All posts by oulaloum

Περίπτωση Κώστα Σακκά: μια υποσημείωση στα περιθώρια της ιστορίας

ypo

 

Η περίπτωση Σακκά είναι μια ακόμα ηθική μπλόφα του μηχανισμού καταστολής. Μια βουβή υπόθεση χρόνων μνημονίου και κοινωνικού αυτοματισμού. Ο Σακκάς είναι καταχωνιασμένος εδώ και τριάντα μήνες σ’ ένα μπουντρούμι και περιμένει να δικαστεί. Περιμένει έστω μια στημένη δίκη στην οποία θα μπορέσει να αρθρώσει το λόγο του και να παρουσιάσει τις απόψεις του. Περιμένει να βρει το δίκιο του ή να μάθει πως το δίκιο που περιμένει, εδώ, βαφτίζεται άδικο και πληρώνεται ακριβά. Ο Σακκάς οδηγήθηκε εσχάτως στην απεργία πείνας και στο ψυχορράγημα γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Γιατί πρέπει να ακουστεί και να διαλαλήσει τα τρία χρόνια του εγκλεισμού του χωρίς δίκη, αλλά και την πρόθεσή του να υπερασπιστεί τις όποιες επιλογές του, μπροστά στον κρατικό Ιαβέρη που τον χρησιμοποιεί ως πιόνι στην κοινωνική σκακιέρα των συγκρούσεων. Ο Σακκάς δήλωσε και δηλώνει αναρχικός. Πολέμιος του Κράτους και της τάξης που διαχειρίζεται κομβικά τις ζωές μας. Την εργασία, την υγεία, την εκπαίδευση, το δημόσιο χώρο, τον πολιτισμό. Ο Σακκάς αντιπροσωπεύει για τους κρατούντες την πάλλουσα νεανική ορμή που δεν δέχεται την εκμετάλλευση και δεν συμβιβάζεται με το υποκατάστατο ζωής που πλασάρει ο σπαρακτικά ανθρωποφαγικός ιμπεριαλισμός. Έχει το δέρμα, τα χείλη και τα μάτια των νεολαίων που πατικώνει ο ανταγωνισμός και ο κερδοσκοπικός οίστρος του κεφαλαίου. Έχει την καύλα να αλλάξει τον κόσμο, όχι από παραξενιά και υπερβάλλον ακτιβισμό, αλλά ως χρέος στον εαυτό του, στους συντρόφους του, αλλά και στους αδύναμους που περιφέρονται δίπλα του και δίπλα μας σα σκιές, παραδομένοι στα χέρια του ευσπλαχνικού παπαδαριού και των μη κυβερνητικών του οργανισμών. Ο Σακκάς είναι η εύκολη λεία αφού δεν κρύφτηκε στο Σύριζα αμολώντας επαναστατικές πορδές μέσα στο κοινοβουλευτικό σελοφάν. Ο Σακκάς είναι προορισμένος απ’ το σύστημα να λειτουργεί εκφοβιστικά για όσους σκέφτονται σαν κι αυτόν. Να ντροπιάζεται και να εξευτελίζεται απ’ τα καθεστωτικά μέσα που χορδίζουν τις μικροαστικές αυταπάτες και λοιδορούν κάθε ζωτική ικμάδα. Το αλυσσόδεμα της ζωής του Σακκά και ο εγκλεισμός του είναι το αλυσσόδεμα χιλιάδων υπάρξεων στο κατάρτι της ανάπτυξης και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι το προανάκρουσμα της βίαιης καταστολής κάθε επαναστατικής πράξης, που έχει στο κέντρο της την ανατροπή της οικονομίας της αγοράς και την ανάδειξη του ιστορικού ρόλου της τάξης που υφίσταται σήμερα την πιο βάρβαρη εκμετάλλευση. Ο Σακκάς δεν σπούδασε στο Γέιλ οικονομικά και ξεπάστρεμα λαών. Δεν λογαριάζει με λογιστικό μολύβι τις ανθρώπινες ανάγκες, πετώντας όσους περισσεύουν απ’ την ανθρωποφαγική ανάπτυξη στον καιάδα του κοινωνικού περιθωρίου. Ο Σακκάς δεν υπήρξε πορτιέρης κάποιας αστικής ιδεολογίας, ούτε γορίλας της Χρυσαυγής με επιτελικό ρόλο εκκαθάρισης ανθρώπινων υπάρξεων που ο πολιτικός ορθός αμοραλισμός βάφτισε λαθραίες. Ο Σακκάς δεν βούλιαξε στην κόκα χορεύοντας τράνς στη Μύκονο η στο Κωσταλέξη της μικροαστικής ενδοχώρας, αλλά, κάθε φορά που έβλεπε στα παράλια της Εύβοιας πνιγμένα γυναικόπαιδα που ξέβραζαν τα δουλεμπορικά, έβγαζε και μια κραυγή, έριχνε και μια χριστοπαναγία, έγραφε κι ένα σύνθημα, αφύπνιζε συνειδήσεις. Ο Σακκάς δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε οσιομάρτυρας. Είναι ένας αιχμάλωτος που του αρνούνται τη δίκη. Είναι ένας πολιτικός κρατούμενος στα κελιά που χτίστηκαν με δημοκρατικά φράγκα. Είναι ένα παιδί που θέλει να ζήσει, να φάει, να ερωτευτεί και να κοιμηθεί χωρίς το δεσμοφύλακα στο προσκεφάλι του και χωρίς τη μπότα του πονηρού γραφειοκράτη και του στρατηγού της καταστολής, που τον πατάει στο λαιμό, στερώντας του τον αέρα της ελευθερίας και το νεράκι μιας δροσερής πηγής.

Αναδημοσίευση από: http://dromos.wordpress.com/2013/07/08/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BA%CE%BA%CE%AC-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CF%89%CF%83/

 

Ludwig Bauer, Μεσαίωνας, 1932

bau

Το δοκίμιο του Ludwig Bauer, γραμμένο το 1932,  είναι σαν να γράφτηκε για το σήμερα της Ευρώπης. Μισαλλοδοξία, φανατισμός, ψυχική ακαμψία, μαζικοποίηση, ρατσισμός, νεοναζισμός: Μια πυκνή πνευματική καταχνιά εξαπλώνεται εκ νέου.

LUDWIG BAUER

Μεσαίωνας, 1932[1]

(Μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)
 —

    Το τρένο της Ιστορίας τρέχει προς τον νέο Μεσαίωνα που τον ζούμε ήδη χωρίς και να μπορούμε, ακριβώς επειδή τον ζούμε και να τον φανταστούμε. Όλη η ανθρωπότητα έχει κόψει εισιτήριο γι’ αυτό το δρομολόγιο. Ο 19ος αιώνας έχει πεταχτεί στη χωματερή∙ ο Μουσολίνι έχει ανακαλύψει ότι ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Λόγου, υπήρξε ο βλακωδέστερος των αιώνων. Και τώρα, το γερμανικό υποκατάστατο του Μουσολίνι, με όλους τους αλαζονικούς αντιδιανοούμενους προφεσόρους του, έχει αναλάβει να συνεχίσει την εκτροχιασμένη πορεία του Ιταλού. Διότι κατά τον περασμένο αιώνα η ανθρωπότητα κάλυψε όλη την απόσταση από το «εμείς» στο «εγώ», ανακάλυψε ότι το κράτος αποτελεί ένα αναγκαίο κακό και άναψε τη δάδα των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία τώρα κινδυνεύει να σβήσει μέσα σε μια πυκνή πνευματική καταχνιά. Σήμερα επικρατεί η βαθιά επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από το βάρος του «εγώ» – γεννιόμαστε με μια στολή, ξεφορτωνόμαστε την ψυχή μας και υποτασσόμαστε στη μάζα. Η ανεκτικότητα αντικαθίσταται από τον φανατισμό, το χαμόγελο από την ψυχική ακαμψία.

Το άτομο σκοντάφτει πάνω σ’ έναν τοίχο και κάνει γκελ προς το παρελθόν.

Είτε πρόκειται για τον χιτλερισμό ή τον φασισμό, είτε πρόκειται για τους Heimehren[2] ή τους Camelots du roi της Action Française[3], όλοι τους απεχθάνονται την πνευματική διαύγεια και τείνουν στον μυστικισμό και την αυτοειδωλοποίηση. Το νόημα της ζωής δεν είναι πλέον η ελευθερία του ατόμου αλλά η μαζικοποίηση του μέσα στη φυλή, στην τάξη και στο έθνος. Έτσι εμφανίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου που του αρέσει να στρατολογείται, που βρίσκει απόλαυση στη μαζική πίστη. Απορρίπτει με περιφρόνηση τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού∙ γι’ αυτόν δεν υπήρξε ποτέ ο Βολταίρος. Μέσα από τη σύγχυση μιας ανθρωπότητας που δραπέτευσε από τον εαυτό της γεννήθηκε η σημερινή γενιά που δεν βλέπει καμιά χρησιμότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ελευθερία της σκέψης και στην ανεκτικότητα∙ και ό,τι καλύτερο έχει με ηρωικές προσπάθειες κατακτηθεί ανά τους αιώνες εμφανίζεται στα μάτια αυτής της γενιάς αδιάφορο ή και βλαβερό. Επικρατούν διάφορα δόγματα – «πρέπει» τούτο, «πρέπει» τ’ άλλο – ώσπου φτάνουμε τελικά στο δόγμα ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η σκέψη. Το κάθε τι έχει ήδη καθοριστεί, και όποιος προβάλλει μια άρνηση, μια αμφισβήτηση ή μια αντίθετη άποψη είναι αντάρτης και αιρετικός. Αυτή η στενότητα πνεύματος και η αμβλύνεια είναι τυπικά μεσαιωνικά γνωρίσματα και συγκριτικά – αντίθετα από την εσφαλμένη αντίληψη του Διαφωτισμού πάνω σ’ αυτό – ο Μεσαίωνας, παρά την αυστηρότητά του, παρά τον πεισματικά αποκλειστικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε να ανακηρυχτεί ως ένας χαμένος παράδεισος. Και τα ίδια ισχύουν και στην οικονομία: παρατάμε τώρα τον κόσμο της οικονομίας σπάζοντας τους δεσμούς μεταξύ των λαών και ξαναζωντανεύουμε τις παρωχημένες συντεχνίες, λαχταρώντας ολοένα περισσότερο καταναγκασμό και υποταγή. Αποφεύγουμε την ευθύνη, θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν υιοθετώντας το σωτηριολογικό δόγμα που κατευθύνει και τακτοποιεί τα πάντα. Θα μας σώσει μήπως το τρίτο Ράιχ; Μα αυτό, αγαπητοί μου, υπήρξε ήδη για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν και ήταν μία από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία εξουδετερωμένη, η σκέψη αμαρτωλή, βέβηλη από κάθε άποψη. Η ανθρωπότητα ένα γκέτο ηλιθιότητας, μίσους και δεισιδαιμονίας. Θεόσταλτη ευκαιρία και παρηγοριά των καταπιεσμένων ήταν η δυνατότητα να καταπιέζουν κι αυτοί κάποιους άλλους. Καταμερισμός: άλλοι προορίζονταν να μαστιγώνουν και άλλοι να μαστιγώνονται. Μικρός και στενός ο κόσμος, επίφοβο το μακρινό.

Εκεί ακριβώς επιστρέφουμε και πάλι. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε στο 1932 και ορμάμε να βουτήξουμε μέσα του με την ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικό αυτής της βουτιάς είναι ότι η μηχανή λειτουργεί αναπότρεπτα υπέρ της οπισθοδρόμησης. Διότι είμαστε ανήμποροι να κυριαρχήσουμε πάνω της, μας έχει ήδη νικήσει. Έτσι αναζητάμε προστασία σε συγκεντρώσεις βίας και επινοούμε για μας έναν νέο ρομαντισμό. Η τάξη ή η φυλή ανακηρύσσεται ως νέα αριστοκρατία. Μήπως δεν γελάει ο κόσμος με τους ματαιόδοξους Γάλλους που καμαρώνουν με αυταρέσκεια για τα κόκκινα κορδελάκια στις μπουτονιέρες τους; Μ’ αυτούς δηλαδή που αποδίδουν οι ίδιοι σ’ ολόκληρο το λαό τους την ανωτερότητα της νορδικής αριστοκρατίας; Πόσα πρέπει να θυσιαστούν γι αυτά τα μπιχλιμπίδια: η ελευθερία, η καλοσύνη, η ειρήνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – όλα αυτά για τα οποία είχαν παλέψει και υποφέρει οι καλύτεροι ανάμεσα μας. και αντ’ αυτών δικαιώνεται, έστω και εκ καθήκοντος, η αλαζονεία των μαζών. Το παλαιό κράτος δεν μπόρεσε να δαμάσει την ξέφρενη μηχανή. Το νέο κράτος, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο παλιό, είναι εξίσου ανίκανο να το κάνει: μπορεί όμως να μας αποζημιώσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτάδι όπου η δυστυχία είναι απείρως πιο εξαπλωμένη και κατά συνέπεια μη ορατή πλέον.

Το εγώ εξαφανίζεται.

Το άτομο υπολογίζεται μόνο ως τμήμα του συνόλου. Γίνεται όργανο μιας ελεγχόμενης ομάδας, και σοβιετικοί, φασίστες, ναζιστές και «Ιππότες του Βασιλέως» έχουν το θράσος να καθορίζουν για λογαριασμό του το νόημα της ύπαρξης του. Το ίδιο το άτομο δεν έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει τα όρια του, να ορίζει την ευτυχία του. Επιστρέφει στην ανωριμότητα αφήνοντας άλλους να πράττουν για λογαριασμό του και η μόνη υποχρέωση που έχει είναι ν’ αφήνει σε άλλους την επιλογή της μοίρας του. Αυτή η σύνθλιψη της προσωπικότητας είναι δυνατή μόνο με τα μηχανικά εργαλεία αφομοίωσης: εφημερίδες, κινηματογράφος και ραδιόφωνο εκπαιδεύουν τον κόσμο και διαβρώνουν το διαφορετικό, ενδυναμώνουν και προωθούν την καλλιέργεια της μαζικής ψυχής. Το παράδοξο είναι ότι μια όσο ποτέ άλλοτε ομοιόμορφη ανθρωπότητα σχίζεται από βαθύτατες ρωγμές και οχυρώνεται πίσω από αόρατες μαγικές γραμμές: τα σύνορα. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απλό κομμάτι και όχι πλέον ένα όλον, κι έτσι όλο και πιο λίγο χρειάζεται την ανοχή, τον σεβασμό και την προσωπική αξιοπρέπεια. Και γιατί άλλωστε θα τα χρειαζόνταν αφού ουσιαστικά κι ο ίδιος μόνο φαινομενικά υπάρχει; Τα πάντα έχουν μετατοπιστεί στο πεδίο του φετίχ, της τάξης, της φυλής, του κόμματος και του κράτους. Είτε ακούμε ετυμηγορίες ενός δικαστηρίου στη Λειψία που μας φέρνουν στο νου σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, είτε ακούμε τον πρίγκιπα της Ουαλίας να συμβουλεύει τον λαό του ν’ αγοράζει μόνο αγγλικά προϊόντα είναι το ίδιο: Μεσαίωνας. Όλες οι καστρόπορτες έχουν κλείσει, όλες οι γέφυρες έχουν σηκωθεί κι έξω απ’ τα τείχη της πολιτείας ο εχθρός παραμονεύει τη λεία του. Κι όλοι έχουνε γίνει εχθροί ολωνών. Εχθρός δεν είναι μονάχα ο ξένος πολίτης αλλά και οι στοίβες ρουχισμού, οι σωροί του άνθρακα, τ’ αποθέματα σιταριού – όλο το έχει του άλλου είναι ο εχθρός […]

Μεσαίωνας 1932 – ένας Μεσαίωνας που θέλει να πιστέψει αλλά που πραγματικά δεν το μπορεί πια. Αν και αναγκαστικά σε μια κατάσταση ενότητας, μέρα με τη μέρα διχάζεται περισσότερο. Πρόκειται απλώς για ένα επεισόδιο; Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια μέρα περισσότερα απ’ όσα έχουν φτιάξει ευφυέστεροι αιώνες. Ο αέρας μυρίζει βλακεία και άνοια. Καιρός να διαβάσουμε Βολταίρο – κι ακόμα περισσότερο καιρός να ξαναρθεί ένας Βολταίρος.

[1] Ludwig Bauer, “Mittelalter, 1932”, Das Tagebuch 13 (2/1/1932). Από το εξαίρετο βιβλίο Φωνές από τη Βαϊμάρη, Μετάφραση – Επιμέλεια Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, 2011.

[2]  Heimehren: παραστρατιωτικές ομάδες στη Γερμανία.

[3] Action Française: Ακροδεξιά γαλλική οργάνωση. Η «μητέρα» όλης της γαλλικής ακροδεξιάς. Ιδρύθηκε το 1898 και το 1940 έσπευσε να στηρίξει και να συνεργαστεί με την κυβέρνηση του Βισύ και τον γερμανικό στρατό κατοχής. Διαλύθηκε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε πληθώρα ακροδεξιών οργανώσεων διεκδίκησαν την κληρονομιά της.

Αναδημοσίευση από: http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2012/09/30/ludwig-bauer-mittelalter-1932/

Λόρενς Φερλινγκέτι, Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος για να γεννηθείτε

 

ferling

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
που και που
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν
όλη την ώρα

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς

Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
που και που
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει

Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα όπως το να κάνεις
κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις
εμπνεύσεις

*Μετάφραση: Ρούμπη Θεοφανοπούλου

Γιατί δεν εξεγείρονται;

piazza

Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της μαζί του.

 

Στη συνηθισμένη πλέον ερώτηση:«Γιατί, παρά τις τρομερές πιέσεις και την αυξανόμενη εξαθλίωση, οι άνθρωποι σήμερα δεν εξεγείρονται;», η απάντησή μας είναι: Λάθος! Οι άνθρωποι σήμερα εξακολουθούν να εξεγείρονται! Μπορεί ακόμα και να σπάνε μαζικά και να καίνε δρόμους και συνοικίες για μέρες ολόκληρες. Εκείνο που δεν κάνουν,είναι το άλμα από την εξέγερση στην επανάσταση. Οι άνθρωποι σήμερα −το λέμε χρόνια τώρα− μπορεί να εξεγείρονται, αλλά δεν επαναστατούν.

Υπάρχει βέβαια η άποψη που λέει,μικρό το κακό, διότι η εξέγερση προηγείται της επανάστασης και τελικά οδηγεί στην επανάσταση. Πάνω σε τούτη την άποψη μάλιστα, έχει στηριχτεί κι ένας ορισμένος «φετιχισμός της εξέγερσης», πολύ χαρακτηριστικός θα λέγαμε του πνεύματος της ύστερης νεωτερικότητας. Όμως η άποψη αυτή δεν αποτελεί απλώς μια«μηχανιστική μεταφορά» παλιότερων εμπειριών στο σήμερα, αλλά μια λάθος ανάγνωσή τους. Στην ουσία, δεν αντιλαμβάνεται την κρίσιμη διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Για να την πούμε με δυο λόγια: Η εξέγερση σηματοδοτεί μια απλή αντίδραση στις κυρίαρχες συνθήκες χωρίς να προσκομίζει νέες, διαφορετικές συνθήκες ζωής, ενώ η επανάσταση αποτελεί εκδήλωση νέων τρόπων ζωής που, καθώς εκδιπλώνονται, σαρώνουν τους κυριαρχούντες. Το πρώτο, λοιπόν, δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο δεύτερο. Πρόκειται για δυο διαφορετικά δέντρα με διαφορετικές ρίζες και όχι για το ίδιο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του.

Λίγο αναλυτικότερα: Η εξέγερση απορρέει από μια θυμική αντίδραση, που ο κραδασμός της κυμαίνεται από την έντονη αγανάκτηση έως την λυσσαλέα οργή, και στην οποία ώς ένα βαθμό εμπλέκονται, συνοδευτικά, κάποιες πρόχειρες ιδέες σχετικά με την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την εξουσία, κ.ο.κ., αλλά από την οποία λείπει το βασικό μετασχηματιστικό υλικό που είναι απαραίτητο για να υπάρξει επανάσταση. Αυτό το μετασχηματιστικό υλικό γεννιέται από την (διαφορετική από την εξέγερσης) ειδική ρίζα της επανάστασης. Κι η ρίζα αυτή είναι κατά πρώτιστο λόγο ανθρωπολογική.

Η επανάσταση ριζώνει στη σύλληψη ενός ανθρωπολογικού τύπου(δηλαδή μιας απάντησης στο κοινωνικά θεμελιακό ερώτημα, «τι είναι ανθρώπινο και τι απάνθρωπο;») ριζικά διαφορετικού από τον κυρίαρχο και θρέφεται από όλες τις εκδηλώσεις του −τα ζωντανά παραδείγματά του, θα λέγαμε− σε όλα τα πεδία της ζωής κάτω από τις κυρίαρχες συνθήκες ήδη.Έτσι η επανάσταση δεν έχει σαν μόνο καύσιμο το συνδυασμό καταπίεση+θυμική αντίδραση, όπως η εξέγερση, αλλά

  • αντλεί από ένα πολύ  πλουσιότερο ψυχοδιανοητικό έδαφος,
  • θρέφεται από πολύ μεγαλύτερη ποικιλία πηγών, από γραμμές παραδόσεων έως ακολουθίες οραματισμών,

και κυρίως

  • έχει ως καύσιμο την ολοένα και ευκρινέστερη έλλογη διαύγαση (με τραγούδια και με Χάρτες, με ποίηση και με Συντάγματα, με εικόνες και με Παραμύθια, με το θέατρο και με αφηγήσεις…) της ανθρωπολογικής της βάσης.

Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της μαζί του.

Από αυτή τη διαφορά μπορούμε να συμπεράνουμε και κάτι ακόμα. Απ’ ό,τι φαίνεται να δείχνει η Ιστορία, οι μεγάλες, οι ριζικές κοινωνικές αλλαγές δεν πραγματοποιούνται παρά αφού προηγουμένως οι κοινωνίες πέσουν στο ανθρωπολογικό Μηδέν. Τούτη η πορεία προς το ανθρωπολογικό Μηδέν, δηλαδή προς τον εκμηδενισμό του κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου, σημαδεύεται οπωσδήποτε από μια γενικευμένη ψυχική διάλυση, κατά την οποία τα υποκείμενα

  • αφήνονται ολοένα και περισσότερο έρμαια των ιδιωτικών-μιμητικών επιθυμιών τους∙
  • χάνουν ολοένα και ευκολότερα το θάρρος τους, τη μεγαλοψυχία και τη γενναιοψυχία τους, και ξεπέφτουν είτε στην καθαρή δειλία (εξού και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη σε «μάγκες» που «θα καθαρίσουν την κατάσταση»), είτε σε μια αυτοκτονική ή τυφλή βιαιότητα∙

και τέλος

  • είτε δυσπιστούν ολοένα και πιο πολύ προς το Λόγο (συγχέοντας π.χ. τον παρορμητισμό με τη γνησιότητα και αγανακτώντας με κάθε «δεύτερη σκέψη»), είτε εμπιστεύονται μόνο τις πτωχευμένες εκείνες εκφράσεις του που τους παρουσιάζονται, παρηγορητικά και ως αναπλήρωση της παραφροσύνης τους, με τη μορφή λεκτικών σημάτων και τεχνικών οδηγιών (εξού η άνθιση διαφόρων θρησκοαθρησκοπνευματικών τεχνικών, «γνωστικιστικής» συνήθως προέλευσης, όπως και η ανάθεση στην επιστήμη του ρόλου που κατείχε κάποτε η μαγεία, κ.λπ.).

Έτσι, δεδομένης της σχέσης τους με το Λόγο, μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση διαφέρει από την επανάσταση και κατά το ότι η μεν πρώτη συνδέεται κυρίως με αυτή την πτωτική πορεία των κοινωνιών προς το ανθρωπολογικό Μηδέν, ενώ η δεύτερη με την έξοδό τους από αυτό. Ίσως εδώ μάλιστα, στο γεγονός ότι η πτώση στο Μηδέν προηγείται χρονικά της εξόδου από αυτό, να ριζώνει και η παρερμηνεία που προαναφέραμε, κατά την οποία «η εξέγερση και η επανάσταση είναι το ίδο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης» και «η εξέγερση οδηγεί τελικά στην επανάσταση» −παρερμηνεία που ελπίζουμε να ξεκαθάρισε κάπως η παραπάνω ανάλυση της διαφορετικής φύσης και ρίζας τους.

 Το ερώτημα λοιπόν, με το οποίο ξεκινήσαμε, έχει κιόλας μετασχηματιστεί. Το ζητούμενο δεν είναι το «γιατί οι άνθρωποι σήμερα δεν εξεγείρονται», αλλά γιατί δεν επαναστατούν. Έχοντας δώσει εδώ μερικά στοιχειώδη δεδομένα για μια απάντηση, με αυτό θ’ ασχοληθούμε κάπως διεξοδικότερα σε επόμενη ανάρτησή μας.
(συνεχίζεται)
Αναδημοσίευση από: http://networkedblogs.com/MOKzo

H Oρατή Ακροδεξιά / Του Νικόλα Σεβαστάκη

 sev
Διαχρονικά, ο δεξιός ριζοσπαστισμός (είτε ως «αντιπλουτοκρατικός» σωβινισμός είτε ως εθνοφυλετισμός) επενδύει περισσότερο στις εμπειρίες του ξεριζώματος, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας του κόσμου. Από την προδρομική εποχή του Μωρίς Μπαρές μέχρι σήμερα, η ακροδεξιά ορίζει ως έσχατο δεινό τον «ξεριζωμένο» όχι τον εκμεταλλευόμενο ή ταξικά δυναστευόμενο άνθρωπο. Η αντιμεταναστευτική ρητορεία βασίζεται άλλωστε στην ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη. Με άλλα λόγια, η εθνική/ εθνοτική αλλοτρίωση, έτσι όπως την προβάλλει ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, εμφανίζεται ως η ουσία των υλικών και πολιτικών ηττών μιας ολόκληρης περιόδου.
Η ρατσιστική ακροδεξιά ριζώνει, στρατολογεί, οργανώνει «τάγματα ασφαλείας». Η φυσική παρουσία των ανθρώπων της πάει παράλληλα με τη διείσδυση των απόψεών της στις διαδικτυακές κυψέλες, στον σχολιασμό των μπλογκς και στο δηλητήριο των social media.  Φυσικά για όποιον μπαίνει καθημερινά δυο και τρεις φορές σε λεωφορεία ή ψωνίζει ακόμα από μικρά μαγαζιά, τα σχήματα ερμηνείας του κόσμου και οι συνταγές ορθοπραξίας της ακροδεξιάς καταγράφουν αξιοσημείωτη παρουσία. Μια ολόκληρη γωνιά του  ελληνικού «καφενείου», των τόπων της λαϊκής κοινωνικότητας, αναδίδει την ατμόσφαιρά της. Το ίδιο συμβαίνει στους δρόμους και στις λαϊκές αγορές.
Οι εξηγήσεις για το φαινόμενο, παρά τις σημαντικές αποχρώσεις, εντάσσονται στο γενικό και μάλλον νωθρό σχήμα «η μεγάλη κρίση υποθάλπει τα άκρα». Οι συντηρητικές φιλελεύθερες φωνές σπεύδουν να κατακεραυνώσουν, κατά τα συνήθη, τον «λαϊκισμό της ανομίας» ως τον βασικό φορέα εκκόλαψης όλων των κοινωνικών και πολιτιστικών δεινών. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το ίδιο νήμα συνδέει τα πιο διαφορετικά φαινόμενα λαϊκής διαμαρτυρίας, κοινωνικού θυμού και απείθειας των τελευταίων δυο χρόνων: ανάμεσα στην Κόρινθο της Χρυσής Αυγής και στις Κερατέες ή στα Δεν Πληρώνω των προηγούμενων χρόνων, δεν υφίσταται καμιά ουσιαστική διαφορά. Το πνεύμα της ανομίας και της άρνησης απλώθηκε σαν ζοφερό πέπλο πάνω από την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δυσφορίας για τα Μνημόνια και της αγανάκτησης για την κατάρρευση του μοντέλου ευημερίας το οποίο διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας αριστερόστροφης (η περίφημη «αριστερή ιδεολογική ηγεμονία») Μεταπολίτευσης.
Απέναντι σε αυτή την πασίγνωστη πια αφήγηση, το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς θεωρεί ότι ο εκφασισμός της κοινωνίας είναι συνέπεια της οικονομικής αιμορραγίας των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων. Το επιχείρημα λέει ότι το οξύ κοινωνικό πρόβλημα και συγχρόνως η εμπλοκή των νεοφιλελεύθερων ελίτ διακυβέρνησης στην αναπαραγωγή του, ωθούν στην απόγνωση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα της ακροδεξιάς δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γενικότερο ζήτημα  των αυταρχικών εκτροπών που προωθούνται και από φορείς του mainstream πολιτικού συστήματος. Η αντιμετώπισή του φαινομένου επαφίεται στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος το οποίο και θα υπερασπιστεί τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι στον πολύμορφο κοινωνικό δαρβινισμό και στις ρατσιστικές του εκβλαστήσεις.
Όπως και αν οργανώνεται όμως η εξήγηση για το ακροδεξιό ρεύμα, οι δυο παραδοσιακοί της πυλώνες, ο φιλελεύθερος νομικισμός και ο κοινωνιοκεντρικός οικονομισμός, δυσκολεύονται απέναντι σε αυτόν τον αντίπαλο. Ο φιλελεύθερος νομικισμός σπεύδει να εντάξει την ακροδεξιά στη χώρα του «ανορθολογισμού» ή αλλιώς στην επικράτεια των λαϊκιστικών παρεκκλίσεων από τη νομιμότητα. Συνηθίζοντας στις συνοπτικές αναγωγές και σε μια ορισμένη σοφία του κοινού νου, καλλιεργεί την ιδέα ότι η έξοδος από την κρίση (μέσα από την ορθολογική καπιταλιστική αναμόρφωση μιας ιδιαίτερης περίπτωσης, της ελληνικής) θα γεννήσει μια πιο θετική κοινωνική ψυχολογία και συγχρόνως μια νέα ιστορική ευκαιρία για την ηγεμονία του ορθολογικού Κέντρου. Τα άκρα (δηλαδή, κατά το οικείο σχήμα, αμφότεροι οι αριστεροί και δεξιοί αρχαϊσμοί) θα χάσουν σταδιακά την αίγλη τους με το κοπιώδες πέρασμα σε μια νέα φάση ευρωπαϊκής ασφάλειας για τη χώρα και την τραυματισμένη μεσαία τάξη της.
Ας σκεφτούμε όμως και την αριστερή στάση απέναντι στην πρόκληση της διάχυτης ακροδεξιάς. Εδώ και πολλούς μήνες  ένα πράγμα έχει γίνει κάτι παραπάνω από φανερό: ότι η συνηθισμένη προσφυγή στο «κοινωνικό» δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση των εθνικιστικών/ ρατσιστικών λόγων και πρακτικών. Πολύ απλά: το κοινωνικό δεν αρκεί διότι η ακροδεξιά, όπως διαμορφώνεται πλέον στη βάναυση «κασιδιάρικη» εκδοχή της, είναι με τον δικό της τρόπο κοινωνική και πληβειακή, προστατευτική και «αντικατοχική»˙ διεκδικεί, δηλαδή, τη δική της εκδοχή κοινοτισμού και φιλολαϊκού «κοινωνισμού» προωθώντας έναν σωβινισμό της πρόνοιας στο πλαίσιο μιας επιθετικής αμφισβήτησης των ελίτ και των καθεστωτικών ισορροπιών τους. Αυτό σημαίνει ότι το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και η διαρκής επικέντρωση στις κοινωνικές καταστροφές των μνημονιακών πολιτικών δεν αγγίζουν την υπόγεια δυναμική του ωμού αντιφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού: αυτός ο τελευταίος επιχειρεί πλέον την αντιστροφή/ επανιδιοποίηση των αξιών του αντιφατικού κινήματος των πλατειών, ένα εναλλακτικό προς την Αριστερά μοντέλο λαϊκής εξέγερσης. Παράγει μια απτή, ευανάγνωστη και δραστική μετάφραση των διάσπαρτων αντι-ελίτ και ηθο-αναμορφωτικών  ευαισθησιών που κυκλοφορούν ευρέως. Κολυμπάει, άνετα, στο γενικευμένο τιμωρητικό σύνδρομο το οποίο εκτρέφεται από την ατομική δυσθυμία και την κοινωνική ατροφία.
Τέλος, υπάρχει ένα θέμα πιο μακρινό από τα άμεσα και συγχρόνως περισσότερο απαιτητικό για τη σκέψη μας. Σε ένα από τα γνωστότερα κείμενά του, την Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, ο Xάιντεγκερ, μιλώντας για τον μαρξισμό, λέει το εξής: η διάσταση της κοινωνικής αλλοτρίωσης είναι ιστορικά ουσιώδης αλλά όχι οντολογικά πρωταρχική. Το οντολογικά πρωτεύον, συνεχίζει, είναι η «απώλεια του οίκου», το ξερίζωμα και η εμπειρία της ανεστιότητας. Για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος στο σημείο αυτό επαναλαμβάνει μια βασική πεποίθηση των οπαδών της «συντηρητικής Επανάστασης» του Μεσοπολέμου, η κοινωνική θεωρία της αλλοτρίωσης, ιδίως στην εκδοχή της ως αποξένωσης των παραγωγών στην καπιταλιστική συνθήκη, δεν είναι ικανή να αναγνωρίσει αυτή την άλλη θεμελιακή διάσταση.
Διαχρονικά, ο δεξιός ριζοσπαστισμός (είτε ως «αντιπλουτοκρατικός» σωβινισμός είτε ως εθνοφυλετισμός) επενδύει περισσότερο στις εμπειρίες του ξεριζώματος, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας του κόσμου. Από την προδρομική εποχή του Μωρίς Μπαρές μέχρι σήμερα, η ακροδεξιά ορίζει ως έσχατο δεινό τον «ξεριζωμένο» όχι τον εκμεταλλευόμενο ή ταξικά δυναστευόμενο άνθρωπο. Η αντιμεταναστευτική ρητορεία βασίζεται άλλωστε στην ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη. Με άλλα λόγια, η εθνική/ εθνοτική αλλοτρίωση, έτσι όπως την προβάλλει ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, εμφανίζεται ως η ουσία των υλικών και πολιτικών ηττών μιας ολόκληρης περιόδου.
Θα αναρωτηθεί κάποιος ποια σχέση μπορεί να έχει η ακροδεξιά των μαχαιρωμάτων, των στολών παραλλαγής και των καταδρομικών επιχειρήσεων για την «εκκαθάριση της χώρας» με την ανεστιότητα. Το ερώτημα φυσικά δεν εγείρεται με αυτή τη γελοία μορφή. Αυτό που εννοώ εδώ είναι ότι υπάρχουν διάχυτες προ-πολιτικές αγωνίες ταυτότητας και μια δυσφορία εξαιτίας της θλιβερής μεταμόρφωσης των πλαισίων ζωής, του βιωματικού τοπίου των ανθρώπων. Η εικόνα του «κέντρου της Αθήνας» λειτουργεί πλέον ως συμβολικό ισοδύναμο κάθε υπαρξιακού ξεριζωμού και βιοτικού ξεπεσμού ανεξάρτητα από τα αίτιά τους. Η «απώλεια του οίκου» συνδέεται με τη συρροή μη ελεγχόμενων και παράδοξων αλλαγών στη δομή της καθημερινότητας. Μια τέτοια αίσθηση απώλειας και βιωματικής πρόσκρουσης σε ένα «χαοτικό πραγματικό» επιτείνεται αλλά δεν παράγεται από την προϊούσα οικονομική κατάρρευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων.
Πέρα λοιπόν από την κοινωνική οδύνη λειτουργούν εν τέλει και άλλες κλίμακες φόβων σε αστικά (και όχι μόνο σε αστικά) περιβάλλοντα όλο και πιο εχθρικά. Δεν έχει νόημα να στιγματίζει κανείς αυτούς τους φόβους ως ανορθολογικούς ή συντηρητικούς: αποτελούν μια διάσταση υπαρκτή, έναν παράγοντα σημαντικό για την πρακτική ζωή αλλά και για τις μύχιες πολιτικές διαθέσεις των ανθρώπων σε μια εποχή όπου αυτοί (όλοι μας δηλαδή) καταμετρούν κάθε λογής απώλειες και όχι μόνο τα χαμένα τους εισοδήματα.
Η Αριστερά πιστεύει κατά κανόνα ότι η σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή ένα είδος οικονομικού ορθολογισμού των στρωμάτων που πλήττονται, θα καταφέρει να διαλύσει τον  ζόφο που πλανιέται πάνω από τη χώρα. Πολλές φορές ωστόσο άλλες αγωνίες, ξένες προς το κοινωνικό πρόβλημα, παράδοξες για κάθε ανάλυση με όρους συμφερόντων και κατανομής πόρων, προσδιορίζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση των πολιτών. Η διείσδυση του εθνορατσισμού και η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς «τιμωρητικής βίας» είναι φαινόμενα που μπορεί να έχουν μεγαλύτερο βάθος και συνέπειες στο μέλλον. Για αυτό τον λόγο πρέπει να αναθεωρηθεί η αντίληψη που θεωρεί ότι μια «ταξική» ορθολογική επιλογή αποτελεί την μοναδική απάντηση.
Αναδημοσίευση από: http://bibliotheque.gr/?p=6788

“Η ναζιστική βία – Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία”

Φυλακές, εργοστάσια, στρατώνες

του Enzo Traverso | Μετάφραση Τάσος Μπέτζελος  

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο παρουσιάζει την ιδιαίτερη οπτική του για τη ναζιστική βία και το φαινόμενο του ναζισμού γενικότερα (περιοδικό No pasaran, τχ. 10-11, 2002). Αφορμή για τη συζήτηση ήταν η έκδοση του βιβλίου του Έντσο Τραβέρσο Η ναζιστική βία – Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλος του βιβλίου, ο Έντσο Τραβέρσο επιχειρεί κυρίως να αναδείξει τη σχέση του ναζισμού με τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, σε αντιπαράθεση με απόψεις που (σήμερα ακόμα) διατείνονται ότι ο ναζισμός ήταν ξένο σώμα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Τουναντίον, ο Έντσο Τραβέρσο αναδεικνύει τις ευρωπαϊκές ρίζες του ναζισμού, και τη σύνδεσή του με τις αλλαγές που επήλθαν κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα στους θεσμικούς μηχανισμούς των αστικών κρατών και στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία. Από τη συζήτηση παραλείψαμε, για λόγους οικονομίας χώρου, ένα μέρος που αφορούσε κυρίως τη σχέση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας με το ναζισμό, τις βιολογικές αναφορές του ναζιστικού ρατσισμού και τη σημασία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

– Ο ναζισμός θεωρούνταν επί μακρόν μια τραγική παρένθεση για την ιστορία της Δύσης. Παρότι είναι αποδεκτό ότι αποτέλεσε μια τρομακτική εμπειρία που αναδιαμόρφωσε τη δυτική συνείδηση και τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, από την άλλη υπάρχει συνήθως η αίσθηση ότι ο ναζισμός αναδύθηκε από το πουθενά. Το βιβλίο σας δείχνει ότι η ναζιστική βία δεν προέκυψε τυχαία και ότι εγγράφεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον.

Πιστεύω, από αυτή την άποψη, ότι σήμερα καταγράφεται μια ορισμένη οπισθοδρόμηση, ακόμη και στο επίπεδο της ιστοριογραφίας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε μια πολύ σημαντική ιστοριογραφία για το ναζισμό και το φασισμό, η οποία –τουλάχιστον κατά τις δεκαετίες του 1960, του 1970 και εν μέρει του 1980– προσπαθούσε να αναγάγει το ναζισμό και το φασισμό στις ευρωπαϊκές ρίζες τους. Τουναντίον, εδώ και μια δεκαπενταετία, διαπιστώνω ότι υπάρχει μια ολοένα και εντονότερη τάση να αποσυνδεθεί ο ναζισμός από την πορεία του δυτικού κόσμου και της νεότερης Ευρώπης. Σήμερα για παράδειγμα, ο Ερνστ Νόλτε, σε αρκετά κείμενά του εδώ και μια εικοσαετία τουλάχιστον, υποστηρίζει ότι ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό, στη Ρώσικη Επανάσταση, και ότι επομένως είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε από τον κομμουνισμό. Ο Φρανσουά Φυρέ, πολύ γνωστός ιστορικός της Γαλλικής Επανάστασης ο οποίος λίγο πριν από το θάνατό του δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Το παρελθόν μιας αυταπάτης –μια ιστορία του κομμουνισμού κατά τον 20ό αιώνα–, προτείνει μια νέα ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο φασισμός και ο ναζισμός αφενός και ο κομμουνισμός αφετέρου είναι δύο παράλληλα φαινόμενα αντίδρασης στη φιλελεύθερη Δύση, που ναι μεν αντιτίθενται αμοιβαία αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται.

Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες, όπως του Γκολντχάγκεν, που έχει συζητηθεί πολύ στη Γαλλία, και ο οποίος ανάγει το ναζισμό σε μια γερμανική παθολογία. Θα επρόκειτο, εκ νέου, για μια αποκλειστικά γερμανική ιστορία η οποία θα είχε τελειώσει το 1945, αφού κατά τον Γκολντχάγκεν μετά το 1945 οι Σύμμαχοι «διαπαιδαγώγησαν» τους Γερμανούς και ξερίζωσαν το «γερμανικό μικρόβιο». Τελικώς, όλες αυτές οι εξηγήσεις, που είναι πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, ενίοτε και αντιφατικές, συμμερίζονται τουλάχιστον μια θέση για το ναζισμό ως κάτι ξένο στη Δύση και την Ευρώπη. Πρόκειται επομένως για μια οπτική άκρως απολογητική προς τη σημερινή δυτική φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, η οποία διαλαλεί: Έχουμε απαλλαγεί από τα τέρατα του ολοκληρωτισμού από το 1945, η ιστορία επανήλθε στις ράγες της και ζούμε έκτοτε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη ερμηνεία και θεωρώ ότι από ιστοριογραφική σκοπιά σηματοδοτεί μια ορισμένη οπισθοδρόμηση. Συνεπώς, αντιτίθεμαι σε αυτές τις κυρίαρχες αναγνώσεις, τουλάχιστον από την οπτική γωνία αυτού που ονομάζεται δημόσια χρήση της ιστορίας, δηλαδή των ερμηνειών που γνωρίζουν μεγαλύτερη απήχηση και συναντούν περισσότερη συναίνεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον Τύπο. Τάσσομαι ενάντια σε όλα αυτά για να επισημάνω τις βαθιές ρίζες του ναζισμού στη δυτική ιστορία.

– Αναφέρεστε στις φυλακές, τα εργοστάσια, τους στρατώνες που αναπτύχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και που αποτελούν κατά τη γνώμη σας προδρομικές μορφές του σύγχρονου συστήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Θεωρώ ότι για να κατανοήσουμε την εμφάνιση του συστήματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, σε γενικές γραμμές μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να προσπαθήσουμε να μελετήσουμε την ανατομία του, να ερευνήσουμε τις δομές του, ώστε να εξηγήσουμε την ανάδυση του φαινομένου των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε σχέση με το οποίο τα στρατόπεδα εξόντωσης είναι απλώς μία εκδοχή, με μια νέα επιδίωξη. Για να κατανοήσουμε αυτό το σύστημα πρέπει να συλλάβουμε τις διάφορες πλευρές του που εμφανίζονται πολύ νωρίτερα, από τις αρχές του 19ου αιώνα, διότι το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι απλώς η συγχώνευση και η σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων. Ένα τέτοιο στοιχείο, για παράδειγμα, είναι η σύγχρονη φυλακή την οποία μελέτησε ο Μισέλ Φουκώ, ως τόπο εκγύμνασης των σωμάτων και όχι πλέον μόνο, όπως προηγουμένως, ως τόπο εξιλέωσης και αναμόρφωσης. Η φυλακή της βιομηχανικής επανάστασης είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός που επιδρά τόσο στο πνεύμα όσο και στο σώμα, και αποτελεί ένα μέρος αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί –πάντοτε με βάση τον Φουκώ– σύστημα βιοπολιτικής κυριαρχίας. Η σύγχρονη φυλακή ως τόπος εκμάθησης της πειθαρχίας, των κοινωνικών ιεραρχιών, αλλά και ως τόπος οδύνης, εξαχρείωσης και αποπροσωποποίησης εμφανίζεται ήδη τον 19ο αιώνα. Στη βάση της φυλακής υπάρχει μια αρχή περίκλεισης που λειτουργεί τόσο στα εργοστάσια όσο και στους στρατώνες. Είναι η εδραίωση αυτού που ο Μαξ Βέμπερ θα ονομάσει σύγχρονη ορθολογικότητα, συγχρόνως διοικητική και παραγωγική. Όλα αυτά τα στοιχεία επανεμφανίζονται τελικώς στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να εξετάσουμε πώς γεννιούνται όλα αυτά τα στοιχεία με τη Βιομηχανική Επανάσταση, πώς αναπτύσσονται με τον βιομηχανικό καπιταλισμό και, μετά τη μείζονα ιστορική ρήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πώς ανοίγουν το δρόμο στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

– Υπάρχει και το εργοστάσιο, που και αυτό επίσης το θεωρείτε πρόπλασμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης, κυρίως μέσω των σύγχρονων μεθόδων εργασίας και βιομηχανικής παραγωγής, δηλαδή μέσω του τεϊλορισμού και του φορντισμού.

Ασφαλώς, διότι το Άουσβιτς λειτουργεί ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου και πτωμάτων, ως στρατόπεδο που αναπαράγει όλα τα τυπικά γνωρίσματα του σύγχρονου εργοστασίου με έναν καταμερισμό εργασίας τεϊλορικού τύπου, με μια επιστημονική διοίκηση και οργάνωση της εργασίας, με μια ορθολογική κατάτμηση της «παραγωγικής διαδικασίας». Πέραν του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο εργοστάσιο δεν παράγει εμπορεύματα αλλά πτώματα, σκοπός του είναι η εξόντωση μιας ανθρώπινης ομάδας που δεν θεωρείται άξια να ζει ή θεωρείται ασύμβατη με τη ναζιστική φυλετική τάξη πραγμάτων. Αν το Άουσβιτς λειτουργεί ως εργοστάσιο παραγωγής νεκρών, αυτό σημαίνει ότι ο ναζισμός ενσωμάτωσε στη σύλληψη των εγκλημάτων του και στην πολιτική του κάποιες παραμέτρους που προσιδιάζουν στον καπιταλισμό. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ναζισμός συνιστά αναπόφευκτη κατάληξη του καπιταλισμού, και ότι ο φορντισμός βρίσκει μοιραία την έκφρασή του στους θαλάμους αερίων ή σε ένα σύστημα εξόντωσης. Υπάρχει ασφαλώς μια διαφορά, δεδομένου ότι ένα εργοστάσιο παράγει εμπορεύματα που ρίχνονται στην αγορά ώστε να πραγματοποιηθούν κέρδη, ενώ στο Άουσβιτς δεν πραγματοποιείται κανένα κέρδος. Αντιθέτως, υπάρχει μια διαδικασία θανάτωσης και εξόντωσης που είναι απολύτως ανορθολογική όχι μόνο από κοινωνική και ανθρώπινη άποψη, αλλά και από οικονομική και στρατιωτική άποψη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπάρχει εν προκειμένω χάσμα ανάμεσα στην οικονομική ορθολογικότητα του καπιταλισμού και την «ορθολογικότητα» των ναζιστικών μεθόδων εξόντωσης. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης ενσωμάτωσε τους μηχανισμούς του εργοστασίου και την ορθολογικότητα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, πιστεύω ότι υπάρχει ένας οργανικός δεσμός, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για σχέση αιτίας προς αποτέλεσμα ούτε βέβαια για σχέση ταύτισης.

– Με τη δίκη του Άιχμαν και τις συζητήσεις της τελευταίας δεκαετίας στη Γαλλία γύρω από τον Βισύ και τη δίκη του –συνεργάτη των ναζί– Μορίς Παπόν, είναι εξίσου σημαντικό να υπενθυμίσουμε το ρόλο που έπαιξαν σε αυτή τη διαδικασία εξόντωσης οι υπάλληλοι, οι γραφειοκράτες και οι εκτελεστές.

Υπάρχει μια ευρεία βιβλιογραφία που είχε μελετήσει αυτό το φαινόμενο πολύ πριν από εμένα. Η γραφειοκρατία παίζει έναν θεμελιώδη ρόλο στο σύστημα της ναζιστικής κυριαρχίας και εξόντωσης, και αυτή η ναζιστική γραφειοκρατία λειτουργεί ακριβώς όπως κάθε σύγχρονη γραφειοκρατία. Αναπαράγει όλα τα γνωρίσματα της γραφειοκρατίας που, κατά τον Μαξ Βέμπερ, ενσαρκώνει τον δυτικό ορθολογισμό. Αυτή η γραφειοκρατία, που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος, αναλαμβάνει να εκτελεί εντολές, να υλοποιεί καθήκοντα χάρη στις ικανότητες και την εμπειρία που έχει αποκτήσει. Λειτουργεί με βάση την αρχή της ηθικής μη ευθύνης. Ένας καλός υπάλληλος είναι κάποιος που εκτελεί την εργασία του, που είναι έμπιστος, αλλά που δεν αναρωτιέται για τη σκοπιμότητα του καθήκοντός του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται η Χάνα Άρεντ όταν μιλά για την κοινοτοπία του κακού. Συνεπώς, η ναζιστική γραφειοκρατία είναι μια σύγχρονη, ορθολογική, βαθιά δυτική γραφειοκρατία ως προς τη φύση και τη λειτουργία της, η οποία είναι απαραίτητη για την έκλυση της ναζιστικής βίας. Μπορεί να λειτουργεί ως εξάρτημα σε αυτό το γρανάζι καταστροφής χωρίς καν να εξετάζει το ρόλο που έχει αναλάβει. Η ορθολογικότητά της είναι απαραίτητη για τη λειτουργία ενός συστήματος θανάτωσης χωρίς υποκείμενο. Οι ευθύνες κατακερματίζονται σε τέτοιο βαθμό που τελικώς εξαφανίζονται και κονιορτοποιούνται.

Εξάλλου, γνωρίζουμε πράγματι ότι μετά τον πόλεμο θα καταδικαστούν, στη Νυρεμβέργη για παράδειγμα, ορισμένοι αξιωματούχοι του ναζιστικού συστήματος εξουσίας. Αλλά για να εδραιωθεί ένα τέτοιο σύστημα καταστροφής, εκτόπισης και εξόντωσης απαιτείται η συμβολή δεκάδων ή μάλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που δεν έχουν κατ’ ανάγκην επίγνωση ότι συμμετέχουν σε μια εγκληματική δραστηριότητα, και οι οποίοι μπορούν ούτως ή άλλως να απεκδυθούν τις ευθύνες τους λέγοντας: «Μα εγώ εκτέλεσα απλώς ένα καθήκον που από μόνο του δεν είχε τίποτα το εγκληματικό». Για παράδειγμα, ζητούν απλώς από κάποιον που είναι υπεύθυνος στους σιδηροδρόμους να επιτρέψει στα τρένα να κινηθούν, και δεν τον αφορά αν τα τρένα μεταφέρουν εμπορεύματα, φαντάρους ή εβραίους που κατευθύνονται σε ένα στρατόπεδο θανάτωσης. Δεν θέτει στον εαυτό του αυτό το ερώτημα που δεν έχει θέση στο πλαίσιο της εργασίας του και υπερβαίνει την επαγγελματική δεοντολογία του. Επομένως, η ναζιστική γραφειοκρατία είναι απλώς η εγκληματική παρεκτροπή μιας λειτουργίας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Γι’ αυτό ακριβώς ο ναζισμός έχει βαθιές ρίζες στη δυτική κοινωνία. Ζητούμενο δεν είναι, όπως κάνει ο Γκολντχάγκεν, να αποσυνδεθεί ο ναζισμός από την πορεία της Δύσης και να παρουσιαστεί ως κάτι απολύτως αλλόκοτο και παθολογικό. Ασφαλώς, υπάρχει μια ναζιστική παθολογία και, ασφαλώς, το ναζιστικό καθεστώς δεν είναι ένα κανονικό καθεστώς, αλλά ένα καθεστώς εξαίρεσης. Αλλά τούτη η εξαίρεση έχει ρίζες που βυθίζονται στην ιστορία της Δύσης: Πρόκειται για ένα καθεστώς εκτός κανόνα που προϋποθέτει εντούτοις τις κανονικές δομές του σύγχρονου κόσμου.

– Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου σας αναφέρεστε πιο συγκεκριμένα στον ναζιστικό αντισημιτισμό. Βρισκόμαστε κάπως μπροστά σε ένα παράδοξο, καθώς εξηγείτε ότι η κατάληξη του ναζιστικού αντισημιτισμού, δηλαδή η ακραία εξοντωτική βία, ακολούθησε μια βιομηχανική και άκρως ορθολογική διαδικασία, όπως είδαμε, ενώ συγχρόνως ο ναζιστικός αντισημιτισμός βλέπει τους εβραίους ως ενσάρκωση της αφηρημένης και απρόσωπης νεωτερικότητας. Θα μπορούσατε να διασαφηνίσετε αυτό που φαίνεται παράδοξο ή έστω αρκετά εκπληκτικό;

Η αναπαράσταση του εβραίου ως ενσάρκωσης αυτής της αφηρημένης και υπολογιστικής ορθολογικότητας ανήκει στον γερμανικό πολιτισμό, αλλά γενικότερα στον δυτικό πολιτισμό και στον σύγχρονο αντισημιτισμό που αναπτύσσεται, κατά τη μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα, τόσο στη Γαλλία (ας σκεφτούμε την υπόθεση Ντρέιφους) όσο και στη Γερμανία. Για τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, ο εβραίος είναι κατά κάποιον τρόπο η ενσάρκωση μιας μισητής, απεχθούς και βδελυρής νεωτερικότητας. Ο εβραίος είναι η ενσάρκωση της ανώνυμης πόλης, της μαζικής κοινωνίας, του βιομηχανικού και κυρίως του χρηματιστικού καπιταλισμού, και συνεπώς μιας παρασιτικής οικονομίας. Ο εβραίος είναι επίσης, στο πολιτικό επίπεδο, η ενσάρκωση της δημοκρατίας, διότι αυτή τού επέτρεψε να χειραφετηθεί και να γνωρίσει μια αξιοσημείωτη κοινωνική και πολιτική άνοδο. Ο εβραίος ενσαρκώνει επομένως ό,τι οι Γερμανοί ονομάζουν Zivilisation –που δεν αντιστοιχεί καθόλου στη γαλλική σημασία της λέξης civilisation–, δηλαδή τον νεότερο πολιτισμό με την αμιγώς υλική έννοια του όρου. Ο Zivilisation καταστρέφει τον πολιτισμό. Υπάρχει συνεπώς αυτή η αναπαράσταση για τον εβραίο που είναι αρκετά διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό της εποχής, και την οποία κληρονομεί ο ναζισμός. Η καινοτομία του ναζισμού είναι ότι υιοθετεί αυτή την αντίληψη για τον εβραίο, αλλά ωθεί στα άκρα τον αντισημιτισμό της, διότι για το ναζισμό ο εβραίος δεν είναι μόνο η ενσάρκωση της ορθολογικής νεωτερικότητας, αλλά και η ενσάρκωση της επανάστασης, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της ηγετικής ομάδας της ΕΣΣΔ. Ο ναζισμός μετατρέπει τρόπον τινά τον εβραίο σε μεταφορά, και επινοεί κυρίως αυτή τη νέα φιγούρα του εβραίου διανοούμενου ως έκφραση αυτής της απεχθούς νεωτερικότητας, ως ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης (για παράδειγμα, ο Τρότσκι ή ο Λένιν που γίνεται εβραίος στα μάτια των ναζί) και ως ενσάρκωση της Επανάστασης. Η εξόντωση των εβραίων είναι επομένως αναγκαία για να υλοποιηθεί η κοσμοθεωρία και το σχέδιο κυριαρχίας των ναζί.

Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η εξόντωση των εβραίων είναι επίσης, στα μάτια του ναζισμού, ένα αναγεννητικό καθήκον, ένας αγώνας χειραφέτησης, μια σταυροφορία. Ο πόλεμος εξόντωσης διεξάγεται σε ένα πνεύμα σταυροφορίας, για τη ναζιστική φιλολογία και προπαγάνδα, διότι επιτρέπει στον γερμανικό καπιταλισμό να αναγεννηθεί. Αυτή ακριβώς η αντίφαση βρίσκεται στον πυρήνα του ναζισμού. Ο τελευταίος είναι ένας συνδυασμός ανάμεσα αφενός σε μια ρομαντική εξιδανίκευση του γερμανικού παρελθόντος, μια αποστροφή για τη βιομηχανική κοινωνία, για τις πόλεις που απομακρύνουν τους ανθρώπους από τη φύση και τα δάση της Γερμανίας, μια γερμανική μυθολογία που είναι προσκολλημένη στο παρελθόν, και αφετέρου στη λατρεία της σύγχρονης τεχνικής, τη λατρεία της δύναμης που ταυτίζεται με το χάλυβα, τη βιομηχανία κ.λπ. Ο αντισημιτισμός επιτρέπει έτσι να συμφιλιωθεί η ρομαντική απόρριψη της νεωτερικότητας και η λατρεία της τεχνικής. Ο καπιταλισμός γίνεται γόνιμος, θετικός, δημιουργικός υπό τον όρο να έχει ξεφορτωθεί τη χρηματιστική και κερδοσκοπική του διάσταση την οποία ενσαρκώνει ο εβραίος. Για τους ναζί, η Ευρώπη θα αναγεννηθεί αφ’ ης στιγμής απαλλαγεί από αυτό το υπολογιστικό πνεύμα του εβραίου που είναι ταυτοχρόνως χρηματιστής και επαναστάτης, παρασιτικό στοιχείο, καπιταλιστής και μπολσεβίκος. Ο ναζιστικός αντισημιτισμός παρουσιάζει επομένως αντιφατικές πλευρές, αλλά ενοποιεί αυτή την ορμή που μεταφράζεται σε ένα πόλεμο σταυροφορίας, σε έναν λυτρωτικό αγώνα, για να μιλήσουμε με θρησκευτικούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική εξόντωσης, η οποία διεξάγεται με ορθολογικές και σύγχρονες μεθόδους, προκειμένου να καταστραφεί η (εξ ορισμού εβραϊκή) νεωτερικότητα και να υποταχτεί ο Zivilisation στη ναζιστική κοσμοθεωρία. Η έννοια της «συντηρητικής επανάστασης» συνοψίζει καλά αυτή την αντίφαση που επισημάνατε και η οποία βρίσκεται στην καρδιά του ναζισμού.

– Σε σχέση με τη φύση του ναζισμού, υπάρχουν ορισμένες πολύ μειοψηφικές θέσεις που έχουν αναπτυχθεί από μια υπεραριστερή οπτική και οι οποίες γνώρισαν μια ορισμένη απήχηση. Αυτές οι θέσεις εξηγούν –εν συντομία– ότι ο φασισμός και ο ναζισμός είναι απλώς μια μορφή του καπιταλισμού, ταυτίζουν τα δύο συστήματα και δεν διακρίνουν κάποια βαθύτερη διαφορά ανάμεσα στα θεμέλιά τους, τις στοχεύσεις τους, και μάλιστα –για τους πιο ακραίους από όσους υποστηρίζουν τέτοιες θέσεις– ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα. Καταδεικνύετε, όπως είδαμε, στο βιβλίο σας τη θεμελίωση του ναζισμού στην ιστορία της Δύσης και της φιλελεύθερης Ευρώπης. Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η φύση της ρήξης ανάμεσα στο καπιταλιστικό σύστημα και στο ναζισμό; Υπάρχει μια θεμελιώδης ρήξη και, εάν όντως υπάρχει, σε ποιο επίπεδο τοποθετείται;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει θεμελιώδης ρήξη, και θεωρώ ότι αυτή είναι μία από τις αδύναμες πλευρές των θεωριών του ολοκληρωτισμού. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά, για παράδειγμα, ανάμεσα στον σοβιετικό κομμουνισμό αφενός, και στο ναζισμό και το φασισμό αφετέρου, στο βαθμό που ο κομμουνισμός εγκαθιδρύθηκε στην εξουσία, στη Ρωσία, αφού πρώτα απαλλοτρίωσε τις παλαιές κυρίαρχες τάξεις ως επακόλουθο μιας κοινωνικής επανάστασης, ενώ ο φασισμός και ο ναζισμός δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εξουσία των παραδοσιακών ελίτ. Η φασιστική Ιταλία όπως και η ναζιστική Γερμανία παραμένουν καπιταλιστικές χώρες. Επί Χίτλερ, οι μεγάλες γερμανικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις συνεργάζονται μέχρι το τέλος με το ναζιστικό καθεστώς, και είναι γνωστό ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπάρχουν γερμανικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται το εργατικό δυναμικό των εκτοπισμένων. Υπάρχει μια συνέργεια ή μάλλον μια οργανική σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το φασισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χίτλερ ήταν απλώς πράκτορας του γερμανικού ιμπεριαλισμού ή υποχείριο του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου, σύμφωνα με μια γελοιογραφική οπτική ή κάποιες ερμηνείες που πλέον κανείς δεν υπερασπίζεται. Η ιστοριογραφία (και επίσης αρκετοί μαρξιστές, αν λάβουμε υπόψη τα γραπτά του Τρότσκι ή του Ντανιέλ Γκερέν τη δεκαετία του 1930 ή τα μεταγενέστερα γραπτά ορισμένων θεωρητικών της Σχολής της Φραγκφούρτης) επισήμανε τις πληβειακές ρίζες των φασιστικών κινημάτων και των ηγετών τους. Πιστεύω κυρίως ότι η ναζιστική πολιτική εξόντωσης δεν εξηγείται από τον καπιταλισμό και ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις ναζιστικές γενοκτονίες ως επακόλουθα μιας πολιτικής που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου.

Από την άλλη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι ο ναζισμός ήταν μια μορφή αντικαπιταλισμού, αλλά δεν υπάρχει σχέση αιτίας προς αποτέλεσμα, και δεν γίνεται να εξηγηθεί η πολιτική εξόντωσης με βάση το κέρδος ή τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού. Αυτή η θέση, που την υπερασπιζόταν παλιότερα η επίσημη ιστοριογραφία της Ανατολικής Γερμανίας, έχει καθαρά ιδεολογική βάση. Ο ναζισμός έχει μια σχέση με τον καπιταλισμό, αλλά δεν ανάγεται σε αυτόν, καθώς έχει επίσης την αυτονομία του. Η ναζιστική κοσμοθεωρία έχει μια ιστορία και ρίζες βαθύτατα συνδεδεμένες με την ιστορία της Δύσης, χωρίς όμως να απορρέει αυτομάτως από τους μηχανισμούς λειτουργίας του καπιταλισμού ή από τα συμφέροντα των καπιταλιστικών τάξεων. Ο καπιταλισμός προσαρμόζεται σε κάθε πολιτικό καθεστώς και σε κάθε ιδεολογία, αρκεί να μην αμφισβητούν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την αγορά, την κυκλοφορία των κεφαλαίων, το κέρδος κ.λπ. Πιστεύω ότι οι εκχυδαϊσμένες μαρξιστικές ερμηνείες, ας τις πούμε έτσι, ή οι υπεραριστερές ερμηνείες επιφέρουν ένα βραχυκύκλωμα που παραμορφώνει τελείως την ιστορική προοπτική.

Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος

Αναδημοσίευση από: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8710

Erich Fried, Γιατί τίποτα δεν θα βοηθήσει

FRIED

Στη μνήμη του συντρόφου αντιφασίστα Κλεμάν Μερίκ, που δολοφονήθηκε τόσο άγρια από τους νεοναζιστές εχθρούς του ανθρώπινου γένους στη Γαλλία

Γιατί τίποτα δεν θα βοηθήσει –
αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν

Γιατί δεν θέλω να βγάλω και πάλι
τα κάστανα από τη φωτιά

Γιατί και πάλι θα γελάσουν:
δεν περιμέναμε εσένα

Και γιατί πάντα εγώ;
Κανείς δεν θα μου πει ευχαριστώ

Γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει
τι γίνεται –

το λιγότερο να καταστραφώ
περισσότερο

Γιατί κάθε κακό έχει ίσως
και κάτι καλό

Γιατί είναι υπόθεση προσωπικών απόψεων
και τελικά ποιον μπορείς να πιστέψεις

Γιατί και οι άλλοι τα χόρτα
τα μαγειρεύουν με νερό

Γιατί καλύτερα να τα αφήσουμε
στους ειδικούς

Γιατί κανείς δεν ξέρει
το πόσο μπορεί να ζημιωθεί κάποιος

Γιατί δεν αξίζει τον κόπο
γιατί όλοι τους δεν το αξίζουν”

Αυτά είναι αιτίες θανάτου
για να γραφούν
επάνω στους τάφους μας

(1995)

*Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Γάλλου αντιφασίστα Κλεμάν Μερίκ.

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/06/08/erich-fried-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%AF-%CF%84%CE%AF%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B1-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%B1-%CE%B2%CE%BF%CE%B7%CE%B8%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9/

 

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

kavafis

 

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Για την απεργία που δεν έγινε. Για την οργάνωση των αγώνων που έρχονται.

Εκπαιδευτικοί, μέλη της Ελευθεριακής Συνδικαλιστικής Ένωσης ( ΕΣΕ)

 

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μάη ήταν το θερμότερο που έχουν ζήσει οι εκπαιδευτικοί εδώ και πολλά χρόνια. Το κίνημα των καθηγητών, που βρισκόταν σε ύπνωση παρά την τεράστια επίθεση που δέχεται τα τελευταία τρία χρόνια, τόσο σε μισθολογικό επίπεδο όσο και ως προς τους όρους εργασίας και την ελευθερία στην άσκηση του παιδαγωγικού έργου, ξαφνικά ξύπνησε. Οι καθηγήτριες και οι καθηγητές συνέρρευσαν μαζικά στις γενικές συνελεύσεις, γέμισαν τα αμφιθέατρα, κατέβηκαν στο δρόμο. Ήρθαν αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους αντιφάσεις, με τις αμφιβολίες απέναντι στο συλλογικό αγώνα, που είχαν ριζώσει στις συνειδήσεις του εκπαιδευτικού κόσμου πολλά χρόνια τώρα, αναμετρήθηκαν με το φόβο.
Στήριξαν μαζικά τις γενικές συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ, τοποθετήθηκαν, ακόμα και χωρίς να εκπροσωπούν παρατάξεις, και έμειναν μέχρι το τέλος για να βεβαιωθούν ότι θα ψηφιστεί η μόνη αξιοπρεπής απόφαση: ΑΠΕΡΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ μέσα στις Πανελλαδικές και μετά από αυτές, μέχρι τη νίκη. Και η απεργία ψηφίστηκε.
Τι έβγαλε όλο αυτόν τον κόσμο από την άνεση ή τις σκοτούρες της καθημερινής ζωής και τον οδήγησε στις συλλογικές διαδικασίες; Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση των ρυθμίσεων για την κατανομή του προσωπικού στα σχολεία στη διάρκεια των διακοπών του πάσχα, μια βδομάδα πριν την έναρξη των Πανελλαδικών. Παρά τη λάσπη από τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε., οι καθηγητές και οι καθηγήτριες γνώριζαν ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις ισοδυναμούν με απολύσεις, όχι μόνο αναπληρωτών αλλά και μόνιμων εκπαιδευτικών. Γνώριζαν ότι τίποτα δε θα είναι πια ίδιο στις εργασιακές σχέσεις αλλά και στις συνθήκες λειτουργίας του δημόσιου σχολείου. Υποστήριξαν την απεργία, χωρίς να πτοηθούν από την κυβερνητική προπαγάνδα και χωρίς για πρώτη φορά να νοιαστούν για τα χαμένα μεροκάματα. Γνωρίζοντας ότι ο χρόνος της αναμέτρησης έχει οριστεί από τον αντίπαλο, νοιώθοντας ότι, σε αντίθεση με τις 24ωρες ή 48ωρες πιστολιές στον αέρα, η απεργία αυτή είναι μια πραγματική μάχη και για αυτό έχει νόημα να δοθεί.
Η απεργία των εκπαιδευτικών θα πετύχαινε. Το γνώριζαν πολύ καλά οι διαχειριστές του χουντικού καθεστώτος και χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους για να την αποτρέψουν. Πρώτα τη μιντιακή προπαγάνδα. Ύστερα τη φασιστικής έμπνευσης πολιτική επιστράτευση. Τέλος τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Με αυτή τη σειρά.
Βήμα πρώτο: Η προπαγάνδα των μέσων μαζικής εξημέρωσης δεν ήταν αρκετά αποτελεσματική. Παρά την επίκληση στις αθώες παιδικές ψυχές, που έβγαιναν στα κανάλια και θρηνούσαν για τα τραύματά τους άμα δώσουν εξετάσεις ένα μήνα αργότερα, το κοινό δε φόρεσε μαύρες πλερέζες για να θρηνήσει το δράμα των μαθητών. Ακόμα και στα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. κατάφεραν να διαφύγουν φωνές αλληλεγγύης προς τον αγώνα των εκπαιδευτικών, γεγονός που δείχνει πως η κοινωνία δεν ήταν καθόλου σίγουρο πως είχε μασήσει το παραμύθι. Όσο και αν προσπάθησε ο αξιοθρήνητος πρόεδρος της ΟΛΜΕ να περιορίσει το θέμα στο δίωρο της αύξησης του ωραρίου, η κοινωνία αντιλήφθηκε ότι κάτι πιο σοβαρό έχει κινητοποιήσει τόσο μαζικά τους εκπαιδευτικούς. Και ακόμα και αν τα τριτοβάθμια συνδικάτα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, όπως και όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ήταν αντίθετα στην απεργία, ξέρουμε όλοι ότι αυτοί οι φορείς πόρρω απέχουν από το να εκφράζουν τη βούληση της κοινωνικής βάσης. Συνδιαχειριστές της εξουσίας είναι και θα είναι πάντα. Η κοινωνία βρίσκεται εκεί έξω. Είναι ο κόσμος που στήριξε τα συλλαλητήρια, είναι οι γονείς των μαθητών και οι μαθητές που εξέφρασαν δημόσια τη στήριξή τους, οι άνθρωποι με τους οποίους συζητάμε κάθε μέρα στο δρόμο, τα μαχητικά συνδικάτα βάσης, οι συνελεύσεις γειτονιάς…
Βήμα δεύτερο: Πολιτική επιστράτευση. Αν απεργήσεις απολύεσαι και φυλακίζεσαι 3 μήνες τουλάχιστον. Οι συνελεύσεις που αποφάσισαν με συντριπτικά ποσοστά την απεργία έγιναν ενώ ήταν ήδη ανακοινωμένη η πολιτική επιστράτευση και σε πολλούς από τους συμμετέχοντες είχαν ήδη επιδοθεί τα φύλλα πορείας. Παρά τις εκ των υστέρων πολιτικάντικες προφάσεις ότι οι καθηγητές ψήφισαν απεργία συμβολικά, οι συνελεύσεις ψήφισαν την απεργία ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ. Η αγωνία όλων των ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτές ήταν να βρεθεί ο τρόπος, δηλαδή η ουσιαστική συνδικαλιστική και πραγματική προφύλαξη από την απόλυση. Να δημιουργηθούν δηλαδή «οι όροι και οι προϋποθέσεις» για να γίνει η απεργία. Οι «όροι και οι προϋποθέσεις» ήταν ο εξής ένας: μεγάλη μαζικότητα. Αυτό ήταν το αίτημα των εκπαιδευτικών από την ομοσπονδία τους. Να εξασφαλίσει αυτή τη μαζικότητα. Και τη επόμενη μέρα τα βλέμματα και οι προσδοκίες όλων ήταν στραμμένα στην Αθήνα, στη Γενική συνέλευση των προέδρων. Των εκπροσώπων δηλαδή των συνελεύσεων των τοπικών Ενώσεων.
Βήμα τρίτο: Οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες αναλαμβάνουν δράση. Μετά τις αποφάσεις των συνελεύσεων να στηρίξουν την απεργία σε ποσοστό 92%, συγκαλείται στην Αθήνα η συνέλευση των προέδρων. Μόνη αρμοδιότητα του οργάνου αυτού είναι να συγκεντρώνει τις αποφάσεις των τοπικών Ενώσεων. Πρόκειται για σύσκεψη εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων που μεταφέρουν στο σώμα τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί από τις συνελεύσεις. Δεν προβλέπεται δηλαδή από τον καταστατικό ρόλο της συνέλευσης των προέδρων να παίρνει θέση πάνω σε ερωτήματα που δεν έχουν ήδη τεθεί και απαντηθεί στις τοπικές Ενώσεις. Ήταν συνεπώς αναπόφευκτο πως η απόφαση της συνέλευσης των προέδρων θα ήταν ΑΠΕΡΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ. Εκτός αν……..εκτός αν η πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ο.Λ.Μ.Ε. καταφέρει να κάνει ένα επαίσχυντο πραξικόπημα, πρωτοφανές στα συνδικαλιστικά χρονικά του κλάδου. Το απόγευμα της ημέρας εκείνης συνέρχεται το Δ.Σ. της Ο.Λ.Μ.Ε. και αποφασίζει κατά πλειοψηφία να προτείνει στη συνέλευση των προέδρων την καταπάτηση της καταστατικής αρχής λειτουργίας της. Οι παρατάξεις ΣΥΝ.ΕΚ., ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ προτείνουν στους προέδρους να προχωρήσουν σε ΔΥΟ ψηφοφορίες, μια για την πρόταση της απεργίας και μια δεύτερη για το αν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις ώστε να πραγματοποιηθεί η απεργία. Την πρώτη θέση στο πάνθεον των ξεπουλημένων παρατάξεων του Δ.Σ. καταλαμβάνει δικαιωματικά η ΣΥΝ.ΕΚ., η συνδικαλιστική παράταξη του Σφύριζα, καθώς, αφενός όλο το προηγούμενο διάστημα δήλωνε σε όλους τους τόνους τη στήριξή της στην απεργία, διαβεβαιώνοντας τα ριζοσπαστικά κομμάτια του κλάδου πως μπορούν να υπολογίζουν σε αυτούς και αφετέρου γιατί, όπως λένε οι κακές γλώσσες, η φαεινή ιδέα της διπλής ψηφοφορίας ήταν έμπνευσης Σφύριζα. Και ήταν προϊόν πολιτικής επιλογής του κόμματος, όχι του συνδικαλιστικού του φορέα. Άλλωστε, τι χρειάζονται οι απεργίες διαρκείας, τώρα που ο Σφύριζα θα γίνει κυβέρνηση; Άσε που μπορεί να χαθούν και κάποια ψηφουλάκια των νοικοκυραίων της λαϊκής οικογένειας, όπως λέει και το ΠΑΜΕ, που από την αρχή ήταν αντίθετο στην απεργία, όπως σε κάθε απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών, όπως σε κάθε αγώνα που δεν ελέγχει και γι’ αυτό υπάρχει κίνδυνος να γίνει απειλητικός για το σύστημα της κυριαρχίας. Για τη ΔΑΚΕ και την ΠΑΣΚΕ τι να πει κανείς; Ποιος ήταν τόσο αφελής ώστε να εμπιστευτεί τις αγωνιστικές διαθέσεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού; Για να επιστρέψουμε στην αφήγηση της ιστορίας (για αγρίους) εκείνης της μοιραίας ημέρας, στη συνέλευση των προέδρων τίθεται σε ψηφοφορία η πρόταση της διπλής ψηφοφορίας. Όσοι-ες από τους προέδρους έχουν στοιχειώδη τσίπα την καταψηφίζουν, δηλώνοντας πως δεν έχουν την εξουσιοδότηση από τις συνελεύσεις τους να απαντήσουν στο δεύτερο ερώτημα. Δυστυχώς μειοψηφούν. Η διπλή ψηφοφορία γίνεται και μεγάλο ποσοστό, ακριβώς επειδή δεν έχουν την εξουσιοδότηση που λέγαμε, ψηφίζει λευκό. Για να γίνει όμως η απεργία χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία θετικών ψήφων και τα λευκά δεν αφαιρούνται από τον υπολογισμό. Έτσι η απεργία αναστέλλεται, παρότι είναι ψηφισμένη με συντριπτική πλειοψηφία. Μαγικό;
Εκεί που απέτυχαν οι δύο πρώτες γραμμές άμυνας του συστήματος, θριάμβευσε η τρίτη. Ο ξεπουλημένος, κομματικός, γραφειοκρατικός συνδικαλισμός. Εγγύηση ποιότητας!

Για αυτά που μας περιμένουν…

…και δεν απέχουν πολύ. Χιλιάδες αναπληρωτές που απολύονται κάθε Ιούνη δε θα ξαναπροσληφθούν στο δημόσιο σχολείο. Ακούγεται επίσης ότι όσοι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται στο εξής σε δομές του υπουργείου παιδείας ή σε σχολεία, θα εργάζονται μέσω ΕΣΠΑ και με μπλοκάκι, με αποτέλεσμα να αμείβονται εντελώς εξευτελιστικά Παρά τις διαβεβαιώσεις και τον καθησυχασμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, χιλιάδες μόνιμοι θα απολυθούν, αφού θα «αποδειχτεί» πως είναι υπεράριθμοι παντού. Φάνηκαν οι προθέσεις του υπουργείου από τον υπολογισμό των κενών και πλεονασμάτων που δημοσιοποιεί ανά νομό, ακυρώνοντας τους υπολογισμούς των υπηρεσιακών συμβουλίων. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί θα αναγκαστούν σε υποχρεωτική μετάθεση για να καλύψουν τα κενά που κάλυπταν οι αναπληρωτές. Και οι αναπληρωτές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν εργάζονταν όπως φανταζόμαστε στα σχολεία των μεγάλων πόλεων.
Έρχεται η αξιολόγηση, δεύτερο όχημα απολύσεων. Οι εκπαιδευτικοί θα κληθούν να σκύψουν το κεφάλι και να πειθαρχούν στις εντολές της διοίκησης χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θα φιμωθεί η ελεύθερη διδασκαλία και έκφραση γνώμης, θα καλλιεργηθούν τα πιο ταπεινά ανταγωνιστικά ένστικτα μεταξύ συναδέλφων, θα επιπλεύσουν οι υποταγμένοι, γλείφτες, μωροφιλόδοξοι και ανταγωνιστικότεροι εκπαιδευτικοί, δηλαδή η χειρότερη κατηγορία που συναντά κανείς στα σχολεία. Για τους υπόλοιπους: ανταμοιβή η μισθολογική στασιμότητα και σε βάθος χρόνου η απόλυση. Μαζί με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ίσως και πριν από αυτήν, έρχεται η αξιολόγηση των σχολείων. Σχολεία «καλά», που ανταμείβονται με συνέχιση της χρηματοδότησής τους και σχολεία «κακά», που έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στη χρηματοδότησή τους από ιδιώτες και ύστερα την ιδιωτικοποίησή τους ή στο κλείσιμο. Εξαιρετικό μοντέλο, δοκιμασμένο σε Αγγλία και Η.Π.Α.. Κατάφερε επιτέλους να καταργήσει την παρωχημένη ισότητα στη μάθηση για τα παιδιά πλουσίων και φτωχών. Οι φτωχοί δε χρειάζονται σχολεία και γράμματα, να πάνε να δουλέψουν οι αχαΐρευτοι, χωρίς γράμματα είναι και πιο φτηνοί.
Έρχονται και οι μεταρρυθμίσεις στα λύκεια. Καιρό είχαμε να τα μεταρρυθμίσουμε. Νέο Γενικό Λύκειο για λίγους, αφού είναι «πρωτοφανή τα νούμερα των παιδιών που τελειώνουν Γενικό Λύκειο στην ελλάδα, σε σύγκριση με την προηγμένη ευρώπη». Εξετάσεις πανελλαδικού επιπέδου από την πρώτη Λυκείου. Όσοι και όσες εκπαιδευτικοί φροντίζαμε να βάζουμε θέματα τέτοια ώστε οι μαθητές και οι μαθήτριές μας και προάγονται και να τελειώνουν, αν είναι δυνατό, όλες και όλοι το Λύκειο, να τα ξεχάσουμε αυτά που ξέραμε. Τώρα τα θέματα θα τα στέλνει το Υπουργείο, που θα φροντίζει να αποφοιτούν μόνο οι Άξιοι. Και οι υπόλοιποι; Αν ντε και καλά θέλουν να συνεχίσουν το σχολείο, θα οδηγούνται μαζικά στο νέο Τεχνολογικό Λύκειο. Εκεί κουμάντο θα κάνουν οι τοπικοί εταίροι, οι δήμοι, τα μικρά και τα μεγάλα αφεντικά, που θα καθορίζουν το πρόγραμμα σπουδών ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Το Τεχνολογικό Λύκειο θα παρέχει επίσης «μαθητεία», δηλαδή τζάμπα εργασία για τα εν λόγω μικρά και μεγάλα αφεντικά. Όλα σε τάξη. Εκτός από τις ανάγκες των μαθητών και της κοινωνίας.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Σε κάθε περίπτωση ο κλάδος δεν είναι δυνατό να περιμένει την επίθεση όντας σε καθεστώς επιστράτευσης. Όταν κάποιοι από μας λάβουν τις πρώτες απολύσεις και τις εντολές μετακίνησης, τι θα πει το συνδικάτο; «Σε συμπονώ, συναδέλφισσα-ε αλλά δεν ευκαιρούμε να κηρύξουμε απεργία, καθότι επιστρατευμένοι;» Θα αφήσουμε μόνους τους απολυμένους να ψάχνουν το δίκιο τους στα πουλημένα δικαστικά όργανα; Η επιστράτευση πρέπει να σπάσει εδώ και τώρα. Με τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να σπάσει από την πρώτη στιγμή. Να συγκληθούν μαζικές γενικές συνελεύσεις σε κάθε ΕΛΜΕ, στις οποίες να καταθέσουμε τα φύλλα πορείας και την απόφαση καθενός-μιας από μας να μην πειθαρχήσει στην επιστράτευση και να απεργήσει. Να μετρηθούμε να δούμε πόσοι-ες είμαστε. Και να πιέσουμε το συνδικάτο να κηρύξει απεργία. Θα τολμήσει ξανά να αγνοήσει τις αποφάσεις της βάσης;

Με ποιο συνδικάτο;

Το ζήτημα της γραφειοκρατικοποίησης του συνδικάτου δεν είναι ένα ευκαιριακό πρόβλημα που οφείλεται στους πολιτικούς συσχετισμούς στο Δ.Σ. της Ομοσπονδίας, παρότι η πλειοψηφία του Δ.Σ. συμβουλίου της ΟΛΜΕ και οι πρόεδροι που αγνόησαν τις συνελεύσεις θα έπρεπε να έχουν παραιτηθεί την ίδια μέρα. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται κατά τη γνώμη μας στην ίδια την καταστατική δομή του συνδικάτου. Η δομή αυτή είναι απαραίτητο να αλλάξει. Τα καταστατικά των σωματείων δεν είναι ιερές αγελάδες, οφείλουν να προσαρμόζονται στις ανάγκες της βάσης των εργαζομένων. Όλοι και όλες, και τα πιο ριζοσπαστικά και αγωνιστικά κομμάτια του κλάδου, είναι καλό να μπουν στη διαδικασία να αμφισβητήσουν παγιωμένες αντιλήψεις που έχουν βλάψει τη συσπείρωση του κόσμου.

o Προτεραιότητα του ομοσπονδιακού χαρακτήρα του σωματείου, κατάργηση του διοικητικού ρόλου του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ. Το ολιγομελές Δ.Σ. του συνδικάτου είναι χρήσιμο μόνο αν λειτουργεί ως μια οργανωτική γραμματεία, χωρίς ρόλο εισηγητικό ή τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Το συνδικάτο θα γίνει πραγματικά δημοκρατικό αν το πρώτο βήμα σε κάθε απόφαση είναι η σύγκληση τοπικών συνελεύσεων, όχι η εισήγηση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ. Το σώμα που σήμερα είναι η συνέλευση των προέδρων είναι καταλληλότερο όργανο συντονισμού των αποφάσεων των τοπικών συνελεύσεων. Προτείνουμε οι εκπρόσωποι στο σώμα αυτό να πάψουν να είναι οι πρόεδροι αλλά να είναι ανακλητοί εκπρόσωποι της κάθε συνέλευσης. Οι πρόεδροι, όπως είδαμε στο πρόσφατο γκραν γκινιόλ της απεργίας, συχνά παίζουν πολιτικά παιχνίδια ανεξάρτητα από τις εντολές των συνελεύσεων που θεωρητικά εκπροσωπούν. Ο καιρός που τα ευέλικτα Δ.Σ. ήταν χρήσιμα στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τώρα ο ρόλος του συνδικάτου είναι να οργανώνει τους αγώνες, όχι να παριστάνει τον «κοινωνικό εταίρο» και είναι καλό να λάβει και την οργανωτική μορφή που εξυπηρετεί το ρόλο αυτό. Τώρα είναι η στιγμή να μιλήσουμε για αμεσοδημοκρατική λειτουργία του σωματείου, αφού η απόσταση των γραφειοκρατών από τη βάση των εργαζομένων είναι μεγαλύτερη από ποτέ και αυτό έχει καταστεί κοινή συνείδηση στους εκπαιδευτικούς.
o Έξω από τα σωματεία οι διευθυντές, οι σύμβουλοι, τα στελέχη της εκπαίδευσης. Όσο «καλοί άνθρωποι» κι αν είναι ορισμένοι, διάλεξαν στρατόπεδο και με την εφαρμογή της αξιολόγησης θα πάρουν θέση μάχης απέναντι στον κλάδο. Υπάρχει κανένα σοβαρό, μη εργοδοτικό σωματείο στον πλανήτη που να γράφει ως μέλη τους εργοδηγούς και τους μάνατζερ;
o Μικρότερες ΕΛΜΕ στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η γεωγραφική απόσταση εμποδίζει την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις συνελεύσεις. Ενεργοποίηση των συλλόγων διδασκόντων στα σχολεία και συζήτηση για ζητήματα που υπερβαίνουν τη διεκπεραίωση υπηρεσιακών θεμάτων.
o Κατάργηση της αυτοδίκαιης συμμετοχής όλων στο σωματείο. Τα συνδικάτα δεν είναι επιμελητήρια ούτε επιστημονικές ενώσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι το σωματείο θα πάψει να στηρίζει όλους τους εκπαιδευτικούς. Η συμμετοχή σε αυτό όμως είναι αυτονόητο ότι φέρει ένα μίνιμουμ υποχρεώσεων. Με βασικότερη όλων τη συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις. Όχι την υποχρέωση να ψηφίζει κανείς μια-δυο φορές το χρόνο αυτούς στους οποίους προτίθεται να αναθέσει τη συνδικαλιστική δράση ή αυτούς απέναντι στους οποίους έχει προσωπικές ή πολιτικές υποχρεώσεις και συμπάθειες. Τα σωματεία δε είναι μικρά κοινοβούλια. Δεν υπάρχουν σε αυτά οι συνδικαλιστές και οι άλλοι. Όλα τα μέλη του σωματείου είναι συνδικαλιστές.
o Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, τέλος στον παραταξιακό συνδικαλισμό. Οι παρατάξεις στο σωματείο διώχνουν τον κόσμο από τις διαδικασίες του, επιτρέπουν τους πολιτικαντισμούς και τις πελατειακές σχέσεις, δίνουν τροφή στις προσωπικές πολιτικές μωροφιλοδοξίες. Οι παρατάξεις στα σωματεία στηρίζονται από την αριστερά γιατί αντικατοπτρίζουν μια στρεβλή αντίληψη περί πολιτικοποίησης του εργατικού κινήματος, η οποία τροφοδοτείται και από τη μαρξική εμπιστοσύνη στην προτεραιότητα της «πολιτικής» έναντι της ταξικής οργάνωσης των αγώνων, του Κόμματος έναντι της τάξης. Αρκεί οι εργαζόμενοι να στηρίζουν το σωματείο τους με την ταυτότητά τους ως εργαζομένων, χωρίς την ανάγκη να υιοθετούν το πακέτο των πολιτικών θέσεων κανενός κόμματος ή πολιτικής οργάνωσης. Η πολιτικοποίηση και η ταξική συνείδηση κατακτώνται μέσα από τη ζωντανή διαδικασία της συμμετοχής στις διαδικασίες και στους αγώνες. Βέβαια δεν υπάρχει, στην ελλάδα , η εμπειρία τόσο πολυπληθών σωματείων χωρίς παρατάξεις. Υπάρχουν όμως σε άλλους κλάδους περισσότερα από ένα κλαδικά σωματεία, περισσότερο ή λιγότερο ταξικά και ενεργά. Και σε χώρες με μεγάλη συνδικαλιστική παράδοση υπάρχουν περισσότερες από μια τριτοβάθμιες ομοσπονδίες.

Τέλος, τα σωματεία των εκπαιδευτικών έχουν την υποχρέωση να μιλήσουν σοβαρά για το είδος της εκπαίδευσης που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες και μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία της κοινωνίας που ονειρευόμαστε. Ο ρόλος μας δεν είναι να διεκπεραιώνουμε εντολές της διοικητικής γραφειοκρατίας και να σκύβουμε το κεφάλι όταν βλέπουμε να παίρνονται πολιτικές αποφάσεις που φτιάχνουν ένα σχολείο κατάλληλο για την εφιαλτική πραγματικότητα που χτίζεται από τους κυριάρχους σε όλο τον κόσμο. Μαζί με την κοινωνία, τους μαθητές και τις μαθήτριές μας πρέπει να αγωνιζόμαστε για ένα σχολείο της κριτικής σκέψης, της ουσιαστικής μόρφωσης, της ελευθερίας, της ισότητας και της αληθινής δημοκρατίας. Πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι φτιάχνουμε τη μαγιά της κοινωνίας του αύριο.

Εκπαιδευτικοί, μέλη της Ελευθεριακής Συνδικαλιστικής Ένωσης ( ΕΣΕ)

ese

Γεράσιµος Λυκιαρδόπουλος: Στον µονόδροµο – προς τα πού;

senso-unico2-300x193

Αναδημοσίευση από: http://simiomatariokipon.wordpress.com/2013/06/09/%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%823/

Εδώ που έχουµε φτάσει δεν υπάρχει ελπίδα, παρεκτός κι αν τολµήσουµε ν’ απελπιστούµε στ’ αλήθεια : να τό πάρουµε απόφαση πως βρισκόµαστε πράγµατι σε µονόδροµο· αρκεί µόνο να οπλίσουµε τή µατιά µας µε περισσότερη λογική, δηλαδή µε περισσότερο θάρρος, ώστε να δούµε πως δεν πρόκειται για τόν περιβόητο «µονόδροµο» τής υποταγής  στη µοίρα, στην ακόρεστη τυφλή και κουφή βούληση τών «αγορών», αλλά για τόν όντως µ ο – ν ό δ ρ ο µ ο µιας ζωτικά αναγκαίας – πρωτίστως εσωτερικής – αναστροφής.

Ειδάλλως είµαστε χαµένοι από χέρι. Συνεχίζοντας να καταπίνουµε τό δόλωµα τής «ελπίδας» έρπουµε προς τό µοιραίο, ψυχρά υπολογισµένο και πολιτικά «κοστολογηµένο», τέλος µας. Κάθε κατάφασή µας (εκβιασµένη, κουρασµένη, υπνωτισµένη) προς αυτή τήν τζούφια ελπίδα προακυρώνει κάθε µελλοντικό ενδεχόµενο επαν–όρθωσης, ήτοι ανατροπής τής καθεστηκυίας αταξίας, ανοµίας και αδικίας. Αυτό που συµβαίνει σήµερα δεν είναι απλώς ο δίκην φυσικής καταστροφής θάνατος τής «οικονοµίας» αλλά ένα έγκληµα εν ψυχρώ εναντίον µας – στο οποίο εκβιαζόµαστε να συµµετάσχουµε µε τή δέουσα «πολιτική υπευθυνότητα».

Εκεί έχουµε φτάσει· και εκεί θα βαλτώσουµε για πάντα (ή όσο µπορεί να κρατήσει αυτό τό «πάντα»), εάν δεν υπάρξει η ατοµική και συλλογική εκείνη υπέρβαση που µόνο µια άξια τού ονόµατός της αριστερά θα µπορούσε να εµπνεύσει. Υπάρχει αυτή η αριστερά;

Στο σηµείο αυτό ας µάς επιτραπεί να «µιζεριάσουµε», ήγουν να κρίνουµε «εξ όνυχος τόν λέοντα» επιµένοντας σε κάποιες όχι και τόσο τυχαίες και όχι µόνο «συµβολικής» αξίας «λεπτοµέρειες». Πώς ανέχεται, λ.χ., η αριστερά τής «ρήξης και τής ανατροπής» κορυφαία στελέχη της να συναγελάζονται σε κοσµικές και «πνευµατικές» εκδηλώσεις µε τό άνθος τής εθνικής µας γκλαµουριάς «τιµώντας» «πατριαρχικές» φιγούρες τού κατεστηµένου ή να συνοµιλούν σε «γεύµατα εργασίας» µε τούς ολιγάρχες τών διαπλεκοµένων συµφερόντων;

Και τά πράγµατα γίνονται πιο απογοητευτικά όταν στα – φίλια πλην όµως δικαίως αυστηρά – ερωτήµατα που διατυπώνονται σχετικά ακούγονται απαντήσεις σαν αυτή που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας : «Μή φοβάστε, η συναναστροφή µας µε τόν διάβολο δεν θα µάς διαβολίσει» (ή κάπως έτσι). Απάντηση διόλου καθησυχαστική βέβαια, καθώς µέσα στην άνετη συγκαταβατικότητά της διαφαίνεται η µετάβαση τού παλαιολιθικού κοµµατοκρατικού λόγου από τό σκυθρωπό ήθος τής θεωρητικής «καθαρότητας» τού ΚΚΕ στον ελευθεριάζοντα παραγοντισµό και τή χαριτολογούσα τακτική τών  δηµοσίων σχέσεων τής µεταµοντέρνας αριστεράς – αλλά ο σκληρός δογµατικός πυρήνας παραµένει πάντα ο ίδιος : «τό κόµµα ξ έ ρ ε ι καλύτερα από σένα».

Ωστόσο η σοβαρότητα τής κατάστασης που τή ζούνε στο πετσί τους αυτοί που «δεν ξέρουν», οι «από κάτω», δεν τά σηκώνει πλέον αυτά και απαιτεί τό ξερίζωµα και τό σάρωµα κάθε παρόµοιας νοοτροπίας και συµπεριφοράς. Αλλιώς έχουµε πάλι µια από τά ίδια : αµνηστεύουµε γι’ άλλη µια φορά τόν χειρότερό µας εαυτό κρύβοντας τά ξερά µέσα στα χλωρά, κλείνουµε τό µάτι στον αντίπαλο ξεπλένοντας τό µεγάλο του έγκληµα µέσα στις δικές µας µεγάλες ή µικρές αδυναµίες, γελοιογραφούµε τή σοβαρότητα ως σοβαροφάνεια και – κατ’ αντιστροφή – βαφτίζουµε τήν αρχαία λαµογιά νεωτεριστικό πνεύµα και τήν µπαγαποντιά τού αξιακού σχετικισµού πολιτική ευστροφία.

Έτσι συνεχίζουµε να βράζουµε στο ζουµί µας, ήτοι στην αµφίθυµη νεοελληνική «δυσφορία» που εκφυλίζεται είτε σε νοσταλγία τής παραδείσιας πασοκικής «καλοπέρασης» είτε σε προσδοκία τής νεοδηµοκρατικής «ανάπτυξης» τών τρωκτικών συµφερόντων που ροκανίζουν τήν Ελλάδα.

Απ’ αυτή τήν ισόπαλη αµφιθυµία, απ’ αυτό τόν ισοψηφούντα «δικοµµατισµό» απορρέει η έσχατη µορφή πνευµατικής έκπτωσης, ο υπαρκτός εκείνος µηδενισµός που δεν εκφράζεται µόνο στον «εθνολαϊκισµό» τών «ηλιθίων» µαζών αλλά και στην προϊούσα αποκολοκύνθωση τής πολιτικής ελίτ, η οποία από τή µία µεριά περιφέρει ως άλλη µπερλίνα ένα αµφιλεγόµενο νοµοσχέδιο ορθοπολιτικού µιντιακού «αντιρατσισµού» (αµφιβόλου µάλιστα χρησιµότητας καθώς οι ρατσιστές ξεσαλώνουν καθηµερινά, ουδόλως ενοχλούµενοι από τούς ήδη υπάρχοντες, επαρκώς αυστηρούς αλλά σκανδαλωδώς υπνώττοντες, σχετικούς νόµους), από τήν άλλη µεριά, η ίδια αυτή ελίτ, κανακεύει τούς νεοναζιστές πλέκοντάς τους ένα προστατευτικό κουκούλι υποκριτικής θεσµολαγνείας: «Τί να κάνουµε ; Τούς έχει ψηφίσει ένα εκατοµµύριο Έλληνες!».

Σ’ αυτούς τούς ντροπαλούς εραστές τού πολιτικού τραµπουκισµού, σ’ αυτούς τούς ακραιφνείς «δηµοκράτες» που ψηφίζουν προθυµότατα νόµους που ποινικοποιούν τόν ρατσιστικό λ ό γ ο αλλά εµφανίζονται µάλλον απρόθυµοι να καταστείλουν τήν καθηµερινή ρατσιστική π ρ α κ τ ι κ ή θα θέλαµε να επαναλάβουµε ότι εάν όντως οι κανόνες τής δηµοκρατίας επιτρέπουν να µπαίνουν στο «ναό» της οι µαχαιροβγάλτες, τότε αυτή η «δηµοκρατία» είναι καταδικασµένη – και είναι άξια τής µοίρας της.

* Από τό περιοδικό « Σηµειώσεις » που κυκλοφορεί – τεύχος 77, Ιούνιος 2013

Αναδημοσίευση από:http://simiomatariokipon.wordpress.com/2013/06/09/%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%823/