Category Archives: Αταξινόμητα

Burnout: Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης*

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Κοινωνία και Ψυχική Υγεία… (www.socialexclusion.gr)

                                   Κώστας Μπαϊρακτάρης**

Επέλεξα να συζητήσω μαζί σας αυτό το θέμα τόσο για το επιστημονικό-θεωρητικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον που έχει όσο και για τις επιπτώσεις που επιφέρει η αποδοχή, η αφομοίωση και προπάντων η εσωτερίκευση της θεωρίας του Burnout στους επαγγελματίες εκείνους που ασχολούνται στην πράξη με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες. Τυγχάνει δε πολλοί από εμάς να είμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της κατασκευής αυτής της θεωρίας αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε. Δηλαδή, των συνθηκών εκείνων που το σύστημα, για να διαχειριστεί τα ελλείμματα των πολιτικών του, χρειάζεται επιστήμονες που να κατασκευάζουν θεωρίες και να εφαρμόζουν πρακτικές ικανές να διασφαλίσουν τη διαχείριση των αντιθέσεων που αυτό από τη φύση του δημιουργεί και αναπαράγει. Θεωρίες και πρακτικές οι οποίες λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε προσεγγίσεις που αμφισβητούν το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα μέσα από το οποίο προκύπτουν οι δομές, οι υπηρεσίες και τα διάφορα διαχειριστικά συστήματα περίθαλψης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αυτοί οι χώροι αποτελούν και τα κυριότερα  πλαίσια εντοπισμού και διάγνωσης του «φαινομένου» της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερα επιστημονικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα. Απογυμνώνονται από τα πρωτοποριακά τους στοιχεία και μετατρέπονται σε τεχνικές και εργαλεία στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναφέρομαι στη χρονική περίοδο από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, κατά την οποία τα ριζοσπαστικά κινήματα αρχίζουν να μεταφέρονται σιγά σιγά αλλά συστηματικά -με τη βοήθεια και της νεοσυντηρητικής Ανθρωπιστικής/Υπαρξιακής Ψυχολογίας ή της λεγόμενης Κριτικής Ψυχολογίας- στα άνετα βιωματικά δωμάτια με τα μαξιλάρια και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ξεκομμένα από την κοινωνική παρέμβαση και αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση, η πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση, ο διάλογος και η πολιτική δράση αντικαθίστανται με τις «Ομάδες Αντιπαράθεσης», τους «Μαραθώνιους», τα «Ψυχοδράματα», το… «Πάτημα της Γάτας», αλλά και με μια πλήρως αυτονομημένη από τις κοινωνικές ανάγκες και παρεμβάσεις ακαδημαϊκή «κριτική» προσέγγιση. Το πολιτικά, κριτικά, σκεπτόμενο υποκείμενο μετατρέπεται σε άτομο-αντικείμενο που χρήζει εσωτερικής ψυχολογικής αλλαγής και ατομικής ανάπτυξης. Ωθείται έτσι από τους Ψυχο-Εκπαιδευτές αλλά και τους «Κριτικούς Ψυχολόγους» να βγάλει έξω από το σύστημα σκέψης και πράξης του τη συνάρτηση της αλλαγής του με την αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, προτάσσοντας τη δική του «ανάπτυξη» (ατομικισμός) ή ανακυκλώνοντας την ανέξοδη κριτική του ορθολογισμού με in vitro «δομήσεις» και «αποδομήσεις» θεωριών και θεσμών σε συνθήκες κοινωνικής απραξίας. Η φυσική διαλεκτική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος αντικαθίσταται έτσι από τη σχέση ατόμου-ατόμου με διαχειριστή της σχέσης τον ειδικό ή τον θεραπευτή. Λίγο αργότερα, ακόμα και ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη εκλαμβάνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον ίδιο τον διαχειριστή τους. Επινοείται μεταξύ άλλων η θεωρία του Burnout (Freudenberger, 1974)[1] και προσφέρεται το επιστημονικό-ψυχολογικό άλλοθι για μια βελούδινη, επιστημονικά και ιδεολογικά τεκμηριωμένη, απόσπαση από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχεία διάδοσή της στις λεγόμενες εναλλακτικές δομές στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η στιγμή της αφομοίωσής τους από το κυρίαρχο σύστημα παραβλέπεται. Αδυνατούν να επινοήσουν το καινούργιο και παραδίδονται στα ανταλλάγματα της προσαρμογής τους. Η νέα προσαρμογή και η έλλειψη οραμάτων οδηγούν στη μετατροπή πολιτικών επιλογών σε ψυχολογικά προβλήματα και οι πρωταγωνιστές των αλλαγών μεταμορφώνονται σε θύματα της λεγόμενης επαγγελματικής εξουθένωσης. Αναφέρομαι στην κατασκευή μιας κατά βάση ενιαίας θεωρίας, της θεωρίας του Burnout που αποκoρυφώνεται με το ευρέως διαδεδομένο Maslach Burnout Inventory (Μaslach, 1981).[2]

Η  θεωρία αυτή είναι σχετικά νέα και εντοπίζεται χρονικά πριν από μια τριακονταπενταετία περίπου. Συναντάμε  διάφορες αποχρώσεις της και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατροπές όπως, για παράδειγμα, ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης ατόμου-εργασιακού πλαισίου. Διαφοροποιήσεις που δεν ακυρώνουν, όμως, τον βασικό της πυρήνα, αλλά αποτελούν απλές ανακατασκευές ή παράγωγα της βιομηχανίας επιστημονικών εργασιών και δημοσιεύσεων. Δεν θα αναφερθώ στις τεχνικές λεπτομέρειες και την επιστημονική νομιμοποίησή της αλλά σε βασικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μου, μέσα από την απουσία τους, αποκαλύπτουν τόσο την απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης όσο και τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών της να διαχειριστούν αυτούς που ασχολούνται με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις το Burnout ή επαγγελματική εξουθένωση ή κάψιμο ή πιο ρεαλιστικά η… Bαρεμάρα, ξεκινάει κύρια από τη στιγμή της επαγγελματικής ένταξης. Μια μεγάλη αυθαιρεσία, για μια κατασκευή που ορίζει ως αποκλειστικό της αντικείμενο όσους εκπαιδεύονται και καλούνται να προσφέρουν τις έμμισθες αλλά ακόμη και εθελοντικές, υπηρεσίες τους σε ανθρώπους· ακόμα πιο σημαντικό, όσους καλούνται να παράσχουν τη βοήθειά τους σε αυτούς που έχουν ανάγκη, που πάσχουν, που νοσούν.

Η άποψή μου είναι ότι για να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτή ως απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε πολύ πριν την ένταξη στους χώρους εργασίας. Θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μέρος μίας διεργασίας που προϋπάρχει αυτής. Προϋπάρχει μέσα στα πλαίσια μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας την οποία υφιστάμεθα όλοι, είτε στα πλαίσια της διαπαιδαγώγησής μας, είτε στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής μας, είτε στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Διαδικασία που στοχεύει σε συμπεριφορές υποταγής και συμμόρφωσης σε κυρίαρχους κανόνες, πρακτικές, πολιτικές, συστήματα και ιδεολογίες. Άρα, το συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι φροντίζει να μας εξοπλίσει πολύ πριν την επαγγελματική μας ένταξη με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να το αποδεχτούμε και να το αφομοιώσουμε ως δεδομένο, μοναδικό και αμετάβλητο. Να αποδεχθούμε το επιστημονικό παράδειγμα που το υπηρετεί. Να αποδεχθούμε και να εσωτερικεύσουμε ως αδιαμφισβήτητες τις επιμέρους θεωρίες και πρακτικές που προκύπτουν από αυτό. Συνεπώς, να αναπαράγουμε και να συντηρήσουμε ως αμετάβλητο το εργασιακό-κοινωνικό πλαίσιο (δομές, θεσμούς, συστήματα, πολιτικές). Δηλαδή, ένα επιστημονικό παράδειγμα κλειστό στην ανατροπή ή την αλλαγή του, γιατί το αντίθετο θα οδηγούσε στην ανατροπή/αλλαγή όλου του συστήματος διαχείρισης τόσο των υποκειμένων με τα οποία ασχολείται ο επαγγελματίας, όσο βέβαια (αυτό είναι και το ιδιαίτερο στη θεωρία αυτή) και της λογικής διαχείρισης, προσαρμογής και αφομοίωσης του ίδιου του επαγγελματία. Η ελευθερία του ανθρώπου σε επίπεδο δημιουργίας, παραγωγής νέας γνώσης, εφαρμογής νέων πρακτικών και αναζήτησης ανθρωπίνων αξιών αποτρέπεται από τους όρους του ίδιου του παραδείγματος, τις εφαρμογές του και την ιδεολογία που υπηρετεί.

Ο εργαζόμενος εισέρχεται συνήθως στο δημόσιο επαγγελματικό βίο εκπαιδευμένος στη λογική ότι δεν θα είναι δημιουργικός, δεν θα επινοεί, δεν θα συνδιαμορφώνει το πλαίσιο, τις σχέσεις, την οργάνωση, γιατί όλα αυτά είναι ήδη παγιωμένα και θεσμοθετημένα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης και ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, που υπακούει σε συγκεκριμένες και προκαθορισμένες πολιτικές αλλά και επιστημονικές θεωρήσεις. Γνωρίζει ότι για να υπάρξει και να γίνει αποδεκτός σαν επαγγελματική οντότητα, δηλαδή για να επιβιώσει επαγγελματικά, θα πρέπει να συμμορφωθεί στους κανόνες και να κινείται με τους όρους ενός προϋπάρχοντος πλαισίου. Να αποδεχτεί και να ενσωματωθεί σε μια συγκεκριμένη εσωτερική κατανομή εργασίας και σχέσεων εξουσίας (καθηκοντολόγιο). Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη πλήρους απανθρωποποίησης αλλά και αποποίησης από το ίδιο το άτομο της βασικής του ανθρώπινης ιδιότητας, δηλαδή της ελευθερίας για ατομική και συλλογική δημιουργία. Αυτή είναι και η έσχατη μορφή της αποξένωσής του από την ίδια του τη φύση.

Η αλλοτρίωση επέρχεται έτσι ως μια κατάσταση που καθιστά το υποκείμενο επικυρωμένο πλέον αντικείμενο μιας ψυχολογικής θεωρίας, η οποία για να νομιμοποιηθεί αλλά και για να ανταποκριθεί στην ιδεολογική της αποστολή θα πρέπει να πιστοποιήσει, μιμούμενη έναν άκριτο θετικισμό, την ουδετερότητα και αντικειμενικότητά της με την κατασκευή ειδικών μεθοδολογικών εργαλείων και την πραγματοποίηση πληθώρας ερευνών.

Δεν είναι λοιπόν ο επαγγελματικός χώρος ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες καθαυτές η αφετηρία της αλλοτρίωσής μας, είναι ο τρόπος που συναντάμε και εμπλεκόμαστε στη συγκεκριμένη δομή, με τους προ- και ετεροκαθορισμένους στόχους που αυτή εξυπηρετεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται.

Ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο δημόσιο τομέα είναι γνωστό το αξίωμα ότι «το άτομο αλλάζει και όχι το σύστημα», όπως επίσης και η κυρίαρχη αντίληψη ότι  «αλλάζει το άτομο και όχι η δομή». Σε κάθε περίπτωση, το επιδεχόμενο μεταβολή είναι το άτομο, δηλαδή αυτό που πρέπει να προσαρμοστεί στη λογική και τη λειτουργία μιας δομής. Το άτομο που στην περίπτωσή μας είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος, ο οποίος αναγνωρίζεται επιπλέον ως το πάσχον υποκείμενο που χρήζει βοήθειας, θεραπείας ή υποστήριξης. Με λίγα λόγια, στις πολιτικές που διέπουν τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών ενυπάρχουν και οι όροι διαχείρισης, όχι μόνον των πολιτών που προσφεύγουν σε αυτές, αλλά και των εργαζομένων που τις στελεχώνουν. Η αποδοχή αυτών των όρων είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ίδιας της ανελευθερίας τους, δηλαδή του υπαρξιακού τους περιορισμού και της αλλοτρίωσής τους. Η συνθήκη αυτή καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις όχι μόνον της αφομοίωσης στο υπάρχον αλλά και της αναπαραγωγής του. Αλλαγές που επιτρέπονται ή γίνονται ανεκτές είναι αλλαγές που δεν ακυρώνουν ή δεν ανατρέπουν το ιδεολογικά-επιστημονικά αρτηριοσκληρωτικά δομημένο σχήμα. Οι κυρίαρχες πολιτικές Παιδείας και Υγείας π.χ. επιβάλλουν την αφομοίωση των εμπλεκομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες του συστήματος και όχι πηγή  δημιουργίας, αλλαγών, ανατροπών και αναζήτησης θεωριών και πρακτικών που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες -πραγματικές και όχι κατασκευασμένες- ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα ως διαχειριστή των ανθρώπινων αναγκών αλλά και οι «λειτουργοί» εκείνοι που αφομοιώνονται σε αυτό και αποδέχονται την υπαρξιακή τους ακύρωση. Δεν αρκεί, ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ως τέτοιος για την εξήγηση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε μέρος ενός μηχανισμού. Είναι αυτός σε άμεση συνάρτηση με το επιστημονικό παράδειγμα, τις θεωρίες και τις πρακτικές  του.

Στον ιδιωτικό τομέα, που λειτουργεί με καθαρά κερδοσκοπικούς κανόνες, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, η αλλοτρίωση είναι ακόμη πιο ορατή, καθώς επιπροσθέτως η υγεία, η κοινωνική φροντίδα και η εκπαίδευση μετατρέπονται από κοινωνικά αγαθά σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας συμβαδίζουν με τη συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας και καθολικής φροντίδας υγείας, καθώς και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε εξωνοσοκομειακές και νοσοκομειακές υπηρεσίες, η αναπτυσσόμενη αγορά στον τομέα της ψυχικής υγείας (ψυχοπάζαρο) και η παραπαιδεία στον τομέα της εκπαίδευσης είναι οι χώροι όπου πλέον ο άνθρωπος και οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας και πολλές φορές αισχροκέρδειας. Η απασχόληση στην ελεύθερη αγορά, με κατασκευασμένες πολλές φορές ανάγκες, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ, μια δραστηριότητα ικανοποίησης  αναγκών των συνανθρώπων μας αλλά το μέσο για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους. Δηλαδή, η αποξένωση εδώ δεν προκύπτει από τη λεγόμενη επιβάρυνση από τον ανθρώπινο πόνο ή ανάγκη, αλλά από τη στυγνή μετατροπή τους σε χρηματική αξία. Η πιο χυδαία μορφή της αλλοτρίωσης. Και όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα αναφέρεται στην καταπολέμηση του Burnout, όπως συμβαίνει ήδη με διάφορα κερδοσκοπικά κέντρα, τότε ακόμα και η χυδαιότητα του συστήματος γίνεται εμπορεύσιμη. Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλες  επιχειρήσεις και διεθνή μονοπώλια χρησιμοποιούν πολλές φορές τη θεωρία του Burnout και τα εργαλεία της για τη χειραγώγηση, την προσαρμογή και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Επιδιώκουν δηλαδή την ψυχολογικοποίηση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Burnoutπληρεί εκείνα τα επιστημολογικά κριτήρια που, στα πλαίσια του κυρίαρχου ορθολογιστικού συστήματος σκέψης, της επιτρέπουν να σταθεί στο επιστημονικό-ψυχολογικό τοπίο και να ενεργεί σε αυτό ως αποδεκτό επιστημονικό θεωρητικό μοντέλο. Δηλαδή συντίθεται από μία αιτιολογική, μια διαγνωστική και μία θεραπευτική-αποκαταστασιακή διάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της, όμως, είναι ότι αναφέρεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες, δομές ή οργανισμούς που προσφέρουν υπηρεσίες στον άνθρωπο. Η ψυχολογικοποίηση, δηλαδή η ενοχοποίηση του ατόμου ή του απομονωμένου -από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα- πλαισίου εργασίας, η «ουδέτερη» και «αντικειμενοποιημένη» τους αποτύπωση, ολοκληρώνονται μέσα από τη μετατροπή του ίδιου του εργαζόμενου σε πάσχον υποκείμενο. Από αυτό το σύστημα σκέψης και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις προκύπτουν και οι τεχνικές αντιμετώπισης. Από τις αλλαγές στο άτομο ή την ομάδα μέχρι τη «βελτίωση» του εργασιακού περιβάλλοντος ή την εξαγορά της επιβάρυνσης από τον συνάνθρωπο με υλικά και ψυχικά κίνητρα και επιδόματα. Κατασκευάζονται διαγνωστικά-θεραπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται εκτενώς σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. [3]

Πέραν αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να επιμείνουμε στον κοινό τόπο μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών μοντέλων. Σε αυτόν ακριβώς παρατηρούμε ότι: α) η επαγγελματική εξουθένωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής  δραστηριότητας, β) αναφέρεται σε επαγγελματίες που εργάζονται κύρια στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, γ) εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, στον τομέα της υγείας αλλά και της ψυχικής υγείας, δ) χαρακτηρίζεται από την ιατροκεντρική λογική και με βάση αυτή παρατηρούνται, εντοπίζονται, καταγράφονται, διαγιγνώσκονται και κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης (σωματικά, ψυχολογικά, συμπεριφορικά), καθώς και οι θεραπευτικές πρακτικές για την αντιμετώπισή τους, ε) δεν συμπεριλαμβάνει, στους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου που κατασκευάζει, το επιστημονικό υπόδειγμα που προσδιορίζει τις πρακτικές, τις δομές και τη λειτουργία τους, τις σχέσεις των επαγγελματιών μεταξύ τους ή με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν· πρόκειται ακριβώς για εκείνο το υπόδειγμα που θεωρείται σταθερό και αμετάβλητο αναδεικνύοντας την «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητά» του σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα όλης της θεωρίας, στ) το άτομο αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται αυτό, αποσπώνται και αυτονομούνται αυθαίρετα από το εκάστοτε ιστορικό-πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και ζ) ο ανθρώπινος πόνος, η φροντίδα του πάσχοντα ή η κάλυψη αναγκών των συνανθρώπων μας θεωρούνται ως οι κύριοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Δηλαδή, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη αποκτούν αιτιολογικά χαρακτηριστικά ως προς την πρόκληση καθαυτού του φαινόμενου της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Η φροντίδα και η προσφορά στον άνθρωπο εκλαμβάνονται a priori ως μία παθογόνος συνθήκη, η οποία προκαλεί συγκεκριμένα «συμπτώματα» και διαμορφώνει την «κλινική εικόνα» στη διαταραχή του Burnout!!! Η ανάδειξη της απασχόλησης με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη σε παθογενετικό παράγοντα και η νοσογραφική της αποτύπωση μόνον την υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη φύση του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει. Αυτό αποκαλύπτει και τη μετατροπή της αλλοτρίωσης σε ψυχολογική διαταραχή.

Τα θεωρητικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή του υποκειμένου σε  αντικείμενο, ανεξάρτητα αν χαρακτηρίζονται ως βιολογικά, ψυχολογικά, βιοψυχοκοινωνικά ή «εναλλακτικά-κριτικά» (όπως π.χ. η λεγόμενη Ανάλυση Λόγου, το θεσμοθετημένο «επιστημονικό κουτσομπολιό») ενισχύουν νομοτελειακά τη διεργασία αλλοτρίωσης, δηλαδή την αποξένωσή μας από τον άλλον και ταυτόχρονα από τον εαυτό μας.

Η ειδοποιός διαφορά της θεωρίας του Burnout από τις άλλες ψυχολογικές θεωρίες είναι ότι σε αυτή αντικειμενοποιείται και μετατρέπεται ο ίδιος ο ειδικός/επαγγελματίας σε εν δυνάμει πάσχον υποκείμενο εξ αιτίας της απασχόλησής του με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστική στιγμή ενός αυτό-εγκλωβισμού!!! Έτσι, ως πάσχουσα πλέον οντότητα θα πρέπει να τύχει εκείνης της φροντίδας ή της διαχείρισης που μέχρι πρότινος επιφύλασσε για τους άλλους. Επικυρώνονται, λοιπόν, η οικουμενικότητα της θεωρητικής κατασκευής και η  καθολικότητα των εργαλείων και τεχνικών αντιμετώπισης μιας κατασκευασμένης κλινικής εικόνας. Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης ολοκληρώνεται χωρίς να θυσιάζεται το επιστημονικό παράδειγμα και χωρίς να θίγεται το θεσμικό και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός τρόπος σκέψης συμβάλλει ώστε και εμείς, είτε ως  μαθητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως εκπαιδευτές, είτε ως επαγγελματίες σε διάφορες υπηρεσίες να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιούμε τον τρόπο με τον οποίο υφιστάμεθα τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Εσωτερικεύουμε –ό,τι χειρότερο- όλη αυτή τη λογική της αλλοτρίωσης και γινόμαστε όχι μόνον αποδέκτες αλλά και φορείς της. Ιδιαίτερα αισθητή είναι αυτή η συνθήκη στο χώρο των σημερινών πανεπιστημίων ο οποίος, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, αναπαράγει την επιστημονική κληρονομιά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να την αφοπλίζει ακόμα και από τα νεωτερικά στοιχεία που κάποτε τη χαρακτήριζαν. Εξαιτίας δε της κατασκευής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων έξω από το πεδίο της αναζήτησης της γνώσης και της κοινωνικής χρησιμότητας ο μεν πανεπιστημιακός βολεύεται σε μια δουλειά και σε μια απαξιωμένη πλέον κοινωνικά θέση, οι δε φοιτητές συναινούν στην καταστροφή της πιο δημιουργικής περιόδου της ζωής τους με αντάλλαγμα ένα πτυχίο. Συμμορφώνονται και υποτάσσονται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση επαγγελματικής αποκατάστασης και μάλιστα σε μια κατεύθυνση σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και όχι με την κοινωνία και τον άνθρωπο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ως προς την αναγνώριση και κατάταξη του Burnout στις επαγγελματικές ασθένειες και την κατάταξη επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτές στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ακραίο δε παράδειγμα  αλλοτρίωσης είναι αυτό που συναντάμε στο χώρο της ψυχικής υγείας. Όπου για παράδειγμα, στα πλαίσια αναπαραγωγής του μύθου για την επικινδυνότητα του πάσχοντος υποκειμένου, υποχρεούται ή εξαναγκάζεται ο νοσηλευτής να καθηλώσει τον συνάνθρωπό του. Θεωρείται -και από τους συνδικαλιστές πολλές φορές- ότι ασκεί ένα «βαρύ και ανθυγιεινό» επάγγελμα και όχι μια αυθαίρετη και στυγνή πράξη βίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό μοντέλο το οποίο και μεταφράζει με τον «επιστημονικό» του λόγο την άσκηση βίας σε απολιτική, αποϊδεολογικοποιημένη  και ουδέτερη «θεραπευτική πράξη». Αντί λοιπόν  να διεκδικούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υποστήριξη των συνανθρώπων μας με σεβασμό στην προσωπικότητά τους, στα δικαιώματά τους και στην αξιοπρέπειά τους, αναπαράγονται συνθήκες βίας, ενοχοποιούνται άνθρωποι που βιώνουν δυσκολίες στη ζωή τους και γίνονται κυριολεκτικά αντιληπτοί ως αιτία πρόκλησης επιβαρυντικών συνθηκών για τους εργαζόμενους. Με την ολοκληρωτική παράδοση του εμπλεκομένου σε αυτή τη διεργασία αποξένωσης και την απουσία κάθε αντίστασης προκύπτει και το ιδεολογικό παράδοξο που συναντούμε ως πρακτική στους ψυχιατρικούς χώρους, το γνωστό  «Το πρωί καθηλώνουμε, το βράδυ διαδηλώνουμε».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, αποκτά η ερευνητική έξαρση και οι συζητήσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα για τις Μ.Ε.Θ. (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) ή τις Μ.Α.Θ. (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας). Με πλήρη «επιστημονική» κάλυψη και με την ενεργοποίηση  της θεωρίας του Burnout μεταλλάσσονται, ως εκ θαύματος, οι εξοντωτικές συνθήκες  εργασίας ή η διαρκής έλλειψη προσωπικού και οι απαράδεκτες πολιτικές υγείας -τόσο γενικά στον τομέα υγείας όσο και στον ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα των εντατικών- σε ψυχολογικό πρόβλημα των εργαζομένων (ιατρών και νοσηλευτών). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικής χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας, δηλαδή της ενοχοποίησης των εργαζομένων, της ατομίκευσης του προβλήματος και της αυθαίρετης απόσπασής του από το συνολικό του πλαίσιο (σύστημα υγείας, πολιτικές υγείας). Και όταν το πρόβλημα γίνει αποδεκτό ως ψυχολογικό, τότε η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, άρα και η αποξένωση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην Ψυχολογία-Ψυχοθεραπεία (ομάδες, βιωματικά, ψυχολογική υποστήριξη) ή στην εξαργύρωση της επιβάρυνσης με  άλλα ανταλλάγματα. Μία προσβολή και απαξίωση τόσο των εργαζομένων όσο και της αξίας της ζωής των ίδιων των περιθαλπόμενων. Κατασκευάζονται έτσι συνθήκες που δεν σέβονται ούτε τους λειτουργούς υγείας, ούτε τους νοσηλευόμενους. Κατ’ επέκταση, γίνονται αποδεκτές εκείνες οι πολιτικές υγείας που απαξιώνουν συστηματικά τη δημόσια υγεία και δημιουργούν τις συνθήκες για την προώθηση της εμπορευματοποίησής της· της μετατροπής ενός αγαθού από  ανθρώπινο δικαίωμα σε εμπόρευμα με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η καθολικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξάνεται γεωμετρικά ο ιδιωτικός τομέας. [4]

Άπειρα είναι επίσης τα παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές-επιμορφωτικές πολιτικές διαφορών οργανισμών που ασχολούνται με τον ψυχοκοινωνικό τομέα (εξαρτήσεις, ψυχική υγεία, κ.λπ.). Εδώ μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του νέου αλλά και του παλαιού προσωπικού (κατά προτίμηση ομαδική/βιωματική) καταλαμβάνει η πρόληψη ή η αντιμετώπιση του «καταγεγραμμένου» Burnout. To ιδεολογικά ζητούμενο σε αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι η ενεργοποίηση του ατόμου, η δημιουργική του εμπλοκή και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά η συναίνεσή του ότι αποτελεί ένα εν δυνάμει «πρόβλημα» σε ένα εξ ορισμού επιβαρυντικό περιβάλλον. Η διαπίστωση του κινδύνου ανοίγει εντέχνως τον δρόμο της ψυχολογικοποίησης και της θεραπευτικής αιχμαλωσίας. Ο διαθέσιμος θεραπευτικο-τεχνολογικός εξοπλισμός είναι πλούσιος. Έτσι μετατρέπεται σε πρόταγμα η «ανάπτυξη» και «ωρίμανση» του υποκειμένου μέχρι του σημείου της πλήρους αφομοίωσης των θεωριών και πρακτικών του πλαισίου, δηλαδή της συμμόρφωσής του σε ένα παγιωμένο πλαίσιο. Ενώ δηλαδή πιστοποιείται η παθογένεια του περιβάλλοντος, ενοχοποιείται ταυτόχρονα ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη. Η αναγνώριση αυτής της επιβάρυνσης ανταμείβεται και προβάλλει το συνδικαλιστικό αίτημα των επιδομάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις επιπλέον μέρες άδειας ετησίως για την «επαγγελματική εξουθένωση» στους εργαζόμενους σε δομές του ΟΚΑΝΑ). Επί πλέον πραγματοποιούνται σεμινάρια, αναλύονται οι θεωρίες, περιγράφονται τα συμπτώματα, προτείνονται πρακτικές αντιμετώπισης και όλοι υποδύονται τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα του τέρατος της «Βαρεμάρας». Συνήθως βέβαια εγκαταλείπουν τα σεμινάρια περισσότερο κουρασμένοι από πριν και έτσι επιβεβαιώνονται εκ νέου οι προφητείες της συγκεκριμένης θεωρίας!!!

Δεν είναι τυχαίο που δεν συναντούμε πρακτικές που να προκύπτουν και να προτείνονται από αυτές τις θεωρίες και οι οποίες να οδηγούν τους εργαζόμενους στην ανατροπή ή στην κατάργηση του συστήματος, της δομής ή της υπηρεσίας που εργάζονται. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, κατάργηση θα σήμαινε και αμφισβήτηση των ίδιων των θεωρητικών-επιστημονικών μοντέλων στα οποία στηρίζονται. Επειδή όμως, όπως προανέφερα, αυτό δεν εμπεριέχεται στη λογική αυτής της θεωρίας περιορίζεται κανείς σε διακοσμητικού τύπου αλλαγές. Αλλαγές ή καταργήσεις δομών συναντούμε τις περισσότερες φορές με δημοσιονομικά κριτήρια στα πλαίσια της υποβάθμισης π.χ. των υπηρεσιών Υγείας ή Παιδείας και της ιδιωτικοποίησής τους. Αναφερόμαστε δηλαδή  στη συντήρηση τόσο των ίδιων των  δομών-θεσμών όσο και στη συντήρηση των διαχειριστών τους. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της θεωρίας της «επαγγελματικής εξουθένωσης»: η συντήρηση των διαχειριστών της συντήρησης και κατ’ επέκταση η συντήρηση του ίδιου του συστήματος.

Η θυματοποίησή του ατόμου από τον πόνο ή την ανάγκη του συνανθρώπου του είναι το μέσο ολοκλήρωσης της αλλοτρίωσής του από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην κλασική κατά τον Μαρξ αποξένωση του ανθρώπου από το δημιούργημά του, δηλαδή από το προϊόν που παράγει, έρχεται να προστεθεί η αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό βιώνοντας τον συνάνθρωπό του, δηλαδή και τον ίδιο, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Γι’ αυτό και η ίδια η θεωρία του Burnout είναι προϊόν της ίδιας της αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζει.


* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με θέμα: «Σύγχρονες Εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογίας και Ψυχολογία της Υγείας», Θεσσαλονίκη, 9-11.11. 2008.

** Αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., e-mail: trella@psy.auth.gr.

[1] FreudenbergerHJ. (1974). Staff burn-outJournal of Social Issues, 30, 159-165.

[2] Maslach, C. & Jackson S. E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of Organizational Behavior. 2, 99-113.

[3] Σε αυτή ακριβώς τη λογική παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίας πολυάριθμες έρευνες και δημοσιεύσεις αναφορικά με το Burnout. Διαπιστώνει κανείς μια συναίνεση ως προς την συμπτωματοκεντρική προσέγγιση  του ατόμου ή του πλαισίου, αποσπασμένα από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Τέσσερις είναι οι κυριότερες προσεγγίσεις: 1) Το μοντέλο τηςMaslach (Maslach & Jackson, 1981, ό.π.), γνωστό και ως «μοντέλο των τριών διαστάσεων», δηλαδή της συναισθηματικής εξάντλησης, της αποπροσωποίησης και της αδυναμίας προσφοράς, 2) Η προσέγγιση των Edelwich & Brodsky [Edelwich J., Brodsky A. (1980). BurnOut – Stages of Disillusionment in the Helping. New York: Human Sciences Press], οι οποίοι καταγράφουν την εξουθένωση ως διαδικασία που αποτελείται από τις φάσεις του ενθουσιασμού, της αδράνειας, της ματαίωσης και της απάθειας, 3) Το μοντέλο του Cherniss[Cherniss, C. (1980). Staff Burnout – Job Stress in the Human Services. Beverly Hills, California: Sage Publications, Inc], που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση όπου παρατηρείται στο άτομο το εργασιακό άγχος, η εξάντληση και η απάθεια, και 4) Η προσέγγιση των Pines & Aronson, [Pines, A. & Aronson, E. (1981). Career burnout. New York:MacMillan], οι οποίοι διευρύνουν τους τομείς επαγγελματικής εξουθένωσης εκτός από τον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς. Εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και  στο ψυχικό επίπεδο.

[4] «Η υγεία είναι ένα υπαρξιακό αγαθό. Είναι μία αξία χρήσης, η οποία στις κοινωνίες μας είναι συλλογική και δημόσια – όμοια με τον αέρα, το πόσιμο νερό, την εκπαίδευση ή την ασφαλή μετακίνηση και τη δικαστική ασφάλεια. Η φροντίδα υγείας είναι μία κοινωνική ανάγκη. Και η κοινωνική οργάνωση της φροντίδας υγείας πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς αυτή την ανάγκη – και όχι προς άλλους στόχους και συμφέροντα τα οποία καθορίζονται από την αγορά και τα κέρδη.» [Deppe, H. U. (2007). Παρούσα κατάσταση και προοπτικές των καθολικών συστημάτων υγείας. Κοινωνία & ψυχική Υγεία, 6ο τεύχος, σ. 17].

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

Η ανάγκη για το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης για το ζήτημα των ψυχοφαρμάκων ξεπερνά τα όρια της ψυχιατρικής. Aφορά την κοινωνία στο σύνολό της. Μια κοινωνία που καθοδηγείται και χειραγωγείται με τρόπο ώστε να πνίγει και να ναρκώνει την δυσφορία και τον πόνο που αναβλύζει στα σπλάγχνα της, μεταξύ άλλων και με ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά και κάθε είδους «νόμιμες» φαρμακευτικές ουσίες.

Το κοινωνικό πρόβλημα από την τρέχουσα χρήση του ψυχοφάρμακου είναι διττό : αφορά, αφενός, τα οικονομικά συμφέροντα και την κερδοφορία των γιγάντιων φαρμακευτικών εταιρειών και αφετέρου, τη χρήση του ψυχοφάρμακου ως ενός εργαλείου κοινωνικού ελέγχου. Το πρόβλημα αυτό και στις δύο του διαστάσεις, αντανακλάται και επικαθορίζει το ίδιο το θεραπευτικό πεδίο.

Το γεγονός ότι τα ψυχοφάρμακα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης – αρκεί να είναι σαφές ότι είναι ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα (που βοηθάει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) και όχι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ψυχικής διαταραχής.

Το πρόβλημα αρχίζει από το σημείο που εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί μια κακοήθης διαπλοκή ανάμεσα στην συγκρότηση και επικράτηση ενός «βιολογικού μοντέλου» στην ψυχιατρική (που μεταφράζεται, στο θεραπευτικό πεδίο, ως ένα «φαρμακευτικό μοντέλο») και στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να αυξήσουν όσο γίνεται περισσότερο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους από την με κάθε τρόπο προώθηση των προϊόντων τους.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΦΕΡΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ

Είναι γνωστό ότι η έρευνα των δραστικών/θεραπευτικών ουσιών, η παραγωγή και η εμπορική τους διάθεση δεν ήταν ποτέ στα χέρια του κράτους, ούτε (η έρευνα) στα χέρια των πανεπιστημίων ως ανεξάρτητων φορέων. Γινόταν, πάντα, από ιδιωτικές επιχειρήσεις (σήμερα μερικές από αυτές είναι από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παγκοσμίως) με κίνητρο το κέρδος.

Οπως έγραψε ο Irvin Cohen, που πρώτος έθεσε σε δοκιμή το Librium, “η ιστορία των βενζοδιαζεπινών (Valium κλπ) αποτελεί, βασικά, ένα μοντέλο του πώς ένας θεραπευτικός παράγοντας επινοείται και προωθείται από ένα φαρμακοβιομήχανο, που απλώς αναζητάει ένα φάρμακο ανώτερο από άλλα που είναι ήδη στην αγορά” (1). Η έρευνα των πανεπιστημιακών επιστημόνων ήταν πάντα, στον ένα στον άλλο βαθμό, χρηματοδοτημένη από τις εταιρείες, σε μια σχέση αμοιβαίου οφέλους.

Μόνο όποιος εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να δει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η νομοτελειακή ανάγκη της εταιρείας να προωθήσει το προϊόν της και να κερδίσει από αυτή την προώθηση. Και όχι απλώς να κερδίσει, αλλά και να εξάγει ένα αυξημένο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το κεφάλαιο που έχει επενδύσει. Είναι επόμενο ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία, θα γίνει η κάθε δυνατή προσπάθεια να πεισθεί ο καταναλωτής για την ποιότητα του προϊόντος και ότι θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο επηρεασμού της «επιλογής» του, θεμιτό και αθέμιτο.

Το γεγονός ότι μεσολαβούν ελεγκτικοί μηχανισμοί για την καταλληλότητα του φαρμάκου, τις παρενέργειές του και τους κινδύνους από τη χρήση του (έτσι ώστε να δοθεί ή όχι άδεια κυκλοφορίας με συγκεκριμένες, κάθε φορά, ενδείξεις), δεν αποτελεί ασφάλεια για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι η φαρμακευτική εταιρεία έχει τα μέσα να επηρεάζει όχι μόνο την έρευνα και την παραγωγή επιστημονικών εργασιών, που επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, ελαχιστοποιώντας ή και αποκρύπτοντας τις παρενέργειες και τους κινδύνους, αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς / αδειοδοτικούς μηχανισμούς, μέσα από ένα πολυδαίδαλο δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς, που υφαίνεται γύρο από τα τεράστια κονδύλια των εταιρειών  για δωροδοκία και εξαγορά όλων των κομβικών σημείων στην διακίνηση και προώθηση του φαρμάκου – με πρώτους, μια μεγάλη  μερίδα γιατρών.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

Δεν είναι μόνο ότι οι πολυεθνικές του φάρμακου έχουν συμβάλλει στην πρωτοκαθεδρία, στις μέρες μας, της βιολογικής κατεύθυνσης στην ψυχιατρική, αλλά έχουν, επίσης, συμβάλλει και στον αποικισμό της ίδιας της λεγόμενης «κοινωνικής» ψυχιατρικής από την πρωτοκαθεδρία του φάρμακου. Η πλειοψηφία των ψυχιάτρων, αλλά και των γιατρών άλλων ειδικοτήτων, είναι πεπεισμένη (και εκπαιδεύεται να είναι πεπεισμένη) για την μονοδιάστατη βιολογική βάση της ψυχικής δυσφορίας / αρρώστιας / διαταραχής, ως δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, την οποία μπορεί κανείς να επιδιορθώσει διαμέσου του φάρμακου. Αυτή η «προδιάθεση» (που στην ακραία, δογματική εκδοχή της, ισοδυναμεί με καθαρή δειδαιμονία και προκατάληψη) παγιώνεται από τη δράση των εταιρειών και των τεράστιων κονδυλίων που διαθέτουν για τον επηρεασμό των γιατρών.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, στις μέρες μας, αυτά τα ψυχοφάρμακα έχουν τέτοια πέραση, που η πλειοψηφία των ασθενών βλέπει τους γιατρούς κυρίως ως «ενδιάμεσους» διαρκώς νεώτερων προϊόντων με μαγικές δυνατότητες, παρά ως θεραπευτές, ικανούς να χρησιμοποιήσουν την  ίδια τη σχέση γιατρού – ασθενή θεραπευτικά.

Σκοπός των εταιρειών δεν είναι, φυσικά, απλώς η μονοπώληση, από το φάρμακο, της θεραπείας των επίσημα διαγνωσμένων ως πασχόντων από μια ψυχική διαταραχή, αλλά η διάχυση του φαρμάκου στον γενικό πληθυσμό, διαμέσου όλων των ιατρικών ειδικοτήτων και ιδιαίτερα αυτών που εμπλέκονται στην πρωτοβάθμια υγεία και στη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων. Ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης «κοινωνικής ψυχιατρικής» δεν ανάγεται σε τίποτα περισσότερο «από την αδιαφοροποίητη και εκτεταμένη συνταγογράφηση των ψυχοφαρμάκων στον πληθυσμό», (2) μέσα από τις ίδιες τις κοινοτικές υπηρεσίες, που υποτίθεται ότι θα αναδείκνυαν, στην αντίληψη και στην πρακτική τους, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του ψυχικού πόνου (ενάντια στην αναγωγική/απλοποιητική προσέγγιση της ιδρυματικής – νοσοκομειακής ψυχιατρικής).

ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ-ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΠΟΥΣ 

Η επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να διαδώσουν όσο γίνεται περισσότερο και να κάνουν απαραίτητο για τον καθένα, το κάθε είδους «χάπι της ευτυχίας», συμπίπτει με τις κεντρικές κατευθύνσεις της σύγχρονης βιοπολιτικής, για τον έλεγχο του πληθυσμού. Μέσα στον ορυμαγδό των διεθνών οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της φετεινής χρονιάς, δεν έγιναν όσο έπρεπε αντιληπτές μερικές εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις, που έχουν σχέση με την επιδίωξη της περαιτέρω ενδυνάμωσης της παντοκρατορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου, διαμέσου της διαπλοκής τους με μια από τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις στην ιστορία του καπιταλισμού, την κυβέρνηση Μπους.

Ηδη πριν από τις πρόσφατες εκλογές στις ΕΠΑ, η κυβέρνηση Μπους ανακοίνωσε ότι προωθεί ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα «ψυχικής υγείας», που αφορά τον έλεγχο όλου του πληθυσμού των ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων όλων των παιδιών – και αυτών της προσχολικής ηλικίας – για την πιθανότητα «ψυχικών διαταραχών», ήδη παρόντων, ή με προδιάθεση ν΄ αναπτυχθούν στο μέλλον, έτσι ώστε τα παιδιά αυτά να κάνουν «έγκαιρη θεραπεία» με ψυχοφάρμακα, αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά.(3)

Όπως αποκάλυψε το περιοδικό “British Medical Journal”(BMJ), στις 19 Ιουνίου, η κυβέρνηση Μπους είχε ορίσει, τον Απρίλιο του 2002, μια Επιτροπή, με το όνομα «Πρωτοβουλία Νέας Ελευθερίας» (New Freedom Initiative) με σκοπό να κάνει μια πλήρη μελέτη του συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας των ΕΠΑ. Η Επιτροπή εξέδωσε τις συστάσεις της, τον Ιούλιο του 2003 και η κυβέρνηση Μπους  έδωσε οδηγίες σε περισσότερους από 25 ομοσπονδιακούς φορείς ν΄ αναπτύξουν ένα σχέδιο εφαρμογής βασισμένο πάνω σ΄ αυτές τις συστάσεις. (4)

Οι  προτάσεις της Επιτροπής συνοψίζονται στον ολοκληρωτικό έλεγχο (screening), από πλευράς ψυχικής υγείας, των «καταναλωτών όλων των ηλικιών». Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτό είναι αναγκαίο γιατί «παρά την συχνότητά τους, οι ψυχικά διαταραχές συχνά δεν διαγιγνώσκονται». (5)

Ο πρόεδρος της Επιτροπής, ψυχίατρος Graham Emslie, δήλωσε ότι «κάθε χρόνο μικρά παιδιά διώχνονται από το νηπιαγωγείο και τους παιδικούς σταθμούς λόγω εξαιρετικά διαταρακτικών συμπεριφορών και συναισθηματικών διαταραχών». «Υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι αν ταυτοποιήσεις, σ΄ ένα πρώιμο στάδιο, τα παιδιά που είναι επιθετικά, μπορείς να παρέμβεις… και ν΄ αλλάξεις την διαδρομή της ζωής τους». (6)

ΤΟ “TEXAS PROJECT”

Ο Gr. Eslie είναι αυτός που είχε επιμεληθεί της ανάπτυξης του γνωστού ως «πιλοτικού προγράμματος του Τέξας», πάνω στο οποίο βασίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους.(7) Το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα είναι γνωστό ως “Texas Medication Algorithm” (TMAP) και είχε εφαρμοστεί από τον Μπους, όταν ήταν κυβερνήτης του Τέξας, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και στο σωφρονιστικό σύστημα (φυλακές) της πολιτείας αυτής, με την χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων και αρκετών μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών και με τη θερμή υποστήριξη της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΑΡΑ), που είχε καλέσει για την αύξηση της χρηματοδότησης για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Οπως δήλωσε ο διευθυντής του τομέα έρευνας της ΑΡΑ, «αυτό που είναι καλό με το ΤΜΑΡ, είναι ότι αποτελεί ένα λογικό σχέδιο βασισμένο πάνω σε στοιχεία για την αποτελεσματικότητα από κλινικές δοκιμές».

Το ΤΜΑΡ προωθεί τη χρήση των νέων και πανάκριβων αντιψυψωσικών και αντικαταθλιπτικών για την θεραπεία, μεταξύ άλλων, των παιδιών σχολικής ηλικίας, στα οποία έχει τεθεί η διάγνωση «προβλήματα συμπεριφοράς».

Οπως έγραψε το British Medical Journal, το σχέδιο που προτείνει η Επιτροπή που όρισε ο Μπους, ξεκινά με μια μεγαλόστομη διακήρυξη υπέρ της «πλήρους ενσωμάτωσης των ψυχικά πασχόντων στην κοινότητα, με την παροχή υπηρεσιών στην κοινότητα, παρά σε ιδρύματα» («Progress Report” της “New Freedom Initiative”, Μαρτίου 2004).(8) Και προχωρά να εξηγήσει τι εννοεί με αυτό.

Προτείνει την «σύνδεση του ελέγχου (screening) με θεραπεία και υποστηρικτικά συστήματα”, μεταξύ άλλων και “legge artis θεραπείες”, που χρησιμοποιούν «ειδικά φάρμακα για ειδικές συνθήκες». Η Επιτροπή συστήνει το ΤΜΑΡ, ως ένα μοντέλο σχεδίου φαρμακευτικής θεραπείας, που δείχνει μια «βασισμένη στη εμπειρία πρακτική (evidence based practice) που οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα στους καταναλωτές».(9)

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Ωστόσο, το Texas project ήρθε μ΄ ένα εκκωφαντικό τρόπο στο προσκήνιο της δημοσιότητας στις ΕΠΑ όταν φέτος, στις 15 Μαϊου, ο Allen Jones, ένας αξιωματούχος του Γραφείου του Γενικού Επιθεωρητή (Inspector General) στην Πενσυλβάνια, που συμμετείχε στην εφαρμογή, σ΄ αυτή την πολιτεία, μιας εκδοχής αυτού του προγράμματος, αποκάλυψε ότι «ανώτεροι υπάλληλοι σε κρίσιμα πόστα για την υλοποίηση του σχεδίου χορήγησης των φαρμάκων, έλαβαν χρήματα και δώρα από τις φαρμακευτικές εταιρείες που ενδιαφέρονται  για τον φαρμακευτικό αλγόριθμο». (10) O Jones απολύθηκε, γι΄αυτές τις αποκαλύψεις του, στα μέσα του Ιουνίου.

Ο Jones είχε δηλώσει, τότε, ότι «η ίδια πολιτικο-φαρμακευτική συμμαχία, που βρίσκονταν πίσω από το ΤΜΑΡ, χρησιμοποιούσε την «New Freedom Commission», για να ενισχύσει το ΤΜΑΡ ώστε να γίνει ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για την θεραπεία των ψυχικών διαταραχών με ακριβά και πατενταρισμένα φάρμακα, που έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και θανάσιμες παρενέργειες και να αναγκάσει τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να πληρώνουν αυτά τα φάρμακα».

Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΡΔΗ

Για να καταλάβει κανείς τι διακυβεύεται στο ζήτημα της φρενήρους προσπάθειας των φαρμακευτικών εταιρειών για την αύξηση της διάδοσης των νεώτερων ψυχοφαρμάκων, αρκεί να συγκρίνει το κόστος της θεραπείας με ένα παλιό αντιψυχωτικό (το Aloperidin), με αυτό των νεώτερων, λεγόμενων «άτυπων» αντιψυχωτικών, τα οποία, ενώ δεν έχουν μεγαλύτερη (αντίθετα, συνήθως, ίση ή μικρότερη) αποτελεσματικότητα από το Aloperidin (το οποίο χρησιμομοιούν πάντα ως σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης), παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι δεν έχουν, ή έχουν σε μικρό βαθμό, τις πολύ ενοχλητικές παρενέργειες του πρώτου, ιδιαίτερα αυτές που προέρχονται από το εξωπυραμιδικό σύστημα (τρόμος, ακαθησία, δυστονία κλπ, αλλά και την εξαιρετικά σοβαρή όψιμη δυσκινησία) και έτσι γίνονται περισσότερο ανεκτά από τους ασθενείς (χωρίς αυτό, φυσικά, να είναι πάντα ο κανόνας, δεδομένου ότι και αυτά έχουν παρενέργειες και, εν πάσει περιπτώσει, ακόμα και γι΄ αυτά τα «άτυπα», που κυκλοφορούν αρκετά χρόνια τώρα, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να διαπιστωθεί πραγματικά η τυχόν δυσμενής επίδρασή τους). Υπολογίζοντας την αντιστοιχία της δοσολογίας ανάμεσα στα διαφορετικά φάρμακα, με ισοδύναμη δοσολογία, η μηνιαία θεραπεία με Aloperidin στοιχίζει 5 Ε,ενώ με τα νεώτερα Risperdal και Zyprexa στοιχίζει 189 και 330 Ε αντίστοιχα.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η ολανζαπίνη (Zyprexa), που φιγουράρει ως πρώτης γραμμής φάρμακο στο ΤΜΑΡ, είχε έσοδα από τις παγκόσμιες πωλήσεις της, το 2003, 4.28 δισ. δολλάρια, αποτελώντας το πρώτο σε πωλήσεις φάρμακο της Elli Lilly. Τα έσοδα  από την ολανζαπίνη ανήλθαν σε περισσότερο από το ένα τρίτο των εσόδων από τις συνολικές πωλήσεις της Lilly. Σύμφωνα με τους New York Times (περσινό άρθρο του Gardiner Harris), 2.63 δισ. δολλάρια ήταν τα έσοδα από τις πωλήσεις της ολανζαπίνης στις ΕΠΑ, εκ των οποίων, το 70% πληρώνεται από κρατικές υπηρεσίες (Medicare, Medicaid). (11)

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Κύκλοι μέσα από το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (γύρο από τον γερουσιαστή Ron Paul), δήλωναν, το Σεπτέμβρη, ευθαρσώς ότι «η φαρμακευτική βιομηχανία έπεισε τον πρόεδρο Μπους να υποστηρίξει τον υποχρεωτικό έλεγχο της κατάστασης ψυχικής υγείας κάθε παιδιού στις ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων αυτών της προσχολικής ηλικίας και συνεχίζει τώρα τις προσπάθειές της για να πείσει το Κογκρέσσο…Το σχέδιο αυτό δεν είναι παρά μια δυσκόλως υποκρυπτόμενη προσπάθεια των φαρμακευτικών εταιρειών να επιτύχουν μιαν ευρύτερη αγορά για τα πανάκριβα αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωτικά τους φάρμακα, βάζοντας την κυβέρνηση σε περιοχές της ζωής των Αμερικανών που μέχρι τώρα δεν της ανήκαν…Το πραγματικό όφελος για τις φαρμακευτικές εταιρείες θα είναι η αναγκαστική χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά, την οποία θα έχει ως αποτέλεσμα – όπως μάθαμε μ΄ ένα τραγικό τρόπο με τη Ritalin – ακόμα και όταν οι γονείς αρνούνται» (Kent Snyder, εκ μέρους της Liberty Committee, που ίδρυσε ο Paul).(12) Μάλιστα ο Paul επρόκειτο να καταθέσει μια τροπολογία ενάντια στην συμπερίληψη στον σχετικό οικονομικό προϋπολογισμό για το 2005, του σχεδίου για τον υποχρεωτικό έλεγχο και χορήγηση ψυχοφαρμάκων στα παιδιά. (για την ριταλίνη βλέπε παρακάτω, με αφορμή την επαναφορά της στη θεραπευτική πρακτική στην Ιταλία).

Γενικά, τα σχέδια του Μπους έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από όλο το πολιτικό φάσμα. Χαρακτηρίστηκαν ως η πιο ολοκληρωτικού χαρακτήρα προσπάθεια για να αναχθεί η διαφωνία, ή η «παρέκκλιση», σε παθολογία (σε ψυχική διαταραχή) –δεδομένου ότι, όπως υπολογίζει η επιτροπή, που συγκρότησε την πρόταση, διαμέσου των σχολείων και μόνο, θα μπορούν να ελέγξουν 52 εκατομμύρια μαθητές και 6 εκατομμύρια ενήλικες που δουλεύουν στα σχολεία. (13) Αλλοι τόνισαν ότι «αμφισβητούνται τα γονικά δικαιώματα πάνω στα παιδιά», ότι «επιβάλλεται ένας ”πολιτικά σωστός”, αντι-αμερικανικός τρόπος ζωής» κλπ (14)

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ . ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΡΟ, Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΣ

Καταλαβαίνει κανείς ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες, όπως θα φανεί παρακάτω, θα χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο στη διάθεσή τους, από τη μια, για νά μεγαλοποιήσουν τη δραστικότητα και να πολλαπλασιάσουν τις ενδείξεις χρήσης του φαρμακευτικού τους προϊόντος και από την άλλη, για να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν τη δημοσιοποίηση των κινδύνων από τη χρήση του.

Ο Jones δεν είχε παραλείψει να σημειώσει ότι οι εταιρείες που συμμετείχαν στο ξεκίνημα του “Texas project” ήταν και οι μεγάλοι χηματοδότες της προεκλογικής εκστρατείας του Μπους – την ίδια στιγμή που μέλη της παραπάνω αναφερθείσας New Freedom Commission είχαν χρηματίσει μέλη συμβουλευτικών επιτροπών των ίδιων αυτών εταιρειών και άλλα είχαν άμεση σχέση με το ΤΜΑΡ.(15)

Είναι γνωστό ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες συνεισέφεραν στην προεκλογική εκστρατεία του Μπους τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ΄ ό, τι σ΄ αυτήν του Κέρι. Από τα 1.6 δισ. δολλάρια των εισφορών της Eli Lilly στα πολιτικά κόμματα, το έτος 2000, το 82% πήγε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και στον Μπους. Ηταν τότε που ο Μπους, στην προεκλογική του εκστρατεία, υποστήριζε ανοιχτά το Texas project και, επίσης, το γεγονός ότι η νομοθεσία που είχε περάσει, επεξέτεινε την κάλυψη των ψυχοφαρμάκων από το ομοσπονδιακό πρόγραμμα Medicaid.

Αλλά και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες, που βρίσκονται πίσω από το Texas project, χρηματοδοτούσαν γενναία (και εξακολούθησαν και το 2004) την προεκλογική εκστρατεία του Μπους (είχαν δώσει, μέχρι τον Απρίλη φέτος, 764.274 δολ. στον Μπους και μόλις 149.400 δολ. στον Κέρι).

ELI LILLY ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΥΣ : ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΣΧΕΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

Ειδικώτερα, για τις σχέσεις της Eli Lilly με την οικογένεια Μπους, πολλοί μιλούν για δεσμούς που ισοδυναμούν με ένα Lillygate (τα στοιχεία από το άρθρο του Bruce Levine). Για να γίνει ανάγλυφα κατανοητό πώς ασκούνται οι επηρεασμοί και τι πραγματικά είναι η περίφημη «διαπλοκή», αρκεί να δει κανείς ποιοί βρίσκονται ή βρίσκονταν στις μισθοδοτικές καταστάσεις της Eli Lilly:

– ο πατήρ Μπους, πρώην πρόεδρος των ΕΠΑ, πρώην αρχηγός τηςCIA, πρώην μέλος του συμβουλίου των διευθυντών (Board of Directors) της Lilly.

– ο Sidney Taurel, γενικός διευθυντής (chief executive officer-CEO) της Lilly, που διορίστηκε από τον πρόεδρο Μπους το νεώτερο, μέλος του Homeland Security Council (Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας).

– ο Ken Lay, πρώην CEO της Enron και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Lilly.

– ο Mitch Daniels, πρώην διευθυντής Διαχείρισης και προϋπολογισμού του Μπους και πρώην αντιπρόεδρος της Lilly.

– η Εθνική Συμμαχία για τοους Ψυχικά Ασθενείς (Νational Alliance for the Mentally Ill – NAMI). (16)

Επιπλέον, μερικά από τα μέλη της New Freedom Commission, ήταν μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, ενώ άλλα είχαν άμεσους δεσμούς με  το ΤΜΑΡ.

Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της ολανζαπίνης (Zyprexa), η σημασία της είναι ζωτική για την Lilly, δεδομένου ότι το πλέον φημισμένο προϊόν της, το  Prozac, έχει πάρει την κατιούσα στις πωλήσεις, μετά την απώλεια της προστασίας της ευρεσιτεχνίας (patent) και από 2 δισ. δολ. ετήσια έσοδα κάποτε, έπεσε, το 2003, στα 645.1 εκατ. δολάρια. Οι προειδοποιήσεις ότι η ολανζαπίνη μπορεί να προκαλεί διαβήτη (αρχικά από βρετανικές και ιαπωνικές υπηρεσίες και το 2003 και από το Food and Drug Admonistration-FDA- των ΕΠΑ) δεν την εμπόδισε να παρουσιάζει αύξηση κατά 16% στις πωλήσεις της, το 2002, ενώ την ίδια στιγμή που η Lilly προωθούσε τις πωλήσεις των αντιδιαβητικών της φαρμάκων (Actos, Humulin, Humalog), που απέφεραν 2.51 δισ. δολάρια το 2003, προκαλώντας εύλογα σχόλια (με το ένα φάρμακο προκαλούμε διαβήτη και με το άλλο τον θεραπεύουμε).

Θα αναφέρουμε μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς η Εli Lilly αξιοποιεί και χρησιμοποιεί τις σχέσεις διαπλοκής.

Οταν το 2002 ο Μπους υπέγραψε την Homeland Security Act για να «θωρακίσει», υποτίθεται, την χώρα απέναντι στη «τρομοκρατία» (μετά την 11ηΣεπτέμβρη 2001), δεν παρέλειψε, όπως αποκάλυψαν οι New York Times, στις 25 Νοέμβρη 2002, να περάσει, την τελευταία στιγμή, με τον γνωστό τρόπο που περνούν οι τροπολογίες και στην ελληνική Βουλή, ένα πρωτοφανές άρθρο, θαμμένο μέσα στον όγκο του νομοσχεδίου, που προστατεύει την Eli Lilly και μερικές άλλες γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες από μηνύσεις  γονέων, που θεωρούν ότι τα παιδιά τους είχαν βλαφθεί από το thimerosal. Τοthimerosal είναι ένα συντηρητικό που περιέχει υδράργυρο και χρησιμοποιούνταν από την Eli Lilly και άλλες εταιρείες στην Παρασκευή εμβολίων. Το 1999, η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιάτρων και η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας ζήτησαν από τους κατασκευαστές εμβολίων να πάψουν να χρησιμοποιούν συντηρητικά  που περιέχουν υδράργυρο. Και ενώ, ήδη το 2002, υπήρχαν μια σειρά από μηνύσεις που έσυραν την Lilly στα δικαστήρια, ο πρόεδρος Μπους διόρισε τον γενικό διευθυντή της  Sidney Taurel, ως μέλος της Homeland Security Advisory Council (17)

Ενα άλλο παράδειγμα είναι το πώς η Lilly προσπάθησε να πλασάρει το Prosac Weekly, όταν το κλασσικό της Prosac άρχισε, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, να πέφτει σε πωλήσεις. Οι αντιπρόσωποι της Lilly στην Φλόριντα κατάφεραν ν΄ αποκτήσουν πρόσβαση σε φακέλους ασθενών που, προφανώς, περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες γι΄ αυτούς και, χωρίς καμιά άδεια, ταχυδρόμησαν σ΄ αυτούς τους ασθενείς δείγματα τουProsac Weekly. Πώς η Lilly βρήκε αυτούς τους φακέλους και τα στοιχεία τους; Είναι απλό : η κυβέρνηση Μπους έβαλε σε εφαρμογή ρυθμίσεις που είχε ετοιμάσει ως πρόταση η κυβέρνηση Κλίντον (για να επιβεβαιωθεί η ανυπαρξία διαφορών μεταξύ των δύο κομμάτων σε όλα τα βασικά ζητήματα) ότι αυτοί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας και φροντίδας έχουν το δικαίωμα να πωλούν εμπιστευτικές ιατρικές πληροφορίες σε εμπορικές φίρμες και σε φαρμακευτικές εταιρείες.(18)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗ ΚΕΔΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ «ΝΑΜΙ»

Σε μιαν άλλη περίπτωση, όταν η πολιτεία του Κεντάκυ προσπάθησε να κόψει το Zyprexa (ολανζαπίνη) από την λίστα των προτιμώμενων φαρμάκων (αφού το πρόγραμμα Medicaid της πολιτείας είχε έλλειμα, το 2002, 230 εκ. δολλάρια και δαπάνες μόνο για το Zyprexa, 36 εκ. δολλάρια). Τότε, η μη κερδοσκοπική ΝΑΜΙ (Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς) έκανε μια τεράστια εκστρατεία κατά της περικοπής με έξοδα πληρωμένα από την Eli Lilly.

Η ΝΑΜΙ πήρε, στο διάστημα 1996-99 συνολικά 11.7 εκ. δολλάρια από φαρμακευτικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και από τη Lilly, η συνεισφορά της οποίας έφτασε τα 2.87 εκ δολλάρια. Στη χρηματοδότηση της Lilly περιλαμβανόταν και ένας δικός της διοικητικός, που εργαζόταν στα γραφεία της ΝΑΜΙ, αλλά έπαιρνε το μισθό του από την Lilly (αναφέρεται στο άρθρο του Ken Silverstein στο περιοδικό Mother Jones, 1999). H NAMΙ είναι μια μεγάλη μη κερδοσκοπική εταιρεία που περιλαμβάνει ψυχικά ασθενείς (χρήστες) και θεωρείται ότι αγωνίζεται για τα δικαιώματά τους.(19)

Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ  ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Ενα παράδειγμα του τρόπου που οι γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες χειραγωγούν τα δικαστήρια είναι ο τρόπος που η Lilly χειρίστηκε στα δικαστήρια την μήνυση που της έκαναν τα θύματα του Josheph Wesbecker, που, το 1989, μετά από λήψη γα ένα μήνα Prosac, τράβηξε το όπλο του, σκότωσε 8 άτομα και τραυμάτισε 12 πριν αυτοκτονήσει. Οπως είναι γνωστό, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την πιθανότητα το αντικαταθλιπτικό Prosac (φλουοξετίνη) να προκαλεί έκρηξη βίας κατά του εαυτού και άλλων. Πάνω από 150 μηνύσεις για το Prosac είχαν τεθεί στο αρχείο ήδη μέχρι το 1994. Η  Lilly θεωρούσε βέβαιη τη νίκη της και αυτή τη φορά. Ηδη από το 1991 όταν μια επιτροπή του FDA (του Φορέα που δίνει την άδεια κυκλοφορίας και τις ενδείξεις, προειδοποιήσεις κλπ για τα φάρμακα στις ΕΠΑ) που ερευνούσε την πιθανή σχέση μεταξύ Prosac και βίας είχε αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται για το Prosac να έχει επιγραφή που να προειδοποιεί για πιθανότητα πρόκλησης βίας. Αλλά το 1994 φημολογούνταν ότι πέντε από τα εννέα μέλη της επιτροπής του FDA είχαν δεσμούς με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, δύο, δε, εξ αυτών ήταν ερευνητές για μελέτη τουProsac, χρηματοδοτούμενη από τη Lilly. Οταν στη διαδικασία της δίκης η Lilly τα βρήκε κάποια στιγμή “σκούρα”, πλήρωσε μάρτυρες για να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, κάτι που, όταν ερευνήθηκε σε βάθος, μετέτρεψε την αναμενόμενη νίκη σε “συμβιβασμό” (20).

Μονολότι η Eli Lilly δεν έχει καταδικαστεί, μέχρι τώρα, στις δίκες στις οποίες σύρθηκε, με την κατηγορία ότι το Prosac ενοχοποιείται για περιστατικά βίαιης και αυτοκτονικής συμπεριφοράς από άτομα που το ελάμβαναν ως αντικαταθλιπτική αγωγή, μερικά δικαστήρια πήραν αποφάσεις που ενοχοποιούσαν την λήψη, από δράστες βίαιων εγκλημάτων, του Zoloft (Αυστραλία) και του Paxil της GlaxoSmithKline (παροξετίνη, στην Ελλάδα εμπορική ονομασία Seroxat) στο Γουαϊόμινγκ των ΕΠΑ. Οπως το Prosac, ανήκουν και αυτά στους SSRI (αναστολείς της επαναρρόφησης  της σεροτονίνης).

Ηδη το 1999, είχαν αναφερθεί στη FDA 2000 αυτοκτονίες από χρήστες Prosac, από τις οποίες, τουλάχιστον το ένα τέταρτο, φαινόταν να οφείλεται σε ακαθησία και διέγερση. Αν, όπως αναφέρει η  FDA, μόνο το ένα εκατοστό των σοβαρών παρενεργειών αναφέρεται σ΄ αυτήν, τότε υπολογίζεται ότι, μέχρι το 1999, είχαν υπάρξει 50.000 αυτοκτονίες σχετιζόμενες με την ακαθησία. Για το σύνολο των  SSRI’ s ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος.

ΚΑΙ ΕΠΑΦΕΣ “ΤΡΙΤΟΥ ΤΥΠΟΥ”

Στο διεθνή Τύπο μπορεί να βρει κανείς πλήθος πληροφοριών για τις σχέσεις των πολυεθνικών του φάρμακου με το κράτος για την κοινή και με αμοιβαίο όφελος συνεργασία τους – όπως πχ η προμήθεια, το 1953, της CIA από την Eli Lilly με LSD προκειμένου η πρώτη να κάνει πειράματα πλύσης εγκεφάλου (John Marks : The search for the “Manchurian Candidate”: the CIA and the mind control-the secret history of the behavioral sciences, 1979, Washington Post, 1985, New York Times, 1988). (21)

ΠΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΕΝΟΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΟΥ

Μια άλλη πτυχή του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο πλαστογραφούνται και πλασάρονται τα ερευνητικά δεδομένα για τις ενέργειες και τις παρενέργιες των ψυχιφαρμάκων είναι η αποκάλυψη, πριν ένα χρόνο (7 Δεκέμβρη 2003) του βρετανικού  «Observer» για την απάτη, που συχνά κρύβεται, πίσω από επιστημονικά, υποτίθεται, άρθρα για τη δράση και τα οφέλη των φαρμάκων, που δημοσιεύονται σε γνωστά ιατρικά περιοδικά και υπογράφονται από γνωστούς επιστήμονες, γιατρούς και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ έχουν γραφτεί από «συγγραφείς –φαντάσματα», που πληρώνονται από φαρμακευτικές εταιρείες.(22)

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα μισά από τα άρθρα που δημοσιεύονται στα επιστημονικά ιατρικά περιοδικά είναι γραμμένα από «συγγραφείς- φαντάσματα». Γνωστοί γιατροί βάζουν το όνομά τους κάτω από το άρθρο και πληρώνονται αδρά γι΄ αυτό, ενώ  οι πραγματικοί συγγραφείς παραμένουν άγνωστοι. Αυτά τα άρθρα, γράφει ο «Observer», αναφερόμενος στην εμπειρία της Βρετανίας, παρελαύνουν μπροστά από τους γενικούς γιατρούς (GP-general practitioners) για τους πείσουν να συνταγογραφήσουν τα παρουσιαζόμενα φάρμακα.

Οπως ανέφερε μια υπάλληλος του εκδοτικού μηχανισμού μιας εταιρείας που ειδικεύεται στην συγγραφή ιατρικών άρθρων (που εν συνεχεία υποβάλλει για δημοσίευση σε ιατρικά περιοδικά) «αυτό που έκανε ο βοηθός σύνταξης – δηλ. η ίδια- ήταν, πριν υποβληθεί ένα άρθρο σ΄ ένα περιοδικό ηλεκτρονικά ή σε δισκέτα, ν΄ ανοίγει τις «ιδιότητες φακέλου» (file properties) στον υπολογιστή και να σβήνει τα ονόματα των “συγγραφέων – φαντάσματα” ή της εταιρεία συγγραφής ιατρικών άρθρων και να τα αντικαθιστά με το όνομα ενός προσώπου, που είχε πρσκληθεί από μια φαρμακευτική εταιρεία να μπει ως συγγραφέας, αλλά ο οποίος δεν είχε καμμιά πραγματική συνεισφορά στο κείμενο» (επιστολή της Susanna Rees, British Medical Journal website).

Το άρθρο του «Observer» αποκαλύπτει περιπτώσεις από όλο το φάσμα των ιατρικών επιστημονικών δημοσιεύσεων, αλλά αυτό που τονίζει, είναι ότι το πρόβλημα έχει γίνει τεράστιο στον τομέα της ψυχιατρικής. Αναφέρει το παράδειγμα ενός ψυχιάτρου, του David Healy, στο πανεπιστήμιο της Ουαλλίας που έκανε έρευνα για τους πιθανούς κινδύνους των αντικαταθλιπτικών, όταν πήρε ένα e-mail από μια φαρμακευτική εταιρεία, που του έστελνε ένα 12σέλιδο κείμενο «βασισμένο σε ό, τι έχετε δημοσιεύσει, για να ελαφρύνουμε το φορτίο της δουλειάς σας».

Στο κείμενο, που επρόκειτο να παρουσιαστεί σ΄ ένα επικείμενο συνέδριο, εμφανιζόταν το όνομα του ως άνω ψυχιάτρου ως μόνου συγγραφέα. Οταν αυτός, επειδή θεώρησε ότι η παρουσίαση του συγκεκριμένου φαρμάκου ήταν υπέρ το δέον ευνοϊκή, πρότεινε μερικές αλλαγές, η εταιρεία απάντησε λέγοντας ότι «παρέλειπε μερικά σημαντικά από εμπειρική άποψη σημεία». Τελικά, το ίδιο αυτό κείμενο, εμφανίστηκε, στη αρχική του μορφή, στο συνέδριο και εν συνεχεία δημοσιεύτηκε σ΄ ένα ψυχιατρικό περιοδικό με το όνομα άλλου συγγραφέα.  (23)

Ο ίδιος ο Healy δήλωσε εν συνεχεία ότι, κατά τη γνώμη του, “ένα μεγάλο μέρος των άρθρων που δημοσιεύονται σε περιοδικά, όπως το New England Journal of Medecin, το British Medical Journal και το Lancet, συγγράφονται από εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων”.

Ο ίδιος ο εκδότης του British Medical Journal, Richard Smith, παραδέχεται ότι τα άρθρα από «συγγραφείς-φαντάσματα» (ghostwriting) είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα…Πολιορκούμαστε από τις φαρμακευτικές εταιρείας. Τα άρθρα έρχονται με τα ονόματα γιατρών και συχνά βρίσκουμε ότι δεν έχουν ιδέα τι έχουν γράψει. Οταν το ανακαλύπτουμε, απορρίπτουμε το άρθρο, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Εχουμε ζητήσει, όταν υπάρχει εμπλοκή μιας εταιρείας, αυτό  να αναφέρεται. Αλλά έχουν βρει τρόπους να το παρακάμπτουν και να λειτουργούν συγκαλυμμένα”. (24)

Τέλος, στις ΕΠΑ, όταν σε μια δίκη κατά της Pfizer, η εταιρεία αναγκάστηκε να παρουσιάσει εσωτερικά της έγγραφα, φάνηκε ότι χρησιμοποιούσε εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων. Ενα από τα ντοκουμέντα αναλύει άρθρα για το αντικαταθλιπτικό Zoloft. Αλλά από μερικά από τα άρθρα έλειπε το όνομα το συγγραφέα. Στο περιθώριο υπήρχαν τα αρχικά «ΤBD”, που εικάζεται ότι σήμαινε “To Be Determined” (δηλαδή, πρέπει να καθοριστεί). (25)

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η σημασία των παραπάνω αποχτά την πραγματική της διάσταση στο φως της προσπάθειας των εταιρειών να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες ενδείξεις (που διαρκώς νέες κλινικές έρευνες φέρνουν στην επιφάνεια) για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα και τους μεγαλύτερους κινδύνους, απ΄ ό, τι αρχικά νομιζόταν, των νέων προϊόντων τους, αντιψυχωτικών και αντικαταθλιπτικών, ιδιαίτερα σε σχέση με τα τεράστια κόστη τους. Η προσπάθεια των εταιρειών είναι να πάρουν ένδειξη για την χορήγησή τους στα παιδιά, παρά τα ερευνητικά δεδομένα ότι η χρήση τους στις μικρές ηλικίες είναι επικίνδυνη, ή, πάντως, αδιευκρίνιστης επικινδυνότητας και επομένως τυχοδιωκτική και άρα ..επικίνδυνη. Γίνεται, έτσι, φανερή η σημασία που αποκτά και το σχέδιο Μπους για μαζική χορήγηση αυτών των φαρμάκων σε όλο τον πληθυσμό, που “συλλαμβάνεται” από τα τεστ να έχει “πρόβλημα” ήδη από την προσχολική ηλικία….

Τον περασμένο Μάρτιο, το FDA στις ΕΠΑ συνέστησε να μπει εμφανής προειδοποίηση ότι η χρήση των νεώτερων αντικαταθλιπτικών (SSRI’s) στα παιδιά «μπορεί» να εντείνει την αυτοκτονική συμπεριφορά σε παιδιά και εφήβους, ύστερα από μια δημόσια ακροαματική διαδικασία, όπου πολλά μέλη οικογενειών και παθόντες έδωσαν μαρτυρίες για αυτοκτονική και βίαιη συμπεριφορά από άτομα που έπαιρναν αυτά φάρμακα. Η προειδοποίηση αφορά φάρμακα όπως το  Prosac, το Remeron, το Zoloft, το Effexor, το Paxil, το Celexa, το Luvox κλπ. Σύμφωνα με μια επιπρόσθετη προειδοποίηση τουFDA, “ορισμένες συμπεριφορές είναι γνωστό ότι συνδέονται με αυτά τα φάρμακα, συμπεριλαβανόμενου του άγχους, της διέγερσης, των κρίσεων πανικού, της αϋπνίας, της εχθρότητας, της παρορμητικότητας, της ευερεθιστότητας,  της ακαθησίας, της υπομανίας και της μανίας”.Τα ερευνητικά δεδομένα, ωστόσο, που είχε το FDA στη διάθεσή του, επέβαλλαν μια πιο απαγορευτική απόφαση. (26)

Σύμφωνα με μια έρευνα (2003) του Andrew D. Mosholder, επιδημιολόγου του FDA, 22 μελέτες έδειχναν ότι παιδιά που παίρνουν αντικαταθλιπτικά γίνονται δυό φορές πιο αυτοκτονικά απ΄ αυτά που παίρνουν placebo (αδρανής ουσία). Αυτή η έρευνα δεν άρεσε στους επικεφαλής του FDA (με τις προαναφερθείσες διασυνδέσεις με τις εταιρείες) και γι΄ αυτό την απέκρυψαν. Εν συνεχεία, ανέθεσαν στο πανεπιστήμιο του Κολούμπια να αναλύσει εκ νέου τα δεδομένα που είχε χρησιμοποιήσει ο Mosholder.(27)

Οι ερευνητές του Κολούμπια έφτασαν στα ίδια συμπεράσματα. Το Paxil (Seroxat στη  Ελλάδα) της GlaxoSmithKline και το Effexor της Wyeth βρήκαν ότι μπορεί να κάνουν τα παιδιά ακόμα περισσότερο αυτοκτονικά απ΄ ό, τι βρήκε η έρευνα του Mosholder. (28)

Με αυτά τα δεδομένα, η μεσοβέζικη (στη ουσία επιτρεπτική) στάση του FDA απέναντι στη χορήγηση των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης, πέρσυ, να απαγορεύσει την χρήση όλων των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, εκτός από το Prosac.

Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν απρόβλεπτες αντιδράσεις διαμέσου της σεροτονίνης, ενός νευρομεταβιβαστή, την δράση, ακριβώς, του οποίου επηρεάζουν προκειμένου να επιτύχουν το αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα που επικαλούνται. Ολες οι παρενέργειες που επικαλείται το FDA, από τη διέγερση και την εχθρότητα μέχρι την παρορμητικότητα και την μανία, είναι ταυτόσημες με τις ενέργειες του PCP, της μεθαμφεταμίνης και της κοκαϊνης, που είναι γνωστό ότι προκαλούν επιθετικότητα και βία. Τόσο τα παλιότερα διεγερτικά, όπως και τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά προκαλούν παρόμοια αποτέλεσματα ως αποτέλεσμα της επίδρασής τους στην σεροτονίνη. (29)

Αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί το ποσοστό που τα νεώτερα αντικαταθλιτικά προκαλούν δραματικά γεγονότα, όπως αυτοκτονία και βία, είναι γνωστό το προκαλούν διεγερτικά αποτελέσματα, όπως ευερεθιστότητα και ανησυχία σε πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών που τα λαμβάνουν. Μερικές φορές οι γιατροί που δεν αναγνωρίζουν τα συμπτώματα αυτά ως αποτέλεσμα του αντικαταθλιπτικού τείνουν ν΄ ανεβάσουν τη δόση του αντικαταθλιπτικού, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Αλλά ακόμη και η διακοπή της λήψης των νεώτερων αντικαταθλιπτικών χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανιστεί “σύνδρομο απόσυρσης”, προκαλώντας κατάθλιψη, αυτοκτονική διάθεση και βία. (30)

Η ΕΠΑΝΑΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΙΤΑΛΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Στην Ιταλία έχει ξεσπάσει ένας μεγάλος αγώνας από επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενάντια στην επάνοδο στην κυκλοφορία της ριταλίνης, που αποφασίστηκε από το Μάρτιο του 2003, αλλάζοντας τον χαρακτηρισμό της, από διεγερτικό (είναι ένα παράγωγο της αμφεταμίνης) σε ψυχοφάρμακο. Η ένδειξή της είναι η θεραπεία της “διαταραχής της ελλειματικής προσοχής με υπερκινητικότητα” (Αdhd), από την  παιδική ηλικία μέχρι την εφηβία – μια διάγνωση της σύγχρονης ψυχιατρικής που αμφισβητείται από πολλούς. Μάλιστα, στα ιταλικά σχολεία έχει δοθεί ένα ερωτηματολόγιο για να ταυτοποιηθούν τα παιδιά που πάσχουν από το σύνδρομο Adhd, έτσι ώστε, στη βάση των αποτελεσμάτων,  να χορηγείται το φάρμακο.

Στις ΕΠΑ η ριταλίνη έχει χαρακτηριστεί “κοκαϊνη των μωρών” και χοργηγείται στα σχολεία σε εκατομμύρια παιδιών, πολλά από τα οποία ανέπτυξαν εξάρτηση από φάρμακο. Εχει σοβαρές παρενέργειες, από την αρτηριακή πίεση, την καρδιά και την απώλεια βάρους, έως την τοξική ψύχωση, την βαριά κατάθλιψη, την χρόνια υπερκινητικότητα και κίνδυνο αυτοκτονίας στη φάση της στέρησης.

Παρόλα αυτά, η χορήγηση συνεχίζεται γιατί ανταποκρίνεται σε μιαν ορισμένη πολιτική και κουλτούρα ελέγχου της συμπεριφοράς των παδιών και αντίληψης για τις αιτίες των “δυσπροσαρμοστικών” και “παρεκκλινότων” συμπεριφορών τους. Οπως έχει επισημανθεί από κινήσεις γονέων που αντιδρούν στη ριταλίνη,(31) “στην υγεία, όπως και στην εκπαίδευση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, η πολιτική της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι είναι να μειώσει τα κόστη καταστρέφοντας τις υπηρεσίες. Και στον τομέα της ψυχικής υγείας, προωθείται προνομικά το φαρμακολογικό μοντέλο ενάντια σε  παρεμβάσεις  πιο πολύπλοκες, που θέτουν στο κέντρο το παιδί και τις ανάγκες του. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει κάνει δύσκολο να διατηρηθεί μια ισορροπία όπου τα παιδιά έχουν αναγνωρισμένους τους χώρους τους και τις δραστηριότητές τους, και, ως εκ τούτου, φαίνεται πιο εύκολο να καταστείλουμε (με φάρμακα) αυτά τα αιτήματα, βάζοντας διαγνώσεις αμφισβητούμενες και χρήσιμες μόνο στις λογικές του σχολείου-εταιρεία και του κοινωνικού κομφορμισμού”.

Για μια ακόμη φορά, το φάρμακο προωθείται ως η απάντηση σ΄ ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Μετατρέπεται, έτσι, το φάρμακο σε εργαλείο ανάγνωσης της πραγματικότητας, περιορίζοντας το φάσμα των παρεμβάσεων, σ΄ ένα τύπο μονοδιάστατων και απλοποιητικών απαντήσεων. Οσο περισσότερο δίνεται ως απάντηση στην πολυπλοκότητα και το πολυδιάστατο της ύπαρξης, των αισθημάτων, των ατομικών επιλογών, που πηγάζουν μέσα από το ιδιαίτερο πλαίσιο στο οποίο ζει και την ανεπανάληπτη χρονικότητα που βιώνει το υποκείμενο, τόσο περισσότερο επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, την ανάπτυξη των υπηρεσιών, τις οργανωτικές επιλογές, τα θεραπευτικά προγράμματα.(32) Τα φτωχαίνει, υλικά και πνευματικά.

Ετσι και η ριταλίνη χορηγείται ως η γρήγορη απάντηση, που σιωπηλά και αποτελεσματικά θα λύσει το πρόβλημα του τι σημαίνει να είναι ένα παιδί ανήσυχο στην τάξη, να μην προσέχει το μάθημα, να μην υπακούει, να μην ακολουθεί τις οδηγίες που του δίνονται, ή να φέρει σε πέρας αυτό που του αναθέτουν, που είναι απρόθυμο, που χάνει τα πράγματά του, είναι παρορμητικό, άτακτο, ενοχλητικό, που μιλάει πολύ, που διακόπτει τους άλλους, που ανακατεύεται στα των άλλων. Ολα αυτά, όπως τονίζεται στον έντονο διάλογο που έχει ανοίξει στη Ιταλία, δεν είναι παρά χαρακτηριστικά της σχολικής τάξης, αλλά θα μπορούσαν ν΄ αποτελούν πιο ανεκτές συμπεριφορές σε ανοιχτό χώρο, όπως πχ στο παιχνίδι σε μια πλατεία ή το καλοκαίρι στη θάλασσα.

Το ταξινομικό σύστημα της αμερικάνικης ψυχιατρικής εταιρείας, το γνωστό DSM – IV, βάσει του οποίου τίθεται η διάγνωση του Adhd, δείχνει πώς είναι δύσκολο να τεθεί αυτή η διάγνωση κάτω από την ηλικία των 4-5 ετών, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν συχνό χαρακτηριστικό των παδιών. Αυτό, αντίθετα, που πρέπει να μπει σε ερωτηματικό είναι το πώς το σχολικό σύστημα της συγκεκριμένης κοινωνίας αντιλαμβάνεται και δίνει υπερβολική έμφαση σε μια πραγματικότητα που δεν είναι πάντα παθολογική. Τα αποτελέσματα της αμφεταμίνης μπορεί ν΄ ανταποκρίνονται στο όνειρο ενός δασκάλου να έχει παιδιά με επάρκεια, εύστροφα, προσεχτικά. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, είναι ν΄ αναρωτηθεί κανείς – και όχι μόνο στην Ιταλία – είναι πώς λειτουργεί το σχολείο, τα επίπεδα της ανεκτικότητας του, οι ακαμψίες του, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά.ν΄ αναγνωριστεί ο πληθυσμός που έχει πραγματικά παθολογικό πρόβλημα, στο οποίο, εν πάσει περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι η ριταλίνη η πρώτη επιλογή, αλλά ούτε και η τελευταία (ψυχολογικές και οικογενειακές θεραπείες φαίνεται να έχουν καλλίτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία).

Αλλά, προφανώς και στην Ιταλία η επανείσοδος της ριταλίνης στην κυκλοφορία δεν είναι, όπως φαίνεται, παρά η αρχή. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, σε συνεργασία με πανεπιστημιακές κλινικές, έχουν ήδη αρχίσει εκστρατεία για την δοκιμασία της χρήσης των αντιψυχωτικών και των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά και στους εφήβους, όπως αναφέρει το ντοκουμέντο του Οκτώβρη 2003 του Forum Salute Mentale, μιας πανιταλικής συσπείρωσης επαγγελματιών ψυχικής υγείας, που προέρχονται από το κίνημα της Δημοκρατικής Ψυχιατρικής, που ιδρύθηκε την εποχή του Franco Basaglia στη δεκαετία του 70.

«Το “φαρμακολογικό μοντέλο”, λέει το ντοκουμέντο, έχει καταντίσει κάθε άλλη θεραπευτική παρέμβαση απλή γαρνιτούρα στο «κύριο πιάτο» που είναι το φάρμακο. Μερικοί γιατροί έχουν αρνηθεί να εφαρμόζουν πιο συνθετικές θεραπείες, με αντάλλαγμα μια, πέραν αμφισβήτησης, πρωτοκαθεδρία του φαρμάκου μέσα στις υπηρεσίες και μια νέα επαγγελματική εικόνα «λευκής μπλούζας» και «ειδικού του εγκεφάλου». Επιπρόσθετα, πέραν αυτών, οι πολυεθνικές του φάρμακου, χρηματοδοτώντας πανεπιστημιακές έρευνες, παρεμβαίνουν ακόμα και στα στατιστικο-διαγνωστικά εγχειρίδια». (33)

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ

Αυτό το τελευταίο είναι εξαρετικά σημαντικό γιατί δείχνει πώς οι πολυεθνικές του φάρμακου επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ίδια την σύγχρονη ψυχιατρική νοσολογία, τον τρόπο που αρθρώνεται σε νοσολογική οντότητα ο ανθρώπινος ψυχικός πόνος, έτσι ώστε να ταιριάζει στα επενδυτικά τους σχέδια και στην κερδοφορία των επιχειρήσεών τους. Δείχνει πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες συμμετέχουν στην διαμόρφωση της τρέχουσας κουλτούρας, όχι μόνο των ψυχιάτρων, αλλά και του τρόπου (μονοδιάστατου και απλοποιητικού) που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ίδια τους τη δυσφορία και τον ψυχικό τους πόνο : ως αντικείμενο και όχι ως αντίφαση της ύπαρξης.

Η μεπροβαμάτη (Miltown της Wallace, Equanil της Wyeth) πρώτα, στη δεκαετία του 50 και το Valium (της Hoffmann-La Roche) και οι αδελφές του βενζοδιαζεπίνες, στη δεκαετία του 60, είχαν προκαλέσει, στην εποχή τους, μια φρενίτιδα για το “μαγικό χάπι” που αντιμετωπίζει το άγχος και “ηρεμεί”. Μια φρενίτιδα που, ωστόσο, σε τίποτα δεν συγκρίνεται με την εποχή του Prosac (Ladose).(34)

Εκείνη την εποχή, η ένδειξη για τις βενζοδιαζεπίνες ήταν το άγχος και η ήπια κατάθλιψη. Ενώ, όμως, η δημοτικότητα του Valium είχε φτάσει στα ύψη (παρά τις παρενέργειες των βενζοδιαζεπινών, που, στο μεταξύ, ήρθαν στη επιφάνεια – κυριότερη, ανάμεσά τους, ο εξαρτησιογόνος χαρακτήρας τους) οι φαρμακοβιομήχανοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι “εδώ” ήταν οι αγορές του μέλλοντος. Καθώς γινόταν φανερό ότι είχε ανοίξει μια χρυσοφόρα εποχή για τις πολυεθνικές του φάρμακου, που στρέφονται, πλέον, όλο και περισσότερο στα ψυχοφάρμακα, άρχισαν, παράλληλα, να παρεμβαίνουν και να διαστρέφουν το ίδιο το διαγνωστικό σύστημα της ψυχιατρικής. Στην προσπάθειά τους ν΄ ανοίξουν  χώρους στην αγορά, οι φαρμακευτικές εταιρείες άρχισαν να φουσκώνουν κάποιες διαγνωστικές κατηγορίες. Μια ορισμένη διαταραχή θα μπορούσε να έχει παρατηρηθεί σπάνια, μέχρις ότου μια φαρμακοβιομηχανία ανακοινώνει ότι κατέχει το φάρμακο για την θεραπεία της, μετά το οποίο, η διαταραχή γίνεται ξαφνικά επιδημία. Οπως έχει γράψει ο βρετανός David Healy : ”Οπως συχνά συμβαίνει στην ιατρική, η διαθεσιμότητα μιας θεραπείας, οδηγεί στην αύξηση της αναγνώρισης της  διαταραχής, που θα μπορούσε να ευεργετηθεί από αυτή τη θεραπεία”. (35)

Eίναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της “διαταραχής πανικού”, όπως το αφηγείται ο ο E. Shorter. (36) Παραδοσιακά η ψυχιατρική θεωρούσε τον πανικό μέρος της “αγχώδους νεύρωσης” (χαρακτηριζόμενης ως υπερβολικό άγχος, που μπορεί να φτάσει μέχρι τον πανικό και συνδεόμενης, συχνά, με σωματικά συμπτώματα), σύμφωνα, τουλάχιστον, με το ταξινομικό σύστημα DSM II (1968).  Το 1964, μια εργασία ενός αμερικάνου πανεπιστημιακού ερευνητή, του Donald Klein, που χρηματοδότησαν η Geigy και η SmithKline & French, συμπέρανε ότι ο πανικός είναι μια διαφορετική νοσολογική οντότητα από το άγχος και ότι θα μπορούσε να προλάβει κανείς τις κρίσεις, αν συνέχιζε να παίρνει φαρμακευτική αγωγή. Ο Klein ήταν μέλος της ομάδας εργασίας για την συγκρότηση του DSM III, που δημοσιεύτηκε το 1980 και στο οποίο κατάφερε να περάσει την “διαταραχή πανικού” ως ξεχωριστή νοσολογική οντότητα, χαρακτηριζόμενη από “αιφνίδια έναρξη έντονου τρόμου, με φυσικά σημεία, όπως εφίδρωση και λιποθυμία”.

Τον επόμενο χρόνο, η Upjohn Company του Michigan έρριξε στην αγορά μια νέα βενζοδιαζεπίνη, την αλπραζολάμη (Xanax), και καθώς η αγορά των βενζοδιαζεπινών βούλιαζε, εκείνη τη περίοδο, η Upjohn παρουσίασε την δική της βενζοδιαζεπίνη ως ειδική για την «διαταραχή του πανικού». Στην δεκαετία του 80, η Upjohn χρηματοδότησε εκτεταμένες έρευνες για να εγκαθιδρύσει την “διαταραχή πανικού” ως πραγματικά ανεξάρτητη διαταραχή, για την οποία η αλπραζολάμη έκανε θαύματα – χωρίς, ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών να  είναι και πολύ πειστικά. Στην δεκαετία του 90, το Xanaxήταν ένα από τα πιο χρησιμποιούμενα φάρμακα στις ΕΠΑ και οι ψυχίατροι το χορηγούσαν πιστεύοντας ότι ενεργούν επιστημονικά και ότι το Xanaxέδινε την μοναδική ελπίδα στην επιδημία “διαταραχής πανικού”, που είχε, “σαρώσει” τις ΕΠΑ. Πολλοί ονόμασαν, τότε, τον πανικό “νόσο της Upjohn”.(37)

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ

Καθώς η ψυχιατρική διάγνωση χειραγωγούνταν, όλο και περισσότερο, από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ήρθε το Prosac, που έμελλε να γίνει το φάρμακο που δεν έλειπε από κανένα νοικοκυριό – αφού, μεταξύ άλλων, αδυνατίζει (και μάλιστα διαφημίστηκε ως τέτοιο). (38) Οταν κυκλοφόρησε το Valium, τόσο οι ασθενείς, όσο και οι γιατροί τους ήταν πρόθυμοι ν΄ αναγνωρίσουν τη δυσφορία τους ως άγχος, αφού υπήρχε ένα αποτελεσματικό φάρμακο να το καταπολεμά. Οταν έφτασε στο προσκήνιο το Prosac, ένα φάρμακο για την κατάθλιψη, η έμφαση έπεσε στην κατάθλιψη ως την κύρια μορφή δυσφορίας. Με το Prosac, τον πρώτο από τους  SSRI’s, είναι που η χημεία της σεροτονίνης έρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εταιρειών (αν και η σημασία της για την ψυχιατρική διαπιστώνεται από το 1953 και ψυχοφάρμακα, που επιδρούν σ΄ αυτήν, κυκλοφορούν, ήδη, από την δεκαετία του 50, πχ το αντιψυχωτικό ρεζερπίνη κλπ). Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του Prosac, δημοσιεύονται εργασίες που το βρίσκουν αποτελεσματικό σε μια σειρά διαταραχές, όπως “διαταραχή πανικού”, “καταπληξία” (drop attac). Αφού όλα αυτά απαντούν στο Prosac, πρέπει να έχουν κάτι κοινό, ίσως ν΄ αποτελούν μέρος μιας “Διαταραχής του Συναισθηματικού Φάσματος” (Affective Spectrum Disorder –ASD).(39)

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ενορχηστρωμένη, από τα ΜΜΕ, εκστρατεία, ότι το Prosac ήταν η πανάκεια για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων ζωής, ακόμα και με απουσία ψυχικής αρρώστιας. Η περίπτωση του Prosac και όλων των SSRI’s δείχνει πώς ένα φάρμακο, που μπορεί να είχε προσόντα σε σχέση με τα προηγούμενα (κυρίως όσον αφορά τις παρενέργειες), μπορεί να μετατραπεί στο μαγικό χάπι που θεραπεύει κάθε αρρώστια και κάθε ανθρώπινη οδύνη. (40) Αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την ενσωμάτωση της κλινικής ψυχιατρικής στην εταιρική κουλτούρα των φαρμακοβιομηχανιών, με συνέπεια ν΄ αποτελεί (η ψυχιατρική) τον κύριο προαγωγό της κουλτούρας του φαρμακολογικού ηδονισμού, που είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου- καθώς εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν είχαν καμιά επίσημη ψυχιατρική διαταραχή, εκλιπαρούσαν για την νέα ουσία γιατί ελάφρυνε το βάρος της αυτοσυνείδησης και της προσωπικής τους ευθύνης, ενώ, ταυτόχρονα, τους επέτρεπε ν΄ αδυνατίσουν….

Οπως αναφέραμε παραπάνω, ο “μήνας του μέλιτος” των SSRI’s φτάνει στο τέλος του: άρχισαν να έρχονται στο κέντρο της προσοχής οι επικίνδυνες παρενέργειές τους, εξ ού και ο αγώνας τους ν΄ αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά με νέα, εξίσου αβέβαια (πέραν πάσης δυνατότητας για μια πραγματικά ασφαλή και αδέκαστη επιστημονική τεκμηρίωση) σκευάσματα, με την φρενήρη είσοδο στην αγορά ολοένα καινούργιων αντιψυχωτικών (με δραστικότητα πολύ κατώτερη των προσδοκιών) και με την κρατική ενίσχυση (σχέδιο ΤΜΑΡ του Μπους) για την περαιτέρω προώθηση των πωλήσεών τους σε ολοένα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

….ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα λείπει, δυστυχώς, ο ευρύτερος και πολυεπίπεδος προβληματισμός γύρο από το ψυχοφάρμακο, όπως και γύρο από πολλά άλλα. Παρά τις εξαιρέσεις, η πλειοψηφία του ψυχιατρικού νοσοκομειακού και εξωνοσκομειακού συστήματος (δημόσιου και ιδιωτικού) λειτουργεί διαμέσου του ψυχοφαρμάκου ως του «κύριου (και συχνά, μόνου) πιάτου».

Εκτός από μεμονωμένες φωνές, το πράγμα λειτουργεί χωρίς θεαματικές καταστάσεις, με το πανεπιστήμιο να προβάλλει μονόπλευρα τα «νέα ατράνταχτα δεδομένα» της βιολογίας και τις φοβερές ιδιότητες του τάδε νέου ψυχοφάρμακου (που, φυσικά, σπανίως έχει και κάποια παρενέργεια), με το σύνηθες πλέγμα για τον επηρεασμό των ψυχιάτρων (του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα) από τις εταιρείες, με τα δωράκια, τα ταξιδάκια, την ψευδοεπιστημονική ενημέρωση μετά γευμάτων σε κοσμικά εστιατόρια, με τα πρωτόκολλα δοκιμής των νέων (ή και λίγο παλιότερων) φαρμάκων στους ασθενείς (με την παρότρυνση να διακοπεί το φάρμακο που έπαιρναν έως τώρα για να δοκιμαστεί το καινούργιο), ενίοτε και με «άλλα»….

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οσο το φάρμακο παραμένει μια καπιταλιστική επιχείριση με σκοπό το κέρδος και όσο δεν αναπτύσσεται μια αντίσταση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και της ευρύτερης κοινωνίας, η κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει, αλλά, αντίθετα, θα επιδεινωθεί – με σοβαρές συνέπειες για την σύγχρονη ψυχιατρική, τον κοινωνικό της ρόλο και το πραγματικό θεραπευτικό της δυναμικό, αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη.

ΥΓ. Στις 15 Φεβρουαρίου 2005 η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε την είδηση της κυκλοφορίας και στην Ελλάδα, μετά από έγκριση του ΕΟΦ, της μορφής της ριταλίνης που χορηγείται μια φορά την ημέρα (Μεθυλφαινιδάτη OROS), σε παιδιά 6 έως 12 ετών και εφήβους, όπου τίθεται η διάγνωση της «Διαταραχής Ελλειματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας» (Adhd). Yπολογίζεται ότι το 3-7% του μαθητικού πληθυσμού πάσχει από Adhd – δηλαδή ένας στους είκοσι μαθητές πρέπει να πάρει το φάρμακο (!!!), «διαφορετικά θα έχουν επιπτώσεις στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους»….

ΠΗΓΕΣ :

1. Irvin M. Cohen,”The benzodiazepines”, in Ayd “Discoveries in Biological Psychiatry”, σελ 130.

2. Εισήγηση στην πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, 16 Οκτώβρη 2003, στη Ρώμη.

3. Jeanne Lenzer, “Bush plans to screen whole US population for mental illness”, British Medical Journal, 19 Ιουνίου 2004, 328:1458.

4. oππ

5. oππ

6. The New American “ No child left unmedicated?”, 12 Ιουλίου 2004.

7. Jeanne Lenzer, BMJ, oππ

8. oππ

9. oππ

10. The Allen Jones whistleblower report, 20 Γενάρη 2004 & ΒΜJ, οππ

11. Βruce Levine “Eli Lilly and the Bush family – the deseasing of our malaise” στην ιστοσελίδα La leva Di Archimede.

12. Ron Strom, “Forced mental screening hits roadblock in House”, 9 Σεπτέμβρη 2004, WorldNetDaily.com.

13. οππ

14. οππ και Τhe New American”, οππ

15. Bruce Levine, οππ

16. οππ

17. οππ

18. οππ

19. οππ

20. οππ

21. οππ

22. Antony Barnett, “Revealed : how drug firms “hoodwink” medical journals / Pharmaceutical giants hire ghostwriters to produce articles-then put doctors’ names on them”, The Observer, 7 Δεκέμβρη 2003.

23. οππ

24. οππ

25. οππ

26. FDA talk paper, 22 Μάρτη 2004, “FDA issues Public Health Advisory on Cautions for the use of Antidepressants in Adults and Children”.

27. Marilyn Elias, USA TODAY, 18 Οκτώβρη 2004.

28. Gardiner Harris, “Antiderpessant study seen to back Expert”, New York Times,20 Αυγούστου 2004.

29. Peter R. Breggin : Suicidality, violence and mania caused by serotonin reuptake inhibitors (SSRI’s) : a review and analysis”.

30. Peter R. Breggin : “The proven dangers of antidepressants”, στην ιστοσελίδα “La Leva Di Archimede”.

31. Coordinamento Genitori Democratici e Psichiatria Democratica. Ανακοίνωση          Τύπου, 22 Οκτώβρη 2004, Ρώμη : « Οχι ναρκωτικά στα παιδιά, όχι στην κατάχρηση των ψυχοφαρμάκων».

32. Eισήγηση στη πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, οππ

33. Gli argomenti del Secondo Forum Per La salute Mentale, στην ιστοσελίδα www.Forum Salute Mentale.it

34. Edward Shorter  : “A History οf Psychiatry”, ed. John Wiley & Sons, Inc. 1997.

35. David Healy : “The History of British Psychopharmacology”, in Hugh Freeman  and German E. Berrios, eds, “150 Years Of British Psychiatry”, Vol II, The Aftermath (London, Athlon, 1996).

36. Ed. Shorter, οππ

37. οππ

38. οππ

39. οππ

40. οππ

 

 

Θ. Μεγαλοοικονόμου

 

 

 

 

 

Ριζώνοντας την Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία στην Κοινωνία

Αναδημοσίευση από: http://inlovewithlife.wordpress.com/2013/02/02/social_economy-2/

Το εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Οι οργανωτικές του δομές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της ιστορικής συγκυρίας. Υπάρχουν όμως πλέον οι δυνατότητες για ένα ποιοτικό άλμα, που θα αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης και θα οδηγήσει σε ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό που λείπει σε αγωνιστές και ευρύτερα κομμάτια του κινήματος είναι η συνείδηση των ευθυνών, που συνεπάγεται η ιστορική στιγμή. Γιατί αυτό που απαιτεί η ιστορική στιγμή είναι τα κινήματά μας να δώσουν στο τώρα συγκεκριμένες διεξόδους στα κοινωνικά αδιέξοδα, δείχνοντας σαν ανεμοδείχτες μέσα στην καταιγίδα την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μπολιάζοντας τις καρδιές των ανθρώπων με την ελπίδα και την προοπτική για το άμεσα εφικτό ενός καλύτερου, πιο δίκαιου και ελεύθερου, κόσμου.

Κάθε μαζικό κοινωνικό κίνημα, που συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της συντήρησης της εποχής του, επιδίωξε τις υλικές συνθήκες της αυτονομίας του από το κράτος και τον καπιταλισμό. Η κάλυψη των ανελέητων υλικών αναγκών των κοινωνικών κομματιών, που τα απάρτιζαν, εξώθησε τέτοια κινήματα στο να δώσουν ριζοσπαστικές απαντήσεις στο πεδίο της οικονομίας και, έτσι, να διευρύνουν τις οργανωτικές τους υποδομές και την κοινωνική τους ακτινοβολία στο πεδίο της πολιτικής. Σήμερα, που το κράτος και η καπιταλιστική αγορά υποχωρούν ταχύτατα από την κάλυψη των υλικών αναγκών της κοινωνίας, τα κινήματα καλούνται να εγκολπώσουν το δημιουργούμενο κενό σε απελευθερωτική κατεύθυνση, ισχυροποιώντας με αυτό τον τρόπο τις δομές τους και αναβαθμίζοντας τις θέσεις τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Σε αυτά τα πλαίσια η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) μπορεί υπό όρους να αποτελέσει την απάντηση για μία παραγωγή / διανομή πέρα από τον καπιταλισμό.

Κατακτώντας τις Υλικές Συνθήκες της Αυτονομίας

Η κοινωνική αυτονομία απαιτεί την καλλιέργεια ικανών υλικών συνθηκών, που θα την καθιστούν εφικτή. Για να καλλιεργούνται όμως οι υλικές αυτές συνθήκες, είναι αναγκαία η διαρκής διάδοση και ο πολλαπλασιασμός σχέσεων παραγωγής και διανομής, που αφενός δίνουν έμφαση στη συνεργασία και την αλληλεγγύη και αφετέρου προσφέρουν άγονο έδαφος για την εκμετάλλευση και την ιεραρχία. Μακριά από τη λογική της μετάθεσης τέτοιων συνθηκών σε ένα απώτερο μέλλον, τα κινήματά μας ήδη υιοθετούν πρακτικές άμεσης δράσης στο οικονομικό πεδίο, προεικονίζοντας στο τώρα τις κοινωνικές σχέσεις του αύριο (Graeber 2007). Μία τέτοια προεικόνιση δεν μπορεί παρά να είναι εγγενώς αντιφατική, αφού φέρει στοιχεία τόσο του παλιού, που απορρίπτουμε, όσο και του νέου, που επιβάλλουμε. Η αντιφατικότητα όμως αυτή δεν αποτελεί σημάδι κάποιου είδους ήττας, όπως συχνά εκλαμβάνεται, αλλά αντίθετα συνιστά ένδειξη γόνιμης πάλης και ανατροπής απέναντι σε έναν ωκεανό παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς. Η θεμελίωση άλλωστε πιο δίκαιων και ελεύθερων σχέσεων παραγωγής, η δικτύωση μεταξύ τους στη βάση της συνεργασίας και η διάδοσή τους μέσα στο κοινωνικό σώμα δεν αποτελεί για εμάς απλώς ένα εργαλειακό μέσο για την επανάσταση αλλά τη σύμπηξη στο τώρα ενός τρόπου ζωής πιο αξιοπρεπούς από το καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς, ενός τρόπου ζωής που συνδυάζει αρμονικά την συνεργατική απάντηση στις υλικές μας ανάγκες με τον αταλάντευτο στόχο για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ποια όμως στοιχεία επιθυμούμε να προεικονίζουμε στις σχέσεις παραγωγής / διανομής του σήμερα για τον αυριανό κόσμο; Είμαστε αντίθετοι με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής / διανομής, γιατί αυτές χαρακτηρίζονται από την ιεραρχία, το απρόσωπο του εμπορεύματος, το ιδιωτικό κέρδος, τις οικονομικές ανισότητες, τον ανταγωνισμό και την καταστροφικότητα της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης. Θέλουμε να τις αντικαταστήσουμε με σχέσεις, που θα προάγουν την έλλειψη κυριαρχίας, την πρόσωπο με πρόσωπο συνεργασία, το κοινωνικό όφελος, το δώρο, την αξία χρήσης των προϊόντων / υπηρεσιών, τη διανομή στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Η εξασφάλιση στο τώρα των υλικών συνθηκών της αυτονομίας μας πέρα από το κράτος και τον καπιταλισμό μας σπρώχνει να μην περιοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στο πεδίο της άσβεστης ταξικής πάλης αλλά να δημιουργούμε τις δικές μας οικονομικές δομές σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και, κυρίως, να τις δικτυώνουμε μεταξύ τους.

Πιο σημαντικό, κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις, που προεικονίζουν τον αυριανό κόσμο, δεν μπορούν παρά να καταπολεμούν την εκτεταμένη αυτονόμηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, που κατέστη εφικτή με την επικράτηση του οικονομισμού ως κοινού τόπου για τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες των τελευταίων εκατονταετιών, του οικονομικού φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Ο οικονομισμός είναι αυτό το ιδεολογικό δόγμα, που έχει μετατρέψει την καπιταλιστική αγορά σε μία μεγα-μηχανή καταστροφής των ανθρώπων και της φύσης, πλήρως αυτονομημένη όχι μόνο από τις πεπερασμένες δυνατότητες της βιόσφαιρας αλλά ακόμη και από τις κοινωνικές ανάγκες που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί. Αντίθετα, μέσα από τα οικονομικά μας εγχειρήματα πρέπει να στοχεύουμε στην γενικευμένη αυτοδιαχείριση (Βαρκαρόλης 2012), δηλαδή στην πλήρη απορρόφηση του πεδίου της οικονομίας από τη σφαίρα της πολιτικής, όχι αναγκαστικά στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού, που θα προϋποθέτει το κράτος, αλλά μέσα από την τοπικοποίηση (Zibechi 2010) και την αποανάπτυξη (Τάιμπο 2012).

Η Κοινωνική & Αλληλέγγυα Οικονομία ως Δυνατότητα

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΟ) δεν είναι καινούργιο φαινόμενο αλλά εμφανίζεται ιστορικά με τη γέννηση του εργατικού κινήματος ως αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης του (Λιερός 2012). Αποτελεί τύπο οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος παρρεκλίνει από τους τύπους που παράγουν το κράτος και η καπιταλιστική αγορά ως προς τις σχέσεις τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους όσο και μεταξύ των εργαζομένων και της κοινωνίας. Έτσι, βασικά της χαρακτηριστικά είναι αφενός η διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας των εργαζομένων μεταξύ τους και σε διαπροσωπικό επίπεδο με την κοινότητα και αφετέρου η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών και η παραγωγή κοινών αγαθών. Ειδικότερα, οι σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους συναρθρώνονται γύρω από την εκούσια συμμετοχή, την ισότητα των μελών και την αμεσοδημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ επεκτείνονται και πέρα από κάθε μεμονωμένη οικονομική μονάδα μέσα από την δικτύωση και την ομοσπονδίωση των εγχειρημάτων της ΚΑΟ. Επιπρόσθετα, τέτοια εγχειρήματα προσανατολίζονται στην ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών, των ίδιων των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινού, όπου ο όρος ανάγκες δεν δηλώνει μόνο τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές, τις περιβαλλοντικές και τις πολιτιστικές (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Με δυο λόγια η ΚΑΟ προάγει κοινωνικο – οικονομικές σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης.

Η ΚΑΟ πρέπει να ιδωθεί ως δυνατότητα. Και αυτό γιατί τα εγχειρήματα, που επιθυμούν να ακολουθούν τις αρχές της, καλούνται να αντιμετωπίζουν διαρκώς αντιφάσεις, που γεννιούνται λόγω της εξαναγκασμένης λειτουργίας τους μέσα στο ολοκληρωμένο οικονομικό σύστημα της καπιταλιστικής αγοράς και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Έτσι, σε τέτοια εγχειρήματα η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία δύναται να παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο – πρόταγμα την εξάλειψη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2012). Επιπλέον, η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, η πρόσωπο με πρόσωπο σχέση με τους καταναλωτές, η απαγόρευση της διανομής κερδών και ο σταθερός προσανατολισμός στην ικανοποίηση των κοινωνικών και οικολογικών αναγκών δύνανται να αίρουν την αλλοτρίωση του εργαζομένου ως προς το περιεχόμενο και το προϊόν της εργασίας, που αναπαράγεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εντούτοις, η πάλη ενάντια στην κυριαρχία, την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση συνεχίζεται και στο εσωτερικό των εγχειρημάτων της ΚΑΟ.

Κατά συνέπεια, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό. Το πιο σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι, σε αντίθεση με το στρατήγισμα του κεντρικού σχεδιασμού, που θα επέλθει μετά την κατάληψη του αστικού κράτους, η ΚΑΟ αναπτύσσεται από τα κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας δίκτυα οικονομικής εξουσίας παράλληλα με τα κυρίαρχα δίκτυα της καπιταλιστικής οικονομίας και έτσι διαθέτοντας βαθιά γείωση με τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό το πλεονέκτημα όμως μπορεί να αποτελεί και το σοβαρότερο μειονέκτημα της ΚΑΟ ως προς τον αντικαπιταλιστικό της προσανατολισμό. Και αυτό γιατί τα δίκτυα της ΚΑΟ, όσο εκτεταμένα και καλά οργανωμένα και αν γίνουν, θα είναι πάντοτε καταδικασμένα να απορροφούνται από τον καπιταλισμό, αν δεν αποτελούν αναπόσπαστο οικονομικό όχημα ενός αποφασισμένου αντιεξουσιαστικού κινήματος, που θα αναμετρηθεί και σε ευνοϊκούς συσχετισμούς θα συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό, καταλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγονται μέσω και γύρω από αυτόν.

Η Θεσμική Κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα

Οι νόμοι αντανακλούν συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στο ανταγωνιστικό κίνημα και την κυριαρχία. Εμπεριέχουν λοιπόν όχι μόνο τους κανόνες που εγκαθιδρύουν και διευρύνουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αλλά και επιλογές και παραχωρήσεις της κυριαρχίας προς τους από κάτω, προκειμένου να διασφαλίζεται, έστω επιφανειακά, η κοινωνική ειρήνη.

Η θεσμική κατοχύρωση της ΚΑΟ στην Ελλάδα έλαβε χώρα με τον Ν. 4019/2011 μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης. Η χρονικότητα αυτής της κίνησης δεν είναι τυχαία. Η κλιμακούμενη υποχώρηση της μισθωτής εργασίας δημιουργεί πρόσκαιρα στο περιθώριο ένα υπεράριθμο δυναμικό κυρίως νέων ανθρώπων, που αποτελούν ενδεχόμενη απειλή για την κυρίαρχη τάξη. Ταυτόχρονα, η καταστροφή των ισχνών προνοιακών υποδομών του κράτους σε συνδυασμό με την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού γιγαντώνει τον χώρο των απόκληρων, που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά. Στη συγκυρία αυτή η επιλογή του συστήματος είναι “βγάλτε τα πέρα μόνοι σας”. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η κατοχύρωση της ΚΑΟ, την οποία και πρέπει να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο για τους δικούς μας σχεδιασμούς κοινωνικής αυτοοργάνωσης και κάλυψης του κενού με άλλους όρους.

Η κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ) του Ν. 4019/2011 είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό, που διαθέτει εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα. Δύναται να αποσκοπεί στην κοινωνική ένταξη και στην παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών κοινωνικού – προνοιακού χαρακτήρα για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού ή στην προαγωγή του τοπικού και συλλογικού συμφέροντος, στην απασχόληση, στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης. Για την ίδρυσή της χρειάζονται τουλάχιστον 5 μέλη. Τα μέλη δεν φέρουν ευθύνη για τα χρέη της ΚΟΙΝΣΕΠ παρά μόνο μέχρι το ύψος της συνεταιριστικής τους μερίδας. Η ισοτιμία κάθε μέλους διασφαλίζεται από τον νόμο μέσα από την απαγόρευση κατοχής άνω της μίας συνεταιριστικής μερίδας με δικαίωμα ψήφου. Μόνο μέλη της ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να είναι εργαζόμενοί της. Μέρος των κερδών της ΚΟΙΝΣΕΠ διανέμονται μόνο στους εργαζόμενούς της (όχι στα μέλη – μη εργαζόμενους). Συγκεκριμένα, τα κέρδη διατίθενται ποσοστιαία, ετησίως, ως εξής : (α) 5% για σχηματισμό αποθεματικού, (β) έως 35% διανέμεται στους εργαζόμενους ως κίνητρο παραγωγικότητας και (γ) το υπόλοιπο (τουλάχιστον 60%) διατίθεται για τους σκοπούς της επιχείρησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Υπάρχουν προβλέψεις για την επιχορήγηση των ΚΟΙΝΣΕΠ καθώς και για την φορολογική τους μεταχείριση προς το ευνοϊκότερο, εντούτοις αυτές τελούν πάντα υπό την αίρεση των εκάστοτε επιλογών του κράτους. Η ίδρυση μίας ΚΟΙΝΣΕΠ έχει μηδενικά σχεδόν έξοδα.

 Ο Ελληνικός θεσμός των ΚΟΙΝΣΕΠ πάσχει. Η αμεσοδημοκρατική διάσταση του θεσμού συρρικνώνεται στο μέτρο που καθίσταται υποχρεωτική από τον νόμο η εκλογή διοικούσας επιτροπής με τουλάχιστον τρία μέλη και με θητεία όχι μικρότερη των δύο ετών. Τα νομοθετικά αυτά εμπόδια στη δημοκρατία στους χώρους δουλειάς των ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να μετριαστούν με τους εξής τρόπους : (α) με την εκλογή όλων των μελών ή όλων των εργαζομένων στη διοικούσα επιτροπή, (β) με τη συρρίκνωση των εξουσιών της διοικούσας επιτροπής, (γ) με θεσμίσεις στο καταστατικό για τη δυνατότητα ταχείας ακύρωσης των αποφάσεων της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση των μελών, (δ) με την ανακλητότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής από τη γενική συνέλευση και την εκλογή νέων, (ε) με την εναλλαξιμότητα των μελών της διοικούσας επιτροπής και (στ) με την εν τοις πράγμασι κατάργηση της λειτουργίας της διοικούσας επιτροπής στις εσωτερικές διαδικασίες και τη λήψη των αποφάσεων από όλα τα μέλη. Μειονέκτημα επίσης του θεσμού είναι η δυνατότητα διανομής κερδών, έστω και αν αυτή είναι μέχρι 35% αποκλειστικά και μόνο στους εργαζόμενους, καθώς και η μη καθιέρωση υποχρεωτικού ίσου μισθού για όλους τους εργαζόμενους και ενός ανώτατου ορίου του μισθού αυτού (λ.χ. 3 φορές ο βασικός). Το κυριότερο όμως μειονέκτημα του Ελληνικού θεσμού είναι ο αφόρητος περιορισμός των σκοπών των ΚΟΙΝΣΕΠ. Συγκεκριμένα, ο Ν. 4019/2011 αποκλείει εμμέσως ολόκληρα κομμάτια της παραγωγής από την ανάπτυξη εγχειρημάτων της ΚΟΑ, τα οποία πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας από το κράτος και το κεφάλαιο. Όλες όμως οι παραπάνω αδυναμίες του θεσμού μπορούν να αίρονται με de jure ή de factoεπιβολή μέσα από τους αγώνες μας για έναν νέο συνεργατισμό πέρα από το μισητό καθεστώς της μισθωτής σκλαβιάς.

Βιβλιογραφία

Βαρκαρόλης Ορέστης (2012). Δημιουργικές Αντιστάσεις και Αντεξουσία, Καφενείον το Παγκάκι, Αθήνα.

GraeberDavid (2007). Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας, Στάσει Εκπίπτοντες, Θεσσαλονίκη.

Λιερός Γιώργος (2012). Υπαρκτός Καινούργιος Κόσμος, Κοινωνική / Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Καπογιάννης Δημήτρης, Νικολόπουλος Τάκης (2012). Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, Το Μετέωρο Βήμα μιας Δυνατότητας, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

Τάιμπο Κάρλος (2012). Η Πρόταση της Αποανάπτυξης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα.

ZibechiRaul (2010). Αυτονομίες και Χειραφετήσεις, Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, Αλάνα, Αθήνα.

 

Η κοινωνία της Αυτοδιαχείρισης, του Κορνήλιου Καστοριάδη

 

Ο σοσιαλισμός στοχεύει στο να δώσει ένα νόημα στη ζωή και την εργασία των ανθρώπων, στο να ενεργοποιήσει την ελευθερία τους, τη δημιουργικότητά τους και να επιτρέψει στις πιο θετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους να ανθίσουν. Στοχεύει στο να δημιουργήσει οργανικούς συνδέσμους μεταξύ του ατόμου και των ανθρώπων δίπλα του, μεταξύ της ομάδας και της κοινωνίας. Στοχεύει στο να υπερβεί τα σύνορα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, στο να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον εαυτό τους και με τη φύση. Ως εκ τούτου, ο σοσιαλισμός στοχεύει να ξανασυναντήσει τις πιο βαθιές φιλοδοξίες της εργατικής τάξης μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική αποξένωση. Αυτές δεν είναι προσδοκίες που αφορούν κάποιο ομιχλώδες και μακρινό μέλλον. Είναι υπάρχουσες τάσεις και συναισθήματα που εμφανίζονται ήδη στους επαναστατικούς αγώνες και στην επαναστατική ζωή. Η κατανόηση αυτού ισοδυναμεί με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι για τον εργαζόμενο το τελικό πρόβλημα της ιστορίας είναι ένα καθημερινό πρόβλημα.

Αν το καταλάβουμε αυτό, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι «εθνικοποίηση», ούτε «κεντρικός σχεδιασμός», ούτε ακόμα μία «βελτίωση της ποιότητας ζωής». Αντιλαμβανόμαστε ότι η αληθινή κρίση του καπιταλισμού δεν οφείλεται στην «αναρχία της αγοράς», στην «υπερ- παραγωγή» ή στην «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Αν οδηγήσουμε αυτές τις απόψεις στα λογικά τους συμπεράσματα και τις συνειδητοποιήσουμε με όλες τις συνέπειές τους, τότε οι ιδέες αυτές μπορούν να μεταβάλλουν τις ιδέες κάποιου για την επαναστατική θεωρία, δράση και οργάνωση. Μεταμορφώνουν το όραμα κάποιου για την κοινωνία και τον κόσμο. […]

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Σοσιαλιστική κοινωνία σημαίνει ότι οι άνθρωποι οργανώνουν οι ίδιοι κάθε πλευρά της κοινωνικής τους ζωής. Η καθιέρωση του σοσιαλισμού, επομένως, συνεπάγεται την άμεση εξάλειψη του θεμελιώδους διαχωρισμού της κοινωνίας σε ένα στρώμα διευθυνόντων και μια μάζα εκτελεστών. Το περιεχόμενο μιας σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης είναι πρώτα από όλα η εργατική διαχείριση της παραγωγής. Η εργατική τάξη προέβαλε την αξίωσή της για μια τέτοια διαχείριση και αγωνίστηκε για να την πετύχει στα πιο ακραία σημεία της ιστορικής δράσης: στη Ρωσία το 1917-18, στην Ιταλία το 1920, στην Ισπανία το 1936, στην Ουγγαρία το 1956.

Τα εργατικά συμβούλια στους χώρους εργασίας είναι η μορφή που θα πάρει πιθανότατα η αυτοδιαχείριση των εργατών και ο θεσμός που είναι πιο πιθανό να ευνοήσει την ανάπτυξή της. Η εργατική αυτοδιαχείριση σημαίνει ότι τα τοπικά Εργατικά Συμβούλια έχουν την εξουσία, ενώ τελικά στο επίπεδο της κοινωνίας ως ολότητα, η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Συνέλευσης των Αντιπροσώπων των Εργατικών Συμβουλίων. Τα εργοστασιακά συμβούλια (ή τα συμβούλια οποιωνδήποτε άλλων χώρων εργασίας, όπως των ορυχείων, των σιδηροδρόμων, των γραφείων κλπ) θα αποτελούνται από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τους εργαζόμενους και ανακλητούς από αυτούς ανά πάσα στιγμή και θα ενσωματώνουν τις λειτουργίες της σύσκεψης, της απόφασης και της εκτέλεσης. Αυτά τα συμβούλια είναι ιστορικές δημιουργίες της εργατικής τάξης. Έχουν έρθει στο προσκήνιο κάθε φορά που το ζήτημα της εξουσίας έχει τεθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Οι Εργοστασιακές Επιτροπές στη Ρωσία το 1917, τα Γερμανικά Εργατικά Συμβούλια του 1919, τα Ουγγρικά Συμβούλια το 1956, όλα τους επιδίωκαν να εκφράσουν (όποιο και αν ήταν το όνομά τους) το ίδιο αυθεντικό, οργανικό και χαρακτηριστικό πρότυπο αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.

Για να ορίσουμε συγκεκριμένα τον τύπο της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, πρέπει μεταξύ άλλων να εξαγάγουμε όλα τα δυνατά συμπεράσματα από δύο πολύ βασικές ιδέες: Την εργατική διαχείριση της παραγωγής και την εξουσία των Συμβουλίων. Για να γίνει πράξη, όμως, ένας τέτοιος ορισμός, για να πάρει σάρκα και οστά, πρέπει να συνδυαστεί με μια μελέτη τού πώς μπορούν να λειτουργήσουν στην πράξη οι θεσμοί μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Δεν υπάρχει λόγος για εμάς εδώ να προσπαθήσουμε να σχεδιάσουμε «νόμους», «κανόνες» ή «ένα ιδανικό σύνταγμα» για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Οι νόμοι, ως τέτοιοι, δεν σημαίνουν τίποτα. Οι καλύτεροι των νόμων μπορούν να έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι είναι διαρκώς προετοιμασμένοι να υπερασπιστούν ό,τι είναι σωστό σε αυτούς, να προσθέσουν ό,τι τους λείπει και να αλλάξουν σ’ αυτούς ό,τι έχει γίνει ανεπαρκές ή παρωχημένο. Από αυτήν την άποψη, πρέπει προφανώς να αποφύγουμε οποιοδήποτε φετιχισμό του «συμβουλιακού» τύπου οργάνωσης.

Η «διαρκής εκλεξιμότητα και αναιρεσιμότητα των αντιπροσώπων» είναι μάλλον αναποτελεσματικές από μόνες τους, για να «εγγυηθούν» ότι ένα Συμβούλιο θα συνεχίσει να εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Το Συμβούλιο θα συνεχίσει να τα εκφράζει αυτά μόνο για όσο καιρό οι άνθρωποι θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο γι’ αυτό. Η κατάκτηση του σοσιαλισμού δεν είναι θέμα καλύτερης νομοθέτησης. Η επιτυχία του εξαρτάται από τη συνεχή αυτοδραστηριοποίηση των ανθρώπων και από την ικανότητά τους να συνειδητοποιούν τα αναγκαία μέσα και τους σκοπούς, να επιδεικνύουν την αναγκαία αλληλεγγύη και αποφασιστικότητα.

Για να είναι, όμως, κοινωνικά αποτελεσματική, αυτή η αυτόνομη μαζική δράση δεν πρέπει να παραμείνει άμορφη, θρυμματισμένη και διασπασμένη. Πρέπει να βρει έκφραση σε πρότυπα δράσης και μορφές οργάνωσης, σε πρακτικές και σε θεσμούς που θα ενσωματώνουν και θα αντανακλούν τους σκοπούς της. Όπως πρέπει να αποφύγουμε το φετιχισμό των «νομοθετήσεων», έτσι πρέπει επίσης να προσέξουμε τα μειονεκτήματα των διαφόρων τύπων «αναρχικού» ή «αυθορμητίστικου» φετιχισμού, ο οποίος πιστεύοντας ότι τελικά η συνείδηση της εργατικής τάξης θα καθορίσει τα πάντα, ενδιαφέρεται λίγο ή καθόλου για τις μορφές που πρέπει να πάρει αυτή η συνείδηση, αν θέλουμε στ’ αλήθεια να αλλάξει την πραγματικότητα. Το Συμβούλιο δεν είναι ένα δώρο που χαρίζεται από κάποιον ελευθεριακό Θεό. Δεν είναι ένας θαυματουργός θεσμός. Δεν πρόκειται να γίνει ένα λαϊκό εργαλείο έκφρασης, αν οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εκφραστούν μέσα από αυτό το μέσο. Ωστόσο, το Συμβούλιο είναι μια ικανοποιητική μορφή οργάνωσης: η δομή του είναι τέτοια που δίνει τη δυνατότητα στους οραματισμούς της εργατικής τάξης να έρθουν στο φως και να εκφραστούν. Οι κοινοβουλευτικού τύπου θεσμοί, από την άλλη πλευρά, είτε λέγονται «Βουλή των Κοινοτήτων» είτε «Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ», είναι εξ’ ορισμού τύποι θεσμών που δεν μπορούν να είναι σοσιαλιστικοί. Είναι θεμελιωμένοι πάνω σε ένα ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του λαού, τη γνώμη του οποίου «συμβουλεύονται» αραιά και πού, και εκείνων που υποτίθεται ότι τον «εκπροσωπούν», οι οποίοι στην πραγματικότητα, όμως, είναι υπεράνω κάποιου ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου. Ένα Εργατικό Συμβούλιο είναι σχεδιασμένο για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους ανθρώπους, αλλά μπορεί να πάψει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία. Το κοινοβούλιο είναι σχεδιασμένο, έτσι ώστε να μην εκπροσωπεί το λαό, και ποτέ δεν παύει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία2.

Το ζήτημα των επαρκών και ουσιαστικών θεσμών είναι κεντρικό για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή ο σοσιαλισμός μπορεί να επέλθει μόνο μέσω μιας επανάστασης, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κρίσης κατά τη διάρκεια της οποίας η συνείδηση και η δραστηριότητα των μαζών φτάνει σε εκπληκτικά υψηλά επίπεδα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι μάζες γίνονται ικανές να υπερνικήσουν τη δύναμη της κυρίαρχης τάξης και των ενόπλων δυνάμεών της, να παρακάμψουν τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της κατεστημένης κοινωνίας και να υπερβούν μέσα τους τη βαριά κληρονομιά αιώνων καταπίεσης. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάποιου είδους παροξυσμός, αλλά αντίθετα ως μια προεικόνιση του επιπέδου δραστηριοποίησης και συνειδητοποίησης των ανθρώπων σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Η «άμπωτη» της επαναστατικής δραστηριότητας δεν έχει τίποτα το αναπόφευκτο. Ωστόσο, θα παραμένει πάντοτε μια απειλή, δεδομένου του τεράστιου όγκου των δύσκολων έργων που πρέπει να εκτελεστούν. Οτιδήποτε προστίθεται στα αναρίθμητα προβλήματα που αντιμετωπίζει η λαϊκή μαζική δράση θα ενισχύσει την τάση για μια τέτοια αντίδραση. Γι’ αυτό, είναι κρίσιμο για την επανάσταση να παράσχει στον εαυτό της, από τις πρώτες κιόλας μέρες, ένα δίκτυο από επαρκείς δομές για να εκφράζει τη θέλησή της, και οι επαναστάτες να έχουν μια χονδρική ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να λειτουργούν και να αλληλοσυνδέονται οι δομές αυτές. Από αυτή την άποψη, δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα οργανωτικό ή ιδεολογικό κενό. Αν οι ελευθεριακοί επαναστάτες παραμείνουν μακαρίως μακριά από αυτά τα ζητήματα και δεν τα επεξεργαστούν ή ούτε καν διανοηθούν, τότε μπορούν να είναι σίγουροι ότι κάποιοι άλλοι θα το κάνουν. Είναι πολύ ουσιαστικό για την επαναστατική κοινωνία να δημιουργήσει για τον εαυτό της σε κάθε στάδιο εκείνες τις δομές που θα μπορέσουν γρήγορα να γίνουν αποτελεσματικοί «θεσμικοί» μηχανισμοί, οι οποίοι θα εκφράζουν τη λαϊκή θέληση τόσο για τα πιο «σημαντικά θέματα» όσο και για τα κα θημερινά (που είναι ασφαλώς τα πρώτα και τα πιο σημαντικά ζητήματα απ’ όλα).

Επομένως, ο ορισμός της σοσιαλιστικής κοινωνίας που επιχειρούμε απαιτεί από εμάς μια περιγραφή του πώς οραματιζόμαστε τους θεσμούς της και τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούν. Αυτή η προσπάθεια δεν είναι «ουτοπική», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επεξεργασία και η προέκταση των ιστορικών επιτευγμάτων της εργατικής τάξης και ειδικότερα του πλαισίου της εργατικής διαχείρισης. Οι ιδέες που προτείνουμε για επεξεργασία είναι μόνο η θεωρητική άρθρωση της εμπειρίας ενός αιώνα εργατικών αγώνων. Ενσωματώνουν αληθινές εμπειρίες (θετικές και αρνητικές), συμπεράσματα (άμεσα και έμμεσα) που έχουν ήδη εξαχθεί, απαντήσεις που έχουν δοθεί σε πραγματικά προβλήματα ή απαντήσεις που θα έπρεπε να δοθούν, αν κάποια επανάσταση είχε προχωρήσει λίγο περισσότερο. Κάθε πρόταση σε αυτό το κείμενο συνδέεται με ερωτήματα που, είτε ευθέως είτε εμμέσως, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί στην πορεία των εργατικών αγώνων. Αυτό θα έπρεπε να βάλει ένα τέλος, μια και καλή, στις κατηγορίες για «ουτοπισμό».

Α. ΘΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΟΥΝ

Η αυτοδιαχείριση θα είναι δυνατή μόνο αν μεταβληθεί ριζικά η στάση των ανθρώπων ως προς την κοινωνική οργάνωση. Αυτό με τη σειρά του θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι κοινωνικές θεσμίσεις αποτελέσουν ουσιαστικό κομμάτι της πραγματικής καθημερινής τους ζωής. Όπως ακριβώς η εργασία έχει νόημα μόνο όταν οι άνθρωποι την κατανοούν και την ελέγχουν, έτσι και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα γίνουν ουσιαστικοί και πλήρεις νοήματος μόνο όταν οι άνθρωποι τους καταλαβαίνουν και τους ελέγχουν.

Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια σκοτεινή και ακατανόητη ζούγκλα, μια σύγχυση μηχανισμών διακυβέρνησης, δομών και θεσμών, που σχεδόν κανένας δεν καταλαβαίνει ή για τους οποίους κανείς δεν δείχνει ενδιαφέρον. Η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι δυνατή μόνο αν επιφέρει μια ριζική αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων και απλοποιήσει μαζικά την κοινωνική οργάνωση. Ο σοσιαλισμός συνεπάγεται ότι η οργάνωση της κοινωνίας θα είναι διαφανής γι’ αυτούς που συγκροτούν την κοινωνία αυτή.

Το να λες ότι τα έργα και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας πρέπει να είναι εύκολα κατανοήσιμοι συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση. Η «καλύτερη δυνατή πληροφόρηση» είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τη διάθεση μιας πελώριας μάζας δεδομένων. Το πρόβλημα δεν είναι να εφοδιάσουμε τον καθένα με φορητά μικροφίλμ όλων αυτών που υπάρχουν στο Βρετανικό Μουσείο. Αντιθέτως, η καλύτερη δυνατή πληροφόρηση εξαρτάται πρώτα και κυρίως από μια μείωση των δεδομένων στα πιο ουσιώδη, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να τα χειρίζονται όλοι. Αυτό θα είναι εφικτό, επειδή ο σοσιαλισμός θα επιφέρει μια άμεση και τεράστια απλοποίηση των προβλημάτων και θα εξαφανίσει, απλά και ξεκάθαρα, τους περισσότερους τωρινούς κανόνες και τις ρυθμίσεις που θα έχουν χάσει σχεδόν το νόημά τους. Σ’ αυτό θα προστεθεί μια συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης και διασποράς των πληροφοριών σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα και παρουσίασης των δεδομένων με απλό και επαρκή τρόπο. Επιπλέον, όταν θα αναφερθούμε στη λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, θα δώσουμε παραδείγματα των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν ήδη σ’ αυτό το πεδίο.

Στο σοσιαλισμό οι άνθρωποι θα επιβάλλονται στα έργα και τους θεσμούς της κοινωνίας. Επομένως, ο σοσιαλισμός πρέπει για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να θεσμίσει τη δημοκρατία. Ετυμολογικά, η λέξη δημοκρατία σημαίνει την κυριαρχία των μαζών. Δεν μας απασχολούν οι τυπικές όψεις αυτής της κυριαρχίας. Η αληθινή κυριαρχία δεν πρέπει να συνδέεται με τις εκλογές. Η ψήφος, ακόμα και η «ελεύθερη» ψήφος, μπορεί μόνο να είναι, και συχνά είναι, μια παρωδία της δημοκρατίας. Η αληθινή δημοκρατία δεν είναι το δικαίωμα του να ψηφίζεις για δευτερεύοντα ζητήματα. Δεν είναι το δικαίωμα του να ορίζεις κυβερνήτες, οι οποίοι στη συνέχεια θα παίρνουν τις αποφάσεις για όλα τα σημαντικά ζητήματα χωρίς έλεγχο από τα κάτω. Επίσης, δημοκρατία δεν είναι το να καλούνται οι άνθρωποι να εκφράσουν τη γνώμη τους εκλογικά για ακατανόητα ζητήματα ή για ερωτήσεις που δεν έχουν κανένα νόημα γι’ αυτούς.

Η αληθινή κυριαρχία συνίσταται στο να είναι κάποιος ικανός να αποφασίζει για τον εαυτό του, πάνω σε όλα τα ουσιαστικά ερωτήματα, με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων. Μέσα σε αυτές τις λίγες λέξεις, «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων», βρίσκεται όλο το πρόβλημα της δημοκρατίας. Έχει πολύ μικρή σημασία το να ζητάς από τους ανθρώπους να εκφράσουν τις απόψεις τους, αν δεν έχουν γνώση των σχετικών δεδομένων. Αυτό έχει υπογραμμιστεί εδώ και πολύ καιρό από τους αντιδραστικούς ή φασίστες επικριτές της «αστικής» δημοκρατίας και επιπλέον από τους πιο κυνικούς Σταλινικούς ή Φαβιανούς. Είναι φανερό ότι η αστική «δημοκρατία» είναι μια φάρσα, απλώς και μόνο επειδή κυριολεκτικά κανένας στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκφράσει μια γνώμη με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων, πόσο μάλλον οι μάζες των ανθρώπων από τις οποίες αποκρύπτονται συστηματικά οι πολιτικές και οικονομικές αλήθειες και το πραγματικό νόημα των ερωτημάτων που τους τίθενται. Η λύση, όμως, δεν είναι η παραχώρηση της εξουσίας στα χέρια μιας ανίκανης και ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας. Το σωστό είναι να μετασχηματίσεις την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να γίνονται κατανοητά από όλους τα βασικά δεδομένα και τα θεμελιώδη προβλήματα, καθιστώντας όλους ικανούς να εκφράσουν τις απόψεις τους «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων».

Β. ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ

Το να αποφασίζεις σημαίνει να αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Με το να αποφασίζεις για το ποιος θα αποφασίζει, ήδη δεν αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό, η μόνη ολοκληρωμένη μορφή δημοκρατίας είναι η άμεση δημοκρατία.

Για να πετύχεις την πιο ευρεία και την πιο ουσιαστική άμεση δημοκρατία, θα απαιτηθεί όλες οι οικονομικές και πολιτικές δομές της κοινωνίας να βασίζονται σε τοπικές ομάδες που να είναι αληθινές, οργανικές, κοινωνικές οντότητες. Η άμεση δημοκρατία σίγουρα απαιτεί τη φυσική παρουσία των πολιτών σε έναν δεδομένο τόπο, όταν πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται επίσης αυτοί οι πολίτες να σχηματίζουν μια οργανική κοινότητα, να ζουν αν είναι δυνατόν στο ίδιο περιβάλλον, να είναι εξοικειωμένοι μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία με τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν και με τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Μόνο μέσα σε τέτοιες οντότητες μπορεί η πολιτική συμμετοχή των ατόμων να είναι ολοκληρωμένη, μπορούν να γνωρίσουν και να νιώσουν οι άνθρωποι ότι η συμμετοχή τους έχει νόημα και ότι η αληθινή ζωή της κοινότητας καθορίζεται από τα ίδια της τα μέλη και όχι από κάποια εξωτερική αυθεντία, που δρα «στο όνομα» της κοινότητας. Συνεπώς, πρέπει να εξασφαλίζεται η μέγιστη αυτονομία και αυτοδιαχείριση για τις τοπικές αυτές κοινωνικές οντότητες.

Η σύγχρονη κοινωνική ζωή έχει δημιουργήσει ήδη αυτές τις συλλογικότητες και συνεχίζει να τις δημιουργεί. Αυτές οι συλλογικότητες αφορούν μεσαίες ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τις βρίσκεις στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις κατασκευές, στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη δημόσια διοίκηση κ.α., όπου οι άνθρωποι κατά εκατοντάδες, χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες ξοδεύουν το κύριο μέρος της ζωής τους, επιτελώντας κοινότοπες εργασίες και αντιμετωπίζοντας την κοινωνία στην πιο συμπαγή μορφή της. Ένας χώρος εργασίας δεν είναι μόνο μονάδα παραγωγής: έχει γίνει η πρωταρχική μονάδα κοινωνικής ζωής για την τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων. Αντί να είναι βασισμένη σε τοπικές οντότητες, τις οποίες η ίδια η οικονομική εξέλιξη συχνά τις έχει καταστήσει εξαιρετικά τεχνητές, η πολιτική δομή του σοσιαλισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη σε συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται σε παρόμοιες εργασίες. Αυτές οι συλλογικότητες θα αποδειχθούν γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα ανθίσει η άμεση δημοκρατία, όπως (για παρόμοιους λόγους) στην αρχαία πόλη ή στις δημοκρατικές κοινότητες των ελεύθερων αγροτών στις ΗΠΑ το 19ο αιώνα.

Η άμεση δημοκρατία δίνει μια ιδέα της αποκέντρωσης την οποία θα μπορεί να πετύχει η σοσιαλιστική κοινωνία. Ωστόσο, μια βιομηχανικά προηγμένη ελεύθερη κοινωνία θα πρέπει να βρει, επίσης, τα μέσα για να ενσωματώσει δημοκρατικά αυτές τις βασικές οντότητες στον κοινωνικό ιστό ως όλον. Θα πρέπει να λύσει το δύσκολο πρόβλημα του αναγκαίου συγκεντρωτισμού, χωρίς τον οποίο η ζωή μιας σύγχρονης κοινότητας θα κατέρρεε. Δεν είναι ο συγκεντρωτισμός καθαυτός εκείνος που κατέστησε τις μοντέρνες κοινωνίες τέτοια εξαιρετικά παραδείγματα πολιτικής ξένωσης ή εκείνος που οδήγησε στο φαινόμενο οι μειοψηφίες να δυναστεύουν πολιτικά την πλειοψηφία. Αυτό δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη πολιτικών σωμάτων «ανώτερων» και διαχωρισμένων από τον πληθυσμό, σωμάτων αποκλειστικά και ειδικά επιφορτισμένων με το καθήκον της εφαρμογής του συγκεντρωτισμού. Όσο ο συγκεντρωτισμός νοείται ως μια εξειδικευμένη λειτουργία ενός ξεχωριστού, ανεξάρτητου μηχανισμού, η γραφειοκρατία είναι πράγματι αδιαχώριστη από το συγκεντρωτισμό. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όμως, δεν θα υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο συγκεντρωτισμό και την αυτονομία των τοπικών οργανώσεων, γιατί και οι δύο λειτουργίες θα ασκούνται από τους ίδιους θεσμούς. Δεν θα υπάρχει κάποιος ξεχωριστός μηχανισμός του οποίου η λειτουργία να είναι η επανένωση αυτού που ο ίδιος θρυμμάτισε, ένα παράλογο καθήκον, το οποίο (πρέπει να θυμόμαστε) είναι ακριβώς αυτό που επιτελεί η σύγχρονη γραφειοκρατία.

Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Οι στενοί σύνδεσμοι μεταξύ του συγκεντρωτισμού και της ολοκληρωτικής, γραφειοκρατικής εξουσίας, σε αυτές ακριβώς τις ταξικές κοινωνίες, προκαλούν μια υγιή και κατανοητή αποστροφή πολλών σύγχρονων επαναστατών προς το συγκεντρωτισμό. Αυτή η αντίδραση, όμως, είναι συχνά συγκεχυμένη και μερικές φορές ενισχύει ακριβώς εκείνα τα πράγματα τα οποία προσπαθεί να διορθώσει.«Συγκεντρωτισμός, ιδού η ρίζα όλου του κακού», ισχυρίζονται πολλοί τίμιοι αγωνιστές, όταν αποκηρύττουν το Σταλινισμό ή το Λενινισμό στην Ανατολή ή στη Δύση. Όμως αυτή η αντίληψη, στην καλύτερη περίπτωση αόριστη, είναι σίγουρα καταστροφική όταν οδηγεί, όπως πολύ συχνά το κάνει, είτε σε τυπικά αιτήματα για «θρυμματισμό της εξουσίας» είτε σε αιτήματα για μια απεριόριστη επέκταση των εξουσιών των ομάδων βάσης, αγνοώντας τι πρέπει να γίνει στα άλλα επίπεδα.

Όταν οι πολωνοί αγωνιστές, για παράδειγμα, φαντάζονται ότι έχουν βρει μια λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, διακηρύσσοντας μια κοινωνική ζωή οργανωμένη και διοικούμενη από «διάφορα κέντρα» (Κρατική Διοίκηση, Συνέλευση Κοινοβουλίου, Συνδικάτα, Εργατικά Συμβούλια και Πολιτικά Κόμματα) επιχειρηματολογούν παραβλέποντας την ουσία. Αποτυγχάνουν να δουν ότι αυτός ο «πολυκεντρισμός» ισοδυναμεί με την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού και αναγνωρίσιμου κέντρου, ελεγχόμενου από τα κάτω. Και αφού η σύγχρονη κοινωνία είναι υποχρεωμένη να παίρνει ορισμένες κεντρικές αποφάσεις, το «σύνταγμα» που προτείνουν αυτοί θα υπάρξει μόνο στα χαρτιά. Το μόνο που θα κάνει θα είναι να κουκουλώνει την ανάδυση ενός αληθινού, όμως αυτή τη φορά συγκαλυμμένου (και συνεπώς ανεξέλεγκτου) «κέντρου», μέσα από τις τάξεις της πολιτικής γραφειοκρατίας.

Ο λόγος είναι φανερός: Αν κάποιος θρυμματίσει οποιονδήποτε θεσμό που εκπληρώνει μια σημαντική ή ζωτική λειτουργία, το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί την ανάγκη για κάποιον άλλο θεσμό ο οποίος να συναρμολογεί τα θραύσματα. Παρομοίως, αν το μόνο που κάνει κάποιος είναι να υποστηρίζει την επέκταση των εξουσιών των τοπικών συμβουλίων, τότε απλώς παραδίδει τα συμβούλια στην εξουσία μιας κεντρικής γραφειοκρατίας, η οποία θα «γνωρίζει» ή θα «κατανοεί» πώς να κάνει την οικονομία να λειτουργεί ως όλον (και οι σύγχρονες οικονομίες, είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, λειτουργούν πράγματι ως όλον). Για τους ελευθεριακούς επαναστάτες, το να αποφεύγουν αυτές τις δυσκολίες και να αρνούνται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας ισοδυναμεί με το να αφήνουν τη λύση αυτών των προβλημάτων στη μία ή την άλλη γραφειοκρατία.

Η ελευθεριακή κοινωνία θα πρέπει, λοιπόν, να δώσει μια ελευθεριακή λύση στο πρόβλημα του συγκεντρωτισμού. Αυτή η απάντηση θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μιας προσεκτικά προσδιορισμένης και περιορισμένης εξουσίας από την Ομοσπονδία των Εργατικών Συμβουλίων και η δημιουργία μιας Κεντρικής Συνέλευσης των Συμβουλίων και μιας Συμβουλιακής Επιτροπής. Θα δούμε παρακάτω ότι μια τέτοια Συνέλευση και μια τέτοια Επιτροπή δεν συνιστούν μεταβίβαση της λαϊκής εξουσίας, αλλά αντιθέτως είναι όργανα αυτής της εξουσίας. Σε αυτό το σημείο θέλουμε απλώς να συζητήσουμε τις αρχές που μπορούν να ρυθμίζουν τη σχέση τέτοιων πολιτικών σωμάτων με τα τοπικά συμβούλια και τις άλλες ομάδες βάσης. Αυτές οι αρχές είναι σημαντικές, γιατί επηρεάζουν τη λειτουργία σχεδόν όλων των θεσμών σε μια ελευθεριακή κοινωνία.

Γ. Η ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Σε μια κοινωνία όπου έχει αφαιρεθεί η πολιτική δύναμη από τους ανθρώπους και όπου αυτή η δύναμη είναι στα χέρια μιας συγκεντρωτικής εξουσίας, η ουσιαστική σχέση μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα: τα κανάλια από την περιφέρεια προς το κέντρο μεταφέρουν μόνο πληροφορίες, ενώ τα κανάλια από το κέντρο προς την περιφέρεια μεταφέρουν αποφάσεις (συν ενδεχομένως τις ελάχιστες πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες για την κατανόηση και την εκτέλεση των αποφάσεων που πάρθηκαν στο κέντρο). Το όλο δημιούργημα δεν αντικατοπτρίζει μόνο ένα μονοπώλιο της εξουσίας επί των αποφάσεων, αλλά και ένα μονοπώλιο επί των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την άσκηση της εξουσίας. Μόνο το κέντρο έχει το «σύνολο» των πληροφοριών που χρειάζονται για να γίνουν οι απαραίτητες αξιολογήσεις και να ληφθούν οι αποφάσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, μόνο κατά λάθος μπορεί κάποιο άτομο ή κάποιο πολιτικό σώμα να αποκτήσει πληροφορίες άλλες από εκείνες που αφορούν στο δικό του τομέα. Το σύστημα προσπαθεί να αποφύγει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν ενθαρρύνει τέτοια «λάθη».

Όταν λέμε ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία τα κεντρικά πολιτικά σώματα δεν θα συνιστούν μια μεταβίβαση της εξουσίας αλλά θα είναι η έκφραση της εξουσίας των ανθρώπων, υπονοούμε μια ριζική αλλαγή σε όλο αυτό το πλαίσιο. Μια από τις κύριες λειτουργίες των κεντρικών σωμάτων θα είναι να συλλέξουν, να μεταφέρουν και να διασπείρουν τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει και έχουν μεταφερθεί σε αυτά από τις τοπικές ομάδες.

Σε όλα τα ουσιαστικά πεδία, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται στα κατώτερα επίπεδα και θα κοινοποιούνται προς το «κέντρο», του οποίου η ευθύνη θα είναι να βοηθήσει ή να παρακολουθήσει την πρόοδό τους. Θα θεσμιστεί μια αμφίδρομη ροή πληροφοριών και προτάσεων και αυτό δεν θα ισχύει μόνο για τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των Συμβουλίων, αλλά θα είναι ένα μοντέλο για τις σχέσεις όλων των θεσμών και αυτών που συμμετέχουν σε αυτούς.

Πρέπει να τονίσουμε άλλη μια φορά ότι δεν προσπαθούμε να προσχεδιάσουμε τέλεια αντίγραφα της μελλοντικής κοινωνίας. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η συλλογή και η διάδοση των πληροφοριών δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες δεν μπορούν να διαδοθούν –αυτό θα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταπνίξεις ό,τι είναι σημαντικό και να το καταστήσεις με αυτόν τον τρόπο ακατανόητο και άρα ανεξέλεγκτο. Ο ρόλος οποιωνδήποτε κεντρικών σωμάτων είναι επομένως πολιτικός, ακόμα και από αυτή την άποψη.

Παραθέσαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο «Για το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού» του Κ. Καστοριάδη, που δημοσιεύτηκε το 1957 στο τεύχος 22 του γαλλικού περιοδικού «Socialisme ou Barbarie». Τα σκίτσα είναι του Solidarity Group (London). Το κείμενο μεταφράστηκε από τον Ιάσωνα Τσαούλα-Μοιρόπουλο για το τρίτο τεύχος του περιοδικού Νυκτεγερσία.

Αναδημοσίευση από:  http://eagainst.com/articles/%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%87%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82/

ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ

Posted by ek-fyles

Κανένα φύλο… ή πολλά!

Το φεμινιστικό κίνημα των δεκαετιών ’60 και ’70 είχε ως κύρια επιδίωξη να αναγνωριστεί το υποκείμενο «γυναίκα» που ως τότε είχε αγνοηθεί και καταδικαστεί σε ανυπαρξία, διεκδικώντας πολιτικό λόγο για τις γυναίκες. Μέσω των πολιτικών ζυμώσεων, όμως, που γίνονταν στο εσωτερικό των κινημάτων, τα οποία απαρτίζονταν από γυναίκες διαφορετικής προέλευσης, προέκυψαν εύλογα ερωτήματα: «Ποιο είναι το οικουμενικό στοιχείο που συνδέει όλες τις γυναίκες;», δηλαδή «Τι είναι αυτό που κάνει γυναίκες τις γυναίκες;». Προκειμένου να απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα, η θεωρία αρχικά καταπιάστηκε με τη διάκριση του φύλου σε βιολογικό (sex) και κοινωνικό (gender). Ως βιολογικό φύλο θεωρήθηκε εκείνο με το οποίο κάποια γεννιέται ως γυναίκα, ενώ ως κοινωνικό, εκείνο μέσω του οποίου κατασκευάζεται κοινωνικά ως γυναίκα.

Η διάκριση αυτή αντιτέθηκε στην πατριαρχική αντίληψη που τοποθετούσε το φύλο και τα παρεπόμενά του στο χώρο του «φυσικού»: Το κοινωνικό φύλο καταδείχτηκε ως προϊόν ανθρώπινης, πολιτισμικής δημιουργίας, ως κατασκεύασμα που επιδέχεται μετατροπές και συνεπώς ως αντικείμενο διερεύνησης στη σφαίρα του πολιτικού.

Το πρόβλημα μιας τέτοιας θεώρησης ήταν ότι η «φύση» του φύλου, που σύμφωνα με την παραπάνω διάκριση δεν είχε επίδραση στην κοινωνική μοίρα του ατόμου, τοποθετήθηκε εκτός της σφαίρας του πολιτικού. Έτσι, η «φύση» του φύλου θεωρήθηκε προϋπάρχουσα του υποκειμένου, της κοινωνίας και του πολιτισμού.

Ωστόσο, η θεωρία για τα φύλα προσανατολίστηκε στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης της «αντικειμενικότητας» των θετικών επιστημών, με έρευνες στο πεδίο της βιολογίας βάσει μιας κονστρουκτιβιστικής θεώρησης του φύλου και με την ανάλυση των κοινωνικών διαδικασιών εμφυλοποίησης: το φύλο απογυμνώθηκε από κάθε απτή οντολογική ουσία.

Στο πεδίο της βιολογίας, που ως τότε αντιμετώπιζε τα φύλα ως δύο αντιθετικές κατηγορίες που αλληλοαποκλείονται (ό,τι δεν είναι το ένα, είναι το άλλο), ένα ρεύμα ερευνών αναγνώρισε πως το χρωμόσωμα, οι αδένες και οι ορμόνες κατασκευάζουν ένα συνεχές που όμως δεν έχει μόνο δύο άκρα (το ένα ή το άλλο φύλο), αλλά και άπειρες διαβαθμίσεις. Έτσι, ένας οργανισμός μπορεί να έχει το ΧΥ χρωμόσωμα (που σύμφωνα με την καθεστηκυία βιολογία τον τοποθετείστην κατηγορία «άνδρας») αλλά να έχει παράλληλα περισσότερες από τις λεγόμενες «θηλυκές» ορμόνες.

Την κονστρουκτιβιστική οπτική πάνω στο φύλο ενίσχυσαν και ανθρωπολογικές έρευνες, που μελέτησαν τις ποικίλες σημασίες με τις οποίες είναι επενδυμένα τα σώματα και η σεξουαλικότητα σε διάφορες εποχές και σε διάφορους πολιτισμούς.

Αμφισβητώντας λοιπόν την ύπαρξη μιας οντολογικής ουσίας του φύλου, η φεμινιστική θεωρία δεν μπορούσε παρά να επισημάνει την αντίστροφη πορεία κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας: το υποκείμενο εκλαμβάνει την εκμαθημένη έμφυλη έκφραση ως «φυσική» και, κατά συνέπεια, την αντιλαμβάνεται σαν να ενυπάρχει με φυσικό τρόπο μέσα στο σώμα του/της.

Έτσι, η αντίληψη του εαυτού ως έμφυλου όντος είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης διαδικασίας που επενδύει νοηματικά την έμφυλα κατασκευασμένη πραγματικότητα. Αυτή η επαναληπτική λειτουργία, την οποία η Judith Butler ονομάζει επιτελεστικότητα, έχει ως αποτέλεσμα με κάθε πράξη να ξαναπραγματώνεται η ταξινομική κατηγορία του φύλου, η ταυτότητα-αίσθηση του εαυτού και η έμφυλη σχέση – δηλαδή το πώς συσχετίζουμε τον εαυτό μας με το «άλλο». Η εκμάθηση της θέασης του κόσμου μέσα από ένα φίλτρο που μας δείχνει πως το φύλο «υπάρχει», μας εμποδίζει να αναρωτηθούμε γιατίβλέπουμε κάτι τέτοιο – δηλαδή να διαπιστώσουμε την ίδια την ύπαρξη του φίλτρου. Αυτή η διαδικασία συνεχούς αναπαραγωγής της διαφοροποίησης των φύλων επιδρά πάνω στο άτομο σε κάθε κίνησή του. Τα συστατικά αυτής της διαδικασίας δεν είναι μόνο συμπεριφορές, αλλά και το πώς ένα σώμα γίνεται αντιληπτό, πώς δρα και πώς φαίνεται στους φορείς του και στον έξω κόσμο, τα οποία έχουν σχέση με τις συνθήκες ζωής, τον τρόπο που εργάζεται, ζει, αγωνίζεται, ερωτεύεται, παίζει και επικοινωνεί κάποιος ή κάποια.

Η σωματικότητα επομένως δεν αποτελεί έναν ανιστορικό παράγοντα. Το σώμα ανήκει στο πεδίο του Λόγου. Και μάλιστα, δεν είναι μόνο οι παραλλαγές του φύλου και οι τρόποι ύπαρξης ανδρών και γυναικών που αποτελούν ιστορικό προϊόν: ο ίδιος ο διμορφισμός, ο σωματικός δυϊσμός του φύλου δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο αλλά πολιτισμικό δεδομένο της έμφυλης τάξης πραγμάτων. Η τοποθέτηση του «φυσικού» σώματος στο ανιστορικό πεδίο, «πριν το Λόγο», ενισχύει τη διατήρηση του δυϊσμού του φύλου. Ο δυϊσμός όμως είναι απαραίτητος για την εσωτερική σταθερότητα της άνισης σχέσης φύλου, καθώς πάνω στη διαφοροποίηση δομείται η ιεράρχηση.

Συμπερασματικά, η εμφυλοποίηση (άρα φυσικοποίηση) του κοινωνικού βασίζεται σε μια θεώρηση σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γίνονται αντιληπτοί ως μια αναλλοίωτη αιώνια ουσία, ωςφορείς του ενός ή του άλλου φύλου, και ότι τελικά ανήκουν στο πεδίο του «φυσικού». Αυτή η «γνώση» λειτουργεί σαν αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο της αντίληψης που αναγνωρίζει μόνο δύο είδη ανθρώπων: άνδρες και γυναίκες.

Κατά συνέπεια, αναγνωρίζει και μόνο δύο αλληλοσυμπληρούμενες σεξουαλικότητες.

Η σεξουαλική έκφραση ως εργαλείο της εξουσίας

Με αφετηριακό σημείο ότι σεξουαλικότητα και φύλο δεν είναι φυσικά δεδομένα, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τα «πώς» και «γιατί» της σύστασης και διαπλοκής τους με κοινωνικά δεδομένα, εντοπίζοντας στον πυρήνα της αναζήτησης τη συγκρότηση του υποκειμένου της νεωτερικότητας.

Η έννοια του υποκειμένου όπως γεννιέται στην εποχή του διαφωτισμού παρουσιάζει ομοιότητες με την έννοια του πολίτη της αρχαίας Ελλάδας. Ο παραλληλισμός αυτός είναι χρήσιμος για την κατανόηση της σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό του από τη νεωτερικότητα και μετά – σχέση που συνδέεται με τη σεξουαλικότητα και εκφράζεται σ’ αυτή.

Για να θεωρηθεί «πραγματικός άνδρας», ο άνδρας στην αρχαία Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσει μια εξουσία πάνω στον εαυτό του, ώστε να εξουσιάζει και τους άλλους. Αυτή η σχέση με τον εαυτό καθορίστηκε και μέσω της σχέσης του με τη σεξουαλικότητα, καθώς, αυτοκυριαρχούμενος, κατάφερνε να αποκτήσει την αναγκαία αίσθηση ανδρισμού, την οποία εξασκούσε πάνω στους σεξουαλικούς του συντρόφους. Η σχέση του μαζί τους βασιζόταν σε μια ιεραρχία και προσανατολιζόταν ηθικά στο ιδανικό του ενεργητικού πόθου. Μ’ αυτή την έννοια, η διάκριση δεν ετίθετο στο επίπεδο του ομοφυλόφιλου / ετεροφυλόφιλου, αλλά σ’ αυτό του παθητικού / ενεργητικού, του αποδεκτού / αξιοκατάκριτου, μεταξύ μετρημένης διαχείρισης και άμετρης υπερβολής. Ο ελεύθερος πολίτης-άνδρας έπρεπε να καταλαμβάνει την ενεργητική θέση, οι μη ελεύθεροι και οι γυναίκες την παθητική. Μόνο στον ανήλικο ελεύθερο άνδρα επιτρεπόταν να πάρει τη θέση του παθητικού, ποθητού αντικειμένου. Αλλά ακόμη και το νεαρό αγόρι έπρεπε να αποφεύγει να του συμπεριφέρονται σαν παιχνίδι και να το εξουσιάζουν. Δεν έπρεπε να γίνει «πειθήνιο όργανο» στις ηδονές του άλλου και να νικηθεί ή να παραδοθεί αμαχητί. Επειδή ο ανήλικος άνδρας ήταν εκτεθειμένος στον κίνδυνο της παθητικότητας, δεν έπρεπε να την ενσωματώσει συνειδητά στη χαρακτηροδομή του. Η ενηλικίωσή του καθοριζόταν από την απώθηση αυτών ακριβώς των παθητικών συμπεριφορών.

Αυτό το σύστημα σεξουαλικότητας ανταποκρίνεται σε μια συνέχεια εξουσίας / ελευθερίας / αλήθειας. Οι διαπροσωπικές σχέσεις περιγράφονται με όρους διακυβέρνησης, ενώ η σχέση με τον εαυτό καθορίζεται από την επιταγή του μέτρου και της αυτοκυριαρχίας και την υπαγωγή αυτών στο λόγο, και πάντα μέσα στο πλαίσιο ενός αγώνα αναζήτησης της αλήθειας. Σ’ αυτήν τη διαδικασία οι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι δούλοι δεν ήταν παρά υποταγμένα εργαλεία για να πραγματωθεί η ελευθερία του ενήλικου άνδρα.

Το καρτεσιανό υποκείμενο…

Το πέρασμα στον Διαφωτισμό συντελείται με έντονους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και ανακατατάξεις κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, με χαρακτηριστικά την ιδεολογία περί απελευθέρωσης του ανθρώπου από τους καταναγκασμούς της φύσης, την κυριαρχία του πάνω σ’ αυτήν μέσω των θετικών επιστημών, καθώς και την απελευθέρωσή του από τη μοναρχική κυριαρχία και τον εκκλησιαστικό δογματισμό μέσω του έλλογου ξεπεράσματος της άγνοιας. Όλα αυτά βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους τον 18ο αιώνα, με την παγίωση της αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας, της λογοκρατίας και της μηχανιστικής σκέψης, και τις συνακόλουθες μορφές κοινωνικών σχέσεων που παρήγαγε αυτό το πλαίσιο.

Ο ορθός λόγος (πάνω στον οποίο υποτίθεται πως είχε οικοδομηθεί η νέα μορφή κοινωνίας) έγινε προϋπόθεση για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του υποκειμένου: Το υποκείμενο-φορέας του Λόγου έπρεπε να υποταχθεί αυτοβούλως στο Κράτος προκειμένου να πραγματωθεί ως ελεύθερο άτομο, αφού μόνο όποιος μπορούσε να αυτοκυριαρχηθεί θεωρούνταν ικανός να κυριαρχήσει και πάνω στους άλλους, να διαχειριστεί την περιουσία και να λειτουργήσει σαν αρχηγός της οικογένειας – δομές και ρόλοι που επέβαλλαν οι αστικές καπιταλιστικές σχέσεις. Η αίσθηση του καθήκοντος επένδυσε την έννοια της ελευθερίας του πολίτη της νέας κοινωνίας. Η εδραίωση του ορθολογισμού, συστατικού στοιχείου του καπιταλισμού που γεννιέται εκείνη την περίοδο, καθιστά το Λόγο εργαλείο για τη διατήρηση της τάξης μέσω του εσωτερικευμένου ελέγχου των υποκειμένων.

Παράλληλα, η ιεραρχική σχέση άνδρα-γυναίκας, παγιωμένη μέσα στους αιώνες θεοκρατικών κοινωνιών που είχαν προηγηθεί, μετασχηματίζεται σε μια νέα μορφή πατριαρχίας, την οποία ο Διαφωτισμός νομιμοποιεί πλήρως: ο άνδρας συνιστά την «πρόοδο», καθώς ταυτίζεται με το Λόγο, αφετηρία του ξεπεράσματος της φύσης, με την οποία ταυτίζεται απαξιωτικά η γυναίκα.

Έτσι ο «οικουμενικός άνθρωπος», όπως συγκροτείται την περίοδο του Διαφωτισμού, είναι ένα αρσενικό, έλλογο ον, ικανό να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στους άλλους. Στη διαδικασία συγκρότησης του υποκειμένου της νεωτερικότητας, ο ανδρισμός εδραιώνεται ως η νόρμα για το ανθρώπινο, εφόσον η δυτική κοσμοθεώρηση συνδέει απόλυτα τη λογική με την ανδρική ταυτότητα. Η λογική σκέψη ως αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών είναι η ιδεολογική βάση πάνω στην οποία δομήθηκε η ανδρική ανωτερότητα στην κοινωνική ζωή. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, το συναίσθημα απορρίπτεται ως αυθεντική πηγή γνώσης, μια που με την τελευταία ταυτίζεται μόνο η λογική. Το συναίσθημα ισοδυναμεί με αδυναμία και θηλυκότητα, στοιχεία που βρίσκονται στον αντίποδα της αίσθησης ανδρικής ταυτότητας.

Τα ιεραρχικά δίπολα στη λογοκρατία της νεωτερικότητας υπερασπίζονται τον έλεγχο του νόμου επί του σώματος μέσω των επιστημών, τη μελέτη του εξωτερικού κόσμου και των αντικειμένων, όχι των ατομικοτήτων, με συνέπεια την καλλιέργεια της άγνοιας για τον εαυτό, άγνοια που στιγματίζει τα βιώματα και τις σχέσεις. Επιπρόσθετα, η επικράτηση του προτεσταντισμού κληροδοτεί, μεταξύ άλλων, και την πεποίθηση ότι η λογική σκέψη οφείλει να αποκαλύπτει την «κακή» και «ζωώδη» φύση που ενυπάρχει στον άνθρωπο, ώστε να τον ωθήσει σε μια ηθική ζωή, ριζικά διαχωρισμένη από τα ένστικτα που την καθιστούν ανελεύθερη.

Με την καρτεσιανή και προτεσταντική ρήξη νου και σώματος, οι άνδρες αποξενώθηκαν κι άλλο από το σωματικό τους βίωμα, γιατί αυτό αποτελούσε μέρος ενός φυσικού κόσμου που έμαθαν να φοβούνται και να απεχθάνονται. Αντιλαμβάνονταν την ανθρωπινότητά τους μόνο απ’ τη στιγμή που μπορούσαν να τιθασεύσουν τον φυσικό κόσμο και να κυριαρχούν πάνω στα πάθη τους.

Μέσα σ’ αυτό το «σύμπαν», οι επιθυμίες και τα συναισθήματα εμφανίζονται απειλητικά. Δρώντας από μια αίσθηση καθήκοντος, οι άνδρες θεωρούν εαυτόν ικανό να ελέγξει το συναίσθημα και να πραγματώσει το υποτιθέμενο ελεύθερο υποκείμενο, με τις γυναίκες να έχουν πρόσβαση σε αυτή την ελευθερία μόνο αποδεχόμενες την υποταγή τους στους άνδρες.

Έτσι θεσμίζεται η εσωτερική σύνδεση της ανδρικής ταυτότητας και της αίσθησης του αυτοελέγχου, ως μορφή κυριαρχίας πάνω στον συναισθηματικό κόσμο.

Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, έναν από τους κύριους ιδεολογικούς φορείς του Διαφωτισμού, «ο άνδρας είναι αρσενικό μόνο σε ορισμένες περιστάσεις, η γυναίκα όμως είναι θηλυκό σε όλη της τη ζωή». Ο προορισμός της είναι να μεγαλώνει παιδιά, να ικανοποιεί και να υποτάσσεται στον άνδρα, όπως «προστάζει η φύση». Όσο για τησεξουαλικότητα, στον «Αιμίλιο ή περί αγωγής» διατείνεται πως και τα δύο φύλα είναι προικισμένα με αχαλίνωτα πάθη, όμως ο άνδρας προικίστηκε με λογική και η γυναίκα με σεμνοτυφία, ώστε να τα χαλιναγωγούν. Ενδεδειγμένη κοινωνική συμπεριφορά για τη γυναίκα είναι να συνδυάζει το πάθος, την θελκτικότητα και τον αισθησιασμό με την ευσυνείδητη αγνότητα. Οι γυναίκες, τις οποίες ο Ρουσσώ ορίζει ως αποκλειστικά σεξουαλικά πλάσματα, θεωρούνται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πειρασμός που οδηγεί τον άνδρα σε παρέκκλιση από το μονοπάτι της λογικής και της ηθικής, με το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς του. Αυτό σημαίνει την αποποίηση κάθε ευθύνης για οποιαδήποτε εκδοχή της ανδρικής σεξουαλικότητας, εφόσον, εάν ο άνδρας διεγερθεί, υποτίθεται πως βγαίνει από τον έλεγχο της λογικής.
…και το «άλλο» του

Σε αντίθεση με την εικόνα του πάντα ικανού και με αυτοέλεγχο άνδρα, οι γυναίκες τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στην αστική κοινωνία είχαν περιορισμούς στην έκφραση της σεξουαλικότητάς τους (π.χ. απαγόρευση εξωγαμιαίων σχέσεων). Ο άνδρας κρατούσε ρόλο επιτηρητή, αφού έπρεπε να κυριαρχεί στη γυναίκα εξίσου όπως σε σπίτι, παιδιά και δούλους. Η γυναίκα δεν είχε πρόσβαση σε ένα αυτόνομο καθεστώς υποκειμένου. Έπρεπε να είναι «ενάρετη», χαρακτηριστικό που πάντα σχετιζόταν με τον άνδρα και ουσιαστικά συνίστατο στην υποταγή της σ΄ αυτόν. Ο αυτοέλεγχος δεν απαιτούνταν με τον ίδιο τρόπο από άνδρες και γυναίκες: Εκείνη ήταν υποχρεωμένη να υπόκειται σε αυτοέλεγχο προκειμένου να αρέσει στον άνδρα, διαφορετικά αυτός είχε το δικαίωμα να τη διώξει. Εκείνος, αντιθέτως, όφειλε να αυτοκυριαρχείται, δηλαδή να έχει σεξουαλική εγκράτεια, προκειμένου να κυριαρχήσει πάνω σ’ αυτούς που δεν μπορούσαν να πετύχουν τον ίδιο βαθμό αυτοελέγχου. Όσον αφορά τη γυναίκα, δεν επρόκειτο για εγκράτεια, αλλά για υπακοή και προσαρμογή στις ανδρικές απαγορεύσεις και προσταγές.

Ο όρκος πίστης στο γάμο αποτελούσε τυπικά καθήκον και των δύο συζύγων, αλλά κατ’ ουσίαν οι άνδρες υφίσταντο λιγότερες κυρώσεις από τις γυναίκες ή ακόμη και καθόλου. Ήταν ηθικά νομιμοποιημένοι να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με υπηρέτριες (ή να τις βιάζουν), με πόρνες και με ερωμένες, και βεβαίως τους επιτρέπονταν οι σεξουαλικές επαφές πριν το γάμο. Αντιθέτως, η γυναίκα από την εξουσία του πατέρα παραδιδόταν στον σύζυγο. Αν έκανε εξώγαμο παιδί, στιγματιζόταν και έχανε τη δυνατότητα να παντρευτεί. Πριν το γάμο δεν είχε σεξουαλική ζωή και μετά το γάμο είχε παιδιά: αυτή ήταν η ηθική μορφή της πληθυσμιακής πολιτικής, η οποία πάντα ρύθμιζε

τη σεξουαλικότητα των γυναικών, όχι των ανδρών. Για την αντισύλληψη εξάλλου χρησιμοποιούνταν η διακεκομμένη συνουσία που άφηνε τον έλεγχο αποκλειστικά στον άνδρα. Είτε ως αγία είτε ως πόρνη, ο άνδρας έπρεπε να την κρατήσει υπό τον έλεγχό του.

Επιπλέον, ο άνδρας όφειλε να οριοθετηθεί από την ομοφυλοφιλία, η οποία από τον 18ο αιώνα πλέον τιμωρείται.1 Εκτός από το φόβο της αρρώστιας και του εκφυλισμού, υπήρχε ο φόβος της εκθήλυνσης. Στην αστική κοινωνία η ομοφυλοφιλία θεωρήθηκε όχι πια σαν μια μορφή σεξουαλικότητας μεταξύ άλλων, αλλά σαν το τελείως άλλο σχετικά με τη σωστή, ανδρική σεξουαλικότητα. Έτσι επιβλήθηκε η πλήρης απώθηση του φαντασιακού της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας για τον άνδρα. Μιας και ολόκληρη η ομοφυλοφιλία ταυτίστηκε με το «παθητικό», ο αστός άνδρας έπρεπε να απαρνηθεί την ομοφυλοφιλία ολοκληρωτικά.

Όσο για τη γυναικεία ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητα, απλώς δεν θεωρήθηκε μορφή σεξουαλικότητας: εφόσον δεν συμμετέχουν άνδρες, είναι σαν να μην υπάρχει.

Η αόρατη πειθάρχηση των σωμάτων

Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την ατομικότητα σαν ένα είδος βασικού πυρήνα, πρωτογενούς ατόμου, πολλαπλού και αδρανούς υλικού στο οποίο η εξουσία έρχεται να επιβληθεί ή το οποίο ίσως πλήττει… Στην πραγματικότητα, πρόκειται ήδη για ένα από τα πρωταρχικά αποτελέσματα της εξουσίας ότι ορισμένα σώματα, ορισμένες χειρονομίες, ορισμένος λόγος, ορισμένες επιθυμίες, καταλήγουν να ταυτίζονται και να συντίθενται ως ατομικότητες. Το άτομο δεν είναι επομένως το αντίθετο της εξουσίας. Το άτομο είναι ένα αποτέλεσμα της εξουσίας και ταυτόχρονα –ή ακριβώς στο βαθμό που είναι ένα από τα αποτελέσματά της– το συνεκτικό της στοιχείο. Η εξουσία το διαπερνά πέρα ως πέρα.

Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία

Η σεξουαλικότητα δεν πρέπει να ειδωθεί ως ένστικτο αντιθετικό και απείθαρχο προς την εξουσία, αλλά ως ένα ιδιαίτερα κομβικό σημείο μετάβασης προς σχέσεις εξουσίας… Δεν αποτελεί το πλέον ανυπότακτο στοιχείο, αλλά μάλλον ένα από τα προικισμένα με τη μεγαλύτερη εργαλειακότητα προς όφελος της εξουσίας.

Michel Foucault, Εξουσία, Γνώση και Ηθική

Ο γάλλος ιστορικός των ιδεών Michel Foucault ισχυρίζεται στον πρώτο τόμο της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας» (Η δίψα της γνώσης) ότι, ενώ φαινομενικά και επίσημα από τον 17ο αιώνα η σεμνοτυφία και οι απαγορεύσεις καταδικάζουν το σεξ στη σιωπή, στην πραγματικότητα παρατηρείται κυριολεκτικά «έκρηξη λόγων» γύρω από αυτό. «Δεν λέω ότι οι απαγορεύσεις στο σεξ είναι απάτη, αλλά ότι αποτελεί απάτη να τις ανάγεις σε θεμελιακό και συστατικό στοιχείο βάσει του οποίου μπορείς να γράψεις την ιστορία όσων έχουν ειπωθεί για το σεξ από τους νέους χρόνους και μετά.»

Η επινόηση της σεξουαλικότητας, «η απόλυτη μοναδικότητά της», αποτελεί σύμφωνα με τον Foucault μια κεντρική έκφραση του παραγωγικού χαρακτήρα της πειθαρχικής εξουσίας, κεντρικό στοιχείο της νεωτερικής υποκειμενικότητας. Η σεξουαλικότητα δημιουργείται ως προϊόν του λόγου (discourse) της αλήθειας των ανθρωπιστικών επιστημών, ξεκινώντας από τον 18ο αιώνα. Επομένως είναι λάθος να την αντιλαμβανόμαστε είτε σαν φυσικό δεδομένο, πάνω στο οποίο θέλει να κυριαρχήσει η εξουσία, είτε σαν έναν σκοτεινό χώρο τον οποίο η γνώση προσπαθεί σταδιακά να φέρει στο φως.

Στην πραγματικότητα, η σεξουαλικότητα λειτουργεί ως παραγωγικό μέσο της σύγχρονης κανονιστικής εξουσίας: «Σεξουαλικότητα είναι το όνομα που θα μπορούσε να δοθεί σε ένα ιστορικό σύστημα, το οποίο αποτελεί ένα κομβικό σημείο για τη συγκρότηση του νεωτερικού υποκείμενου: το σεξ, το να κάνεις σεξ, παρουσιάζεται σαν πραγματικό αφετηριακό σημείο της σεξουαλικότητας» (Η δίψα της γνώσης). Αυτή η λογική όμως αποτελεί κατά τον Foucault μια απάτη, μια τακτική συγκάλυψης: γιατί ανακηρύσσεται σε φύση του ανθρώπου ό,τι είναι στην πραγματικότητα προϊόν του λόγου. Από ένα αόριστο σύνολο δραστηριοτήτων γίνεται κάτι αντιληπτό σαν «σεξ» μόνο όταν εκ των προτέρων η σεξουαλικότητα προσδιορίζει το τι συνιστά σεξ. Η σεξουαλικότητα δημιουργεί το σεξ, το παγιώνει και το καθορίζει, σε στενή συνάρτηση με τα κοινωνικά δεδομένα.

Οι έρευνες του Foucault δείχνουν ότι ο άνθρωπος της νεωτερικότητας ρωτάει ή ρωτιέται από άλλους εδώ και δύο αιώνες ασταμάτητα για το σεξ, καθώς έτσι υποτίθεται ότι θα μάθει την αλήθεια για τον εαυτό του και θα δημιουργήσει τη σεξουαλική του ταυτότητα. Το σεξ και η σεξουαλικότητα γίνονται στο εξής κομβικά στοιχεία της σύγχρονης ταυτότητας και υποκειμενικότητας. Οι έρευνες αυτές είναι και ιστορικές, σκιαγραφώντας το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτός ο μετασχηματισμός: από τον 18ο αιώνα και έπειτα δημιουργούνται καινούργιοι μηχανισμοί εξουσίας που δεν χρησιμοποιούν πια το νόμο και την ποινή προκειμένου να επιβληθούν, αλλά διαχέονται στο κοινωνικό σώμα με τη μορφή κανονικοποίησης καιελέγχου. Η θεωρητική βάση για τις κανονιστικές νόρμες είναι οι διαφορετικοί τομείς της επιστήμης, οι οποίοι κατασκευάζουν το υποκείμενο μέσω της παραγωγής «φυσικών» κανόνων, χαρακτηριστικών και διαδικασιών που λειτουργούν ως γενικά παραδεκτές κοινωνικές αλήθειες.

Ο Foucault ονομάζει το σύνολο των κανονιστικών μεθόδωνβιοεξουσία, εξουσία πάνω στη ζωή, σε αντίθεση με το «δικαίωμα ζωής και θανάτου» παλιότερων μορφών εξουσίας. Στο ξεκίνημα της βιομηχανοποίησης τον 17ο αιώνα, ο πληθυσμός απέκτησε ιδιαίτερη σημασία σαν πλούτος, σαν εργατικό δυναμικό για τις κυβερνήσεις. Η σεξουαλικότητα μετατοπίστηκε στο επίκεντρο του οικονομικού και του πολιτικού ενδιαφέροντος. Το σκεπτικό της πληθυσμιακής πολιτικής ήταν η προσαρμογή του πληθυσμού στις ανάγκες του κεφαλαίου.Ποσοστά γεννήσεων, ηλικία γάμου, σεξουαλική ωρίμανση, συχνότητα σεξουαλικών σχέσεων, επιπτώσεις της αγαμίας και αντισυλληπτικές μέθοδοι αναλύονται εντατικά. Ξαφνικά ενδιαφέρει ο τρόπος που γίνεται σεξ, και υπόκειται σε εσωτερικευμένο έλεγχο μέσω της κανονιστικής ετεροσεξουαλικότητας. Η γνώση, οι αναλύσεις και οι εντολές στοχεύουν ιδιαίτερα στην νεοανακαλυφθείσα σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων. Αυτή η ιστορία τής (παραγωγής τής) σεξουαλικότητας κατά τον Foucault πραγματοποιείται σε διάφορα στάδια. Η παραγωγή της αλήθειας λειτουργεί μέσω της σχέσης νόρμας / απόκλισης: με τον καθορισμό της ομαλής και της ανώμαλης σεξουαλικότητας, ο καθένας οφείλει να οριοθετηθεί σχετικά μ’ αυτές – η σεξουαλικότητα αποτελεί έναν πολύ πετυχημένο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην πειθάρχηση του σώματος και τον πληθυσμιακό έλεγχο.

Η πραγμάτωση της αστικής κυριαρχίας επιτεύχθηκε και μέσω του ανδρικού σώματος. Αυτό το σώμα κατασκεύασαν ως πρότυπο οι επιστήμες του ανθρώπου μέσω του αρνητικού του, του «θηλυκού»: στον αστικό κόσμο ήταν η «γυναίκα» που κατασκευάστηκε σαν αντίστροφη επιβεβαίωση της ανδρικής υποκειμενικότητας, υγείας και δύναμης. Η αστική γυναίκα ήταν το πρώτο άτομο που σεξουαλικοποιήθηκε απόλυτα. Θεωρήθηκε ότι η σεξουαλικότητα τη διαπερνά ουσιαστικά, οντολογικά. Το θηλυκό «γένος» κατέληξε τελικά μια παθολογική ενσάρκωση του σεξουαλικού. Με αυτόν τον τρόπο έγινε προσιτό σε ιατρικές πρακτικές και εξετάσεις. Η σύγχρονη γυναίκα υπήρξε το πρώτο αντικείμενο ερευνών των επιστημών για τη σεξουαλικότητα.

«Η υστερικοποίηση του γυναικείου σώματος είναι τριπλή διαδικασία: Πρώτον, το σώμα της γυναίκας αναλύεται ως σώμα πλήρως σεξουαλικοποιημένο. Μέσω μιας εγγενούς παθολογίας που του αποδόθηκε, εντάχθηκε στο πεδίο ιατρικών πρακτικών και συνδέθηκεοργανικά με το κοινωνικό σώμα, τη γονιμότητα του οποίου έπρεπε να ρυθμίσει και να διασφαλίσει, με το χώρο της οικογένειας, ως βασικό συστατικό και λειτουργικό της στοιχείο, και με τη ζωή των παιδιών, τα οποία γεννάει και πρέπει να προστατεύει σε όλη τους τη ζωή, λόγω βιολογικής-ηθικής ευθύνης: Η μητέρα αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλο της νευρικής γυναίκας και έγινε η πιο ορατή μορφή υστερικοποίησης» (Michel Foucault, Η δίψα της γνώσης). Tα επόμενα βήματα για την πλήρη σεξουαλικοποίηση των υποκειμένων ήταν η εκστρατεία ενάντια στον παιδικό αυνανισμό (παιδαγωγικοποίηση), η ρύθμιση της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς και η ψυχιατρικοποίηση των λεγόμενων διεστραμμένων, ιδιαίτερα των ομοφυλόφιλων ανδρών. Αυτές οι τέσσερις διαστάσεις αποτελούν σύμφωνα με τον Foucault το σύστημα της σεξουαλικότητας. Το σεξ πλέον δεν χρήζει καταδίκης, χρήζει διαχείρισης.

Ωστόσο, ελλιπής παρουσιάζεται η ανάλυση του Foucault στη διερεύνηση της δημιουργίας του συστήματος της σεξουαλικότητας. Η παθολογικοποίηση του θηλυκού προϋποθέτει ήδη τον διμορφισμό των φύλων. Ο λόγος για το φύλο προϋπάρχει δηλαδή του συστήματος της σεξουαλικότητας, αυτό όμως δεν γίνεται αντιληπτό από τον Foucault.

Επιπλέον, ο Foucault ισχυρίζεται πως υπάρχουν συγκεκριμένες δομές οι οποίες ενεργοποιούν τα υποκείμενα, τη σκέψη τους, τα αισθήματά τους και τις πράξεις τους και την με όλα τα παραπάνω συνδεδεμένη ταυτότητά τους. Αυτό σημαίνει από τη μια ότι το φαντασιακό του εαυτού ως αυτόνομου υποκειμένου με αφηρημένη ανεξάρτητη σκέψη και ελεύθερη βούληση είναι πλασματικό. Τέτοιες εξιδανικευμένες εικόνες του εαυτού είναι γνώρισμα κυρίως του αστικού κόσμου. Αντιθέτως, ο πληθυσμός παραδοσιακών αγροτικών και φεουδαρχικών κοινωνιών θεωρούσε εαυτόν ως λίγο-πολύ απλό εργαλείο των θεών ή του ενός θεού. Από την άλλη, αυτό το νεωτερικό άτομο που θεωρεί πως αυτοκαθορίζεται, αποτελεί μια ιστορικά παραχθείσα πραγματικότητα. Πρόκειται για πραγματικά υποκείμενα που μεταχειρίζονται τον καθένα και τον εαυτό τους ως αντικείμενα καιασυνείδητα παράγουν και κατοικούν τις δομές της νεωτερικότητας. Ότι αυτά τα υποτιθέμενα αυτόνομα υποκείμενα επιπλέον είναι και δομικά αρσενικά, όπως κατέδειξε η φεμινιστική θεωρία, είναι κάτι για το οποίο ο Foucault λέει σχετικά ελάχιστα ή τουλάχιστον δεν το αναγνωρίζει ρητά, καθώς στον δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Σεξουαλικότητας» (Η χρήση των απολαύσεων) επεξεργάζεται ένα μοντέλο ανδρικής υποκειμενικότητας που ταυτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος με το αστικό υποκείμενο, αδυνατώντας όμως να δει τον έμφυλο χαρακτήρα της υπόστασής του. 2

Έτσι, βρίσκουμε προβληματική την αδιαφοροποίητη αντίληψη τουFoucault για την εξουσία. Ενώ αμφισβητεί την ιδέα της εξουσίας που εδράζει σε κρατικούς θεσμούς, ο ορισμός του για τη σεξουαλικότητα παραβλέπει τη θέση που αυτή κατέχει μέσα στο πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων εξουσίας, «τον τρόπο που η σεξουαλική εμπειρία των ανθρώπων διαμορφώνεται εντός συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας και υποταγής και τις διαφορετικές για άνδρες και γυναίκες συνέπειες που αυτές ενέχουν, τον διαφοροποιημένο τρόπο που συντρίβει τις ιδιαίτερες ικανότητές τους και τις συναισθηματικές ζωές τους» (Victor Seidler,Reasondesire and male sexuality).

Τέλος, ο Foucault μέσα στο κλειστό αναλυτικό του σχήμα δεν εμβαθύνει στις δυσκολίες που ανακύπτουν στις προσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις ή στην προσπάθεια των υποκειμένων να αλλάξουν τους εαυτούς τους. Έτσι, ανεπίγνωστα υποδαυλίζει την ανδρικής προέλευσης πεποίθηση που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1960, ότι το σεξ είναι ένα αγαθό που θα έπρεπε να διατίθεται ελεύθερα, αποσυνδέοντάς το από οτιδήποτε προσωπικό και εύθραυστο, και τις άνισες συνέπειες αυτής της ιδεολογίας πάνω σε άνδρες και γυναίκες.

Σεξουαλική απελευθέρωση;

Το ιδεολόγημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης είναι πανταχού παρόν στον δυτικό κόσμο μετά τη δεκαετία του 1960. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνυπάρχει με ένα άλλο ιδεολόγημα: εκείνο της ανικανοποίητης σεξουαλικότητας του σύγχρονου ανθρώπου.

Οι θεωρίες του Freud των αρχών του 20ού αιώνα για τον κεντρικό ρόλο της σεξουαλικότητας στην προσωπικότητα των υποκειμένων διαχύθηκαν τις επόμενες δεκαετίες με επιστημονικοφανή εκλαϊκευμένο τρόπο στο κοινωνικό σώμα και παραμένουν ευρέως κυρίαρχες μέχρι σήμερα, συνθέτοντας ένα πλήρως σεξουαλικοποιημένο πορτραίτο της ανθρώπινης ύπαρξης, με τις αποκλίνουσες σεξουαλικότητες να παθολογικοποιούνται και σε ψυχαναλυτική διάσταση.

Πάνω στο φροϋδιανό υπόβαθρο και με τη συμβολή θεωρητικών όπως ο φροϋδικός μαρξιστής ψυχαναλυτής Wilhelm Reich ή ο ερευνητής Alfred Kinsey δομήθηκε το ιδεολόγημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης που συνόδευσε τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα που ξέσπασαν στον δυτικό κόσμο κατά τη δεκαετία του 1960.

Οι πληθυσμιακές έρευνες του Kinsey στη δεκαετία του 1950 αποκάλυψαν πως ό,τι έως τότε ίσχυε ως διαστροφή, όπως η ομοφυλοφιλία και ο αυνανισμός, είναι ομαλό και φυσικό, και ότι μεγαλύτερα ποσοστά του πληθυσμού, απ’ όσο πιστευόταν, εξασκούσαν αποκλίνουσες από τη νόρμα σεξουαλικές συμπεριφορές. Στο επίκεντρο τοποθετήθηκε η σεξουαλική ικανοποίηση. Το δίπολο «ομαλό» και «ανώμαλο» αντικαταστάθηκε μ’ αυτό της ικανοποίησης ή μη των επονομαζόμενων «σεξουαλικών αναγκών». Μ’ αυτό το κριτήριο, δεν είχε σημασία η σχέση μέσα στην οποία ξεδιπλωνόταν η σεξουαλικότητα: το καλό σεξ εξισωνόταν με το οργασμικό σεξ.

Από κοντά και ο Reich ισχυρίστηκε πως η απελευθέρωση της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας αποτελεί προτεραιότητα στον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, καθώς από εκεί εκπηγάζουν όχι μόνο οι προσωπικές οδύνες, αλλά και η επιθετικότητα, ακόμη και ο φασισμός. Οι απόψεις αυτές βασίστηκαν εν πολλοίς στη σκιαγράφηση του «αυταρχικού χαρακτήρα», στον πυρήνα της συγκρότησης του οποίου ο Reich έβλεπε την καταπιεσμένη παιδική σεξουαλικότητα, λόγω της οποίας μετατοπίζεται το φυσικό και καλό σεξουαλικό ένστικτο σε δευτερεύοντα κοινωνικά ένστικτα που ευθύνονται για μια γκάμα προβληματικών συμπεριφορών, από το βιασμό και την κακοποίηση παιδιών έως τον φασισμό. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, σε μια κοινωνία που θα επέτρεπε την απεριόριστη βίωση της σεξουαλικής ενόρμησης, αυτά θα εξέλειπαν. Επίσης η θεωρία του επικεντρώνεται σε μια κριτική της «οικιακής ευτυχίας» της πυρηνικής οικογένειαςως προϊόντος της αστικής κοινωνίας, θεωρώντας πως στην κατάργησή της θα έπρεπε να προσανατολιστεί το επαναστατικό κίνημα.

Αυτές οι υπεραπλουστευτικές και μηχανιστικές απόψεις υιοθετήθηκαν από τα κομμάτια της κοινωνίας που ήθελαν ριζικό μετασχηματισμό των συνθηκών ζωής τους. Δεν είχε σημασία για το κίνημα ότι η θεωρία αυτή αφορούσε μια σεξουαλικότητα προσανατολισμένη στο πρότυπο συγκρότησης της ανδρικής ταυτότητας. Δεν είχε σημασία ότι ουσιαστικά ο φιλόσοφος της σεξουαλικής απελευθέρωσης δεν απέρριπτε την (πατριαρχική) οικογένεια, παρά μόνο μετατόπιζε, στο πρόταγμά του, το κέντρο βάρους της σεξουαλικότητας από την τεκνοποίηση στο κυνήγι του οργασμού, δηλαδή στις επιδόσεις. Δεν είχε σημασία για το κίνημα ότι ο Reich θεωρούσε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις ως διαστροφή, ούτε ότι στις περιγραφές του για τις «νέες σχέσεις» δεν αναφέρονται άλλοι λόγοι για τη διατήρηση ή διάλυση μιας σχέσης, εκτός από την αρχή της σεξουαλικής οικονομίας (τη λογική «τα βρίσκουμε στον σεξουαλικό τομέα και διατηρούμε μια σχέση, ή δεν τα βρίσκουμε και διαλύουμε τη σχέση»).

Στις κομμούνες…

Οι κομμούνες που ιδρύθηκαν την εποχή των κινημάτων του ’68 στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο (κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική), αποτελούν μια παρακαταθήκη για το πού οδήγησαν αυτές οι αντιφάσεις. Μέσα σε αυτά τα εγχειρήματα υπήρχε η πεποίθηση πως η προσπάθεια γεφύρωσης του ιδιωτικού με το δημόσιο, της πολιτικής δουλειάς με την ιδιωτική σφαίρα (για την οποία επαρκούσε η εξήγηση του καπιταλιστικού διαχωρισμού της ζωής σε μισθωτή εργασία και οικογένεια) θα συντελούσε στην αποδόμηση της προσωπικότητας του ατόμου, που απαξιωνόταν ως μικροαστική, ώστε να αναδυθεί ο επαναστατημένος άνθρωπος.

Από τα κύρια μελήματα του κινήματος υπήρξε η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, που θα έσωζε τις εξεγερμένες συνειδήσεις από το τέλμα όπου βούλιαζε ο σύγχρονος άνθρωπος, μέσα στην αστική κοινωνία της μονογαμικής οικογένειας, με τη βαρεμάρα και την ανικανότητα κρυμμένες στην κρεβατοκάμαρα. Από αυτά θα απελευθέρωνε η νέα ζωή στις κομμούνες: εκεί, ο «νέος άνθρωπος» θα ζούσε και θα απολάμβανε όλες τις σεξουαλικές του επιθυμίες και ανάγκες και θα έλυνε τα επονομαζόμενα «προβλήματα οργασμού». Το αστικό ιδανικό του ρομαντικού έρωτα και του ζευγαριού έπρεπε να σβήσει. Αυτό που αναδύθηκε στη θέση του ήταν γυμνό το σεξουαλικό ένστικτο που χρειάζεται την εκτόνωσή του.

Παράλληλα λοιπόν με τη νεοεισαχθείσα νόρμα της οργασμοκεντρικής σεξουαλικότητας των επιδόσεων, έχουμε τη νόρμα της κατάργησης της θεωρούμενης ως αστικής-καταπιεστικής αγάπης, και σε μια σχέση και στην οικογένεια, δομές οι οποίες, με την απαίτησή τους για αποκλειστικότητα, έβαιναν ενάντια στις αρχές των ριζοσπαστικών προταγμάτων. «Όποιος κοιμάται δυο φορές με το ίδιο άτομο, ανήκει στο κατεστημένο», διακήρυσσε κάποιο σλόγκαν της εποχής.

Το πόσο αντιδραστικές μπορεί να γίνουν οι ουτοπίες των ριζοσπαστικών κομματιών της κοινωνίας φαίνεται όταν παγιώνονται ως νόρμα. Με την παράβλεψη της έμφυλης κοινωνικοποίησης και των (εσωτερικευμένων ή μη) δομών, τα εγχειρήματα αυτά έκαναν στροφή 180 μοιρών, καθώς προκειμένου να ανατραπεί το υπάρχον κοινωνικό συστάθηκαν νέες αυταρχικές νόρμες και αξίες στις οποίες η ατομικότητα, κυρίως των γυναικών, θα αποτύγχανε, εφόσον δεν είχε κοινωνικοποιηθεί για μια τέτοια μορφή σεξουαλικότητας. Με την επιμονή τους να βλέπουν την πραγμοποίηση και την καταπίεση ως αποτελέσματα (π.χ. της οικογένειας) και όχι ως αίτια, τα άτομα παρέμειναν φορείς του υπάρχοντος παρά τις ελευθεριακές δομές που προσπάθησαν να δημιουργήσουν, αφήνοντας άθικτα τα περιεχόμενα στα οποία έπρεπε να κατευθυνθεί η κριτική τους.

Έτσι, οι κομμούνες δεν έγιναν παρά ένα κακό υποκατάστατο της οικογένειας, καθώς η ανάγκη για συναισθηματική και σωματική αναπαραγωγή δεν εξέλειψε από τους φορείς των νέων ιδεών, και στην κομμούνα (πανομοιότυπα όπως και στον «έξω κόσμο») πάλι ανατέθηκε στις γυναίκες αυτός ο ρόλος. Με τη συνεχιζόμενη απαίτηση για επιδόσεις τώρα και στον τομέα των σχέσεων και της σεξουαλικότητας, η συναισθηματική αναπαραγωγή (του «επαναστατικού δυναμικού») δεν υπήρχε λόγος ούτε και τρόπος να καταργηθεί. Όποτε εξέλειψε, αργά ή γρήγορα τα άτομα κατέρρευσαν.

Αυτές όμως ήταν οι εξαιρέσεις. Ο κανόνας ήταν η απελευθερωμένη αντι-αστική σεξουαλικότητα να συνυπάρχει μια χαρά με την αναπαραγωγή, γιατί η γυναίκα ήταν εκεί γι’ αυτό: για να ικανοποιεί τα ένστικτα, να περιθάλπει συναισθηματικά, να δακτυλογραφεί τα κείμενα και να μεγαλώνει τα παιδιά του κουρασμένου πρωταγωνιστή των κοινωνικών κινημάτων.

Όπως ήταν επόμενο, οι γυναίκες ένιωθαν ότι αποτυγχάνουν μέσα σ’ αυτά τα εγχειρήματα και, με ισχυρό αίσθημα μειονεξίας και ανεπάρκειας μπροστά στα απελευθερωτικά προτάγματα των εξεγερμένων ανδρών, μισούσαν τον εαυτό τους. Οι δικές τους ικανότητες που αποκτήθηκαν μέσα από την κοινωνικοποίησή τους, δηλαδή η ετοιμότητα για σύναψη δεσμών, η ανάγκη για αγάπη και σχέσεις, τώρα θεωρήθηκαν απλώς «αστικές», ενώ το κυνήγι των σεξουαλικών επιδόσεων με την επίφαση των ενστίκτων που διψούν για απελευθέρωση δεν θεωρήθηκε αντιφατικό με τα αντιεξουσιαστικά προτάγματα αλλά «ερωτική εξεγερτική διαδικασία».

φεμινιστικός λόγος που εμφανίστηκε στις κομμούνες περιόρισε αυτήν την άνιση προσέγγιση των ζητημάτων, αλλάζοντας δομικά την αντιμετώπισή τους με βάση την ανάλυση της πατριαρχίας. Φυσικά, η εξέλιξη αυτή δεν έγινε ανώδυνα. Δεν ήταν ευχάριστο για όσους έχριζαν εαυτόν «επαναστατικό υποκείμενο» να πληροφορηθούν ότι έχουν «αστικό πούτσο». Από την άποψη των συνεπειών που είχε στις γυναίκες των ριζοσπαστικών εγχειρημάτων (σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής τους) η επιβολή του ιδεολογήματος της σεξουαλικής απελευθέρωσης, προέκυψαν βιωματικά κείμενα που συνιστούν ζωντανή απομυθοποίησή της.3 Οι καρποί των φεμινιστικών αγώνων υπάρχουν και έχουν γίνει βασικά συστατικά στοιχεία των ριζοσπαστικών κινημάτων σε διάφορες μακρινές χώρες.

Στην Ελλάδα, όλες αυτές οι αντιλήψεις, μαζί με το πρακτικό τους αντίκρισμα εμφανίστηκαν μετά τη μεταπολίτευση. Ο φεμινιστικός λόγος, παρόλο που εμφανίστηκε και εδώ σε πολύ δυναμικές εκδοχές, πολεμήθηκε από τις βαθιές πατριαρχικές δομές που υπάρχουν εντός και εκτός των κινημάτων. Τα πιο ριζοσπαστικά κινηματικά κομμάτια κατέφυγαν σε μια αναμενόμενη επιλεκτικότητα των στοιχείων εκείνων που εξυπηρετούσαν τα ανδρικά σεξουαλικά και συναισθηματικά συμφέροντα, ενώ το περιεχόμενο των φεμινιστικών αγώνων αποσιωπήθηκε και, με ευθύνη ενός κινηματικού χώρου με σαφή πατριαρχικά χαρακτηριστικά, δεν έμεινε τίποτα ορατό από το παρελθόν αυτό, πέρα από εκλάμψεις μειοψηφικών φορέων του.

…και στον έξω κόσμο

Όταν στη δεκαετία του ’60 η διαφήμιση εισβάλει σε όλα τα μικροαστικά νοικοκυριά με εικόνες σεξουαλικά επιθυμητών γυναικών που διαφημίζουν αυτοκίνητα και τσιγάρα, με νεανικά περιοδικά που επαινούν τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις, με τη μίνι φούστα και τα αντισυλληπτικά χάπια, διαδίδοντας τη «σεξουαλική επανάσταση», τα ριζοσπαστικά πολιτικά κομμάτια της κοινωνίας θεώρησαν πως στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα σεξουαλικής απελευθέρωσης και πως οι κοινωνικά κατασκευασμένες ενορμήσεις πρέπει να καταπιεστούν, γιατί παρουσιάζουν μέσω των καταναλωτικών αγαθών μια ψεύτικη ζωή που αποκρύπτει τη γνήσια.

Όσο δίκιο κι αν έχει ο λόγος του ριζοσπαστικού κινήματος που αναγνωρίζει την εξορθολογισμένη κοινωνία ως βάση για την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού, με τη μηχανιστική σκέψη, την ποσοτικοποίηση και την πολυδιάσπαση της ζωής ως αναγκαία συστατικά της, εδώ ξεπέφτει σε μια επιφανειακή αντικαταναλωτική κριτική όπου ο «γνήσιος φυσικός κόσμος» αντιπαρατίθεται στην ψευδή εικονική καταναλωτική σφαίρα. Η αδυναμία κατανόησης της διαλεκτικής της κοινωνίας οδηγεί σε μυστικοποιήσεις του τύπου «φυσικό» και «μη», ώστε να μη γίνεται αντιληπτό πως αυτό που καταπιέζεται δεν είναι η αληθινή φύση του ανθρώπου (παρουσιαζόμενου ως άφυλου και ενιαίου υποκειμένου), αλλά τα μέρη του ανθρώπινου που δεν χωράνε στην ταυτότητα που καθορίζεται για το υποκείμενο-νόρμα: τον φορέα του ανδρισμού. Ο άνδρας καταπιέζει πλευρές του εσωτερικού του κόσμου λόγω του τρόπου που συγκροτείται ως υποκείμενο – αυτή είναι η ανδρική αλλοτρίωση. Οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι/ες και οτιδήποτε «εκπίπτει του ανδρισμού» και των αναγκών του, γίνονται το αντικείμενο στο οποίο προβάλλονται όλα εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να υποταχθούν, προκειμένου το υποκείμενο να εγκαθιδρύσει μια ανδρική σχέση με τον εαυτό του. Κατά συνέπεια, καταπιέζονται. Όλα αυτά συμβαίνουν στα άτομα με έναν τρόπο που τους διαφεύγει. Η αποσιωπημένη έμφυλη τάξη πραγμάτων φροντίζει γι’ αυτό.

Κλείνοντας την ανάλυση της ρητορείας περί σεξουαλικής απελευθέρωσης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο λόγος περί σεξουαλικής απελευθέρωσης δεν είναι απλά άλλος ένας λόγος για μια σεξουαλικότητα φυλακισμένη από την εξουσία, ένας λόγος που απλώς διεκδικεί επαναστατικά εύσημα για τους φορείς του. Σίγουρα υπάρχει και αυτή η πλευρά, όμως πολύ περισσότερο πρόκειται για την επιβολή μιας νέας μορφής ελέγχου και πειθάρχησης, και μάλιστα πολύ βασικής για τις μετασχηματιζόμενες κοινωνικές σχέσεις. Η πειθάρχηση δεν ασκείται ώστε το άτομο να ελέγχει την ομαλή σεξουαλικότητά του, αλλά για χάρη μιας νέας νόρμας: Το κυνήγι του καλύτερου οργασμού δεν αφορά πια τη σύσταση του εργατικού δυναμικού, αλλά τη σύσταση του καταναλωτικού δυναμικού.

Αυτό δεν σημαίνει πως διακρίνουμε απλώς και μόνο την καταναλωτική-εμπορευματική κοινωνία να διαπερνά με το λόγο της τα υποκείμενα σε όλες τις εκφάνσεις του είναι τους. Σημασία για μας έχει πως οι πατριαρχικά καθορισμένες επιστρώσεις των έμφυλων υποκειμένων αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση και διατήρηση του υπάρχοντος.

The male machine

Οι κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με την ανδρική σεξουαλικότητα ορίζουν την τελευταία ως μια πιεστική φυσική ανάγκη που έχει την έδρα της στο ανδρικό όργανο. Δεν αποτελεί μια σωματική επιθυμία που θα μπορούσε να λειτουργεί σε συνάρτηση με τον πνευματικό και ψυχικό εαυτό, αλλά μια συσσωρευμένη ενέργεια που χρήζει άμεσης αποφόρτισης. Ο προσδιορισμός αυτός της ανδρικής σεξουαλικής εμπειρίας ως «καύλας» θεωρείται ότι συνεπάγεται την απέκδυση κάθε ψυχικής και συναισθηματικής διάστασης, συνεπάγεται τη διχοτόμηση του ανδρικού σώματος σε πάνω / κάτω, λογικό / σεξουαλικό. O άνδρας κατά τη σεξουαλική υπερδιέγερση υποτίθεται πως δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του με τη λογική. Το κάτω μέρος, κυριαρχούμενο από το ένστικτο της «καύλας», αυτονομείται από το πνευματικό πάνω και θεωρείται ότι είναι εκείνο που υπαγορεύει και ορίζει την ανδρική σεξουαλική συμπεριφορά. Εφόσον αυτό το θεωρούμενο ως φυσικό ένστικτο, η «καύλα», αρκείται σε μια ανάγκη αποφόρτισης του κάτω μέρους του ανδρικού σώματος, τότε ο παθητικός δέκτης αυτής της αποφόρτισης μπορεί να είναι το κάτω μέρος του σώματος μιας γυναίκας, ενός άνδρα πιο σπάνια, ή ακόμη και οι τρύπες ενός τούβλου.

 

Καμιά φορά, όταν ακούω εμάς τους άνδρες να μιλάμε για μια γυναίκα,

είναι σαν να μιλάμε για κάποιο πρόσωπο που δεν είναι πραγματικό.

Michael Kaufmann, Cracking the armour – Power, Pain and the Lives of Men

Η σεξουαλική αντικειμενοποίηση συνιστά κυρίαρχη συνθήκη της ανδρικής σεξουαλικότητας. Η γυναίκα είναι το αντικείμενο εκείνο πάνω στο οποίο θα αποφορτιστεί το σεξουαλικό δυναμικό του πιο φετιχοποιημένου σωματικού μέρους, του πέους, αυτού του αντικειμένου εξουσίας πάνω στο οποίο επενδύεται τόση ψυχολογική και πολιτισμική ενέργεια στην πατριαρχική κοινωνία. Ό,τι θα υποδεχτεί αυτή την ενέργεια δεν είναι ένα πρόσωπο που έχει εαυτό, ατομικότητα, αλλά ένα πράγμα-παθητικός αποδέκτης που είναι πάντα εκεί γι’ αυτόν, πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε όρεξή του, να προλάβει τις επιθυμίες του, να εκπληρώσει τις φαντασιώσεις του. Το σχήμα αυτό για να λειτουργήσει προϋποθέτει την ανδρική αλλοτρίωση.

Όταν ένα αγόρι μαθαίνει πώς να γίνει άνδρας, εμποτίζει το σώμα του με κοινωνικές σημασίες. Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον ανδρισμό στον πολιτισμό μας είναι ο έλεγχος, η δύναμη, η επιβολή, η σκληρότητα, η ανταγωνιστικότητα, η επιθετικότητα και η βία. Μια συνήθης προσβολή που εκτοξεύουν τα αγόρια

και οι έφηβοι μεταξύ τους είναι η κατηγορία ότι κάποιος είναι «κορίτσι», δηλαδή υπολείπεται σε δύναμη, ή ο χαρακτηρισμός «αδερφή/πούστης», που θεωρείται παράγωγο του «κοριτσιού» και παραπέμπει στην εκθήλυνση ως μειονεξία.

Ένας από τους μηχανισμούς κατασκευής επιθυμιών, απόλυτα συμβατός με το ανδροκεντρικό μοντέλο της σεξουαλικότητας είναι η πορνογραφία, καθώς κατασκευάζει και αναπαράγει συμπεριφορές που καταφάσκουν σ’ αυτόν τον κυρίαρχο κώδικα. Η πορνογραφία μάς απασχολεί στο βαθμό που αναπαριστά ό,τι αυτός ο κυρίαρχος σεξιστικός κώδικας σημαίνει για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της, που καθόλου τυχαία είναι ανδρικό.

Η αποξένωση των ανδρών από συγκεκριμένα κομμάτια του ψυχισμού τους, από τα βιώματα και τα σώματά τους, τους αναγκάζει να τοποθετούνται σε μια εξωτερική θέση παρατηρητή όσον αφορά την ίδια τους την ύπαρξη: Μπορούν έτσι να αναλαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν καθήκοντα και επιτεύγματα, όμως κωφεύουν στα ίδια τους τα αισθήματα, συναισθήματα και επιθυμίες. Αν το βασικό κέντρο των ανδρών βρίσκεται στο κεφάλι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι καταλήγουν να βιώνουν τη σεξουαλικότητά τους ως νοητική εμπειρία.

Καθώς η σεξουαλικότητα απαιτεί απ’ αυτούς τον συναισθηματικό αυθορμητισμό και την παραίτηση από τον έλεγχο, στην οποία ανέκαθεν έμαθαν να είναι καχύποπτοι, ο μόνος τρόπος να δουν τη σεξουαλικότητα ως ζήτημα ελέγχου είναι να τη διαχωρίσουν από τη στενή προσωπική επαφή και τη συναισθηματική εγγύτητα. Η αντικειμενοποιημένη γυναίκα στην πορνογραφική απεικόνιση αντιπροσωπεύει όχι τις γυναίκες στην πραγματική τους υπόσταση, αλλά αυτή την πλευρά του αρσενικού εαυτού που παραμένει συνδεδεμένη με συναισθήματα ανάγκης, αδυναμίας και εξάρτησης. Αυτήν την πλευρά που κοινωνικά απαιτείται από τα νεαρά αγόρια να συντρίβουν μέσα τους, ως αντάλλαγμα για το κύρος και την εξουσία που συνοδεύουν την πραγμάτωση της ανδρικής ταυτότητας.

Η πορνογραφία εγγυάται άσκηση ελέγχου χωρίς την απειλή της συναισθηματικής εγγύτητας: Έτσι η πορνογραφική εικόνα γίνεται δομικό στοιχείο του τρόπου που οι άνδρες χτίζουν την πραγματικότητά τους, αντικειμενοποιώντας το μη-αρσενικό, ερωτικoπoιώντας την κοινωνική δύναμη των ανδρών, μεταφέροντας στερεότυπα για την ερωτική έλξη. Η βία ισοδυναμεί με δύναμη: τυλίγεται με μυστήριο και βρίσκει την ενσάρκωσή της σε ένα αντικείμενο ερωτικής έξαψης. Το πορνό μεταχειρίζεται τις γυναίκες ως σεξουαλικά κτήματα των ανδρών, διατηρεί τη διχοτόμηση της παρθένας και της πόρνης, προσθέτovτας τη μισογύνικη διαστρέβλωση ότι μέσα σε κάθε παρθένα κρύβεται μια πόρνη που περιμένει να εκδηλωθεί. Δεν θα ’πρεπε να μας εκπλήσσειότι τα πέη είναι σύμβολα εξουσίας στο πορνό, ούτε ότι οι άνδρες παρουσιάζονται ως ικανοί να κυριαρχούν στις γυναίκες και ότι οι γυναίκες έχουν τους δικούς τους τρόπους αποπλάνησης για να ελέγχουν τους άνδρες. Ούτε ότι οι γυναίκες, όχι μόνο στην πορνογραφία βέβαια, αλλά και στον καθημερινό «έξω κόσμο», αξιολογούνται για τα σώματά τους πρωτίστως παρά για το μυαλό και την ψυχή τους, δηλαδή αξιολογούνται ως φορείς μιας σεξουαλικότητας που ενδιαφέρει (αν είναι «τυχερές»…) ή δεν ενδιαφέρει τους άνδρες, και όχι ως άνθρωποι. Όλα αυτά και πολλά ακόμα είναι παραδείγματα των ίδιων ιδεών και αξιών που διατρέχoυν τις πατριαρχικές κοινωνίες.

Οι πορνογραφικές εικόνες όμως δεν υπάρχουν μέσα σε κοινωνικό κενό.

Η ίδια η υπόσταση της πορνογραφίας συνδέεται με την ικανοποίηση και εκτροφή των ανδρικών σεξουαλικών ορέξεων. Όπως το φαινόμενο του trafficking οριοθετήθηκε ανταποκρινόμενο στις ανδρικές απαιτήσεις να διευρυνθούν οι πορνικές υπηρεσίες για τις δικές τους φαντασιώσεις, το πορνογραφικό υλικό προσφέρει αυτό που οι άνδρες θέλουν να δουν και να ακούσουν, την πιο κολακευτική επιβεβαίωση αυτού που μπορούν να κάνουν ανά πάσα στιγμή εφόσον το θελήσουν. Ένας λόγος για τον οποίο είναι δύσκολο να οριστεί το πορνό είναι πως δεν ξεκινά και δεν τελειώνει στην πόρτα του βίντεο κλαμπ ή του στριπτιζάδικoυ, ούτε στο περίπτερo με τα περιοδικά. Οι ίδιες εικόνες, ιδέες και αξίες διαπερνούν όλη την κοινωνία. Σε μια κοινωνία που είναι πατριαρχική και καταναλωτική, υπάρχει κάτι σαν πορνογραφικό συνεχές. Η πορνογραφία δεν είναι η ρίζα του σεξιστικού Κακού. Είναι μια από τις πολλές σφαίρες όπου βρίσκουμε ενδείξεις σεξισμού και στις οποίες ο σεξισμός αναπαράγεται. Όλη η πορνογραφία υφίσταται γιατί συνδέεται με τη σεξουαλικότητα κάποιου άνδρα, κάπου, κάπως.

Η ίδια η γλώσσα προδίδει το πορνογραφικό συνεχές που διέπει την κοινωνία: «Ο άνδρας γαμάει τη γυναίκα». Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. Κάθε αγόρι μεγαλώνει και κοινωνικοποιείται σε έναν κόσμο στον οποίο το σεξ σημαίνει την ηδονή που αντλείται από την κατάκτηση της γυναίκας.

Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, η πορνογραφία αποκαλύπτει τι χρειάζεται ένας άνδρας για να νιώσει αληθινός και ποιες είναι οι συνέπειες των σεξουαλικών χειρισμών του, όχι πια σε εικονικές, αλλά σε αληθινές γυναίκες. Η ανδρική σεξουαλικότητα, δομημένη πάνω στη βία, σωματική και ψυχολογική, στην περιφρόνηση για το θηλυκό κορμί, μέσα από την οποία και στον αντίποδα της οποίας επιτυγχάνεται η απόλυτη αίσθηση ανδρισμού, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα ενός άνδρα να εξαναγκάζει στο σεξ, να χρησιμοποιεί το κορμί ενός άλλουατόμου σαν να είναι ένα κομμάτι κρέας, να τραυματίζει και να εξουθενώνει προς χάριν της δικής του ικανοποίησης, είναι εικόνες που, έχοντας βάση σε κοινωνικές δομές, παρελαύνουν σ’ ένα πορνογραφικό υλικό προορισμένο να ερεθίσει. Και τα καταφέρνει γιατί βρίσκει ανταπόκριση σ’ ένα μοντέλο που τρέφεται από τα ίδια ή παρόμοια μοτίβα.

Το πορνό γίνεται απλά το μέσο για να επιβεβαιώσει ένας άνδρας στον εαυτό του και στους άλλους ότι είναι πραγματικός άνδρας, να γίνει αποδεκτός από την ανδρική αδελφότητα συμμετέχοντας στην κοινότητα του ανδρικού βλέμματος που κατευθύνεται προς το σεξουαλικοποιημένο αντικείμενο (οποια/οσδήποτε ή οτιδήποτε κι αν είναι αυτό).

Αν ξεφυλλίσουμε τα σχετικά περιοδικά ή δούμε ένα βίντεο, θα διαπιστώσουμε πως πολλές εικόνες δείχνουν σχετικά επιθετικούς άνδρες που ενδιαφέρονται για τη δική τους ικανοποίηση. Σκοπός μπορεί να είναι η διέγερση του αρσενικού θεατή, αλλά τα περιοδικά είναι γεμάτα και από εικόνες γυναικών που αυνανίζονται, γυναίκες που σπαράζουν από έκσταση στην αγκαλιά του εραστή, γυναίκες που κάνουν έρωτα με άλλες γυναίκες και γυναίκες που υπομονετικά εξηγούν πώς θέλουν να ικανοποιηθούν. Η πορνογραφία εξακολουθεί να διαστρεβλώνει τη γυναικεία σεξουαλικότητα, γιατί αναπαριστά τις ανδρικές εικόνες για τη γυναικεία επιθυμία. Η εικόνα που προβάλλεται πάνω στη γυναίκα μοιάζει ύποπτα με μια εξιδανικευμένη εικόνα της ανδρικής σεξουαλικότητας: Πάντα το θέλουν και το αναζητούν, πάντα έτοιμες γι’ αυτό, και κυρίως: αυτό που θέλουν είναι ο πούτσος. Εικόνα ή πραγματικότητα, στον πορνογραφικό κόσμο έρχονται τα πάνω κάτω. Δεν είναι οι άνδρες τώρα που πρέπει να κυνηγούν, να κάνουν τις κινήσεις που λαχταρούν κάτι που τους στερούν: κάθε δρόμος, κάθε εστιατόριο, κάθε σχολική αίθουσα, κάθε γυμναστήριο, κάθε κρεβατοκάμαρα βρίθουν γυναικών που θέλουν να ξεσκίσουν τα ρούχα ενός άνδρα εδώ και τώρα. Η γυναίκα είναι (γιατί πρέπει να είναι) διαθέσιμη κάθε στιγμή. Άλλωστε ο τρόπος θέασης είναι αρσενικός, όπως κι αν αντιμετωπίζουν οι γυναίκες τη συμμετοχή τους σ’ αυτό το ανδρικό παιχνίδι.

Προκειμένου να σχετιστούν με το αντικειμενοποιημένο γυναικείο σώμα, οι άνδρες πρέπει να αντικειμενοποιήσουν και τα δικά τους σώματα. Το αναγκαίο συμπέρασμα στον πορνογραφικό μύθο της άμεσης διαθεσιμότητας των γυναικών είναι ο μύθος της διαρκούς ετοιμότητας των ανδρών.

Το σκληρό σαν βράχος πέος αντιπροσωπεύει τη συνύπαρξη δύναμης και επιθυμίας. Η επιθυμία εξισώνεται μεν με τη δύναμη, αλλά μόνο με ένα συγκεκριμένο είδος της: τη δύναμη να εξουσιάζεις, να βιάζεις, να ελέγχεις. Η παρακολούθηση πορνογραφίας είναι ένας παθητικός εορτασμός μιας ορισμένης ενεργητικής ανδρικής δύναμης και ως τέτοια συμβάλλει στην εδραίωση του ορισμού του ανδρισμού. Γι’ άλλη μια φορά βλέπουμε τη συνέχεια ανάμεσα στις δομές της γυναικείας καταπίεσης και της συγκρότησης της ανδρικής ταυτότητας.

H ίδια η διαδικασία παρακολούθησης πορνογραφικού υλικού δεν είναι τυχαία, καθώς με τη σειρά της απαγορεύει την παραμικρή σκέψη κι ευαισθησία πάνω στο υλικό που καταναλώνεται. Η ίδια η δομή του υλικού αυτού δηλαδή υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο θα ειδωθεί. Η πορνογραφία παρακολουθείται συνήθως σε σύντομες δόσεις με στόχο την επίτευξη αυτού που θεωρείται σεξουαλική εκτόνωση/ικανοποίηση. Αποτελεί δηλαδή έναν διοργανωτή-συντονιστή του αυνανισμού. Προφανώς, συχνά πολλοί άνδρες δεν βλέπουν ολόκληρη μια πορνογραφική ταινία – κι αν ναι, τότε με κατάχρηση του κουμπιού “fast-forward”. Βλέποντας την πορνογραφική ταινία μ’ αυτόν τον αποσπασματικό κι επιλεκτικό τρόπο, η σεξουαλική ηδονή κυριαρχεί στην κατανάλωση του υλικού, επομένως δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί τι κρύβεται πίσω από τη στύση του (ακόμα κι αν ήθελε δηλαδή να το αντιληφθεί…). Αν όμως αναγκαστεί κανείς να δει πολλές ταινίες, αμέτρητες, τη μία μετά την άλλη, τοποθετείται σε έναν εξαντλητικό μαραθώνιο όπου η ηδονή του σιγά σιγά έχει κορεστεί και το πάλαι ποτέ αχόρταγο βλέμμα του κουράζεται. Τότε η υποβόσκουσα ιδεολογία της πορνογραφίας αρχίζει να αποκαλύπτεται. Αφού ξεπεραστεί το όριο σεξουαλικής αντοχής του μαραθωνοδρόμου αυνανιστή, δύσκολα πια αυτός μπορεί να παραβλέψει τον συμπυκνωμένο μισογυνισμό και την υπόγεια (αν και συχνά, όχι και τόσο υπόγεια…) βία που διέπει πολλές από τις mainstreamπορνογραφικές ταινίες. Σιγά σιγά ο εξαντλημένος και καθηλωμένος θεατής, πρώην αυνανιστής, ίσως αρχίσει να βιώνει μια συμπόνια για τη γυναίκα-πρωταγωνίστρια της ταινίας, που ταπεινώνεται π.χ. καταπίνοντας το σπέρμα πλείστων ανδρών που διαδοχικά εκσπερματώνουν μέσα στο στόμα της ο ένας μετά τον άλλο, ή που δέχεται διείσδυση σε τρία σημεία του σώματός της ταυτόχρονα, και άλλες τέτοιες «ερωτικές σκηνές» που απευθύνονται στον καυλωμένο χρήστη του υλικού.

Η συμπόνια που προαναφέρθηκε, ουσιαστικά είναι ο εφιάλτης του παραγωγού της ταινίας, εφόσον το (ανδρικό στην πλειοψηφία του) κοινό θα ’πρεπε να ταυτιστεί με τους άνδρες της ταινίας, όχι με τις γυναίκες. Αν ένας άνδρας αναρωτηθεί «Μα αρέσει σε μια γυναίκα να δέχεται διείσδυση από τρεις άνδρες ταυτόχρονα;», το παιχνίδι της πορνογραφίας έχει τελειώσει. Για να λειτουργήσει επιτυχώς όλο αυτό, οι γυναίκες πρέπει να παραμείνουν υπάνθρωποι. Αν μια γυναίκαστην πορνογραφία κατά λάθος εμφανιστεί ως κάτι παραπάνω από «υποδοχέας πούτσων» (με τα λόγια του Max Hardcore, παραγωγού ακραίων πορνογραφικών ταινιών), τότε οι άνδρες που αναζητούν ηδονή ίσως αρχίσουν να αναρωτιούνται πώς να αισθάνεται πραγματικά η γυναίκα που συμμετέχει στη σκηνή – ο άνθρωπος που είναι αυτή η γυναίκα.

Η πορνογραφία αποκαλύπτει στη σεξουαλικότητα των ανδρών για τους οποίους παράγεται μια εμμονή στην καταπίεση και τον εξαναγκασμό προκειμένου να υπάρξει ερεθισμός, ερωτικοποιημένο ρατσιστικό μίσος, φετιχoπoiηση της στύσης και αφοσίωση στη διείσδυση, μια εμμονή στη διαπροσωπική διαφορά εξουσίας και μια ερωτικοποιημένη δέσμευση για βία – και μέσα απ’ όλα αυτά μια χυδαία προσπάθεια επιβολής του ανδρισμού πάνω και ενάντια στις γυναίκες. Οι μόνες όψεις της ανδρικής σεξουαλικότητας που δεν μπορούν να παρατηρηθούν μελετώντας την πορνογραφία είναι αυτέςπου δεν έχουν αλλοτριωθεί κοινωνικά για να ανταποκρίνονται στην πορνογραφία, όποιες κι αν είναι αυτές οι παραλλαγές. Πέρα από αυτό όμως, η πορνογραφία είναι σχεδόν το πιο αξιόπιστο στοιχείο που έχουμε για την ανδρική ταυτότητα και τη σεξουαλικότητα που αυτή συνεπάγεται.

Παρακολουθήσαμε συνοπτικά πώς δομήθηκε διιστορικά το κυρίαρχο μοντέλο σεξουαλικότητας, το οποίο, με όλες τις παραλλαγές του, στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ριζικά. Διαπιστώσαμε κάποιες από τις στερεότυπες εμφανίσεις του ανδρισμού που εκκινούν από το πεδίο της σεξουαλικότητας αλλά προφανώς δεν αφορούν μόνο αυτό. Τα πράγματα στον τομέα αυτόν θεωρούνται συγκεχυμένα όσο αποφεύγεται η πολιτική τους ανάγνωση. Η δομική τους υπόσταση αγνοείται, εφόσον όλα κρίνονται μερικά και σε επίπεδο αποσπασματικών συμπεριφορών. Είναι έργο μιας ευρύτερης εργασίας να αναζητηθούν οι σύγχρονες εκδοχές ανδρισμού και θηλυκότητας, οι μορφές και τα περιεχόμενα τους, μιας εργασίας που θα αποδομήσει το προσωπικό και το πολιτικό μαζί με τις ταυτότητες φύλου και τις σεξουαλικές μας ταυτότητες.

—————————————————–

1 Στον σουηδικό ποινικό κώδικα του 1734 αναφέρεται για πρώτη φορά η κατηγορία του «σοδομισμού» και των «ανάρμοστων πράξεων», για τις οποίες προβλέπεται θανατική ποινή δι’ αποκεφαλισμού.

2 Foucault και φεμινιστική κριτική: Σε γενικές γραμμές το συνολικό έργο του Foucault, παρά τις διάφορες φεμινιστικές κριτικές που δέχτηκε, προώθησε τη φεμινιστική θεωρία, καθώς στη βάση της φουκωικής έννοιας της εξουσίας ως αντικειμένου άσκησης παρά κατοχής, ως εξουσίας που διαχέεται μέσα σε όλο το κοινωνικό σώμα παρά εκπορεύεται από πάνω προς τα κάτω, και ως παραγωγικής παρά καταπιεστικής, διάφορες φεμινιστικές τάσεις αμφισβήτησαν μια αποτίμηση των έμφυλων σχέσεων που επικεντρωνόταν στο δίπολο κυριαρχία / υποταγή και μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους προς μια ανάλυση που να περιλαμβάνει περισσότερες αποχρώσεις όσον αφορά το ρόλο της εξουσίας στη ζωή των γυναικών, εξερευνώντας τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους οι γυναικείες εμπειρίες, η γυναικεία αυτοσυνείδηση, συμπεριφορά και ικανότητες κατασκευάζονται μέσα σε και από σχέσεις εξουσίας, και καταδείχνοντας συγκεκριμένες μορφές έμφυλων σχέσεων εξουσίας σε μικροπολιτικό επίπεδο, με στόχο να διακρίνουν συγκεκριμένες δυνατότητες αντίστασης και κοινωνικής αλλαγής.

Κάποιες φεμινίστριες είδαν στον ισχυρισμό του Foucault ότι το σώμα είναι το κυριότερο πεδίο δράσης της εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία, μια αφετηρία για την ανάλυση του κοινωνικού ελέγχου των γυναικών μέσω των σωμάτων και της σεξουαλικότητάς τους. Εκκινώντας από την φουκωική αμφισβήτηση της αμετάβλητης φύσης και τη σχετικιστική αντίληψη για την αλήθεια, οι φεμινίστριες επιδίωξαν να δημιουργήσουν έναν θεωρητικό χώρο για να εκφραστούν απόψεις, πολιτικές προοπτικές και συμφέροντα υποκειμένων έως τότε περιθωριοποιημένων, αποφεύγοντας τις γενικεύσεις των δυτικών, λευκών, ετεροσεξουαλικών, μεσοαστικών φεμινισμών.

Τέλος, η θεωρία του Foucault για τη σύγχρονη εξουσία καθίσταται προβληματική καθ’ όσον υποβιβάζει τα άτομα σε «πειθήνια σώματα» αντί να τα αναγνωρίζει ως υποκείμενα ικανά να αντισταθούν στην εξουσία. Ο ολοκληρωτισμός της αντίληψης του Foucault για το υποκείμενο ως αποτέλεσμα της εξουσίας έχει δεχτεί ποικίλες κριτικές, γιατί αρνείται το απελευθερωμένο υποκείμενο και, από μια φεμινιστική οπτική, καταδικάζει τις γυναίκες σε συνεχή καταπίεση. Η Nancy Hartsock αναφέρει: «Γιατί ακριβώς τη στιγμή που τόσες πολλές από εμάς που έως τώρα σιωπούσαμε, αρχίσαμε να απαιτούμε το δικαίωμα να κατονομάζουμε τον εαυτό μας και να ενεργούμε ως υποκείμενα αντί γα αντικείμενα της ιστορίας, τότε ακριβώς η έννοια της υποκειμενικότητας γίνεται προβληματική;».

3Ένα από τα πιο γνωστά που μεταφράστηκαν στην Ελλάδα είναι το «Τέλος της ντροπής» της Αnja Meylenbelt.

Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2007/11/blog-post_1415.html