Η Ευρώπη φρούριο δολοφονεί!!!
Αλληλεγγύη σε πρόσφυγες και μετανάστες
Πρόλογος στη συλλογή κειμένων του Μάρεϋ Μπούκτσιν, Η Επόμενη Επανάσταση,
που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso.
Η «αριστερά», είναι ένας όρος που αποκτά τη σημασία του από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, και διευρύνει αυτή τη σημασία με την άνοδο του σοσιαλισμού, του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Η Ρωσική επανάσταση εγκαθίδρυσε μια κυβέρνηση εξολοκλήρου αριστερή στη σύλληψή της, αριστερά και δεξιά κινήματα χώρισαν την Ισπανία, δημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική τοποθετήθηκαν στη διάταξη που χωρίζει τους δύο πόλους. Αριστεροί φιλελεύθεροι σκιτσογράφοι απεικόνισαν την αντιπολίτευση ως ένα χοντρό πλουτοκράτη με πούρο, τη στιγμή που αντιδραστικοί στις ΗΠΑ δαιμονοποίησαν τους «κομμουνιστές» από τη δεκαετία του ’30 και σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πόλεμου. Η αντίθεση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, συχνά παρά την όποια υπεραπλούστευσή της, υπήρξε για δύο αιώνες χρήσιμη ως υπενθύμιση και περιγραφή μιας δυναμικής ισορροπίας.
Συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους στον εικοστό πρώτο αιώνα, τι παραμένει αριστερό στην Αριστερά όμως; Η αποτυχία του κρατικού κομμουνισμού, η σιγανή ενσωμάτωση κάποιου βαθμού σοσιαλισμού από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις, η αμείλικτη δεξιόστροφη κίνηση της πολιτικής όπως καθοδηγείται από τον εταιρικό καπιταλισμό, έκανε την προοδευτική σκέψη να δείχνει σε μεγάλο βαθμό, ξεπερασμένη ή περιττή ή απατηλή. Η Αριστερά περιθωριοποιήθηκε μέσα στη σκέψη της, αποσπασματοποιήθηκε στους στόχους της χωρίς να πείθει για την ικανότητά της να ενώσει. Ιδιαίτερα στην Αμερική, η στροφή προς τα δεξιά υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε ο καθαρός φιλελευθερισμός αποτελεί πλέον το τρομοκρατικό φάντασμα που υπήρξε κάποτε ο αναρχισμός ή ο σοσιαλισμός, και οι αντιδραστικοί αποκαλούνται πλέον ως «μετριοπαθείς».
Έτσι, σε μια χώρα που το μόνο που κάνει είναι να κλείνει το αριστερό της μάτι και να χρησιμοποιεί μόνο το αριστερό της χέρι, που ακριβώς χωράει ένας αμφιδέξιος και διόφθαλμος απίθανος γέρος όπως ο Μάρεϋ Μπούκτσιν;
Θα βρει το δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν μια συνεπή και εποικοδομητική σκέψη στην οποία μπορούν να βασίσουν τη δράση τους – μια απογοητευτική αναζήτηση. Θεωρητικές προσεγγίσεις που δείχνουν πολλά υποσχόμενες, όπως το Libertarian Party, καταλήγουν να είναι σαν την Ayn Rand μεταμφιεσμένη. Άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις σε ένα πρόβλημα καταλήγουν, όπως το κίνημα Occupy, να στερούνται δομής και αντοχής για να έχουν διάρκεια. Οι νέοι, οι άνθρωποι που αυτή η κοινωνία προδίδει κατάφωρα και αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών που η ίδια τους δημιουργεί, αναζητούν μια ευφυή, ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη σκέψη: όχι μια ακόμη οργισμένη ιδεολογία, αλλά μια πρακτική υπόθεση εργασίας, μια μεθοδολογία για το πως να ξαναπάρουμε τον έλεγχο του που πάμε. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί μια επανάσταση τόσο δυνατή, μιας και επηρεάζει βαθιά την κοινωνία ως όλο, όση και η δύναμη που επιθυμεί να τιθασεύσει.
Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν ήταν ειδικός στη μη βίαιη επανάσταση. Στοχάστηκε πάνω στις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές, τις σχεδιασμένες και μη, και τους τρόπους της καλύτερης δυνατής προετοιμασίας τους, όλη του τη ζωή. Μια νέα συλλογή κειμένων του, Η Επόμενη Επανάσταση: Λαϊκές συνελεύσεις και η υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα από τις εκδόσειςVerso, μας μεταφέρει στον αναστοχασμό της ζωής του και το απειλητικό μέλλον που αντιμετωπίζουμε.
Οι ανυπόμονοι, ιδεαλιστικοί αναγνώστες μπορούν να τον βρουν άβολα σκληρό στη σκέψη. Είναι απρόθυμος να υπερπηδήσει την πραγματικότητα χάριν ονείρων με χαρούμενο τέλος, ανάλγητος στο καθαρό αδίκημα που προσποιείται ότι είναι πολιτική δράση: «Μια πολιτική αταξίας ή “δημιουργικού χάους”, ή μια αφελής πρακτική κυριαρχίας στους δρόμους (συνήθως κάτι περισσότερο από ένα φεστιβάλ στο δρόμο), πισωγυρίζει τους συμμετέχοντες στη συμπεριφορά μιας αγέλης νεαρών». Αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στο Καλοκαίρι της Αγάπης παρά στο κίνημα Occupy, αποτελεί παρόλα αυτά μια μόνιμα πειστική απειλή.
Ο Μπούκτσιν όμως δεν είναι ένας σκυθρωπός πουριτανός. Τον διάβασα πρώτη φορά ως αναρχικό, πιθανόν τον πιο εύγλωττο και σκεπτόμενο τις γενιάς του, ενώ η απομάκρυνσή του από τον αναρχισμό δεν τον έκανε να χάσει καθόλου την αίσθηση της χαράς της ελευθερίας. Δεν θέλει να δει αυτή τη χαρά, να καταρρέει ξανά, ανάμεσα στα ερείπια της ίδιας του της ευφορικής αδιαφορίας.
Εκείνο που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει κάθε πολιτική και κοινωνική σκέψη τελικά, είναι φυσικά η αναπότρεπτη υποβάθμιση του περιβάλλοντος που προκαλεί ο ασυγκράτητος βιομηχανικός καπιταλισμός: το τεράστιο γεγονός για το οποίο η επιστήμη προσπαθούσε να μας πείσει εδώ και πενήντα χρόνια, τη στιγμή που η τεχνολογία μας παρείχε ακόμη μεγαλύτερους περισπασμούς από αυτό το γεγονός. Οποιοδήποτε προνόμιο μας απέφερε ο βιομηχανισμός και ο καπιταλισμός, οποιοδήποτε υπέροχο πλεονέκτημα στη γνώση, στην υγεία, στην επικοινωνία και στην άνεση, ρίχνει την ίδια θανάσιμη σκιά πάνω μας. Ό,τι διαθέτουμε, το έχουμε πάρει από τη γη. Και αυτό που παίρνουμε με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα και απληστία, το επιστρέφουμε όχι μόνο δυσανάλογα, αλλά άγονο ή δηλητηριασμένο.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να σταματήσουμε την διαδικασία. Μια καπιταλιστική οικονομία, εξ ορισμού, ζει από τη μεγέθυνση. Όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν: «Για τον καπιταλισμό το να σταματήσεις την ασυλλόγιστη επέκτασή του θα ήταν σαν να διέπραττες κοινωνική αυτοκτονία». Ουσιαστικά διαλέξαμε τον καρκίνο ως το μοντέλο του κοινωνικού μας συστήματος.
Η, μεγεθύνσου ή πέθανε, προστακτική του καπιταλισμού έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την οικολογική προστακτική για αλληλεξάρτηση και όριο. Οι δύο προστακτικές δεν γίνεται να συνυπάρξουν, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει και μια κοινωνία που θεμελιώνεται στον μύθο της συμφιλίωσης αυτών των δύο. Είτε θα εγκαθιδρύσουμε μια οικολογική κοινωνία ή η κοινωνία θα καταρρεύσει για όλους ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους θέσης.
Ο Μπούκτσιν πέρασε μια ολόκληρη ζωή αντιτιθέμενος στο αδηφάγο έθος του, μεγεθύνσου ή πέθανε, καπιταλισμού. Τα εννέα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο Η επόμενη επανάσταση αντιπροσωπεύουν την αποκορύφωση αυτής της δουλειάς: τα θεωρητικά στηρίγματα για μια εξισωτική και άμεσα δημοκρατική κοινωνία, με μια πρακτική προσέγγιση στην οικοδόμησή της. Ασκεί κριτική στις αποτυχίες των κινημάτων για την κοινωνική αλλαγή του παρελθόντος, αναβιώνει την υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας και στο τελευταίο κείμενο αυτής της συλλογής, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μετατρέψουμε την περιβαλλοντική κρίση σε μια στιγμή αληθινής επιλογής – σε μια ευκαιρία να υπερβούμε την παραλυτική επίδραση των ιεραρχιών του φύλου, της φυλής, της τάξης, του έθνους, μια ευκαιρία για να βρούμε μια ριζοσπαστική θεραπεία για το ριζικό κακό του κοινωνικού μας συστήματος.
Διαβάζοντάς το, συγκινήθηκα και αισθάνθηκα ευγνωμονούσα, όπως τόσο συχνά διαβάζοντας Μάρεϋ Μπούκτσιν. Υπήρξε αληθινό τέκνο του Διαφωτισμού στο σεβασμό του για καθαρή σκέψη και ηθική ευθύνη καθώς και στην ειλικρινή, ασυμβίβαστη αναζήτηση μιας ρεαλιστική ελπίδας.
Αναδημοσίευση από: http://stasei.blogspot.gr/2015/11/blog-post.html#more
Στην πραγματικότητα λοιπόν αυτό που εμψυχώνει τους οργανωμένους ληστές-δολοφόνους είναι ένα είδος δυναμικού ιδεαλισμού. Βγαίνουν για λεηλασία και σκαρώνουν γι’ αυτή μια μεγαλόσχημη ιδεολογία, μωρολογούν για τη σωτηρία της οικογένειας, της πατρίδας, της ανθρωπότητας…
των Τέοντορ Β. Αντόρνο & Μαξ Χόρκχαϊμερ
Ι
Ο αντισημιτισμός θεωρείται σήμερα από μερικούς ένα κρίσιμο ζήτημα της ανθρωπότητας, από άλλους ένα απλό πρόσχημα. Για τους φασίστες οι Εβραίοι δεν είναι μειονότητα, αλλά η αντιφυλή, η αρνητική αρχή ως τέτοια από την εξόντωση τους θα εξαρτηθεί η τύχη του κόσμου. Ακραία αντίθετη είναι η θέση πως οι Εβραίοι δεν έχουν εθνικά ή φυλετικά γνωρίσματα και απαρτίζουν μια ομάδα βάσει θρησκευτικών πεποιθήσεων και παραδόσεων, χωρίς άλλο κοινό σημείο. Τα εβραϊκά χαρακτηριστικά αφορούν τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, σε κάθε περίπτωση μόνον τους όχι ακόμη εντελώς αφομοιωμένους. Και οι δύο αντιλήψεις είναι αληθινές και ταυτόχρονα εσφαλμένες.
Η πρώτη είναι αληθινή υπό την έννοια ότι ο φασισμός την έκανε αληθινή. Οι Εβραίοι είναι σήμερα η ομάδα που επισύρει πρακτικά και θεωρητικά τη θέληση εξόντωσης, την οποία παράγει αφ’ εαυτής η ψευδής κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Καυτηριάζονται από το απόλυτο κακό με το στίγμα του απόλυτου κακού. Έτσι είναι πράγματι ο περιούσιος λαός. Ενώ οικονομικά η κυριαρχία δεν είναι πια αναγκαία, οι Εβραίοι ορίζονται ως το κατεξοχήν αντικείμενο της, οπότε η μεταχείριση του είναι απλώς θέμα μεθόδου. Στους εργάτες, στους οποίους τελικά αποβλέπει η κυριαρχία, κανένας δεν το λέει καταπρόσωπο, για ευνόητους λόγους– τους νέγρους θέλουν να τους κρατήσουν εκεί όπου είναι η θέση τους, από τους Εβραίους όμως πρέπει να εκκαθαρισθεί η γη, και στις καρδιές όλων των δυνάμει φασιστών όλων των χωρών βρίσκει απήχηση το κάλεσμα για εξόντωση των Εβραίων ως επιβλαβών ζωυφίων. Στην εικόνα του Εβραίου που παρουσιάζουν στον κόσμο οι λαϊκοί εθνικιστές εκφράζεται ο δικός τους χαρακτήρας. Ορέγονται αποκλειστικά την κατοχή, την ιδιοποίηση, την εξουσία χωρίς όρια, με κάθε τίμημα. Σταυρώνουν τον Εβραίο, στον οποίο έχουν φορτώσει αυτή την ενοχή τους και τον οποίο έχουν χλευάσει ως εξουσιαστή, επαναλαμβάνοντας ατελείωτα τη θυσία στη δύναμη της οποίας δεν μπορούν να πιστέψουν.
Η άλλη θέση, η φιλελεύθερη, είναι αληθινή ως ιδέα. Εμπεριέχει την εικόνα μιας κοινωνίας όπου η οργή δεν αναπαράγεται πια και δεν ψάχνει για ιδιότητες ώστε να μπορέσει να ενεργοποιηθεί. Καθώς όμως η φιλελεύθερη θέση αποτιμά την ενότητα των ανθρώπων ως κατά βάση ήδη πραγματοποιημένη, συντείνει στην απολογία υπέρ του κατεστημένου. Η προσπάθεια να αποτραπούν οι ακραίοι κίνδυνοι με μια πολιτική μειονοτήτων και μια δημοκρατική στρατηγική είναι διφορούμενη, όπως γενικά η αμυντική τακτική των τελευταίων φιλελευθέρων αστών. Η αδυναμία τους έλκει τον εχθρό της αδυναμίας. Η ζωή και η εμφάνιση των Εβραίων εκθέτουν στα μάτια των ανθρώπων την κατεστημένη γενικότητα εξαιτίας της ελλιπούς προσαρμογής. Η αμετάβλητη εμμονή στη δική τους τάξη ζωής τους έχει φέρει σε αβέβαιη σχέση απέναντι στην κυρίαρχη. Περίμεναν να συντηρούνται από αυτή την τάξη πραγμάτων, χωρίς όμως να την έχουν κάνει κτήμα τους. Η σχέση τους προς τους κυρίαρχους λαούς χαρακτηριζόταν από λαιμαργία και φόβο. Οποτεδήποτε όμως εγκατέλειψαν τη διαφορά που τους χώριζε από το κυρίαρχο είναι, οι κοινωνικά φθασμένοι δέχθηκαν ως αντάλλαγμα τον ψυχρό, στωικό χαρακτήρα που η κοινωνία επιβάλλει ακόμη στους ανθρώπους. Η διαλεκτική διαπλοκή διαφωτισμού και κυριαρχίας, η διττή σχέση της προόδου προς τη βαναυσότητα και προς την απελευθέρωση, όπως την αισθάνθηκαν οι Εβραίοι στους μεγάλους διαφωτιστές καθώς και στα δημοκρατικά λαϊκά κινήματα, φανερώνεται και στο είναι των ίδιων των αφομοιωμένων. Η πεφωτισμένη αυτοκυριαρχία με την οποία οι προσαρμοσμένοι Εβραίοι ξεπερνούσαν μέσα τους τα οδυνηρά γι’ αυτούς σημάδια που τους θύμιζαν την κυριαρχία των άλλων πάνω σε αυτούς, τρόπον τινά η δεύτερη περιτομή, τους οδήγησε ανεπιφύλακτα από τη δική τους, διαβρωμένη από τον καιρό κοινότητα στον σύγχρονο αστικό κόσμο, που πισωγύριζε ήδη ακάθεκτος στην ωμή καταπίεση, στην αναδιοργάνωση του ως αμιγούς φυλής. Φυλή δεν είναι, όπως θέλουν οι λαϊκοεθνικιστές, η άμεσα φυσική ιδιαιτερότητα. Κυρίως είναι η περιστολή στο φυσικό, στην ωμή βία, το πωρωμένο μερικό, το οποίο στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ακριβώς το γενικό. Φυλή σήμερα είναι η αυτοσυντήρηση και επικράτηση του αστικού ατόμου, ενσωματωμένου στη βάρβαρη συλλογικότητα. Την αρμονία της κοινωνίας, την οποία πρέσβευαν οι φιλελεύθεροι Εβραίοι, αναγκάστηκαν τελικά να την υποστούν ως αρμονία της κοινότητας του λαού. Νόμισαν πως ο αντισημιτισμός μόνο στρεβλώνει αυτή την τάξη πραγμάτων, η οποία ωστόσο δεν μπορεί όντως να ζήσει χωρίς τη στρέβλωση των ανθρώπων. Ο διωγμός των Εβραίων, όπως και κάθε διωγμός, δεν μπορεί να διαχωρισθεί από μια τέτοια τάξη πραγμάτων. Ο χαρακτήρας της, όσο και αν κατά περιόδους είναι συγκαλυμμένος, συνίσταται στη βιαιότητα, η οποία σήμερα αποκαλύπτεται.
II
Ο αντισημιτισμός ως λαϊκό κίνημα ήταν πάντοτε ό,τι οι υποκινητές του αρέσκονταν να καταλογίζουν στους σοσιαλδημοκράτες: ισοπεδωτική πρακτική. Εκείνοι που δεν ασκούν διοικητική εξουσία πρέπει να ζουν τόσο άσχημα όσο ο λαός. Οι άπληστοι οπαδοί, από τον Γερμανό δημόσιο υπάλληλο ώς τους νέγρους στο Χάρλεμ, γνώριζαν κατά βάθος πάντοτε ότι στο τέλος οι ίδιοι δεν θα αποκόμιζαν παρά μόνο τη χαρά πως ούτε οι άλλοι έχουν περισσότερα. Η αριοποίηοη (απαλλοτριώσεις περιουσιών των Εβραίων από τους εθνικοσοσιαλιστες και μετατροπή τους σε ιδιοκτησία «Αρίων», δηλαδή μη Εβραίων) της εβραϊκής ιδιοκτησίας, από την οποία έτσι κι αλλιώς επωφελήθηκε κυρίως μόνον η ανώτερη τάξη, δεν ήταν για τις μάζες του Τρίτου Ράιχ μεγαλύτερη ευλογία απ’ ό,τι η πενιχρή λεία για τους Κοζάκους που απειλώντας με πυρκαγιές λεηλατούσαν τις εβραϊκές συνοικίες. Το πραγματικό όφελος ήταν ημιαποκαλυμμένη ιδεολογία. Το γεγονός ότι η απόδειξη της οικονομικής του ματαιότητας μάλλον αυξάνει παρά μειώνει τη δύναμη έλξης του λαϊκοεθνικού γιατρικού φανερώνει την αληθινή του φύση· δεν βοηθάει τους ανθρώπους, αλλά προωθεί την τάση τους για εξόντωση. Το πραγματικό κέρδος στο οποίο υπολογίζει ο λαοσύντροφος (volksgenosse– έτσι αλληλοαποκαλούνταν τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικου Γερμανικού Κόμματος Εργατών (NSDAP) είναι ο καθαγιασμός της οργής του από τη συλλογικότητα. Όσο μικρότερα είναι τα άλλα πλεονεκτήματα, τόσο πιο πεισματικά ευθυγραμμίζεται με το κίνημα, αν και γνωρίζει ότι αυτό είναι λάθος. Ο αντισημιτισμός αποδείχθηκε άτρωτος απέναντι στη σκέψη πως είναι ασύμφορος. Για το λαό είναι πολυτέλεια. Η καταλληλότητα του για την κυριαρχία είναι προφανής. Χρησιμοποιείται για αποπροσανατολισμό, ως φθηνό μέσον διαφθοράς, ως παράδειγμα άσκησης της τρομοκρατίας. Οι σεβαστές συμμορίες τον συντηρούν και οι μη σεβαστές τον ασκούν. Η μορφή του πνεύματος όμως, του κοινωνικού και του ατομικού, την οποία αντανακλά ο αντισημιτισμός, η προϊστορική-ιστορική εμπλοκή του στη δεινή θέση όπου ως απεγνωσμένη προσπάθεια δραπέτευσης παραμένει καθηλωμένος είναι εντελώς σκοτεινή. ‘Οταν η γνώση δεν μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη σε μια δυστυχία που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό, δεν μπορεί ούτε η γνώση του μεμονωμένου ατόμου να την καταπραΰνει, ακόμη και αν αυτό ήταν τόσο καλοπροαίρετο όσο τα ίδια τα θύματα. Οι πειστικές ορθολογικές, οικονομικές και πολιτικές εξηγήσεις και αντεπιχειρήματα —όσο εύστοχες και αν είναι— δεν είναι σε θέση να το πράξουν, διότι η ορθολογικότητα, που συνδέεται με την κυριαρχία, βρίσκεται η ίδια στη βάση της δυστυχίας. Καθώς χτυπούν τυφλά και αμύνονται τυφλά, διώκτες και θύματα ανήκουν στον ίδιο κύκλο της συμφοράς. Η αντισημιτική συμπεριφορά εκδηλώνεται σε καταστάσεις όπου τυφλωμένοι άνθρωποι που έχουν χάσει την υποκειμενικότητα τους εξαπολύονται ως υποκείμενα. Αυτά που πράττουν είναι —για τους συμμετέχοντες— θανατηφόρες και όμως κενές από νόημα αντιδράσεις, σαν αυτές που διαπιστώνουν οι μπηχαβιοριστές χωρίς να τις ερμηνεύουν. Ο αντισημιτισμός είναι ε’να εμπεδωμένο σχήμα, στην πραγματικότητα ένα τελετουργικό του πολιτισμού, και τα πογκρόμ είναι γνήσιες τελετουργικές δολοφονίες. Σε αυτές καταδεικνύεται η αδυναμία αυτού που θα μπορούσε να τις σταματήσει, της ήρεμης σκέψης, της εξήγησης και τελικά της αλήθειας. Το ανόητο γέμισμα του χρόνου με πράξεις φόνου επιβεβαιώνει τη στενοκέφαλη ζωή στην οποία οι άνθρωποι μοιραία υποτάσσονται.
Μόνον η τυφλότητα του αντισημιτισμού, η έλλειψη στόχου και νοήματος, προσδίδει την πρέπουσα δόση αλήθειας στην εξήγηση ότι πρόκειται για μια δικλίδα ασφαλείας. Η οργή εκ- φορτίζεται πάνω σε αυτόν που ξεχωρίζει και είναι απροστάτευτος. Και όπως τα θύματα είναι μεταξύ τους ανταλλάξιμα ανάλογα με τη συγκυρία: αλήτες, Εβραίοι, Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, έτσι και το καθένα από αυτά μπορεί να πάρει τη θέση του δολοφόνου και να σκοτώνει με την ίδια τυφλή ευχαρίστηση, μόλις αισθανθεί ισχυρό επειδή ενσαρκώνει τον κανόνα. Δεν υπάρχει γνήσιος αντισημιτισμός και ασφαλώς δεν υπάρχουν γεννημένοι αντισημίτες. Οι ενήλικοι στους οποίους η κραυγή για εβραϊκό αίμα έχει γίνει δεύτερη φύση δεν γνωρίζουν καλύτερα το γιατί απ’ ό,τι η νεολαία που καλείται να διαπράξει την αιματοχυσία. Οι υψηλοί εντολοδότες βέβαια, οι οποίοι το ξέρουν, δεν μισούν τους Εβραίους ούτε αγαπούν τους οπαδούς. Οι τελευταίοι όμως, που δεν ικανοποιούνται ούτε οικονομικά ούτε σεξουαλικά, μισούν χωρίς τελειωμό· δεν θέλουν να ανεχθούν καμιά χαλάρωση, διότι δεν γνωρίζουν καμιά εκπλήρωση. Στην πραγματικότητα λοιπόν αυτό που εμψυχώνει τους οργανωμένους ληστές-δολοφόνους είναι ένα είδος δυναμικού ιδεαλισμού. Βγαίνουν για λεηλασία και σκαρώνουν γι’ αυτή μια μεγαλόσχημη ιδεολογία, μωρολογούν για τη σωτηρία της οικογένειας, της πατρίδας, της ανθρωπότητας. Επειδή όμως βγήκαν γελασμένοι, όπως βέβαια το προ- αισθάνονταν ήδη στα κρυφά, το αξιολύπητο ορθολογικό κίνητρο τους, η ληστεία, την οποία όφειλε να εξυπηρετεί η εκλογίκευση, εκλείπει τελικά εντελώς και η εκλογίκευση γίνεται άθελα τους ειλικρινής. Η μη φωτισμένη ορμή, με την οποία η τελευταία συγγένευε εξαρχής στενότερα απ’ ό,τι με τον Λόγο, τους καταλαμβάνει πλήρως. Η ορθολογική νησίδα κατακλύζεται και οι απελπισμένοι εμφανίζονται πια μόνον ως οι υπερασπιστές της αλήθειας, ως οι αναγεννητές της γης που πρέπει να αναμορφώσουν και την τελευταία γωνιά. Καθετί ζωντανό γίνεται υλικό για το βδελυρό καθήκον τους, που δεν το μετριάζει πια καμιά προσωπική κλίση προς οτιδήποτε. Η πράξη γίνεται όντως αυτόνομος αυτοσκοπός, συγκαλύπτει την ίδια της την έλλειψη σκοπού. Ο αντισημιτισμός καλεί πάντοτε τους πιστούς του να κάνουν τη δουλειά τους στο ακέραιο. Μεταξύ αντισημιτισμού και ολότητας υπήρχε εξαρχής μια πολύ στενή σχέση. Η τυφλότητα καταλαμβάνει τα πάντα, διότι δεν καταλαβαίνει τίποτε.
Ο φιλελευθερισμός είχε παραχωρήσει στους Εβραίους ιδιοκτησία, όχι όμως και διοικητική εξουσία. Το νόημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου ήταν η επαγγελία της ευτυχίας ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει εξουσία. Επειδή οι εξαπατημένες μάζες διαισθάνονται ότι αυτή η επαγγελία, καθώς είναι γενική, παραμένει ψέμα όσο υπάρχουν τάξεις, εξοργίζονται– αισθάνονται ότι τις κοροϊδεύουν. Είναι αναγκασμένες να απωθούν ολοένα και πάλι αυτή τη σκέψη για ευτυχία ακόμη και ως δυνατότητα, ως ιδέα, και όσο πιο ώριμη είναι, τόσο πιο λυσσαλέα την απαρνούνται. Οπουδήποτε η ιδέα της ευτυχίας, μέσα στην κατά βάση επικρατούσα ματαίωση της ικανοποίησης εμφανίζεται ως πραγματωμένη, οι μάζες πρέπει να αναπαράγουν την καταπίεση, η οποία αφορούσε τη δική τους λαχτάρα. Αυτό που γίνεται αφορμή για μια τέτοια ανα- παράγωγη, όσο δυστυχισμένο και αν είναι το ίδιο, ο «Περιπλανώμενος Ιουδαίος και η Μινιόν» (ο πρώτος Ahasver, Αχασβήρος είναι θρυλικό πρόσωπο της χριστιανικής παράδοσης, η δεύτερη είναι πρόσωπο από τον Wilhelm Master του Γκαίτε, ανδροπρεπές θηλυκό που συμβολίζει την τέχνη) το ξένο που θυμίζει τη γη της επαγγελίας, η ομορφιά που θυμίζει τη σεξουαλικότητα, το καταραμένο ως βδελυρό ζώο, που παραπέμπει στη συχνή εναλλαγή σεξουαλικού συντρόφου, επισύρει την καταστροφική μανία των πολιτισμένων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να ολοκληρώσουν την επώδυνη εκπολιτιστική διαδικασία. Εκείνοι που δυναστεύουν τη φύση βλέπουν μέσα σε αυτή τη βασανισμένη το κατοπτρικό είδωλο της φαινομενικής και ανίσχυρης ευτυχίας. Η ιδέα μιας ευτυχίας χωρίς εξουσία είναι ανυπόφορη, διότι αυτή μόνο θα ήταν αληθινή ευτυχία. Το φάντασμα της συνωμοσίας άπληστων Εβραίων τραπεζιτών που χρηματοδοτούν τους μπολσεβίκους εκλαμβάνεται ως σημάδι έμφυτης αδυναμίας, η καλή ζωή ως σημάδι ευτυχίας. Εδώ έρχεται να προστεθεί η εικόνα του διανοουμένου· αυτός φαίνεται να σκέφτεται, κάτι που για τους άλλους είναι ανεπίτρεπτη πολυτέλεια, και δεν χύνει τον ιδρώτα του μόχθου και της σωματικής δύναμης. Ο τραπεζίτης και ο διανοούμενος, το χρήμα και το πνεύμα, οι εκπρόσωποι της κυκλοφορίας, είναι το ανομολόγητο ινδαλμάτων ακρωτηριασμένων από την κυριαρχία, η οποία το χρησιμοποιεί για τη δική της διαιώνιση.
III
Η σημερινή κοινωνία, όπου αρχέγονα θρησκευτικά συναισθήματα και μορφές αναγέννησης τους, όπως ακριβώς και η κληρονομιά επαναστάσεων, εκτίθενται προς πώληση στην αγορά, όπου οι φασίστες ηγέτες κεκλεισμένων των θυρών διαπραγματεύονται τα εδάφη και τη ζωή των εθνών, ενώ το τετραπέρατο κοινό πλάι στο ραδιόφωνο λογαριάζει το τίμημα, η κοινωνία, όπου ακόμη και ο λόγος που της αφαιρεί τη μάσκα νομιμοποιείται, ακριβώς γι’ αυτό, ως άξιος αποδοχής του σε μια πολιτική συμμορία: αυτή η κοινωνία, στην οποία δεν είναι πια μόνο η πολιτική μια κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά η κερδοσκοπική επιχείρηση είναι όλη η πολιτική, εξοργίζεται από την οπισθοδρομική εμπορική συμπεριφορά του Εβραίου, τον χαρακτηρίζει υλιστή και αισχροκερδή και θεωρεί ότι πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στο πύρινο πνεύμα εκείνων που έχουν αναγορεύσει την επιχείρηση σε απόλυτη αρχή.
Ο αστικός αντισημιτισμός έχει ένα ειδικό οικονομικό αίτιο: τη μεταμφίεση της κυριαρχίας σε παραγωγή. Αν σε παλαιότερες εποχές οι κυρίαρχοι ήταν άμεσα καταπιεστικοί, έτσι που όχι μόνον άφηναν όλη τη δουλειά αποκλειστικά στα κατώτερα στρώματα, αλλά τη χαρακτήριζαν όνειδος, κάτι που υπήρξε πάντοτε υπό την κυριαρχία, στο μερκαντιλισμό ο απόλυτος μονάρχης έγινε ο μεγαλύτερος εργοστασιάρχης. Η παραγωγή γίνεται αποδεκτή στην Αυλή. Οι κύριοι, αστοί πλέον, κατάργησαν τις αριστοκρατικές στολές τους και φόρεσαν πολιτικά. Η εργασία δεν είναι ντροπή, έλεγαν, για να μπορούν να εξουσιάζουν πιο ορθολογικά την εργασία των άλλων. Οι ίδιοι κατέτασσαν τον εαυτό τους μεταξύ των δημιουργικά εργαζομένων, ενώ παρέμειναν εντούτοις άρπαγες (η ναζιστική προπαγάνδα έκανε διάκριση μεταξύ δημιουργικού (schaffendes) και αρπακτικού (raffendes) κεφαλαίου, δηλαδή μεταξύ βιομηχανίας και τραπεζών) όπως άλλοτε. Ο εργοστασιάρχης διακινδύνευε και εισέπραττε όπως ο έμπορος και ο τραπεζίτης· έκανε υπολογισμούς, δι- ευθετοΰσε, αγόραζε, πουλούσε. Στην αγορά ανταγωνιζόταν εκείνους για το κέρδος που αναλογούσε στο κεφάλαιο του. Αυτός όμως δεν άρπαζε απλώς στην αγορά, αλλά στην πηγή: ως εκπρόσωπος της τάξης του φρόντιζε να μην αδικείται από την εργασία του προσωπικού του. Οι εργάτες έπρεπε να του παραδίδουν όσο γινόταν περισσότερα προϊόντα. Ως αληθινός Σάιλοκ επέμενε στο ομόλογο του (αναφορά στο δράμα Ο έμπορος της Βενετίας του Σαίξπηρ, IV πράξη, 1η σκηνή, απαιτεί ό,τι τον εξασφαλίζει). Βασιζόμενος στην κατοχή των μηχανών και των υλικών ανάγκαζε τους άλλους να παράγουν. Αποκαλούσε τον εαυτό του παραγωγό, κατά βάθος όμως γνώριζε, όπως και κάθε άλλος, την αλήθεια. Η παραγωγική εργασία τον καπιταλιστή, είτε ο ίδιος δικαιολογούσε το κέρδος του ως αμοιβή του επιχειρηματία, όπως στο φιλελευθερισμό, είτε ως αποδοχές του διευθυντή όπως σήμερα, ήταν μια ιδεολογία που συγκάλυπτε την ουσία του συμβολαίου εργασίας και την αρπακτική φύση του οικονομικού συστήματος γενικά.
Γι’ αυτό φωνάζουν: πιάστε τον κλέφτη! και δείχνουν τον Εβραίο. Είναι πράγματι ο αποδιοπομπαίος τράγος, όχι μόνο για επιμέρους ελιγμούς και μηχανορραφίες, αλλά υπό την ευρεία έννοια ότι του φορτώνουν την οικονομική αδικία ολόκληρης της τάξης. Ο εργοστασιάρχης επιτηρεί τους οφειλέτες του, τους εργάτες, στο εργοστάσιο και ελέγχει την ανταπόδοση τους προτού προκαταβάλει το μισθό. Δεν αντιλαμβάνονται τι συνέβη στην πραγματικότητα, παρά μόνο μόλις δουν τι μπορούν να αγοράσουν με αυτόν: ο πιο μικρός μεγιστάνας έχει στη διάθεση του μια ποσότητα υπηρεσιών και αγαθών που δεν είχε κανένας δυνάστης στο παρελθόν οι εργάτες όμως λαμβάνουν το, σύμφωνα με τα πολιτισμικά δεδομένα, ελάχιστο όριο συντήρησης. Σαν να μην αρκούσε ότι στην αγορά διαπιστώνουν πόσο λίγα αγαθά αντιστοιχούν σε αυτούς, ο πωλητής εξυμνεί και αυτά που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν. Μόνον η σχέση του μισθού προς τις τιμές εκφράζει όσα παρακρατούνται από τους εργάτες. Μαζί με το μισθό αποδέχθηκαν και την αρχή της αμοιβής. Ο έμπορος τους παρουσιάζει το γραμμάτιο που υπέγραψαν στον εργοστασιάρχη. Ο πρώτος είναι ο δικαστικός κλητήρας ολόκληρου του συστήματος και επωμίζεται τον μισητό ρόλο για λογαριασμό των άλλων. Η ιδέα ότι η σφαίρα της κυκλοφορίας ευθύνεται για την εκμετάλλευση είναι κοινωνικά αναγκαίο ψεύδος.
Οι Εβραίοι δεν ήταν οι μόνοι κάτοχοι της σφαίρας της κυκλοφορίας. Ήταν όμως τόσο πολύ καιρό έγκλειστοι σε αυτή ώστε να αντανακλάται από το είναι τους το μίσος που ανέκαθεν υφίσταντο. Σε αντίθεση προς τον άριο συνάδελφο τους, αυτοί δεν είχαν σχεδόν καμιά πρόσβαση στην πρώτη πηγή της υπεραξίας. Με μεγάλη δυσκολία και αρκετά αργά τους επέτρεψαν να γίνουν ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής. Στην ιστορία της Ευρώπης, ακόμη και στη γερμανική αυτοκρατορία, οι Εβραίοι που βαφτίστηκαν χριστιανοί κατάφεραν βέβαια να φθάσουν σε υψηλές θέσεις στη διοίκηση και στη βιομηχανία. Πάντοτε όμως έπρεπε να δικαιολογούνται δείχνοντας διπλή αφοσίωση, ένθερμο ζήλο και ακλόνητη αυταπάρνηση. Τους δέχονταν μόνον όταν με τη συμπεριφορά τους υιοθετούσαν σιωπηρά την καταδίκη των άλλων Εβραίων προσεπικυρώνοντάς την: αυτό είναι το νόημα της βάπτισης. Παρά τις μεγάλες επιτεύξεις των διασημοτήτων τους, οι Εβραίοι δεν έγιναν δεκτοί στον κύκλο των λαών της Ευρώπης· δεν τους επέτρεψαν να ριζώσουν και γι’ αυτό τους κατηγορούσαν ως ξεριζωμένους. Παρέμειναν προστατευόμενοι Εβραίοι, εξαρτώμενοι από αυτοκράτορες, ηγεμόνες ή από το απολυταρχικό κράτος. Όλοι τους κάποτε ήταν οικονομικά προηγμένοι έναντι του οπισθοδρομικού πληθυσμού. Όσο οι ισχυροί χρειάζονταν τον Εβραίο ως μεσίτη, τον προστάτευαν από τις μάζες, που έπρεπε να πληρώσουν τα σπασμένα της προόδου. Οι Εβραίοι ήταν αποικιστές της προόδου. Από τότε που ως έμποροι συνέβαλλαν στη διάδοση του ρωμαϊκού πολιτισμού στην εθνική, μη εβραϊκή Ευρώπη, ήταν, σε αρμονία με την πατριαρχική θρησκεία τους, οι εκπρόσωποι της πόλης, των αστικών και τελικά των βιομηχανικών συνθηκών. Εισήγαγαν καπιταλιστικούς τρόπους ζωής στους διάφορους τόπους και επέσυραν το μίσος εκείνων που υπέφεραν κάτω από αυτές τις νέες συνθήκες. Στο όνομα της οικονομικής προόδου, λόγω της οποίας σήμερα εξοντώνονται, οι Εβραίοι είχαν καθίσει από την αρχή στο στομάχι των τεχνιτών και των αγροτών, τους οποίους ο καπιταλισμός υποβίβασε ταξικά. Τώρα νιώθουν στη σάρκα τους τον αποκλειστικό, μεροληπτικό χαρακτήρα του. Αυτούς που πάντοτε ήθελαν να είναι οι πρώτοι, τώρα τους αφήνουν πολύ πίσω. Ακόμη και ο Εβραίος άρχοντας ενός αμερικανικού τραστ της διασκέδασης ζει απελπιστικά αμυνόμενος μέσα στην αίγλη του. Το καφτάνι ήταν το φασματικό λείψανο μιας παμπάλαιης αστικής ενδυμασίας. Σήμερα φανερώνει ότι αυτοί που το φορούν έχουν εκσφεν- δονισθεί στο περιθώριο της κοινωνίας, η οποία, εντελώς πεφωτισμένη, εξορκίζει τα φαντάσματα της προϊστορίας της. Εκείνοι που προπαγάνδιζαν τον ατομισμό, το αφηρημένο δίκαιο, την έννοια του προσώπου, τώρα έχουν υποβιβασθεί σε είδος. Εκείνοι που ποτέ δεν τους επιτρεπόταν να κατέχουν εντελώς αμέριμνα τα πολιτικά δικαιώματα, ώστε έτσι να τους αναγνωρισθεί η ανθρώπινη ποιότητα, αποκαλούνται πάλι, χωρίς διάκριση, «ο Εβραίος». Ακόμη και τον δέκατο ένατο αιώνα ο Εβραίος χρειαζόταν να συμμαχεί με την κεντρική εξουσία. Το γενικό, από το κράτος εγγυημένο δίκαιο αποτελούσε το εχέγγυο της ασφάλειας του ενώ οι ειδικές και εξαιρετικές διαταγές ήταν το φόβητρο του. Παρέμενε αντικείμενο, στο έλεος των ισχυρών, ακόμη και όταν μπορούσε να επικαλείται τα δικαιώματα του. Το εμπόριο δεν ήταν το επάγγελμα του, ήταν η μοίρα του. Ο Εβραίος ήταν το τραύμα του ιππότη της βιομηχανίας, ο οποίος έπρεπε να ποζάρει ως δημιουργός. Ακούγοντας αυτός το εβραϊκό ιδίωμα μπορεί να μαντέψει εκείνο για το οποίο στα κρυφά περιφρονεί τον εαυτό του: ο αντισημιτισμός του είναι το μίσος για τον εαυτό του, η βεβαρημένη συνείδηση του παράσιτου.
IV
Ο λαϊκοεθνικός αντισημιτισμός θέλει να παραβλέψει τη θρησκεία. Ισχυρίζεται πως αποσκοπεί μόνο στην καθαρότητα της φυλής και του έθνους. Οι εκπρόσωποι του αντιλαμβάνονται ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει προ πολλού να σκοτίζονται για την αιώνια σωτηρία. Ο μέσος πιστός σήμερα είναι ήδη τόσο πονηρός όσο παλαιότερα μόνον ένας καρδινάλιος. Η κατηγορία πως οι Εβραίοι είναι αμετανόητα άπιστοι δεν μπορεί πια να κινητοποιήσει τις μάζες. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαλειμμένη η θρησκευτική εχθρότητα, η οποία επί δυο χιλιετίες ωθούσε σε διωγμούς των Εβραίων. Ο ένθερμος ζήλος με τον οποίο ο αντισημιτισμός αρνείται τη θρησκευτική του παράδοση μαρτυρεί μάλλον ότι αυτή υπολανθάνει μέσα του τουλάχιστον τόσο βαθιά όσο παλαιότερα το βέβηλο αίσθημα αποστροφής μέσα στον θρησκευτικό ζήλο. Η θρησκεία ενσωματώθηκε κοινωνικά ως πολιτιστικό αγαθό, δεν καταργήθηκε. Η συμμαχία μεταξύ του διαφωτισμού και της κυριαρχίας έφραξε στο στοιχείο αλήθειας που ενυπάρχει στη θρησκεία την πρόσβαση στη συνείδηση και συντήρησε τις εκπραγματισμένες μορφές της. Ο φασισμός καρπώνεται τελικά και τα δύο: η ασυγκράτητη λαχτάρα παροχετεύεται ως λαϊκοεθνική εξέγερση, οι απόγονοι των ευαγγελιστών ζηλωτών διαστρέφονται συμφωνά με το μοντέλο των βαγκνερικών ιπποτών του Graal (θαυματουργός λίθος ή αγγείο με θεραπευτικές ιδιότητες, όπου υποτίθεται ότι φυλασσόταν το αίμα του Χρίστου· αναφέρεται στη μεσαιωνική ποίηση και στο έπος Πάρσιφαλ, στο οποίο στηρίζεται η γνωστή όπερα του Βάγκνερ) σε πιστά στον όρκο τους μέλη της κοινότητας αίματος και σε επίλεκτους φρουρούς, η θρησκεία ως θεσμός εν μέρει συγχωνεύεται άμεσα με το σύστημα και εν μέρει μεταφέρεται στις πολυτελείς επιδείξεις της μαζικής κουλτούρας και των μαζικών πορειών. Η φανατική πίστη για την οποία ο ηγέτης και οι οπαδοί του υπερηφανεύονται δεν είναι παρά εκείνη η πεισματωμένη που παλαιότερα κρατούσε τους απεγνωσμένους στη ζωή, μόνο που το περιεχόμενο της έχει χαθεί. Από αυτό εξακολουθεί να ζει μόνο το μίσος για εκείνους που δεν τη συμμερίζονται. Στους Γερμανούς χριστιανούς δεν απέμεινε από τη θρησκεία της αγάπης παρά μόνον ο αντισημιτισμός.
Ο χριστιανισμός δεν είναι απλώς επαναστροφή σε ένα προϊουδαϊκό στάδιο. Στη μετάβαση από την ενοθεϊστική (ενοθεΐα: λατρεία ενός θεού, χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη άλλων θεών ή να απαγορεύεται η λατρεία τους, ενώ μονοθεϊσμός είναι η αποκλειστική πίστη σε ένα θεό και άρνηση της ύπαρξης άλλων) στην οικουμενική μορφή ο θεός του ιουδαϊσμού δεν απέβαλε εντελώς τα χαρακτηριστικά του φυσικού δαίμονα. Ο τρόμος, ο οποίος προέρχεται από την προανιμιστική προϊστορία, περνάει από τη φύση στην έννοια του απόλυτου εαυτού, που ως δημιουργός και κύριος της υποδουλώνει τη φύση τελειωτικά. Παρά την απερίγραπτη εξουσία και μεγαλοπρέπεια που του δίνει αυτή η αποξένωση, ο απόλυτος εαυτός είναι εντούτοις προσιτός στη σκέψη η οποία ακριβώς μέσα από αυτή τη σχέση με το ύψιστο, το υπερβατικό, γίνεται οικουμενική. Ο θεός ως πνεύμα αντιπαρατάσσεται στη φύση ως η άλλη αρχή, η οποία δεν αντιπροσωπεύει απλώς τον τυφλό κύκλο της όπως όλοι οι μυθικοί θεοί, αλλά μπορεί να επιφέρει την απελευθέρωση από αυτόν. Τόσο αφηρημένος και απόμακρος όμως, γίνεται ασύμμετρος, και αυτό ενισχύει τον τρόμο, οπότε ο σιδηρούς λόγος Εγώ ειμί, ο οποίος δεν ανέχεται τίποτε πλάι του, ξεπερνάει σε αναπόδραστη ισχύ την τυφλότερη, κατ’ αυτό όμως και πιο πολυσήμαντη ρήση της ανώνυμης μοίρας. Ο θεός του ιουδαϊσμού ζητεί ό,τι του ανήκει και ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τον επιλήσμονα. Εμπλέκει το πλάσμα του στον ιστό της ενοχής και της προσωπικής αξίας. Αντίθετα, ο χριστιανισμός τόνισε το στοιχείο της χάρης, η οποία βέβαια εμπεριέχεται και στον ίδιο τον ιουδαϊσμό, ιδιαίτερα στο δεσμό του θεού με τους ανθρώπους και στη μεσσιανική επαγγελία. Απάλυνε τον τρόμο του απόλυτου, καθώς το πλάσμα ξαναβρίσκει τον εαυτό του στη θεότητα: ο θείος μεσολαβητής καλείται με ανθρώπινο όνομα και πεθαίνει έναν ανθρώπινο θάνατο. Το μήνυμα του είναι: μη φοβάστε! Ο νόμος καταλύεται μπροστά στην πίστη· μεγαλύτερη από κάθε μεγαλείο γίνεται η αγάπη, η μόνη εντολή.
Δυνάμει όμως των ίδιων στοιχείων μέσω των οποίων ο χριστιανισμός αίρει το ανάθεμα της φυσικής θρησκείας φέρνει πάλι στο προσκήνιο την ειδωλολατρία υπό εκπνευματισμένη μορφή. Όσο πιο κοντά στο πεπερασμένο τοποθετείται το απόλυτο, τόσο πιο απόλυτο γίνεται το πεπερασμένο. Ο Χριστός, το ενσαρκωμένο πνεύμα, είναι ο θεοποιημένος μάγος. Ο αυτοκατοπτρισμός του ανθρώπου μέσα στο απόλυτο, η εξανθρώπιση του θεού μέσω του Χριστού, είναι το πρώτον ψεύδος (βασική πλάνη, εσφαλμένη βασική προϋπόθεση στο συλλογισμό, ως πηγή άλλων λαθών (αριστοτελική έννοια). Η πρόοδος πέρα από τον ιουδαϊσμό εξαγοράσθηκε με τον ισχυρισμό πως ο άνθρωπος Ιησούς ήταν θεός. Ακριβώς το στοχαστικό στοιχείο του χριστιανισμού, η εκπνευμάτιση της μαγείας, είναι υπεύθυνη για τη συμφορά. Ως πνευματικό εμφανίζεται ίσα ίσα αυτό που ενώπιον του πνεύματος αποδεικνύεται ως φυσικό. Στην ανάπτυξη της αντίρρησης προς αυτή την υπέρμετρη αξίωση του πεπερασμένου συνίσταται ακριβώς το πνεύμα. Έτσι η ένοχη συνείδηση πρέπει να συστήνει τον προφήτη ως σύμβολο και τη μαγική πρακτική ως μεταμόρφωση. Αυτό καθιστά το χριστιανισμό θρησκεία, υπό ορισμένη έννοια μάλιστα τη μοναδική: έναν διανοητικό δεσμό προς το διανοητικά ύποπτο, μια ιδιαίτερη πολιτιστική περιοχή. Όπως τα μεγάλα ασιατικά συστήματα, έτσι και ο προχριστιανικός ιουδαϊσμός ήταν η θρησκευτική πίστη που δεν είχε καν διαχωρισθεί από την εθνική ζωή, από τη γενική αυτοσυντήρηση. Ο μετασχηματισμός του παγανιστικού τελετουργικού της θυσίας δεν συντελέσθηκε μόνο στη λατρεία ή μόνο στη σφαίρα των συναισθημάτων καθόρισε τη μορφή της εργασιακής διαδικασίας. Ως σχήμα της τελευταίας η θυσία έγινε ορθολογική. Το ταμπού μεταβάλλεται σε ορθολογική ρύθμιση της εργασιακής διαδικασίας. Οργανώνει τη διοίκηση στον πόλεμο και στην ειρήνη, τη σπορά και τη συγκομιδή, την ετοιμασία του φαγητού και τη σφαγή των ζώων. Οι κανόνες δεν πηγάζουν από ορθολογικές σκέψεις, από αυτούς πηγάζει εντούτοις ορθολογικότητα. Η προσπάθεια απελευθέρωσης από τον άμεσο φόβο οδήγησε τους πρωτόγονους στη διοργάνωση του τελετουργικού, που στον ιουδαϊσμό εξαγνίζεται και αποτελεί τον καθαγιασμένο ρυθμό της οικογενειακής και της πολιτικής ζωής. Οι ιερείς ήταν ταγμένοι να επαγρυπνούν ώστε να τηρείται το έθιμο. Η λειτουργία τους στην κυριαρχία ήταν φανερή στη θεοκρατική πρακτική· ο χριστιανισμός όμως θέλησε να παραμείνει ιερατικός, ακόμη και όταν επιδίωκε την κυριαρχία. Στην ιδεολογία έσπασε την αυτοσυντήρηση προβαίνοντας στην ύστατη θυσία, εκείνη του θεανθρώπου, όμως έτσι ακριβώς παρέδωσε την υποβαθμισμένη ύπαρξη στον βέβηλο κόσμο: ο νόμος του Μωυσή καταργείται, αλλά τόσο στον Καίσαρα όσο και στο θεό αποδίδονται αυτά που τους ανήκουν. Η κοσμική εξουσία επιβεβαιώνεται ή καταλαμβάνεται, η χριστιανική πρακτική ασκείται ως υπηρεσία σωτηρίας βάσει επαγγελματικής άδειας. Η υπέρβαση της αυτοσυντήρησης μέσω της μίμησης του Χριστού γίνεται επιταγή. Η αυτοθυσιαζόμενη αγάπη απεκδύεται την αφέλεια, χωρίζεται από τη φυσική αγάπη και λογίζεται ως άξια προσφορά. Η διαμεσολαβημένη από την επίγνωση της σωτηρίας αγάπη παρουσιάζεται εντούτοις ως η άμεση αγάπη, στην οποία φύση και υπερφύση εμφανίζονται ως συμφιλιωμένες. Εδώ έγκειται η αναλήθειά της: στην απατηλά καταφατική νοηματοδότηση της αυτεπιλησμοσύνης.
Η νοηματοδότηση είναι απατηλή, διότι η εκκλησία ζει μεν από το γεγονός ότι οι άνθρωποι βλέπουν το δρόμο της λύτρωσης στην τήρηση της διδασκαλίας της, είτε αυτή ζητεί έργα όπως η καθολική είτε την πίστη όπως η προτεσταντική εκδοχή, αλλά παραταύτα δεν μπορεί να εγγυηθεί το στόχο. Η μη δεσμευτικότητα της ιερατικής επαγγελίας της σωτηρίας, αυτό το ιουδαϊκό και αρνητικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας, που σχετικοποιεί τη μαγεία και τελικά την ίδια την εκκλησία, αποπέμπεται σιωπηρά από τον απλοϊκό πιοτό, για τον οποίο ο χριστιανισμός, ο υπερφυσικισμός, γίνεται μαγικό τελετουργικό, φυσική θρησκεία(θρησκεία των «πρωτόγονων» λαών, όπου οι θεότητες είναι δυνάμεις στενά συνδεδεμένες με τα φυσικά φαινόμενα. Υπερφυσικισμός: πίστη σε καθοριστικές υπερφυσικές δυνάμεις). Πιστεύει μόνο ξεχνώντας την πίστη του. Υποβάλλει στον εαυτό του την ιδέα ότι διαθέτει γνώση και βεβαιότητα, όπως οι αστρολόγοι και οι πνευματιστές. Αυτά δεν είναι κατ’ ανάγκη το χειρότερο σε σύγκριση με την εκπνευματισμένη θεολογία. Η Ιταλίδα γριούλα η οποία στην αφελή της πίστη ανάβει ένα κερί στον άγιο Τζενάρο για τον εγγονό της που τον πήραν στον πόλεμο μπορεί να βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι οι παπάδες και οι πρωθιερείς, που, απαλλαγμένοι από την ειδωλολατρία, αγιάζουν τα όπλα, απέναντι στα οποία ο άγιος Τζενάρο είναι ανίσχυρος. Για τους απλοϊκούς όμως η ίδια η θρησκεία γίνεται υποκατάστατο θρησκείας. Μια τέτοια υποψία συνόδευε το χριστιανισμό από τα πρώτα του βήματα, αλλά μόνοι οι παράδοξοι χριστιανοί, οι αντιεπίσημοι, από τον Πασκάλ, τον Λέσινγκ και τον Κίρκεγκαρντ ώς τον Μπαρτ (Karl Barth: Ελβετός μεταρρυθμιστής, θεολόγος και σοσιαλιστής που διώχθηκε από το ναζιστικό καθεστώς), την έκαναν αφετηρία της θεολογίας τους. Με μια τέτοια επίγνωση δεν ήταν μόνο ριζοσπάστες, αλλά και ανεκτικοί. Οι άλλοι όμως, οι οποίοι την απωθούσαν και με τύψεις προσπαθούσαν να υποβάλουν στον εαυτό τους την ιδέα ότι ο χριστιανισμός αποτελεί ασφαλές κτήμα τους, έπρεπε να επιβεβαιώνουν την αιώνια σωτηρία τους μέσα από την επίγεια συμφορά εκείνων που δεν θυσίαζαν τυφλά τον Λόγο. Αυτή είναι η θρησκευτική προέλευση του αντισημιτισμού. Οι οπαδοί της πατρικής θρησκείας μισούνται από εκείνους του υιού ως αυτοί που τα ξέρουν καλύτερα. Είναι η εχθρότητα του σκληρυνόμενου στη μορφή της σωτηρίας πνεύματος εναντίον του πνεύματος. Το σκάνδαλο για τους χριστιανούς εχθρούς των Εβραίων είναι η αλήθεια που αντέχει στη συμφορά χωρίς να την εκλογικεύει και που εμμένει στην ιδέα της άκοπης μακαριότητας εναντιωνόμενη στην πορεία του κόσμου και στη σωτήρια τάξη πραγμάτων, οι οποίες υποτίθεται ότι την εξασφαλίζουν. Ο αντισημιτισμός ανέλαβε να επιβεβαιώσει ότι η τελετουργία της πίστης και της ιστορίας έχει το δίκαιο με το μέρος της, γι’ αυτά τη στρέφει εναντίον εκείνων που αρνούνται να της δώσουν δίκαιο.
V
«Δεν μπορώ να σε υποφέρω — αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάς», λέει ο Ζίγκφριντ στον Μίμε (μυθικά πρόσωπα του έπους των Νιμπελούνγκεν, ήρωας ο πρώτος, νάνος ο δεύτερος, ευρύτερα γνωστά από τη σχετική τετραλογία του Βάγκνερ) που επιζητεί την αγάπη του. Η παλαιά απάντηση όλων των αντισημιτών είναι η επίκληση της υπερευαισθησίας. Προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της κοινωνίας από τον αντισημιτισμό είναι η αναγωγή του περιεχομένου της υπερευαισθησίας σε εννοιολογικό επίπεδο, η συνειδητοποίηση της ίδιας του της ανοησίας. Η υπερευαισθησία όμως προσκολλάται στα ειδικά. Ως φυσικό ισχύει το γενικό, αυτό που προσαρμόζεται στο πλέγμα σκοπιμοτήτων της κοινωνίας. Η φύση όμως η οποία δεν έχει διυλισθεί μέσα από τα κανάλια της εννοιολογικής τάξης σε σκόπιμα και χρήσιμα πράγματα, ο οξύς ήχος του κοντυλιού στην πλάκα που διεισδύει στα πάντα, το haut gout (δριμεία γεύση, ιδίως του μαρινάτου κρέατος θηραμάτων) που θυμίζει βρομιά και σαπίλα, ο ιδρώτας που εμφανίζεται στο μέτωπο του φιλόπονου, οτιδήποτε δεν μπορεί να ακολουθήσει την πορεία του πολιτισμού ή δεν τηρεί τις απαγορεύσεις στις οποίες έχει κατασταλάξει η πρόοδος των αιώνων βιώνεται ως κάτι διαπεραστικό που προκαλεί αναγκαστικά τον αποτροπιασμό, την αποστροφή.
Τα μοτίβα που διεγείρουν την υπερευαισθησία θυμίζουν την προέλευση. Ανασταίνουν στιγμές της βιολογικής πρωτοϊστορίας: σήματα κινδύνου, που στον ήχο τους σηκώνονταν οι τρίχες και η καρδιά σταματούσε. Κατά την αντίδραση υπερευαισθησίας μεμονωμένα όργανα αποσπώνται πάλι από τον έλεγχο του υποκειμένου· αυτονομημένα υπακούουν σε βασικά βιολογικά ερεθίσματα. Το εγώ που βιώνει τον εαυτό του σε τέτοιες αντιδράσεις, όπως η ξαφνική ακαμψία του δέρματος, των μυών και των μελών, δεν έχει ωστόσο πλήρη κυριαρχία πάνω τους. Για μερικές στιγμές αυτές επιτελούν την εξομοίωση προς την περιβάλλουσα ακίνητη φύση. Καθώς όμως το κινούμενο πλησιάζει το ακίνητο, η περισσότερο ανεπτυγμένη ζωή την απλή φύση, αλλοτριώνεται ταυτόχρονα από αυτή, διότι η ακίνητη φύση, στην οποία σε στιγμές ύψιστης διέγερσης το ζωντανό ον, όπως η Δάφνη (η νύμφη που μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό), τείνει να μεταμορφωθεί, επιτρέπει μόνο την πιο εξωτερική σχέση, αυτή που αφορά το χώρο. Ο χώρος είναι η απόλυτη αλλοτρίωση. Όπου το ανθρώπινο θέλει να γίνει σαν τη φύση, αμέσως σκληρύνεται απέναντι της. Η προστασία ως τρόμος είναι μια μορφή μιμητισμού (mimicry, αγγλ.mimicry· καμουφλάζ ή προστατευτική εξομοίωση, μορφολογική ή χρωματική, αδύναμων, απροστάτευτων ζώων προς άλλα δυνατότερα ή με διαφορετικό τρόπο προστατευόμενα ζώα). Οι ανθρώπινες αντιδράσεις της ξαφνικής ακαμψίας είναι αρχαϊκά σχήματα της αυτοσυντήρησης: η ζωή πληρώνει το τίμημα για τη συνέχιση της με την εξομοίωση προς το νεκρό.
Την οργανική προσαρμογή προς το άλλο, την κυρίως μιμητική συμπεριφορά, ο πολιτισμός την αντικατέστησε αρχικά, στη μαγική φάση, με τον οργανωμένο χειρισμό της μίμησης (Mimesis) και αργότερα, στο ιστορικό στάδιο με την ορθολογική πρακτική, την εργασία. Η μη ελεγχόμενη μίμηση προγράφεται. Ο άγγελος με την πύρινη ρομφαία, ο οποίος εξώθησε τους ανθρώπους από τον παράδεισο στην τροχιά της τεχνικής προόδου, είναι ο ίδιος το σύμβολο αυτής της προόδου. Η αυστηρότητα με την οποία οι κυρίαρχοι επί χιλιετίες απέκλειαν στους διαδόχους τους καθώς και στις εξουσιαζόμενες μάζες την οπισθοδρόμηση σε μιμητικούς τρόπους ζωής, από τη θρησκευτική απαγόρευση των εικόνων ώς την κοινωνική προγραφή ηθοποιών και τσιγγάνων και την παιδαγωγική που κάνει τα παιδιά να ξεσυνηθίσουν την παιδαριώδη συμπεριφορά, είναι ο όρος ύπαρξης του πολιτισμού. Η κοινωνική και η ατομική αγωγή ενισχύουν τους ανθρώπους στην αντικειμενοποιητική συμπεριφορά των εργαζομένων και τους προφυλάσσει από τον κίνδυνο να παραδοθούν στις διακυμάνσεις της περιβάλλουσας φύσης. Κάθε απόσπαση της προσοχής, στην πραγματικότητα κάθε αφοσίωση, εμπεριέχει μια χροιά μιμητισμού. Στη σκλήρυνση του απέναντι σε αυτόν σφυρηλατήθηκε το εγώ. Με τη συγκρότηση του συντελέσθηκε η μετάβαση από την ανακλαστική μίμηση στην ελεγχόμενη στοχαστική αντανάκλαση. Η σωματική εξομοίωση προς τη φύση αντικαθίσταται από την «αναγνώριση μέσα στην έννοια» (η αναγνώριση του περιεχομένου μιας παράστασης, η ταύτιση αυτού που σκέφτομαι τώρα με αυτό που σκεφτόμουν πριν, καθιστά δυνατή την αναπαραγωγή του σε μια σειρά παραστάσεων, η οποία μαζί με την πρόσληψη είναι απαραίτητος όρος της εμπειρίας (βλέπε Kant, Kritik der reinen Vemunft, Werke, τόμ. IV, Βερολίνο 1968, σελ. 79 κ.ε.), τη σύνοψη των διαφορετικών κάτω από το όμοιο. Το σύνολο των συνθηκών όμως υπό τις οποίες παράγεται η ομοιότητα, η άμεση της μίμησης καθώς και η διαμεσολαβημένη της σύνθεσης, η εξομοίωση προς το πράγμα στην τυφλή πορεία της ζωής καθώς και η σύγκριση μεταξύ εκπραγματισμένων στον επιστημονικό σχηματισμό εννοιών, παραμένει μια κατάσταση τρόμου. Η κοινωνία προεκτείνει μέσα της την απειλητική φύση υπό τη μορφή του διαρκούς, οργανωμένου καταναγκασμού, ο οποίος, αναπαραγόμενος στα υποκείμενα ως συνεπής αυτοσυντήρηση, επιστρέφει στη φύση ως κοινωνική κυριαρχία πάνω σε αυτή. Η επιστήμη είναι επανάληψη, εκλεπτυσμένη σε παρατήρηση της κανονικότητας και διαφυλασσάμενη σε στερεότυπα. Ο μαθηματικός τύπος είναι επαναστροφή εκτελούμενη με συνειδητούς χειρισμούς, όπως ήταν και η μαγική τελετουργία– είναι η πιο μετουσιωμένη άσκηση μιμητισμού. Η τεχνική διενεργεί την προσαρμογή προς το νεκρό στην υπηρεσία της αυτοσυντήρησης όχι πια όπως τη μαγεία μέσω σωματικής απομίμησης της εξωτερικής φύσης, αλλά μέσω αυτοματοποίησης των πνευματικών διαδικασιών, μέσω της μεταμόρφωσης τους σε τυφλές τυποποιημένες ακολουθίες γεγονότων. Με το θρίαμβο της οι ανθρώπινες εκδηλώσεις γίνονται τόσο ευκυβέρνητες όσο και αναγκαστικές. Από την εξομοίωση προς τη φύση δεν απομένει παρά μόνον η σκλήρυνση απέναντι της. Σήμερα ο εκφοβιστικός και προστατευτικός χρωματισμός είναι η τυφλή υποδούλωση της φύσης, η οποία είναι ταυτόσημη με τη διορατική σκοπιμότητα.
Στον αστικό τρόπο παραγωγής η ανεξίτηλη μιμητική κληρονομιά κάθε πρακτικής παραδίδεται στη λήθη. Η ανελέητη απαγόρευση της υποτροπής γίνεται η ίδια απλή συμφορά, η ματαίωση έγινε τόσο πλήρης, που δεν επιτελείται πια συνειδητά. Οι τυφλωμένοι από τον πολιτισμό βιώνουν πλέον τα δικά τους προγραμμένα μιμητικά χαρακτηριστικά μόνο σε μερικές χειρονομίες και συμπεριφορές που τις συναντούν σε άλλους και που στο εξορθολογισμένο περιβάλλον ξεχωρίζουν ως μεμονωμένα υπολείμματα, ως υποτυπώδη φαινόμενα που προκαλούν ντροπή. Αυτό που απωθεί ως κάτι ξένο είναι όντως πάρα πολύ γνώριμο (βλέπε S. Freud, «Das Unheimliche», Gesammelte Werke, τόμ. XII, σελ. 254,259 κ.α.). Πρόκειται για τις μεταδοτικές χειρονομίες της καταπιεζόμενης από τον πολιτισμό αμεσότητας: άγγιγμα, εφαρμοστή επαφή, καταπραϋντική θωπεία, παρακλητική προτροπή. Ενοχλητική είναι σήμερα η αναχρονιστικότητα τέτοιων παρορμήσεων. Φαίνονται σαν να αναμεταφράζουν τις προ πολλού εκπραγματισμένες ανθρώπινες σχέσεις πάλι σε προσωπικές σχέσεις εξουσίας, καθώς επιζητούν να κάμψουν τον αγοραστή με γαλιφιές, τον οφειλέτη με απειλές και τον πιστωτή με παρακάλια. Οδυνηρή εντύπωση προκαλεί τελικά οποιαδήποτε παρόρμηση, ο εκνευρισμός είναι κάτι κατώτερο. Κάθε αχειραγώγητη έκφραση φαίνεται σαν μορφασμός, αυτό που ήταν πάντοτε η χειραγωγημένη — στον κινηματογράφο, στο λιντσάρισμα, στους λόγους του φύρερ. Η απειθάρχητη μιμική όμως είναι το στίγμα της παλαιάς κυριαρχίας, εγχαραγμένο στο ψαχνό των εξουσιαζομένων και βάσει μιας ασυνείδητης μιμητικής διαδικασίας κληρονομούμενο διαμέσου κάθε πρώιμης παιδικής ηλικίας από γενεά σε γενεά, από τον Εβραίο παλαιοπώλη στον τραπεζίτη. Μια τέτοια μιμική προκαλεί οργή, διότι μπροστά στις νέες παραγωγικές σχέσεις φανερώνει τον παλαιό φόβο, που, για να επιβιώσει κανείς σε αυτές, έπρεπε και ο ίδιος να τον ξεχάσει. Το αναγκαστικό στοιχείο, ο θυμός του βασανιστή και του βασανιζομένου, που επανεμφανίζεται αδιαχώριστος στο μορφασμό, κεντρίζει το θυμό του πολιτισμένου. Στην ανίσχυρη φαινομενικότητα απαντά η θανάσιμη πραγματικότητα, στο παιγνίδι η σοβαρότητα.
Ο μορφασμός φαίνεται προσποιητός, διότι, αντί να εκτελεί με σοβαρότητα μια εργασία, προτιμά να εκφράζει τη δυσθυμία. Μοιάζει να αποφεύγει τη σοβαρότητα της ζωής, καθώς την ομολογεί ανεπιφύλακτα: έτσι δεν είναι αυθεντικός. Η έκφραση όμως είναι η οδυνηρή ηχώ μιας υπέρτερης ισχύος, μιας δύναμης που ακούγεται μέσα στο παράπονο. Είναι πάντοτε υπερβολική, όσο ειλικρινής και αν είναι, διότι, όπως κάθε έργο τέχνης, έτσι και κάθε παράπονο μοιάζει να περιέχει ολόκληρο τον κόσμο. Αρμόζουσα είναι μόνον η προσφορά έργου. Αυτή, και όχι η μίμηση, μπορεί να ανακόψει τον πόνο. Η συνέπειά της όμως είναι το ασυγκίνητο πρόσωπο, τελικά δε, στην εκπνοή αυτής της εποχής, το μωρουδίστικο πρόσωπο των ανθρώπων της πρακτικής, των πολιτικών, των παπάδων, των γενικών διευθυντών και των γκάνγκστερ. Η ουρλιαχτή φωνή των φανατικών φασιστών δημαγωγών και τοποτηρητών των στρατοπέδων δείχνει την άλλη πλευρά της ίδιας κοινωνικής κατάστασης πραγμάτων. Το ουρλιαχτό είναι τόσο ψυχρό όσο και η επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτοί απαλλοτριώνουν ακόμη και τον θρηνητικό ήχο της φύσης και τον μεταβάλλουν σε στοιχείο της τεχνικής τους. Το ουρλιαχτό τους είναι για το πογκρόμ ό,τι ο μηχανισμός συναγερμού για τη γερμανική αεροπορική βόμβα: η κραυγή τρόμου που σκορπά τον τρόμο εκβάλλεται με σκηνοθετημένο τρόπο. Από το θρήνο του θύματος, τον πρώτο που κατονόμασε ρητά τη βία, ακόμη και από την απλή λέξη που εννοεί τα θύματα —Γάλλος, Νέγρος, Εβραίος—, αφήνουν τον εαυτό τους σκόπιμα να περιέλθει στην απόγνωση των διωκομένων που δεν μπορούν παρά να χτυπήσουν. Οι ίδιοι είναι το ψεύτικο απείκασμα της μίμησης του τρομαγμένου. Αναπαράγουν το ακόρεστο της εξουσίας μέσα τους, την οποία φοβούνται. Τα πάντα πρέπει να χρησιμοποιούνται, όλα πρέπει να είναι δικά τους. Η ύπαρξη και μόνο του άλλου είναι σκάνδαλο. Όλοι οι άλλοι «επεκτείνονται» και πρέπει να περιορισθούν, να μείνουν μέσα στα όρια του απεριόριστου τρόμου. Όποιος αναζητεί καταφύγιο δεν πρέπει να το βρει. Σε όσους εκφράζουν αυτό που ποθούν μανιωδώς όλοι, την ειρήνη, την πατρίδα, την ελευθερία, στους νομάδες και τους πλανόδιους θαυματοποιούς, δεν αναγνωρίσθηκε ποτέ το δικαίωμα να έχουν δική τους πατρίδα. Ό,τι φοβάται κανείς, του το προξενούν. Ακόμη και η γαλήνη της τελευταίας κατοικίας παραβιάζεται.
Οι δηώσεις των νεκροταφείων δεν είναι παρεκτροπές του αντισημιτισμού, αλλά αυτός ο ίδιος. Οι εκδιωγμένοι αφυπνίζουν αναγκαστικά την επιθυμία για εκδιώξεις. Πάνω στο σημάδι που τους άφησε η βία αναφλέγεται ακατάπαυστα η βία. Πρέπει να εξολοθρευθεί ό,τι θέλει απλώς και μόνο να φυτοζωεί. Στις χαοτικές-κανονικές αντιδράσεις φυγής των κατώτερων ζώων, στα σχήματα της αγελαίας συρροής, στις σπασμωδικές χειρονομίες των μαρτυρούντων βρίσκει την παραστατική έκφραση του ό,τι από την πενιχρή ζωή μολαταύτα δεν εξουσιάζεται εντελώς: η μιμητική παρόρμηση. Στο χαροπάλεμα των πλασμάτων, στον ακρότατο αντίποδα της ελευθερίας, διαφαίνεται ακαταμάχητη η ελευθερία ως ματαιωμένος προορισμός της ύλης. Εναντίον της στρέφεται η υπερευαισθησία, την οποία ο αντισημιτισμός επικαλείται ως κίνητρο του.
Η ψυχική ενέργεια που ο πολιτικός αντισημιτισμός θέτει στην υπηρεσία του είναι μια τέτοια εκλογικευμένη υπερευαισθησία. Όλες οι προφάσεις στις οποίες ο ηγέτης και οι οπαδοί του ομονοούν επιτρέπουν σε αυτούς να ενδίδουν στο δέλεαρ της μίμησης χωρίς ολοφάνερη παραβίαση της αρχής της πραγματικότητας, τρόπον τινά ως έντιμα πρόσωπα. Δεν μπορούν να ανεχθούν τον Εβραίο, και τον μιμούνται αδιάκοπα. Δεν υπάρχει αντισημίτης που να μην είναι στο αίμα του να μιμείται ό,τι θεωρεί εβραϊκό. Πρόκειται πάντοτε για επίσης μιμητικά κρυπτογραφήματα: οι χειρονομίες που επιχειρηματολογούν, ο τραγουδιστός τόνος της φωνής, ο οποίος ανεξάρτητα από το νόημα των κρίσεων ζωγραφίζει μια ζωντανή εικόνα πραγμάτων και συναισθημάτων, η μύτη, το φυσιογνωμικό principium individuationis (η αρχή της ατομοποίησης ή ατομικότητας, της ανάιττυξης και της διαμόρφωσης του ιδιαίτερου και ατομικού μέσα στο γενικό) τρόπον τινά ένα γράμμα ή ψηφίο που γράφει στο πρόσωπο του ατόμου τον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Μέσα στις πολυσήμαντες κλίσεις της οσφρητικής απόλαυσης επιζεί η παλαιά λαχτάρα για τα κάτω, για την άμεση ένωση με την περιβάλλουσα φύση, με τη γη και τη λάσπη. Από όλες τις αισθήσεις η πράξη της όσφρησης, που προσελκύεται χωρίς να αντικειμενοποιεί, μαρτυρεί με τον πιο αισθησιακό τρόπο την παρόρμηση του ανθρώπου να χαθεί μέσα στο άλλο και να εξομοιωθεί με αυτό. Γι’ αυτό η όσφρηση, ως αισθητήρια αντίληψη, και η οσμή, ως αντιληπτή μυρωδιά —στην πράξη γίνονται ένα— είναι περισσότερο έκφραση απ’ ό,τι άλλες αισθήσεις. Στην όραση μένει κανείς αυτός που είναι, στην όσφρηση απορροφάται. Έτσι στον πολιτισμό η οσμή θεωρείται ντροπή, σημάδι χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, κατώτερων φυλών και μη ευγενών ζώων. Στον πολιτισμένο επιτρέπεται να παραδίδεται σε τέτοιες απολαύσεις μόνον όταν η αναστολή της απαγόρευσης εκλογικεύεται ως εξυπηρέτηση όντως ή δήθεν πρακτικών σκοπών. Μπορεί κανείς να παραδίδεται σε μια προγραμμένη παρόρμηση, όταν δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό αποβλέπει στην εκρίζωση της. Είναι το φαινόμενο του αστείου ή της εύθυμης ανοησίας, που αποτελεί την άθλια παρωδία της εκπλήρωσης. Ως περιφρονημένη και αυτοπεριφρονοΰμενη η μιμητική λειτουργία απολαμβάνεται με κακεντρέχεια. Όποιος μυρίζεται αναθυμιάσεις προκειμένου να τις εξαφανίσει, «άσχημες» αναθυμιάσεις, μπορεί να μιμείται κατά βούληση τη ρινηλασία, η οποία βρίσκει στην οσμή τη μη εκλογικευμένη ευχαρίστηση της. Ο πολιτισμένος εγκρίνει την απαγορευμένη παρόρμηση απολυμαίνοντάς τη μέσω της απόλυτης ταύτισης του με την απαγορεύουσα αρχή. Μόλις αυτή περάσει το κατώφλι, αρχίζει το γέλιο. Αυτό είναι το σχήμα του αντισημιτικού τρόπου αντίδρασης. Για να γιορτάσουν τη στιγμή της αυταρχικής έγκρισης του απαγορευμένου συγκεντρώνονται οι αντισημίτες, μόνο αυτή η στιγμή τους κάνει συλλογικό σώμα, αυτή συγκροτεί την κοινότητα των ομοειδών. Ο πάταγος τους είναι το οργανωμένο γέλιο. Όσο πιο τρομακτικές είναι οι κατηγορίες και οι απειλές, άσο μεγαλύτερος ο θυμός, τόσο πιο επιβεβλημένος είναι και ο χλευασμός. Θυμός, χλευασμός και φαρμακωμένη μίμηση είναι κατά βάθος το ίδιο. Το νόημα της φασιστικής τυπολατρίας, της τελετουργικής πειθαρχίας, των στολών και ολόκληρου του φαινομενικά ανορθολογικού μηχανισμού είναι να καθιστά δυνατή τη μιμητική συμπεριφορά. Τα επινοημένα σύμβολα, τα οποία προσιδιάζουν σε κάθε αντεπαναστατικό κίνημα, οι νεκροκεφαλές και τα κουκουλώματα, η βάρβαρη τυμπανοκρουσία, η μονότονη επανάληψη λέξεων και χειρονομιών είναι επίσης οργανωμένη απομίμηση μαγικών πρακτικών, η μίμηση της μίμησης. Ο φύρερ με το θεατρινίστικο πρόσωπο και το χάρισμα της σκηνοθετήσιμης υστερίας σέρνει το χορό. Στην παράσταση του εκτελείται αντιπροσωπευτικά και εικονιστικά ό,τι στην πραγματική ζωή όλων είναι απαγορευμένο. Ο Χίτλερ μπορεί να χειρονομεί σαν παλιάτσος, ο Μουσολίνι να τολμά παραφωνίες σαν τενόρος της επαρχίας, ο Γκέμπελς να μιλάει με την ευχέρεια του Εβραίου εμπορικού πράκτορα τον οποίο συνιστά να δολοφονήσουν, ο Κόφλιν (Charles Edward Coughlin, καθολικός ιερέας, δημαγωγός του αντισημιτισμού, γνωστός τότε από τα κηρύγματα του στο ραδιόφωνο)να κηρύσσει την αγάπη όπως ο Σωτήρας, τη σταύρωση του οποίου παριστάνει, για να μην πάψει ποτέ η αιματοχυσία. Ο φασισμός είναι ολοκληρωτικός ακόμη και καθόσον επιζητεί να αξιοποιήσει άμεσα υπέρ της κυριαρχίας την εξέγερση της καταπιεσμένης φύσης εναντίον της κυριαρχίας.
Αυτός ο μηχανισμός χρειάζεται τους Εβραίους. Η τεχνητά αυξημένη ορατότητα τους ενεργεί πάνω στον νόμιμο γιο του μη εβραϊκού πολιτισμού τρόπον τινά σαν μαγνητικό πεδίο. Καθώς ο ριζωμένος διακρίνει στη διαφορά του από τον Εβραίο την ομοιότητα, το ανθρώπινο, διεγείρεται μέσα του εξ επαγωγής το αίσθημα της αντίθεσης, της ξενικότητας. Οι προγραμμένες, οι αντιβαίνουσες στον κυρίαρχο τρόπο εργασίας παρορμήσεις μετατρέπονται έτσι σε κομφορμιστικές υπερευαισθησίες. Η οικονομική θέση των Εβραίων, των τελευταίων απατημένων απατεώνων της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού, δεν είναι ικανή προστασία από την τρόπον τινά αλλεργική υπερευαισθησία. Όντας τόσο κατάλληλοι για την παραγωγή εκείνων των ψυχικών ρευμάτων εξ επαγωγής, προσφέρονται χωρίς βούληση για τέτοιες λειτουργίες. Μοιράζονται την τύχη της εξεγειρόμενης φύσης, στη θέση της οποίας τους τοποθετεί ο φασισμός: χρησιμοποιούνται τυφλά και με οξυδέρκεια. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι Εβραίοι ως άτομα φέρουν ακόμη πράγματι εκείνα τα μιμητικά χαρακτηριστικά που προκαλούν την κακοήθη νόσο ή αν αυτά είναι κάθε φορά υποβολιμαία. Μόλις οι κάτοχοι της οικονομικής εξουσίας ξεπερνούν το φόβο τους όσον αφορά την τοποθέτηση φασιστών ως διαχειριστών της πολιτικής, η αρμονία της κοινότητας του λαού σε αντιδιαστολή προς τους Εβραίους εγκαθίσταται αυτόματα. Εγκαταλείπονται από την κυριαρχία, όταν αυτή λόγω της προϊούσας αλλοτρίωσης της από τη φύση έχει μετατραπεί πάλι σε απλή φύση. Στους Εβραίους επιρρίπτεται συλλήβδην η κατηγορία της απαγορευμένης μαγείας, του αιματηρού τελετουργικού. Έπρεπε πρώτα να μεταμφιεσθεί σε κατηγορία η λανθάνουσα όρεξη των αυτοχθόνων για επιστροφή στη μιμητική πρακτική της θυσίας για να νεκραναστηθεί στη συνείδηση τους. Μόλις ολόκληρη η φρίκη της προϊστορίας, που ξεπεράστηκε στην πορεία του πολιτισμού, έχει αποκατασταθεί ως ορθολογικό συμφέρον προβαλλόμενη πάνω στους Εβραίους, τίποτε πια δεν τη σταματά. Μπορεί να εκτελεσθεί πραγματικά, και η εκτέλεση του κακού ξεπερνάει και το κακό περιεχόμενο της προβολής. Οι εθνικολαϊκές φαντασιώσεις για εβραϊκά εγκλήματα, παιδοκτονίες και σαδιστικά έκτροπα, για τη δηλητηρίαση του λαϊκού σώματος και τη διεθνή συνωμοσία, ορίζουν ακριβώς το αντισημιτικό όνειρο και υστερούν σε σύγκριση με την εκπλήρωση του. Μόλις φθάσουν σε αυτό το σημείο, η λέξη Εβραίος και μόνον εμφανίζεται σαν αιματηρός μορφασμός, την απεικόνιση του οποίου ξεδιπλώνει η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό — νεκροκεφαλή και σταυρός μέσα στον τροχό του μαρτυρίου μαζί· το γεγονός ότι κάποιος λέγεται Εβραίος ενεργεί σαν προτροπή να του προξενήσουν ό,τι χρειάζεται για να μοιάσει με την εικόνα.
Ο πολιτισμός είναι εκείνη η νίκη της κοινωνίας πάνω στη φύση που μεταμορφώνει τα πάντα σε απλή φύση. Οι ίδιοι οι Εβραίοι συμμετείχαν σε αυτή την πορεία διαμέσου των χιλιετιών τόσο με το διαφωτισμό όσο και με τον κυνισμό. ‘Οντας η πιο παλαιά επιζώσα πατριαρχία, η ενσάρκωση του μονοθεϊσμού, μετέτρεψαν τα ταμπού σε εκπολιτιστικούς κανόνες, όταν οι άλλοι παρέμεναν ακόμη στη μαγεία. Όλα έδειχναν ότι οι Εβραίοι είχαν καταφέρει αυτό που ο χριστιανισμός μάταια προσπαθούσε: την καθαίρεση της μαγείας χάρη στην ίδια της τη δύναμη, που ως θεία λειτουργία στρέφεται κατά του εαυτού της. Δεν ξερίζωσαν την εξομοίωση προς τη φύση, αλλά μάλλον την ξεπέρασαν διαφυλάσσοντας τη στα καθαρά καθήκοντα της τελετουργίας. Με αυτόν τον τρόπο τη διατήρησαν συμφιλιωτικά στη μνήμη τους χωρίς να ξαναπέσουν στη μυθολογία μέσω συμβόλων. Γι’ αυτό ο προηγμένος πολιτισμός τους θεωρεί οπισθοδρομικούς και πάρα πολύ προηγμένους, όμοιους και ανόμοιους, έξυπνους και κουτούς. Κρίνονται ένοχοι για ό,τι ως πρώτοι αστοί έσπασαν πρώτοι: την τάση να αποπλανώνται από τα κατώτερα πράγματα, την επιρρέπεια προς το ζώο και τη γη, την εικονολατρία. Επειδή έχουν εφεύρει την έννοια koscher (αγνό, καθαρό φαγητό συμφωνά με τις θρησκευτικές προδιαγραφές των Εβραίων) διώκονται σαν να ήταν γουρούνια. Οι αντισημίτες γίνονται εκτελεστές της Παλαιάς Διαθήκης: φροντίζουν ώστε οι Εβραίοι, που έφαγαν τον καρπό από το δέντρο της γνώσης, να γίνουν χώμα.
VI
Ο αντισημιτισμός βασίζεται σε μια εσφαλμένη προβολή. Αυτή είναι το αντίθετο της αυθεντικής μίμησης, βαθύτατα συγγενική της απωθημένης, ίσως μάλιστα το παθολογικό χαρακτηρολογικό γνώρισμα στο οποίο η τελευταία κατασταλάζει. Αν μίμηση σημαίνει εξομοίωση του ατόμου προς τον περιβάλλοντα κόσμο, η εσφαλμένη προβολή εξομοιώνει το περιβάλλον προς το ίδιο το άτομο. Αν για την πρώτη το έξω είναι το μοντέλο προς το οποίο έρχεται να αρμόσει το μέσα, αν έτσι το ξένο μετατρέπεται σε γνώριμο, στη δεύτερη περίπτωση το ετοιμοκίνητο μέσα μεταφέρεται εντός του έξω και έτσι σφραγίζεται ακόμη και το πιο οικείο ως εχθρός. Παρορμήσεις οι οποίες δεν εγκρίνονται από το υποκείμενο ως δικές του, ενώ ανήκουν σε αυτό, αποδίδονται στο αντικείμενο: στο προβλεπόμενο θύμα. Ο κοινός παρανοϊκός δεν το διαλέγει ελευθέρα, η επιλογή υπακούει στους νόμους της ασθένειας του. Στο φασισμό αυτή η συμπεριφορά αποφασίζεται πολιτικά, το αντικείμενο της ασθένειας προσδιορίζεται με ρεαλιστικά κριτήρια, το παρανοϊκό σύστημα μετατρέπεται σε λογικό κανόνα μέσα στον κόσμο, η απόκλιση από αυτό σε νεύρωση. Ο μηχανισμός τον οποίο χρησιμοποιείτο ολοκληρωτικό σύστημα είναι τόσο παλαιός όσο ο πολιτισμός. Οι ίδιες σεξουαλικές παρορμήσεις τις οποίες το ανθρώπινο γένος καταπίεζε κατάφεραν να επιζήσουν και να επιβάλουν την παρουσία τους τόσο στα άτομα όσο και στους λαούς μέσω της φαντασιακής μεταμόρφωσης του περιβάλλοντος κόσμου σε διαβολικό σύστημα. Ο τυφλά αιμοχαρής έβλεπε πάντοτε στο θύμα το διώκτη ο οποίος τον έφερνε σε απεγνωσμένη κατάσταση άμυνας, και τα πιο ισχυρά βασίλεια αισθάνονταν και τον πιο ανίσχυρο γείτονα ως αφόρητη απειλή προτού επιδράμουν εναντίον του. Η εκλογίκευση ήταν πρόσχημα και ταυτόχρονα αναγκαστική. Αυτός που έχει επιλεγεί ως εχθρός γίνεται ήδη αντιληπτός ως εχθρός. Η διαταραχή προέρχεται από την ανικανότητα του υποκειμένου να ξεχωρίσει στο υλικό της προβολής το δικό του και το ξένο μερίδιο. Υπό μία έννοια κάθε αισθητήρια αντίληψη είναι προβολή. Η προβολή εντυπώσεων των αισθήσεων είναι μια κληρονομιά της ζωικής προϊστορίας του ανθρώπου, ένας μηχανισμός για τους σκοπούς της προστασίας και της τροφής, προεκτεταμένο όργανο της ετοιμότητας για αγώνα, με την οποία τα ανώτερα είδη, με ή χωρίς ευχαρίστηση, αντιδρούσαν σε κινήσεις, ανεξάρτητα από την πρόθεση του αντικειμένου. Η προβολή είναι αυτοματοποιημένη στον άνθρωπο, όπως και άλλες επιθετικές και προστατευτικές λειτουργίες που έγιναν αναγκαστικά. Ο αντικειμενικός του κόσμος συγκροτείται έτσι ως προϊόν εκείνης «της κρυφής τέχνης στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, τους πραγματικούς χειρισμούς της οποίας θα είναι δύσκολο να μας αφήσει ποτέ η φύση να τους μαντέψουμε και να τους δούμε μπροστά μας ακάλυπτους». Το σύστημα των πραγμάτων, το σταθερό σύμπαν του οποίου η επιστήμη αποτελεί μόνο την αφηρημένη έκφραση, είναι, αν εφαρμόσει κανείς την καντιανή γνωσιοκριτική στην ανθρωπολογία, το ασυνείδητα πραγματοποιηθέν προϊόν του ζωικού εργαλείου στον αγώνα για τη ζωή, αυτής της αυτόματης προβολής. Στην ανθρώπινη κοινωνία όμως, όπου με την εξελικτική ανάδυση του ατόμου διαφοροποιείται η συναισθηματική όπως και η διανοητική ζωή, το μεμονωμένο άτομο χρειάζεται τον αυξανόμενο έλεγχο της προβολής· πρέπει να μάθει να την εκλεπτύνει και ταυτόχρονα να την αναστέλλει. Καθώς κάτω από την οικονομική πίεση μαθαίνει να διακρίνει ανάμεσα σε ξένες και δικές του σκέψεις και συναισθήματα, δημιουργείται η διαφορά μεταξύ του έξω και του μέσα, η δυνατότητα αποστασιοποίησης και ταύτισης, η αυτοσυνείδηση και η ηθική συνείδηση. Για να γίνει κατανοητή η ελεγχόμενη προβολή και ο εκφυλισμός της σε εσφαλμένη, που ανήκει στην ουσία του αντισημιτισμού, απαιτούνται ακριβέστεροι συλλογισμοί. Η φυσιολογική διδασκαλία περί αντίληψης, η οποία μετά τον Καντ περιφρονήθηκε από τους φιλοσόφους ως απλοϊκά ρεαλιστική και ως φαύλος κύκλος, εξηγεί τον κόσμο της αντίληψης ως την καθοδηγούμενη από τη διάνοια αντανάκλαση των δεδομένων που ο εγκέφαλος δέχεται από τα πραγματικά αντικείμενα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η διάταξη των προσλαμβανόμενων σημειακών ενδείξεων, των εντυπώσεων, είναι λειτουργία του νου. Όσο και αν επιμένουν οι ψυχολόγοι της Gestalt ότι η φυσιολογική ουσία δεν δέχεται απλώς και μόνο σημεία, αλλά ήδη δομές, ο Σοπενχάουερ και ο Χέλμχολτς, παρά τον φαύλο κύκλο, και μάλιστα ακριβώς λόγω αυτού, ήξεραν εντούτοις περισσότερα για την πολύπλοκη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου απ’ ό,τι αναγνωρίζουν οι επίσημοι εκπρόσωποι της σχολής, τόσο της νεοψυχολογικής όσο και της νεοκαντιανής: η αντιληπτική εικόνα περιέχει πράγματι έννοιες και κρίσεις. Ανάμεσα στο αληθινό αντικείμενο και τα αναμφισβήτητα δεδομένα των αισθήσεων, μεταξύ του μέσα και του έξω, χάσκει μια άβυσσος, την οποία το υποκείμενο πρέπει να γεφυρώσει με δική του ευθύνη. Για να καθρεφτίσει το πράγμα όπως είναι, το υποκείμενο πρέπει να του δώσει πίσω περισσότερα από όσα παίρνει από αυτό. Το υποκείμενο επαναλαμβάνει τη δημιουργία του κόσμου που είναι έξω από αυτό χρησιμοποιώντας τα ίχνη που αυτός αφήνει στις αισθήσεις του: την ενότητα του πράγματος στις πολύμορφες ιδιότητες και καταστάσεις του· και επιστρέφοντας στον εαυτό του συγκροτεί με αυτά το εγώ, καθώς μαθαίνει να προσδίδει συνθετική ενότητα όχι μόνο στις εξωτερικές, αλλά και στις εσωτερικές εντυπώσεις, οι οποίες βαθμιαία αποχωρίζονται από αυτές. Το ένα και το αυτό εγώ είναι το πιο όψιμο σταθερό προϊόν της προβολής. Σε μια διαδικασία που ιστορικά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με ανεπτυγμένες τις δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογικής σύστασης, το εγώ εξελίχθηκε ως ενιαία και ταυτόχρονα εκκεντρική λειτουργία. Και ως αυτοτελώς αντικειμενοποιημένο δεν είναι βέβαια παρά μόνον ό,τι σημαίνει γι’ αυτό ο κόσμος των αντικειμένων. Τίποτε άλλο εκτός από την τρυφερότητα και τον πλούτο του εξωτερικού κόσμου της αντίληψης δεν συνιστά το εσωτερικό βάθος του υποκειμένου. Μόλις διακοπεί αυτή η διαπλοκή, το εγώ παγώνει. Αν εξαντλείται, θετικιστικά, στην καταγραφή των δεδομένων χωρίς το ίδιο να δίνει, τότε συρρικνώνεται σε σημείο, και αν σχεδιάζει, ιδεαλιστικά, τον κόσμο μέσα από την αθεμελίωτη αρχή του εαυτού του, τότε εξαντλείται σε άκαμπτη επανάληψη. Και τις δύο φορές παραδίδει το πνεύμα του. Μόνο στη διαμεσολάβηση, κατά την οποία το μηδαμινό δεδομένο των αισθήσεων κάνει τη σκέψη να αναπτύξει ολόκληρη την παραγωγικότητα για την οποία αυτή είναι ικανή και από την άλλη μεριά η σκέψη αφοσιώνεται ανεπιφύλακτα στην πανίσχυση εντύπωση, ξεπερνιέται η άρρωστη μοναξιά που διέπει ολόκληρη τη φύση. Η δυνατότητα συμφιλίωσης δεν αναφαίνεται στην απρόσβλητη από τη σκέψη βεβαιότητα ούτε στην προεννοιολογική ενότητα αντίληψης και αντικειμένου, αλλά στη στοχαστικά μελετημένη αντίθεση τους. Η διάκριση συμβαίνει μέσα στο υποκείμενο, το οποίο έχει τον εξωτερικό κόσμο μέσα στη συνείδηση του και εντούτοις τον γνωρίζει ως κάτι διαφορετικό. Γι’ αυτό ο στοχασμός, η ζωή του Λόγου, συντελείται ως συνειδητή προβολή.
Η νοσηρότητα του αντισημιτισμού δεν συνίσταται στην προβάλλουσα συμπεριφορά ως τέτοια, αλλά στην απώλεια του στοχασμού από την προβολή. Καθώς το υποκείμενο δεν είναι σε θέση να αποδώσει στο αντικείμενο ό,τι δέχθηκε από αυτό, δεν γίνεται πλουσιότερο, αλλά φτωχότερο. Χάνει τον αναστοχασμό και προς τις δυο κατευθύνσεις: μη στοχαζόμενο πια το αντικείμενο, δεν στοχάζεται ούτε τον εαυτό του και έτσι χάνει την ικανότητα διάκρισης. Αντί να ακούσει τη φωνή της συνείδησης του, ακούει φωνές· αντί να κοιτάξει μετανιωμένο μέσα του, για να καταγράψει στο πρωτόκολλο τη δική του αρχομανία, αποδίδει σε άλλους τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών. Παραφουσκώνει και ταυτόχρονα ατροφεί. Δανειοδοτεί απεριόριστα τον εξωτερικό κόσμο με αυτό που βρίσκεται μέσα του· αυτό όμως με το οποίο τον δανειοδοτεί είναι το εντελώς ασήμαντο, το υπερδιογκωμένο σκέτο μέσον, οι σχέσεις, οι μηχανορραφίες, η ζοφερή πρακτική χωρίς την προοπτική της σκέψης. Η ίδια η κυριαρχία, η οποία, ακόμη και ως απόλυτη, συμφωνά με το νόημα της είναι απλώς μέσον, στην ακατάσχετη προβολή γίνεται ταυτόχρονα σκοπός του ίδιου του ατόμου και των άλλων, σκοπός εν γένει. Στην αρρώστια του ατόμου ο οξυμένος διανοητικός μηχανισμός του ανθρώπου ενεργεί κατά των ανθρώπων πάλι σαν το τυφλό εργαλείο του εχθρού στη ζωική προϊστορία, που σαν τέτοιο ποτέ δεν έπαψε να λειτουργεί στον αγώνα του ανθρώπινου γένους εναντίον ολόκληρης της υπόλοιπης φύσης. ‘Οπως από την άνοδο του το είδος άνθρωπος εμφανίζεται απέναντι στα άλλα είδη, ως η ανωτάτη και συνεπώς η πιο τρομακτική δύναμη εξόντωσης στην ιστορία της εξέλιξης, όπως μέσα στην ανθρωπότητα οι πιο προοδευμένες φυλές συμπεριφέρονται απέναντι στις πιο πρωτόγονες και οι τεχνικά καλύτερα εξοπλισμένοι λαοί απέναντι στους πιο αργούς, έτσι παρουσιάζεται το άρρωστο άτομο, απέναντι στο άλλο άτομο, τόσο στη μεγαλομανία όσο και στη μανία καταδίωξης. Και στις δύο περιπτώσεις το υποκείμενο βρίσκεται στο κέντρο, ενώ ο κόσμος είναι απλώς μια αφορμή για την παράνοια του και γίνεται η ανίσχυρη ή παντοδύναμη ενσάρκωση των στοιχείων που προβάλλονται πάνω του. Η αντίσταση για την οποία ο παρανοϊκός παραπονιέται αδιακρίτως σε κάθε βήμα του είναι συνέπεια της μη αντίστασης, του κενού που παράγει γύρω του σβήνοντας τρόπον τινά τα φώτα. Δεν μπορεί να σταματήσει. Η ιδέα, όταν δεν βρίσκει σταθερό έρεισμα στην πραγματικότητα, επιμένει και γίνεται έμμονη.
Ο παρανοϊκός, αντιλαμβανόμενος τον εξωτερικό κόσμο μόνο σε ανταπόκριση προς τους τυφλούς σκοπούς του, δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του, που αλλοτριώθηκε σε αφηρημένη μανία. Το γυμνό σχήμα της εξουσίας ως τέτοιας, εξίσου επιβλητικό έναντι άλλων όσο και έναντι του προσωπικού εγώ, που βρίσκεται σε ρήξη με τον εαυτό του, αδράχνει ό,τι του προσφέρεται και αδιαφορώντας για την ιδιαιτερότητα του το εντάσσει στον μυθικό ιστό του. Η κλειστή μορφή του πάντοτε-ίδιου γίνεται υποκατάστατο της παντοδυναμίας. Λες και το φίδι που είχε πει στους πρωτόπλαστους: καί έσεσθε ώς θεοί, στην περίπτωση του παρανοϊκού πραγματοποίησε την υπόσχεση του. Αυτός πλάθει τους πάντες κατ’ εικόνα και ομοίωση. Φαίνεται να μη χρειάζεται κανέναν ζωντανό, ωστόσο απαιτεί να τον υπηρετούν όλοι. Η θέληση του διαπερνά το σύμπαν, τίποτε δεν επιτρέπεται να μένει χωρίς σχέση προς αυτόν. Τα συστήματα του δεν έχουν κενά. Ως αστρολόγος προικίζει τα άστρα με δυνάμεις που επιφέρουν την καταστροφή του αμέριμνου, είτε του ξένου εγώ στο προκλινικό στάδιο είτε του δικού του στο κλινικό. Ως φιλόσοφος κάνει την παγκόσμια ιστορία εκτελέστρια αναπόδραστων καταστροφών και συντελειών. Ως πλήρως παρανοϊκός ή απόλυτα ορθολογικός εξοντώνει τον σημαδεμένο με την ατομική τρομοκρατική πράξη ή με την καλομελετημένη στρατηγική της εξολόθρευσης. Έτσι έχει επιτυχία. Όπως οι γυναίκες λατρεύουν τον ασυγκίνητο παρανοειδή άντρα, έτσι και οι λαοί γονατίζουν μπροστά στον ολοκληρωτικό φασισμό. Το παρανοϊκό στοιχείο των ίδιων των αφοσιωνόμενων συγκινείται από τον παρανοϊκό ως κακό δαίμονα, ο φόβος τους ενώπιον της συνείδησης αντιδρά θετικά στην ασυνειδησία, την οποία ευγνωμονούν. Ακολουθούν αυτόν που τις προσπερνά χωρίς να τις κοιτάζει, αυτόν που δεν τις αντιλαμβάνεται ως υποκείμενα, αλλά τις παραδίδει στην υπηρεσία των πολλών σκοπών. Μαζί με όλον τον κόσμο αυτές οι γυναίκες έχουν κάνει θρησκεία τους την κατοχή μεγάλων και μικρών θέσεων εξουσίας και έχουν γίνει όπως τις χαρακτηρίζει η κοινωνία: κακά πράγματα. Έτσι η ματιά που τους θυμίζει την ελευθερία πρέπει να τις πλήττει σαν το βλέμμα του πολύ απλοϊκού αποπλανητή. Ο κόσμος τους είναι αντεστραμμένος. Ταυτόχρονα όμως ξέρουν, όπως οι παλαιοί θεοί που απέφευγαν τη ματιά των πιστών τους, ότι πίσω από το πέπλο κατοικούν νεκροί. Η μη παρανοϊκή ή εμπιστευτική ματιά ανασύρει στη μνήμη τους το πνεύμα που μέσα τους έχει απονεκρωθεί, διότι έξω δεν βλέπουν παρά μόνο τα ψυχρά μέσα της αυτοσυντήρησης τους. Τέτοια επαφή προκαλεί μεσάτους αιδώ και οργή. Ο τρελός όμως δεν τις αγγίζει, ακόμη και όταν τις κοιτάξει κατάματα όπως ο ηγέτης. Απλώς τις φλογίζει. Το παροιμιώδες κοίταγμα στα μάτια δεν διαφυλάσσει την ατομικότητα όπως το ελεύθερο βλέμμα, διότι καθηλώνει. Δεσμεύει τους άλλους σε μια μονόπλευρη πίστη, καθώς τους παραπέμπει στα χωρίς παράθυρα μοναδολογικά οχυρά του προσώπου τους. Δεν αφυπνίζει τη συνείδηση, αλλά ζητεί προκαταβολικά ευθύνες. Η διαπεραστική και η παραβλέπουσα ματιά, η υπνωτιστική και η αδιαφορούσα, είναι του ιδίου τύπου· και στις δύο το υποκείμενο εξαλείφεται. Επειδή από τέτοιου είδους ματιές λείπει ο στοχασμός, οι αστόχαστοι ηλεκτρίζονται από αυτές. Και προδίδονται: οι γυναίκες πετιούνται στο δρόμο, το έθνος κατακαίγεται. Έτσι ο ερμητικά κλειστός παραμένει μια γελοιογραφία της θεϊκής εξουσίας. Όπως η ηγεμονική χειρονομία του δεν στηρίζεται σε καμιά δημιουργική δύναμη στην πραγματικότητα, έτσι του λείπουν, όπως και του διαβόλου, οι ιδιότητες της αρχής που σφετερίζεται: η μη επιλήσμων αγάπη και η ήρεμη ελευθερία. Είναι κακός, ψυχαναγκαστικά κινούμενος και τόσο αδύνατος όσο η δύναμη του. Όπως λένε ότι η θεϊκή παντοδυναμία τραβάει προς το μέρος της τα πλάσματα, έτσι και η σατανική, η κατά φαντασίαν παντοδυναμία έλκει τα πάντα μέσα στην αδυναμία της. Αυτό είναι το μυστικό της κυριαρχίας της. Ο ψυχαναγκαστικά προβάλλων εαυτός δεν μπορεί να προβάλει παρά μόνο τη δική του δυστυχία, από την ενύπαρκτη βάση της οποίας είναι όμως αποκομμένος, καθώς δεν στοχάζεται. Γι’ αυτό τα προϊόντα της εσφαλμένης προβολής, τα στερεότυπα σχήματα της σκέψης και της πραγματικότητας είναι μορφώματα της συμφοράς. Για το εγώ που βουλιάζει στην κενή νοήματος άβυσσο του εαυτού του τα αντικείμενα μετατρέπονται σε αλληγορίες της καταστροφής, στις οποίες κρύβεται το νόημα της δικής του πτώσης.
Η ψυχαναλυτική θεωρία διέκρινε ως ουσία της παθολογικής προβολής τη μεταβίβαση κοινωνικά προγραμμένων παρορμήσεων του υποκειμένου στο αντικείμενο. Υπό την πίεση του Υπερεγώ το Εγώ προβάλλει τις επιθετικές ορέξεις, οι οποίες ορμώνται από το Αυτό και λόγω της ισχύος τους είναι επικίνδυνες και για το ίδιο, ως κακές προθέσεις στον εξωτερικό κόσμο και έτσι καταφέρνει να τις ξεφορτωθεί ως αντιδράσεις προς τα έξω, είτε στη φαντασία μέσω της ταύτισης με το δήθεν κακούργο είτε στην πραγματικότητα με την επίκληση της δικαιώματος νόμιμης άμυνας. Η απαγορευμένη παρόρμηση που μετατρέπεται σε επιθετικότητα είναι συνήθως ομοφυλοφιλικού τύπου. Λόγω του άγχους του ευνουχισμού η υπακοή στον πατέρα οδηγήθηκε ώς τα όρια της προκαταβολικής εκτέλεσης του ευνουχισμού υπό τη μορφή της εξομοίωσης της συνειδητής συναισθηματικής ζωής προς το μικρό κορίτσι και το μίσος προς τον πατέρα απωθήθηκε ως αιώνια μνησικακία. Στην παράνοια αυτό το μίσος οδηγεί στην επιθυμία του ευνουχισμού υπό τη μορφή της γενικής μανίας καταστροφής. Ο άρρωστος επαναστρέφεται στο αρχαϊκό αδιαχώριστο του έρωτα και της υπερνίκησης. Επιζητεί οπωσδήποτε τη σωματική εγγύτητα, την κατάσχεση, τελικά μια σχέση πάση θυσία. Επειδή δεν επιτρέπεται να ομολογήσει στον εαυτό του τον πόθο, πολιορκεί τον άλλον ως ζηλότυπος ή διώκτης, όπως ο απωθών κτηνοβάτης το ζώο ως κυνηγός ή πιεστικός οδηγός τους. Η έλξη απορρέει από υπερβολικά στενό δεσμό ή δημιουργείται με την πρώτη ματιά, μπορεί να προέρχεται από τους μεγάλους, όπως στην περίπτωση του μεμψίμοιρου δικομανούς και του προεδροκτόνου, ή από τους πιο κακόμοιρους, όπως το αυθεντικό πογκρόμ. Τα αντικείμενα της καθήλωσης είναι αντικαταστάσιμα όπως οι μορφές του πατέρα στην παιδική ηλικία· χτυπάει όπου βρει· ακόμη και η μανία συσχέτισης εξαπλώνεται και πιάνεται από οτιδήποτε άσχετο. Η παθολογική προβολή είναι μια απεγνωσμένη τακτική του Εγώ, που η άμυνα του έναντι ερεθισμάτων, σύμφωνα με τον Φρόυντ, είναι πολύ πιο αδύνατη προς τα μέσα παρά προς τα έξω: υπό την πίεση της συσσωρευμένης ομοφυλοφιλικής επιθετικότητας ο ψυχικός μηχανισμός ξεχνά τη φυλογενετικά πιο όψιμη κατάκτηση, την αυτοαντίληψη, και βιώνει αυτή την επιθετικότητα ως εξωτερικό εχθρό, προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτή καλύτερα.
Αυτή η πίεση όμως βαραίνει και την υγιή γνωστική διαδικασία ως στοιχείο της αστόχαστης αφέλειας της που οδηγεί στη βία. Κάθε φορά που οι διανοητικές ενέργειες στρέφονται με ορισμένη πρόθεση προς τα έξω, οπουδήποτε δηλαδή έχει κανείς να παρακολουθήσει, να διαπιστώσει και να συλλάβει κάτι, όταν πρόκειται για εκείνες τις λειτουργίες οι οποίες από την πρωτόγονη υπερνίκηση των ζώων, μέσω συνεχούς εκπνευμάτισης, εξελίχθηκαν σε επιστημονικές μεθόδους υποδούλωσης της φύσης, εύκολα παραβλέπεται κατά τη σχηματοποίηση η υποκειμενική διεργασία, και το σύστημα τίθεται ως το ίδιο το πράγμα. Η αντικειμενοποιητική σκέψη εμπεριέχει, όπως και η νοσηρή, την αυθαιρεσία του ξένου προς το πράγμα υποκειμενικού σκοπού, ξεχνά το πράγμα και έτσι ακριβώς ασκεί ήδη εκείνη τη βία επάνω του την οποία υφίσταται αργότερα στην πράξη. Ο απόλυτος ρεαλισμός της πολιτισμένης ανθρωπότητας, ο οποίος κορυφώνεται στο φασισμό, είναι μια ειδική περίπτωση του παρανοϊκού παραληρήματος, που ερημώνει τη φύση και τελικά τους ίδιους τους λαούς. Σε εκείνη την άβυσσο της αβεβαιότητας, την οποία κάθε πράξη αντικειμενοποίησης πρέπει να γεφυρώσει, φωλιάζει η παράνοια. Επειδή δεν υπάρχει κανένα απόλυτα πειστικό επιχείρημα εναντίον πραγματολογικά εσφαλμένων κρίσεων, η στρεβλωμένη αισθητήρια αντίληψη, στην οποία αυτές πλανώνται σαν πνεύματα, δεν μπορεί να θεραπευθεί. Κάθε αντίληψη περιλαμβάνει ασυνείδητα εννοιολογικά στοιχεία, όπως και σε κάθε κρίση εμπεριέχονται αδιευκρίνιστα φαινομενιστικά (phanomenalismus, φαινομενισμός: φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία όλα τα αντικείμενα της αντίληψης και της εμπειρίας είναι μόνο φαινομενικές μορφές ενός «πράγματος καθ’ εαυτό», το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίσουμε) συστατικά. Επειδή λοιπόν η αλήθεια απαιτεί φαντασία, ο φαντασιόπληκτος μπορεί πάντοτε να έχει την εντύπωση πως η αλήθεια είναι φανταστική και η ψευδαίσθηση του η αλήθεια. Ο φαντασιόπληκτος τρέφεται από το στοιχείο της φαντασίας που ενυπάρχει στην ίδια την αλήθεια εκθέτοντας το αδιάκοπα. Επιμένει δημοκρατικά να διεκδικεί ισοτιμία για το παραλήρημα του, επειδή πράγματι και η αλήθεια δεν είναι αυστηρά δεσμευτική. Όταν ο πολίτης παραδέχεται ήδη ότι ο αντισημίτης έχει άδικο, θέλει τουλάχιστον να θεωρηθεί και το θύμα ένοχο. Έτσι ο Χίτλερ απαιτεί να θεωρηθούν νόμιμες οι μαζικές δολοφονίες στο όνομα της εθνικής ανεξαρτησίας ως αρχής του διεθνούς δικαίου, η οποία ανέχεται κάθε πράξη βίας στην άλλη χώρα. Όπως κάθε παρανοϊκός έτσι και αυτός επωφελείται από την παραπλανητική ταυτότητα της αλήθειας και της σοφιστικής· ο διαχωρισμός τους είναι τόσο λίγο πειστικός, και όμως παραμένει αυστηρός. Η αντίληψη είναι δυνατή μόνον εφόσον το πράγμα γίνεται αντιληπτό ως ήδη καθορισμένο, λόγου χάρη ως περίπτωση ενός γένους. Η αντίληψη είναι διαμεσολαβημένη αμεσότητα, σκέψη με την ελκυστική δύναμη των αισθήσεων. Το υποκειμενικό τοποθετείται από αυτή τυφλά στη φαινομενική αυθυπαρξία του αντικειμένου. Μόνον η αυτοσυνείδητη εργασία της σκέψης μπορεί να ξεφύγει πάλι από αυτό το παραισθησιακό στοιχείο, σύμφωνα μάλιστα με τον ιδεαλισμό του Λάιμπνιτς και του Χέγκελ μόνον η φιλοσοφία. Καθώς η σκέψη στην πορεία της γνώσης αναγνωρίζει τα εννοιολογικά στοιχεία, τα οποία τίθενται στην αντίληψη άμεσα και άρα είναι δεσμευτικά, ως εννοιολογικά, τα ανακαλεί σταδιακά στο υποκείμενο και τα απογυμνώνει από την εποπτειακή δύναμη. Σε αυτή την πορεία κάθε προηγούμενο στάδιο, ακόμη και αυτό της επιστήμης, εμφανίζεται, σε σύγκριση με τη φιλοσοφία, τρόπον τινά ακόμη ως αισθητήρια αντίληψη, ως ένα φαινόμενο διάστικτο με μη αναγνωρισμένα διανοητικά στοιχεία, αλλοτριωμένο· η εμμονή σε αυτή, χωρίς την άρνηση, είναι μέρος της παθολογίας της γνώσης. Όποιος απολυτοποιεί αφελώς, όσο οικουμενική και αν είναι η δραστηριότητα του, είναι άρρωστος, έχει υποκύψει στην εκτυφλωτική δύναμη της ψευδούς αμεσότητας.
Αυτή η τύφλωση όμως είναι συστατικό στοιχείο κάθε κρίσης, μια αναγκαία φαινομενικότητα. Κάθε κρίση, ακόμη και η αρνητική, είναι διαβεβαιωτική. Όσο και αν μια κρίση, προς αυτοδιόρθωσή της, προβάλλεται ως απομονωμένη και σχετική, πρέπει να κατοχυρώσει το οσοδήποτε προσεκτικά διατυπωμένο περιεχόμενο της, αυτό που ισχυρίζεται, όχι ως απλώς απομονωμένο και σχετικό. Σε αυτό συνίσταται η ουσία της ως κρίσης· μέσα στη συμβατική ρήτρα έχει οχυρωθεί απλώς η αξίωση. Η αλήθεια δεν γνωρίζει τη διαβάθμιση όπως η πιθανότητα. Το βήμα της άρνησης πέρα από την επιμέρους κρίση, το οποίο σώζει την αλήθεια της, είναι δυνατό μόνον εφόσον η κρίση θεωρούσε ότι είναι αληθινή και ήταν, θα έλεγε κανείς, παρανοϊκή. Το πραγματικά τρελό βρίσκεται στην απαρασάλευτη πίστη, στην ανικανότητα της σκέψης γι’ αυτή την αρνητικότητα, στην οποία, σε αντίθεση προς την παγιωμένη κρίση, συνίσταται κατά βάθος η σκέψη. Η παρανοϊκή υπερσυνέπεια, η κακή απεραντοσύνη της πάντοτε ίδιας κρίσης, είναι μια έλλειψη συνέπειας της σκέψης· αντί να καταδείξει με τη σκέψη του την αποτυχία της απόλυτης αξίωσης και έτσι να καθορίσει καλύτερα την κρίση του, ο παρανοϊκός εμμένει πεισματικά στην αξίωση που οδήγησε την κρίση στην αποτυχία. Αντί να προχωρήσει παραπέρα διεισδύοντας στο πράγμα, όλη η σκέψη μπαίνει στην αδιέξοδη υπηρεσία της μεροληπτικής κρίσης. Το ακαταμάχητο της τελευταίας είναι το ίδιο όπως η άρρηκτη θετικότητα, και η αδυναμία του παρανοϊκού δεν είναι παρά η αδυναμία της ίδιας της σκέψης. Διότι η ψύχραιμη σκέψη, που στον υγιή σπάει την εξουσία της αμεσότητας, δεν είναι τόσο επιτακτική όσο η αυταπάτη την οποία διαλύει. Ως αρνητική, καλομελετημένη, όχι ευθύγραμμα κατευθυνόμενη κίνηση δεν διαθέτει τη βαναυσότητα που ενυπάρχει στη θετικότητα. Αν η ψυχική ενέργεια της παράνοιας προέρχεται από εκείνη τη λιμπιντική δυναμική την οποία αποκαλύπτει η ψυχανάλυση, ο αντικειμενικά απρόσβλητος χαρακτήρας της βασίζεται στην πολυσημαντότητα που δεν μπορεί καν να αποσπασθεί από την πράξη της αντικειμενοποίησης, η παραισθησιακή δύναμη της οποίας πρέπει να ήταν αρχικά αποφασιστική. Στη γλώσσα της θεωρίας της επιλογής θα μπορούσε να λεχθεί διευκρινιστικά ότι κατά την περίοδο γένεσης του ανθρώπινου αισθητηρίου επέζησαν εκείνα τα άτομα στα οποία η δύναμη των μηχανισμών προβολής έφθανε βαθύτερα μέσα στις υποτυπώδεις λογικές ικανότητες ή είχε ελάχιστα μειωθεί από πολύ νωρίς ανεπτυγμένα στοιχεία αναστοχασμού. Όπως ακόμη και σήμερα τα από πρακτική άποψη γόνιμα επιστημονικά εγχειρήματα απαιτούν την άθικτη ικανότητα καθορισμού, την ικανότητα ακινητοποίησης της σκέψης σε ένα σημείο καθοριζόμενο από τις κοινωνικές ανάγκες, την ικανότητα οροθέτησης ενός πεδίου, το οποίο θα διερευνηθεί κατόπιν ώς την τελευταία του πτυχή χωρίς να υπερβεί κανείς τα όρια του, έτσι και ο παρανοϊκός δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα πλέγμα συμφερόντων προσδιοριζόμενο από την ψυχολογική του μοίρα. Η οξύνοιά του αναλώνεται μέσα στον κύκλο που χάραξε η έμμονη ιδέα, όπως η επινοητική ιδιοφυΐα της ανθρωπότητας καταστρέφει τον εαυτό της υπό την επήρεια του τεχνικού πολιτισμού. Η παράνοια είναι η σκιά της γνώσης.
Τόσο μοιραία είναι η τάση του πνεύματος για εσφαλμένη προβολή, που αυτό το απομονωμένο σχήμα της αυτοσυντήρησης απειλεί να εξουσιάσει ό,τι βγαίνει από τα όρια της τελευταίας: την κουλτούρα. Η εσφαλμένη προβολή είναι ο σφετεριστής του βασιλείου της ελευθερίας καθώς και της μόρφωσης· η παράνοια είναι το σύμπτωμα του ημιμορφωμένου. Σε αυτόν όλες οι λέξεις μετατρέπονται σε παρανοϊκό σύστημα, σε μια προσπάθεια να κυριεύσει μέσω του πνεύματος ό,τι δεν μπορεί να προσεγγίσει η εμπειρία του, να δώσει με τη βία νόημα στον κόσμο που αποστερεί τον ίδιο από κάθε νόημα, να δυσφημήσει όμως ταυτόχρονα το πνεύμα και την εμπειρία, από τα οποία είναι αποκλεισμένος, και να επιρρίψει σε αυτά την ευθύνη που φέρει η κοινωνία η οποία τον αποκλείει από αυτά. Η ημιμόρφωση, η οποία σε αντίθεση προς την απλή αμορφωσιά υποστασιοποιεί την περιορισμένη γνώση ως αλήθεια, δεν μπορεί να αντέξει την αφόρητα βαθιά ρήξη μεταξύ του μέσα και του έξω, μεταξύ της ατομικής τύχης και του κοινωνικού νόμου, μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας. Σε αυτή την πάθηση εμπεριέχεται βέβαια ένα στοιχείο αλήθειας σε αντιδιαστολή προς την απλή αποδοχή του κατεστημένου, στο όνομα του οποίου είναι ορκισμένη η υπερέχουσα ορθολογικότητα. Στο φόβο όμως η ημιμόρφωση καταφεύγει με στερεότυπο τρόπο στον δικό της κάθε φορά τύπο λύσης, πότε για να δικαιολογήσει τη συμφορά που έχει γίνει και πότε για να προβλέψει την καταστροφή, που συχνά είναι μεταμφιεσμένη σε αναγέννηση. Η εξήγηση, στην οποία η προσωπική επιθυμία εμφανίζεται ως αντικειμενική δύναμη, είναι πάντοτε τόσο επιφανειακή και κενή από νόημα όσο και το ίδιο το απομονωμένο συμβάν, παιδαριώδης και ταυτόχρονα δυσοίωνη. Τα σκοτεινά συστήματα σήμερα προσφέρουν αυτό που στο μεσαίωνα επέτρεπε στον άνθρωπο ο μύθος του διαβόλου της επίσημης θρησκείας: την αυθαίρετη επένδυση του εξωτερικού κόσμου με νόημα, την οποία ο μονήρης παρανοϊκός κατορθώνει με τη βοήθεια ενός ιδιωτικού σχήματος, που δεν το μοιράζεται με κανέναν και που γι’ αυτό ακριβώς φαίνεται αυθεντικά τρελό. Από αυτή την ανάγκη απαλλάσσουν οι μοιραίες μυστικές συνελεύσεις και οι πανάκειες, οι οποίες εμφανίζονται με επιστημονικό μανδύα και ταυτόχρονα αποκόπτονται από τη σκέψη: η θεοσοφία, η αριθμολογία, η φυσική θεραπευτική, η ευρυθμία, ο αντιαλκοολισμός, η γιόγκα και αμέτρητες άλλες αιρέσεις ανταγωνιστικές και αμοιβαία αντικαταστατές, όλες με ακαδημίες, ιεραρχίες και ειδικές γλώσσες, το φετιχοποιημένο τυπικό της επιστήμης και της θρησκείας. Ενώπιον της μόρφωσης ήταν απόκρυφες και μη σεβαστές. Σήμερα όμως, καθώς η μόρφωση γενικά αφανίζεται για οικονομικούς λόγους, έχουν δημιουργηθεί σε απροσδόκητες διαστάσεις νέες προϋποθέσεις για την παράνοια των μαζών. Τα θρησκευτικά συστήματα του παρελθόντος, τα οποία οι λαοί ενστερνίζονταν ως κλειστά παρανοειδή σχήματα, ήταν δίχτυα με μεγαλύτερο μάτι. Επειδή ακριβώς ήταν ορθολογικά διαμορφωμένα και καθορισμένα, άφηναν, τουλάχιστον προς τα πάνω, περιθώρια για τη μόρφωση και το πνεύμα, η έννοια των οποίων συνιστούσε το δικό τους μέσον έκφρασης. Κατά κάποιον τρόπο μάλιστα ενεργούσαν κατά της παράνοιας. Ο Φρόυντ αποκαλεί, εδώ μάλιστα δικαιολογμένα, τις νευρώσεις «αντικοινωνικούς σχηματισμούς»· «επιζητούν να πραγματοποιήσουν με ιδιωτικά μέσα ό,τι δημιουργήθηκε μέσα στην κοινωνία με συλλογική εργασία». Τα θρησκευτικά συστήματα διατηρούν κάτι από τη συλλογικότητα που προφυλάσσει τα άτομα από την αρρώστια, η οποία κοινωνικοποιείται: μέσα στη μέθη της κοινής έκστασης, και μάλιστα υπό την έννοια της κοινότητας, η τυφλότητα γίνεται σχέση και ο παρανοϊκός μηχανισμός τίθεται υπό έλεγχο χωρίς να χάνει τη δυνατότητα να τρομάζει. Αυτό ήταν ίσως μια από τις μεγάλες συμβολές των θρησκειών στην αυτοσυντήρηση του είδους. Οι παρανοειδείς μορφές συνείδησης τείνουν προς το σχηματισμό συνδέσμων, κλειστών ομάδων, μέσα σε οργανώσεις και συμμοριών. Τα μέλη φοβούνται να πιστεύουν μόνα τους τις παρανοϊκές ιδέες τους. Μέσω του μηχανισμού της προβολής βλέπουν παντού τη συνωμοσία και τον προσηλυτισμό. Η εγκαθιδρυμένη ομάδα συμπεριφερόταν πάντοτε παρανοϊκά απέναντι σε άλλες· οι μεγάλες αυτοκρατορίες, ακόμη και η οργανωμένη ανθρωπότητα ως σύνολο, δεν είναι ως προς αυτό σε καλύτερη θέση από τους πρωτόγονους κυνηγούς κεφαλών. Εκείνοι που χωρίς τη θέληση τους ήταν αποκλεισμένοι από την ανθρωπότητα το ήξεραν όπως και εκείνοι που από λαχτάρα για την ανθρωπότητα αυτοαποκλείονταν από αυτή: ο διωγμός τους ενίσχυε τη νοσηρή συνοχή. Το κανονικό μέλος όμως αποχωρίζεται την παράνοια του συμμετέχοντας στη συλλογική και αγκιστρώνεται με πάθος στις αντικειμενοποιημε’νες ουλλογικές και επικυρωμένες μορφές παράνοιας. Ο horror vacui (φόβος του κενού), που τους κάνει να αφοσιώνονται στους συνδέσμους τους, τους συγκολλά και τους προσδίδει τη σχεδόν ακαταμάχητη δύναμη.
Μαζί με την αστική ιδιοκτησία είχε επεκταθεί και η μόρφωση, η οποία ώθησε την παράνοια στις σκοτεινές γωνιές της κοινωνίας και της ψυχής. Επειδή όμως η πραγματική χειραφέτηση των ανθρώπων δεν συμβάδιζε με το διαφωτισμό του πνεύματος, αρρώστησε η ίδια η μόρφωση. Όσο πιο πίσω άφηνε την κοινωνική πραγματικότητα η μορφωμένη συνείδηση τόσο πιο πολύ υφίστατο η ίδια μια διαδικασία εκπραγμάτισης. Η κουλτούρα κατάντησε εμπόρευμα και διαδίδεται πληροφοριακά χωρίς πια να διαπερνά όσους μαθαίνουν κάτι από αυτή. Η σκέψη γίνεται βραχύπνοη και περιορίζεται στην πρόσληψη μεμονωμένων γεγονότων. Νοητικές συναρτήσεις αποπέμπονται ως άβολες και ανώφελα κοπιαστικές. Το εξελικτικό στοιχείο της σκέψης, ό,τι γενετικό και εντατικό υπάρχει σε αυτή, ξεχνιέται και ισοπεδώνεται αναγόμενο στο αδιαμεσολάβητο παρόν, στο εκτατικό. Η οργάνωση της ζωής σήμερα δεν αφήνει στο εγώ κανένα περιθώριο για πνευματικά συμπεράσματα. Η σκέψη που μειώνεται σε γνώσεις εξουδετερώνεται, γίνεται απλώς ένα προσόν στις ειδικές αγορές εργασίας και αξιοποιείται για την αύξηση της εμπορευματικής αξίας της προσωπικότητας. Έτσι καταστρέφεται ο ψύχραιμος αυτοστοχασμός του πνεύματος, που αντιστέκεται στην παράνοια. Στις συνθήκες του όψιμου καπιταλισμού η ημιμόρφωση έγινε τελικά αντικειμενικό πνεύμα. Στην ολοκληρωτική φάση της η κυριαρχία ξανακαλεί στους επαρχιώτες τσαρλατάνους της πολιτικής και μαζί με αυτούς το παρανοϊκό σύστημα ως ultima ratio και το επιβάλλει στην πλειονότητα των διοικούμενων, που έτσι κι αλλιώς έχει καταβληθεί ήδη από τη μεγάλη και την πολιτιστική βιομηχανία. Ο παραλογισμός της κυριαρχίας είναι τόσο εύκολο σήμερα να γίνει αντιληπτός από την υγιή συνείδηση που η ίδια χρειάζεται την άρρωστη συνείδηση για να διατηρηθεί στη ζωή. Μόνον οι πάσχοντες από μανία καταδίωξης αποδέχονται την καταδίωξη, στην οποία πρέπει να μετατραπεί η κυριαρχία, καθώς τους επιτρέπει να καταδιώκουν άλλους.
Η ηθική συνείδηση έχει εκμηδενισθεί έτσι κι αλλιώς στο φασισμό, όπου η ευθύνη για τη γυναίκα και το παιδί, που με κόπο καλλιεργήθηκε από τον αστικό πολιτισμό, εξαφανίζεται πίσω από τη διαρκή ευθυγράμμιση κάθε ατόμου προς τους κανονισμούς. Η ηθική συνείδηση συνίστατο —όχι όπως φαντάζονταν ο Ντοστογιέφσκι και οι Γερμανοί απόστολοι της εσωτερικότητας— στην αφοσίωση του εγώ στο ουσιώδες του εξωτερικού κόσμου, στην ικανότητα του ατόμου να κάνει δικό του πρόβλημα το αληθινό αίτημα των άλλων. Η τελευταία είναι η ικανότητα για στοχασμό υπό την έννοια της διείσδυσης στη δεκτικότητα και στη φαντασία. Καθώς η μεγάλη βιομηχανία με την εξαφάνιση του ανεξάρτητου οικονομικού υποκειμένου, εν μέρει μέσω της κατάργησης των αυτοτελών επιχειρηματιών και εν μέρει μέσω του μετασχηματισμού των εργατών σε αντικείμενα των συνδικάτων αφαιρεί ακατάπαυστα το οικονομικό έδαφος για ηθικές αποφάσεις, αναγκάζεται και ο στοχασμός να ατροφήσει. Η ψυχή, ως δυνατότητα ενός ανοιχτού στον εαυτό του αισθήματος ενοχής, διαλύεται. Η ηθική συνείδηση γίνεται άνευ αντικειμένου, διότι τη θέση της υπευθυνότητας του ατόμου για τον εαυτό του και τους δικούς του παίρνει απευθείας η απόδοση του για το μηχανισμό, ακόμη και αν διατηρείται η παλαιά ηθική φρασεολογία. Η προσωπική ορμική σύγκρουση δεν διεξάγεται πια ως την κρίση της, ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί η αρχή της ηθικής συνείδησης. Αντί της εσωτερίκευσης των κοινωνικών επιταγών, η οποία δεν τις κάνει μόνο πιο δεσμευτικές και ταυτόχρονα πιο ανοιχτές, αλλά και τις χειραφετεί από την κοινωνία ή τις στρέφει ακόμη και εναντίον της, συντελείται η άμεση, αδιαμεσολάβητη ταύτιση με τις στερεότυπες αξιολογικές κλίμακες. Η υποδειγματική Γερμανίδα και ο αυθεντικός Γερμανός, που μονοπωλούν τη θηλυκότητα και τον ανδρισμό αντίστοιχα, όπως και οι αλλαχού παραλλαγές, είναι τύποι αντικοινωνικών κομφορμιστών. Σε πείσμα και εξαιτίας της προφανούς κακότητάς της η κυριαρχία έγινε τόσο πανίσχυρη που κάθε μεμονωμένο άτομο δεν μπορεί, στην αδυναμία του, να εξορκίσει τη μοίρα του παρά μόνο μέσω της τυφλής υπακοής.
Σε έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων εναπόκειται στην κατευθυνόμενη από το κόμμα τύχη που θα προβάλει η απεγνωσμένη αυτοσυντήρηση την ενοχή για την τρομοκρατία που εξαπολύει. Προορισμένοι να γίνουν στόχος μιας τέτοιας κατευθυνόμενης προβολής είναι οι Εβραίοι. Η σφαίρα της κυκλοφορίας, όπου κατείχαν τις δικές τους θέσεις οικονομικής εξουσίας, συρρικνώνεται. Η φιλελεύθερη μορφή της επιχείρησης επέτρεπε ακόμη στις κατακερματισμένες περιουσίες να ασκούν πολιτική επιρροή. Οι μόλις πρόσφατα χειραφετηθέντες παραδίδονται τώρα στις δυνάμεις του κεφαλαίου οι οποίες συγχωνεύθηκαν με την κρατική μηχανή και είναι πλέον ασυναγώνιστες. Όπως και αν είναι καμωμένοι οι ίδιοι οι Εβραίοι, η εικόνα τους ως ηττημένων φέρει τα χαρακτηριστικά τα οποία η ολοκληρωτική σήμερα κυριαρχία πρέπει να μισεί ως θανάσιμο εχθρό: εκείνα της ευτυχίας χωρίς εξουσία, της αμοιβής χωρίς εργασία, της πατρίδας χωρίς ορόσημα, της θρησκείας χωρίς μύθο. Η κυριαρχία προγράφει αυτά τα χαρακτηριστικά, διότι στα κρυφά οι κυριαρχούμενοι τα λαχταρούν. Αυτή μπορεί να διατηρηθεί στη ζωή μόνον όσο οι εξουσιαζόμενοι μετατρέπουν το ποθητό σε μισητό. Το επιτυγχάνουν μέσω της παθολογικής προβολής, διότι και το μίσος οδηγεί στην ένωση με το αντικείμενο, κατά την καταστροφή. Το μίσος είναι το αρνητικό της συμφιλίωσης. Η συμφιλίωση είναι η υψίστη έννοια του εβραϊσμού και όλο του το νόημα είναι η αναμονή· από την ανικανότητα γι’ αυτή προέρχεται η παρανοϊκή μορφή αντίδρασης. Οι αντισημίτες βάλθηκαν να πραγματοποιήσουν το αρνητικό απόλυτο της με δικές τους δυνάμεις και μεταμορφώνουν τον κόσμο σε κόλαση, σε αυτό δηλαδή που πάντοτε πίστευαν πως είναι. Η αλλαγή κατεύθυνσης εξαρτάται από την ικανότητα των κυριαρχούμενων να γίνουν κύριοι του εαυτού τους ενόψει της απόλυτης παράνοιας και να την αναχαιτίσουν. Μόνο με την απελευθέρωση της σκέψης από την κυριαρχία, με την κατάργηση της βίας, θα μπορούσε ναυλοποιηθεί η ιδέα που ως τώρα έμενε αναληθής, ότι ο Εβραίος είναι άνθρωπος. Θα ήταν ένα βήμα εξόδου από την αντισημιτική κοινωνία, η οποία εξωθεί τόσο τον Εβραίο όσο και τους άλλους στην αρρώστια, προς μια κοινωνία ανθρώπινη. Ένα τέτοιο βήμα θα εκπλήρωνε ταυτόχρονα και το φασιστικό ψέμα ως τον αντίλογο του: το εβραϊκό ζήτημα θα αποδεικνυόταν πράγματι ως καμπή της ιστορίας. Υπερνικώντας την αρρώστια του πνεύματος, εστία και τροφός της οποίας είναι η ασυγκράτητη από το στοχασμό επιβολή των ιδίων συμφερόντων, η ανθρωπότητα θα γινόταν από γενική αντίθετη φυλή το ανθρώπινο γένος, το οποίο ως φύση είναι εντούτοις περισσότερο από απλή φύση, καθώς αποκτά επίγνωση της αυτοεικόνας. Η ατομική και κοινωνική χειραφέτηση από την κυριαρχία είναι η αντίθετη κίνηση στην ψευδή προβολή, και κανένας Εβραίος, αν θα κατάφερνε ποτέ να κατευνάσει την τελευταία μέσα του, δεν θα έμοιαζε πια με τη συμφορά που επέρχεται ανόητα πάνω σε αυτόν και σε όλους τους διωκόμενους, ζώα και ανθρώπους.
VII
Αλλά δεν υπάρχουν πια αντισημίτες. Οι τελευταίοι ήταν φιλελεύθεροι που ήθελαν να εκφράσουν την αντιφιλελεύθερη γνώμη τους. Η παλαιοσυντηρητική απόσταση των ευγενών και του σώματος των αξιωματικών από τους Εβραίους στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ήταν απλώς αντιδραστική. Άνθρωποι της εποχής τους ήταν οι διάφοροι Άλβαρντ και Κνυπελκούντσε. Ως ακολουθία τους είχαν ήδη το ανθρώπινο υλικό του φύρερ και στήριγμα τους ήταν οι κακεντρεχείς χαρακτήρες και οι στραβοκέφαλοι όλης της χώρας. Όπου το αντισημιτικό φρόνημα εκδηλωνόταν ανοιχτά, εμφανιζόταν ως αστικό και ταυτόχρονα στασιαστικό. Οι λαϊκοεθνικές υβρεολογίες ήταν ακόμη μια διαστρέβλωση της ελευθερίας των πολιτών. Η αντισημιτική πολιτική της μπυραρίας έβγαλε στο φως το ψέμα του γερμανικού φιλελευθερισμού, από το οποίο τρεφόταν και το οποίο τελικά έθαψε. Αν και για να αποκτήσουν το δικαίωμα ξυλοκοπήματος των Εβραίων, μιας πρακτικής που έκρυβε μέσα της ήδη την οικουμενική ανθρωποκτονία, πρόβαλλαν ως δικαιολογητικό την ίδια τους τη μετριότητα, οικονομικά είχαν κάνει εντούτοις αρκετά ρεαλιστικές προβλέψεις ώστε να σταθμίσουν τους πιθανούς κινδύνους ενός Τρίτου Ράιχ έναντι των πλεονεκτημάτων από μια εχθρική ανοχή. Ο αντισημιτισμός ήταν ακόμη μία από τις συναγωνιζόμενες κατευθύνσεις, ένα ζήτημα υποκειμενικής επιλογής. Η απόφαση σχετιζόταν ειδικά με αυτόν. Η αποδοχή της λαϊκοεθνικής θέσης συμπεριλάμβανε βέβαια πάντοτε ολόκληρο το σοβινιστικό λεξιλόγιο. Οι αντισημιτικές αποφάνσεις μαρτυρούσαν ανέκαθεν τον στερεότυπο χαρακτήρα της σκέψης. Σήμερα έχει απομείνει μόνον αυτός. Διενεργούνται ακόμη εκλογές, αλλά μόνο μεταξύ ολοτήτων. Τη θέση της αντισημιτικής ψυχολογίας πήρε κυρίως το απλό ναι στο φασιστικό ψηφοδέλτιο, στον κατάλογο των συνθημάτων της μαχητικής μεγάλης βιομηχανίας. Όπως στο ψηφοδέλτιο του μαζικού κόμματος επιβάλλονται από την κομματική μηχανή στον εκλογέα τα ονόματα εκείνων που ξεφεύγουν από την εμπειρία του και που μόνο συλλήβδην μπορεί να τους εκλέξει, έτσι και τα βασικά ιδεολογικά σημεία είναι κωδικοποιημένα σε λίγους καταλόγους. Έναν από αυτούς πρέπει να εκλέξει κανείς, αν δεν θέλει να νιώσει το προσωπικό του φρόνημα σαν κάτι τόσο μάταιο όσο οι σκόρπιες ψήφοι την ημέρα των εκλογών έναντι των πολυψήφιων στατιστικών μαμούθ. Ο αντισημιτισμός έπαψε σχεδόν να είναι μια αυτοτελής παρόρμηση και αποτελεί απλώς ένα σημείο του πολιτικού προγράμματος: όποιος θέλει να δώσει μια οποιαδήποτε ευκαιρία στο φασισμό, μαζί με τη συντριβή των συνδικάτων και τη σταυροφορία κατά του μπολσεβικισμού υπογράφει αυτόματα και την εξόντωση των Εβραίων. Η πεποίθηση των αντισημιτών, όσο ψεύτικη και αν είναι, έχει περάσει στα προαποφασισμένα ανακλαστικά των εκπροσώπων των πολιτικών τους σχηματισμών, οι οποίοι δεν συνιστούν υποκείμενα. Όταν οι μάζες αποδέχονται το αντιδραστικό πρόγραμμα που περιέχει την αντισημιτική θέση, υπακούουν σε κοινωνικούς μηχανισμούς στους οποίους οι εμπειρίες των μεμονωμένων ατόμων με Εβραίους δεν παίζουν κανένα ρόλο. Έχει καταδειχθεί πράγματι ότι ο αντισημιτισμός δεν έχει λιγότερες πιθανότητες σε περιοχές χωρίς Εβραίους απ’ ό,τι στο ίδιο το Χόλυγουντ. Τη θέση της εμπειρίας παίρνει το κλισέ, στη θέση της ενεργού στην εμπειρία φαντασίας μπαίνει η ένθερμη υποδοχή. Επί ποινή ραγδαίου αφανισμού έχει προκαθορισθεί για τα μέλη κάθε κοινωνικού στρώματος σαν μάθημα το είδος και το μέτρο προσανατολισμού τους. Πρέπει να είναι προσανατολισμένα τόσο υπό την έννοια της ενημέρωσης τους σχετικά με τον νεότερο τύπο αεροπλάνου όσο και υπό την έννοια της σύνδεσης του με ένα από τα προκαθορισμένα κέντρα εξουσίας.
Μέσα στον κόσμο της παραγωγής σειρών το σχήμα της μαζικής παραγωγής, η στερεοτυπία, αντικαθιστά την εργασία της κατηγοριοποίησης. Η κρίση δεν βασίζεται πια στην πραγματική εκτέλεση της σύνθεσης, αλλά στην τυφλή υπαγωγή. Αν σε ένα παλαιότερο ιστορικό στάδιο το κρίνειν συνίστατο στη γρήγορη διάκριση, που έθετε αμέσως σε κίνηση το φαρμακερό βέλος, στο μεταξύ η εμπορική ανταλλαγή και η επίσημη δικαιοσύνη έπαιξαν και εδώ το ρόλο τους. Το κρίνειν περνούσε μέσα από το στάδιο της στάθμισης, το οποίο προστάτευε κάπως το υποκείμενο της κρίσης από τη βάναυση ταύτιση με το κατηγόρημα. Στην όψιμη βιομηχανική κοινωνία γίνεται επαναστροφή στην άκριτη εκτέλεση της ετυμηγορίας. Κατά την περίοδο του φασισμού, όταν η συνοπτική διαδικασία αντικατέστησε τη σχολαστική διαδικασία της ποινικής δικονομίας, οι άνθρωποι της εποχής ήταν οικονομικά προετοιμασμένοι γι’ αυτό· είχαν μάθει να βλέπουν τα πράγματα ασυλλόγιστα μέσα από τα μοντέλα σκέψης, τους τεχνικούς όρους που στην κατάρρευση της γλώσσας αποτελούν το σταθερό απόθεμα της. Ο αντιλαμβανόμενος δεν είναι πια παρών κατά τη διαδικασία της αντίληψης. Δεν είναι σε θέση να επιδείξει την ενεργό παθητικότητα της γνωστικής διαδικασίας, κατά την οποία τα κατηγορικά στοιχεία μπορούν να διαμορφώνονται εκ νέου, στα μέτρα τους από το συμβατικά προσχηματισμένο «δεδομένο» και αυτό από εκείνα, οπότε αποδίδεται στο αντιληπτό αντικείμενο δικαιοσύνη. Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών καθώς και στον κόσμο της εμπειρίας του ατόμου συνενώνονται άκαμπτα και αδιαμεσολάβητα η τυφλή αντίληψη με τις κενές έννοιες. Στην εποχή των τριακοσίων βασικών λέξεων εξαφανίζεται η ικανότητα για την καταβολή της προσπάθειας του κρίνειν και, μαζί με αυτή, η διαφορά μεταξύ του αληθούς και του ψευδούς. Όπου η σκέψη με τη μορφή της υψηλής ειδίκευσης δεν αποτελεί πια μέρος του επαγγελματικού εξοπλισμού σε ορισμένους κλάδους του καταμερισμού της εργασίας, γίνεται ύποπτη ως παλαιομοδίτικη πολυτέλεια: «armchair thinking»(σκέψη της πολυθρόνας, θεωρητικολογία χωρίς πρακτική εμπειρία). Ο άνθρωπος οφείλει να κάνει κάτι απτό. Όσο πιο περιττή γίνεται η σωματική εργασία με την ανάπτυξη της τεχνικής, τόσο πιο ένθερμα ανακηρύσεται σε πρότυπο της πνευματικής εργασίας, η οποία δεν επιτρέπεται να μπει στον πειρασμό να αντλήσει από αυτή την εξέλιξη τα κατάλληλα διδάγματα. Αυτό είναι το μυστικό της αποβλάκωσης η οποία ευνοεί τον αντισημιτισμό. Όταν ακόμη και μέσα στο πεδίο της Λογικής το ειδικό υφίσταται την έννοια μόνον ως κάτι απλώς εξωτερικό, στην κοινωνία πρέπει κατά μείζονα λόγο να τρέμει ό,τι αντιπροσωπεύει τη διαφορά. Η μάρκα παιγνιδιού επικολλάται: καθένας σφραγίζεται ως φίλος ή εχθρός. Όταν το υποκείμενο δεν λαμβάνεται υπόψη, αυτό διευκολύνει τη διοίκηση. Εθνικές ομάδες εκτοπίζονται σε άλλα μήκη και πλάτη της υδρογείου, άτομα στέλνονται με τη σφραγίδα Εβραίος στο θάλαμο αερίων.
Η αδιαφορία απέναντι στο άτομο, η οποία εκφράζεται στη Λογική, συνάγεται από την οικονομική διαδικασία. Το ίδιο έγινε εμπόδιο στην παραγωγή. Η συνύπαρξη του μη ταυτόχρονου στην τεχνική και ανθρώπινη εξέλιξη, το «cultural lag» που απασχόλησε τους κοινωνιολόγους, αρχίζει να εξαφανίζεται. Η οικονομική ορθολογικότητα, η εκθειασμένη αρχή της χρήσης του πιο μικρού μέσου, μετασχηματίζει αδιάκοπα και τις τελευταίες μονάδες της οικονομίας: τη μονάδα παραγωγής καθώς και τον άνθρωπο. Η εκάστοτε πιο προωθημένη μορφή γίνεται η κυρίαρχη. Αλλοτε το πολυκατάστημα απαλλοτρίωνε το ειδικό κατάστημα παλαιού τύπου, το οποίο μη χωρώντας πια στο πλαίσιο των μερκαντιλιστικών ρυθμίσεων ανέλαβε το ίδιο την πρωτοβουλία, το σχεδιασμό και την οργάνωση και έγινε, όπως ο παλαιός μύλος και το σιδηρουργείο, μικρό εργοστάσιο και μάλιστα ελεύθερη επιχείρηση. Όλα εκεί γίνονταν με χρονοβόρο, δαπανηρό και παρακινδυνευμένο τρόπο. Γι’ αυτό ο ανταγωνισμός επέβαλε αργότερα την πιο αποδοτική και συγκεντρωτική μορφή λιανικού εμπορίου, δηλαδή το πολυκατάστημα. Η ψυχολογική μικροεπιχείρηση, το άτομο, δεν είχε διαφορετική τύχη. Είχε συσταθεί ως δυναμικό κύτταρο της οικονομικής δραστηριότητας. Χειραφετημένο από την κηδεμονία κατά τα παλαιότερα οικονομικά στάδια, φρόντιζε μόνο του για τον εαυτό του: ως προλετάριος με την εκμίσθωση της εργασίας του μέσω της αντίστοιχης αγοράς και με τη συνεχή προσαρμογή στις νέες τεχνικές συνθήκες, ως επιχειρηματίας μέσω της ακούραστης πραγματοποίησης του ιδεατού τύπου homo oeconomicus. Η ψυχανάλυση παρέστησε το εσωτερικό της μικροεπιχείρησης, όπως συγκροτήθηκε υπό αυτές τις συνθήκες, ως περίπλοκη δυναμική του συνειδητού και του ασυνείδητου, του Αυτό, του Εγώ και του Υπερεγώ. Στη διαμάχη με το Υπερεγώ, την κοινωνική ελεγκτική αρχή μέσα στο άτομο, το Εγώ συγκρατεί τις ορμές μέσα στα όρια της αυτοσυντήρησης. Τα σημεία προστριβής είναι πολλά και οι νευρώσεις, τα απρόβλεπτα έξοδα αυτής της οικονομίας των ορμών, είναι αναπόφευκτες. Ο πολύπλοκος ψυχικός μηχανισμός επέτρεψε εντούτοις την ώς ένα βαθμό ελεύθερη συνεργασία των υποκειμένων, στην οποία βασιζόταν η οικονομία της αγοράς. Στην εποχή των μεγάλων τραστ και των παγκόσμιων πολέμων όμως η διαμεσολάβηση της κοινωνικής διαδικασίας από τις αμέτρητες μονάδες φαίνεται οπισθοδρομική. Τα υποκείμενα της οικονομίας των ορμών απαλλοτριώνονται ψυχολογικά και η λειτουργία της ρυθμίζεται από την ίδια την κοινωνία με πιο ορθολογικό τρόπο. Για να ξέρει το άτομο κάθε φορά τι πρέπει να κάνει δεν είναι αναγκασμένο να βιώνει μία επίπονη εσωτερική διαλεκτική της ηθικής συνείδησης, της αυτοσυντήρησης και των ορμών. Οι αποφάσεις για τον άνθρωπο ως εργαζόμενο λαμβάνονται από την ιεραρχία των επαγγελματικών ενώσεων μέχρι την κορυφή της εθνικής διοίκησης· στην ιδιωτική σφαίρα οι αποφάσεις υπακούουν στο σχήμα της μαζικής κουλτούρας, το οποίο δεσμεύει και τις πιο ενδόμυχες παρορμήσεις των αναγκαστικών καταναλωτών της. Το ρόλο του Εγώ και του Υπερεγώ παίζουν οι επιτροπές και οι σταρ, και οι μάζες, απογυμνωμένες ακόμη και από την επίφαση της προσωπικότητας, πλάθονται πολύ πιο απρόσκοπτα συμφωνά με τα συνθήματα και τα πρότυπα απ’ ό,τι ποτέ τα ένστικτα συμφωνά με την εσωτερική λογοκρισία. Αν στο φιλελευθερισμό η ατομοποίηση ενός μέρους του πληθυσμού ήταν αναγκαία για την προσαρμογή της συνολικής κοινωνίας στη στάθμη ανάπτυξης της τεχνικής, σήμερα η λειτουργία του οικονομικού μηχανισμού απαιτεί τη μη εμποδιζόμενη από την ατομοποίηση διεύθυνση των μαζών. Η οικονομικά καθοριζόμενη κατεύθυνση της συνολικής κοινωνίας, που επιβαλλόταν ανέκαθεν στην πνευματική και σωματική σύσταση των ανθρώπων, κάνει να ατροφούν τα όργανα του μεμονωμένου ατόμου που λειτουργούσαν με στόχο την αυτόνομη διαμόρφωση της ύπαρξης του. Αφότου η σκέψη έγινε απλός τομέας στον καταμερισμό της εργασίας, τα σχέδια των αρμόδιων ειδημόνων και ηγετών έκαναν περιττά τα άτομα που σχεδίαζαν μόνα τους την τύχη τους. Η ανορθολογικότητα της χωρίς αντιστάσεις φιλόπονης προσαρμογής στην πραγματικότητα αποβαίνει για το άτομο λογικότερη από τον Λόγο. Αν άλλοτε οι αστοί ενδόβαλλαν (ενδοβολή: ασυνείδητη εισδοχή ξένων στάσεων, κινήτρων, ιδανικών, αναγκών κ.λπ. στο Εγώ, τα οποία εμφανίζονται ως εγγενώς προσωπικά)στον εαυτό τους και στους εργάτες τον καταναγκασμό ως καθήκον επιβαλλόμενο από τη συνείδηση, στο μεταξύ έγινε ολόκληρος ο άνθρωπος υποκείμενο-αντικείμενο της ανασταλτικής καταπίεσης. Με την πρόοδο της βιομηχανικής κοινωνίας η οποία ισχυρίζεται πως εξαφάνισε μαγικά το νόμο της εξαθλίωσης, που ήταν απόρροια της, καταστρέφεται τώρα η έννοια που νομιμοποιούσε το όλον: ο άνθρωπος ως πρόσωπο, ως φορέας του Λόγου. Η διαλεκτική του διαφωτισμού μεταστρέφεται αντικειμενικά σε παράνοια.
Η παράνοια είναι συνάμα η αρρώστια της πολιτικής πραγματικότητας. Ως πυκνός ιστός της σύγχρονης επικοινωνίας ο κόσμος έγινε τόσο ενιαίος, ώστε οι διαφορές στα προγεύματα των διπλωματών στο Ντάμπαρτον Όουκς και στην Περσία, ως εθνικό χρώμα, πρέπει να επινοηθούν ειδικά, ενώ η εθνική ιδιαιτερότητα γίνεται αντιληπτή κυρίως στα εκατομμύρια των πεινώντων για ρύζι, που ξέφυγαν από τα πυκνά δίχτυα. Ενώ η αφθονία αγαθών, τα οποία θα μπορούσαν να παράγονται ταυτόχρονα παντού, κάνει τον αγώνα για τις πρώτες ύλες και τις αγορές να φαίνεται ολοένα πιο αναχρονιστικός, η ανθρωπότητα είναι εντούτοις μοιρασμένη σε πολύ λίγα εξοπλισμένα μπλοκ. Ανταγωνίζονται το ένα το άλλο πιο ανελέητα απ’ ό,τι ποτέ οι εταιρείες της άναρχης παραγωγής εμπορευμάτων και τείνουν στην αλληλεξόντωση. Όσο πιο ξέφρενος ο ανταγωνισμός, τόσο πιο άκαμπτα τα μπλοκ. Μόνο με την πλήρη ταύτιση των κατοίκων τους με αυτές τις κολοσσιαίες δυνάμεις υπό την έννοια της δεύτερης φύσης και με το βούλωμα όλων των πόρων της συνείδησης τους οδηγούνται οι μάζες σε αυτό το είδος απόλυτης απάθειας που τις καθιστά ικανές για θαυματουργά επιτεύγματα. Όπου φαίνεται πως τα άτομα μπορούν ακόμη να αποφασίζουν, ουσιαστικά έχουν προαποφασισθεί τα πάντα. Το διαλαλούμενο από τους πολιτικούς των παρατάξεων ασυμφιλίωτο των ιδεολογιών δεν είναι και αυτό παρά μόνο μια ιδεολογία του τυφλού συσχετισμού εξουσίας. Η παραταξιακή σκέψη, προϊόν της εκβιομηχάνισης και της διαφήμισης της, προσαρμόζεται στα μέτρα των διεθνών σχέσεων. Αν ένας πολίτης προτιμά την κομμουνιστική ή τη φασιστική παράταξη, αυτό συναρτάται ήδη με το ερώτημα αν εντυπωσιάζεται περισσότερο από τον Κόκκινο Στρατό ή από τα εργαστήρια της Δύσης. Η εκπραγμάτιση, δυνάμει της οποίας η δομή της εξουσίας, που μόνο με την παθητικότητα των μαζών καθίσταται δυνατή, παρουσιάζεται απέναντι στις ίδιες ως σιδηρά πραγματικότητα, έγινε τόσο πυκνή, που κάθε αυθορμητισμός, ακόμη και ο απλός σχηματισμός μιας ιδέας για την αληθινή τάξη πραγμάτων, έχει γίνει αναγκαστικά παράτολμη ουτοπία, απόκοσμη αιρετική συμπεριφορά. Το πέπλο της επίφασης είναι τόσο πυκνοΰφαντο που η αποκάλυψη του παίρνει αντικειμενικά το χαρακτήρα της παραίσθησης. Η υπερψήφιση μιας παράταξης όμως σημαίνει την ολοκλήρωση της προσαρμογής στην επίφαση που απολιθώθηκε σε πραγματικότητα και με τη βοήθεια αυτής της προσαρμογής αναπαράγεται επ’ αόριστον. Γι’ αυτό ακριβώς ακόμη και ο διστακτικός προγράφεται ως λιποτάκτης. Από τον Άμλετ και μετέπειτα για τους ανανεωτές η διστακτική στάση ήταν σημάδι σκέψης και ανθρωπιάς. Ο σπαταλώμενος χρόνος εξέφραζε και ταυτόχρονα διαμεσολαβούσε την απόσταση μεταξύ του ατομικού και του γενικού, όπως στην οικονομία η σφαίρα της κυκλοφορίας την αντίστοιχη μεταξύ της κατανάλωσης και της παραγωγής. Σήμερα τα άτομα δέχονται ετοιμοπαράδοτα τα ψηφοδέλτια των παρατάξεων από τους ισχυρούς, όπως οι καταναλωτές το αυτοκίνητο τους από τα θυγατρικά πρακτορεία του εργοστασίου. Η ρεαλιστική στάση, η προσαρμογή στην εξουσία, δεν είναι πια το αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διεργασίας μεταξύ υποκειμένου και πραγματικότητας, αλλά κατασκευάζεται άμεσα από τα γρανάζια της βιομηχανίας. Πρόκειται για μια διαδικασία εξόντωσης αντί διαλεκτικής υπέρβασης, τυπικής αντί καθορισμένης άρνησης. Οι αχαλίνωτοι κολοσσοί της παραγωγής δεν υπερνίκησαν το άτομο προσφέροντας του ολόκληρη την ικανοποίηση, αλλά εξαλείφοντας το ως υποκείμενο. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η τέλεια ορθολογικότητα τους, η οποία ταυτίζεται με την τρέλα τους. Η εξωθημένη στα άκρα δυσαναλογία μεταξύ της συλλογικότητας και του ατόμου εκμηδενίζει την ένταση, αλλά η ίδια η ανέφελη ομοφωνία μεταξύ της παντοδυναμίας και της αδυναμίας είναι η αδιαμεσολάβητη αντίφαση, το απόλυτο αντίθετο της συμφιλίωσης.
Μαζί με το άτομο δεν εξαφανίσθηκαν συνεπώς και οι ψυχολογικές του ορίζουσες, που αποτελούσαν ανέκαθεν τα ενδοανθρώπινα πρακτορεία της ψευδούς κοινωνίας. Τώρα όμως οι χαρακτηρολογικοί τύποι βρίσκουν την ακριβή θέση τους στο σχεδιάγραμμα των μηχανισμών της εξουσίας. Οι συντελεστές απόδοσης και τριβής τους έχουν συνυπολογισθεί. Η ίδια η παράταξη είναι ένα γρανάζι. Ό,τι στον ψυχολογικό μηχανισμό ήταν ανέκαθεν ψυχαναγκαστικό, ανελεύθερο και ανορθολογικό εφαρμόζει επάνω του με ακρίβεια. Το πρόγραμμα της αντιδραστικής παράταξης που περιέχει τον αντισημιτισμό ανταποκρίνεται στο σύνδρομο της καταστροφικής συμβατικότητας. Οι χαρακτήρες δεν αντιδρούν πηγαία εναντίον των Εβραίων, παρά κυρίως έχουν χαράξει μια ορμική κατεύθυνση η οποία μόνο με την παρέμβαση της παράταξης συναντά το ανάλογο αντικείμενο καταδίωξης. Τα εμπειρικά «στοιχεία του αντισημιτισμού», τα οποία έχουν τεθεί εκτός ισχύος λόγω της απώλειας της εμπειρίας, η οποία γίνεται εμφανής στην παραταξιακή σκέψη, κινητοποιούνται εκ νέου από την παράταξη. Ήδη αποσυντεθειμένα, δημιουργούν στο νεοαντισημίτη την ένοχη συνείδηση και συνεπώς την ακόρεστη κακία. Επειδή ακριβώς η ψυχολογία του μεμονωμένου ατόμου συγκροτείται και λαμβάνει το περιεχόμενο της μόνο πια από τα κοινωνικά προμηθευόμενα συνθετικά σχήματα συμπεριφοράς, ο σημερινός αντισημιτισμός παίρνει τον τιποτένιο και αδιαπέραστο χαρακτήρα του. Ο Εβραίος μεσίτης εξομοιώνεται τελείως προς την εικόνα του διαβόλου μόνον όταν πια έχει γίνει οικονομικά κατ’ ουσίαν ανύπαρκτος· αυτό κάνει το θρίαμβο εύκολο και επιπλέον μετατρέπει τον αντισημίτη οικογενειάρχη σε έναν υπεύθυνο θεατή της ακατάσχετης ιστορικής τάσης, ο οποίος επεμβαίνει μόνον όταν το απαιτεί ο ρόλος του ως υπαλλήλου του κόμματος ή του εργοστασίου που παράγει υδροκυανιούχο αέριο. Η διοίκηση ολοκληρωτικών κρατών, που οδηγεί στην εξόντωση τις αναχρονιστικές μερίδες του λαού, είναι απλώς ο δήμιος που έρχεται να εκτελέσει πολύ παλαιότερες οικονομικές καταδίκες. Οι ανήκοντες σε άλλους κλάδους του καταμερισμού της εργασίας μπορούν να κοιτάζουν με εκείνη την αδιαφορία που δεν εγκαταλείπει τον αναγνώστη εφημερίδων όταν διαβάζει την είδηση για τις εργασίες αποκατάστασης στους χώρους της χθεσινής καταστροφής, αφού η ιδιαιτερότητα εξαιτίας της οποίας εξολοθρεύονται τα θύματα έχει επίσης εξαλειφθεί προ πολλού. Οι άνθρωποι που ως Εβραίοι εμπίπτουν στο διάταγμα πρέπει πρώτα να εξευρεθούν με τη βοήθεια σχολαστικών ερωτηματολογίων, αφού κάτω από την ισοπεδωτική πίεση της όψιμης βιομηχανικής κοινωνίας οι εχθρικές θρησκείες, που άλλοτε συνιστούσαν τη διαφορά, έχουν μετατραπεί ήδη σε απλά πολιτιστικά αγαθά μετά την επιτυχή αφομοίωση. Οι ίδιες οι εβραϊκές μάζες αποφεύγουν το παραταξιακό σκέπτεσθαι τόσο λίγο όσο και οποιαδήποτε εχθρική οργάνωση νεολαίας. Ο φασιστικός αντισημιτισμός πρέπει ώς ένα βαθμό να εφεύρει πρώτα το αντικείμενο του. Η παράνοια δεν επιδιώκει πια τον στόχο της βάσει του ατομικού ιστορικού ασθενείας του διώκτη, αλλά καθώς η ίδια έγινε κοινωνικό υπαρκτό χαρακτηριστικό, πρέπει να τον θέσει αξιωματικά μέσα στο ίδιο το πλέγμα τύφλωσης των πολέμων και των οικονομικών συγκυριών, προτού οι ψυχολογικά προδιατεθειμένοι λαοσύντροφοι ως ασθενείς μπορέσουν, εσωτερικά και εξωτερικά, να ορμήσουν καταπάνω του.
Το γεγονός ότι ο αντισημιτισμός τείνει πλέον να εμφανίζεται απλώς ως μία θέση σε ένα αντικαταστατό πρόγραμμα δικαιολογεί αναντίρρητα την ελπίδα ότι μπορεί να έλθει το τέλος του. Οι Εβραίοι δολοφούνται σε μια περίοδο όπου οι ηγέτες θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την αντισημιτική θέση του προγράμματος τους με την ίδια ευκολία με την οποία μπορούν να μεταφέρουν τις πιστές μάζες από ένα σημείο της εξορθολογισμένης παραγωγής σε ένα άλλο. Βάση της εξέλιξης που οδηγεί στο παραταξιακό σκέπτεσθαι παραμένει η οικουμενική αναγωγή κάθε ειδικής ενέργειας στη μία και μοναδική αφηρημένη μορφή εργασίας, από το πεδίο της μάχης ως το στούντιο. Το πέρασμα από αυτές τις συνθήκες σε μια πιο ανθρώπινη κατάσταση πραγμάτων δεν μπορεί όμως να γίνει, διότι στο καλό και στο κακό επιφυλάσσεται η ίδια τύχη. Η ελευθερία στο πρόγραμμα της προοδευτικής παράταξης είναι ένα στοιχείο τόσο εξωτερικό προς τις πολιτικές δομές εξουσίας, στις οποίες κατ’ ανάγκη καταλήγουν οι προοδευτικές αποφάσεις, όσο και ο αντιεβραϊσμός προς τα τραστ της χημικής βιομηχανίας. Οι ψυχολογικά πιο ανθρώπινοι έλκονται βέβαια από την προοδευτική παράταξη, αλλά η επεκτεινόμενη απώλεια της εμπειρίας μετατρέπει τελικά και τους δικούς της οπαδούς σε εχθρούς της διαφοράς. Αντισημιτική δεν είναι μόνον η αντισημιτική παράταξη, αλλά η παραταξιακή νοοτροπία εν γένει. Εκείνη η οργή κατά των διαφορών, που ενυπάρχει τελεολογικά σε αυτή τη νοοτροπία, είναι έτοιμη, ως μνησικακία των κυριαρχούμενων υποκειμένων της κυριαρχίας πάνω στη φύση, να ορμήσει κατά της φυσικής μειονότητας, ακόμη και όταν αυτά αρχικά απειλούν την κοινωνική μειονότητα. Η κοινωνικά υπεύθυνη ελίτ δεν εντοπίζεται έτσι και αλλιώς τόσο εύκολα όσο άλλες μειονότητες. Στις νεφελώδεις συνθήκες ιδιοκτησίας, κατοχής, νομής και διεύθυνσης διαφεύγει με επιτυχία από το θεωρητικό προσδιορισμό. Τόσο στην ιδεολογία της φυλής όσο και στην πραγματικότητα της τάξης φανερώνεται μόνον η αφηρημένη διαφορά έναντι της πλειονότητας. Αν όμως το προοδευτικό πρόγραμμα τείνει προς αυτό που είναι χειρότερο από το περιεχόμενο του, το περιεχόμενο του φασιστικού προγράμματος είναι τόσο ασήμαντο, που ως υποκατάστατο του καλύτερου δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο με τις απεγνωσμένες προσπάθειες των απατημένων. Το φρικτό στο φασιστικό πρόγραμμα είναι ότι, ενώ είναι ολοφάνερο ψέμα, εξακολουθεί να υπάρχει. Ενώ δεν επιτρέπει καμιά αλήθεια με την οποία θα μπορούσε να παραβληθεί, το άμετρο του παραλογισμού του φανερώνει, με αρνητικό τρόπο, απτά την αλήθεια, από την οποία οι άκριτοι μπορούν να κρατηθούν αποχωρισμένοι μόνο με πλήρη απώλεια της σκέψης. Μόνον ο διαφωτισμός που θα γινόταν κύριος του εαυτού του και θα αποκτούσε ο ίδιος ισχυρή δύναμη θα μπορούσε να σπάσει τα όρια του διαφωτισμού.
Από το Διαλεκτική του Διαφωτισμού – Φιλοσοφικά αποσπάσµατα (εκδόσεις Νήσος)
του Φραντσέσκο Κοντέλο
«Για μένα η θεμελιώδης αρχή του αναρχισμού δεν είναι η ελευθερία αλλά η αυτονομία, δηλαδή η ικανότητα ανάληψης από κάποιον ενός καθήκοντος και η εκπλήρωσή του με τον δικό του τρόπο». Έτσι έγραφε ο Πωλ Γκούντμαν (1911-1972), μια από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επίδραση στη νεανική αμφισβήτηση της δεκαετίας του ‘60, σε ένα από τα τελευταία του άρθρα. Ο Γκούντμαν γνώριζε πόσο ήταν δύσκολο για εκείνους τους νεαρούς αμφισβητίες να οικειοποιηθούν αυτή την έννοια: πολύ πιο ισχυρή και ελκτική ήταν η επιθυμία της ελευθερίας, θεωρούμενη σαν ισχυρότερο κίνητρο στην επιδίωξη της πολιτικής αλλαγής. Τα άτομα που έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο αυτονομίας γνωρίζουν πώς να το υπερασπιστούν με επιμονή, αν και με λιγότερο ενεργητικά μέσα, καταφεύγοντας σε μια αντίσταση μάλλον παθητική, προσπαθώντας να πραγματώσουν τα πράγματα που θέλουν μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων χώρων ακόμη και εντός του αποπνικτικού ιστού μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Αντιθέτως, όταν ενίοτε οι καταπιεσμένοι απελευθερώνονται, συχνά δεν ξέρουν πώς να λειτουργήσουν, πώς να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους. «Μη όντας ποτέ αυτόνομοι, δεν ξέρουν τι σημαίνει κάτι τέτοιο και προτού το μάθουν, βρίσκονται να έχουν νέους διευθυντές, οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση να παραιτηθούν από τον ρόλο τους». Η έννοια της αυτονομίας είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για την ελευθεριακή δράση. Η αρχή που συνδέεται πιο άμεσα με την έννοια της αυτονομίας είναι η υπευθυνότητα. Σύμφωνα με την αναρχική σκέψη, ο υπεύθυνος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στους άλλους, αλλά ταυτοχρόνως πιστεύει ακλόνητα ότι μόνο αυτός είναι κριτής αυτών των περιορισμών: ακούει τη συμβουλή κάποιου άλλου και την ακολουθεί, αλλά είναι ο ίδιος που αποφασίζει και την εφαρμόζει σε ατομικό επίπεδο. Έτσι οι υποχρεώσεις μπορεί να αναλαμβάνονται, όμως μετασχηματίζονται σε σταθερή συμπεριφορά μονάχα αν έχουν γίνει ελεύθερα αποδεκτές. Αυτή η ανάληψη, συνεπώς, περνά πάντοτε μέσα από το φίλτρο της προσωπικής εμπειρίας και της ατομικής ελευθερίας. Προκειμένου να είναι αυτόνομο το άτομο, δεν πρέπει να υπόκειται στη θέληση ενός άλλου: μπορεί να κάνει αυτό που το λέει κάποιος άλλος, αλλά κάνει κάτι τέτοιο όχι γιατί έτσι του είπαν ή, ακόμη χειρότερα, επειδή του το επέβαλλαν. Με αυτή την έννοια είναι ελεύθερο. Η ηθική αυτονομία είναι συνεπώς η αποδοχή της πλήρους ευθύνης για τις πράξεις μας. Κάτι που συνεπάγεται, αντιστρόφως, ότι ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την αυτονομία του τη στιγμή που αρνείται να εμπλακεί σε έναν ηθικό στοχασμό και αποδέχεται τις διαταγές των άλλων: χάνοντας αυτό το προνόμιο, χάνει και την ελευθερία του. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές και βαθμοί αυτής της απώλειας, μερικές αναπόφευκτες ή, αναμφιβόλως, αναγκαίες. Όταν προστρέχουμε στην τεχνική αυθεντία ενός τσαγκάρη για να επιδιορθώσει τα παπούτσια μας (για να θυμηθούμε το περίφημο παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν), δεν απαρνούμαστε την ελευθερία μας και πολύ λιγότερο την αυτονομία μας: απλώς αναγνωρίζουμε ότι ένας άλλος έχει τις ικανότητες που δεν διαθέτουμε εμείς. Η ανάληψη της ευθύνης των πράξεών μας σημαίνει ότι παίρνουμε εμείς τις αποφάσεις γι’ αυτό που πρέπει να κάνουμε. Όπως δικαίως έγραψε ο Ρόμπερτ Πωλ Γουλφ στο δοκίμιο του το 1970 με τον τίτλο Προς υπεράσπιση του αναρχισμού, «για τον αυτόνομο άνθρωπο δεν υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αποκληθούν διαταγές». Στη ζωή γενικότερα, όπως στην πολιτική, οι άνθρωποι απαρνούνται συχνά την αυτονομίας τους και γίνονται εθελουσίως σκλάβοι κάποιου άλλου από τεμπελιά, συμφέρον, συνήθεια, ευκολία, φόβο κλπ. Αυτή η απάρνηση, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, δημιουργεί οικογένειες, ομάδες, κοινωνίες, που θεμελιώνουν την επιβίωσή τους πάνω στην έλλειψη ευθύνης και σε αυτό που ο Έριχ Φρομ (1900-1980) είχε αποκαλέσει φυγή από την ελευθερία. Η αυτονομία ουσιαστικά σημαίνει να δίνεις ο ίδιος στον εαυτό σου τους νόμους σου, να μην αποδέχεσαι ποτέ έναν μοναδικό, καθολικό νόμο και προπάντων να υποβάλλεις σε συστηματική διερώτηση κάθε νόμο και κάθε θεμελιώδη αρχή. Συνεπώς η αυτονομία είναι μια στοχαστική δράση ταυτοχρόνως ατομική και κοινωνική, που εκτυλίσσεται αενάως. Όπως έγραψε ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997): «Μπορώ να πω ότι εγκαθιδρύω τον δικό μου νόμο όταν ζω αναγκαστικά κάτω από τον νόμο της κοινωνίας; Ναι, αλλά σε μία και μόνο περίπτωση: αν μπορώ να πω, αναστοχαστικά και διαυγώς, ότι αυτός ο νόμος είναι και δικός μου. Για να μπορώ να πω κάτι τέτοιο, δεν χρειάζεται να τον έχω εγκρίνει: αρκεί μονάχα να είχα την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω ενεργώς στη δημιουργία και στη λειτουργία αυτού του νόμου» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η δημοκρατική επανάσταση, 2001). Συνεπώς το να είμαστε αυτόνομοι είναι κάτι το κουραστικό, αφού μας υποχρεώνει σε μια συνεχή διεργασία με τον εαυτό μας, σε μια σαφή επαλήθευση της συμβατότητας ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και εκείνες των άλλων. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια διαρκή μάθηση.
Το λήμμα ”αυτονομία” περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.
Αναδημοσίευση από:http://xwroselkoul.blogspot.gr/2013/03/203.html