Category Archives: Αταξινόμητα

Νοσηρή κατάσταση

William_Hogarth 1
William Hogarth, Η προεκλογική εκστρατεία, 1753

Του Γιώργου Ν. Οικονόμου. Δρ Φιλοσοφίας

Οι περισσότερες κομματικές δυνάμεις εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και πανηγύρισαν για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014. Ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή βγήκε πρώτος, η ΝΔ αν και δεύτερη και αρκετά συρρικνωμένη επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπέρασε τις πέντε μονάδες διαφορά, το νεοναζιστικό κόμμα επειδή βγήκε τρίτο, το ΠΑΣΟΚ επειδή δεν έπεσε στο 5%, το ΚΚΕ επειδή ανέβασε το ποσοστό του, το Ποτάμι επειδή με την πρώτη του εμφάνιση έπιασε σημαντικό ποσοστό και ο Καρατζαφέρης επειδή βγήκε από την ανυπαρξία. Όλοι σχεδόν πανηγύρισαν που ο περιβόητος ελληνικός «λαός» τους δικαίωσε, τους αντάμειψε για το έργο τους που υποτίθεται επιτελούν αόκνως προς όφελος του «λαού». Υπήρξαν φυσικά και οι πενθούντες (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι) αλλά ουδείς μίλησε για την μεγάλη αποχή, περίπου 44%, η οποία δηλώνει κατά μεγάλο μέρος αποδοκιμασία των εκλογών και του πολιτικού συστήματος και είναι ο ουσιαστικός «νικητής» των εκλογών.

Οι πανηγυρισμοί των κομμάτων πάνω στο λεηλατημένο και πληγωμένο κοινωνικό σώμα δηλώνουν την νοσηρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πολιτικό σύστημα. Δηλώνουν με έμφαση πως οι εκλογές τούς μόνους που ωφελούν είναι οι πολιτικοί και τα κόμματα και πως το μόνο που ενδιαφέρει τα τελευταία είναι το δικό τους συμφέρον. Διότι και αυτές οι εκλογές, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν προσέφεραν κάτι καλύτερο στα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα. Το μόνο που προσφέρουν είναι η ψευδαίσθηση της συμμετοχής στην πολιτική και οι φρούδες ελπίδες πως κάτι θα αλλάξει. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η θέση των κομμάτων, ο συσχετισμός τους και η εναλλαγή τους στην εξουσία.

Το πρώτο ζήτημα που ανέδειξαν αυτές οι εκλογές είναι η προσχώρηση ενός τμήματος της κοινωνίας στις ακραίες βάρβαρες καταστάσεις, όπως εκφράζονται από την εγκληματική ναζιστική οργάνωση, της οποίας οι μισοί βουλευτές βρίσκονται στη φυλακή και οι άλλοι μισοί είναι υπόδικοι. Εδώ η νοσηρότητα εκπηγάζει και από το κοινωνικό σώμα. Και επειδή στην Ελλάδα υπάρχει τεράστιο έλλειμμα παιδείας, πολιτισμού και δημοκρατικών αντιλήψεων, μπορεί η νοσηρότητα αυτή να επεκταθεί υπό μορφή επιδημίας, όπως έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Οι σκηνές βίας και τρομοκρατίας στη βουλή και στους δρόμους με τους ναζιστές να διαλύουν κάθε έννοια έννομης τάξεως, σε συνδυασμό με άλλα φαινόμενα, όπως αυτό του Μπαλτάκου, του Πειραιά και του Βόλου, είναι ένδειξη της νοσηρής κατάστασης που επωάζεται στους θεσμούς.

Εδώ βρίσκεται το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξαν οι εκλογές: επιβεβαιώθηκαν και στερεώθηκαν οι προσβάσεις και η επιρροή του ναζιστικού μορφώματος και της ακροδεξιάς στους κρατικούς μηχανισμούς, στον Στρατό, στην Αστυνομία, στο Λιμενικό, στην Εκκλησία και στο Δικαστικό σώμα. Οι θεσμοί αυτοί πλαισιώνουν το πλέγμα συμφερόντων που ασκεί ανέκαθεν την εξουσία και λαμβάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις αποφάσεις – τα ΜΜΕ, τους τραπεζίτες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους εφοπλιστές και τους μεγαλοεργολάβους – υποστηριζόμενο από τα κόμματα της Δεξιάς, της Ακροδεξιάς και του Κέντρου (ΠΑΣΟΚ). Όλοι αυτοί δεν είναι κατά του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού ούτε υπέρ των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, πολλώ δε μάλλον υπέρ του «σοσιαλισμού». Επιθυμούν και απεργάζονται αυταρχικές λύσεις, πράγμα που έκαναν αρκετές φορές στο παρελθόν και απέδειξε εμπράκτως ο επικίνδυνος Α. Σαμαράς με την αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά του – ακροδεξιοί συνεργάτες, υπόθεση Μπαλτάκου, γκεμπελική προπαγάνδα, κλείσιμο της ΕΡΤ, περιφρόνηση του κοινοβουλίου, πρόωρο κλείσιμο της βουλής.

Στο πλαίσιο αυτό, το τρίτο βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι τι θα κάνει με όλο αυτό το πλέγμα εξουσίας και νοσηρής κατάστασης – συστήματος και κοινωνίας – μία ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεδομένου ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν σημαίνει και ουσιαστική άσκηση εξουσίας, δύο ενδεχόμενα διαγράφονται μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής πολιτικής. Πρώτον, η Αριστερά δεν συγκρούεται με το πλέγμα εξουσίας και συμφερόντων, απλώς προβαίνει σε μερικές επουσιώδεις μεταρρυθμίσεις και αφήνει το σύστημα ανέπαφο να συνεχίζει την νικηφόρα πορεία του και αυτή να επωφελείται από τα προνόμια και τα αγαθά της διακυβέρνησης, τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα. Δεύτερον, η Αριστερά έχει αποφασίσει να συγκρουσθεί, όπως διαφαίνεται σε ορισμένα υπερφίαλα και θερμόαιμα στελέχη της. Σε αυτήν την περίπτωση όμως θα έπρεπε να έχει διασαφηνίσει τα μελλοντικά μέτρα διακυβέρνησης και τον τρόπο σύγκρουσης, διότι τα οχυρά της εξουσίας δεν πίπτουν επειδή αυτά θα αναγνωρίσουν την «ανωτερότητα» των ιδεών και του ήθους της Αριστεράς.

Όμως τίποτε τέτοιο δεν διαγράφεται στον ορίζοντα, διότι η Αριστερά δεν προτείνει λ.χ. χωρισμό Εκκλησίας και πολιτείας ούτε εκκαθάριση της Αστυνομίας, του Στρατού και του Δικαστικού σώματος από τα φιλοναζιστικά και φιλοχουντικά στοιχεία ούτε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές. Ούτε επίσης φαίνεται να προετοιμάζεται μαζί με την κοινωνία -τον μοναδικό σύμμαχο που μπορεί να έχει σε περίπτωση πολιτικής σύγκρουσης. Επομένως το πιο πιθανό είναι η επιλογή της πρώτης οδού, η μη σύγκρουση. Οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή η Αριστερά να ενημερώσει την κοινωνία και να μη δημιουργεί υπέρογκες προσδοκίες, πράγμα το οποίο φαίνεται απίθανο να πράξει. Εν ολίγοις η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη με ένα πολιτικό σύστημα ανάλγητο και ανίκανο, με μία κοινωνία διχασμένη, φοβισμένη και ηττημένη, οδεύουσα πρός τη δυστοπία.

Αναδημοσίευση από: http://oikonomouyorgos.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html  και http://eagainst.com/articles/noshrh-katastash-commentsarefree/

Πιερ Ντιμενίλ – Στοχαζόμενοι την οικονομία με τον Κορνήλιο Καστοριάδη *

abajo1

Μετάφραση: Νίκος Γιαννίκας για το 5ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα (σ.145-165)

* Pierre Dumesnil, «Penser l’economie avec Cornelius Castoriadis». Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εξαμηνιαία επιθεώρηση του M.A.U.S.S. (Mouvement anti-utilitariste dans les sciences sociales [Αντι-ωφελιμιστικό κίνημα στις κοινωνικές επιστήμες]), ν. 15, 2000, σσ 171-185.

Προοίμιο

Είμαστε δίχως αμφιβολία πολλοί εμείς που θυμόμαστε τα φοιτητικά μας χρόνια ως μια μελαγχολική περίοδο, διακοπτόμενη από μερικές στιγμές διανοητικής απόλαυσης, των οποίων η ένταση μεγάλωνε με την επίγνωση της σπανιότητάς τους. Καταλύτες τους μερικοί καθηγητές ή ενίοτε κάποιοι συμμαθητές. Τα ονόματά τους υπάρχουν στις αναμνήσεις μας. Πίστευα, αφελώς, πως το Πανεπιστήμιο ήταν ο τόπος της άνθησης του πνεύματος. Έχοντας επιλέξει να σπουδάσω οικονομικά όχι για να γίνω επιχειρηματίας αλλά για να κατανοήσω τον κόσμο και-γιατί όχι;-να μάθω πώς θα μπορούσαμε να τον αλλάξουμε, κατάλαβα πολύ νωρίς ότι δεν βρισκόμουν μπροστά στους κατάλληλους ανθρώπους: οι καθηγητές, στην πλειοψηφία τους και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο λύκειο, μιλούσαν και σκέφτονταν σαν επιχειρηματίες.

Η διαφώτιση ήρθε από εξωτερικούς παράγοντες. Κάποιοι «ξαναμμένοι» στη Ναντέρ είχαν ανοίξει, χωρίς να το ξέρουν, το κουτί της Πανδώρας. Ξαφνικά, τα ταμπού και οι περιορισμοί χαλάρωσαν. Οι αναζητήσεις κάθε είδους ήταν νομιμοποιημένες. Ωστόσο αρκετά γρήγορα -όλοι το ξέρουν- κάποιοι, οι οποίοι είχαν αρχικά βρεθεί στην αντίπερα όχθη, θέλησαν να δώσουν την αντίθετη εντύπωση και ήλθαν να μας πουν πως οι ορθές ερωτήσεις και οι απαντήσεις τους βρίσκονταν στον Μαρξ ή στο Μάο και πως αυτοί τις γνώριζαν. Σχετικά με τον Μαρξ, τα κείμενά του ήταν γνωστά· βαθειά, δυσνόητα, εντυπωσιακά. Λίγοι τα είχαν πραγματικά διαβάσει. Σχετικά με τον Μάο, επρόκειτο για κοινότοπους αφορισμούς και, το σημαντικότερο, η καταπιεστική και αιματηρή πραγματικότητα της Κίνας εθεωρείτο εκ του μακρόθεν ως η νέα Γη της Επαγγελίας. O Σιμόν Λέ γιουχαϊζόταν ως «χυδαίος» συγγραφέας τη στιγμή που η Μαρία Αντονιέτα Μακιότσι[1] πλασαριζόταν ως σινολόγος.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, στο οποίο εγώ διέκρινα μια μεγάλη διανοητική σύγχυση και στο οποίο συνυπήρχαν η υποτιθέμενα ορθολογική κριτική της «αστικής κοινωνίας» στο όνομα του «επιστημονικού σοσιαλισμού» και η ειδωλολατρική υπακοή στα ιερά κείμενα, η δημοσίευση, από το 1978 και έπειτα στη συλλογή «10/18» των γραπτών ενός συγγραφέα που μου ήταν παντελώς άγνωστος ήταν κάτι το εντυπωσιακό. Διαβάζοντας λοιπόν, για πρώτη φορά, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, εντυπωσιάστηκα από την ευρύτητα και την σιγουριά της σκέψης του. Ανακάλυπτα έναν δηλωμένο επαναστάτη, με αφετηρία μια πολιτική δράση που αγνοούσα, εκείνην της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και ο οποίος δεν δίσταζε να θέσει εαυτόν ως συγγραφέα, ξεκαθαρίζοντας από το Α ως το Ω αυτά που είχε να πει και να πράξει, αναλαμβάνοντας πλήρως την σχετική ευθύνη. Ήταν αυτό που περίμενα.

Η συνέντευξη που μου παραχώρησε για το πρακτορείο τύπου Λιμπερασιόν της Κάτω Νορμανδίας[2] στο οποίο ανήκα, επιβεβαίωσε μια εντύπωση που είχα ήδη, δηλαδή πως μαζί του θα μάθαινα πολλά. Παρόλο που τυπικά δεν υπήρξα μαθητής του, μέσα από τα κείμενά του και τις σπάνιες συναντήσεις μας συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στην παιδεία μου. Του είμαι απεριόριστα ευγνώμων. Για μια ζωή.

Από την άφιξή του στη Γαλλία το 1945 και μέχρι το θάνατό του το Δεκέμβριο του 1997, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ανέλαβε ταυτόχρονα και διαδοχικά πολλές δραστηριότητες: επαγγελματίας οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ, συνιδρυτής (με τον Κλωντ Λεφόρ) και βασικό μέλος της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, διευθυντής σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες, ψυχαναλυτής, συγγραφέας, φιλόσοφος. Αυτή η πολλαπλότητα περιέχει επίσης και μια ενότητα, εκείνη ενός ανθρώπου κυριαρχημένου από ένα ασίγαστο πάθος για την πολιτική, για την γνώση, για την ανθρωπότητα. Στρατευμένος διανοούμενος; Μάλλον αδέσμευτος. Δημοκρατικός πολίτης, ελεύθερος να λάβει τον λόγο μιλώντας στο όνομά του και πέρα από κάθε υποταγή στην κυρίαρχη Γνώμη. Αυτή η ανυποταξία φανερώνεται σ’ όλη τη διανοητική του διαδρομή μέσα από μια δυνατή πολεμική από την οποία απουσιάζει η επιείκεια. Ταυτόχρονα, αυτή η ανυποταξία είναι επίσης δηλωτική του γεγονότος ότι το «κοινωνικο-ιστορικό», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του, δεν ανάγεται στην επιστήμη, όπως έχουν δηλώσει ορισμένοι -εξαπατώντας πολλούς περισσότερους-, αλλά εν τέλει ακριβώς στην γνώμη. Αυτό δεν σημαίνει πως επειδή δεν είναι επιστημονικές, όλες οι γνώμες είναι ισότιμες. Αντιθέτως, η συνοχή τους πρέπει να υποβάλλεται στον διαρκή και ανηλεή έλεγχο της έλλογης 3 συζήτησης και της ιστορίας. Στο σημείο αυτό είναι ίσως προτιμότερο να του δώσουμε το λόγο:

«Ο διανοούμενος πρέπει να θέλει για τον εαυτό του την ιδιότητα του πολίτη όπως όλοι οι άλλοι, ενώ θέλει επίσης το ρόλο του εκπροσώπου, δικαίω, της καθολικότητας και της αντικειμενικότητας. Δεν μπορεί να σταθεί στο πεδίο αυτό παρά μόνο εάν αναγνωρίσει τα όρια που του θέτει η υποτιθέμενη καθολικότητα και αντικειμενικότητά του· οφείλει να αναγνωρίσει, και αυτό όχι απλά στα λόγια, πως αυτό που θέλει να πει είναι μια ακόμη δόξα, μια άποψη και όχι μια επιστημονική θέση. Οφείλει κυρίως να αναγνωρίσει πως η ιστορία είναι ο χώρος στον οποίο εκδιπλώνεται η δημιουργικότητα όλων, ανδρών και γυναικών, μορφωμένων και αναλφάβητων, μιας ανθρωπότητας δίχως την οποία αυτός δεν είναι παρά ένα άτομο. Και μάλιστα αυτό δεν πρέπει να γίνει πρόσχημα για να καταπιεί δίχως κριτική τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, για να υποκλιθεί μπροστά στην ισχύ της αριθμητικής υπεροχής» («Οι διανοούμενοι και η ιστορία», από τον τρίτο τόμο της συλλογής, Τα Σταυροδρόμια του Λαβύρινθου με τίτλο: Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1992, σ. 123).

Η οικονομία ως δόξα.

Η κατάδειξη του ότι το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας ανήκει στο κοινωνικο-ιστορικό και ότι αυτά που πρεσβεύει ανήκουν πρωτίστως στο πεδίο της δόξας, της άποψης, ενίοτε ακόμη και σε εκείνο της τέχνης, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο σταθερή του θέση για τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου κειμένου της ζωής του[4]. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δηλώνει ορθολογικός ή ότι ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε ως επιστημονικός δεν είναι παρά οι παραλλαγές μιας και της αυτής ιδεολογικής θέσης: μιας οικονομίας που δεν εκδηλώνεται πια ως πολιτική και που θεωρεί εαυτόν επιστήμη. Βεβαίως, έχοντας δουλέψει για 25 χρόνια στην υπηρεσία Στατιστικών και Οικονομικών Μελετών του ΟΟΣΑ, ο Καστοριάδης γνωρίζει πως η πρακτική ποσοτικοποίηση της οικονομίας αποτελεί συστατική μοναδικότητα του αντικειμένου της, αλλά γνωρίζει επίσης πως αυτός ο αριθμητικός αυθορμητισμός είναι ταυτόχρονα μια πραγματικότητα που περιορίζει τον καθένα στην καθημερινή του δραστηριότητα αλλά και μια απάτη.

Πρόκειται για την απάτη της εφεκτικότητας του εξορθολογισμού-μαθηματικοποίησης της οικονομίας συνολικά, με θεμέλιο το υποτιθέμενο χάρισμα του αριθμού και με τις εξής δύο εκφάνσεις: αφενός την «εμπειρική» πλευρά του ζητήματος, με την οικονομετρία 5 ν’ αναλώνεται εις μάτην εδώ και μισό αιώνα -με μέσα υπολογισμού που γίνονται όλα και πιο ισχυρά- στην προσπάθεια να ανακαλύψει σταθερότητες, αμετάβλητες τιμές ή «νόμους»· αφετέρου την θεωρητική πλευρά του ζητήματος και κυρίως το ζήτημα της αξίας· αξίας-εργασίας καθώς και αξίας-χρήσης. Σχετικά με τον «νόμο της αξίας» κυρίως, ο οποίος ισχυρίζεται πως μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα του μέτρου στην οικονομία, η θέση του Καστοριάδη αναπτύσσεται με μαεστρία και καλύπτοντας μεγάλο εύρος του ζητήματος στο κείμενό του «Αξία, ισότητα δικαιοσύνη και πολιτική. Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς»[6]. Δεν μπορώ παρά να σας παραπέμψω σ’ αυτό το κείμενο, καθώς και στα υπόλοιπα «οικονομικά» κείμενά του (αυτή η κατηγοριοποίηση θα πρέπει βεβαίως να ακολουθείται με μέτρο), εφόσον δεν θέλω να παράσχω μια κακή παράφρασή τους υπό το πρόσχημα της ερμηνείας. Και στο πλαίσιο των δικών μου αναζητήσεων στην οικονομία, θ’ αρκεστώ να υποδείξω εδώ αυτό που μου εμπνέει, έχοντας επίγνωση των κινδύνων που ενέχει, μια «συμπαθής» ανάγνωση του έργου του Καστοριάδη, ελπίζοντας πως αυτή η επιλεκτική και περιορισμένη οπτική και η ελευθερία της φαντασίας μου δεν θα τον προδώσουν.

Αξία και θέσμιση. Η περίπτωση της φύσης.

Εν τέλει, τα πράγματα αξίζουν ό,τι αξίζουν, έχουν τη μια ή την άλλη τιμή, ως τελική συνέπεια των πρωταρχικών θεσμισμένων αξιών τις οποίες η κοινωνία θέτει στον εαυτό της και τις οποίες ορίζει με ταυτολογικό τρόπο -αυτό αξίζει γιατί αυτό αξίζει, αυτό αξίζει περισσότερο γιατί αυτό αξίζει περισσότερο κ.λ.π.- αλλά αποκρύβοντας από τον εαυτό της αυτήν την θέσμιση· ως προς το σημείο αυτό είναι ετερόνομη. Αλλά απ’ όπου κι’ αν το πιάσουμε το ζήτημα, είτε από την πλευρά της Αξίας-εργασία είτε από εκείνη της Αξίας-χρήση[7], η έρειση σε τέτοιες θεσμισμένες αξίες, σε τέτοιες Πρώτο-αξίες, είναι αναπόφευκτη. Μεταβάλλοντας αυτές τις αξίες, μεταβάλλεται ακαριαία η γκάμα των ανταλλασσόμενων προϊόντων, το πόσο «επιθυμητά» είναι από την κοινωνία, η «σειρά προτίμησής» τους, η τιμή τους στην «αγορά» και ο υπολογισμός του κόστους παραγωγής τους.

Ας πάρουμε το πιο συνηθισμένο παράδειγμα: Η κοινωνία θεσμίζει σήμερα διαφορετικά τη Φύση απ’ ότι στις απαρχές του καπιταλισμού[8] και έτσι αυτό που ήταν λογιστικά αδιόρατο και δίχως βάρος, δωρεάν, διαφανές και ελαφρύ σαν τον αέρα, αρχίζει να εμφανίζεται στους λογαριασμούς και να αποκτά ένα ανυπολόγιστο βάρος και κόστος. Σ’ αυτή την φαινομενική χαριστικότητα της φύσης αντιστοιχεί η «λησμονιά» της λογιστικής εγγραφής, η παράλειψη υπολογισμού του «κόστους απόσβεσης[9]», η οποία θα ήταν απαραίτητη για την χρηματοδότηση της αποκατάστασης του φυσικού «κεφαλαίου» και της συντήρησής του σε ένα επίπεδο που το καθιστά μεταβιβάσιμο ή, για να παραμείνουμε εντός της λογιστικής ορολογίας, για να επαναφέρουμε τα «πάγια στοιχεία» της φύσης σε μια κατάσταση που επιτρέπει τη μεταβίβασή τους. Ξέρουμε πως ο μη υπολογισμός της απόσβεσης μειώνει τα έξοδα και μπορεί να επιτρέψει την μείωση του κόστους -και επίσης την τιμή πώλησης, δημιουργώντας ή επεκτείνοντας μια βιώσιμη αγορά- για μια συγκεκριμένη περίοδο, όσο τα μηχανήματα συνεχίζουν να λειτουργούν· όμως αργά ή γρήγορα αυτό πληρώνεται με την εξαφάνιση της παραγωγικής κληρονομιάς και έτσι με την -ενίοτε βάναυση- εξαφάνιση της ικανότητας παραγωγής καθεαυτής. Είναι ο βασικός κίνδυνος που διατρέχουμε, εμείς και οι απόγονοί μας, με το να μην επιδιορθώνουμε και να μην διαχειριζόμαστε ορθά την φυσική μεγαμηχανή την οποία κληρονομήσαμε δωρεάν. Οι δικαιολογίες που στηρίζουν αυτή την αδιαφορία αφορούν στην ιδέα μιας φύσης ανεξάντλητης[10] , ή στην αυθόρμητη ή τεχνητή αναγέννησή της σε κάποια μελλοντική στιγμή τεχνολογικής και επιστημονικής παντοδυναμίας· ή ακόμα και στην αντικατάσταση[11] του φυσικού «κεφαλαίου» από το τεχνητό κεφάλαιο. Ωστόσο, ορισμένες βλάβες είναι μη αναστρέψιμες, δίχως δυνατότητα αντικατάστασης και, το γνωρίζουμε ήδη, πολλές άλλες πρόκειται να επέλθουν αναπόφευκτα. Σ’ εμάς εναπόκειται να διαλέξουμε ποια στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς θα διαφυλάξουμε, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό· εκτός εάν πούμε κυνικά και ξεκάθαρα -αλλά ποιος τολμά να το κάνει;- πως όλα αυτά έχουν μηδαμινή σημασία ή, με ακόμα μεγαλύτερη υποκρισία, πως «η αγορά» θα κρίνει -το οποίο και αποτελεί το βασικό επιχείρημα και την κοινή πρακτική των «υπερ-φιλελεύθερων» αλλά και την κοινή οπορτουνιστική καθημερινή πρακτική σχεδόν όλων των υπολοίπων ημών.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Σύμφωνα με τους στατιστικούς υπολογισμούς του βιολόγου Εντουαρντ Ουίλσον, η καταστροφή των τροπικών δασών (καλύπτουν το 7% της γήινης επιφάνειας του πλανήτη αλλά φιλοξενούν το 50% των φυτικών και ζωικών ειδών) προκαλούν την εξαφάνιση 17.500 φυτικών και ζωικών ειδών κάθε χρόνο. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι εάν ο τωρινός ρυθμός εξαφάνισης των ειδών είναι πιο γρήγορος από εκείνον των γεωλογικών περιόδων μαζικής εξαφάνισης -ορδοβίκια, δεβόνια, πέρμια, τριασική και κρητιδική. 12 Η διαφορά με αυτές τις γεωλογικές περιόδους είναι ότι αυτή τη φορά εμείς είμαστε εδώ και εμείς είμαστε υπεύθυνοι για αυτή την εξαφάνιση.

Συνέπεια του τρόπου με τον οποίο θεσμίζουμε τη φύση είναι το γεγονός ότι το Πραγματικά Καθαρό Συνολικό Προϊόν -το οποίο θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως το ΑΕΠ μείον την απόσβεση του τεχνητού κεφαλαίου και την απόσβεση του «φυσικού» κεφαλαίου- μπορεί να είναι ανυπολόγιστα θετικό ή αρνητικό ανάλογα με το εάν θεωρήσουμε το κόστος -και άρα την απόσβεση- των φθορών που δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν ως μηδαμινό ή άπειρο.

Οι νεοκλασσικοί οικονομολόγοι θ’ απαντούσαν πως μπορούν να λύσουν ή να ξεδιαλύνουν το ζήτημα αυτό μέσα από υπολογισμούς, δίχως να μιλούν για το κόστος της αποκατάστασης, δηλαδή για την απόσβεση, αλλά για την αξία του φυσικού «κεφαλαίου», οριζόμενη ως επικαιροποιημένο[13] ποσό μελλοντικών κερδών που προέρχονται από τη χρήση αυτού του «κεφαλαίου». Προκειμένου ν’ αποφασίσουμε την καταστροφή ή τη διατήρηση, δίχως να θέτουμε το ζήτημα της απόσβεσης, θ’ αρκούσε λοιπόν να συγκρίνουμε τη συνολική ροή επικαιροποιημένων κερδών τα οποία προέρχονται από τη μία ή την άλλη επιλογή χρήσης. Η αξία του μη αντικαταστάσιμου φυσικού «κεφαλαίου» δεν θα ήταν ανυπολόγιστη αλλά «μόνο» ίση με τη μέγιστη ροή επικαιροποιημένων συνολικών κερδών που προέρχονται από την «καλύτερη» από τις αποκλειστικές δυνατές επιλογές. Αν η καταστροφή μέχρι τη συντέλεια του κόσμου είναι η καλύτερη επιλογή, γιατί να θέσουμε στον εαυτό μας το ζήτημα της αποκατάστασης; Αν η διατήρηση είναι η καλύτερη επιλογή, δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να αποκατασταθεί μέσα από δομικές παρεμβάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχει λόγος να υπολογιστεί το κόστος απόσβεσης. Ετσι, η αξία του κεφαλαίου θα ήταν ίση με:

Screenshot from 2014-07-01 10:26:03

όπου Pij είναι το αναμενόμενο κέρδος για τη χρονιά i το οποίο αποδίδεται στην επιλογή j -με j=1,…, Ν-, α το ποσοστό επικαιροποίησης και t ο χρονικός ορίζοντας της δραστηριότητας.

Για παράδειγμα, αν τα αναμενόμενα -ύστερα από επικαιροποίηση- συγκεντρωτικά κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών από την μη καταστροφική χρήση του «φυσικού εργαστηρίου» του δάσους της Κόστα Ρικα είναι μεγαλύτερα από εκείνα της καταστροφικής χρήσης, τότε αυτό το δάσος πρέπει να διασωθεί. Η διαφορά ανάμεσα στο αναμενόμενο -ύστερα από επικαιροποίηση- κέρδος καθεμιάς από αυτές τις δύο χρήσεις του δάσους συνιστά ένα όριο ανώτερο από την αξία του φυσικού «κεφαλαίου» καθ’ αυτού (άλλες μη καταστροφικές χρήσεις είναι επίσης εφικτές ταυτόχρονα ή σε δεύτερο χρόνο -και οποίες αποτελούν στην ολότητά τους μία επιλογή). Το πρόβλημα περιπλέκεται, καθώς ξέρουμε, από το γεγονός ότι οι υπό εξέταση επιλογές, καταστροφικές ή μη καταστροφικές, δεν ωφελούν πάντα τους ίδιους ενδιαφερόμενους. Κατά γενικό τρόπο, ο πλούσιος Βορράς θρηνεί την καταστροφή της μεγάλης βιοποικιλότητας του Νότου, ο οποίος με τη σειρά του θρηνεί την χαμηλή -σε σχέση με τα αναμενόμενα κέρδη- χρηματική αποζημίωση που ο Βορράς είναι έτοιμος να του παράσχει, θέλοντας να παραιτηθεί από αυτή την καταστροφή και συνεπώς και από τα συνεπαγόμενα έσοδα που διασφαλίζουν την καθημερινή του επιβίωση. Βέβαια, η προτεινόμενη «λύση» και αξιοποίηση έπονται της θέσμισης των Πρώτο-αξιών οι οποίες δεν ανάγονται στους σχετικούς υπολογισμούς.

Καταρχάς, το να ορίζει κανείς ότι η αγορά αποφασίζει, είναι η Πρώτο-αξία του καπιταλισμού. Αυτό πωλείται; Μπορεί να πωληθεί; Τι όφελος μπορεί να αποφέρει η φύση; Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα. Ας τολμήσουμε να πούμε πως, ακόμα και αν η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν ήταν αδύνατο να καθοριστεί, εφόσον -πρωτίστως- προϋποθέτει μια πλήρη καταγραφή των εμπορικών επιλογών του παρόντος και μια συνολική πρόβλεψη για εκείνες ενός μέλλοντος πιθανολογούμενου -πράγμα ανέφικτο- η θέση της ως πρωταρχικής και μοναδικής προκαλεί αποστροφή. Απ’ την άλλη πλευρά, όπως και σε κάθε υπολογισμό επικαιροποίησης, η επιλογή του χρονικού ορίζοντα, καθώς και του ποσοστού επικαιροποίησης (του ποσοστού μελλοντικής απώλειας αξίας του κεφαλαίου) κουβαλούν το βαρύ φορτίο μιας αντίληψης θεσμισμένης, πολιτισμικής, για τον χρόνο και τους απογόνους μας. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την τιμή αυτών των παραμέτρων, τα αποτελέσματα ποικίλουν αρκετά (εν δυνάμει, για μια ακόμα φορά, από το μηδέν έως το άπειρο). Υποθέτοντας ότι α=0 και t‒›∞, οι οποίες θα ήταν οι αριθμητικές τιμές της υπερ-διαφύλαξης, ο υπολογισμός χάνει κάθε σημασία. Ωστόσο, ποιες είναι οι αριθμητικές τιμές μιας «λογικής» διαφύλαξης; Αυτό εξαρτάται από τις Πρωτο-αξίες μας[14].

Καταλαβαίνουμε γιατί επίσημα αρκούμαστε με σύνεση στο ΑΕΠ, το οποίο αγνοεί την απόσβεση του τεχνητού κεφαλαίου, αδυνατώντας να την υπολογίσει πραγματικά (η φορολογική του αναγνώριση, θεμελιωμένη στο ιστορικό κόστος και άρα στην απουσία της τεχνολογικής μεταβολής στην γκάμα των προϊόντων και των μέσων παραγωγής είναι μια σύμβαση -μη πραγματική από οικονομικής απόψεως)· αγνοεί επίσης την απόσβεση ή απαξίωση του φυσικού «κεφαλαίου». Βεβαίως, αυτή η χρηματιστική ή λογιστική σύνεση αντιστοιχεί σε μια ασύνετη πραγματική στάση, μια αδρά-
νεια η οποία επιταχύνει τον «αργό θάνατο» της φύσης. Αυτή η λογιστική «παράλειψη» βαθιά απωθημένη σε κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί μια άρνη-
ση πολιτικής διαβούλευσης.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δεν υπήρξε ούτε ο πρώτος ούτε ο μοναδικός -σκέφτομαι εδώ τον Νικολά Γκεορκέσκου-Ρέγκεν- που επεσήμανε την ασύνετη στάση μας απέναντι στην φύση· αλλά πιστεύω πως η ευρύτητα της ανθρωπολογικής του οπτικής είναι ασυναγώνιστη. Για τον Καστοριάδη, αυτό το συλλογικό θράσος που προσιδιάζει στην ύβρη, στην αμετροέπεια του ήρωα της αρχαίας τραγωδίας 15 είναι μια «τάση [16] » προς την «απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας» η οποία αποτελεί την «πυρηνική κοινωνική φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού» και η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια «ψευδο-ορθολογική ψευδο-κυριαρχία [17] ». Αυτή η τάση δεν γνωρίζει όρια και αποτελεί ένα παραλήρημα παντοδυναμίας το οποίο, από μόνο του, μας οδηγεί στο χάος.

Αξίες, καταλογισμός, απόδοση

Το πραγματικά καθαρό συνολικό προιόν -ΠΚΣΠ 18 -, το οποίο θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως την πραγματικά προστιθέμενη αξία στον κόσμο όπως τον παραλαμβάνουμε και αφότου αφαιρέσουμε τις βλάβες που προκαλούμε στον κόσμο που παραδίδουμε, είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος το οποίο εξαρτάται αναπόφευκτα από τις Πρωτο-αξίες που θέτει η κοινωνία στον εαυτό της. Αυτό καταδεικνύεται από τον «απλό» μηχανισμό απόσβεσης ή διαφύλαξης της φύσης. Ωστόσο, αν εγκαταλείψουμε αυτή τη συνολική οπτική στα πράγματα, τότε η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο.

Η ιδέα πως το σύνολο του σύγχρονου οικονομικού «συστήματος» είναι μια σύνθεση διακριτών ενοτήτων και πως είναι εφικτό να καταλογίσουμε ορθολογικά την συνεισφορά καθεμίας στο συνολικό προϊόν προκειμένου να της κατανείμουμε ισότιμα ένα μέρος αυτού, είναι σύμφωνα με
τον Καστοριάδη μια «απόλυτη απάτη»[19] .

Το σχήμα της σύνθεσης-αποσύνθεσης βασίζεται στην ταύτιση της ιδιοκτησίας ή ατομικότητας με την διακριτότητα. Ταύτιση στην οποία βασίζεται η «αυθόρμητη» λογιστική της αγοράς, των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων[20] ή μεταξύ ενδιαμέσων γενικότερα (αντιπροσώπων, χρηματιστών, μεσολαβητών κ.λπ.). Με άλλα λόγια, παρόλο που υπάρχει κτηματολόγιο, ή γενικότερα μια τοπολογία της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχει τοπολογία της οικονομίας· ή, τουλάχιστον, αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν αυθόρμητα: οι «εξωτερικότητες» ή οι εξω-λογιστικές ροές υπάρχουν παντού, και όχι μόνο στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος. Η πλήρης καταγραφή τους δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί. Η ιδέα της ιδιοκτησίας ως στεγανού τόπου παραγωγής ή κατανάλωσης, η οποία θα ήταν διαπερατή μόνο από λογιστικά εντοπίσημες εμπορικές συναλλαγές και θα επηρεαζόταν μόνο από αυτές, είναι ψευδής. Δεν υπάρχει φυσική στεγανότητα της ιδιοκτησίας, οι «διαρροές» είναι πολλαπλές· η διασπορά και η διάδοση εκτός αγοράς στοιχείων που παράγουν κόστος ή όφελος αποτελεί κανόνα. Οι κάθε είδους μολύνσεις του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν τα πιο γνωστά αρνητικά παραδείγματα. Έτσι, και παρά την ευνοϊκή βροχόπτωση, η Βρετάνη, το έδαφος της οποίας παρουσίασε ευτροφία εξαιτίας της χρήσης λιπασμάτων, δεν θα καταφέρει να παράγει πραγματικά πόσιμο νερό αν δεν επενδύσει μαζικά στην επεξεργασία του[21] .

Ακόμα πιο σημαντική, καθώς και πιο δύσκολη να εντοπιστεί, είναι και η απουσία στεγανότητας της παραγωγικής μονάδας και των ατόμων που περιλαμβάνει σε σχέση με το «κοινωνικο-ιστορικό» περιβάλλον. Αυτή η συνθήκη, σε μια πρώτη προσέγγιση, θα μπορούσε να ορισθεί ως ένας τρόπος γενίκευσης αυτού που οι εφημερίδες αποκαλούν διαρροή εγκεφάλων· ή, συμμετρικά, brain-drain. Στη διαρροή αυτή αντιστοιχεί κλασσικά η -οπορτουνιστική ως αποτέλεσμα τύχης ή συνειδητά παροτρυνόμενη- χρήση, από μια άλλη χώρα, ανθρωπίνων ικανοτήτων που χρηματοδοτήθηκαν και αποκτήθηκαν στην χώρα προέλευσης, δίχως πραγματικό εμπορικό αντάλλαγμα. Αυτή η «αποστράγγιση» δίχως ακριβή λογιστική καταγραφή και υπολογισμό, που ισχύει για όλες τις χώρες, ισχύει επίσης και για το εσωτερικό της κάθε χώρας, από τη μια επιχείρηση στην άλλη, από το σχολείο στην επιχείρηση, από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική κ.λπ.· ωστόσο πρόκειται εδώ για μια δευτερεύουσα πλευρά αυτής της γενίκευσης.

Κατά τρόπο πιο ριζικό, πέρα από κάθε μεταφορά, θα τολμούσα να πω πως και ο ίδιος ο εγκέφαλος, βυθισμένος διαρκώς μέσα στο κοινωνικο-ιστορικό, δεν είναι στεγανός. Ασταμάτητα, από τον νου και από το σώμα, η κοινωνία διαπερνά το άτομο. Αναβλύζει από μέσα του. Πριν από τη γέννηση, μέσα από τη φωνή της μητέρας, και μετά την παιδική ηλικία, μετά το σχολείο, το λύκειο, το πανεπιστήμιο κ.λπ. Ουσιαστικά, ακόμα και μέχρι τα πιο βαθιά γεράματα, η κοινωνία διαμορφώνει, παραμορφώνει και μεταμορφώνει το άτομο, διασφαλίζοντας έτσι, προς το καλύτερο και προς το χειρότερο, την παιδεία του. Μέσα από τη γλώσσα 22 , από την κουλτούρα, από τα καθημερινά αντικείμενα, τα μνημεία, τις αξίες που προάγει ή που απορρίπτει, τις φαντασιακές σημασίες που την συνιστούν ως μοναδική, η κοινωνία κατακλύζει το άτομο. Και απ’ την άλλη, στο βαθμό που του αναλογεί και δίχως να το θέλει, δίχως να το γνωρίζει και δίχως να μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση, έξω από κάθε είδους εμπορική σχέση, το άτομο κατακλύζει την κοινωνία στην οποία ανήκει.

Ωστόσο, είναι αυτό ακριβώς το κοινωνικό άτομο, το συνεχώς «διαπερατό», που εισέρχεται και εξέρχεται κάθε μέρα από το εργαστήρι του, το κτήμα του, το γραφείο του, την κατοικία του κ.λπ. παράνομα, χωρίς τελωνειακούς δασμούς· και όχι ένα εμπόρευμα ταξινομημένο και τιμολογημένο από κάποιο εργοστάσιο που παράγει παραγωγούς και καταναλωτές. Το άτομο, όντας πάντοτε ολοκληρωτικά κοινωνικό, είναι ως τέτοιο μια διαρκής εξωτερικότητα για την οικονομία, ή μια πηγή -παραγωγής ή κατανάλωσης- η οποία ξεπερνά κάθε εφικτό λεπτομερή λογιστικό εντοπισμό. Ωστόσο, αυτό το ξεπέρασμα που προσφέρει το άτομο λόγω της «κοινωνικο-ιστορικής» διάστασής του είναι εκείνο που του επιτρέπει να προσαρμοστεί στην παραγωγική[23] συλλογικότητα στην οποία ανήκει, αποτελώντας ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της. Πέρα από τους ρητούς κανόνες συντονισμού, οι οποίοι είναι σημαντικοί αλλά δευτερεύοντες, το συνανήκειν στην ίδια κοινωνία -ή σχεδόν στην ίδια, για την περίπτωση της εκ των υστέρων μύησης-, στην καπιταλιστική κοινωνία, εξασφαλίζει τη συνοχή[24], την ενότητα και την εύπλαστη προσαρμοστικότητα της συλλογικότητας, δίχως τις οποίες η σύγχρονη παραγωγή θα ήταν ως τέτοια αδύνατη.

Η ακρίβεια και η εξατομίκευση της εγχρήματης αμοιβής -αυτός ο μισθός ή αυτό το εισόδημα με ακρίβεια λεπτού- δεν θα πρέπει συνεπώς να παραπέμπουν ούτε να παρομοιάζονται με την ακρίβεια της ατομικής απόδοσης η οποία υποτίθεται πως ακολουθεί την λογιστική ακρίβεια του καταλογισμού του προϊόντος (της «προστιθέμενης αξίας»). Στην πράξη ισχύει το αντίθετο, αλλά το καμουφλάρει η θεωρία. Η εγχρήματη απόδοση -τόσα στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου, τόσα στην εργασία γενικά, τόσα σε κάθε συγκεκριμένη κατηγορία μισθωτού- προηγείται και «δικαιολογεί» τον καταλογισμό[25]. Η απόδοση και συνεπώς ο καταλογισμός είναι στην πραγματικότητα κυρίως πολιτικό ζήτημα και δευτερευόντως οικονομικό. Μπορεί να είναι οικονομικό ζήτημα βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού σε κάποιες κατηγορίες επαγγελμάτων ή κάποιου «συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού», αλλά πηγάζει κατ’ ουσίαν από μια ιστορική αδράνεια που έχει θεσμισθεί ως «φυσιολογική»: την άνιση αναδιανομή των μισθών και των εισοδημάτων, την οποία αναπαράγει πολλαπλασιάζοντας την, μειώνοντάς την ή μεταβάλλοντας τους εκάστοτε επωφελούμενους ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων και τις σχετικές με την κερδοφορία και την απόδοση συνθήκες σε κάθε δεδομένη στιγμή.

Επιπλέον, αντίθετα με την δογματική και παράδοξη οπτική του ακραίου φιλελευθερισμού, ακριβώς επειδή το χρήμα δεν κυριαρχεί απόλυτα στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο -με άλλα λόγια, επειδή δεν είναι ακόμα όλα προς πώληση ή τιμολόγηση 26 -, καταφέρνει η κοινωνία και η οικονομία να υπάρχει. Όμως, μήπως αυτόν τον δωρεάν κοινωνικό πόρο τον καταστρέφει ο σύγχρονος καπιταλισμός μέσα από την επέκτασή του; Σε κάθε περίπτωση, αυτό πιστεύει ο Καστοριάδης όταν γράφει για παράδειγμα:

«Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε καταστρέφοντας οριστικά μια ιστορική κληρονομιά που δημιουργήθηκε κατά τις προηγούμενες εποχές και την οποία είναι ανίκανος να αναπαράγει. Αυτή η κληρονομιά περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την τιμιότητα, την ακεραιότητα, την ευθύνη, την καλοκαμωμένη δουλειά, τον σεβασμό προς τους άλλους κ.λπ. Ωστόσο, σε ένα καθεστώς που δηλώνει συνεχώς, έργω και λόγω, πως το χρήμα είναι η μόνη αξία και πως η μόνη τιμωρία είναι εκείνη που ορίζεται από τον ποινικό κώδικα, για ποιους λόγους οι δικαστές δεν θα έβγαζαν στο σφυρί τις αποφάσεις τους;[27]»

Ολιγάρκεια, ισότητα και παιδεία

Ο Τόμας Μόρ, θεμελιωτής του όρου -αν όχι και του είδους- «Ουτοπία»[28] είχε, απ’ ότι θυμόμαστε, δομήσει τον συλλογισμό του αντιστρέφοντας συστηματικά τις θεσμισμένες αξίες του εμπορικού καπιταλισμού του 16 ου -17 ου αιώνα, όπου συνυπήρχαν η ακραία χλιδή για ένα μικρό αριθμό ανθρώπων και η ακραία φτώχεια για τη μεγάλη πλειοψηφία. Στο νησί της Ουτοπίας τα παιδιά παίζουν με παιχνίδια φτιαγμένα από υλικά τα οποία θεωρούνταν πολύτιμα την εποχή του Ερρίκου του 8 ου της Αγγλίας και μαθαίνουν, αφού μεγαλώσουν, ν’ απαξιώνουν ή να θεωρούν ως κάτι ευτελές τον χρυσό, τον άργυρο, τα διαμάντια και όλες τις θεσμισμένες μορφές του «πλούτου». Για ποιο λόγο επικαλούμεθα, έπειτα από 450 χρόνια, τον Μόρ, ενώ μιλάμε για τον Καστοριάδη; Νομίζω πως η συσχέτιση των δύο συγγραφέων δεν είναι εντελώς άτοπη. Η διαπίστωση πως, και για τους δύο, η επιθυμητή ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας περνά από την αντιστροφή των ίδιων κεντρικών αξιών είναι όντως ανησυχητική.

Ισότητα 29 και ολιγάρκεια είναι μεταξύ των αξιών της Ουτοπίας και είναι επίσης, για τον Καστοριάδη, συνθήκες μιας «αυτόνομης κοινωνίας». Ωστόσο, εδώ ακριβώς βρίσκεται η απόσταση μεταξύ των δύο συγγραφέων: το να χαρακτηρίσουμε το έργο του Καστοριάδη ως ουτοπία είναι λάθος, όχι επειδή θέλω να το «υπερασπιστώ» απέναντι στην απαξίωση με την οποία -από τον Μαρξ και έπειτα- αντιμετωπίζουν ορισμένοι τον όρο αυτό, αλλά για λόγους ουσίας.

Ο πιο σημαντικός εξ αυτών είναι δίχως αμφιβολία, πέρα από την τεράστια ιστορική απόσταση που χωρίζει την βιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία με τις αλλοτινές ουτοπίες, η ρητή απουσία από το έργο του μιας σχολαστικής περιγραφής της λειτουργίας του οίκου, της ιδιωτικής σφαίρας. Αυτή η περιγραφή, στην πλειοψηφία των ουτοπιών, παίρνει τη μορφή πουριτανικών ηθικών συνταγών οι οποίες -πρωτίστως στον Μορ- είναι ανησυχητικές και, για να πούμε την αλήθεια, μέσα από μια σύντηξη της ιδιωτικής με τη δημόσια σφαίρα, πρόδρομοι του «ολοκληρωτισμού». Η ουτοπία δεν κινδυνεύει λοιπόν να είναι «η χώρα του πουθενά», περίπτωση κατά την οποία θα διατηρούσε, σαν λογοτεχνικό της είδος, την κριτική και ανατρεπτική της δύναμη, αλλά μια χώρα πραγματικά υπαρκτή, με την αστυνομία και την λογοκρισία της.

Στον τομέα αυτό, η ιστορία κατέστησε ορισμένους, άλλοτε κριτικούς και ενίοτε «επαναστάτες», τόσο «συνετούς» που να αποκηρύσσουν κάθε ιδέα ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Για τον Καστοριάδη, αυτή η αποκήρυξη δεν είναι παρά μια υποταγή στην «αγία Πραγματικότητα», ένας εκβιασμός του είδους «η την κυρία Θάτσερ ή τα Γκουλάγκ» 30 , τον οποίο κατήγγειλε αμέτρητες φορές. Ισότητα και ολιγάρκεια, για αυτόν, δεν μπορούν να επενδυθούν ως θετικές φαντασιακές σημασίες, και όχι απλά ως αντεστραμμένες σημασίες, παρά με τρόπο ελεύθερο, από υποκείμενα τα οποία απελευθερώνονται αφ’ εαυτά από την σχεδόν ψυχαναγκαστική εξάρτησή τους από την οικονομία, επειδή έχουν κατανοήσει πως «[…] το τίμημα της ελευθερίας είναι η καταστροφή της οικονομίας ως κεντρικής και, ουσιαστικά, μοναδικής αξίας»[31]. Η ισότητα και η ολιγάρκεια θα ήταν, ανάμεσα σε άλλα, σημάδια και μέσα απελευθέρωσης· όμως αυτό που συνεπάγεται αυτή η απελευθέρωση ως προς τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής είναι ένα ζήτημα που οφείλει να παραμείνει ανοικτό, καθότι εξαρτάται από την ανθρώπινη δημιουργικότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, της οποίας η ιστορική πορεία είναι εκ των προτέρων άγνωστη.

Δεν διέφυγε βεβαίως της προσοχής του Καστοριάδη το γεγονός ότι η ψυχική επένδυση[32] σε τέτοιου είδους αξίες είναι αντίθετη από τις «επιθυμίες των σύγχρονων ανθρώπων». Αρκεί να θίξουμε δημοσίως το ζήτημα της ισότητας των μισθών ή των εισοδημάτων για να χαρακτηριστούμε στην καλύτερη ως παράλογοι και ακόμα περισσότερο το ζήτημα της ολιγάρκειας για να διαπιστώσουμε την απωθητική του επίδραση σε σχεδόν όλους, συμπεριλαμβανομένων και των «προοδευτικών οικολόγων». Υπήρξα προσωπικώς μάρτυς όλων αυτών. Προφανώς, αυτά τα ζητήματα δεν είναι της μόδας και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Όλη η παιδεία μας, ολόκληρη η ψυχική μας δόμηση μέσα από τον διαποτισμό μας από το κοινωνικο-ιστορικό και κυρίως από τον ακραίο καθημερινό εκθειασμό της αντι-ολιγάρκειας, της κατανάλωσης για την κατανάλωση, κυρίως μέσα από την περίφημη διαφήμιση, συμβάλλουν στην τωρινή κατάσταση. Για να πούμε την αλήθεια, αυτή η αντι-ολιγάρκεια είναι συστατικό στοιχείο του σύγχρονου καπιταλισμού 33 και τρέφεται ακριβώς από την ανισότητα για να θεμελιώσει την ιδεολογική της δικαίωση, απαξιώνοντας την ολιγάρκεια ως σύνθημα των «πλουσίων». Στο σημείο αυτό ο Καστοριάδης θα συναντούσε εκ νέου την Ουτοπία, με ένα άλλο νόημα, «ακίνδυνο» στα μάτια των επιτιμητών της, μιλώντας για την «χώρα του ποτέ και του πουθενά» καθότι υπερβολικά μακρινή από την τωρινή.

Πως μπορεί ν’ αντιστραφεί πραγματικά και με τρόπο ελεύθερο, και όχι μόνο στη φαντασία, η παιδεία μας; Αυτή θα μπορούσε να είναι η αποτύπωση του τεράστιου πολιτικού ζητήματος που θέτει σχετικά με την οικονομία ο Καστοριάδης.

Αντί επιλόγου: Εμπλουτίζοντας την ολιγάρκεια;

Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ολιγάρκειας είναι για τον Καστοριάδη στενά συνδεδεμένο με το οικολογικό ζήτημα, με την διαπίστωση ότι το καπιταλιστικό πρόταγμα της απεριόριστης επέκτασης θα προσκρούσει αναγκαστικά -προσκρούει ήδη- σε ένα φυσικό όριο. Είναι επίσης προφανές πως η ολιγάρκεια έχει να κάνει με την «τελική κατανάλωση», εκείνη των «νοικοκυριών» (του οίκου), και άρα με αυτό που αποκαλούμε «επίπεδο ζωής» ή «πλούτο». Πρόκειται βεβαίως για ένα «καυτό» πολιτικό ζήτημα. Η αποφυγή του και η δυσαρέσκεια που προκαλεί η επίκλησή του είναι κατανοητές: κάτω από τον εκλογέα βρίσκεται ο εγωιστής καταναλωτής και όχι ο πολίτης που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Είναι σημαντικό σχετικά με το ζήτημα αυτό το γεγονός ότι οι επίσημες μελέτες (ΟΟΣΑ, ΕΕ, κυβερνήσεων κ.λπ.) σχετικά με την βιώσιμη ανάπτυξη αφορούν κυρίως την κριτική εξέταση των τεχνικών και των διαδικασιών παραγωγής, δηλαδή την προσφορά, και λιγότερο την οικονομία των κοινωνικών διαδικασιών διαμόρφωσης της τελικής κατανάλωσης: δηλαδή την ζήτηση και το περιεχόμενό της.

Πιστεύω επίσης ότι αυτό το ζήτημα ο Καστοριάδης το αφήνει ανοικτό· ή, το πιθανότερο, για τους λόγους που έθιξα ήδη, εκτιμούσε πως ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα. Ωστόσο, σε διάφορα σημεία -και κυρίως στις συνεντεύξεις που έδωσε- μπορούμε να διακρίνουμε κάποια ίχνη αυτού που θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με την αντίληψή του, η «καλή ζωή». Παραθέτω μερικά από μνήμης: Ένας καινούριος φίλος προτιμότερος από ένα καινούριο αυτοκίνητο· η Γη σαν τους κήπους των σπιτιών στην Αγγλία· η Γαλλία ως εξοχή και όχι ως πεδιάδα γεωμετρικά κατανεμημένη και μολυσμένη από την προσπάθεια μεγιστοποίησης της παραγωγής· η μεσαιωνική πόλη ως ιστορική δημιουργία άξια θαυμασμού· η κουλτούρα του μοιράσματος προτιμότερη από εκείνη της ιδιοποίησης κ.λπ.

Αυτή η σύντομη, ελλιπής και εκτός γενικότερου πλαισίου απαρίθμηση επαρκεί ωστόσο για να υποδείξει μια ερμηνεία του «πλούτου», η οποία δεν θα ήταν αντινομική προς την ολιγάρκεια και για την οποία «αξία χρήσης», δεν θα σήμαινε απαραίτητα ιδιοποίηση και καταστροφή από και για τη χρήση. Ο φόβος της διατροφικής λιτότητας, και συνεπώς της ελάχιστης κατανάλωσης-καταστροφής, τον οποίο προκαλεί η ολιγάρκεια, πρέπει να ξεπεραστεί, παρ’ όλο που δεν διαφεύγει από κανέναν, και σίγουρα ούτε από τον Καστοριάδη, ότι η εξαθλίωση και η πείνα είναι ένα πολιτικό σκάνδαλο για το οποίο είναι υπεύθυνες η ανισότητα και επίσης, για ακόμα μία φορά, η απουσία δημοκρατίας[34].

Βέβαια, υπάρχουν τομείς όπου η κατανάλωση δεν μπορεί παρά να είναι ιδιοποίηση και καταστροφή. Είναι η περίπτωση της κατανάλωσης τροφής και της τελικής κατανάλωσης ενέργειας ή, με πιο ευρεία έννοια, του οτιδήποτε συμβάλλει στην συντήρηση του πεινασμένου, γυμνού και ευαίσθητου στο κρύο ζώου το οποίο είμαστε. Ωστόσο, τίποτε δεν μας υποχρεώνει εκ φύσεως να επεκτείνουμε αυτήν την αναγκαιότητα σε οτιδήποτε μας διαχωρίζει από την ζωώδη κατάσταση -δηλαδή σχεδόν στα πάντα.

Πιο συγκεκριμένα, η πολιτισμική παραγωγή και η πρόσληψή της, ακόμα και στις πιο επεξεργασμένες και εκλεπτυσμένες εκδοχές της, δομείται πάντοτε με αφετηρία κάποιους ελάχιστους υλικούς περιορισμούς οι οποίοι, για να παραφράσουμε ένα παλιό διαφημιστικό σύνθημα, «δεν φθείρονται ακόμα και αν χρησιμοποιούνται από περισσότερους[35]», δηλαδή δεν μπορούν να υπάρξουν ως ερμηνευτικοί περιορισμοί παρά μέσα σε αυτή τη συνθήκη.

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά που συνιστούν την ιδιαίτερη ανθρώπινή μας ύπαρξη βρίσκουμε, για παράδειγμα, την απόλαυση μιας συζήτησης, μιας παρτίδας σκάκι, την παρατήρηση ενός τοπίου, ενός πίνακα, την συμμετοχή σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου ή την παρακολούθησή του, την παρακολούθηση μιας παράστασης χορού, την γραφή ή την ανάγνωση ενός κειμένου. Η οικονομία των μέσων, η ολιγάρκεια, δεν συνδέεται απαραίτητα με τον πλούτο των τελικών προϊόντων, με το βάθος και την απόλαυση της ερμηνείας τους. Μερικά σημάδια πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί μπορούν καμιά φορά να εμπλουτίσουν μιαν ολόκληρη ζωή και να δημιουργήσουν μια διαχρονική «κοινότητα ανταλλαγής».

Θα πρέπει να αναλάβουμε το συλλογικό έργο εμπλουτισμού του πολιτισμικού μας «περιβάλλοντος» 36 μεταδίδοντας την απαίτηση μιας πρόσληψής του μέσα από την ανάγνωση-εμπέδωσή του και όχι από την κατανάλωσή-καταστροφή του, ως μια ερμηνευτική πορεία που δεν το καταστρέφει αλλά που αντίθετα παράγει νόημα. Ο άνεμος φυσάει κόντρα, αλλά ο σύγχρονος κυνισμός δεν έχει παρασύρει τα πάντα, ακόμα και αν, για παράδειγμα, η εργαλειοποίηση του σχολείου μέσα από την υποταγή στον οικονομικό εκβιασμό του «χρήσιμου», αυτού που «πουλάει» και κυρίως της νοοτροπίας του «πουλάω αυτό που είμαι», έχει προχωρήσει αρκετά. Ο «στιγματισμός» των αρνήσεων που συνεχίζουν παρόλα αυτά να εμφανίζονται ως «αντιδραστικών» ή ως ελιτίστικης νοσταλγίας της «αστικής» κουλτούρας ανήκει σε μια ενοχοποιητική ρητορική.

Δηλώνω αντιθέτως πως αυτές οι αρνήσεις είναι σπέρματα μιας παιδείας, η οποία, όχι μόνο δεν είναι εγγενώς οπισθοδρομική, αλλά αποτελεί ένα υλικό που πρέπει να θεματοποιηθεί, να αναπτυχθεί, να διαφοροποιηθεί απαλλαγμένο από κάθε δογματισμό και να εμπλουτιστεί με στόχο να συνδυάσει, χωρίς παραδοξότητες, το αναγκαίο και το επιθυμητό, την ολιγάρκεια και τον πλούτο. Στην προσπάθεια αυτή, η απουσία του Καστοριάδη και της μαχητικής του ειρωνείας είναι καταφανής.

_______________________________

1. Σ.τ.μ.: Maria-Antonietta Macciochi (1922-2007). Μέλος του ΚΚ Ιταλίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενεργό μέλος του αντιφασιστικού μετώπου στην Ιταλία και του φεμινιστικού κινήματος τις δεκαετίες ́50 και ́60, εγκαθίσταται στο Παρίσι την δεκαετία του ’70 αφού έρθει σε σύγκρουση με το ΚΚΙ λόγω του θαυμασμού της για το κινεζικό καθεστώς και της επαφής της με τον Αλτουσέρ. Καθιερώθηκε στους κύκλους των αριστερών διανοουμένων του Παρισιού ως σινολόγος -έπειτα από ένα ταξίδι στην Κίνα και ένα σχετικό βιβλίο όπου την περιέγραφε ως «σοσιαλιστικό παράδεισο»- και ως ειδική στη σκέψη του Γκράμσι. Ο Simon Leys (ψευδώνυμο του Pierre Ryckmans) είναι βέλγος συγγραφέας και σινολόγος, που ήδη από τη δεκαετία του ’60 είχε καταγγείλει τον μαοϊσμό και τον μύθο της «Πολιτιστικής Επανάστασης».

2. Συνέντευξη με τον Κ. Καστοριάδη, Φεβρουάριος του 1974. Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο δελτίο του εν λόγω πρακτορείου και υπήρξε η πρώτη μιας ολόκληρης σειράς. Ένας-ένας, οι Κλωντ Λεφόρ, Ντανιελ Μοτέ, Ανρί Σιμόν- όλοι τους παλαιότερα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα- καθώς επίσης ο Πιερ Κλάστρ και άλλοι «υπέστησαν την ανάκριση» της μικρής μας «ομάδας κρούσης» η οποία εμψύχωνε στην Καν την επιθεώρηση AntiMythes, η οποία ιδρύθηκε μετά την διάλυση του πρακτορείου τύπου Λιμπερασιόν της Κάτω Νορμανδίας, του οποίου το αρκτικόλεξο αποδιδόταν στην περιοχή και ως «Ανάλυση και Διάδοση των Αγώνων» (Σ.τ.μ: απόδοση του αρκτικόλεξου APL-BN – Agence de Presse Liberation de Basse Normandie- ως: Analyse et Popularisation des Luttes.)

3. Αυτό το αίτημα συνοχής οδηγεί τον Καστοριάδη πέρα από τα συνήθη όρια μεταξύ γνωστικών αντικειμένων και τρέφει την εξαιρετική κριτική ικανότητα του. Εξού, πιθανόν, και η «συνετή» πρόσληψη του έργου του: η οπορτουνίστικη χρήση του είναι συχνή, ενώ η παράθεση και ο αντίλογος σπάνιος.

4. Κ. Καστοριάδης, Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, μτφρ. Ζ. Καστοριάδη, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1998. Ο Καστοριάδης έκανε τις τελευταίες διορθώσεις στο κείμενο αυτό τον Αύγουστο του 1997. Πέθανε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

5. Ενισχυτικά της θέσης αυτής είναι και τα ειλικρινή, αποκαλυπτικά και διαυγή λόγια του Εντμοντ Μαλινβό, ενός διεθνώς αναγνωρισμένου οικονομολόγου-στατιστικολόγου, κλασσικού ακαδημαϊκού και καθόλου «επαναστάτη», παλιού γενικού διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών Μελετών της Γαλλίας: «Όταν ήμασταν νέοι, πολλοί ανάμεσά μας επέλεξαν να αφιερώσουν τον χρόνο και την ενέργειά τους στην οικονομική έρευνα με σκοπό να βρουν τους νόμους των φαινομένων (η υπογράμμιση δική μου) των οποίων η σημασία για τις κοινωνίες μας είναι προφανής. Πρέπει να πούμε πως υποτιμούσαμε την εποχή εκείνη το εύρος της πρόκλησης: Η ανακάλυψη των νόμων αυτών μοιάζει πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι νομίζαμε.» (Edmond Malinvaud, «Pourquoi les économistes ne font pas de découvertes» [«Γιατί οι οικονομολόγοι δεν κάνουν ανακαλύψεις;»], Annales d’économie et de gestion, τ. III, τ. 6, 1996, αναδημοσιευμένο στο Problèmes économiques, τχ. 2515, Απρίλιος 1997.)

6. Κ. Καστοριάδης, Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Αθήνα, Ύψιλον, 1991, σσ. 303-385.

7. Είναι αλήθεια πως στο προαναφερθέν κείμενό του, ο Καστοριάδης συζητά ελάχιστα τις «“υποκειμενίζουσες” απόψεις περί αξίας», δηλαδή την οριακή θεωρία της αξίας. Συζητά περισσότερο με τον Μαρξ σχετικά με τον Αριστοτέλη και με τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ωστόσο, είναι προφανές πως είτε μιλάμε για την αξία-εργασία είτε για την οριακή αξία χρήσης, τα αποτελέσματα μένουν ίδια. Θα προσέθετα πως και στις δύο περιπτώσεις, ως ύστατη θεμελίωση, πέρα από το μέτρο της αξίας, προϋποτίθεται ο ορισμός μιας σχέσης τάξης ανάμεσα σε ετερόκλητα «αντικείμενα», μη συγκρίσιμα έξω από ένα κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Από τη σκοπιά της «χρησιμότητας» θεσμίζεται το ότι μπορούμε να αντιστοιχήσουμε κατσίκες και λάχανα· από τη σκοπιά της «αξίας-εργασία», τίθεται ότι μπορούμε να αντιστοιχήσουμε την ώρα εργασίας του κτίστη σε σχέση με εκείνη του τσαγκάρη και τελικά -κατ’ εξοχήν, όπως το λέει ο Αριστοτέλης και με τον οποίο συμφωνεί ο Καστοριάδης ενάντια στον Μαρξ- να αντιστοιχήσουμε τη δουλειά του κτίστη με εκείνη του τσαγκάρη.

8. Με το δικό του ιδιαίτερο ύφος, επηρεασμένο από την παιδαγωγική του μέριμνα και από την άρνησή του προς κάθε ερμητισμό, ο Καστοριάδης συμπυκνώνει την ασυνεπή μας στάση σχετικά με την χρήση των φυσικών πόρων με την ακόλουθη εντυπωσιακή φράση: «Ο άνθρωπος είναι […] σαν ένα παιδί που βρίσκεται μέσα σε ένα σπίτι του οποίου οι τοίχοι είναι σοκολατένιοι και τους οποίους έχει βαλθεί να τρώει χωρίς να καταλαβαίνει πως σύντομα το υπόλοιπο σπίτι θα του πέσει στο κεφάλι.» (απομαγνητοφώνηση από τον ίδιο της παρέμβασής του με τίτλο «Ποια δημοκρατία;» [ C. Castoriadis, «Quelle démocratie?» (1990), Figures du pensable, Les carrefours du labyrinthe VI, Παρίσι, Seuil, 1999, s. 145-189. (Σ.τ.μ.)] στις 5 Ιουλίου του 1990 στο συνέδριο του Σεριζύ το οποίο ήταν αφιερωμένο στο έργο του).

9. Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο απόσβεση με την μία από τις δύο σημασίες του στα ελληνικά, εκείνη της φθοράς ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου και όχι εκείνη της αποπληρωμής (π.χ: απόσβεση δανείου). Το κόστος απόσβεσης αναφέρεται προφανώς στον υπολογισμό του κόστους διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος ή διόρθωσης των φθορών που προκαλούνται από την οικονομική δραστηριότητα. Στο κόστος αυτό μπορεί να ανήκουν, για παράδειγμα, επενδύσεις στην οικολογική διαχείριση των αποβλήτων κάποιων βιομηχανικών μονάδων.

10. Στο Δοκίμιο περί της γενικής φύσης του εμπορίου (1755) ο Ρισαρ Καντιγιόν [Richard Cantillon] εκφράζει με εξαίσιο τρόπο αυτή την στάση: «Η τιμή μιας στάμνας νερού από το Σηκουάνα είναι μηδενική, γιατί πρόκειται για μια τεράστια πηγή που δεν στερεύει ποτέ· αλλά στους δρόμους του Παρισιού αυτό το νερό αποκτά μια τιμή, η οποία είναι το μέτρο ή η αξία της εργασίας του νεροκουβαλητή». Ξέρουμε πως εξελίχθηκαν τα πράγματα έκτοτε: Το εν δυνάμει πόσιμο νερό έγινε ένα σχετικά σπάνιο αγαθό και το κόστος παραγωγής του μεγαλώνει συνεχώς. Αυτή η αύξηση του κόστους δεν πρέπει να αποδοθεί στην εργασία του μεταφορέα νερού (στο κόστος των αγωγών ή των αντλιών κ.λπ.) αλλά στην εργασία αποκατάστασης του πόσιμου νερού -στη χρηματοδότηση της απόσβεσης των παγίων κεφαλαίων που επιτρέπουν την αποκατάσταση ενός νερού όλο και πιο μολυσμένου (δες παρακάτω σελ 139,
υποσημείωση 21).

11. Η αισιόδοξη υπόθεση μιας πιθανής αντικατάστασης του φυσικού «κεφαλαίου» από το τεχνητό κεφάλαιο οδηγεί σε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «χαμηλή βιωσιμότητα», ενώ η απαισιόδοξη ή ρεαλιστική υπόθεση της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στη φύση και στο τεχνητό κεφάλαιο οδηγεί στην «υψηλή βιωσιμότητα». Ο εισηγητής αυτή της διάκρισης, ο οποίος είναι οπαδός της υψηλής βιωσιμότητας (strong sustainability), φαίνεται πως είναι ο Χέρμαν Ντάλι (H. Daly, Toward a Steady-State-Economy, Σαν Φρανσίσκο, W.H.Freeman & Co, 1973).

12. M. Glacgant, F. Leveque, «Erosion de la diversité génétique et gestion mondiale des ressources vivantes » [«Διάβρωση της γενετικής ποικιλότητας και παγκόσμια διαχείριση των ζωντανών πόρων»], La Recherche, τ. 283, Ιανουάριος 1992.

13. Σ.τ.μ.: Η επικαιροποίηση κερδών είναι απλούστατα ο υπολογισμός της σημερινής πραγματικής αξίας μελλοντικών κερδών. Και, αντίστροφα, η επικαιροποίηση μπορεί να είναι και ο υπολογισμός της μελλοντικής απώλειας αξίας του κεφαλαίου. To κρίσιμο ζήτημα εδώ αφορά στον προσδιορισμό του ποσοστού επικαιροποίησης, το οποίο αντιστοιχεί ουσιαστικά στο κόστος του κεφαλαίου. Το ποσοστό επικαιροποίησης μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ίσο με το επιτόκιο δανεισμού του αρχικού κεφαλαίου. Ο προσδιορισμός όμως αυτού του ποσοστού, όπως λέει παρακάτω και ο Ντιμενίλ, δεν γίνεται πάνω σε αντικειμενικές βάσεις. Με άλλα λόγια, η οικονομοτεχνική προσέγγιση του ζητήματος από τους νεοκλασσικούς, εκτός από ηθικά καταδικαστέα, είναι και αβάσιμη!

14. Σ.τ.μ.: Στην υπόθεση αυτή θα είχαμε ποσοστό επικαιροποίησης ίσο με το μηδέν, δηλαδή είτε δεν θα υπήρχε επιτόκιο δανεισμού -και άρα απουσία προσδοκίας κέρδους από χρηματιστική δραστηριότητα- είτε (στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματοδότηση μόνο με ίδια κεφάλαια) δεν θα υπήρχε προσδοκία κέρδους από παραγωγική δραστηριότητα (για παράδειγμα, στην περίπτωση αυτή το ποσοστό επικαιροποίησης μπορεί να θεωρηθεί ίσο με το ποσοστό με το οποίο θα δανειζόταν ο επιχειρηματίας το εν λόγω κεφάλαιο συν ένα «λογικό» ποσοστό κέρδους). Σε συνδυασμό με την υπόθεση ότι ο χρονικός ορίζοντας της δραστηριότητας είναι άπειρος, αντιλαμβανόμαστε πόσο διαφορετική θα ήταν στην περίπτωση αυτή η θέσμιση της Φύσης και της σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, του Χρόνου, της αξίας και του σκοπού της ανθρώπινης εργασίας.

15. Βλ. Καστοριάδης, «Le capitalisme est-il soluble dans la démocratie?», Le Νouvel Observateur, ειδική έκδοση του Ιουνίου του 1992. Η διαφορά με τον αρχαίο ηρωισμό είναι ότι από το «τοπικό» και το ατομικό περάσαμε στο «καθολικό» και το συλλογικό.

16. Με αυτό τον όρο ο Καστοριάδης αποδίδει τον όρο Trieb του Φρόιντ. Ο όρος τάση δεν είναι μια πιο σικ μετάφραση του όρου ορμή, αλλά απλή απόδοση μιας γερμανικής λέξης με την αντίστοιχή της στα γαλλικά.

17. Το ζήτημα της ψευδο-ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας έχει έναν προφανώς κεντρικό ρόλο στην καστοριαδική ανάλυση του καπιταλισμού (με μια ευρεία έννοια). Η τελευταία σχετική αναφορά του βρίσκεται βέβαια στο κείμενο Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, ό. π.

18. Αυτή η έννοια και το αρκτικόλεξο που της αντιστοιχεί είναι δικής μου εμπνεύσεως αλλά πιστεύω πως ο Καστοριάδης δεν θα είχε αντιρρήσεις ως προς την ουσία του συλλογισμού. Είμαι επίσης πεπεισμένος, ύστερα από μια σχετική συζήτηση που είχα μαζί του, πως η προσπάθειά μου να προσεγγίσω τα οικονομικά ζητήματα με ένα μέσο τόσο αγνοημένο που έχει σχεδόν ξεχαστεί, εκείνο των λογιστικών πρακτικών στις οποίες θεμελιώνονται, θα τύγχανε της έγκρισής του. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνεχίζω εδώ μια συζήτηση που έχει δυστυχώς διακοπεί.

19. Το ζήτημα του μη-διαχωρισμού του καταλογισμού του προϊόντος διατρέχει όλα τα οικονομικά κείμενα του Καστοριάδη: Από την «Δυναμική του καπιταλισμού» (1954) μέχρι την «Ορθολογικότητα» του καπιταλισμού (1997). Στο κείμενο που είχε ετοιμάσει για το συνέδριο του Σεριζύ και από το οποίο -την ώρα της παρουσίασης- αναγκάστηκε να αφαιρέσει τις αναφορές στην οικονομία λόγω περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου, έγραφε: «Είναι το οικονομικό σύστημα συνολικά (μαζί και με την προηγούμενη ιστορία του) που παράγει, και όχι το τάδε εργοστάσιο ή ο δείνα εργαζόμενος. Δεν υπάρχει τοπολογία στην οικονομία, μήτε διακριτή μήτε συνεχής (προφανώς και δεν αναφέρομαι εδώ στο φυσικό περιβάλλον το οποίο υποτείνει την οικονομία και εμπλέκεται σε αυτήν)».

20. Η μη-διακριτότητα είναι επίσης ένα πρόβλημα ενδο-επιχειρησιακό. Πιο συγκεκριμένα, αφήνοντας κατά μέρος την σπάνια περίπτωση της μονοπαραγωγής, σύμφωνα με τις αποδεκτές συμβάσεις της αναλυτικής λογιστικής, τα φανερά μοναδιαία κόστη παραγωγής ποικίλουν αρκετά. Ένα παλιό (1936) αλλά πάντα επίκαιρο άρθρο του Αύγουστου Ντετέφ, «Το ζήτημα του κόστους παραγωγής», εξηγεί ξεκάθαρα γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Παραδόξως, η επίγνωση αυτής της απαραίτητης ανακρίβειας της εκτίμησης του κόστους μοιάζει να είναι σχετικά περιορισμένη στον στενό κύκλο των λογιστών και στελεχών επιχειρήσεων που στοχάζονται πάνω στα θεμέλια του αντικειμένου τους και δεν απασχολεί το δημόσιο διάλογο. Γιατί;

21. «170.000 τόνοι μεταλλικών λιπασμάτων και 237.000 τόνοι αζώτου (ή νιτρικών αλάτων) ζωικής προέλευσης (εκκρίματα βοοειδών, πουλερικών και χοιρινών) διαχέονται κάθε χρόνο στη Βρετάνη» (Le Monde, 20.02.1999). Μια από τις αιτίες αυτής της διάχυσης -με σεβασμό στα όρια της ιδιοκτησίας- είναι ότι, αδιαφορώντας για τη χωροταξία που επιβάλλει το κτηματολόγιο, τα επιφανειακά ύδατα των 71 καντονιών της Βρετάνης ξεπερνούν κατά τρείς φορές το όριο που έχει οριστεί από τον Π.Ο.Υ. («Παγκόσμιος Οργανοσμός Υγείας»· Σ.τ.μ.), σχετικά με την περιεκτικότητα σε νιτρικά άλατα νερού που δεν έχει υποστεί επεξεργασία, δηλαδή 50 μιλιγκραμ ανά λίτρο. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η ιδιοκτησία δεν είναι στεγανή, ωστόσο ο υπολογισμός του κόστους αυτής της διαπερατότητας, σύμφωνα με την αρχή του μολύνω-πληρώνω, ή ακόμα καλύτερα, η διόρθωση της βλάβης που προξενείται, δεν είναι εύκολη υπόθεση!.

22. Φαίνεται πλέον κεκτημένο το ότι αυτή η εσωτερική μεταμόρφωση, μέσα από την κοινωνική εμπειρία, μέρος της οποίας αποτελεί η γλώσσα, φτάνει μέχρι τη συνεχή δια βίου τροποποίηση της λεπτής ανατομικής δομής του εγκεφάλου. Ο γλωσσολόγος Φρανσουά Ραστιέ σημειώνει σχετικά πως αυτή η φυσική πλαστικότητα του εγκεφάλου, στη σύνδεσή της με την διαδικασία μάθησης, επιτρέπει ν’ αναθεωρήσουμε με μεγαλύτερο σκεπτικισμό τις «θεωρίες
περί του έμφυτου της γλώσσας» (Rastier, Sémantique et recherches cognitives [Σημασιολογία κα γνωσιακές έρευνες], Παρίσι, PUF, 1991).

23. Ό, τι ισχύει για τις απαραίτητες συνθήκες προσαρμογής των ατόμων στη διαδικασία παραγωγής ισχύει επίσης και για την προσαρμογή της παραγωγής στην κατανάλωση. Αντιλαμβανόμαστε καμιά φορά τον πρωταρχικό ρόλο του κοινωνικο-ιστορικού συνανήκειν ακριβώς όταν απουσιάζει. Έτσι, η αδιαμφισβήτητη οικονομική σημασία του πρόσφατου παγκόσμιου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου (1998) καταδεικνύει, εκ του αντιθέτου, μέσα από την σχετική υπο-εκπροσώπηση των ΗΠΑ, την ανάγκη μιας κοινωνικής εκμάθησης, ψυχικής και σωματικής ταυτόχρονα, προκειμένου να προσαρμοστούν οι παίκτες μεταξύ τους, καθώς επίσης και οι παίκτες -ή το ίδιο το παιχνίδι- με τους θεατές· παραγωγή και κατανάλωση. Πιστεύω πως
το παράδειγμα αυτό είναι γενικεύσιμο.

24. Κατά την περίοδο που η βιομηχανία του αυτοκινήτου κατανάλωνε σε μαζική κλίμακα την εργασία των μεταναστών, έφτανε μέχρι το σημείο να χρησιμοποιεί συλλογικά εργάτες προερχόμενους από το ίδιο χωριό, ανάμεσα στους οποίους η γλώσσα και οι ιεραρχικές δομές ήταν κοινές, προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτή η συνοχή γύρω από τη γραμμή παραγωγής.

25. Οι «φιλελεύθεροι» μας εξηγούν για παράδειγμα πως η διαφοροποίηση των μισθών υποτίθεται πως συνδέεται με την διαφορά της οριακής παραγωγικότητας. Και πως ξέρουμε ότι δυο παραγωγικότητες είναι διαφορετικές; Πώς θα τις υπολογίσουμε; Δείτε τους μισθούς, μας απαντούν.

26. Ο Γκάρι Μπέκερ -βραβείο Νόμπελ το 1992!- είναι δίχως αμφιβολία ο πιο γνωστός εκπρόσωπος αυτού του «πάθους για την οικονομία» σύμφωνα με το οποίο η ολότητα της ψυχικής και κοινωνικής ζωής υποτίθεται πως ρυθμίζεται από την «αγορά». Για μια -αναπόφευκτα ελλιπή- εικόνα των γελοίων και πενιχρών συμπερασμάτων στα οποία οδηγεί μια τέτοια αναγωγή δες: Gary S. Becker, Guitry Nashat Becker, The Economics of Life. From Baseball to Affirmative Action to Immigration. How Real-World Issues Affect our Everyday Life [Τα οικονομικά της ζωής. Από το μπέιζμπολ στη νομοθεσία κατά των διακρίσεων και τη μετανάστευση. Πώς τα ζητήματα του πραγματικού κόσμου επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή], Mc Graw-Hill, 1996.

27. Ανάμεσα στους δωρεάν ιστορικούς πόρους, ο οποίοι απουσιάζουν από τα λογιστικά βιβλία, βρίσκεται επίσης και η εμπιστοσύνη, για την οποία ορισμένοι «φιλελεύθεροι» συγγραφείς ανακαλύπτουν με μια αφοπλιστική κοινωνιολογική αθωότητα -την ευφυΐα της οποίας θα εκτιμούσε ο Καστοριάδης- πως αποτελεί την κεντρική αρετή της κοινωνικής ζωής, πάνω στην οποία βασίζεται η παραμικρή οικονομική δραστηριότητα. Σχολιάζοντας τον «διάσημο» συγγραφέα του Τέλους της Ιστορίας, τον Φράνσις Φουκουγιάμα, σχετικά με ένα πρόσφατο βιβλίο του (Trust : The Social Virtues and the Creation of Prosperity [Εμπιστοσύνη: Οι κοινωνικές αρετές και η δημιουργία της ευημερίας], ο Τζέϊμς Όγκιλβι γράφει: «Γιατί είναι η εμπιστοσύνη τόσο καίριο στοιχείο του κοινωνικού κεφαλαίου; Η διαδεδομένη στην κοινωνία δυσπιστία […] επιβάλλει ένα είδος φόρου που οι κοινωνίες εμπιστοσύνης δεν είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν. Στις ΗΠΑ το ισοζύγιο μεταξύ ατομισμού και εμπιστοσύνης γέρνει όλο και περισσότερο υπέρ του ατομισμού. […] Έτσι τώρα πληρώνουμε τον φόρο της μειούμενης εμπιστοσύνης στους δικηγόρους» [Ogilvy James, Harvard Business Review, 1995, τ. Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, σσ. 46-47]. Και ποιος θα πληρώσει όταν η εμπιστοσύνη στους δικηγόρους εκλείψει; Άλλοι δικηγόροι; Και όταν εκλείψει και σε αυτούς…;

28. Το πρωτότυπο κείμενο, De optimo reipublicae statu deque nova insula Utopia, εκδόθηκε από τον Έρασμο, φίλο του Μορ, το 1516 στη Λουβαίν. Η αργοπορημένη μετάφρασή του στα αγγλικά (δηλαδή σε μια πιο λαϊκή γλώσσα) το 1551, αφότου είχε μεταφραστεί στα γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, καταδεικνύει ίσως το ότι η Ουτοπία του Μορ δεν ήταν για το αγγλικό βασίλειο στο οποίο ανήκε-πριν την έκπτωση και την εκτέλεσή του- μια «αγνή φαντασιοκοπία» ακίνδυνη για τον ευρύτερο λαό.

29. Επιβιώνει ωστόσο στην Ουτοπία ένα ίχνος σκλαβιάς των αιχμαλώτων πολέμου και των καταδικασθέντων με βάση το κοινό δίκαιο. Οι αλυσίδες τους είναι φτιαγμένες από το πιο ευτελές υλικό της ουτοπικής κοινωνίας, τον χρυσό.

30. Η έκφραση διαφέρει ή παραμετροποιείται ανάλογα με την εποχή. Η παράθεση είναι από ένα κείμενο του 1989.

31. Αυτή η δήλωση προέρχεται από το κείμενο «Fait et à faire» [«Πεπραγμένα και πρακτέα»] του Κορνήλιου Καστοριάδη, περιλαμβανόμενο στον συλλογικό τόμο που εκδόθηκε προς τιμήν του από τον Giovanni Busino (Autonomie et autotransformation de la société. La philosophie militante de Cornelius Castoriadis [Αυτονομία και κοινωνικός αυτομετασχηματισμός. Η αγωνιστική φιλοσοφία του Κ. Καστοριάδη], Γενεύη, Droz, 1989, σ. 512) όπως, στη συνέχεια, και στον ομώνυμο τόμο με δοκίμιά του.

32. Αν και βεβαίως αγνοώ τις πληροφορίες που είχε καταφέρει να συλλέξει ο Καστοριάδης γύρω από αυτό το ζήτημα χάρη στην δραστηριότητά του ως κλινικού ψυχαναλυτή, βλέπω σ’ αυτές, εκ των προτέρων, την πηγή της συνοχής της θέσης του.

33. Βλέπε εν προκειμένω το κεφάλαιο «Ένας εφιάλτης για τους τεχνοκράτες: Τι θα γινόταν αν ο καταναλωτής επέλεγε την ολιγάρκεια;», από το βιβλίο των Guy Roustang, Bertrand Perret, L’économie contre la société [Η οικονομία ενάντια στην κοινωνία], Παρίσι Seuil, 1993.

34. Οι αρκετά λεπτομερείς αναλύσεις του Amartya Sen σχετικά με τις οικογένειες στην Ινδία, οι οποίες δείχνουν πως η ουσία του ζητήματος είναι η αναδιανομή και όχι η παραγωγή, είναι πολύ διαφωτιστικές πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

35. Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας παραφράζει το γνωστό στη Γαλλία σύνθημα που συνοδεύει ως υπότιτλος την έκδοση της εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας Le Canard Enchainé. Η πρωτότυπη μορφή του συνθήματος είναι «La libérté de la presse ne s’use que quand on ne s’en sert pas», που σημαίνει: Η ελευθερία του τύπου δεν φθείρεται παρά μόνο όταν πέφτει σε αχρησία.

36. Δανείζομαι αυτόν τον όρο (entour) από τον Φρανσουά Ραστιέ λόγω της πολύ μεγάλης ορθότητάς του. Πρόκειται για μια μεταφορά του όρου Umwelt (περιβάλλον) του φον Ουεξκίλ (von Uexkull). Ο Umwelt είναι για τον βιολόγο ένα τμήμα του Welt (κόσμος), κατασκευασμένο από το έμβιο, έπειτα από επιλογή δεδομένων που προέρχονται από την αντίληψη και τη δράση του. Αυτή η επιλογή περιέχει, κατ’ ελάχιστον, τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ιδίου και του είδους του. Η μεταφορά, την οποία είχε προαναγγείλει και ο ίδιος ο φον Ουεξκιλ, προέρχεται από την τεράστια πολιτισμική και ιστορική πλαστικότητα του Umwelt του ανθρώπινου είδους γενικότερα και του κάθε συγκεκριμένου ατόμου ειδικότερα. Το entour είναι ο πολιτισμικός και ιστορικός Umwelt. Παρά το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής των δύο όρων και η κάθε μία από τις μεθόδους έχουν πολλές διαφορές, παρά την ιδιαίτερη σημασία των κειμένων και την ερμηνευτική προσέγγιση του Φρανσουά Ραστιέ, θεωρώ πως το entour γειτνιάζει με το «κοινωνικο-ιστορικό» του Καστοριάδη. Η ανάλυση, η απόδειξη ή η απόρριψη αυτής της θέσης απαιτεί μια ξεχωριστή μελέτη. Για μια παρουσίαση των λόγων για τους οποίους οι «επιστήμες του πολιτισμού» και οι «επιστήμες της φύσης», κυρίως του «ζωντανού», θα μπορούσαν να συναντηθούν, ως ένα βαθμό, στο πεδίο μιας ανανεωμένης και αποκαθηλωμένης ερμηνευτικής, βλέπε: F. Rastier, J-M. Salanskis, R. Scheps, Hermeneutique. Τextes et sciences [Ερμηνευτική. Κείμενα και επιστήμες], πρακτικά του ομώνυμου συνεδρίου του Σεριζύ (Σεπτέμβριος 1994).

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%81-%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%AF%CE%BB-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%B1%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD/

3ήμερο ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ 4,5,6 Ιούλη στα Βασιλικά (Ευβοίας) – Πολυχώραφο Ξουτκά

VASIL


3ήμερο ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ 4,5,6 Ιούλη στα Βασιλικά – Πολυχώραφο Ξουτκά

1. αυτοοργάνωση και κοινωνική αντίσταση
2. φασισμός: σιγά μη φοβηθώ
3. μορφές αυτοδιαχείρισης – αυτάρκειας – αλληλεγγύηςΕλεύθερη κατασκήνωση – κουζίνα ρεφενέ.
Περιμένουμε τη συμμετοχή σας, τη βοήθεια σας, τις γνώσεις και το κέφι σας.Προβολή του ντοκιμαντέρ ‘ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε.’ <<ιστορίες από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του φασισμού και τις διασυνδέσεις του με τα οικονομικά συμφέροντα κάθε εποχής>>Συζητάμε για το φασισμό με
Δ.Παπαχρήστο και Γ.Σταματόπουλο.Παρουσίαση εντύπων εναλλλακτικής πληροφόρησης.
ΒΙΟΜΕ: το πρώτο αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο (Δήμητρα).Η Θεατρική Ομάδα Σπίρτο στο μονόλογο ‘ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ’ + βιντεο-προβολη

Σάββατο και Κυριακή από τις 12.00
εργαστήρια και παρουσιάσεις.
Και τις 3 μέρες έκθεση προϊόντων, ανταλλακτικό-χαριστικό παζάρι.

Η ομάδα ΣΚΟΥΝΤΕΡΙ, οι Sporoi Evias / Τράπεζα Σπόρων Εύβοιας κ’ Κοινότητα Πελίτι θα διαθέσουν σπόρους και ενημέρωση για τον codex alimentarius.

Εργαστήρια:
Κεραμικής (Κυριάκος Σπυρόπουλος/ κεραμίστας)
Σαπουνιού ( Έλενα Χατζημιχάλη)
Κλωστή-Ύφασμα (Πολύμνια Ιντζέ)
Αυτάρκεια ενέργειας / παρουσίαση σε κτήμα (Σίλας)
Παρασκευή τρίχρωμου τραχανά (Νίκος Θεοδώρου)
Παρουσίαση Ηλιακού Ρολογιού! (Αντρ.Γαλανάκης)

Επεξεργασία και χρήσεις Βοτάνων:
Βαγγέλης Ματράκας , Μερκουριάδου Έλενα (Χαλκίδα) Σαπούνι από λάδι κάνναβης και ελαιόλαδο αρωματισμένο με αιθέρια έλαια, χειροποίητα κοσμήματα από ίνες κάνναβης και φυσικά υλικά

Ζωγραφική για παιδιά:
‘Τα ορυκτά βάφουν το χώμα κι εμείς με αυτό ζωγραφίζουμε’ παραδοσιακές τεχνικές ζωγραφικής από τη Froso Zaxariadou

Μουσικά συμμετέχουν τις 3 μέρες:
Monkeyman Cdjreeko
Βασίλης Φλώρος
Camel Toe (Λιβαδειά)
Social Worms (Χαλκίδα)
Jolly Roger
Xtens
Βδέλυγμα
Toxic Deathblow (Αιδηψός)
και
τοπικές μπάντες

ΚΥΡΙΑΚΗ από το μεσημέρι ρεμπέτικο γλέντι…

χώρος
Πολυχώραφο Ξουτκά www.xoutka.com

H διαδρομή: από http://tinyurl.com/n28n9nq από όπου και η πανοραμική Βασιλικά-Ψαροπούλι — στην τοποθεσία Βασιλικά-Β.Ευβοια.

basil

Στην πλατεία

“του Γιώργου Αναστασόπουλου* για το περιοδικό “Πολίτες” via: Χωροχρόνος

η πλατεία στρόβιλος που γυρίζει
σε λέξεις ενάστραπες να συγκολλούνται αλληλουχίες
ξέφρενες και μαγικές
ας μιλήσει πια ο περαστικός!
(από το ποίημα του Κωστή Τριανταφύλλου, στην πλατεία)

Moυ ήταν πολύ δύσκολο να αποτυπώσω στα στενά όρια ενός άρθρου τον απολογισμό της πλατείας. Το πριν και το μετά, τα μικρά και τα μεγάλα, αυτά που με σημάδεψαν κι αυτά που που οι πλατείες γέννησαν στις συνειδήσεις, στο πραγματικά πολιτικό, στο κοινωνικοϊστορικό. Σίγουρα θα χρειαστεί ένα βιβλίο για να καταγραφούν όλα αυτά και είναι στους σκοπούς μου, με την ψυχρή υποκειμενικότητα πλέον ενός ανθρώπου που έζησε στο έπακρο αυτές τις στιγμές, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Που τις έζησε και τις κατέγραψε με την καρδιά και τα μάτια, δακρυσμένα πολλές φορές από τη συγκίνηση, το πάθος, αλλά και τα δακρυγόνα.

Αυτή η συνάντηση του τυχαίου και της ανάγκης, όπως έγραψε ο Εντγκάρ Μορέν, το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της μεταπολίτευσης για τον Χρόνη Μίσσιο, τον Περικλή Κοροβέση και τόσους άλλους και άλλες, έκανε την Αθήνα και πολλές περιοχές της χώρας να ζήσουν τον δικό τους Μάη, 43 χρόνια μετά τον γαλλικό. Και έβγαλε στις πλατείες χιλιάδες ανθρώπους, με δίψα να μοιραστούν τις αγωνίες και τα όνειρά τους, να βγουν από τον φόβο και την κατάθλιψη, να αναζητήσουν τους κοινούς τόπους, να γνωρίσουν, να γλεντήσουν, να αντισταθούν, να δημιουργήσουν.

Να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, όπως διακήρυξαν από την πρώτη στιγμή.

Αυτή αναμφίβολα είναι και η τομή’ οι πολιτικές κοινότητες που συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και αλλού, από την Σητεία και τους Μολάους, μέχρι το Αργοστόλι, την Κέρκυρα, τα Τρίκαλα και την Δράμα, είχαν ως πρόταγμα την άμεση δημοκρατία. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία αμφισβητείται από πολίτες και με τον πλέον δημοκρατικό τρόπο, ο πυρήνας του καθεστώτος: η ιεραρχία, η ανάθεση, η αντιπροσώπευση, τα κόμματα και οι μηχανισμοί τους, οι επαγγελματίες της πολιτικής. Το υποστηρίζουν εξαρχής τα καλέσματα: ακομμάτιστα και ειρηνικά για μια πραγματική δημοκρατία. Το προχωρούν τα ψηφίσματα που θα ακολουθήσουν, άμεση δημοκρατία τώρα, δηλώνοντας ότι το ζήτημα -άρα και η απάντηση στην “κρίση”, για όσους επιμένουν ότι το πρωτεύον είναι τα μνημόνια- είναι πρώτιστα πολιτικό, είναι ζήτημα συλλογικής αυτοκυβέρνησης, συλλογικής λήψης των κρίσιμων αποφάσεων.

Αναδεικνύεται το αυθόρμητο, όχι ως ενστικτώδης αντίδραση του θυμικού, αλλά ως αυτόνομη πολιτική πράξη, γεννημένη από τα ίδια τα άτομα και όχι από τους φορείς της καθεστηκυίας πολιτικής: τις εκλογές, τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις ιδεολογικές οργανώσεις και τους -επαγγελματίες συνήθως του είδους- ανθρώπους τους. Αυτοί οι φορείς βέβαια ήταν τελικά εκεί, σε αρκετές περιπτώσεις βοηθώντας, σε άλλες και κυρίως κρίσιμες περιπτώσεις προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση, να την προσανατολίσουν σε επιλογές που είχαν εκτιμηθεί και αποφασιστεί σε χώρους άσχετους με αυτούς των λαϊκών συνελεύσεων. Οι φορείς αυτοί, με τις παραστάσεις, τις αντιλήψεις και τις μεθόδους τους, είναι οι εκφραστές του παλιού, ανεξαρτήτως αν επαγγέλλονται την ανατροπή. Ωστόσο όλες και όλοι μας, είμαστε φορείς λιγότερο ή περισσότερο ενός παλιού φορτίου κι αυτό πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε σχετική κρίση και πράξη μας.

29 Μαΐου, ξημέρωμα στο σύνταγμα

Αναδεικνύεται επίσης η δυναμική της αυτοοργάνωσης. Μια μικρή πολιτεία στήνεται σε ελάχιστο χρόνο στο κέντρο της μητρόπολης’ κατασκήνωση, υποδομές ικανές να υποδεχθούν ένα τεράστιο σε όγκο πλήθος και μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων (με πρώτη την περίθαλψη πολλών αστέγων και γενικά ανθρώπων χτυπημένων απ’ τη ζωή), ομάδες εργασίας, συνελεύσεις, ακολουθώντας όπως θα δούμε τη μεθοδολογία και συμβολισμούς του ισπανικού κινήματος 15Μ. Χιλιάδες συμπολίτες δηλώνουν διαθεσιμότητες, καταθέτουν προτάσεις, βοηθούν με κάθε τρόπο, συμπράττουν. Λιγότεροι όμως θα απαρτίσουν τις ομάδες, ή θα δουν τις προτάσεις τους να λαμβάνονται υπόψη, με ευθύνη κυρίως των ίδιων των ομάδων και της συνέλευσης. Ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία της κοινότητας της πλατείας ήταν ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει για το ευρύτερο σύνολο τις γνώμες, τη συλλογική γνώση και τις δεξιότητες των ανθρώπων της.

Επανοηματοδοτούνται η αγορά, τα κοινά, ο δημόσιος χώρος. Ο χώρος όπως λέει η Χάννα Άρεντ, όπου συναθροίζονται οι άνθρωποι, όπου συγκεντρώνονται αλλά και διαχωρίζονται ταυτόχρονα, ένας τόπος ελευθερίας της έκφρασης και της πράξης, ένα πεδίο δημιουργίας εκ του μηδενός (ex nihillo), όπου οι άνθρωποι πραγματώνουν τις εγγενείς τους ιδιότητες που οδηγούν στην πολλότητα. Αλλά και χώρος για νέες φιλίες και παρέες, για έρωτες, για εκστατικές στιγμές’ τραγούδια, χορός, ποίηση, γλέντια, φούντα και παρτούζες στις σκηνές, απέναντι από τα ιερά μνημεία του έθνους. Όπως λέει κι ο φίλος Πέτρος Πέτρου, ένας χώρος ερωτικής συνάντησης της μοναδικότητας του καθενός με τη συλλογικότητα, χώρος ανάδειξης ανθρωπιάς και της ανάγκης δημιουργίας ομορφιάς για να τη μοιραστείς’ όπως αυτό εκφράστηκε με μια έκρηξη πρωτοβουλιών και σχέσεων, που το περιεχόμενό τους ήταν η ισοτιμία, η εμπιστοσύνη, η αλληλεγγύη, η ανιδιοτέλεια, ο σεβασμός του διαφορετικού, η ανάληψη ευθυνών, ο πειραματισμός στο καινούργιο.

αλλά με το βάθος της ψυχής του
παλίμψηστο να προβλέπει το μέλλον
για όλους εκείνους που μπορούν στην τρικυμία να σωθούν
μέσα σε παλιρροϊκό κυματισμό το λέει η καρδιά τους
γιατί ο αέρας φουσκώνει την ανάσα τους
και περιμένουν να αποβιβαστούν στον παλιρροϊκό βυθό
αδημονούν ν’ ανακαλύψουν κι αναρωτιούνται
ξεγυμνωμένοι στον καύσωνα

Το Σύνταγμα εμπνέεται και συνδέεται από την πρώτη στιγμή με το κίνημα 15Μ. Ένας αρχικός πυρήνας νέων ελληνικής και ισπανικής καταγωγής, ακολουθώντας το κάλεσμα του Democracia Real Ya (Πραγματική Δημοκρατία Τώρα) συναντάται στις 19 Μαΐου έξω από την ισπανική πρεσβεία. Οι συναντήσεις θα συνεχιστούν καθημερινά και θα μεταφερθούν λίγο πιο κάτω στο Θησείο, ως κατασκήνωση πλέον και συνέλευση με τις πρώτες ομάδες εργασίας: ομάδα επικοινωνίας και τράπεζα χρόνου. Και το βράδυ της 25ης Μαΐου, με την υποτυπώδη μικροφωνική που μόλις έχουν εξασφαλίσει θα στήσουν την πρώτη συνέλευση και τις πρώτες σκηνές και υποδομές στην πλατεία συντάγματος.

Έχει ήδη κυκλοφορήσει στα κοινωνικά δίκτυα το κάλεσμα των αγανακτισμένων, το οποίο αντιγράφοντας το ανθρωπένιο μανιφέστο του 15Μ και προτάσσοντας το ειρηνικά και ακομμάτιστα, θα φέρει γύρω στους 40000 ανθρώπους έξω από τη βουλή. Πολλοί από αυτούς θα απαντήσουν Ξυπνήσαμε στα ισπανικά πανό, πολλές και οι ισπανικές σημαίες. Στο πλήθος αυτό υπάρχουν και όλοι αυτοί που ζητούν την επιστροφή στις ημέρες της αφθονίας, που θέλουν να εκφράσουν την αγανάκτηση τους προς αυτούς που κάποτε εμπιστεύτηκαν, αλλά τώρα τους πρόδωσαν. Ένα κοινό διαμαρτυρίας που γίνεται τηλεοπτικό θέαμα και μόδα’ μούτζες, λέηζερ, γαλανόλευκες από Ασιάτες μικροπωλητές, καντίνες. Πάνω και κάτω πλατεία, αγανακτισμένοι και μη, κατακλύζουν κάθε απόγευμα και βράδυ την περιοχή. Σχεδόν όλοι όμως το πρωί επιστρέφουν στην όποια κανονικότητα, το ρήγμα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαντάζει, μολονότι το πλήθος συνεχώς αυξάνεται, για να φτάσει ίσως και να ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο εκείνη την εντυπωσιακή Κυριακή του Ιούνη.

Όλα αυτά συμβαίνουν λίγες ημέρες μετά το πογκρόμ που έχει εξαπολύσει η Χρυσή Αυγή με αφορμή τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη. Μέρες τρόμου στους δρόμους και τις τηλεοράσεις, άλλος ένας νεκρός, ο Αλίμ Αμπντούλ Μάναν, εκατοντάδες τραυματίες, κηρύγματα φόβου και μίσους στα μήντια (βλ. Το χρυσαυγίτικο πογκρόμ τον Μάη του 2011 μετά την δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, http://jailgoldendawn.wordpress.com/2014/05/08/το-χρυσαυγίτικο-πογκρόμ-τον-μάη-του-2011-μ/). Αναμφίβολα οι πλατείες θα αλλάξουν αυτήν την κατάσταση και την ενέργεια στους δρόμους της πόλης κι οι τραμπούκοι θα σταματήσουν για κάποιοι καιρό τη δράση τους Ένας αστικός μύθος θα τους παρουσιάσει να συμμετέχουν στην πάνω πλατεία και να καρπώνονται εκλογικά την παρουσία τους εκεί. Μύθος. Η εκτόξευση της επιρροής της χρυσής αυγής αρχίζει από τη στιγμή που το γειτονικό, ακροδεξιό Λαος εγκαταλείπει το -απολίτικο- αντιμνημονιακό μπλοκ και στηρίζει την πραξικοπηματική κυβέρνηση Παπαδήμου (βλ. Γιάννης Μαυρής, “Η ακτινογραφία της Χρυσης Αυγης”, http://www.mavris.gr/3625/aktinografia-xa/).

Στην πλατεία, στο μέτρο του εφικτού, μίλησαν όλες και όλοι. Η κλήρωση, η ισηγορία και ο σεβασμός στους συνομιλητές, βιώθηκαν για πρώτη φορά σε τέτοιου είδους διαδικασίες, αν και ορισμένοι, κάποιες φορές και με δόλια μέσα μίλησαν περισσότερο από τους υπόλοιπους ή και πέρασαν τη γραμμή τους. Αυτά που ειπώθηκαν λοιδορήθηκαν από άλλους ως ομαδική ψυχοθεραπεία. Γι’ αυτούς προφανώς πρέπει να μιλάμε μόνο για την τσέπη, για την ταξική πάλη και τα τοτέμ της επαναστατικής διανόησης.

βρέθηκες μπροστά μου με ιστορίες από την ψυχή σου
ρωγμές στα βράχια που κατηφόρισαν τη ζωή σου

Το Σύνταγμα λοιπόν εμπνέεται, αλλά και εμπνέει με τη σειρά του πάρα πολλές συλλογικές κινητοποιήσεις, από το Occupy Wall Street και τις πλατείες του Βουκουρεστίου και της Σόφιας, μέχρι το πάρκο Γκεζί και την πρόσφατη εξέγερση στην Βοσνία. Κι από τις πλατείες θα ξεπηδήσουν οι χιλιάδες οριζόντιες δομές αλληλεγγύης και συνεργατικότητας. Μια μικρογραφία μιας μελλοντικής κοινωνίας, που δεν την επαγγέλλονται θεωρητικά κάποιοι ειδικοί, αλλά την δημιουργούν καθημερινά απλοί πολίτες, μιας πολιτικής κοινωνίας που θέλει να ξεπεράσει το κράτος.

αυτό που πήρα ήταν το αύριο
μαζί στα απέραντα ανθρώπινα αινίγματα μέσα
σε λεωφόρους κοσμογονίας
σταυροδρόμια

Η πλατεία δεν άδειασε ακόμα και το πολεμικό διήμερο στις 28-29 Ιουνίου, ακόμα κι όταν τα κομματικά γραφεία έστειλαν το μήνυμα της επιστροφής για τις 3 του Σεπτέμβρη, ακόμα κι όταν ο δήμαρχος Καμίνης με τους δημοτικούς υπαλλήλους που “έκαναν τη δουλειά τους” ξήλωσαν τις σκηνές και τις βασικές υποδομές, ακόμα κι όταν το ΠΑΜΕ και τα Κνατ σε συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής τσάκισαν την απεργιακή κινητοποίηση του Οκτωβρίου. Οι συνελεύσεις και αρκετές δραστηριότητες κράτησαν σε καθημερινή βάση μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, εβδομαδιαία μέχρι τον Φεβρουάριο του ’12.

Λίγο αργότερα προκηρύχθηκαν οι εκλογές και η διεκδίκηση της πραγματικής δημοκρατίας, αποσύρθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Επικράτησαν σε πολλούς τα εκλογικά διλήμματα και οι αυταπάτες, η λογική της κάλπικης ανατροπής ή του σωσίβιου στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με τη λογική αυτή βέβαια και το οικονομικό ζήτημα δεν λύθηκε και το πολιτικό καθεστώς μοιάζει άθικτο, ενώ σαπίζει. Το καθεστώς ωστόσο θα δεχθεί ένα ακόμα πλήγμα. Η εκλογική αποχή αυξάνεται θεαματικά, για να ξεπεράσει το 40%, ποσοστά πρωτοφανή ιστορικά, μια κραυγαλέα έκφραση της απόρριψης των φορέων της καθεστηκυίας πολιτικής, πράξη συνειδητή, όσο και αυτή της συμμετοχής στις εκλογές. Οι πολίτες από την άλλη στήνουν τις δικές τους κάλπες, αυτή τη φορά όχι για εκλέξουν αντιπροσώπους, αλλά για να δηλώσουν την βούληση τους για κάποιο ζήτημα. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα θα ξεπεράσουν τις 210000 στο δημοψήφισμα για το νερό, που προκάλεσε ένα παιδί των εκεί πλατειών, η Κίνηση 136.

Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εγκαταλείπει τον κόσμο της παραδοσιακής πολιτικής κι αυτή είναι για μένα η βασική σπορά της πλατείας. Είναι επίσης σαφές ότι μεγάλος αριθμός αυτών που έχουν διαπαιδαγωγηθεί στα κόμματα και τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, δεν θέλουν να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο. Και ο διπλός ρόλος που προσπαθούν να παίξουν καταλήγει, ακόμα και αν δεν το θέλουν, σε εμπόδιο για τη γέννηση του νέου. Ακόμα μεγαλύτερο εμπόδιο όμως είναι η συνέπεια λόγων και πράξεων, κεντρική πολιτική σημασία, όπως αναφέρει ο φίλος Νίκος Ηλιόπουλος. Αν θέλουμε πραγματικά να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να την αλλάξουμε, αυτή τη συνέπεια πρέπει να δείξουμε και να υπερασπιστούμε τόσο συλλογικά, όσο και ως ατομική στάση ζωής. Συνέπεια, συντονισμός και σαφήνεια στις πολιτικές μας επιλογές, με άλλα λόγια υπέρβαση της παραδοσιακής πολιτικής.

Αλλιώς θα πέφτουμε πάντα στις υποδιαιρέσεις και θα μας φταίνε οι άλλοι.

εδώ στην πλατεία μαζί να κατακτήσουμε
να καταλάβουμε και να μιλήσουμε όλοι μαζί
εδώ τα τρίστρατα οδηγούν
στο αίνιγμα που ζούμε
που κόμπο κόμπο λύνουμε

* ο Γιώργος Αναστασόπουλος ασχολείται με τη μουσική και την επικοινωνία και είναι διδάκτορας κοινωνικών επιστημών

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/in-the-square/

Άρης Αλεξάνδρου, Σύντροφε κοιμάσαι;

alej

Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουν οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;

Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου

Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;

Άρης Αλεξάνδρου Σύντροφε κοιμάσαι; (έργο 21, 1976).

Σε ελλάδα – τουρκία – βραζιλία ανάπτυξη σημαίνει άγρια εκμετάλλευση, καταστολή και λεηλασία

mpalitsa
κείμενο και αφίσα από:
Σε ελλάδα – τουρκία – βραζιλία ανάπτυξη σημαίνει άγρια εκμετάλλευση, καταστολή και λεηλασία
Ετοιμαζόμαστε, για άλλη μια φορά, να απολαύσουμε ένα υπερθέαμα στις οθόνες μας. Να χορτάσουν τα μάτια, ο εγκέφαλος και τα αυτιά μας με πληροφορίες και εικόνες για την τάδε εθνική ομάδα για τον δείνα παίκτη. Να πέσουμε στην όμορφη ζάλη που προκαλούν οι υπερφιέστες, όπως το μουντιάλ και, ρε αδελφέ, να χαλαρώσουμε, να θάψουμε ακόμα πιο βαθιά τα σκατά που τρώμε κάθε μέρα από το ελληνικό κράτος και τους εταίρους του. Να ξεχάσουμε τους δεκάδες αυτόχειρες, τους εκατοντάδες ανθρώπους που ζουν από τα σκουπίδια, αυτούς που στέκονται στις ουρές του οαεδ, δηλαδή τους εαυτούς μας, τους φίλους και τους δικούς μας ανθρώπους. Να καταπιούμε τις προσβολές και τις αμέτρητες αυθαιρεσίες που δεχόμαστε στα εργασιακά κάτεργα με αμοιβή 400 ευρώ, τη φοροεπιδρομή, την αστυνομική βία και καταστολή, που συντηρούν αυτήν την ανυπόφορη κατάσταση της καμένης γης για τους πάρα πολλούς και τα υπερκέρδη για μια δράκα αφεντικών.
Άλλη μια μεγαλειώδης γιορτή του ποδοσφαίρου, όπου θα πήξουμε στους πολυεθνικούς και παντοδύναμους σπόνσορες/χορηγούς, γνωστούς για την αδυναμία τους στην παιδική εργασία και στις άλλες ευγενείς συνθήκες εργασίας που επικρατούν στα εργοστάσια των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών.
 
 
Τι ωραία να δουλεύεις για το μουντιάλ
 
Η Βραζιλία πριν από ένα χρόνο ξεκίνησε να συνταράσσεται από ένα μαζικό συγκρουσιακό κίνημα. Πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμος βγήκε στους δρόμους και αγωνίστηκε ενάντια στην ακρίβεια, στην πτώση των μισθών, στην αστυνομοκρατία. Ενάντια, δηλαδή, στις πολιτικές της ελεύθερης οικονομίας που εφαρμόζει η αριστερή κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, που ξεκίνησαν με αφορμή την αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς (ο βασικός μισθός στη Βραζιλία ανέρχεται στα 234 ευρώ, ενώ η τιμή εισιτηρίου στα ΜΜΜ αυξήθηκε στο ένα ευρώ!!!) σπάστηκαν και κάηκαν δεκάδες τράπεζες και πολυεθνικές εταιρείες, έγιναν δεκάδες διαδηλώσεις, δημιουργήθηκαν συνελεύσεις γειτονιών και χωριών, ανακινήθηκαν ζητήματα από τους ιθαγενείς και τους αγρότες. Σε κάθε περίπτωση οι διαδηλωτές είχαν να αντιμετωπίσουν τη στρατιωτική αστυνομία και την άγρια καταστολή από το βραζιλιάνικο κράτος, δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες, αύρες και σε κάποιες περιπτώσεις, αληθινά πυρά.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της οικονομίας και στο όνομα της εθνικής ανάπτυξης και της φαντασμαγορικής γιορτής του ποδοσφαίρου, το βραζιλιάνικο κράτος εφαρμόζει πιστά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η «αριστερή κυβέρνηση, κάνοντας πλάτες σε κάθε είδους (υπέρ)εργολάβους και στα λόμπι των επενδυτών, ξεκίνησε έργα για τα γήπεδα και τις υπόλοιπες υποδομές που θα «υποδεχτούν» τους αμέτρητους τουρίστες, που θα κατακλύσουν την εξωτική Βραζιλία ως σύγχρονοι αποικιοκράτες. Σύμφωνα με τα γεράκια της FIFA το παγκόσμιο πρωτάθλημα αναμένεται να φέρει κέρδη στους πολυεθνικούς συνεργάτες του και στα ντόπια αφεντικά της τάξης 38 δις ευρώ περίπου μέσα στο 2014.
Η κυβέρνηση θα ξοδέψει 10 δις για στάδια και άλλες υποδομές, 7 εκατ. ευρώ σε διαφήμιση καθώς και 1,2 δις για την ασφάλεια. Τα «δημόσια» έργα είναι το πεδίο όπου οι κομπίνες ντόπιων ή πολυεθνικών εταιριών ευδοκιμούν σαν εξωτικά φρούτα και όπου η στυγνή εκμετάλλευση είναι ανεξέλεγκτη. Το 2013 άνοιξαν 3,12 εκατομμύρια νέες θέσεις, κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα, στον κλάδο με τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με τα επίσημα -και άρα αμφισβητήσιμα- στοιχεία, τα ατυχήματα από 55.000 το 2010 αυξήθηκαν σε 62.000 το 2012. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως μόνο στο Σάο Πάολο το 2013 καταγράφηκαν 7.133 (!). Δεκάδες εργάτες δολοφονούνται στα εργοτάξια των γηπέδων, από την έλλειψη παντός μέτρου προστασίας, τη βιασύνη να παραδοθούν τα έργα, από τα εξοντωτικά ωράρια και τους εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας. Ταυτόχρονα οι κάθε είδους εργοδοτικές αυθαιρεσίες -ανασφάλιστη και απλήρωτη εργασία, ατελείωτες βάρδιες, μαντρόσκυλα εργοδηγοί- βάζουν τις τελευταίες πινελιές στον γκροτέσκο πίνακα της εθνικής ανάπτυξης. Το υπερτεχνολογικό, σουπερ-ουάου στάδιο της Μπραζίλια, για παράδειγμα, θα κοστίσει 849 εκατ. δολάρια, τρεις φορές περισσότερο από τον αρχικό προϋπολογισμό. Μετά το τέλος του μουντιάλ, τα περισσότερα γήπεδα θα είναι άχρηστα για το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού…
 
 
Θα σου πάρουμε και το σπίτι – αν όχι και τη ζωή σου- για το μουντιάλ
 
Παραπέρα, για να φέρει σε πέρας τα έργα υποδομής για λογαριασμό της ντόπιας και πολυεθνικής ελίτ επενδυτών/ καπιταλιστών το βραζιλιάνικό κράτος επιτείνει τον εκτοπισμό των ιθαγενών πληθυσμών (800.000υπολογίζονται οι ιθαγενείς), καταστρέφοντας και λεηλατώντας το περιβάλλον όπου ζουν αρμονικά. Στα τέλη Μάη, ιθαγενείς από διάφορες περιοχές συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσα Μπραζίλια και κατέλαβαν την οροφή του τοπικού κοινοβουλίου, μέχρι να απωθηθούν με δακρυγόνα και γκλοπς. Πέρα από την πολιτική των εκτοπισμών, η «μεσιτική λογική» αναλαμβάνει να ξεσπιτώσει τους ένοικους, εκτοξεύοντας στα ύψη τις τιμές των οικοπέδων και των ενοικίων. Υπολογίζεται ότι πάνω από 250.000 άνθρωποι έχουν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους εξαιτίας του μουντιάλ. Υπάρχει όμως και η πολιτική των τυχαίων εξαφανίσεων, για την «εξυγίανση και καθαριότητα» των πόλεων. Για παράδειγμα, μόνο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο (θα διοργανώσει τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2016) τους τελευταίους 15 μήνες έχουν δολοφονηθεί 195 άστεγοι, η πλειονότητα των οποίων κάηκαν ζωντανοί. Αγριότερη καταστολή εφαρμόζεται στις φαβέλες, στο Ρίο και σε άλλες μεγαλουπόλεις. Έναν μήνα πριν το μουντιάλ, 3.000 στρατιώτες επίλεκτων δυνάμεων έχουν ξεκινήσει εισβολές στις φαβέλες, με σκοπό να αποκαταστήσουν την τάξη, στο όνομα της ασφάλειας και της πάταξης του εμπορίου των ναρκωτικών. Χρησιμοποιώντας σφαίρες, δακρυγόνα, ελικόπτερα, απαγόρευση κυκλοφορίας και μπουλντόζες καταστρέφουν τα σπίτια των κατοίκων για να αναπλάσουν τις περιοχές αυτές. Όποιος αντιστέκεται είναι υποψήφιος για εκτέλεση και εξαφάνιση. Ακόμη, με αφορμή το μουντιάλ, το βραζιλιάνικο κράτος έφτιαξε μια νέα υποομάδα μπάτσων, κομμάτι της στρατιωτικής αστυνομίας BOPE, δήθεν για να αντιμετωπίσει τις ένοπλες συμμορίες και τα περιστατικά βίας στα γήπεδα. Οι νέοι robocop κατηγορούνται ήδη για εξωδικαστικές εκτελέσεις, απαγωγές και βασανισμούς. Η ομάδα των μπάτσων εκπαιδεύεται από τη Blackwater, διάσημη με τη σειρά της για εξαφανίσεις, βασανισμούς και απαγωγές σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Το οπλοστάσιο της καταστολής θωρακίζεται με μια σειρά από νόμους που ποινικοποιούν διαδηλώσεις, κινήματα αντίστασης και άτομα. Κάποιος μπορεί να βρεθεί υπόλογος ακόμα και για ένα μπλοκάρισμα δρόμου ή να κατηγορηθεί για ηθική αυτουργία μετά από μια ριζοσπαστική και βίαιη ενέργεια. 
 
 
Τουρίστα για σένα (και τα λεφτά σου) είναι το μουντιάλ
 
Το «όραμα» της εθνικής ανάπτυξης στη Βραζιλία, συντελείται ώστε οι τουρίστες/επισκέπτες, «φίλοι» του Μουντιάλ, να αφήσουν τα ντόλαρς τους με χαρά στα αναπλασμένα πράσινα μέρη, στα υπερσύγχρονα γήπεδα, στις γαμάτες παραλίες του Ρίου, όπου η αστυνομία θα είναι πανταχού παρούσα και οι ντόπιοι θα υπάρχουν μόνο για να υπηρετούν τους τουρίστες, που κατ’ εκτίμηση θα ξοδέψουν 8 δις ευρώ. Ούτως ή άλλως, αυτοί που έχουν την οικονομική άνεση να παρευρεθούν στο μουντιάλ, όταν το πιο φθηνό εισιτήριο ξεκινάει από τα 50 ευρώ, είναι υψηλόβαθμα στελέχη, αφεντικά, γιάπηδες, πλούσιοι τεχνοκράτες, πολιτικοί και άλλα τέτοιου τύπου καθάρματα, πολλοί από αυτούς σεξουαλικά πεινασμένοι για ανθρώπινη σάρκα (παιδική, γυναικεία, ανδρική).
 
 
FUCK FIFA
 
Οι ντόπιοι δε στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια, παρά τις εκατοντάδες συλλήψεις και τους χιλιάδες τραυματισμούς. Οργανώνουν διαδηλώσεις, επιθέσεις, καταλήψεις, συγκρούονται με την αστυνομία. Έτσι στα μέσα Μάη, οργισμένες διαδηλώσεις έγιναν σε τουλάχιστον 50 πόλεις της Βραζιλίας. Χιλιάδες κόσμου κατέκλυσε τους δρόμους, φωνάζοντας ενάντια στο τεράστιο κόστος της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, απαιτώντας δικαιοσύνη, τέλος στην αστυνομική κτηνωδία και να σταματήσει το χέρι της ελεύθερης αγοράς να τσακίζει τις ζωές τους. Το ίδιο συνέβη και στην έναρξη του μουντιάλ. Σε περισσότερες από 15 πόλεις έγιναν διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Και όλα αυτά σε μία χώρα, όπου το ποδόσφαιρο λατρεύεται σαν θρησκεία.
 
 
Ολυμπιάδα 2004: τι θυμάσαι από τότε;
 
Στους ιθαγενείς κάτοικους του ελλαδικού χώρου, αυτά που συμβαίνουν στη Βραζιλία δεν είναι άγνωστα, μιας και το ελληνικό κράτος υπήρξε διοργανωτής των ολυμπιακών αγώνων- της άλλης οικουμενικής υπερφιέστας. Η κύρια διαφορά είναι ότι οι έλληνες υποδέχτηκαν με χαρά και εθνική ομοψυχία την Ολυμπιάδα. Λίγες ήταν οι φωνές που εναντιώθηκαν στο μεγάλο φαγοπότι της ολυμπιάδας. Αντιθέτως, οι περισσότεροι συντάχθηκαν με το ιδεολόγημα της εθνικής ανάπτυξης και μπούκωναν τα στόματά τους με χρήματα. Δέκα χρόνια μετά, η ζωή στην Ελλάδα των μνημονίων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια ερμηνείας για το τι σημαίνουν και ποιους εξυπηρέτησαν τα μεγάλα έργα: Οι δολοφονημένοι εργάτες στα ολυμπιακά έργα, η στυγνή εκμετάλλευση όσων έμειναν ζωντανοί, οι αμέτρητες αυθαιρεσίες των κάθε είδους εργολάβων, η αύξηση της καταστολής και των μέσων ελέγχου (κάμερες), οι μίζες και η καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, τα άχρηστα ολυμπιακά έργα που τώρα είτε ρημάζουν, είτε μετατράπηκαν σε συναυλιακούς/συνεδριακούς/εκθεσιακούς χώρους και ποτέ δεν ήταν «ανοιχτά» για δημόσια χρήση, τα έργα που χαρίστηκαν σε διάφορους «εθνικούς ευεργέτες» (βλέπε golden hall στον Λάτση), αναδεικνύουν περίτρανα τι σημαίνει ανάπτυξη και αναπτυξιακά έργα: εκμετάλλευση, εργασιακός μεσαίωνας, μίζες, αδιαφορία και απαξίωση των καθημερινών αναγκών, βόλεμα για τα δικά τους παιδιά, λεηλασία του περιβάλλοντος και των γειτονιών και χάρισμα οικοπέδων «γωνιακών με θέα» στον κάθε εθνικό ή πολυεθνικό επενδυτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ελληνικό, που χαρίζεται στο Λάτση και στη Lamda Development. Τέλος, μετά από 10 χρόνια, ακόμα πληρώνουμε αδρά την κατασκευή, τη συντήρηση και τη χρήση αρκετών ολυμπιακών. 
 
Εμείς είμαστε με όλους αυτούς και αυτές που παίζουν μπάλα στο δρόμο
 
Ζούμε σε μια εποχή όπου τα κυρίαρχα μπλοκ αναδιπλώνονται, ψάχνουν νέες συμμαχίες, ενώ εμφανίζονται νέοι μεγάλοι «παράγοντες» στον πλανητικό ανταγωνισμό εξουσίας. Συνέπεια αυτής της αναδιάταξης είναι η εξάπλωση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη, το κεφάλαιο με τους υπερεθνικούς σχηματισμούς του (τράπεζες, καρτέλ, χρηματιστήρια), τις κατά τόπους εθνικές ολιγαρχίες, τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, τους στρατούς και τις αστυνομίες του, λεηλατεί τους πληθυσμούς και το φυσικό περιβάλλον. Οι μεταμοντέρνοι σταυροφόροι της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς επιβάλλουν την αποδόμηση έως την εκμηδένιση των δημόσιων παροχών, τον πολλαπλασιασμό των σωμάτων ασφαλείας και την αγριότητα της καταστολής, τη στυγνή υποτίμηση της εργασίας, τη χυδαία απαξίωση των ζωών μας, την άνοδο των φασιστικών και ρατσιστικών ιδεολογημάτων, την επέλαση της ιδιωτικοποίησης, τη συγκέντρωση του πλούτου σε όλο και πιο λίγα και άπληστα χέρια.
Παρ” όλα αυτά, μέσα στην καπιταλιστική έρημο ευδοκιμεί ο καρπός της αμφισβήτησης, της ριζοσπαστικότητας, του αγώνα ενάντια στους δυνάστες της ζωής μας. Οι αμέτρητοι αγωνιζόμενοι σε όλη την υφήλιο, κρατούν τη φλόγα της αντίστασης ζωντανή. Εμείς είμαστε κομμάτι όλων αυτών. Είμαστε με όλους αυτούς και αυτές που παίζουν μπάλα στο δρόμο: στην κοντινή Χαλκιδική οι κάτοικοι αντιστέκονται στους σύγχρονους χρυσοθήρες, στη γειτονική Τουρκία στήνουν οδοφράγματα και μάχονται σώμα με σώμα με τους πραιτοριανούς του καθεστώτος. Στην Κίνα και το Μπανγκλαντές κατεβαίνουν σε άγριες απεργίες, καταστρέφουν και καίνε τα εργοστάσια- κάτεργα, συγκρούονται με την αστυνομία και τον στρατό. Στην Αίγυπτο και στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, κατακλύζουν τους δημόσιους χώρους και τις πλατείες και αγωνίζονται ενάντια στη φτωχοποίηση και στην αυταρχικότητα των ντόπιων καθεστώτων. Στη Βραζιλία διαδηλώνουν, δίνουν μάχες, αντιστέκονται στην εθνική ανάπτυξη, στον πολιτισμό της FIFA. Στην Τσιάπας, στο Μεξικό, οι εξεγερμένοι Ζαπατίστας χτίζουν έναν άλλο κόσμο…
 
 
δεν παίζουμε μπάλα στο «γήπεδό» τους δεν συμμετέχουμε σε στημένα παιχνίδια
φτιάχνουμε τα δικά μας «γήπεδα», παίζουμε τη δική μας «μπάλα»
σε κάθε γειτονιά, σε κάθε τόπο, διασπείροντας τη φλόγα της αντίστασης και της εξέγερσης
 
αναρχικοί και κομμουνιστές από τις γειτονιές της Κυψέλης και του Γκύζη
αυτοδιαχειριζόμενο στέκι άνω-κάτω Πατησίων
ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών
χορός της καρμανιόλας
Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakoi.blogspot.gr/2014/06/blog-post_22.html

Eduardo Colombo, Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

William Hogarth (London, 1697 - 1764),  An Election Entertainment: Canvassing for Votes.
William Hogarth (London, 1697 – 1764), An Election Entertainment: Canvassing for Votes.

To κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μέρος του βιβλίου “Η βούληση του λαού – Δημοκρατία και Αναρχία” του Eduardo Colombo  που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.  

 Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!» Ακούμε αρκετά συχνά αυτή τη διαβεβαίωση. Είναι αλήθεια;

Η ψήφος

Ας δούμε αρχικά τι θα πει ψηφίζω.
1. Η ψήφος είναι μια διαδικασία που επιτρέπει την έκφρα- ση μιας γνώμης ή μιας βούλησης. Στη λατινική ετυμολο- γία, votum είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος vovere: επικαλούμαι (Λιτρέ), κάνω ευχή, δίνω ή αρνούμαι την ευχή μου. Ψηφίζοντας, παραχωρεί κανείς τη φωνή του στο σώμα των ιερέων (στις αρχαίες χριστιανικές αδελφό- τητες). Μπορεί κανείς να ψηφίσει με ποικίλους τρόπους – για παράδειγμα, κατά παραγγελία ή αυτοπροσώπως. Η ψηφοφορία, ή ψήφος, είναι μια μέθοδος που συνήθως χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας (σχετι- κής, απλής, 3/4 κ.ο.κ.). Δεν έχει νόημα παρά μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη μιας πλειοψηφικής γνώμης χρειάζεται ώστε να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται.

2. Το να ψηφίζει, λοιπόν, κανείς σημαίνει να εκφράζει άποψη (με την ευρεία έννοια) για κάτι ή για κάποιον, γενικά με σκοπό τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας. Το να δίνεις την ψήφο σου μπορεί να χρησιμεύσει σε μια διαβούλευση ή σε μια εκλογή: στην τελευταία περίπτωση, αυτό επιτρέπει την επιλογή (οι λέξεις electio και eligere σημαίνουν αντίστοιχα «επιλογή» και «επιλέγω») μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων που θέτουν υποψηφιότητα για ένα θεσμικό αξίωμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να επιλεχθεί μια στρατηγική ή, ακόμα, για να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί μια άποψη.

3. Η ψήφος χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας, καλώς· αλλά σε τι χρησιμεύει μια «πλειοψηφία»; Οπωσδήποτε όχι στο να έχει δίκιο. Όμως εκεί όπου διίστανται οι απόψεις πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας ή τακτικής, εκεί όπου τα επιχειρήματα δεν πείθουν –και, γι’ άλλη μια φορά, δεν πρόκειται για ζητήματα αρχών ή αξιών– για παράδειγμα, προκειμένου να αποφασιστεί ποια μέρα θα ξεκινήσει μια απεργία ή για να διαπιστωθεί αν υπάρχει συμφωνία για την έκδοση κάποιου ειδικού τεύχους ενός περιοδικού, η απόφαση με πλειοψηφία αποδεικνύεται χρήσιμη μέθοδος.

4. Επομένως, για τους αναρχικούς, η ψήφος πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την ορθότητα μιας πλειοψηφίας.

Πρώτον: Ο νόμος της πλειοψηφίας (ευάλωτος στην κριτική και υφιστάμενος κριτική στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας του αναρχισμού) που προσιδιάζει στην άμεση ή έμμεση δημοκρατία δεν είναι ένας «νόμος» που επιβάλλεται στους αναρχικούς: οποιαδήποτε απόφαση, οποια- δήποτε δέσμευση, πρέπει να κατακτάται ή να γίνεται δεκτή ελεύθερα.

Δεύτερον: Η ελεύθερη συμφωνία αποκλείει την τυπική πλειοψηφία που επιτυγχάνεται με την ψήφο. Αμέτρητες αποφάσεις, καταστάσεις, συνθήκες, ξεφεύγουν από οποιαδήποτε επίκληση οποιασδήποτε πλειοψηφίας. Η «πλειοψηφία» προσώπων, η πλειοψηφία μιας συνέλευσης, δεν κατέχει την αλήθεια ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει δίκιο, δεν γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει να γίνει από εμένα, εσένα, εσάς. (Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια συνέλευση σοφών έχει τη νοημοσύνη του πιο αδύνατου από τα μέλη της.)

Τρίτον: Το να ζητά κανείς τη λήψη μιας απόφασης «με πλειοψηφία» σε θέματα που αφορούν αξίες, «αρχές», γνώσεις, είναι ανοησία. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία στην οποία θα έπρεπε να αποφασιστεί αν η ελευθερία είναι προτιμότερη από την σκλαβιά ή αν η ανοσολογική θεωρία της «κλωνικής επιλογής» είναι αληθής.

Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με συλλογικά στρατηγικά διακυβεύματα, αν χρειάζεται να αναλάβουμε κοινές δραστηριότητες, αν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για να επιλέξουμε μια κατεύθυνση αντί για μια άλλη –και εγώ ως άτομο δεν θεωρώ ότι αυτή η επιλογή θίγει τις αξίες μου (τις αρχές μου)–, μπορώ κάλλιστα να δεχτώ ως χρήσιμη μέθοδο τη συμμετοχή σε μια απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία.

Συμπέρασμα: Σε μια αναρχική ομάδα ή σε μια συνέλευση, αν έχει από κοινού αποφασιστεί να βγει μια απόφαση με πλειοψηφία και προσωπικά δέχομαι να συμμετάσχω στην ψηφοφορία, τότε δεσμεύομαι να τηρήσω την πλειοψηφική απόφαση (κάτι που αποτελεί κανόνα ηθικής ευ- θύνης).

Η μυστική ψηφοφορία

Η ψηφοφορία πρέπει να είναι δημόσια ή μυστική;
«Είναι μεγάλο ζήτημα», έλεγε ο Μοντεσκιέ (πρβλ. Το πνεύμα των νόμων, βιβλίο 2ο, 2) ο οποίος προσέγγιζε το πρόβλημα βασιζόμενος στον Κικέρωνα. Ο τελευταίος γράφει στο Βιβλίο Γ’ του Περί νόμων: «Το καλύτερο είναι να ψηφίζει κανείς δια βοής· μπορούμε όμως να εξασφαλίσουμε ότι αυτός θα είναι ο κανόνας;». Και μερικές σειρές παρακάτω προσθέτει: «Ποτέ ένας ελεύθερος λαός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη» ενός νόμου που να καθιερώνει τη «μυστική ψηφοφορία»· «τη ζητά με επιμονή όταν καταπιέζεται από τη δύναμη και την κυριαρχία των ισχυρών». Ο Μοντεσκιέ επιδοκιμάζει: «Αναμφίβολα, όταν ο λαός ψηφίζει, η ψήφος του πρέπει να είναι δημόσια, και αυτός πρέπει να θεωρείται ένας θεμελιώδης νόμος της δημοκρατίας».[1]

Αλλά ούτε ο Κικέρων ούτε ο Μοντεσκιέ νιώθουν κανένα θερμό πάθος για την ισότητα και βρίσκουν ελαφρυντικά για όσους επικαλούνται τη μυστική ψηφοφορία. Η μυστική ψηφοφορία, πιστεύει ο Μοντεσκιέ, προλαμβάνει τις δολοπλοκίες, όταν, σε μια αριστοκρατία το σώμα των ευγενών πρέπει να δώσει την ψήφο του, αφού «όλα γίνονται με δολοπλοκία και μηχανορραφίες μεταξύ των ισχυρών» (Λεσάζ). Αντίθετα, ο Μακιαβέλι, που είχε εντρυφήσει σε τέτοιες υποθέσεις, ήξερε ότι κάτω από τον μανδύα του μυστικού εξυφαίνονται οι φραξιονιστικές έριδες. Στις Φλωρεντινές ιστορίες (βιβλίο 7ο, ΙΙ), διαβάζουμε για τον Κόζιμο των Μεδίκων και τον Νέρι Καπόνι: «Ο Νέρι ήταν μεταξύ αυτών που είχαν κατακτήσει τη δημοτικότητά τους δια της νόμιμης οδού, με τέτοιο τρόπο ώστε είχε πολλούς φίλους αλλά ελάχιστους οπαδούς. Ο Κόζιμο (…), έχοντας κατακτήσει τη δημοτικότητά του τόσο με μυστικά μέσα όσο και στο φως της μέρας, είχε πλήθος φίλων και οπαδών».

Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τόσο παλιάς ιστορίας, η δημόσια ή μυστική ψηφοφορία παραχωρήθηκε ή θεσμοθετήθηκε από βασιλείς, τυράννους ή κυρίαρχες ολιγαρχίες, ανάλογα με την κοινωνική περίσταση ή την πολιτική συγκυρία και, προφανώς, τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Η κυρίαρχη αριστοκρατική ή ολιγαρχική ομάδα ελέγχει καλύτερα μια συνέλευση έξωθεν με τη δημόσια ψηφοφορία (όπως υπενθυμίζει ο Μοντεσκιέ: οι Τριάκοντα Τύραννοι των Αθηνών θέλησαν οι ψηφοφορίες των Αρεοπαγιτών να είναι δημόσιες για να τους κατευθύνουν κατά την αρέσκειά τους) και έσωθεν με τη μυστική ψηφοφορία. Όσο πιο μεγάλη η εξουσία, τόσο πιο ακραία η μυστικότητα: Το Ιερό Κολέγιο των Καρδιναλίων συνέρχεται σε Κονκλάβιο (con clave = κλειδαμπαρωμένο) για να εκλέξει τον Πάπα.

Το προοδευτικό, σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα αντιτέθηκε αρχικά στη μυστική ψήφο γιατί διευκόλυνε την ανευθυνότητα και την υποκρισία, και δεν την έκανε δεκτή στις δικές του συνελεύσεις, όπως συνεχίζουν να πράττουν οι αναρχικοί· όμως, μπροστά στην προοδευτική κατάκτηση του λεγόμενου καθολικού εκλογικού δικαιώματος και την πραγματικότητα της καταπίεσης, της εξαθλίωσης και της εκμετάλλευσης, αναγκάστηκε να δεχτεί ότι ο μυστικός χαρακτήρας της ψήφου συνιστά προστασία για τον εργάτη ή τον αγρότη, που μπορούσε έτσι να γλιτώσει από την οργή του αφεντικού ή του φεουδάρχη, όταν αυτός έκρινε την ψήφο «μη αρεστή».

Σε μια συνέλευση, η μυστική ψήφος επιτρέπει την αποσύνδεση λόγων και έργων, άποψης και δράσης: μπορεί κανείς να εκφράζει την άποψή του δημοσίως σύμφωνα με ορθά κριτήρια και με σύνεση, και να ψηφίζει με την κάλυψη που παρέχει ο μυστικός χαρακτήρας σύμφωνα με τα πιο άμεσα συμφέροντα ή τα πιο ανομολόγητα πάθη.

Για τους αδύναμους και τους ευρισκόμενους υπό εκμετάλλευση, η μυστική ψήφος είναι μια προστασία που τους επιτρέπει να εκφράσουν μια γνώμη της οποίας την ευθύνη δεν είναι σε θέση να αναλάβουν. Για τους ελεύθερους και τους ίσους, η μυστική ψήφος είναι τροχοπέδη που τους αναγκάζει να υπολογίζουν την καχυποψία και την κατηγορία.

Με δύο λόγια, η μυστική ψήφος είναι αναγκαία για τους αδύναμους και βίτσιο των Δόγηδων και των Παπών. Στην άμεση δημοκρατία (τόσο στην αγορά της πόλεως όσο και στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας του δήμου, ο λόγος ήταν ελεύθερος [παρρησία] και ίσος [ισηγορία], όπως και στις συνελεύσεις των Αβράκωτων ή στο επαναστατικό εργατικό κίνημα)[2], ψηφίζαν δημόσια, με ανάταση της χειρός, ενώπιον των υπολοίπων, των ίσων, των ομοίων.

Η καθολική ψηφοφορία

«Αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτα, θα ήταν παράνομες.»
Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν! Και είναι αλήθεια: όταν πρόκειται για καθολική ψηφοφορία, οι αναρχικοί προπαγανδίζουν την επαναστατική αποχή. Ο αναρχικός αρνείται να χρησιμοποιήσει το ψηφοδέλτιο για ν’ αλλάξει κάτι ή για να συμμετάσχει στην έκφραση της «λαϊκής βούλησης», επειδή γνωρίζει ότι αυτές οι δύο αυταπάτες είναι μια τεράστια πλάνη, συστατική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Οι νοικοκυραίοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί κοιτάζοντας γύρω του, όπου, μολονότι συνεχώς καταπατείται και περιοδικά εξαπατείται, η εμπιστοσύνη του εκλογέα επιβιώνει σε πείσμα των επαναλαμβανόμενων απογοητεύσεων και της δικής του καθημερινής μεμψιμοιρίας.

Τα κοινοβουλευτικά σώματα διαδέχονται το ένα το άλλο, καθένα αφήνοντας πίσω του την ίδια ματαίωση, την ίδια μομφή (Σεμπαστιάν Φωρ). Και, σαν αξιοθρήνητος Σίσυφος, ο εκλογέας εξακολουθεί να ψηφίζει όποτε η πολιτική εξουσία τού ζητά να το κάνει.

Γνωρίζουμε ότι τα επιχειρήματά μας είναι ισχυρά, αλλά η λογική δεν επαρκεί. Η συνήθεια, το έθιμο, επιβάλλονται από μόνα τους, για τον λόγο ότι ο πολίτης τα βρίσκει ήδη εκεί στον κοινωνικό ιστό, τα προσλαμβάνει μό- λις γεννιέται και ακολουθεί τον νόμο που η εξουσία τού έχει ορίσει. «Όμως, οι νόμοι –έγραφε ο Μονταίν– τηρούνται από πίστη· όχι επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμοι. Αυτό είναι το απόκρυφο θεμέλιο της αυθεντίας τους· δεν έχουν άλλο κανένα».[3]

Το καθεστώς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης αφαιρεί από τον λαό την ικανότητά του να φτιάχνει ή να εγκαθιδρύει τους δικούς του κανόνες. Ήδη κατά την Επανάσταση, στις απαρχές της Δημοκρατίας, η ιακωβίνικη μπουρζουαζία αντιτίθεται στο δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις.[4] «Αν οι συνελεύσεις βάσης –λέει ο Ροβεσπιέρος– συγκαλούνταν για να κρίνουν ζητήματα του κράτους, η Συμβατική Συνέλευση θα καταστρεφόταν». Οι λέξεις αυτές προκάλεσαν το ακόλουθο σχόλιο του Προυντόν: «Είναι σαφές. Αν ο λαός γίνει νομοθέτης, σε τι χρησιμεύουν οι αντιπρόσωποι; Αν κυβερνά ο ίδιος, σε τι χρησιμεύουν οι υπουργοί;».[5]

Ωστόσο, η κυβέρνηση είναι απαραίτητη, μας λένε, για να διατηρηθεί η τάξη στην κοινωνία και να διασφαλιστεί η υπακοή στην αυθεντία, ακόμη κι αν αυτή η τάξη και η υπακοή καθαγιάζουν «την υποταγή του φτωχού στον πλούσιο, του ελεύθερου χωρικού στον ευγενή, του εργάτη στο αφεντικό, του λαϊκού στον κληρικό». Εν ολίγοις, η κρατική τάξη είναι η κοινωνική ιεραρχία, η εξαθλίωση για τις μάζες, η ευμάρεια για λίγους.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία, δεν μπορεί παρά να ενδυναμώνει αυτή την ιεραρχία. Ο Μπακούνιν πίστευε ότι «ο κυβερνητικός δεσποτισμός δεν είναι ποτέ τόσο φοβερός και βίαιος όσο όταν στηρίζεται στην υποτιθέμενη αντιπροσώπευση της ψευδο-βούλησης του λαού».[6]

Γιατί όμως η καθολική ψηφοφορία δεν μπορεί να εκφράζει παρά μόνο μια ψευδο-βούληση; Επειδή εμπεριέχει μια τριπλή φενάκη, τρεις καλά κρυμμένες παγίδες.

1. Ένα άτομο (ένας πολίτης, μία πολίτης), μία ψήφος. Η αριθμητική ισότητα του συλλογικού θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας καταφέρνει να κατασκευάσει ποικίλες αφηρημένες ενότητες –πλειοψηφία, μειοψηφία, οπαδοί της αποχής– με αφετηρία μια σειριακή τάξη η οποία διαχωρίζει, απομονώνει συγκεκριμένα και πραγματικά άτομα. Τα άτομα αυτά είναι φορείς ποικίλων κοινωνικών πρακτικών, εντάσσονται σε κοινωνικές ομάδες, συγκροτούν ένα δίκτυο συναισθηματικών και γνωστικών σχέσεων, εργασίας και δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, και αυτές οι ομάδες ενέχουν τεράστιες ανισότητες ως προς τη γνώση, τις δυνατότητες ενημέρωσης, το χρήμα. Έτσι, η αφηρημένη και τεχνητά κατασκευασμένη ενότητα που προκύπτει από την κάλπη χρησιμεύει αποκλειστικά στην επιλογή, με κόστος μικρότερο απ’ ό,τι η ανοιχτή πάλη, μεταξύ των ποικίλων πολιτικών και οικονομικών ομάδων της κυρίαρχης τάξης που μάχονται για να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Οι «αντιπροσωπευτικές» ολιγαρχίες που είναι γνωστές στον βιομηχανοποιημένο κόσμο με την ονομασία «δημοκρατικά καθεστώτα» στηρίζονται σε αυτή την ψευδοβούληση του λαού –αποτέλεσμα της εξίσωσης ή ομογενοποίησης που επιβάλλεται από την καθολική ψηφοφορία με την αριθμητική αφαίρεση με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της συλλογικής εργασίας.

2. Η επιλογή του εκλογέα κατευθύνεται, στην πράξη, σε υποψηφίους που έχουν εκ των προτέρων επιλεγεί από τα πολιτικά κόμματα. Οι υποψήφιοι αυτοί (με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές μικρών πόλεων) έχουν μακρά πολιτική καριέρα, που υπαγορεύεται από τις θεσμικές απαιτήσεις αυτών των κομμάτων, και δύσκολα βλέπουμε κάποιον απείθαρχο, κάποιον αντάρτη, να φτάνει μακριά σε μια τέτοια πορεία. Τα κόμματα είναι που διαλέγουν τους «αντιπροσώπους του λαού», τα κόμματα είναι αυτά που εκλιπαρούν για τη φωνή των εκλογέων.

Η λαϊκή βούληση, έχοντας ήδη υποβαθμιστεί σε μια αριθμητική ενότητα –ο ίδιος ο λαός δεν διαβουλεύεται, δεν αποφασίζει, αυτό το καθήκον επιφυλάσσεται για τους υποτιθέμενους αντιπροσώπους του–, έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να εκφραστεί, να επιλέξει σε τελική ανά- λυση μεταξύ δύο ή τριών πολιτικών, και επιλέγει, όπως λέμε, το μικρότερο κακό. Το να επιλέγει κανείς το μικρότερο κακό σημαίνει, λογικά, να επιλέγει πάντα το κακό. Και μπορούμε μετά να προσποιούμαστε ότι αυτό είναι η λαϊκή βούληση;

3. Η αντιπροσώπευση που προκύπτει από την καθολική ψηφοφορία είναι μια συνολική ανάθεση της εξουσίας του εκλογέα (της ικανότητάς του να αποφασίζει) στο πρόσωπο του αντιπροσώπου για τη χρονική περίοδο της εντολής. Έχουν ξεχαστεί οι απαιτήσεις των εντολέων των τομέων του Παρισιού του 1789, οι οποίοι πρόσταζαν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους να συμμορφώνονται στη βούληση των συνελεύσεων βάσης. Έχει ξεχαστεί η κατηγορηματική εντολή του ελέγχου. Οι «συνελεύσεις βάσης» ανήκουν πλέον στα πολιτικά κόμματα (αν μπορούμε ακόμα ν’ αποκαλούμε έτσι αυτές τις συναθροίσεις που συγκαλούνται από τους κομματάρχες). Ο λαός, που θεωρείται ανήλικος, τίθεται υπό κηδεμονία. Έχει διαλέξει τον αφέντη του. Το βουλώνει μέχρι το επόμενο κάλεσμα από την πολιτική εξουσία.

Ονομάζουμε αντιπροσωπευτική ή έμμεση δημοκρατία αυτό τον θεσμό στον οποίο η βούληση του λαού έχει υπεξαιρεθεί από την αλχημεία της καθολικής ψηφοφορίας.

Ο αναρχικός δεν θέλει να παίζει θέατρο. Δεν υποκλίνεται μπροστά στη θεσμική αυθεντία.

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!»

***

Σημειώσεις:

[1] Montesquieu, Œuvres complètes, Seuil, Παρίσι 1964, σ. 534.

[2] Πρβλ. E. Colombo, «Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.

[3] Montaigne, Essais, III, XIII: «Περί εμπειρίας».

[4] Κατά τη Μεγάλη Επανάσταση, το δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις είχε διακηρυχτεί παντού στη Γαλλία από τις 25 Ιου- λίου 1792. Τον Σεπτέμβριο του 1793, με πρωτοβουλία του Δαντόν και της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας, αποφασίζεται ότι οι συνελεύσεις των τομέων δεν θα είναι πια μόνιμες, αλλά θα γίνονται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, μεταξύ 5 και 10 το βράδυ. Οι Αβράκωτοι αγωνιστές, για να παρακάμψουν τον νόμο, αποφασίζουν τότε να δημιουργήσουν τους λαϊκούς συνεταιρισμούς και να βρίσκονται σε λαϊκές συνελεύσεις.

Όπως διαπιστώνει ο Αλμπέρ Σαμπούλ: «Δύο αντιλήψεις αντιπαρα- τίθενται: η αντίληψη των Αβράκωτων, την οποία ερμηνεύει ο Βαρλέ: ο λαός μπορεί να συγκεντρώνεται όπου και όποτε θέλει, η κυριαρχία του δεν μπορεί να περιορίζεται… Αυτή την αντίληψη περί απόλυτης λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η Συμβατική Συνέλευση ούτε οι Επιτροπές της Κυβέρ- νησης μπορούσαν να τη δεχτούν, διαφορετικά κινδύνευε να εξουδετερω- θεί κάθε κυβερνητική δράση. Θιασώτες μιας αστικής και κοινοβουλευτικής αντίληψης, από τη στιγμή που η θεωρητική κυριαρχία του λαού είχε διακηρυχθεί και οι εξουσίες του είχαν εκχωρηθεί, του αρνούνταν αυτό το δικαίωμα εποπτείας που τόσο περιφρουρούσαν οι Αβράκωτοι». (Βλ. E. Colombo, “Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.)

[5] Pierre-Joseph Proudhon, Idée générale de la révolution au XIXe siècle, Édi- tions de la Fédération Anarchiste Française, Παρίσι 1979, σ. 119.

[6] Michel Bakounine, Étatisme et Anarchie. Œuvres complètes, Champ Libre, Παρίσι 1976, τόμος 4ος, σ. 221.

Αναδημοσίευση από: http://risinggalaxy.wordpress.com/2014/06/12/%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-e/

Κείμενο παρουσίασης του 1ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

εξωφυλλο_μικρο
Του Άρη Τσιούμα

 

Οι σύγχρονες ελευθεριακές και αντιεξουσιαστικές εκδόσεις στην Ελλάδα έχουν διαγράψει ήδη έναν κύκλο μιας σαραντάχρονης σταθερής παρουσίας. Άλλοτε βραχύβιες και μερικές, άλλοτε σταθερές και πιο ολοκληρωμένες, το ψηφιδωτό των εντύπων της ελευθεριακής αντίστασης, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ιδιαίτερο, ανταγωνιστικό, πολιτικό και πολιτιστικό τόπο, ενάντια στο σύνολο των καθεστωτικών μέσων προπαγάνδας, έντυπων και μη.
Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνες τις πρώτες εκδόσεις της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης» του Χρ. Κωνσταντινίδη, και του «Ρήγματος» του αδικοχαμένου Στέλιου Βασιλειάδη, τόσο σε όσα αφορούν την κοινωνία, όσο και στους τρόπους λειτουργίας των αυτοματισμών της εξουσίας και των αντιστάσεων των από-τα-κάτω. Παράλληλα όμως έχει διατηρηθεί η όρεξη για παραγωγή αναρχικών – ελευθεριακών εντύπων με στόχο την όλο και μεγαλύτερη απεύθυνση των απελευθερωτικών ιδεών μέσα στην κοινωνία των καταπιεσμένων.
Το νήμα των εκδοτικών εγχειρημάτων του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι εν γένει κοινό, όπως είθισται να συμβαίνει στα πλαίσια πεπερασμένων κοινοτήτων. Η αλληλουχία και η σχέση ανοιχτού διαλόγου μας φέρνει σε επαφή με παλιότερες εκδοτικές προσπάθειες. Πέρα από μια λογική πολυτασικότητα, η οποία χαρακτήρισε τον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο και τα αφορμολιστικά δίκτυά του, εμείς ως «Συνεργατικές Εκδόσεις Κουρσάλ», αναγνωρίζουμε τον κοινό μας τόπο μέσα απ’ την οπτική με την οποία προσεγγίζουμε το κοινωνικό ζήτημα με τις ελευθεριακές εκδόσεις, όπως των «Ξένων», του «Πανοπτικόν», της «Ευτοπίας», της ομάδας της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» παλιότερα και όσων ακόμη συντρόφων έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο εδώ και αρκετά χρόνια της επανασύστασης και πρόταξης του ελευθεριακού λόγου στην κοινωνία και το κοινωνικό κίνημα.
Από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε το «Κουρσάλ» μας γεννήθηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια ελευθεριακή πολιτική επιθεώρηση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση της περιοδικής έκδοσης που παρουσιάζουμε σήμερα, του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Βασικό στοιχείο για την διαμόρφωση της επιθεώρησης του κοινωνικού αναρχισμού είναι η προσπάθεια οι θεωρητικές αναλύσεις να είναι σύμφυτες με το σύγχρονο αναρχικό κοινωνικό κίνημα. Βασικό μοτίβο που διαπερνά τη συλλογική σκέψη της επιθεώρησης είναι να αναβαθμίσει τις θεωρητικές επεξεργασίες του αναρχικού κινήματος, όχι σε ένα επίπεδο έξω και πέρα από αυτό και τις πιθανές αντιφάσεις και αδυναμίες του, αλλά εντός αυτού σε μια οργανική σχέση που περιέχει σε ένα ενιαίο σύνολο τόσο την θεωρία όσο και την πράξη.
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την κοινή συναντίληψη, όχι όμως ως προκατασκευασμένη μανιέρα κομματικού οργάνου, αλλά ως δυναμική συνδιαμόρφωση κοινών εκκινήσεων σε οριοθετημένα πολιτικά και άλλα πεδία.
Με αυτή τη βάση η επιθεώρηση δεν συγκροτείται απλά από μια ομάδα αλλά επιχειρεί να συγκροτήσει έναν κοινό πολιτικό τόπο, ακόμη δε περισσότερο να ανακαλύψει τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν τα υλικά και τα εργαλεία για την επεξεργασία των κοινωνικών θεσμίσεων σε όλα τα επίπεδα. Από αυτή την προϋπόθεση επιλέχθηκε και το όνομα της επιθεώρησης.
Ο κοινωνικός αναρχισμός μπορεί πιστεύουμε να συνοψίσει την ιστορικότητα των απελευθερωτικών κοινωνικών κινημάτων χωρίς να μετακομίζει απλά σε ενεστώτα χρόνο κλειστά συστήματα και λάβαρα, καθώς η σχέση του με το παρόν δεν είναι απλά αυθύπαρκτη αλλά δυναμική. Με αυτή την έννοια παρακολουθεί, παρεμβαίνει, και επανεκτιμά. Όπως η επανάσταση δεν πρέπει να μένει στάσιμη έτσι και οι ιδέες μας πρέπει να αναδιαμορφώνονται -χωρίς να παραμορφώνονται- με κριτήριο τη συνθήκη και τις κοινωνικές ανάγκες.
Μια γενική στόχευση της επιθεώρησης είναι η ανάδειξη της ελευθεριακής σκέψης σε μια σειρά ζητημάτων, καθώς επίσης και η παραγωγή αντίληψης, και ελευθεριακής πολιτικής πρότασης. Η κάλυψη όλων των βασικών τομέων της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής μας απασχολεί στον διαρκή αγώνα για την ολοκλήρωση του φιλοσοφικού πλαισίου σκέψης του κοινωνικού αναρχισμού. Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται και η ύλη και η θεματολογία του περιοδικού. Απ’ την πολιτική και την πολιτική θεωρεία, μέχρι τη φιλοσοφία, την ιστορία και την κοινωνιολογία, έως και την επόπτευση των θετικών επιστημών.
Ιδιαίτερη θέση στην θεματολογία της επιθεώρησης έχουν τα ζητήματα της οργάνωσης του αναρχικού κινήματος και του ιστορικού αρχείου. Στοιχείο εγχαραγμένο στο πολιτικό γονιδίωμα της έκδοσης είναι η ανάδειξη της ανάγκης για την συγκρότηση ενιαίας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Κομμάτι της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, το ζήτημα της οργάνωσης καταλαμβάνει ένα μέρος της θεωρητικής επεξεργασίας μας, ενώ η οργανική συμμετοχή στη διαδικασία της συγκρότησης Πανελλαδικής Οργάνωσης Αναρχικών γειώνει τους προβληματισμούς στο εύφορο έδαφος της πραγματικότητας.
Σ’ αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα το πρώτο τεύχος της επιθεώρησης, και θα κλείσω την εισήγηση της παρουσίασης.
Το κάθε τεύχος έχει μια θεματική η οποία καλύπτεται από ένα εισηγητικό κείμενο κάποιου μέλους της συντακτικής ομάδας, το οποίο αποστέλλεται σε κάποιους αρθρογράφους ώστε να το σχολιάσουν και να καταθέσουν την οπτική τους γύρω από το θέμα.. Η υπόλοιπη ύλη καλύπτεται από πρωτότυπες μεταφράσεις, ιστορικές αναλύσεις, άρθρα για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης, και της πολιτικής θεωρίας, ενώ τέλος υπάρχει πάντα το ιστορικό αρχείο όπως ανέφερα παραπάνω, με το οποίο θα προσπαθήσουμε να επανεκδώσουμε ένα κομμάτι των πολιτικών αναλύσεων του αναρχικού χώρου στη μεταπολίτευση, θέμα το οποίο για εμάς είναι πολύ σημαντικό εφ’ όσων αναγνωρίζουμε μια ιστορική συνέχεια στο αντιεξουσιαστικό ρεύμα.
Σε αυτό το πρώτο τεύχος, η θεματική πολιτικής «αυτοπαρουσίασης» είναι ο κοινωνικός αναρχισμός, καθώς μια πρώτη επαφή με το πλαίσιο που καταθέτουμε θεωρήσαμε σκόπιμο να γίνει μέσω του εντύπου που προωθεί την εν λόγω διαδικασία. Το εισηγητικό κείμενο με τίτλο «Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος», προσπάθησε αφού σκιαγράφησε την πολιτική συγκυρία εν μέσω της κρίσης, δίνοντας δηλαδή ένα σύντομο χαρτογράφημα του παρόντος να καταθέσει μερικές επίκαιρες ερωτήσεις για τη φύση του κοινωνικού αναρχισμού, όπως:
«τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας»; 
Πατώντας ταυτοχρόνως σε κάποιες επαναδιατυπωμένες κοινές παραδοχές, του ελευθεριακού τρόπου σκέψης: “ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς αποστρέφεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις”. 
Στο δεύτερο από τα τρία συνολικά άρθρα που καταπιάνονται με το ζήτημα της ερμηνείας όψεων του σχήματος του κοινωνικού αναρχισμού, ο Νίκος Νικολαΐδης, τελειώνει πολύ εύσχημα με τους τρελούς καιρούς, ανταποκρινόμενος με τον καλύτερο τρόπο στο κάλεσμα για κοινή ιχνηλασία πάνω στον τόπο του κοινωνικού αναρχισμού, αναδεικνύοντας έναν πλούτο αντιλήψεων και συμπερασμάτων σε μια ολοκληρωμένη πολυεπίπεδη παρουσίαση θεματικών μοτίβων, πολιτικών επιρροών, ιστορικών αναφορών και φιλοσοφικών επικλήσεων με μια γραφή -και αυτό οφείλουμε να το τονίσουμε- που ενώ καλύπτει με την ευθυκρισία της και τον πιο απαιτητικό κριτή, παράλληλα με την μεστή απλότητά της κερδίζει το ενδιαφέρον και του πιο «ανειδίκευτου» αναγνώστη, έτσι ώστε διευρύνει de facto την γκάμα των ανθρώπων που μπορούν να προσεγγίσουν την αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού. Η χρήσιμη τοποθέτηση που επιχειρεί πάνω στον κοινωνικό αναρχισμό και το ελευθεριακό κίνημα εν γένει βρίσκει το διαλεκτικό της αντίθετο στη μάχη με το γιακωβινισμό, την ιεραρχία, τον επιστημονισμό, την αστική «πρόοδο» και «ανάπτυξη», το life-style, δείχνοντας έναν τρόπο οι παραγωγικές αντιθέσεις να βρίσκουν το δρόμο για τη σύνθεση ενός οράματος της απελευθέρωσης, ή με λόγια του ίδιου:
«Ο ζωντανός ιστός που το ελευθεριακό κίνημα δημιουργεί μέσα στην κοινωνία της αλλοτρίωσης δεν εξαντλείται σε κάποιο πρόγραμμα, μεθοδολογία, πολιτική οργάνωση, ατομικό ή συλλογικό βολονταρισμό, παρ’ όλο που τα έχει ανάγκη όλ’ αυτά – και πολλά περισσότερα ακόμη. Το ελεύθερο πνεύμα, η αγάπη για τον άνθρωπο, η αντιεξουσιαστική ηθική, η ικανότητα για προσωπική δέσμευση, καθώς και η αποφασιστικότητα και η τόλμη που γεννιούνται από το δίκιο και τη συλλογική δύναμη είναι που δίνουν περιεχόμενο στις πράξεις». 
Η συνεισφορά του antisystemic, ενός από τα πιο θεωρητικά καταρτισμένα blog που έχουν αναφορά στον κοινωνικό αναρχισμό, είναι η συζήτηση ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Χρησιμοποιώντας τις πιο ολοκληρωμένες κρίσεις του ιστορικού αναρχικού κινήματος, ο συγγραφέας, επικαιροποιεί την δυνατότητα πραγματοποίησης του αναρχικού οράματος με συγκεκριμένους όρους και τρόπους, σε μια διαλεκτική πάλη με όσα στοιχεία του κινήματος μειώνουν την πιθανότητα εφαρμογής ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος ισότητας. Εκκινώντας από απλά ερωτήματα, τα οποία συνήθως διατυπώνονται από κόσμο ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με τον αναρχικό τρόπο σκέψης, οι απαντήσεις που δίνονται φτάνουν σε ένα νέο βάθος τις συζητήσεις γύρω από τελικά περίπλοκα ζητήματα όπως ο καταμερισμός της εργασίας σε μια απελευθερωμένη κοινωνία.
Το άρθρο που καλύπτει την ύλη γύρω από την ιστορία γι’ αυτό το τεύχος, έχει επιμεληθεί ο καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Α.Π.Θ. ο Λουκής Χασιώτης, ο οποίος μας παραδίδει ένα εκτενές απόσπασμα ως προδημοσίευση της εισαγωγής του βιβλίου «Η κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939. Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις» που εκδόθηκε μόλις από τις εκδόσεις των Ξένων.
Έχοντας κάνει μια διευρυμένη έρευνα στην ελληνική αλλά κυρίως στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο συγγραφέας μας δίνει ήδη μια ιδέα για την χρησιμότητα τόσο του βιβλίου όσο και των κρίσεων που μπορούν να παραχθούν εξ’ αιτίας του, γύρω από το θέμα της αυτοδιαχείρισης και της κολλεκτιβοποίησης, θέμα το οποίο εν καιρώ κρίσης έχει αρχίσει το τελευταίο διάστημα να συζητιέται έντονα. Η εμβάθυνση της ανάλυσης μέσω της έρευνας στο συγκεκριμένο ζήτημα μας βοηθά να αποτινάξουμε τον ιδεολογικό παρωπιδισμό, και να επαναπροσεγγίσουμε με ειλικρίνεια το ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης στη Ισπανία, χωρίς να αποστοιχιζόμαστε από τη φιλοσοφία της ισότητας που και το ίδιο το παράδειγμα της επαναστατημένης Ισπανίας προσέφερε. Η εξέλιξη της κολλεκτιβοποίησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και που σε άλλες περιπτώσεις δημιούργησε, τα διαφορετικά μοντέλα οικονομικής οργάνωσης σε ένα πεδίο που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενιαίο, η παραγωγικότητα των δομών σε καιρό πολέμου, και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις μας βοηθούν να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο. Τέλος ο ρόλος του συνδικαλισμού στη γέννηση της γραφειοκρατίας καθώς και οι έως πρόσφατα παραμελημένες αναλύσεις γύρω από τις έμφυλες σχέσεις εντός κολλεκτιβοποίησης, μας διδάσκουν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουμε την επόμενη φορά που η κοινωνική αντίσταση θα καταφέρει να αναλάβει την επαναφορά της ζωής σε βάσεις ισότητας σε μια τόσο διευρυμένη κλίμακα, που να την καθιστά μια οικουμενική αξία.
Δυο πρωτότυπες μεταφράσεις από τη Νεφέλη – Μυρτώ Πανδίρη μια του Huey P. Newton και μια του Murray Bookchin καλύπτουν μια πρώτη «συζήτηση» γύρω από το θέμα της οργάνωσης, σ’ αυτό το τεύχος. Ο Newton στο άρθρο του «Για την υπεράσπιση της αυτοάμυνας» κατηγορεί τους αναρχικούς ότι δεν πιστεύουν στην οργάνωση παρά μόνο στην ατομική βούληση, για να εισπράξει την απάντηση του Μπούκτσιν ότι πέρα των ατομιστών αναρχικών, όλοι οι αναρχικοί συμφωνούν στο ζήτημα της οργάνωσης, και το θέμα τίθεται πάνω στο ζήτημα του τι είδους οργάνωση επιθυμούμε παρά στο εάν όντως επιθυμούμε την οργάνωση ή όχι. Τα δύο αυτά άρθρα που συγκροτούν αυτό τον διάλογο, επιλέξαμε να παρουσιαστούν σε αυτό το τεύχος με αφορμή και τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την οργάνωση του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο Φώτης Τερζάκης, αναλαμβάνει σε αυτό το τεύχος να καλύψει τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς σε ένα επίκαιρο άρθρο του, με τον τίτλο «Φιλοσοφικός στοχασμός σε συνθήκες κρίσης». Χρησιμοποιώντας την αψεγάδιαστη γραφή που τον χαρακτηρίζει ο Τερζάκης, μέσα από την πολεμική του στον Γερμανό φιλόσοφο E. Husserl, καταδεικνύει το ρόλο του φιλοσοφικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Επεξηγεί μέσα από την πολεμική του πως δεν πρέπει να γίνεται η φιλοσοφία, εάν δεν θέλει να εκπέφτει σε μια αποκομμένη από κάθε είδους πραγματικότητα εγκεφαλική άσκηση, η οποία όχι μόνον αδυνατεί να αναλύσει τον κόσμο που την περιβάλλει -πόσο μάλλον να τον αλλάξει- αλλά ακόμη περισσότερο μπορεί να καταλήξει μέσα στην εγκεφαλικότητά της να φαντάζεται ενοποιήσεις και να κατασκευάζει εύτακτα σχήματα ενώ η ζωή είναι αλλού. Στην δε περίπτωση του Husserl η ζωή ήδη απειλείται καταστατικά από το ναζιστικό κίνδυνο, ενόσω ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος επιδίδεται σε κρίσιμες τομές στο σώμα της «δυτικής ενότητας» για να δικαιώσει ένα -μάλλον πρώιμα νεοφιλελεύθερο- σχήμα το οποίο όμως έχει στην πραγματικότητα αναλάβει να διεκπεραιώσει ο Χίτλερ. Η αποδόμηση που επιχειρεί με συναρπαστική επιτυχία ο Τερζάκης στο σώμα της ιδεολογίας ως ψευδoύς συνείδησης, όντως βοηθά να αναφανούν οι αποκρυμμένες σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, τις οποίες η αποφασισμένη μας δράση ελπίζει να άρει, άπαξ δια παντός.
Η προσέγγιση της έννοιας της φύσης στον Μάρξ, είναι το άρθρο της Έλενας Νακοπούλου, με το οποίο η συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιώδη κατάθεση γύρω από ένα θέμα που έχει μια διττή σημασία.
Από τη μια πλευρά η σχέση κυριαρχίας πολιτισμού – φύσης στη σκέψη του Μάρξ αποτελεί άλλο ένα από τα πεδία ρήξης που μοιράζονται αναρχικοί και μαρξιστές, είναι άλλο ένα αγκάθι στη σχέση του Μάρξ και του έργου του σε σχέση με το σύγχρονο ανταγωνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα όμως, το κείμενο αποτελεί μια βαθύτερη ανάλυση, ενός θέματος εξαιρετικά επίκαιρου. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια οι αγώνες γύρω από τη φύση και την προστασία της να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο, όλο και πιο κεντρικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν να αποποιούνται παλιότερων οικολογικών ενδύσεων, βάζοντας πιο ολικά χαρακτηριστικά στον αγώνα. Η Νακοπούλου στο άρθρο της περισσότερο θα προσπαθήσει να οριοθετήσει διάφορες παραφωνίες που έχουν παραχθεί εν μέσω άστοχων αναγνώσεων και διιστορικών αφηγήσεων. Θα επιχειρήσει να τοποθετήσει και να αναλύσει τον Μάρξ σε ένα ορισμένο πλαίσιο αντιδρώντας στην «μαρξιστική» τάση για διαχρονικά συμπεράσματα. Στην ουσία έτσι προστατεύει και κάποιες όψεις δύσκολα διαχειρίσιμες [αντίστοιχες της θέσης για τις αποικιοκρατίες] χωρίς να υποβαθμίζει το έργο του Μάρξ.
Στο άρθρο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης, με τίτλο « Η διαφύλαξη του αρνητικού ως στρατηγική αντεπίθεσης» θα επαναδιατυπώσει όλο τον φιλοσοφικό ειρμό του αριστερού εγελιανισμού, με πρόδηλες τις επιρροές του Μπακούνιν με όχημα όμως αυτή τη φορά την Τέχνη. Το πώς η άρνηση παραμένει μια κατάφαση, ένα βήμα από το οποίο θα τροφοδοτηθεί μια διαλεκτική της απελευθέρωσης, αποτελεί βασικό στίγμα του αναρχισμού. Η δε περιόδευση ενός τέτοιου θέματος μέσα από τις αίθουσες των Τεχνών αναδεικνύει με ένα πρωτότυπο τρόπο το ζήτημα. Η οριοθέτηση της αισθητικής του ολοκληρωτισμού, ταυτόχρονα με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας, έρχονται να εμπλακούν με το πολιτικό τους αντίστοιχο το παρεμβατικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία προσφάτως έχει αναλυθεί ως αλληλένδετη με τον κρατικό ολοκληρωτισμό. Η χρονική μεταφορά στο μεταπολεμικό κόσμο με την ανάδυση του μεταμοντέρνου ως εκδοχή αφήγησης ενός ουσιαστικά πράγματος, μιας διαρκούς θυσίας στο βωμό του μη – νοήματος, επαναφέρει τη χρησιμότητα της άρνησης ως θέση ενάντια στο υπάρχον. Καταλήγοντας:
“H συνολική άρνηση κάθε συνδιαλλαγής, η απόρριψη κάθε στρατηγικής παλινόρθωσης, η άρνηση συμμετοχής και καθορισμού από το θέαμα, η πίστη στην άμεση συλλογικότητα των ελεύθερων πολιορκημένων, η αντίθεση σε κάθε κλειστό σύστημα –χωρίς την απόρριψη του νοήματος της αλήθειας ως σχετικιστικής πλάνης- είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αρνητικής στάσης. Και αυτή είναι μια θετική άρνηση, όχι το αντιπολιτευόμενο «όχι σε όλα» που αρνείται για να διασώσει τον κόσμο”. 
Με μια βιβλιοπαρουσίαση και ένα κομμάτι του ιστορικού αρχείου κλείνει το πρώτο τεύχος του «Κοινωνικού Αναρχισμού».
Η παρουσίαση αφορά στο βιβλίο «Ταξίδι στο Παρελθόν» του Abel Paz ένα βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ν. Νικολαΐδη, και εκδόθηκε πρώτη φορά από την εφημερίδα Άλφα το 1996. Μετά την εξάντληση της πρώτης έκδοσης, αποτέλεσε την πρώτη έκδοση των συνεργατικών εκδόσεων Κουρσάλ, το Νοέμβριο του 2012. Την βιβλιοπαρουσίαση για τον Κοινωνικό Αναρχισμό θα αναλάβει ο Κώστας Δεσποινιάδης, ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει τα πλείστα στην υπόθεση του αναρχικού και ελευθεριακού βιβλίου και στοχασμού, με το πάθος ενός ζηλωτή. Στο ολιγοσέλιδο λογοτεχνικό κατ’ ουσίαν δημιούργημα του καταφέρνει όχι απλά να παρουσιάσει σωστά την ψυχή του βιβλίου αλλά να το τιμήσει πραγματικά. Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί και πέρα από την αφορμή που έκανε τον συντάκτη του να αναλάβει τον κόπο.
Η επιθεώρηση κλείνει με τη θεωρητική συνεισφορά ενός σύγχρονου αναρχικού διανοητή, του N. Berti, ο οποίος αναλαμβάνει να εμβαθύνει στους πραγματικούς λόγους της σύγκρουσης αναρχισμού και μαρξισμού, σε ένα εκτενές άρθρο που επεξηγεί ταυτόχρονα με πολιτικούς όρους τους λόγους της διάσπασης της Α’ Διεθνούς. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από την επιθεώρηση «Τεκμήρια» του 1983.
Κλείνοντας την παρουσίαση του Κοινωνικού Αναρχισμού, θα δανειστώ τα λόγια ενός μεγάλου επαναστάτη, που επανέφερε στο άρθρο του, για τον Abel Paz o Κώστας, ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν που κατηγορήθηκε για δολοφονίες, και ληστείες σχεδόν σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, ο ίδιος άνθρωπος δήλωνε ότι πρέπει να υπάρχει ένας αναρχικός εκδοτικός οίκος σε κάθε πόλη ίσως και ένα ελευθεριακό φεστιβάλ βιβλίου θα προσθέταμε εμείς. Είναι με αυτή την αντίληψη της ζωής, του αγώνα, της σύνδεσης της μάθησης με την δράση για την ελευθερία, που μπορούμε να επαναλαμβάνουμε, με την ίδια ειλικρίνεια “llevamos un mundo nuevo en nuestros corazones”.
Αναδημοσίευση από: http://anthostoukakou.blogspot.gr/2014/06/1.html