ρίξει ολόκληρο τον πλανήτη στην ξηρασία, στις πλημμύρες, στο χάος, στην πείνα και στον πόλεμο. Μπορεί να φαίνονται άσχετα μεταξύ τους. Αλλά τελικά είναι το ίδιο. Τι είναι το χρέος τελικά αν όχι η υπόσχεση μελλοντικής παραγωγικότητας; Λέγοντας ότι τα παγκόσμια επίπεδα χρέους συνεχίζουν να αυξάνονται είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι τα ανθρώπινα όντα, ως μια συλλογικότητα, υπόσχονται ο ένας στον άλλον να παράγουν στο μέλλον έναν ακόμα μεγαλύτερο όγκο αγαθών και υπηρεσιών από αυτόν που δημιουργούν σήμερα. Αλλά ακόμη και τα τρέχοντα επίπεδα είναι εμφανώς μη βιώσιμα. Είναι ακριβώς αυτό που καταστρέφει τον πλανήτη με ένα συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Ακόμα και αυτοί που υπερασπίζονται το σύστημα αρχίζουν απρόθυμα να φτάνουν στο συμπέρασμα ότι ένα είδος μαζικής διαγραφής του χρέους είναι αναπόφευκτο. Γιατί μια πλανητική διαγραφή χρέους να μην έχει ως επακόλουθο μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας; Μια 4ωρη ημερήσια εργασία ή ίσως μια 5μηνη εγγυημένη διακοπή εργασία; Αυτό ίσως δεν θα σώσει μόνο τον πλανήτη, αλλά επίσης θα ξεκινήσει να αλλάζει τις βασικές αντιλήψεις μας για το τι ίσως πραγματικά δημιουργεί την αξία της εργασίας.
Η ηθική του χρέους και η ηθική της εργασίας είναι τα πιο ισχυρά ιδεολογικά όπλα στα χέρια εκείνων που κυβερνούν. Αυτός είναι και ο λόγος που προσκολλώνται σε αυτά ακόμα κι αν καταστρέφουν καθετί άλλο. Επίσης, αυτός είναι ο λόγος που μια διαγραφή χρέους θα αποτελέσει την τέλεια επαναστατική απαίτηση. Όλα αυτά ίσως φαίνονται πολύ μακρινά. Αυτή τη στιγμή, ο πλανήτης ίσως φαίνεται περισσότερο έτοιμος για μια σειρά από πρωτόγνωρες καταστροφές παρά για ένα είδος ηθικού και πολιτικού μετασχηματισμού που θα άνοιγε το δρόμο για έναν τέτοιο κόσμο. Αλλά αν υπάρχει μια δυνατότητα να αποφύγουμε αυτές τις καταστροφές, θα πρέπει να αλλάξουμε τον συνηθισμένο τρόπο σκέψης. Και, όπως αποκαλύπτουν τα γεγονότα του 2011, η εποχή των επαναστάσεων δεν έχει σε καμιά περίπτωση τελειώσει. Η ανθρώπινη φαντασία αρνείται πεισματικά να πεθάνει.
Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
Πρωτότυπο κείμενο: The Baffler No. 22

EDUARDO GALEANO, ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

fourthworldart3

Κλουβιά που ταξιδεύουν 

Ο δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερά του πλοία ”Βολταίρος” και ‘Ρουσό”.
Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα: ”Ψυχή”, ”Ευσπλαχνία”, ”Προφήτης Δαυίδ”, ”Ιησούς”, ”Άγιος Αντώνιος”, ”Άγιος Μιχαήλ”, ”Ιάκωβος”, ”Άγιος Φίλιππος”, ”Αγία Άννα”, ”Άμωμος Σύλληψη”.

Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες: ”Ελπίδα”, ”Ισότητα”, ”Φιλία”, ”Ήρωας”, ”Ουράνιο Τόξο”, ”Περιστέρι”, ”Αηδόνι”, ”Κολιμπρί”, ”Επιθυμία”, ”Αξιαγάπητη Ντέπυ”, ”Μικρή Πόλυ”, ”Αγαπημένη Σεσίλια”, ”Φρόνιμη Χάνα”. 

Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως ”Υποτέλεια”, και ”Φρουρός”.

Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δεν σήμαιναν σειρήνες, ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν ήταν ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από την μπόχα.

Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά βρισκόταν στοιβαγμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα νύχτα, ώστε να μην χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες.

Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. 

Κάθε πρωί, οι φύλακες πετούσαν τους μπόγους  στη θάλασσα.

 

naufragio1

Τα παιδιά της οδοιπορίας

Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών. 

Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοί τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αμερικής.

Δεν φεύγουν: τους αναγκάζουν. Κανείς δεν μεταναστεύει επειδή το θέλει. 

Από την Αφρική κι από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, την ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά. 

Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μία από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου. 

Απόσπασμα από βιβλίο του Eduardo Galeano, Καθρέφτες Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή (Εκδ. Πάπυρος)

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λέει η γνωστή ρήση, όμως ο Γκαλεάνο έχει θέσει ως προγραμματικό στόχο της συγγραφικής του πορείας να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν να γράψουν οι ηττημένοι, οι αφανείς, οι αδύναμοι, οι ”ελάσσονες”, αλλά και αυτοί που τόλμησαν στο πέρασμα των αιώνων να ορθώσουν το ανάστημά τους σε κάθε μορφή εξουσίας, να δώσει φωνή σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Στους Καθρέφτες ο Γκαλεάνο γράφει μια ”σχεδόν παγκόσμια ιστορία”, που ξεκινά από τους κοσμογονικούς μύθους και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και φτάνει μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Σε εξακόσια αφηγήματα-βινιέτες που αναπτύσσονται χρονολογικά αλλά και θεματικά, μιλά για τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή, για την ομορφιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, για τον πόλεμο, την φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και τον ρατσισμό, για τον επεκτατισμό και την αδηφαγία της Δύσης, για τη φύση και την καταστροφή της, για το ποδόσφαιρο και τα ΜΜΕ.

Με τους Καθρέφτες ο Εδουάρδο Γκαλεάνο προσφέρει ένα έργο ιστορίας και πολιτικού στοχασμού επιδιώκοντας να φέρει στο φως την άλλη όψη του κόσμου, να αναδείξει τις πολλαπλές πτυχές του ιστορικού βιώματος του ανθρώπου τις οποίες αποκρύπτουν οι επίσημες, εξουσιαστικές αφηγήσεις του ιστορικού παρελθόντος.

 
 

 

Loic Wacquant – Γκέτο και αντι-γκέτο: Μια ανατομία της νέας αστικής φτώχειας

images (1)Ο Loic Wacquant μιλά για το νέο του βιβλίο, Urban Outcasts, μία ανάλυση των μεταμορφώσεων των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών. Υποστηρίζει ότι τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης στη Γαλλία συγκροτούν, αυτό που ονομάζει, αντι-γκέτο: χώρους εθνικά ανομοιογενείς, με πορώδη σύνορα, φθίνοντες θεσμούς, και χωρίς μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα.

Στο Urban Outcasts (Απόβλητοι των πόλεων) κάνετε μια μεθοδική σύγκριση της εξέλιξης του μαύρου αμερικανικού γκέτο και της γαλλικής λαϊκής περιφέρειας ή banlieue,τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Γιατί επιχειρήσατε αυτή τη σύγκριση και τι αποκαλύπτει για το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της φτώχειας στην πόλη;

Loic Wacquant: Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε από τη σύγκλιση δύο σοκ, το πρώτο προσωπικό και το δεύτερο πολιτικό. Το προσωπικό σοκ ήταν η ανακάλυψη, από πρώτο χέρι, του μαύρου αμερικανικού γκέτο – ή αυτού που απέμεινε- όταν μετακόμισα στο Σικάγο κι έζησα για έξι χρόνια στην περιφέρεια της Νότιας Πλευράς της πόλης. Ερχόμενος από τη Γαλλία, σοκαρίστηκα από την ένταση της αστικής ερήμωσης, του φυλετικού διαχωρισμού, της κοινωνικής στέρησης και της βίας του δρόμου που συγκεντρώνονται σ’ αυτή την terra non grata , την οποία οι ‘απέξω’, συμπεριλαμβανομένων πολλών διανοουμένων, φοβούνται, αποφεύγουν και υποτιμούν.

images

Το πολιτικό σοκ ήταν ο διάχυτος ηθικός πανικός για τη γκετοποίηση στη Γαλλία και σ’ ένα μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1990, τα μέσα επικοινωνίας, οι πολιτικοί, ακόμη και κάποιοι ερευνητές, είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι οι εργατικές γειτονιές στις περιφέρειες ευρωπαϊκών πόλεων μετατρέπονταν σε γκέτο, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι η δημόσια συζήτηση και η κρατική πολιτική επαναπροσδιορίζονταν προς την καταπολέμηση της ανάπτυξης των λεγόμενων γκέτο, με βάση την αντίληψη ότι υπήρχε ‘αμερικανοποίηση’ της αστικής φτώχειας, δηλαδή ότι διακρινόταν από μια όλο και βαθύτερη εθνική διαίρεση, αυξανόμενο διαχωρισμό και αχαλίνωτη εγκληματικότητα.

Το άθροισμα αυτών των δυο σοκ γέννησε το ερώτημα που έδωσε ζωή σε μια δεκαετία έρευνας: υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών, και εάν όχι, τότε τι συμβαίνει; Και τι καθορίζει τη μεταμόρφωσή τους; Για να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις, μάζεψα στατιστικά στοιχεία και έκανα επιτόπια παρατήρηση σ’ ένα ρημαγμένο τμήμα της ‘Μαύρης Ζώνης’ του Σικάγο και σε ένα αποβιομηχανοποιημένο προάστιο της ‘Κόκκινης Ζώνης’ του Παρισιού, μεταξύ του αεροδρομίου του Ρουασί και της πρωτεύουσας. Επίσης, κατασκεύασα ξανά την ιστορική τροχιά τους, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη σ’ αυτές τις παρακμασμένες γειτονιές, στη δεκαετία του 1990, αν δεν λάβει υπόψη τον πλήρη κύκλο του εικοστού αιώνα, που σφραγίστηκε από την άνθιση και, στη συνέχεια, το τέλος της βιομηχανοποίησης τύπου Φορντ και κεΪνσιανού κράτους πρόνοιας.

Τι συνέβη λοιπόν στην αμερικανική Μαύρη Ζώνη και τη γαλλική Κόκκινη Ζώνη και κατά πόσο συγκλίνουν;

Loic Wacquant:Για την αμερικανική πλευρά έδειξα ότι, μετά τις ταραχές της δεκαετίας του 1960, το γκέτο των μαύρων εξερράγη ή, αν θέλετε, κατέρρευσε, λόγω της ταυτόχρονης σύμπτυξης της οικονομίας της αγοράς και της περιστολής του κοινωνικού κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα αστική μορφή που ονομάζω υπεργκέτο, η οποία χαρακτηρίζεται από διπλό αποκλεισμό με βάση τη φυλή και την τάξη και ενισχύεται από μια κρατική πολιτική που σχετίζεται με την υποχώρηση της πρόνοιας και την αστική εγκατάλειψη. Όταν λοιπόν μιλάμε για το αμερικανικό γκέτο, επιβάλλεται να το τοποθετούμε ιστορικά και να μην το συγχέουμε με το ‘κοινοτικό γκέτο’ της δεκαετίας του 1950 και τον απόγονο του τού τέλους του αιώνα. Το κοινοτικό γκέτο ήταν ένας κόσμος παράλληλος, ‘μια μαύρη πόλη μέσα στη λευκή’, όπως αναφέρουν οι αφρο-Αμερικανοί κοινωνιολόγοι St. Clair Drake και Horace Cayton,στο σπουδαίο βιβλίο τους Black Metropolis. Χρησίμευε ως δεξαμενή ανειδίκευτων εργατικών χεριών για τα εργοστάσια και ο πυκνός ιστός των οργανώσεών του αποτελούσε ένα είδος προστασίας έναντι της κυριαρχίας των λευκών. Με την από-βιομηχανοποίηση και τη μεταστροφή στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, το υπεργκέτο δεν έχει οικονομική λειτουργία και στερείται κοινοτικών οργανώσεων, τις οποίες υποκατέστησαν κρατικοί θεσμοί κοινωνικού ελέγχου. Είναι ένα εργαλείο σκέτου αποκλεισμού, ένα απλό δοχείο υποδοχής για τα στιγματισμένα τμήματα του μαύρου προλεταριάτου: τους άνεργους, τους αποδέκτες της πρόνοιας, τα εγκληματικά στοιχεία και τους συμμετέχοντες στην ανθούσα παραοικονομία.

banlieue-54

Σε ό, τι αφορά στη γαλλική πλευρά, αποδεικνύεται πως τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας και η αντίληψη πολιτικής κάνουν λάθος: οι περιφέρειες των χαμηλότερων τάξεων έχουν υποστεί μια διαδικασία εξαθλίωσης και σταδιακής αποσύνθεσης που τις απομάκρυνε από το πρότυπο του γκέτο. Το γκέτο είναι ένας εθνικά ομοιογενής θύλακας που περιλαμβάνει όλα τα μέλη μιας κατώτερης κατηγορίας και τους θεσμούς τους, αποτρέποντας την πρόκληση εντάσεων στην πόλη. Σήμερα, τα παρακμάζοντα banlieues είναι μικτά και, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει πιο ποικίλα από πλευράς εθνικής στρατολόγησης – περιλαμβάνουν συνήθως μια πλειοψηφία Γάλλων πολιτών και μετανάστες από δυο έως και τρεις ντουζίνες εθνικότητες. Η αυξανόμενη παρουσία αυτών των μεταναστών της μετα-αποικιακής εποχής οφείλεται στη μείωση του χωροταξικού διαχωρισμού τους : παλιότερα ήταν αποκλεισμένοι από τα δημόσια συγκροτήματα κατοικιών και επομένως πιο απομονωμένοι. Και οι κάτοικοι που ανέρχονται στην ταξική δομή μέσα απ’ το σχολείο, την αγορά εργασίας ή την επιχειρηματικότητα σπεύδουν να εγκαταλείψουν αυτές τις υποβαθμισμένες περιοχές.

Τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης έχουν επίσης χάσει τους περισσότερους από τους τοπικούς θεσμούς που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα (στο οποίο χρωστούν το υποκοριστικό τους), οργάνωναν τη ζωή γύρω από το τρίο του εργοστασίου, του συνδικάτου και της γειτονιάς κι έδιναν στον κόσμο συλλογική περηφάνια για την τάξη και την πόλη του. Η εθνική ανομοιογένεια, τα πορώδη σύνορα, η φθίνουσα θεσμική πυκνότητα και η ανικανότητα να δημιουργήσουν μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα έκαναν αυτές τις περιοχές το αντίθετο των γκέτο: είναι αντι-γκέτο.

Αυτό δεν συνάδει με την εικόνα που περιγράφουν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και οι ακτιβιστές που κινητοποιούνται γύρω από θέματα μετανάστευσης, φυλής και υπηκοότητας, ιδιαίτερα μετά το κύμα ταραχών που σάρωσε τα banlieues των χαμηλότερων τάξεων, τον Νοέμβριο του 2005.

Loic Wacquant:Αυτή είναι μια καλή απεικόνιση, μια καίρια συμβολή της κοινωνιολογίας στην πολιτική συζήτηση: μέσα από τη διαμόρφωση ιδεών και τη συστηματική παρατήρηση, φανερώνει τα αγεφύρωτα κενά- στη συγκεκριμένη περίπτωση την πλήρη αντίφαση- ανάμεσα στη δημόσια αντίληψη και την κοινωνική πραγματικότητα. Οι μετανάστες και τα παιδιά τους στη γαλλική πόλη έχουν μάλλον αναμιχθεί παρά διαχωριστεί. Το κοινωνικό προφίλ και οι ευκαιρίες τους έχουν μάλλον πλησιάσει εκείνες των γηγενών Γάλλων αντί να είναι διαφορετικές, ακόμη κι αν πλήττονται από υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Διαχέονται περισσότερο στο χώρο, αντί να συγκεντρώνονται. Και επειδή τώρα είναι πιο ‘ενσωματωμένοι’ στην εθνική ζωή και ανταγωνίζονται για τα συλλογικά αγαθά, τους βλέπουν ως απειλή και η ξενοφοβία διογκώνεται ανάμεσα στα γηγενή τμήματα της εργατικής τάξης που απειλούνται από μια καθοδική κινητικότητα.

Οι αστικές περιφέρειες στη Δυτική Ευρώπη δεν πάσχουν από γκετοποίηση αλλά από τη διάλυση της παραδοσιακής εργατικής τάξης, που οφείλεται στην ομαλοποίηση της μαζικής ανεργίας και τη διάδοση των αβέβαιων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, όπως και στον διασυρμό στη δημόσια συζήτηση. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση για τη ‘γκετοποίηση’ αποτελεί μέρος της συμβολικής δαιμονοποίησης των περιοχών των χαμηλότερων τάξεων, που γίνονται έτσι κοινωνικά ασθενέστερες και πολιτικά περιθωριοποιημένες.

bosquet-citc3a9

Το Urban Outcasts δείχνει ότι η θέση της ‘σύγκλισης’ μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής στο πρότυπο του μαύρου γκέτο είναι εμπειρικά λανθασμένη και πολιτικά παραπλανητική. Στη συνέχεια, αποκαλύπτει την ‘ανάδυση’ ενός νέου καθεστώτος αστικής φτώχειας κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, διαφορετικού από το καθεστώς των πενήντα χρόνων που προηγήθηκαν και το οποίο ήταν εδραιωμένο στη σταθερή βιομηχανική εργασία και το δίκτυ ασφαλείας του κεϊνσιανού κράτους. Αυτή η προωθημένη περιθωριοποίηση τροφοδοτείται από τον κατακερματισμό της μισθωτής εργασίας, τον επαναπροσδιορισμό της κρατικής πολιτικής μακριά από την κοινωνική προστασία και προς όφελος του καταναγκασμού της αγοράς και από τη γενικευμένη αναζωπύρωση της ανισότητας- είναι η περιθωριοποίηση που παράγει η νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Είναι αναγκασμένη να παραμείνει και να αναπτυχθεί, καθώς οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές κατάργησης των κανόνων στην οικονομία και εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών. Αυτή όμως η κοινωνική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από τη σπανιότητα και την αβεβαιότητα της εργασίας και τον μεταβαλλόμενο ρόλο του κράτους, καθίσταται πιο ασαφής από το εθνοποιημένο ιδίωμα της μετανάστευσης, τη διάκριση, και την ‘ανομοιότητα’. Πρόκειται, ασφαλώς, για πραγματικά ζητήματα, που δεν αποτελούν όμως την κινητήρια δύναμη πίσω από την περιθωριοποίηση της αστικής περιφέρειας στην Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, εξυπηρετούν την απόκρυψη του νέου κοινωνικού ζητήματος- την αβέβαιη εργασία και τις συνέπειές της στη διαμόρφωση του νέου αστικού προλεταριάτου του εικοστού πρώτου αιώνα.

Στο βιβλίο, υπογραμμίζετε τη συλλογική ταπείνωση που νιώθουν οι άνθρωποι που συνωστίζονται στα υπεργκέτο και τα αποβιομηχανοποιημένα banlieue. Οι κάτοικοι της Μαύρης Ζώνης έχουν χάσει τη φυλετική περηφάνια τους και οι αντίστοιχοί τους στην Κόκκινη Ζώνη έχουν χάσει την ταξική περηφάνια τους. Υποστηρίζετε ότι ο ‘εδαφικός στιγματισμός’ είναι η νέα διάσταση της αστικής περιθωριοποίησης στην Αμερική και στην Ευρώπη, στο έμπα του νέου αιώνα.

Loic Wacquant:Πράγματι, ένα από τα διακριτά χαρακτηριστικά της προωθημένης περιθωριοποίησης είναι το διάχυτο χωροταξικό στίγμα που απαξιώνει τους ανθρώπους που βρίσκονται παγιδευμένοι σε υποβαθμισμένες γειτονιές. Σε κάθε προωθημένη κοινωνία, ένας αριθμός αστικών περιοχών ή πόλεων έχουν γίνει εθνικά σύμβολα και συνώνυμα για όλα τα κακά της πόλης: το Clichy-sous-Bois (απ’ όπου ξεκίνησαν οι ταραχές του Νοεμβρίου 2005), στη Γαλλία, το Moss Side του Μάντσεστερ, στην Αγγλία, το Berlin-Neukoln στη Γερμανία, το South-Bronx στη Νέα Υόρκη κλπ. Αυτή η αυξανόμενη δυσφήμηση των υποβαθμισμένων περιοχών της μητρόπολης αποτελεί άμεση συνέπεια της πολιτικής εξασθένησης των Αφρο-αμερικανών στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών και της εργατικής τάξης στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

danchung372ready

Όταν μια περιοχή θεωρείται το ‘φρικτό μέρος’ της πόλης, όπου μόνο τα αποβράσματα της κοινωνίας μπορούν να ζήσουν, όταν το όνομά της είναι συνώνυμο με τη φαυλότητα και τη βία στη δημοσιογραφική και πολιτική συζήτηση, ο σπίλος αυτού του μέρους επικαλύπτει τα στίγματα της φτώχειας και της εθνότητας ( που σημαίνει ‘φυλή’ στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποικιακή καταγωγή στην Ευρώπη). Εδώ άντλησα από τις θεωρίες του Ervin Gofman και του δασκάλου μου Pierre Bourdieu για να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο η δημόσια ανυποληψία που πλήττει αυτές τις περιοχές κάνει τους κατοίκους να υποτιμούν τον εαυτό τους και διαβρώνει τους κοινωνικούς δεσμούς τους. Ως αντίδραση στη δυσφήμηση του χώρου, οι κάτοικοι ακολουθούν στρατηγικές αμοιβαίας αποστασιοποίησης και πλάγιας σπίλωσης. Αποσύρονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και αποχωρούν από τη γειτονιά (όταν έχουν επιλογή). Αυτές οι πρακτικές συμβολικής αυτοπροστασίας προβάλλουν μια προφητεία αυτό-εκπλήρωσης μέσω της οποίας οι αρνητικές απεικονίσεις του μέρους καταλήγουν να παράγουν σε αυτό την ίδια την πολιτιστική ανομία και τον κοινωνικό ατομικισμό που, σύμφωνα με τις απεικονίσεις αυτές, υπήρχαν ήδη εκεί.

la

Ο εδαφικός στιγματισμός δεν υπονομεύει μόνο την ικανότητα για συλλογικό προσδιορισμό ταυτότητας και δράση των οικογενειών των χαμηλότερων τάξεων, αλλά πυροδοτεί την προκατάληψη και τη διάκριση στους ‘απέξω’, όπως οι εργοδότες και οι δημόσιες γραφειοκρατίες. Οι νέοι της La Courneuve, της στιγματισμένης πόλης της Κόκκινης Ζώνης, στα περίχωρα του Παρισιού, που μελέτησα, παραπονιούνται διαρκώς ότι πρέπει να κρύβουν τη διεύθυνσή τους όταν ψάχνουν για δουλειά, όταν γνωρίζουν κορίτσια ή πηγαίνουν σε πανεπιστήμιο έξω απ’ την πόλη τους, προκειμένου να αποφύγουν αρνητικές αντιδράσεις φόβου ή απόρριψης. Η αστυνομία τούς μεταχειρίζεται πιο αυστηρά, όταν οι άνδρες της ανακαλύπτουν ότι προέρχονται από αυτή τη σπιλωμένη πόλη που θεωρείται φοβερό ’γκέτο’. Ο εδαφικός στιγματισμός είναι ένα ακόμη εμπόδιο στο δρόμο της κοινωνικοοικονομικής ενσωμάτωσης και της πολιτικής συμμετοχής.

Σημειώστε ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στη Λατινική Αμερική μεταξύ των κατοίκων των κακόφημων favelas της Βραζιλίας, των poblaciones της Χιλής και των villas miserias της Αργεντινής. Υποπτεύομαι ότι οι κάτοικοι της Villa del Bajo Flores, της La Cava ή της Villa de Retiro στο Μπουένος Άιρες γνωρίζουν με το παραπάνω τι είναι η ‘διάκριση της διεύθυνσης’. Αυτό το εδαφικό στίγμα συνδέεται με τις υποβαθμισμένες περιοχές της αργεντίνικης πόλης για τον ίδιο λόγο που ισχύει για το υπεργκέτο των Ηνωμένων Πολιτειών και τα αντι-γκέτο της Ευρώπης: τη συγκέντρωση σε αυτά των άνεργων, των άστεγων και των μεταναστών χωρίς χαρτιά, όπως και των κατώτερων τμημάτων του νέου αστικού προλεταριάτου που απασχολείται στην παραοικονομία των υπηρεσιών. Και η τάση των κρατικών ελίτ είναι να χρησιμοποιούν το χώρο ως ‘προπέτασμα’ για να αποφεύγουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στη μετατροπή της εργασίας.

mun

Αυτό το εδαφικό στίγμα δεν διευκολύνει τη μεταστροφή στο ποινικό κράτος και την εγκαθίδρυση της πολιτικής της ‘μηδενικής ανοχής’, που την παγκόσμια διάδοσή της αναλύσατε στο προηγούμενο βιβλίο σας Les prisons de la misèreCarceles de la Miseria;

Loic Wacquant:Η σπίλωση του χώρου δίνει στο κράτος αυξημένη ελευθερία να εφαρμόζει επιθετική πολιτική ελέγχου της νέας περιθωριοποίησης που μπορεί να πάρει τη μορφή διασποράς ή ανάσχεσης, ή ακόμη καλύτερα ενός συνδυασμού των δυο προσεγγίσεων. Διασπορά σημαίνει διασκορπισμός των φτωχών στο χώρο και ανάκτηση των εδαφών που παραδοσιακά καταλαμβάνουν, με το πρόσχημα ότι οι γειτονιές τους είναι κακές ‘απαγορευμένες περιοχές’ που απλώς δεν μπορούν να διασωθούν. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τη μαζική κατεδάφιση των δημόσιων οικιστικών συγκροτημάτων στην καρδιά του ιστορικού γκέτο της αμερικανικής μητρόπολης και των εξαθλιωμένων περιφερειών πολλών ευρωπαϊκών πόλεων. Χιλιάδες μονάδες τέτοιων κατοικιών καταστρέφονται μέσα στη νύχτα και οι κάτοικοί τους σκορπίζονται σε κοντινές περιοχές ή σε φτωχές συνοικίες, λίγο πιο μακριά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ‘το πρόβλημα λύθηκε’. Η διασπορά των φτωχών των πόλεων μπορεί να τους καθιστά λιγότερο ορατούς και λιγότερο ενοχλητικούς πολιτικά, αλλά δεν τους δίνει δουλειά ούτε τους εξασφαλίζει ένα βιώσιμο κοινωνικό στάτους.

Η δεύτερη τεχνική για την αντιμετώπιση της αύξησης της προωθημένης περιθωριοποίησης ακολουθεί την αντίθετη τακτική: αποσκοπεί στη συγκέντρωση και συγκράτηση της αναταραχής που δημιουργούν ο κατακερματισμός της εργασίας και η αποσταθεροποίηση της εθνικής (φυλετικής ή εθνικής) ιεραρχίας, απλώνοντας ένα γερό αστυνομικό δίκτυο γύρω από την υποβαθμισμένη γειτονιά και επεκτείνοντας τις φυλακές στις οποίες τα πλέον απείθαρχα στοιχεία εξορίζονται μόνιμα. Αυτή η ποινική ανάσχεση συνοδεύεται συνήθως στο μέτωπο της κοινωνικής πρόνοιας από μέτρα που έχουν στόχο να σπρώξουν τους αποδέκτες της δημόσιας βοήθειας στις κατώτερες χαραμάδες της παραοικονομίας των υπηρεσιών, υπό την ονομασία του ‘συστήματος εκπαίδευσης ανέργων’ (Περιγράφω την εφεύρεση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτής της νέας πολιτικής για τη φτώχεια που παντρεύει την περιοριστική ‘εκπαίδευση ανέργων’ με την επεκτατική ‘εκπαίδευση φυλακής’, στο επόμενο βιβλίο μου Punishing the Poor/Castigar a los pobres). Αλλά η πολιτική της mano dura ή ‘μηδενικής ανοχής’ είναι επίσης καταδικασμένη σε αποτυχία. Πετώντας τους άνεργους, τους περιθωριακά απασχολούμενους και τους μικρο-εγκληματίες πίσω απ’ τα κάγκελα, τους κάνουμε ακόμα λιγότερο απασχολούμενους, ενώ αποσταθεροποιούνται ακόμη περισσότερο οι οικογένειες και οι γειτονιές των χαμηλότερων τάξεων. Η ανάπτυξη της αστυνομίας, των δικαστηρίων και των φυλακών για την ανακοπή της περιθωριοποίησης, δεν είναι μόνο εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική, αλλά επιδεινώνει αυτούς ακριβώς τους ασθενείς που υποτίθεται ότι θεραπεύει. Κι έτσι μπαίνουμε ξανά στον φαύλο κύκλο που επεσήμανε πριν από πολύ καιρό ο Michel Foucault: η αποτυχία της φυλακής να λύσει το πρόβλημα της περιθωριοποίησης χρησιμεύει ως δικαιολογία για τη συνεχιζόμενη επέκτασή της.

villa31_retiro

Επιπλέον, στην Αργεντινή και τις γειτονικές χώρες που υπέστησαν, στον εικοστό αιώνα, δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης, η αστυνομία είναι από μόνη της φορέας βίας και η δικαστική μηχανή ξεχειλίζει από μεροληψία. Έτσι, το ξεδίπλωμα του ποινικού κράτους στον πάτο της ιεραρχίας των τάξεων και των περιοχών ισοδυναμεί με την εκ νέου εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας στα περιθωριακά τμήματα της εργατικής τάξης. Παραβιάζει στην πράξη το ιδανικό της δημοκρατικής υπηκοότητας που θεωρητικά καθοδηγεί τις αρχές. Το κράτος δεν πρέπει να πολεμήσει το σύμπτωμα, την εγκληματική ανασφάλεια, αλλά την αιτία της αστικής αναταραχής: δηλαδή, την κοινωνική ανασφάλεια που το ίδιο το κράτος προκάλεσε καθώς έγινε ο επιμελής υπηρέτης του δεσποτισμού της αγοράς.

Αναδημοσίευση από: http://www.re-public.gr/?p=193

Ερρίκο Μαλατέστα, Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης

errico-malatesta-714x1024-599x275

 

Στη μνήμη του Ερρίκο Μαλατέστα ο οποίος πέθανε σαν σήμερα (22/7) το 1932

Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα είναι τόσο μεγάλος και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί. Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί. Αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.

Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.

Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή όχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακηρύσσουν θεωρητικά και τους δε να μην ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο. Ας μιλήσουμε για την ηθική.

Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά-σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας.

Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντιά για να κατοχυρώσουν τη κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι, περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να τις αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους να και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξης, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.

Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι είναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.

Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;

Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δεν σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους, θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σα καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.

Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση, υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δεν θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.

Άφραγκοι ίσως, αλλά όχι λιγότερο αστοί στα έργα και στις επιδιώξεις μας.

Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/theory/725-2013-07-22-10-26-50