All posts by oulaloum

Ο Πέτρος Κροπότκιν και οι Λαϊκές Εξεγέρσεις από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι την Εξέγερση της Kwangju

kropotkin_mutual_aid4

Του George Katsiaficas

Για να αντιληφθούμε καλύτερα την συνεισφορά του Πέτρου Κροπότκιν θα είμαστε απρόσεκτοι εάν δεν προσπαθήσουμε να συνταιριάξουμε την σκέψη του στην εποχή μας. Με την προσοχή μας στην τύχη της Μπολσεβίκικης επανάστασης ένα τέτοιο καθήκον είναι ειλικρινές. Ο Κροπότκιν από μόνος του ήταν ικανός να αναλύει την ανάπτυξη της επανάστασης και την οπισθοδρόμησή της. Πάντως, είναι λίγο πιο δύκσολο να εφαρμόσουμε την σκέψη του Κροπότκιν στην ανάπτυξη των επαναστατικών κινημάτων στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Ενώ η σκέψη του αποτελεί ζωτική σπουδαιότητα της σύγχρονης αναρχικής σκέψης, ο Κροπότκιν είναι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωστός έξω από τους κύκλους αυτούς. Στη Νότια Κορέα, η Kwangju αποτελεί κεντρικό σταθμό στην ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας κι επίσης η εξέγερση που σημειώθηκε εκεί το 1980 – στην οποία σκοτώθηκαν περίπου 2.000 άτομα – παραμένει ακόμα έξω από τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Και στις δύο περιπτώσεις, νομίζω ότι ο Ευρωκεντρισμός παίζει έναν ρόλο στην διαδικασία αυτή της περιθωριοποίησης. Αλλά αισθάνομαι ασφαλής στο να υποστηρίξω ότι εάν ο Κροπότκιν δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την Ρωσία και εάν είχε, επίσης, γράψει τα ίδια βιβλία και άρθρα, έξω από την Ρωσία θα ήταν ελάχιστα γνωστός και δεν θα υπήρχε τίποτα που να τον θυμίζει σήμερα.

Ίσως συγχωρήσουμε τον Κροπότκιν για μια σειρά πράγματα. Στην κορυφή της σειράς των πραγμάτων αυτών βρίσκεται η υποστήριξή του προς την Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπου αλλού στη σειρά αυτή βρίσκονται και οι Ευρωκεντρικές του προκαταλήψεις. Σήμερα κάποιος αντιμετωπίζει αυτό το είδος ανάλυσης όπως στην «Αλληλοβοήθεια» με κατάπληξη. Η χρησιμοποίηση από αυτόν των «απολίτιστων» και των «βαρβάρων» είναι περιέργως απαρχαιωμένη. Επιπλέον, στις «Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη» βρίσκουμε πλάγιες παραπομπές στα «Ασιατικά σχήματα», αναφορές σε «(…) μια Ανατολίτικη μόδα, με ένα απαίσιο τρόπο» και «ανατολίτικες διασκεδάσεις οι οποίες φαίνονταν αηδιαστικές» («Αναμνήσεις…», σελ. 76, 82, 310, στην αγγλική έκδοση). Υποθέτω ότι ο Κροπότκιν είχε σίγουρα αναπτύξει αυτές τις προκαταλήψεις, οι οποίες στην εποχή του σπανίως ήσαν υπό αμφισβήτηση.

Ο Κροπότκιν ήταν, πριν απ’ όλα, διεθνιστής. Αναλύοντας τον ρόλο της «Le Revolte» – της εφημερίδας που εξέδιδε στην Ελβετία – έγραψε: «Το να κάνεις κάποιον να νιώσει συμπάθεια με τον σφυγμό της καρδιάς του ανθρώπου, με την εξέγερσή του εναντίον της χρόνιας αδικίας, με τις προσπάθειές του να βρει νέες μορφές ζωής – αυτό πρέπει να είναι το κυριότερο καθήκον μιας επαναστατικής εφημερίδας. Είναι ελπίδα, όχι απελπισία, η οποία διεξάγει επιτυχείς επαναστάσεις» («Αναμνήσεις», σελ. 418).

 

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Παράλληλα με την Ρωσική Επανάσταση και την εμπειρία του στην Δυτική Ευρώπη, ο Κροπότκιν ανέπτυξε την ανάλυση του για την επανάσταση κυρίως σε σχέση με τα κινήματα στην Γαλλία, ειδικά αυτά κατά την Επανάσταση του 1789-93 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Για τον Κροπότκιν, η ελεύθερη κομμούνα ήταν το μέσο και ο σκοπός μιας αυθεντικής επανάστασης. Αντιπάθησε τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις και τους γραφειοκράτες εκείνους οι οποίοι επεζήτησαν να θέσουν τους εαυτούς τους πάνω από τις ευθύνες και τα δικαιώματα του λαού. Πολλές φορές, κατηγόρησε αυτούς οι οποίοι κάθονταν σαν στρατηγοί από μακριά και έδιναν διαταγές στα κινήματα των δρόμων («Αναμνήσεις», σελ. 282). Μπορεί κάποιος μόνο να φανταστεί τι θα έλεγε γι’ αυτούς που κάθονται σήμερα στο σπίτι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων και αύριο γράφουν «εγχειρίδια» γεμάτα συμβουλές για τους ακτιβιστές. Στην εποχή του, συμμετείχε σε ένοπλες διαδηλώσεις και υπερθεμάτιζε την δειλία κάτι που έπρεπε απαραιτήτως να ξεπεραστεί μέσα στο κίνημα («Αναμνήσεις», σελ. 419).

Η πίστη του Κροπότκιν στον απλό λαό ήταν απεριόριστη. Θαυμάζοντας την «αυθόρμητη οργάνωση που επέδειξε ο λαός του Παρισιού» στην Γαλλική Επανάσταση, σημείωσε ότι κάθε τμήμα της πόλης διόρισε τη δική του στρατιωτική και πολιτική επιτροπή, αλλά «ήταν στις Γενικές Συνελεύσεις, οι οποίες συγκαλούνταν το απόγευμα, όπου συζητιόταν κάθε σπουδαίο ζήτημα» («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 313). Αλλά καθώς ο καιρός περνούσε, παρατήρησε ο Κροπότκιν, αυτά τα τμήματα μετασχηματίστηκαν σε όπλα της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας (δηλαδή, σε όργανα του Κράτους). Καθώς 40.000 επαναστατικές επιτροπές απορροφήθηκαν από το Κράτος, η επανάσταση δολοφονήθηκε.

Οι θυσίες χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους στα επαναστατικά κινήματα, αποκάλυψε στον Κροπότκιν την μορφή με την οποία μια αυθεντική επανάσταση θα εμφανιστεί: την «ανεξάρτητη κομμούνα». Μέσα από τα γραφτά του, ο Κροπότκιν αντιλήφθηκε τα δημοκρατικά καθεστώτα και τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις ως ικανοποίηση των φιλοδοξιών των ριζοσπαστών της μεσαίας τάξης, εκείνων οι οποίοι ήθελαν μεταρρυθμίσεις του υπάρχοντος συστήματος, για να βελτιώσουν αρκετά το άτομό τους παρά να επαναστατικοποιήσουν ολόκληρη την κοινωνία («Η κατάκτηση του ψωμιού», σελ. 44, 213-14). «Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση έχει φέρει εις πέρας την ιστορική της αποστολή: έχει δώσει μια θνητή μορφή στο νόμο του δικαστηρίου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 68). «Η απόλυτη μοναρχία αντιστοιχήθηκε στο σύστημα της δουλοπαροικίας. Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση αντιστοιχεί στο σύστημα του καπιταλιστικού νόμου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 52).

Αναπτύσσοντας τις απόψεις του όσον αφορά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, έγραψε:

«Έτσι η εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας έφερε την λύση ενός ζητήματος, το οποίο βασάνισε κάθε αληθινό επαναστάτη. Δύο φορές έχει προσπαθήσει η Γαλλία να πετύχει ένα είδος σοσιαλιστικής επανάστασης, προσπαθώντας να το επιβάλλει μέσω μιας κεντρικής κυβέρνησης, περισσότερο ή λιγότερο διατεθειμένης να το δεχτεί: το 1793-94, όταν προσπάθησε να εισαγάγει την πραγματική οικονομική ισότητα μέσω σκληρών Γιακωβίνικων μέτρων και το 1848, όταν προσπάθησε να επιβάλει μια «Δημοκρατική Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Και κάθε φορά αποτύγχανε. Αλλά τώρα μας έχει υποδειχθεί μια νέα λύση: η ελεύθερη κομμούνα μπορεί να το κατορθώσει στο δικό της χώρο…» («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164).

Η πολιτική μορφή μιας ελεύθερης κοινωνίας ήταν ξεκάθαρα για τον Κροπότκιν η ανεξάρτητη κομμούνα. «Αυτή ήταν η μορφή που έπρεπε να πάρει η κοινωνική επανάσταση, η ανεξάρτητη κομμούνα. Αφήστε όλη την χώρα και όλο τον κόσμο να είναι εναντίον της. Από την στιγμή που οι κάτοικοί της έχουν αποφασίσει ότι θα καταστήσουν κοινόχρηστη την κατανάλωση των εμπορευμάτων, την ανταλλαγή και την παραγωγή τους, πρέπει να την πραγματοποιήσουν μεταξύ τους». («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164). Στην αντίληψή του για την Παρισινή Κομμούνα καθώς και των Κομμούνων της Καρθαγένης και της Βαρκελώνης, που ακολούθησαν τα χνάρια της, ο Κροπότκιν δίνει σάρκα και οστά στην έννοια της Κομμούνας ως πολιτική μορφή, μεταφέροντάς την στο μέλλον:

«Εάν αναλύσουμε όχι μόνο αυτό το κίνημα, αλλά ακόμα και τις εντυπώσεις που αυτό άφησε και τις τάσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της κοινοτικής επανάστασης, πρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτή μια υπόδειξη που μας δείχνει ότι στο μέλλον ανθρώπινες συγκεντρώσεις οι οποίες θα είναι περισσότερο προχωρημένες στην κοινωνική τους ανάπτυξη, θα προσπαθήσουν να αρχίσουν μια ανεξάρτητη ζωή και θα προσπαθήσουν, επίσης, να προσηλυτίσουν τα περισσότερο καθυστερημένα μέρη ενός έθνους για παράδειγμα, αντί να επιβάλλουν τις απόψεις τους με το νόμο και την εξουσία ή με το να υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε ένα νόμο πλειοψηφίας, ο οποίος είναι πάντα ένας νόμος μετριότητας. Την ίδια στιγμή, η αποτυχία της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μέσα στα πλαίσια της Κομμούνας καθεαυτής δείχνει ότι η αυτοκυβέρνηση και ο αυτοδιεύθυνση πρέπει να προχωρήσουν παραπέρα από μια απλή περιφερειακή κλίμακα. Για να είναι αποτελεσματική, πρέπει ακόμα να επεκταθεί σε ποικίλες λειτουργίες της ζωής της ελεύθερης κοινότητας». («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 51-20.

Σε μια μεταγενέστερη εργασία, ο Κροπότκιν διακήρυξε ότι μετά το 1871 «(…) η ελεύθερη κομμούνα θα είναι εφεξής το μέσο με το οποίο οι ιδέες του σύγχρονου σοσιαλισμού ίσως πραγματοποιηθούν». Και στην «Αλληλοβοήθεια» ανιχνεύει την μορφή την οποία έχει πάρει η κοινοτική συνεργασία και βρίσκεται σε εξέλιξη στην ιστορία.

Μετά το 1917, επέστρεψε στην Ρωσία. Αν και κριτικός προς τους Μπολσεβίκους, δημοσίευσε μόνο δύο μικρές σύντομες δηλώσεις για την επανάσταση, στοχεύοντας κυρίως στο να υπονομεύσει την αντεπανάσταση, τους ξένους στρατούς που στάλθηκαν στην Ρωσία. Επέδειξε, πάντως, ξανά την υποστήριξή του στην ελεύθερη κομμούνα:

«Όλες οι προσπάθειες επανένωσης κάτω από έναν κεντρικό έλεγχο των φυσιολογικά διαχωρισμένων τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Βλέπω την στιγμή όπου κάθε μέρος αυτής της ομοσπονδίας θα είναι από μόνο του μια ομοσπονδία ελεύθερων κομμούνων και ελεύθερων πόλεων. Και πιστεύω ακόμα ότι ορισμένα μέρη της Δυτικής Ευρώπης γρήγορα θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο». (Κροπότκιν, «Γράμμα στους Εργάτες της Δυτικής Ευρώπης»).

Σε σχέση με όλες τις επαναστάσεις της εποχής του, έθεσε τον στόχο της αυθεντικής ελευθερίας, την ανεξάρτητη κομμούνα. Αλλά πώς οι λαοί θα εκπληρώσουν αυτό τον στόχο; Ποια μέσα θα χρησιμοποιηθούν; Για τον Κροπότκιν, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: οι εξεγέρσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος. Οι εξεγέρσεις και η ελεύθερη κομμούνα ήταν απαραίτητα βήματα για τον Κροπότκιν, επειδή πίστευε ότι ο λαός από μόνος του είναι που πρέπει να κάνει την δική του επανάσταση και όχι ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής ή κάθε άλλη διαφορετικά οργανωμένη μικρή ομάδα. Για τις λαϊκές κινητοποιήσεις τίποτε άλλο δεν ήταν σπουδαιότερο όσο ένα κεντρικό σημείο συνάντησης, όπως ήταν, για παράδειγμα, το Palais Royal κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης:

«Αυτό το Palais Royal, με τους κήπους και τα καφενεία του, είχε γίνει μια υπαίθρια λέσχη, όπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι όλων των τάξεων πήγαιναν κάθε μέρα να ανταλλάξουν νέα, να συζητήσουν τα διάφορα φυλλάδια, να ανανεώσουν τον ενθουσιασμό τους για μια μελλοντική δράση, να γνωρίζουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ 61).

Ένα παράδειγμα για την σπουδαιότητα των σημείων συνάντησης των λαϊκών κινητοποιήσεων ήταν η 10 Ιουνίου 1789. Αφού μαθεύτηκε ότι έντεκα στρατιώτες έχουν συλληφθεί και φυλακιστεί επειδή αρνήθηκαν να γεμίσουν τα όπλα τους για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των πολιτών του Παρισιού, πάνω από 4.000 κόσμος πήγαν αμέσως από το PalaisRoyal να διασώσουν τους στρατιώτες αυτούς. Βλέποντας μια τέτοια μεγάλη δύναμη, οι φύλακες συμμορφώθηκαν και οι δραγόνοι, ξιφουλκώντας με ταχύτητα για να ανακόψουν το πλήθος, απέσυραν τα σπαθιά τους και συναδελφώθηκαν με τον κόσμο». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 69). Θαυμάζοντας την αυθόρμητη μαχητικότητα του λαού στους δρόμους, ο Κροπότκιν σημείωσε ότι η κλεψιά τελείωσε – ότι τα πλήθη που είχαν τον έλεγχο των καταστημάτων δεν λεηλατούσαν – αλλά μόνο πήραν ό,τι ήταν απαραίτητο για την συλλογική τους διατροφή και την άμυνα («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 75, 106). Καθώς η εξέγερση επεκτάθηκε από την μια πόλη στις άλλες – από το Παρίσι σε σχεδόν όλη την Γαλλία – «Όλη η Ευρώπη ενθουσιάστηκε με τα λόγια και τα παραδείγματα της επανάστασης», ο Κροπότκιν ανίχνευσε πώς η εξέγερση ενοποίησε την Γαλλία με τρόπο που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανταστεί. («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 95, 177).

Μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, όταν παρόμοιες εξεγέρσεις ξέσπασαν στην Καρθαγένη και στην Βαρκελώνη στην Ισπανία, κατανόησε σχεδόν ότι οι εξεγέρσεις ενέπνευσαν άλλους ώστε να ξεσηκωθούν – ένα φαινόμενο που εγώ το καταλαβαίνω ως Eros effect (δες το βιβλίο μου «The Imagination of the New Left: A Global Analysis of1968). Ο Κροπότκιν σημείωσε ότι οι εξεγέρσεις, ενώ είναι συχνά αποτέλεσμα της απελπισίας, ήταν απαραίτητες στην επανάσταση:

«Εξεγέρθηκαν ακόμα – μερικές φορές με την ελπίδα μιας τοπικής επιτυχίας – κατά την διάρκεια απεργιών ή σε μικρές στάσεις εναντίον κάποιου επίσημου που δεν ήταν αρεστός ή για να αποκτήσουν τροφή για τα πεινασμένα τους παιδιά, αλλά, τις περισσότερες φορές, χωρίς ελπίδα επιτυχίας: απλώς επειδή οι συνθήκες ήσαν ανυπόφορες. Όχι μία ή δύο ή δέκα, αλλά εκατοντάδες παρόμοιες εξεγέρσεις έχουν προηγηθεί και πρέπει να προηγηθούν κάθε επανάστασης. Χωρίς αυτές καμιά επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να σφυρηλατηθεί». (Κροπότκιν, «Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός».

Αργότερα διακήρυξε ότι οι εξεγέρσεις δεν είναι μόνο τα μέσα αλλά, επίσης, το κλειδί ώστε να καθοριστούν οι στόχοι της επανάστασης: «Και ίσως σημειωθεί, ως γενικός κανόνας, ότι ο χαρακτήρας κάθε επανάστασης καθορίζεται από τον χαρακτήρα και τον στόχο των εξεγέρσεων, οι οποίες προηγήθηκαν».

Με αυτές τις σκέψεις θα έλθω τώρα στην εξέγερση της Kwangju το 1980, η οποία μας προσφέρει μια εμπειρική επιβεβαίωση των ιδεών του Κροπότκιν. Παρά την κεντρική της σπουδαιότητα στο Κορεάτικο και στα δημοκρατικά κινήματα της Ασίας στη δεκαετία του 1980, σε αρκετό κόσμο η εξέγερση της Kwangju είναι άγνωστη. Θα κάνω πρώτα μια μικρή περίληψη και έπειτα θα απεικονίσω σκιαγραφήσω τα στοιχεία της εξέγερσης, ειδικά αυτά που είναι σπουδαία σε σχέση με ό,τι έχω περιγράψει ως άποψη του Κροπότκιν, για την ελεύθερη κομμούνα και τις εξεγέρσεις γενικά.

Θεμελιωδώς ανθρωπιστής, ο Κροπότκιν κατανόησε τον θάνατο και την διαφθορά που αντίκρισαν αυτοί οι οποίοι εξεγέρθηκαν με κουράγιο. Άφοβος στο να διατηρήσει μια αντίθεση αρχών στην καπιταλιστική τάξη, ακόμα και εάν φυλακιζόταν και του στερούνταν τα πολιτικά δικαιώματα, αρνήθηκε να επιτρέψει να ξεχαστούν τα βάσανα των άλλων. Διαβάζοντας τον ορισμό του για την κτηνωδία της κυβέρνησης, είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό συνέβη στο Παρίσι ή στην Kwangju:

«Πρέπει να πεθάνεις, ό,τι κι αν κάνεις! Εάν σε πάρουν με δεσμά στα χέρια, θάνατος! Εάν εκλιπαρήσεις για ελεημοσύνη, θάνατος! Όποιο δρόμο και να πάρεις, δεξιά, αριστερά, πίσω, μπροστά, πάνω, κάτω, θάνατος! Δεν είσαι μόνο έξω από το νόμο, είσαι και έξω από την ανθρωπότητα. Ούτε η ηλικία σου ούτε το φύλλο σου θα σε σώσει εσένα και τους δικούς σου. Πρέπει να πεθάνεις, αλλά πρώτα πρέπει να δοκιμάσεις την αγωνία της συζύγου σου, της αδελφής σου, των γιων και των θυγατέρων σου, ακόμα και αυτών στην κούνια! Μπροστά στα μάτια σου ο τραυματισμένος άνθρωπος θα συρθεί από το ασθενοφόρο και θα τρυπηθεί με τις ξιφολόγχες ή θα χτυπηθεί με ρόπαλο ή με καραμπίνα. Θα τον σύρουν και θα αφεθεί με σπασμένο πόδι ή ματωμένο μπράτσο και θα εκσφενδονιστεί σαν ταλαίπωρο δεμάτι, με βογκητά δεμάτι, στο χαντάκι. Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος!». (Πέτρος Κροπότκιν, «Η Παρισινή Κομμούνα», 1895).

 

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ KWANGJU

 

Κατά τους περασμένους δύο αιώνες δύο ήσαν τα γεγονότα εκείνα που στάθηκαν απαράμιλλοι φάροι της αυθόρμητης ικανότητας χιλιάδων απλών ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η Λαϊκή Εξέγερση της Kwangju, το 1980. Και στις δύο πόλεις μια άοπλη μάζα πολιτών, εναντίον της κυβέρνησής τους, ανέλαβε κατ’ αποτελεσματικό τρόπο τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, διατηρώντας τον παρά την παρουσία πολύ καλά οπλισμένων στρατιωτικών δυνάμεων που επεδίωξαν να επαναφέρουν τον «νόμο και την τάξη». Εκατοντάδες χιλιάδες λαού ξεσηκώθηκαν τότε και δημιούργησαν λαϊκά όργανα πολιτικής εξουσίας τα οποία αντικατέστησαν τις παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Οι αριθμοί των εγκλημάτων έπεσαν κατακόρυφα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης και ο λαός, που πριν δεν είχε καμία ανάλογη εμπειρία, σχημάτισε μορφές φιλίας του ενός με τον άλλον.

Οι απελευθερωμένες πραγματικότητες της Κομμούνας του Παρισιού και αυτής της Kwangju αντιβαίνουν στον ευρύτατα καλλιεργημένο μύθο ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση κακοί και γι’ αυτό χρειάζονται σκληρές κυβερνήσεις ώστε να διατηρηθεί η τάξη και η δικαιοσύνη. Μάλλον, η συμπεριφορά των πολιτών κατά την διάρκεια αυτών των στιγμών της απελευθέρωσης αποκάλυψε μια έμφυτη ικανότητα για αυτοκυβέρνηση και συνεργασία.. Ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις και όχι ο ακυβέρνητος λαός που αντέδρασαν με μεγάλη κτηνωδία και αδικία.

Τα γεγονότα στην Kwangju ξετυλίχθηκαν μετά την δολοφονία του δικτάτορα της Νότιας Κορέας, Park Chung-Hee, από τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών. Με την ευφορία από την θάνατο του Park, οι φοιτητές ηγήθηκαν ενός τεράστιου κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, αλλά ο στρατηγός, Chun Doo-Hwan, κατέλαβε την εξουσία και απείλησε με βίαιη καταστολή εάν συνεχιστούν οι διαδηλώσεις. Σε όλη την Κορέα, με μόνη την εξαίρεση την Kwangju, ο λαός κλείστηκε στα σπίτια του. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η νέα στρατιωτική κυβέρνηση εξαπέλυσε εναντίον της Kwangju παραστρατιωτικά σώματα για της δώσουν ένα μάθημα. Από την στιγμή που τα σώματα αυτά έφτασαν στην Kwangju, εγκαινίασαν ένα όργιο αφάνταστης τρομοκρατίας σε βάρος του πληθυσμού. Στις πρώτες μάχες που διεξήχθησαν, στις 18 Μαΐου 1980, οι άντρες των σωμάτων αυτών έσπασαν τα κεφάλια των άοπλων φοιτητών. Καθώς οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν για περισσότερη ασφάλεια και ανασυγκροτήθηκαν ξανά, οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν με ανανεωμένη μοχθηρία. «Μια ομάδα παραστρατιωτικών έκανε επίθεση σε κάθε ένα φοιτητή ξεχωριστά, σπάζοντας το κεφάλι του και τα κόκαλά του και κλωτσώντας τον στο πρόσωπο. Όταν τελείωναν, ο φοιτητής έμενε μια άμορφη μάζα κρέατος σε ρούχα» (Lee Jae-Eui, Kwangju Diary: Beyond the Darkness of the Age, σελ. 46). Τα σώματα των φοιτητών φορτώνονταν σε φορτηγά όπου στρατιώτες συνέχιζαν να τα χτυπούν και να τα κλωτσούν. Την νύχτα οι παραστρατιωτικοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές σε αρκετά πανεπιστήμια.

Καθώς οι φοιτητές αμύνθηκαν, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξιφολόγχες εναντίον τους και συνέλαβαν περισσότερες δεκάδες διαδηλωτών, αρκετοί από τους οποίους ξεγυμνώθηκαν, βιάστηκαν και κακοποιήθηκαν περαιτέρω. Ένας στρατιώτης κραδαίνοντας την ξιφολόγχη του σε κρατούμενους φοιτητές, ούρλιαζε: «Με την ξιφολόγχη αυτή έκοψα τα στήθια σαράντα γυναικών Viet Cong στο Βιετνάμ»! Ο τοπικός πληθυσμός είχε σοκαριστεί από την αντίδραση αυτή των παραστρατιωτικών. Οι τελευταίοι ήταν τόσο πολύ εκτός ελέγχου που μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου ακόμα και τον διευθυντή πληροφοριών ενός τοπικού αστυνομικού τμήματος, ο οποίος προσπάθησε να τους σταματήσει από το να είναι τόσο κτηνώδεις» (Kwangju Diary, σελ. 79).

Αλλά, παρά τις επιθέσεις και τις εκατοντάδες συλλήψεις, οι φοιτητές συνέχισαν να ανασυγκροτούνται και να αμύνονται. Καθώς η πόλη κινητοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, λαός από κάθε τάξη και επάγγελμα κατέκλυσε τους δρόμους και οι φοιτητές μεταβλήθηκαν σε μειοψηφία μέσα στο πλήθος (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 127). Αυτή η αυθόρμητη γενίκευση του λαϊκού κινήματος ξεπέρασε τις παραδοσιακές διαιρέσεις ανάμεσα σε τάξεις, μια από τις πρώτες ενδείξεις γενίκευσης της εξέγερσης. Οι παραστρατιωτικοί, για μια ακόμα φορά, κατέφυγαν στην σκληρή κτηνωδία – σκοτώνοντας και ακρωτηριάζοντας ανθρώπους οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται στους δρόμους. Ακόμα, οδηγοί ταξί και λεωφορείων οι οποίοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τραυματισμένους και ματωμένους ανθρώπους, χτυπήθηκαν και μερικοί δολοφονήθηκαν. Μερικοί αστυνομικοί προσπάθησαν να απελευθερώσουν κρυφά κάποιους κρατούμενους, αλλά και αυτοί, επίσης, χτυπήθηκαν με τις ξιφολόγχες των παραστρατιωτικών (Kwangju Diary, σελ. 113). Αρκετοί αστυνομικοί απλώς πήγαν σπίτι τους ενώ ο αρχηγός της αστυνομίας αρνήθηκε να διατάξει τους άντρες του να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών, παρά την επιμονή των στρατιωτικών να το κάνει.

Ο κόσμος αμύνθηκε με πέτρες, μπαστούνια, μαχαίρια, σωλήνες, σιδερένιες βέργες και σφυριά, εναντίον 18.000 αντρών ειδικής αστυνομίας και πάνω από 3.000 παραστρατιωτικών. Αν και αρκετοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν, η πόλη δεν μπόρεσε να ησυχάσει. Στις 20 Μαΐου, μια εφημερίδα με τίτλο «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή») κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, με ακριβή νέα, διαφορετικά απ’ αυτά του επίσημου Τύπου. Στις 6 το απόγευμα ένα πλήθος 5.000 διαδηλωτών ξεχύθηκε εναντίον ενός αστυνομικού οδοφράγματος. Όταν οι παραστρατιωτικοί τους απώθησαν, αυτοί ανασυγκροτήθηκαν και άρχισαν μια καθιστική διαδήλωση. Τότε εξέλεξαν αντιπροσώπους για να προσπαθήσουν (με διαπραγματεύσεις) να διαχωρίσουν την αστυνομία από τον στρατό. Το βράδυ, η διαδήλωση αποτελείτο από 200.000 κόσμο, σε μια πόλη 700.000 πληθυσμού. Το μεγάλο αυτό πλήθος συνένωσε εργάτες, αγρότες, φοιτητές και ανθρώπους κάθε επαγγέλματος και τάξης. Εννιά λεωφορεία και πάνω από διακόσια ταξί ήσαν στην κεφαλή της διαδήλωσης, στην οδό Kumnam. Οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν ξανά κτηνωδώς, αλλά αυτή την φορά ήταν ολόκληρη σχεδόν η πόλη που αμύνθηκε. Κατά την διάρκεια της νύχτας αυτοκίνητα, τζιπ, ταξί και άλλα οχήματα παραδόθηκαν στις φλόγες και οδηγήθηκαν εναντίον στις στρατιωτικές δυνάμεις. Αν και ο στρατός επιτέθηκε αρκετές φορές, η διαδήλωση τερμάτισε στην Πλατεία Δημοκρατίας. Στον σιδηροδρομικό σταθμό σκοτώθηκαν αρκετοί διαδηλωτές και στο Province Hall, γειτονικό στην Πλατεία Δημοκρατίας, οι παραστρατιωτικοί άνοιξαν πυρ στο πλήθος με όπλα M-16, σκοτώνοντας περισσότερους.

Ο λογοκριμένος Τύπος δεν ανέφερε τίποτα για τους νεκρούς. Αντίθετα, λανθασμένες πληροφορίες για βανδαλισμούς και μικρές αστυνομικές επιχειρήσεις ήσαν τα κατασκευασμένα νέα που μεταδίδονταν. Δεν έγινε κανένας λόγος για την κτηνωδία του στρατού. Αφού και τα νέα αυτά δεν έδωσαν την πραγματική διάσταση των γεγονότων, χιλιάδες κόσμος περικύκλωσε το κτίριο Τύπου. Γρήγορα η διεύθυνση και η φρουρά του κτιρίου υποχώρησαν και το πλήθος ξεχύθηκε μέσα σ’ αυτό και μην γνωρίζοντας να χρησιμοποιεί τα εργαλεία κλπ, παρέδωσε το κτίριο στις φλόγες. Το πλήθος έβαλε από τότε ως στόχους του και άλλα κτίρια.

«Την 1 την νύχτα το πλήθος κατευθύνθηκε στην Εφορία, όπου έσπασε τα έπιπλα και έβαλε φωτιά. Ο λόγος ήταν ότι οι φόροι, που έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, χρησιμοποιούνταν από τον στρατό και για την παραγωγή όπλων που σκοτώνουν τους ανθρώπους. Ήταν ασυνήθιστο το ότι πυρπολήθηκαν τα κτίρια του Τύπου και της Εφορίας ενώ προστατεύτηκαν το κτίριο της αστυνομίας και άλλα κτίρια (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 138).

Πάντως, εκτός από δύο κτίρια Τύπου και την Εφορία, η Επιθεώρηση Εργασίας, ο σταθμός αυτοκινήτων του Province Hall και 16 αστυνομικά οχήματα πυρπολήθηκαν και αυτά. Η τελική μάχη δόθηκε στις 4 τα ξημερώματα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξανά όπλα Μ-16 εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας αρκετούς διαδηλωτές που βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές. Άλλοι διαδηλωτές, όμως, σκαρφάλωσαν στο κτίριο και σε κολώνες, επιτiθέμενοι από εκεί στους στρατιώτες. Και εκεί ήταν που με ένα απίστευτο σθένος ο κόσμος υπερίσχυσε και εξανάγκασε σε βιαστική υποχώρηση τον στρατό.

Στις 9 το πρωί της 21ης Μαΐου, περισσότεροι από 100.00 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ξανά στην οδό Kumnam, έχοντας απέναντί τους παραστρατιωτικούς. Μια μικρή ομάδα φώναζε ότι έπρεπε να πάει κάποιος κόσμος στο Asia Motors (μια στρατιωτική αυτοκινητοβιομηχανία) για να απαλλοτριώσει οχήματα. Μερικές δεκάδες πήγαν προς τα εκεί, φέρνοντας, όμως, πίσω μόνο 7 οχήματα (γιατί ελάχιστοι ήσαν αυτοί που ήξεραν να οδηγούν). Αλλά καθώς εμφανίστηκαν περισσότεροι που γνώριζαν οδήγηση, περίπου 350 οχήματα, μαζί και μερικά τεθωρακισμένα, έπεσαν γρήγορα στα χέρια των διαδηλωτών. Οδηγώντας τα οχήματα αυτά, οι διαδηλωτές έφτασαν σε γειτονιές και χωριά, προσπαθώντας να επεκτείνουν την εξέγερση. Μερικά οχήματα έφεραν ψωμί και νερό και αναψυκτικά από ένα εργοστάσιο της Κόκα-Κόλα. Επίσης, εξελέγησαν μερικοί διαπραγματευτές και στάλθηκαν να διαπραγματευτούν με τον στρατό. Αλλά καθώς γινόταν αυτό άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί εναντίον των διαδηλωτών, τορπιλίζοντας την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα και βάζοντας τέλος στις ελπίδες για ειρηνική διευθέτηση. Για δέκα λεπτά, ο στρατός πυροβολούσε και δεκάδες σκοτώθηκαν ενώ περίπου 500 τραυματίστηκαν.

Οι διαδηλωτές αντέδρασαν αμέσως και σε λιγότερο από δύο ώρες μετά τους πυροβολισμούς το πρώτο αστυνομικό τμήμα δέχτηκε επίθεση και πάρθηκαν όπλα. Έτσι περισσότεροι διαδηλωτές σχημάτισαν ομάδες που επιτέθηκαν σε περισσότερα αστυνομικά τμήματα και τμήματα της εθνικής φρουράς και έγιναν νέες συγκεντρώσεις σε δύο κεντρικά σημεία. Με την βοήθεια ανθρακωρύχων από την Hwasun, οι διαδηλωτές απέκτησαν μεγάλες ποσότητες δυναμίτη και άλλων εκρηκτικών (The May 18 KwangjuDemocratic Uprising, σελ. 143). Περίπου 7 λεωφορεία με εργάτριες ιματισμού πήγαν στο Naju, απ’ όπου απαλλοτρίωσαν εκατοντάδες καραμπίνες και διάφορα πυρομαχικά και τα έφεραν πίσω στη πόλη. Παρόμοιες απαλλοτριώσεις όπλων σημειώθηκαν και στις επαρχίες Changsong, Yoggwang και Tamyang. Η εξέγερση επεκτάθηκε γρήγορα και στις πόλειςHwasun, Naju, Hampyung, Kangjin, Mooan Haenam, Mokpo και αλλού, σε 16 τουλάχιστον συνολικά μέρη της νοτιοδυτικής Κορέας (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 164). Η ταχύτατη ανάπτυξη της εξέγερσης είναι μια ακόμα ένδειξη της ικανότητας του λαού για αυτοκυβέρνηση και αυτόνομη πρωτοβουλία. Ελπίζοντας να επεκτείνουν την εξέγερση στην Chunju και στην ίδια την Σεούλ, μερικοί διαδηλωτές προσπάθησαν να στήσουν οδοφράγματα σε εθνικές οδούς και δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, αλλά απωθήθηκαν από τον στρατό. Ελικόπτερα του στρατού άνοιξαν πυρ εναντίον οπλισμένων ομάδων διαδηλωτών από την Hwasun και την Yoggwang, οι οποίοι προσπαθούσαν να φτάσουν στην Kwangju. Εάν η δικτατορία δεν είχε υπό τον έλεγχό της τα ΜΜΕ και δεν είχε περιορίσει τα ταξίδια, τότε η εξέγερση θα εξελισσόταν σε πανεθνική κλίμακα.

Στο αποκορύφωμα των στιγμών, αναπτύχθηκε μια δομή η οποία ήταν δημοκρατικότερη από τις προηγούμενες στην πόλη. Σε συγκέντρωση στο Kwangju Park και στο Yu-TongJunction, σχηματίστηκαν οι μαχητικοί πυρήνες και η ηγεσία του κινήματος. Συγκεντρώθηκαν όπλα για να γίνει επίθεση στο Province Hall (όπου ο στρατός είχε το αρχηγείο του). Στις 5.30 το απόγευμα ο στρατός υποχώρησε και από τις 8 το βράδυ ο λαός έλεγχε την πόλη. Χαρμόσυνοι ήχοι παντού. Αν και τα όπλα του λαού, που ήσαν από την εποχή του Β’ Παγκoσμίου Πολέμου, ήσαν κατώτερα από αυτά του στρατού, ο ηρωισμός και η αφοσίωσή του αποδείχθηκαν ισχυρότερα όπλα από την τεχνική υπεροχή του στρατού. Η Ελεύθερη Κομμούνα κράτησε έξι ημέρες. Καθημερινά οι συνελεύσεις των πολιτών έδιναν φωνή στην απογοήτευση χρόνων και στις βαθιές φιλοδοξίες των απλών ανθρώπων. Τοπικές ομάδες πολιτών διατήρησαν την τάξη και δημιούργησαν έναν νέο τύπο κοινωνικής διαχείρισης – αυτόν από και για τον λαό. Συμπτωματικά, στις 27 Μαΐου – την ίδια ημέρα που η Παρισινή Κομμούνα συντρίφτηκε περίπου εκατό χρόνια πριν – η Κομμούνα της Kwangju συντρίφτηκε και αυτή από τον στρατό, παρά την ηρωική της αντίσταση. Αν και κατεστάλη κτηνωδώς το 1980, για τα επόμενα επτά χρόνια το κίνημα συνέχισε τον αγώνα και το 1987 οργανώθηκε μιας πανεθνικής κλίμακας εξέγερση, με την οποία, τελικά, έγινε ένας δημοκρατικός εκλογικός ανασχηματισμός στην Νότια Κορέα.

Ως άλλο θωρηκτό «Ποτέμκιν», ο λαός της Kwangju έχει επανειλημμένα σηματοδοτήσει την έλευση της επανάστασης – από την εξέγερση της Tonghak το 1894 και την φοιτητική εξέγερση του 1929 μέχρι την εξέγερση της Kwangju το 1980. Όπως η Παρισινή Κομμούνα και το θωρηκτό Ποτέμκιν», έτσι και η ιστορική σπουδαιότητα της Kwangju είναι διεθνής και όχι απλώς Κορεάτικη (ή Γαλλική ή Ρωσική). Η σημασία και τα διδάγματά της έχουν να κάνουν και με την Ανατολή και την Δύση και με τον Βορρά και τον Νότο. Η λαϊκή εξέγερση του 1980, όπως και αυτά τα προηγούμενα σύμβολα της επανάστασης, έχει ήδη τις επιπτώσεις της σε παγκόσμια κλίμακα. Μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα καταστέλλονταν στην Ανατολική Ασία, ένα κύμα εξεγέρσεων και στάσεων μετασχημάτισε την περιοχή. Οι επαναστάσεις του 1989 στην Ευρώπη είναι πασίγνωστες, αλλά ο Ευρωκεντρισμός συχνά προλαμβάνει την αντιστοιχία τους στην Ασία. Έξι χρόνια μετά τη εξέγερση της Kwangju ανατράπηκε η δικτατορία του Μάρκος στις Φιλιππίνες. Η Κορασόν Ακίνο και ο Kim Dae-Jung γνωρίζονταν από τις ΗΠΑ και η εμπειρία της εξέγερσης της Kwangju τους βοήθησε την πρώτη στην Μανίλα. Σε όλη την Ασία, εμφανίστηκαν λαϊκά κινήματα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Δόθηκε τέλος στον στρατιωτικό νόμο στην Ταϊβάν το 1987. Στην Βιρμανία ένα λαϊκό κίνημα εμφανίστηκε με εκρηκτικό τρόπο τον Μάρτιο του 1988, όταν φοιτητές και εθνικές μειονότητες ξεχύθηκαν στους δρόμους της Ρανκούν και παρά την τρομερή καταστολή, το κίνημα κατάφερε να εκθρονίσει τον πρόεδρο Ne Win, μετά από 26 χρόνια διακυβέρνησης. Τον επόμενο χρόνο ακτιβιστές φοιτητές στην Κίνα άρχισαν έναν ακόμα εκτεταμένο και ανοιχτό αγώνα για δημοκρατία, για να τουφεκιστούν και δολοφονηθούν στην πλατεία Tiananmen και να καταδιώκονται για χρόνια μετά από αυτό. Η σειρά του Νεπάλ ήταν τον επόμενο χρόνο. Επτά βδομάδες διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Απρίλιο του 1990, οδήγησαν τον βασιλιά να εκδημοκρατίσει την κυβέρνηση. Η επόμενη χώρα που απέκτησε την εμπειρία μας εξεγερτικής έκρηξης ήταν η Ταϊλάνδη, όταν η 20μερη απεργία πείνας ενός ηγετικού πολιτικού της αντιπολίτευσης έφερε στο δρόμο χιλιάδες λαού τον Μάϊο του 1992. Δεκάδες σκοτώθηκαν όταν η στρατιωτική δικτατορία κατέστειλε τις διαδηλώσεις, αλλά εξαιτίας αυτής της κτηνωδίας ο στρατηγός Suchinda Krapayoon αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το 1988 στην Ινδονησία φοιτητές κάλεσαν σε μια «λαϊκή επανάσταση» και κατάφεραν να ανατρέψουν τον δικτάτορα Σουχάρτο. Σε συνεντεύξεις που πάρθηκαν από έναν Αμερικανό δημοσιογράφο σε πανεπιστήμια στην Ινδονησία, ειπώθηκε ότι τα λαϊκά συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν υιοθετήθηκαν από τις Φιλιππίνες και ότι αποτελούσε καινοτομία η κατάληψη των δημόσιων χώρων.

 

ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΚΑΙ KWANGJU

 

Υπάρχουν τρεις κύριοι τρόποι με τους οποίους η εξέγερση της Kwangju απεικονίζει και επαληθεύει τον σκελετό της ανάλυσης του Κροπότκιν:

1) Η ανεξάρτητη κομμούνα και η ελεύθερη διανομή των εμπορευμάτων.

Αφού εκδιώχθηκε ο στρατός από την πόλη στις 21 Μαΐου, ο καθένας το χάρηκε και το απόλαυσε με τους άλλους. Οι αγορές και τα καταστήματα άνοιξαν ξανά και το νερό, τα τρόφιμα και το ηλεκτρικό διατίθονταν κανονικά. Δεν λεηλατήθηκαν τράπεζες και συνηθισμένα εγκλήματα όπως κλεψιές, ληστείες, βιασμοί και άλλα, σπάνια συνέβαιναν ή και καθόλου. Σε καλάθια, γκαζολίνη και τσιγάρα υπήρχε έλλειψη. Καθώς μερικοί άνθρωποι προσπάθησαν να παράγουν περισσότερα κοφίνια από τον στρατό, άλλοι αντάλλασσαν τσιγάρα και άλλα πράγματα μεταξύ τους, ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Για μερικούς ανθρώπους, το να ανταλλάσσουν τσιγάρα με άλλους συμβόλιζε ένα σπουδαίο μέρος της κοινοτικής τους εμπειρίας. Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων οι οποίοι ακόμα είχαν τσιγάρα, έδιναν ένα πακέτο κάθε φορά για να είναι δίκαιοι με όλους. Υπήρχε μικρή έλλειψη αίματος στα νοσοκομεία, αλλά από την στιγμή που έγιναν γνωστές οι ανάγκες που υπήρχαν, κόσμος κατέκλυσε – συμπεριλαμβανομένων και βοηθών μπαρ και ιερόδουλων που επιτράπηκε και σ’ αυτές – τα νοσοκομεία για να δωρίσει αίμα. Ποσά χιλιάδων δολαρίων μαζεύτηκαν από δωρεές. Όλα αυτά τα παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις του με πόσο αξιόλογο τρόπο ολόκληρη η πόλη λειτούργησε συλλογικά.

Για μέρες, πολίτες καθάριζαν εθελοντικά τους δρόμους, μαγείρευαν ρύζι, σερβίριζαν δωρεάν γεύματα στις αγορές και φύλαγαν φρουροί για τον φόβο μια ανέλπιστης αντεπίθεσης. Ο καθένας συνεισέφερε και έβρισκε την θέση του στη απελευθερωμένη Kwangju. Ένας νέος καταμερισμός αναδύθηκε αυθόρμητα. Η πολιτοφυλακή, της οποίας αρκετοί άντρες στέκονταν άγρυπνοι όλη νύχτα, ήταν υπόδειγμα υπευθυνότητας. Ο κόσμος αναγόρευσε την νέα πολιτοφυλακή σε Στρατό «Πολιτών» ή «οι σύμμαχοί μας» (καθώς ήταν αντίθετοι στον στρατό, «τον εχθρό μας»). Προστάτευσε τον λαό και ο λαός προστάτευσε αυτήν. Χωρίς καμιά κατήχηση και καμιά από εκείνες τις τρέλες που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά κάθε στρατού σε όλο τον κόσμο, οι άντρες και οι γυναίκες που ανήκαν στην Πολιτοφυλακή αυτή συμπεριφέρονταν υποδειγματικά. Δεν έτρεφαν κανέναν φόβο στο να καθιερώσουν έναν νέο τύπο τάξης βασισμένης στις ανάγκες του πληθυσμού, αφοπλίζοντας όλους τους μαθητές των ανώτερων σχολείων, μια δραστηριότητα για την οποία ευθύνη φέρει επίσης και το «Δελτίο του Μαχητή» (Kwangju Diary, σελ. 71). Όταν επίκειτο η τελική επίθεση του κράτους, οι αρχηγοί της εξέγερσης πρότειναν όλοι οι μαθητές των σχολείων να γυρίσουν στα σπίτια τους, για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τον αγώνα μετέπειτα. Μετά από διαμαρτυρίες και με δάκρυα στα μάτια, οι νεαροί μαχητές αποχώρησαν.

2) Οι γενικές συνελεύσεις στην Πλατεία Δημοκρατίας δεν αποτελούσαν κυβερνητικό σώμα αλλά σώμα υψηλών αποφάσεων.

Η λαϊκή θέληση εκφράστηκε με καθημερινές συγκεντρώσεις γύρω από την πλατεία του Province Hall. Το μέρος αυτό που ήταν ιερό (για την εξουσία) πριν την απελευθέρωση της πόλης, μετονομάστηκε σε Πλατεία Δημοκρατίας στις 16 Μαΐου. Η ικανότητα να συγκεντρώνονται ειρηνικά χιλιάδες λαού ήταν ένα δικαίωμα που αποκτήθηκε με το αίμα αρκετών φίλων και γειτόνων. Ενστικτωδώς, ο λαός της Kwangju αναγνώρισε την πλατεία αυτή ως το πνευματικό του σπίτι και εκεί γίνονταν κάθε μέρα συγκεντρώσεις χιλιάδων ατόμων. Οι καθημερινές αυτές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν το θεμέλιο ενός νέου είδους άμεσης δημοκρατίας όπου ο καθένας είχε δικαίωμα λόγου. Ο δημόσιος ρόλος των γυναικών ήταν εντυπωσιακός καθώς αντιτίθονταν στην υποταγή που υπέφεραν πριν. Αρκετοί άνθρωποι ήσαν ικανοί να εκφράσουν τις από καρδιάς ανάγκες τους:

«Το βασικότερο οικοδόμημα ήταν τώρα η ίδια η ενότητα του λαού. Εκφράζονταν όλα τα επαγγέλματα και οι τάξεις λαού –υπαίθριες πωλήτριες, δάσκαλοι, πιστοί διαφορετικών θρησκειών, νοικοκυρές, μαθητές, φοιτητές και αγρότες. Οι οργισμένοι λόγοι τους δημιούργησαν μια κοινή συνείδηση, μια εκδήλωση της τεράστιας ενέργειας της εξέγερσης. Είχαν έρθει τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον, δημιουργώντας μια δυνατή αίσθηση αλληλεγγύης διαμέσου της εξέγερσης. Την στιγμή αυτή η πόλη ήταν ένα και το αυτό» (KwangjuDiary, σελ. 105).

Πέντε συγκεντρώσεις έγιναν κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης της πόλης και τεράστια πλήθη συμμετείχαν σε αυτές. Η πρώτη μαζική συγκέντρωση ήταν αυθόρμητα οργανωμένη και έγινε για να γιορταστεί η ήττα και η υποχώρηση του στρατού την επόμενη ημέρα. Στις 23 Μάιου, στην πρώτη συγκέντρωση για την δημοκρατία, το πλήθος ξεπέρασε τις 150.000 άτομα. Τελείωσε με το πλήθος να τραγουδά «Η ευχή μας είναι η εθνική ενοποίηση». Στις 24 Μαΐου πάνω από 100.000 λαού συγκεντρώθηκε. Στις 25 του μήνα ήσαν 50.000 λαού και 30.000 συμμετείχαν στην τελευταία συγκέντρωση στις 26 του μήνα. Στην τελευταία αυτή συγκέντρωση ζητήθηκε ο σχηματισμός μιας εθνικής κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.

3) Αυθόρμητη οργάνωση.

Η ικανότητα αυτοκυβέρνησης που αναδύθηκε αυθόρμητα, πρώτα εν μέσω της μάχης και αργότερα στην διακυβέρνηση της πόλης και την τελική αντίσταση, όταν η δικτατορία αντεπιτέθηκε, είναι πέρα από κάθε λογική. Στο τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα, τα γράμματα, τα ΜΜΕ και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (που στην Ν. Κορέα συμπεριλαμβάνει και στρατιωτική εκπαίδευση για κάθε αγόρι) έχουν δώσει την ικανότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να αυτοκυβερνώνται πολύ σοφότερα απ’ ό,τι οι μικρές ελίτ που αναδεικνύονται στις θέσεις εξουσίας. Παρά την αυθόρμητη διαδικασία αντίστασης στην κτηνωδία των παραστρατιωτικών, οι άντρες και οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν. Αρκετοί από αυτούς είχαν ελάχιστη ή και καμιά προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Μερικοί είχαν ελάχιστη ή μη επίσημη εκπαίδευση. Όλα ξεδιπλώθηκαν σαν να ήταν μέρος συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Η απελευθερωμένη Kwangju οργανώθηκε χωρίς κυβερνητικές επινοήσεις ή σχεδιασμούς πολιτικών κομμάτων. Οι ιδέες του Κροπότκιν δεν θα μπορούσαν να έχουν λιγότερη επίδραση σ’ εκείνους οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της εξέγερσης απαλλοτριώνοντας οχήματα στην οδό Kumnam απ’ όσο στο πλήθος στο Palais Royal που απελευθέρωσε τους φυλακισμένους.

Δεν προϋπήρχε κανένα σχέδιο οργάνωσης, αφού σχεδόν όλοι οι ηγέτες του κινήματος είτε είχαν συλληφθεί είτε κρύβονταν μέχρι που άρχισε η εξέγερση. Την νύχτα της 17ηςΜαΐου, μέλη της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας και αστυνομία εισέβαλαν σε σπίτια αγωνιστών σε όλη την πόλη, συλλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος. Όσοι ηγέτες δεν συνελήφθησαν κρύβονταν. Ήδη τουλάχιστον 26 από τους ηγέτες του πανεθνικού κινήματος (συμπεριλαμβανομένου και του Kim Dae-Jung) συνελήφθησαν. Έτσι, το επόμενο πρωί ο κόσμος – πρώτα μερικές εκατοντάδες και έπειτα χιλιάδες άτομα – οργανώθηκε από μόνος του.

Η ανάδυση της ανάγκης οργάνωσης εμφανίστηκε εντελώς φυσιολογικά. Η διαδικασία ήταν προφανής στον καθέναν. Ακόμα και η κυβέρνηση δημόσια αναφερόταν στην εξέγερση σαν «κοινοτικά αυτοκυβερνώμενη». Περίπου στις 10.30 το πρωί της 22ης Μαΐου, μια ομάδα οκτώ ευαγγελιστών ιερωμένων συναντήθηκαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Arnold Peterson, ένας Αμερικανός βαπτιστής ιεραπόστολος, ο οποίος συνέβη να βρίσκεται στην Kwangju. Αργότερα έφερε στην μνήμη του την εκτίμηση των ιερωμένων:

«Η ομοφωνία των απόψεών τους μπορεί να συνοψιστεί με την φράση “Δεν μπορεί να γίνει”. Δεν είχε ακουστεί ξανά πολίτες μιας πόλης που είχαν εξεγερθεί να ανατρέπουν την κυβέρνησή τους χωρίς συνειδητό σχέδιο και ηγεσία» (Peterson, σελ. 49).

Υπήρχαν από πριν κάποιες ομάδες, όπως η ομάδα «Wildfire» (ένα νυχτερινό εργατικό σχολείο), η ομάδα «Clown» (μια επαναστατική θεατρική ομάδα) και η Εθνική Δημοκρατική Εργατική Ένωση, των οποίων τα μέλη συνεργάστηκαν στην έκδοση της καθημερινής εφημερίδας, «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή»), με την οποία έγινε μια προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ένοπλη αντίσταση. Ανέτρεψαν με επιτυχία τον δήμαρχο και τα περισσότερα συντηρητικά μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Συγκρότησαν μια συμμαχία αναδυόμενων ομάδων ένοπλων μαχητών, δημιούργησαν ένα δημιουργικό κέντρο, ως ένα φάσμα μεμονωμένων μαχητών οι οποίοι συνεργάστηκαν μεταξύ τους και αφιέρωσαν την δράση τους σε μια ένοπλη κατά κάποιο τρόπο αντίσταση.

Είναι σημαντικό να πούμε ότι αρκετά από τα μέλη αυτών των μαχητικών ομάδων συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης με θέμα την Παρισινή Κομμούνα, μερικοί δε με τον ποιητή και αγωνιστή Kim Nam-Ju. (Από συνέντευξη, 29 Νοεμβρίου 1999). Το 2001, ήρθα σε επαφή με 29 συμμετέχοντες στην εξέγερση. Αρκετοί από αυτούς είπαν ότι συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης, οι οποίες λίγο πριν την εξέγερση είχαν ως αντικείμενό τους την Παρισινή Κομμούνα. Ο Yoon Sang-Won (ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες που αναδύθηκαν στην απελευθερωμένη Kwangju), παρακολούθησε το 1976 μια ομιλία του Kim Nam-Ju στο βιβλιοπωλείο Nokdu, όπου μίλησε και συζήτησε με το ακροατήριο για την Παρισινή Κομμούνα. (Από συνέντευξη στις 7 Νοεμβρίου 2001). Κατά την διάρκεια της εξέγερσης, ο Yoon Sang-Won μίλησε δημόσια, τουλάχιστον μια φορά, για την Παρισινή Κομμούνα, σε συζητήσεις που είχε με άλλους σημαντικούς αγωνιστές από τον πανεπιστημιακό χώρο (Από συνέντευξη στις 22 Ιουνίου 2001). Τουλάχιστον πάνω από δέκα άλλοι σημαντικοί αγωνιστές είχαν μελετήσει την Παρισινή Κομμούνα.

Το ότι οι αγωνιστές αυτοί μελέτησαν την Παρισινή Κομμούνα πριν την εξέγερση της Kwangju, μας δείχνει κατά πόσο η κληρονομιά των εξεγέρσεων, είτε στο Παρίσι είτε στηνKwangju, συνειδητά ή όχι, εμπνέει το ανθρώπινο είδος στον αγώνα του εναντίον της καταπίεσης. Και παρά την κτηνώδη καταστολή της εξέγερσης – και στις δύο περιπτώσεις που εξετάζουμε εδώ – οι άνθρωποι άφησαν μια εμπειρία δημόσια δημιουργημένων νέων επιθυμιών και νέων αναγκών, νέων φόβων και νέων ελπίδων, στις καρδιές και στα μυαλά των συμμετεχόντων και όλων εκείνων οι οποίοι στάθηκαν στο μονοπάτι και στο κύμα των εξεγέρσεων.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις για την εξέγερση της Kwangju δείχνουν πόσο η σκέψη του Κροπότκιν συνεχίζει να ενδυναμώνει τα επαναστατικά κινήματα. Οι πεποιθήσεις του, οι αναλύσεις του, σταχυολογημένες από το αίμα και τα βάσανα τόσων πολλών ανθρώπων, παραμένουν σε άμεση συνάφεια με τους σύγχρονους αγώνες.

Ενώ οι αντιλήψεις του Κροπότκιν είναι επίκαιρες σήμερα, θα ήταν ανόητο να μελετάμε μηχανιστικά την σκέψη του. Ιδιαίτερα όταν κάποια λάθη κοστίζουν ίσως την ζωή χιλιάδων, την επαναστατική θεωρία, ενώ καθιστούν συνειδητές τις αντιλήψεις των προηγούμενων επαναστατικών εγχειρημάτων, πρέπει να αφήνουμε τους ανθρώπους να δημιουργούν οι ίδιοι την τύχη τους.

Ευτυχώς, από μια άποψη, μια λανθασμένη –σήμερα – άποψη του Κροπότκιν ήταν η δήλωσή του ότι οι αιματοβαμμένοι φορείς της καταστολής «ποτέ δεν καταγγέλθηκαν» (Κροπότκιν, Revolutionary Pamphlets, σελ. 138). Κατά απίστευτο τρόπο, μετά την νίκη του αγώνα του Ιουνίου 1987 στην Νότια Κορέα, οι πρώην πρόεδροι Chun Doo Hwan καιRoh Tae-woo (εγκέφαλοι της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης της Kwangju) δικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Σπάνια στην ιστορία έχουν οι εγκέφαλοι ενός τέτοιου αιματηρού μακελέματος αναλάβει τις ευθύνες τους.

Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον, τα όνειρα του Κροπότκιν για ελευθερία και ευημερία θα αντικαταστήσουν τον παρόντα εφιάλτη της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας, του πολέμου και της στρατιωτικοποίησης.

· Ο George Katsiaficas είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Ινστιτούτο Wentworh της Βοστόνης της Μασαχουσέτης, εκδότης του «New Political Science» και συγγραφέας αρκετών βιβλίων όπως το «Subversion of PoliticsEuropean Autonomous SocialMovements» and «The Decolonisation of Everyday Life of the New leftA Global Analysis of 1968». Πρόσφατα ήταν επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Chonnam της Kwangju της Ν. Κορέας.

· Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «NorthEastern Anarchist» Νο 7 της NorthEastern Fedaration of Anarchists Communists (NEFAC – Βορειοανατολική Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών, η οποία εδρεύει και δρα στις βόρειες ΗΠΑ και τον Καναδά).

Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/history/45-world-anarchist-history/217-kwangju

 

Συναυλία Οικονομικής Ενίσχυσης Του Κ. Σακκά (Χαλκίδα, στη Σουβάλα, Παρασκευή 26/7, ώρα 20:00)

hip

 

Οι πρωτοφανείς και αδυσώπητοι όροι που επιβλήθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό στον αναρχικό αγωνιστή Κώστα Σακκά για τον τερματισμό της παράνομης προφυλάκισής του αποτέλεσαν μια μεγάλου βαθμού δυσάρεστη έκπληξη και απέδειξαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο ότι το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης είναι αμείλικτο σε όσους αγωνίζονται ενάντια στη βάρβαρη ύπαρξή του.
Ο Κ. Σακκάς συνελήφθη το Δεκέμβριο του 2010 με την κατηγορία για συμμετοχή στην οργάνωση ‘’Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς’’ και κρίθηκε προφυλακιστέος. Δύο μήνες πριν από το πέρας της 18μηνης προφυλάκισής του κι ενώ η δίκη του δεν είχε ολοκληρωθεί, του αποδόθηκε νέα κατηγορία για συμμετοχή σε ενέργειες της οργάνωσης και νέα προφυλάκιση 12 μηνών. Χωρίς να έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για την υπόθεσή του, στις αρχές Ιουνίου το Συμβούλιο Εφετών παρέτεινε την προφυλάκισή του για άλλους 6 μήνες υπερβαίνοντας το ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος και έκανε προκλητικά φανερό για ακόμη μία φορά ότι …δικό τους είναι το καρπούζι, δικό τους και το μαχαίρι.
Η αυθαίρετη αυτή απόφαση οδήγησε τον Σακκά στην ύστατη και θαρραλέα λύση της απεργίας πείνας. Μετά από 38 μέρες επικίνδυνου αγώνα και αφού είχαν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες και πολύπλευρες δράσεις αλληλεγγύης, το κράτος αποφάσισε με …βαριά τη καρδιά τη λήξη της προφυλάκισής του με μια εμετικά εκδικητική απόφαση που περιλαμβάνει όρους που ποτέ στο παρελθόν δεν συνυπήρχαν ως πακέτο. Συγκεκριμένα, του επιβλήθηκε χρηματική εγγύηση 30.000 ευρώ, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και από την Αττική, υποχρεωτική διαμονή στη διεύθυνση κατοικίας του, εμφάνιση κάθε βδομάδα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, αφαίρεση διαβατηρίου και ταυτότητας και απαγόρευση συνάντησης και κάθε μορφής επικοινωνίας με συγκατηγορουμένους του.
Θέλοντας, λοιπόν, να συμβάλουμε κι εμείς στην κάλυψη της χρηματικής του εγγύησής αποφασίσαμε την πραγματοποίηση μιας συναυλίας με καλλιτέχνες που καταπιάνονται με ένα μουσικό είδος το οποίο μαζί με την πανκ είχε από γεννησιμιού του ανατρεπτικό κι επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο : το χιπ-χοπ. Ένα είδος μουσικής που αναδύθηκε από το βυθό της ασφυκτικής ανάγκης των ανθρώπων για αντίδραση ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση και που δυστυχώς έχει υποστεί και συνεχίσει να δέχεται κακοτεχνικό βιασμό από μεγάλη μερίδα δημοφιλών και μη, φωνητικών απορριμμάτων. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα κάποιοι που τιμούν την ιστορία του και το διατηρούν αυθεντικό.
Οι κινήσεις στήριξης στον Κ. Σακκά που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής έχουν αποφέρει τη συγκέντρωση ενός μεγάλου μέρους από την εγγύηση που του επιβλήθηκε. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Γιατί όσο κι αν προσπαθούν να μας λυγίσουνε, έχουμε τα απαραίτητα εφόδια και όπλα για να μην υποκύπτουμε αλλά να στεκόμαστε στα πόδια μας. Γιατί αυτά που ορίζουν ως παρανομία είναι το μονοπάτι για την ελευθερία.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΔΙΧΤΥΑ
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ
DIY Music Movement

Η πολιτική ουσία του λαϊκισμού

από το Βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου Η ‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (εκδόσεις Έρασμος 1983)

Senecio-1922
Α΄
Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.

Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση: α) Ο «λαϊκισμός» είναι α ν τ ι λ α ϊ κ ό ς. β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας, Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά: 1) έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός», 2) ένα πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία, 3) μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.
Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).
Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι ε ξ ο υ σ ι α σ τ ι κ ό ς), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σ κ έ π τ ο ν τ α ι, ούτε ν’ α π ο φ α σ ί ζ ο υ ν ούτε να δ ρ ο υ ν αλλά να υπακούνε –να λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.
Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.
Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» κ.α.τ.) θ’ ακούγονται πάντα· και θ’ ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλ’ αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν α ρ ν ο ύ ν τ α ι αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.
Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.
Β΄
Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της. Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υ φ ί σ τ α τ α ι το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.
Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρητη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:
Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε
αυτός αγαλλιά
[…….]
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε
ιδεοφορεί[1].
Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που ΄κανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» κ.α.τ.) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους[2].
Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:
Παντού ο λαός· και λάτρεψα
και στη λαχτάρα μου είπα:
«Βάλε το αυτί στα χώματα»
και φάνει μου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτύπα[3].
Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:
Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή
που αρνιέστε να δουλέψτε,
σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·
για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί
και λίγη γης να οργώστε
σας κέντησα τη ράχη σας
βαθιά με τη βουκέντρα [4]!
Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός. Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας (Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών[5]) η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.
Γ΄
Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους,  τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».
Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.
Ένας νέος χριστιανός θεολόγος[6] νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».
Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτ’ άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το ’λυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας. Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τ ώ ρ α, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.
[1] Οδ. Ελύτη, Το  Άξιον εστί, Ι
[2] Οδ. Ελύτη, ό.π., Ζ.
[3] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70
[4] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56
[5] Οδ. Ελύτη, Το Άξιον εστί, Προφητικόν
[6] Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975

Ο “Μακεδονικός τους Αγώνας”

Η αλήθεια για τον ”Μακεδονικό Αγώνα”, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα ντοκουμέντα της εποχής. Μια αλήθεια που έχει κρυφτεί και θα κρύβεται συνέχεια από το ελληνικό κράτος και τους εθνικιστές ιστορικούς που το υπηρετούν.

Συχνά πυκνά ακούμε και διαβάζουμε για τον περιβόητο Μακεδονικό αγώνα, σε ΜΜΕ, εφημερίδες, σε γιορτές, εκκλησίες ακόμα και σε συζητήσεις. Συνήθως η αναφορά σε αυτόν τον “αγώνα” γίνετε με υπερήφανο ύφος και επικούς τόνουςΗ συνεχής δε επανάληψη των “άθλων” αυτών μαζί με την άγνοια όσων έτσι άκριτα υιοθετούν και μεταφέρουν τα όσα άκουσαν στο δημοτικό σχολείο, βοηθούν στην συντήρηση ενός ακόμη μύθου.

Αν, σε μια τέτοιου είδους συζήτηση, συμμετέχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα, δεν διάβασαν σε βάθος σχετικά με το θέμα και δεν έχουν καμιά σχέση με το μακεδονικό ζήτημα τότε όλα καλά. Όλοι θα αναμασούν τα τετριμμένα, θα ικανοποιούν τον πατριωτισμό τους και θα αισθάνονται μια χαρά “Εθνικά Υπερήφανοι”!
Αν όμως, ανάμεσα στους συνομιλητές υπάρχει κάποιος περίεργος που να γνωρίζει την πραγματικότητα, τότε έχουμε απίθανους διάλογους που σαν μόνιμη κατάληξη έχουν τον στιγματισμό του περίεργου, σαν “μειοδότη”, “πράκτορα” και άλλα παρόμοια!
Πρώτο συμπέρασμα: Οι Νεοέλληνες, όπως υιοθέτησαν σαν ιστορικά γεγονότα τους μύθους περί Αγίας Λαύρας και κρυφού σχολειού, με την ίδια ζέση αναπαράγουν όσα τους είπαν στο δημοτικό σχολείο για τον Παύλο Μελά, τον Καραβαγγέλη, τον Κώττα και τους “Μακεδονομάχους”! Όταν αρχίσει κάποιος περίεργος που ερευνά, να ξηλώνει το πουλόβερ του μύθου και του ψεύδους του «Μακεδονικού τους» αγώνα έντρομοι αποχωρούν από τις συζητήσεις, αλλά σπάνια αναθεωρούν την άποψη τους για το θέμα. Βλέπετε, ποιος έχει τα κότσια να φέρει την ταμπέλα του “εθνοαποδημητή”, του “ανθέλληνα” και του “πράκτορος”;
Η Ελληνική προπαγάνδα για εσωτερική κατανάλωση και δημιουργία εθνικού φρονήματος φρόντισε να διαστρεβλώσει πολύ έντεχνα όλα τα γεγονότα της επίμαχης περιόδου του λεγόμενου “Μακεδονικού αγώνα”. Πρώτα από όλα, ακόμα και σήμερα η ελληνική προπαγάνδα συνεχίζει να μιλά για Βουλγάρους ενώ είναι γνωστό, και στον πιό άσχετο, ότι δεν υπήρξε ποτέ Βουλγαρική κατοχή στα χωριά της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας στη περιοχή!
Θαυμάστε “λογική” αποθέωσης του ελληνικού εθνικισμού, θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και σκοπιμότητας: «Ναι! σου απαντούν. Δίκιο έχεις αλλά, όσοι υπάγονταν στην Εξαρχία ήταν Βούλγαροι. Ενώ όσοι έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ήταν Έλληνες!» Μπορούν, δηλαδή, σε ένα χωριό που όλοι ήταν της ίδιας καταγωγής και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, οι πονηροί Έλληνες να χαρακτηρίζουν τους μισούς κατοίκους Βούλγαρους και τους άλλους μισούς Έλληνες αναλόγως της εκκλησίας στην οποία υπάγονταν θρησκευτικά. Ήταν κακιά η Εξαρχία, λένε πονηρά οι Έλληνες, γιατί εξυπηρετούσε τους Βουλγάρους ενώ ήταν καλό το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο φρόντιζε για τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Το γεγονός ότι το μέχρι το 1912 υπήρχε Οθωμανική κυριαρχία στη Μακεδονία δεν τους πείραξε. Το ότι δεν φρόντισαν να στηρίξουν κανένα απελευθερωτικό κίνημα ούτε αυτό ενοχλεί τους Έλληνες. Το ότι οι θρησκευτικοί και οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι συνεργάστηκαν απροκάλυπτα με τους Οθωμανούς το αποκρύπτουν όσο μπορούν. Το ότι στην επανάσταση του Ιλιντεν οι Έλληνες “Μακεδονομάχοι” απεσταλμένοι έπαιζαν το ρόλο του καταδότη και απέτρεπαν τους ντόπιους Μακεδόνες χωρικούς να λάβουν μέρος στην επανάσταση, κι αυτό το κρύβουν! Όπως βέβαια ξεχνάνε να πουν πως με την επίσημη Βουλγαρία (και την Εξαρχία) συμπλέουν μια χαρά στο μακεδονικό από το 1910 μέχρι σήμερα!
Για ποιούς ακριβώς υπερηφανεύονται; Για τους “Μακεδονομάχους”;
Όποιο νεοελληνικό βιβλίο κι αν ανοίξει σήμερα ο κάθε νοήμων αναγνώστης θα αντιληφθεί πως οι επί πληρωμή στρατιωτικοί ή ιδιώτες τους οποίους η Ελλάδα έστελνε επίσημα και ανεπίσημα στην Μακεδονία -και αποκαλεί σήμερα “Μακεδονομάχους”- εστάλησαν όχι για να ελευθερώσουν τη Μακεδονία από τους Τούρκους αλλά για να κυνηγήσουν και να χτυπήσουν τους Μακεδόνες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στους Τούρκους!!!
Οι δε περιβόητοι Ντόπιοι συνεργάτες τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πρώην επαναστάτες του ΒΜΡΟ που για διάφορα παραπτώματα τους έδιωξαν από την οργάνωση. Έτσι οι “Βούλγαροι” αποστάτες Κότεφ, Γκέλεφ, Πύρζωφ, Γκέλε Νάτσωφ, Κύρωφ. Γκρατσώφ, κλπ μετατραπήκανε από τους Έλληνες δεσπότες, ιστορικούς και πολιτικούς σε Έλληνες ήρωες με ελληνοποιημένα επίθετα όπως Κώττας, Γκέλλης, Πύρζας, Ευάγγελος Στρεμπενιώτης, Παύλο Κύρους, Σίμο Ιωαννίδης κλπ.
Ενώ λοιπόν οι καταπιεσμένοι Μακεδόνες χωριάτες οργανώθηκαν και επαναστάτησαν το 1903 ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες»το ζόρι της Ελλάδας ήταν αν τα Μακεδονόφωνα χωριά θα δήλωναν πίστη στο πατριαρχείο ή την εξαρχία!!! Έτσι οι “Μακεδονομάχοι” τους, βίαζαν ψυχές και σώματα, χτυπούσαν αμάχους και πλιατσικολογούσαν χωριά επαναστατών. Με τους Τούρκους δεν χτυπιόταν οι “Μακεδονομάχοι” γιατί δεν είχαν λόγο. (Τη μέρα που σκοτώθηκε ο Μελάς στο απέναντι σπίτι από αυτό που κρυβόταν, δόθηκε μάχη και συνελήφθη ο Βολάνης με άλλους 7. Ο Μελάς με τους δικούς του ούτε πυροβολισμό δεν έριξε για να σώσει τον ΒολάνηΤο βράδυ δε όταν κατέβηκε από την σκάλα συνοδευόμενος από τoν Πύρζα ακούστηκε ένας πυροβολισμός και χτυπήθηκε στη μέση από την τυχαία εκπυρσοκρότηση του όπλου του Πύρζα. Οι δικοί του τον έθαψαν πρόχειρα και έφυγαν. Ούτε μάχες, ούτε άλλα ηρωικά. Όλο αυτό έγινε θρύλος γιατί έτσι εξυπηρετούσε τον Ελληνικό εθνικισμό. Και τότε και σήμερα. Μήπως όμως είναι λίγο αργά για παραμυθάκια;)
Αν αυτό το παράδειγμα δεν φτάνει να δείξει το μέγεθος της ιστορικής παραποίησης. Ας αναφέρουμε και μερικά ακόμα.
Ο Καραβαγγέλης ήταν αξιωματούχος των Οθωμανών με τρία μάλιστα παράσημα. Αυτός παρέδωσε τον Κώττα στους Τούρκους δίνοντας εντολή στον Παύλο Κύρρου να οδηγήσει το τουρκικό απόσπασμα στα λημέρια του Κώττα, (Στα απομνημονεύματα του Καραβίτη( εκδόσεις Πετσίβα) στον Α’ τόμο στην σελ, 22 δημοσιεύεται έγγραφο του ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι με ΑΠ: 713 /17/07/1904 όπου ξεκάθαρα ο πρόξενος Καλλέργης ενημερώνει την κυβέρνηση στην Αθήνα για την ομολογία του Παύλου Κύρου πως κατά διαταγή του Καραβαγγέλη οδήγησε τους Τούρκους στη Ρούλια και συνέλαβαν τον Κώττα «..τον οποίον εννόει να παραδώσει τοίς Τούρκοις ο Μητροπολίτης Γερμανός πρώτον μεν διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις αυτόν και δεύτερον όπως δώσει νέον δείγμα πίστεως και αφοσιώσεως εις τους Τούρκους(….)»
Ας συνεχίουμε με έναν ακόμα αστέρα. Ένας μεγάλος Μακεδονομάχος πρώην “Βούλγαρος” και μετά Έλληνας συνεργάτης του Καραβαγγέλη ήταν Ο Ευάγγελος Στρεμπενιώτης. Σας παραθέτουμε απόσπασμα από αναφορά που υπογράφουν οι Κοντούλης, Παπούλας και Κολοκοτρώνης εν Βογατσικώ τη 16/04/1904 παράγραφος 11 :
« Επίσης θεωρούμεν επιβεβλημένον να δώσωμεν τη Υμετέρα Εξοχότητα ιδέαν τινά περί του εκ Στρεμπένου καταγομένου Ευαγγέλου Γεωργίου, γνωστού υπό το όνομα Καπετάν Βαγγέλης. Ούτος κατάδικος ών εν ταις φυλακές Χαλκίδος απέδρασεν αυτών έχων να εκτίση υπόλοιπον ποινής δέκα ετών. Μη έχων την μεγάλη αξία του Κώττα ο Καπετάν Βαγγέλης αλλά γενναίος, ηδυνήθη ως εκ της μετά του Τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του, να γίνη γνωστός και να εξασκή επιρροήν ανα τοις ορθοδόξοις πληθυσμοίς. …..Είναι έτοιμος να υποβληθή εις τα κελεύσματα της Εταιρείας διακόπτων ή και διατηρών , αν επιθυμούμεν, και τας προς τους Τούρκους σχέσεις του. Αι μέχρι τούδε υπηρεσίαι…επιρροή….ανδρεία… δικαιολογούσιν όπως η Εταιρεία καταβάλη πάσαν προσπάθειαν παρά τη Ελληνική κυβερνήση και τη Α.Μ. Διάταγμα απονομής χάριτος για το υπόλοιπον της ποινής του……» η αναφορά αυτή υπάρχει στο Αρχείο Παύλου Μελά, αρ. 158 Μουσείο Μπενάκη.Τη δημοσιεύει ο Πετσίβας στα τετράδια του Ίλλιντεν του Ίωνα Δραγούμη Αθήνα 2000 σελ.636 έως 647.
Αυτό το κοινοπραξίας με τον Τουρκικό στρατό κατοχής του καταδίκου των φυλακών Χαλκίδας μάλλον θα ήταν το γεγονός που τον ενέταξε στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων και έγινε άγαλμα στα χωριά που τρομοκρατούσε!
Και αν νομίζετε πως όλα αυτά τα “ηρωικά” δεν ήταν γνωστά από τότε διαβάστε και αυτό το ντοκουμέντο..
«Απόσπασμα Επιστολής του Λάκη Πύρζα προς τον Πρωθυπουργό
Τω Εξοχωτάτω Πρωθυπουργώ Κυρίω Κυρίω Γ.Ν.Θεοτόκη.
Τα γεγονότα ταύτα, Εξοχώτατε, είναι μία αμυδρότατη μόνον εικών των όσων διαπράττονται εν Μακεδονία υπό των Κρητών, οι οποίοι αληθής μάστιξ κατήντησαν εν τη ταλαίνη χώρα, αποινεί και υπό τα όματα των συμπατριωτών των αρχηγών φονεύοντες, ληστεύοντες, αρπάζοντες και ατιμάζοντες παρθένους και γυναίκας. Η ιστορία της παρουσίας αυτών εν Μακεδονία είναι πλήρης τοιούτων ατίμων και βαρβάρων έργων. Πολλάκις ομάδες Κρητών, ως κάλλιστα γνωρίζω από έλληνας χωρικούς, αφήρεσαν ημιόνους και ίππους και επώλησαν αυτούς εις το ελληνικόν έδαφος. Τα υπ’ αυτών διαπραττόμενα όργια είναι ανεκδιήγητα, εξ αιτίας δ’ αυτών και μόνον εις την ψυχήν των Μακεδόνων ολοέν αυξάνει η προς τον ελληνικόν αγώνα αποστροφή και απογοήτευσις και πάντα τα χωρία εκείνα, τα οποία εχρησίμευον ως στηρίγματα του αγώνος καο ορμητήρια, εζήτησαν και έχουν ήδη στρατιωτικήν φρουράν, ίνα προφυλάττωνται από της μάστιγος ταύτης, η οποία εκάστοτε και τας Αθήνας και τον Πειραιά, ως γνωστόν τρομοκρατεί και λυμαίνεται. Τα όργια ταύτα καθιστώσιν εντελώς ανωφελή την ωμολογημένην ανδρείαν αυτών, διότι καταστρέφουσι την όλην υπόθεσιν. Ευχής δ’ έργον ήθελε ήσθαι, αν ούτοι απεκλείοντο του αγώνος, του οποίου την αξίαν δια των εκτρόπων αυτών έργων προσπαθούν να μειώσουν και να καταστρέψουν, στιγματίζοντας το ελληνικόν όνομα…
Εξ άλλου η εδώ επιτροπή ουδέποτε ηξίωσε να ζητήση σοβαρόν λόγον των πράξεών των από τους αρχηγούς, αλλ’ αρκουμένη εις τας ψευδείς εκθέσεις αυτών εκάστοτε αξιοί αυτούς πιστοποιητικού καλής διαγωγής. Η επιτροπή (ήτοι το Κομιτάτον) ουχί μόνον τούτου ποτ’ έπραξεν, αλλά, ωσεί πομπωδώς επιδοκιμάζουσα τας πράξεις αυτών, δια του στώματος εμφανώς αντιπροσωπεύοντος αυτήν μέλους της εις παρουσθιασθείσαν ενώπιον αυτού κατά το παρελθόν έτον διμελή επιτροπήν εκ Μακεδονίας ελθούσαν και διαμαρτυρηθείσαν δια τας εκτρόπως γινόμενα εν τω Νομώ Μοναστηρίου, μετά σατραπικού στόμφου απήντησεν ως εξής: «Ημείς δεν έχομεν ανάγκην των Μακεδόνων, αλλά της Μακεδονίας»!
Επί τούτοις διατελώ μετ’ απείρου προς Υμάς σεβασμού.
Ταπεινότατος
Νικόλαος Α. Πύρζας
Εν Αθήναις τη 2 Μαϊου 1906
Οδός Μαυρομιχάλη αριθ. 16Α 

[Φάκελος Κ59Β, Γ.Α.Κ.]»
Εκατοντάδες δολοφονίες αμάχων είναι ο απολογισμός των Ελλήνων Μισθοφόρων. Οι σφαγές στο ματωμένο γάμο του Ζέλενιτς (Σκλήθρο Φλώρινας) και στη Ζαγκορίτσιανη (Βασιλειάδα Καστοριάς) έμειναν στην ιστορία.
Αυτά τα μπουμπούκια τιμά σήμερα ο ανήξερος Ελληνικός λαός που δεν γνωρίζει τον εγκληματικό ρόλο των “Μακεδονομάχων” σε βάρος των ντόπιων Μακεδόνων εκείνη την εποχή.
Πάμε στο σήμερα.
Σήμερα στα χωριά της Ελληνικής Μακεδονίας, 100 χρόνια μετά το 1912, σχεδόν κανένα νορμάλ πολίτη δε αγγίζουν οι υπερβολές και οι εθνικιστικές ρητορείες περί Μακεδονικού αγώνος. Κάθε χρόνο ο όποιος εορτασμός ενδιαφέρει κυρίως τους τοπικούς παράγοντες που αναζητούν δημόσια προβολή στα κανάλια, και τα σχολεία όπου το εκπαιδευτικό σύστημα στοχεύει στη διάπλαση εθνικιστικών συνείδησεων στους μαθητές.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας είναι απόγονοι των προσφύγων που έφτασαν στην Μακεδονία 18-20 χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά. Άρα, απλά τους είναι άνευ ιστορικής ή συναισθηματικής αξίας. Όσο δε για τους ελάχιστους ντόπιους Μακεδόνες απόγονους Γραικομάνων που καρπώθηκαν τα ανάλογα για τις υπηρεσίες τους, αυτούς τους εμφανίζουν τακτικά σε παρελάσεις με τις γνωστές στολές και φιλοξενούνται δε ενίοτε και ως ντεκόρ για“δόλωμα” σε στημένα μουγκά αφιερώματα κρατικών ή εκκλησιαστικών τηλεοπτικών σταθμών 4 “Αστέρων”.
Σε τέτοια μουγκά τηλεοπτικά αφιερώματα 4 “Αστέρων” όπου συνηθίζουν να χορεύουν υπό τον ήχο του στρατιωτικού εμβατηρίου “Μακεδονία ξακουστή” σερβιρισμένο με ολίγη από μουγκό “Πουστσένο”, βλέπουμε και συμμετοχή δεκάδων ανύποπτων ντόπιων Μακεδόνων. Και λέμε ανύποπτων διότι δεν υποπτεύονται τα πραγματικά κίνητρα, πίσω από τις κάμερες, των διοργανωτών τέτοιων εκπομπών-αφιερωμάτων που στην ουσία είναι καλοστημένες παγίδες  από εντεταλμένους “δημοσιογράφους”, “παπάδες”, και “δασκάλους”, που χρόνια τώρα στήνουν τέτοιες φιέστες με αποκλειστικό σκοπό να συνεχίσουν οι Ντόπιοι Μακεδόνες να είναι μουγκοί!
Φανταστείτε τι “εγκεφαλικά” θα πάθαιναν αυτοί οι “εγκέφαλοι” των 4 “αστέρων”, εάν οι πολιτιστικοί σύλλογοι ή ο απλός κόσμος τους ζητούσε να χορέψουν τη Σόφκα τραγουδισμένη στην μητρική Μακεδόνικη μας γλώσσα και να το έδειχναν οι ελληνικοί κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί!
Απ’ την άλλη, η πλειοψηφία των υποψιασμένων ντόπιων Μακεδόνων στα μακεδόνικα χωριά –έναν και πλέον αιώνα μετά την επανάσταση του Ίλιντεν- παραγγέλνουν αυθόρμητα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις τραγούδια στη μακεδονική γλώσσα που υμνούν τους Μακεδόνες βοεβόδες που καταγράφηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μακεδονική μνήμη όπως ο Γκότσε Ντέλτσεφ δείχνοντας ότι ξέρουν να τιμούν αυτούς που πραγματικά αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Οθωμανική κυριαρχία παρόλο που δεν έχουν ακούσει ποτέ στο επίσημο ελληνικό σχολείο για τον Γκότσε Ντέλτσεφ, παρά μόνο τον έχουν ακούσει απ’ την προφορική ιστορία που περνάει στόμα με στόμα από γενιά σε γενιά όλα αυτά 100 και πλέον χρόνια:
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι της εποχής εκείνης που να το παραγγέλνουν, να το χορεύουν, να το τραγουδούν αυθόρμητα οι ντόπιοι Μακεδόνες σήμερα, σηματοδοτεί την αποτυχία του μύθου περί “Μακεδονικού αγώνα” και είναι μια ακόμη τρανή απόδειξη της πλαστής αυτής ιστορίας περί “Μακεδονομάχων”!
Τα γεγονότα και η ιστορία είναι αμείλικτα. Στην σημερινή Ελλάδα κάποιοι επέλεξαν να παρουσιάζουν στον ελληνικό λαό σαν αληθινή ιστορια τις ιστορίες για αγρίους με ταινίες όπου πρωταγωνιστούν ο Κομνηνός και ο Πρέκας! Ας πρόσεχαν.
Όσο θα επιμένουν τόσο θα εκτίθενται…
More Sokol & Abecedar, 
Μάιος 2013

Αναδημοσίευση από: http://antiethnikistiki.blogspot.gr/

 

Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές

shadow

Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Ζήση Σαρίκα Ανθρώπινες σκιές, Δύο αφηγήματα  (εκδ. Πανοπτικόν).

«[…] Τη δεκαετία του εβδομήντα τα πράγματα άλλαξαν στην ειδυλλιακή, πρωτόγονη παρέα. Ήρθε το φως και το νερό, ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος, κι άρχισαν να χτίζονται παντού καινούργια σπίτια, ακόμα και συγκροτήματα. Το τοπίο πήρε να γίνεται αγνώριστο. Ωστόσο, ο ρυθμός της αλλαγής δεν ήταν ακόμη ραγδαίος, αυτό έγινε τις δυο επόμενες δεκαετίες. Η Μάγδα κατάφερε να αγοράσει ένα κτήμα κοντά στη θάλασσα και να χτίσει εκεί ένα μικρό εξοχικό. Η καθημερινότητα της οικογένειας στις διακοπές άλλαξε. Υπακούοντας στις επιταγές των καιρών, έβαλαν το κεφάλι τους στον τορβά και χρεώθηκαν ώς τα αφτιά για να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, ένα ακόμη σπίτι. Αντικατέστησαν την αμεριμνησία, την αληθινή ξεκούραση και αναψυχή των καλοκαιρινών διακοπών με μια διατεταγμένη, συμβατική καλοπέραση, που έκρυβε πίσω της πολλή έγνοια και λάτρα. Το σπίτι ήταν ένας καινούργιος και μεγάλος μπελάς, που οικειοθελώς είχαν φορτωθεί. Είχαν απεμπολήσει για πάντα τη δυνατότητα να τη βγάζουν πρόχειρα, φτηνά, εύθυμα, με ποικίλες παρέες, δίχως πρόγραμμα και δίχως σκοπιμότητες. Στα παλιά δωμάτια που νοίκιαζαν μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν όποτε ήθελαν, να μοιράζονται με τους άλλους ενοίκους πράγματα κι αισθήματα, δίχως να τους περνάει από το μυαλό τι ήταν οι άλλοι, φτωχοί ή πλούσιοι, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, και δίχως να τους τρώει το σαράκι να δείξουν τι ήταν οι ίδιοι. Η παλιά ζωή των διακοπών ήταν, έστω και για λίγες μέρες, απαλλαγμένοι από καταναγκασμούς και διακρίσεις, ήταν μια ταπεινή και φευγαλέα εικόνα μιας ιδεατής ισότητας, αλληλεγγύης και ευδιαθεσίας. Το ιδιόκτητο σπίτι ήταν δέσμευση. Εκείνοι όμως καμάρωναν γι’ αυτήν και κοίταζαν πώς θα την κάνουν σφιχτότερη. Το μόνο που τους έμενε τώρα ήταν να επιδεικνύονται, να ανταγωνίζονται τους γείτονες, ποιος θα έκανε καλύτερη και μεγαλύτερη σκεπή, πατζούρια, μπαξέ, γκαράζ για το αυτοκίνητο, ποιος θα έμπαινε στο μάτι των άλλων με το χρήμα και την αξιοσύνη του. Είχαν μεταφέρει τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό της πόλης στην εξοχή. Είχαν φράξει για πάντα τον μικρό κήπο μιας άλλης, πιο απλής, πιο ανέμελης, πιο ασκότιστης ζωής από εκείνη που έκαναν στο άστυ […]»

Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές. Δύο αφηγήματα, Εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ

Από Ομιλία του Θωμά Κοροβίνη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ζ. Σαρίκα (14-2-2013) στη Θεσ/νικη:
”Παρακολουθώντας την λογοτεχνική πορεία του Ζήση Σαρίκα από την αρχή, παίρνοντας υπ’ όψιν και τις δύο προηγούμενες συλλογές αφηγημάτων του, ”Ψίχουλα” και ”Μακριά απ’ τον κόσμο”, θα τον χαρακτήριζα ρεαλιστή συγγραφέα πρώτης γραμμής και παράλληλα μάστορα της νεοελληνικής γλώσσας…

Η σάτιρα του κοινωνικού περίγυρου, ο περιγελασμός του παράταιρου, του «δήθεν», του «χαβαλέ», του φτιαχτού, του ξιπασμένου, του ψευτονταήδικου, του αλλοπρόσαλλου, της κομπορρημοσύνης, της ανευθυνότητας, της τεμπελιάς, της καλοπέρασης σε βάρος των άλλων, της προδοσίας των ιδεών, της κουτοπονηριάς, της χωριατιάς, της ευκόλης σαχλαμάρας, είναι καυστικότατη, συχνά καταγγελτική.

 Ο μικρόκοσμος των ηρώων του Σαρίκα, όλων των ηρώων, πρωτευόντων, δευτερευόντων και κομπάρσων, διακρίνεται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που συνεκδοχικώς μπορούν να εννοηθούν ως συνήθη διακριτικά γνωρίσματα των μικροαστικών στρωμάτων της επαρχίας και του άστεως της δεκαετίας του’ 50, του’ 60 και του’ 70 : το ατομικό κουτσοβόλεμα με παράλληλο «ρίξιμο» των άλλων ως αυτοσκοπός, η κατασκόπευση της ζωής των διπλανών, το ακατάσχετο, εγκληματικό συχνά κουτσομπολιό, ο φραστικός πουριτανισμός που κρύβει ένα σωρό προσωπικά άπλυτα εκείνου που το εκφράζει, αρκετή μισανθρωπία συγκαλυμμένη κατά το ειωθός με συγκαταβατική, ανεκτική συμπεριφορά, που βγάζει όμως με την πρώτη ευκαιρία τα τιγρίσια νύχια της. Είναι αυτοί οι «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» του Κώστα Βάρναλη; Όχι, ακριβώς! Ο Σαρίκας φαίνεται να τους ρίχνει την μισή ευθύνη για την κοινωνική και πολιτική κατρακύλα. Ο μέσος νεοέλληνας οδηγείται στη ηθική παρακμή και στην εκμετάλλευση από πλευράς της εξουσίας με την εκούσια συμβολή του, σε σιωπηρή ή αγαστή συνεργασία με δικαστικούς υπαλλήλους, παπάδες, χωροφύλακες, ανθρώπους με έστω και μικρή τοπική ισχύ, οικονομική επιφάνεια ή κύρος, με στόχο το εύκολο κέρδος στη ζούλα, έστω και σε μικροκλίμακα. Δεν είναι αυτοί για τα μεγάλα κόλπα. Εκείνα τα έχει αναθέσει το σύστημα στους επί τούτου προπονημένους, πριμοδοτημένους μεγαλοαπατεώνες άλλης ταξικής και ιδεολογικής καταγωγής. Ο Σαρίκας, άλλοτε πλάγια και άλλοτε κατευθείαν, πολιτικολογεί όχι για να μας περάσει κάποιο μήνυμα, που προέρχεται από την βαθύχρονη και πολύμοχθη τριβή του με το πνεύμα των φιλοσόφων που έχει εμπεριστατωμένα μελετήσει αλλά με τον τρόπο που του δίδαξε η εμπειρία του από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις σχέσεις των απλών ανθρώπων με τον νόμο και την εξουσία. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε προσπαθεί να προσελκύσει τον αναγνώστη του στο ιδεολογικό του πιστεύω αλλά μας μεταδίδει την ακατάπαυστη αγωνία του να αποδώσει δικαιοσύνη στα πράγματα αποτιμώντας με ειλικρίνεια και καθαρό μυαλό τις αιτίες, τα συμβάντα, τα αποτελέσματα που συνθέτουν το κοινωνικό και σε βάθος το ιστορικό φάσμα του μεταπολεμικού μας κόσμου. Οι άνθρωποι ακυρωμένοι, διαψευσμένοι από τους ηγέτες τους, την ιδεολογία τους, τη μοίρα τους, τον εαυτό τους αποδεικνύουν καθημερινώς την αλήθεια τους μέσα από παραστατικά παραδείγματα”.

http://www.panopticon.gr/index.php/menu-logotexnia/9-cat-logotexnia/84-log-sarikas-skies

Ζήτω το έθνος!

Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος

eunow

 

Το έθνος είναι το μαξιλαράκι του ατροφικού ψυχισμού ενός λαού που σιτίζεται με αυταπάτες. Το έθνος περιβάλλεται από άλλα έθνη που βιώνονται κι αυτά ως μοναδικά. Το εθνικό κράτος έρχεται να υπερασπιστεί αυτό τον έρωτα του έθνους για τον εαυτό του. Συνθέτει ένα πλαστό αταξικό συναίσθημα και το προβάλει στην προοπτική της αιωνιότητας. Ο φουκαράς ως που να πεθάνει θα υπηρετεί με ζήλο αυτή την πλήρως αποκομμένη απ’ τα συμφέροντά του ιδέα. Μια ιδέα ληθαργική που απορρέει από έναν ευτράπελο καταναγκασμό. Από μιαν αισθητική φουστανέλας και τσαντόρ. Από ύμνους και σπαραξικάρδια γλυκόλογα. Από μια μέριμνα περιφρούρησης κάθε προγονικής μαλακίας. Από ραψωδούς, ιστορικούς και τελώνες που διαχειρίζονται τη μυθική διήγηση κάθε προοπτικής. Ένα καζάνι συλλογικών μύθων που χοχλάζει μπροστά στο Φαντασιακό θεό. Μπροστά στα αφόρητα μεγαλεία που καταλύουν βιαίως κάθε απόπειρα συνύπαρξης. Όσο θα υπάρχουν έθνη θα υπάρχει και βαθύς ρατσισμός. Μοιραία, η πλαστή ιστορικότητα που καθορίζεται πάντα απ’ τους νικητές, θα οδηγεί τους νικημένους στον πάτο του πηγαδιού. Απ’ τις αποικίες των ευρωπαίων που καταγάμησαν φιλήσυχους λαούς μέχρι τις αγορές της πλαστικής αποκοίμισης, το έθνος είναι το κυρίαρχο διακύβευμα. Ο πλάστης κάθε αντίφασης που συναιρείται στα πεδία των μαχών. Ο λειτουργός που προσδοκά μέσα απ’ όλους τους μαιάνδρους της ανθρώπινης ιστορίας, την κυριαρχία. Το ισχυρό έθνος είναι η ισχυρή άρχουσα τάξη ενός λαού που θυσιάστηκε γυρεύοντας πεισματικά αρχηγικό ρόλο μέσα στην αρένα των εθνών. Ενός λαού που μαγαρίστηκε απ’ τον πλούτο και τα λάφυρα. Όλα τα βιβλία ιστορίας όλων των εθνών είναι μπουκωμένα με ένδοξες σελίδες και μακρόσυρτες ηρωικές κραυγές. Τα ολοκαυτώματα, τα κομμένα κεφάλια, οι διαμελισμένοι και οι τρελοί είναι περασμένοι στα περιθώρια, παρατημένοι εκεί σαν τα απόβλητα της υγιεινής του πολέμου. Αμέτρητοι στρατιώτες μέσα στην περιοχή των σκιών. Χωνεμένοι για πάντα στη χαβούζα της λαιμαργίας του Κυρίου. Πρωταγωνιστές στην ηδονική κορύφωση της σφαγής. Με πρόσχημα ασυνάρτητες άυλες μπούρδες, ο κυρίαρχος στέλνει τα πρόβατα στα τσιγκέλια. Για το Χριστό, το Μωάμεθ και την τιμή της αδερφής. Για τον ένδοξο αρχαίο σαματά, σημαιοστολισμένο από προγονικές μπαρούφες. Μια στρατιά τραμπούκων, ξαφρισμένη απ’ όλες τις τάξεις περιφρουρεί μεγαλοπρεπώς την ιδέα του έθνους. Στα σχολικά βιβλία, στις τράπεζες, στην οικονομία. Ακόμα και στον έρωτα. Ένας ακραίος φυλετικός παροξυσμός τροφοδοτεί αδιάλειπτα τα μειράκια του έθνους. Μια σκοτεινή νύχτα φωτίζει την επόμενη νύχτα. Ένας επονείδιστος εκβιασμός. Άνθρωποι καλοταϊσμένοι φόβο, αυτοαναιρούνται. Καυλωμένα σαρκία που γίνονται πεζοναύτες. Υπάρξεις αποκομμένες από οποιαδήποτε υγιή κοινωνικότατα. Πιστοί, χωνεμένοι μέσα στον κυκεώνα της εθνικής φυλλωσιάς, προορισμένοι για αναπαραγωγή άλλων πιστών που θα εκπληρώσουν τις ίδιες θλιβερές αξίες. Το έθνος παιανίζει τη μουσική των μαζών και των πληβείων. Είναι η τέλεια ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης προστατευμένη από ηθικολογία. Ένας μηχανισμός ανοιχτός σε όλα τα ξεσπάσματα των ομαδικών υποκειμενικοτήτων. Όταν ο ένας επιβουλεύεται την ελευθερία του άλλου, όταν ο εργοδότης ρουφά το ζωτικό μεδούλι του εργάτη, τότε παράγεται μια αισχρότητα εξίσου σημαντική μ’ αυτήν που έχουμε στο Σάντ, τη στιγμή που ο παπάς σοδομίζει έναν διάνο. Έχουμε τη δημιουργία ενός πεδίου που περιφρουρεί αυτή την αισχρότητα και την διαχειρίζεται με όρους κοινωνικής ειρήνης και εθνικού συμφέροντος. Το έθνος έχει δυο πόλους. Ο ένας είναι στραμμένος στο εσωτερικό και περιφρουρεί το μαρμαρωμένο, βαλσαμωμένο και ασάλευτο παρελθόν και ο άλλος είναι στραμμένος στο εξωτερικό, ανασκολοπίζοντας άλλα έθνη και εκμηδενίζοντας άλλους λαούς, προετοιμάζοντας το μέλλον του και το μέλλον τους. Το έθνος είναι η δεξαμενή της απόλυτης εγωιστικής ηχηρότητας. Είναι το κουβούκλιο της μέγιστης ναρκισσιστικής αντήχησης. Είναι η βουβή μήτρα μέσα στην οποία ταλαντεύονται οδυνηρά τα ανθρώπινα όντα, αποκομμένα απ’ τον ουσιαστικό προορισμό τους. Κλειδωμένα έξω απ’ το πετσί τους. Μαντρωμένα σε ράσα και στολές. Σε ντροπές και σε ντροπιαστικές θεωρίες. Μεταλλαγμένα απ’ τις κάθε λογής εξουσίες και χωνεμένα μέσα στην κοπριά της υπεραξίας που θα βλαστήσει αύριο τα νέα ζοφερά φυντάνια.  Το έθνος είναι η γελιοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα βραχυκύκλωμα μεταξύ της ανάγκης και του καταναγκασμού. Ένα ατέλειωτο συρματόπλεγμα μπλεγμένο στις καρδούλες και στα κορμάκια. Μια συνταγματικά κατοχυρωμένη διαστροφή. Μιαν υπαρξιακή απρέπεια.

Αναδημοσίευση από: https://dromos.wordpress.com/2013/07/18/%CE%B6%CE%AE%CF%84%CF%89-%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82/

Επίθεση αστυνομικών σε τρανς γυναίκες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

Τη νύχτα της Τετάρτης 17/7, σύμφωνα με το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ομάδες μοτοσυκλετιστών της αστυνομίας επιτέθηκαν σε δεκάδες τρανς γυναίκες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στο Βαρδάρη. Τις πέταξαν στο έδαφος και τις προσήγαγαν σε αστυνομικό τμήμα!

Πρόκειται προφανώς για τη συνέχεια της στοχοποίησης των τρανς γυναικών της Θεσσαλονίκης από την αστυνομία και τους ακραίους νεοσυντηρητικούς κύκλους της πόλης μας, που ξεκίνησε 2 βδομάδες πριν το Thessaloniki Pride, συνεχίστηκε το βράδυ της 14ης Ιούλη και κλιμακώθηκε χτες.
Για τις συγκεκριμένες παράνομες προσαγωγές της αστυνομίας το ΣΥΔ έχει ήδη προσφύγει στη δικαιοσύνη.

Αναδημοσίευση από: http://left.gr/news/epithesi-astynomikon-se-trans-gynaikes-sto-kentro-tis-thessalonikis-fotografies

Για μια ελευθεριακή ηθική

images

Στην ιεραρχική κοινωνία μας

οι διαπροσωπικές σχέσεις καθορίζονται παραδοσιακά με ορούς κυριαρχίας- υποταγής. Κάθε άνθρωπος δεν νοείται ως ένα πρόσωπο ανάμεσα σε άλλα ισότιμα πρόσωπα, αλλά ως άτομο που ο σκοπός της ύπαρξης του είναι να κυριαρχήσει πάνω σε άλλα άτομα ή να υποταχθεί στη θέληση άλλων, μέσα σ’ ένα ανελέητο πόλεμο του καθενός εναντίων όλων. Το Διαφορετικό, είτε πρόκειται για άνθρωπο, είτε για σχέση, ή για πράγμα, γίνεται αντιληπτό ως ανταγωνιστικό, και σαν τέτοιο επιβάλλεται να τοποθετηθεί σε μια ιεραρχική κλίμακα. Ο καταναγκασμός, η χειραγώγηση, η βια, είναι θεμελιώδεις πρακτικές της κοινωνίας που βρίσκεται σε μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό της και με τη φύση, και οι ουσιαστικά ανθρώπινες σχέσεις είναι μάλλον περιθωριακό φαινόμενο.

Τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η κοινωνική υπευθυνότητα και οι αντικοινωνικές τάσεις, δεν καθορίζονται βιολογικά. Είναι δημιουργήματα τόσο του ιδιαίτερου τρόπου κοινωνικοποίησης στην οποία υποβάλλεται το άτομο, όσο και των συνειδητών επιλογών του ίδιου του ατόμου. Ο αυταρχικός χαρακτήρας του ανθρώπου, οι σαδιστικές- κυριαρχικές και οι μαζοχιστικές- δουλοπρεπείς τάσεις του, είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα και διαιωνιζόμενο αποτέλεσμα του φαύλου κύκλου της αυταρχικής κοινωνικοποίησης, της θεμελιωμένης πάνω στο φόβο. Για μας, η πραγμάτωση της ανθρωπιάς από το άτομο και ο εξανθρωπισμός των κοινωνικών σχέσεων, αυτές οι δυο όψεις της επαναστατικής διαδικασίας, γίνονται δυνατές στο μέτρο που ο καθένας μας ενστερνίζεται και βιώνει μια ουσιαστικά ελευθεριακή ηθική.

Η λέξη ‘ηθική’ σημαίνει παραδοσιακά ένα κώδικα αξίων, προτύπων και κανόνων συμπεριφοράς, κώδικα που επιβάλλεται στους ανθρώπους από κοσμικές ή υπερκόσμιες αυθεντίες (‘φωτισμένους ηγέτες’, ‘προγονούς’, ‘θεούς’, ‘πνεύματα’, κτλ.) Αυτό που προτείνουμε δεν έχει καμιά σχέση με την κατεστημένη- συμβατική έννοια της ‘ηθικής’.

Η ελευθεριακή ηθική είναι ένα σύνολο αξιών και αυτοδεσμεύσεων εθελοντικά αποδεκτών. (Ελευθεριακή ηθική επιβεβλημένη με βια, καταναγκασμό ή χειραγώγηση, είναι μακάβρια φάρσα.) Πηγή της είναι οι αυτόνομοι και ισότιμοι άνθρωποι που την διατυπώνουν υπεύθυνα και συνειδητά. (Όχι κάποια αυθεντία, όχι κάποιοι ‘νομοί της ιστορίας’, όχι κάποιο κέντρο αποφάσεων στεγανοποιημένο και ανεξέλεγκτο από την κοινωνία). Κορυφαίες αξίες της, που αποτελούν αυτοσκοπούς, είναι η ευτυχία του ατόμου και της κοινωνίας, η εναρμόνιση τους, και η υπόθαλψη του κόσμου των εμβίων. Αυτές οι άξιες, και οι αυτοδεσμεύσεις που συνεπάγονται, αποτελούν ένα οργανικό σύνολο. Η οργανική σύνδεση και η αλληλεπίδραση τους συνιστούν την ελευθεριακή ουσία τους. Αν διαχωριστούν και κατακερματιστούν, παύουν να υφίστανται ως ελευθεριακή ηθική, μετατρέπονται σε ιδεολογία και ψευδή συνείδηση.

1. Οι άνθρωποι είναι μεταξύ τους ίσοι από κάθε άποψη. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες όλων είναι ίσης σημασίας, συνεπώς όλοι έχουν εξίσου το δικαίωμα στην ικανοποίησή τους. Απορρίπτονται κατηγορηματικά η ιεραρχία, θεσμοποιημένη ή άτυπη, η ανισότητα, τα προνομία κάθε είδους και οι διακρίσεις σε βάρος ατόμων ή ομάδων.

2. Η ζωή, η αυθόρμητη ανάπτυξη των εμβίων και η βιοποικιλότητα αποτελούν αυτοσκοπούς. Η χυδαία αντίληψη της φύσης ως αθροίσματος άψυχων πραγμάτων, πρώτων υλών προορισμένων για εκμετάλλευση και χειραγώγηση, είναι καταδικαστέα. Η ιεραρχική- ανταγωνιστική νοοτροπία που γεννά τέτοιες κυριαρχικές και εκμεταλλευτικές αντιλήψεις και σχέσεις, είναι εξίσου καταδικαστέα.

3. Κυρίαρχη αντίληψη αυτής της κοινωνίας είναι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Για μας, τα μέσα και οι σκοποί αλληλοκαθορίζονται: ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα προεικονίζουν τους σκοπούς στο βαθμό που τους εμπεριέχουν.

4. Η βια, η χειραγώγηση, ο καταναγκασμός, είναι καταδικαστέα. Ορισμένοι άνθρωποι που δηλώνουν επαναστάτες ή αναρχικοί, ανάγουν τη σύγκρουση σε αυτοσκοπό. Έτσι, είτε αυτοεπιβεβαιώνονται, είτε εκλογικεύουν την τυφλή εκτόνωση του μίσους τους για την καταπίεση που έχουν υποστεί. Εθελοτυφλούν μπροστά στο γεγονός ότι ακόμα κι αν ανατρέψουμε σήμερα το κράτος, αύριο κιόλας ο αυταρχικός χαρακτήρας των ανθρώπων θα δημιουργήσει νέους καταπιεστικούς θεσμούς. Το ζητούμενο είναι να εξαλείψουμε τον αυταρχικό χαρακτήρα μας και το φαύλο κύκλο βίας και καταπίεσης που γεννάει.

Δεν είμαστε απαραίτητα ούτε ‘ειρηνιστές’, ούτε ‘μη βίαιοι’, ούτε βεβαίως, ‘βίαιοι’. Διατηρούμε το δικαίωμα κι έχουμε την κριτική ικανότητα να επιλέξουμε τα μέσα άμυνας μας ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.

5. Η διαφορά, η ιδιαιτερότητα του ατόμου, είναι δικαίωμα. Επιθυμούμε την εναρμόνιση των ιδιαιτεροτήτων.

6. Στην καπιταλιστική κοινωνία, το κίνητρο της ανταλλαγής είναι το κέρδος: ‘να δώσω λίγα για να πάρω πολλά’. Θέλουμε την εξάλειψη αυτής της σχέσης, επιδιώκουμε την καθιέρωση της χαριστικότητας, της οποίας κίνητρο είναι η χαρά της ικανοποίησης μιας ανάγκης ή επιθυμίας του Άλλου.

7. Θέλουμε κι επιδιώκουμε οτιδήποτε προάγει την αυτονομία όλων των ανθρώπων, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την ειλικρίνεια και διαφάνεια στις σχέσεις, την αλληλοβοήθεια, τη συνεργασία και τη χαριστικότητα, την ανεκτικότητα, την αυθόρμητη έκφραση του αισθησιασμού και του ερωτά, το σεβασμό της φύσης.

Θέλουμε να προωθήσουμε τη συνειδητοποίηση από μέρους των ανθρώπων του γεγονότος ότι οι ίδιοι προσωπικά είναι οι αρμόδιοι, οι υπεύθυνοι και οι κατάλληλοι για τη διεύθυνση των κοινωνικών υποθέσεων, με την ενεργοποίηση διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας. Όλοι μας, με ενεργή συμμετοχή και επί ίσοις όροις, έχουμε το δικαίωμα και το καθήκον να δημιουργούμε τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινωνίας• όχι οι κλίκες των επαγγελματιών πολίτικων, των καπιταλιστών, των γραφειοκρατών και των ‘ειδικών’.

8. Αποστρεφόμαστε και πολεμάμε αδιάλλακτα την κυριαρχία, την εκμετάλλευση, την ιεραρχία, τη στερητική ιδιοποίηση, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπων και των αγαθόν, την αρπακτικότητα, τη λεηλασία και μόλυνση της φύσης, την υποβολή ζωντανών πλασμάτων στην οδύνη.

Απορρίπτουμε τη μεταφυσική, τη μυθοποίηση, τις αυθεντίες κάθε είδους, τη θυσία για χάρη μύθων και απολύτων- αφαιρέσεων όπως ‘θεός’, ‘πατρίδα’, ‘έθνος’ , ‘φυλή’, ‘κράτος’, ‘κόμμα’, ‘ανάπτυξη’, ‘νομοί της ιστορίας’, κτλ.

Οι παραπάνω αυτοδεσμεύσεις έχουν νόημα στο βαθμό που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας. Σε αντίθετη περίπτωση μετατρέπονται είτε σε ιδεολόγημα, ένα προσωπείο με το οποίο κρύβει κάποιος τον πραγματικό του εαυτό, είτε σε ψευδή συνείδηση, λανθασμένη αντίληψη της σχέσης του με τον κόσμο.

Κείμενο που διένειμε η Ομάδα Αναρχοκομμουνιστών- Κοινοτιστών Ν.Σμύρνης τον Ιούνιο του 1991

Αναδημοσίευση από: https://isotita.wordpress.com/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B7-%CE%B7%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CE%B7/

και

http://eagainst.com/articles/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE-%CE%B7%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CE%AE/

Δημιουργικές αντιστάσεις και Αντεξουσία

varkΣτο βιβλίο Δημιουργικές αντιστάσεις και Αντεξουσία. Εγχειρήματα και προβληματισμοί του ριζοσπαστικού κινήματος στον 21ο αιώνα (Συγγραφέας: Ορέστης Βαρκαρόλης / Εκδότης: «Το Παγκάκι») προτείνεται μια νέα στρατηγική σύλληψη για τον επιδιωκόμενο κοινωνικό μετασχηματισμό και ένας νέος τύπος πολιτικής παρέμβασης στο σύγχρονο (μεταμοντέρνο) περιβάλλον. Μια στρατηγική απεμπλοκής από την καπιταλιστική βαρβαρότητα που χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση, πρόταση και εφαρμογή εναλλακτικών διεξόδων τόσο σε μίκρο όσο και σε μάκρο-κοινωνικό επίπεδο.

Πιο συγκεκριμένα, απέναντι στην σύλληψη που έχει κυριαρχήσει στην επαναστατική σκέψη για περισσότερο από έναν αιώνα και που θέλει το εργατικό κράτος να αποτελεί τον προνομιακό τόπο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και στην σύλληψη της επανάστασης ως κοινωνικού μετασχηματισμού που θα πραγματοποιηθεί με την καταστροφή του κέντρου εξουσίας που εδράζεται στο κράτος και την απελευθέρωση των αυτόνομων τάσεων των ανθρώπων, αντιπροτείνεται η δημιουργία εδώ και τώρα περισσότερων ευκαιριών για τους ανθρώπους να επιτεθούν άμεσα στην αλλοτρίωση του σύγχρονου τρόπου ζωής με τροχιοδεικτικές βολές για τον τόπο που δεν είναι ακόμα εδώ.

Η ανάπτυξη τέτοιων έμπρακτων, προεικονιστικών εγχειρημάτων-παραδειγμάτων δημιουργικής αντίστασης παρά τα όρια και τις αντιφάσεις με τις οποίες βρίσκεται αναγκαστικά αντιμέτωπη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και έναυσμα για να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα αγώνα που να διεκδικήσει την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και τη δημιουργία συλλογικών οργάνων λαϊκής εξουσίας.

Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης και με βάση την εμπειρία που παρουσιάζεται από τη συμμετοχή σε εγχειρήματα, όπως ο Συνεταιρισμός για το Εναλλακτικό και Αλληλέγγυο Εμπόριο «Ο Σπόρος», η Συνεργατική Τροφίμων «Το Καλάθι» και η Κολεκτίβα Εργασίας «Το Παγκάκι», επιδιώκεται να απογυμνωθεί η ριζοσπαστική κριτική της κρατούσας κοινωνικής οργάνωσης και των εγχειρημάτων που την αντιπαλεύουν από το φάντασμα του μυθικού-ιδεαλιστικού κομμουνισμού που εγκλωβίζει σε μεγάλο βαθμό τη μετασχηματιστική δυναμική των εγχειρημάτων αυτών. Μια κριτική που στο βιβλίο αυτό περνάει μέσα από μια επανανοηματοδότηση της εργασίας, μια επιστροφή στα βασικά του καπιταλισμού και έναν προβληματισμό πάνω στον όρο αλληλέγγυα οικονομία για να καταλήξει σε μια διατύπωση ενός πιο γειωμένου δέοντος: του προτάγματος της γενικευμένης εργασιακής αυτοδιαχείρισης και της ελευθεριακής δημοκρατίας.

Σημαντική επιρροή στο έργο είχαν το αναλυτικό πνεύμα του Καρλ Μαρξ, η ιδιαίτερη κοινωνική οντολογία του Κορνήλιου Καστοριάδη, οι στρατηγικές ανησυχίες του Τζον Χολογουέι, το υβριδικό πνεύμα του Ερίκο Μαλατέστα και η αναθεωρητική κουλτούρα του μετα-αναρχισμού.

Από το οπισθόφυλλο:

Οι εμπορευματικές σχέσεις παράγουν έναν κόσμο απατηλών αναπαραστάσεων, όπου το θέαμα παίρνει τη θέση της πραγματικότητας. Οι καταπιεστικές κοινωνικές σχέσεις αποκρύπτονται, όπως και η προοπτική μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας, βασισμένης στη συλλογική αυτοδιαχείριση και αυτοδιεύθυνση. Στον αντίποδα, οι δημιουργικές αντιστάσεις αποτελούν συλλογικές καταστάσεις επανοικειοποίησης της ζωής στο σήμερα με όρους αλληλεγγύης.

Δημιουργικές Αντιστάσεις, Αλληλέγγυα Οικονομία, Αυτοδιαχείριση, Αντεξουσία… Το βιβλίο προσεγγίζει τη θεωρητική διάσταση αυτών των εννοιών, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μια συλλογή βιωμάτων και προβληματισμών που προέκυψαν μέσω της συμμετοχής του συγγραφέα στον Συνεταιρισμό για το Εναλλακτικό και Αλληλέγγυο Εμπόριο «Ο Σπόρος», τη Συνεργατική Τροφίμων «Το Καλάθι» και την Κολεκτίβα Εργασίας «Το παγκάκι».

Αναδημοσίευση από: http://antexousia.pagkaki.org/

Ο Καστοριάδης και η θεωρία της δημοκρατίας

Για την επικαιρότητα ενός «ανεπίκαιρου» στοχαστή

Στη χώρα μας, αλλά και αλλού, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ευτύχησε να συναντήσει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, που συνεχίζει να συζητά με ενδιαφέρον τα κείμενά του. Αυτό οφείλεται, δίχως άλλο, στο έντονο πολιτικό πάθος του, που τροφοδοτεί μια ριζοσπαστική κριτική των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών δομών στο όνομα μιας αληθινής, άμεσης δημοκρατίας.

 

Του Κωνσταντίνου Καβουλάκου* 

Ο Καστοριάδης απέφυγε βέβαια να αναγάγει την κοιτίδα των αμεσοδημοκρατικών πρακτικών, την αρχαία ελληνική δημοκρατία, σε αιώνιο πρότυπο ενός τέτοιου πολιτεύματος – προτίμησε να κάνει λόγο γι’ αυτήν ως «δημιουργική πηγή της ιστορίας», από την οποία μπορούμε να εμπνευστούμε για να βρούμε τον δικό μας δρόμο.

Απέναντι σε αυτήν τη δυνατότητα, οι περισσότεροι στοχαστές της συγκαιρινής πολιτικής φιλοσοφίας στάθηκαν και συνεχίζουν να στέκουν εχθρικά. Δεν ήταν μόνο το μέγεθος των μικρών πόλεων-κρατών της αρχαιότητας διαφορετικό σε σύγκριση με τα σύγχρονα κράτη, μας λένε. Είναι επίσης, και κυρίως, εντελώς διαφορετική η «πολυπλοκότητα» των νεωτερικών αγοραίων οικονομιών και των αντίστοιχων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Αυτή συμβαδίζει άλλωστε με τον απαραμείωτο νεωτερικό πλουραλισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, ο οποίος βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς τα παραδεδομένα ήθη των σχετικά ομοιογενών αρχαιοελληνικών πόλεων. Συμπέρασμα: η αρχαία ιδέα της άμεσης δημοκρατίας δεν μπορεί να βρει εφαρμογή σήμερα.

Εντούτοις, παρά τη σχεδόν ομόφωνη απόρριψη της άμεσης δημοκρατίας ως οργανωτικού προτύπου για τα σύγχρονα κράτη, ο Καστοριάδης συνέχισε να την υπερασπίζεται και να την επικαλείται ενάντια στις ολιγαρχικές τάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο το γεγονός ότι, με τα μέτρα της κυρίαρχης πολιτικής φιλοσοφίας των τελευταίων σαράντα ετών, ο Καστοριάδης εμφανίζεται ως ένας «ανεπίκαιρος» στοχαστής.

Στην πραγματικότητα, όμως, η πολιτική σκέψη του Καστοριάδη αναπτύχθηκε σε ζωντανή αντιπαράθεση προς τις τρέχουσες πολιτικοφιλοσοφικές θεωρίες. Απέναντι στη συζήτηση που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 γύρω από τα ηθικά θεμέλια του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους δικαίου, ο Καστοριάδης κράτησε κατ’ αρχάς αποστασιοποιημένη στάση. Η ριζικά ιστορική προοπτική της θεωρίας τού κοινωνικού φαντασιακού τον έκανε να απορρίπτει την ιδέα μιας φιλοσοφικής θεμελίωσης με βάση αφηρημένες έννοιες του ανθρώπινου λόγου. Εμμέσως όμως συμμετείχε στη συζήτηση, τοποθετώντας στη θέση της «θεμελίωσης» την κριτική «διαύγαση» των ιστορικά συγκροτημένων «φαντασιακών σημασιών» μας. Ως τέτοιες αντιλαμβανόταν την ελευθερία, την ισότητα και τη δημοκρατία: αποτελούν ανοικτά ιστορικά προτάγματα που αναλαμβάνουμε κατά το δυνατό συνειδητά, για να τα προωθήσουμε περαιτέρω με κριτικό τρόπο.

Αν και η αντιπαράθεση του Καστοριάδη με την πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας δεν αποτυπώθηκε σε ένα συστηματικό έργο, μπορεί κανείς να την ανασυγκροτήσει από τις σκόρπιες αναφορές του. Απέναντι στον φιλελεύθερο ατομικισμό προβάλλει ένα κλασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη διαμάχη φιλελευθερισμού-κοινοτισμού της δεκαετίας του ’80: Οι φιλελεύθεροι στηρίζονται στο πλασματικό επινόημα ενός αφηρημένου, αποδεσμευμένου από το κοινωνικό του πλαίσιο, ατόμου, το οποίο βλέπουν στην υποτιθέμενη αντίθεσή του προς την κοινότητα. Γι’ αυτό επικεντρώνουν την προσοχή τους στα «αρνητικά» δικαιώματα προστασίας του από τις παρεμβάσεις του κράτους. Ο Καστοριάδης θεωρεί αυτήν την αρνητική έννοια ελευθερίας αναγκαία στις συνθήκες της νεωτερικότητας αλλά, εξαιτίας του «αμυντικού» της χαρακτήρα, φανερά ανεπαρκή και περιορισμένη.

Το νεωτερικό πρόταγμα της πραγμάτωσης της ελευθερίας απαιτεί ως εκ τούτου μια ευρύτερη έννοιά της, η οποία περιλαμβάνει τη θετική διάσταση της πολιτικής συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Γιατί χωρίς την ίση συμμετοχή όλων στην εξουσία οδηγούμαστε αναπόδραστα στον δεσποτισμό και την κατάργηση κάθε ελευθερίας. Ετσι, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι, η αρνητική, ατομική ελευθερία βρίσκεται σε σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής με τη θετική, συλλογική ελευθερία των πολιτών – ένα επιχείρημα που δεν διαφέρει ριζικά από τη «διαδικασιακή» θεμελίωση των δικαιωμάτων που μας πρόσφερε ο Χάμπερμας στη δεκαετία του ’90.

Βέβαια, απέναντι στην επικέντρωση του Χάμπερμας στις δημοκρατικές «διαδικασίες», ο Καστοριάδης διατηρούσε την ισχυρή αντίρρηση ότι η δημοκρατία θα πρέπει να νοείται ως ένα ολιστικά συγκροτημένο «καθεστώς» που, αν και περιλαμβάνει προφανώς διαδικασίες διαβούλευσης και συλλογικής απόφασης, δεν εξαντλείται σ’ αυτές. Γιατί οι διαδικασίες εξαρτώνται πάντα από την ύπαρξη ενός ζωντανού δημοκρατικού «πνεύματος», βάσει του οποίου διαμορφώνονται τα κριτικά-δημοκρατικά υποκείμενα που θα τις εφαρμόσουν. Χωρίς την αναγωγή ευρύτερων δημοκρατικών αξιών σε περιεχόμενο του κοινού αγαθού της κοινότητας, αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει αληθινά δημοκρατικά, όσο κι αν εξωτερικά τηρεί κάποιες τυπικές διαδικασίες.

Με αυτόν τον τονισμό της σημασίας των συλλογικών δημοκρατικών ηθών, ο Καστοριάδης πλησιάζει την παράδοση του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, όπου η πραγματική συμμετοχή των πολιτών συνδέεται εσωτερικά με το κοινό αγαθό της πολιτικής κοινωνίας. Αλλά και απέναντι σε στοχαστές αυτής της κατεύθυνσης, όπως π.χ. η Χάνα Αρεντ, ο Καστοριάδης ορθώνει τις αντιρρήσεις του: Το αρχαιοπρεπές «αγωνιστικό» μοντέλο της πολιτικής ελευθερίας της Αρεντ στηρίζεται σε έναν λανθασμένο χωρισμό της κοινωνίας από την πολιτική. Χάνονται έτσι από τη ματιά του θεωρητικού τα άπειρα νήματα που συνδέουν την υλοποίηση της πολιτικής ελευθερίας με τις ευρύτερες κοινωνικές της προϋποθέσεις, π.χ. την πολιτική ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος.

Αν και ο Καστοριάδης συμμερίζεται προφανώς τον θαυμασμό της Αρεντ για την αρχαία ελληνική δημοκρατία, σκέφτεται τη δυνατότητα της σύγχρονης δημοκρατίας με νεωτερικούς όρους, ως τη δυνατότητα ενός πολιτικού και συγχρόνως κοινωνικού ιδεώδους. Συγκροτημένη ολιστικά, η δημοκρατία θα πρέπει να νοηθεί εντέλει ως εκείνη η μορφή ζωής την οποία ο Καστοριάδης συνέδεε με τη δημοκρατική «παιδεία» με τη βαθιά και περιεκτική αρχαιοελληνική έννοια του όρου.

Σήμερα συνειδητοποιούμε ότι η πολυδιάστατη κρίση των δημοκρατικών θεσμών δεν είναι παρά εκδήλωση της εντεινόμενης μετατροπής τους σε τύπους κενούς περιεχομένου. Εάν το πρόβλημα είναι λοιπόν η έκλειψη του αξιακού περιεχομένου της δημοκρατικής ζωής, τότε οι στοχασμοί του Καστοριάδη, που συνεχίζουν για πολλούς να είναι «ανεπίκαιροι», αποκτούν μια απροσδόκητη επικαιρότητα – δεν είναι τυχαίο ότι προσφάτως το όνομα Καστοριάδης ακούστηκε πολλές φορές στις κατειλημμένες πλατείες. Βέβαια, οι ιδέες του θα χρειαστούν μια ιστορική συγκεκριμενοποίηση, για την οποία ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, προτιμώντας να μας αφήσει το μήνυμά του σε ένα μπουκάλι, το οποίο ξεβράζουν τώρα τα κύματα της ιστορίας.

*O Kωνσταντίνος Καβουλάκος είναι αναπληρώτης καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης