Η διεθνής εμπειρία δικαιώνει τους φόβους των κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας για την εξόρυξη χρυσού. Μπροστά στο κέρδος, πολυεθνικές και κυβερνήσεις θυσιάζουν ανθρώπινες ζωές και περιβάλλον, ενώ οι αντιδράσεις των κατοίκων και των οικολογικών οργανώσεων αντιμετωπίζονται ακόμη και με δολοφονίες ακτιβιστών…Οι Σκουριές Χαλκιδικής, το Πέραμα του Εβρου, το Κιλκίς δεν είναι ελληνικές πρωτοτυπίες. Αντιδράσεις, πορείες, διαμαρτυρίες κατά των εξορύξεων χρυσού σημειώνονται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Σε Βόρεια και Νότια Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία, αλλά και στην Ευρώπη. Στις πιο φτωχές χώρες, όπου οι πολυεθνικές κάνουν ό,τι θέλουν, η αγριότητα των επιχειρήσεων και η καταστολή των κυβερνήσεων είναι ακόμη μεγαλύτερες. Οργανώσεις κατά των εξορύξεων χρυσού καταγγέλλουν μέχρι και δολοφονίες ακτιβιστών.
Στην Ευρώπη, οι αντιδράσεις εκφράζονται με πιο ήπιο τρόπο και οι αρχές δεν παίρνουν δραστικά μέτρα (εκτός Ελλάδας…). Στη Ρουμανία, μάλιστα, οι διαδηλωτές δεν έχουν βρει ποτέ μπροστά τους την αστυνομία. Παρά τις διαβεβαιώσεις των εταιρειών ότι οι εξορύξεις γίνονται με ασφαλή τρόπο, ότι λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα και ότι -εν ολίγοις- δεν υπάρχει κίνδυνος, η Ευρώπη έχει ζήσει πρόσφατα δύο καταστροφές, που προκλήθηκαν όταν έσπασαν τα φράγματα, τα οποία συγκρατούσαν τόνους νερού με χημικά απόβλητα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, στη Φινλανδία και στην Ουγγαρία.Στην πρώτη περίπτωση, τα λύματα χύθηκαν στη θάλασσα. Στη δεύτερη, ένα ποτάμι από κόκκινη λάσπη κατέκλυσε μεγάλη κατοικημένη έκταση. Οι πληγέντες κάτοικοι είδαν τους άντρες των συνεργείων του κρατικού μηχανισμού να πλησιάζουν με πλαστικές φόρμες και αντιασφυξιογόνες μάσκες, για να τους προσφέρουν βοήθεια. Αυτές τις εικόνες φοβούνται πως θα ζήσουν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, του Κιλκίς και του Περάματος. Αλλά και των Σερρών, όπου σε δύο περιοχές φέρεται το ΙΓΜΕ να ανακάλυψε μεγάλα κοιτάσματα χρυσού: στη Νιγρίτα και στο Αγκιστρο.ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΟι κάτοικοι της πόλης Ταλβιβάρα είδαν στις 4 Νοεμβρίου 2012 μια διαρροή από το ρήγμα στο τέλμα καταλοίπων της γύψου του μεταλλείου νικελίου-ουρανίου της περιοχής. Οπως κατήγγειλαν, στον πυθμένα του άδειου τέλματος υπήρχε σε πάχος περίπου 7 μ. μια μάζα από μίγμα γύψου και τοξικών μετάλλων. Σύμφωνα με οικολογικές οργανώσεις, γύρω από το ορυχείο τουλάχιστον 250 στρέμματα από βαλτοτόπια και λίμνες έχουν ρυπανθεί από την απόρριψη αποβλήτων που περιέχουν ουράνιο και βαρέα μέταλλα. Στις 15 Νοεμβρίου έγινε διαδήλωση στο Ελσίνκι με αίτημα να κλείσει το μεταλλείο της Ταλβιβάρα, που ρυπαίνει με δηλητήρια τις λίμνες και τα ποτάμια της κεντρικής Φινλανδίας.ΣΟΥΗΔΙΑΣτις 17 Νοεμβρίου 2012 Σουηδοί πολίτες διαμαρτυρήθηκαν στη Στοκχόλμη, φωνάζοντας προς την κυβέρνησή τους: «Μην πηγαίνετε με τις ξένες μεγαλοεταιρείες. Μην ακρωτηριάζετε τη Σουηδία». Εξέφραζαν την αντίρρησή τους στην προώθηση μεγάλης κλίμακας μεταλλευτικής δραστηριότητας για την εξόρυξη ασβεστόλιθου στο αρχέγονο δάσος του Ονγιαρε. Περιβαλλοντολόγοι προειδοποιούν πως, αν επιτραπεί η εξόρυξη, η καταστροφή στο περιβάλλον θα είναι άνευ προηγουμένου.ΟΥΓΓΑΡΙΑΗ ουγγρική κυβέρνηση επέβαλε πρόστιμο 500 εκατ. ευρώ στο εργοστάσιο βωξίτη-αλουμινίου MAL για καταστροφές από τοξική κόκκινη λάσπη τον Οκτώβριο του 2010 και για αποζημίωση των ζημιών που προκλήθηκαν στη φύση. Σύμφωνα με τις αρχές, 1.880.000 τόνοι κόκκινης λάσπης διέρρευσαν όταν έσπασε το φράγμα που συγκρατούσε τη λίμνη των αποβλήτων. Το δυστύχημα προκάλεσε το θάνατο 10 ανθρώπων, αλλά και μία από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην ιστορία της χώρας.ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣτις 16 Ιουνίου του 2010 νεκρά ψάρια ξεβράστηκαν στα νερά του ποταμού Luda Yana Banska, που καταλήγει στον Εβρο! Επειτα από ατύχημα στο συγκρότημα εξόρυξης και εμπλουτισμού χαλκού του εργοστασίου Assarel Medet, χύθηκαν στον ποταμό δηλητηριώδεις χημικές ουσίες. Μετά τις βροχές, το βράδυ της Τρίτης (15 Ιουνίου) τα κανάλια αποστράγγισης του χώρου απόθεσης αποβλήτων δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά και διέρρευσαν στο περιβάλλον βαρέα μέταλλα και όξινα ύδατα.ΡΟΥΜΑΝΙΑΣτις 24 Νοεμβρίου 2012 πραγματοποιήθηκε στην πόλη Κλουζ κοινή πορεία ντόπιων με το ελληνικό κίνημα κατά των εξορύξεων χρυσού. Στο Κερτέτς, η Eldorado Gold Corporation σχεδιάζει ακόμα ένα επιφανειακό μεταλλείο χρυσού. Εξόρυξη χρυσού σχεδιάζεται και στη Ρόσια Μοντάνα, ένα χωριό 4.000 κατοίκων σε μια καταπράσινη κοιλάδα στα Καρπάθια Ορη, με ιστορία 2.000 ετών. Στο υπέδαφός της κρύβει το μεγαλύτερο κοίτασμα χρυσού της Ευρώπης. Πρόκειται για 240 τόνους χρυσού συνολικά, που μια άλλη καναδική εταιρεία, η Gabriel Resources, σκοπεύει να εκμεταλλευτεί, κατασκευάζοντας στην περιοχή το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο εξόρυξης χρυσού της Γηραιάς Ηπείρου. Το έργο δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, καθώς η αρχική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που κατέθεσε η εταιρεία απορρίφθηκε από το υπουργείο Περιβάλλοντος.
σ.σ. παρόμοιες καταστροφές, παρά τις διαβεβαιώσεις των πολυεθνικών, προκλήθηκαν και σε άλλα μέρη στην Ευρώπη όπως, στην ΝΑ Γαλλία που καταστράφηκε οικολογικά μια περιοχή όσο περίπου η Χαλκιδική, στην Σαρδηνία όπου μέχρι σήμερα 40 πρώην εργαζόμενοι προσπαθούν εις μάτην να σώσουν την περιοχή από την καταστροφή (η πολυεθνική δήλωσε πτώχευση και την κοπάνησε!), κ.α!
Λαδιαβίτης
ΚΙΝΑΕπειτα από συνεχείς κινητοποιήσεις των κατοίκων, οι αξιωματούχοι της πόλης Σιφάνγκ στην επαρχία Σετσουάν ματαίωσαν τα σχέδια για την κατασκευή εργοστασίου επεξεργασίας χαλκού. Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις ασφαλείας, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 13 άνθρωποι να μεταφερθούν στα νοσοκομεία της πόλης. Τελικά, όμως, νίκησαν…ΘΙΒΕΤΟι χωρικοί πέτυχαν να σταματήσουν πρόγραμμα εξόρυξης χρυσού από κινεζική εταιρεία στο βουνό Kawagebo, το οποίο είναι τόσο ιερό για τους βουδιστές, που ακόμα και η ορειβασία απαγορεύεται. Οι κάτοικοι δέχτηκαν απειλές και βίαιες επιθέσεις από προσωπικό της εταιρείας, αλλά απάντησαν με την καταστροφή του μηχανολογικού της εξοπλισμού, ενώ ακολούθησαν συλλήψεις και προσπάθειες εξαγοράς των ηγετών τους. Στο τέλος το ιερό βουνό έμεινε άσπιλο.ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣΟι κοινότητες των ιθαγενών Mankayan γιορτάζουν μια νίκη στον αγώνα τους ενάντια στις εταιρείες Lepanto και Goldfields. Υστερα από έναν ολόκληρο χρόνο αγώνα και παραμονής των κατοίκων στα οδοφράγματα, οι εταιρείες απέσυραν όλα τα μηχανήματά τους (γεωτρύπανα κ.λπ.) από την περιοχή του Madaymen.ΤΟΥΡΚΙΑΠορεία χωρικών για τα μεταλλεία χρυσού πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Διαμαρτύρονται για τις μεταλλευτικές δραστηριότητες στα όρη Kaz (Ιδη). Κάτοικοι των χωριών της περιοχής Karakoy έκαναν πορεία στην περιοχή εξόρυξης, με την υποστήριξη του δημάρχου και του αντιδημάρχου του Τσανάκαλε. Τουρκικές εφημερίδες και ακτιβιστές κατηγόρησαν τις εταιρείες χρυσού για τις φωτιές του περασμένου καλοκαιριού στα Ορη Kaz, απέναντι από τη Λέσβο. Η απειλή από την εξόρυξη χρυσού στην περιοχή έχει γίνει ένα από τα πλέον ακανθώδη περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας.ΑΛΑΣΚΑΗ Βρετανική Κολομβία είναι η περιοχή του Καναδά που χωρίζει την Αλάσκα από τις υπόλοιπες πολιτείες των ΗΠΑ. Ενα μικρό μεταλλείο, το Tulsequah Chief, ρυπαίνει τον ποταμό Τάκου. Εδώ και χρόνια, γερουσιαστές, βουλευτές και κυβερνήτες της Αλάσκας ζητούν να σταματήσει η ρύπανση του ποταμού, που είναι πλούσιος σε σολομό. Η ρύπανση από αυτό το μικρό μεταλλείο συνεχίζεται από το 1950, οπότε ξεκίνησε η λειτουργία του.ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΜε συνεχείς διαδηλώσεις, τόσο στο Μπουένος Αϊρες όσο και σε άλλες πόλεις, ακτιβιστές και ντόπιοι προσπαθούν να ματαιώσουν την έναρξη λειτουργίας ενός ανοικτού χρυσωρυχείου στην περιοχή Φαματίνα, στα βορειοδυτικά της χώρας, από την καναδική εταιρεία Osisko. «Ολόκληρη η πόλη είναι αντίθετη στο ρυπογόνο ανοιχτό χρυσωρυχείο», λένε οι διαδηλωτές. Μια άλλη εταιρεία, η Barrick Gold, εκμεταλλεύεται το κοίτασμα χρυσού στο Πάσκουα Λάμα, σε υψόμετρο 5.000, κοντά στους παγετώνες, μεταξύ των περιοχών Σαν Χουάν (Αργεντινή) και Ατακάμα (Χιλή). Το κοίτασμα αυτό θεωρείται από τα μεγαλύτερα στον πλανήτη και θα επενδυθούν 3 δισ. δολάρια για εκμετάλλευση 25 ετών.ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑΣτην πόλη San Miguel Ixtahuacan, στα υψίπεδα της χώρας, η λειτουργία του μεταλλείου της εταιρείας Goldcorp, με έδρα το Βανκούβερ, έχει οδηγήσει σε μετανάστευση των κατοίκων, υποβάθμιση του περιβάλλοντος και σκληρή αστυνομική βία. Σύμφωνα με καταγγελίες, οι ηγέτες της τοπικής κοινότητας έχουν απειληθεί, δεχθεί επιθέσεις, συλληφθεί και εξοστρακιστεί. Χρησιμοποιώντας πάνω από 250.000 λίτρα νερό την ώρα, οι εξορυκτικές δραστηριότητες έχουν προκαλέσει δραματική μείωση των πηγών καθαρού νερού. Ο επικεφαλής της τοπικής κοινότητας εξήγησε την αντίθεσή τους: «Είναι ένα έργο θανάτου. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να πουλήσουμε το μέλλον των παιδιών μας προς όφελος λίγων ξένων».ΕΚΟΥΑΔΟΡΠερίπου 25 καναδικές εταιρείες διεξάγουν μεταλλευτικές έρευνες στο Εκουαδόρ, παρά τις διαμαρτυρίες του πληθυσμού. Τον Απρίλιο του 2008, η Εθνοσυνέλευση αυστηροποίησε τους νόμους για τα μεταλλεία, με κριτήριο την προστασία των υδάτων και των εθνικών δρυμών, διασφαλίζοντας ότι θα λαμβάνεται υπ” όψιν και η γνώμη των πολιτών.ΜΕΞΙΚΟΤον Ιούνιο του 2010, ο δήμαρχος της πόλης San Jose del Progreso στο νότιο Μεξικό, Οσκαρ Βενάνσιο Ριβέρα, και ακόμη ένας αξιωματούχος έχασαν τη ζωή τους σε ενέδρα, την οποία φέρεται να έστησαν κάτοικοι οι οποίοι αντιδρούν στην εξόρυξη χρυσού και ασημιού στην περιοχή, ενώ συχνά είναι και τα βίαια επεισόδια με την αστυνομία. Σε μια άλλη περιοχή της χώρας, το μεταλλείο του Cerro de San Pedro, αποτελεί το επίκεντρο μιας από τις πιο σημαντικές δικαστικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαμάχες στη χώρα. Θεωρητικά, η περιοχή είναι προστατευόμενη λόγω της ιστορικής και οικολογικής της αξίας, όμως σήμερα το μισό Cerro de San Pedro έχει καταστραφεί από τα φουρνέλα και το κυάνιο. Οι ισχυροί δεσμοί της εταιρείας με την πολιτική εξουσία και τα ΜΜΕ καταπνίγουν τις δυναμικές αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του τότε δημάρχου της πόλης, το 1996.ΚΟΛΟΜΒΙΑΟι διαδηλώσεις είναι συχνές στην Κολομβία, όπου πολίτες και περιβαλλοντικές οργανώσεις απαιτούν από την κυβέρνηση να μη δώσει στην καναδική εταιρεία Greystar Resources άδεια να ξεκινήσει ερευνητικές εργασίες για το μεταλλείο χρυσού Angostura στην περιοχή που ονομάζεται «paramo Santurban». Τα «paramos» είναι μοναδικά «νεοτροπικά», νεφοσκεπή οικοσυστήματα, με πηγές καθαρού νερού, υψηλή βιοποικιλότητα και μεγάλο αριθμό ενδημικών ειδών, που απαντούν μόνο στις Ανδεις σε υψόμετρα 3.000-5.000. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τα πολύτιμα παράμος…ΠΑΝΑΜΑΣΟ νέος μεταλλευτικός νόμος, που ψηφίστηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2011, δεν άντεξε ούτε ένα μήνα. Υστερα από εβδομάδες βίαιων διαδηλώσεων περιβαλλοντικών οργανώσεων και ιθαγενών, στις 4 Μαρτίου 2011 ο πρόεδρος της χώρας υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι θα αποσύρει το νόμο, ο οποίος θα επέτρεπε σε ξένες κυβερνήσεις να αποκτήσουν ιδιοκτησία σε μεταλλεία του Παναμά. Η πέτρα του σκανδάλου είναι το βουνό Cerro Colorado, στην περιοχή των ιθαγενών Ngobe, το οποίο έχει πλούσια κοιτάσματα χαλκού. Αποσύρθηκε επίσης και ένας άλλος νόμος, ο οποίος καταργούσε την υποχρέωση υποβολής περιβαλλοντικής μελέτης από τις πολυεθνικές μεταλλευτικές εταιρείες, περιόριζε το δικαίωμα στην απεργία και έδινε ασυλία στους αστυνομικούς για τη σκληρή καταστολή κατά διαδηλωτών.ΠΕΡΟΥΗ λίμνη Yanacocha (Μαύρη Λίμνη), στην κορυφή των Περουβιανών Ανδεων, δεν υπάρχει πια. Στη θέση της χάσκει ένα τεράστιο επιφανειακό μεταλλείο, που ανήκει στην αμερικανική πολυεθνική Newmont Mining. Το μεταλλείο χρυσού είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον πλανήτη και το μεγαλύτερο στη Λατινική Αμερική. Η συνολική έκταση των εγκαταστάσεων (ορυγμάτων, εργοστασίων, χώρων απόθεσης) είναι 1.400.000 στρέμματα! Αντιμέτωπες με τις συνέπειες της ρύπανσης από όξινη απορροή, υδράργυρο και άλλα χημικά, οι οικογένειες της περιοχής Καχαμάρκα δίνουν απελπισμένο αγώνα να υπερασπιστούν τα νερά τους και τον τρόπο ζωής τους. Τον Ιούνιο του 2000, 150 κιλά υδραργύρου διέρρευσαν από ένα φορτηγό της εταιρείας, με αποτέλεσμα πάνω από 1.000 άνθρωποι να υποστούν τοξική δηλητηρίαση.
Αναδημοσίευση από ”Ελευθεροτυπία”
http://nogoldthess.espivblogs.net/2013/03/10/%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85/
Category Archives: Αναδημοσιεύσεις
ΣΚΟΥΡΙΕΣ: ΜΕ ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΗΜΑ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Αναδημοσιευση απο: http://katalipsiesiea.blogspot.gr/2013/03/blog-post_11.html
Τα επίμαχα άρθρα του νομοσχεδίου |
ΑΨΗΦΙΣΤΕ ΤΟΥΣ
Αντιεκλογική προκήρυξη που μοιράστηκε στη Χαλκίδα από το Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού το 2006. Παραμένει επίκαιρη.
«Εάν κοιτάξει κανείς ποιοι πραγματικά κυβερνούν, ποιοι πραγματικά έχουν την εξουσία στα χέρια τους, θα αντιληφθεί ότι ούτε στις χειρότερες εποχές της λεγόμενης ρωμαϊκής δημοκρατίας – που δεν ήτανε ποτέ δημοκρατία αλλά ολιγαρχία – το ποσοστό αυτών που έχουν δύναμη μέσα στην κοινωνία δεν ήτανε τόσο λίγο όσο είναι σήμερα». Κ. Καστοριάδης
Ζούμε υπό καθεστώς εκλογικής περιόδου, το περιβάλλον είναι γλοιώδες. Η υποκρισία και οι θεατρινισμοί βρίσκονται στο έπακρο. Οι υποψήφιοι άρχοντες φοράνε τη γνωστή μάσκα και παίζουν το γνωστό τους ρόλο. Πρέπει να μας πείσουν για το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει, κυρίως να υποσχεθούν αυτό που δεν θα πράξουν ποτέ. Οι λέξεις έχουν χάσει την αξία τους, το πραγματικό τους νόημα. Όλοι τους χρησιμοποιούν το ίδιο ρεπερτόριο κραυγαλέων λέξεων: όραμα, ανάπτυξη, ανατροπή, δημιουργία, με κέντρο τον πολίτη (ξέρεις τώρα). Λέξεις κενές, σκέτες φόρμες πάνω στις οποίες χτίζεται και προωθείται μια διαφημιζόμενη εικόνα.
Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ακόμη στις προεκλογικές εξαγγελίες; Δεν έχουμε δει αρκετά πράγματα να επαναλαμβάνονται ενώ αλλάζουν μόνο τα πρόσωπα που τα χειρίζονται; Σημασία εξάλλου δεν έχει να βρούμε τους τίμιους και να τους αναδείξουμε. Η εξουσία διαφθείρει και τις πιο αγαθές προθέσεις, το έχουμε δει. Σημασία έχει ότι όλοι τους πατάνε πάνω στην ίδια απάτη, και το ίδιο ψέμα: τη δημοκρατία και τη συμμετοχή. Όλοι τους λένε: “εμπιστευθείτε μας, θα σας κυβερνήσουμε καλύτερα”, “εμπιστευθείτε μας, θα αγωνιστούμε για το γενικό καλό”. Εδώ όμως βρίσκεται το πρόβλημα, στο ότι θέλουν να μας κυβερνήσουν, για το καλό μας. Αυτό δεν είναι δημοκρατία, λένε ψέματα, είναι ολιγαρχία.
Δημοκρατία σημαίνει εξουσία του λαού, ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, ότι o δήμος αποφασίζει. Με ποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ο δήμος, αποφασίζει; Δεν είναι κάλπικη η πραγματικότητα που βιώνουμε; Δεν πρέπει να αναζητήσουμε τους τρόπους που θα δώσουν πραγματικό νόημα στη λέξη δημοκρατία; Σήμερα δεν κυβερνάει ο λαός, ο δήμος, αλλά μια χούφτα ανθρώπων οι οποίοι έχουν εκλεγεί να αποφασίζουν για λογαριασμό μας. Στις εκλογές, εκχωρούμε την εξουσία σε κάποιους να αποφασίζουν για τη ζωή μας και μάλιστα τους αφήνουμε να το κάνουν μέσα στην πλήρη αδιαφάνεια και τη διαφθορά.
Αυτό δεν είναι δημοκρατία, αλλά φιλελεύθερη ολιγαρχία. Ο όρος φιλελεύθερη ολιγαρχία πάει κουτί στο πολιτικό μας σύστημα: κυβερνιόμαστε από μια δράκα ανθρώπων, μια ολιγαρχία δηλαδή, η οποία όμως είναι φιλελεύθερη, δηλαδή παραχωρεί και κάποιες ελευθερίες, ιδίως όταν της ασκούνται πιέσεις από τα κάτω. Αυτό όμως δεν είναι δημοκρατία, δημοκρατία σημαίνει αυτοκυβέρνηση, αν τη θεωρούμε ανέφικτη, ας αλλάξουμε όνομα. Ο όρος αντιπροσωπευτική δημοκρατία επίσης, είναι ένα σχήμα οξύμωρο, μια λεκτική απάτη, φτιάχτηκε για να συγκαλυφτεί η πραγματικότητα, η δημοκρατία μόνο άμεση μπορεί να είναι. Ο Αριστοτέλης κατατάσσει σαφώς τις εκλογές αντιπροσώπων, ανάμεσα στις αριστοκρατικές αρχές. Όσο για τη θρυλούμενη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, το θεμέλιο μιας πραγματικής δημοκρατικής κοινωνίας, είναι κι αυτή ένα ψέμα για προεκλογικές φανφάρες. Όλοι οι πολιτικάντηδες πατάνε πάνω στην απάθεια του λεγόμενου πολίτη-υπηκόου. Μας θέλουν υπήκοους. Οι ίδιες οι πολιτικές δομές τους είναι συγκεντρωτικές και ιεραρχικές, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής.
Οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτό το παιχνίδι είναι τουλάχιστον ανώφελη, για να μην πούμε τίποτε χειρότερο. Πρέπει να βγούμε από αυτό τον κύκλο. Ας μην το ξεχνάμε, η εξουσία διαφθείρει. Το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην τους ψηφίσουμε, να τους μαυρίσουμε. Ας γεμίσουμε τις κάλπες τους μαύρα, σα μια αρχική μορφή αντίστασης. Ας στρέψουμε το όπλο τους εναντίον τους. Ας σταματήσουμε να τους στηρίζουμε.
Το πρώτο βήμα είναι να δημιουργηθούν κυριολεκτικά (και το τονίζουμε) αυτοδιαχειριζόμενες καταστάσεις (ομάδες πρωτοβουλίας για συγκεκριμένα θέματα, εργατικά συμβούλια βάσης, στέκια, συνοικιακά συμβούλια, λαϊκές συνελεύσεις κ.α) μέσα στην πόλη. Το δεύτερο είναι να δικτυωθούν μεταξύ τους αυτόνομα. Σίγουρα, ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Γιατί όμως, είναι ανώφελο να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση; Αφού είμαστε πεπεισμένοι για την αξία της δημοκρατίας, γιατί δεν κοιτάμε να την κάνουμε πράξη; Τι έχουμε να φοβηθούμε από μια συνεργατική, ελεύθερη κοινωνία η οποία θα βασίζεται στην κοινότητα των δημόσιων αγαθών και στην απουσία κάθε ετερόνομης και συγκεντρωτικής εξουσίας; Είναι ουτοπία; Μα χειρότερη ουτοπία δεν είναι αυτή που ζούμε προεκλογικά; Όπου την επόμενη κιόλας των εκλογών τίποτα δεν ισχύει από τα προγράμματα και τις υποσχέσεις;
Πώς διανοούμαστε να ζούμε σε κοινωνίες όπου μια χούφτα άνθρωποι έχουν λάβει το χρίσμα (άντε πάλι τα παπαδίστικα) να αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή θέληση, να αποφασίζουν για λογαριασμό όλων και μάλιστα αυτό να το ονομάζουμε δημοκρατία; Και ακόμη χειρότερα, αυτό να γίνεται μέσα από συγκεκριμένες τυπικές ή άτυπες ιεραρχικές δομές; Η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι ψευδοορθολογική, βασίζεται σε ένα ψέμα, τη δημοκρατία. Βασίζεται σε ένα καθεστώς που υποκριτικά ονομάζεται δημοκρατικό και το οποίο νομιμοποιείται μέσα από μια εθιμοτυπική εκλογική διαδικασία παραχώρησής των πολιτικών μας δικαιωμάτων σε μια εξουσιαστική ολιγαρχία.
ΕΘΝΟΣ: Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΤΟΥΣ
Posted by ek-fyles
Εισαγωγή
Στο τέλος της ταινίας Without you I’m nothing η πρωταγωνίστρια Σάρα Μπερνάρ τυλίγεται με μια αμερικάνικη σημαία. Με αυτόν τον τρόπο εκθέτει το σώμα της ως εθνικό σώμα, δίνοντας μια παράσταση θηλυκότητας και γκροτέσκου πατριωτισμού. Η Μπερνάρ κάνει το σώμα της σημαία για να ταυτίσει μια ερωτική φαντασίωση που φωνασκεί με μια φαντασίωση που υποβόσκει, αλλά είναι παρόλα αυτά παρούσα: την εθνική φαντασίωση.[1] Η πειθαρχική αυτή δέσμευση του σώματος στην εθνική εικονοποιϊα, η οργάνωση του εαυτού και των σεξουαλικών μεταβλητών του σε τελετουργικές εικόνες που αναφέρονται στο έθνος, δείχνουν τα σημεία στα οποία οι δύο σχέσεις διασταυρώνονται και διεκδικούν από κοινού το σχηματισμό ενός αναπόδραστου πλέγματος. Οι βιοπολιτικές προσταγές μορφοποιούν το πλέγμα αυτό καθώς «πραγματώνονται μέσω των διαπλοκών βιολογικής και πολιτικής ύπαρξης, κοινωνίας και σεξουαλικότητας, σώματος και πληθυσμού, εθνικής πολιτικής και αναπαραγωγικής στάσης των κοινωνικών υποκειμένων.» [2] Η ταξινόμηση και κατ’ επέκταση έλεγχος των πειθαρχικών υποκειμένων με επιθυμίες που έχουν υποβληθεί και όχι με νόμους που επιβάλλονται κατευθύνει τις δύο σχέσεις, αν ακολουθήσουμε το σχήμα του Φουκώ για την θετικότητα της εξουσίας και τη δυνατότητά της να παράγει επιθυμίες και ηδονές.
Στις πατριωτικές εξάρσεις εμφανίζεται μια συλλογική επιθυμία οικειοποίησης του έθνους για ευχαρίστηση, για την απόλαυση του συνανήκειν και της δυνατότητας δημόσιας παρουσίασης του εαυτού κάτω από μια αξιοσέβαστη στέγη. Άλλωστε ο εθνικισμός βιώνεται και με όρους ‘αγάπης για την πατρίδα’, δηλαδή με μια έννοια ερωτικοποιημένης προσκόλλησης. Με αντίστοιχους εξουσιαστικούς μηχανισμούς καταναγκάζονται σώματα και επιθυμίες να υποβληθούν στις έμφυλες και σεξουαλικοποιημένες νόρμες με αντάλλαγμα μια αναγνωρισμένη κοινωνική ύπαρξη που υπόσχεται η υπόδυση των κανονιστικών αυτών ρόλων. Σε αυτό το κείμενο θα αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνομιλεί η κατασκευή κανονικών σεξουαλικοτήτων, έμφυλων και εθνικών υποκειμένων για να επανατοποθετήσει το πεδίο του πολιτικού. Γιατί τελικά πρόκειται για την κατασκευή του υποκειμένου και τον έμφυλο και εθνικό τόπο που αυτό ανήκει ή δεν ανήκει. H διαπλοκή τους αναφέρεται στον τρόπο που το εθνικό φαντασιακό εμπεδώνεται μέσα από ρυθμίσεις της καθημερινής ζωής, μέσα από δράσεις ‘γενικευμένης και εξατομικευμένης βιοπολιτικής…’[3] για να ανιχνεύσουμε τον πυρήνα εξουσίας που βρίσκεται στο κέντρο κάθε θέσμισης.
Στην ανάδυση ενός λόγου που δεν διακρίνει το έθνος, το φύλο, τη σεξουαλικότητα ως αυτόνομες, αποκλειστικές, περιχαρακωμένες κατηγορίες, συνέβαλε απτά το έργο του Mosse Nationalism and sexuality. Το έργο του διερευνά τη διπλή ιστορία ευρωπαϊκού εθνικισμού και ‘ευπρεπούς’ σεξουαλικότητας όπως εμφανίστηκαν από κοινού στο τέλος του 18ου αι. Ο Μosse δεν περιέγραψε μόνο πώς η ανάπτυξη των μοντέρνων εθνικισμών στην Ευρώπη επηρέασε την κατασκευή των μεσοαστικών νορμών για το σώμα και τη σεξουαλική διαφορά. Επίσης έδειξε πώς αυτοί οι κώδικες αστικής ηθικής επηρέασαν την ανάδυση των φασιστικών εθνών κρατών τον 20ο αι. Η ανάλυσή του άνοιξε το δρόμο για περαιτέρω διερευνήσεις.
Εδώ θα διερευνήσουμε δύο κόμβους / συναντήσεις των λόγων αυτών. Η απεικόνιση του έθνους ως ανδρική αδερφότητα συνομιλεί με την κατασκευή της επιτακτικής μητρότητας, καθώς εμβληματοποιούν το έθνος πάνω στο έδαφος της διμορφικής έμφυλης τάξης. Κάθε ‘ένδοξο παρελθόν’ βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, γι’ αυτό και θα αρκεστούμε σε μια παράθεση στιγμών που ενδεικτικά τεκμηριώνουν χωρίς να εξαντλούν την υπόθεση αυτή. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια υπόθεση εργασίας, εκτείνονται σε μήκη και πλάτη τα οποία επιβεβαιώνουν τον πυρήνα αυτής της θέσμισης παρόλα τα διαφορετικά συγκείμενα μέσα στα οποία βιώνονται και αξιολογούνται. Τελικά, θα ανιχνεύσουμε αποφατικές εννοήσεις του εθνικού συμπλέγματος- ως τόπου από όπου αποκλείονται υποκείμενα και σώματα- καθώς και πειραματισμούς ευφάνταστων διηγήσεων για τόπους πέρα από το έθνος και για υποκείμενα που ενοικούν αυτά τα μεταίχμια.
Το έθνος ως ανδρική αδερφότητα
Τόσο το έργο του Mosse όσο και αυτό του Anderson υπογραμμίζουν τη συγγένεια του εθνικισμού με την αρρενωπότητα και την ανδρική αλληλεγγύη. Ο εθνικισμός πριμοδοτεί μια ομοκοινωνική μορφή ανδρικού δεσίματος αποκλείοντας άλλες δυναμικές επανασημασιοδότησης του φύλου και της σεξουαλικότητας. Η παθιασμένη αυτή ανδρική αδερφότητα διατυπώνεται με όρους συγγένειας και προβάλλεται στην απομόνωση και ποινικοποίηση των Άλλων συναφειών [4]. Έτσι κι αλλιώς, το φύλο και η σεξουαλικότητα συνιστούν επιτακτικές κατηγορίες που τοποθετούν τα υποκείμενα σε συγκεκριμένες θέσεις, αποτελώντας για τον ίδιο λόγο μεταβλητές ξενότητας που αποκλείουν από την καρδιά της κοινωνικότητας όσες και όσους δεν συμμετέχουν στη νόρμα για το ανθρώπινο που για τα δεδομένα της νεωτερικότητας είναι ο λευκός, δυτικός, ετεροσεξουαλικός άνδρας. Η τοπολογική αυτή δομή της κανονικότητας και των αποκλεισμών της, εμπλέκεται και στην διαδικασία της έρευνας.
Ο Αntonio La Pastina στο κείμενο The implications of ethnographer’s sexuality εκθέτει προγραμματικά την εμπρόθετη αποκήρυξη από μέρους του της αίσθησης εαυτού κατά τη διάρκεια της εθνογραφίας του στην Βραζιλία, τον τόπο από τον οποίο προέρχεται και στον οποίο επιστρέφει. Η επιστροφή σε μια κοινότητα όπου ηγεμονεύει o ανθρωπότυπος του machista σε συνδυασμό με τις μνήμες από την βίωσή της και η ίδια του η εσωτερικευμένη ομοφοβία προσδιόρισαν τον queer εαυτό του ως outsider. Η έμμονη εντρύφηση στην ετερότητα δεν υποστήριξαν την πολεμική της προβολή, ενθάρρυναν ωστόσο τον αναστοχασμό πάνω στο υλικό της. Ακόμη κι αυτή η αμυντική τεχνολογία αντίστασης εικάζω πως έγινε δυνατή από τη στιγμή που εμφανίστηκε ένα ρεύμα τέτοιων εθνογραφιών. Η συμμετοχή του σεξουαλικού του status στο πεδίο ήταν κάτι που ‘θα μπορούσε να μην πάει καλά στην έρευνα’, αλλά έτσι κι αλλιώς η σεξουαλική του ταυτότητα καθορίζει επιλογές και ορίζοντες. Η αποποίηση από μέρους του της απόκρυψης αυτής της ταυτότητας, ωστόσο παραμένει όχι απλά εκκρεμής, η πιθανότητα να αποκαλυφθεί αυτή βιώνεται ως επιτελεστικά απειλητική. Ο La Pastina αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο αρνήθηκε να την αποκαλύψει σε μια σχετική ερώτηση και την αμηχανία και τις ενοχές στις οποίες τον ενέπλεξαν οι επιλογές αυτές. Το πεδίο αποτέλεσε μια ανεκπλήρωτη ερωτική ένταση που κατέληξε σε μια παλινδρόμηση σε αυτό το φόβο. Ίσως, λέει ο ίδιος, αν μελετούσε ιθαγενείς στον Αμαζόνιο ή τους Dogon στο Mali η σεξουαλικότητά του μπορεί να μην αποτελούσε τέτοια απειλή, όση μεταξύ των βραζιλιάνων. Η εμπειρία του θα επιβεβαιώσει την επίμονη απόσταση, τον προληπτικό αποκλεισμό του από την φαντασιακή κοινότητα στην οποία συμμετέχει, μια θέση που δεν είχε δεχτεί μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν.
Το άρθρο Tea rooms and sympathy or the epistemology of water closet του Lee Edelman [5] δείχνει πώς όταν ο ανδρικός ομοερωτισμός διαρρηγνύει τη δημόσια σφαίρα συνιστά απειλή για το πρότυπο του εθνικού φαντασιακού. Όπως υπογραμμίζει ο Sasho A. Lambevski «Το κράτος αναπαρίσταται ως άνδρας. Το να υπερασπίζεται κανείς το κράτος σημαίνει να υπερασπίζεται τη αρρενωπότητά του, ο ομοφυλόφιλος είναι εξ ορισμού μια απειλή.» [6] ‘Στη μεταπολεμική Αμερική η διείσδυση ισοδυναμεί με προδοσία. Επιβιώνει ένας μακαρθισμός σύμφωνα με τον οποίο η ομοφυλοφιλία και άλλες σεξουαλικές ‘αποκλίσεις’ είναι επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια στην Ουάσιγκτον. Αυτή η σημείωση έγινε μετά τη σύλληψη του Walter Jenkins με έναν άλλο άνδρα σε ένα υπόγειο κοντά στο γραφείο του στον Λευκό οίκο 3 βδομάδες πριν τις προεδρικές εκλογές της Αμερικής. Ο Jenkins είχε συλληφθεί και παλιότερα ωστόσο το μητρώο του διέφυγε τόσο του λευκού οίκου όσο και του FBΙ, ενώ ο ίδιος είχε πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες του κράτους. Ένα άρθρο σχετικό υπογράμμιζε το άγχος που αντικειμενικά προκαλεί η κατάσταση αυτή στη χώρα, αφού οι πληροφορίες αυτές βρίσκονταν στα χέρια ανθρώπου που εύκολα υπόκειται σε εκβιασμούς από ‘εχθρούς.’ Γι’ αυτό και οι σεξουαλικές αυτές επαφές, όπως ο αλκοολισμός και η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες γίνονται κατανοητές ως ψυχικές ασθένειες. Όταν ξέσπασε το ‘σκάνδαλο’, ο Jenkins παραιτήθηκε και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο , όπου φρουρούνταν επί 24ωρου βάσεως λόγω υψηλής πίεσης και νευρικής εξάντλησης. Ο πρόεδρος Johnson διέταξε την εξέταση του ζητήματος. Η έρευνα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Jenkins δεν απείλησε την ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ‘βιολογικά’ ομοφυλόφιλος και η αδυναμία του αυτή συνδέθηκε με την σωματική και ψυχική του εξάντληση από την αφοσίωσή του στα καθήκοντα απέναντι στην πατρίδα.
Η στιγμή είναι κομβική για το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κατανοείται η συνύφανση της αρρενωπότητας (ως αντίστιξη της ομοφυλοφιλίας) και της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. Οι ίδιοι οι ανταγωνισμοί των κρατών εκφράζονται ως μετωνυμίες αρρενωποτήτων που συγκρούονται. [7] Με αφορμή το παραπάνω εθνογραφικό παράδειγμα εκτίθεται η νευρικότητα που προέκυψε στον τύπο σχετικά με τη χαρτογράφηση των σωμάτων και των συμπεριφορών τους. Την ίδια εποχή στην Αμερική διάφοροι λόγοι συμφωνούν στην προστασία του εθνικού ιδεώδους που απειλείται από όσους προσπαθούν να ‘διεισδύσουν’ σε αυτό. Σ’ ένα άρθρο του περιοδικού Life προσφέρεται ένα είδωλο του gay άνδρα προκειμένου αυτό να αποτελεί μια εικόνα εντοπίσιμη από το κοινό. Η διαφορά του παθολογικοποιημένου ‘αποκλίνοντος’ σώματος θα έπρεπε να είναι διάφανη. Παρόλα αυτά δίνονται κάποιες επιπρόσθετες απεικονίσεις του για τις περιπτώσεις που μπορεί και να διαφεύγουν. Ένας δημόσιος κίνδυνος που πρέπει να ελεγχθεί, καθώς απειλεί να μολύνει το δημόσιο σώμα. Υπογραμμίζονται τα λάθη στην ‘αλήθεια’ του φύλου, όπως παριστάνεται στην ανατομία και το performativity [8]. Μια άλλη απόρροια της κατασκευής αυτού του κατά Φουκώ συστήματος γνώσης που ονοματίζεται πια ‘ομοφυλοφιλία’ είναι η συναινετική εσωτερίκευση των συστημάτων επιτήρησης που προωθούνται από το κράτος και περιλαμβάνονται στις δομές χωρίς αντιστάσεις. Μια άλλη μεταβλητή που επιδρά στην ευθυγράμμιση αυτών των μορφών επαφής με την εθνική προδοσία αποτελούσε η σύνδεση μη ιατρικοποιημένης δημόσιας ομοφυλοφιλίας και κομμουνισμού στη ρητορική του ψυχρού πολέμου. Ο ομοφυλόφιλος είναι ένας κατάσκοπος, ένας μη εντοπίσιμος εχθρός. Η κοινωνική μη- ορατότητα που απολαμβάνουν οι gay άνδρες, προκαλεί ανησυχίες τις οποίες προσπαθεί να καθησυχάσει η ετεροσεξιστική μυθολογία εγκαθιστώντας ορατούς κώδικες και σημεία από τα οποία μπορεί να διευκρινιστεί η ‘σεξουαλική διαφορά’. Το δράμα που εκτυλίσσεται με σενάριο την αναποφασιστικότητα της διάκρισης των φύλων θα αφήσει τις αρρενωπότητες εκτεθειμένες στον ίλιγγο της δυνητικής τους αποσύνθεσης. [9]
Στην οργάνωση των φύλων επιστρατεύεται ιστορικά η τοπολογική οριοθέτηση σε σχέση με τις δυναμικές της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής σφαίρας. Η εθνική αυτοεικόνα της Αμερικής προβλήθηκε καταλυτικά στο αμερικάνικο όνειρο των προαστίων: η αστική οικογένεια που στεγάζει στο ασφαλές της σπιτάκι τον ηθικό της εφησυχασμό. Η ομοφυλοφιλία που διαβρώνει την προραφαηλική αυτή φαντασίωση (παρόλα αυτά που στεγάζει στο εσωτερικό του ο εκβιασμένος αυτός παράδεισος) αντιμετωπίζεται ως μη αμερικάνικο προϊόν πρόσμειξης με άλλους πολιτισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Δεν πρέπει να αγαπήσω Αλβανό!
Η τάξη και το έθνος αποτελούν μεγάλα εμπόδια στην εγκαθίδρυση συναισθηματικών ομοφυλοφιλικών δεσμών ανάμεσα σε μακεδόνες και αλβανούς άνδρες στην gay σκηνή των Σκοπίων. Εθνικιστικές προστακτικές επιβάλλουν σε μακεδόνες και αλβανούς gay να χρησιμοποιούν το σεξ ως όπλο και όργανο βασανισμού. Το άρθρο του Sasho A. Lambevski, «Suck my nation- masculinity, ethnicity and the politics of (homo)sex» εξετάζει τη διαπλοκή ταξικών, εθνικών και έμφυλων σχέσεων όπως βιώνονται στο ανδρικό σώμα.
Ο συγγραφέας επιστρέφει στη gay underground σκηνή των Σκοπίων που του φέρνει στο μυαλό δυσάρεστο sex, επιθετικό εθνικό σωβινισμό και αρρενωπότητα. Βλέπει κάποιον που του αρέσει, αλλά από κάποιου τύπου εθνικού performativity προκύπτει ότι είναι αλβανός και αυτό εγκαλεί τον συγγραφέα να εμμείνει στο μακεδονικό έμφυλο/ σεξουαλικό/ εθνικό του σενάριο, να βάλει τη λογοθετική μάσκα μακεδονικότητας στο σώμα του και να αποκλείσει την επιθυμία για αυτόν τον Άλλο, μια συνειδητοποίηση που κάνει με ενοχή, φόβο, λύπη και αμηχανία. Εγκλωβισμένος μεταξύ της προστακτικής του να είναι κανείς ‘καλός μακεδόνας’ και της συμπόρευσης με τις μισογύνικες, ετεροσεξιστικές, ομοφοβικές και εθνικές νόρμες που αυτό σημαίνει και την ομοερωτική του επιθυμία από την άλλη, δεν δοκίμασε ποτέ σεξουαλική απόλαυση πέρα από αυτές τις κατασκευασμένες εξουσιαστικές μεταβλητές, δεν έγινε δυνατό να διαπεράσει τα σεξουαλικά/ έμφυλα/ εθνικά σύνορα. Η σύναψη μιας σχέσης με έναν Αλβανό, πέρα από όλα τα άλλα, θα σήμαινε την προδοσία της εθνικής του ταυτότητας.
Στο βαλκανικό context πατριαρχίας, μισογυνισμού και ομοφοβίας, οι τυπολογίες που κωδικοποιούν αυτές τις συμπεριφορές διακρίνουν συνεχείς ιεραρχίες ανάμεσα σε αρρενωπούς και θηλυκούς, gay και straight, αλβανούς και μακεδόνες της εργατικής ή της αστικής τάξης. Οι ιεραρχίες αυτές οδηγούν σε μια παράθεση αλλεπάλληλων επιπέδων που διαμορφώνουν ένα κουραστικό και ανεκδιήγητο σύμπλεγμα σεξουαλικοτήτων και έμφυλων ταυτοτήτων. Οι fuckers/ αρρενωποί είναι κυρίως μουσουλμάνοι αλβανοί της εργατικής τάξης, ενώ οι θηλυκοί είναι κυρίως χριστιανοί μακεδόνες της εργατικής και μεσοαστικής τάξης. Ένας αλβανός που υιοθετεί το ρόλο του bottom στις σεξουαλικές του επαφές κάνει σεξ μόνο με αλβανούς, γιατί οι μακεδόνες κρίνονται ως ‘πολύ μαλθακοί, πολύ εκλεπτυσμένοι’ γι’ αυτόν, όπως ο ίδιος λέει. Όλοι οι μακεδόνες της εργατικής τάξης που συμμετείχαν στην έρευνα προτιμούν αλβανούς της εργατικής τάξης, γιατί είναι ‘αληθινοί’ άνδρες. Οι αφηγήσεις αυτές κατασκευάζουν την ετερότητα του αλβανού, ως πρωτόγονου αγροίκου, επιθετικού, ανατολίτη. Ο μακεδονικός εθνικισμός δομείται πάνω σε αυτή την υποτελή ετερότητα.
Έλληνας ποτέ..
Επιστρέφοντας σε πιο οικεία τοπία, αν και κατατρύχονται από τους ίδιους ρηματικούς τόπους που προηγήθηκαν, στην ελληνική βιβλιογραφία το βιβλίο του Γιάννη Γκολφινόπουλου «Έλληνας ποτέ..» θα ανταποκριθεί σε όσα συνέβησαν την φρικαλέα νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου του 2004. Μετά από τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αλβανίας-Ελλάδας που έληξε με το αποτέλεσμα του 2-1 ακολούθησε μια νύχτα βίας από Έλληνες σε Αλβανούς σε όλη τη χώρα, η οποία κορυφώθηκε στη δολοφονία του Γκράμος Παλούσι. Το σημείο αυτό στο οποίο ο νεοελληνικός εθνικιστικός λόγος έκανε μια στάση δραματική, ενοικήθηκε κατεξοχήν από αρρενωπότητες που στοιχημάτιζαν πάνω στο «ποιος, ποια είδη υποκειμένων είναι (πραγματικοί) Άνδρες.» [10] όπως προφανώς θα έπρεπε να είναι αυτοί που ανήκουν σε ένα περήφανο έθνος, αποκαλύπτοντας την ανασφάλεια για την οποία τρέμει αυτός που καθημερινά πρέπει να αποδεικνύει πόσο άνδρας είναι, που πρέπει να δείχνει πόσο του αξίζει η τιμή της κανονιστικής αρρενωπότητας. Ο καθημερινός λόγος των δύο διακυβευμάτων, του διάχυτου κοινωνικού φασισμού και της πατριαρχικής συμβολικής τάξης έδρασε, ώστε η βία αυτή να πάρει τέτοια νομιμοποιημένη έκταση.
Η αρρενωπότητα απαντάει σ’ ένα ερώτημα θεμελιακό για τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα υποκείμενα, το πώς είναι ο άνδρας. Η νύχτα αυτή έδωσε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αυτοί που δουλεύουν για μας δεν δικαιούνται να πανηγυρίζουν. Ήδη αυτή η ανισότητα μας κάνει πιο πολύ άνδρες από αυτούς. «Η ‘αλβανική’ αρρενωπότητα δεν είναι μόνο η αρρενωπότητα του ‘κατώτερου’ αλλά και μια ‘κατώτερη’ αρρενωπότητα.» [11] Το σύμβολο του τσολιά το οποίο ήρθε στο προσκήνιο αυτής της νύχτας εφόσον ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν ήταν το ‘είναι βαριά η πούτσα του τσολιά’ συμπυκνώνει επίσης ως φιγούρα τις φαντασιακές σημασίες με τις οποίες είναι επενδυμένη η πρόταση αυτή και εν προκειμένω με τις λογοθετικές κατασκευές για τις οποίες συζητάμε. «Η κυριαρχία επί του αντιπάλου στα πλαίσια του ποδοσφαίρου είναι μια κυριαρχία αρσενική. Μια κυριαρχία πάνω στο θηλυκό, πιο συγκεκριμένα, πάνω στο αρσενικό που εκθηλύνεται.» [12] Ο τσολιάς είναι ο πιο αρσενικός από όλους τους αντιπάλους, απέναντι στους οποίους και θα κυριαρχήσει. Το ασυγχώρητο της υπόθεσης είναι ακριβώς το γεγονός ότι η ανασφαλής αυτή βεβαιότητα του αρσενικότερου όλων τσολιά βεβηλώθηκε ανελέητα, όταν η ελληνική ομάδα, μετωνυμία του συμβόλου αυτού, ηττήθηκε από κατώτερους, από ξένους. Και αυτό έπληξε θανάσιμα τον ανδρισμό τους.
Εθνική συνείδηση και η κατασκευή της καταναγκαστικής θηλυκότητας
Σε μια στιγμή έντονης κοινωνικής κινητοποίησης με αφορμή εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, η βουλευτής Φάνη Πάλλη Πετραλιά με την ιδιότητα της ‘μητέρας’ εγκαλεί τους εμπλεκόμενους ως ‘έφηβους γιους’ να φερθούν ώριμα [13], να υποκλιθούν στη θέληση του πατρικού κράτους. Οι γυναίκες, εξ ορισμού αποκλεισμένες από τα όρια του πολιτικού σώματος, ως οι Άλλοι του καταστατικού του υποκειμένου, εισέρχονται σε αυτό μόνο έχοντας θυσιάσει κάτι από τη δομή του εαυτού και της αυτονομίας τους. Στο πρόγραμμα αυτό μετέχει η εξιδανίκευση της μητρότητας και ο αποκλεισμός μη παραγωγικών σεξουαλικοτήτων και άλλων επιλογών. Η μητρότητα εγκαλείται ως προϋπόθεση της ιδιότητας του πολίτη, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά την εισδοχή των γυναικών στο πολιτικό σώμα υπό όρους. Η υποδοχή αυτή επιφυλάσσεται για όσες αποκλίνουν, όπως προείπαμε, από το μοντέλο του έλλογου αρσενικού καρτεσιανού υποκειμένου της νεωτερικότητας. Η δυσκολία αυτή πρόσβασης σ’ ένα αυτόνομο καθεστώς υποκειμένου αποτελεί ένα χάσμα που εγγράφεται και στον ψυχικό τόπο.
Eθνική εμμονή με τη γονιμότητα [14]
Το εγχείρημα της Αθηνάς Αθανασίου στο άρθρο της Η πειθαρχία της συνέχειας: Χρόνος, σώμα και βιοπολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα παρακολουθεί το αντηχείο της ‘δημογραφικής αγωνίας’ όπως διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’80, την έκρηξη δηλαδή λόγων γύρω από τη μείωση τη γεννητικότητας που σημειώθηκε τότε. Το κείμενο εκδιπλώνει την εμπέδωση λόγων φύλο-σεξουαλικότητα-αναπαραγωγή-συγγένεια προκειμένου για την οριοθέτηση της δημόσιας σφαίρας εντός της οποίας κάποια υποκείμενα αποκτούν σημασία και άλλα τη στερούνται. Ο δημογραφικός λόγος «συγκροτεί τη φαντασιακή κατασκευή του έθνους κράτους ως κλειστού και ενιαίου Όλου του οποίου το παρόν και το μέλλον διακυβεύονται στις ‘ευαίσθητες’ ζώνες επαφής τόσο με όμορους όσο και με εισρέοντες Άλλους.» [15] Το γυναικείο σώμα με τις ‘αντικειμενικές’ του αναπαραγωγικές δυνατότητες βαρύνεται και σημαίνεται από την ηθική ευθύνη της διεκπεραίωσης αυτής της εθνικής αποστολής. Ο έμφυλος εαυτός επικυρώνεται μόνο μέσα από την αντίδραση σε αυτούς τους «αυτοματισμούς της κοινής λογικής». Η ανταπόκριση στην επιταγή της αναπαραγωγής προσφέρει στα κοινωνικά υποκείμενα την απόλαυση καταρχάς της κοινωνικής αναγνωρισιμότητας που παράγεται από το υλικό του πολιτισμικά διανοητού.
Η συγγραφέας ωστόσο θα εμφανίσει τη διάρρηξη του δημογραφικού κινδύνου από πλευράς υποκειμένων που ενοχλούν την άρθρωση αυτού του λόγου ως αρραγούς και συνεκτικού. Επικεντρώνεται συγκεκριμένα στην αποχή από την τεκνοποίηση και τον λόγο που υπερασπίζει τις επιλογές αυτών των γυναικών (κυρίως) παρόλη την κοινωνική δυσανεξία που αντιμετωπίζουν, εφόσον σημειώνονται πολιτισμικά ως πληγές του εθνικού σώματος. Η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει αυτές τις φωνές, την οποία εικάζω και ως πολιτική τοποθέτηση, δίνει χώρο στο δρων υποκείμενο και τα νοήματά του (τη στιγμή που δεν προσφέρονται κοινωνικά πεδία δράσης από τα οποία οι οριακές αυτές επιλογές να νοηματοδοτηθούν) ώστε ενώ αυτό επιτελείται από δομικές κανονικότητες και πολιτισμικές προσταγές ταυτόχρονα μπορεί να απονευρώσει την καθολική ισχύ που αυτές ευαγγελίζονται. «Η σκηνή της εν-σωμάτωσης και της αυτονομίας γράφεται και ξαναγράφεται συνεχώς στο δράμα της πολιτισμικής παραγωγής της αλήθειας.» [17]
Τα ρυθμιστικά ιδεώδη του φύλου και της συγγένειας των οποίων η εκπλήρωση εξαργυρώνεται με την υπόσχεση της ιδιότητας του πολίτη, αποκλείει από το εθνικό σώμα όσες/ ους «φέρουν το στίγμα της βιοπολιτικής ετερότητας» [18]. Γιατί παρόλη την εμπρόθετη υποστήριξη της ‘απόκλισης’ που συνιστούν, οι Άλλοι του βιοπολιτικού ιδεώδους στερούνται ό, τι δεν επιστρέφουν σε κοινωνική σημασία. Σε αυτό ωστόσο το μελαγχολικά αρνητικό πρόσημο θα αντιπαραθέταμε την εσωτερική εγρήγορση ενός πυρήνα εαυτού που αμύνεται των κανονιστικών προταγμάτων, ενός εαυτού προικισμένου με την ‘ενέργεια των παρυφών’. [19] Κρίνω πως αυτή είναι και η δυναμική της εν λόγω προσέγγισης. Η άντληση δύναμης από τα τραυματισμένα όρια της συμβολικής και ηθικής τάξης, ανοίγει ορίζοντες για νέες ταυτίσεις και απολαύσεις.
..μια νοητή μήτρα εθνικότητας που εμψυχώνει την Ελλάδα..
Το παράδειγμα του δημογραφικού ως κοινωνικής κατασκευής σε μια διάδραση που κατασκευάζει τόσο το ‘έθνος’, όσο και τις ‘Ελληνίδες’ ως ‘μητέρες’ του αποτιμάται και στο έργο της Αλεξάνδρας Χαλκιά [20], που εντοπίζει και διαθλά τη στιγμή του 1994. «Το ελληνικό ‘δημογραφικό’ κινείται σε αυτόν ακριβώς τον κόμβο. Η κινητοποίηση της δημογραφίας και ενός επιστημονικού λόγου στατιστικών δεδομένων για τον πληθυσμό εντάσσεται σε ένα εγχείρημα διακυβέρνησης και διαχείρισης που επιστρατεύει και την περιχαράκωση μια εθνικής ταυτότητας, επιπλέον εστιάζει σε σώματα, συγκεκριμένα σώματα, εκδίδοντας πρόσκληση για αυξημένη βιολογική αναπαραγωγή.’[21] Ως επί το πλείστον παράγεται ένα ‘καθεστώς αλήθειας’ που προσδένει μεταξύ τους λόγους περί ‘γυναικότητας’ και ‘ελληνικότητας’ και τις επιτελεί ως καταστατικούς στύλους του εθνικού και υποκειμενικού γίγνεσθαι, ενώ τις έχει ήδη φυσικοποιήσει ως ουσίες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάγνωση και διαχείριση του δημογραφικού πανικού από καθεστωτικές πολιτικές πηγές, από το παγιωμένο φάσμα των κοινοβουλευτικών χώρων δεξιάς, κέντρου και αριστεράς. Η δεξιά προοπτική καταφάσκει στην εννοιολόγηση του δημογραφικού ως προβλήματος, ωστόσο αυτοκυριαρχείται στο θέαμα του οικονομικού κόστους που προαπαιτεί η επίλυσή του. Πριμοδοτείται έτσι η πρόνοια για την έλλειψη σε στρατιώτες στην οποία ανταποκρίνεται το ‘πρόβλημα’, ‘η έμφυλη πληθυσμο-παραγωγική λειτουργία του δημογραφικού’. Η μόνη μετατόπιση του κεντρώου λόγου αποτελεί το ενδεχόμενο στράτευσης των γυναικών που εκτιμάται ως δυνατότητα. Επίσης, υπολογίζονται και άλλες ζημίες όπως ο οικονομικές. Η αναπαράσταση ωστόσο δεν βάλλεται. ‘Η Ελλάδα αναδύεται ως ένα έθνος θηλυκοποιημένο και γερασμένο.’ Οι αριστερές εφημερίδες δεν συμμερίστηκαν με την ίδια μέθη τον δημογραφικό κίνδυνο. Όποτε προσέγγισαν το θέμα ασχολήθηκαν με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που το επηρεάζουν. Αποτέλεσε δηλαδή εδώ περισσότερο εργαλείο προπαγάνδας για την αριστερή πολιτική, παρά ως εθνικός κίνδυνος. Παρόλες τις αποστάσεις ασφαλείας που κρατήθηκαν, συνομίλησε και η αριστερή προσέγγιση μέσα στα πλαίσια του ίδιου λόγου περί έμφυλου εθνικού σώματος, έστω και διαφωνώντας.
Στο ίδιο εννοιολογικό περιβάλλον εξετάζεται και η συζήτηση για τις εκτρώσεις και τη νομιμοποίησή τους εν τω μέσω αυτού που η δημογραφική αγωνία προπαγάνδιζε ως εθνική κρίση. Στα πλαίσια αυτά ποινικοποιούνται ατομικές επιλογές, όπως οι εκτρώσεις που επιπλέον αποτέλεσαν ιστορικά διακυβεύματα κινηματικών διαδικασιών. Η Mαριάννα Κονδύλη [22] σημειώνει την παλινδρόμηση του εθνικιστικού λόγου για το πρόβλημα της υπογεννητικότητας από τα τεχνοκρατικά του αίτια σε λογίδρια που απηχούν ηθικιστικές δοξασίες για την εκτροπή της κοινωνίας από την ορθή της αυταξίωση και αναπαραγωγή. Η απαξία με την οποία εκτοπίζονται καταστατικά μονογονεϊκές οικογένειες και όσες άλλες δεν συνάδουν στο ετεροφυλοφιλικό μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, ο έλεγχος του σώματος των γυναικών και η ενοχοποίηση των επιλογών τους καθώς η κοινωνική τους υπόσταση ρυθμίζεται από την ευθυγράμμισή τους με τις επιταγές αυτές απορρέουν ως άμεσες συνέπειες πολιτικών αποφάσεων, ψηφισμάτων, καθημερινών δημοσιευμάτων.
Τεχνολογίες επανίδρυσης του πολιτικού σώματος
Queer nation [23]/ Πέρα από το έθνος (;)
Στο κεφάλαιο Queer nationality από το έργο Fear of a queer planet οι συγγραφείς Lauren Berlant και Elizabeth Freeman περιγράφουν τις προβοκατόρικες τακτικές επανοικειοποίησης της ορατότητας του εθνικού λόγου, με το ύφος του camp -της παρωδιοποίησης του κανονικού δημόσιου λόγου, τακτική εξαιρετικά προσφιλής στο queer κίνημα. Οι τακτικές αυτές αναφέρονται επίσης στην υπέρβαση των ορίων , την ιδιοποίηση χώρων και τη μίμηση των προτύπων κανονικότητας. ‘Το Queer nation εκμεταλλεύεται τα συμβολικά σημεία της μαζικής και εθνικής κουλτούρας για να αποσταθεροποιήσει τους μηχανισμούς που οργανώνουν τις σεξουαλικές πρακτικές σε ‘γεγονότα’ της σεξουαλικής ταυτότητας’ σε ένα είδος σημειολογικού αντάρτικου. Διεκδικεί έτσι ως ‘εθνικούς’ τους χώρους που εδράζονται οι Άλλες σεξουαλικότητες, χώρους δύσκολο ωστόσο να εν-τοπιστούν ακόμα και εννοιολογικά, αφού σε μεγάλο βαθμό συνιστούν φαντασιακές γεωγραφίες, τόπους άσχετους με τις δομές της σεξουαλικής ηγεμονίας και έτσι αόρατους, όπως και τα σώματα που τους κατοικούν, χώρους ωστόσο φιλόξενους για την υποδοχή της ξενικότητας που συνιστά η ενδήμηση μιας Άλλης σεξουαλικότητας. Η εν λόγω προσέγγιση, με την κινηματική της λογική, αποπειράται να ενσωματώσει τόσο το υλικό όσο και το λογοθετικό αυτό πρόβλημα και αποτολμά να φανταστεί ένα μωσαϊκό διαφοράς που δεν θα αποτελεί παράλληλα και ένα μοντέλο σύγκρουσης.
Το παράδειγμα του φύλου και της σεξουαλικότητας ως μεταβλητή εξορισμού και ξενικότητας που εγείρεται εδώ κατά τρόπο προνομιακό, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το έθνος επενδύει την ταυτότητά του στο δικαίωμα να αστυνομεύει μη κανονικές σεξουαλικές αναπαραστάσεις και πρακτικές. Επίσης να καταξιώνει ως πολίτες κάποιους στο όνομα των Άλλων που δεν αξίζουν αυτό το αίσθημα της συμμετοχής στην κοινότητα και που με αυτόν τον τρόπο την ορίζουν δια του αποκλεισμού τους, κατά το τοπολογικό σχήμα του Agamben. Ο προβληματισμός που παρακολουθήσαμε προτείνει αντιστάσεις στην εμπρόθετη αφαίρεση της ιδιότητας του εαυτού που δημιουργεί η αντιπαράθεση με ηγεμονικές ταυτότητες. Έτσι επανοικειοποιείται και αποκαλεί ‘εθνικό’ ό, τι αποκλείστηκε από τον ορισμό του έθνους και μάλιστα αποτέλεσε προϋπόθεση για τον σχηματισμό του. Σε ένα μανιφέστο του διακηρύσσονται τα εξής: ‘…Σε αυτόν τον πολιτισμό να είσαι queer σημαίνει ότι έχεις καταδικαστεί σε θάνατο. Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας και τους δεσμούς μας, γιατί όταν κάποιος από μας υποφέρει, υποφέρουμε όλοι. Γι’ αυτό αποτελούμε ένα queer έθνος. Το λεξιλόγιο το έχουμε δανειστεί από άλλα ‘απειλητικά’ δυναμικά κινήματα- από τους μαύρους εθνικιστές , τις φεμινίστριες σεπαρατίστριες.’ Με αυτή τη διάθεση λοιπόν φτιάχνονται queerituals, τελετουργικά που ενοποιούν αυτή την κοινότητα, εξωτερικεύουν την οργή για τον πόνο που ασκούν οι πειθαρχίες των τόπων mainstream (κυρίαρχης) κουλτούρας και o straight (ετεροφυλόφιλος) χαρακτήρας των δημοσίων χώρων και της ιδιότητας του πολίτη. Όλα αυτά επανεγγράφονται ειρωνικά σε παραδοσιακά εθνικά σύμβολα σαν να επρόκειτο το queer σώμα να αποτελεί μια επίσης κανονική εμπειρία.
Πώς θα μπορούσε βέβαια ένα τόσο φορτισμένο λεξιλόγιο να αποσταθεροποίησει τις ηγεμονικές ιδεολογίες που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτών των διαχωρισμών; Οι ‘περήφανες’ διακηρύξεις του queer υποχωρούν σε μια απολογητική στρατηγική αιτήματος για συμπερίληψη στην καταστατικά ιεραρχημένη πολιτική σφαίρα, τόπο από όπου κάποιοι πρέπει οπωσδήποτε να αποκλειστούν προκειμένου να ελέγχει τα όριά της; Στα πλαίσια αυτών των αποριών, ο Radhakrishnan διερωτάται γιατί προκειμένου μια κινητοποίηση να επικυρωθεί ως πολιτική χρειάζεται να οικειοποιηθεί έναν μακροπολιτικό λόγο που ορίζεται από τον εννοιολογικό χώρο που κατέχει το έθνος. Πώς οι εθνικισμοί έχουν επιτύχει ένα τέτοιο ιδεολογικό αποτέλεσμα που δεσμεύει ακόμα και τον λόγο που τους αμφισβητεί στους δικούς του όρους; [24]
Queer διασπορές
Στα κείμενα που αναγνώστηκαν πιο πάνω πριμοδοτήθηκαν οι ρωγμές που κάθε πολιτισμική συγκρότηση ανεπίγνωστα φέρει. Το έδαφος της βιοπολιτικής που διατρέχει τους παραπάνω λόγους θα έχει πάντα το ηγεμονικό πλεονέκτημα της υφαρπαγής της ζωής, χωρίς ωστόσο να ελέγχει απόλυτα το υλικό από το έκκεντρο υποκείμενο που εισήλθε στις αφηγήσεις της ύστερης νεωτερικότητας. Όσο κι αν ασφυκτικά περιδύεται τις μορφές του πολιτισμικά διανοητού, η αμφιθυμία που ενοικεί την καρδιά της εμπρόθετης δράσης αποτελεί ‘ένα σταυροδρόμι που ενώνει κάθε βήμα από το οποίο διασχίζεται, μια αναποφασιστικότητα οδυνηρή, δυναμική και γεμάτη υποσχέσεις ανάμεσα σε αυτό που ήδη υπάρχει και αυτό που πρόκειται να έρθει’ [25]. To εγχείρημα των queer διασπορών φωτίζει ακριβώς αυτές τις ρωγμές και τα υποκείμενα που ενοικούν αυτά τα όρια μεταξύ των τόπων που συγκροτούνται με τις βεβαιότητες μιας ουσίας, όπως ουσίες θεωρούνται τόσο το έθνος όσο και το φύλο.
Στο έργο της Gayatri Gopinath Impossible desires [26], η συγγραφέας διερευνά τα περιθώρια της διασποράς και των άλλων σεξουαλικοτήτων, γιατί είναι ακριβώς σε αυτά τα οριακά πεδία που συγκροτούνται οι εθνικισμοί και οι σεξουαλικότητες. Με αυτές τις προτεραιότητες θα προβάλει την α- δυνατότητα της queer, θηλυκής, διασπορικής υποκειμενικότητας ως την πιο ποινικοποιημένη και ως εκ τούτου εκ- τοπισμένη και μη διανοήσιμη μορφή ζωής. Η φετιχοποίηση της γυναικείας φιγούρας μέσα στο πλαίσιο ενός πατριαρχικού και εθνικιστικού λόγου είναι η μόνη δυνατή και η υποβολή αυτής της κανονικής νόρμας κάνει τις υπόλοιπες υποκειμενικότητες μη ορατές, ενώ η πιθανότητα της εμπρόθετης θηλυκής επιθυμίας για το ίδιο φύλο είναι στιγματισμένη, έως άκυρη. Η ανάγνωση αυτή δίνει ένα πλαίσιο κατανόησης για εκφράσεις ομοφυλοφιλικών ερωτικών συναφειών και επιθυμιών σε μη δυτικά και διασπορικά συμφραζόμενα. Αφουγκράζεται εναλλακτικές σεξουαλικότητες σε μη δυτικές κοινωνίες, προβληματοποιώντας τον δυτικοκεντρισμό με τον οποίο εκλαμβάνονται οι επιθυμίες για το ίδιο φύλο. Η πριμοδότηση αυτών των ηγεμονικών δυτικών λόγων για τις επιθυμίες για το ίδιο φύλο που κανονικοποιούνται ως ομοφυλοφιλικές, λεσβιακές ή gay καταλήγει στην απόρριψη εναλλακτικών επαφών που δεν ταξινομήθηκαν με τέτοιο τρόπο. Εκτός από τα δεδομένα για τη σεξουαλικότητα που αμφισβητεί, εστιάζει και σε άλλους λόγους σχετικούς με το έθνος, το σπίτι, την πατρίδα, τη διασπορά και τις σημασίες με τις οποίες επενδύονται αυτά τα σχήματα και οι σχέσεις σε ένα παγκοσμιοποιημένο καθεστώς. Η πολυεπίπεδη αυτή εγρήγορση εκκινεί με εργαλεία από διάφορους χώρους, από το queer, το μεταφεμινισμό, τις μεταποικιακές, διασπορικές και πολιτισμικές σπουδές, ανιχνεύοντας τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό να ενεργοποιήσουν αυτές οι προοπτικές μια κριτική στα ηγεμονικά συστήματα γνώσης, σε λόγους δυτικοκεντρικούς και εθνικιστικούς που ταυτόχρονα είναι έμφυλοι σε σεξουαλικοποιημένοι.
Για να υποστηρίξει τη διαπλοκή αυτή με τον τρόπο που και αυτή η εργασία προσπάθησε να δείξει, αναφέρει ένα παραδειγματικό περιστατικό. Την ημέρα εορτασμού της ινδικής ανεξαρτησίας, η κοινότητα της διασποράς από την νότια Ασία, απέκλεισε τη συμμετοχή μιας οργάνωσης gay και λεσβιών και μιας φεμινισικής ομάδας ενάντια στην οικογενειακή βία. Το φαντασιακό της ‘ινδιακότητας’ καθοριζόταν από πατριαρχικούς και ετεροκανονικούς ορίζοντες που απέκλειαν συγκεκριμένες υποκειμενικότητες από την κοινότητά τους. Τελικά, έγινε δυνατό να διαδηλώσουν οι φεμινίστριες ως γυναίκες ινδές, αλλά καμία υποχώρηση δεν μπορούσε να γίνει για γυναίκες που θα διαδήλωναν ως ινδές queers ή ινδές λεσβίες. Στην προσπάθειά της λοιπόν να καταστήσει ορατές τις σεξουαλικότητες αυτές που έχουν αποκλειστεί από την εθνική κοινότητα, η συγγραφέας θα τις ακολουθήσει στους τόπους που βιώνεται αυτή η αντικανονική κοινωνικότητα, σε queer night clubs, σε φεστιβάλ και άλλες ευκαιρίες που ιδρύονται από τις σεξουαλικά και φυλετικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και που επιτρέπουν σε αυτές να επαναδιαπραγματευτούν τη σχέση τους με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Η αναγνώριση αυτών των επιθυμιών, ακόμα και η πιθανότητά τους, διακόπτουν τα ετεροκανονικά, πατριαρχικά και εθνικιστικά φαντασιακά με τα οποία οργανώνονται οι επιθυμίες και δομούνται οι κοινότητες.
[1] Αναφέρεται στο Fear of a queer planet, ed. Michael Warner, university of Minnesota Press, Minneapolis, London
[2] Αθηνά Αθανασίου, Ζωή στο όριο, Αθήνα, εκκρεμές, 2007, σ. 80
[3] Ό.π. Ο Φουκώ δεν θα προκρίνει καμιά από τις δύο εκδοχές των εξουσιαστικών πρακτικών είτε πρόκειται για τις πιο δαπανηρές και γενικευμένες εκδοχές τους είτε για την ‘πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας’ που συνιστά η πειθαρχία. Η εξουσία πρέπει να έχει πρόσβαση στα σώματα και την καθημερινή συμπεριφορά των ατόμων, αλλά και να καταπιαστεί με τα φαινόμενο του πληθυσμού, τις ευθύνες και τα μεγέθη που αυτό συνεπάγεται.
[4] Nationalisms and sexualities, ed. Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer and Patricia Yaeger, Routledge, New York and London, σελ.6
[5] Aπό τον τόμο Nationalisms and sexualities, ό.π.
[6] Sasho A. Lambevski, Suck my nation- masculinity, ethnicity and the politics of (homo)sex, περιοδικό sexualities, sage publications, σελ. 412
[7] Μετά τον σοβιετικό θρίαμβο του σπούτνικ υπήρχε μια δημόσια συζήτηση στην Αμερική που αφορούσε στις ανησυχίες σχετικά με την τεχνολογική της ανάπτυξη. Μία δήλωση είναι χαρακτηριστική για τις έμφυλες συνδηλώσεις με τις οποίες επενδύονται οι ανταγωνισμοί των κρατών: ‘Δεν θέλω να φτάσω στο φεγγάρι. Θέλω να ρίξω μια εύστοχη μπαλιά στο γραφείο του Κρεμλίνου.’
[8] Σύμφωνα με την Judith Butler, αντίθετα από μια ουσιοκρατική θεώρηση του φύλου που παραδέχεται μια οντολογική του ουσία, η πορεία της κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας είναι αντίστροφη. Το υποκείμενο εκλαμβάνει την εκμαθημένη έμφυλη έκφραση ως ‘φυσική’ και την αντιλαμβάνεται σαν να ενυπάρχει με φυσικό τρόπο μέσα στο σώμα του. Έτσι, η αντίληψη του εαυτού ως έμφυλου όντος είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης διαδικασίας που επενδύει νοηματικά την έμφυλα κατασκευασμένη πραγματικότητα. Αυτή είναι η επαναληπτική, τελετουργική λειτουργία, την οποία η Judith Butler ονομάζει επιτελεστικότητα/ performativity, και έχει ως αποτέλεσμα με κάθε πράξη να ξαναπραγματ’ωνεται η ταξινομική κατηγορία του φύλου.
[9] Έτσι κι αλλιώς η εξουσία του φύλου εδράζεται σ’ ένα έδαφος σαθρό. Το εγχείρημα της Judith Butler θα περιγράψει αυτή τη σπειροειδή διαδικασία δόμησης και αποδόμησης του φύλου: «Ως ιζηματικό αποτέλεσμα μιας επανεπιβεβαιωτικής ή τελετουργικής πρακτικής, το ‘φύλο’ προσκτάται το φυσικοποιημένο του περιεχόμενο και εντούτοις, επίσης δυνάμει ακριβώς αυτής της επανεπιβεβαίωσης, διανοίγονται χάσματα και ρωγμές ως καταστατικές αστάθειες σε τέτοιες κατασκευές, όπως εκείνη που διαφεύγει ή υπερβαίνει το κανονιστικό πρότυπο, όπως εκείνη που δεν μπορεί να οριστεί ή να παγιωθεί πλήρως από το επαναλαμβανόμενο έργο αυτού του κανονιστικού προτύπου. Αυτή η αστάθεια είναι η πιθανότητα από- συγκρότησης στην ίδια τη διαδικασία της επανάληψης, η εξουσία που καταστρέφει τα ίδια τα αποτελέσματα μέσα από τα οποία το ‘φύλο’ σταθεροποιείται, η πιθανότητα να τεθεί η παγίωση των κανονιστικών προτύπων του φύλου σε μια δυνητική παραγωγική κρίση.» Judith Butler, Σώματα που έχουν σημασία.
[10] Αλεξάνδρα Χαλκιά, εισαγωγή στο ‘Έλληνας ποτέ..’, Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, εκδ. ισνάφι, Ιωάννινα 2007
[11] ‘ Έλληνας ποτέ’, ό.π. σελ.43
[12] Στο ίδιο, σελ.44
[13] Αναφερεται στο ‘Έλληνας ποτέ..’, Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, εκδ. ισνάφι, Ιωάννινα 2007, σελ. 11
[14] Φράση συνομιλήτριας της Αθηνάς Αθανασίου στην επιτόπια έρευνά της.
[15]Αθηνά Αθανασίου, Ζωή στο όριο, Αθήνα, εκκρεμές, 2007, σ. 83
[16] Η φράση αυτή του Bourdieu χρησιμοποιείται από την Αθηνά Αθανασίου, ό.π., σ.85
[17] ό.π. σ.94
[18] ό.π.σ.94
[19] Mary Douglas
[20] Alexandra Halkias, The empty candle of democracy, sex abortion and natonalism in modern Greece, Duke university press, Durham and London, 2004 και Αναθεωρήσεις του έμφυλου έθνους στο Κοινωνικό σώμα, επιμ. Μ. Μιχαηλίδου και Α. Χαλκιά, εκδόσεις Δίνη-κατάρτι, 2005
[21] Αλεξάνδρα Χαλκιά, Αναθεωρήσεις του έμφυλου έθνους στο Κοινωνικό σώμα, επιμ. Μ. Μιχαηλίδου και Α. Χαλκιά, εκδόσεις Δίνη-κατάρτι, 2005
[22] Μαριάννα Κονδύλη, Σχόλιο για το ‘δημογραφικό πρόβλημα’, Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 7 (1994)
[23]
[24] Nationalisms and sexualities, ed. Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer and Patricia Yaeger, Routledge, New York and London, σελ. 8
[25]Διατυπωμένο περίπου έτσι στην εισαγωγή του έργου της Judith Butler The psychic life of power
[26] Gayatri Gopinath Impossible desires
Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2008/07/blog-post_14.html
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΔΡΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ
Το πρόσημο του φύλου επισκιάζει τόσο απόλυτα την ταυτότητα της γυναίκας ώστε ανά πάσα στιγμή οφείλει να επιβεβαιώνει τον εαυτό της ως γυναίκα και να κάνει εμφανή στους άλλους τα αποτελέσματα αυτής της επιβολής που ενσωματώνεται και ως αυτοδέσμευση. Η διαδικασία αυτή κλέβει φυσικά από την ίδια κάθε στιγμή της ατομικότητάς της.
Γράφει ο Roland Barthes στις Μυθολογίες: «Διαβάζουμε τα βιογραφικά στο περιοδικό Εlle: “H Jacqueline Lenoir: ένα μυθιστόρημα, δύο παιδιά”. Τι σημαίνει αυτό; Ο συγγραφέας είναι καλλιτέχνης. Του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ζει κάπως μποέμικα. Προσοχή όμως! Οι γυναίκες δεν πρέπει να πιστεύουν πως μπορούν να επωφελούνται από την σύμβαση αυτή χωρίς πρώτα να είναι υποταγμένες στον αιώνιο νόμο της θηλυκότητας. Οι γυναίκες ήρθαν στον κόσμο για να κάνουν παιδιά. Μπορούν να γράφουν όσο θέλουν, φτάνει η βιβλική τους μοίρα να μη διαταράσσεται από το δικαίωμα που τους παραχωρείται. Απευθυνόμενο στις γυναίκες το περιοδικό Εlle λέει: είστε αντάξιες των ανδρών. Απευθυνόμενο στους άνδρες: η γυναίκα σας θα παραμείνει πάντα γυναίκα».
Για τον άνδρα οποιαδήποτε συνθήκη απέναντι στην οποία οφείλει να ανταποκριθεί δεν είναι παρά προσθετική στην ατομικότητά του, η οποία είναι κεκτημένη και αυτονόητη. Το αυτονόητο δικαίωμα του άνδρα στον αυτοπροσδιορισμό και τον καταναγκαστικό ετεροπροσδιορισμό της γυναίκας περιγράφει ο John Berger στο Η εικόνα και το βλέμμα:
«Η κοινωνική παρουσία μιας γυναίκας είναι διαφορετικού είδους από εκείνη ενός άντρα. Η παρουσία ενός άνδρα εξαρτάται από την υπόσχεση δύναμης που ενσωματώνει. Αν η υπόσχεση είναι μεγάλη και πειστική, η παρουσία του εντυπωσιάζει. Αν είναι μικρή ή ελάχιστα πειστική, θεωρείται πως έχει ασήμαντη παρουσία. Η υποσχεμένη δύναμη μπορεί να είναι ηθική, σωματική, ιδιοσυγκρασιακή, οικονομική, κοινωνική, σεξουαλική – αλλά το αντικείμενό της είναι πάντα εξωτερικό ως προς τον άνδρα. Η παρουσία ενός άνδρα υποβάλλει το τι είναι ικανός να κάνει σε σένα ή για σένα. Η παρουσία του μπορεί να είναι φτιαχτή, με την έννοια ότι προσποιείται πως είναι ικανός για ό,τι δεν είναι. Αλλά η προσποίηση είναι πάντα για μια δύναμη που αυτός ασκεί πάνω στους άλλους.
Αντίθετα, η παρουσία μιας γυναίκας εκφράζει τη στάση της απέναντι στον εαυτό της και προσδιορίζει το τι μπορούν ή δεν μπορούν να της κάνουν. Η παρουσία της εκδηλώνεται στις χειρονομίες, τη φωνή, τις γνώμες, τις εκφράσεις, το ντύσιμό της, στα πράγματα που έχει επιλέξει να την περιβάλλουν, στο γούστο της – δεν υπάρχει πράγματι τίποτε απ’ όσα μπορεί να κάνει που να μη συμβάλλει στην παρουσία της. Η παρουσία μιας γυναίκας είναι τόσο σύμφωνη με το πρόσωπό της ώστε οι άνδρες τείνουν να την αντιλαμβάνονται σαν κάτι σχεδόν υλικό που αναδίνεται από αυτήν.
Το να έχεις γεννηθεί γυναίκα, ισοδυναμούσε με το να έχεις γεννηθεί σε έναν προσδιορισμένο και περιορισμένο χώρο, κάτω από τη φύλαξη των ανδρών. Η κοινωνική παρουσία των γυναικών αναπτύχθηκε σαν αποτέλεσμα της αφέλειάς τους να ζουν κάτω από μια τέτοια κηδεμονία μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο. Αλλά τούτο ακριβώς ήταν που κόστισε στο γυναικείο εγώ το διχασμό του. Μια γυναίκα πρέπει συνεχώς να παρατηρεί τον εαυτό της. Συντροφεύεται σχεδόν συνεχώς από την εικόνα του ίδιου της του εαυτού. Από την πρώτη παιδική ηλικία την έχουν διδάξει και πείσει να επιθεωρεί συνεχώς τον εαυτό της.
Κι έτσι φτάνει να θεωρεί τον επιθεωρητή και τον επιθεωρούμενο μέσα της σαν δυο συστατικά αλλά και πάντα ξεχωριστά στοιχεία της ταυτότητάς της ως γυναίκας. Πρέπει να εξετάζει καθετί που είναι και καθετί που κάνει, γιατί το πώς εμφανίζεται στους άλλους, και τελικά το πώς εμφανίζεται στους άνδρες, έχει κρίσιμη σημασία γι’ αυτό που κατά κανόνα θεωρείται σαν επιτυχία στη ζωή της. Η δική της αίσθηση του να είναι ο εαυτός της υποκαθίσταται από μια αίσθηση ότι εκτιμάται ο εαυτός της από κάποιον άλλο.
Οι άνδρες εξετάζουν τις γυναίκες πριν εκδηλώσουν τη συμπεριφορά τους προς αυτές. Επομένως το πώς μια γυναίκα εμφανίζεται σ’ έναν άνδρα καθορίζει ενδεχομένως και το πώς αυτός θα της συμπεριφερθεί. Για να αποκτήσουν κάποιον έλεγχο πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία, οι γυναίκες πρέπει να τη συγκρατούν και να την εσωτερικεύουν. Το μέρος εκείνο του εγώ μιας γυναίκας που είναι ο επιθεωρητής μεταχειρίζεται το άλλο μέρος που είναι ο επιθεωρούμενος με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνει στους άλλους πώς ολόκληρος ο εαυτός της θα ήθελε να του συμπεριφέρεται. Και αυτή η παραδειγματική μεταχείριση του εαυτού της από τον εαυτό της είναι που συνιστά την παρουσία της. Κάθε γυναικεία παρουσία ρυθμίζει το τι είναι και τι δεν είναι «επιτρεπτό» μέσα στην παρουσία της. Κάθε πράξη της –οποιοδήποτε άμεσο σκοπό ή κίνητρο κι αν έχει– διαβάζεται επίσης σαν μια ένδειξη του πώς θα ήθελε να της συμπεριφερθούν. Αν μια γυναίκα κάνει κάποιο καλό αστείο, αυτό είναι ένα παράδειγμα του πώς η ίδια αντιμετωπίζει τον αστειευόμενο εαυτό της και, κατ’ αναλογία, του πώς θα ήθελε να την αντιμετωπίσουν οι άλλοι σαν αστειευόμενη γυναίκα. Μόνο ένας άνδρας μπορεί να κάνει ένα καλό αστείο για χάρη του ίδιου του αστείου.
Θα μπορούσε κανείς να απλοποιήσει όλα αυτά λέγοντας: Οι άνδρες δρουν και οι γυναίκες εμφανίζονται. Οι άνδρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Οι γυναίκες παρατηρούν τον εαυτό τους όταν τις κοιτάζουν. Αυτό καθορίζει όχι μόνο τις περισσότερες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και τη σχέση των γυναικών με τους εαυτούς τους. Ο επιθεωρητής της γυναίκας μέσα στο εγώ της είναι αρσενικός: ο επιθεωρούμενος θηλυκός. Έτσι η γυναίκα μετατρέπει τον εαυτό της σε αντικείμενο, και πιο ιδιαίτερα σε αντικείμενο θέασης: σε θέαμα».
Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2007/11/blog-post_9984.html
Οι τέσσερις λέξεις *
Του Κ. Καστοριάδη
1. Φαντασία
Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο “λογικά” από εμάς· δεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν. Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι. Τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίες τα ζώα έχουν ένστικτα. Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμιών; Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες -ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος- δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα.
Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα. Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ως πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τερατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία. Χάρη στη φαντασία το ένστικτο έπαψε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας. Χάρη στη φαντασία μπορούμε να δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτήν δημιουργήσαμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια και κανόνες, ούτε ηθικούς και λογικούς νόμους. Πάντως, εάν είχαμε αφεθεί χωρίς περιορισμούς στη φαντασία, ασφαλώς δεν θα είχαμε επιβιώσει ως είδος. Ο άνθρωπος επιβίωσε ως είδος, επειδή δημιούργησε κοινότητες, κοινωνίες, θεσμούς, κανόνες που οριοθετούν και περιορίζουν τη φαντασία, αλλά και που συχνά επίσης την καταπνίγουν.
2. Φαντασιακό
Το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνον ως κοινωνικό ον. Αυτό σημαίνει ότι ζει σε μια κοινωνία με θεσμούς, με νόμους, με ήθη, με έθιμα, κ.λ.π. Ερώτημα: Από πού έρχονται αυτοί οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα; Είναι αδύνατον να πούμε, όπως συχνά πίστευαν οι λαοί, ότι υπάρχει ένας δημιουργός, ένας νομοθέτης όλων αυτών. Σε μιαν ήδη θεσμισμένη κοινωνία, τα άτομα μπορούν να προτείνουν νόμους, κάποιους ιδιαίτερους νόμους. Τούτο όμως είναι δυνατόν να γίνει, επειδή υπάρχει ήδη ένα σύστημα νόμων, επειδή αυτά τα άτομα έχουν ζήσει ήδη σε μια κοινωνία με νόμους. Ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια νέα λογοτεχνική μορφή και ένας περιθωριακός μια λέξη της αργκό. Αυτά είναι δυνατόν να γίνουν, επειδή υπάρχει ήδη η γλώσσα και η αργκό. Όμως ποιος θα μπορούσε μόνος του να δημιουργήσει εκ προοιμίου τη γλώσσα και να την επιβάλει στους υπόλοιπους; Και με ποια γλώσσα θα επικοινωνούσε;
Όλα αυτά – οι νόμοι, οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα – είναι συλλογικές δημιουργίες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας βάσει ενός συμβολαίου (το “κοινωνικό συμβόλαιο” ). Όμως ένα συμβόλαιο προϋποθέτει άτομα κοινωνικά, τα οποία γνωρίζουν τι είναι ένα τέτοιο συμβόλαιο. Προσπάθησαν επίσης να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας με τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Όμως κανένας φυσικός ή βιολογικός νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύσει την καταγωγή των θεσμών, που είναι ένα καινούργιο φαινόμενο μέσα στο δημιουργημένο σύμπαν. Κανένας φυσικός και βιολογικός νόμος δεν απαντά στα ερωτήματα: Γιατί οι Εβραίοι δημιούργησαν τον μονοθεϊσμό; Γιατί οι ‘Ελληνες δημιούργησαν τις δημοκρατικές πόλεις; Γιατί η Δύση δημιούργησε τον καπιταλισμό; Για να συλλάβουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επίσης τις αλλαγές της μέσα στον χρόνο αλλά και τις διαφορές της μέσα στον χώρο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτές οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν μιαν χωρίς προηγούμενο δημιουργική ικανότητα. Αυτή τη δημιουργική ικανότητα μπορούμε να την ονομάσουμε: κοινωνικό φαντασιακό.
Το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό επίσης δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες.Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες της κοινωνίας δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνουν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).
3.Δημιουργία
Οι φιλόσοφοι έχουν αναρωτηθεί: Γιατί να υπάρχει κενό; Θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα. Το ερώτημα αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει απάντηση. Ίσως μάλιστα να μην έχει καν νόημα. Υπάρχει όμως ένα άλλο ερώτημα που μας βασανίζει και δεν μπορεί παρά να μας βασανίζει: Πώς γίνεται και υπάρχει μια τέτοια πολυμορφία πραγμάτων; Και φυσικά δεν εννοώ μόνον την ποσοτική πολυμορφία. Πώς γίνεται και υπάρχει αυτή η απέραντη ποικιλία μορφών, από τη μη έμβια φύση, μέχρι τις πολυάριθμες ακαθόριστες μορφές ζωής, ακόμη και μέχρι τις μορφές που ακατάπαυστα η ανθρώπινη ιστορία παράγει και δημιουργεί; Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία είναι θεία πράξη. Δεν είναι θεία πράξη. Η δημιουργία είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει το ον. Κάθε ον. Το παν υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και αναδημιουργία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως ό,τι παρουσιάζεται μπροστά μας είναι μια ατέρμων επανάληψη της ίδιας μορφής, διότι αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Μήπως, κάθε τι είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις μορφές που έχουν ήδη υπάρξει από καταβολής χρόνου; Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος· ο χρόνος της μεταβολής. Και αληθινή μεταβολή είναι η ανάδυση νέων μορφών. Τα φαινόμενα, τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές. Γιατί; Διότι έχουν σημασία μόνον στις περιπτώσεις όπου τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται (οι ίδιες αιτίες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα), αλλά δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ζωής. Η βιολογία μας λέει ότι σε μιαν ορισμένη στιγμή, μέσα στον «πρωταρχικό χυλό» που υπήρχε στη γη, ενας μεγάλος αριθμός μορίων συνενώθηκε τυχαία και, στη συνέχεια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες -θερμοκρασίας, ακτινοβολίας, πίεσης- αναδύθηκαν μορφές ζωής. Αυτή όμως η απάντηση δεν στέκει. Γιατί; Διότι μια μορφή ζωής είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συνένωση μορίων. Επί πλέον, πρόκειται για μια σύνθεση μορίων τελείως ιδιαίτερη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων που θα μπορούσαν να συντεθούν. Είναι μια συνένωση που κατορθώνει να οργανώνεται, να συντηρείται, να αναπαράγεται. Το ίδιο ισχύει, με τρόπο πολύ πιο πυκνό και έντονο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα συνδυασμού ίδιων στοιχείων. Η Ιστορία είναι δημιουργία νέων στοιχείων. Είναι δημιουργία της μουσικής, της ζωγραφικής, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας. Και φυσικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος τη μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη, διότι είναι πρωτότυπη. Και λέγοντας πρωτότυπη, σημαίνει ότι ακριβώς δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
4. Αυτονομία
Υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία και σε τι συνίσταται; Ελευθερία δεν σημαίνει να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, ούτε, όπως νόμιζαν ορισμένοι φιλόσοφοι, να δρούμε χωρίς κίνητρα. Ελευθερία σημαίνει κατ’ αρχάς να έχουμε διαύγεια απέναντι, σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σ’ αυτό που κάνουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε ελεύθεροι, όταν ζούμε σε μια κοινωνία και κάτω από τον κοινωνικό νόμο; Θα διατυπώσω την απάντηση ως εξής: Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτού του νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δημιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι ανθρώπινες κοινωνίες πίστευαν ότι τους νόμους και τους θεσμούς τους δεν τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αλλά τότε ποιος; Οι θεοί, ο Θεός, οι πρόγονοι. Σε τέτοιες συνθήκες αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί προφανώς θεωρούνται ιεροί. Αδύνατον να τους αμφισβητήσει κανείς. Πώς είναι δυνατόν να πω ότι ο νόμος που τον έχει δώσει ο Θεός (αν ο Θεός είναι η πηγή κάθε δικαίου) είναι άδικος;
Σε μιαν τέτοια κοινωνία, που θα την αποκαλέσουμε ετερόνομη -επειδή είναι υπόδουλη στους δικούς της θεσμούς- τα ίδια τα άτομα είναι ετερόνομα. Δεν μπορούν να σκεφτούν μόνα τους, εκτός από τελείως τετριμμένα και δευτερεύοντα θέματα. Δεν μπορούν να ελέγξουν κριτικά τη συμπεριφορά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι αληθές και τι ψευδές. Αυτή ήταν η μοίρα της κοινωνίας επί χιλιετίες. Κάποια στιγμή όμως έγινε μια ιστορική ρήξη, η οποία άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η ρήξη αυτή παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα (στις πόλεις που δημιούργησαν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία) και μετά, αφού μεσολάβησαν είκοσι αιώνες έκλειψης, ξαναξεκίνησε για δεύτερη φορά στη Δυτική Ευρώπη (με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα χειραφέτησης, το εργατικό κίνημα κ.λ.π.). Αυτά τα κινήματα -με το πρόταγμα της αυτονομίας- δημιούργησαν τις κάποιες ελευθερίες που διαθέτει η κοινωνία, στην οποία ζούμε. Όμως το πρόταγμα της αυτονομίας, το οποίο έφθασε στο κορύφωμα του ανάμεσα στο 1750 και το 1950, επί του παρόντος μοιάζει να είναι εξουδετερωμένο. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία η απάθεια, ο κυνισμός και η ανευθυνότητα ολοένα επεκτείνονται. Το κίνημα της αυτονομίας πρέπει να ξαναξεκινήσει και να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μιαν αληθινή δημοκρατία. Μια δημοκρατία όπου όλοι θα συμμετέχουν στη ρύθμιση και τον καθορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό είναι το μόνο πολιτικό πρόταγμα, για το οποίο αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.
*Τέσσερις λέξεις: Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία. Τέσσερις έννοιες-κλειδιά στο έργο του Κορνηλίου Καστοριάδη. Αυτές τις τέσσερις λέξεις τις “παρουσίασε” ο ίδιος στη γαλλική τηλεόραση -στην καθημερινή εκπομπή Inventer Domain του δημοσίου και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα σταθμού La Cinquicnic-,σε τέσσερις συνεχείς ημέρες (2,3,4,5.12.1996). Τέσσερις λέξεις, τέσσερις εκπομπές διάρκειας τεσσάρων λεπτών κάθε μία, κάθε εκπομπή για μία λέξη. Αυτό εδώ το κείμενο είναι η μετάφραση, με ελάχιστες συντομεύσεις, των τεσσάρων εκπομπών, από το βιβλίο “Είμαστε η Ιστορία μας”, του Κ.Καστοριάδη
Η σημασία του συνομοσπονδισμού
Του Murray Bookchin
Ελάχιστα επιχειρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά για την αμφισβήτηση της άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας από τον ισχυρισμό ότι ζούμε σε μια “πολύπλοκη κοινωνία”. Τα σύγχρονα αστικά κέντρα, μας λένε, είναι πολύ μεγάλα και πολύ συγκεντρωμένα για να επιτρέψουν τη λήψη αποφάσεων απευθείας από το λαό. Και η οικονομία μας είναι, ενδεχομένως, πολύ “διεθνοποιημένη” για να ξεμπερδέψει τους δαιδάλους της παραγωγής και του εμπορίου.
Στο σημερινό υπερεθνικό, συχνά ιδιαίτερα συγκεντρωτικό κοινωνικό μας σύστημα είναι προτιμότερο, μας συμβουλεύουν, να αυξήσουμε την αντιπροσώπευση μέσα στον κρατικό μηχανισμό, να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα των γραφειοκρατικών θεσμών, από το να προωθήσουμε ουτοπικά “τοπικιστικά” σχήματα λαϊκού ελέγχου επί της πολιτικής και οικονομικής ζωής.
Σε τελευταία ανάλυση, καταλήγουν συχνά αυτά τα επιχειρήματα, οι υποστηρικτές του συγκεντρωτισμού είναι στην πραγματικότητα “τοπικιστές”, με την έννοια ότι πιστεύουν στην παραχώρηση “περισσότερης εξουσίας στο λαό” — ή, τουλάχιστον, στους αντιπροσώπους του. Και βέβαια ένας καλός βουλευτής είναι πάντοτε πρόθυμος να πληροφορηθεί τις επιθυμίες των “ψηφοφόρων” του (για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμα αυθάδες υποκατάστατο του όρου “πολίτης”).
Άμεση δημοκρατία; Ξεχάστε το όνειρο ότι στο σύγχρονο “πολύπλοκο” κόσμο μας μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε άλλη -δημοκρατική εναλλακτική λύση, εκτός από το έθνος- κράτος! Πολλοί πραγματιστές, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλιστών, συχνά απορρίπτουν ως ουτοπικά τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν αυτή τη μορφή “τοπικισμού” — με καλοπροαίρετη συγκατάβαση στην καλύτερη περίπτωση και ολοκληρωτικό χλευασμό στη χειρότερη. Ενδεικτικά, αρκετά χρόνια πριν, το 1972, ο σοσιαλδημοκράτης Jeremy Brecher, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Root and Branch με προκάλεσε να εξηγήσω με ποιον τρόπο οι απόψεις περί αποκεντρωτισμού που είχα εκφράσει στο Post Scarcity Anarchism θα απέτρεπαν, παραδείγματος χάριν, τους κατοίκους της Νέας Υόρκης από το να ρίχνουν ακατέργαστα απόβλητα στον ποταμό Ηudson από τον οποίο άλλες πόλεις, όπως το Perth Amboy, αντλούν το πόσιμο νερό τους.
Σε επιφανειακή εξέταση, επιχειρήματα όπως αυτά του Brecher υπέρ της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης φαίνονται σχεδόν ακαταμάχητα. Και πράγματι, μια “δημοκρατική”, αλλά βασικά κάθετη δομή, θεωρείται απαραίτητη ώστε να εμποδίζεται η μια περιοχή να προξενεί οικολογική βλάβη στην άλλη. Τα συνηθισμένα, όμως, οικονομικά και πολιτικά επιχειρήματα κατά της αποκέντρωσης, που ποικίλλουν από τη μοίρα του πόσιμου νερού του Perth Amboy μέχρι τη δήθεν “εξάρτηση” μας από το πετρέλαιο, στηρίζονται σε μια σειρά πολύ προβληματικών υποθέσεων. Ακόμα πιο ενοχλητικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι στηρίζονται στην ασυνείδητη αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων στον οικονομικό τομέα.
Αποκεντρωτισμός και Αυτό-συντήρηση
Η υπόθεση πως ότι υπάρχει σήμερα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει και στο μέλλον είναι το οξύ που διαβρώνει κάθε πρωτοποριακή σκέψη (όπως φανερώνει η πρόσφατη τάση των ριζοσπαστών να ασπάζονται το “σοσιαλισμό της αγοράς”, αντί να ασχολούνται με τις αποτυχίες τόσο της οικονομίας της αγοράς όσο και του κρατικού σοσιαλισμού). Αναμφίβολα, θα πρέπει να συνεχίσουμε την εισαγωγή καφέ για όσους χρειάζονται τη δόση τους κάθε πρωί, ή εξωτικών μετάλλων για εκείνους που θέλουν να έχουν τα υπάρχοντα τους μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τα άχρηστα πράγματα, που παράγονται σε μια οικονομία συνειδητά οργανωμένη γύρω από τη φιλοσοφία της “μιας χρήσης”. Αφήνοντας κατά μέρος, όμως, τον παντελή παραλογισμό της συγκέντρωσης δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε συνωστισμένες, πραγματικά ασφυκτικές αστικές ζώνες, αναρωτιόμαστε κατά πόσο η ύπαρξη του σημερινού εξωφρενικού καταμερισμού εργασίας είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών; Ή μήπως (ο καταμερισμός αυτός) έχει δημιουργηθεί για να αποδίδει υπέρογκα κέρδη στις πολυεθνικές εταιρείες; Είναι δυνατόν, λοιπόν, να αγνοήσουμε τις οικολογικές συνέπειες της λεηλασίας του Τρίτου Κόσμου από τους πλουτοπαραγωγικούς του πόρους, τις συνέπειες της παράλογης εξάρτησης της σύγχρονης οικονομικής ζωής από τις πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες, τα βασικά προϊόντα των οποίων περιλαμβάνουν ατμοσφαιρικούς ρύπους και καρκινογόνες ουσίες από τα παράγωγα του πετρελαίου; Το να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι η “πλανητική οικονομία” μας είναι το αποτέλεσμα μιας ακμάζουσας βιομηχανικής γραφειοκρατίας και μιας ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς που κινείται με την αρχή “ανάπτυξη ή θάνατος” είναι απίστευτα κοντόφθαλμο.
Είναι ελάχιστα αναγκαίο να ερευνήσουμε τους βάσιμους οικολογικούς λόγους που επιβάλλουν την επίτευξη ενός βαθμού αυτο-συντήρησης. Οι περισσότεροι οικολογικά σκεπτόμενοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι ο υπερμεγέθης εθνικός και διεθνής καταμερισμός εργασίας είναι κυριολεκτικά περιττός. Ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας, όχι μόνο συμβάλλει στην υπερ-οργάνωση με τη μορφή τεράστιων γραφειοκρατιών και τρομερής σπατάλης πόρων στη μεταφορά υλικών σε μεγάλες αποστάσεις, αλλά και μειώνει επίσης τις πιθανότητες για αποτελεσματική ανακύκλωση των αποβλήτων, για αποφυγή της μόλυνσης που δημιουργείται σε ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένα βιομηχανικά και αστικά κέντρα, καθώς και για ικανοποιητική χρήση των κατά τόπους πρώτων υλών.
Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι στις σχετικά αυτο-συντηρούμενες κοινότητες (όπου η χειροτεχνία, η γεωργία και οι άλλοι παραγωγικοί τομείς εξυπηρετούν καθορισμένα δίκτυα συνομοσπονδιακά οργανωμένων κοινοτήτων) αυξάνονται σημαντικά οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα των μελών τους, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση πιο ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με ανεπτυγμένη την αίσθηση της ατομικότητας και αποδοτικότητας. Το ελληνικό ιδεώδες του ολοκληρωμένου πολίτη σ’ ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον – κάτι που επανεμφανίσθηκε στα ουτοπικά κείμενα του Charles Fourier – ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα το αγαπημένο θέμα των αναρχικών και σοσιαλιστών του προηγούμενου αιώνα.
Η δυνατότητα του ατόμου να αφιερώνει την παραγωγική του/της δραστηριότητα σε πολλές διαφορετικές εργασίες κατά τη διάρκεια μιας μειωμένης εργασιακής εβδομάδας (ή στην ιδανική κοινωνία του Fourier, κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης ημέρας) θεωρήθηκε ζωτικός παράγοντας για το ξεπέρασμα του καταμερισμού μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής δραστηριότητας, την υπέρβαση της κοινωνικής ιεραρχίας που δημιουργούσε αυτός ο σημαντικός καταμερισμός εργασίας, και για την αύξηση του πλούτου εμπειριών που δημιουργούσε η ελεύθερη κίνηση εργασίας από τη βιομηχανία και βιοτεχνία μέχρι τη γεωργία. Η αυτο-συντήρηση, επομένως, συνέβαλε στη διαφόρφωση μιας πλουσιότερης προσωπικότητας, ισχυροποιημένης από μια ποικιλία ικανοτήτων κι εμπειριών. Το όραμα αυτό έχει, δυστυχώς, εξαφανισθεί σήμερα από τις τάξεις πολλών αριστερών και περιβαλλοντολόγων, μετά τη στροφή τους προς έναν πραγματιστικό φιλελευθερισμό αλλά και την τραγική άγνοια του ριζοσπαστικού κινήματος για τα οράματα του παρελθόντος του.
Δεν πρέπει, πιστεύω, να χάσουμε από τα μάτια μας το νόημα του οικολογικού τρόπου ζωής, ούτε αρκεί να ακολουθούμε απλώς ορθές οικολογικές πρακτικές. Η πληθώρα εγχειριδίων που μας διδάσκουν πώς να συντηρούμε, να επενδύουμε, να τρώμε και να αγοράζουμε με “οικολογικά υπεύθυνο” τρόπο αποτελούν παρωδία της βασικότερης ανάγκης να αναλογισθούμε τι σημαίνει να σκεφτόμαστε – ναι, διαλογισμός — και να ζούμε οικολογικά με την πλήρη έννοια του όρου. Θα υποστήριζα, επομένως, ότι η οργανική κηπο- καλλιέργεια δεν είναι απλά και μόνο ένα καλό είδος αγροτικής οικονομίας και μια καλή πηγή θρεπτικών ουσιών είναι, πάνω απ’ όλα, ένας τρόπος να συνδέσει κανείς άμεσα τον εαυτό του με το δίκτυο τροφίμων, καλλιεργώντας προσωπικά τις ίδιες τις ουσίες που καταναλώνουμε για να ζήσουμε και επιστρέφοντας στο περιβάλλον οτιδήποτε αποσπούμε από αυτό.
Έτσι, το φαγητό γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο από μια μορφή διατροφής. Το χώμα που οργώνουμε, οι ζώντες οργανισμοί που καλλιεργούμε και καταναλώνουμε, το φουσκί που παρασκευάζουμε — όλα ενώνονται σ’ ενα οικολογικό συνεχές που τρεφει τόσο το πνεύμα όσο και το σώμα — εντείνοντας την ευαισθησία μας στον μη-ανθρώπινο και ανθρώπινο κόσμο γυρω μας. Πολλές φορές, με διασκεδάζουν κάποιοι ενθουσιώδεις “πνευματιστές”, πολλοί από τους οποίους είναι είτε παθητικοί θεατές φαινομενικά “φυσικών” τοπίων ή θιασώτες ιεροτελεστιών, μαγείας, και παγανιστικών θεοτήτων (ή όλων αυτών μαζί), που αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη δραστηριότητα – η καλλιέργεια τροφίμων, συγκεκριμένα — μπορεί να συμβάλει πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση οικολογικής ευαισθησίας (και πνευματικότητας, αν προτιμάτε) από όλα τα ξόρκια και τις ακατάλληπτες βουδιστικές φράσεις που χρησιμοποιούνται στο όνομα του οικολογικού πνευματισμού.
Κατά συνέπεια, τέτοιες μνημειώδεις αλλαγές, όπως η διάλυση του έθνους-κράτους και η αντικατάσταση του από μια συμμετοχική δημοκρατία, δεν συμβαίνουν σ’ ένα ψυχολογικό κενό, όπου το μόνο που αλλάζει είναι η πολιτική δομή. Η διαφωνία μου με τον Jeremy Brecher συνίστατο στο ότι σε μια κοινωνία που θα επιχειρούσε ριζοσπαστική στροφή προς μια αποκεντρωτική, συμμετοχική δημοκρατία, βασισμένη σε κοινοτικές και οικολογικές αρχές, είναι απλά λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι άνθρωποι δεν θα επέλεγαν ένα τόσο ανεύθυνο σύστημα που θα επέτρεπε τη σοβαρή μόλυνση του ποταμού Hudson. Ο αποκεντρωτισμός, η άμεση συμμετοχική δημοκρατία, και μια τοπικιστική έμφαση στις κοινοτικές αξίες θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα αδιάσπαστο “όλον” — όπως ακριβώς υπάρχουν στο όραμα που υπερασπίζομαι πάνω από τριάντα χρόνια. Αυτό το “όλον” δεν περιλαμβάνει απλά και μόνο μια νέα πολιτική, αλλά μια νέα πολιτική κουλτούρα που αγκαλιάζει νέους τρόπους σκέψης και αίσθησης, και νέες διαπροσωπικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των τρόπων με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το φυσικό κόσμο. Όροι όπως “πολιτική” και “ιδιότητα του πολίτη” θα επαναπροσδιορίζονταν με βάση το πλούσιο νόημα που είχαν στο παρελθόν, και θα διευρύνονταν για τις ανάγκες του παρόντος.
Δεν είναι δύσκολο να δειχθεί — θέμα προς θέμα — ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό ο διεθνής καταμερισμός εργασίας χρησιμοποιώντας τοπικούς και περιφερειακούς πόρους, εφαρμόζοντας οικοτεχνολογίες, διαμορφώνοντας νέα κλίμακα ανθρώπινης κατανάλωσης σε ορθολογική (πραγματικά υγιεινή) βάση, και δίνοντας έμφαση στην ποιοτική παραγωγή που παρέχει διαρκή (κι όχι “μιας χρήσης”) μέσα συντήρησης της ζωής. Είναι λυπηρό που η πολύ σημαντική καταγραφή αυτών των προοπτικών, τις οποίες συγκέντρωσα και αξιολόγησα το 1965 σ’ ένα δοκίμιο με τίτλο “Προς μια Απελευθερωτική Τεχνολογία”, γράφτηκε πολλά χρόνια πριν για να είναι προσιτή στη σημερινή γενιά ανθρώπων με οικολογικό προσανατολισμό. Πράγματι, σε εκείνο το δοκίμιο υποστήριξα επίσης την ενοποίηση των περιφερειών και την ανάγκη διασύνδεσης των πόρων μεταξύ των οικο-κοινοτήτων. Διότι οι αποκεντρωμένες κοινότητες είναι αναπόφευκτα αλληλεξαρτημένες.
Προβλήματα Αποκεντρωτισμού
Εάν πολλοί πραγματιστές αρνούνται να δουν τη σπουδαιότητα του αποκεντρωτισμού, πολλοί οικολόγοι τείνουν να αγνοούν τα αληθινά προβλήματα που προκύπτουν από τον “τοπικισμό” — προβλήματα που δεν είναι λιγότερο ανησυχητικά από αυτά τα οποία θέτει μια διεθνοποίηση που ευνοεί την πλήρη διασύνδεση της οικονομικής και πολιτικής ζωής σε παγκόσμια βάση. Χωρίς τις ολικές πολιτιστικές και πολιτικές αλλαγές που έχω υποστηρίξει, οι αντιλήψεις περί αποκεντρωτισμοΰ, που δίνουν έμφαση στην τοπικιστική απομόνωση και σ’ ένα βαθμό αυτάρκειας, μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτιστικό επαρχιωτισμό και σωβινισμό. Ο επαρχιωτισμός μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα τόσο σοβαρά όσο η “διεθνοποιητική” νοοτροπία που παραβλέπει τη μοναδικότητα των πολιτισμών, τις ιδιομορφίες των οικο-συστημάτων και οικο-περιφερειών, και την ανάγκη για ένα τρόπο οργάνωσης της κοινοτικής ζωής σε ανθρώπινη κλίμακα που καθιστά τη συμμετοχική δημοκρατία εφικτή. Αυτό δεν είναι δευτερεύον ζήτημα σήμερα, σ’ ένα οικολογικό κίνημα που τείνει να ταλαντεύεται προς καλοπροαίρετες αλλά μάλλον απλοϊκές ακρότητες. Δεν μπορώ παρά να επαναλάβω κατηγορηματικά ότι πρέπει να βρούμε τρόπο να μοιραζόμαστε τον κόσμο τόσο με τους άλλους ανθρώπους όσο και με μη ανθρώπινες μορφές ζωής, μια άποψη που είναι συχνά δύσκολο να πραγματοποιηθεί σε υπερβολικά “αυτάρκεις” κοινότητες.
Όσο κι αν σέβομαι τις προθέσεις εκείνων που υποστηρίζουν την τοπική αυτοδυναμία και αυτο-συντήρηση, οι έννοιες αυτές μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά παραπλανητικές. Μπορώ βεβαίως να συμφωνήσω με τον David Morris του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδυναμίας, για παράδειγμα, ότι εάν μια κοινότητα μπορεί να παράγει τα προϊόντα που χρειάζεται, θα πρέπει ίσως και να το κάνει. Οι αυτο-συντηρούμενες κοινότητες, όμως, δεν μπορούν να παράγουν όλα τα πράγματα που χρειάζονται — εκτός κι αν συζητάμε για επιστροφή στον εξαντλητικό τρόπο ζωής του χωριού, που, ιστορικά, γερνούσε πρόωρα τους άντρες και τις γυναίκες, και τους παραχωρούσε ελάχιστο χρόνο για πολιτική ζωή πέρα από τα άμεσα σύνορα της ίδιας της κοινότητας.
Μετά λύπης μου αναφέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι στο οικολογικό κίνημα που, στην ουσία, υπερασπίζονται την επιστροφή σε μια οικονομία υψηλής έντασης εργασίας, για να μην πω (την επιστροφή) πίσω στη Λίθινη Εποχή. Προφανώς, πρέπει να δώσουμε στα ιδεώδη του τοπικισμού, αποκεντρωτισμού και αυτο-συντήρησης βαθύτερο και πληρέστερο νόημα.
Σήμερα μπορούμε να παράγουμε τα βασικά μέσα ζωής – και πολύ περισσότερα — σε μια οικολογική κοινωνία που θα στόχευε στην παραγωγή χρήσιμων αγαθών υψηλής ποιότητας. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι οικολόγοι καταλήγουν πολύ συχνά να υπερασπίζονται ένα είδος “κολλεκτιβικού” καπιταλισμού, στα πλαίσια του οποίου μια κοινότητα λειτουργεί ως μεμονωμένος επιχειρηματίας, με μια αίσθηση ιδιοκτησίας ως προς τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Ένα τέτοιο σύστημα συνεταιρισμών για μια ακόμα φορά σημειώνει την απαρχή ενός συστήματος διανομής με βάση την αγορά, καθώς οι συνεταιρισμοί εμπλέκονται στο δίχτυ των “αστικών δικαιωμάτων” — δηλαδή, σε συμβόλαια και λογιστική καταγραφή που επικεντρώνονται στα ακριβή ποσά που θα λαμβάνει μια κοινότητα σε “ανταλλαγή” των προϊόντων που παραδίδει στις άλλες. Παρόμοια δείγματα εκφυλισμού συνέβησαν στη Βαρκελώνη μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων εργατικού ελέγχου που, μετά την απαλλοτρίωση τους από τους εργάτες τον Ιούλιο του 1936, λειτούργησαν ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις – μια πρακτική που πολέμησαν οι αναρχο-συνδικαλιστές της CΝΤ στις αρχές της Ισπανικής Επανάστασης.
Αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι ούτε η αποκέντρωση ούτε η αυτο-συντήρηση από μόνες τους είναι απαραίτητα δημοκρατικές. Η ιδανική πόλη στην Πολιτεία του Πλάτωνα σχεδιάσθηκε πράγματι να είναι αυτάρκης, η αυτάρκειά της όμως στόχευε στη διατήρηση μιας ελίτ πολεμιστών και φιλοσόφων. Πράγματι, η ικανότητά της να διαφυλάσσει την αυτάρκειά της εξαρτάτο από την ικανότητα της να αντιστέκεται, όπως η Σπάρτη, στις φαινομενικά “φθοροποιούς” επιδράσεις των εξωτερικών πολιτισμών (ένα χαρακτηριστικό που, μπορώ να πω, ότι εμφανίζεται ακόμα σε πολλές κλειστές κοινωνίες της Ανατολής). Παρομοίως, η αποκέντρωση από μόνη της δεν παρέχει καμιά εξασφάλιση ότι θα έχουμε μια οικολογική κοινωνία. Μια αποκεντρωμένη κοινωνία μπορεί εύκολα να συνυπάρξει με υπερβολικά άκαμπτες ιεραρχίες. Κτυπητό παράδειγμα, σχετικά, είναι η φεουδαρχία στην Ευρώπη και την Ανατολής μια κοινωνική τάξη πραγμάτων στην οποία οι ιεραρχίες των πριγκήπων, δουκών και βαρόνων βασίζονταν σε εξαιρετικά αποκεντρωμένες κοινότητες. Με όλο το σεβασμό στον Fritz Schumacher, το μικρό δεν είναι απαραίτητα και ωραίο.
Ούτε επίσης συνεπάγεται ότι οι κοινότητες που έχουν οργανωθεί σε ανθρώπινη κλίμακα και οι “κατάλληλες τεχνολογίες” αποτελούν από μόνες τους την εγγύηση κατά των εξουσιαστικών κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα έζησε για αιώνες σε χωριά και μικρές πόλεις, συχνά με σφιχτά οργανωμένους κοινωνικούς δεσμούς, ακόμα και κομμουνιστικές μορφές ιδιοκτησίας. Όλα αυτά όμως παρείχαν την υλική βάση για εξαιρετικά δεσποτικές αυτοκρατορίες. Με οικονομικούς όρους, οι κοινότητες αυτές θα κέρδιζαν υψηλή θέση μεταξύ των κοινωνιών “μηδενικής ανάπτυξης” που προτείνουν οικονομολόγοι όπως ο Herman Daly. Εντούτοις, (οι κοινότητες αυτές) αποτέλεσαν τη βάση για την οικοδόμηση των πιο φοβερών ανατολικών δεσποτισμών στην Ινδία και Κίνα. Τέλος, οι αυτάρκεις και αποκεντρωμένες αυτές κοινότητες, ακόμα πιο πολύ κι από τους στρατούς που τους ρήμαζαν, φοβόντουσαν τους αυτοκρατορικούς φοροεισπράκτορες που τους κατάκλεβαν.
Εάν εκθειάζαμε τέτοιες κοινότητες με βάση το μέγεθος τους ή το βαθμό στον οποίο ήταν αποκεντρωμένες, αυτάρκεις, ή χρησιμοποιούσαν “κατάλληλες τεχνολογίες”, θα έπρεπε να αγνοήσουμε το βαθμό στον οποίο ήταν επίσης πολιτιστικά στάσιμες και ευάλωτες στην εξουσία εξωγενών ελίτ. Ο φαινομενικά οργανικός, προσκολλημένος όμως στην παράδοση καταμερισμός εργασίας τους, μπορεί κάλλιστα να έχει διαμορφώσει τις βάσεις για εξαιρετικά καταπιεστικές και διεφθαρμένες κοινωνικές κάστες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου — κάστες που μαστίζουν την κοινωνική ζωή της Ινδίας μέχρι σήμερα.
Με κίνδυνο να φανώ ότι επαναλαμβάνομαι, αισθάνομαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι ο αποκεντρωτισμός, ο τοπικισμός, η αυτάρκεια, ακόμα και η συνομοσπονδία — άν ληφθούν το καθένα ξεχωριστά — δεν παρέχουν εγγυήσεις για την επίτευξη μιας ορθολογικής οικολογικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά σε διάφορες χρονικές περιόδους έχουν στηρίξει ακραίες μορφές τοπικιστικών κοινοτήτων, ολιγαρχίες, ακόμα και δεσποτικά καθεστώτα. Επομένως, χωρίς τη θεσμική σύνθεση των παραπάνω δομών δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην επίτευξη μιας ελεύθερης κοινωνίας με οικολογικό προσανατολισμό.
Συνομοσπονδισμός και Αλληλεξάρτηση
Ο αποκεντρωτισμός και η αυτο-συντήρηση πρέπει να εμπεριέχουν μια αρχή κοινωνικής οργάνωσης πολύ ευρύτερη από τον απλό τοπικισμό. Μαζί με την αποκέντρωση, τη σχετική αυτάρκεια, την ανθρώπινη κλίμακα κοινοτικής οργάνωσης, τις οικοτεχνολογίες κ.λπ., υπάρχει επιτακτική ανάγκη για δημοκρατικές και αληθινά κοινοτικές μορφές αλληλεξάρτησης — με δυο λόγια, για ελευθεριακές μορφές συνομοσπονδισμού.
Σε πολλά άρθρα και βιβλία έχω αναπτύξει λεπτομερώς την ιστορία των συνομοσπονδιακών δομών από τις αρχαίες και μεσαιωνικές μέχρι τις σύγχρονες συνομοσπονδίες, όπως στην Ισπανία στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, οι Παρισινές συνελεύσεις των δεοΐΐοη το 1793, καθώς και πιο σύγχρονες απόπειρες για συνομοσπονδία, ιδιαίτερα από τους αναρχικούς στην Ισπανική Επανάσταση της δεκαετίας του ’30. Σήμερα, οι σοβαρές παρεξηγήσεις που δημιουργούνται συχνά μεταξύ των υποστηρικτών της αποκέντρωσης, οφείλονται στην πολύ συχνή αδυναμία τους να αντιληφθούν την ανάγκη για συνομοσπονδία — η οποία, τουλάχιστον, συντελεί στην αντιστάθμιση της τάσης των αποκεντρωμένων κοινοτήτων να παρασύρονται προς την απομόνωση και τον επαρχιωτισμό. Εάν δεν έχουμε μια σαφή αντίληψη της έννοιας του συνομοσπονδισμού — το ότι, δηλαδή, αποτελεί μια αρχή-κλειδί και δίνει πληρέστερο νόημα στον αποκεντρωτισμό — τότε η ατζέντα για ελευθεριακή τοπική αυτοδιεύθυνση μπορεί εύκολα, στην καλύτερη περίπτωση, να καταστεί κενή, ή να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη εξαιρετικά τοπικιστικών στόχων στη χειρότερη.
Τι είναι, επομένως, ο συνομοσπονδισμός; Πάνω απ’ όλα είναι ένα δίκτυο εκτελεστικών συμβουλίων, τα μέλη ή οι αντιπρόσωποι των οποίων εκλέγονται από άμεσα δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις στα διάφορα χωριά, πόλεις, ακόμα και στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων. Τα μέλη αυτών των συνομοσπονδιακών συμβουλίων έχουν αυστηρή εξουσιοδότηση, είναι ανακλητά και υπεύθυνα ενώπιον των συνελεύσεων που τους επιλέγουν για το συντονισμό και την εφαρμογή της πολιτικής που διαφορφώνεται από τις ίδιες (τις συνελεύσεις). Η λειτουργία τους επομένως είναι καθαρά εκτελεστική και πρακτική, κι όχι πολιτική (με την έννοια της λήψης αποφάσεων για τη διαμόρφωση πολιτικής) όπως είναι η λειτουργία των αντιπροσώπων στα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης.
Η άποψη περί συνομοσπονδίας εμπεριέχει μια σαφή διάκριση μεταξύ της διαμόρφωσης πολιτικής, άφ’ ενός, και του συντονισμού και της εκτέλεσης της πολιτικής που έχει υιοθετηθεί, αφ’ ετέρου. Η διαμόρφωση πολιτικής είναι αποκλειστικό δικαίωμα των λαϊκών κοινοτικών συνελεύσεων που βασίζονται στις πρακτικές της συμμετοχικής δημοκρατίας. Ο συντονισμός κι η διαχείριση είναι υπευθυνότητα των συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που γίνονται όργανα για τη διασύνδεση των χωριών, πόλεων, γειτονιών και μεγαλουπόλεων σε συνομοσπονδιακά δίκτυα. Η εξουσία επομένως ρέει από τη βάση προς την κορυφή κι όχι από την κορυφή προς τη βάση, και στις συνομοσπονδίες, η ροή της εξουσίας από τη βάση στην κορυφή ελαττώνεται ανάλογα με το πεδίο δράσεως του ομοσπονδιακού συμβουλίου, που εκτείνεται εδαφικά από τοπικές κοινότητες σε περιφέρειες και από περιφέρειες σε ακόμα ευρύτερες εδαφικές περιοχές.
Το αποφασιστικό στοιχείο που δίνει υπόσταση στο συνομοσπονδισμό είναι η αλληλεξάρτηση των κοινοτήτων με στόχο την αυθεντική αλληλοβοήθεια που βασίζεται στη συμμετοχή σε σχέση με την κατανομή των πόρων, την παραγωγή και τη διαμόρφωση πολιτικής. Εάν μια κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε κάποια άλλη, ή άλλες γενικότερα, για την ικανοποίηση σημαντικών υλικών αναγκών και την πραγματοποίηση κοινών πολιτικών στόχων, με τρόπο που να αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, τότε η απομόνωση και ο ακραίος τοπικισμός είναι η πιθανότερη κατάληξη. Μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε ότι η συνομοσπονδία πρέπει να θεωρηθεί ως η προέκταση ενός είδους συμμετοχικής διαχείρισης – δια μέσου συνομοσπονδιακών δικτύων — μπορεί η αποκέντρωση και ο τοπικισμός να εμποδίσουν τις κοινότητες από το να αποσυρθούν μέσα στα τοπικιστικά τους όρια σε βάρος ευρύτερων συνασπισμών ανθρώπινης συνεργασίας.
Ο συνομοσπονδισμός είναι, επομένως, ένας τρόπος διαιώνισης της αλληλεξάρτησης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ κοινοτήτων και περιφερειών — πράγματι, είναι ένας τρόπος εκδημοκρατισμού αυτής της αλληλεξάρτησης χωρίς να εγκαταλειφθεί η αρχή του τοπικού ελέγχου. Αν και ένας λογικός βαθμός αυτάρκειας είναι επιθυμητός σε κάθε περιοχή ή περιφέρεια, ο συνομοσπονδισμός αποτελεί μέσο αποφυγής του ακραίου τοπικισμού αφ’ ενός, καθώς και ενός εξωφρενικού εθνικού και παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας αφ’ ετέρου. Με δυο λόγια, είναι ένας τρόπος με τον οποίο μια κοινότητα μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητα και την αυτονομία της ενώ, παράλληλα, συμμετέχει ισότιμα στο μεγαλύτερο σύνολο που συγκροτεί μια ισορροπημένη οικολογική κοινωνία.
Ο συνομοσπονδισμός ως αρχή κοινωνικής οργάνωσης φθάνει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του όταν η ίδια η οικονομία λειτουργεί σε συνομοσπονδιακή βάση, θέτοντας τα αγροκτήματα, τα εργοστάσια και τις άλλες αναγκαίες επιχειρήσεις της περιοχής υπό τοπικό έλεγχο — όταν, δηλαδή, μια κοινότητα, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, αρχίζει να διαχειρίζεται τους δικούς της οικονομικούς πόρους σ’ ένα αλληλένδετο δίκτυο με άλλες κοινότητες. Η επιβολή μιας επιλογής μεταξύ της αυτάρκειας, αφ’ ενός, και ενός συστήματος ανταλλαγών με βάση την αγορά, αφ’ ετέρου, αποτελεί υπερ-απλουστευμένη και μη αναγκαία διχοτόμηση. Προτιμώ να πιστεύω ότι μια συνομοσπονδιακή οικολογική κοινωνία θα βασίζεται στη συμμετοχή και στην ικανοποίηση που δίνει η κατανομή των αγαθών μεταξύ των κοινοτήτων σύμφωνα με τις ανάγκες τους, κι όχι σε “συνεταιριστικές” καπιταλιστικές κοινότητες που βαλτώνουν στο δούναι και λαβείν των σχέσεων ανταλλαγής·
Αδύνατον; Εκτός κι αν πιστέψουμε ότι η κρατικοποιημένη οικονομία (που ενισχύει με οικονομική δύναμη την πολιτική εξουσία του συγκεντρωτικού κράτους) ή μια ιδιωτική οικονομία της αγοράς (της οποίας ο νόμος “ανάπτυξη ή θάνατος” απειλεί με υπονόμευση την οικολογική σταθερότητα ολόκληρου του πλανήτη) είναι περισσότερο λειτουργική, μου είναι αδύνατο να δω ποια άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση διαθέτουμε πέρα από τη συνομοσπονδιακή τοπική αυτοδιεύθυνση της οικονομίας. Οπωσδήποτε, στην περίπτωση αυτή, δεν θα είναι πια οι προνομιούχοι γραφειοκράτες του δημοσίου ή οι άπληστοι αστοί επιχειρηματίες — ή ακόμα και οι “κολλεκτιβιστές” καπιταλιστές στις επωνομαζόμενες επιχειρήσεις εργατικού ελέγχου — προωθώντας όλοι τα δικά τους ειδικά συμφέροντα — εκείνοι που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μιας κοινότητας, αλλά οι πολίτες, ανεξάρτητα από το επάγγελμα και το χώρο εργασίας τους. Αυτή τη φορά, θα είναι απαραίτητο να ξεπερασθούν τα παραδοσιακά ειδικά συμφέροντα της εργασίας, του χώρου εργασίας, της κοινωνικής θέσης και των σχέσεων ιδιοκτησίας, και να δημιουργηθεί ένα γενικό συμφέρον βασισμένο σε αμοιβαία κοινοτικά προβλήματα.
Η συνομοσπονδία είναι η σύνθεση της αποκέντρωσης, του τοπικισμού, της αυτάρκειας, της αλληλεξάρτησης — και πολλών άλλων. Αυτά τα άλλα είναι η απαραίτητη ηθική εκπαίδευση και δόμηση του χαρακτήρα – ότι, δηλαδή, οι Έλληνες αποκαλούσαν παιδεία — που οδηγεί στους ορθολογικούς και ενεργούς πολίτες της συμμετοχικής δημοκρατίας αντί για τους παθητικούς ψηφοφόρους και καταναλωτές της σημερινής “δημοκρατίας”. Τελικά, δεν υπάρχει υποκατάστατο για μια συνειδητή ανασυγκρότηση των μεταξύ μας σχέσεων και των σχέσεών μας με το φυσικό κόσμο.
Το επιχείρημα ότι η αναδιάρθρωση της κοινωνίας και της σχέσης μας με το φυσικό κόσμο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποκέντρωση ή τον τοπικισμό ή την αυτοσυντήρηση μας αφήνει με μια ελλιπή συλλογή λύσεων. Οτιδήποτε παραλείπαμε μεταξύ αυτών των προϋποθέσεων για μια κοινωνία βασισμένη στις συνομοσπονδιοποιημένες τοπικές κοινότητες, θα άφηνε μια τεράστια “μαύρη τρύπα” σε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα που ελπίζουμε να δημιουργήσουμε. Η τρύπα αυτή θα μεγάλωνε και τελικά θα κατέστρεφε το ίδιο το οικοδόμημα — ακριβώς όπως η οικονομία της αγοράς, σε συνδυασμό με το “σοσιαλισμό”, την “αναρχία”, ή οποιαδήποτε άλλη ιδέα έχει κανείς για μια “ιδεατή” κοινωνία, θα εξουσίαζε τελικά την κοινωνία στο σύνολο της. Ούτε μπορούμε να παραλείψουμε τη διάκριση μεταξύ της διαμόρφωσης πολιτικής και της διαχείρισης, γιατί μόλις η διαμόρφωση πολιτικής ξεφύγει από τα χέρια του λαού, καταβροχθίζεται από τους αντιπροσώπους του, που δεν αργούν με τη σειρά τους να γίνουν γραφειοκράτες.
Ο συνομοσπονδισμός, ουσιαστικά, πρέπει να κατανοηθεί ως ένα όλον, ως ένα συνειδητά συγκροτημένο σώμα αλληλεξαρτήσεων που ενώνει τη συμμετοχική δημοκρατία σε τοπικές κοινότητες μ’ ένα επιμελώς ελεγχόμενο σύστημα συντονισμού. Εμπεριέχει τη διαλεκτική εξέλιξη της ανεξαρτησίας και της εξάρτησης σε μια σύνθεση αλληλεξάρτησης, ακριβώς όπως το άτομο σε μια ελεύθερη κοινωνία αναπτύσσεται από την εξάρτηση της παιδικής ηλικίας στην ανεξαρτησία της νεότητας, απλά και μόνο για να συνθέσει και τις δύο σε μια συνειδητή μορφή αλληλεξάρτησης μεταξύ ατόμων και μεταξύ ατόμου και κοινωνίας.
Ο συνομοσπονδισμός είναι κατά συνέπεια ένα ευμετάβλητο και διαρκώς εξελισσόμενο είδος κοινωνικού μεταβολισμού, στα πλαίσια του οποίου η ταυτότητα μιας οικολογικής κοινωνίας διαφυλάσσεται μέσω των διαφορών της και της ενυπάρχουσας δυνατότητάς της για ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Ο συνομοσπονδισμός, στην πραγματικότητα, δεν σημειώνει το τέλος της ιστορίας (όπως πρόσφατα μας ωθούν να πιστέψουμε οι ιδεολόγοι του “τέλους της ιστορίας” για το φιλελεύθερο καπιταλισμό) αλλά μάλλον το σημείο εκκίνησης για μια νέα οικο-κοινωνική ιστορία που χαρακτηρίζεται από μια συμμετοχική εξέλιξη μέσα στην κοινωνία και μεταξύ της κοινωνίας και του φυσικού κόσμου.
Συνομοσπονδισμός και Δυαδική Εξουσία
Στο συγγραφικό μου έργο προσπάθησα, πάνω απ’ όλα, να δείξω πως η συνομοσπονδία σε τοπική βάση βρίσκεται σε οξεία ένταση με το συγκεντρωτικό κράτος γενικά, και με το έθνος-κράτος των ημερών μας. Ο συνομοσπονδισμός, προσπάθησα να τονίσω, δεν είναι απλώς μια μοναδική κοινωνική, ιδιαίτερα τοπική, μορφή διαχείρισης. Είναι μια σφύζουσα παράδοση στις υποθέσεις της ανθρωπότητας, παράδοση που έχει πίσω της μια ιστορία αιώνων. Οι συνομοσπονδίες για γενιές επί γενεών προσπάθησαν να αντισταθμίσουν μια εξ ίσου σχεδόν μακρόχρονη ιστορική τάση προς το συγκεντρωτισμό και τη δημιουργία του έθνους-κράτους.
Εάν δεν αντιληφθούμε ότι ο συνομοσπονδισμός και ο κρατισμός βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους — μια ένταση στα πλαίσια της οποίας το έθνος-κράτος έχει χρησιμοποιήσει μια ποικιλία ενδιάμεσων λύσεων, όπως οι επαρχιακές κυβερνήσεις στον Καναδά και οι πολιτειακές κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση “τοπικού ελέγχου” — τότε η έννοια της συνομοσπονδίας χάνει κάθε νόημα. Η αυτονομία των επαρχιών στον Καναδά και τα δικαιώματα των πολιτειών στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη συνομοσπονδία απ’ ό,τι είχαν τα “σοβιέτ” ή συμβούλια, που ως φορείς λαϊκού ελέγχου υπήρχαν σε ένταση με το ολοκληρωτικό κράτος του Στάλιν. Τα ρωσικά σοβιέτ κατελήφθησαν από τους μπολσεβίκους και υποσκελίστηκαν από το κόμμα τους μέσα σ’ ένα ή δύο χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επομένως η οπορτουνιστική κάθοδος “συνομοσπονδιστών” υποψηφίων στις εκλογές για πολιτειακές κυβερνήσεις – ή, ακόμα πιο εφιαλτικά, για τη θέση του κυβερνήτη σε φαινομενικά δημοκρατικές πολιτείες (όπως έχουν προτείνει ορισμένοι Αμερικανοί Πράσινοι) — αποδυναμώνει το ρόλο των συνομοσπονδιακών τοπικών κοινοτήτων ως δύναμης αντιστάθμισης του έθνους-κράτους και μειώνει τη σπουδαιότητα της ανάγκης για ένταση μεταξύ συνομοσπονδίας και έθνους-κράτους ενώ, συγχρόνως, συσκοτίζει το γεγονός ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μακροπρόθεσμη βάση.
Περιγράφοντας το συνομοσπονδισμό ως ένα όλον — ως μια δομή για αποκέντρωση, συμμετοχική δημοκρατία, και τοπικισμό — και ως δυνατότητα για ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση στη βάση μιας νέας εξέλιξης, θα ήθελα να τονίσω ότι η ίδια έννοια του όλου που ισχύει για τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ τοπικών κοινοτήτων ισχύει επίσης και για τις ίδιες τις τοπικές κοινότητες. Η τοπική κοινότητα, όπως έχω επισημάνει σε παλαιότερα κείμενα, είναι η πιο άμεση πολιτική αρένα του ατόμου, ο κόσμος που βρίσκεται κυριολεκτικά ένα σκαλοπάτι πέρα από τον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας και την οικειότητα των προσωπικών σχέσεων. Σ’ αυτή την πρωταρχική πολιτική αρένα, όπου η πολιτική θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με την ελληνική έννοια της άμεσης διεύθυνσης των υποθέσεων της πόλης ή της κοινότητας, το άτομο μπορεί να μεταμορφωθεί από απλό πρόσωπο σε ενεργό πολίτη, από ιδιωτικό ον σε δημόσιο ον. Η σημαντική αυτή αρένα που κυριολεκτικά διαμορφώνει τον πολίτη σε λειτουργικό ον με άμεση συμμετοχή στο μέλλον της κοινωνίας, συνιστά ένα επίπεδο ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων που είναι πολύ πιο βασικό (με εξαίρεση την ίδια την οικογένεια) από κάθε επίπεδο που εκφράζεται με αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης, όπου η συλλογική εξουσία κυριολεκτικά μετατρέπεται σε εξουσία συγκεντρωμένη σ’ ένα ή μερικά άτομα. Η τοπική κοινότητα είναι κατά συνέπεια η πιο αυθεντική αρένα δημόσιας ζωής, όσο κι αν έχει παραμορφωθεί μέσα στην πορεία της ιστορίας….
Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/531
ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Του Andrea Tognina
Οι αναρχικοί είναι λίγοι. Συνήθως αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Καλλιεργούν μια ουτοπία η οποία στα μάτια των πολλών φαίνεται απραγματοποίητη. Η ιστορία τους έχει σημαδευτεί από πολλές ήττες. Σήμερα όμως πολλά κοινωνικά κινήματα βασίζονται σε ελευθεριακές ιδέες και πράξεις.
«Τώρα πια ο αναρχισμός (…) καταλαμβάνει τη θέση που ανήκε στον μαρξισμό την εποχή των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60: ακόμη και κάποιος που δεν θεωρείται αναρχικός προσφεύγει σε αναρχικές ιδέες και αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτές», έγραψε πρόσφατα ο νεοϋορκέζος ανθρωπολόγος David Graeber, ένας από τους διανοούμενους στους οποίους αναφέρεται το κίνημα Occupy Wall Street.
Η φράση μπορεί να φανεί καρπός της αισιόδοξης βούλησης ενός στρατευμένου αναρχικού, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι στο πρόσφατο χρονικό των κοινωνικών κινημάτων όλο και πιο συχνά εμφανίζονται στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης : η αρχή της αυτοδιαχείρισης, οι συναινετικές αποφάσεις, η απόρριψη των ιεραρχιών.
Ο αναρχισμός, με καθυστέρηση αρκετών χρόνων, φαίνεται να επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του 1989. «Τα τελευταία 15 χρόνια ο αναρχισμός βρίσκεται σε ανάκαμψη», παρατηρεί ο Gabriel Kuhn, αναρχικός φιλόσοφος αυστριακής καταγωγής. Η πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων έδωσε κατά κάποιο τρόπο δίκιο στους αναρχικούς.
Η παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη έχασε τη λάμψη της.
«Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί συμμερίζονταν τις κριτικές στον αυταρχικό σοσιαλισμό, αλλά κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τον αναρχισμό. Τον θεωρούσαν ουτοπικό, ρομαντικό και χαοτικό. Χρησιμοποίησαν όμως πολλά στοιχεία από τον αναρχισμό: τη δημοκρατία της βάσης, την οριζόντια οργάνωση, τη δυσπιστία απέναντι στις ιεραρχίες και τους πολιτικούς, και επίσης την αρχή της άμεσης δράσης », λέει ο Kuhn.
Συνάντησα τον Gabriel Kuhn στο Saint-Imier, που βρίσκεται στο τμήμα της ελβετικής οροσειράς του Γιούρα (Jura) [1] που ανήκει στο καντόνι της Βέρνης, στην πρόσφατη διεθνή αναρχική συνάντηση που οργανώθηκε με την ευκαιρία των 140 χρόνων από το συνέδριο που γέννησε την αντιαυταρχική Διεθνή.
Εδώ ξεκίνησε η πρώτη περίοδος της ιστορίας του αναρχικού κινήματος, η οποία σηματοδοτήθηκε από μια σημαντική παρουσία αναρχικών στο εργατικό κίνημα μερικών χωρών και από τις επαναστατικές εμπειρίες της κομούνας του Παρισιού, των σοβιέτ στην Ουκρανία και της ισπανικής επανάστασης. Μια περίοδος η οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ολοκληρώθηκε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Από τον ταξικό αγώνα στην κοινωνική εξέγερση
Η αναρχική σκέψη θα επανεμφανιστεί στα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 στα οποία ήταν ισχυρή η ελευθεριακή τάση. « Στο πλαίσιο της νέας αριστεράς του ‘68 ο αναρχισμός αλλάζει χαρακτήρα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν σημαντικότερο ρόλο. Η εξέγερση ενάντια στην αστική οργάνωση της κοινωνίας (ordine borghese) υποσκελίζει την παράδοση του ταξικού αγώνα», σημειώνει ο Gabriel Kuhn. Ο αναρχισμός επηρεάζει τη νέα αριστερά κι επηρεάζεται κι εκείνος με τη σειρά του. Το κίνημα ανοίγεται σε νέες προοπτικές. « Η παραδοσιακή κεντρικότητα των οικονομικών ζητημάτων αντιμετωπίζεται με περισσότερο κριτική ματιά, η προσοχή μετατοπίζεται και προς άλλες μορφές κυριαρχίας: την πατριαρχία, το ρατσισμό, τις έμφυλες διακρίσεις, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος».
Μετά το ‘68 ο αναρχισμός γίνεται πιο ποικιλόχρωμος και ανακαλύπτει εκ νέου όψεις της κλασικής ελευθεριακής σκέψης που είχαν ως τότε μάλλον υποβαθμιστεί: παραδείγματος χάρη τις σκέψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα του Erich Mühsam [2], τον πρόδρομο οικολογισμό του Elisée Reclus [3] ή στην Ελβετία, τις πρωτοβουλίες της Margarethe Hardegger [4] υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων . «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι γενεών: το ‘68 είναι μια σημαντική στιγμή, μετά ίσως η δεκαετία του ‘80 με το κίνημα punk, και η δεκαετία του ‘90 με τη ζαπατιστική εξέγερση στο Μεξικό, την εμφάνιση των κινημάτων για μια ‘’άλλη παγκοσμιοποίηση’’ και τον ερχομό του internet», παρατηρεί η Marianne Enckell, αρχειοθέτρια στο Διεθνές Κέντρο Μελετών για τον Αναρχισμό (CIRA) στη Λοζάνη.
Το όραμα του 19ου αιώνα για μια μεγάλη επαναστατική αναγέννηση δεν εξαφανίζεται, συνήθως όμως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τις προσπάθειες να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομοι χώροι στην καθημερινότητα. « Όλο και λιγότερο το όραμα της στιγμής της αλλαγής και όλο και περισσότερο η προσπάθεια να φανταστούμε την εφαρμογή των αναρχικών ιδεών στην καθημερινή ζωή», συνοψίζει ο Edy Zarro, ένας από τους εμπνευστές του αναρχικού εκδοτικού οίκου La Baronata, κι εκείνος στο Saint-Imier μαζί με άλλους συντρόφους από το Ticino. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον η λέξη κλειδί είναι η αυτοδιεύθυνση.
Η καθημερινή αναρχία
Τις τελευταίες δεκαετίες το ελευθεριακό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για σκέψη και πειραματισμό στις διάφορες αυτοδιαχειριζόμενες πραγματικότητες που αναδύθηκαν στην Ιταλία την Ισπανία κι αλλού. Και χάρη στην οριζόντια και ευέλικτη δομή του, μπόρεσε γρήγορα να αφουγκραστεί και να απορροφήσει τους παλμούς που προέρχονταν από άλλα κοινωνικά κινήματα. « Παραδείγματος χάρη το Molino ( ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο στο Ticino από το 1996) είναι πολύ επηρεασμένο από το ζαπατιστικό κίνημα στο Μεξικό. Σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν στην Chiapas μετεφέροντάς μας ερεθίσματα τα οποία μπορέσαμε να επεκτείνουμε σε θεωρίες και πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες», διηγείται ο Paolo Casellini, ένας από τους ακτιβιστές του κοινωνικού κέντρου.
«Αυτό που έχει νόημα για εμάς τους αναρχικούς και ελευθεριακούς είναι η υιοθέτηση μεθόδων οριζόντιας, αυτοδιαχειριζόμενης, χωρίς ανάθεση, συναίνεσης. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά, μέχρι το Μεξικό, αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στην κοιλάδα Σούζα (Val di Susa), με το κίνημα No Tav (κίνημα που αντιστέκεται ενάντια στη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας στη Γαλλία και την Ιταλία)», παρατηρεί από την πλευρά του ο Michele Bricòla, ένας από τους συντάκτες του αναρχικού περιοδικού Voce libertaria στο Ticino.
Αναμφίβολα μέσα στο αναρχικό κίνημα το άνοιγμα προς συγγενή κινήματα και η τάση να αποδεσμεύεσαι από την εξουσία αντί να την πολεμάς μετωπικά δεν έχουν την ομόφωνη αποδοχή. Όμως μεγάλο μέρος του αναρχισμού φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του – αν ποτέ ήταν δικές του – τις έννοιες της ηγεμονίας που είχαν επεξεργαστεί οι πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα, προτιμώντας δικτυακές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κινήματα. « Κάποτε διακηρύσσαμε τις ιδέες μας τώρα είμαστε εδώ για να μάθουμε», δηλώνει ο Peter Schrembs, εδώ και σαράντα χρόνια ενεργός στο αναρχικό κίνημα στο Ticino.
Ριζοσπαστικός πραγματισμός
«Σε κάθε περίπτωση, οι αναρχικοί αποτελούν μια τέτοια μειοψηφία που αν αρνηθούν να συνεργαστούν με άλλους δεν θα μπορέσουν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κι επίσης δεν είναι οι αναρχικοί που θα κάνουν την επανάσταση, αλλά ο κόσμος. Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τον κόσμο, δεν είμαστε μια επαναστατική πρωτοπορία», λέει ο Michel Némitz από το αυτοδιαχειριζόμενο πολιτισμικό κέντρο Espace Noir στο St-Imier, ένας από τους οργανωτές της διεθνούς συνάντησης.
Ο αναρχισμός σήμερα μάλλον ευνοεί την πράξη, τη συγκεκριμένη δράση που εμπνέεται από ελευθεριακές μεθοδολογίες. Μια προσέγγιση η οποία έχει ιστορικές ρίζες στο κίνημα. Όπως γράφει ο David Graeber, «ο αναρχισμός επιδίωξε να είναι ένας ηθικός λόγος πάνω στην επαναστατική πρακτική». Ένας ηθικός λόγος θεμελιωμένος στην προϋπόθεση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να κατακτηθεί με αυταρχικά μέσα και ότι η κοινωνική αλλαγή ξεκινάει από την αλλαγή των καθημερινών σχέσεων. Βέβαια, στο αναρχικό κίνημα δεν λείπει η αφέλεια, οι δογματισμοί και μερικές φορές η ασάφεια. Όμως παραμένει ο πιο ριζοσπαστικός ερμηνευτής των θεμελιωδών αρχών της γαλλικής επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της» έγραψε ο Μ. Μπακούνιν. Μάλλο σήμερα οι αναρχικοί οικολόγοι θα επέκτειναν αυτή την έννοια της ελευθερίας και στα ζώα, τα δέντρα και τα βουνά.
29 Αυγούστου 2012
(Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος)
[1]. Ή ‘’Ζυρά’’ σύμφωνα με τη γαλλόφωνη προφορά.
[2]. Erich Mühsam (1878-1934): Γερμανός επαναστάτης καλλιτέχνης (ποιητής) και αναρχικός. Πρωτοστάτησε στην ‘’επανάσταση των συμβουλίων’’ και τη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία στο Μόναχο το 1918. Το 1933 συλλαμβάνεται από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου (SA) για τις διεθνιστικές / ελευθεριακές του απόψεις και βέβαια για την εβραϊκή του καταγωγή και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg όπου δολοφονείται το 1934 μετά από σκληρά βασανιστήρια.
[3]. Elisée Reclus (1830-1905): Φημισμένος γεωγράφος στην εποχή του, θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνικής γεωγραφίας, κομουνάρος στην κομούνα του Παρισιού και αναρχικός. Οι μελέτες του διεύρυναν τους ορίζοντες της επιστήμης της γεωγραφίας θέτοντας στο επίκεντρο της γεωγραφικής σκέψης τη συνάρθρωση των φυσικών με τα κοινωνικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Το βιβλίο του L’Homme et la Terre ( Ο Άνθρωπος και η Γη ) ανοίγει με τη φράση: ‘’Ο άνθρωπος είναι η φύση που αυτοσυνειδητοποιείται’’. Ένας πρόδρομος της ‘’κοινωνικής οικολογίας’’.
[4]. Margarethe Faas-Hardegger(1882-1963): Ελβετή ελευθεριακή συνδικαλίστρια (επηρεασμένη από τον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες του Gustav Landauer), φεμινίστρια, ειρηνίστρια και συγγραφέας. Στον συνδικαλιστικό της αγώνα μάχεται και για τα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών αλλά και για την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον ελεύθερο έρωτα, την κατάργηση του στρατού. Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή γιατί βοήθησε δύο γυναίκες να διακόψουν την κύησή τους. Αφιερώθηκε επίσης στην προσπάθεια ίδρυσης αναρχο – κομουνιστικών αγροτικών κοινοτήτων.
Το κείμενο είναι μετάφραση από το αναρχικό περιοδικό VOCE libertaria (No 22, Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2012) που εκδίδεται στο ιταλόφωνο Ticino της Ελβετίας και το οποίο συμμετείχε μαζί με τις εκδόσεις La Baronata από την ίδια πόλη στη Διεθνή αναρχική συνάντηση στο Saint-Imier τον Αύγουστο του 2012. Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.
Όχι στην κυριαρχία της βιοτεχνολογίας – Δεν είμαστε πειραματόζωα
Κείμενο που μοιράστηκε στη Χαλκίδα στις 8 Απριλίου 2006 με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ενάντια στα «μεταλλαγμένα», από τη συλλογικότητα «Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού».
Δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εγκληματικότητα της χιτλερικής ή της σταλινικής επιστήμης και σε εκείνη των ερευνητικών εργαστηρίων της Novartis, της Nestle, της Aventis ή της Monsanto ( ή της Bayer ή της Rhone – Poulenc…) τα οποία διαχειρίζονται άνθρωποι σαν εκείνους τους καλούς οικογενειάρχες, που η Χ. Άρεντ ονομάζει «Φιλισταίους». Serge Latouche
Εδώ και δεκαετίες με πλάγιο και ψευδοεπιστημονικό τρόπο μεγάλες εταιρίες του αγροχημικού και του φαρμακευτικού τομέα διενεργούν ένα παγκόσμιο ανοιχτό πείραμα διοχετεύοντας στην αγορά γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και προϊόντα, παρακάμπτοντας τις νομοθεσίες και την αρνητική στάση της κοινής γνώμης και έχοντας γνώση ότι οι κίνδυνοι για το περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων είναι μεγάλοι. Οι έρευνες που γίνονται γύρω από την ασφάλεια τέτοιων προϊόντων είναι λίγες, αφού δε χρηματοδοτούνται ή σαμποτάρονται, όμως τα αποτελέσματά τους είναι ανησυχητικά, προειδοποιώντας κυρίως για τον κίνδυνο αύξησης των ασθενειών και προσβολής της άμυνας του ανοσοποιητικού συστήματος. Δεν κινδυνολογούμε, εικάζονται πολύ περισσότερα, πολλά από τα πειράματα που το αποδεικνύουν έχουν ξεκινήσει με πρωτοβουλία κυβερνητικών οργανισμών ή των ίδιων των εταιριών. Όταν τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν προσπάθησαν να τα κρύψουν.
Παράδειγμα η έρευνα που έγινε για λογαριασμό της αγγλικής κυβέρνησης από τον μικροβιολόγο Arpad Pusztai ( έναν υπέρμαχο των γενετικών επεμβάσεων στα τρόφιμα), γύρω από τις ενδεχόμενες επιδράσεις στην υγεία που μπορεί να έχει η διατροφή με μεταλλαγμένες πατάτες. Όταν οι έρευνές του απέδειξαν ότι σε ποντίκια που είχαν τραφεί με αυτές τις πατάτες μειώνονταν οι αντιστάσεις του ανοσοποιητικού τους συστήματος ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν σημαντικές αλλοιώσεις σε ζωτικά όργανα όπως το συκώτι, η εργασία του Arpad Pusztai διακόπηκε και τα αποτελέσματά της δε δημοσιοποιήθηκαν επίσημα, μέχρι που η είδηση διέρρευσε στον τύπο.
Οι κυρίαρχοι δε θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά
Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντεινόμενη και μεθοδευμένη προσπάθεια επιβολής – ασυζητητί – των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η δράση των εταιριών είναι μελετημένη και αφορά σε έναν ευρύ τομέα παρέμβασης. Κυρίαρχος πια είναι ο ρόλος που δίνουν στην προπαγάνδα, στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με σκοπό να καμφθεί η αντίσταση στα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, ώστε να γίνουν εν τέλει αποδεκτά και επιθυμητά. Η προπαγάνδα σε όλα τα μέσα και με όλα τα μέσα παγκοσμίως (εκλαϊκευτικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά που προσπαθούν να πείσουν τον καταναλωτή, συνεχείς «επιστημονικές» καταχωρήσεις στον ειδικό επιστημονικό τύπο, επιστημονικά συνέδρια χρηματοδοτούμενα και κατευθυνόμενα από αυτούς τους ίδιους, δημιουργία οργανισμών για την προώθηση της βιοτεχνολογίας, διοχέτευση ειδήσεων «θαυματουργών» ανακαλύψεων, διαφήμιση καινοφανών προϊόντων).
Προσπαθούν να προλάβουν τη γενίκευση της συζήτησης, πείθοντας εκ των προτέρων και φιμώνοντας τον αντίλογο. Το μεγάλο ψέμα των φαρμακευτικών εταιριών είναι ότι στοχεύουν στην υγεία ενώ ο βασικός τους στόχος είναι οι επενδύσεις και το κέρδος. Γι’ αυτό οι τακτικές που ακολουθούν, εφαρμόζουν τις πετυχημένες μεθόδους των διαφημιστών και του μάρκετινγκ στην προβολή και την προπαγάνδιση καταναλωτικών προϊόντων. Εξέχον παράδειγμα η συνεργασία ανάμεσα στην EuropaBio, τον οργανισμό που αντιπροσωπεύει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις βιοτεχνολογικές βιομηχανίες και την εταιρία Burston Marsteller, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες συμβούλων δημοσίων σχέσεων. Η συνεργασία αυτή αποσκοπούσε στο σχεδιασμό μιας πολύμορφης και πολυδάπανης στρατηγικής επηρεασμού της κοινής γνώμης, με βασικό στόχο να εξωραϊστούν στη φαντασία των ευρωπαίων καταναλωτών τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα και να δημιουργηθεί θετική στάση για την κατανάλωσή τους.
Ιδού ένα απόσπασμα, όπως αποκαλύφθηκε στον τύπο, της πολιτικής που χάραξαν: «…Πρέπει να αποφεύγονται ανοικτά ντιμπέιτ στα ΜΜΕ σχετικά με τους κινδύνους των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών γιατί είναι μάχες που εύκολα θα χαθούν…Χρησιμοποιήστε πολιτικά πρόσωπα και έγκυρους δημοσιογράφους για να μεταφέρουν το μήνυμα και αποφεύγετε επίσης κατ’ ιδίαν εμφανίσεις. Αυτό κάνει πιο έγκυρο το μήνυμα και δε συνδέει την αξιοπιστία της πληροφορίας με τον χώρο των βιομηχανιών βιοτεχνολογίας και την επιδίωξη κέρδους…Μέσω των ΜΜΕ πρέπει να παρέχουν υλικό με θετικά, ανθρώπινα μηνύματα που γεννούν ελπίδα, ικανοποίηση, φροντίδα…».
Ενώ δεν υπάρχει μια ανάγκη (η μεταλλαγμένη τροφή), δημιουργείται, καλλιεργείται στο φαντασιακό, με στόχο την κοινωνική ανοχή και εν τέλει τη συναίνεση. Η ανάγκη συναίνεσης τους είναι απαραίτητη γιατί οι αλλαγές που οραματίζονται είναι τερατώδεις. Από πολλές απόψεις βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κατώφλι. Ήδη μιλάνε για τον αιώνα του γονιδίου, τη χρυσή εποχή όπου ο άνθρωπος θα εξελίξει τη φύση του («μετα-άνθρωπο» το ονομάζουν) ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Όμως, αυτά τα νέα δεδομένα είναι που αρνούμαστε και τη νέα ανθρώπινη «φύση» που προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι απλά επιστημονικό, είναι ριζικά πολιτικό. Δηλαδή κατά πόσο η συγκεκριμένη τεχνολογία αποτελεί απόφαση της κοινωνίας; Ποιος αποφασίζει τελικά για τη ζωή μας; Ποιος αποφάσισε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα φυσικά τρόφιμα και να τρώμε «μεταλλαγμένα»;
- Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή είναι διαποτισμένη από το καπιταλιστικό φαντασιακό, είναι η αιχμή της εμπορευματικής κοινωνίας. Η ίδια η ζωή ακόμη και στα στοιχειώδη της μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Το γονίδιο γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας κατοχυρωμένο από πατέντες. Στο βωμό του κέρδους όλα διακυβεύονται.
- Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, γιατί θεωρούμε ότι η μόνη λύση από την πλευρά του οικολογικού προβλήματος είναι η αρμονική συμβίωση μέσα στη φύση και όχι η υποκατάστασή της, δεν το επιδιώκουμε, είναι ο καταστρεπτικός δρόμος που χαράσσει η καπιταλιστική ύβρις. Δεν είμαστε κατά της επιστήμης, η επιστήμη όμως σε μια οικολογική κοινωνία θα έχει διαφορετικές βλέψεις. Πραγματικά αυτόνομη κοινωνία δεν είναι η ασύδοτη κοινωνία αλλά εκείνη που θέτει η ίδια τα όριά της. Που δεν ετεροκαθορίζεται, αλλά που αυτοπεριορίζεται συνειδητά και αυτόβουλα.
- Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή εναντιωνόμαστε στην κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης και στο φαντασιακό που την προάγει. Στο φαντασιακό της απεριόριστης ανάπτυξης, της θρησκευτικής προσκόλλησης στην έννοια της προόδου, της ορθολογικής κυριαρχίας επί παντός επιστητού, της μεσσιανικής αποστολής της τεχνοεπιστήμης. Η βιοτεχνολογία είναι η έσχατη λύση μιας κοινωνίας η οποία έχει αποχωριστεί από τη φύση, αλλά και της καπιταλιστικής κοινωνίας ιδιαίτερα η οποία προάγει μια συγκεκριμένη τεχνολογία.
- Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, ως ιδεολογία και όραμα. Είναι η θρησκεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Υπόσχεται έναν παράδεισο που θα έρθει στο άμεσο μέλλον τελειοποιώντας το ανθρώπινο γένος και διορθώνοντας τη φύση. Πάνω σε αυτό το παραμύθι χτίζει την επιβολή της εδώ και τώρα.
- Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή αρνούμαστε την ετερόνομη, καταστρεπτική καπιταλιστική θέσμιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και επειδή θεωρούμε ότι η οικοδόμηση μιας οικολογικής και αυτόνομης κοινωνίας είναι εφικτή.
Αν δεν αντιδράσουμε, δεν αντισταθούμε και δεν αφοσιωθούμε στη δημιουργία νέων σχέσεων και νέων σημασιών, η κοινωνία που θα ζήσουμε εμείς και σίγουρα οι επόμενες γενιές, θα μοιάζει περισσότερο με ταινία αρνητικής επιστημονικής φαντασίας. Ας βγούμε από την απάθεια κι ας σπείρουμε τους σπόρους της αντίστασης ενάντια στο ζοφερό βιοτεχνολογικό μέλλον που σχεδιάζουν στις πλάτες μας.
Χαλκίδα, Απρίλιος 2006
Μαύρο Πιπέρι
Η Ιταλία επαναπροωθεί στην Ελλάδα ασυνόδευτα παιδιά / πρόσφυγες – Στην Ελλάδα υπόκεινται σε βάναυση κακομεταχείριση και απώλεια κάθε στοιχειώδους δικαιώματος
Το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο απαγορεύουν την απομάκρυνση ασυνόδευτων ανηλίκων χωρίς αξιολόγηση του απώτερου συμφέροντός τους. Ωστόσο, η Human Rights Watch συνάντησε 13 ανήλικους ηλικίας 13 έως 17 ετών που είχαν επαναπροωθηθεί με συνοπτικές διαδικασίες στην Ελλάδα. Σε κανέναν εξ αυτών δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σε επίτροπο ή κοινωνικές υπηρεσίες, όπως απαιτείται από το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο.
Επίσης, αδιάσειστα στοιχεία που καταδεικνύουν χρόνια προβλήματα στο σύστημα ασύλου και τις συνθήκες κράτησης στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε ευρωπαϊκές δικαστικές αποφάσεις-ορόσημα που απαγορεύουν τις επαναπροωθήσεις προς αυτήν τη χώρα βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, ο οποίος γενικά προβλέπει τη διεκπεραίωση του αιτήματος ασύλου από την πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, πολλές χώρες της ΕΕ έχουν αναστείλει την επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα.
Η Ιταλία δεν έχει αναστείλει τις επαναπροωθήσεις βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ στην Ελλάδα, αλλά ισχυρίζεται ότι αξιολογεί τον κίνδυνο παραβιάσεων δικαιωμάτων όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επαναπροώθησης. Ωστόσο, οι επαναπροωθήσεις με συνοπτικές διαδικασίες από τα λιμάνια της έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική αυτή, δήλωσε η Human Rights Watch.
Πηγές: Senzafrontiere ( http://senzafrontiere.noblogs.org/post/2013/01/24/litalia-respinge-in-grecia-i-profughi-bambini/ ), Human rights watch (http://www.hrw.org/de/node/112910 ).